Κάου Μπόϊ Φάντασμα

Page 1


ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-085-8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr


·<τΙ

ΝΥΧΤΑ είναι καθαρή σά μέρα. "Ενα τεράστιο φεγγά­ ρι, πού λάμπει στον ουρανό, σκορπίζει τα σκοτάδια και δια­ λύει τους ίσκιους. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ, ό θρυλι­ κός Κάου Μπόϋ Φάντασμα και οί δύο αχώριστοι φίλοι του, ό Μπόμπυ και ή "Αννυ Σμίθ, έ­ χουν κατασκηνώσει στο ξέφωτο ένός δάσους, για νά περάσουν την βραδυά τους. "Εχουν τελειώσει τό λιτό φα­ γητό τους και ό Τζώννυ μέ την

"Αννυ έχουν άναλάβει νά στρώσουν τις κουβέρτες δίπλα από τη μεγάλη φωτιά, πού έχουν α­ νάψει* για νά κοιμηθούν. Κάπου - κάπου, φτάνουν στ1 αυτιά τους ουρλιάσματα τσακαλιών. Γιά νά ξεχάση τον φόβο του ό Μπόμπυ, πού υποφέρει από μιά παράξενη δειλία, έχει άοχίσει, όπως πάντα, νά διηγήται τά φανταστικά του κατορθώμα­ τα: — Πού λέτε, παιδιά, λέει, έ­ χουν μείνει τρεΐς τώρα άπό την


Κάου — Μπόϋ συμμορία του Μττάρτ του Δολο­ φόνου. Οί πιο άγριοι. Στέκονται απέναντι .μου μέ τά έξάσφαιρα τραβηγμένα καί τά απαίσια πρό­ σωπα συσπασμένα από μίο'ος* ιά λόγου μου. Τό βλέπεις κααρά μέσα στα μάτια τους, δτι θέλουν νά μου φάνε τό σπερνό. Μά 8έ μέ τρομάζουν εμένα! Τρατ βάω... Ξαφνικά, άκούγεται γοργό πο­ δοβολητό αλόγου κάπου κοντά. Σταματούν όλοι, ότι κάνουν καί γυρίζουν νά κυττάξουν προς τά έκεΐ. Τό χέρι του Κάου Μπόϋ Φάντασμα: γλιστράει γοργά προς τό έξάσφαιρο, που κρέμεται στο πλευρό του. 'Ο Μπόμπυ... ό α­ τρόμητος, ξεροκαταπίνει μέ τά μάτια γουρλωμένα. Μέσα από τά δέντρα πετάγε­ ται ένα άλογο. Στη σέλλα του κάθεται ένας καβαλλάρης, που γέρνει μπροστά σάν αποκοιμι­ σμένος. Τό ζώο βραδύνει τό τρέ­ ξιμό του καί προχωράει προς τη φωτιά χλιμιντρίζοντας στο άντίκρυσμα των ανθρώπων καί των άλλων αλόγων. Μόλις φτάνει κοντά, ό καβαλλάρης φεύγει α­ πό την σέλλα του, λές καί τον έχει σπρώξει αόρατο χέρι, καί σωριάζεται μέ βαρύ γδούπο στο χώμα. . . — Θεούλη μου! » σκούζει ό Μπόυπυ Σμίθ. Τί είναι · αυτό, πάλι; Οί σύντροφοί του στέκονται σάν μαρμαρωμένοι από την^ έκπληξι γιά μιά στιγμή. Πρώτος συνέρχεται ο Τζώννυ καί μέ με­ γάλα βήματα πλησιάζει τον πε­ σμένο άνθρωπο. Τού είναι ά­ γνωστος. Βλέπει ότι τό μπρο­ στινό μέρος τού πουκαμίσου του είναι μουσκεμένο από αίμα καί απλώνει τό χέρι του προς τό μέρος τής καρδιάς. Μά η κασδιά τόϋ αγνώστου 6έν χτυ^-'.ει π.ά. 'Ο ~''8ρωπος αυτός · είναι νεκρός. "Εχει μιά

τρύπα από σφαίρα λίγο πιο πά­ νω από την καρδιά καί, στο ση­ μείο ακριβώς, τής καρδιάς, εί­ ναι καρφιτσωμένο ένα νικέλινο άστρο, πού δείχνει, ότι ό άν­ θρωπος αυτός είναι, ή μάλλον ήταν, έκττρόσωπος του νόμου. Τό πρόσωπο τού νεαρού Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα σκληραίνει καί παίονει την όψι τού γρανί­ τη όπως συμβαίνει κάθε φορά, πού βλέπει νεκρό άνθρωπο καί» μάλιστα, όργανο τού νόμου. — Εί... είναι νεκρός; ψελλί­ ζει ό Μπόμπυ ξεροκαταπίνοντας πάντα. ■=— Κανένας δέ μπορείς νά ζή­ ση μέ τρύπιρ πνευμόνι, . τού α­ παντάει ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί τά φρύδια του σμίγουν σκεφτι­ κά: Ποιος τον σκότωσε άραγε; — Μου φαίνεται, ότι μάς τό έχει πή μόνος του, , πετάγεται ή ’'Αννυ, πού, μην άντέχοντας την θέα τού αίματος, έχει πλησιάσει τό άλογο τού νεκρού καί τό κυττάζει κοντά - κοντά: Έδω στη σέλλα, του έχει χαράξει μέ κάτι μυτερό δύο ονόματα: Φώλκνεο... Σίλβερ... ' . · Οί δύο νεαροί κάου μπόϋς α­ φήνουν τό πτώμα καί πλησιά­ ζουν τό' ζώο. Στην ανταύγεια τής φωτιάς φαίνονται καθαρά δύο ονόματα, χαραγμένα στο δεξί μέρος τής σέλλας. Είναι πρόσφατα. 'Ο θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα μένει γιά μιά στιγμή σκε­ φτικός καί μετά βγάζει τό σ”Μπέρασμά του: — Τό Σίλβερ αντιπροσωπεύ­ ει* ασφαλώς, τό Σίλβερ Ρόκ, την πόλι, πού σχεδιάζαμε νά έπ .σκεφτούμε αύριο, λέει. Τό • Φώλκνερ θά είναι τό όνομα τού δολοφόνου, κατά πάσαν πιθανό­ τητα... ’Αναρωτιέμαι, γιατί αυ­ τός ό Φώλκνερ έφτασε στο ση­ μεία νά σκοτώση έναν σερίφη; — ’Ίσως είναι έκτος νόμου,


§

ΦΑΜΤΑΪΜΑ Και 6 σερίφης πήγε στο Σίλβερ Ρόκ, για νά τον συλλαβή, λέει ή ’Άννυ. ’Ίσως νά έζησε αρκε­ τά ό σερίφης, γιά νά μπόρεση νά χαοάξη το όνομά του πάνω στη σέλλα καί τό ονομά της πό­ λης. γιά νά δείξη που έγινε ό Φόνος... Τί θά κάνουμε, τώρα> όμως,· ? ^ Τό ανήσυχο βλέμμα του Μπόμπυ, του . αδερφού της, παίζει προς τό πτώμα. λ— ’Εγώ, πάντως, δέ μένω ε­ δώ άπόψε, μουρμουρίζει. Θά βλέ­ πω βρυκόλακες όλη την νύχτα. — Έσύ πού είσαι τόσο θαρ­ ραλέος τά λες αυτά! > κάνει ει­ ρωνικά ό Κάου Μ-ηου Φάντασμά καί μετά σοβαρεύεται. Θά θά­ ψουμε τό πτώμα έδώ πιο πέρα καί. μετά θά πέσουμε νά κοιμη­ θούμε. ΚΓ αύριο τό πρωί, θά τρέξουμε στο Σίλβερ Ρόκ καί θά προσπαθήσουμε ν’ αποτελειώ­ σουμε αυτό πού άρχισε ό μακα­ ρίτης: Νά συλλάβουμε, δηλαδή, τον δολοφόνο του. 'Ο Μπόμπυ αναπηδάει τρομα­ γμένος. -— Μά, Τζώννυ, διαμαρτύρε­ ται, γιατί νά πάμε φυρΐ - φυρΐ νά τά βάλουμε μ’ αυτόν τον κα­ κούργο; Είναι ανάγκη, δηλαδη, έτσι στά καλά καθούμενα νά φά­ με τό κεφάλι μας; — Μπόμπυ, μοϋ φαίνεται, ό­ τι αδυνάτισε η μνήμη σου, τού λέει κοφτά ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Ξεχνάς την ύπόσχεσί σου, ότι δεν θά γίνης ποτέ εμπόδιο στά σχέδιά μου;... Ξεχνάς τον δικό μου όρκο;· 'Ο Μπόμπυ Σμίθ τον κυττάζει γιά μιά στιγμή ντροπιασμέ­ να καί μετά σκύβει τό κεφάλι. ’Όχι, δεν έχει ξ έχασε ι καί τον λόγο πού έκανε τον αγαπημένο του φίλο ν’ αφιέρωση τη ζωή του στο κυνήγι των έκτος νό­ μου.

Ή ίότορία .

του Τζώννυ Ντέλμοντ ΠΑΤΕΡΑΣ τού Τζώννυ ή­ ταν ραίντζερ τού Τέξας. Μα­ ζί μέ άλλους συναδέλφους του, ξεκίνησε μιά μέρα για μιά πόλι τών συνόρων, οπού είχε τό αρχηγείο της μιά άγρια συμμο­ ρία. Γιά πρώτη φορά, έπαιρνε μαζί1 του τον Τζώννυ. Στο δρόμο, ή συμμορία αυ­ τή είχε ^ στήσει ύπουλη ένέδρα. "Ολοι οί^ ραΐντζερς σκοτώθηκαν, δίχως νά προλάβουν ν’ αμυν­ θούν. 'Ο Τζώννυ δέχτηκε μιά σφαίρα στο κεφάλι καί έπεσε μαζί ιιέ τούς άλλους, άλλα δεν πέθανε. Τον ανακάλυψε αναίσθη­ το ένας χρυσοθήρας καί τον με­ τέφερε στην καλύβα του, πού ή­ ταν πέρα ατούς λόφους. " Του περιποιήθηκε τό τραύμα, σταματώντας την αιμορραγία, καί μετά ανέθεσε την φροντίδα του στά δυο παιδιά του, τον Μπόμπυ καί την ’Άννυ, πού έ­ μελλε νά γίνουν οί αχώριστοι σύντροφοι τού Τζώννυ Ντέλμοντ. "Οταν συνήρθε ό Τζώννυ καί έμαθε τί είχε συμβή, ώρκίστηκε* ότι θά τιμωρούσε τούς δολο­ φόνους τού πατέρα του, τού μόνου προσώπου, πού είχε στον κόσμο, καί ότι θά αφιέρωνε τή ζωή του στην καταδίωξι τέτοιου είδους δολοφόνων. Τό είπε καί τό έκανε. Μαθη­ μένος άπό τον πατέρα του^ νά

χειρίζεται τό έξάσφαιρο καί γ*


6 άντέχη στις κακουχίες, κυνήγη­ σε εκείνη την συμμορία καί την διέλυσε, κυριολεκτικά, έκδικώντας τον θάνατο τοϋ πατέρα του. Τό νέο, δτι ένα παιδί μονά­ χο κατάφερε νά ξεκληρίση τέ­ τοια συμμορία» προκάλεσε με­ γάλα σχόλια. "Ολος ό κόσμος άρχισε νά μιλάη για τον Τζώννυ Ντέλμσντ, πού, μέ καινούρ­ για πεποίθησι, τώρα, συνέχισε τό κυνήγι των έκτος νόμου, έ­ χοντας έναν πιστό σύντροφο : τον Μπόμπυ Σμίθ. 'Ο Μπόμπυ, παρά^ την δειλία του, έγκατέλειψε τό σπίτι του, για νά μοιρα­ στή μαζί του την περιπέτεια. Ο Τζώννυ τον δέχτηκε ευχα­ ρίστως. Στην αρχή τον απογο­ ήτευσε ή δειλία του Μπόμπυ, αλλά τού άρεσε ή καλωσύνη του καί ή αφέλειά του καί» έκτος αυτού, άνακάλυψε καί κάτι κα­ ταπληκτικό. Ένω έτρεμε από τον φόβο του γιά τό κάθε τί, ό Μπόυπυ, γινόταν ανήμερο θηρίο κάθε φορά πού δεχόταν ένα χτύ­ πημα στο κεφάλι είτε τυχαία, είτε έπίτηδες. Κοκκίνιζε ολόκλη­ ρος καί, σάν μαινόμενος ταύρος, ριχνόταν μέσα στη φασαρία κι* έκανε, κυριολεκτικά» θραύσι. Ποτέ του δέ μπόρεσε νά έξηγήση αυτό τό απίστευτο φαινό­ μενο ό Τζών, αλλά πάντως, ό­ ταν γίνονταν δύσκολα τά πρά­ γματα, βασιζόταν σ’ αυτό. -5 5 Αννυ εΐχε πραστεθή στην πσοέα πριν τρεις μήνες, όταν πέθανε 6 γέρο χρυσοθήρας. Στην αρχή ό Τζώννυ τήν νόμιζε μεγά­ λο εμπόδιο στις περιπλανήσεις τους, άλλα σύντομα άνακάλυψε, ότι ή κοπέλλα ήταν πολύ χρήσιυη. Έκτος τού ότι φρόντιζε γιά την καθαριότητά τους^ καί γιά τό φαγητό» ήταν πολύτιμη συνερνάτις. Πολλές φορές ή καΓπυ.πίνα της είχε βγάλει άπό δύσκολη θέσι τούς δύο νεαρούς κάου μπόϋς.

Ό Κάου — Μπόϋ 'Ο Τζώννυ είχε γίνει πασί­ γνωστος πιά. "Ολες οι έφημερίδες έγροφαν γι’ αυτόν καί τον άπεχαλούσαν Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα, γιά τή μεγάλη του ικα­ νότητα νά εμφανίζεται έκεΐ πού δέν τον περίμενε κανένας καί νά έξαφανίζεται πάλι, όταν τον ζη­ τούσαν όλοι. Καί, τώρα, έκεΐ πού είχαν στα­ ματήσει γιά νά περάσουν τή βράδυά τους, ή μοΐρα τούς έ­ στειλε τό πτώμα ενός σερίφη, πού σήμαινε τήν αρχή μιας νέ­ ας περιπέτειας καί νέων κινδύ­ νων.

Τρόμος στο Σίλβερ Ρόκ ΜΠΟΜΠΥ τά φέρνει στον νού του όλα αυτά καί δέν ξανακάνει λόγο γιά τους φόβους του. Βοηθάει τον Τζώννυ νά σκά­ φη έναν ρηχό τάφο κάπου μέσα στο δάσος καί θάβουν τό πτώμα τού σερίφη. Μετά τυλίγεται, ό­ πως οί άλλοι στήν κουβέοτα του καί προσπαθεί νά κοιμηθή, αλ­ λά πού νά κλείση μάτι! Θαρρεί πώς χίλιοι νεκροί σερίφηδες έ­ χουν στήσει χορό γύρω του..... Τελικά» νικάει ή κούρασι καί τού σφαλίζει τά βλέφαρα. Πρωί - πρωί τήν άλλη μέρα μαζεύουν τά πράγματά τους, καβαλλούν τ’ άλογά τους καί ξε­ κινούν γιά τό Σίλβερ Ρόκ, σχο­ λιάζοντας τό χτεσινοβραδυνό πεοι στατικό. Βρίσκονται ένα μίλι μακρυά άπό τήν πόλι. όταν βλέπουν ξα­ φνικά πίσω άπό ένα ύψωμα, έ­ να σύννεφο καπνού, ν’ άνεβαίνη προς τον ουρανό. Σκαρφαλώνουν στο ύψωμα καί βλέπουν, σέ μι­ κρή άπόστασι κάτω, ένα ξύλινο κτίριο» στήν αυλή ένός ράντς, νά καίγεται τοΰ καλού καιρού. 'Ο Κάου Μπόϋ δίνει τό σύν­ θημα καί ρίχνονται όλοι καλπά­


ΦΑΝΤΑΣΜΑ ζοντας προς τά εκεί. Πλησιάζον­ τας, βλέπουν έναν γέρο νά στέ­ κεται ακίνητος καί, μέ πικραμέ­ νη έκφρασι, νά κυττάζη τό φλέ­ γόμενο κτίριο. — "Έχεις μερικούς κουβάδες νά σβήσουμε τη φωτιά, παππού; φωνάζει ό Τζώννυ Ντέλμοντ πη­ δώντας από τό άλογό του, μι­ μούμενος από τούς συντρόφους του. — Αφήστε το νά καή!, απαν­ τάει ό γέρος. — Μά τιρολαβαίνουμε νά τό γλυτώσουμε! — Προτιμώ νά γλυτώσω τό τομάρι μου!, απαντάει ό γέρος και δεν κάνει πάλι την παραμι­ κρή κίνησι. Μή μπορώντας νά καταλάβη τή στάσι του, ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ» πλησιάζει στο πηγάδι, αρ­ πάζει έναν τενεκέ και κάνει νά τον γεμίση από την ποτίστρα των ζώων, μά δεν προλαβαίνει, -εροΐ πυροβολισμοί άκούγονται από κάτι βράχια πιο πέρα και σφαίρες αρχίζουν νά πέφτουν βροχή γύρω του. — Καλυφθήτε!, φωνάζει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί, τρα­ βώντας τό έξάσφαιρό του, σπεύ­ δει νά ταμπουρωθή, πίσω από τό πηγάδι. Αρχίζει ν’ άνταλλάσση σφαί­ ρες μέ τούς ανθρώπους πού εί­ ναι ταμπουρωμένοι πίσω από τά βράχια. 'Η "Αννυ αρπάζει τήν καραμπίνα από τήν θήκη τής σέλλας της καί ταμπουρώνεται δίπλα στον Τζώννυ. Αρχίζει νά γαζώνη κυριολεκτικά τά βράχια μέ σφαίρες. 'Ο Μπόμπυ δέν χρειάζεται δεύτερη κουβέντα γιά νά έξαφανιστή από τό πρόσωπο τής γής. Τρέμόντας από φόβο, δίνει μιά καί χώνεται κάτω από τήν πο­ τίστρα των ζώων. Καθώς πάει νά βολευτή» άμως, χτυπάει τό κεφάλι του μέ δύναμι στά σα»

? νίδια. Καί, τότε, γίνεται μιά παράξενη μεταμόρφωσι. Ή τρε­ μούλα του εξαφανίζεται. Τό πρό­ σωπό του γίνεται κατακόκκινο, τά χαρακτηριστικά του σκληραί­ νουν. Βγάζει ένα πολεμικό ουρ­ λιαχτό, σάν αυτά των ερυθρο­ δέρμων, καί πετάγεται εξω μέ τό έξάσφαιρρ στο χέρι. — Θά σάς λιανίσω τά κόκκαλα, κανάγιες!, φωνάζει καί αρχίζει νά τρέχη, ρίχνοντας π^ός τή μεριά των βράχων. 'Ο Τζώννυ καί ή "Αννυ παύ­ ουν νά ρίχνουν φοβούμενοι μή­ πως πετύχουν τον Μπόμπυ. Κυττουν τον τελευταίο ανήσυχοι, φο­ βούμενοι» ότι θά συμβή κάτι ά­ σχημο. Αλλά, ξαφνικά, βλέπουν δύο ανθρώπους νά πετάγωνται από τά βράχια, νά καβαλλούν δύο άλογα πού μισοφαίνονται δεμένα μέσα σέ κάτι θάμνους καί νά ξεκινούν μέ γρήγορο καλ­ πασμό, προς τήν πόλι. 'Ο Μπόμπυ έξακολουθεΐ νά τούς καταδιώκη, άλλά, όταν ή άπόστασι μεγαλώνη, σταματάει καί γυρίζει πίσω. "Ωσπου νά φτάση κοντά στσύς φίλους του» έχει συνέρθει κάπως. — "Εφυγαν, λέει μέ φανερή απογοήτευα ι. — Τώρα πού έκαψαν τό σπί­ τι μου, τί άλλο νά κάνουν εδώ; λέει ό γέρος. —- Ποιοι ήσαν παππού, καί γιατί έβαλαν φωτιά; ρωτάει μέ ενδιαφέρον ο Τζώννυ Ντέλμοντ. — Αέ μπορώ νά σοΰ πώ, παι­ δί μου, απαντάει φοβισμένα ό γέρος. Καί μήν έπιμένεις νά μάθης. Πάρε, καλύτερα, τούς φί­ λους σου καί φύγε απ’ αυτή τήν περιοχή. — Γιατί» παππού; "Ισως μπο­ ρέσουμε νά σέ βοηθήσουμε, άν μάς πής!, επιμένει ό Τζώννυ. Μά τά χείλη τού γέρου σφρα­ γίζονται, θαρρείς καί λέξι δέν βγαίνει από τό στόμα τ©υ0 Ό


8 Κάου Μπόϋ Φάντασμα καταλα­ βαίνει, ότι ό γέρος τρέμει τούς ανθρώπους, πού έκαψαν τό σπί­ τι του. "Έχουν, άραγε, σχέσι, οι άνθρωποι αυτοί μέ τον θάνατο τού σερίφη; & * ■* Τό σπίτι του γέρο - ράντσερ έχει γίνει ένας σωρός από κάρ­ βουνα* πού καπνίζουν ακόμα. Βλέποντας ότι δεν μπορεί νά προσφέρη καμμιά βοήθεια, ό Τζώννυ Ντέλμοντ, παίρνει τον «ξεθυμασμένο» πια Μπόμπυ και την Άννυ καί συνεχίζει τον δρό­ μο προς την πόλι. Διακόσια μέτρα μακρυά από τά πρώτα σπίτια, ό Τζώννυ τούς λέει νά σταματήσουν .καί δίνει οδηγίες. Θά μπουν στην πόλι χωριστά καί θά κάνουν ότι δεν γνωρίζονται. "Αν μπλεχτούν τά πράγματα. Υσως νά τούς φανή χρήσιμο αυτό. Τά παιδιά δεν έχουν καμμιάν άντίορησι. Ξεκινούν πρώτα καί μπαίνουν στην πόλι. 'Ο Τζών­ νυ αφήνει νά περάσουν. μερικά λεπτά καί ακολουθεί. Τό Σίλβερ Ρόκ είναι ίμιά συνηθισμένη πό­ λι μ’ έναν κεντρικό δρόμο; καί δύο άντιχρυστά στενά όλα. κΓ όλα. Υπάρχουν άφθονα καταστή­ ματα καί ένα μπάρ. Μά ό Τζώννυ δεν ένδιαφέρεται γι’ αυτά. Ένδιαφέρεται γιά πλη­ ροφορίες > καί κάνει την πρώτη του απόπειρα στον πεταλωτή τής πόλης. Πιάνει ψιλή κουβέν­ τα μσ:ζί του, κερδίζει κάπως την εμπιστοσύνη του, άλλα όταν τον ρωτάη γιά τ’ όνομα Φώλκνερ, ό πεταλωτής τού ρίχνει μια τρο­ μαγμένη ματιά καί απομακρύνε­ ται, γιά νά χωθή στο μαγαζί του. Τό ίδιο συμβαίνει καί μέ τον Χήθ, πού εχει τό μπακάλικο. Μό­ λις ή συζήτησι φτάνει στ’ όνο­ μα Φώλκνερ, τρομάζει καί κλεί­

Ό Κάου - Μπόϋ νει τό στόμα του. Δεν χρειάζε­ ται περισσότερα ό Τζώννυ* γιά νά καταλάβη, ότι αυτός ό Φώλ­ κνερ παίζει τό ρόλο τού τρομο­ κράτη. Ρωτάει αν ύπάρχη σερίφης καί παίρνει αρνητική άπάντησι. Βγαίνει έξω καί στέκεται στο ξύλινο πεζοδρόμιο σκεφτικός. Βλέπει τον Μπόμπυ καί τήν ’Άν­ νυ νά τον κυττάζουν μέ αγωνία μέσα από τό μπάρ. Βλέπει, επί­ σης. καί τήν, ταιμπέλλα ενός τυ­ πογραφείου. Αφού υπάρχει εφη­ μερίδα στήν πόλι, Υσως μπορέση νά μάθη τίποτα. Συνήθως οι δημοσιογράφοι, είναι θαρραλέοι άνθρωποι. * Μπαίνει στο τυπογραφείο καί βλέπει έναν ηλικιωμένο άντρα μέ γυαλιά νά στοιχειοθέτη ένα κομμάτι γ;ά τήν έφημερίδα του. —^ Τί ζητάς, νεαρέ; ρωτάει κυττώντας τον Τζώννυ περίερ­ γα. · -— Μέ λένε Τζώννυ Ντέλμοντ. ’Ίσως έχεις ακουστά γιά μένα. —'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα! αναφωνεί 6 δημοσιογράφος καί τό πρόσωπό του φωτίζεται. Καί βέβαια έχω ακούσει γιά σένα* α­ γόρι μου! Καί ποιος δεν έχει ακουστά, δηλαδή;... Νά σοΰ σμστηθώ. Λέγομαι Μούντυ.... Πές μου, τί σε φέρνει στην πόλι μας: Ό Τζώννυ Ντέλμοντ τού μιλά­ ει γιά τον νεκρό σερίφη πού έ­ φτασε στήν κατασκήνωσί τους χτες τό βράδυ καί καταλήγεις — Θά πρέπει νά ξέρης έσύ, ος τον σκότωσε. Κάποιος Φώλκνερ, μήπως; — Δέν πέφτεις έξω, γιε μου. — Θά μού πής, πού μπορώ νά τον βρω; 'Ο γέρο τυπογράφος τον κυττάζει διστσχτικά. Μετά, τό βλέμ­ μα του παίρνει στοργική έκφοασι, — Καλύτερα νί( σρΟ φ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ τό που είπα καί στον σερίφη Γκράντ. γυιέ μου: Φύγε α­ πό την π ό λ ι! Ξέρω τη φήμη σου, άλλα ό κίνδυνος εί­ ναι μεγάλος. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα γε­ λάει άκεφα. — "Ωστε, λοιπόν, τον φοβούν­ ται όλοι αυτόν τον Φώλκνερ; λέ­ ει. — Δεν είναι ψέματα, γιέ μου. Καί δεν είναι ένας Φώλκνερ, άλ­ λα τρεΐς. Πατέρας καί δυο γυιοί. Μένουν σ’ εκείνο τό ύψωμα που φαίνεται- κει πέρα καί έχουν μια συμμορία άπό τα χειρότερα κα­ θάρματα. ,Εμείς δουλεύουμε σαν σκυλιά για να βγάλουμε τό ψω­ μί μας κΓ αυτοί έρχονται σαν άφεντάδες- · δυο καί τρεις φορές τον μήνα καί εισπράττουν τον φόρο. — Ποιόν φόρο; ρωτάει παραξενεμένος ό Τζώννυ Ντέλμοντ. — Τον φόρο πού πληρώνουμε για την προστασία μας. "Οσο πληρώνουμε, δεν γίνονται λη­ στείες, ούτε φόνοι, ούτε καίγον­ ται ράντς. Κάποτε είχαμε έναν σερίφη. Προσπάθησε νά σταματήση τό κακό, άλλα τον σκότω­ σαν, όπως σκότωσαν καί τον σε­ ρίφη Γκράντ, άπό τό Απάτσι Γουέλς, πού ήρθε έδώ. για νά συλλαβή κάποιον άπό την συμ­ μορία του Φώλκνερ. "Αποφασί­ σαμε, λοιπόν, ότι είναι προτι­ μότερο νά πληρώνουμε αυτό τό χαράτσι, παρά νά χάσουμε, τή ζωή μας. ^ ·λ — Καί γιατί δέν ξεσηκωνό­ σαστε όλοι μαζί έναντι ον των Φώλκνερ; ρωτάει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. —1— Γιατί αυτοί είναι δολοφό­ νοι, άσσοι στο έξάσφαιρο, ένω οί περισσότεροι άπό μάς, δεν έ­ χουν πιάσει ποτέ πιστόλι. ·*0 Τζώννυ Ντέλμοντ δίνει τις ευχαριστίες του στον δημοσιο­ γράφο Μούντϋ κοη βγαίνει

9 Τά πράγματα είναι ολοφάνερα. Μέσα σέ μιά ομάδα τίμιων άνθρώπων ξεφύτρωσαν τα παράσι­ τα κΓ άρχισαν νά κάνουν την ζωή τους μαρτύριο. Πρέπει νά σταματήση τό κα­ κό. ΚΓ άφοΰ οι κατοοστηματάρχες δέν έχουν κουράγιο νά τά βάλουν μ£ τούς Φώλκνερ, θά δοκιμάση τούς ράντσερ. "Ισως εί­ ναι πιο Θαρραλέοι αυτοί. .-Κάνει νόημα ατούς φίλους του, πού περιμένουν στο μπάρ, καοαλλάει τ’ άλογό του καί βγαίνει άπό την πόλι καλπάζον­ τας. Βλέπει ένα κτήμα άπό μακρυά καί διευθύνεται προς τό μέ­ ρος του. Ή σομ',μορία των Φώλκνερ ΚΡΙΒΩΣ εκείνη την στιγμή, ό Μάτ κΓ ό Ντράρυ Φώλκνερ γυιοί του άρχηγου τής συμμο­ ρίας, πού λυμαίνεται την περι­ οχή. προσπαθούν ν’ αρπάξουν άπό τόν ιδιοκτήτη αυτού τού ράντς δύο καθαρόαιμα άλογα, πού μεγαλώνει ειδικά γιά πού­ λημα. — Δέ μπορείτε νά τά πάρε­ τε αυτά τά άλογα, παιδιά!, δι­ α μαοτύρεται έκεΐνος. Είναι ό,τι καλύτερο έχω ! Δέν σάς. άνήκαυν ! 'Ο. Μάτ Φώλκνερ τινάζει τό χέρι του καί τόν χαστουκίζει καταπρόσωπα. :— Πώς τολμάς νά μάς μι­ λάς έτσι, Ράφτερ; κάνει άγρια. Ξεχνάς, ότι μπορούμε νά βάλου­ με φωτιά στο κτήμα σου, όποια ώρα θελήσουμε; . — Δέν θά σάς άφήσω νά τό κάνετε αυτό, καθάρματα!, ούρλιάζει ό άπελπισμένος Ράφτερ καί, γυρίζοντας, τρέχει προς την βεράντα ταΰ σπιτιού του, όπου έχει -ακουμπισμένη την καραμπίνα του. '0 Μάτ Φώλκνερ αφήνει μις

Α


10 χυδαία βλαστήμια καί τραβάει τό έξάσφαιρο του. Είναι έτοι­ μος νά πατήση την σκανδάλη καί νά φυτέψ ι μια σφαίρα στην ττλάτη του κτηματία, δταν άκούγεται ένας πυροβολισμός καί μια σφαίρα χτυπάει τό πιστόλι του καί τό πετάει από τα μουδια­ σμένα δάχτυλά του. Ουρλιάζοντας από πόνο, ό Ματ Φώλκνερ στριφογυρίζει καί άντικρύζει έναν νεαρό κάου μπόϋ σχεδόν παιδί, νά τον σημαδεύη μ’ ένα έξάσφαιρο από την σέλ­ λα ενός αλόγου. Βλαστημώντας» ό Ντράρυ Φώλκνερ κάνει νά τραβήξη τό δικό του έξάσφαιρο, αλλά δεν προλαβαίνει. Μιά δεύτερη σφαί­ ρα από τό πιστόλι του Τζώννυ Ντέλμοντ σπάζει τη λαβή του δικού του καί κάνει τό χέρι του νά τραβηχτή από κεΐ, λές κι’ άγ­ γιξε πυρωμένο σίδερο. — Σάς συμβουλεύω νά μην κάνετε άλλη κίνησι!, προστάζει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί ξε­ πεζεύει γιά νά πάη κοντότερα. "Εχουν δικαίωμα νά πάρουν τ’ άλογά σου; ρωτάει τον τρομο­ κρατημένο Ράφτερ. Έκεΐνος κύτ τάζει πότε τον νε οφερμένο κάου μπόϋ καί πότε τούς σκοτεινοπρόσωπους Φώλ­ κνερ καί καταπίνει τό σάλιο του, δίχως νά μπορη νά μιλήση. Τά βλέμματα των Φώλκνερ είναι καρφωμένα πάνω του» σάν βλέμματα φιδιών. — "Αντε, λοιπόν, πές σ’ αυ­ τόν τον νταή, έχουμε δικαίωμα νά πάρουμε τά άλογά σου ή ό­ χι; λέει ό Ντράρυ Φώλκνερ, μέ φωνή γεμάτη κρυφή απειλή. Ό Ράφτερ ξεροκαταπίνει άλ­ λη μιά φορά καί, τελικά, λέει: — Ναί, δικά σας είναι. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ μένει σάν κεραυνόπληκτος. Οί δύο κα­ κοποιοί του γελούν κατάμουτρα καί. παίρνοντας τ’ άλογα του

Ό Κάου — Μπόϋ Ράφτερ, φεύγουν, ξεστομίζοντας απειλές γιά τον Τζώννυ Ντέλ­ μοντ. 'Ο τελευταίος, κατάπλη­ κτος, γυρίζει στον Ράφτερ. — Νόμιζα ότι δεν είχαν δι­ καίωμα νά σου πάρουν τ’ άλο­ γα, λέει. — Δεν είχαν, απαντάει ο ράντσερ πού έχει γίνει^ σωστό ράκος. Μά αυτοί πού είδες, εί­ ναι οί γιοι του Φώλκνερ. Προτι­ μώ νά χάσω τ’ άλογα παρά τήν ζωή μου. Πάντως» σ’ ευχαριστώ γιά δ,τι έκανες, φίλε. ’Ακούγσντας τή δήλωσι αυτή, ό Τζώννυ Ντέλμοντ, καταλα­ βαίνει ότι ακόμα καί οι ράντσερς έχουν τρομοκρατηθή από τούς Φώλκνερ. ★ ★ ★ 'Ο Τζών Φώλκνερ, ό αρχηγός τής συμμορίας πού λυμαίνεται τήν περιοχή του Σίλβερ Ρόκ, είναι έξω φρένωνμέ μερικούς από τούς ανθρώπους του. "Ε­ χουν γυρίσει από τήν είσπραξι του φόρου, άπραγοι. —Δέν εννοώ νά κάνετε σφάλ­ ματα ! > ουρλιάζει. Θά έρθω μαζί σας στήν πόλι γιά νά δήτε πώς γίνεται ή δουλειά... Καί μή χρη σιμοποιεΐτε όπλα. Τό καλύτερό μας όπλο είναι ό φόβος! Κανένας από τούς κακοποι­ ούς δέν τού αντιμιλάει. Σάν ό­ λους τούς άλλους, τον τρέμουν κι* αυτοί. Καί πιο πολύ τον τρέμουν οί γιοί του. Γι* αυτό, ότα νκαταφθάνουν σέ λίγο μέ τ’ άλογα τού Ράφτερ, δέν κάνουν λόγο γιά τό περιστατικό πού τούς έτυχε. "Αλλωστε, δέν ξέ­ ρουν ότι έχουν συναντηθή μέ τον Κάου - Μπόϋ Φάντασμα. Λίγο αργότερα, ξεκινούν όλοι μαζί γιά τήν πόλι» καβάλλα στ* άλογά τους. "Οταν μπαίνουν στο Σίλβερ Ρόκ, ό Μπόμιτυ μέ τήν "Άννυ τούς βλέπουν από τό


ΦΑΝΤΑΣΜΑ μπαρ καί καταλαβαίνουν δτι κά­ τι σοβαρό συμβαίνει. Παρά την τρεμούλα του, 6 Μπόμπυ ακολουθεί την άδερφή του στον δρόμο. Φροντίζοντας νά μη γίνουν αντιληπτά, τα δυο αδέρφια ακολουθούν τους κακο­ ποιούς μέχοι τό μαγαζί τοΰ πε­ ταλωτή, πού είναι ό πρώτος τους σταθμός. Μόλις τούς βλέπει ό πεταλω­ τής, σπεύδει νά τούς προϋπάν­ τηση μ5 ένα βεβιασμένο χαμό­ γελο. "Εχει μείνει πέντε δολλάρια υπόλοιπο, όπως τοΰ λέει ό Φώλκνερ. Τά πληρώνει δίχως άλ λη κουβέντα. 'Ο γέρο Φώλκνερ γυρίζει στούς συμμορίτες του μέ μιά θριαμβευτική έκφρασι στο πρόσωπο» σάν νά θέλη νά τούς δείξη τί κάνει ό φόβος. 'Ο Μπόμπυ καί ή "Αννυ παρα­ κολουθούν την σκηνή περίεργοι. Μετά από τού πεταλωτή οι κακοποιοί πηγαίνουν στού Χήθ. Εκείνος δεν έχει νά πληρώση τον φόρο του. Ή δουλειά του δεν πήγε καλά καί δέν έχει πιάσει καθόλου λεφτά. — "Επρεπε νά κόψης τό κε­ φάλι σου νά τά βρής!, ουρλιά­ ζει ό Φώλκνερ καί γυρίζει στούς ανθρώπους του. Νά είσπράξετε τό φόρο σε είδος. Γελώντας οι κακοποιοί, αρχί­ ζουν ν’ αλωνίζουν τό μαγαζί. Χύνουν κάτω τά πράγματα, δή­ θεν κατά λάθος, καί τά ποδοπα­ τούν. 'Ο Χήθ κρύβει τό πρόσω­ πό του μέσα στά χέρια του καί κλαίει σάν μωρό παιδί. Ξέρει δτι, άν τολμήση νά πή τίποτα περισσότερο» θά πάθη χειρό­ τερα. ι ελικά, οί κακοποιοί παίρ­ νουν δ,τι βρίσκουν τοΰ γούστου τους καί βγαίνουν από τό μα­ γαζί. 'Η έπόμενη έπίσκεψί τους, γίνεται στο τυπογραφείο τοΰ Μούντυ.

11 Ό δημοσιογράφος δίνει τά λεφτά του πρόθυμα, δπως κάθε φορά, αλλά ένας από τούς κα­ κοποιούς τυχαίνει νά ρίξη μια ματιά στήν έφημερίδα πού μό­ λις έχει τυπωθή. Κάνει μιά στρα βή γρι μάτσα. — Μπά!, καγχάζει. Βλέπω δτι ό Μούντυ έχει βάλει τά όνσματά μας στήν έφημερίδα του! Έδώ γράφει: «ΗΡΘΕ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΦΩΛΚΝΕΡ; ιΟ Τζώννυ Ντέλμοντ» ό πασίγνωστος Κάου Μπόϋ Φάντασμα, πού βρίσκεται στήν πόλι μας, ίσως μπορέσει νά καταφέρη αυτό πού δέν κατάφεραν άλλοι. ΚΓ ίσως θά πρέπει νά τον βοηθήσουμε σ’ αυτό!» Τό πρόσωπο τοΰ Φώλκνερ γί­ νεται κόκκινο από θυμό. Γυρίζει καί χαστουκίζει άγρια τον Μούν τυ καί μετά στρέφεται στούς μπράβους του. ;— Σχίστε τις έφη μερίδες καί κάντε τα δλα άνω κάτω!, μουγγρίζει.^ "Οσοι λιγώτεροι μάθουν αυτό τό νέο, τόσο τό καλύτερο! ’Έχει ακούσει κΓ αυτός πολ­ λά γιά τον Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα. Είναι αρκετά εγωιστής γιά νά παραδεχτή δτι ανησυχεί, αλλά ό ξαφνικός θυμός του τον προδίδει. Μαζί μέ τούς ανθρώπους του, ρίχνεται μανιασμένος στις έφημερίδες καί στά πράγματα τοΰ τυπογραφείου. Οί δυο γιοι του περιλαβαίνουν τόν δύστυχο Μούν τυ καί σέ λίγο τόν ξαπλώνουν κάτω αίμόφυρτο άπό τις γρο­ θιές. "Οταν δέν έχει μείνει τί­ ποτα πιά στή θέσι του» βγαί­ νουν έξω καβαλλοΰν τ’ άλογά τους καί φεύγουν άπό τήν πό­ λι. Μένουν οί ράντσερς πού δέν έχουν πληρώσει τόν φόρο τους αυτό τόν μήνα.


Ό Κάου - Μπόϋ θουσιαστώ μαζί σου, γιέ μου; λέει. Δεν άφησαν τίποτα όρθιο τά καθάρματα. — Τά πράγματα είναι χειρό­ τερα άπ5 οτι φαντάζεσαι, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Πολλοί ράντσερς είναι έτοιμοι νά έγκαταλείψουν την περιοχή. Κοί-* ταλαβαίνεις τί σημαίνει αυτό; Τό Σίλβερ Ρόκ θά νεκρωθή. Πρέ πει νά τό προλάβουμε αυτό τό καικό. — Τί μπορώ νά κάνω εγώ μόνος "°υ, νιέ μου;

V*

Τά οχέΐδια · ΤΑΝ αυτοί βγαίνουν άττό την μιαν άκρη τής πόλης, άπό την άλλη μπαίνει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. *Έχει έπισκεφτή αρ­ κετά ράντς τής περιοχής, άλλα σε κανένα δεν εχεΐ βοή έκεινο πού ζητάει. 'Η τρομοκρατία των Φώλκνερ έχει νεκρώσει τό θάρ­ ρος όλων. Και όμως, κάτι πρέ­ πει νά γίνη για τό ξεσήκωμά τους. Καθώς ξεπεζεύει άπό τ’ άλο­ γό του μπροστά στο μπάρ, τον πλησιάζουν τρέχοντας ό Μπάμπυ και ή ’Αννυ. 'Ο Μπόμπυ τρέ­ μει τόσο πολύ άπό την ταραχή του για τά όσα είδε, πού 6έ μπορεί νά βγάλη σωστή λέξι ά­ πό τό στόμα του. Πιο ψύχραιμη ή ’Άννυ, έξιστοιρεΐ στον Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα τί έχει συμβή. Μόλις άκούει για τον Μούντυ, τον δημο­ σιογράφο» ό Τζώννυ Ντέλμοντ όρμάει τρέχοντας πρός τό τυπο­ γραφείο. Βρίσκει τον Μούντυ άνάίσθητο στο πάτωμα. Ή άγανάκτησι του φουσκώνει τό στήθος. Πρέ­ πει νά βρή ένα τρόπο νά βάλη τέλος σ’ αυτά τά έκτροπα. "Οταν συνέρχεται ό δημοσιο­ γράφος, ρίχνει μιά ματιά γύρω του καί μετά κυττάζει τον Τζών­ νυ Ντέλμοντ μέ πικραμένη έκψρασι.

0

—-Είδες τί έπαθα γιά

§ν~ «I

—Νά μέ βοηθήσης σέ κάτι. Μετά θά πιάσης» νά μιλήσης στους άλλους καί νά τούς έμ­ πνευσης λίγο θάρρος. ’Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα άρχίζει νά άναπτύσση τό σχέδιο πού έχει συλλάβει τό μυαλό του. Είναι π;αράτολμο, άλλά εί"(χι αποφασισμένος νά τά παίξη όλα γιά όλα. 'Ο Μπόμπυ καί ή "Αννυ έχουν μπή στο τυ­ πογραφείο καί άκοϋν. . — Έπί τέλους, θά έχουμε λί­ γη δράσι! κάνει στο τέλος ή ’Άννυ» τρίβοντας τά χέρια της μέ χαρά. , 'Ο Μπόμπυ τής ρίχνει μια επιτιμητική ματιά καί μετά ξεροκοτταπίνει. -τ— Γιά κύτταξέ την πώς κά­ νει ! λέει περιφρονητικά. Σάν νά τής είπαν ότι θά πάη σέ κανέναν χορό! Τζώννυ, εγώ λέω νά.... Μά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν τον ακούει. "Έχει πλησιάσε> στο αναστατωμένο γραφεΐρ Μούντυ κι5 αρχίζει τη δου­ λειά. ★ ★ ★ Δυο μέρες αργότερα, τό άντοο τών κακοποιών είναι άνάΓΓτατο. "Οσοι βγήκαν γιά νά μα­ ζέψουν τούς υπόλοιπους φόρους αναφέρουν τό ίδιο πράγμα. Ή γύρω περιοχή έχει γεμίσει φρεσκρτι/τν^μένις 4π»κηρνξ|ΐς


13

ΦΑΝΤΑΣΜΑ τον Φώλκνερ καί τη συμμορία του. Τα ποσά που προσφέρονται είναι δελεαστικά ακόμα καί γι’ αυτούς τούς ’ίδιους. Τις έπικηρόξεις αυτές, τις έχει υπο­ γράψει δλες ό Τζώννυ Ντέλμοντ, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Το νέο επηρεάζει βαθειά τούς κακοποιούς. Τά σχόλια δίνουν καί παίρνουν. Καί τελικά, ό Βές Χάρντιν, πού έχει μπή στη συμ­ μορία του Φώλκνερ μέ τούς τέσ­ σερις μπράβους του, αρχίζει νά κάνη νερά. -—Θέλω τό μερίδιό μου γιά νά φύγω απ’ αυτή την περιοχή, λέει. Αυτός ό Ντέλμοντ είναι ή προσωποποίησι του διαβόλου. Δέ,ν έχω καμμιά όρεξι νά τά βά­ λω μαζί του. Την ίδια γνώμη έχουν κι* οί δικοί του, αλλά ο Φώλκνερ έχει διαφορετική. ;— Μεγάλο λάθος κάνεις, Χάρντιν, λέει. Δέ μπορείς νά μάς έγκαταλείψης τώρα πού σέ χρειαζόμαστε. ’Εκτός άν θές νά φύγης δίχως λεφτά. ’Εγώ δέν βλέπω γιατί φοβάσαι τόσο πο­ λύ ένα παιδί!. — Τέτοιο παιδί δεν έχουν δη ποτέ τά μάτια σου, αφεντι­ κό! πετάγεται ένας από τούς συμμορίτες του Χάρντιν.. ’Έχω δη κι’} έχω δη γρήγορα πιστό­ λια, αλλά αυτό πού είδαν τά μάτια μου στο Τά,κσον» όταν ό Τζώννυ Ντέλμοντ, μονομάχησε με τον Σίνκλερ Ντράγκο, δεν θά τό ξαναδοϋν ποτέ! Κανένας δεν πρόλαβε νά δη τό τράβηγμα τού πιστολιού του! 'Ο Ντράγκο σω­ ριάστηκε χάμω λες καί τον χτύ­ πησε αστροπελέκι ! —- Σαχλ αμάρες !, κάνει ό Φώλκνερ. Θά σού τον συγυρίσω εγώ αυτόν τον νταή. —Μπορώ νά μάθω πώς; ρω­ τάει μέ κάποια είρωνία ό Βές Κ?ρνΤ!Υι

— Θά σού πώ αμέσως, απαν­ τάει ό γέρο Φώλκνερ. ’Εσύ και δύο από τούς άνθοώπους σου. θά πάτε κρυφά στην πόλι καί θά πιάσετε τά δύο στενά πού είναι τό ένα ακριβώς απέναντι από τό άλλο. 'Ο γιός μου ό Μάτ πού είναι πιο γρήγορος στο πι­ στόλι, .,θά μπή στην πόλι φανε­ ρά καί θά προκαλέση τον Ντέλμοντ νά χτυπηθή μαζί του. ’Άν άληθεύουν όσα λέγονται γι’ αυ­ τόν, θά δεχτή την πρόκλησι. "Ο­ ταν θά βγή στον δρόμο» λοιπόν, καί περάση μπροστά από τις μπούκες τών στενών, θά τού . ρί­ ξετε . καί θά τον σκοτώσετε.... Πώς σάς φαίνεται τό σχέδιο; · Τό βρίσκουν όλοι περίφημο καί πιο πολύ ό Μάτ Φώλκνερ πού έχει ανοιχτό λογαριασμό μέ τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα, από την . συνάντησι στο ράντσο τοΰ Ράφτερ. Αρχίζουν νά πί­ νουν όλοι καί νά συζητούν, ώ­ σπου νά πέση ό ήλιος. ★ ★ * 'Ο Μπόμπυ Σμίθ καί ή αδερ­ φή του ή ’Άννυ, είναι κλεισμέ­ νοι στο τυπογραφείο τοΰ Μούντυ καί περιμένουν τον Τζώννυ Ντέλμοντ Λείπει δυο ημέ­ ρες από την πόλι. "Ολο αυτό τό διάστημα τά δύο αδέρφια πε­ ριποιούνται τον άρρωστο δημοτ σιογράφο πού είναι στο κρεββάτι καί ταχτοποιούν τό τυπογρα:φεΐο. Μά τώρα, προς τό τέλος τής δεύτερης μέρας, ό φίλος τους δέν έχει φανή ακόμα καί ανησυχούν. — Ποιος ξέρει τί λαχτάρες μάς ετοιμάζει πάλι, λέει ό Μπόμπυ καί τό βλέμμα του παί ζει φοβισμένα δεξιά καί αριστε­ ρά. Ανησυχώ πολύ. — Έσύ πάντοτε ανησυχείς, τού λέει ή Άννυ. Κι’ όταν έρχε­ ται ή ώοα γίνεσαι θηρίο καί δέ

μπορούμε νά σέ μαζέψουμε»


14 — Ποιόν, έμενα; κάνει παραξενεμένος ό Μπόμπυ. Τί έννοεϊς, "Άννυ; —Τίποτα, απαντάει ή κοπέλλα καί χαμογελάει αινιγμα­ τικά. Ν Μόνο αυτή καί 6 Τζώννυ ξέ­ ρουν την παράξενη άρρωστε ια του Μπόμπυ. Για τό χτύπημα δηλαδή πού τον εξαγριώνει καί τον κάνει ακαταμάχητο, καθώς έπίσης καί για τό ότι, μετά άπο κάθε φασαρία, δταν συνέρ­ χεται. ξεχνάει δ,τι έχει κάνει κΓ έξακολοι/θεΐ νά πιστεύη δτι είναι δειλός. Καθώς κάνει αυτές τις σκέ­ ψεις ή ’Άννυ, καταφθάνει ό Τζών νυ Ντέλμοντ λαχανιασμένος. Κάτι ευχάριστο έχει νά πή για­ τί τό πρόσωπό του αστράφτει. — Τί έγινες, μωρέ Τζώννυ; κάνει ό Μπόμπυ μέ κωμικά αυ­ στηρό ύφος. Δέν καταλαβαίνεις δτι κοντέψαμε νά πεθάνουμε α­ πό αγωνία; Αέν...; — "Άνοιξε τ’ αυτιά σου κΓ ακούσε,- τον διακόπτει ό Τζώννυ, γιατί θά χρειαστώ τη βοηθέιά σου. Καί τη δίκη σου θά χρεια­ στώ, "Άννυ. Μέ γρήγορες, κοφτές κουβέν­ τες τούς εξηγεί δτι αυτές τις δυο μέρες, αφού σκόρπισε τις έπικηρύξεις σε όλη την περιοχή, παρακολουθούσε τό άντρο τών κακοποιών. "Έτσι εΐδε πριν α­ πό λίγο τρεΐς συμμορίτες νά έρ χωνται στην πόλι από τά χωρά­ φια καί^ νά χάνωνται στά δυο στενά τής πόλης. "Έπειτα από λίγο ξεκίνησε από τό άντρο ό Μάτ Φώλκνερ, ένας από τούς γιους τού αρχηγού τής συμμορίας. — Μυρίζομαι παγίδα, κατα­ λήγει ό Τζώννυ. Έγώ άλλωστε την προκάλεσα. ΓΓ αυτό γύρι­ σα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Θέλω νά μέ βοηθήσετε. Θ’ άναλάβετε άπό ένα στενό καί... τά

'Ο Ι£άου — Ηπόυ μάτια σας δέκα τέσσερα! 'Η "Άννυ αρπάζει την καραμπίνα της. 'Ο Μπόμπυ αρχίζει νά τρέμη και νά ξεροκαταπίνη. Κυττάζει τον φίλο του παρα­ κλητικά, μήπως τον κάνει ν’ άλλάξη γνώμη, αλλά τίποτα. Μέ λυγισμένα σχεδόν τά γόνατα βγαίνει από τό τυπογραφείο. 76 ξεισήικωμα | | ΜΑΤ ΦΩΛΚΝΕΡ μπαίνει ί ? στό Σίλβερ Ρόκ μ3 ένα σίτου 6αΐο ύφος στο πρόσωπό του. Ξε­ πεζεύει στην άκρη της πόλης καί προχωρεί λιγάκι πάνω στον δρόμο. Σταματάει κοντά στις μπούκες τών δύο στενών, τρα­ βάει τό έξάσφαιρό του καί ρί­ χνει δύο π ί σταλιές στον άέραν — Τζώννυ Ντέλμοντ! > φωνά­ ζει μετά. Είμαι ό Μάτ Φώλκνερ. "Έμαθα δτι μέ καταζητείς μαζί μέ τούς άλλους καί ήρθα. Άν είσαι αυτός πού λένε τά παρα­ μύθια τών εφημερίδων, βγές νά χτυπηθούμε! 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ πού πα­ ρακολουθεί τον δρόμο άπό τό τυπογραφείο τοΰ Μούντυ, κατα­ λαβαίνει δτι δέν έπεσε έξω, δ­ ταν υποψιάστηκε παγίδα. Ευτυ­ χώς πού ό δρόμος είναι έρημος. Μόλις έμαθαν τί περίπου πρό­ κειται νά συμβή, οι κάτοικοι τοΰ Σίλβερ Ρόκ άμπαρώθηκαν στά σπίτια καί στά μαγαζιά τους καί τώρα κυττάΓουν έξω ά­ πό γρίλλιες καί χαραμάδες. — Σέ περιμένω!, ξαναφωνάζει ό Μάτ Φώλκνερ. 'Ο Τζώννυ ξέρει δτι, μολονό­ τι ό κίνδυνος πού διατρέχει εί­ ναι μεγάλος πρέπει νά βγή ν* αντιμετώπιση τον Φώλκνερ. Μό­ νο άμα δείξη δτι δέν φοβάται τίποτα μπορεί νά ξεσηκώση τούς ανθρώπους τού Σίλβερ Ρόκ. Εύχεται μόνο νά έιτέμβουν


ΦΑΝΤΑΣΜΑ την κατάλληλη στιγμή ό Μπόμ­ πυ και ή Άννυ. Βγαίνει κι5 αρχίζει να προχωράη προς τον Φώλκνερ. Φτά­ νοντας μπροστά στις μπούκες των δυο στενών σταματάει. Ξέ­ ρει πώς τά βλέμματα τών κα­ τοίκων του Σίλβερ Ρόκ τον πα­ ρακολουθούν μέ δυσπιστία και αγωνία. — Είμαι στη διάθεσί σου» Φώλκνερ! λέει. ★ ★ ★ Ή Άννυ από τό πόστο της, πίσω από ένα άδειο βαρέλι, βλέπει τον κακοποιό πού είναι στο δικό της στενό, νά τραβάη τό έξάσφαιρό του. 1 Οπλίζει τήν καραμπίνα της, την έτοιμάζει και περιμένει. Αιερωτάται τί νά κάνη ό Μπόμπυ μέ τούς^ άλ­ λους δυο κακοποιούς. Μήπως δεν θά μπορέση νά νικήση την δειλία του καί....; Δαγκώνει τά χείλη της μέ αγωνία. 'Ο Μπόμπυ, από την άλλη μεριά, χωμένος πίσω από ένα κασσόνι, στο άλλο στενό, πα­ ρακολουθεί τον δικό του κακο­ ποιό και τον βλέπει νά τραβάη τό πιστόλι του. Παρά τον με­ γάλο φόβο του* τό μυαλό του δουλεύει καλά. Που είνα^ ό τρ!° τος κακοποιός που είπε ό Τζών­ νυ; Τά πόδια του τρέμουν. ^Τρέ­ μει ολόκληρος. , Φοβάται ότι η δειλία του δέν Θά τον άφήση νά έπέμβη και νά σώση την ζωή τού φίλου του. Καί ή σκέψι ότι μπορεί νά πάθη κακό ό Τζώννυ, τού φέρνει διάθεσι νά βάλη τά κλάματα. Βυθισμένος σ’ αυτές τις σκέ­ ψεις καί στους φόβους του, ό­ πως είναι, δέν αντιλαμβάνεται τον τρίτο κακοποιό πού τον πλη σιάζει από πίσω αθόρυβα. Ξα­ φνικά βρίσκεται πίσω του, ανε­ βοκατεβάζει τό πιστόλι τον καί

15 τό χτυπάει μέ δύναμι στο κε­ φάλι. Καί τότε ό κακοποιός δοκι­ μάζει μ^ά τρομερή έκπληξι. Άντΐ νά δή τον Μπόμπυ νά σωριά­ ζεται κάτω αναίσθητος, τον βλέ­ πει νά τσιτώνεται σάν ταύρος καί ιμετά νά στριφογυρίζη σάν ελατήριο. Τρώει την γροθιά τού Μπόμπυ καταπρόσωπα καί σω­ ριάζεται αυτός αναίσθητος. "Άλλος άνθρωπος, τώρα ό Μπόμπυ, σφίγγει τις γροθιές του καί μουγγρίζει: — Θά τον φάω» τον άτιμο! Καί ρίχνεται μ5 ένα πήδημα πάνω στον άλλον κακοποιό πού έτοιμάζεται νά πυροβόληση τον Τζώννυ Ντέλμοντ. Σωριάζονται χάμω καί με­ τά ό κακοποιός — είναι ό Βές Χάρντιν — σηκώνεται θυμωμέ­ νος κι" αποφασισμένος νά τιμωρηση σκληρά τον άνθρωπο πού τού άνέτρεψε τά σχέδια. "Αλλά τον περιμένει μιά έκ­ πληξι. Σωστός μαινόμενος ταύ­ ρος ό Μπόμπυ σηκώνεται μέ σφιγμένες γροθιές κι* αρχίζει νά τον σφυροκοπάη, σχολιάζον­ τας τό κάθε του χτύπημα: — Νά κι" αυτή γιά τον Τζών­ νυ... νά κι" αυτή γιά τήν Άν­ νυ... νά κι" αυτή γιά μένα! Τήν στιγμή πού αρχίζει ό καυ­ γάς, ή ’Άννυ τραβάει τήν σκαν­ δάλη τής καραμπίνας της καί πληγώνει τον άλλον κακοποιό στον ώμο. "Εκείνος, αφήνει τό πιστόλι του νά πέση καί αρχί­ ζει νά ούρλιάζη σάν τσακάλι. 'Ο Μάτ Φώλκνερ ξαφνιάζεται. Ακούει τί γίνεται στά στενά, καταλαβαίνει τί έξέλιξι έχουν πάρει τά πράγματα καί αποφα­ σίζει νά δράση. Μέ μιά βλαστή­ μια τινάζει τό χέρι του προς τό έξάσφαιρό του. Είναι πρα­ γματικά γρήγορος, όπως έχει πή ό πατέρας του, αλλά τό πρά*3 γιμα δέν είναι τόσο άπλό.


*0 Κάοϋ - Μπόϋ

16 Σά φίδι πού χτυπάει τό θύ­ μα του, τό χέρι του Τζώννυ Ντέλμοντ τινάζεται προς τό έξάσφαιρό του, τό φουχτώνει καί τό τραβάει μέσα σέ δέκατα του δευτερολέπτου. Τό δάχτυλό του τραβάει την σκανδάλη, τη στι­ γμή πού ό Ματ Φώλκνερ σηκώ­ νει τό δικό του έξάσφαιρο. Ή σφαίρα του σπάζει τά κοκ καλα του χεριού καί τον κάνει νά ουρλιάση από πόνο. Πετάει τό πιστόλι καί για μια στιγμή στέκεται σαν μαρμαρωμένος, μην μπορώντας νά πιστέψη αυ­ τό πού είδαν τά μάτια του. Με­ τά, καταλαβαίνοντας ότι είναι αλήθεια» πέφτει στά γόνατα κι5 εκλιπαρεί: — Λυπήσου με, Ντέλμοντ! Μή μέ σκοτώσης! — Εσείς λυπηθήκατε τρν σε­ ρίφη Γκράντ όταν τον σκοτώνα­ τε; ρωτάει θυμωμένα ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. ’Ή τόν άλλον, πριν απ’ αυτόν; 'Ο Φώλκνερ σέρνεται κυριο­ λεκτικά στά πόδια του. 'Ο Τζών νυ Ντέλμοντ τόν κυττάζει μέ περιφρόνησι. Τό σχέδιό του έχει πετύχει περισσότερο άπ’ ότι περίμενε. Ακούει τόν κόσμο νά πετάγεται από σπίτια καί κα­ ταστήματα καί νά τρέχη προς τό μέρος του άλαλάζοντας. Πέφτουν πάνω στον Φώλκνερ, τόν αφοπλίζουν, τόν δένουν χει­ ροπόδαρα καί τόν μεταφέρουν στην άρίχχνιασμένη φυλακή.· 'Ο πεταλωτής πλησιάζει πρώτος τόν Κάου Μπόϋ Φάντασμα. — Δεν ξέρεις τί καλό μάς έ­ κανες. Τζώννυ Ντέλμοντ!» λέει. Μάς έδειξες πόσην αξία έχουν οι Φώλκνερ. Είμαστε έτοιμοι νά σέ ακολουθήσουμε όπου μάς πής. , , — Τί καθόμαστε λοιπόν; Πά­ με νά πιάσου με καί τ’ άλλα κα­ θάρματος! Γυρνούν όλοι κατάπληκτοι κΓ

άντικρύζουν τόν Μπόμπυ^ Σμίθ, τόν νεαρό σύντροφο τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα πού μέχρι τώ­ ρα έτρεμε από τόν φόβο του. Έχει καβαλλήσει τ’ άλογό του καί μοιάζει σάν αγριεμένος ταυ ρος, έτσι, όπως, στριφογυρίζει πάνω στη σέλλα του. .Γελώντας ευχαριστημένος» ό Τζώννυ Ντέλμοντ πηδάει στ’ ά­ λογό του; Οι κάτοικοι τού Σίλβερ Ρόκ. τελείως ξεθαρρεμένοι τώρα, τρέχουν νά πάρουν τά δι­ κά τους. 'Η ’Άννυ βρίσκεται δί­ πλα του, καβάλα στο δικό της. — Σ’ ευχαριστώ, 'Άννυ, λέει ό Τζώννυ. ’Έκανες καλά τή δου­ λειά σου. Τόν Μπόμπυ δέν τόν αναφέρω. “έρω ότι την έχει... παρακάνει καλά την δουλειά του. 'Ο αντίπαλός του, ή μάλ­ λον οί αντίπαλοί του, δέν πρό­ κειται νά συνέρθουν — άν είναι ζωντανοί δηλαδή! Μά ό Μπόμπυ δέν ακούει τί­ ποτα. Είναι αγριεμένος ακόμα καί μοναδική του επιθυμία είναι τό ξεκαθάρισμα τών υπολοίπων κακοποιών.

Ό θρίαμβος ΙΓΟ αργότερα» ξεσηκωμένοι οί κάτοικοι τού Σίλβερ Ρόκ, μ’ επί κεφαλής τόν θρυλικό Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί τούς φίλους του, έχουν κυκλώσει τό άντρο τών κακοποιών. Ή αντί­ στασή πού προβάλει ό Φώλκνερ

\


καί ή συμμορία του είναι γεν­ ναία, άλλα σπάζει μπροστά στην έπίθεσί του Τζώννυ, της Άννυ, του Μπόμπυ καί των άλ­ λων. Βλέποντας οί έκτος νόμου ά­ τι κινδυνεύουν άσχημα, άποφασίζουν. νά κάνουν έξοδο, κΓ όσοι γλυτώσουν, Μά δέν γλυτώνει κανείς. Εκτός απ’ αυτούς πού σωριάζονται αμέσως χάμω από τις σφαίρες των εκπροσώπων τής τάξεως, οί άλλοι σηκώνουν τά χέρια ψηλά καί παραδίνονται. Μόνο ό πατέρας των Φώλύνέρ καταφέρνει νά .ξεγλυστρήση σέ μιά στιγμή απαρατήρη­ τος καί τρέχει προς τ’ άλογό του. Τον αντιλαμβάνεται όμως ό Μπόμπυ καί βγάζοντας την πολεμική του ιαχή, ρίχνεται πά­ νω του. Τον πιάνει, τον γυρίζει καί αρχίζει νά τον σφυροκοπάη με τις γροθιές του. Βλέπουν καί παθαίνουν οί άλ­ λοι γιά νά ξεκολλήσουν ,τόν α­ ναίσθητο Φώλκνερ από τά χέρια του. Καί μετά, έχουν άλλο πρό­ βλημα. Πώς νά συγκρατήσουν τον αγριεμένο Μπόμπυ. — Φέρτε μου καί τούς άλ­ λους!, μουγγρίζει ό τελευταίος. Φέρτε τους νά τούς φάω ζωντα­ νούς ! Οί απλοϊκοί άνθρωποι τρομά­ ζουν καί δέν ξέρουν τί νά κά­ νουν. Σκασμένος στά γέλια, ό Τζώννυ Ντέλμοντ, τούς λέει νά τον δέσουν. Οί άλλοι παραξε­ νεύονται, άλλά τελικά δένουν τον Μπόμπυ καί τον πάνε σηκω­ τό στην πόλι. μαζί με τούς κα­ κοποιούς. Στον δρόμο κάνουν σχέδια γιά τή μεγάλη γιορτή πού θά διοργανώσουν έκεΐνο τό βράδυ στο Σίλβερ Ρόκ. Πρέπει νά γιορτάσουν τον λυτρωμό τής πόλης τους άπό τήν συμμορία του Φώλκνερ καί νά τιμήσουν

τον Κάου Μπόυ Φάντασμα καί τήν παρέα του. ★ ★ * 'Η γιορτή γίνεται, αλλά χω­ ρίς τον Τζώννυ Ντέλμοντ καί τούς φίλους του. Δικαιολογών­ τας άλλη μιά φορά τον τίτλο τού, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα γί­ νεται άφαντος, έκεΐ πού τον γυ­ ρεύουν όλοι. Νοιώθει τρομερή α­ μηχανία όταν τον παινεύουν ή τον ευχαριστούν καί κάνει πάν­ τα ό,τι μπορεί γιά ν’ άποφεύνη τέτοιες καταστάσεις. Τρεις μέρες αργότερα, βρί­ σκεται μέ τούς δύο αχώριστους συντρόφους τοιΐ μακρυά άπό τό Σίλβερ Ρόκ, σέ μιάν άγονη πε­ ριοχή, γεμάτη άμμο καί κά­ κτους. 'Ο Μπόμπυ αρχίζει τήν γκρίνια τού: —- Δεν μπορώ νά καταλάβω γιατί φύγαμε άπό τό Σίλβερ Ρόκ! λέει. Γιατί άφήσαμε το πανηγύρι καί ήρθαμε .σέ τούτη την ερημιά; · Έδώ δέν έρχεται νά γεννήση τά αυγά του ούτε... φίδι κολοβό! Εμείς τί ζητάμε; Μήπως συμβαίνει τουλάχιστον καί τίποτα... συνταρακτικό, έ­ τσι γιά νά σπάση τήν πλίίξι μας% Δέν έχει προλάβει νά τελείω­ ση τήν φράσι του, όταν ή ’Άννυ βγάζει μιά διαπεραστική κραυ­ γή καί δείχνει έξαλλη μέ τό χέ­ ρι. της. Τά δύο άγόρια κυττάζουν προς τά έκεΐ ξαφνιασμένα, ενώ ταυτόχρονα παράξενο βουη­ τό φτάνει στ’ αυτιά τους. Άντικρύζουν ένα θέαμα πού κάνει τό αίμα νά παγώση στις φλέβες τους. Σέ άπόστασι εκατόν πενήντα μέτρων περίπου, δεξιά τους, έ­ νας άνθρωπος είναι πεσμένος μπρούμυτα πάνω στήν άμμο καί πενήντα μέτρα πέρα άπ’ αυτόν, έρχεται ένα μεγάλο κοπάδι ά­ πό γελάδια. Τραβούν κατ’ εύ«


18

Ό Κάου — Μπόϋ

θεΐαν επάνω του καί δέν υπάρ­ χει αμφιβολία δτι σε λίγο θά τον ποδοπατήσουν καί θά τον κάνουν λυώμα. — Θε... Θεούλη μου! ψελλί­ ζει τρομοκρατημένος ό Μπόμπυ,

ξεχνώντας την ευχή του για «κά­ τι συνταρακτικό». Πάει θά τον κάνουν λυώμα τον φουκαρά! Τί θά γίνη τώρα; ΤΖΙΜΜΥ

ΚΟΡΙΝΗΣ

Τά τεύχη τού «Κάου - Μπόϋ Φάντασμα» κυκλοφορούν δύο φορές την εβδομάδα!

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ και

ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ Σε 16 τεύχη δηλαδή σέ 2 μήνες, θά έχετε ένα ολό­ κληρο βιβλίο με 16 αυτοτελείς περιπέτειες, πού θά γίνη τό στολίδι τής βιβλιοθήκης σας. Τό ερχόμενο Σάββατο, κυκλοφορεί τό 2ο τεύχος:

Οί Αηότέζ τού Λάβα - ΧιΛ Μην τό χάσετε! £ΧΠ Ε£«1 ΪΒ28 323 ΚιΒ

0313 Ζ303 ΕΤ3 030Ι3Β9 Ε33 ΪΕ3 Ε=3 ΠΕΒ Ε3 I

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ* ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 1 - Τιμή 1,50 δραχ. Γ§ν? Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. -Λέκκα 22 Άθήναι (125)



Για νά αγοράσουν δλοι τον

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ

έφαρμόσαμε μια πρωτοτυπία: 1. Οι περιπέτειες θα τυπώνωνται σε φυλλάδια μέ λιγώτερες σελίδες, άλλα καί μέ μικρότερα γράμματα, έτσι ώστε Λ μία σελίδα να εχη τό ϊδιο σχεδόν περιεχόμενον σε ποσότητα με δυό κανονικές. 2. Τα φυλλάδια

θα έχουν χωριστό έξώφυλλο.

3. Θά κυκλοφορουν δύο φορές την έβδσμάδα, ένα την Τετάρτη κι5 ένα τό Σάββατο. "Ετσι, μειώνονται τά έξοδα έκδόσεως καί μπορούμε νά προσφέ­ ρουμε τά φυλλάδια τού «ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ· ΦΑΝΤΑΣΜΑ» στην άπίστευτη τιμή τής

ΓΕΝ I ΚΑΙ ΕΚ.ΔΟΤΙ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο.Ε. Λέκκα 22 — ΑΘΗΝΑΙ (125) — Τηλέψ 228.983 Χρωμολιδογράφησις —Έκτύπωσις ΛΙΘ. "Β. ΠΑΠΑΧΡΥΣΑΝΘΟΥ.,


ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ



ΤΖΩΝΝΥ Ντέλμοντ, ό θρυ­ λικός Κάου Μττόϋ Φάντα­ σμα, και οι δυο σύντροφοί του στέκονται παγωμένοι πάνω στ’ άλογά τους για μια στιγμή. Μέ διεσταλμένα μάτια παρακολου­ θούν εκατόν πενήντα μέτρα μακρυά τους» ένα κοπάδι γελάδια νά τρέχη προς τό μέρος ένός ανθρώπου πού είναι ξαπλωμένος στην άμμο και μοιάζει μέ νε­ κρό. (*). (*) Διάβασε τό πρώτο τεύχος, «ΟΙ παράνομοι του Σ ίλβερ Ρόκ».

Και ξαφνικά βλέπουν αυτόν τον άνθρωπο νά σαλευη καί νά άνασηκώνεται. Είναι ζωντανός! Τον βλέπουν νά κυττάζη μέ τρό­ μο τά ζώα πού πλησιάζουν, δη­ μιουργώντας ένα φοβερό βουητό μέ τά πσδοπατήματά τους. Φαί­ νεται νά καταλαβαίνη πώς ή Τ'ωή του είναι χαμένη, αλλά δεν έχει την δόνα μι νά σηκωθή και νά τρέξη γιά νά σωθή. Βγάζει σπαραχτική κραυγή, άλλα μέσα στον άλλο θόρυβο, οί κάου μπόϋς πού συνοδεύουν τό κοπά­ δι βέν άκοΰν τίποτα. Μά και


Κ,άου — Μπόϋ ν’ άκουγαν, πώς θά μπορούσαν νά σταματήσουν τά γελάδια! Τά πράγματα είναι πολύ ά­ σχημα] _— "Έλα μαζί μου, Μπόμπυ! Έσύ, ’Άννυ» μεΐνε εδώ! 'Η φωνή του Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα άκούγεται σαν κροτάλισμα μαστιγίου. Τό άλογό του, κεντρισμένο από τά σπηρούνια, πετάγεται ιμπροστά. 'Ο Μπόμπυ ξεροκαταπίνει και κυττάζει μέ τρόμο τό κοπάδι. Τό ««νντ«< ραχτικό», πού ζητούσε, έχει σνμ βή. Μά ή ιδέα δεν φαίνεται νά τον ένθουσιάζη. Ή δειλία του τον προδίδει. Τρέμει ολόκληρος καθώς σπηρουνίζει τό άλογό του καί ακολουθεί τον Τζώννυ. 'Ο άγνωστος πού είναι πε­ σμένος στην άμμο, τούς αντι­ λαμβάνεται πού τρέχουν πρός τό μέρος, του καί τούς παρακο­ λουθεί μέ αγωνία. Τά γελάδια, σπρωγμένα άπό τούς κάου μπόϋς πού είναι πίσω τους καί στά πλάγιαν προχωρούν ακάθε­ κτα. 'Η άπόστασι μικραίνει. Πώς θά μπορέσουν νά τον σώ σουν τά δύο θεόσταλτα παιδιά; Καθώς τρέχει πλάϊ - πλάϊ μέ τον έντρομο Μπόμπυ, ό Τζώννυ Ντέλμοντ, τού δίνει οδηγίες μέ κοφτή φωνή. Τρέμοντας, ό Μπόμ πυ κουνάει τό κεφάλι του κατα­ φατικά. Ή σκέψι του κινδύνου, πού θά ζήσουν σέ λίγο του κόβει την ανάσα καί του πνίγει τή φωνή. ' Ό πεο-μένος κάου μπόϋ βλέ­ πει τον Τζώννυ Ντέλμοντ καί τον Μπόμπυ Σμίθ ν’ άνοίγουν, κα­ θώς τρέχουν πρός τό μέρος του. Αφήνουν ένα αρκετά μεγάλο δι­ άστημα άνάμεσά τους, γέρνουν πρός τά εκεί καί απλώνουν τό ένα χέρι τους. Ο άγνωατος κατοολαβαίνει. ’Έχει δη τούς ερυθροδέρμους νά σώνουν τούς πληγωμένους συν­ τρόφους τους άπό τά πεδία τής

μάχης .μ, αυτόν τον τοόπο. Ρί­ χνει μιά τρομαγμένη ματιά στο κοπάδι πού πλησιάζει επικίνδυ­ να, ανακαθίζει καί περιμένει. Τά δυο άλογα κοςλπάζουν γορ­ γά. Περνούν τό ένα δεξιά του καί τό άλλο αριστερά του. Τινάζει τά χέρια του καί αρπάζει τά α­ πλωμένα χέρια τών δύο νεαρών κάου μπόϋς. Νοιώθει νά σηκώνεται άπό χάμω καί νά κρέμεται στον αέ­ ρα. 'Απλώνει τά πόδια του. ΟΙ ούο σωτήρες του έχουν έλευθερώσει άπό έναν αναβατήρα κι* έτσι τά πόδια του βρίσκουν μέ­ ρος γιά νά στηριχτούν; Τά δυο άλογα μέ τό περίερ­ γο φορτίο, περνούν σάν βολίδες μπροστά άπό τήν γραμμή τών ζώων. Τά γελάδια, ξαφνιασμέ­ να» κόβουν κάπως τήν ταχύτη­ τά τους. 'Ο κίνδυνος λιγοστεύ­ ει. Καί, τήν άλλη στιγμή, ό Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα, ό Μπόμπυ καί ό άγνωστος κάου μπόϋ έ­ χουν βρεθή στην άλλη άκρη τού κοπαδιού, πού συνεχίζει τήν πο­ ρεία του μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης καί σ’ ένα πανδαιμόνιο βελασμάτων καί κραυγών άπό τά στόματα τών κάου μπόϋς πού τά συνοδεύουν. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ δίνει τό σύνθημα καί ό Μπόμπυ σταμα­ τάει τό άλογό του ταυτόχρονα μέ τό άλογο τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα. 'Ο τελευταίος πηδά­ ει άπό τήν σέλλα του καί βρηθάει τον άγνωστο κάου μπόϋ νά κατέβη. Είναι νεαρός^ κι* αυτός, λίγα χρόνια μεγαλύτερος τους, καί τά ξανθά μαλλιά του^ είναι λε­ κιασμένα μέ αΐμα πού είναι άκόμα υγρό. — Καλά τό κατάλαβα» ότι ή­ σουν χτυπημένος» λέει τώρα ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα.^ 'Ο άλλος πιάνει τό κεφάλι του,


ΦΑΝΤΑΣΜΑ —Αέν ξέρω πώς νά σάς ευ­ χαριστήσω, παιδιά, λέει κυττά-. ζοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλο. Μοϋ σώσατε την ζωή. — ' Τυ... τυχεροί είμαστε: όλοι!, κάνει ό Μπόμπυ με αδύνα­ τη φωνή, σκουπίζοντας τό πρό­ σωπό του, που έχει λουστή σέ παγωμένο ιδρώτα. Λίγο ακόμα και θά γινόμαστε κιμάς! — Αυτό τό αναγνωρίζω, λέ­ ει ό άγνωστος κάου μπόϋ. Ρι­ ψοκινδυνέψατε τή ζωή σας για μένα, έναν άγνωστο. Δέν ξέρω τί πρέπει νά κάνω γιά νά σάς τό ανταποδώσω... Πρώτα-πρώ­ τα νά σάς ουστηθώ. Λέγομαι Ντεήβ Μάγκ. Εκείνη την στιγμή καταφτά­ νει καλπάζοντας και άστράφτοντας από χαρά ή "Άννυ. /Έχει παρακολουθήσει την διάσωσι του αγνώστου με σφιγμένη καρ­ διά και τώρα* που δλα έχουν πάει καλά, χαίρεται γιά την ε­ πιτυχία. Ο Τζώννυ αναλαμβάνει νά κάνη τις συστάσεις. Λέει τ* ό­ νομά του τελευταίο καί, μόλις τ’ ακούει ό Ντέηβ Μάγκ, αναπη­ δάει.. — Είσαι... είσαι ^ ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα; ρωτάει, κυττά» ζοντας με κάποιο δέος τρν θρυ­ λικό κυνηγό τών έκτος νόμου. — Ναι, απαντάει αμήχανα ό Τζώννυ Ντέλμοντ, όπως κάθε φο ρά, πού προφέρεται κολακεία ή έπαινος γιά τό άτομό του. Ό Ντέηβ Μάγκ παίρνει μια έκφρασι γεμάτη ελπίδα, αέρει πολύ καλά* ότι ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, καθώς και οί δύο. Α­ χώριστοι σύντροφοί του, ό Μπό­ μπυ Σμίθ και ή "Άννυ, ή αδερ­ φή του, έχουν αφιερώσει, παρά τή μικρή ήλικία τους, την ζωή τους στο κυνήγι τών παρανόμων καί την ύπεράσπισι τών Ανυπε­ ράσπιστων και τών αδικημένων. Ξέρει ότι καλπάζουν Από πόλι

σέ πόλι καί Από ερημιά σέ ερη­ μιά, έτοιμοι πάντοτε νά επιβά­ λουν τον νόμο καί την τάξι. — .Τότε... τότε εΐσαι ό άν­ θρωπος που μπορεί νά μέ βοηθήση, λέει. Μέ λήστεψαν. Μέ χτύπησαν στο κεφάλι καί μέ ά­ φησαν αναίσθητο μέσα στην έ­ ρημο, κι* άν δέν τυχαίνατε έσεΐς τό κοπάδι θά μ3 έκανε λυώμα. Σκύβει τό κεφάλι του καί δεί­ χνει ενα τραύμα, πού έχει στ© κρανίο. Τό αίμα δέν έχει πάψει νά τρέχη. Ακόμα. — Καλύτερα να μάς τά πής όλα μέ τή σειρά, λέει © Τζώννυ Ντέλμοντ μ5 ενδιαφέρον καί φρον­ τίδα. — Πήγαινα στό Λάβα Χίλ, Αρχίζει μέ φούρια ό Ντέηβ Μάγκ, μέ όλες μου τις οικονομίες, κά­ που δέκα χιλιάδες δολλάρια σέ χαρτονομίσματα* για νά παν­ τρευτώ την "'Αμπυ Σίμς, την Αρ­ ραβωνιαστικιά μου. "Έπρεπε νά φτάσω έκεΐ πριν άπό τό μεσημέρι, όπως είχαμε κανονίσει. Ή ’Άμπυ έχει μαζέψει άλλες δέκα χιλιάδες δολλάρια καί σκοπεύ­ αμε ν* αγοράσουμε ένα κτήμα, τό ράντς Τ. "Έχει σημασία γιά μάς αυτό τό κτήμα, γιατί εΐναι σέ καλή τοποθεσία καί θά μπορέση νά Αποδώση σύντομα.-.· Μά δέν πρόκειται νά τό Αγορά= σουμε τώρα. Ό κ. Τόμκινς, ό: Ι­ διόκτητης τους, θά τό πουλήση σέ άλλον άν δέν τό έχουμε Αγο­ ράσει μέχρι τό μεσημέρι. Καθώς μιλάει ό νεαρός κάου μπόϋ, παίρνει μια πσνεμένη έίκ» φρασι. Οί τρεις σύντροφοι κα­ ταλαβαίνουν ότι υποφέρει. Μά δέν σταματάει έκεΐ τό κακό, προσθέτει ό Ντέης Μάγκ. —- Συνέβη καί τίποτα άλλο; ρωτάει ή *Άννυ μέ Αγωνία. — Βέβαια. Είχα πάνω μου γράμμα τής *Αμπυ* που μοϋ έ­ γραφε ότι εΐχε μαζέψει τις δι­ κές της δέκα χιλιάδες. Δουλεύω


5 ει στο μπαρ Πρέρυ Πάλας και έχει κι1 ένα μικρό μερίδιο. Τής το έδωσε ό ιδιοκτήτης, όταν άρρώστησε και τον περιποιήθηκε ή "Αμπυ σαν κόρη του. *0 Πάμπλο Μάρκες και ό Σάμ Θόρνυ, οι δύο κακοποιοί, που μέ ακολούθησαν άπό τό Παίηντετ^ Πόστ καί με λήστεψαν, μου πήραν κι* αυτό τό γράμμα. Θά μάθουν για τα λεφτά τής "Αμπυ και σίγουρα θά Θελήσουν νά τά κλέψουν κι* αυτά. "Ο Τζώννυ Ντέλμοντ σμίγει τά φρύδια και σκέφτεται σύν­ τομα. — "Ισως μπορέσουμε νά τούς προλάβουμε, λέει τελικά. Ό Μπόμπυ αναπηδάει λες καί τον τσίμπησε σφήκα. — Πά... πάλι μέ κακοποιούς θά τά βάλουμε; κάνει έντρομος. Καί νά ήταν τίποτα... κακοποιάκια, κάτι πήγαινε καί έρχότανε. Αυτοί» καλέ, είναι δύο άπό τους πιο μοβόρους καί Αδίστα­ χτους έκτος νόμου πού... — "Ο,τι κι* άν είναι, τον κό­ βει ή αδερφή του, δεν πρέπει νά τούς αφήσου με νά κάνουν την παλιανθρωπιά τους! Γιά' σκέψου την απογοήτευαι τού Ντέηβ καί τής "Αμπυ! Μά ό Μπόμπυ δέ μπορεί νά σκεφτή τίποτα άλλο, εκτός άπό τον φόβο, πού κάνει τά πόδια του νά μοιάζουν σάν καμωμένα άπό κερί. Τά σαγόνια του κρο­ ταλίζουν στη σκέψι, δτι θά βρεΘη Αντιμέτωπος δύο τέτοιων περιβοήτων κακοποιών. — Ντέηβ, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, θά καβαλλήσης στο άλογο τής "Αννυ. Έγώ κι* ό Μπόμπυ θά τρίξουμε μπροστά. Μόλις φτάσετε στο Αάβα Χίλ, θά πας κατευθείαν στον γιατρό, γιά νά κυττάξη τό τραύμα σου. "Αννυ, μόλις άφήσης τον Ντέ­ ηβΛ στον γιατρό, θά κυττάξης νά Λ Λ μας βρης.

Ό Κάου — Μπόϋ Ή κοπέλλα θέλει νά διαμαρτυρηθή, πού δεν Θά λάβη μέρος στην φασαρία πού προμηνύεται, τό ίδιο καί ό Ντέηβ, άλλά^ τό ξαφνικό ξεκίνημα τού Τζώννυ Ντέλμοντ, δεν τούς δίνει τον καιρό. Ούτε κι* ό Μπόμπυ βρίσκει καιρό γιά τις δικές του διαμαρ­ τυρίες. — Τζώννυ, δέν κάνει νά μεί­ νω έδώ έγώ; φωνάζει τρέχσντας κωμικά ξωπίσω στον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Ξέρεις, άρχισα νά μην αίσθάνωμαι καλά, ξαφνικά, καί ήθελα νά σέ παρακαλέσω νά...

Ή περιπέτεια τής ’Άιμπυ Σίμς V ΤΟ ΑΑΒΑ Χίλ τά πράγμαΖ*> τα δέν είναι καί τόσο ευχά­ ριστα. Ή όμορφη "Αμπυ Σίμς, ζή στιγμές άγωνίας, πού οφείλεται στη μεγάλη καί Αδικαιολόγητη κοιθυστέρησι τού Ντέηβ Μάγκ, τού άγοπτημένου της. Βρίσκεται άπό ώρα στο δωμάτιο τού Τόμκινς, τού Ιδιοκτήτη του ράντς Τ, στο ξενοδοχείο τής πόλης καί κόβει βόλτες πάνω - κάτω. 'Ο ράντσερ την παρακολουθεί μέ τά φρύδια σμιγμένα. Ή νευρικάτης τής κοπέλλας έχει μεταδοθή καί σ’ αυτόν. Εΐναι βια­ στικός καί δέν βλέπει την ώρα νά καταπιαστή μέ τις άλλες


ΦΑΝΤΑΣΜΑ δουλειές του. Κάθε τόσο βγάζει καί κυττάζει τό μεγάλο ρολόι του. — Αέ μπορώ νά καταλάβω, γιατί άργεΐ τόσο πολύ ό Ντέηβ, λέει ή κοπέλλα για πολλοστή φορά. Μου τηλεγράφησε, ότι θά ήταν εδώ μέ τα λεφτά, πριν α­ πό τό μεσημέρι. Θά... θά μάς δώσης άλλη μια μικρή προθε­ σμία, κ. Τόμκινς; 'Ο Τόμκινς, ένας ηλικιωμένος καί συμπαθητικός ράντσερ, σφίγ γει καί ξεσφίγγει τά χείλη του ανυπόμονα καί τελικά αποφασί­ ζει: ^ — Ώλράϊτ!» λέει. Θά σάς δώσω προθεσμία μέχρι τό βράδυ. Μά περισσότερο δέ γίνεται. Πρέ­ πει νά είμαι στο ’Ώστιν, πρω'ί' πρωί αύριο, άλλοιώς θά είμαι γιά νά μέ κλαΐς. Θά φύγω μέ τό τραίνο τών οχτώ. Τό μεσημέ­ ρι πάει, πέρασε πιά. Στο μετα­ ξύ, θά έτοιμάσω τό συμβόλαιο, κι5 δταν μοΰ φέρετε τά λεφτά, δέν θά χάσουμε καιρό. Τό πρόσωπο τής κοπέλλας α­ στράφτει άπό χαρά. — Σ’ ευχαριστώ πολύ, κ. Τόμκινς!, λέει ή ’Άμπυ γεμάτη ευγνωμοσύνη. 'Ο γέρο ράντσερ ξεροβήχει α­ μήχανα. Έχει μαλακή καρδιά καί συμπαθεί τούς νέους, αλλά οι μπίζνες είναι μπίζνες. — Νά ξέρης ένα πράγμα, ό­ μως, ’Άμπυ, προσθέτει. ’Άν μέ­ χρι τις έφτά δέν μού έχετε φέ­ ρει τά λεφτά, θά πουλήσω τό ράντς Τ στον Τζών Κράουδερ πού μοΰ προσφέρει καί καλύτε­ ρη τιμή. Νά είμαστε έξηγημένοι. -— Καταλαβαίνω, κ. Τόμκινς» λέει μέ φανερή στενοχώρια ή κο­ πέλλα. Αμέσως μόλις έρθη ό Ντέηβ, θά σάς φέρουμε τά λε­ φτά... Αντίο. Ή κοπέλλα βγαίνει άπό τό ξενοδοχείο σκεφτική. Δέ μπορεί νά καταλάβη τί έχει καθυστερή­

7 σει τόσο πολύ τον Ντέηβ. Γιά μιά στιγμή ό νους της πάει στο κακό. Διώχνει, όμως, τις άσχη­ μες σκέψεις καί προσπαθεί νά βρη μιά λογική δικαιολογία. -αφνικά, θυμάται, δτι ή Τρά­ πεζα κλείνει στις τρεις. Απο­ φασίζει νά άποσύρη τις δέκα χι­ λιάδες πού έχει καταθέσει εκεί» κάνοντας αιματηρές οικονομίες, γιά νά εχη πρόχειρα τά λεφτά, δταν θά φανή ό Ντέηβ. Καθώς προχωράει προς τήν Τράπεζα, δέν αντιλαμβάνεται τούς δύο τύπους πού τήν παρα­ κολουθούν. 'Ο ένας φοράει ρούχα μεξικανού βακέρο κι’ έχει μακρυά μουστάκια. 'Ο άλλος φο­ ράει τήν κλασική στολή τοΰ Α­ μερικανού κάου μπόύ κι* έχει μιά βαθειά ουλή στο αριστερό μάγουλο. Μολονότι μοιάζουν μέ κάου μπόϋς, τά χέρια τους δέν έχουν κάλους άπό πολλή δου­ λειά. Είναι Αντίθετα πολύ ντελικάτα. Καί οι λαβές τών πιστολιών τους είναι ξεθωριασμένες άπό τήν πολλή χρήσι — δυο πράγματα, πού δείχνουν σ’ αυ­ τούς πού ξέρουν, τί δουλειά κάνουν3ι Οί δύο αυτοί άνθρωποι» πού δέν είναι άλλοι άπό τούς κακο­ ποιούς Πάμπλο Μαρκές καί Σάμ Θόρνυ, Ανταλλάσσουν μιά ματιά γεμάτη σημασία. Μπαίνουν στο ξενοδοχείο, ζητούν ένα δωμάτιο στην πρόσοψι καί, μόλις βρί­ σκονται έπάνω, ό Μαρκές βγάζει άπό τον σάκκο του ένα ζευγά­ ρι κυάλια. Τό στήνει στο παρά­ θυρο καί παρακολουθεί τον δρό­ μο.

Ό Μπάμπυ δρά ΒΛΕΠΕΙ τήν ’Άμπυ Σΐ,μς νά βγαίνη άπό τήν Τράπεζα, κρατώντας σφιχτά ένα δέμα καί νά προχωράη προς τό μπάρ Πρέρυ Πάλας. 'Η κοπέλλα μπαί­


8 νει μέσα και την χάνουν άττό τά μάτια τους, άλλα σέ λίγο κά­ νει την έμφάνΐσί της σ’ ένά πα­ ράθυρο του πρώτου πατώματος, άπό την πλευρά του δρόμου. . 'Ο Πάμπλο Μάρκες καγχάζει μέ I κανοποίησι. -— ’Έκρυψε τά λεφτά κάτω άπό τό στρώμα του κρεβατιού της, λέει στον άμερικανό σύν­ τροφό του. "Έτσι» δέν Θά κά­ νουμε κόπο νά ψάξουμε γιά νά τά βρούμε. Πάμε. Ή ’Άμπυ είναι στο δωμάτιό τής και αλλάζει ρούχα γιατί σέ λίγο πρέπει νά κατέβη στο μπάρ γιά την συνηθισμένη καθημερινή δουλειά της---- την υποδοχή των βραδυνών πελατών. 'Ο Ντέηβ τό ξέρει αυτό κάί μόλις φτάση στο Λάβα Χίλ, Θά τρέξη νά την βρή στο μπάρ. Τελειώνει τό ντύσιμό της και βγαίνει. Στην σκάλα συναντιέ­ ται μέ δυο άντρες που τής κά­ νουν χώρο νά περάση. 'Ο ένας φοράει στολή μεξ ικανού βακέρο κι’ ό άλλος στολή άμερ ικανού κάου μπόϋ. Τήν κυττάζουν κι’ οί δυο μέ παράξενες εκφράσεις, αλλά ή ’Άμπυ, άπορροφημένη ά­ πό τις σκέψεις της, δέν καταλα­ βαίνει τίποτα. ΟΙ δυο κακοποιοί, τήν αφή­ νουν νά κατέβη και μετά προ­ χωρούν στον διάδρομο τού πρώ­ του πατώματος. Ρίχνουν μιά ματιά δεξιά - άριστερά καί με­ τά χώνονται στο δωμάτιό της. 'Ο Μεξικανός προχωρεί κατ’ εύΘεΐαν στο κρεβάτι, άνασηκώνει τό στρώμα καί πιάνει τό δέμα μέ τά λεφτά. Είναι σέ χαρτονο­ μίσματα καί δέν ζυγίζει πολύ. Καθώς έτοιμάζεται νά τό χώση στον πέτσινο σάκκο που έ­ χει μαζί του» άνοίγει ή πόρτα ξαφνικά καί μπαίνει ή ’Άμπυ. 5Έχει ξεχάσει ένα χαρτί μέ λο-

Ό Κάου - Μπόϋ γαριασμους που τής έχει ζητή­ σει ό ιδιοκτήτης τού μπάρ ’ καί γύρισε νά τό πάρη. Βλέπει τούς δυο αγνώστους μέσαμέσα στο δωμάτιό της, βλέ­ πει τον Μαρκές νά κρατάη τά λεφτά της καί τά χάνει. Τό έπάμενο δευτερόλεπτο, όμως, κα­ ταλαβαίνει τί έχει· συμβή. Φέρ­ νει τό χέρι της στο στόμα της κι* αφήνει μιά διαπεραστική στριγγλιά. Ό Μεξικανός βλαστημάει χυ­ δαία. ^ — Μήν τήν άφήσης νά φύγη! φωνάζει στον σύντροφό του. Θά πρέπει νά τήν χρησιμοποιήσου­ με σάν άσπίδα, τώρα, γιά νά μπορέσουμε νά βγούμε άπό δώ μέσα. . Προτού κάνη τήν παραμικρή κίνησι ή ’Άμπυ, έχει βρεθή στην άγκαλιά τού Πάμπλο Μαρκές, πού τήν σφίγγει πάνω του καί κολλάει τήν κάννη τού έξασφαίρου του στο πλευρό της. — Προχώρει δίχως νά ξαναφωνάξης» άδερφούλα, άν θέλης τήν ζωή σου!, τής σφυρίζει στ* αυτί ό κακοποιός. Τήν σπρώχνει προς τήν σκά­ λα, κρύβοντας τό σώμα του πί­ σω άπό τό δικό της. Ό άλλος κακοποιός πάει άπό κοντά, μέ τό πιστόλι έτοιμο στο χέοι. Αρ­ χίζουν'νά κατεβαίνουν τήν σκά­ λα, ό ένας κατόπιν τού άλλου. Στή βάσι τής σκάλας έχουν μαζευτή μερικοί άπό τούς θαμώνες τού μπάρ, πού ξεσηκώθηκαν άπό τήν στριγγλιά τής ’Άμπυ Σίμς. Βλέπουν τούς κακοποιούς νά κατεβαίνουν κρατώντας τήν κοπέλλα μέ τό πιστόλι κολλημέ­ νο στο πλευρό καί στέκονται σάν κεραυνόπληκτοι. —1 "Οποιος τολμήση νά κουνηθή, θά φάη τή ζωή τής κοπέλλας!, άπειλεί ρ Πάμπλο Μαρ* κέ<^.


ΦΑΝΤΑΧΜΆ Εκείνη την στιγμή, άνοίγει ή διπλωτή πόρτα του μπαρ καί όρμάει μέσα σαν σίφουνας ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, ακολουθού­ μενος από έναν κατά χλωμό Μπόμπυ. 'Ο τελευταίος έχει έρθει μέ τό ζόρι μαζί του καί τώρα, στο άντίκρυσμα των κακοποιών, που σημαίνει, ότι τά ψέματα παίρ­ νουν τέλος, ■ χάνει τή μισή του ζωή. Αρχίζει νά τρέμη σαν κα­ λαμιά στο χωράφι. Τά δόντια του κροταλίζουν. — Τήν... την έπιασαν, Τζώννυ!, λέει στο φίλο του μέ αδύ­ νατη φωνή. Πά... πάμε νά φύ­ γουμε καλύτερα!... Μά ό Τζώννυ δεν τον ακούει. Διαπιστώνοντας τον κίνδυνο, τό χέρι του τινάζεται μέ ταχύτητα άστραπής προς τό έξάσφαιρό του. Προτού τό τρσβήξη* όμως, τον καθηλώνει ή φωνή τού Πάμπλο Μάρκες: — Ακίνητος, άν θές τή ζωή τής κοπέλλας, κάου μπόϋ! 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ λογαριά­ ζει μέ γρηγοράδα τά υπέρ καί τά κατά καί καταλήγει στο συμ­ πέρασμα ότι, άν τραβήξη καί ρίξη, υπάρχει μεγάλη πιθανότης νά χτυπήση τήν κοπέλλα. Αποφασίζει νά μή δράση, λοιπόν, καί τραβιέται στήν ά­ κρη, τρίζοντας τά δόντια θυμω­ μένα. Οί κακοποιοί προχωρούν αργά προς τήν διπλωτή πόρτα* απειλώντας τό πλήθος καί τήν τρομοκρατημένη ’Άμπυ μέ τά πι­ στόλια τους. Ό Σάμ Θόρνυ προ­ πορεύεται γιά νά ξεκαθαρίζη τον δρόμο" καί φτάνει πρώτος στήν πόρτα. 'Ο Μπόμπυ, παγωμένος από τον φόβο του, στέκεται ακόμα εκεί. Βλέπει τούς κακοποιούς νά πλησιάζουν, αλλά ό τρόμος τον έχει παραλύσει ολόκληρο καί 6έν βρίσκει . δυναμι νά τραβη­ χτή στο πλάϊ, μολονότι τό θέλει πολύ!

9 —— Κάνε στήν άκρη, παλιό­ παιδο!, τού λέει άγρια ό Θόρ­ νυ καί δίνοντας του μια δυνατή σπρωξιά, τον στέλνει νά χτυπή­ ση πάνω στον τοίχο. 'Ο Μπόμπυ νοιώθει τό κεφάλι του νά έρχεται σέ βίαιη επαφή μέ τον τοίχο κι5 ένας διαπερα­ στικός πόνος τού σουβλίζει τό μυαλό, Τό έπόμενο δευτερόλεπτο, μιά καταπληκτική αλλαγή γίνε­ ται πάνω του. 'Η τρεμούλα του εξαφανίζεται* τό πρόσωπό του σκληραίνει καί κοκκινίζει καί οί γροθιές του σφίγγονται τόσοι, πού άσπρίζόυν οί αρθρώσεις. Αυτή είναι αλλόκοτη ιδιότητα, πού έχει ό Μπόμπυ. Κάθε φορά πού χτυπάει μέ δύναμι στο κε­ φάλι, ή δειλία του χάνεται καί γίνεται ό πιο τολμηρός καί επι­ θετικός άνθρωπος τού κόσμου! — Κανάγια, θά σού λιανίσω τά κόκκαλα!,· ουρλιάζει καί ρί­ χνεται προς τό μέρος τού Σάμ Θόρνυ. Έκεΐνος, ξαφνιάζεται από τήν απότομη αλλαγή, αλλά συνέρχε­ ται αμέσως καί αρχίζει νά τραβάη τήν σκανδάλη τού έξασφαίρου. του. Ό Μπόμπυ είναι χα­ μένος. 'Η ζωή του κρέμεται από μιά κλωστή. Τότε είναι πού ό θρυλικός Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα εκτινάσσε­ ται από τή Θέσι του σαν βολίδα, διασχίζει τήν άπόστασι πού τον χωρίζει από τον Μπόμπυ καί πέ­ φτει μέ όλη του τή φορά πάνω στον φίλο του. Ή σφαίρα του κακοποιού α­ στοχεί. Ό Τζώννυ μέ τον Μπό­ μπυ προσγειώνονται μέ βαρύ γδούπο πάνω στο πάτωμα* παρασύροντας ό,τι έπιπλα τυχαί­ νουν στον δρόμο τους. "Ωσπου νά ξεμπλέξουν απ’ αυ­ τά, οί κακοποιοί έχουν γκρεμί­ σει τήν ’ Αμπυ μέ μιά σπρωξιά χάροα καί έχουν βγή εξω τρέχρν*


Ό Κάου — Μπόϋ τας, για νά πάρουν τ’ άλογά τους·* Μουγκρίζοντας σαν λαβωμένο θηρίο ό Μπόμπυ, τινάζει από πάνω του τον Τζώννυ καί κάνει νά τρέξη προς την πόρτα. Ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα τον προλοιβαίνει μ’ ένα πήδημα και τον αιχμαλωτίζει σέ μιαν ατσαλέ­ νια λαβή των χεριών του. — Σταμάτα, θεότρελλε!» του φωνάξει. Μόλις βγής έξω, θα οέ σκοτώσουν αμέσως! Είναι απο­ φασισμένοι για όλα.

Κυνηγητό Α ΕΝ ΕΧΕΙ τελειώσει την φράΆ σί του καλά - καλά, όταν άκούγωνται απανωτοί πυροβολι­ σμοί από τον δρόμο. Ό Τζών­ νυ Ντέλμαντ προβάλλει τό κε­ φάλι του με προφύλαξι καί βλέ­ πει τους δύο κακοποιούς, καβάλλα στ’ άλογά τούς, τώρα, νά έχουν ανοίξει πυρά μέ την ’Άννυ καί μέ τον Ντέηβ Μάγκ πού, ταμπουρωμένοι πίσω από μιά ποτίστρα ζώων, μπροστά στο πε­ ταλωτήριο» τούς ραντίζουν κυρι­ ολεκτικά μέ σφαίρες. Ή κοπελλα μ£ την καραμπίνα της καί ό Ντέηβ μέ τό έξάσφαιρό του. Απασχολημένοι μ’ αυτούς, οι δύο κακοποιοί, δέν έχουν μάτια νά κοιτάξουν πίσω τους. Πυρο­ βολώντας, σπηρουνίζουν τ’ άλο­ γά τους καί χύνονται προς την άκρη τής πόλης. — Στ’ άλογα καί ξοπίσω τους Μπόμπυ!, φωνάζει ό Κάου Μπόυ Φάντρσμα. — Θά τούς δαγκώσω στον λαιμό!, ουρλιάζει ό Μπόμπυ καί βγάζοντας την... πολεμική ιαχή του» όρμάει προς τον πάσσαλο, όπου έχει δέσει τό άλογό του μέ τόν Τζώννυ. "Ωσπου νά καβαλλήσουν τ’ ά­ λογά τους οϊ δυο σύντροφοι, ό­ μως, καί νά ξεκινήσουν, οι δύο

κακοποιοί έχουν κερδίσει έδοβφος. ’Έχουν βγή από την πόλι καί τρέχουν σάν δαιμονισμένοι πάνω στο δημόσιο δρόμο, αφή­ νοντας ένα σύννεφο σκόνης πί­ σω τους. — ’Άννυ, Ντέηβ, τρέξτε νά δήτε άν είναι καλά ή ’Άμπυ!, φωνάζει ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα καί μ’ ένα πήδημα βρίσκε­ ται στη σέλλα τού άλογου του. Μαζί μέ τόν Μπόμπυ Σμίθ» πού μεταμορφωμένος από την βίαιη... επαφή του μέ τον τσΐχο τού μπάρ, δέν είναι πια ό δει­ λός καί ψευτοπαλληκαράς Μπό­ μπυ, αλλά ένας έξαλλος καί πο­ λεμοχαρής κάου μπόυ, όρμάει στο κατόπι των κακοποιών. Κοίθώς βγαίνουν στο δημόσιο δρόμο, τό μυαλό του δουλεύει γοργά. Πρέπει οπωσδήποτε νά προλάβουν τούς κακοποιούς, νά τούς συλλάβουν καί νά τούς πα­ ραδώσουν στή δικαιοσύνη. Πρώ­ τα - πρώτα, έπειδή είχαν κλέ­ ψει τά λεφτά, πού αντιπροσώπευ­ αν τά όνειρα δύο νέων ανθρώπων καί μετά επειδή είναι αδίστα­ κτοι έκτος νόμου καί δουλειά τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα εί­ ναι ακριβώς τό κυνήγι των πα­ ρανόμων. 'Ο Μπόμπυ κάνει διαφορετι­ κές σκέψεις. Μέ τά μάτια στενεμένα καί τά σοχγόνια σφιγμέ­ να κυτ τάζει μπροστά του καί ο­ νειρεύεται γροθιές καί κλωτσιές. Τό έπαναστατημένο μυαλό του, σχεδιάζει μέ τί τρόπο θά τιμωρήση τούς κακοποιούς, άμα πέ­ σουν στά χέρια του καί» ιδι­ αίτερα εκείνον τόν θρασύ, πού τόλμησε νά τόν σπρώξη μέ τέ­ τοιον τρόπο. Αέν ξέρει, οτι πρέ­ πει νά τόν ευγνωμονή επειδή τόν μεταμόρφωσε σέ τέτοιο μαινόμενο ταύρο. * ¥ ¥ Οι δυο κακοποιοί στο μετα­ ξύ, έχουν προπορευτή άρκετά. 01


Η

ΦΑΝΤΑΣΜΑ εΐκοσι χιλιάδες δολλάρια έχουν μττή στον πέτσινο σάκκο, πού κρατάει δ Πάμπλο Μαρκές. Οί σκέψεις των δύο έκτος νό­ μου είναι διαφορετικές. Σίγου­ ροι, δτι δεν πρόκειται νά συλληφθουν από δύο παιδαρέλια ·— δεν ξέρουν δτι έχουν νά κάνουν μέ τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα — ονειρεύονται μέ τί τρόπους θά ξοδέψουν τά κλοπιμαία στις α­ μαρτωλές πόλεις των συνόρων. Τρέχουν σαν βολίδες πάνω στον δρόμο, -αφνικά, ό Θόρνυ ρίχνει μιά ματιά πίσω του και βλαστημάει. — Μάς ακολουθούν, λέει στον σύντροφό του. 'Ο Μαρκές κυττάζει κι5 αυ­ τός και βλαστημάει μέ τον ’ίδιο τρόπο. — Τρέξε πιο γρήγορα!» λέ­ ει. Καθώς δυναμώνουν τον καλ­ πασμό τους, άκούγονται πυρο­ βολισμοί από πίσω τους καί σφαίρες περνούν πάνω από τά κεφάλια τους σφυρίζοντας. Σπι­ ρουνίζουν αλύπητα τις κοιλιές των όΐλόγων τους, αλλά τά τα­ λαιπωρημένα ζώα δεν μπορούν ν’ αναπτύξουν μεγαλύτερη ταχύ­ τητα. Ξαφνικά, φαίνεται μπροστά τους τό διχάλισμα, που κάνει ό δρόμος. Πάνω ακριβώς στην δι­ χάλα είναι τοποθετημένη μιά πινακίδα που γράφει: ΠΟΥΜΑ ΓΚΑΗ. Είναι μιά πόλι σάν τό Λάβα Χίλ καί οί δύο διακλα­ δώσεις τού δρόμου οδηγούν έκει. Ή μία από τό ποτάμι κι’ ή άλ­ λη κατ’ ευθείαν. — Έσύ τράβα από τον δη­ μόσιο δρόμο» Σάμ!, φωνάζει ό Μαρκές. Πρέπει νά^ χωρίσουμε γιά νά τους αναγκάσουμε νά χωρίσουν κι’ αυτοί. Θά έρθω νά σέ βρώ στην καντίνα τοΰ Μπαρτολάμεο στο Γιούμα Γκάπ. Τά λεφτά τά παίρνω μαζί μου. Αέν

έχουμε καιρό γιά νά τά μοιρά­ σουμε. 'Ο άλλος δέχεται την συμφω­ νία μέ κάποιον δισταγμό. Μο­ λονότι τον ξέρει καιρό τον Μεξι­ κανό καί έχει κάνει πολλές δου­ λειές μαζί του, δέν τον έμπιστεύεται πέρα γιά πέρα. Μά ή στιγμή ^εΐναι κρίσιμη. Οί διώ­ κτες τους ρίχνουν τις σφαίρες βροχή. Δέ γίνεται νά σταματή— Χάστα λουέγκο !, φωνάζει στον σύντροφό του καί άκολουθεΐ την αριστερή διακλάδωσι τοΰ δρόμου, που οδηγεί κατ’ ευθεΐαν στην πόλι.

Ό Μιτόμπυ τιμωρεί ΤΖΩΝΝΥ Ντέλμοντ βλέπει τους δύο κακοποιούς νά χω­ ρίζουν στο διχάλισμα τοΰ δρό^ μου. Καταλαβαίνει τον σκοπό τους, νά τους άνοογκάσουν νά χωρίσουν, δηλαδή, κι’ αυτοί.^ Κι* οί δυο μαζί θά έκαναν καλά τη δουλειά τους, αλλά δέν γίνεται άλλοιώς. — Μπόμπυ, έσυ θ’ άναλάβης εκείνον που σέ χτύπησε, λέει στον φίλο του. Πήρε τον αριστε­ ρό δρόμο. Φρόντισε νά τον πιάσης καί περιποιήσου τον δπως ξέρεις. Θά συναντηθούμε στο Λάβα Χίλ. Καί πρόσεξε μη χά­ σης τά λεφτά πού μπορεί νά έ-

Ο


12

Ό Κάου - Μπόϋ

χη πάνω του ό κακοποιός. 5Άν τά εχη αυτός. Αντί γι' άπάντησι, ό Μτγομπυ Σ μιθ αφήνει * ένα δυνατό μούγγρισμα καί, σπηρουνίζοντας τ’ άλογό του, αναπτύσσει τοοχύτητα καί ρίχνεται ακάθε­ κτος πάνω ^στην αριστερή 8ιακλάδωσι τού δρόμου. — Φουκαριάρη μου, τί ήταν να χωρίσης από τον άλλον, μο­ νολογεί, καθώς τρέχει. Καί μα­ ζί νά εΐσαστε δεν θά την γλύ­ τωνες» εδώ πού τά λέμε, αλλά τώρα την έχεις δύο φορές άσχη­ μα. Αντί νά έχω νά βαράω δύο, θά έχω μόνο έναν. Καταλαβαί­ νεις τί σημαίνει αυτό; Φωτιά στά μπατζάκια σου! Λουομρυρίζοντας. συνεχώς τρέ­ χει καί μικραίνει την άπόστασι πού τον χωρίζει από τον έκτος νόμου. Καί σέ μιά στροφή, τού δρόμου, τόν βλέπει πολύ κοντά μπροστά του. Τόν άντιλαμβάνε-, ται κι5 εκείνος καί, γυρίζοντας, αρχίζει νά τού ρίχνη με τό έξάσφαιρό του. Ο Μπόμπυ σκύβει γοργά καί γίνεται ένα με την σέλλα του, γιά ν’ άποφύγη τις σφαίρες τού κακοποιού. Ταυτόχρονα» δουλεύ­ ει μέ πυοετώδεις κινήσεις. Ξεκρεμάει τό λάσσο πού κρέμεται από τη σέλλα τού αλόγου του, έτοιμάζει τη θηλειά στο δεξί του χέρι καί σπηρουνίζει τό άλογό του. Οί σΦαΐρες τού κακοποιού τε­ λειώνουν. Σκύβει πάνω στη σέλ­ λα του καί αρχίζει νά γεμίζη τό έξάσφαιρό του. Μά δεν προ­ λαβαίνει νά τελείωση τό γέμι­ σμα. 'Ο Μπόμπυ πλησιάζει όσο τού χρειάζεται, άνασηκώνεται ε­ πάνω στη σέλλα του, ρίχνει τό λάσσο υέ μοναδική δεξιοτεχνία καί κάνει τό καταπληκτικό πιά­ σιμο «πιάλε» τών βακέρος της Καλιφόρνια — ένα κόλπο, πού

Φάντασμα. Κάνει, δηλαδη τη θηλειά νά περάση οριζόντια κάτω από τά πίσω πόδια τού ζώου καί νά τό πιάση από τά μπροστινά. Μέ τό τράβηγμα τό άλογο σκοντά­ φτει άσχημα» καί μ5 ένα τρομα. γμένο χλιμίντρισμα έρχεται τοϋμπα. 'Ο αναβάτης του τινά­ ζεται κάπου πέντε μέτρα μακρυά. Είναι τυχερός, όμως, γιατί πέφτει σ’ έναν από τούς θάμνους πού πλαισιώνουν τόν δρόμο καί δέν παθαίνει ζημιά. Την ζημιά την παθαίνει από τόν Μπόμπυ Σμίθ, πού έγκαταλείποντας τη σέλλα τού αλόγου του μέ ακρο­ βατική δεξιοτεχνία, αφήνοντας ταυτόχρονα την πολεμική του κραυγή, βρίσκεται μπροστά του· μέ τις γροθιές σφιγμένες., Ο Σάμ Θόρνυ είναι σκληρο­ τράχηλος κακοποιός. "Έχει συγκρουσθη μέ πολλούς έπικίνδυνους άντρες στην ταραχώδη καρριέρα του καί τούς έχει νικήσει. Βλέποντας μπροστά του ένα παι­ δί, είναι σίγουρος γιά τη νίκη του. Καγχάζει από προκαταβο­ λική ικανοποίησι. Μά ένα δευ­ τερόλεπτο αργότερα» έχει χάσει όλη την αισιοδοξία του. 'Ο Μπόμπυ ρίχνεται πάνω του σάν θύελλα καί τόν αρχίζει στις γροθιές. 'Ο Θόρνυ δεν ξέρει πιά πότε νά σκύψη καί από πού φυλαχτη. — "Ωστε ήθελες ν’ άρπάξης τά λεφτά τών παιδιών, κανάγια έτσι; σχολιάζει ό Μπόμπυ σέ κάθε του γοοθιά. Ασφαλώς θά ήθελες νά τά ξοδέψης^ μέ τις χορεύτριες τών μπάρ, έτσι; Νά έ«α δεκαδόλλαρο... νά ένα εικοσαδόλλαρο... νά κι’ ένα κατοστά­ ρικο! Τό... κατοστάρικο είναι 7ένα /? ' )' Λ

τού έχει μά9ξΐ ό Κάου Μττού

γόνι, τόν κάν§ι ν’ ςπτογεκ*§ή κν-


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

13

| | ΚΑΟΥ ΜΠΟΎ' Φάντασμα ™ " τρέχει σάν αστραπή πάνω στον άλλον δρόμο, που οδηγεί στο Γιούμα Γκάπ από τό ποτά­ μι. Σ’ ένα σημείο, τό νερό εί­ ναι αρκετά ρηχό καί μπορεί κα­ νείς νά περάση μέ άλογο η α­ μάξι. 'Ο Τζώννυ είναι βέβαιος, ό­ τι οί κακοποιοί χωρίστηκαν γιά νά τους δυσκολέψουν. Αλλά δέν πρόκειται νά καταφέρουν τίπο­ τα. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ δύσκο­ λα εγκαταλείπει τις αποστολές που αναλαμβάνει κΤ ακόμα πιο δύσκολα αποτυγχάνει. Αποστολή του Κάου Μπόϋ Φάντασμα, τούτη τη φορά, είναι

επιστροφή των κλεμμένων χρη­ μάτων στην "Αμπυ Σίμς καί τον Ντέηβ Μάγκ. Οι δύο νέοι σχε­ διάζουν νά φτιάξουν την ζωή τους μ’ αυτά τά λεφτά καί δέ μπορούν δύο παράσιτοι τής κοι­ νωνίας νά τούς στερήσουν αυ­ τή την ευτυχία. Βλέπει τον κακοποιό νά γυρίζη πάνω στη σέλλα του βαστώντας την καραιμπίνα του καί νά τού ρίχνη. "Ίσα πού προλα* βαίνει νά τραβηχτή λίγο στο πλάϊ. 'Η σφαίρα περνάει δίπλα του σάν θυμωμένη μέλισσα. 'Ο Τζώννυ δέν χάνει την ψυ­ χραιμία του.· Τραβάει τό έξάσφαιρό του» αλλάζει θέσι γιά ν5 αποφυγή τή δεύτερη σφαίρα τού κακοποιού καί τό έπόμενο δευτερόλεπτο σημαδεύει καί πυ­ ροβολεί μέ γρηγοράδα. Ή πρώτη του σφαίρα πετάει την καραμπίνα από τά χέρια τού κακοποιού, πού ουρλιάζει πονεμένα καί μετά αρχίζει νά έξαπολύη χυδαίες βλαστήμιες στην μητρική του γλώσσα. Σκύβει ε­ πάνω _ στην σέλλα του, γιά νά μην τον πιάνουν οί σφαίρες καί σπηρουνίζει τό άλογό του μανι­ ασμένα. Μά ό Τζώννυ Ντέλμοντ δέν θέλει νά τον σκοτώση. Τον προ­ τιμάει ζωντανό, γιά νά τον τιμωρήση ή δικαιοσύνη, όπως τού αξίζει. Γι’ αυτό θηκαρώνει τό έξάσφαιρό του καί δυναμώνει τον καλπασμό τού αλόγου του. Μπροστά ό έκτος νόμου καί πίσω ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα, τρέχουν σάν αστραπή πάνω στη χωμάτινη κορδέλλα τού δρόμου. Καί» ξαφνικά, σέ μιά στροφή φαίνεται τό ποτάμι μπροστά τους. 'Η άπόστασι έχει μικρύνει ανάμεσα τους. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ προλα­ βαίνει τον Μάρκες στην άκρη τού ποταμιού, τή στιγμή, πού

ή σύλληψι τών κακοποιών καί ή

ξΐναι έτοιμος νά ριχτή στο νερό

ριολεκτικά και νά προάγειωθή χάμω μέ την πλάτη και νά μείνη αναίσθητος. 'Ο Μπόμπυ δεν έχει ξεθυμάνει, δμως. "Οπως του συμβαίνει πάντοτε μετά από ένα δυνατό χτύπημα, εχει όρεξι νά καυγα­ δίση μέ δέκα ακόμα σαν τον Θόρνυ. 'Ορμάει πάνω στον α­ ναίσθητο κακοποιό, γιά νά τον σηίκώση και νά του δώση μερι­ κές ακόμα, δταν θυμάται τί του έχει πή ό Τζώννυ. Τά λεφτά^ Μέ φουριόζες κινήσεις ψάχνει τον αναίσθητο κακοποιό, ψάχνει την σέλλα του, αλλά δέν βρίσκει πουθενά τά λεφτά. Οργισμένος., οργώνει τον γύρω τόπο μέ τό βλέμμα του. Λεφτά δέν βλέπει, δμως. Ανήσυχος τώρα, δένει τον κακοποιό, τον φορτώνει στο ά­ λογό του καί παίρνει τον δρό­ μο της έπιστροφης. — Μπας καί τά πέταξε, τό παλιοτόμαρο!, μουρμουρίζει καί ψάχνει τό έδαφος σπιθαμή προς σπιθαμή μέ τό μάτι του.

Πάλη μέχρι θανάτου


14 μέ τ’ άλογό του. Κάνει μια υ­ πέροχη έκτίναξι, φεύγει άπό τή σέλλα του, πέφτει πάνω στον κακοποιό καί τον παρασύρει μέ τό βάρος του. Οι δύο καβαλλάρηδες πέφτουν μέ δυνατό παφλασμό μέσα στο παγωμένο νερό τού ποταμιού. Πετάγονται όρθιοι ξεφυσώντας κι* αρχίζουν νά γρονθοκσπιοΰνται μανιασμένοι. Μεξικανός είναι σκληρο­ τράχηλος, μεγαλόσωμος καί «μπασμένος» σέ κάτι τέτοιους καυγάδες» αλλά έχει αντίπαλό του τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί άπό την πρώτη στιγμή κα­ ταλαβαίνει ότι δέν θά είναι τό­ σο εύκολα τά πράγματα. Οι γροθιές δίνουν καί παίρ­ νουν. Βλέποντας ότι δέν φέρνει αποτέλεσμα ό Μάρκες μέ τις γροθιές, αρχίζει τά τεχνάσματα, αλλά ό Ντέλμοντ τά προλαβαί­ νει καί τά έξουδετερώνει. Θυμωμένος άπό τις πονηριές τού κακοποιού, τού κάνει μιά γενναία έπίθεσι καί τον σφυροκοπάει μέ τις γροθιές του. — Τό καλό πού σοΰ Θέλω, Μάρκες, παραδόσου!, τού φω­ νάζει καθώς τον χτυπάει. Δέν πρόκειται νά κερδίσης τίποτα. Θά πάω καί σένα καί τά λεφτά πίσω στο Λάβα Χίλ! Ο κακοποιός γυρίζει ξαφνικά καί τρέχει προς τ’ άλογό του* πού έχει μείνει στην άκρη τού ποταμιού. — ’Άν δέν μείνουν σέ μένα τά λεφτά, δέν πρόκειται νά τά πάρη κανένας!, ουρλιάζει καί, αρπάζοντας τον σάκκο μέ τά λεφτά άπό την σέλλα του, δί­ νει μιά καί τό πετάει στο κέν­ τρο τού ποταμιού, όπου υπάρχει μιά ρουφήχτρα μέ στριφογυρι­ στό νερό. 'Ο σάκκος γίνεται άφαντος, ώσπου ν’ άνοιγοκλείσουν τά μά­ τια τους. Εξαγριωμένος άπό

*0 ΐ£άου — Μπόϋ την κακία τού κακοποιού, ό Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα αποφασίζει νά τον τιμωρήση καί τού ρίχνε­ ται μέ καινούργια φόρα. Μά ό Μάρκες, πονηρός κΓ α­ δίσταχτος, τού βάζει τρικλοπο­ διά καί τον κάνει νά πέση στο νερό. Σκύβει πάνω του καί τού πιέζει τό κεφάλι γιά νά τον πνίξη. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ περ­ νάει στιγμές άγωνίες. Ή ανα­ πνοή του τελειώνει κι* αρχίζει νά βλέπη τον χάρο μέ τά μάτια του. Μπροστά σ’ αυτόν τον μεγά­ λο κίνδυνο, μαζεύει όλες του τις δυνάμεις, τινάζει τό κορμί του καί μέ τη φόρα του καταφέρνει νά κάνη τον κακοποιό νά χάση τή,ν ισορροπία του. Πετάγεται όρθιος, τραβάει τό νερό άπό τό πρόσωπό του κΓ αρχίζει νά παίρνη βαθειές άναπνοές γιά ν’ άνακουφίση τά ταλαιπωρημένα πνευμόνια του. 'Ο Μάρκες ξαναβρίσκει την ι­ σορροπία του καί τού ρίχνεται σάν λυσσασμένος. Μά τούτη τη φορά δεν πετυχαίνει. 4Ο Τζώννυ άποκρούει την γροθιά του καί τι­ νάζει τό άλλο του χέρι κατευθεί­ αν στο πρόσωπο τού κακοποιού. 'Η γροθιά του πετυχαίνει τόν Μαρκές άνάμεσα στά μάτια. Δί­ χως νά βγάλη άχνα ό κακοποι­ ός σωριάζεται χάμω, λές καί τόν εχει χτυπήσει αστροπελέκι. Λαχανιασμένος άπό την πάλη ό Τζώννυ Ντέλμοντ στέκεται γιά μιά στιγμή πάνω άπό τόν μισσβυθισμένο κακοποιό καί τρα­ βάει άέρα στά πονεμένα πνευ­ μόνια του. Μετά, τόν τραβάει έ­ ξω γιά νά μην πνίγη. Μολονό­ τι ό κακοποιός θέλησε νά τόν σκοτώση πριν άπό λίγο δέν θέ­ λει νά τόν άφήση νά πεθάνη. Μόλις άφήνει τόν κακοποιό σέ χώμα, ξαναμπαίνει στο ποτάμι καί πλησιάζει τη ρουφήχτρα.

Γιά μιά ακόμα φορά άντιμετω-


ΦΑΝΤΑΣΜΑ πίζει τον χάρο ττρόσωττο μέ πρό­ σωπο, άλλα δέν καταφέρνει να βρή τον δερμάτινο σάκκο μέ τά λεφτά. Ποιος ξέρει σέ τί σκο­ τεινά βάθη τον έχει παρασύρει τό στριφογυριστό νερό. Απογοητευμένος, δένει τον αναίσθητος κακοποιό, τον φορ­ τώνει στο άλογό του και παίρ­ νει τον δρόμο προς τό Λάβα Χίλ.

Τό τεκμήριο ί ΑΑΑΟΙ τόν περιμένουν μέ αγωνία. 'Ο Μπόμπυ έχει φτάσει πρώτος μέ τόν δικό αιχμάλωτο. "Έχει μεταμορφωθή πάλι σέ δειλό και φοβιτσιάρικο παιδί μέ αποτέλεσμα νά τόν κυττάζουν όλοι» έκτος από την α­ δερφή του, λες κι* εΐναι... στοιχειωμένος. Μά σ5 ενα νόημα τής "Αννυ, δέν βγάζει κανείς λέξι από τό στόμα του. "Οταν φτάνη ό Τζώννυ Ντέλμοντ μέ τόν δεύτερο κακοποιό καί τούς κάνει λόγο για την πά­ λη καί τό πέταγμα των χρημά­ των^ στη ρουφήχτρα του ποτα­ μιού, μένουν όλοι λές κι5 έπεσε άστροπελέκι άνάμεσά τους. Ή "Αμπυ καί ό Ντέηβ χάνουν τό χρώμα τους. Κι5 ό άλλος κόσμος πού έχει μάθει την ιστορία καί συμμερίζεται την αγωνία τους» συμμερίζεται καί τη λύπη τους. Πιο πολύ άπ’ δλους, όμως, λυπάται ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα. Είναι τόσο φιλότιμος πού

Ο

15 νοιώθει σαν νά εΐναι δικό του φταίξιμο τό χάσιμο τών λεφτών. Ή λύπη του μεγαλώνει, όταν βλέπη την Αμπυ νά ξεσπάη σέ γοερό κλάμα. 4Η κοπέλλα λέει ανάμεσα στούς λυγμούς της, ό­ τι τά σχέδιά τους δέν θά πρα­ γματοποιηθούν ποτέ! Πώς θά μπορέσουν νά ξαναμαζέψουν τό­ σα λεφτά; Ή καρδιά όλων σφίγγεται. Πάνω στην απελπισία του, όμως, ό Τζώννυ Ντέλμοντ κάνει μιά καταπληκτική σκέψι» πού τόν α­ ναστατώνει. Γιά μιά στιγμή μέ­ νει σάν κεραυνόπληκτος πάνω στή σέλλα τού αλόγου του. — Μιά στιγμή!, αναφωνεί κά­ νοντας τούς άλλους νά τόν κι/ττάξουν παραξενεμένοι. "Ισως νά πέφτουμε έξω! Περιμένετε! Δίχως^ άλλη έξήγησι, γυρίζει τ’ άλογό του, τό σπηρουνίζει καί βγαίνει καλπάζοντας άπό την πόλι. Καθώς τρέχει σάν τόν άνεμο, τό μυαλό του δουλεύει γοργά. του — "Αν δέν κάνω λάθος, σκέ­ φτεται» ό Μαρκές, φοβούμενος μήπως ναυαγήσουν τά σχέδιά τους, έκρυψε τις 20.000 δολλάρια καί γέμισε τόν δερμάτινο σάκκο μέ πέτρες καί χώμα. Καί, κανονικά, θά πρέπει νά έχη κρύ­ ψει τά λεφτά, κάπου μεταξύ τής διακλαδώσεως τού δρόμου καί τού ποταμού. Κυττάζει δεξιά καί αριστερά, καθώς προχωρεί, καί συνεχί­ ζει τις σκέψεις του: — Παράξενο, ^ λέει^ σέ μιά στιγμή. "Ολα τά βράχια πού βλέπω εδώ δεξιά μου, έχουν πΐάσει μούχλα στην άπό δώ μεριά τους. Μόνο έκεΐνες οι πέτρες δέν έχουν τίποτα. Παραξενεμένος ξεπεζεύει, πλη σιάζει καί κυττάζει έκεΐνες τις πέτρες. Καί, ξαφνικά» διαπι­ στώνει ότι έχουν μούχλα, αλλά στήν άλλη τους πλευρά. Σμίγει


'ό Κάου - Ηπόυ

ΐέ τά φρύδια σκεφτικός. — Ποτέ δεν πιάνει μια πέ­ τρα μούχλα στην ανατολική πλευρά μονολογεί. Είναι νόμος τής φυσεως αυτό. Πιάνει από την άλλη μεριά που δεν τό βλέ­ πει ό ήλιος... "Αρα, κάποιος άλ λαξε θέσι σ’ αυτές τις πέτρες, τώρα τελευταία. Γεμάτος έλπίδες τώρα ό Τζόν νυ μετακινεί τις πέτρες μέ φού­ ρια και άντικρύζει αυτό που υ­ ποψιάστηκε. Τά λεφτά είναι το­ ποθετημένα μέσα σέ μιά πρό­ χειρα σκαμμένη τρύπα, τυλιγμέ να σ’ ένα βρώμικο μαντήλι. Χα­ ρούμενος γιά την άνακάλυψί του βάζει τά λεφτά στον σάκκο τής σέλλας του και ξεκινάει γιά την πόλι. * ★ ★ 'Η χαρά του ζευγαριού και τών κατοίκων τού Λάβα Χίλ, δέν περί γράφεται. Μόλις τελειώνει τό πρώτο, πανηγύρι σμα» ή "Αμπυ αρπάζει τά λεφτά και τρέ­ χει νά τά δώση στον Τόιμκινς γιά νά τοΰ πάρη τό συμβόλαιο γιά τό κτήμα. Ή προθεσμία κοοντεύει νά λήξη καί ή κοπέλλα δεν θέλει^ νά πάνε χαμένες τόσες περιπέτειες., Ο Μπόμπυ, πού, δταν συνέρ­ χεται οστό την έξοιλλη κατάστασί του, ξεχνά τελείως . τί ρόλο έπαιξε, θαυμάζει τον φίλο του καί ταυτόχρονα τρώγεται από μεγάλη περιέργεια: — Τζώννυ, λέει δειλά - δει­ λά, πως μάντεψες δτι ό σάκκος που πέταξε ό κακοποιός είχε πέ τρες μέσα; . — 5Από τό στι, βουλίαξε α­ μέσως, τοΰ απαντάει1 ό Κάου Μΐτόϋ Φάντασμα: "Αν ό σάκκος είχε χαρτονομίσματα μέσα, ό­ πως μάς είχε πή^ ό Ντέηβ» δεν βουλίαζε έτσι σαν πέτρα, θά έπέπλεε κάμποσο.

Ό Μπόμπυ μένει μέ ανοιχτό τό στόμα. Οι άλλοι, πού είναι μαζεμένοι γύρω, κυττάζουν τον θρυλικό κυνηγό τών εκτός νο­ μού, μέ θαυμασμό. *Ό Ντέηβ τον χτυπάει φιλικά στην πλάτη. — Τζώννυ Ντέλμοντ, του λέει, δέν θά ξεχάσω ποτέ τί έ­ κανες γιά μένα. Θά είμαι ^πάν­ τοτε στη διάθεσί σου. Καί αύ­ ριο, στον γάμο μου, θά κάνω έ­ να τρικούβερτο γλέντι γιά σένα καί τούς φίλους σου! ιΟ Κάου Μπόυ Φάντασμα δέν απαντάει. Μόνο χαμογελάει αι­ νιγματικά. Εκείνος πού ενθου­ σιάζεται είναι ό Μπόμπυ Σμίθ. — Νά κι* ένας άνθρωπος πού λέει όμορφα πράγματα!»^ λέει καί τρίβει τά χέρια του μέ προ­ καταβολική ευχαρίστησι γιά#τό γλέντι πού θά κάνη μακρυά από κακοποιούς καί σφαίρες.

Ό ετοιμοθάνατος ΑΛΑ μένει καί πάλι μέ τή χαρά. Προτού ξημερώση, ό Τζώννυ. Ντέλμοντ καί οι σύντρο­ φοί του φεύγουν κρυφά από τό Λάβα Χίλ, κατά τό σύστημα τοΰ Κάου - Μπόϋ Φάντασμα, κι* απομακρύνονται μέ γοργό καλ­ πασμό. Τρεις μέρες προχωρούν ακού­ ραστα, σταματώντας μόνο γιά φαγητό, από τις · προμήθειες πού έχουν μαζί τους. *0. Μπόμ­ πυ Σμίθ, πικαρισμένος γιά τήν έγκατάλειψι τού γάμου καί τοΰ γλέντιοΰ, δέν έχει σταματήσει μιά στιγμή τήν γκρίνια του. ^— Έσύ δέν είσαι άνθρωπος μέ καρδιά» λέει στον Τζώννυ κάθε τόσο. "Εχεις βαλθη νά μάς πεθάνης. ’Ακοΰς έκεΐ ν’ α­ φή σουμε τον, γάμο καί νά πάμε γιά... πουρνάρια ! Ποιος νά τ’ άκούση, θεούλη μου! Νά πάνε χαμένοι τόσοι μεζέδες, τόσες περιποιήσεις πού μάς ύποσχέ-

Λ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ θηκε ό Ντέηβ. "Ετσι μου έρχε­ ται νά γυρίσω πίσω! 'Ο Τζώννυ και ή "Αννυ τον άκοΰν σκασμένοι στα γέλια. Ξέ­ ρουν καλά δτι σύντομα θά συμβή κάτι πού θά κάνη τον Μπόμπυ νά ξεχάσή την γκρίνια του. Και δεν πέφτουν έξω. ^ Είναι απόγευμα τής τρίτης μέρας όταν, άπροειδοποίητα, σε μιά στροφή τοΰ μονοπατιού που ακολουθούν, πέφτουν πάνω σέ μιά τρομερή σκηνή. "Ενας άνθρωπος είναι πεσμένος κάτω και πλέει σέ μιά λίμνη αίματος που τρέχει από διάφορα τραύ­ ματά στο στήθος καί τό στομά­ χι του. "Ενα άλογο στέκεται δίπλα του καί χτυπάει τό πόδι του κάτω, χλιμιντρίζοντας πέν­ θιμα. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ πηδάει από τή σέλλα του σάν αστρα­ πή και σπεύδει νά γονατίση δί­ πλα του. ΟΙ φίλοι του» κατάχλωμοι τον μιμούνται. 'Ο Μπόμπυ ίσα πού καταφέρνει νά συγκρατηθή στά πόδια του. 'Ο άγνωστος ζή άκόμα, αλλά ανασαίνει βαρειά. Είναι στά τε­ λευταία του. 'Ο Τζώννυ τοΰ δί­ νει νερό άττό τό παγούρι του καί τον άνασηκώνει. Τά μάτια τοΰ ετοιμοθάνατου ανοίγουν καί ξαφνικά, τό βλέμμα του ζωη­ ρεύει. — Σέ... σέ γνωρίζω, ψελλί­ ζει. Είσαι ό... ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Σ3 εχω δή στο "Αμπιλυν, άλλα δέν μέ θυμάσαι. "Ημουν βοηθός τοΰ σερίφη Χώκινς τότε. Τώρα

είμαι.... ήμουν μάρσαλ τοΰ "Ιντιαν Γουέλς, εδώ κοντά. Κυνη­ γούσα τέσσερις κακοποιούς» τον Γλέν Μόργκαν καί την πα­ ρέα του, πού τό έσκασαν από τή φυλακή μου. Μοΰ είχαν στή­ σει -καρτέρι εδώ στή στροφή. Μοΰ έρριξαν όλοι μαζί... Νοιώ­ θω πώς θά πεθάνω, γΓ αυτό μη μέ διακόπτης. "Ασε με νά σου πώ ότι προλάβω. Ό Μόργκαν καί ή παρέα του, πέρσυ τέτοιον καιρό, λήστεψαν ένα τραίνο "Ε­ κλεψαν πενήντα χιλιάδες δολλάρια σέ χρυσάφι, πού δέν βρέθη­ καν ποτέ. Μετά τήν ληστεία τά έκρυψαν. "Οσο ήταν στή φυλα­ κή μου, προσπάθησα νά μάθω τήν κρύπτη αλλά δέν τά κατάφερα. Σήμερα, όμως, ένας απ’ αυτούς, ό Γκάλαχερ,^ έπαθε δη™ λητηρίασι. 'Ο γιατρός τοΰ είπε ότι ;θά πέθαινε. Λίγο προτοΰ ξεψυχήση μου είπε τό μυστικό. Μά δέν πρόλαβα νά κάνω τίπο­ τα. Πάνω στή χαρά μου, χαλά­ ρωσα λίγο τήν έπιτήρησι καί ο Μόργκαν μέ τήν παρέα του μοΰ τό έσκασαν. Ό ετοιμοθάνατος σπαράζει γιά λίγο στήν αγκαλιά του Τζώννυ. — Που έκρυψαν τά λεφτά, μπορείς^ νά μοΰ πής; ρωτάει ό τελευταίος μέ αγωνία. — Πέρα στό... στό... αρχίζει ό· μάρσαλ, αλλά ξεψυχάει προ­ τοΰ μπορέση ν’ άποκαλύψη τήν κρύπτη τών χρημάτων στον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. ΤΖIΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ


Την ερχόμενη ΤΕΤΑΡΤΗ κυκλοφο­ ρεί τό 3ο τεΰχος τοΰ «ΚάουΜπόϋ Φάντασμα» με τήν ύπερπεριπέτεια:

Τό Ματωμένο Χρυύάφί Μή χάσετε τό 3ο ΤΕΥΧΟΣ

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ* ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 2 - Τιμή 1,50 δραχ. Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Λέκκα 22 Άθήναι (125)



Οί Ασσοι του Ποδοσφαίρου


&

ΊΛνΊφοφορεϊ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ



τούς κακούργους, Τζώννυ; τραυ­ ΤΖΩΝΝΥ Ντέλμοντ, ό Μπό­ μπυ και ή "Αννυ κυττάζουν λίζει, τρέμοντας από φόβο. τον νεκρό μάρσαλ μέ γουρλωμέ- — Ναί, πρέπει, απαντάει α­ να μάτια. Τό πρόσωπο τού Κάου ποφασιστικά ό Κάου Μπόϋ Φάν= Μπόϋ Φάντασμα δείχνει μεγάλη τασμα. Αυτός είναι ό σκοπός άπογοήτευσι (*). τής ζωής μας καί, έξ άλλου, άΰ— Κρίμα πού δέν πρόφτασε τή θά ήταν καί ή επιθυμία τού νά μάς πή πού είναι κρυμμένο μακαρίτη τού μάρσαλ. Γι’ αυτό, τό χρυσάφι, λέει. Τώρα, Οά πρέ­ άλλωστε, θέλησε νά μοΰ τά πή πει νά τό βρούμε μόνοι μας. όλα, προτού πεθάνη. Θ’ αφήσουΚαί θά τό βρούμε, μόνο άν βά­ με εδώ τό πτώμα του καί Θά πε­ λουμε στο χέρι την συμμορία ράσουμε νά τό πάρουμε στον τοΰ Μόργκαν. γυρισμό. ’ Ας μη χάνουμε καιρό 'Ο Μπόμπυ, στην προσπά...Ο! κακοποιοί δέν έχουν πάει θειά του νά καταπιή τό... σάλιο πολύ μακρυά. του, κάνει έναν παράξενο θόρυ­ Δίνει πρώτος τό παράδειγμα βο, σάν κρώξιμο πουλιού. καί καβαλλάει τό άλογό του. 'Η Αννυ, λίγο σοκαρισμένη από — Πρέ... πρέπει οπωσδήποτε νά τά... τά βάλουμε μ’ αυτούς τον βίαιο Θάνατο,: τοΰ μάρσαλ, τον μιμείται. .0 Μπόμπυ κάνει (*) Διάβασε τό 2ο τεύχος; «Οι τέσσερις απόπειρες γιά νά Ληστές τού Λάβα Χίλ». σκαρφαλώση στη σέλλα του. Τις

Ο


• τρεις κινδυνεύει νά ττέση και νά τσακιστή. Την τέταρτη πετυ­ χαίνει. Βογγώντος καί τρέμοντας α­ κολουθεί την αδελφή του καί τον Τζώννυ Ντέλμοντ, που διαβάζει τά χνάρια των κακοποιών στο χώμα. — Α... άν δεν φοβόμουνα θά έμενα μέ τον μακαρίτη τον Μάρσαλ, μουρμουρίζει. Μά τί θά κάνω άν, ξαφνικά, βρυκολακιάση καί μέ περάση γιά τόν... Μόργκαν; 'Η σκέψι αυτή τόν κάνει νά βιαστή γιά νά προλάβη τούς άλλους. Καί, κάθε λίγα βήμα­ τα, γυρίζει καί κυττάζει πίσω του νά δή μπάς καί ακολουθεί ό ,..βρυκόλακας τού μάρσαλ. "Οπως διαπιστώνει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα τά χνάρια τών κακοποιών διαβάζονται εύκολα. Οί παράνομοι, μη πιστεύοντας δτι τό θύμα τους θ' άνακαλυφθή τόσο γρήγορα,^ έχουν κρατήσει την ίδια πορεία, δίχως παρα­ πλανητικές κινήσεις. Μόλις κάνει αυτή την διαπίστωσι, ό Τζώννυ σπηρουνίζει μέ δύναμι τό άλογό του. Οί δυο φί­ λοι του ακολουθούν. Τά μίλια φεύγουν γοργά κάτω άπό τά πό δια τών αλόγων πού πηγαινο­ έρχονται σάν έμβολα ατμομηχα­ νής. Καί ξαφνικά, σέ μικρή άπόστασι μπροστά τους, φαίνονται τέσσερις καβαλάρηδες. Κάτι σκιρτάει μέσα στο στήθος του Τζώννυ. Είναι σίγουρος ότι πρό­ κειται γιά τόν Μόργκαν καί την συμμορία του. Κάνοντας αυτή τήν σκέψι τραβάει τό έξάσφαιρό του. Ή ’Άννυ τραβάει τήν καραμπίνα άπό τήν θήκη τής σέλλας της, όταν τόν βλέπει. Εκείνος πού παγώνει πάνω στή σέλλα του, είναι Μπόμπυ. Ξέρει τί πρόκειται να έπακολουθήση κι*

Ό Κάου - Ηπόί3

εύχεται ν' άνοιξη ή Γή νά τόν καταπιή. 'Ο Τζώννυ άρχίζει νά ρίχνη μέ τό έξάσφαιρό του. Οί προπορευόμενοι καβαλλάρηδες τούς έχουν άντιληφθή καί έχουν τρα­ βήξει τά πιστόλια τους, σημάδι δτι είναι άνθρωποι μέ βρώμικη συνείδησι. Αρχίζουν νά ρίχνουν απανωτά. — "Ωχ, Θεούλη μου!, αναφω­ νεί έντρομος ό Μπόμπυ, καθώς νοιώθει τις πρώτες σφαίρες νά περνούν πάνω άπό τό κεφάλι του σφυρίζοντας. Κάνει νά σκύψη πάνω στή σέλλα του, γιά νά μην τόν πετύχη καμμιά, καί μέ τό σκύψι­ μο, χτυπάει τό κούτελό του μέ δύναμι πάνω στο μπροστινό μέ­ ρος τής σέλλας πού είναι καμω­ μένο άπό σίδερο. "Ενας διαπε­ ραστικός πόνος σουβλίζει τό μυαλό του. Καί τό έπόμενο δευ­ τερόλεπτο γίνεται μια παράξε­ νη αλλαγή πάνω του. Τό πρό­ σωπό του κοκκινίζει, τά χαρα­ κτηριστικά του σκληραίνουν κι* ή τρεμούλα φεύγει άπό τό σώ­ μα. Γίνεται έξαλλο παλληκάρι πράγμα πού συμβαίνει κάθε φο­ ρά πού χτυπάει μέ δύναμι στο κεφάλι. — Κανάγιες, θά σάς λιανίσω τά κόκκαλα!, ουρλιάζει καί τρα­ βάει τό έξάσφαιρό του. Βγάζει τήν... πολεμική ιαχή του καί ρίχνει μέ μανία, εναν­ τίον τών κακοποιών. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ χαίρεται γιά^ τήν ένίσχυσι. Οί κακοποιοί είναι τέσ­ σερις καί τά πράγματα δέν εί­ ναι τόσο ευχάριστα. Σημαδεύει μέ προσοχή καί ρίχνει. Μιά χα­ ρούμενη κραυγή βγαίνει άπό τό στόμα του.

Ό αιχμάλωτος ΝΑΣ άπό τούς κακοποιούς γέρνει πάνω στή σέλλα του, κάνει προσπάθεια νά κρστηθή.


αλλά δέν τά καταφέρνει. Σκάζει στο χώμα και σηκώνει σύννεφο σκόνης. Γιά μια στιγμή μένει ακίνη­ τος, ενώ οι τρεις φίλοι πλησιά­ ζουν. Μετά,σηκώνεται αργά, α­ νακάθεται, καί, μόλις καταλα­ βαίνει τί έχει συμβή, κάνει να πιάση τό έξάσφαιρό του, που έχει πέσει παρέκει. Μά δεν προ λαβαίνει. Σαν αστραπή, ό Τζώννυ Ντέλ μοντ φεύγει από την σέλλα του και πέφτει πάνω του. Ό κακο­ ποιός αφήνει μια διαπεραστική κραυγή πόνου καί εγκαταλείπει κάθε προσπάθεια. Ό Τζώννυ σηκώνεται, έτοι­ μος για ολα, καί τότε διαπι­ στώνει δτι ό κακοποιός έχει ένα τραύμα στον ώμο, απ’ όπου χά νει αίμα. — Μή με σκοτώσης, παραδί­ νομαι ! φωνάζει ό έκτος νόμου, κυττώντας με τρόμο τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα, γιατί τον έ­ χει αναγνωρίσει. — Μή φοβάσαι, δέν^ πρόκει­ ται νά σέ σκοτώσω τού λέει © Τζώννυ. Μοΰ χρειάζεσαι περισ­ σότερο ζωντανός, παρά νεκρός. Ρίχνει μια ματιά γύρω του καί βλέπει πώς έχουν έξελιχθή τά πράγματα. Οί υπόλοιποι τρεΐς συμμορίτες έχουν χωθή σ* ένα στενό πέρασμα πού εΐναι λίγο πιο πέρα. "Εχουν ταμπουρωθή καί ρίχνουν απανωτά στους φίλους του. Ό Μπόμπυ καί ή ’Άννυ οπι­ σθοχωρούν ολοταχώς. "Ερχον­ ται κοντά του, δπου οί σφαίρες τών κακοποιών δέν μπορούν νά τούς φτάσουν πια. — "Εχουν πιάσει καλό πό­ στο, Τζώννυ, λέει ή "Αννυν Δέν θά μπορέσουμε νά τους νικήσου­ με εύκολα. Μάς βλέπουν καί^ εί­ μαστε σέ ανοιχτό μέρος, ένώ έκεΐνοι εΐναι κρυμμένοι.

Ό Τζώννυ

σκέφτεται γοργά

καί βρίσκει τήν παρατήρησι τής κοπέλλας λογική. Μετά ρί­ χνει καί μια σκεφτική ματιά στον αιχμάλωτο. Τον κυττάζει κι’ ό Μπόμπυ για πρώτη φορά καί τό πρόσωπό του αστράφτει από μιάν άγρια χαρά. λ— ’Αχά! κάνει. Τί βλέπω ε­ δώ; Γιά μεζεδάκι μοΰ τον έχεις φυλάξει αυτόν τον παλιάνθρω­ πο; Πηδάει από τ’ άλογό του κι9 αρχίζει νά πλησιάζη απειλητικοί τον κακοποιό. Εκείνος τον κυττάζει σαν χαμένος. Καί, μόλις καταλαβαίνει δτι τά πράγματα γίνονται σκούρα, πατάει τις Φωνές. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ μπαίνει στην μέση τήν τελευταία στιγμή καί τον γλυτώνει άπό τά χέ­ ρια τού μανιασμένου Μπόμπυ. —"Αφησέ τον, λέει στον φί­ λο του. Μάς χρειάζεται ζωντα­ νός. Θά τον πάρουμε μαζί μας. Θά περάσουμε^ νά πάρουμε καί τό πτώμα τού μάρσαλ καί θά πάμε στο ’Ίντιαν Γουέλς. ’Εκεΐ, ίσως μπορέσουμε νά λύσουμε τήν γλώσσα τού φιλαράκου > ΛΛ πο οω. — Μ.... μέ λένε Τζέφ Κέπερ, λέει ό κακοποιός. Καί δέν ξέρω τίποτα πού νά σάς ενδιαφέρει. Γυρίζει, ^ κυττάζει προς τήν διάβασι, κι* άφήνει μιά τρόμερή βλαστήμια. — ^ Τά ικαθάρ ματα, έφυγαν καί μέ παράτησαν! λέει μέ π4= νο στη φωνή του. — Μήν άπορης γΓ αυτό, τ©0 λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. "Ενας λιγώτερος, σημαίνει δτι τ©^ χρυ­ σάφι θά μοιραστή σέ^ λιγώτερα μερίδια... Φυσικά, δέν πρόκει­ ται να μοιράσουν τίποτα, άν μοΰ πής που είναι κρυμμένο. — Δέν ξέρω τίποτα !, λέει βιαστικά ό Τζέφ Κέπερ. Ό Μπόμπυ αφήνει ένα δυνα­ τό μουγκρητό καί κάν«ι νά τρδ


6 ριχτή πάλι. 'Ο Τζώννυ τον σμγ~ κρατεί με μεγάλη δυσκολία. Ό κακοποιός μαζεύεται και δεν βγάζει λέξι. 'Ο Κάου Μπόυ φάντοοσμα του δένει πρόχειρα τό τραύμα πού δεν εΐναι πολύ σοβαρό, τού δέ­ νει και τα χέρια και τον φορτώ­ νει στο άλογό του. Λέει στον Μπόμπυ και στην ’Άννυ να τον πάρουν καί να γυρίσουν στο μέ­ ρος πού είναι τό πτώμα τού μάρσαλ. Ό ίδιος καθυστερεί λίγο έλπίζοντας να βρή σχέδιο για να μπόρεση νά βάλη στο χέρι και τούς υπόλοιπους κακοποιούς. Μά γρήγορα βγάζει τό συμπέ­ ρασμα ότι, όσες προσπάθειες κι5 άν κάνη, δεν θά φέρη αποτέ­ λεσμα. Θά χάση άδικα τον και­ ρό του. Είσαι έτσι φτιγμένη ή διάβασι, μέ ψηλά βράχια δεξιά κι5 αριστερά, που δεν πλησιάζετ,α.ι παρά μόνον από την είσοδό της. Και την είσοδο αυτή, τώ­ ρα, την φρουρούν τρία Αποφα­ σισμένα έξάσφαιρα. Γυρίζει τό άλογό του καί τρέ χει νά προλάβη τούς φίλους του. "Ίσως μέ την βοήθεια τοΰ Κέπερ — άν θέληση νά μιλήση ό κακοποιός — θά μπορέση ν’ άν στρέψη τά σχέδιά τους.

Ό Κάου — Μπόυ

νεται. Μόλις πληροφορείται την ταυτότητα τού Τζώννυ Ντέλμοντ ό δήμαρχος φροντίζει νά καθησυχάση τον κόσμο. Τά πράγμα­ τα βρίσκονται σέ καλά χέρ^α, τούς λέει. Σάν όλους σχεδόν τούς άλ­ λους, £έρει καλά τον Τζώννυ Ντέλμοντ. Ξέρει ότι τον άποκαλοΰν Κάου Μπόυ Φάντασμα καί πώς, μαζί μέ τους φίλους του, έ­ χει τάξει σκοπό τής ζωής του τό κυνήγι καί την τιμωρία των έκτος νόμου. ΚΓ είναι βέβαιος ότι θά τούς παρασταθή σ’ αυτή τη δύσκολη περίστασι. Κολακευμένος κΓ αμήχανος όπως πάντα, ό Τζώννυ Ντέλμοντ ζητάει^ νά χρησιμοποίηση την φυλακή, όπου είναι καί τό γρα^ φεΐο τοΰ μακαρίτη τοΰ μάρσαλ. Παίρνει την άδεια δίχως άλλη κουβέντα. Κλείνει τον Κέπερ σ’ ενα κελλί καί τοΰ κάνει μια Εξ­ αντλητική ανάκρισι, αλλά δέν φέρνει κανένα αποτέλεσμα. 'Ο κακοποιός ισχυρίζεται μέ πείσμα ότι δέν £έρει που είναι κρυμμέ­ νο τό κλεμμένο χρυσάφι. Δίνει πάντα την στερεότυπη άπάντησι: -— Δέν ξέρω τίποτα. .— 'Όπως νομίζεις, τοΰ λέει στο τέλος, κουρασμένος, ο Κάου Μπόυ Φάντασμα. Κοιμήσου τώ­ ρα καί τά λέμε αύριο τό πρωΐ. ’Ελπίζω νά δής οπόν ϋπνο σου πού εΐναι κρυμμένα τά λεφτά. Είναι όλοι τους ψόφιοι άπό κρύρασι. 'Ο Μπόμπυ, πού έχει καλμάρει πάλι κΓ έχει γίνει τρ δειλός καί φοβητσιάρικο παιδί, κυττάζει κάτω από ίο κρεββάτι του γιά νά βεβαιωθή ότι δέν εί­ ναι κρυμμένος κανένας κακο­ ΆττότίΕψο: ποιός κρί μετά πλαγιάζει.} δολοφονίας Σάν την αδερφή του κΓ ρυτός, άποκριμιέται άμεσες. Μό­ ΤΑΝ φτάνουν στο ’Ίντιαν νο ό Τζώννυ Ντέλμοντ μένει γιά Γουέλς καί φέρνουν τό νέο λίγο ξάγρυπνρζ/ η-ροσπαθώντας στον κόσμο, ή πόλι Αναστατώ­νά βρή λύσι <ττό πρόβλημα πού

Ο


ΦΑΝΤΑΣΜΑ τον απασχολεί. Τελικά, όμως, η κούρασι του κλείνει κΤ αύτουνού τά μάτια. ★ ★ ★ Πλησιάζει νά ξήμερώση, όταν ξυπνάη από απανωτούς πυροβο λισμούς. Πετάγεται από τό κρε βάτι του, αρπάζοντας τό έξάσφαιρό του. Στ’ αυτιά του φτά~ νουν βιαστικά βήματα. Τήν ί­ δια στιγμή ξυπνούν ό Μπόμπυ και ή ’Άννυ. — Τί... τί συμβαίνει; τραυ­ λίζει ό Μπόμπυ, μισός ξύπνιος μισός κοιμισμένος. Πα.,.παραδί νομαι, μή ρίχνετε! Μή ρίχνετε, σάς λέω! — Σώπα, Μπόμπυ! τόν μαλλώνει ^ή αδερφή του κι* αρπά­ ζοντας τήν καραμπίνα της τρέ­ χει νά σταθή δίπλα στον Τζώννυ. Ό Κάου Μπόυ Φάντασμα α­ κούε; καλπασμό άλογων έξω. Α­ νοίγει τήν πόρτα καί βλέπει τρεις καβαλλάρηδες νά φεύγουν τρέχοντας προς τό βάθος του δρόμου. Ή ’Άννυ σηκώνει τήν καραμπίνα της κΤ αρχίζει νά τους ρίχνη. Ό Τζώννυ κάνει μεταβολή καί τρέχει προς τό κελλί του Κέπερ. ’Έχει μαντέψει ποιοι εί­ ναι αυτοί οι καβαλλάρηδες. 'Ο Κέπερ έχει έγκαταλείψει τό κρεβάτι του καί έχει ξαπλώ­ σει στο δάπεδο, κάτω από τό καγκελόφραχτο παράθυρο. Στό μισόφωτο τής αυγής φαίνεται τό πρόσωπό του, συσπασμένο από φόβο. • —Είσαι καλά, Κέπερ; ρωτάει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Δεν τόν ενδιαφέρει τόσο ή ζωή του έκτος νόμου, οσο τό μυ­ στικό που κατέχει. Μπουσουλώντας καί βλαστημώντας ό Κέ περ, πλησιάζει τήν κουκέτα του. δείχνει πέντε^ τρύπες, ανοιγμέ­ νες από σφαίρες, στά σκεπά­ σματα. —■ Παρά λίγο νά μέ πετύ»

1 χουνΓ, τραυλίζει. ’Έχωσαν τά πιστόλια τους από τό παράθυ­ ρο καί άρχισαν νά ρίχνουν στά στραβά. ’Τσα που πρόλαβα νά πέσω στό πάτωμα... Πες μου, έφυγαν; — Ναί, έφυγαν, απαντάει μέ σφιγμένα δόντια ό Τζώννυ Ντέλ μοντ. Ελπίζω νά κατάλαβες ό­ τι ήσαν οί φίλοι σου καί δτι α­ ποπειραθηκαν νά σέ σκοτώσουν. Σίγουρα, ήθελαν νά σοΰ κλεί­ σου ν τό στόμα... Μήπως αυτή ή απόπειρα εναντίον σου φρεσκά­ ρισε τή μνήμη σου; Θά μου πής πού είναι κρυμμένο τό χρυσάφι; — Σού είπα οτι δεν ξέρω ! απαντάει κοφτά ό Κέπερ καί, πέφτοντας πάνω στήν κουκέτα του, ξεσπάει σέ νευρικούς λυ­ γμούς. Μά ό Τζώννυ Ντέλμοντ δεν τόν πιστεύει. Είναι βέβαιος δτι ό Κέπερ ξέρει που είναι κρυμμέ­ νο τό χρυσάφι. Άλλοιώς, δεν θά έκαναν τόσον κόπο οι φίλοι του για νά έρθουν νά τόν σκοτώ­ σουν. Θά πήγαιναν νά πάρουν τά λεφτά καί θά σκόρπιζαν σ’ όλη τήν πολιτεία γιά νά μπερ­ δευτούν τά Υχνη τους. Μά και νά ξέρη τό μυστικό, ό Κέπερ, πάλι μπορούσαν νά τό κάνουν αυτό. Είχαν δλον τόν καιρό στή διάθεσί τους, νά εξα­ φανιστούν. Τί τούς εμπόδισε; ★ ★ ★ Μ’ αυτό τό έρώτημα στό μυα­ λό, ό Τζώννυ^ κλειδώνει τόν Κέ­ περ καί γυρίζει στό γραφείο τού νεκρού μάρσαλ. Ή ’Άννυ έ­ χει καταφέρει νά καλμάρη τόν άναστατωμένο Μπόμπυ, που, τώρα, είναι καθισμένος πάνω στήν κουκέτα του καί τουρτου­ ρίζει λες κι’ είναι βαρυχειμωνιά. — Τί σκοπεύεις νά κάνουμε, Τζώννυ; ρωτάει ή ’Άννυ, αφού ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα τούς λέε> τις σκέψεις του.


8 — Μόνο μια λύσι μάς μένει, άπαντάει ό Τζώννυ. Νά βάλουμε σ’ ενέργεια ένα σχέδιο πού έχω συλλάβει... Θ’ άφήσω τον Κέπερ νά δροτπετεύση. Μόνο πού θέλω τη βοήθεια σου, Μπόμπυ. Θέλω νά είσαι στο γραφείο έκείνη την ώρα και νά κάνης τον κοι­ μισμένο. ’Ίσως θέληση νά σέ -ττάρη μαζί του γιά δμηρο. Μή τοΰ φέρης άντίστασι. Αυτό θά βοηθήση τό σχέδιό μας. Θά σέ ττάη στους φίλους του. Τό ίδιο παράξενο κρώξιμο πουλιοΰ βγαίνει αϊτό τό λαρύγκι τοΰ Μπόμπυ.. Τά μάτια του γουρλίόνουν και κοντεύουν νά ττεταχτοΰν από τις κόγχες τους. _ — "Ο... δμηρο; τραυλίζει. Είσαι μέ τά καλά σου, Τζώννυ; Μόνο πού τό σκέφτομαι, άρρωσταίνω ί — Καί, δμως, πρέπει, Μπόμ πυ, λέει σοβαρά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Αέν μπορώ ν’ άφησω την ’Άννυ νά παίξη αυτόν τον ρόλο. Ούτε γώ μπορώ νά τον παίξω. Πρέπει νά είμαι έλεύθερος γιά νά δράσω. Μή φοβάσαι, δμως. Θά είμαστε διαρκώς κον­ τά σου κι, άς μή μάς βλέπεις. 'Ο Μπόμπυ άρχίζει νά τρέμη. Θέλει νά διαμαρτυρηθή, νά γκρι νιάζη, νά χτυπηθή κάτω, αλλά καταλαβαίνει δτι δέν είναι σω­ στό. Κι’ έτσι, μέ ΰψος μελλο­ θανάτου πού τον έτοιμάζουν γιά έκτέλεσι, κουνάει τό κεφάλι του καταφατικά.

Τό σχέδιο ΥΟ ΩΡΕΣ αργότερα, ό Τζών νυ Ντέλμοντ έπισκέπτεται τό κελλί του Κέπερ γιά νά πάη κάτι νά φάη. 'Ο κακο­ ποιός, έπηρεασμένος από τά χτεσινοβραδυνά γεγονότα, είναι βλοσυρός καί δέ βγάζει λέξι α­ πό τό στόμα του. Ούτε ό Τζώννυ τοΰ λέει τί­

Α

Ό Κάου - Ηπό6 ποτα. Φεύγοντας, χτυπάει μέ δύναμι τήν πόρτα πίσω του, άλ λά δέν τήν κλειδώνει. Οί κινή­ σεις του είναι τόσο φυσιολογι­ κές πού ό Κέπερ δέν υποψιάζε­ ται τίποτα. Βλέπει τήν πόρτα νά μένη ξεκλείδωτη και κάτι σκιρτάει μέσα του. Δέ λέει τί­ ποτα δμως. Πνίγει τήν ταρο^χή του κι’ α­ φήνει νά περάσουν κάμποσα λε­ πτά. Μετά, άνοίγει τήν πόρτα καί πετάγεται στον διάδρομο. Πλησιάζει τήν μισάνοιχτη πόρ­ τα τοΰ γραφείου καί ρίχνει μιά ματιά μέσα. 'Ο Ντέλμοντ καί ή κοπέλλα δέν φαίνονται πουθενά. Μόνο τό άλλο παιδί κάθεται στήν πολυ­ θρόνα, πίσω από τό γραφείο, καί κοιμάται βαθειά, μέ τό κε­ φάλι ακουμπισμένο στο στήθος. Είναι τόση ή ταραχή τοΰ κακοποιοΰ, πού δέν προσέχει δτι ό Μπόμπυ τρέμει σύγκορμος καί δτι μέ δυσκολία μένει καθι­ σμένος στήν πολυθρόνα. Χώνε­ ται μέσα, αρπάζει μιά καραμπίνα από ένα ράφι καί, πλησιά­ ζοντας τον Μπόμπυ, τον σκουν­ τάει μέ τήν κάννη της. 'Ο Μπόμπυ ανατινάζεται καί γουρλώνει τά μάτια. — ’Έ.... τί... πώς; κάνει. Θεούλη μου... μή μέ σκοτώσης! Νά χάρης τά μάτια σου1 'Ο Κέπερ χαίρεται πού έχει τρομάξει τόσο πολύ τον χτεσινό ζόρικο. Κι’ είναι τόσο πρα­ γματικός ό φόβος του Μπόμπυ, πού ό κακοποιός δέν υποψιάζε­ ται τό παιχνίδι. — Κάτσε φρόνιμα καί δέν θά πάθης κακό, γρυλλίζει. Σήκω τοΰ πάνω καί προχώρει προς τήν πόρτα. Τήν πίσω πόρτα. 'Ο Μπόμπυ, έχοντας χάσει τό χρώμα του, σηκώνεται καί μέ κωμικά, τρεκλιστά βήματα, προ χωρεΐ προς τήν πίσω πόρτα. Κάτω από τήν απειλή τής κα*


ΦΑΝΤΑΣΜΑ ραμπίνας ό κακοποιός τον πη­ γαίνει στον σταΰλο τής φυλα­ κής, και τον βάζει νά σελλώση 6ύο άλογα. 'Ο Μπόμπυ τρέμει τόσο πολύ πού μπερδεύει τά λουριά. "Ο­ ταν τελικά καταφέρνει νά Ο'ελλώση τά άλογα, ό Κέπερ του λέει νά καβαλλήση τό ένα και αυτός καβαλλάει τό άλλο. — Θά έρθης μαζί μου, του λέει. Θά έχω την καραμπίνα έτοιμη. "Αν τολμήσης νά φωνάξης ή νά κάνης τίποτα άλλο, εί­ σαι χαμένος, κακομοίρη μου. Κατάλαβες; Και μην ξεχνάς ό­ τι σ’ έχω άχτι πού πήγες νά μου κάνης τον ζόρικο χτές! 'Ο Μπόμπυ τον κυττάζει σάν χαζός. "Οπως του συμβαίνει πάντοτε, όταν συνέρχεται από τό ξεσήκωμα πού του φέρνει τό χτύπημα στο κεφάλι, δεν θυμά­ ται τό παραμικρό. Μά 8έν λέει τίποτα. 'Ο φόβος τής άγνωστης περιπέτειας πού τον περιμένει, του δένει τή γλώσσα κόμπο. Μπροστά έκεινος, πίσω ό κα­ κοποιός, βγαίνουν από τον σταΰ Λο και προχωρούν προς τό βά­ θος τοΰ δρόμου. Είναι πολύ νω ρϊς ακόμα καί δεν υπάρχει ψυ­ χή έξω. Μόνο ό Τζώννυ Ντέλμοντ κΓ ή "Αννυ, κρυμμένοι πίσω από κάτι κασσόνια, παρακολουθούν μέ αγωνία δλες τους τις κινή­ σεις. — Τζώννυ, λες νά συμβή τί­ ποτα άσχημο στον Μπόμπυ; ρω τάει ψιθυριστά καί μέ αγωνία ή κοπέλλα. — Δεν νομίζω, "Αννυ, τής α­ παντάει μέ κάποια αβεβαιότητα ό Τζώννυ. Ξέρεις πολύ καλά ότι όποιος χτυπήση τον Μπόμπυ θά τον άγριέψη τόσο πολύ πού θά μετανοιώση αμέσως. Άκούγοντας τά λόγια του, ή "Αννυ ανακουφίζεται κάπως. Τά δύο παιδιά περιμένουν α­

9 κόμα λίγο καΐ^ μετά, βγαίνοντας από την κρυψώνα τους, καβαλλοΰν τ5 άλογά τους, πού περι­ μένουν έτοιμα, καί ξεκινούν πί­ σω από τον κακοποιό καί τον Μπόμπυ.

Παγϋδα

στη σήραγγα ΟΝΤΕΥΕΙ νά δύση ό ήλιος, όταν ό... κοψοχολιασμένος Μπόμπυ βλέπει τώρα τον Τζέφ Κέπερ νά σταματάη μπροστά στο στόμιο μιοζς φυσικής σή­ ραγγας πού περνάει κάτω από ένα πέτρινο λόφο. Ξεπεζεύει καί λέει στον Μπόμπυ νά ξεπεζέψη κι’ αυτός. — Τί... τί θά κάνουμε έδώ; ρωτάει έντρομος ό συνεργάτης τοΰ Κάου Μπόϋ Φάντασμα. — Θά μέ βοηθήσης νά βρώ τούς άλλους, απαντάει 6 Κέπερ "Αν έχουμε εσένα γιά όμηρο, δέν θά τολμήσηςνά μάς πλησιάση ό εξυπνάκιας ό φίλος σου. Πάμε ί Τοΰ κάνεινόημα προς τό στόμιο τής σήραγγας. — Τί ...τί είναι κεί μέσα; κάνει ό Μπόμπυ ξεροκαταπίνον­ τας. — Τό πρώτο σημάδι πού θά μάς δείξη τον -δρόμο γιά τό κρυμμένο χρυσάφι, λέει καγχά­ ζοντας ό έκτος νόμου. Γιά νά βρούμε τούςάλλους, πρέπει ν* ΐ

'

1


30 ακολουθήσουμε αυτή την πο­ ρεία... Σίγουρα, έχουν περάσει από δώ. Καί δέν πέφτει έξω ό Κέπερ. Οί τρεις σύντροφοί του έχουν περάσει από την σήραγγα κι* έ­ χουν μείνει μέσα, μάλιστα. Πε­ ριμένουν κρυμμένοι, ταμπουρωμένοι πίσω από τά βράχια καί μέ τό που μπαίνουν μέσα ό Κέ­ περ ρέ τον Μπόμπυ, αρχίζουν νά ρίχνουν άλαλάζοντας. Μπροστά σ’ αυτόν τον και­ νούργιο κίνδυνο, τά νεύρα του , Μπόμπυ γίνονται κομμάτια. Σάν έλατήριο τινάζεται καί πέ­ φτει πίσω από μιά μεγάλη πέ­ τρα. Ό Κέπερ ταμπουρώνεται δίπλα του βλαστημώντας. — Μή ρίχνετε, παιδιά!, φω­ νάζει. Έγώ είμαι, ό Τζέψ! "Έ­ χω φέρει μαζί μου έναν όμηρο! — Δέν τον έχουμε ανάγκη!, του απαντάει ή βροντερή φωνή τού Μόργκαν. 'Ο Κέπερ αρχίζει νά ίδρώνη. Τά λόγια τού Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα έρχονται στον νοϋ του. Είναι αλήθεια, λοιπόν, τον πού­ λησαν οί φίλοι του; — Μά δέν μπορείς νά μέ ξεκόψης έτσι, αφεντικό! διαμαρτύ ρεται. — Σέ ξεκόψαμε από τήν στι­ γμή πού έπεσες στά χέρια τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα!, τού α­ παντάει ό Μόργκαν. Ξέρουμε πό­ σο πονηρός εΐναι. Μπορεί νά έχης κάνει συμφωνία μαζί του γιά νά μάς πιάσετε αιχμαλώ­ τους ! — Δέν έχω κάνει συμφωνία! ουρλιάζει ό Κέπερ. Καί θά σοΰ το αποδείξω σκοτώνοντας τον φίλο του! Άκούγοντας τά τελευταία λό­ για του, ό Μπόμπυ, καί παρά τον φόβο πού τον έχει παραλύσει ολόκληρον, καταλαβαίνει τή σημασία τους. Ό φόβος του με­ γαλώνει ακόμα περισσότερο. Μέ

Ό Κάου — Μπόϋ γουρλωμένα μάτια, βλέπει τον Κέπερ νά στρέφη τήν καραμπίνα καταπάνω του. Τό δάχτυλο τοΰ κακοποιού σφίγγεται αργά γύρω από τήν σκανδάλη. * * * 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ κΓ ή ’Άννυ δέν έχουν χάσει τον Μπόμπυ καί τον Κέπερ ούτε μιά στιγμή από τά μάτια τους. Μόλις τούς βλέπουν νά χώνονται στή σήραγ­ γα, ξεπεζεύουν από τ’ άλογά τους καί πλησιάζουν πεζοί. Στ’ αυτιά τους φτάνει ό διά­ λογος ανάμεσα στον Κέπερ καί στούς άλλους κακοποιούς. Καί μόλις ό Κέπερ προφέρει τά λό­ για : «Καί θά στο αποδείξω, σκοτώνοντας τον φίλο του!», ό Τζώννυ Ντέλμοντ τραβάει τό έξάσφαιοό του καί όρμάει μέσα στήν σήραγγα, γιά νά σώση τον αγαπημένο του φίλο. Ό Κέπερ έχει στρέψει τήν καραμπίνα του καταπάνω στον πα­ ραλυμένο Μπόμπυ καί έτοιμάζεται νά τραβήξη τήν σκανδάλη. "0 Τζώννυ πυροβολεί. Ή σφαί­ ρα του πετάει τό όπλο από τά χέρια τού κακοποιού. Ξαφνιασμένος εκείνος καί μή θέλοντας νά ξαναπέση στά χέ­ ρια τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα, σηκώνεται καί κάνει νά τρέξη προς τή μεριά των συντρόφων του. Αυτό περιμένει καί ό Μόρ­ γκαν. Τοΰ ρίχνει μέ τό έξάσφαιρό τΡυ. 'Η σφαίρα πετυχαίνει τον Κέπερ στο στήθος καί τον ξαπλώνει χάμω. Οί άλλοι κακοποιοί ρίχνουν εναντίον τοΰ Τζώννυ Ντέλμοντ, τώρα. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα συσπειρώνεται δίπλα στον σχε­ δόν λιπόθυμο Μπόμπυ. Ρίχνει μερικές σφαίρες εναντίον των κα­ κοποιών. Ακούει τρεχάτα βήμα­ τα καί μετά ποδοβολητό άλογων πού αντηχεί παράξενα μέσα στήν σήραγγα.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

11

Πρέπει νά περιμένουν τό πέσιμο τού ήλιου. Σάν σήμερα 10 Ιου­ νίου, κάναμε πέρυσι την ληστεία του τραίνου. Θάψαμε τά λεφτά έκεί πού έφτανε ή σκιά ενός κυπαρισιοΰ. Πρέπει νά πάη 6 ή ώρα γιά νά δείξη ή σκιά πού εναι κρυμμένο τό χρυσαψ. Ό Ντέλμοντ σμίγει τά φρύ­ δια. Τώρα καταλαβαίνει γιατί δέν βιάζονταν οί κακοποιοί. Δέ μπορούσαν νά κάνουν τίποτα γιά τά λεφτά, νωρίτερα άπό τρ άπόγευμα. Άπό τό απόγευμα τής 10ης Ιουνίου. — Πες τα μέ τή σειρά, καλύ­ τερα, Κέπερ, λέει στον κακοποιό. Εκείνος γλείφει τά ξεραμένα χείλη του. Μέσα σ αυτή τή σήραγ­ γα, θά^ βρήτε μιά μυτερή πέτρα, λεει. Ακολουθήστε την πορεία που δείχνει, θά σάς βγάλη σέ μιά φυσική γέφυρα. Στη δεξιά μεριά τής γέφυρας, θά βρήτε έ­ να άλλο σημάδι. Ακολουθήστε την κατεύθυνσι πού δείχνει καί θα φτάσετε σ’ ένα δέντρο πού έ­ χει καή άπό κεραυνό. Θά προχω­ ρήσετε ευθεία, λίγο ακόμα, καί θά φτάσετε σ’ ένα πολύ ψηλό κυπαρίσσι. "Οταν άρχίση νά πέφτη ό ήλιος^καί ή ώρα πάει 6 ακριβώς, ή άκρη τής σκιάς τού "Ενας ετοιμοθάνατος κυπαρισσιού θά πέση πάνω στο εξομολογείται μέρος όπου είναι κρυμμένο τό χρυσάφι. Σκάψτε καί... καί... ΘΡΥΛΙΚΟΣ κυνηγός των Τά πόδια τού Κέπερ χτυπούν έκτος νόμου αρχίζει νά έχη σπασιιωδικά τό χώμα. Το κορ­ ελπίδες. Μέ μαλακές κινήσεις, μί του σπαράζει μιά δυο φορές άνασηκώνει τό κεφάλι του έτοικαί μετά, μένει ακίνητο. 'Ο έκ­ μοθάνατου και τό στηρίζει πά­ τος νόμου έχει ξεψυχήσει. νω του. Γιά μιά στιγμή, τά δυο παι­ διά συγκινημένα άπό τον θάνα­ — Γιά νά γίνη αυτό, Κέπερ, το, έστω κΓ αν ό άνθρωπο που λέει, πρέπει νά μαρτυρήσης πού κρύψατε τό χρυσάφι πού κλέ­ πέθανε ήταν ένας έκτος νόμου, μένουν βουβά. Ή ’Άννυ που έ­ ψατε από τό τραίνο. ’Άν δέν άχει ν μπή άθόρυβα στη σήραγγα, πατώμαι, έκεί πάνε τώρα οι φί­ δέν βγάζει κι’ αυτή μιλιά. λοι σου. — Εκεί πάνε. Μά δέν θά μπο­ — Φο... φοβάμαι ότι μάς εί­ πε ψέματα!, λέει τελικά ό Μπόρέσουν νά τό πάρουν άμέσως.

'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ εΐνας έ­ τοιμος νά τρέξη να καβαλλήση τ’ αλογό του και νά καταδίωξη τους κακοποιούς, όταν άκούη μια αδύναμη φωνή, νά προφέρη τ’ όνομά του: — Ντέλμοντ... Ντέλμοντ! Είναι ό Κέπερ. Ή σφαίρα του Μόργκαν δεν τον έχει σκοτώσει, άλλα, άπό τό αίμα πού χάνει, είναι φανερό, ότι του μένουν λί­ γα λεπτά ζωής. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα σκύβει από πάνω του. — Ντέλμοντ, είχες δίκιο γιά τον Μόργκαν και τους άλλους, ψελίζει ό ετοιμοθάνατος. Μά δέν θά τούς άφήσω έτσι. Θέ... θέλω νά πληρώσουν ακριβά αυ­ τό πού μου έκαναν.

0


12 μπυ, ξαναβρίσκοντας τη χαμένη φωνή του. — "Ενας έτοιμοθάνατος δέν λέει ποτέ ψέματα, τού λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. "Η μή­ πως τό λες για νά μας απογοή­ τευσής και νά μάς κάνης νά γυ­ ρίσουμε πίσω; 'Ο Μπόμπυ κατεβάζει τό κε­ φάλι ένοχα. 'Ο Τζώννυ κρύβει ένα χαμόγελο και μετά, πρώτος αυτός, αρχίζει νά μαζεύη πέ­ τρες. Μέ τή βοήθεια των φίλων του, σκεπάζει τό πτώμα του Κέπερ. Μόλις τελειώνουν, ανάβει σπίρτα και ψάχνει μέσα στη σή­ ραγγα. Βρίσκει τή μυτερή πέτρα, στήν άλλη άκρη του τούνελ. Εί­ ναι τοποθετημένη πάνω σ’ ένα βράχο και δείχνει λοξά προς τά έξω. — Νά, βλέπω τή φυσική γέ­ φυρα εκεί πέρα !, πετάγεται ξα­ φνικά ή "Αννυ. Αρα, ό Κέπερ μάς εΐπε αλήθεια! Γεμάτοι κουράγιο — εκτός α­ πό τό Μμπόμπυ πού νοιώθει ή τρε μούλα του νά ξαναγυρίζη — οι τρεις σύντροφοι καβαλλοΰν τ’ ά­ λογά τους και φτάνουν στή φυ­ σική γέφυρα. "Εχει σχηματιστή από τό πέσιμο ένός στενόμα­ κρου βράχου, πάνω σέ δύο άλ­ λους. Στο δεξιό της μέρος, εί­ ναι χαραγμένο ένα βέλος. Μόλις τό βλέπει ό Τζώννυ χαμηλώνει τό βλέμμα του στο χώμα και α­ νακαλύπτει τά χνάρια τών κακο­ ποιών. Αρχίζουν νά καλπάζουν πά­ λι, ακολουθώντας τήν κατεύθυνσι τού βέλους καί τών άχναριών. Διανύουν μιά μεγάλη ανώμαλη άπόστασι καί τελικά φτάνουν σ’ ενα θεόρατο δέντρο πεσμένο καί καψαλισμένο άπό κεραυνό. Αυ­ τό είναι τό προτελευταίο σημά­ δι.^ 'Ο Τζώννυ κυττάζει χάμω πά­ λι, Μολονότ* τό έδαφος έίναι π§>

Ό Κάου - ΜπόΟ τρώδες, διακρίνει^ τ* άβιόρατα Υχνη πού έχουν αφήσει πίσω τους σί εκτός νόμου. ’Αρχίζει νά προχωρή πάλι, αλλά τούτη τή φο­ ρά, είναι πολύ προσεχτικός. Κά­ θε τόσο σηκώνει τό βλέμμα του καί ψάχνει τά γύρω, μέ στενεμένα μάτια. — Τί συμβαίνει, Τζώννυ; Γι­ ατί κυττάζεις έτσι; ρωτάει ή "Αννυ. — Δέν καταλαβαίνεις; "Ο­ ταν θά βρούμε τό ψηλό κυπαρίσ­ σι, θά βρούμε καί τήν υπόλοιπη συμμορία τού Μόργκαν. 'Ο Μπόμπυ ξεροκαταπίνει. — Πρέ... πρέπει νά έρθω κΓ έγώ μαζί σας, Τζώννυ; λεει κου­ τοπόνηρα. Ξέρεις δέν... δεν νοιώ­ θω καλά καί θά προτιμούσα... — Νά γυρίσης πίσω; κάνει ειρωνικά ό Τζώννυ. Ποιος μάς λέει ότι δέν έχει καθυστερήσει κανένας άπό τούς κακοποιούς. για να... —Καλά, καλά, έρχομαι! τον διακόπτει έντρομος ό Μπόμπυ, καί κάθεται κυριολεκτικά... ανά­ ποδα στή σέλλα του, γιά νά μπορή νά βλέπη πίσω. Συνεχίζουν τήν^ πορεία τους. Διασχίζουν ένα σύντομο φαράγ­ γι καί μόλις φτάνουν στήν άκρη του, άντικρύζουν ένα τεράστιο κυπαρίσσι σέ άπόστασι εκατόν πενήντα μέτρων περίπου. 'Ο Τζώννυ σταματάει. — Αυτό θά πρέπει νά είναι τό κυπαρίσσι πού μάς είπε ό Κέπερ, λέει. Δέν βλέπω άλλο τόσο ψηλό εδώ γύρω. — Καί τί θά κάνουμε τώρα; ρωτάει ή "Αννυ. — Θά συνεχίσου με πεζοί, πί­ σω άπό τά βράχια. Πρέπει νά προσέξουμε. — Μά δέν τούς βλέπω πουθε­ νά, Τζώννυ!, λέει ή κοπέλλα. ΚΓ αφού δέν τούς βλέπουμε έμεϊς, δέν μπορούν νά μάς δαύν κΓ αυ­ τό*,


ΦΑΝΤΑΣΜΑ — Μην τους υποτιμάς τόσο πολύ, "Αννυ, λέει ό Τζώννυ σο­ βαρά. Σίγουρα, κάπου έχουν λουφάξει και περιμένουν νά πάη έξη ή ώρα, για νά δουν που θά πέση ή σκιά τοΰ κυπαρισσιού. Αφήνουν τ5 άλογά τους πίσω από κάτι βράχια. ιΗ ’Άννυ παίρ­ νει τήν καραμπίνα της κι* ακο­ λουθεί τά δυο αγόρια. Ό Μπόμπυ έχει χωθη άνάμεσά τους γιά νά είναι πιο ασφαλισμένος. Έκεΐ πού σταματούν τά βράχια σταματούν «ι* αυτοί. 'Ο χώρος, μέχρι τό δέντρο, είναι ακάλυ­ πτος. Πέρα απ’ αυτό, σέ μικρή άπόστασι, αρχίζουν άλλα βρά­ χια. — Έδώ θά περιμένουμε ώσ­ που νά προδώσουν τη θέσι τους, λέει ψιθυριστά ό Τζώννυ καί ρί­ χνει μιά ματιά στον ήλιο πού φέρνει προς τη δύσι. Κανένας δέ μιλάει μετά απ’ αυτό. Μόνο τά σαγόνια τοΰ Μπόμπυ άκούγονται καθώς κροταλί­ ζουν από φόβο.

Αναμονή γεμάτη αγωνία Ί&Τ ΕΚΡΙΚΗ σιγή βασιλεύει στη γύρω περιοχή. Αέν άκούγεται ούτε πέταγμα πουλιού. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ ψάχνει τό έδαφος, μέχρι έκεΐ πού φτάνει τό βλέμμα του, προσπαθώντας νά μαντέψη πού είναι κρυμμέ­

13 νο τό χρυσάφι. Ταυτόχρονα σκέ­ φτεται. Οί κακοποιοί, επίτηδες διά­ λεξαν αυτή τήν έποχή γιά νά δραπετεύσουν. Κι5 αν δεν ξέφευγαν από λάθος τοΰ μάρσαλ, θά εΰρισκαν άλλο τρόπο. Μόνο αυ­ τή τή μέρα μπορούσε τό κυπα­ ρίσσι νά τούς^ δείξη τήν κρύπτη τού χρυσαφιού. Άλλοιώς θά έ­ πρεπε νά οργώσουν ολη τή γύ­ ρω περιοχή, ή νά περιμένουν άλ­ λον ένα χρόνο. Οί ώρες στο μεταξύ, περνούν αργά και έκνευριστικά. Ακόμα και ή’Άννυ χάνει τήν ψυχραιμία της. Εκείνος πού δεν περιγράφεται, είναι ό Μπόμπυ. Τά σα­ γόνια του δεν έχουν πάψει νά χτυπούν, ούτε μιά στιγμή. — ’γώ λέ... λέω νά φύγουμε, πετάγεται σέ μιά στιγμή. Δεν είναι κανείς εδώ. — Μήν είσαι τόσο βέβαιος, τοΰ λέει ό Τζώννυ. 5Εγώ πι­ στεύω δτι οί δραπέτες βρίσκον­ ται κάπου έδώ κοντά. Καί δέν πέφτει έξω. Στούς απέναντι βράχους, είναι λουφαγμένοι οί τρεις έκτος νόμου καί περιμένουν κι* αυτοί. Είναι α­ ποφασισμένοι νά μή χάσουν τό χρυσάφι από τά χέρια τους. Ξέ­ ρουν ότι έχουν νά κάνουν μέ τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα, αλλά δέν στενοχωριούνται. "Εχουν με­ γάλη πεποίθησι στούς εαυτούς τους. Μόνο πού ή αναμονή τούς έχει δώσει στά νεύρα. Πιο νευρικός είναι ό Ντάν Σάνταπ πού κοντεύει νά λυώση τό έξάσφαιρο στά δάχτυλά του. — Γκλέν, πότε θ* άρχίση τό πανηγύρι; ρωτάει σέ μιά στι­ γμή. — Μήν είσαι βιαστικός! τον αποπαίρνει ό αρχηγός του. "Α­ σε νά πάη έξι ή ώρα. Νά δού­ με πρώτα πού θά πέση ή σκιά καί μετά, κάνουμε σάλτο καί πε­ τσοκόβουμε αυτούς τούς άναι®


Κάου — Ηπόϋ

14 δεις. "Αν τό κάνουμε τώρα, μπο ρεΐ νά καθυστερήσουμε κΓ απα­ σχολημένοι, δπως θά είμαστε, νά μην προσέξουμε τη σκιά. Κι’ άντε σκάβε μετά νά βρής τά λε­ φτά... Σε μίση ώρα θά γίνη έξι. Καθησυχασμένοι, κάπως από τά λόγια του, οί σύντροφοί του, αποφασίζουν νά κάνουν κουρά­ γιο. Τά βλέμματά τους καρφώ­ νονται πύρινα στους άλλους βράχους. * * ☆ Πίσω απ’ αυτούς τούς βρά­ χους, ό Τζώννυ Ντέλμοντ σπά­ ζει τό κεφάλι του νά βρή τρόπο νά έξαναγκάση τούς κακοποιούς νά προδώσουν τη θέσι τους. Κι5 αυτό πρέπει νά γίνη προτού δεί­ ξει ή σκιά τού κυπαρισιοΰ πού είναι κρυμμένο τό χρυσάφι. Με­ τά, οί κακοποιοί θά είναι πιο α­ ποφασισμένοι. ξαφνικά, μιά καταπληκτική καί επικίνδυνη ιδέα περνάει α­ πό τό^ μυαλό του. Λέει στούς συντρόφους του νά περιμένουν καί τρέχει σκυφτός προς τ’ άλο­ γό του. Βγάζει ένα τσεκούρι μέ σπαστή λαβή από τον σάικκο του καί ξαναγυρίζει κοντά τους. — Τί.... τί σκαρώνεις πάλι; ρωτάει ό Μπόμπυ τρέμοντας. "Αλλες λαχτάρες; — Βρήκα τρόπο νά τούς κά­ νω νά προδώσουν τό πόστο τους απαντάει ό Τζώννυ. Περιμένετε καί θά δήτε. Βγαίνει από τούς βράχους καί τρέχει ακάλυπτος προς τό ψηλό κυπαρίσσι., 'Ο Μπόμπυ κι’ η ’Άννυ γαντζώνονται στά. βρά­ χια καί παρακολουθούν μέ αγω­ νία. 'Ο Μπόμπυ δέν αντέχει. Λατρεύει κυριολεκτικά τον φί­ λο του καί δέν θέλει νά τού συμ βή κακό. — Τζώννυ, σταμάτα !, φωνά­ ζει. Μην πας έτσι στο δέντρο. Δέν καταλαβίνεις δτι θά σέ σκο­

τώσουν; Γύρνα πίσω! Μά ό Κάόυ Μπόϋ Φάντασμα, δέν είναι από τούς ανθρώπους πού αλλάζουν σχέδια, μόλις κα­ ταλάβουν δτι κινδυνεύουν. "Αλ­ λωστε, δταν πήρε την άπόφασί του, ήξερε οτι έπαιζε κορώνα γράμματα τήν ζωή του. Αυτό τό ξέρει, από τότε πού έταξε τη ζωή του στον αγώνα έναντι ον των εκτός νόμου. Αψηφώντας, λοιπόν, τις επι­ κλήσεις τού Μπόμπυ, διανύει τά είκοσι μέτρα τρέχοντας καί στα­ ματάει δίπλα στο δέντρο. Είναι βέβαιος δτι, μέ τήν πρώτη τσε­ κουριά πού θά δώση, οι κακο­ ποιοί — αν είναι πράγματι κά­ που εδώ γύρω — θά προδοθούν.

Τό τέχνασμα ΑΙΡΝΕΙ τήν κατάλληλη στά σι, σηκώνει τό τσεκούρι καί καταφέρνει μέ δύναμι τό πρώτο χτύπημα. Φαντάζεται τήν τρομά­ ρα τών κακοποιών στη σκέψι δτι, άμα κοπή τό δέντρο, δέν θά μπο ρέσουν νά μάθουν από τήν σκιά του πού είναι κρυμμένα τά λε­ φτά. Δέν έχει προλάβει νά τελειώση τή σκέψι του, δταν άκούγεται μιά χυδαία βλαστήμια καί ή ποώτη πιστολιά. "Ενα καυτό μολύβι σφηνώνεται μέ βαρύ γδοΰ πο στον κορμό τού κυπαρισσιού. Ό Τζώννυ κρατά μέ δυσκολία

Π


ΦΑΝΤΑΣΜΑ μια θριαμβευτική κραυγή που πάει νά βγή από τό στόμα του. Μέ γρηγοράδα υπολογίζει τό μέρος όπου είναι κρυμμένοι οι κακοποιοί καί κρύβεται από την άλλη μεριά του δέντρου. Την ί­ δια στιγμή, ή καραμπίνα τής "Αννυ, αρχίζει τό Θανάσιμο τρα­ γούδι της. Τό έξάσφαιρο τού Τζοόννυ Ντέλμοντ την μιμείται. Μάχη σωστή αρχίζει ανάμεσα στους υπερασπιστές του νόμου καί τής τάξεως καί στους παρα­ νόμους. 'Ο Μπόμπυ έχει ζαρώσει στα πόδια τής "Αννυ καί τρέμει, σαν φυλλοκάλαμο. — "Αχ, βρε Τζώννυ!, ψελ­ λίζει άρρωστη,μένος από φόβο. Μανία που έχεις νά μάς φερνής σέ μέρη γεμάτα... σφαίρες! Κον τεύουν νά βουλώσουν τ’ .αυτιά μου. Θεούλη μου, τί νά κάνω; Δεν εχει προλάβει νά τελείω­ ση την φράσι του, δταν ένα κομ­ μάτι του βράχου πού είναι από πάνω του, σπάζει από τό χτύ­ πημα μιάς σφαίρας καί πέφτει μέ δύναμι στο κεφάλι του. 'Ο πόνος του Θολώνει τό μυαλό. -— "Ωχ !, σκούζει Θυμωμένα καί τό έπόμενο δευτερόλεπτο, γίνεται άλλος άνθρωπος. Τό πρόσωπό του βάφεται κόκ κινο, τά χαρακτηριστικά του σκληοαίνουν, ή τρεμούλα έξαφανίζεται. Πετάγεται όρθιος, αψη­ φώντας τις σφαίρες. — Πουντοι, μωρέ; μουγγρίζει. Πουντοι νά τούς πιω τό αί­ μα; Θά σάς λιανίσω τά κόκκαλα κανάγιες. Τραβάει τό έξάσφαιρό του κι* αρχίζει νά γαζώνη τούς απέναν­ τι βράχους μέ σφαίρες. Ό Τζών νυ τόν βλέπει από τό πόστο του και γελάει. Τώρα ^είναι^ βέβαιος για την εΛβασι τή$ μάχης. Τί­ ποτα δέν μπορεί νά σταματήση τον Μπόμπυ. —■ Επάνω τους, Μπόμπυ

15 φωνάζει ενθουσιασμένος. Λές καί περιμένει αυτό τό σύνθημα ο Μπόμπυ, εγκαταλεί­ πει τό πόστο του καί τρέχει προς τό πόστο των έκτος νό­ μου. Οί κακοποιοί, κάτω από τό χαλάζι των σφαιρών, έχουν κρυ­ φτή πίσω από τά βράχια καί δέν τολμούν νά σηκώσουν κε­ φάλι. ^ φτάνοντας μπροστά στα βρά­ χια, ό Μπόμπυ δίνει μια βου­ τιά, περνάει πάνω τους καί προσ γειώνεται πάνω στα κεφάλια των κακοποιών. Τό έπόμενο δευ τερόλεπτο, αρχίζει ένα τρομερό γρονθόκοπημα πίσω, απ’ αυτά τά βράχια. 'Ο Μπόμπυ έχει συΐμπλακή μέ τον Σόνταπ καί τον άλλον κακοποιό. 'Ο Μόργκαν, που βλέπει μέ αγωνία δτι τό σχέδιό τρυ πάει νά ναυαγήση, πετάγεται από τρυς βράχους μέ τό έξάσφαιρο στο χέρι. Ό Τζώννυ τον βλέπει καί βγαίνει από τό κυπαρίσσι. Κάνει νά ρίξη στον κακοποιό, άλλα ό επικρουστήρας του. έξασφαίρου του, χτυπάει πάνω σέ άδειο κάλυκα. Τό πιστόλι είναι άδειο. Ό Μόργκαν τά βλέπει όλα αυτά καί καγχάζει σατανικά. Σηκώνει τό έξάσφαιρό του νά πυροβόληση, αλλά τραβώντας τή σκανδάλη, διαπιστώνει ότι καί τό δικό τορ πιστόλι είναι άδειο, Μέ μια βλαστή μ ι α τό πετάει χάμω καί ρίχνεται μέ τις γρο­ θιές σφιγμένες έναντι ον τοΰ Τζώννυ Ντέλμοντ. Μιά άγρια μονομαχία άρχίζει ανάμεσα σέ κακοποιό καί σέ Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Οί γροθιές δίνουν καί παίρνουν και τρ κορμιά ι­ δρώνουν από την προσπάθεια. Μα ό Τζώννυ δέν έχει βιάθεσι νά δώση μάκρος στη μάχη. Κ°ντεύη έξη καί θέλει νά βρή πού είναι κρυμμένα τά λεφτό, Τινά­


Ό Κάου — Μπόϋ ζει τά χέρια του Μόργκαν από πάνω του, του δίνει μια γροθιά στο στομάχι καί, δταν 6 κακο­ ποιός Αυγίζη στα δυό, σηκώνει τό γόνατό του καί τον χτυπάει κατ απρόσωπα. 'Ο αρχηγός των κακοποιών πέφτει ανάσκελα καί μένει α­ κίνητος. Την Υδια ώρα ό Μπόμ­ πυ ξεμπερδεύει μέ τον, Σόνταπ. Τού χτυπάει τό κεφάλι πάνω σ’ ένα βράχο καί τον άφίνει να κυλίση, αναίσθητος, χάμω. Γυ­ ρίζει στον άλλον κακοποιό που είναι μισοζαλισμένος από προ­ ηγούμενα χτυπήματα, του δίνει ένα «άπερκατ». 'Ο κακοποιός... απογειώνεται κυριολεκτικά, περ­ νάει πάνω οπτό τούς βράχους καί πέφτει στην άλλη μεριά, για νά μείνη ακίνητος. Ή 'Άννυ πού έρχεται άπό τό πόστο της με την καραμπίνα στα χέρια, σκάζει στα γέλια. Ακριβώς^ εκείνη τη στιγμή, τό ρολόϊ του Τζώννυ Ντέλμοντ δεί­ χνει έξη. 'Ο , Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα πλησιάζει την άκρη τής σκιάς τοΰ κυπαρίσιου καί χα­ ράζει ένα σταυρό. Λίγα λεπτά αργότερα, οι τρεΐς κακοποιοί είναι δεμένοι χειροπόδαρα καί ό Τζώννυ μέ τον έξαλλο Μπόμπυ σκάβουν μέ τσαπιά πού βρήκαν στ* άλογα των έκτος νόμου. Στό^ ένα μέ­ τρο, τά τσαπιά, χτυπούν σέ κά τι σκληρό. Καί λίγο αργότερα ένα σιδερένιο κιβώτιο κάνει την έμφάνισί του κάτω άπό τά χώ­ ματα. Τό τραβούν έξω, τό άνοίγουν καί άντικρύζουν ένα σωρό χρυ­ σά νομίσματα. — Ή ύπόθεσι τής ληστείας ίου τραίνου, τέλειωσε !, κάνει χαρούμενος ό Μπόμπυ. Μά ή χαρά του Τζώννυ Ντέλ­ μοντ είναι διπλή. Μια περιπέ­ τεια τέλειωσε όπως έπρεπε νά ΐκλειώση, κΓ έτσι υπάρχει σει­

ρά γιά μιά καινούργια. Μ* αυτή την ευχάριστη σκέψι, φορτώνει χρυσάφι καί κακοποιούς στ5 ά­ λογα καί ξεκινούν όλοι μαζί γιά τό "Ίντιαν Γουέλς. Ή πόλι αναστατώνεται άπό τό ευχάριστο νέο. Συγκινημένος ό δήμαρχος προτείνει στον Τζών νυ Ντέλμοντ νά μείνη στο *Ίντιαν Γουέλς καί ν’ άναλάβη τό γραφείο τοΰ μάρσαλ, μαζί μέ τούς φίλους του. Μά 6 Κάου Μπόϋ Φάντασμα τοΰ άπαντάει ότι προτιμάει ν’ άναζητήση την περιπέτεια στ1 απέραντα λειβάδια καί στις απομακρυσμένες πόλεις των συνόρων. Μένει μόνο τό βράδυ γιά λί­ γη ξεκούρασι καί πριν άπό την αυγή, την άλλη μέρα, την ώρα πού όλοι κοιμούνται βαθειά παίρνει τούς φίλους του καί φεύγει. — Πάει, θά μείνουμε στά πό δια!, γκρινιάζει ό Μπόμπυ πού έχει χάσει όλη του τήν... πολε­ μικότητα κΓ έχει ξαναγίνει τό δειλό καί φοβιτσιάρικο παιδί* Ούτε γύφτοι νά είμαστε! Περνούν πέντε ολόκληρες μέ­ ρες, δίχως νά συμβή τό παρα­ μικρό. ΚΓ είναι τόσο περίεργο αυτό ώστε, τό προσέχει, άκόμα καί ό Μπόμπυ. ΚΓ έτσι, τήν αυγή τής έκτης ημέρας, καθώς τρώνε τό λιτό τους πρόγευμα, στρατοπεδευμένοι, στήν καρδιά ένός πυκνού δάσους, 6έν βα­ στιέται λέει:, — Βρέ, κάτι κεσάτια που έ­ χουμε! Ούτε σπουργίτι 8έν βρέ­ θηκε στο δρόμο μας. Λες νά^ χά­ θηκαν όλοι οι κακοποιοί άπό τό πρόσωπο τής γής, Τζώννυ; ^Αχ, δέν σάς τό κρύβω, τούς πεθύμη­ σα τούς αφιλότιμους. Θά ήθελα νά είχα καμμιά δεκαριά τώρα... έτσι γιά πρόγευμα. 'Ο Τζώννυ μέ τήν *Άννυ βάζουν τά γέλια. Οι κομπασμοί τοΰ

Μπόμπυ τούς φαίνονται παρά·


ξένοι, έ/τω κι" αν ξέρουν, ότι φτάνει ένα χτύπημα ατό κεφάλι για νά τον κάνη αγνώριστο κι* ικανό νά τά βάλη με έκατό κα­ κοποιούς κι* όχι δέκα. — Γιατί γελάτε, δηλαδή!, κά­ νει παρεξηγημένος ό Μπόμπυ. Σάς φαίνεται υπερβολικό, μή­ πως;... Χά! Φαίνεται ότι μ’ Ε­ χετε για ανίκανο. Σάς έχω πή την ιστορία μέ την συμμορία του Μπάκ Ντάρβιν; "Όχι. ’Έ, λοι­ πόν, άν εϊσαστε από μια μεριά νά βλέπατε πώς έκανα, όταν δέ­ κα μαζί μέ κύκλωσαν μιά μέρα, στην πλατεία του Λαρέντο, στο Νέο Μεξικό, θά τρόμαζε τό μάτι σας! Νόμιζαν, ότι θά μέ τρόμα­ ζαν, έτσι όπως πλησίαζαν απει­ λητικά, μέ τά χέρια πάνω από τά πιστόλια, αλλά εγώ... Θεού­ λη μου! Εΐναι τόσο σπαραχτική ή κραυ­ γή που βγαίνει από τό στόμα του, που ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί ή ’Άννυ τινάζονται μέχρι πάνω. Μην ξέροντας τί προκάλεσε αυ­ τό τον ξαφνικό τρόμο στον Μπό­ μπυ, γυρίζουν καί κυττάζουν γύ­ ρω τους καί μένουν στη θέσι τους σάν κεραυνόπληκτοι. Δίχως ν5 άκούση κανένας τό παραμικρό, κάπου είκοσι ερυ­ θρόδερμοι, έχουν μπή στο ξέφω-

το, όπου σταμάτησαν γιά νά πε­ ράσουν την νύχτα τους, καί τους έχουν περί κυκλώσει. Τά πρόσωπά τους είναι βαμ­ μένα μέ τά χρώματα του πολέ­ μου καί στα χέρια τους κρατούν όλοι τόξα ή άκόντια, στραμμέ­ να καταπάνω στους τρεις συν­ τρόφους. "Από τίς εκφράσεις τους μπορεί νά κοπαλάβη κανείς ότι, στην πιο μικρή κίνησι, εΐ­ ναι έτοιμοι νά χτυπήσουν. 'Η "Άννυ βγάζει μιά κραυγή καί στριμώχνεται κοντά στον Τζώννυ. Τούς λευκούς μπορεί καί τούς αντιμετωπίζει, γιά τούς έρυθρόδερμους, όμως, τρέφει έναν πολύ μεγάλο φόβο. "Οσο γιά τον Μπόμπυ, έχει μείνει ακίνητος στή θέσι του σάν άγαλμα, μέ τό στόμα ανοιχτό καί σου δίνει την έντύπωσι, πώς μέ τό δαχτυ­ λάκι σου άν τον σπρώξης, θά σωριαστή χάμω. Μόνο ό Τζώννυ Ντέλμοντ ξα­ ναβρίσκει την ψυχραιμία του. Σκέφτεται γοργά καί διαπιστώ­ νει, ότι ό κίνδυνος είναι, μεγά­ λος. Μά γιατί φέρονται έτσι οΐ έρυθρόδερμοι που, όπως έχει γί­ νει γνωστό, έχουν κάνει τελει­ ωτική ειρήνη μέ τά Χλωμά Πρό­ σωπα — τούς λευκούς;

ΤΖIΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ


Τό 4ο τεύχος, πού κυκλοφορεί τό ερχόμενο Σάββατο, Θά γοητεύση ακόμη καί τούς πιο ιδιότροπους καί δύσκολους άναγνώστας :

ΤΟΥ ΘΑΝΑ ΤΟΥ

Θά χάση πολλά οποίος χάσει τό 4ο τεύχος!

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ' ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 3 - Τιμή 1,50 δραχ. Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Λέκκα 22 Άθήναι (125)



Οί "Ασσοι του Ποδοσφαίρου

ΜΙΜΗΣ ΔΟΜΑΖΟΣ


Ίλνίφοφορεϊ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ



Ερυθρόδερμοι έχουν κυκλώ­ σει τά τρία παιδιά, τον Τζώννυ Ντέλμοντ, την ’Άννυ και τον Μττόμπυ και στέκονται ακίνητοι σαν αγάλματα, με βλέμματα, α­ κόντια και βέλη στραμμένα επά­ νω τους. (*) 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ καταλα­ βαίνει, ότι δέν είναι διατεθει­ μένοι να τους σκοτώσουν έπΐ τό­ που, άλλοιώς θά τό είχαν κά­ νει κι5 δλας. Αυτό του δίνει λίγο θάρρος. Όρθώνεται προσεχτικά γιά νά μην κάνη καμμιά ύποπτη κίνησι και σηκώνει τό δεξί του χέρι, μέ την παλάμη ανοιχτή προς τά έξω.

(*) Διάβασε τό 3ο τεύχος; «Τό ματωμένο χρυσάφι».

— "Αο! Ερχόμαστε ειρηνι­ κά!, λέει στην γλώσσα των Χίου γιατί σ’ αυτή τη φυλή ανήκουν οί έρυθρόδερμοι που είναι γύρω τους. "Ενας από τούς έρυθροβέρμους πού φοράει δύο φτερά αε­ τού στο κεφάλι του, άποσπάται από τούς άλλους καί κάνει δύο βήματα μπροστά. — Χλωμά πρόσωπα ψεύτες!, λέει μέ ώργισμένη φωνή. "Ερχον­ ται ειρηνικά, αλλά σκοτώνουν ύ­ πουλα ! 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ σκέφτε­ ται γοργά, αλλά, μη ξέροντας τί εχει προηγηθή καί μη μπο­ ρώντας νά μαντέψη, δέν ξέρει τί νά πή. — "Ολα τά στόματα λένε.


4 πώς^ τά χλωμά πρόσωπα καί οι Σιοΰ υπόγραψαν συμφωνία για ειρήνη, λέει στο τέλος ήρεμα. ιΟ ερυθρόδερμος μέ τά δύο φτερά, φτύνει μέ περιφρόνησι στο χώμα. — Χλωμά πρόσωπα προδό­ τες!, μουγκρίζει καί γυρίζοντας στους πολεμιστές του>Λ δίνει κο­ φτές διαταγές στη γλώσσα του. Μερικοί απ’ αυτούς πλησιά­ ζουν γοργά τούς τρεις φίλους, τούς άφοπλίζουν καί τούς δέ­ νουν τά χέρια πισθάγκωνα μέ λουριά από δέρμα βουβαλιού. — Πιο σιγά, κύρ’ ερυθρό­ δερμε !, διαμαρτύρεται ό Μπόμπυ, τρέμοντας σύγκορμος, όταν έρχεται ή σειρά του. Θά... θά μοΰ κάνης σημάδια! Μά ό έρυθρόδερμος δέν κατα­ λαβαίνει την γλώσσα του καί, θυμωμένος όπως είναι,σφίγγει τά λουριά τόσο πολύ, πού κά­ νει τον Μπόμπυ νά ξεφωνίση α­ πό τον πόνο. 'Ο έρυθρόδερμος μέ τά φτε­ ρά δίνει άλλη κοφτή διαταγή καί τρεις πολεμιστές φέρνουν κοντά τ' άλογα τών παιδιών. Τά βά­ ζουν νά ιππεύσουν καί, τραβών­ τας τά ζώα από τά χαλινάρια, τά βγάζουν από τό ξέφωτο. "Εξω περιμένουν καμμιά εικο­ σαριά άλογα, δίχως σέλλες! Οί έρυθρόδερμοι τά ιππεύουν, βά­ ζουν στήν μέση τούς αιχμαλώ­ τους καί ξεκινούν μέ γοργό καλ­ πασμό. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ τρώγεται από περιέργεια νά μάθη τί ση­ μαίνουν ολα αυτά, αλλά δέν ρω­ τάει, από φόβο μήπως χειροτερέψη τά πράγματα. Μέ λίγη υ­ πομονή είναι βέβαιος, ότι θά λυθή ή περιέργεια του. Μολονότι δέν είναι καθόλου βέβαιος γιά τό τί τέλος περιμένει αυτή τήν ιστορία. '0 Μπόμπυ, πού καλπάζει δί­ πλα του, είναι έτοιμος νά βάλη

Ό Κάου - Μπόϋ τά κλάματα. "Εχει άκούσει πολ­ λά γιά τούς ερυθρόδερμους Σιοΰ. "Εχει μάλιστα συγκρουστή μαζί τους σέ παλιότερες περιπέτειες αλλά, επειδή έχει τό ιδίωμα νά ξεχνάη όλες τις... ήρωϊκές του πράξεις, τρέμει τώρα σάν καλα­ μιά. ' Ακόμη καί ή "Αννυ, πού δύ­ σκολα χάνει τό θάρρος της, φαί­ νεται, τώρα, απογοητευμένη. Κά­ θε τόσο ρίχνει έρωτηματικές μα­ τιές στον Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα. Εκείνος προσπαθεί νά τήν καθησυχάση μέ τις δικές του. Καλπάζουν αρκετήν ώρα μέσα στο δάσος καί τελικά βγαίνουν σ’ ένα λειβάδι πού σχίζεται στά δύο από ένα ποτάμι. Δεξιά κι* αριστερά στήν κοίτη τού ποτα­ μιού, φυτρώνουν πυκνοί θάμνοι. Στήν από δώ όχθη τού ποτα­ μιού, είναι στημένο ένα χωριό ε­ ρυθροδέρμων. Άποτελεΐται από κωνικές σκηνές καμωμένες από δέρματα ζώων, πού είναι τοπο­ θετημένες σέ σχήμα κυκλικό, ώ­ στε ν’ αφήνουν έναν χώρο, σάν πλατεία στήν μέση. Οί γυναίκες τών έρυθροδέρμων πλένουν στήν ακροποταμιά καί τά μικρά παιδιά αλωνίζουν γύ­ ρω τους, παίζοντας καί φωνάζοντας. Μόλις βλέπουν τήν συ­ νοδεία σταματούν καί κυττάζουν μέ Υουρλωμένα μάτια. Οί πολεμιστές ερυθρόδερμοι προχωρούν _μέχρι τή μέση τής πλατείας. Ξεπεζεύουν καί βοη­ θούν τούς αιχμαλώτους νά κά­ νουν τό ίδιο. Οί άλλοι πολεμι­ στές, πού βρίσκονταν στο χωριό, σπεύδουν νά κάνουν κύκλο γύρω τους. Οί αιχμάλωτοι τοποθετούν­ ται στή σειρά, απέναντι άπό μιά σκηνή πού είναι μεγαλύτερη ά­ πό τις άλλες. Τό δέρμα πού φράζει τήν εί­ σοδο αυτής τή< σκηνής παραμε­ ρίζει καί κάνει τήν έμφάνισί του ένας άσπρο'μάλλης ερυθρόδερμος.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

5 ΑιΙ'—ηΓ*

Τό πρόσωπό του είναι γεμάτο ρυτίδες, τά μάτια του γεμάτα σοφία και στο κεφάλι του υπάρ­ χει ένα στόλισμα άπό πολλά φτερά άετοΟ, πού δείχνει ότι εί­ ναι αρχηγός τής φυλής ίου. 'Ο άλλος έρυθρόδερμος μέ τά δύο φτερά τον πλησιάζει και κά­ τι του λέει χαμηλόφωνα. Ό α­ σπρομάλλης φύλαρχος κουνάει τό κεφάλι του αργά καί μετά κυττάζει τά τρία παιδιά δια­ περαστικά. — Χλωμά πρόσωπα καταπα­ τούν συμφωνία!, λέει μέ άργή, υποβλητική φωνή, πού πάλλεται όμως τό θυμό. Χλωμοί πολεμι­ στές σκοτώνουν πολεμιστές φυ­ λής μου σ’ ένέδρα. Τύμπανα χτυ­ πούν, λένε οποίος λευκός πέσει χέρια μας, πεθαίνει. Τά λόγια του ξεσηκώνουν έ­ να απειλητικό μουρμουρητό. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ, νοιώθοντας την ’Άννυ νά μαζεύεται κοντά του τρομαγμένη, κυττάζει γύρω του καί βλέπει μόνο έχθρικά πρό­ σωπα μέ εκφράσεις μίσους. Μά δέν χάνει την ψυχραιμία του. — Πολύ φοβούμαι, δτι δέν καταλαβαίνω τον κοκκινόδερμο πατέρα μου, λέει. — Χλωμοί πολεμιστές μισούν λαό μου!, κάνει ό άσπρομάλλης φύλαρχος. Θέλουν περιορίσουν Σιού πέρα στά βουνά. Πριν δύο ήλιους σκοτώνουν δύο Σιού. Γα­ λάζιος Αετός θυμώνει πολύ. Κά­ νει σύντομα έπίθεσι φρούριο Μπένσον. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ κυττάζει μέ καινούργιο σεβασμό τον α­ σπρομάλλη έρυθρόδερμο πού στέ κεται άπέναντί του. "Έχει ακού­ σει για τον Γαλάζιο ’Αετό, πού έχει κάνει τόσες γενναίες μάχες έναντι ον λευκών καί άλλων έρυθροδέρμων. Κι* έχει διαβάσει πό­ σο πιστά έχει τηρήσει την συμ­ φωνία του μέ τούς λευκούς, γιά την ειρήνη.

— Δέν είναι δυνατόν αυτό, Γαλάζιε Αετέ!, λέει Απορημέ­ νος. Οι χλωμοί πολεμιστές παίρ­ νουν διαταγές από τον Μεγάλο Αρχηγό τους. Ό Μεγάλος Αρ­ χηγός άγόπάει τούς κοκκινόδερμους άδερφούς του. Τούς άφησε νά.,.^ Δέν έχει προλάβει νά τελειώση τη φράσι τοϋ, όταν άκούγωνται δυο ξεροί πυροβολισμοί καί μετά δυο σπαραχτικές φωνές καί δυο γδούποι.

Επικίνδυνη συ μψωνία ^ ΑΦΝΙΑΣΜΕΝΟΙ δλοιγυρίώ ζουν προς τά έκεϊ καί τότε άντικράζουν ένα φριχτό θέαμα. Δυο μικρά έρυθροδερμάκια είναι πεσμένα χάμω καί σφαδάζουν μέσα σέ μιά λίμνη από τό αΐμα τους. Οί μητέρες τους, μόλις συνέρχονται από τό σοκ πού δο­ κίμασαν, βγάζουν σπαραχτικές κραυγές καί ρίχνονται ^ πάνω τους. Βαρύ μοιρολόι αρχίζει σέ λίγο. "Ολα τά βλέματα στρέφονται τώρα προς ^ την ^ απέναντι όχθη τού ποταμού. Κάποια κίνησι έ­ χει γίνει μέσα στσύς θάμνους. Κατάπληκτος ό Τζώννυ διακρί­ νει δύο ανθρώπους μέ στολή τού ιππικού των ΗΠΑ νά χάνωνται μέσα στήν πυκνή βλάστησι, μέ τις καραμπίνες στο χέρη


6 Τό χωριό των ερυθροδέρμων μεταβάλλεται σέ σωστό πανδαι­ μόνιο. Εκατοντάδες βέλη και α­ κόντια εκσφενδονίζονται προς την απέναντι, όχθη. Μά ή απόστασι είναι μεγάλη και τά πε­ ρισσότερα πέφτουν οπό νερό. Γ οργό ποδοβολητό άλογων έρχε­ ται από κείνη τη μεριά. Ανήμποροι νά κάνουν τό πα­ ραμικρό οί ερυθρόδερμοι, γιατί τό νερό του ποταμού είναι πο­ λύ βαθύ σ’ εκείνο τό σημείο, κουνάνε τις σφιγμένες γροθιές τους με λύσσα προς τό σημείο όπου χάθηκαν οί δύο στρατιώτες καί ξεστομίζουν βαρειές κα τά­ ρες. Μετά, γυρνούν όλοι, σαν έ­ νας άνθρωπος, προς τον Τζώννυ Ντέλμοντ καί τούς συντρό­ φους του. Τά μάτια τους πετοΰν αστρα­ πές μίσους. Οί τρεις φίλοι νοιώ­ θουν τον χάρο νά φτερουγίζη γύ­ ρω τους, με τά παγωμένα φτε­ ρά τουν 'Ο φύλαρχος, μέ μιαν ώργισμένη έκφρασι, έρχεται καί στέκεται μπροστά τους. ^— Γαλάζιος Αετός λέει α­ λήθεια!, κάνει. Νεαρό χλωμό πρόσωπο υποκριτής, όπως μεγά­ λοι αδερφοί του. Γαλάζιος *Αετός έκδικηθή! Είναι έτοιμος νά δώση διατα­ γή για τό θανάτωμα των τριών παιδιών, πού έχουν πέσει στα χέρια τους, όταν ό θρυλικός Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα, μαζεύοντας τά τελευταία μόρια τού θάρρους πού του έχει άπομείνει, κάνει α­ κόμα μια προσπάθεια. — ’Άς μη βιαστή ό Γαλά­ ζιος Αετός, λέει μέ δυνατή φω­ νή για ν’ ακουστή πάνω από τη Φασαρία πού κάνουν οί ερυθρό­ δερμοι γύρω τους. "Ίσως έχεις ακουστά για τον Τζώννυ Ντέλ­ μοντ, πού οί χλωμοί αδερφοί τον άποκαλοΰν Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα. ’Ίσως έχεις ακούσει, ό­ τι ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα λέει

Ό Κάου ~ Μπόϋ πάντοτε αλήθεια καί τιμωρεί τούς κακούς ανθρώπους τής φυ­ λής του. Ό ασπρομάλλης φύλαρχος κυττάζει τώρα τον θρυλικό κά­ ου μπόϋ, πού έχει αφιερώσει τη ζωή του στο κυνήγι των έκτος νόμου, μέ αλλαγμένο ύφος. Είναι φανερό πώς ούτε τό όνομα, ού­ τε ή φήμη του, τού είναι άγνω­ στα. — Γαλάζιος Αετός έχει θαυ­ μάσει πολλές φορές παλληικαριά Κάου Μπόϋ Φάντασμα, λέει μέ κάποιο σεβασμό στη φωνή του. Λυπάται πού θ’ άναγκαστή σκοτώση αυτόν καί χλωμούς αδερ­ φούς του. — ’Άν καδήση καί μ* άκούση ό σοφός Γαλάζιος Αετός, ^επι­ μένει μέ χτυποκάρδι ό Τζώννυ, δέν 8ά σκοτώση κανένα! Ό φύλαρχος μένει σκεφτικός για μια στιγμή. Μετά, κάνει νό­ ημα καί σταματάει τούς πολε­ μιστές του, πού έχουν αρχίσει νά πλησιάζουν επικίνδυνα τούς τρείς φίλους. — Κάου Μπόϋ Φάντασμα φη­ μίζεται για σοφία του, λέει. Γα­ λάζιος Αετός υποχρεωμένος ά­ κούση. —- Είμαι βέβαιος, ότι έχει γίνει κάποια παρεξήγησι, λέει μέ καινούργιο κουράγιο ό Τζών­ νυ. ’Άν μου έπιτρέψη ό Γαλά­ ζιος Αετός θα ψάξω νά μάθω. ΚΓ άν δέν μου έχει εμπιστοσύ­ νη, μπορεί νά κράτηση τούς φί­ λους μου για ομήρους. Ζητάω προθεσμία μέχρι πού νά βγή τό φεγγάρι, απόψε. ’Άν δέν έχω φέρη τίποτα, μέχρι τότε, θά είμα­ στε στη διάθεσί σου. Είναι σοβαρή ή άπόφασι πού παίρνει. ΚΓ έπικίνδυνη. Μά δέ γίνεται άλλοιώς. Οί Σιού είναι άποψασισμένοι νά τούς σκοτώ­ σουν. Μια προσπάθεια δέν πρό­ κειται νά βλάψη. Βαρεία σιγή ακολουθεί τά λό­


για. "Ολοι περιμένουν μέ αγω­ νία ν5 ακούσουν την άπόφασι του Γαλάζιου * Αετού. — Γαλάζιος Αετός δέχεται!, λέει ατό τέλος εκείνος. Κοπέλλα είναι αρκετή. Πάρε χλωμό αδερ­ φό σου και φύγε. Γαλάζιος ’Αετός σίγουρος ξαναγυρίσης α­ πογοητευμένος. Χλωμά πρόσω­ πα ύπουλοι άνθρωποι! "Αν κά­ νετε πονηριά κι5 έσεΐς... χλωμή κοπέλλα πεθαίνει μέ βασανιστή­ ρια... Λύστε τους! 01 δύο ερυθρόδερμοι, πού δεί­ χνει μέ μεγαλοπρέπεια ό φύλαρ­ χος, πλησιάζουν καί κόβουν τά δεσμά των τριών φίλων. 'Ο Τζών νυ γυρίζει οπήν "Αννα. Τήν κυττάζει τρυφερά στα μάτια. — Κάνε κουράγιο, "Αννυ, τής λέει. Είναι πολύ σοβαρά τά πρά­ γματα. -έρεις τί θά σημάνη, αν ξαναγίνη πόλεμος ανάμεσα σέ λευκούς καί Σιου. "Αν άποτυχουμε, θά γυρίσουμε νά πεθάνουμε όλοι μαζί. — Πηγαίνετε γρήγορα!, λέει ή κοπέλλα, καταβάλλοντας κάθε προσπάθεια για νά γίνη γεν­ ναία. "Εχω έμπιστοσύνη σέ σάς. Καλή τύχη! 'Ο Μπόμπυ ούτε μιλάει, ού­ τε κουνιέται από τή θέσι του. "Εχει μείνει μέ τά χέρια πίσω, όπως ήταν δεμένος καί μέ τό στόμα ανοιχτό. Κυττάζει μόνο γύρω του μέ τρομαγμένο μάτι. 'Ο φόβος τον έχει κυριέψει ο­ λόκληρον. Ό Τζώννυ τον κάνει τραβη­ χτό μέχρι τό άιογό του καί τον βοηθάει νά καβαλλήση. "Ισως θά ήταν προτιμότερο νά τον α­ φή ση μαζί μέ τήν "Αννυ γιά συν τροφιά, σκέφτεται. "Ισως ομ£ος νά τον χρειαστή μαζί του. Λίγο αργότερα, οί δυο φίλοι, άφου παίρνουν τά όπλα τους ά-' πό τούς έρυθροδέρμους,^ φεύγουν από τό χωριό μέ γοργό κοίλπασμό. Ό Τζώννσ ρίχνει μια τε=

λευταία ματιά πίσω του καί βλέπει τον γέρο φύλαρχο νά όδηγή τήν "Αννυ προς τήν σκηνή του. Ή καρδιά του πάει νά σπά ση από τό άγριο χτύπημα. "Α­ ραγε θά τήν ξαναδή ζωντανή;

Ένέδρα ΑΘΩΣ τρέχουν σάν σίφου­ νες μέσα στο λειβάδι, άφοΰ διασχίζουν τό ποτάμι σ’ ένα ξέβαθο σημείο, ό Τζώννυ Ντέλμοντ σκέφτεται βαθειά. Τά πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Πρέπει μέ κάθε τρόπο ν’ άττοφευχθή ένας καινούργιος πόλεμος ανάμεσα σέ λευκούς κι’ έρυθροδέρμους. Τού είναι δύσκολο νά πιστέψη ότι στρατιώτες φέρθηκαν μέ τέ­ τοιον τρόπο. ΚΓ αυτό γιατί ξέ­ ρει πολλές περιπτώσεις δπου άλλοι άνθρωποι, γιά διάφορους λόγους, προσπάθησαν νά ξαναρ­ χίσουν τον πόλεμο μέ τούς ερυ­ θροδέρμους. —- Τί.... τί ήταν αυτό. Θεού­ λη μου; κάνει δίπλα του ό Μ'πόμ πυ, ξαναβρίσκοντας τή φωνή του, ύστερα από πολλή προσ­ πάθεια. Κό... κόντεψα νά μείνω από τον φόβο μου. Τί θά κάνου­ με τώρα, Τζώννυ; Καί τί θά γίνη μέ τήν "Αννυ; — Έδώ κοντά είναι τό φρού­ ριο Μπένσον, τοΰ απαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, θά πά­

Κ


8 με νά δούμε τον διοικητή του καί να βεβαιωθούμε άν οϊ στρα­ τιώτες ^ έκαναν τά εγκλήματα πού τούς Αποδίδουν οι ερυθρό» δερμοι. Για τήν "Αννυ Θά δού­ με (μετά. Ό Μπόμπυ δεν ρωτάει τίπο­ τα άλλο. Παρ5 δλο πού ό φό­ βος κΓ ή δειλία τού σαλεύουν τά λογικά, καταλαβαίνει δτι τά πράγματα είναι κρίσιμα. ΚΓ- α­ κολουθεί υπάκουα τον Τζώννυ Ντέλμοντ. Διαστίζουν τό μισό λειβάδι, περίπου και πέφτουν στο δημό­ σιο δρόμο πού οδηγεί στο φρού­ ριο Μπένσον. Μισή ώρα αργό­ τερα, έχουν φτάσει έκει. Διοι­ κητής του είναι ό κάπταιν Μάστερς. "Εχει ακουστά γιά τον Τζώννυ Ντέλμοντ καί τον δέχε­ ται ευχαρίστως. Ακούει κατά­ πληκτος τήν άφήγησί του καί στο τέλος πετάγεται πάνω μέ φούρια. ^— Νά τρέξουμε αμέσως νά σώσουμε τήν κοπέλλα!, λέει. λ— Προτιμώ νά μην άνακατευτή ό στρατός, άν δέν εΐναι ηδη άνακατεμένος, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. "Οπως καταλα βαίνεις, κάπταιν, τό τόσο δά θά μπορούσε νά όδηγήση σέ πόλε­ μο. Πές μου, εΐναι δυνατόν νά έκαναν αυτά τά έκτροπα στρα­ τιώτες σου; —- Είλικρινά, δέ μπορώ νά τό πιστέψω, λέει μέ βεβαιότητα ό λοχαγός. Έκτος τού ατι έχουν πάρει αυστηρές ^ διαταγές νά μην ενοχλούν καθόλου τούς έρυθροδέρμους, σπάνια βγαίνουν κΓ απομακρύνονται από τό φρού­ ριο. Μόνο σήμερα βγήκαν δύο στρατιώτες, ό Χΐλ καί ό Μπέη­ κερ. ΚΓ αυτοί γιά δουλειά. Ό Τζώνυ Ντέλμοντ άναπηδάει. — Τί δουλειά, κάπταιν; .Ο λοχαγός φαίνεται διατα­ κτικός. Τελικά, νικάει τούς δι­

Ό Κάου - Μπάϋ σταγμούς του. — Πρόκειται γιά άπόρρητο μυστικό, ^ λέει, ^ μά θαρρώ οτι μπορώ νά βασίζομαι στην εχε­ μύθειά σας. "Ερχεται ένα κα­ ραβάνι μέ όπλα καί πολεμοφό­ δια γιά τό φρούριο. Πρέπει νά φτάση μέχρι τό απόγευμα. "Ε­ στειλα λοιπόν, τον Χίλ καί τον Μπέηκερ δήθεν γιά νά ψωνίσουν, αλλά στήν πραγματικότητα νά ψαρέψουν τον Τζόε Πήρσον, πού έχει τον καταυλισμό εδώ πιο πέρα, άν ξέρη τίποτα γιά τό καραβάνι. Καταλαβαίνεις τί θά συμβή άν πέσουν σέ άσχημα χέοια αυτά τά όπλα. Θά πουλη­ θούν αμέσως στοός ερυθροδέρ­ μους γιά χρυσάφι καί άσήμι. Καί, μεταξύ μας% δέν τού έχω καμμιά εμπιστοσύνη αυτού τού Πήρσον, γιατί έχει στήν παρέα του πολλά καθάρματα. — Καταλαβαίνω, λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Μήπως μπο­ ρείς νά μου περιγράψης αυτούς τούς δυο στρατιώτες; — Ασφαλώς. 'Ο Χίλ εΐναι ψηλός καί γεροδεμένος καί ό Μπέηκεο ψηλός καί λεπτός, — Θεούλη μου! αναφωνεί ό Μπόμπυ. γουρλώνοντας τά μά­ τια. 7Ηταν αυτοί πού σκότω» σαν τά δυο έρυθροδερμάκια! ,'Ό Τζώννυ συμφωνεί σκεφτι­ κός μαζί του. Ό Μάστερς άναστατώνεται. — Κάτι παράξενο συμβαίνει μουρμουρίζει, βηματίζοντας πά­ νω κάτω. Εΐναι άδύνατον νά έ­ καναν τέτοιο πράγμα ό Χίλ καί ό Μπέηκερ. Εΐναι δυο από τούς πιο καλούς καί πιο έμπιστους στρατιώτες... Τώρα πού θά έρ­ θουν, όμως, θά δούμε. Μά ή ώρα περνάει καί οί δυο στρατιώτες δέν φαίνονται που­ θενά. Ό ήλιος παίρνει τούμπα προς τή δύσι. 'Ο Τζώννυ/δέ μπορεί νά σταθή πουθενά. Τό

ίδιο καί ο Μπόμπυ,

ΤίΜκά ό


ΦΑΝΤΑΣΜΑ Τζώννυ Ντέλμοντ δεν κρατιέται λέει στον κάπταιν Μάστερς δτι Θά πάη νά ρίξη μια ματιά στον καταυλισμό του Πήρσον και φεύ γει μέ τον φίλο του.

'Ο καταυλισμός είναι σά μιά μικρή πάλι μέ άφθονα καταστή­ ματα δεξιά και αριστερά. Είναι η ουδέτερη ζώνη δττου λευκοί κι έρυθρόδερμοι μπορούν νά κά­ νουν τά ψώνια τους έλεύθερα. Τό μόνο πού δε μπορούν ν5 άγοράσουν οί ερυθρόδερμοι, είναι δπλα καί ουίσκυ. Υπεύθυνος γιά τον καταυλισμό είναι ό Τζόε Πήρσον πού έχει καί τά πε ρισσότερα καταστήματα. Είναι ένας γεροδεμένος άν­ τρας μέ σκληρή έμφάνισι καί, όταν μπαίνουν στο μαγαζί του τά δυο παιδιά, κουβεντιάζει χαμολόφωνα μέ δύο σκληροπρόσωπους τύπους. — Τί θέλετε; ρωτάει μέ άπότομη φωνή, διακόπτοντας τή συζήτησί του. — Ερχόμαστε άπό τό φρού­ ριο, άπό τον κάπταιν Μάστερς, άπαντάει ό Τζώννυ. Μήπως εί­ δατε πουθενά τον Χίλ καί τον Μπέηικερ, δύο στρατιώτες του; — Καί τί είμαστε έμεΐς πα­ ραμάνες τους; λέει ειρωνικά ό Πήρσον. ’Ήρθαν έδώ κοντά τό μεσημέρι, έμειναν λίγο, άγόρασαν κάτι χάντρες καί άλλα μπι­ χλιμπίδια καί έφυγαν, Μή μού

9 πής δτι δέ γύρισαν στο στρατό­ πεδο. — "Οχι, δέ γύρισαν! — Χό, χό!, γελάει βροντερά ό Πήρσον. Τότε σίγουρα πήγαν νά πιάσουν φιλίες^ μέ τις έρυθρόδερμες, όπως μοΰ είπαν όταν άγόρασαν τις χάντρες. Μή τό πής όμως τού Μάστερς, γιατί Θά τούς τιμωρήση. —"Αλλωστε, συνεχίζει ό Πήρ σον είναι κλεισμένοι τόσους μή­ νες στο φρούριο καί νομίζω δτι δικαιούνται νά ξεσκάσουν κι5 αύ τοί δπως όλος ό κόσμος. "Ετσι δέν είναι; Έκτος κι3 άν έπαθαν κανένα άτύχημα. Πράγμα πού δέν τό πιστεύω. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ μένει έμβρόντητος, άκούγοντας τά λό­ για τού Πήρσον. Μήπως άποφάσισαν νά τό ρίξουν έξω οι στρα­ τιώτες καί έγιναν άφορμή νά θυ μώσουν οι ερυθρόδερμοι,* Αλλά πάλι, ποιος σκότωσε τούς πολε­ μιστές τοΰ Γαλάζιου Άετοΰ πριν άπό δύο μέρες; Αυτό τό ερώτημα βασανίζει τό μυαλό του καθώς ευχαριστεί τον Πήρσον καί κάνει νά φύγη μέ τον Μπόμπυ, — Δέν μάς είπες ποιος είσαι τού λόγου σου, κάνει ό Πήρσον. — Τζώννυ Ντέλμοντ μέ λένε, άπαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα. Οί τρείς άντρες άνταλλάσσουν μιά γρήγορη ματιά πού δέν ξεφεύγει από τον Τζώννυ. Κανένας, όμως, δέν σχολιάζει. Σίγουρος δτι τον έχουν άναγνωρίσει, ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα, βγαίνει άπό τό μαγαζί μέ τον Μπόμπυ. Καβαλλοΰν τά ά­ λογά τους καί παίρνουν δρόμο γιά τό φρούριο Μπένσον. —Τί γίνεται τώρα, Τζώννυ; ρωτάει ό Μπόμπυ, δταν άπομακρύνονται άπό τον καταυλισμό καί καλπάζουν στον δημόσιο


ΙΟ δρόμο που πλαισιώνεται από δέντρα και θάμνους. — Μακάρι νά ήξερα, Μπόμπυ, απαντάει ό Τζώννυ. "Αν πράγματι οί στρατιώτες παρα­ φέρθηκαν, ή κατάστασι δεν εί­ ναι καθόλου καλή. -— Γιατί, μπορεί νά συνέβη και τίποτα άλλο; ρωτάει απο­ ρημένος ό Μπόμπυ. ^— Βέβαια. Δεν μ1 άρεσαν κα θολού τά μούτρα του Πήρσον και των φίλων του. Δέν προλαβαίνει νά τελείωση τή φράσι του, όταν μιά σφαίρα του πετάει τό καπέλλο από τό κεφάλι, ενώ ταυτόχρονα ένας ξε­ ρός πυροβολισμός κομματιάζει τή γαλήνη του λειβαδιού. Άντιδρώντας σάν αυτόματο, ό Τζών νυ πηδάει από τό άλογό του στοΰ Μπόμπυ και ρίχνει τον μι­ σολιπόθυμο, από φόβο, φίλο του στο έδαφος. 'Ο Μπόμπυ πέφτει χάμω μέ τό κεφάλι καί βλέπει τον ουρανό μέ τ’ άσπρα. Βγάζει ένα πονεμένο ουρλιαχτό καί τό έπόμενο δευτερόλεπτο, τινάζεται έπάνω, άλλος άνθρωπος. 'Η ^φοβισμένη έκφρασι έχει φύγει άπό τό προ σωπό του. Τά χαρακτηριστικά του έχουν σκληρύνει. Συνέβη αυτό που συμβαίνει κάθε φορά που ό Μπόμπυ χτυπάει στο κε­ φάλι. Μεταβάλλεται σέ μαινόμενο ταύρο. λ— Που είναι ό κανάγιας που μάς έρριξε νά του λιανίσω τά κάκκαλα; ουρλιάζει. 'Ο Τζώννυ έχει φορέσει τό κα πέλλο του κΓ έχει σταμπάρει τό μέρος απ’ οπού έπεσε ό πυ­ ροβολισμός. Είναι ένα σύδεντρο στην απέναντι μεριά τού δρόμου. Καθώς τραβάει τό έξάσφαιρό του, πέφτουν κι’ άλλοι πυροβο­ λισμοί καί σφαίρες σκάβουν τό χώμα, θυμωμένες, γύρω στους δυο φίλους. Τό έπόμενο δεύτερό λεπτό άνοίγει θανάσιμη μάχη

Ό Κάου - Μπόϋ ανάμεσα σ’ αυτούς καί στους ανθρώπους πού είναι κρυμμένοι στο σύδεντρο. Οί σφαίρες δίνουν καί παίρ­ νουν. Μά δεν φέρνουν αποτέλε­ σμα καί ό Μπόμπυ δέν μπορεί ν’ άντέξη, έξαλλος όπως έχει γίνει άπό τό χτύπημα στο κε­ φάλι. — Καλύτερα νά κάνουμε γι­ ουρούσι, Τζώννυ!, φωνάζει. Θέ­ λω νά πιώ αίμα! 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν έχει καμμιά άντίρρησι. Κι’ έτσι οί δυο φίλοι όρμουν θαρρετά προς τό σύδεντρο, ραντίζοντας τούς θάμνους μέ σφαίρες. Κι’ ή έπίθεσι δέν πάει χαμένη. Μιά σπαραχτική κραυγή φτάνει στ’ αυτιά τους καί μετά βαρύς γδού πος ανθρώπινου σώματος. — Κάποιον πετύχαμε!, φωνά ζει ό Μπόμπυ καί τρέχει γοργά προς τό σύδεντρο. Γοργός καλποτσμός αλόγου άκούγεται πίσω απ’ αυτό. Μόλις χώνονται μέσα στά δέντρα, τά δύο παιδιά βλέπουν κάπου εκα­ τό μέτρα μακρυά έναν καβαλλά ρη νά απομακρύνεται σάν δαι­ μονισμένος καί σκυφτός πάνω στή σέλλα του. — Στάσου κανάγια, που πας! Κάτσε νά σου λιανίσω τά κόκκαλα! ουρλιάζει ό Μπόμπυ καί τρέχοντας προς τά έκεΐ, α­ δειάζει τό πιστόλι του καταπά­ νω στον καβαλλάρη. 'Ο Τζώννυ έχει σταθή κατά­ πληκτος πάνω άπό τον άλλον άν θρωπο πού κείτεται νεκρός πά­ νω στο χώμα. Είναι ένας άπό τούς σκληροπρόσωπους τύπους πού μιλούσαν μέ τον Πήρσον στο μαγαζί τού τελευταίου. Καί σίγουρα αυτός πού έφυγε, ήταν ό άλλος. Φαίνεται δτι έκοψαν άπό κάποιο σύντομο μονοπάτι καί βρέθηκαν μπροστά στά δύο παιδιά. Γιατί όμως έστησαν αυ­ τή την ένέδρα; Επειδή άνε-


ΦΑΝΤΑΣΜΑ γνώρισαν τον Τζώννυ και θέλη­ σαν νά τον σκοτώσουν για να έκ δικηθούν τον θάνατο συναδέλφων τους η υπάρχει άλλος λόγος; Μ’ ένα ακόμα πρόβλημα στο μυαλό του, ό Τζώννυ... μαζεύει τον έξαλλο Μπόμπυ και συνεχί­ ζει το δρόμο για τό φρούριο Μπένσον. 'Ο ήλιος προχωράει γοργά προς τη δόσι του. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν έχει καταφέρει ακόμα αύτό που γυ­ ρεύει. ΚΓ η ’Άννυ βρίσκεται πάντοτε στα χέρια των ερυθρο­ δέρμων.

Φριχτό

μαντάτο

ΜΟΛΙΣ φτάνουν στο φρούριο 111. ό κάπταιν Μάστερς τους πληροφορεί στενοχωρημένος δτι ό Χΐλ και ό Μπέηκερ δέν έχουν φανή ακόμα. Είναι τρομερά α­ νήσυχος και δέν τό κρύβει άπό τούς δύο φίλους. ΚΓ όταν έκεινοι του λένε αυτά πού έμαθαν από τον Πηρσον, ή ανησυχία του γίνεται ακόμα μεγαλύτερη. -αφνικά, έρχεται στο γραφείο του τρέχοντας ένας δεκανέας. Μέ κομμένη την άνάσα λέει στο διοικητή του δτι δύο άνθρωποι τού Πηρσον, ό Μπλάκ καί ο Κόχεν θέλουν νά τον δουν και δτι έχουν φέρει τά πτώματα δύο στρατιωτών. Γεμάτος αγωνία ό Μάστερς, πετάγεται έξω ακο­ λουθούμενος άπό τά παιδιά.

11 "Ενα τρομερό θέαμα τούς πε­ ριμένει στην αυλή του φρουρίου. Δύο στρατιώτες είναι φορτωμέ­ νοι πάνω στ’ άλογά τους, κατά πλάτος στη σέλλα. Οι λαιμοί τους είναι κομμένοι πέρα γιά πέρα καί τά κεφάλι τους γδαρ­ μένα, κατά τό σύστημα τών έρυ θροδέρμων. Τό θέαμα κόβει την αναπνοή. 'Ο Μπόμπυ κρατιέται γιά νά μη σωριαστή χάμω. ^ — Τί συνέβη, Μπλάκ; ρω­ τάει κάτωχρος ό κάπταιν Μά­ στερς, έναν ψηλό γεροδεμένο άν τοα πού στέκεται πάνω σ’ ένα άλογο πιο πέρα. ’Εκεϊνος ρίχνει μιά παράξενη ματιά στον Τζώννυ καί στον Μπόμπυ κυττάει κλεφτά καί τον ψηλό, αδύνατο σύντροφό του πού κάθεται σ’ ένα άλλο άλογο καί λέει: — Εϊδαμε τούς ερυθροδέρ­ μους νά τούς σκοτώνουν καί νά τούς γδέρνουν τά κεφάλια στην ακροποταμιά. Αύτό έγινε λίγο μετά τό μεσημέρι, αλλά μετά έ­ στησαν χορό γύρω τους. Περι­ μέναμε πολύ γιά νά βρούμε ευ­ καιρία νά πάρουμε τά πτώματα. Φοβόμαστε νά ξεμυτίσουμε άπό τούς θάμνους δπου είμαστε κρυμ μένοι μπάς καί πάθουμε κι’ ε­ μείς τά ίδια. — Πρέπει νά πας νά τούς δώ σης ένα καλό μάθημα, κάπταιν! πετάγεται ό άλλος καβαλλάρης. ’Έχουν πάρει πολύ αέρα. Σιγά - σιγά θά έρχωνται νά σκοτώ­ νουν καί στον καταυλισμό. ’ΊΗ θά τούς χτυπήσης ή τά παρατά με καί φεύγουμε άπό τούτο τον καταραμένο τόπο. Πάμε Μπλάκ. Πρέπει νά προειδοποιήσουμε τον Πηρσον. Λέγοντας αυτά, γυρίζουν τ’ άλογά τους καί βγαίνουν άπό τό φρούριο μέ γοργό καλπασμό. — Λοχία, πές στον σαλπιγ­ κτή νά χτυπήση συναγερμό!, όρύεται ό Μάστερς.


12 — Μια στιγμή κάπταιν !, τον σταματάει ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ. ’Άν έπιτεθής στους έρυθοοδέρμους, θά κάνης τό μεγα­ λύτερο σφάλμα τής ζωής σου. Οι στρατιώτες αυτοί δεν δολο­ φονήθηκαν από ερυθροδέρμους. Τά λόγια του πέφτουν σαν κα νονιά ανάμεσα στους άλλους. Κυττάζουν δλοι σαστισμένοι τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα, ακόμα καί ό Μπόμπυ πού τον ξέρει κα­ λύτερα οπτό τους άλλους. — Τί εννοείς, Τζώννυ Ντέλμοντ; ρωτάει ό λοχαγός. — Αυτό πού είπα. Είναι φα­ νερό ότι κάποιος έχει βαλθή νά σέ φέρη σέ σύγκρουσι μέ τους ερυθροδέρμους. Ποιο θά είναι τό κέρδος του, δεν ξέρω ακόμα. Καί πρέπει νά τό άνακαλύψω. Άλλοιώς κινδυνεύουμε όλοι μας. Καί περισσότερο ή κοπέλλα πού βρίσκεται στά χέρια των Σιού. 'Ο κάπταιν Μάστερς τον κυττάζει υπεροπτικά. Είναι φανερό ότι εχει θιχτή από τό αυστηρό ϋφος του Κάου Μπόϋ Φάντασμα. — Τί σέ κάνει νά βγάζης τέ­ τοια συμπεράσματα; λέει. — Δεν είναι ώρα γιά εξηγή­ σεις, κάπταιν, λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Πές μου, έφτασε τό καραβάνι μέ τά όπλα; — "Οχι, απαντάει ό λοχαγός καί φαίνεται νά συνέρχεται. Καί δέν μπορώ νά καταλάβω γιατί. ’Έπρεπε νά είναι έδώ από ώρα. Καθώς προφέρει την τελευ- * ταία κουβέντα, άκούγεται γορ­ γό ποδοβολητό αλόγου. Στρέ­ φονται όλοι προς την πύλη τού Φρουρίου, άπ5 όπου μπαίνει σάν αστραπή ένα καταϊδρωμένο άλο­ γο.^ "Ενας καβαλλάρης είναι πε σμένος στη σέλλα του, κρατών­ τας αγκαλιά τον τράχηλο τού ζώου. Μέ τό σταμάτημα πού κάν§ι τό άλογο, ό καβαλλάρης

Ό Κάου - Μπόϋ Φεύγει από τή σέλλα καί σωριά­ ζεται χάμω. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί ό κάπταιν Μάστερς είναι οι πρώ­ τοι πού τον πλησιάζουν. Ό πε­ σμένος άνθρωπος φοράει ρούχα άνιχνευτού τού στρατού καί βαρυανασαίνει, ενώ τό πρόσωπό του είναι στρεβλωμένο από μιάν απαίσια γκρι μάτσα. — Κά... κάπταιν! ψελλίζει. Δηλητήριο... Οι έρυθρόδελρμοι δηλητήριασαν την πηγή... Πέθαναν όλοι! — Πές τα μέ τή σειρά, γιά όνομα τού Θεού!, κάνει μέ ύφος αγωνιώδες ό κάπταιν. —- Είμαι ό "Ηβανς, λέει ό άλλος καταβάλλοντας ύπερόινθρωπη προσπάθεια. Ανιχνευτής τού καραβανιού πού έφερνε τά όπλα. Κοντεύαμε νά φτάσουμε, όταν ήρθαν καί μάς πρόφτασαν δύο στρατιώτες. Μάς είπαν ότι τούς έλεγαν Χΐλ καί Μπέηκερ καί ότι έφερναν διαταγές από σένα. Μάς είπαν ότι τό φρούοιο είχε φασαρίες ιμέ τούς έρυθροδέρμους καί ότι δέν- έπρεπε νά προχωρήσουμε. Μάς ώδήγησαν σέ μιά πηγή, κοντά σέ κάτι λεύκες καί κρύψαμε^ τ’ αμάξια. Μετά έφυγαν. Εμείς καθήσαμε νά πιούμε λίγο νερό καί λύσαμε τ’ άλογα νά τά ποτίσουμε. Ξα­ φνικά, άρχισαν νά σωριάζωνται όλοι χάμω, ουρλιάζοντας πονεμένα, καί νά πεθαίνουν ό ένας μετά τον άλλον. Μόνο έγώ βρή­ κα δύναμι νά καβαλλήσω ένα ά­ λογο καί νά... Γιατρό! Πεθαίνω! ■*· * ★ 'Ο κάπταιν Μάστερς πετάγε­ ται όρθιος καί δίνει κοφτές διατογές. Μερικοί στρατιώτες ση­ κώνουν από χάμω τον ’Ήβανς γιά νά τον μεταφέρουν στο ια­ τρείο. 'Ο λοχαγός γυρίζει στον Κάου Μπόϋ Φάντασμρ,


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

13

,— Μήπως θά 6ττερ<χστηστής ιτάλι τούς έρνθροδέρμους; ρω­ τάει χλευαστιικά. Δέν ξέρω/ τί βλακείες έκαναν ό Χΐλ και ό Μπέηκερ, άλλα, πάντως, οί Σιού εΤναι κτήνη καί, μά την α­ λήθεια, θά την πληρώσουν αυτή την κτηνωδία τους! '"Αν θέλης έλα μαζί μας. θά προσπαθή­ σουμε νά γλυτώσουμε και την κ απέλλα. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ τον αν­ τιμετωπίζει μέ θάρρος. —Κάπταιν Μάστερς, παραλογίζεσαι!, του φώναζει. Πέφτεις θύμα μιας τρομερής πλέ­ κτα νης. Αυτό θά το 81απιστώσης άν καθήσης και σκεφτής οτι οί στρατιώτες πού πήγοίν και ειδοποίησαν πριν από λίγη ώρα το καραβάνι, σκοτώθηκαν άπό τούς έρυθροδέρμους το μεσημέρι — σύμφωνα μέ τά λεγάμενα των Μπλάκ και Κόχεν! Κι’ άμα τό καταλάβης αυτό/ έλα νά μάς βρής στον καταυλισμό τού Πήρσον. Λέγοντας αυτά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα δίνει ένα καταπληκτι κό σάλτο και βρίσκεται στη σέλ λα του αλόγου του. Ό Μπόμπυ ρίχνει μιά φοβισμένη μοοτιά γύ­ ρω του, ατά βλοσυρά πρόσωπα των στρατιωτών, σφαρφαλώνει μετά όπως - δπως στο άλογό του και ξεκινάει πίσω άπό τον Τζώννυ πού απομακρύνεται άπό τό φρούριο μέ γοργό καλπασμό. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ τρέχει σάν αστραπή μπροστά. Τό πρό σωπό του εχει πάρει μιά γρανι τένια εκφροοσί, πού δείχνει καθαοά ποια είναι ή άπόφασί του γι.ά τούς καταχθόνιους αντιπά­ λους του. 'Ο Μπόμπυ προσπαθεί νά τον Φθάση και συγκρατεΐ μέ δυσκο­ λία τούς λυγμούς πού συγκλονί­ ζουν τό στήθος του. Ξέρει τί πρόκειται νά έπακολουθήση κι*

Λ ΤΑΝ φτάνουν στον καταυ*-/ λισμό του Πήρσον, έχει αρ­ χίσει νά πέφτη τό πρώτο σκο­ τάδι. Πολύ σύντομα θά βγή τό Φεγγάρι και ό Γαλάζιος Αε­ τός,^ νομίζοντας ότι ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα και ό φίλος του τον έχουν γελάσει, θά άρχίση νά βασανίζη την "Αννυ. 'Η καρδιά του Τζώννυ κον­ τεύει νά σπάση άπό τό άγριο χτύπημα. Στην άκρη του καταυλισμού ξεκαβαλλάει. Ό Μπόμπυ τον μιμείται. Καθώς άκολουθεΐ τον φίλο του, τά πόδια του τρέμουν. Μά δέ βγάζει λέξι διαμαρτυ­ ρίας άπό τό στόμα του. Κατα­ λαβαίνει ότι απ’ αυτά πού πρό­ κειται νά συμβούν κρέμεται ή ζωή τής άδερφης του. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα προ χωρεΐ σάν πραγματικό φάντασμα άνάμεσα στα ξύλινα κτίρια τού καταυλισμού, ώσπου φτάνει στο κατάστημα τού Πήρσον. "Οπως πρόσεξε τό πρωί συνέχεια στο κατάστημα, πρός τά πίσω, υπάρ χει ολόκληοο σπίτι και χωρι­ στός σταύλος. "Ενα δωμάτιο τού σπιτιού είναι φωτισμένο. Τραβάει τό έξάσφαιρό του και πλησιάζει πρός την πόρτα. 'Ο Μπόμπυ τον άκολουθεΐ, τρέ-

#Τ0 Τ9ν γφ&ι τρ9#9ι

μρντςχς φλόκληρος, Σφίγγιμ

Ή

σύγκρουσι


Ό 1£άου — Μπόϋ σαγόνια του για νά μή χτυπούν τα δόντια του καί τους άκουση κανένας. 'Ο Τζώννυ έτοιμάζεται νά δώ ση κλωτσιά στην πόρτα καί νά την άνοιξη διάπλατα, όταν φτά νη στ’ αυτιά του μιά φωνή. Εί­ ναι η φωνή του Πήρσον καί άκούγεται μέσα από τό φωτισμέ­ νο δωμάτιο του σπιτιού. — Πρέπει νά φύγουμε γιά την πηγή, λέει. Φαντάζομαι ότι δεν θά έχη μείνη κανένας ζωντα­ νός, τώρα, από τους ανθρώπους του καραβανιού. "Οσο είναι νύ­ χτα, θά μεταφέρουμε τά όπλα καί τά πολεμοφόδια στους λό­ φους καί θά τά κρύψουμε στη σπηλιά που ξέρετε. Καί αύριο θά πάμε νά δούμε τον Γαλάζιο ’Αετό, τον αρχηγό των ΣιοΟ. Θά τον πείσσυμε ότι ό Μάστερς εί­ ναι έτοιμος νά κάνη πόλεμο καί θά δήτε που θά θέληση αμέσως νά άγοράση τά όπλα μας. ΚΓ απ’ ότι ξέρω, εχει άοθονο χρυ­ σάφι... Μετά, θά του δίνουμε α­ πό δώ πέρα, γιατί τό... κλίμα, δεν θά είναι καθόλ,ου ευχάριστο. — ΚΓ ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα; ρωτάει μιά άγνωστη φω­ νή. Αές νά έχη καταλάβει τίπο­ τα; —Μπά, δεν φαντάζομαι, α­ παντάει μέ βεβαιότητα ό Πηοοτ>ν; Τον λένε έξυπνο αλλά δεν είναι δυνατόν νά κόβη τόσο πο­ λύ τό μυαλό του. Πάντως, καί νά έχη καταλάβει τίποτα, δεν θά προφθάση νά τό χρησιμοποιησηχ "Αμα αρχίση ή μάχη, θά χαθή κΓ αυτός, όπως θά χαθούν όλοι. Καί θά γίνη μάχη γιατί σίγουρα ό Μάστερς έχει γίνει εξω φρένων γιά τον θάνατο των στρατιωτών του. -— Τό αστείο είναι ότι έχαψε αμέσως τό παραμύθι πού του σέρβιρα γιά τούς έρυθροδέρμους!, λέει καγχάζοντας ό Μπλάκ. Φαντάζομαι τί μούτρα

θά κάνη άμα άνακαλύψη την α­ λήθεια... "Αν ζήση γιά νά την άνακαλύψη, δηλαδή. Οι κακούργοι ξεσπούν σέ δυ­ νατό γέλιο γιά τό «αστείο» τού Μπλάικ. Πρώτος σοβαρεύεται ό Πήρσον καί τούς λέει νά σωπάσουν. — Παρατήστε τά καλαμπού­ ρια καί πηγαίνετε γρήγορα στον σταύλο νά σελλώσετε τ’ άλογα, προστάζει. Δέν πρέπει νά χάνου με καιρό. — Δέν πρόκειται νά πάτε πςυθχνά, Πήρσον! λέει ξαφνικά μιά διαπεραστική φώνή. 'Ο Πήρσον. ό Μπλάικ, ό Κόχεν καί ό δεύτερος από τούς σκληροπρόσωπους τύπους πού είχαν στήσει ένέδρα στον Τζών­ νυ καί στον Μπόμπυ, στριφογυ­ ρίζουν ξαφνιασμένοι προς τό μέ ρος τής φωνής. 'Ο Τζώνυ Ντέλμοντ στέκε­ ται στην ανοιχτή πόρτα, μέ μιάν αποφασισμένη έκφρασι στο πρόσωπό του καί τούς ση­ μαδεύει μέ τό έξάσφαιρό του. 'Ο Μπόμπυ στέκεται δίπλα του βαστώντας τό δικό του, άλλα τρέμει τόσο πολύ πού καί νά πυροβο-λήση ακόμα, είναι αμφί­ βολο άν θά μπόρεση νά χτυπήση.... πλοίο! Τά πρόσωπά τους γεμίζουν έκπληξι. Καί μετά, φριχτές βλα στήμιες βγαίνουν από τά στό­ ματά τους. —- Ακίνητοι όλοι ! προστά­ ζει^ ο Καου Μποϋ Φάντασμα, βλέποντας χέρια νά γλιστρούν ύπουλα προς τά έξάσφαιρα. Α­ σφαλώς, δέν περί μένατε νά μέ δήτε. Π ιστεύατε ότι κανένας δέν 8α καταλάβαινε τό σχέδιό σας νά φέρετε λευκούς κΓ έρυθρσδέρ μους^ σέ πόλεμο, ντύνοντας τον Μπράκ^ καί τόν^ Κόχεν μέ στρα­ τιωτικά καί βάζοντάς τους νά διαποάξουν μερικά αποτρόπαια εγκλήματα. Σκοπός σας ήταν


ΦΑΝΤΑΣΜΑ νά πουλήσετε ΐά όπλα που Θά κλέβατε από το καραβάνι. Εί­ χατε μάθη το μυστικό, δεν ξέρω με ποιόν τρόπο, και άποφασίσα τε νά μην άφήσετε την ευκαιρία νά πάη χαμένη. Αλλά τά κα= τάλαβα όλα έγκαίρως! Καί σ’ αυτό με βοηθήσατε έσείς. — Έμεΐς; γρυλλίζει ό Πήρσον. Δεν Θά είσαι με τά καλά σου, φαίνεται! —-Καί, όμως, κάνατε χοντρά λάθη, του απαντάει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Πρώτα - πρώτα άς πάρουμε τήν ένέδρα. Μόλις δια πίστωσα ποιος την είχε στήσει, άρχισα νά ύποψιάζωμαι. Μετά, άς πάρουμε τό ψέμα του Μπλάκ καί του Κόχεν γιά τό σφάξιμο τών στρατιωτών από τούς ερυ­ θροδέρμους... Οί ερυθρόδερμοι ποτέ δεν σφάζουν τά θόμοοτά τους στον λαιμό. Πέφτουν πάνω τους, συνήθως, δλοι μαζί καί τά κομματιάζουν μέ τά μαχαίρια τους. "Οσο γιά τό γδάρσιμο τών κεφαλιών φαινόταν καθαρά πως είχε γίνει από χέρι ατζα­ μή. Καί οί έρυθρόδερμοι είναι άσσοι σ’ αυτή τη δουλειά. Καί, τό τελευταίο, ποτέ δέν Θ’ άφη­ ναν τά άλογα τών στρατιωτών γιά νά τά βρουν οί μπράβοι σου καί νά τά μεταφέρουν τά πτώματα στο φρούριο. Είναι γνωστό δτι οί έρυθρόδερμοι έ­ χουν έλλειψι άπρ άλογα καί δτι πολλές φορές σκοτώνουν λευ­ κούς μόνο καί μόνο γιά νά τούς άρπα ξου ν τά ζώα. Μά καί πάλι δέν ήμουν σίγουρος γιά την ενθγη σας. "Ωσπου έφτασε στό φρούριο μισοπεθαμένος ό ’Ή­ βανς.... — Ποιος ’Ήβανς; ρωτάει ό Πηρσον στενεύοντας τά μάτια. —'Ο ανιχνευτής του καραβα νι ου μέ τά όπλα, άπαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί τον καρφώνει μέ πυρωμένο βλέμμα. τΗταν ό μόνος που έζησε από

15 τό δηλητήριο που έρριξαν ο! μπράβοι σου στην πηγή. Πρώτα έρριξαν τό δηλητήριο καί μετά, ντυμένοι πάντοτε μέ τις στρα­ τιωτικές στολές, πήγαν^ καί εί­ παν στον ’Ήβανς ότι έρχονταν από τον Μάστερς καί ότι κατά διαταγήν του δέν έπρεπε νά πλη σιάσουν στό φρούριο. 7Ηταν... Μέ μιά άγρια βλαστήμια^ ό Τζόε Πηρσον τινάζει^ τό χέρι του προς τό έξάσφαιρό του. Εί­ ναι πολύ γρήγορος. Καταφέρνει νά τραβήξη καί νά πυροβολήση ταυτόχρονα μέ τον Τζώννυ Ντέλ μοντ. Μά πάνω στη βιασύνη του δέν σημαδεύει καλά καί ή σφαί­ ρα του πάει χαμένη. Ένώ ή σφαίρα του Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα τον πετυχαίνει στον ώμο καί τον φέρνει βόλτα. Ό Πήρσον πετάει τό πιστόλι του καί σωριάζεται χάμω βογγώντας πο νεμένα. , Ταυτόχρονα * μιά σφαίρα από τό έξάσφαιρό τού άγνωστου κα­ κοποιού πετάει το έξάσφαιρό άπό τό χέρι του Τζώννυ. Λες κι’ είναι συνεννοημένοι ό Μπλάκ καί ό Κόχεν πέφτουν πάνω του μέ ορμή καί τον παρασύρουν στό πάτωμα. Ό Μπόμπυ τά βλέπει όλα αυτά αλλά τον έχει παραλύσει τόσο πολύ ό φόβος πού δέ μπο­ ρεί νά τραβήξη την σκανδάλη τοΰ έξοσφαίρου του. Ό άγνω­ στος κακοποιός τό καταλαβαί­ νει αυτό. Πλησιάζει άφοβα, καγ χάζοντας καί σηκώνοντας τό έ­ ξάσφαιρό του, τό κατεβάζει μέ ορμή στό κεφάλι του Μπόμπυ. Αυτό είναι τό μεγαλύτερο σφάλμα τής ζωής του. Γιατί, έξ άλλος άπό τό χτύπημα, ό Μπόμ πυ βγάζει ένα παράξενο ουρλια χτό άπό τό στόμα του καί, σάν αυτόματο, τινάζει τή γροθιά του καί πετυχαίνει τον κακοττοιό στό πρόσωπο καί τον στέλνει


Ό Κάου - Μπ40 νά κυλιστή αναίσθητος στο πά­ τημα. — Ποΰ είναι οι άλλοι νά τούς λιανίσω τά κόκκαλα, ουρλιάζει ό Μπόμπυ και ρίχνεται πάνω στον Κόχεν και στον Μπλάκ ττού άνταλιλάσσουν γροθιές μέ τον Τζώννυ Ντέλμοντ. Την ϊδια στιγμή άκούγεται ποδοβολητό άλογων, μια κοφτή διαταγή και μετά τρεχάτα βή­ ματα. 'Ο κάπταιν Μάστερς άνοίγει τήν πόρτα και όρμάει μέ σα μέ ,μιά ομάδα στρατιωτών άπό τήν ανοιχτή πόρτα. Είναι ή στιγμή που ό Τζώννυ και ό Μπόμπυ εξουδετερώνουν τους αντιπάλους τους μέ δύο τελευ­ ταίες γροθιές. — Μά τί συμβαίνει έδώ πέ­ ρα, λοιπόν; κάνει κατάπληκτος ό Μάστερς. — Δέν έχουμε καιρό γιά χά­ σιμο, τού απαντάει βιαστικά ό Τζώννυ μαζεύοντας από χάμω το έξάσφαιρό του. Δέσε τούς κακοποιούς καί φέρτους στο χω­ ριό τών Σιοΰ. Τρέχουμε μπρο­ στά νά τους προλάβουμε μπάς και σκοτώσουν τήν ’Άννυϊ.. Πά με Μπόμπυ! Λ

'*

*

Ή ’Άννυ έχει περάσει ώρες αγωνίας δλη τή μέρα και τώρα, μέ το πέσιμο τής νύχτας, ή άγω νία γίνεται έφιάλτης. Οι ερυθρό δερμοι είναι ανήσυχοι καί κάθε τόσο μαζεύονται γύρω άπό τή σκηνή τού αρχηγού καί ουρλιά­ ζουν απειλές καί κατάρες. Μόλις βγαίνει το Φεγγάρι, έρχονται δύο πολεμιστές καί τήν βγάζουν έξω μέ άσχημο τρό πο. Τήν πάνε στήν πλατεία ο­ πού είναι αναμμένη μιά μεγάλη φωτιά. Γύρω άπό τήν πλατεία είναι μαζεμένο δλο το χωριό κι* ό φύλαρχος Γαλάζιος Αετός. 'Ο τελευταίος τήν πλησιάζει καί μέ ϋφος περιφρονητικό τής λέει:

— Χλωμά άδέρφια σου ψεύ­ τες! Φεγγάρι βγαίνει, αύτσΐ άκάμα φανούν. Γαλάζιος Αετός είναι έτοιμος νά δώση διαταγή γιά το θανάτωμά της, δταν ξα­ φνικά άκούγεται γοργός καλπα­ σμός άλογων καί δύο καβαλλάρηδες όρμούν σά.ν σίφουνες μέ­ σα στήν πλατεία του χωριού. —· Σταματήστε! φωνάζει έξ­ αλλος ό Τζώννυ Ντέλμοντ, κατα­ λαβαίνοντας μέ τήν πρώτη μα­ τιά τί^συμβαίνει. Μ’ ένα πήδη:μα βρίσκεται κά­ τω άπό τ’ άλογό του καί δίπλα στήν ’Άννυ, που άπό τή χαρά της δέ μπορεί νά κράτηση τά δάκρυα. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα άρχίζει νά μιλάη μέ γρήγο­ ρες κοφτές κουβέντες. 'Ο άσπρομάλλης φύλαρχος κουνάει τό κεφάλι του μέ κατανόησι. Καί, δταν σέ λίγο καταφθάνει ό Μάστερς μέ τους δέσμιους κακό ποιούς,^ πείθεται πέρα γιά πέ­ ρα δτί οί χλώμοΐ πολεμιστές αγαπούν τούς έρυθροδέρμους καί θέλουν νά ζήσουν ειρηνικά μαζί τους? ΚΓ έτσι, αντί γιά^ τον χορό τού πολέμου, καί τοΰ θανάτου, οί Σιοΰ χορεύουν τον χορό τής ευτυχίας εκείνο τό βράδυ, γύρω άπό τή μεγάλη φωτιά, προς τι­ μή τού Κάου Μπόυ Φάντασμα καί τής παρέας του καί τοΰ κάπταιν Μάστερς καί τών χλωμών πολεμιστών του. Οί τρεις φίλοι γελούν όλόκλη ροι άπό τήν χαρά τους. Μόνον ό Μάστερς υποφέρει άπό άγνωία. — ’Άν δέν μοΰ πής τί έγινε ακριβώς, θά σκάσω άπό περιέρ γεια, λέει σέ μιά στιγμή στον Τέώννυ. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα, δέν τοΰ χαλάει χατήρι. Αρχίζει νά τού λέη μέ λεπτομέρειες δλσ τό σχέδιο κΓ όλες τις ένεργειες τού καταχθόνιου Τζόε Πήρσον.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ *Η γιορτή των έρυθροδέρμων κρατάει μέχρις άργά τήν νύχτα, άλλα οι τρεις φίλοι, δεν αντέ­ χουν. Κατάκοποι όπως είναι α­ πό τήν περιπέτεια καί τήν άγω νία, άποκοιμούνται βαθειά καί, όταν ξυπνούν τήν άλλη μέρα, δι απιστώνουν ότι κοντεύει μεση­ μέρι. — Γρήγορα, να βιαστούμε !> λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Ή μέ­ ρα φεύγει. — Βέβαια, τί καθόμαστε !, κάνει ό Μπόμπυ μέ κωμική άγα νάικτησι. Θά χάσουμε τό τραίνο Βρέ κάτι μυστήρια! Τώρα πού έδέησε ό Θεός να βρούμε ευκαι­ ρία νά άναπάψουμε τό κοκκαλάκι μας, μάς έπιασε ή φούρια.... Πού θά πας μωρέ Τζώννυ; Σέ κανένα μέρος όπου... παραθερί­ ζουν κακοποιοί, πάλι ; Αμάν πιά, βαρέθηκα ν’ ακούω πυροβο λισμούς ! Κοντεύουν νά βουλώ­ σουν τ’ αυτιά μου! 'Ο Τζώννυ καί ή ’Άννυ βά­ ζουν τά γέλια όπως συνήθως μέ τή γκρίνια τού Μπόμπυ. — ’Έννοι σου, τού λέει μετά ό Τζώννυ. Τούτη τή φορά θά πά με κάπου που σ’ αρέσει. — Πού; ρωτούν μ’ ένα στόμα ό Μπόμπυ καί ή ’Άννυ. —Στο Σίλβερ Σίτυ, απαν­ τάει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Κάθε χρόνο, τέτοια έποχή, γίνε­ ται ροντέο. Θά πάμε νά δούμε τις κούρσες καί τό ήμέρωμα των αγρίων άλογων καί των ταύ ρων. Τά δύο άδέλφια άρχίζουν νά χοροπηδούν άπό τή χαρά τους. — Γιάχου!, φωνάζει ό Μπό>μ πυ κατενθσυσιοοσμένος, κάνοντας τους ερυθροδέρμους νά ξαφνια­ στούν καί ξεχνώντας τελείως τήν γκρίνια του. Πές μου τέτοια καί θά είσαι ό καλύτερός μου

17 φίλος! Πώ, πώ, τί έχει νά γί·* νη! Θά δαμάσω ταύρους ώσπου νά μέ πονέση ή μέση μου. ΚΓ άμα μού κάνει τον ζόρικο κα­ νείς, θά τον βάλω νά κουτουλήση μαζί μου καί νά δής που θά πάη ν’ άλλάξη κεφάλι! 'Ο Τζώννυ καί ή ’Άννυ βά­ ζουν πάλι τά γέλια. Αποχαιρε­ τούν τον Γαλάζιο Αετό καί τον Κάπταιν Μάστερς καί φεύγουν άπό τό χωριό μέ γοργό καλπα­ σμό. Μέ τή σκέψι τού ροντέο, ό Μπό'μπυ, ακολουθεί γιά πρώτη φορά τούς δύο συντρόφους του μέ προθυμία. Καί κάνει άσταμά τητα όνειρα γιά τό πόσο θά 6ιασκεδάση. Μά φαίνεται ότι είναι άτυχος γιατί, όταν τό άπόγευμα τής δεύτερης μέρας τού ταξιδιού τους φτάνουν στήν κορυφή ένός υψώματος άπ’ οπού φαίνεται τό Σίλβερ Σίτυ, μένουν κατάπλη­ κτα·. Ή πόλι είναι τυλιγμένη σ’ ένα σύννεφο μαύρου καπνού. Στ’ αυτιά τους φτάνουν απα­ νωτοί πυροβολισμοί καί τρομα­ γμένες φωνές. — Καίγεται τό Σίλβερ Σί­ τυ !, άναφωνεϊ ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ. Μά αυτοί οι πυροβολισμοί τί ρόλο παίζουν; Κάτι σοβαρό θά συμβαίνη. Πάμε! Ροβολάει πρώτος άπό τό ύ­ ψωμα καί ή ’Άννυ ακολουθεί. Τό πρόσωπο τού Μπόμπυ συσπάται άπό μιά γκρι μάτσα γεμάτη πα­ ράπονο. — Πάει το ροντέο μου!, κλα ψουρίζει. Φαίνεται πώς έκαναν οι ταύροι τήν προσευχή τους γιά νά γλυτώσουν άπό τά χέρια μου! Κλαίγοντας σχεδόν, σπηρουνίζει τό άλογό του καί τρέχει ξωπίσω στους φίλους του. ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ


Γ

νΕρχονται

Στο 5ο τεύχος τοΰ «Κάου-Μπόϋ Φάντασμα» πού κυκλοφορεί τήν ερχόμενη Τετάρτη.

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ' ΦΑΝΤΑΣΜΑ» - Τεύχος 4 - Τιμή 1,50 δραχ. Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. -Λέκκα 22 Άθήναι (125)



Οί Ασσοι του Ποδοσφαίρου

Α. ΠΑΠΑΤΟΑΝΝΟΥ


ΠλνΊφοφορύ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ



Τρόμος στο Σίλβερ Σ ίτυ

ζοντας καί αδειάζοντας τά έξάσΦαιρά τους. ΟΙ κάτοικοι τοΰ Σίλβερ Σίτυ ΑΘΩΣ οί τρεις φίλοι τρέ­ σκορπίζουν δεξιά καί^ αριστερά, χουν ασυγκράτητοι προς:, τό μη ξέροντας από που νά φυλα­ Σίλβερ Σίτυ, ή πόλι ζή στιγμέςχτουν, καί ό πανικός τους με­ άγωνίας και τρόμου. 'Ο περι­ γαλώνει, καθώς οι φλόγες άπλώ βόητος εκτός νόμου Ντάτς Μ α­ νονται παντού καί απειλούν καί λόη και ή συμμορία του, άφοΰ τά διπλανά κτίρια. Καί στο με­ έχουν βάλει φωτιά σε μερικά α­ ταξύ, μέσα σ’ όλο αυτό τό παν­ πό τά ξύλινα κτίρια που ορθώ­ δαιμόνιο, μερικοί από τους αν­ νονται στα πιο έπίκαιρα ση­ θρώπους του Ντάτς Μαλόη, ε­ μεία, τρέχουν πάνω κάτω στον κείνοι που δέν είναι απασχολη­ δρόμο μέ τ* άλογά τους, ουρλιά­ μένοι μέ την τρομοκρατία των

Κ


Α Κατοίκων της πόλης, έκτελούν κατά γράμμα κάτι άλλες διατα­ γές τού αρχηγού τους. 'Ο Ντάτς Μαλόη, άστράφτοντας ολόκληρος άπό ΙκανοποίηΓσι, στέκεται με τό άλογό του πάνω ακριβώς από τό μέρος ό­ που κείτεται νεκρός ό σερίφης του Σίλβερ Σίτυ. 9Ηταν ό πρώ­ τος πού πέθανε καί ό μόνος πού προσπάθησε νά κόψη τον δρόμο τών κακοποιών. Κάθε τόσο, ό Ντάτς Μαλόη, πού ή συμμορία του έχει απο­ κτήσει τό τίτλο οί Τρομοκρά­ τες τών Συνόρων, γιατί χτυπά­ ει μόνο παραμεθοριακές πόλεις όπου άργεΐ νά φτάση βοήθεια, κυττάζει τό πτώμα του νεκρού εκπρόσωπου του νόμου καί καγ­ χάζει. Καί όταν σέ λίγο οί λι­ γοστοί άνθρωποί του πού δεν έλαβαν μέρος στην τρομοκρα­ τία έρχονται φορτωμένοι καί του λένε ότι όλα πήγαν καλά, γελάει ευχαριστημένα καί φωνά­ ζει μέ την βροντερή φωνή του: —Εντάξει, παιδιά! Αρκετά διασκεδάσαμε. Τό Σίλβερ Σίτυ δεν πρόκειται νά ξεχάση ποτέ τον Ντάτς Μαλόη καί την πα­ ρέα του, ύστερα απ’ αυτά πού έγιναν... Καλύτερα νά πηγαί­ νουμε τώρα! Ξεκινάει πρώτος προς την άκρη τής πάλης. Οί συμμορίτες του εγκαταλείπουν τελείως α­ πρόθυμα τό τρομοκρατικό τους αλώνισμα καί τον ακολουθούν. Πολύ θά ήθελαν νά μείνουν καί νά συνεχίσουν τό όργιο του αί­ ματος καί του τρόμου, αλλά, ό­ ταν μιλάη 6 Ντάτς Μαλόη, όλοι υπακούουν. Έξ άλλου, ή φωτιά προχωράει γοργά καί σέ λίγο δεν θά έχη μείνει τίποτα όρθιο. Τό ξέρουν όλοι αυτό, μά κα­ νένας τους δεν συγκινεϊται. Εί­ ναι όλοι τους πωρωμένοι δολο­ φόνοι, δίχως καρδιά, δίχως συν­ είδησή Βγαίνουν από την πάλι

Ό Κάου - Μπόϋ ανενόχλητοι καί άπομακρύνονται μέ γοργό καλπασμό, ρίχνον τας στον αέρα τις τελευταίες σφαίρες τών πιστολιών τους καί γιουχαΐζοντας. Τήν στιγμή πού αυτοί άπομακρ ύ ν ο ν τ α ι σάν νά μη συμβαίνη^ τίποτα, από τήν άλλη άκρη τής πόλης μπαίνει 6 Ντέλμοντ, ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα, μέ τον Μπό,μπυ καί τήν "Αννυ Σμίθ. Ό κό­ σμος νομίζοντας ότι εΐναι καί αυτοί κακοποιοί πού έμειναν πί σω από τούς άλλους, σπεύδουν νά σκορπίσουν πάλι. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ ρίχνει μια ματιά γύρω του στή φωτιά καί στον κόσμο καί καταλαβαί­ νει τί περίπου έχει συμβή. Πη­ δάει από τό άλογό του καί στα­ ματάει τό πρώτο από τούς αν­ θρώπους πού περνάει δίπλα του τρομαγμένος. — Είμαστε^ φίλοι καί θέλου­ με νά βοηθήσουμε, τοΰ λέει. Φώναξε καί τούς άλλους. Νά πάρουν κουβάδες καί νά έρθουν νά σβήσουμε τή φωτιά!... Μή μέ κυττάξης έτσι, σου είπα ότι εί­ μαι φίλος! Τρέξε γρήγορα! 'Ο άνθρωπος εκείνος τον κυττάζει δύσπιστα, γιά μια στιγμή καί μετά, διοατιστώνοντας ότι δέν έχει νά κάνη μέ κακοποιό, κουνάει τό κεφάλι του πολλές φορές καί αρχίζει νά τρέχη, φωνάζοντας ονόματα. ’Έξω από τον σταυλο, τό μά­ τι του Τζώννυ Ντέλμοντ έχει πάρει ένα τεράστιο πηγάδι καί δύο μεγάλες ποτίστρες γιά ά« λογα% —Ελάτε μαζί μου!, φωνάζει στούς δύο συντρόφους του καί τρέχει πρόο τά εκεί. Ή ’Άννυ πηδάει από τό άλο= γό της καί τον ακολουθεί πρό­ θυμα. 'Ο Μπόμπυ κοντοστέκε­ ται. 'Ο καημός του γιά τό χά° σιμό τού ροντέο είναι μεγάλος


ΦΑΝ'ΓΑΧΜΑ καί, έξαλλου, δεν έχει καμμιάν ορεξι νά γίνη πυροσβέστης. Γι* αυτό, στραβώνει τά μούτρα καί ακολουθεί τον φίλο του μέ μί­ ση καρδιά. — Μη μου ζητήσης νά πλησι άσω τη φωτιά!, δηλώνει ορθά κοφτά. Φτάνει που κοντεύω νά κουφαθώ από τις πιστόλιές που ακούω κάθε τόσο. Είναι άνάγκη νά κάψω και τις βλεφαρίδες μου τώρα; 3Έ, οχι! Μά κανένας 6έν εχει ορεξι νά γελάση μέ τό αστείο του. Ό Τζώννυ μέ την ’Άννυ και δσοι έχουν τρέξει ξεθαρρεμένοι, κρα τώντας κουβάδες, πασχίζουν νά σβήσουν την φωτιά, προτού άπλωθη καί στά υπόλοιπα κτί­ ρια. Τρέμοντας νά πλησιάση τη φωτιά, ό Μπόμπυ βρίσκει ένα πόστο που τον βολεύει περισ­ σότερο. Δίνει μιά σπρωξιά σέ κάποιον που τον έχει προλάβει καί αναλαμβάνει την άντλία. Καί τότε αρχίζει μιά πει­ σματική μάχη ανάμεσα σέ φω­ τιά καί άνθρώπους. Εκείνη προσπαθεί ν’ άπλωθη καί ν’ άγ= καλιάση όλόκληρη την πόλι μέ τις καταστροφικές της φλόγες καί οι άνθρωποι τρέχουν καταϊδρωμένοι κουβαλώντας νερό καί προσπαθώντας νά την περί© ρίσουν. Μέ τό πρόσωπο^ ξαναμμένο καί γιαλιστερό από τον ιδρώ­ τα, ό Τζώννυ Ντέλμσντ μοιρά­ ζει διαταγές δεξιά καί αριστε­ ρά, σάν πεπειραμένος στρατη­ γός στη μάχη καί συναρπάζει τους άλλους μέ την ψυχραι'μία του καί την γρήγορη σκέψι του. Οι διαταγές του φέρνουν καλά αποτελέσματα. Ή φωτιά περιο­ ρίζεται καί αρχίζει νά υποχαρη. ^ "Οσες από τις γυναίκες καί τά παιδιά μπορούν, προσφέ­ ρουν την βοήθειά τους. Οι όττόλοιπες στέκονται παράμερα γο*

νατιστές καί προσεύχονται γιά νά γίνη τό θαΟιμα. Καί τελικά, τό θαύμα γίνε­ ται ! Κοντά την αυγή, ή φωτιά σβήνεται τελείως καί, μολονό­ τι ψόφιοι από την κούρασι, λοι, βρίσκουν λίγη δύναμι γιά νά ζητωκραυγάσουν. Ό Τζώννυ τους συμβουλεύει νά πάνε στά σπίτια τους γιά ϋπνο. Μόλις ξημερώση μπορούν νά διαπι­ στώσουν τΐ χάθηκε καί τί έμει­ νε. Μέ δυσκολία γλυτώνει από τις γυναίκες που τον αγκαλιά­ ζουν καί τον ευχαριστούν μέ κλάματα καί τους άντρες που θέλουν νά του σφίξουν τό χέρι» Πάνω στην άναμπουμπουλα, έ­ χουν μάθει από την 3Άννυ καί τον Μπόμπυ ποιος είναι καί τους έχει πιάσει κυριολεκτικά δέος, γιατί βλέπουν πώς όσα λέγονται γι’ αυτόν είναι άληθινά. Πάνε στό σπίτι του δημάρ­ χου, που επιμένει νά τους φιλοξενήση. Ό Μπόμπυ περπα­ τάει καμπουριοεστά καί σέ κφ° θε του βήμα βογγάει. "Από φό­ βο μήπως τον βάλουν νά ρίξη κανένα κουβά νερό στή^ φωτιά, δέν τό κούνησε ρούπι όεπό τήν αντλία καί έχει πιαστή όλόκλη*ρος από την πολλή δουλειά» -— 3'Πχ, βσγγάει. Καί δέκα ταύροι νά μέ γκρέμιζαν 0®® την πλάτη τους, δέν θά πάθαινα τέτοιο καψόνι!

Στα ίχνη των τρομοκρατών ΑΡ3 ΟΛΟ που κοιμάται |ΐ4> νον έλάχιστες ώρες, ό Κσου Μπόϋ Φάντασμα νοιώθει τελεα® ως ανανεωμένος τήν άλλη μέρα. Ή ’Άννυ είναι φανερά κουρα­ σμένη, ενώ ό Μπόμπυ είναι σάν να υποφέρη άπό αρθριτικά.

Π

— Ά I 3'Πχ! κάνη σέ


ξ3 του βήμα, συνοδεύοντας τα βογ γητά με κωμικούς μορφασμούς. Οί τρεΐς φίλοι τρώνε κάτι βι­ αστικά και β ναι νουν στον δρό­ μο για νά δουν τις ζημιές. Ε­ κτός άπό τον σερίφη, έχουν σκοτωθή άλλοι δύο. Τά σττίτια τι ου είχαν πιάσει φωτιά είναι σχεδόν κατεστραμμένα, άλλα ευτυχώς, πέρα άπ* αυτά δεν Έ­ χει πάθει κανένα άλλο τίποτα. Μόνο πού τα περισσότερα έ­ χουν λεηλατηθή καί, το χειρότε­ ρο απ’ όλα, ληστεύτηκε τό χρη­ ματοκιβώτιο της τράπεζας. — Τίνος συμμορία ήταν; ρω­ τάει βλοσυρά ό Τζώννυ Ντέλμοντ. — Τοΰ Ντάτς Μαλόη! του ά παντάει κάποιος. 'Ο Τζώννυ άναπηδάει, από έκπληξι, καί ό Μπόμπυ με την 5Άννυ άλληλοκυττάζονται ανή­ συχα. Είναι ξακουστοί για τά εγκλήματα τους ό Μαλόη καί οί συμμορίτες του. Καταζη­ τούνται σέ ολόκληρο τό Τέξας, αλλά όποιος εκπρόσωπος τού νόμου τολμάει νά βρεθη στο δρόμο τους πεθαίνει, όπως πέθανε χτες τό βράδυ ό σερίφης τοΰ Σίλβερ Σίτυ. — Τούτη τη φορά δεν θά μου γλυτώσουν!, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα μέσα άπό σφιγμένα δόντια. Πολλές Φορές έχει έπιδιώΗει νά σύναντηθή μέ τους περιβόη­ τους Τοομοκοάτες των Συνόοων αλλά οί δρόμοι τους δεν δια­ σταυρώθηκαν ποτέ. Μά τώρα τά πράγματα είναι διαφορετικά. — Θά τους κυνηγήσω μέχοι τόν άκοη τοΰ κόσμου καί θά τους κάνω νά πληοώσουν τά τε­ λευταία τους εγκλήματα. κα­ θώς καί όλα τά προηγούμενα. Τά λόγια του, εμπνευσμένα άπό γνήσιο θυμό γιά τό άδικο, αποσπούν ζητωκραυγές καί εγ­ κάρδιες ευχές γιά έπιτυχία ά­

*© Κάου — Μπόϋ πό τους. κατοίκους , τοΰ Σίλβερ Σίτυ. 'Η ’Άννυ συμμερίζεται τον ένθουσιασμό τους. Μόνο ό Μπόμπυ είναι έτοιμος νά βάλη τά κλάματα — άπό φόβο! — Θεούλη μου, τί κακό είναι αυτό που παθαίνουμε κάθε φο­ ρά! μουρμουρίζει αρχίζοντας νά τρέμη. Χαθήκανε δηλαδή τρσα.... κακοποιάκια που αλωνί­ ζουν τό Τέξας; 7Ηταν άνάγκη νά στείλης στον δρόμο μας τον Ντάτς Μαλόη; 5Αλλά, όπως συμβαίνει πάν­ τοτε, όταν παίρνη μιαν άποφασι ό Τζώννυ Ντέλμοντ, οί δια­ μαρτυρίες τοΰ Μπόμπυ δεν φέρ­ νουν κανένα αποτέλεσμα. Καί έτσι, προτοΰ φτάση στη μέση του τό πρωινό καί αφού έχουν πάρει πληροφορίες γιά την κατεύθυνσι που ακολούθησαν οΐ συμμορίτες, γιά τό πόσοι καί τό πώς περίπου ήταν, οί τρεις φίλοι αφήνουν τό Σίλβερ Σίτυ μέ γοργό καλπασμό. Τά μιλιά φεύγουν κατά δε­ κάδες κάτω άπό τίς οπλές τών άλογων τους. Οί πόλεις μέ­ νουν πίσω ή μιά μετά την άλ­ λη. Ακούραστοι, ό Τζώννυ Ντέλ μοντ καί οί φίλοι του ακολου­ θούν τά Υχνη τών απαίσιων τρο­ μοκρατών, ιμαζεύοντας πληρο­ φορίες απ’ όσους έχουν τό θάρ­ ρος νά τούς τις δώσουν. Μά τούς είναι αδύνατον νά προλά­ βουν τούς κακοποιούς σ’ ένα μέρος. Αές κι* υπάρχει κάποιος πού τούς προειδοποιεί ότι ό Τζώννυ Ντέλμοντ *αί ή παρέα του τρέχουν ξωπίσω τους. Αυτό κρατάει μέχρι τό βρά­ δυ τής έβδομης ημέρας, πού φτάνουν στο Μάουνταιν Χάτ, μιά άλλη μικρή παραμεθοριοοκή πόλι. Ξεπεζεύουν μπροστά σέ ένα μπαρ, γ.ά νά αρχίσουν τις ερωτήσεις πάλι, σχετικά μέ τίς κινήσεις τών έκτος νόμου. Τό μπαρ είναι γεμάτο άπό έ­


ΦΑΝΤΑΣΜΑ να αλλοπρόσαλλο πλήθος και ή ατμόσφαιρα του είναι πνιγμέ­ νη από καπνούς τσιγάρων, ανα­ θυμιάσεις ουΐσκυ καί βρώμικες αναπνοές. Τό πλήθος αυτό συζητεΐ, διηγείται παίζει χαρτιά καί πίνει άσταμάτητα. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ πλησιά­ ζει τον πάγκο καί ρωτάει τον μπάρμαν αν είδε κανέναν άπό τους ανθρώπους του Ντάτς Μαλόη τριγύρω. "Ο μπάρμαν ξα­ φνιάζεται άπό την έρώτήσι. Σαν όλους τούς άλλους, τρέμει να δώση πληροφορίες για την περιβόητη συμμορία. Μά τό βλέμμα του παίζει προς σ’ ένα τραπεζάκι τής αίθουσας καί αύ τό είναι αρκετό για τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Γορίζει προς τά εκεί καί άντικρύζει τρεις κακοπρόσωπους τύπους καθισμένους γύρω άπό ένα μισ^γεμο μπουκάλι ουΐσκυ καί τρία, έπίσης, μισόγεμα ποτήρια. Συζητούν χαμηλόφωνα καί κάθε τόσο σκάζουν σέ τραντα­ χτά γέλια. Στο νού τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα έρχονται οί περιγραφές των κατοίκων τού Σίλβερ Σίτο. Είναι βέβαιος ό­ τι οί τρεις αυτοί τύποι, είναι μέλη τής συμμορίας τού Ντάτς Μαλόη. Άλλωστε, τού τό λέει καθαρά τό ανήσυχο ύφος τού μπάρμαν. — Πρόσεξε, νεαρέ, δεν θέλω φασαρίες εδώ μέσα!, ψιθυρί­ ζει. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ σκέφτε­ ται ψύχραιμα. "Αν συμπλακή μέ τούς κακοποιούς εδώ μέσα, υ­ πάρχει φόβος νά σκοτωθή ή νά πληγωθή κανένας αθώος. — 5Άν δεν θέλης νά γίνη φα­ σαρία εδώ μέσα, λέει κοφτά στον μπάρμαν, πήγαινε καί πές τους ότι ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί ή παρέα του τούς περιμένουν

έξω. "Αν παραδοθούν δίχως φα­ σαρία, τόσο τό καλύτερο γι’ αύ τούς. "Αν θελήσουν συμπλοκή, θά την έχουν! 'Ο μπάρμαν ξεροκαταπίνει. "Έχει ακούσει πολλά γιά τον Τζώννυ Ντέλμοντ, τον θρυλικό Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί μαν­ τεύει Ή θά έπακολουθήση. Ό Τζώννυ παίρνει τούς φίλους του καί βγαίνει έξω. —’Άννυ, εσύ πήγαινε νά φυ­ λάς την πόρτα τού μπάρ, λέει στην κοπέλλα. "Αν δής κανέναν νά κάνη απόπειρα νά τό σκάση ρίξε του μέ την καραμπίνα σου καί άποθάρρυνέ τον! Ή κοπέλλα σπεύδει πρόθυμα νά έικτελέση την διαταγή του. Ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα στρέ­ φεται στον Μπόμπυ, πού, ξέ­ ροντας τί σημαίνουν όλα αυτά, έχει αρχίσει νά τρέμη άπό την κορυφή μέχρι τά νύχια. — Μπόμπυ, έσύ θά μείνης μαζί μου, λέει ό Τζώννυ. "Αν δής ότι οί κακοποιοί τραβάνε πιστόλια, μή διστάσης νά σκοτώσης! 'Ο Μπόμπυ δέν απαντάει. Ή γλώσσα του έχει δεθή κόμπος άπό τήν τρομάρα πόύ αισθάνε­ ται καί τά πόδια του τρέμουν. Στέκεται δίπλα στον Τζώννυ έ­ τοιμος νά καταρρεύση καί στηλώνει τό βλέμμα του, φοβισμέ­ να, στήν πόρτα τού μπάρ. Είναι τόσο μουδιασμένος άπό φόβο πού άμφιβάλλει άν θά μπορέση νά βοηθήση τον φίλο του. Τό θέλει πολύ, μά δέν θά μπορέση. Τά δευτερόλεπτα περνούν γε­ μάτα άγων ία. Μέσα άπό τό μπάρ, άκούγεται πάντοτε ή ϊ δια φασαρία. Μά ή διπλωτή του πόρτα δέν άνοίγει γιά νά φα­ νούν οί εκτός νόμου. Ξαφνικά, άκούγεται μιά κο­ φτή φωνή: — Ψηλά τά χέρια, Τζώννυ


8 Ντέλμοντ! Και έσύ, Μπόμπυ Σιμίθ. ’Άν κάνετε έστω και την παραίμικρή κίνησι — ή φίλη σας θά πεθάνη!

Ό Κάου - ΜπόΟ

βε ή φίλη σου γιά πότε βρέθη­ κε στά χέρια μας. Καί σάν κα­ λό κορίτσι πού είναι, άπέφυγε νά φωνάξη γιά νά σάς προειδο­ ποίηση καί γλύτωσε τή σφαίρα πού προώριζα γιά τό δμορφο κε φαλάκι της. ΚΓ έτσι, μπορέσα­ με νά σάς βάλουμε στο χέρι... Σάς υπόσχομαι δτι θά κολοπεράσετε. 'Ο Ντάτς Μαλόη θά χαρή πολύ νά σάς δή. "Εχει μά­ θει πόσο θέλετε κΓ έσεΐς νά τον δήτε. Φράνκ, πάρτους τά πιστό λια! Μέ προσοχής δμως, γιατί είναι πολύ πονηροί! 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα α­ κούει τά λόγια του κακοποιού μέ τά δόντια σφιγμένα. Δικό του είναι τό φταίξιμο πού δεν Οι τρεις φίλοι προειδοποίησε την κοπέλλα. "Οταν έχη νά κάνη μέ τέτοια κα έν δράσει θάρματα κανείς, πρέπει νά εί­ ναι πολύ προσεχτικός, σέ δλα 1 ΔΥΟ φίλοι παγώνουν για του. μια στιγμή στη θέσι τους. 'Ο Μπόμπυ, από την άλλη με Μετά, σηκώνουν αργά τά χέρια ριά, έχει παγώσει στη θέσι του. τους, γυρίζουν και άντικράζουν Τό κάτω σαγόνι του έχει κρε­ ένα αναπάντεχο θέαμα. ΟΙ τρεις μάσει από τρόμο καί έχει δώ­ συμμορίτες του Ντάτς Μαλόη σει τό πρόσωπό του μιά ηλίθια στέκονται μπροστά στο στενό έκφρασι. πού οδηγεί στο πίσω μέρος του 'Ο κακοποιός πού ακούει στο μπάρ καί τούς σημαδεύουν με όνομα Φράνκ, πλησιάζει ^ τον τά έξάσφαιρά τους. Μπόμπυ πρώτον. Του παίρνει 'Ο μεσαίος βαστάει την 3Άνμέ προσοχή τό πιστόλι και εί­ νυ, με τό χέρι στριμμένο πίσω ναι έτοιμος νά κάνη το ίδιο από την πλάτη της. Ή κοπέλλα καί στον Τζώννυ, όταν τό βλέμ­ φαίνεται νά ύποφέρη από πόνο, μα του παίρνει την έκφρασι του αλλά πιο πολύ υποφέρει από τό Μπόμπυ. Την περνάει για κορο­ γεγονός δτι δέ μπόρεσε νά φέϊδευτική γκρι μάτσα και θυμώ­ ρη σε πέρας την αποστολή πού τής ανέθεσε 6 Τζώννυ Ντέλμοντ. νει. — Χά!, κάνει σαρκαστικά ό — Ποιόν κοροϊδεύεις, παλιό­ κακοποιός πού βαστάει την κο­ παιδο; μουγκρίζει άγρια. πέλλα. Είσαι έξυπνος, Τζώννυ 'Ο Μπόμπυ τρομοκρατείται Ντέλμοντ, μά όχι όσο πρέπει. ακόμα περισσότερο καί ή έκ"Οταν εΐπες στην κοπέλλα σου Φοασί του γίνεται πιο ηλίθια. νά φυλάη την πίσω πόρτα, δεν 'Ο κακοποιός έξαγριώνεται καί, τής είπες νά προσέξη καί τό σηκώνοντας τό πιστόλι του, τό παράθυρο. Ψυλλιαστήκαμε δτι κατεβάζει μέ ορμή στο κεφάλι θά έβαζες κάποιον πίσω καί έ­ του Μπόμπυ. τσι άποφύγαμε νά χρησιμοποιή 'Ο σύντροφος του Κάου σουμε την πόρτα. Ούτε κατάλα­ Μπρϋ Φάντασμα μένει σάν κ§-

0


ΦΑΝΤΑΣΜΑ ραυνόπληκτος γιά μια στιγμή. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ ττού περι­ μένει με αγωνία την συνέχεια, ετοιμάζει τά νεύρα του γιά γρή γορη δράσι. Μια παράξενη αλλαγή γίνε­ ται πάνω στον Μπόμπυ, δπως κάβε ψορά πού δέχεται δυνατό χτύπημα στο κεφάλι. Τό πρόσω­ πό του βάφεται κόκκινο, ή έκφρασί του σκληραίνει και οι γροθιές του σφίγγονται. Βγά­ ζει μια διαπεραστική κραυγή — κάτι σαν τον τό πολεμικό ουρλιαχτό των ερυθροδέρμων — και έτσι δπως είναι σηκωμένα τά χέρια του καί σφιγμένα σέ γροθιές, τά κατεβάζει με δύναμι πάνω στο κεφάλι τού παρα­ νόμου. Οί άλλοι δυο ξαφνιάζονται από τήν απίστευτη σκηνή πού έχουν άντικρύσει τά μάτια τους. 'Η προσοχή τους άποσπάται, γιά μιά στιγμή, καί αυτό είναι δτι χρειάζεται ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ. Τό χέρι του τινάζεται σάν α­ στραπή προς τό έξάσφαιρό του. Τό τραβάει, πηδάει στο πλάι καί πυροβολεί, ταυτόχρονα με αποτέλεσμα νά πετάξη τό πιστό λι από τό χέοι του κακοποιού πού βαστάει τήν Άννυ ν’ απο­ φυγή τή σφαίρα πού τού ρίχνει ό άλλος έκτος νόμου. Τό έξάσφαιρό του ξερνάει φωτιά καί μολύβι, άλλη μιά φο­ ρά, καί ό δεύτερος αυτός κακο­ ποιός πού έχει γυρίσει μέ μιά λυσσασμένη έκφρασι προς τό μέρος του γιά νά ξαναρίξη, δέ­ χεται μιά σφαίρα στο στήθος καί σωριάζεται χάμω σφαδά­ ζοντας. Στο μεταξύ, ή "Αννυ δέν μέ­ νει αργή. Βλέποντας δτι ή σφαί ρα τού Τζώννυ έχει πετάξει τό πιστόλι από τό χέρι του κακο­ ποιού πού τήν βαστάει καί νοι­ ώθοντας τό σφίξιφο στο δικό

1) της χέρι νά χαλαρώνη, σκύβει απότομα έλευθερώνει τά χέρια της, αρπάζει τον κακοποιό από τό πουκάμισο, τραβάει καί τον κάνη νά πετάξη κυριολεκτικά από πάνω της καί νά σκάση χάμω μέ τήν πλάτη. Ή πτώσι αυτή τού κόβει τήν ανάσα. Κουλουριάζεται χάμω καί αρχί­ ζει νά βογγάη πονεμένα. 'Ο Μπόμπυ έχει ρη'μάξει στο ξύλο τον δικό του αντίπαλο. —Φάε καί τούτη, κάθαρμα! Άρπα κΓ εκείνη κανάγια! Νά κι* αυτή, παλιοβρωμιάρη, γιά γιά νά μάθης νά δοκιμάζης τήν αντοχή τού πιστολιού σου στά ξένα κεφάλια!, μονολογεί κα­ θώς χτυπάει. Μέ τό ένα χέρι κρατάει τον σχεδόν αναίσθητο κακοποιό καί μέ τό άλλο, σφιγμένο σέ γρο­ θιά, τον σφυρακοπάει. "Οταν τελικά τον παρατάη, ό κακοποι­ ός μένει αναίσθητος. "Εξαλλος ό Μπόμπυ στρέφε­ ται προς τό μέρος των άλλων κακοποιών καί βλέποντας δτι έ χουν ήδη βγή έκτος μάχης, μιά έκφρασι άπογοητεύσεως απλώ­ νεται στο πρόσωπό του. Μέ τό άκουσμα των πυροβο­ λισμών έχει τρέξει ένα σωρό κόσμος έξω. Οί έρίοτήσεις πέ­ φτουν βροχή. Καταφέρνει καί ό σερίφης τής πόλης καί ζητά­ ει καί αυτός νά μάθη τΐ συμ­ βαίνει.^ — Είναι προτιμώτερο νά τά πούμε ιδιαιτέρως, τού λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Παίρνουν τούς δύο ζωντανούς κακοποιούς καί τούς πηγαίνουν στο γραφείο τού σερίφη. Εκεί ό Τζώννυ Ντέλμοντ τού κάνει γνωστή τήν ταυτότητά του καί ό σερίφης τον κυττάζει μέ φα­ νερό θαυμασμό. Μετά τού έξηγεΐ τί έχει συμβή καί ό έκπρόοωπος τού νόμου λέει: —"Αν είναι έτσι, γιέ μου?


10 κρίμα πού δεν τούς σκότισες και τους τρεϊς. Τέτοια καθάρ­ ματα δέν θέλουν λύπησι. — Δέν είναι δική μου δου­ λειά αυτή, σέριφ, απαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Δου­ λειά μου είναι νά τους πιάνω και νά τους παραδίδω στα χέ­ ρια τής δικαιοσύνης. Κι* έννοια σου, εκείνη ξέρει και τους συγυ ρίζει. Εξάλλου, τους ήθελα ζων τανούς για νά μου ποΰν πού

έΟ Ι£άου — Μπόϋ

εκτός από την συνέχισι τού κου ραστικού ψαξίματος — καί θά τό βοκιμάση. — Σέριφ, θά σέ παρακαλέσω νά τούς κρατήσης έδώ μερικές μέρες, ώσπου νά ειδοποιήσω νά έρθουν νά τούς παραλάβουν οι ραΐντζερς, λέει. ΊΞγώ πρέπει νά φύγω μέ τούς φίλους μου γιά τό Κάπ Σίτυ. Ή Αόουντ Νάγκετ, ή μεγάλη εταιρία ορυχείων, πρόκειται νά στείλη μιά σημαν­ τική αποστολή χρυσαφιού στο Γκάλβεστον καί μοΰ ζήτησε νά συνοδέψω τό αμάξι γιά νά τό προφυλάξω άπό τούς ληστές. "Εχει κρατηθή μυστικό τό φορ­ τίο τού αμαξιού καί γι5 αυτό δέν ζήτησε συνοδεία άπό ραΐν­ τζερς. Θά ήταν σάν νά έλεγε σ’ όλο τον κόσμο καί ιδιαίτερα στούς εκτός νόμου γιά τό χρυ­ σάφι. 'Ο Μπόμπυ καί ή "Αννυ κρύ­ βουν τήν έκπληξί τους μέ με­ γάλη δυσκολία. Ιδέα δέν έ­ χουν γι5 αυτά πού λέει ό Τζών­ νυ, αλλά καταλαβαίνουν δτι κά­ ποιο σοβαρό σκοπό έχει καί "Ενας «φίλος» προσπαθούν νά δειχτούν άδιάφο του Μαλόη ροι. Οι δυο έκτος νόμου παρακο­ Α ΠΑΡΑ την εξαντλητική λουθούν τήν κουβέντα μέ τ’ αυ­ άνάικρισι και τις απειλές πού κάνει στους δυο κακοποι­τιά τσιτωμένα. Τά μάτια τους αστράφτουν λαίμαργα. "Εχουν ούς, δέν καταφέρνει νά βγάλη ακούσει γι’ αυτή τήν εταιρία λέξι από τό στόμα τους. ΟΙ κα­ καί φαντάζονται πόσο^ μεγάλο κοποιοί, ξέροντας δτι δέν πρό­ θά είναι τό φορτίο τού χρυσα­ κειται νά καλυτερέψη ή θέσι φιού πού θά στείλη στο Γκάλτους, μιλώντας, καί φοβούμενοι βεστσν. τΛ άντίποινα τού Ντάτς Μαλόη "Οταν αργότερα μένουν μόνοι δέν βγάζουν άχνα. τους στο κελλί δπου τούς κλεί­ 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ απογοη­ νει ό σερίφης, ό ένας άπ5 αυ­ τεύεται, μά δέν εγκαταλείπει τούς πού λέγεται Ντόναχερ λέ­ την προσπάθεια νά βάλη στο ει στον άλλον πού λέγεται Κάχέρι αυτούς τούς σατανάδες. λερ. Πέφτει σέ βαθειά συλλογή καί —"Ακόυσες, Φράνκ; Αυτό τό πολύ σύντομα ' τό ικανό μυαλό παλιόπαιδο θά συνοδέψη μόνο του, συλλαμβάνει ένα σχέδιο. του ολόκληρο φορτίο χρυσαφι­ Δέν είναι βέβαιος γιά την επι­ ού! Πρέπει οπωσδήποτε νά ει­ τυχία, του, άλλά^ είναι τό μόνο δοποιήσουμε τον Ντάτς Μαλόη. πράγιμα πού του άπομένει —

Μ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ — Γιά νά τον είδοττοιήσης, πρέπει νά βγής από δώ μέσα πρώτα, του απαντάει βλοσυρά ό Κάλερ. Και δέν βλέπω πώς θά τά καταφέρης; — Μην είσαι τόσο απαισιό­ δοξος ! του λέει ό Ντόναχερ. Κάτι μπορεί νά γίνη. Αέν μου φαίνεται τόσο έξυπνος αυτός ό σερίφης. "Οσο γιά τούς άλλους θά φύγουν απόψε γιά τό Κάπ Σίτυ, αν δέν έχουν φύγει κΓ όλας. Ή αισιοδοξία τού Ντόναχερ βγαίνει σέ κοίλο. Κοντεύουν με­ σάνυχτα όταν κάτι μπαίνη από τό παράθυρο τού κελλιού τους καί χτυπάει μέ βαρύ γδούπο στο πάτωμα. Οί δύο κακοποιοί πού είναι άγρυπνοι στά κρεβά­ τια τους, προσπαθώντας νά βροΰν τρόπο νά δραπετεύσουν πετάγονται πάνω. Στο Φως ένός σπίρτου βρί­ σκουν τό αντικείμενο πού μπή­ κε από τό παράθυρο. Είναι μιά λίμα τυλιγμένη σ’ ένα χαρτί πού γράφει: «Χρησιμοποιείστε την γιά νά δραπετεύσετε. Καί νά πήτε στον Ντάτς Μαλόη ότι έχει έναν καλό φίλο στό Κάπ Σίτυ». ΟΙ δύο κακοποιοί άλληλοκυττάζονται μέ χαρά. — Αέν λέει ψέματα ό Ντάτς όταν ισχυρίζεται ότι έκτος από εχθρούς έχει καί πολλούς φί­ λους !, , καγχάζει ό Ντόναχερ. ’ίε μπρος, νά κόψουμε τά κάγκε­ λα τού παραθύρου καί νά τό σκάσουμε. Τό χρυσάφι μάς πε­ ριμένει! Νά είσαι βέβαιος ότι ό Ντάτς θά μάς δώση μεγα­ λύτερο μερίδιο από των άλλων γιά τό κελεπούρι πού θά τοΰ πάμε! Βεβαιώνονται ότι δέν υπάρ­ χει ψυχή μέσα στό γραφείο τού σερίφη καί αρχίζουν νά λιμά­ ρουν ένα-ένα τά κάγκελα. Ή λί­ μα είναι καινούργια καί κοφτερή

Π καί ή δουλειά γίνεται πολύ γρή­ γορα. 'Ο ένας μετά τον άλλον, οί έκτος νόμου περνούν μέσα από τό άνοιγμα καί πηδούν στην άλέα πίσω από τή φυλακή. Βγαίνουν μέ προφύλαξι στον δρόμο. Στον πάσαλο μπροστά από τό γραφείο τού σερίφη, εί­ ναι δεμένα δύο άλογα. Μακαρίζοντας1* την τύχη τους, οί δύο κακοποιοί τά καβαλλούν καί βγαίνουν από την πόλι καλπά­ ζοντας σάν νά τούς κυνηγούν χίλιοι διάβολοι., Ούτε μιά στιγμή δέν περ­ νάει από τό μυαλό τους ότι ό­ λα αυτά είναι ή αρχή τού δαι­ μόνιου σχεδίου . πού έχει θέσει σ’ εφαρμογή ό Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα.

"Ενα τρομαγμένος γέρο - αμαξάς 1/1 ΠΡΟ ΣΤΑ στά γραφεία τής 1*1 εταιρίας Λόουν Νάγκετ 2 έρ γάτες φορτώνουν πάνω σέ μιάν ανοιχτή καρότσα μικρά μεταλλι κά κιβώτια. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ στέκεται παράμερα μαζί μέ τον οδηγό τής καρρότσας, έναν λεπτό γέρο μέ πολλά μαλ­ λιά καί άφθονα γκρίζα γένεια πού καλύπτουν όλο σχεδόν τό πρόσωπό του. Τό βλέμμα τού Κάου Μπόυ Φάντασμα παίζει σ’ όλες τις κοττευθύνσεις καί αντιλαμβάνε­ ται τό τρομερό ενδιαφέρον πού δείχνει ένας κακομούτσουνος τύπος γιά τό φόρτωμα πού γί=


12 νεται μπροστά στο γραφείο τής εταιρίας. Σέ μια στιγμή πλη­ σιάζει ένα άλογο που είναι δε­ μένο στον πάσαλο του μπαρ τής πόλης, τό καβαλάει και βγαίνει από την πόλι καλπάζον τας σαν αστραπή. "Ενα χαμόγελο Ικανοποιή­ σεις διαγράφεται στα χείλη του Τζώννυ Ντέλμοντ. Ένώ αν­ τίθετα, στα μάτια τοϋ γέρο άμαξα καθρεφτίζεται ένας απε­ ρίγραπτος φόβος. "Αν προσέξη μάλιστα κανείς, περισσότερο, θά διαπίστωση δτι τρέμει ολό­ κληρος. Τό φόρτωμα του αμαξιού τε­ λειώνει. 'Ο διευθυντής τής έταιρίας βγαίνει άπό τό γραφείο του καί εύχεται στον Τζώννυ Ντέλιμσντ καλή τύχη. 'Ο γέρο οδηγός ανεβαίνει στο κάθισμα τής καρότσας καί πιάνει τά η­ νία στο χέρι. Χτυπάει τις ρά­ χες των αλόγων καί ή καρότσα ξεκινάει. 'Ο Τζώνυ Ντέλμοντ καβαλλάει τό άλογό του καί α­ κολουθεί. Μολονότι τον παιδεύει μιά τρομερή αγωνία, τό πρόσω­ πό του δεν προδίδει τίποτα. Καρρότσα καί καβαλλάρης προχωρούν, βγαίνουν άπό τήν πόλι κι5 αρχίζουν νά ταξιδεύ­ ουν πάνω στον δρόμο που οδη­ γεί στο Γκάλβεστον, τό μεγάλο λιμάνι του Τέξα, περνώντας ά­ πό άφθονα σύδεντρα καί βραχώ­ δεις περιοχές. Δεν έχουν κάνει περισσότερο άπό δύο μίλια πάνω στον δημό­ σιο δρόμο, όταν ένας δυνατός λυγμός ξεφεύγει άπό τό στόμα τού γέρου οδηγού τής καρρότσας. — Τζώννυ, φοβάμαι ! λέει μιά γνώριμη φωνή ανάμεσα ά­ πό μουστάκια καί γένεια. Κον­ τεύω νά λυώσω άπό τον φόβο μου! — Μήν είσαι κουτός, Μπόμ­ πά Απαντάει ό Κάον Μπόϋ Φάν

Ό Κ,άου - Μπόϋ τασμα στον «γεροντάκο» που δεν είναι άλλος άπό τον Μπόμπυ Σμίθ που έχει μεταμφιεσθή μέ δύο περρσύκες, μιά στο κεφάλι καί μιά στο πρόσωπο. Τό ξέρω ότι είναι επικίνδυνο αυτό που πάμε νά κάνουμε, αλλά εσύ εί­ σαι σέ θέσι... Παύει νά μιλάη, ξαφνικά, σάν θυμάται ότι δέν πρέπει νά μαρτυρήση στον Μπόμπυ γιά τήν άλλόκοτη άρρώστεια του — ότι γίνεται άκατανίκητος, δηλαδή, κάθε φοοά που δέχεται ένα χτύ­ πημα στο κεφάλι. "Ισως νά σοκαριστή καί νά πάθη κακό ό φί­ λος του. — Μήν ξεχνάς τί πήγε νά κάνη ή "Αννυ. λέξι βιαστικά, άλλάζοντας κουβέντα. — Λέ... λες νά τά καταφέρη; τραυλίζει ό Μπόμπυ, τρέμοντας ολόκληρος. — Γιατί νά μή τά καταφέρη; λέει ό Τζώννυ, ένώ ταυτόχρονα νοιώθει τήν άμφιβολία νά τρώη τά σωθικά του. — Κι.... κΓ άν δέν τά κατα­ φέρη; έπιυένει ό Μπόμπυ, έτοι­ μος νά βάλη τά κλάματα. — "Ε, τότε, θά τά βάλουμε μόνοι μας μαζί τους καί ό,τι βνή, άπαντάει άποφασιστικά ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Μέχρι στι­ γμής, πάντως, έχουν πάει όλα καλά. Οί κακοποιοί δραπέτευ­ σαν μέ τή λίμα που τούς ρίξα­ με άπό τό παράθυρο. 'Η έταιρία όουχείων δέχτηκε νά συνεργαστή μαζί μας καί μάς δάνει­ σε τήν καρρότσα κΓ αυτά τά μετάλλινα κιβώτια που είναι ν\μάτα πέτρες. Τώρα, δέ μένει δα ρά νά πετύχη καί τό υπόλοιπο σχέδιο. Καί γιά νά γίνη αυτό, πρέπει νά χωθούμε στο άδιέξο­ δο Φαράγγι πού σού έδειξα τό πρωί. Καί, τό σπουδαιότερο, πρέπει νά Φτάσουμε έκεΐ ζωντα­ νοί. Άλλοιώς...

ΑΙν προφταίνει

νά τ^λει^ση


ΦΑΝΤΑΣΜΑ την φράσι του. Καθώς μιλάει, περνούν μέσα από ένα σύδεντρο. Και ξαφνικά, μέσα από τά δέντρα, άκούγονται απανωτές πι­ στόλι ές και καμμιά δωδεκαριά καβαλάρηδες όρμοΰν καταπάνω σέ καρότσα και καβαλλάρη. Τρομαγμένα τά ζώα που σέρ­ νουν την καρότσα πετάγονται μπροστά και ό Μπόμπυ πιάνει τό κάθισμα αγκαλιά γιά νά μη βρεθή κάτω. Τρομαγμένες κραυ γές βγαίνουν από τό στόίμα του. — Θεούλη μου, κάνε ένα θαύ­ μα! λέει. ’Άνοιξε μιά μεγάλη τρύπα στον δρόμο γιά νά πέ­ σω μέσα μέ την καρότσα καί τ’ άλογα νά γλυτώσω! Μά μόλις σκέφτεται δτι, αν γίνη αυτό, θ’ άφηση μόνο του τον αγαπημένο του φίλο, σπεύ­ δει νά διόρθωση την ευχή του: — Θεούλη μου, κάνε τ’ αλο­ γάκια νά τρέξουν πιο γρήγορα καί νά φτάσουν στο φαράγγι, άλλοιώς... ζωή σέ λόγου σου! Αές κι" ακούει την ευχή του ό Θεός, τά άλογα τρέχουν σάν α­ στραπή. Σάν αστραπή τρέχει καί τό άλογο του Τζώννυ Ντέλμοντ πού, γυρισμένος πίσω καί σκυμμένος δσο μπορεί γιά νά μην είναι μεγάλος στόχος, ρί­ χνει μέ τό έξάσφαιρό του εναν­ τίον του Ντάτς Μαλόη καί των συμμοριτών του, πού τούς ξχουν στοώσει στο κυνήγι, σίγουροι γιά τή νίκη τους. Οί σφαίρες περνούν σάν θυμωμένες σφήκες γύρω από τον Κάου Μπόυ Φάν­ τασμα, αλλά καμμιά δέν βρί­ σκει στόχο. Τά πράγματα, όμως, εΐναι πο λύ άσχημα γιά τούς δύο φίλους. Τό στόμιο του φαοαγγιοΰ είναι μακρυά ακόμα. Οί κακοποιοί, από την άλλη μεριά, όσο πάνε κερδίζουν άπόστασι. Σέ λίγο θά τούς φτάσουν. Μά κι5 άν καταφέρουν νά μπουν στο αδιέ­ ξοδο φαράγγι, θά σωθούν; ’Ή

13 μήπως άπέτυχε στην άποστολή της ή ’Άννυ; Αυτά τά έρωτήματα βασανί­ ζουν τό μυαλό τού θρυλικού Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Οί σφαΐ ρες τού πιστολιού του τελειώ­ νουν. Γεμίζει βιαστικά καί συ­ νεχίζει τις προσπαθείές του ν’ άνακόψη λίγο τή φόρα τής συμ μορίαξ τού Ντάτς Μαλόη. 'Ο Μπόμπυ πού δέν έχει λι­ ποθυμήσει, ακόμα, επειδή τον συγκρατεί ή σκέψι τού φίλου του, ίσα πού μπορεί καί θυμά­ ται μέσα στον φόβο του, τί τού έχει πή ό Τζώννυ. Σ’ ένα σημεΐο τού δρόμου, στρίβει τήν καρό­ τσα καί τήν ρίχνει σ’ ένα μονο­ πάτι πού οδηγεί στο φαράγγι. Μέ τήν ψυχή ατά δόντια, βλέπει τό στόμιό του φαραγγιού νά πλησιάζη. Εκατό μέτρα... εβδομήντα μέ τρα... πενήντα μέτρα... Οί κακοποιοί έχουν πλησιά­ σει επικίνδυνα. Τώρα άκούγονται καθαοά οί βλαστήμιες καί οί απειλές πού έξαπσλύουν έ­ ναντι ον τού άτρωτου κυριολεκτι­ κά τον Τζώννυ Ντέλμοντ. — Τριάντα μέτρα... ε’ίκοσι... δέκα.... Ή καρότσα περνάει τό στό­ μιο κΓ αρχίζει νά τρέχη^ μέσα στο φαράγγι πού αντιβουίζει α­ πό θόρυβο, 'Ο Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα ακολουθεί. Οί συμμορίτες ακολουθούν κΓ αυτοί, αλλά στά πενήντα μέτρα σταματούν καί όλοι μαζί σκάζουν στά γέλια. — Τώρα είναι πού πιάστη­ κες σάν ποντίκι στή φάκα, Τζώννυ Ντέλμοντ! φωνάζει σέ θριαμβευτικό τόνο ό Ντάτς Μα­ λόη. Δέν ήξερες ότι τό φαράγ­ γι δέν εΐχε άλλη έξοδο, έ; Νό­ μιζες ότι θά μπορούσες νά ξεΦυγης.... Χά, χά! Τώρα θά καλοπεοάσης! Περνούν μόνο ελάχιστα δεύτε ρόλεπτα από τή στιγμή πρϋ τ§-


*ΰ ί^άου — Μπόϋ λειώνει τή φράσι του καί, ξα­ φνικά, άκούγεται μια διαπερα­ στική φωνή πίσω τους: -— 5Εν όνόματι των ραϊντζερς του Τέξας, παραδοθήτε!

τελικά, τό χωνεύουν — ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα τούς έχει παί­ ξει άσχημο παιχνίδι, Δέν πέφτουν έξω. Ή τελευ­ ταία αυτή φάσι τής περιπέ­ τειας, είναι έργο τού θρυλικού κάου μπόϋ, τό τελευταίο μέρος τού δαιμόνιου σχεδίου του. Ή Άννυ είχε φύγει άργά χτες τό βράδυ καί μόνη γιά τό ΤΠστιν, όπου είναι τό αρχηγεία των ραϊντζερς καί ζήτησε βοήθεια γιά τό παγίδευμα τής συμίμορίας τού Ντάτς Μαλόη πού εί­ χε έτοιμάσει ό Τζώννυ Ντέλ,μσντ με δόλωμα τό υποτιθέμενο «φορ­ τίο χρυσαφιού» τής εταιρίας Λόουντ Νάγκετ. 'Ο Ντάτς Μαλόη, κάνει τήν Νόμος ίδια διαπίστωσι μέ τούς συμμο­ ρίτες του. Λυσσασμένος άπό έναντ’ον ανόμων τον θυμό του, ουρλιάζει:^ —- Παγίδα, σκορπιστήτε! ΑΤΑΠΛΗΚΤΟΙ οι κακοιτοιοϊ Σάν τρομαγμένο σμήνος άπό στριφογυρίζουν τ’ άλογά οϊ κακοποιοί σκορπί­ τους και άντικρύζουν κάτι πού σφήκες, ζουν σ’^ όλες τις κατευθύνσεις δεν μπορούν νά το πιστέψουν βλαστημώντας άγρια καί ρίχνον τά μάτια τους. Άπό ένα συγ­ τας μέ^ τά έξάσφαιρά τους έναν κρότημα βράχων πού είναι μπρο τίον των ραϊντζερς. στα στο ανατολικό τοίχωμα τοϋ φαραγγιού, έχουν πεταχτή κΓ Οί εκπρόσωποι τοΰ νόμου έχουν φράξει την εϊσοδό του φα σκορπίζονται κι* αυτοί καί τό ραγγιού κάπου μισή ντουζίνα έπόμενο δευτερόλεπτο άρχίζει άντρες με ασημένια γυαλιστερά μιά λυσσαλέα μάχη μέσα στο άστρα Καρφιτσωμένα στα στήθη αδιέξοδο φαράγγι. τους, πού τούς σημαδεύουν με Στο μεταξύ, ό Κάου Μπόϋ τά έξάσφαιρά τους καί μιά κοΦάντασμα, άνακουφισμένος άπό πέλλα, πού τούς σημαδεύει με τήν διοιπίστωσι ότι ή ’Άννυ έ­ μιά καραμπίνα. φερε σέ πέρας τήν αποστολή Ή κοπέλλα αυτή, όπως ανα­ της, σταματάει, γυρίζει καί ρί­ γνωρίζουν δύο μέλη τής συμμο­ χνεται ^ άφοβα έναντι ον των έ­ ρίας τού Μαλόη, ό Ντόναχερ καί κτος νόμου. ό Κάλερ, είναι τό τρίτο μέλος Ό Μπόμπυ, άπό τήν άλλη τής παρέας του Κάου Μπόϋ Φάν μεριά, όρθιος πάνω στήν καρότασμα. Παρά τή σαστιμάρα τσα, προσποιθεΐ νά^ σταματήση τους σκέφτονται γοργά καί κα­ τά άφηνιασμένα άπό τις πιστόταλήγουν στο συμπέρασμα ότι λιές άλογα. Μά δέν τά καταφέρ­ ή παρουσία της σ’ αυτό τό φα­ νει. Μέ τρόμο τά βλέπει νά τρέ­ ράγγι, παρέα μέ μισή ντουζίνα χουν καταπάνω στά βράχια πού ραϊντζερς του Τέξας, δέν είναι Φράζουν τήν άλλη άκρη του φα­ τυχαία. Φαρμακερές αμφιβολίες ραγγιού. 'Η άπόστασι μικραί­ δαγκώνουν τήν ψυχή τους. Καί νει έπικίνδυνα. Ό Μπόίμπυ σφα

Κ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ λίζει τά μάτια του μέ τά χέρια του για να μη δή τί θά συμβή. Καί τότε είναι πού τ5 άλογα παίρνουν μια απότομη στροφή για ν’ άποφόγουν τά βράχια. Ό Μπόμπυ που 6έν κρατιέ­ ται από πουθενά γιατί έχει βά­ λει τά χέρια του στά μάτια του, χάνει την ισορροπία του από την φυγόκεντρο δύναμι, φεύγει από την καρότσα και κάνει... α­ νώμαλη προσγείωσι πάνω στο χώμα μέ τό κεφάλι. Σηκώνεται άγριος και τρέχει καταπάνω τους. "Ενας κακοποιός βλέπει τό γεροντάκι μέ τά .πολλά μαλλιά καί τά γένεια νά τρέχη προς τό μέρος του καί καγχάζει σαρκα­ στικά: — Πρόσεξε, ποπτπου, θά σέ πειράξουν οι ρευματισμοί σου! Τό επόμενο δευτερόλεπτο τά μάτια του κοντεύουν νά πετα­ χτού ν από τις κόγχες τους, κα­ θώς βλέπει τό γεροντάκι νά.... ξεκολλάη τά μαλλιά καί τά γένεια του, νά τά πετάη χάμω καί νά μεταμορφώνεται σ* ένα παι­ δί, σχεδόν άμούστακο. Καί, προ τού συνέρθη από την έκπληξί του, τό «παιδί» αυτό, που θά μπορούσε νά όνομαστή καλύτε­ ρα μαινόμενος ταύρος, έχει βρε 8η πάνω του καί^ του σφυροκοπάει τό κεφάλι μέ τη λαβή του έξάσφαιρού του. — Μη μέ παρεξηγης, φίλε! μονολογεί ταυτόχρονα ό έξαλ­ λος Μπόμπυ. Δοκιμάζω την αν­ τοχή τού σιδερικού μου. Μοΰ τό έμαθε ένας δικός σας αυτό τό κόλπο! Παρατάει τον αναίσθητο κα­ κοποιό καί τρέχει σέ άλλον. "Ολο αυτό τό διάστημα, η μά­ χη συνεχίζεται Οί ραΐντζερς, έχοντας μέ τό μέρος τους τό πλεονέκτημα τοΰ αιφνιδιασμού, πετσοκόβουν γιά τά καλά τους παράνομους που έχουν παγιδευ»

15 τη τώρα μέ τη σειρά τους, μέ­ σα στο αδιέξοδο φαράγγι. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα έ­ χει πιαστη στά χέρια μέ δυο τρεΐς κακοποιούς καί τούς έχει βγάλει έκτος μάχης. Σκοπός του είναι νά πλησιάση τον Ντάτς Μαλόη. 'Ο μεγαλόσωμος αρχη­ γός των έκτος νόμου, έχει έρθει στά χέρια μ’ ένα από τους ραϊν τζερς. Τόν ξαπλώνει κάτω μέ μιά γροθιά καί είναι έτοιμος νά τοΰ ποδοπατηση τό κεφάλι μέ τις μπότες του, όταν: -— Ντάτς Μαλόη, είμαι στη διάθεσί σου!, ακούει μιά φωνή πίσω του. Στριφογυρίζει σάν αγριόγα­ τα, άντικρύζει απέναντι του τόν βλοσυρό Τζώννυ Ντέλμοντ καί ένα σαρκαστικό χαμόγελο α­ πλώνεται στά χείλη του. — Τώρα θά σαύ δείξω έγώ, παλιόπαιδο !, μοϋγγρίζει καί ταυτόχρονα τό χέρι του τινάζε­ ται προς τό έξάσφαιρό του. Είναι γρήγορος σάν αστρα­ πή, αλλά ό Τζώννυ Ντέλμοντ εί­ ναι μερικά δευτερόλεπτα πιο γρήγορος. Τά δύο έξάσφαιρα βγαίνουν ταυτόχρονα από τη θήκη τους, άλλά έκεΐνο πού στέλνει πρώτο τό θανάσιμο μή­ νυμά του, είναι τό έξάσφαιρό τοΰ Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Ό Ντάτς Μαλόη, ό άρχιτρομοκράτης τών συνόρων, σωριάζεται κάτω νεκρός. 'Ο θάνατός του κρίνει καί την έκβασι τής συμπλοκής. Άποθαρ ρημένοι, όσοι άπό. τούς συμμο­ ρίτες έχουν άπομείνει ζωντανοί, πετοΰν τά δπλα τους καί παραδί νονται στούς ραΐντζερς. 'Ο Μπό μπυ, αγνοεί τά σηκωμένα χέρια καί τούς ρίχνεται ακάθεκτος. Ό Τζώννυ επεμβαίνει καί τόν βα­ στάει γερά γιά νά τόν έμποδίση. Παραξενεμένοι οί ραΐντζερς, αρχίζουν νά περνούν χειροπέδες ατούς έκτος νόμου.


!β — Κάτσε φρόνιμα γιατί θά σού περάσουν και σένα χειροπέ­ δες!, λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Σ’ αυτή την απειλή, ό Μπόμπυ ησυχάζει κάπως. Κυττάζει μόνο τούς κακοποιούς καί τους ...λιγουρεύεται. Ή "Άννυ τρέχει κοντά του καί τον αγκαλιάζει. Κυττάζει μετά τον Τζώννυ καί κοκκινίζει ολόκληρη. —Ελπίζω νά τα κατάφερα καλά, Τζώννυ, λέει. — "Ήσουν υπέροχη, "Άννυ, απαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα αμήχανα καί αποφεύγει το βλέμμα της. "Ο λιουτέναντ Πέρκινς, έπί κεφαλής των ραΐντζερς, έρχεται κοντά καί σφίγγει μέ θέρμη το χέρι του Κάου Μπόϋ Φάντασμα. — Μέ λόγια δέν μπορεί νά σ" ευχαρίστηση κανείς, Τζώννυ Ντέλμοντ!, λέει. "Ενα σοϋ λέω μόνο: Θά είμαστε πάντοτε στη διάθεσί σου, γιατί είσαι γνή­ σιος γιος του πατέρα σου... Πάντως, τραβήξαμε μεγάλη λα­ χτάρα. Νομίζαμε δτι δέν θά προ λαβαίναμε... άλλά, δόξα στον θεό, τά καταφέραμε!... Πες μου, τώρα τί σκοπεύεις νά κάνης; — Νά σοΰ ζητήσω μιά χάρι, απαντάει χαμογελαστός ό Τζών­ νυ. Νά μαζέψης δσα λεφτά έχουν πάνω τους αυτοί οι παλιάνθρω­ ποι, νεκροί καί ζωντανοί καί νά τά στείλης στο Σίλβερ Σίτυ. Φαντάζομαι νά σοΰ είπε ή Άννυ τί καταστροφή έγινε εκεί. — Μοΰ είπε. Καΐ^ νά μένης ήσυχος. Δέν μοΰ απάντησες ό­ μως, τί θά κάνης; — Θά ξαναπάρω τούς δρό­ μους μέ τούς φίλους μου, άπαν» τάει ό Τζώννυ. Σίγουρα, κάτι άλλο θά βρεθή μπροστά μας. Ό Πέρκινς μένει σκεφτικός γιά μιά στιγμή και μετά λέει: ~ Δηλαδή δέν έχεις τίποτα

βΰ Μου ■“ Μπόβ συγκεκριμένο στο νοΰ σου. Τότε, άφοΰ είναι έτσι, θά σοΰ ζητή­ σω κι5 εγώ μιά χάρι. Τό Σίμαρον Σίτυ, έχει μείνει δίχως σε­ ρίφη. Οι επόμενες έκλογές θά γίνουν σέ δέκα πέντε περίπου μέ ρες. Μπορείς νά πας μέ τούς φί­ λους ^ σου καΐ^ ν’ άναλάβης τήν διατήρησι τής τάξεως γιά τό διάστημα αυτό;... θά έστελνα έ­ ναν ραΐντζερ, αλλά εΐναι τόσο α­ νάστατα τά σύνορα άπό λαθρέμ πορους καί ληστές, πού τούς χρειάζομαι όλους. "Ο Τζώννυ δέ μπορεί ν’ άρνηθή. "Οταν σκοτώθηκε ό πατέρας του, υπηρετούσε στούς ραΐν­ τζερς. Κι" ό γιος του τρέφει με­ γάλο θαυμασμό κι" αγάπη γι" αυτό τό ένδοξο σώμα. Λέει στον Πέρκινς ότι θά φύγη αμέσως γιά τό Σ ί μαρον. 4Η άπόφασί του γίνεται — γιά πρώτη φορά ■— δεκτή μέ εν­ θουσιασμό άπό τον Μπάμπυ, πού έχει ξαναχάσει όλη του τήν έξαλλωσύνη καί έχει γίνει πάλι τό δειλό καί φοβιτσιάρικο παιδί. — Γειά στο στόμα σου, κύρ Πέρκι νς!, ξεσπάει. Ό Πέρκινς δέν ξέρει τί νά υ­ πόθεση. Λεν ξέρει τά μυστικά τής παρέας. — Γιατί χαίρεσαι τόσο πολύ; ρωτάει ή Άννυ τον άδερφό της άπορημένη. — Μά είναι νά ρωτάς; Θά είμαστε υποχρεωμένοι νά μείνου με δέκα πέντε μέρες στο "ίδιο μέρος. Καί — πώς νά τό πώ; — "ίσως νά τό συμπαθήση ό Τζώννυ καί ν" άποφασίση νά μεί νουμε γιά πάντα εκεί. "Οπότε, θά συνέρθουν τ" αυτιά μου άπό τό πιστολίδι καί θά πάρω λιγά­ κι πάνω μου. "Έχω καταντήσει σάν... σκερβελές άπό τήν πορεία καί τις λαχτάρες!


ΦΑΝΤΑΣΜΑ Και πράγματι, οι πρώτες δέ­ κα μέρες στο Σίμαρον, είναι κομμένες καί ραμμένες στα μέ­ τρα τού Μπόμπυ. Σέ συνεννόησι μέ τό δημοτικό συμβούλιο, οι τρείς φίλοι έχουν έγκατασταθή στο γραφείο τού παλιού σερίφη, πού δολοφονήθηκε από αγνώ­ στους, πριν από καιρό, "Εχουν κουραστή νά... κάθωνται. 'Ο μόνος άνθρωπος πού μπο­ ρεί νά δημιουργήση φασαρίες, είναι ό Μπρέκ, για τον οποίον φημολογοΰνται πολλά. 'Ο Τζώννυ τον παρακολουθεί άγρυπνα, αλλά δεν τον βλέπει νά κάνη καμμιά ύποπτη κίνησι. Πάντως, τό πρωί τής ένδεκάτης μέρας, ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα νοιώθει ένα άσχημο προαί­ σθημα. Κάτι τοΰ λέει πώς θά άλλάξη ή κατάστασι κΓ όσο κι* άν σπάζη τό κεφάλι του δεν μπο ρεΐ νά ύπολογίση τί θά συιμβή. Κι5 έτσι στο πρόγευμα είναι σκε φτικός καί κατσούφης. 'Ο Μπόμπυ πού έχει παχύνει αισθητά, τρώει λαίμαργα καί

·&

ψέλνει τό... τροπάριο τής ημέ­ ρας· Α — Αυτή είναι ζωη!, λέει εκ­ στατικός. Φαγητό ξάπλα βολτίτσες στην πάλι... «χαίρετε κ. Σμίθ» καί τά σχετικά. Σάν ό­ νειρο μου φαίνονται οί ταλαιπω­ ρίες καί οί λαχτάρες πσύ^ έχω τραβήξει. Καί κάθε μέρα θά κά­ νω την προσευχή μου νά μη σταματήση ποτέ αυτή ή ησυχία. Δένει τά χέρια του μπροστά του καί μέ κωμικό ύφος, προσεύ χεται: — Θεούλη μου, κάνε όλους τούς κακοποιούς τοΰ Τέξας νά ξεχάσουν ότι υπάρχει τό Σίμαρον στον χάρτη καί κάνε όλα τά πιστόλια πού υπάρχουν στην πόλι νά πάθουν άφλογιστία καί νά.... Δέν προλαβαίνει νά τελειώση τη φράσι του. Απανωτοί πυρο­ βολισμοί άκούγονται από τη με ριά τοΰ δρόμου καί αμέσως με­ τά, δυνατές φωνές, καί αγριεμέ­ να χλιμιντρίσματα αλόγων. ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ


Στο τεύχος 6, πού κυκλοφορεί το Σάββατο, μ ι ά ύπερπεριπέτεια πού θά συγκλονίσπ::

01ΔΟΑΟΦΟΝΟΙ

Κανένας δεν πρέπει νά χάση τό τεύχος 6!

’ίΚΑΟΥ - ΜΠΟ'Υ' ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 5 - Τιμή 1,50 δραχ. "εν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Λέκκσ 22 Άθήναι (125)



Οί "Ασσοι τοϋ Ποδοσφαίρου

Κ. ΒΑΑΛΙΑΝΟΣ


ΠλνΊφοφορύ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ



^ ΑΦΝΙΚΟΙ πυροβολισμοί κά1*^ νουν τούς τρεις φίλους * νά μείνουν για μια στιγμή στή θέσι τους, σαν κεραυνοβολημένοι. 'Ο Μπόμπυ μένει μέ το στόμα ορθάνοιχτο καί τά χαρακτηρι­ στικά του προσώπου του αλλοι­ ώνονται από τρόμο. — Θε... Θεούλη μου! τραυλί­ ζει. Μά δεν μ5 άκοΰς τι σου λέω λοιπόν; "Ωσπου νά τελειώση τη φράσι του, ό Τζώννυ Ντέλμοντ έχει πεταχτή όρθιος καί έχει βγή μέ δύο βήματα από τό γραφείο. Αυ­

τό πού άντικρύζουν τά μάτια του, κάνει τό αίμα του νά κοχλάση στις φλέβες του. Μπροστά στο κατάστημα γε­ νικού έμπορίου, ό Νόρυ Μπρέκ καί μιά ομάδα κακοπρόσωπων ανθρώπων, σάν αυτούς πού συ­ χνάζουν στο μπάρ του Μπρέκ, έχουν κυκλώσει ένοπλοι τρεις νε αρούς ερυθρόδερμους, καβάλλα σε άλογα. Δύο άλλοι ερυθρόδερ­ μοι κείτονται στο χώμα, μέσα σε λίχνες αί'ματος, ενώ τ5 άλο­ γά τους, τρομαγμένα από τούς πυροβολισμούς έχουν τραβηχτή


4 παραμερα και στέκονται λες κι εΐναι έτοιμα νά τό βάλουν στα πόδια πάλι. 'Ο Νόρυ Μπρέκ κυττάζει α­ γριωπά τον πιο λεβεντόκορμο από τούς τρεις έρυθρόδερμους πού έχουν άπομείνει ζωντανοί και μέ ύφος απειλητικό λέει: —■ Σάς έχω προειδοποιήσει πολλές φορές, κοκκινόπετσοι! Αέν μπορείτε νά μπαίνετε στην πόλι μας σαν νά μη συμβαίνη τίποτα, την στιγμή πού πριν α­ πό λίγους μήνες ακόμα, καίγα­ τε χωριά καί γδέρνατε κεφάλια λευκών! 'Ο έρυθρόδερμος τον κυττάζει μέ μάτια πού πετουν αστρα­ πές και λέει μέ τά σπασμένα του αγγλικά: — «Γρήγορο ’Άλογο» νομίζει χλωιμά πρόσωπα κάνουν ειρήνη. «Γρήγορο ’Άλογο» έρχεται κάνει ψώνια και φεύγει. 'Ο Μπρέκ καγχάζει. —Επειδή κάναμε ειρήνη, αυ­ τό δέν σημαίνει ότι μπορείς νά πηγαίνης καί νά έρχεσαι δποτε θέλεις εσύ, παλιοβρωμιάρη!, μουγγρίζει άγρια. ΚΓ άν βγάλης άλλη μιά κουβέντα από τό στόμα σου, θά σέ γκρεμίσω α­ πό τό άλογό σου μέ μιά σφαίρα ανάμεσα στά μάτια. Νεκρική σιωπή διαδέχεται τά λόγια του. Οί οπαδοί τού Μπρέκ καί οι άνθρωποι πού έ­ χουν βγή άπό τά σπίτια καί α­ πό τά μαγαζιά, περιμένουν μέ αγωνία νά δουν τήν άντίδρασι των ερυθρόδερμων. Μά προτού γίνη αυτό, γίνεται κάτι άλλο. — Σάν πολύ σίγουρος μέ τον έαυτό σου είσαι, Μπρέκ!, λέει μιά αυστηρή φωνή. Ή ήρεμη, σταθερή φράσι, πέ­ φτει σάν πιστολιά μέσα σ’ αύ-« τή τήν σιωπή. Ξαφνιασμένοι οι έρυθρόδερμοι καί οί άνθρωποι τού Μποέκ στριφογυρίζουν καί άντικρυζουν τον Τζώννυ Ντέλ-

Ό ϊ€άου - Μπό5 μοντ, τον νεαρό πού έχει άναλάβει προσωρινά τό γραφείο τού σερίφη τής πόλης, ώσπου νά γίνουν εκλογές. Τό πρόσωπο τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα έχει μιά βλοσυρή εκφρασι καί τό δεξί του χέρι κρέ μεται τσιτωμένο στο πλευρό του, λίγα μόλις εκατοστά άπό τήν λαβή τού έξασφαίρου του. Πίσω του στέκεται ό Μπόμπυ Σμίθ, ό άλλος νεαρός πού κάνει τον βοηθό του καί πού κα­ ταβάλει τεράστιες προσπάθειες γιά νά κρυψη τήν τρεμούλα του. Πιο πίσω, κοντά στήν πόρτα τού γραφείου, βρίσκεται τό τρί το μέλος τής παρέας τού Τζών­ νυ Ντέλμοντ, ή ’Άννυ Σμίθ. — Τό καλό πού σού θέλω, μήν ανακατεύεσαι, Τζώννυ Ντέλ μοντ!, λέει μέ απειλητικό ύφος ό Νόρυ Μπρέκ. Εΐναι προτιμώτερο νά μάς άφήσης νά κανονί­ σουμε μόνοι μας τις σχέσεις μας μ’ αυτούς τούς παλιοβρω­ μ ιάρηδες. 'Ο Τζώννυ τον καρφώνει μέ έ να διαπεραστικό βλέμμα. — «Παλιοβρωμ ιάρηδες», έ­ τσι; κάνει σαρκαστικά. Τώρα, εΐναι βρωμιάρηδες. Τότε πού πολεμούσαν τούς λευκούς καί ε­ σύ, όπως καί κάτι άλλοι ασυνεί­ δητοι σάν έσένα, τούς πουλού­ σατε όπλα, ήσαν καλοί, έτσι; Μιά άγρια βλαστήμια φεύγει από τό στόμα τού Μπρέκ. — Θά πρέπει νά τό απόδει­ ξης αυτό, παλιόπαιδο!, τού λέ­ ει άγρια. Δέν μπορείς νά μοΰ άποδίδης τέτοια κατηγορία, έπειδή μερικοί ανόητοι λένε... — Δέν μ’ ενδιαφέρει αυτό τό ζήτημα, Μπρέκ, τον κόβει από­ τομα ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. ’Εικεΐνο πού μ’ ένδιαφέρει είναι νά παραδοθοΰν δίχως φασαρία αυτοί πού σκότωσαν τούς δυο έρυθρόδερμους... Τίποτα περισ σότερο.


♦ΑΝΤΑΣΜΑ ΔύΡ άπό τούς μπράβους του Νόρυ Μπρέκ κυττάζουν τον τε­ λευταίο σαστισμένοι* προδίδοντας μ1 αυτόν τον τρόπο την ένο­ χη τους. Μά δέν σταματούν ε­ κεί, πάνε παρά Κάτω, προδίδονται ακόμα περισσότερο. — Τί θά γ|νη, αφεντικό; ρω­ τάει ένας άτΓ , αυτούς* μέ ανη­ συχία στη φωνή:, Ο Μττρέ^ ίΐένέι σκεφτικός για μια στιγμή καί μετά παίρ­ νει, ξαφνικά, την άπόφασί του. —Επάνω τους, ουρλιάζει. Καλύτερα νά ξεμπερδέψουμε μα ζί τους, μια για πάντα! Κάποιος ρίχνει μια σφαίρα καί πετάει από τό χέρι του Τζώννυ τό πιστόλι που τραβάει με γρηγοράδα ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Τό επόμενο δευτερό­ λεπτο ό Μπρέκ καί ή παρέα του έξη τον αριθμό, ρίχνονται μουγ­ κρίζοντας εναντίον του, αποφα­ σισμένοι νά τον κάνουν κομμά­ τια. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ διατρέχει^ τον μεγαλύτερο κίνδυνο τής ζωής του, ϊσως, ^ άοπλος καί στην διάθεσι αυτών των καθαρ­ μάτων, όπως είναι, άλλα δέν χάνει την ψυχραιμία του. Στη­ ρίζει τά πόδια του γερά στο έ­ δαφος καί αρχίζει νά μοιράζη δεξιά καί αριστερά γροθιές μέ τέτοια γρηγοράδα, λές κι* είναι τά χέρια του έμβολα ατμομηχα­ νής. Μισοί άπό τούς κακοποιούς μένουν γι’ αυτόν καί οι άλλοι μισοί τρέχουν νά άρπάξουν τον Μπόμπυ καί την ’Άννυ. Μά ή κοπέλλα έχει γίνει άφαντη. Μό­ νο ό Μπόμπυ στέκεται σαν μαρμαρωμένος στη θέσι του. Μόλις βλέπει τούς τρεις μπράβους του Μπρέκ νά όρμοΰν πάνω του, βγά ζει μια σπαραχτική κραυγή, κά­ νει μεταβολή καί τό βάζει στα πόδια. — θεούλη μου, κάνε κάτι νά

μέ γλυτώσης!, βελάζει σαν τρο­ μαγμένο πρόβατο. Δέν φτάνει πού μου έκοψες τό πρόγευμα στή μέση, πας νά μου κόψης καί τήν χολή; Τούτη τή φορά ό Θεός ακούει την προσευχή του, καί τον βοη­ θάει μέ τον δικό του τρόπο. *Α* φήνει_ τον άνθρωπο πού τον κα­ ταδιώκει, νά τον πρόλάβη. Ε­ κείνος τον αρπάζει καί τόν στα ματάει. -—’ Ελα εδώ, σιαμιαμίδι, νά σου δείξω εγώ, πώς Κοκορεύον­ ται!, λέε< απειλητικά. Γυρίζει τόν τρομοκρατημένο Μπόμπυ, σηκώνει τή γροθιά του καί τήν κατεβάζει μέ ορμή πάνω στο κεφάλι τού παιδιού. Καί τό τε γίνεται μπροστά στα μάτια του κάτι τό απίστευτο. Αντί νά σωριαστή χάμω ό Μπόμπυ, μέ χαμένες τίς αισθήσεις, ορθώνε­ ται μπροστά τρυ σαν γίγαντας, μέ πρόσωπο κατακόκκινο καί βλέμμα οργισμένο. Οπως συμ­ βαίνει μετά άπό κάθε δυνατό χτύπημα στο κεφάλι, ό πιστός συνεργάτης τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα έχει μεταμορφωθή στον δεύτερο εαυτό του. —Άχά! , ούρλιαζε*.} "Ωστε χτυπάς καί στο κεφάλι, έ; Τώρα θά σου δείξω εγώ, παλιόμουτρο! Σφυροκοπάει μέ τίς γροθιές του τόν άνθρωπο πού τόν χτύπη­ σε καί, όταν τόν ξαπλώνη χάμω αναίσθητο, ρίχνεται καταπάνω στούς άλλους πού έχουν μείνει έμβρόντητοι άπό τήν αναπάντε­ χη έξέλιξι των γεγονότων. Τό έπόμενο δευτερόλεπτο αρχίζει μιά άγρια συμπλοκή άνάμεσα σ’ αυτούς καί στον εξαγριωμέ­ νο1 Μπόμπυ. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα, ε·> χοντας νά κάνη μέ τόν Νόρυ Μπρέκ καί τρεις άπό τούς πιο γεροδεμένους τής παρέας του* αγωνίζεται ήρωϊκά. Βγάζει


6

Ό Κάου - Μπόϋ

&

άουτ» τόν έναν και προσπαθεί νά κράτηση σέ άπόστασι τους άλλους, μέ τις γροθιές του. Τά χέρια του έχουν πληγιάσει και τό κορμί του έχει λουστή σέ άφθσνον ιδρώτα. Οί κάτοικοι του Σίμαρον καί οί έρύθρόδερμοι παρακολουθούν μέ ενδιαφέ­ ρον τη συμπλοκή που γίνεται μπροστά στα μάτια τους. Τό αποτέλεσμά της είναι α­ βέβαιο, κάπως, δταν άκούγονται μερικοί απανωτοί πυροβολι­ σμοί καί μετά μιά διαπεραστι­ κή, κοριτσίστικη φωνή: — Σταματήστε αλλιώς θ’ άρ χίσω νά ρίχνω στο ψαχνό! 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί οί αντίπαλοί του, ξαφνιασμένοι σταματούν τόν καυγά καί στέ­ κονται^ σάν απολιθωμένοι. Μόνο ο Μπόμπυ δέν κόβεται νά συμμορφωθή μέ την προσταγή. Μοι­ ράζει δυο καλοζυγισμένες γροθι ές καί στέλνει τους αντιπάλους του νά ξαπλωθούν στο χώμα. -—Φέρτε καί τους άλλους, νά τούς .λιανίσω τά κόκκαλα!, ουρ­ λιάζει. — Μπόμπυ, σταμάτησε!, τόν κατακεραυνώνει ή φωνή τής α­ δερφής του. Ή "Αννυ, πού βγήκε από τό γραφείο τού σερίφη χρησιμοποι­ ώντας την πίσω πόρτα καί έκα- ·« νε τόν γϋρο του τετραγώνου, στέκεται τώρα μπροστά στο κα τάστημα του γενικού έμπορίου, απ’ όπου μπορεί καί έλέγχει τούς πάντες μέ την καραμπίνα της. —"Οποιος από την παρέα σου κουνηθή, Μπρέκ, θά φάη μιά σφαίρα σέ μέρος πού πονάει!, προφέρει μέ θαρραλέα φωνή ^ ή σύντροφος τού Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα. Μά κανένας δέν κάνει τήν πα ραμικρή κίνησι. "Εχουν διαπι­ στώσει όλοι ότι τά πράγματα δέν είναι τόσο εύκολα, μέ τόν .

Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί τήν παρέα του. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ μαζεύει τό έξάσφσιρό του από χάμω καί τούς δυο δολοφόνους τών έρυθρο δέρμων καί αναθέτει στην "Αννυ καί στον Μπόμπυ νά τούς κλει­ δώσουν σ’ ένα κελλί. 'Ο Μπρέκ καί οί υπόλοιποι τραβούν γιά τό μπάρ τού πρώτου, μουρμουρί ζοντας χίλιες απειλές εναντίον τού Τζώννυ.

Τό άσχημο μαντάτο ΤΖΩΝΝΗ ^ Ντέλμοντ^ στρέφε­ ται στούς ερυθρόδερμους, πού δέν έχουν κουνηθή από τή θέσι τους, όλο αυτό τό διάστη­ μα. Απευθύνεται σ’ αυτόν πού έχει άπρκαλέσει τόν έαυτό του «Γρήγορο "Αλογο». —Ελπίζω νά κατάλαβε ό κόκκινος αδερφός μου ότι αυτό πού έγινε ήταν έργο ανθρώπων μέ βρώμικη ψυχή!, λέει. λ Καί μπορεί νά έχη τόν λόγο τού Κά ου Μπόϋ Φάντασμα, δτι οί δο­ λοφόνοι τών φίλων του θά τιμω­ ρηθούν όπως τούς αξίζει. Ό νεαρός ερυθρόδερμος τόν κυττάζει ανέκφραστα. 'Η καρ­ διά τού Τζώννυ χτυπάει άταχτα μέσα στο στήθος του. Ξέρει δτι απ’ αυτή τήν στιγμή έξαρτάται τό ξέσπασμα ενός νέου πολέ-

Ο


ΦΑΝΤΑΣΜΑ μου ανάμεσα σέ λευκούς καί έρυ Θρόδερμους. Καί περιμένει μέ α­ γωνία την άπάντησι. — «Γρηγορο "Αλογο» ακούει πολλά για Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα!, λέει τότε ήρεμα ό νεαρός ερυθρόδερμος. Λόγο δίνει, κρατάει. «Γρήγορο Άλογο» κατα­ λαβαίνει κακοί άνθρωποι σκότω σαν πολεμιστές του. Γρήγορο "Άλογο» γιος σοφού φυλάρχου Καθιστή Αρκούδα κανονίσει ό­ χι γίνει πόλεμος. Μόνο θέλει μπορεί ψωνίζει ελεύθερα για φυ λη του. [ "Ενα βάρος φεύγει από την ψυχή τού Τζώννυ Ντέλμοντ. — ΓΓ αυτό να μένη ήσυχος ό αδερφός μου, λέει. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα θαυμάζει τη σοφία τής σκέψης του. — «Γ ρήγορο "Αλογο» θαυ­ μάζει παλληκαριά Κάου Μπόϋ Φάντασμα, λέει μέ σεβασμό ό νεαρός έρυθρόδερμος. Σώζει ·■ ζωή «Γρήγορου Αλόγου». «Γρή­ γορο "Αλογο» θυμάται πάντοτε. Λέγοντας αυτά, δίνει μια κο φτή διαταγή στους συντρόφους του καί ό Υδιος, ξεπεζεύοντας μπαίνει μέ τό κεφάλι ψηλά στο κατάστημα γενικού εμπορίου, γιά νά κάνη τά ψώνια του. Οί άλλοι δύο έρυθρόδερμοι ξεπεζεύ­ ουν καί φορτώνουν τά πτώματα στά άλογά τους. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ είναι έ­ τοιμος νά γυρίση στο γραφείο του σερίφη όπου είναι οί φίλοι του, όταν άκούη κάποιον νά φω νάζη τό όνομά του: — Τζώννυ Ντέλμοντ! Τζών­ νυ Ντέλμοντ! Είναι ό τηλεγραφητής τού σι δηροδρομικοΰ σταθμού πού έρ­ χεται προς τό μέρος του τρέχον τας. Τό πρόσωπό του είναι ξα ναμμένο. 'Η έκφρασι των ματιώνν του φοβισμένη. — Τΐ συμβαίνει, κ. Σμωλχάουζ; ρωτάει άνήσυχα ό Τζώννυ.

7 —Άσχημα νέα, κ. Ντέλμοντ απαντάει μέ κομμένη τήν ανά­ σα ό τηλεγραφητής. Μόλις πή­ ρα ένα τηλεγράφημα από τον συνάδελφό μου στή Γιούμα. Πέ ρασε λέει, ό Μπάκ Τόρεη μέ τήν συμμορία του από κεί, πάνω α­ πό μιά ντουζίνα άντρες. Στο μπάρ, όπου σταμάτησαν γιά να πιούν, «είπαν ότι έρχονται στο Σιμαρον γιά νά κάψουν τήν πόλι από τά θεμέλια και νά κρε­ μάσουν τον Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα καί τούς φίλους του... Πρέ πει νά φύγης αμέσως, κ. Ντέλ­ μοντ! 'Ο κίνδυνος είναι μεγά­ λος ! 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ σαστί­ ζει γιά μιά στιγμή. Μετά, εύχα ριστεϊ τον τηλεγραφητή γιά τό μαντάτο καί, κάνοντας μετα­ βολή, σπεύδει νά μπή στο γρα­ φείο τού σερίφη. Οί φίλοι του τον βλέπουν α­ ναστατωμένο καί τον βομβαρδί­ ζουν μέ χίλιες έρωτήσεις. Καί, μόλις άκοΰνε τό νέο άπό τό στόμα του, βουβαίνονται. 'Ο Μπόμπυ πού έχει συνέρθει άπό τήν έξαλλοσύνη του, αρχίζει νά τρέμη. — Τί θά γίνη τώρα, Τζώννυ; ρωτάει δειλά ή Άννυ. — Είναι σοβαρά τά πράγμα τα, απαντάει ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ. Είναι φανερό ότι ό Τρρεη κατάφερε νά άποφυλακιστή μέ έγγύησι. "Αν είχε δραπετεύσει δέν θά εμφανιζόταν τόσο άφοβα σέ μπάρ καί πόλεις. Θά θυμό­ σαστε ότι πέρυσι, στή δίκη του είχε απειλήσει ότι θά έπαιρνε έκδίκησι έπειδή τον είχα συλλάβει καί παραδώσει στή δικαι­ οσύνη, μετά από κείνη τήν λη­ στεία πού είχε κάνει. Μόλις βγήκε άπό τήν φυλακή λοιπόν, θά ξαναβρήκε τήν παρέα του, θά έμαθε πού βρίσκομαι καί θά α­ ποφάσισε νά έρθη νά πραγματρ-


Ό Κάου - Μπόϋ

9 ποιήση την απειλή του. Τό ά­ σχημο είναι, όμως, δτι έχει σμμ περιλάβει καί την καταστροφή του Σίμαρον στην απειλή του αυτή. Καί όπως ξέρετε, κανένας εδώ πέρα δεν εχει άνακατευθή στη συλληψί του. 7Ηταν έργο δικό μας. Γι* αυτό είπα δτι τά πράγματα είναι σοβαρά. — Καί... καί τί θά γίνη; τραυλίζει ό Μπόμπυ. — Νά φύγουμε αποκλείεται, απαντάει σκεφτικά ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Έκτος τού δτι θά πά ρη μεγάλο θάρρος ό Τόοεη, θά πραγματοποίηση όπωσδήπ ο τε την μισή απειλή του. Θά κάψη δηλαδή τό Σίμαρον, έτσι γιά νά ξεσπάση λίγο τον θυμό του. — Δη... δηλαδή θά μείνουμε κάνει μέ ακάλυπτο πιά τρόμο ό Μπόμπυ. — Ναί, θά μείνουμε, άπαντά ει αποφασιστικά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Πέρα ’άπό τήν ύποχρέωσι πού έχουμε στους εαυ­ τούς μας. Μπόμπυ, μή ξεχνάς δ τι έγουτε άναλάβει τήν έκπροσώπησι τού νόμου σέ τούτη τήν πόλι. Μέχρι σήμερα δεν είχε γίνει τίποτα τό σοβαρό. Τώρα πού πρόκειται νά γίνη, δέ μπο­ ρούμε νά γυρίσουμε τήν πλάτη καί νά τό βάλουμε στά πόδια. Παρά τή δειλία του καί τό φόβο του ό Μπόμπυ, έπηρεάζεται βαθειά από τά εμπνευσμένα λόγια τού φίλου του. Πρέπει νά μείνουν, αυτό λέει τό καθήκον. Κι5 δσο γιά τον έαυτό του — ό Θεός βοηθός! — Θέλω μιά χάρι από σάς τώρα συνεχίζει ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ. Θέλω νά πάρετε προμή­ θειες καί νά βγήτε από τήν πό­ λι. Άνεβήτε σ’ ένα ύψωμα καί έχετε τον νοΰ σας στον δημόσιο δρόμο. Μόλις δήτε πολλούς καβαλλάρηδες μαζί νά έρχονται ά•ηό τήν κατεύθυνσι της Γιούμα,

τρέξτε νά μοΰ τό πήτε. ’Ίσως μπορέσω νά πείσω μερικούς α­ πό τούς κατοίκους τού Σίμαρον νά μάς βοηθήσουν.

"Ενα σατανικό σχέδιο Μ Α ΔΕΝ^ ΘΑ είναι τόσο εϋκολο αυτό. Μόλις μαθεύεται τό νέο πού έφερε ό τηλεγραφη­ τής στον Τζώννυ Ντέλμοντ, στο Σίμαρον αρχίζει νά βράζη από τά ψιθυριστά σχόλια. Οί άνθρω ποι μαζεύονται σέ μικρές μι­ κρές ομάδες, είτε έξω είτε μέσα καί συζητούν, δειλά στήν αρχή καί μετά σέ τόνο γεμάτον πυ­ ρετό. Κανένας δέν έχει τήν διάθεσι νά δη τήν περιουσία του νά καταστρέφεται γιά χατήρι τριών παιδιών πού, στο κάτω κάτω, είναι ξένα. Βέβαια, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα είναι πασίγνω στος γιά τά κατορθώματά του εναντίον τών κακοποιών, μά ε­ κείνοι ίδρωσαν γιά να φτιάξουν τά υπάρχοντά τους καί δέ μπο­ ρούν νά τά δοΰν νά χάνωνται μέσα σέ μιάν ώρα. Αυτό είναι τό γενικό θέμα τών ψιθύρων, πού, δσο προχω­ ρεί ή μέρα, γίνονται έντονώτεροι. Τά πρόσωπα ανάβουν, τά χέρια αρχίζουν νά κάνουν απει­ λητικές κινήσεις καί μερικές φωνές υψώνονται.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ 'Ο Νόρυ Μπρέκ τά ξέρει όλα αυτά. Οί άνθρωποί του είναι σκορπισμένοι σ’ ολόκληρη την πόλι και μέ τον δικό τους τρόπο, φροντίζουν νά ρίχνουν λάδι στη φωτιά. 'Ο Μπρέκ του τό έχει τάξει του Τζώννυ Ντέλμοντ. Θά τον κάνη να πλήρωσή άσχημα για το ελάττωμά του νά χώνη τή μύτη του σέ υποθέσεις που δεν τον αφορούν και νά βγάζη στη φόρα άπλυτα από τό παρελθόν. Πέρα απ’ αυτό, έχει πολύ καλά στημένες τις δουλειές του στο Σίμαρον καί δεν θά ήθελε νά τις δή νά πηγαίνουν στράφι, από την οργή του Τόρεη. Αντίθετα θέλει νά τις μεγαλώση. Τό ασυνείδητο μυαλό του συλ λαμβάνει ένα σχέδιο έκδικήσεως πού μπορεί νά τά τακτοποί­ ηση δλα. Κι5 όσο τό σκέφτεται ένα σατανικό χαμόγελο απλώνε­ ται στά χείλη του καί σ’ ολό­ κληρο τό πρόσωπό του. Έκτος από τούς δοκιμασμέ­ νους ανθρώπους του μαζεύει καί τούς πιο αναστατωμένους από τούς μαγαζάτορες τής πό­ λης καί κλείνονται σέ ένα άπό τά ιδιαίτερα δωμάτια πού δια­ θέτει τό μπάρ του. Τούς βάζει νά καθήσουν καί τούς κυττάζει διαβολικά. — Τά συμφέροντά μας είναι κοινά, τούς λέει. Όλοι μας δουλέψαμε σκληρά, σέ μιάν έποχή γεμάτη κινδύνους γιά νά δημιουργήσουμε ότι έχουμε τώ­ ρα. Κανένας μας δέν θέλει νά χάση τά υπάρχοντά του καί ι­ δίως χωρίς κανέναν λόγο. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ μάς είναι τε­ λείως ξένος. Δέ μπορούμε νά αφήσου με τον Μπάκ Τόρεη νά κάψη την πόλι μας γιά χάρι ^ου.

Οί μπράβοι του καί οί άλλοι

1 κρέμονται κυριολεκτικά άπό τά χείλη του. Κατευχαρι στημένος ό Μπρέκ συνεχίζει: —- Ξέρουμε ότι ό Τόρεη ζητά­ ει τον Κάου Μπόϋ Φάντοίσμα καί την παρέα του, επειδή τον έστειλαν στη φυλακή. Ούσιαστι κά, δέν έχει τίποτα μαζί μας. Λοιπόν^ άμα τού παραδώσουμε «πεσκέσι» τον Τζώννυ Ντέλμοντ και την παρέα του, νά δήτε πού θά γίνη άλλος άνθρωπος. Θά κάνουμε συμφωνία μαζί του. Τον Ντέλμοντ, γιά νά βγάλη τό άχτι του καί νά μάς άφήση ή­ συχους. Οί άλλοι κυττάζονται μετα­ ξύ τους. Εύκολα μπορεί νά δή κανείς ότι βρίσκουν την ιδέα περίφημη. 'Ο Μπρέκ, κρύβει μέ δυσκολία ένα χαμόγελο ίκανοποιήσεως καί συνεχίζει: —Εμπρός, λοιπόν νά μή χά νουμε καιρό. 'Ο Τορερ δέν θά άργήση νά φανή. Κάρτερ, πάρε μερικά παιδιά καί πηγαίνετε ν’ αποθαρρύνετε δσους σκέφτονται νά ταχτούν μέ τό μέρος του Τζώννυ Ντέλμοντ. Έγώ μέ τούς υπόλοιπους θά πάμε νά πιάσουμε αυτόν τόν «έξυπνάκια». Καί θά προσπαθήσω νά κρατηθώ γιά νά μην τόν σκοτώσω. Ο­ πωσδήποτε, ό Μπάκ Τόρεη θά τόν θέλη ζωντανό. Αυτά γίνονται λίγο μετά τό μεσημέρι. Την ίδια ώρα ό Τζών^ νυ Ντέλμοντ βηματίζει μέσα στο γραφείο τού σερίφη σάν τί­ γρης στο κλουβί του. Τό δαιμό­ νιο μυαλό του προσπαθεί νά συλλάβη ένα σχέδιο γιά την αν­ τί μετώπιο ι τής καταστάσεως πού έχει δημιουργηθή. Ούτε γιά μιά στιγμή δέ σκέφτεται νά έγ καταλείψη τό Σίμαρον. Ξαφνικά, ακούει ποδοβολητό δύο άλογων πού σταματάει έξω άπό τό γραφείο. 'Η καρδιά το^


10 πάει νά σπάση από τό ξέφρενο χτύπημα. Φαίνεται δτι έχει φτά σει ή κρίσιμη ώρα. Ό Μπόμπυ καί ή ’Άννυ όρμοΰν μέσα στο γραφείο μέ πρό­ σωπα ξαναμμένα. Ό πρώτος είναι τόσο τρομα­ γμένος πού δέν μπορεί νά άρ­ θρωση ούτε μια κουβέντα. Καί έτσι, παίρνει τον λόγο ή αδερ­ φή του. —"Ερχονται, Τζώννυ!, λέει ή κοπέλλα καί ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα προσέχει δτι κι’ ή δίκη της φωνή πάλλεται από φό βο. Είχαμε άνεβή σ’ ένα ύψωμα, δπως μάς είπες καί τούς είδα^ με νά έρχωνται από τον δημό' σιο δρόμο, τυλιγμένοι σ’ ένα σύννεφο σκόνης... Είναι πολλοί Τζώννυ! 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα κυτ τάζει τά δύο αδέρφια, πού εί­ ναι τά πιο αγαπημένα του πρό-^ σωπα στον κόσμο, καί γιά μια στιγμή διερωτάται άν έχη δικαί ωμα νά τούς παροοσύρη σέ μιά τόσο έπικινβυνη περιπέτεια. —- Τι σκέφτεσαι νά κοινής, Τζώννυ; ρωτάει μέ αγωνία ή "Αννυ. — Τό μόνο πού μάς μένει, α­ παντάει βλοσυρά ό Τζώννυ, νά βγω έξω καί νά ζητήσω από τούς κατοίκους τού Σίμαρον νά μέ βοηθήσουν ν’ αντιμετωπίσω τον Μπάκ Τόρεη καί την συμμο­ ρία του. Φαντάζομαι νά μέ κα­ ταλάβουν. Δέν θά είμαστε οι μόνοι πού θά χάσουμε, αν ό Τό­ ρεη πραγματοποιήση την απει­ λή του... Πάμε λοιπόν νά κάνου­ με μιά προσπάθεια! — Δέν πρόκειται νά πάτε πουθενά, Τζώννυ Ντέλμοντ!, λέ ει ξαφνικά μιά γνώριμη φωνή. Ή μόνη προσπάθεια πού θά κά νης, είναι νά αντιμετώπισης τό τέλος σου μέ ψυχραιμία!

Ό Κάου — Μπόϋ

Δώρο γιά τον άρχιδολοφόνο ^ι ΛΟΓΙΑ αυτά πέφτουν ?άν κανονιά μέσα στο γρα­ φείο τού σερίφη, δπου ή ατμό­ σφαιρα είναι φορτωμένη μέ η­ λεκτρισμό. Ξαφνιασμέ ν ο ι οι τρεις φίλοι στριφογυρίζουν πρός τό μέρος τής φωνής — πρός την πόρτα δηλαδή — καί άντικρύζουν κάτι, πού δυσκολεύον­ ται νά τό πιστέψουν τά μάτια τους. Δίχως κανέναν θόρυβο ό Νόρυ Μπρέκ καί οι οπαδοί του έ­ χουν πλησιάσει καί έχουν φρά­ ξει τήν είσοδο τού γραφείου. Στά χέρια τους βαστούν δλοι τραβηγμένα έξάσφαιρα καί τά πρόσωπά τους λάμπουν από θρί αμβο. —— Μή κάνεις καμμιά κίνησι νά πιάσης τό πιστόλι σου γιατί δέν θά δισπάσω νά σοΰ φυτέψω μιά σφαίρα στήν καρδιά, Ντέλ­ μοντ !, λέει ό Νόρυ Μπρέκ κυττώντας μέ βλέμμα γεμάτο μίσος τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Μπάρτ, πάρτους τά όπλα μέ προσοχή! Καί έσύ, Τζάγκ βρες τά κλειδιά καί έλευθέρωσε τον Μπάρτ καί τον Βές από τό κελλί τους. Οί δύο μπράβοι του, πού α­ χούν σ’ αυτά τά ονόματα, σπεύ­ δουν πρόθυμα νά έκτελέσουν τήν

Γ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ διαταγή του. Τδ δτι ό Μπρέκ κα τάφερε τόσο εύκολα να γίνη κύ­ ριος τής καταστάσεως, τούς έχει δώσει μεγάλο θάρρος. 'Ο Κάου Μπόυ Φάντασμα θαρ ρεΐς δτι έχει πετρώσει στη θέσι του. Κατηγορεί τό>ν έαυτό του που δέ σκέφτηκε δτι μποροΰ σε νά συμβή κάτι τέτοιο και α­ κόμα περισσότερο γιατί ή άπρο νοησία του θά γίνη καταστροφή και των δύο αγαπημένων του φί λων. Μαρμαρωμένη έχει μείνει καί ή Άννυ. Καταλαβαίνει πώς, άν υπήρχε μια πιθανότης για νά ζήσουν, τώρα έχει χαθή καί αυ­ τή. "Οσο γιά τον Μπόμπυ, είναι περισσότερο νεκρός παρά ζων­ τανός, από τον τρόμο του. 'Ο Νόρυ Μπρέκ τά προσέχει δλα αυτά καί καγχάζει μέ σαρ­ δόνιο ύφος: —Ελπίζω νά καταλαβαίνης τον σκοπό μου, Ντέλμοντ. Θά σέ παραδώσω μαζί μέ τους φί­ λους σου σάν δώρο στον Μπάκ Τόρεη, μέ την βεβαιότητα δτι θά τον έξευμενίσω καί θά τον πείσω νά μην καταστρέψη τό Σίμαρον. Κι’ άμα σώσω τό Σί­ μαρον, δπως καταλαβαίνεις, θά έχω περισσότερα προνόμια στην πόλι. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ νοιώθει μιά τρομερή αντιπάθεια γιά τον Μπρέκ. Άπό τό σχέδιό του κα­ ταλαβαίνει πόσο βρώμικη είναι ή ψυχή του καί μετανοεί που τον άφησε ζωντανό τό πρωί. — Είσαι πολύ κουτός, Μπρέκ λέει μέ θάρρος, άν νομίζης δτι θά κερδίσης τίποτα μέ αυτό τό σχέδιο, που έχεις καταστρώσει. Δέν τον ξέρεις καλά τον Τόρεη. — Τί εννοείς, βρωμόπαιδο; — Δέν πρόκειται νά κάνη κοιμμιά συμφωνία μαζί σου! Ό Τόρεη κυττάζει μόνο τον εαυτό

11 του καί τους ανθρώπους του. Τό καλό που σάς θέλω δλων σας, αφήστε με νά τον αντιμε­ τωπίσω δπως ξέρω έγώ. Μέ τή δική σας βοήθεια θά τον κατατ ροπώ σω σπωσδήποτε! "Ενα τρανταχτό γέλιο βγαί­ νει από τό στόμα του Μπρέκ. Οί άνθρωποι που είναι μαζί του, βλέποντας τον αρχηγό τους νά γελάη, γελούν καί αυτοί καί τό γραφείο τού σερίφη τραντά­ ζεται άπό τά γέλια. — Μά τον σατανά, είσαι πο­ λύ θρασύς!, κάνει στο τέλος ό Νόρυ Μπρέκ. Άκοΰς λέει νά τον βοηθήσουμε νά κατατροπώση τον Τόοεη!... Χά, χά! "Εξω, πα λιόπαιδα! Ακούω καλπασμό α­ λόγων έξω άπό την πόλι. Θά είναι ό Τόρεη μέ τήν παρέα του. Πάμε νά τους υποδεχτούμε. Κα­ λύτερη υποδοχή άπ’ αυτήν, δέν θά μπορούσαμε- νά τούς κάνου­ με! Κάτω άπό τήν άπειλή των έξάσφαιρων τού Μπρέκ καί τής παρέας του, ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα, ή Άννυ κι’ ό Μπόμπυ πού μέ δυσκολία κρα­ τιέται στά πόδια του άπό τήν τρομάρα, βγαίνουν στον δρόμο. Οί κακοποιοί -— γιατί μόνο έτσι μπορούν νά ονομαστούν οί όπαδοή τού Μπρέκ — τούς βά­ ζουν στή σειρά, στή μέση τού δρόμου καί περιμένουν. 5Από κά που κοντά άκούγεται βαρύ ποδο βολητό πολλών άλογων μαζί. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ περιμέ­ νει μέ ΐά νεύρα τεντωμένα. Μο­ λονότι ξέρει δτι δέν υπάρχει πι θανότης νά ξεφύγη από τά δύο πυρά πού θά τον βάλουν στή μέση, δέν έχει χάσει δλες τις έλ πίδες του. Κι3 έτοιμάζεται άπό τώρα, γιά νά μπορέση νά έκμεταλλευτή ακόμα καί τήν πιο πα ραμικρή ευκαιρία.


12

Ό Κάου - Ηπόϋ

— Τζώ... Τζώννυ! τραυλίζει δίπλα του ό Μπόμπυ. Πώ... πώς είπες δτι θά μάς σκοτώσουν; — Θά μάς κρεμάσουν, απαν­ τάει μέ σφιγμένα δόντια ό Τζών νυ Ντέλμοντ. "Αν μείνουμε ζων­ τανοί μέχρι τό τέλος, δηλαδή. — Πώ, πώ !, κλαψουρίζει ό Μπόμπυ. Καί έχω έναν πόνο στο σβέρκο από τό πρωί. Στραβοκοιμήθηκα, φαίνεται. 'Ο Τζώννυ χαμογελάει μέ πί­ κρα. Ό φίλος του τά έχει χα­ μένα από τόν φόβο που νοιώθει καί δέν ξέρει τΐ λέει. Καθώς κά­ νει αυτή τή σκέψι, βλέπει ένα πυκνό σύννεφο σκόνης στην άλ­ λη άκρη τού δρόμου. Καί μέσα σ’ αυτό τό σύννεφο διακρίνει κάπου μιά ντουζίνα καβαλάρη­ δες. Προχωρούν βουβοί καί γεμά­ τοι άπειλή καί σταματούν λίγα μέτρα από τόν Τζώννυ Ντέλμοντ καί τους συντρόφους τους που είναι μπροστά μπροστά, στη μέση τού δρόμου. Επικεφαλής τους είναι ένας αγριωπός καί κατασκονισμένος Μπάικ Τόρεη, μέ μάτια που πετοΰν αστραπές θυμού. Τά μάτια αυτά ρίχνουν τό πυρωμένο βλέμμα τους πά­ νω στο Κάου Μπόϋ Φάντασμα. "Ενα αργό χαμόγελο, γεμάτο, κακία, απλώνεται στά χείλη τοΰ άρχι κακοποιού. — Τί σημαίνει αυτό; ρωτάει. —'Εΐναι τό καλωσόρισμα. Τό ρεη!, απαντάει γεμάτος χαμό­ γελα ό Μπρέκ. Μάθαμε δτι ερ­ χόσουν για νά κανονίσης τόν λογαριασμό σου μέ τόν Τζώννυ Ντέλμοντ καί την παρέα του καί σκεφτήκαμε νά σοΰ τους έ­ χουμε έτοιμους γιά έκπληξι. 'Ο άρχΓκαικοΰργος τόν κυττάζει κάτω από σμιγμένα φρύ­ δια.

-— Καλοσύνη σας,

λέ§ι. Καί

μπορώ νά μάθω γιατί τό κάνα­ τε αυτό; 'Ο Μπρέκ χαμογελάει αμήχα­ να. — Μά γιά νά σε... — Γιά νά μην κάψω τό Σίμαρον, έ; κάνει ό άρχικακοποιός καί σκάζει σέ τρανταχτά γέλια. Λοιπόν, έπεσες έξω, φίλε, όποι­ ος κΓ άν είσαι. Πρέπει νά ξέρης δτι, όταν ό Μπάκ Τόρεη υ­ πόσχεται κάτι, τό κάνει. Καί μετά, δέν έχει την ανάγκη τοΰ καθενός. Είναι σέ θέσι μόνος τους, νά κανονίζη τούς λογαρι­ ασμούς του. Τά λόγια του κάνουν τόν Μπρέκ νά σαστίση. Τό ίδιο πα­ θαίνουν καί οί μπράβοι του. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ σκέφτεται γορ γά καί αποφασίζει δτι, άν εί­ ναι νά γίνη κάτι, τώρα είναι ή καταλληλότερη στιγμή. — Σέ προειδοποίησα, Μπρέκ λέει. 'Ο Τόρεη είναι ένα κάθαρ­ μα καί μισό καί δέν κυττάζει παρά μόνο τόν έαυτούλη του. Τό πρόσωπο τοΰ άοχικακοποιοΰ βάφεται κόκκινο. Μιά χυ­ δαία βλαστήμια φεύγει από τό στόμα του. — Θά στο βουλώσω τό στό­ μα, παλιόπαιδο, μουγκρίζει καί έξω ψρενών όπως έχει γίνει από τά λόγια τού Κάου Μπόϋ Φόιντασμα, τινάζει τό χέρι του προς τό έξάσφαιρό του. Αλλά, μερικά δέκατα τού δευτερολέπτου πριν, ό Τζώννυ Ντέλμοντ, δικαιολογώντας τή φήμη του πού έχει άπλωθή σ’ ο­ λόκληρο τό Φάρ Γουέστ, κινεί­ ται μέ γρηγοράδα αστραπής. 'Αρπάζει τό πιστόλι από τό χέ­ ρι τοΰ Μπρέκ πού δέν έχει συνέρθει ακόμα από τή σαστιμάρα του, δίνει μιά σπρωξιά στον Μπόμπυ καί στήν "Αννυ καί φ ίδιος πέφτει στο πλάμ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Σ υ μπλακή μέχρι θανάτου ' ΗΝ ΙΔΙΑ στιγμή ό Τόρεη πυροβολεί. Ή σφαίρα του δεν βρίσκει τον Τζώννυ Ντέλμοντ στο μέρος πού περίμενε. Βρίσκει, δμως, τσν Νόρυ Μπρέκ. Τον πετυχαίνει στο στήθος καί τον ξαπλώνει χάμω, μέ μια κα­ τάπληκτη εκφρασι στο πρόσωπό του. Σίγουρα, ποτέ του δεν εί­ χε φανταστή δτι τό πράγμα θά έπαιρνε τέτοιο τέλος. ΟΙ άνθρωποί του, ξαφνιασμέ­ νοι κι* αυτοί από την έξέλιξι των πραγμάτων καί φοβούμενοι για τή ζωή τους τώρα, τραβούν πιστόλια καί ανοίγουν πυρ έν­ αντι ον των ανθρώπων του Τό­ ρεη. Μά οί τελευταίοι είναι γεν­ νημένοι καί έμπειροι δολοφόνοι καί τούς κάνουν μεγάλη ζημία μέ τις σφαίρες τους. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα πυ­ ροβολεί έναντι ον του Τόρεη, άλ­ λα την τελευταία στιγμή τό ά­ λογο του άρχισυμμορίτη ορθο­ ποδεί τρομοκρατημένο από τούς πυροβολισμούς καί ό στόχος τού Τζώννυ χαλάει. Καί την άλ­ λη στιγμή ό Μπάκ Τόρεη, διψασμένος για έκδίκησι, φεύγει α­ πό τή σέλλα του καί πέφτει πά­ νω του σαν κεραυνός. Κακοποι­ ός κ#ί Κά9Υ Μπρϋ Φάντασμςχ

13 κυλιούνται σφιχταγκαλιασμένοι στο χώμα. 'Ο Μπόμπυ, πού ή σπρωξιά τού Τζώννυ τον έχει στείλει να ξαπλωθή χάμω μέ τήν άδερφή του, σηκώνεται όρθιος κατωχρος. -Οί σφαίρες πέφτουν βρο­ χή γύρω του. Οί πυροβολισμοί τον ξεκουφαίνουν. Τον πιάνει τρέλλά* από τον φόβο. — Σταθήτε μια στιγμή νά Φύγω από τή μέση!, ξεφωνίζει. Θά μοΰ κάνετε κανένα σημάδι! Είναι έτοιμος νά τό βάλη στά πόδια. Βρίσκεται σέ τέτοιο ντε λίριο φόβου πού δέν σκέφτεται ούτε τήν αδερφή του, ούτε τον φίλο του. Ή ’Άννυ βλέποντας ό τι τά πράγματα δέν πάνε κα­ θόλου καλά γιατί οί άνθρωποι τού Μπρέκ σκοτώνονται σάν τά σπουργίτια, παίρνει μιά ξαφνι­ κή άπόφασι. Κάνει τό μόνο πρά γμα πού μπορεί νά συγκρατήση τον αδερφό της. 'Αρπάζει από χάμω τό πιστό­ λι ένός νεκρού συμμορίτη καί φανερά στενοχωρημένη γι’ αυτό πού κάνει, χτυπάει τον Μπόμπυ στο κεφάλι. Είναι βέβαιη γιά τό αποτέλεσμα πού θά φέρη. 'Ο Μπόμπυ αφήνει μιά πονεμένη κραυγή καί στέκεται γιά μιά στιγμή σάν κεραυνόπλη­ κτος. Μέσα σ’ έκείνη τήν στι­ γμή, γίνεται μιά παράξενη αλ­ λαγή πάνω του. Τό πρόσωπό του βάφεται κόκκινο, τά χαρα­ κτηριστικά του σκληραίνουν καί ή τρεμούλα καί ό φόβος φεύγουν από πάνω του. Στριφογυρίζει σάν αγριεμέ­ νος ταύρος. — Ποιο κάθαρμα μέ χτύπη­ σε; μουγκρίζει. "Οποιο κάθαρ­ μα μέ χτύπησε νά... σηκώση τό χέρι του, γιατί αλλιώς θά σάς λιανίσω όλων τά κόκκαλα! Φυσικά, κανένας άπο τούς κακοποιούς δέν σηκώνει τό χέρι τρυ καί έτςτι ή 'Άννρ βλέπει τρν


14 έξαλλο αδερφό της να άφήνη τό πολεμικό ουρλιαχτό πού έχει αν­ τιγράψει από τούς έρυθρόδερμους καί νά ρίχνεται ακάθε­ κτος μέσα στη μάχη. Τραβάει έναν κακοποιό από τό άλογό του, τον γκρεμίζει κάτω καί αρ­ χίζει νά τον ποδοπατάη λες κι* είναι σταφύλι. Κατευχαριστημέ­ νη ή "Αννυ χρησιμοποιεί τό «θαυ ματουργό» πιστόλι καί μπαίνει κι’ αυτή στην μάχη. Μά, όπως καί αν τό κάνουν, είναι χαμένο τό παιχνίδι. Κα­ θώς ανταλλάσσει συντριπτικές γροθιές μέ τον άρχικακούργο ό Τζώννυ Ντέλμοντ ρίχνει κλεφτές ματιές γύρω του καί κάνει αυ­ τή την πικρή διαπίστωσι. Οί άνθρωποι του Μπρέκ έ­ χουν άποδεκατιστή καί όσοι α­ πομένουν ζωντανοί σπεύδουν νά έγκαταλείψουν τό πεδίο τής Ρ«χης όσο πιο γρήγορα μπο­ ρούν γιά νά γλυτώσουν τά το­ μάρια τους.. Καί οί υπόλοιποι κάτοικοι τού Σίμαρον παρακο­ λουθούν την λυσσαλέα καί χα­ μένη μάχη μέ τό αίμα παγωμένο στις φλέβες του. Αυτοί πού εί­ ναι άπ5 έξω βλέπουν καλύτερα ότι τό παιχνίδι είναι χαμένο. Είναι όλοι τους έτοιμοι νά ξεγράψουν κάθε έλπίδα όταν, ξαφνικά, μιά διαπεραστική κραυ γή άκούγεται μέσα σέ πισταλι­ ές καί στη γενική φασαρία. —Ερυθρόδερμοι! ^Ηρθαν ε­ ρυθρόδερμοι ! Πραγματικά, ό δρόμος δπου γίνεται ή συμπλοκή γεμίζει μέ­ σα σέ μιά στιγμή ερυθρόδερ­ μους πού είναι ώπλισμένοι μέ τόξα, ακόντια καί πανάρχαιες καραμπίνες. Ρίχνονται μέ άνατριχιαστικά ουρλιάσματα πάνω στούς ανθρώπους τού Τόρεη καί από τή μιά στιγμή στήν άλλη, ή, σχεδόν, χαμένη μάχη μπαίνει σέ καινούργια φάσι. Μέ αναπτερωμένο τό ηθικό ό

Ό Κάου - Μπόϋ θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα δίνει στον Μπάκ Τόρεη αλλε­ πάλληλα χτυπήματα πού θά ήσαν ικανά νά σκοτώσουν ταύρο. Ό άρχι κακοποιός πού δια­ πιστώνει τήν άσχημη πορεία πού έχουν πάρει τά πράγματα, κάνει ο,τι μπορεΐ. γιά νά έξουδετεοώση τον αντίπαλό του, μά ό Τζώννυ Ντέλμοντ του χαλάει τά σχέδια. Τραβιέται πίσω, α­ φήνει τον Τόρεη νά τού έκσφενδονίση μιά γροθιά, τήν σταμα­ τάει μέ τό αριστερό του καί τι­ νάζει τήν δεξιά του γροθιά μέ όση δύναμι μπορεΐ νά βάλη ό ώμος του. 'Ο Μπάκ Τόρεη μουγγρίζει σάν σφαγμένο βόδι. "Έχει δε­ χτή τήν καταπληκτική γροθιά ανάμεσα στά φρύδια καί σωρι­ άζεται χάμω σάν νά τον χτύπη­ σε αστροπελέκι, 'Ο Τζώννυ στέ­ κεται λαχανιασμένος από πάνω του, γιά μιά στιγμή, καί μετά γυρίζει να κυττάξη γύρω του. Οί ερυθρόδερμοι έχουν σπεί­ ρει τον πανικό στις ψυχές των συμμοριτών μέ τήν αναπάντεχη έπέμβασί τους. "Οσο γιά τον Μπόμπυ, κάνει θραύσι. Περι­ λαβαίνει δ σ ους κακοποιούς γκρεμίζονται από τά άλογά τους, τούς στήνει όρθιους καί κάνει όπως πάντα τήν... μονό­ πλευρη «μοιρασιά» στις γροθι­ ές του. — Μία σου... μία σου... μία σου! Τί; Σου έκλεψα μία; *Έ; άρπα την! 'Η "Αννυ στέκεται πίσω του καί προστατεύει τήν ράχη του, σκασμένη στά γέλια. Τώρα πού έχει κριθή τό αποτέλεσμα τής μάχης, ή σύντροφος τού Κάη·« Μπόϋ Φάντασμα έχει ξαναβρή τό κέφι της. 'Ο Τζώννυ αρπάζει από χά­ μω ένα έξάσφαιρο καί αρχίζει νά ρίχνη εναντίον των κακοποι­ ών μέ γρήγορο ρυθμό. Οί σφαΐ-


ΦΑΝΤΑΣΜΑ ρες του τρυπουν ώμους, πετ|;ΰν πιστόλια από χέρια, τραυματί­ ζουν πόδια... Είναι ή χαριστική βολή. Κ οψοχολ ιασμένοι οΐ κακοπο ι οί, μέ σπασμένο τελείως το ηθι­ κό, πετοϋν τά δπλα τους καί μέ σπαραχτικές φωνές ζητούν οί­ κτο. Μά οΐ ερυθρόδερμοι δέν ξέ­ ρουν τΐ θα πή οίκτος πάνω στη μάχη κι* αναγκάζεται να μπή ό Τζώννυ Ντέλμοντ^ στη μέση, για να γλυτώση τους κακοποι­ ούς από τά χέρια τους. — Μπόμπυ, σταμάτα κΓ ε­ σύ !, φωνάζει μέ αυστηρή φωνή. Φτάνει πιά! 'Ο Μπόμπυ αφήνει από τα χέρια του έναν κακοποιό πού δέν μπορεί να σταθή πιά στά πόδια του καί κυττάζει τον φί­ λο του σαν βρεγμένη γάτα. 'Ο δρόμος ησυχάζει ξαφνικά. 'Η μάχη έχει τελειώσει. Βαρετ­ ές οΐ απώλειες των κακοποιών •κι* όσοι έχουν μείνει ζωντανοί τρέμουν από τον φόβο τους. Βα ρειές είναι καί οΐ απώλειες των ανθρώπων του Μπρέκ. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ τά έπιθεωρεΐ όλα μέ γρήγορο βλέμμα καί μετά στρέφεται στο «Γρήγο ρο " Αλογο» πού είναι έτη κεφα­ λής των ερυθρόδερμων. -—Αέν ξέρω πώς νά ευχαρι­ στήσω τον κόκκινο άδερφό μου, λέει. Μέ την έπέμβασί του, δέν έσωσε μόνο τις ζωές μας, αλλά καί ολόκληρη την πόλι. 'Ο έρυθρόδερμος χαμογελάει ήρεμα. — «Γρήγορο "Αλογο» μαθαί­ νει άσχημο μαντάτο μόλις βγαί­ νει από μαγαζί, λέει μέ τά σπα­ σμένα αγγλικά του. Τρέχει χω­ ριό μιλάει σοφό πατέρα του «Καθιστά Βούβαλο». Πατέρας καί γιος συμφωνούν. Πρέπει βομιστή». «Γρήγορο "Αλογο» μοιμιστή»ζ «Γρήγορο "Αλογο» μοι­ ράζει παλιά όπλα χωμένα σέ

σπηλιά έρχεται βοηθήσει. Θέ­ λει ξεπληρώσει καλό λευκού α­ δερφού. 'Η συγκίνησι τού Τζώννυ εί­ ναι τόση πού δέν μπορεί νά άρθρώση κουβέντα. 'Ο ερυθρόδερ­ μος καταλαβαίνει. Δίνει δια­ ταγές στους πολεμιστές του. Έ κείνοι φορτώνουν τούς λιγο­ στούς νεκρούς καί τραυματίες στά άδεια άλογα καί προχω­ ρούν προς τό βάθος τού δρόμου. — Καλή άντάμωσι, λευκέ α­ δερφέ μου, λέει τό «Γρήγορο "Α-. λογο» καί, σηκώνοντας τό χέρι του σέ σημείο χαιρετισμού, τρέ­ χει νά προλάβη τούς πολεμι­ στές του. —Καλή άντάμωσι, «Γρήγορο "Αλογο»! μουρμουρίζει ό Τζών­ νυ Ντέλμοντ καί νοιώθει δύο δά­ κρυα νά κυλούν από τά μάτια του. —Εμπρός,; καθάρματα! Μπή τε όλοι στή σειρά καί μή σκεφτήτε νά κάνετε κανένα κόλπο γιατί ακόμα δέν χόρτασα νά δέρνω ! ^ Ή φωνή τού Μπόμπυ φέρνει τον Τζώννυ Ντέλμοντ στήν πρα­ γματικότητα. Γυρίζει καί βλέπει τον φίλο του, μέ δύο πιστόλια στά χέρια νά βάζη όσους κα­ κοποιούς έχουν μείνει ζωντανοί στή σειρά καί νά τούς όδηγή στή φυλακή. Μή μπορώντας νά δείρη άλ­ λο, ό Μπόμπυ ξεσπάει τον θυμό του μ’ αυτόν τον τρόπο καί κά­ θε τόσο δίνει καί από μιά κλω­ τσιά στούς πιο δισταχτικούς α­ πό τούς συμμορίτες.^Ή "Αννυ στέκεται παράμερα μέ τήν καραμπίνα στο χέρι έτοιμη γιά ό­ λα 'Ο Τζώννυ κρίνει πώς^ δέν είναι απαραίτητος σ’ αυτή τη δουλειά. Κάνει μιά βόλτα στο πεδίο τής μάχης καί διαπιστώ­ νει ότι υπάρχουν έλάχιστοι τραυ ματιές. Δένει τά χέρια τού


έ5 Ιέάόϋ - Ηηύύ Μπάκ Τόρεη και δταν ό άρχικακοποιός συνέρχεται, τον ο­ δηγεί στο κελλί τόυ. ^ — Τούτη τη φορά θά φροντί­ σω νά σέ κρεμάσουν γιά ο,τι έ­ κανες, του λέει παγερά. Εΐσαι πολύ χειρότερος απ’ οτι φαντά­ στηκα καί δεν αξίζεις νά μένης ζωντανός. 'Ο Τόρεη σκύβει τό κεφάλι. "Έχει παραδεχτή την ήττα του;

ΜΕΝΟΥΝ ακόμα πέντε μέρες γιά τις εκλογές. Καί περνούν πολύ ήσυχα, άν έξαιρέση κανείς τή φασαρία πού κάνουν μέ τίς προετοιμασίες τους, οί υποψή­ φιοι γιά τή θέσι τού σερίφη. Οι εκλογές γίνονται υποδει­ γματικά καί σερίφης βγαίνει ό γιος τού Κάτς Φόρμαν πού έχει τό κατάστημα γενικού εμπορίου τού Σίμαρον, ένας λεβεντόκορ­ μος νεαρός, κοντά δύο μέτρα. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ τον συγ­ χαίρει καί τού παραδίδει τό σήμα καί τό γραφείο τού σερί­ φη, καθώς επίσης καί την φρον­ τίδα των φυλακισμένων έκτος νόμου. Άπό μέρα σέ μέρα θά έρθουν νά τούς παραλάβουν οί ραΐντζερς πού έχουν είδοποιηθή μέ τηλεγράφημα. Γεμάτος λύπη ό Μπόμπυ έγκαταλείπει τό κρεβοετάκι πού έχει σέ μιά γωνιά του γραφεί» ©υ, Τό έχει συνηθίσει τόσ@ πο»

λύ πού τό αποχωρίζεται μέ απά ραγμό στην καρδιά. — Γιατί δέ μένουμε εδώ πάν τότε Τζώννυ; ρωτάει τον φίλο του, έτοιμος νά βάλη τά κλάμα­ τα. Ό σερίφης θά έχη πάντοτε ανάγκη άπό βοηθούς. Θά έχου­ με τά κρεβατάκια μας, τό καλομαγειρεμένο μας φαγητό, τά.. — Λυπάμαι πού θά σού στε­ ρήσω αυτή τή χαρά, Μπόμπυ, τον διακόπτει ό Τζώννυ, κρύβσν τας ένα χαμόγελο, αλλά σέ πλη­ ροφορώ ότι υπάρχουν άνθρωποι πού μάς χρειάζονται περισσότε­ ρο άπό τον σερίφη Φόρμαν. 5Α­ μέσως — αμέσως, έλαβα χτές ένα γράμμα άπό έναν προσωπι­ κό φίλο τού πατέρα μου, τον Τόμ Πάουελς, πού έχει τό μεγα­ λύτερο ράντς κάτω στο Μπίγκ Μπέντ. — Μπά!, κάνει μέ ξαφνική χαρά ό Μπόμπυ. Ασφαλώς Θά θέλη νά μάς προσλάβη στο κτή­ μα του. Καταπληκτική ιδέα! 3'Ε τσι, θά έχουμε πάλι τό κρεβατάκι μας, τό καλομαγειρεμένο μας φαγητό, τά... — Μή βιάζεσαι τόσο πολύ, Μπόμπυ!, τον διακόπτει πάλι ό Τζώννυ, κλείνοντας τό μάτι στήν Άννυ, πού παρακολουθεί τή συζήτησι διασκεδάζοντας. 'Ο άν­ θρωπος δέν θέλει νά μάς προσ­ λάβη. Ξέρει πολύ καλά δτι, άν προτείνη τέτοιο πράγμα. Θά πά ρη άρνητική άπάντησι. Μάς παρακαλεΐ μόνο νά συνοδέψουμε έ­ να μεγάλο κοπάδι, πού ετοιμά­ ζει νά στείλη στο Ντάλλας, γιά πούλημα. Φοβάται μήπως επιτε­ θούν καί τό αρπάξουν ληστές καί.... — Ληστές !, άναφωνεΐ εντρο μος ό Μπόμπυ, χάνοντας τό χρώ μα του. Πάλι μέ ληστές θά μπλε ξουμε, Τζώννυ; Γιά ονομα τού Θεού, έτσι όπως πάμΛε, Θά χα­ λάσουμε τον χαρακτήρα μας, Δέν έχεις ακούσει νά λένε στι


ΦΑΝΤΑΣΜΑ «μ’ οποίον δάσκαλο καθήσης τέ­ τοια γράμματα θά μάθης;». "Οπως πάντα, οί γεμάτες πο νηρίά διαμαρτυρίες του, πάνε στράφι. Υπάρχουν πάντοτε 56ο #ναί» στην παρέα. Τό ένα είναι ό Τζώννυ καί τό άλλο ή ’Άννυ που, αντίθετα με τον αδερφό της, τρελλαίνεται για κίνδυνους καί περιπέτειες. 'Ο Μπόμπυ α­ ναγκάζεται να ύποκύψη. Καί έ­ τσι, την άλλη μέρα κιόλας οί τρεις φίλοι ξεκινούν για τό Μπίγκ Μπέντ, όπου θά άναλάβουν νά συνοδέψουν τό μεγάλο κοπάδι του Τόμ Πάουελς στο Ντάλλας. ΤΗΝ ΙΔΙΑ μέρα, μερικές έκατοντάδες μίλια μακρυά> σ’ ένα μέρος της περιοχής Μπίγκ Μπέντ που λέγεται Ρίμροκ Χίλς, ό περιβόητος έκτος νόμου Πήτερ Αώζον καί ή συμμορία του, που άποτελεϊται από τά χειρότερα καθάρματα του Τέ­ ξας, στέκονται ανάμεσα στά βράχια ενός υψώματος καί πα­ ρακολουθούν, μέ μεγάλο ενδια­ φέρον, την κίνησι πού παρουσι­ άζει τό λειβάδι από κάτω. λ "Ενα προχωρημένο συνεργείο τής Κρατικής Τηλεγραφικής Ε­ ταιρίας μπήγει στο χώμα τηλε­ γραφόξυλα καί περνάει σύρμα­ τα γιά την σύνδεσι τού Μπίγκ Μπέντ μέ την τηλεγραφική γραμμή πού περνάει από τις άλλες πόλεις. 1 ^ νεο έχει φέρει χαρούμενη άναστάτωσι σ’ όσους μένουν σ’ έκείνη τήν περιοχή. Στον Πήτερ Αώζον όμως καί στους συντρό­ φους του έχει φέρει μιάν άλλη άναστάτωσι, πού έχει σχέσι μέ τις έγκληματικές τους πράξεις. Ο Αώζον παρακολουθεί μέ στενεμένα μάτια τις πυρετώδεις κινήσεις τοΰ συνεργείου κι* ενα θυμωμένο γρυλλισμα ξε­ φεύγει από τό στόμα του.

— Φαντάζομαι νά ξέρετε τι σημαίνουν αυτά τά τηλεγραφό­ ξυλα πού φυτρώνουν σέ τούτη τήν έρημιά, λέει στούς συντρό­ φους του πού κάθονται στ’ άλο­ γά τους καί παρακολουθούν λί­ γο σαστισμένοι. Κανένας δεν τού απαντάει. — Μέχρι τώρα συνεχίζει ό άρχ(συμμορίτης, κάναμε τις λη­ στείες μας καί γινόμαστε άφαν­ τοι, ώσπου νά μαθευτή τό νέο> νά γίνη απόσπασμα καί νά μάς καταδιώξη. Τώρα, μ’ αυτά τά διαβολεμένα σύρματα, τά νέα θά μαθεύωνται από τή μιά στι­ γμή στήν άλλη καί οί άνθρωποι τού νόμου θά μάς στρώνουν στο κυνήγι, ώσπου ν’ άνοιγοκλείσου με τά μάτια μας. Άγρια μουρμουρητά βγαί­ νουν από τά στόματα των κακο­ ποιών, καθώς τά μυαλά τους χωνεύουν τά λόγια τού αρχηγού τους. — Νά τά καταστρέψουμε!, προτείνει κάποιος καί συμφω­ νούν όλοι. — Δύσκολο !, λέει ό Πήτερ Αώζον σκεφτικά. Ε’ίμαστε λίγοι Καί μετά, άν χτυπήσουμε αυτό τό συνεργείο, θά έρθη άλλο. Πρέ πει ν’ αντιμετωπίσουμε άλλοιώς τό πρόβλημα... Μπορούμε νά χρησιμοποιήσουμε τούς ερυθρο­ δέρμους Καίόουα γι’ αυτή τή δουλειά. Τον κυττάζουν όλοι απορημέ­ νοι. — Πώς θά μπόρεσης νά τούς ξεσηκώσης; ρωτάει κάποιος με­ τά. "Εχουν υπογράψει συμφωνία ειρήνης μέ τούς λευκούς. "Ενα μοχθηρό, υπόκωφο γέ*λιο βγαίνει από τό στόμα τού . άρχισυμμορίτη. Τό βλέμμα του πέφτει πάνω σ’ έναν νεαρό από τήν συμμορία του πού, από τήν κορυφή μέχρι τά νύχια, είναι ντυμένος στά μαύρα. — Θά έκμεταλλευτούμε τήν


18

Ό Κάου - Μπόϋ

δεισιδαιμονία των έρυθροδέρμων, λέει αργά. Την έμπνευσι μου την έδωσαν τά κατά μαύρα ρούχα του Λιούκ Σούλτς, από δω. Αν ό Αιούκ συμπλήρωσή τήν έμφάνισί του μέ μια κατάμαύρη μάσκα πού θά κρύβη τό πρόσωπό του καί καβαλληση έ­ να κατάμαυρο άλογο, τό σχέδιο πού έχω καταστρώσει θά πετύχη πέρα γιά πέρα. Οι κακοποιοί μουρμουρίζουν μεταξύ τους, σκανδαλισμένοι α­ πό τό αινιγματικό ύφος του αρ­ χηγού τους. —Ποιο είναι τό σχέδιό σου, Πήτερ; ρωτάει ό Αιούκ Σούλτς, ό μαυροντυμένος έκτος νόμου.

— Κάθε βράδυ, απαντάει ό Αώζον, χαμογελώντας σατανικά, ό μάγος - γιατρός των Καϊόουα πού λέγεται "Αγριο "Αλογο, πάει σ’ έναν λόφο έδώ κοντά καί προσεύχεται στον Μεγάλο Μανιτού, πού είναι θεός όλων των ερυθροδέρμων. Παίρνει πάν τότε μαζί του διάφορα αγάλμα­ τα σκαλισμένα σέ χρυσάφι' καί τ’ αφήνει στο βωμό τού Θεού αυτού. Λοιπόν... Χαμογελώντας σατανικά πάν-. τότε, ό άρχισυμμορίτης άναπτύσσει στούς μπράβους του τό σχέδιο πού έχει καταστρώσει τό έγκληματικό μυαλό του. ΤΖ1ΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ

Προσοχή! Στο τεύχος 7, πού κυκλοφορεί την Τε­ τάρτη μέ τον τίτλο

0 ΜΑΎΡΟΙ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ μιά συναρπαστική αυτοτελής περιπέτεια, πού θά ένθουσιάση καί τούς πιο δύσκολους αναγνώστες. 0 !Β?

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ* ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 6 - Τιμή 1,50 δραχ.

Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε, -Λέκκα 22 Άθήναι (125)



Οί "Ασσοι του Ποδοσφαίρου

ν

%

Ο. ΠΑΥΛΙΔΗΣ


ΊΛνΙφοφορχ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ ··

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ ΜΑΥΡΟΣ



Ο «ΑΓΡΙΟ "Άλογο», ό μά­ γος γιατρός των ερυθροδέρ­ μων Κάίόουα φτάνει κατά το σούρουπο στον Ιερό λόφο, όπου συνήθως προσεύχεται και κάνει αφιερώματα στον Μεγάλο Μανιτου, τον θεό όλων των έρυθρο*· δέρμων. Στα χέρια του βαστάει ένα. πλεχτό πανέρι, γεμάτο σχε­ δόν από μικρά άγαλματάκια, καμωμένα όλα από ατόφιο χρυσάφ ι. Στη βάσι του λόφου, πίσω α­ πό μιά συστάδα θάμνων, είναι Τ) είσοδος μιας μεγάλης σπη°

λιάς. Μέσα σ’ αυτή τή σπηλιά κατοικεί το πνεύμα τού Μεγάλου Μανιτου, όπως πιστεύουν ο' Κα ϊόουα. Μέσα εκεί, υπάρχει ένας βωμός, όπου θ’ άφήση τά δώρα του ό μάγος. / Μά προτού φθάση στη συστά­ δα των θάμνων, μισή ντουζίνα λευκοί, με τά πιστόλια στά χέ^ρια, βγαίνουν από ενα συγκρό­ τημα βράχων καί πετάγονται μπροστά του. Είναι άγριοι στην, όψι καί φαίνονται αποφασισμέ­ νοι γιά όλα. —Μή κουνηθής από τή θέσι


Ό Κάου - Μπόϋ σου, βρωμιάρη κοκκινόπετσε!, μουγγρίζει ένας μεγαλόσωμος και άποκρουστικός τύπος, πού φαίνεται αρχηγός τής παρέας. Θά σε σκοτώσουμε σαν σκυλί! 'Ο μάγος γιατρός στέκεται σάν κεραυνόπληκτος για μια στιγμή. Μετά συνέρχεται και σφίγγει πάνω του τό πανέρι με τά χρυσά αφιερώματα του Θεού. ’Απ’ ό,τι ξέρει, τά «χλωμά πρό­ σωπα» δεν έχουν κανέναν σεβα^ σμό για τούς θεούς των ερυθρο­ δέρμων. — Τί θέλουν τά «χλωμά πρό­ σωπα»; ρωτάει μέ τά σπασμένα άγγλικά του. — Πρώτα - πρώτα, αυτά πού κρατάς!, του απαντάει ό μεγα­ λόσωμος οπλοφόρος. Μετά, θέ­ λουμε νά μάς δείξης τό μέρος όπου έχεις βάλει τά προηγούμε­ να... Τσακίσου! Ό μάγος γιατρός δεν κου­ νιέται από τή θέσι του, ούτε κά­ νει απόπειρα νά δώση τό πανέ­ ρι μέ τά χρυσά αφιερώματα. Προ τιμάει νά χάση την ζωή του, πα­ ρά ν’ άφήση τά χλωμά πρόσωπα νά βεβηλώσουν την ίερή^ κατοι­ κία του Μεγάλου Μανιτου. — «"Αγριο "Αλογο!, προτι­ μάει πεθαίνει!# δηλώνει 'Ο μεγαλόσωμος κακοποιός, αφήνει μιά φριχτή βλαστήμια καί σηκώνει τό πιστόλι του. Τό δάχτυλό του σφίγγεται γύρω α­ πό την σκανδάλη. Τό έξάσφαιρο εΐναι έτοιμο νά δώση τον θάνα­ το στον μάγο γιατρό, όταν ξα­ φνικά άκόύγονται δυο πυροβο­ λισμοί στη σειρά καί μετά γρή­ γορος καλπασμός αλόγου. "Ενας καβαλλάρης μαύρος σάν τή νύχτα πού πέφτει ολόγυ­ ρα, πετάγεται πίσω από τούς βράχους καί όρμάει καταπάνω στούς κακοποιούς. Ξαφνιασμένοι έκεΐνοι γυρίζουν καί τού ρίχνουν, αλλά πράγμα παράξενο, καμμιά από τις σφαίρες τους δεν τον

πιάνει. Κάνοντας αυτή τή διαπίστωσι, οί κακοποιοί θηκαρώ­ νουν τά πιστόλια τους καί σκορ­ πίζουν σ’ όλες τις κατευθύνσεις, σάν τρομαγμένα κουνέλια. 'Ο μαυροντυμένος καβαλάρης, πού τό πρόσωπό του είναι κρυμ­ μένο από ένα έπίσης μαύρο μαν­ τήλι, μέ δύο τρύπες στή θέσι τών ματιών, σταματάει καί ρί­ χνει μερικές σφαίρες ξωπίσω τους. Σκούζοντας τρομαγμένα, έκεΐνοι, γίνονται άφαντοι. 'Ο μαύρος καβαλλάρης ξεπεζεύει καί πλησιάζει τον μάγο. —Ελπίζω νά μήν έπαθε τί­ ποτα ό ιερός αδερφός μου, τό «"Αγριο "Αλογο», λέει μέ ένδιαφέρον, στή γλώσσα τών Καϊόουα. 'Ο μάγος γιατρός, πού έχει σαστίσει από τήν άναπάντεχη έιμφάνισι τού παράξενου, έπιβλη τικοΰ καβαλάρη, σαστίζει ακό­ μα περισσότερο, άκούγοντάς τον νά προφέρη τό όνομά του. — Πώς... πώς ξέρει ποιος εί­ μαι, ό μαυροντυμένος αδερφός μου; λέει. "Ενα σιγανό γέλιο βγαίνει κάτω από τήν μάσκα. Τίποτα άλλο! Ή φαντασία τού έρυθρόδερμου οργιάζει. Σίγουρα, ό μαυροντυμένος σωτήρας του δέν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. ΟΙ σφαίρες τών κακοποιών δέν τον άγγιξαν, οι ϊδιοι οί κακο­ ποιοί έφυγαν τρομαγμένοι, ξέ­ ρει τό όνομά του καί, τέλος, μι.λάει άπταιστα τή γλώσσα τών Καϊόουα... — Τό «"Αγριο "Αλογο» είναι γεμάτο ευγνωμοσύνη πού τού έ­ σωσες τή ζωή από βέβηλα «χλω­ μά πρόσωπα», προφέρει μέ σε­ βασμό. Θά τού δώσης μεγάλη χαρά αν περιμένης μιά στιγμή ν’ άφήση τά αφιερώματα στήν ι­ ερή σπηλιά καί γυρίσης μαζί του στο χωριό τών Καϊόουα. 'Ο λαός μας θά χαρή πολύ νά γνω«


ΦΑΝΤΑΣΜΑ ρίση έναν «σάμαν» (άνθρωπο ]χέ μαγικές ικανότητες). 'Ο μαυροντυμένος καβαλάρης δεν φέρνει καμμιά άντίρρησι. Περιμένει αδιαμαρτύρητα καί μετά πηγαίνει με τον μάγο για­ τρό στο χωριό των Καίόουα. Μέ δυνατή φωνή ό μάγος άφηγείται τα συμβάντα στους συγκεντρω­ μένους ερυθρόδερμους, πού γυ­ ρίζουν καί κοιτάζουν τον μαυ­ ροντυμένο ξένο, λες κΓ είναι η προσωποίησι του μεγάλου Μανι του. Τό μαύρο ντύσιμό του καί' ή μάσκα τον κάνουν πιο έπιβλη­ τικό. Μόλις τελειώνει την άφήγησί του ό μάγος, ό «Γαλάζιος Αε­ τός», φύλαρχος των Καίόουα, ττλησιάζει τον παράξενο άγνω­ στο μέ σεβασμό καί τον ευχα­ ριστεί για την διάσωσι του μά­ γου γιατρού. — Θά είναι μεγάλη μας τιμή άν μείνη γιά λίγο μαζί μας, ό μεγάλος «σάμαν», λέει στο τέ­ λος. Καί πάλι δέ φέρνει άντίρρησι ό μαυροντυμένος ξένος. 01 ε­ ρυθρόδερμοι ευχαριστούνται κΓ άνάβοντας μιά μεγάλη φωτιά, αρχίζουν^ νά χορεύουν γύρω της, τραγουδώντας ταυτόχρονα. Πι­ στεύουν δτι τά καλά πνεύματα έχουν στείλει αντιπρόσωπο στη φυ>η τους. Ούτε μιά στιγμή δέν υποψι­ άζονται ότι ό μαύρος καβαλά­ ρης είναι ό Αιούκ Σούλτς, ένας καταζητούμενος έκτος νόμου καί ότι όλα αυτά πού έγιναν αποτε­ λούν μέρος τού σατανικού σχε­ δίου, πού έχει καταστρώσει ό Πήτερ Αώζον, γιά νά κάνη αυτό πού έχει βάλει σκοπό. Τις έπόμενες δύο μέρες, ό Σούλτς κερδίζει πέρα γιά πέρα την έιμπιστοσύνη των έρυθροδέρ μων καί, μετά, αρχίζει νά 6άζη σ’ ενέργεια τό δεύτερο μέρος

τού σχεδίου τού Αώζον. Ανάβει φωτιά σέ μιά μεγάλη σκηνή, ό­ που φυλάγονται τά ξεραμένα δέρματα ζώων, δηλητηριάζει τό νερό τής πηγής, μ* ένα χόρτο πού προκαλεΐ εμετό καί γκρεμί­ ζει τά είδωλα πού είναι στημέ­ να σέ διάφορα σημεία τού χω­ ριού. Τά κάνει ολα μέ τέτοια προσοχή πού οι έρυθρόδερμοι σαστίζουν. Τό «’Άγριο Αλογο» συμπεραίνει πώς κάτι έχουν πάθει τά πνεύματα καί αρχίζει τά ξόρκια του, αλλά δέν φέρνει κα­ νένα αποτέλεσμα. Τά παράξενα συμβάντα συνεχίζονται μέ τον ί­ διο πάντα τρόπο. Καί τότε ό Γαλάζιος Αετός καί τό «!'Αγριο ’Άλογο» πάνε καί βρίσκουν τον μαυροντυμένο ξένο τους, στη σκηνή πού τού έχουν παραχωρήσει. Ζητούν τή γνώμη του γιά τά παράξενα πράγματα πού συμβαίνουν. Ε­ κείνος, μένει σκεφτικός γιά λί­ γο καί, μετά λέει: — ’Ίσως νά έχουν θυμώσει τά πνεύματα επειδή τά χλωμά πρόσωπα φυτεύουν στην περιο­ χή σας τούς μαγεμένους στύ­ λους πού μιλούν... Τί λέει γι αυτό τό «’Άγριο 5'Αλογο;» — Ναι, αυτό θά, είναι!, βιά­ ζεται νά συμφωνήση ό μάγος γιατρός. Αέν τού έχουν δείξει τίποτα


6 τέτοιο τά μάγια του, άλλα άφοΰ τό λέει ό μαγεμένος φιλο­ ξενούμενος των Καϊόουα, έτσι θά είναι, — Τά «χλωμά πρόσωπα» εί­ ναι φίλοι μας τώρα, λέει ό <<Γα λάζιος 3 Αετός». Δέν μπορούμε να τούς διώξουμε άπό την πε­ ριοχή μας. — Καταλαβαίνω, λέει 6 ά­ γνωστος. Μά, άν δέν εξευμενι­ στούν τά πνεύματα, ποιος ξέ­ ρει τί θά συμβή άκόμα. Αρχηγός καί μάγος φεύγουν σκεφτικοί κΓ άνησυχοι. Τό ίδιο βράδυ, τό δάσος πού είναι έκεϊ κοντά, πιάνει φωτιά με μυστη­ ριώδη τρόπο. Μέχρι τό' πρω ί ό Καΐόουα καταβάλουν μεγάλες προσπάθειες νά τη σβήσουν καί νά γλυτώσουν τό χωριό. 'Ο Σούλτς παρακολουθεί ευχάριστη μένος τό έργο του. Καί προς , με γάλη του χαρά, μόλις ή φωτιά σβήνει, ό Γαλάζιος Αετός παίρ νει την άπόφασί του. Καλεΐ τον γυιό του τό Γρήγορο Ζαρκάδι, τού έξηγεϊ πώς έχουν τά πράγ­ ματα καί του λέει νά πάρη ό­ σους πολεμιστές μπορεί καί νά πάη νά έξοντώση τό συνεργείο πού φυτεύει τούς μαγεμένους στύλους. Ενθουσιασμένος ό γιος του παίρνει είκοσι νεαρούς πολεμι­ στές καί ξεκινάει σάν σίφουνας. Οι έργάτες του συνεργείου ίσα πού έχουν ξυπνήσει καί έτοιμάζονται νά πιάσουν δουλειά. Ούρ λιάζοντας σάν δαιμονισμένοι οι έρυθράδερμοι τούς έπιτίθενται, ρίχνοντας σύννεφο άπό βέλη, κοντάρια καί τόμαχωουκ; Μερι­ κοί ξεπεζεύουν, δένουν τούς στύ­ λους του τηλεγράφου με σκοι­ νιά καί τούς γκρεμίζουν. . 01 άνθρωποι του συνεργείου άντιμετωπίζουν έναν θανάσιμον κίνδυνον. Καί δέν υπάρχει τρό­ πος νά ζητησουν βοήθεια από πουθενά.

Ό Κάου — Μπόϋ

Εναντίον των Καΐόουα ΑΠΟΥ μισό μίλλι προς τά νότια, 1 ένα μεγάλο κοπάδι άπό γελάδια, προχωρεί άργά, τυλιγμένο σ’ ενα σύννεφο σκό­ νης. Τό συνοδεύουν κάπου είκο­ σι κατασκονισμένοι κάου μπόϋς καί μαζί μ’ αυτούς ό Τζώννυ Ντέλμοντ ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα, η ’Άννυ καί ό Μπομπυ Σμίθ. Είναι τό κοπάδι τού μεγαλοοάντσερ Τόμ Πάουελς κΓ έχει ξεκινήσει άπό τό Μπίγκ Μπέντ, πριν άπό δύο μέρες. Ό Τζώννυ, νοιώθοντας τη με γάλη ευθύνη πού έχει στά χέ­ ρια του, είναι διαρκώς άγρυ­ πνος. Ή 5'Αννυ κάνει ό,τι μπο­ ρεί γιά νά τον βοηθηση. "Οσο γιά τον Μπό>μπυ, βλέποντας ότι ή πορεία συνεχίζεται^ δίχως κα νένα άσχημο ·. συμβάν, άρχίζει νά ξεθαρρεύη. . — "Ε, δέν είναι καί άσχημα, λέει στούς συντρόφους του ε­ κείνο τό πρωί. Μόνο πού δέ φτύ νω σάλιο πιά αλλά... κεραμίδια Μέ τόση σκόνη πού έχω καταπιη, απορώ πώς δέν έχω πήξει άκόμα. Πάντως, προτιμότερη η σκόνη καί η ταλαιπωρία, παρά οι κακοποιοί καί οί πιστολιές "Εχω ν’ άκούσω πιστολιά κοντά

Κ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ έξη μέρες και δέν ξέρετε πόσο χαίρω. ^ Καθώς προφέρει την τελευ­ ταία συλλαβή τής λέξης, απα­ νωτοί πυροβολισμοί άκαύγονται πάνω από τό ποδοπάτη,μα και τα βελάσματα των ζώων καί, μαζί μ’ αυτούς μάκρυνες δαιμο­ νισμένες στριγγλιές. Οί τρεις φίλοι πού πάνε μπρο στα από τό μεγάλο κοπάδι για άνίχνευσι σταματούν ταυτόχρονα σαν ένας άνθρωπος. 'Ο Κάου Μπόύ Φάντασμα στήνει τ’ αυτί του μέ τά φρύδια σμιγμένα. Ό Μπόμπυ αρχίζει να τρέμη σπα­ σμωδικά πάνω στη σέλλα του. -— Φτοΰ στη γλώσσα μου!, μουρμουρίζει. Τί ήθελα γώ και μίλαγα για πιστολιές! Δέν κα­ τάπινα τά λόγια μου καλύτε­ ρα; Κανένας δέν του δίνει σηιμασία. 'Ο Τζώννυ άφουγκράζεται λίγο ακόμα καί καταλαβαίνει. Κάπου γίνεται έπίθεσι ερυθρο­ δέρμων. Τού φαίνεται παράξε­ νο γιατί οί ερυθρόδερμοι έχουν υπογράψει^ ειρήνη σέ τούτη την περιοχή. Ξαφνικά, όμως, έρχεται στο νού του ή πληροφορία πού τού έδωσαν στο Μπίγκ Μπέντ, για τά συνεργεία πού τοποθετούν την τηλεγραφική γραμμή. Μή­ πως κάνουν σέ κανένα απ’ αυ­ τά έπίθεσι οί έρυθρόδεμοι; Αίχως νά καθήση νά σκεφτή περισσότερο, καλεΐ τον «τρέηλμπός», τον γενικό έπιστάτη τού κοπαδιού, καί τού δίνει οδηγί­ ες. Νά συνεχισθή ή πορεία αρ­ γά καί νά · έχουν όλοι τό νού τους γύρω τους. Μετά λέει ατούς συντρόφους του νά τον ακολου­ θήσουν, καί σπηρουνίζει τό ά­ λογό του, καλπάζει προς την κατεύθυνσι των πυροβολισμών. Ή ’Άννυ ακολουθεί αμέσως. 'Ο Μπό μπυ κοντοστέκεται. ’Έχει κατα­ λάβει κι’ αυτός, ότι πρόκειται γιά ερυθροδέρμους καί δέν νοιώ­

7 θει καθόλου καλά. — Τζώννυ, δέν κάνει νά μεί­ νω κι’ εγώ μέ τά ζωάκια; φωνά­ ζει μέ τρεμουλιαστή φωνή. Μπο­ ρεί νά νάσουν τον δρόμο τους, ξέρεις, καί... Βλέποντας τούς συντρόφους του ν’ άπσμακρύνωνται καί νά τον αφήνουν μόνο, βγάζει ένα ξερό λ’υγμό καί ρίχνεται ξώπίσω τους. Τούς προλαβαίνει σέ μισό λεπτό καί καλπάζει μαζί τους. 'Ο δρόμος πού άκολουθοΰν, περνάει μέσα από δύο μικρά υ­ ψώματα καί βγαίνει σ’ ένα με­ γάλο λειβάδι. Μόλις φτάνουν ε­ κεί, ό Τζώννυ βλέπει τούς έρυ* θρόδερμους νά γκρεμίζουν τούς τηλεγραφικούς στύλους καί νά παλεύουν σώμα μέ σώμα μέ τούς εργάτες τού συνεργείου καί κα­ ταλαβαίνει, ότι δέν έπεσε έξω. 'Ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Πρέ­ πει νά βοηθήσουν τό συνεργείο. — Επάνω τους, παιδιά!, φω νάζει. Καί μήν τούς λυπηθητε καθόλου! Τραβάει τό έξάσφαιρό του καί οίχνεται μπροστά. Ή ’Άννυ βγάζει τήν καραμπίνα από τή θήκη τής σέλλας της καί ακολουθεί. Ό Μπόμπυ κάνει νά τραβήξη κι’ αυτός τό έξάσφαιρό του, μά τού είναι αδύνατον νά τό βγάλη από τή θήκη του. Κι* είναι τό­ ση ή τρομάρα του, πού δέν κα­ ταλαβαίνει, ότι αυτό πού τρα­ βάει δέν είναι τό πιστόλι του, αλλά ένα δερμάτινο χερούλι στο πίσω μέρος τής σέλλας του. Βάζοντας κυριολεκτικά τά κλά­ ματα, ακολουθεί τούς^ συντρό­ φους του, έξακόλουθώντας νά τραβάη τό χερούλι τής σέλλας. Οί πρώτοι πυροβολισμοί τού Τζώννυ καί τής ’Άννυ, ξαφνιά­ ζουν τούς ερυθροδέρμους. Μερι­ κοί απ’ αυτούς, εγκαταλείπουν τό γκρέμισμα τών στύλων, γιά νά -ριχτούν πάνω τους. Κάποιος


8 αρπάζει τον Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα από τό πόδι και τον τρα­ βάει από τη σέλλα του. "Ενα μαχαίρι άνεβοκατεβαίνει μέ γρη­ γοράδα κΓ ό θρυλικός κάου μπόϋ βλέπει τον χάρο μέ τα μά­ τια του. Την τελευταία στιγμή βάζει μπροστά τό χέρι του και σταματάει την κοφτερή λεπίδα, μόλις δυο εκατοστά από τον λαι­ μό του. Βάζει μιά τρικλοποδιά στον ερυθρόδερμο και τον ρί­ χνει κάτω. Αναγκάζεται, όμως, νά πέση κΓ αυτός, γιατί ό ερυ­ θρόδερμος τον βαστάει σφιχτά. Αρχίζουν νά κυλιούνται χάμω, προσπαθώντας νά έξοντώση ό έ­ νας τον άλλον. Ή ’Άννυ καταφέρνει νά παραμείνη στη σέλλα της, καί μοι­ ράζει σφαίρες όπου βλέπει στό­ χο. "Οταν πλησιάζη κανένας ε­ ρυθρόδερμος καί προσπαθεί νά την τραβήξη κάτω, χρησιμοποι­ εί την καραμπίνα σαν ρόπαλο καί του σπάζει τό κεφάλι. 'Ο Μπόμπυ φτάνει στο σημείο τής συμπλοκής, προσπαθώντας ακόμα νά... ξεκολλήση τό χερού­ λι τής σέλλας του ! "Ενα βέ­ λος περνάει μπροστά του σφυ­ ρίζοντας. Μετά δεύτερο. 'Ο σύν­ τροφος του Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα, κυττάζει γύρω του μέ άπόγνωσι. Βλέπει έναν τεράστιο ερυθρόδερμο νά όρμάη καταπάτ νω του, κραδαίνοντας ένα τερά^ στιο μαχαίρι καί μέ τά δόντια γυμνωμένα.. Νοιώθει δτι έχουν φτάσει τά τελευταία του. Ό φό­ βος τον έχει μουδιάσει. Κάθε­ ται πάνω στη σέλλα του ακίνη­ τος σάν άγοελμα. 'Ο ερυθρόδερμος μέ τό μαχαί­ ρι βρίσκεται μόνο τρία μέτρα μακρυά, όταν συμβαίνη κάτι α­ ναπάντεχο. "Ενας άλλος ερυθρό­ δερμος πού έχει βάλει στο μάτι τον Μπόμπυ, σημαδεύει γοργά $αί εκσφενδονίζει τό «τάμαχωκ)»

Ό Κάου - Μπόϋ (πέτρινο τσεκούρι), πού βα­ στάει. Τό πρωτόγονο όπλο διασχίζει σφυρίζοντας τον αέρα καί έρ­ χεται σ’ επαφή μέ τό κεφάλι του Μπόμπυ, αφήνοντας έναν ξε­ ρό κρότο. 'Ο άλλος έρυθρόδερμος μέ τό μαχαίρι, τό βλέπει αυτό καί σταματάει περιδένον­ τας νά πέση ό Μπόμπυ χάμω γιά νά τόν άποτελειώση. Μά τον πε­ ριμένει μιά μεγάλη έκπληξι. Τό δυνατό χτύπημα φέρνει άλλο α­ ποτέλεσμα στον Μπόμπυ. Στην αρχή μορφάζει καί σκού­ ζει πονεμένα. Μετά, τό πρόσω­ πό του βάφεται κόκκινο καί παίρ νει μιά αγριεμένη εκφρασι. Τό σώμα του παύει νά τρέμη. Τό μάτι του, θολωμένο, πέφτει στον ερυθρόδερμο μέ τό μαχαίρι πού στέκεται καί κυττάζει σαστισμέ­ νος. Μέ γρηγοράδα ό Μπόμπυ ση­ κώνεται όρθιος πάνω στή σέλλα του αλόγου του, βγάζει τό πο­ λεμικό ουρλιαχτό του καί τινά­ ζεται σάν βολίδα. Πέφτει πάνω στον ερυθρόδερμο καί τόν παρα­ σύρει στο χώμα. Ή γροθιά του άνεβοκατεβαίνει πολλές φορές, μέ ταχύτητα. Τό πρόσωπο τού ερυθροδέρμου γίνεται μιά μα­ τωμένη μάζα. — Νά, γιά νά μάθης νά παίζης μέ μαχαίρια!, του λέει, ό Μπόμπυ. Αφήνει τόν ερυθρόδερμο αναί­ σθητο καί ψάχνει γιά άλλον. Τήν ίδια στιγμή, ό Τζώννυ φέρνει τόν άντίπαλό του από κάτω. Του αρπάζει τό μαχαίρι καί τό καρ­ φώνει στο στήθος του. Σηκώνε­ ται καί ψάχνει γιά αντίπαλο, αλλά δέν βρίσκει κανέναν. Άναθαρρημένοι οι άνθρωποι του συνεργείου κάνουν κι’ αυτοί θραυσι. Οί έρυθρόδερμοι χάνουν τή μάχη. 'Ο νεαρός αρχηγός τους, τό «Γρήγορο Ζαρκάδι» δί­ νει κοφτές διςχταγέ<ξ, 'ΌφΟί


ΦΑΝΤΑΣΜΑ χουν μείνει ζωντανοί, καβαλλοΰν τ’ άλογά τους καί απομακρύνον­ ται τρέχοντας σαν δαιμονισμέ­ νοι..

9

συνεργείο, εξιστορεί στον φύλαρ­ χο καί στο μάγο - γιατρό την έπίθεσι καί μιλάει μέ φανατι­ σμό για τα τρία παιδιά πού του χάλασαν τα σχέδια μέ την έπέμβασί τους. Πάντως, δλοι οί «μα­ γεμένοι στύλοι» έχουν καταστραφή. Ενθουσιασμένες κραυγές βγαίνουν άπό τα στόματα των έρυθροδέρμων. Ξαφνικά, ό Τζώννυ Ντέλμοντ ανασκιρτάει καί μια κραυγή έκπλήξεως βγαίνει άπό τό στόμα του. Τό μάτι του έχει πάρει τον μαυροντυμένο άνθρωπο, πού στέ­ κει ανάμεσα στον φύλαρχο καί στον μάγο - γιατρό. Ή μάσκα, πού κρύβει τό πρόσωπό του καί Ό μυστηριώδης ή παρουσία του έκεΐ, του βασα­ άγνωστος νίζουν τό μυαλό. Τί δουλειά έ­ χει αυτός ό παράξενος άνθρω­ ΚΑΟΥ Μπόϋ Φάντασμα τούς πος έκεΐ; Καί ποιος είναι; βλέπει ν3 άπο μακρύνω νται, Μή μπορώντας νά βρή άπάνκΓ ένα ερώτημα βασανίζει τότησι σ’ αυτά τά έρωτήματα, δί­ μυαλό του. Ποιος ξεσήκωσε τούς νει δλη την προσοχή του στούς έρυθροδέρμους έναντι ον των συν­ έρυθροδέρμους. 'Ο φύλαρχος ε­ εργείων; Καί, μολονότι νοιώθει πιβάλλει σιωπή στον λαό του μεγάλη ευθύνη για την ασφάλεια καί λέει: του κοπαδιού αποφασίζει νά τό — 'Ο γιος μου είναι άξιος άνακαλύψη. επαίνων. Ελπίζω, τώρα, νά η­ — Μείνετε νά περιποιηθήτε συχάσουν τά πνεύματα καί νά τούς πληγωμένους!, φωνάζει πάψουν νά στέλνουν δυσάρεστα στούς φίλους του και ξεκινάει πράγματα στον λαό μου... Τί γοργά προς την κατεύθυνσι πού λέει ό μαυροντυμένος «σάμαν»; ακολούθησαν οί έρυθρόδερμσι. Προς μεγάλη του έκπληξι, ό Προχωρεί μέ μεγάλη προφύλαΤζώννυ ακούει τον μυστηριώδη ξι, φοβούμενος μήπως τον έχουν άγνωστο νά μιλάη άπταιστα τή άντιληφτή καί τού στήσουν πα­ γλώσσα των Καϊόουα. — ’Άς μου έπιτρέψη ό αδερ­ γίδα. Μά δέ συμβαίνει τίποτα τέτοιο. Κι’ έτσι, φτάνει έξω α­ φός μου νά αμφιβάλλω, λέει. Τά πό τό χωριό των Καϊόουα καί πνεύματα θά ησυχάσουν, μόνο ό­ βλέπει μέσα από τίς φυλλωσιές ταν θά καταστραφή τό μεγάλο των θάμνων δλη τή φυλή συγκεν­ συνεργείο πού έρχεται άπό τά τρωμένη στην πλατεία. Πηδάει βόρεια μπήγοντας συνέχεια στη γη σας τά «μαγεμένα ξύλα» πού από τό άλογό του, πλησιάζει α­ κόμα περισσότερο καί σκαρφα­ μιλούν. Ή πορεία πού ακολου­ λώνει σ’ ένα δέντρο μέ πυκνό θεί τό συνεργείο, περνάει δίπλα φύλλωμα. Άπό κεΐ μπορεί νά άπό τό χωριό σας κι’ αυτό έχει βλέπη καί ν’ άκούη αθέατος. εξοργίσει φαίνεται τά πνεύμαΌ νεαρός αρχηγός των έρυτα. ’Άγριες φωνές βγαίνουν άπό Ρροδέρμων πού επιτέθηκαν στο

0


10 τά στόματα των ερυθροδέρμων. Μέ τό αίμα παγωμένο στις φλέ­ βες, ό Τζώννυ καταλαβαίνει τι πρόκειται να έπακολουθηση. Ε­ κείνο που δε μπορεί νά καταλάβη είναι, πώς βρέθηκε εκεί αυ­ τός ό μαυροντυμένος σατανάς, πώς κατάφερε νά κερδίση την εμπιστοσύνη τών ερυθροδέρμων καί ποιος είναι ό σκοπός του. Δέν προφταίνει νά σκεφτη πε­ ρισσότερο. — Νά καταστρέψουμε τό με­ γάλο συνεργείο!, φωνάζει ό γιος του φυλάρχου. — Ναι!, ουρλιάζουν δλοι μα­ ζί οί ερυθρόδερμοι. — Θά χορέψουμε τον χορό του πολέμου καί μετά θά ξεκι­ νήσουμε δλοι μαζί!, ουρλιάζει πάλι ό γιος του φυλάρχου. \0 Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν περιιμένει ν’ άκοοση περισσότε­ ρα. Πηδάει από τό δέντρο, καβαλλάει τό άλογό του καί ξεκι­ νάει μέ γρήγορο καλπασμό, σί­ γουρος, δτι μέ τη φασαρία που κάνουν οί έρυθρόδερμοι, δέν πρό­ κειται νά τον ακούσουν. Τρέχει σάν τον άνεμο καί ταυ­ τόχρονα σκέφτεται. "Οσο μεγά­ λο κΐ’ άν είναι τό κεντρικό συν­ εργείο, δέν θά μπορέση ν’ άντέξη στην έπίθεσι εκατό καί πε­ ρισσοτέρων εξαγριωμένων ερυ­ θροδέρμων. Νά είδσποιηθη ό στρατός, δεν υπάρχει καιρός. Μόνο ό Τζώννυ μπορεί νά προσφέρη βοήθεια, μέ κίνδυνο της ζω­ ής του καί κίνδυνο του κοπαδιού πού έχει άναλάβει νά συνοδέψη στο Ντάλλας. Τό μυαλό του δουλεύει γοργά καί καταστρώνει ένα σχέδιο δρά σεως. "Οταν φτάνη στον τόπο τού μισοκατεστραμμένου συνερ­ γείου, βρίσκει καί τό κοπάδι ε­ κεί. Λέει μέ λίγα λόγια πώς έχουν τά πράγματα καί προσ­ τάζει κάου μπόϋς καί εργάτες

.0 Κάου — Μπόϋ νά καβαλλησουν τ’ άλογά τους καί ν’ ακολουθήσουν τό κοπάδι. Ζώα καί άνθρωποι αρχίζουν μιά ξέφρενη κούρσα, γιά νά προ­ λάβουν τούς ερυθροδέρμους. Καί τούς προλαβαίνουν. Άπό μακρυά βλέπουν τό μεγάλο συνεργείο νά δουλευη τοποθετώντας στύλους καί σύρματα. Πλησιάζουν λίγο ακόμα καί μετά ό Τζώννυ δίνει διαταγή νά σταματήσουν τό κο­ πάδι. Τό συγκεντρώνουν πίσω ά­ πό μιά λουρίδα πυκνής βλαστησεως καί περιμένουν. Στον δρό­ μο ό Κάου Μπόυ Φάντασμα τούς έχει αναπτύξει τό σχέδιό του καί καθένας θέρει, τώρα,^ τι πρέ­ πει νά κάνη, όταν έρθη η κατάλ­ ληλη στιγμή. 'Ο Μπόμπυ πού έχει συνέρθει άπό την έξαλλοσύνη του κι5 έ­ χει γίνει πάλι τό δειλό καί φοβιτσιάρικο παιδί, τρέμει πατόκορφα. "Εχει ξεχάσει, όπως πάν­ τοτε, τά φρέσκα άνδραγαθηματά του καί η σκέψι, δτι θά βρε> θη αντιμέτωπος . μέ έρυθροδέρμους, τοΰ κόβει τό αίμα. Καθώς άναλογίζεται μέ τρόμο τη σύγκρουσι, άκούγονται αλα­ λαγμοί. Μιά ατέλειωτη όρδη έρυθροδέρμων πετάγεται από το κοντινό δάσος καί αρχίζει νά τρέχη καταπάνω στο μεγάλο συνεργείο. "Εντρομοι οι εργάτες πετοΰν τά εργαλεία τους καί τοέ χουν ν’ αρπάξουν δπλα. . Μά οί έρυθρόδερμοι δέν προ­ φταίνουν νά πάνε μακρυά. Βρί­ σκονται στά μισά τού δρόμου τους, όταν σέ μιά διαταγή τού Τζώννυ, οί κάου μπόϋς καί ερ­ γάτες πού είναι μαζί του, αρ­ χίζουν νά· ουρλιάζουν, νά πυρο­ βολούν καί νά χτυπούν μέ τά λάσσα τους τά καπούλια τών γελαδιών. Τρομαγμένα τά ζώα ρίχνον­ ται μπροστά καί η πορεία πού ακολουθούν είναι κόντρα στούς


η

ΦΑΝΤΑΣΜΑ ερυθρόδερμους. Πανικόβλητοι οί Καϊόουα βλέπουν την καφετιά θάλασσα που τους κόβει τον δρόμο και μπροστά στον κίνδυνο νά ττοδοπατηθουν από τά γελά­ δια, γυρίζουν τ’ άλογά τους και τρέχουν πάλι προς τό δάσος. Μά βρίσκουν μπροστά τους τον Τζώννυ Ντέλμοντ, την ’Άννυ, τον Μπόμπυ και τους άλλους και πο­ λύ σύντομα αρχίζει μια άγρια συμπλοκή. — Απάνω τους καί τούς.... φάγατε!, φωνάζει ό Μπόμπυ, τρέμοντας και γίνεται ένα με την πλάτη του αλόγου του για νά μη δεχθή κανένα βέλος. Ζώα, ερυθρόδερμοι και λευκοί δημιουρ­ γούν ένα φοβερό άνακάτωμα, μέ­ σα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Βρίσκοντάς τα σκούρα οί Καϊόουα κάνουν μιά συνδυασμένη έπίθεσι, σπάζουν τον κλοιό των κάου μπόϋς καί όρμοΰν ακάθεκτοι προς τό δάσος. 'Ο Κάου Μπόύ Φάντασμα δί­ νει διαταγή νά σταματήσουν οι πι σταλιές καί νά συγκεντρωθή τό κατατρομαγμένο κοπάδι. Ε­ λάχιστα ζώα έχουν πάθει ζημιά. Τό ίδιο καί άνθρωποι. Μέ τη μό­ νη διαφορά, ότι λείπουν δύο πού τά πτώματά τους δεν βρέθηκαν πουθενά. Αυτοί οί δύο είναι ό Μπόμπυ καί η ’Άννυ. "Οταν άκούη τό τρομερό νέο, ό Τζώννυ Ντέλμοντ χλωμιάζει.. ΚΓ ή χλωμάδα του μεγαλώνει περισ­ σότερο, όταν ένας δισταχτικός κάου μπόϋ. τού λέει, πώς, πάνω στη συμπλοκή, είδε μιά ομάδα ερυθροδέρμων νά κυκλώνουν τά δύο παιδιά. Ή καρδιά τού Τζώννυ χτυπά­ ει άτακτα στο στήθος του. Πρέ­ πει οπωσδήποτε νά πάρη τούς φίλους του από τά χέρια των έρυθροδέρμων. Άλλοιώς, τούς περιμένει ένας μαρτυρικός θάνα τος — άν ζούν ακόμα, δηλαδή.

Σατανική πλεκτάνη Γ|1 ΗΝ ΩΡΑ πού ό Τζώννυ κάI νει αυτή τή διαπίστωσι, ό Μπόμπυ καί ή ’Άννυ περνούν ε­ φιαλτικές στιγμές. ’Έχουν φτά­ σει στο χωριό τών Καϊόουα, αι­ χμάλωτοι τών ερυθροδέρμων. Τούς κατεβάζουν από τ* άλογά τους καί τούς πηγαίνουν μπρο­ στά στόν «Γαλάζιο Αετό». 'Ο -νεσ~λς ερυθρόδερμος, πού τούς οδηγεί, μιλάει γοργά στόν φύ­ λαρχο. Φαίνεται ότι τού λέει γιά την συμπλοκή καί γιά τήν έπέμβασι τού Κάου Μπόύ Φάντασμα καί τής παρέας του, γιατί δεί­ χνει θυμωμένα τά δύο παιδιά. . Μέ τις λίγες λέξεις πού ξέ­ ρει ή ’Άννυ, από τήν γλώσσα τών Καϊόουα, προσπαθεί νά βγάλη νόημα, ένώ ό Μπόμπυ προσ­ παθεί νά σταθή πάνω στά λυγισμένα. γόνατά τού. Εκείνο πού δεν μπορούν νά καταλάβουν καί ΰί δύο, είναι ό ρόλος τού μαυρο­ ντυμένου κάου μπόϋ πού φαίνε­ ται νά έχη τον σεβασμό τών έ­ ρυθροδέρμων. 'Ο παράξενος αυτός άνθρωπος μπαίνει στή συζήτησι μέ τον νε­ αρό ερυθρόδερμο καί τον φύλαρ­ χο. Φαίνεται δτι ό τελευταίος διαφωνεί μαζί του. Τελικά, λέει κάτι θυμωμένα στόν μαυρόντυμέ-


12 νο μασκοφόρο καί χώνεται στη σκηνή του. 'Ο μασκοφόρος γυ­ ρίζει στα δύο παιδιά καί σέ τέ­ λεια αγγλικά τούς λέει: — Θά σάς δέσουν χειροπό­ δαρα καί θά σάς βάλουν σέ μιά σκηνη. Τό βράδυ μόλις βγή τό φεγγάρι, θά σάς ψήσουν ζωντα­ νούς, γιά νά έκδικηθοϋν τούς νε­ κρούς τους! Τά δύο παιδιά μένουν βουβά από τρόμο. Οί έρυθρόδερμοι τά δένουν καί τά πηγαίνουν σηκωτά σέ μιά σκηνη. Τά ρίχνουν μέσα καί φεύγουν. Τά δύο αδέρφια δέν βγάζουν μιλιά γιά λίγο. Με­ τά, ένας ξερός λυγμός από τό στόμα τού Μπόμπυ, σπάζει την ησυχία. — 'Ώχ, Θεούλη μου, τι έχου­ με νά πάθουμε!, βογγάει. Τόσες σφαίρες καί νά πάμε από ψήσι­ μο! Ποιος νά τό άκούση! Κρατιέται μέ δυσκολία γιά νά μη βάλη τά κλάματα. Πιο ψύ­ χραιμη η αδερφή του, προσπα­ θεί νά του δώση κουράγιο. — Μην απελπίζεσαι, Μπόμπυ. Μη ξεχνάς, ότι ό Τζώννυ εί­ ναι ελεύθερος. Καί κάτι άλλο, μέχρι τό βράδυ, έχουμε πολύ καιρό.

Μιά ώρα άργότερα, ό Τζώννυ Ντέλμοντ, άνεβασμένος σ’ ένα δέντρο κοντά στο χωριό των Καιόουα, παρακολουθεί αθέατος ό­ λη την κίνησι. "Ενας ώπλισμένος έρυθρόδερμος πού στέκεται Φρουρός οπήν πόρτα μιας σκη­

Ό Κάου - Μπόϋ νής, του δείχνει, ότι μέσα έκεΐ βρίσκονται φυλακισμένοι οί άγα πημένοι του φίλοι. Μά δέν μπο­ ρεί νά κάνη τίποτα ακόμα, όσο είναι μέρα, "έρει, όμως, ότι οί ερυθρόδερμοι δέν πρόκειται νά θανατώσουν τούς φίλους του προ­ τού νυχτώση. Τις θυσίες τους τις κάνουν πάντοτε νύχτα. Καθώς παρακολουθεί τό χω­ ριό ακούραστα, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα βλέπει τον παράξενο μαυροντυμένο άνθρωπο νά άνεβαίνη σ’ ένα άλογο καί νά φεύγη καλπάζοντας από τό χωριό. Σκέφτεται γοργά καί παίρνει άπόφασι. "Αν τον παρακολούθη­ ση, Υσως μπόρεση νά λύση με­ ρικές απορίες του. "Ετσι κι5 έ­ τσι δέ μπορεί νά προσφέρη καμμιά βοήθεια στούς φίλους του α­ κόμα. Κατεβαίνει από τό δέν­ τρο καβαλλάει τ’ άλογό του καί ξεκινάει μέ προσοχή. Ανύποπτος ότι τον παρακο­ λουθούν, ό μαύρος καβαλλάρης προχωρεί δίχως νά κυττάζη πί­ σω του. Φτάνει σ’ ένα συγκρό­ τημα βράχων, σταματάει καί ξε­ πεζεύει. Σίγουρα, μέ κάποιον πρόκειται νά συναντηθή. 'Ο Τζώννυ ξεπεζεύει, κρύβει τ’ ά­ λογό του καί πλησιάζει άλαφροπατώντας. Μέ γρήγορο καρδιοχτύπι ό Κά ου Μπόϋ Φάντασμα περιμένει. Σέ λίγο άκούγεται βαρύ ποδο­ βολητό άλογων καί μιά ομάδα καβαλλάρηδων πλησιάζει τούς βράχους. Κατάπληκτος ό Τζώννυ Ντέλμοντ αναγνωρίζει τον Πήτερ Λώζον καί μερικούς από τούς συμμορίτες του. Αναγνωρίζει ε­ πίσης καί τον μαύρο καβαλλάρη, πού βγάζει τή μάσκα του μ’ ένα αναστεναγμό. Είναι ό Αιούκ Σούλτς, ένας καταζητούμενος έ­ κτος νόμου. — Τί νέα φέρνεις, Αιούκ; τον ρωτάει ό Αώζον.

"Ασχηιμα. Επειδή άπέτμ-


ΦΑΝΤΑΣΜΑ χε και ή δεύτερη απόπειρα, ό «Γαλάζιος Αετός» δεν θέλει νά γίνη άλλη. Λέει δτι τά πνεύμα­ τα δεν θέλουν πόλεμο, με τούς λευκούς πια. Δεν ξέρω τί νά κά­ νω. Μέ πιστεύει για μάγο, άλ­ λα δέν μ’ ακούει πιά. 'Ο Λώζον βλαστημάει χυδαία και μετά βυθίζεται σέ σκέψι. "Υστερα από λίγο, λέει ενθουσι­ ασμένος : — "Ακούσε τί θά κάνης. Θά του δώσης νά πιή ένα αργό δη­ λητήριο. Δέν θά τον σκοτώση α­ μέσως, μά θά του φέρη αβάστα­ χτους πόνους. Θά πής ότι τά πνεύματα τον τιμωρούν, επειδή σταμάτησε τον πόλεμο. "Ετσι, όπως είναι τώρα οί Καϊόουα, θά σέ πιστέψουν αμέσως και θά ξεσηκωθούν... Πρέπει ο­ πωσδήποτε νά σταματήση ή τοποΟέτησι της τηλεγραφικής γραμμής. Άλλοιώς, θά πρέπει νά φύγουμε από τούτη την πε­ ριοχή. Οί δουλειές μας θά γίνωνται γνωστές από τή μιά στι­ γμή στην άλλη καί δέν θά ησυ­ χάζουμε από τά κυνηγητά των ανθρώπων του νόμου. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα α­ κούει καί ανατριχιάζει από τή φρίκη. Μολονότι δέν έχει ακού­ σει πολλά, καταλαβαίνει πέρα γιά πέρα τό σχέδιο τού Πήτερ Λώζον. Γιά νά μή μπή ό τηλέ­ γραφος καί δυσκολευτούν οί πα­ ρανομίες τους, δέν διστάζουν ν’ άρχίσουν καινούργιες αιματοχυ­ σίες, ανάμεσα σέ λευκούς καί ερυθροδέρμους. — Σ’ αυτό τό μπουκαλάκι θά βρής τό δηλητήριο πού σου εί­ πα, κάνει ό Λώζον% Μη βάλης πολύ, πρόσεξε, γιατί θά τά τινάξη αμέσως ό κοκκινόπετσος! Οί κακοποιοί βάζουν τά γέ­ λια. 'Ο Ντέλμοντ τρέχει στ’ ά­ λογό του αθόρυβα, τό καβαλλάει !<αί ξεμακραίνει προσέχοντας νά

13 μή κάνη θόρυβο. Τό μυαλό του έ­ χει θολώσει από αγωνία. Πρέπει νά βρή τρόπο ν’ άνατρέψη τά σχέδια των έκτος νόμου, νά έμποδίση τό μεγάλο κακό. Καί πρέπει, έπίσης, νά γλυτώση τούς αγαπημένους του φίλους από τό βασανιστικό θανάτωμα πού τούς περιμένει τήν νύχτα. Πώς πρέπει νά ένεργήση; Αυ­ τό τό έοώτηιμα τού καίει τό μυ­ αλό. Μέ τί τρόπο θ’ απόδειξη στους έρυθροδέρμους τήν τρομε­ ρή πλεκτάνη καί θά τούς πείση ότι ό τηλέγραφος μπαίνει γιά τό καλό όλων; Σκέφτεται, σκέφτεται, σκέφτε ται απεγνωσμένα καί σέ μιά στιγμή, τό σκοτάδι τού μυαλού του αρχίζει νά φωτίζεται. "Ε­ να σχέδιο παίρνει μορφή. Είναι πολύ έπικίνδυνο, μά δέ μπορεί νά γίνη άλλοιώς. Πρέπει νά τά παίξη όλα γιά όλα. "Εχει πάρει κατεύθυνσι γιά τό χωριό τών ερυθροδέρμων, άλλά τήν αλλάζει. Αντί νά πάη στο χωριό τών Καϊόουα, πάει στο κεντρικό συνεργείο όπου εί­ ναι καί τό κοπάδι. Τον περιμέ­ νουν όλοι μέ αγωνία, αλλά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν έχει καιρό γιά έξηγήσεις. Γεμάτος βιασύνη, τούς λέει τί ακριβώς πρέπει νά κάνουν καί φεύγει σάν αστραπή γιά τό χωριό τών ερυθροδέρμων. Λίγο αργότερα, βρίσκεται πάλι σκαρφαλωμένος στο πόστο του καί παρακολουθεί τό χωριό. Βλέπει τον μαύρο καβαλλάρη νά βγαίνη από τή σκηνή τού φυ­ λάρχου βαστώντας κάτι στο χέ­ ρι του, καί νά μπαίνη σέ μιάν άλλη, πού σίγουρα εΐναι ή δική του. Νοιώθοντας τό κορμί του νά λούζεται σέ παγωμένο ίδρω­ τα, ό Τζώννυ Ντέλμοντ, περιμέ­ νω


Ό Κάου — Ηπόϋ ευκαιρία. Πηδάει άπό τό δέν­ τρο του καί τρέχει στη σκηνή πού φύλαγε ό φρουρός- Οί φίλοι του είναι μέσα έκεΐ, δεμένοι χει­ ροπόδαρα καί μόλις τον βλέ­ πουν γουρλώνουν τά μάτια κατά πληκτοι. λ—ν ΚΓ εγώ νόμιζα, ότι θά μάς έκαναν «ντονέρ»!, λέει κατενθουσιασμένος ό Μπόμπυ. Εί­ χε πάει ή καρδιά μου στις μπό­ τες μου άπό τον φόβο! — Σσσ! Δέν έχουμε καιρό γιά λόγια!, τον διακόπτει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Μέ τό κυνηγετικό του μαχαί­ ρι κόβει τά δεσμά τους. - Μετά Τό τέλος τούς λέει νά περιμένουν εκεί, των ανόμων βγαίνει μέ προφύλαξι καί τρέ­ χει στήν σκηνή τού Λιούκ 1 ΩΡΕΣ περνούν αργά. Και Σούλτς. Πάνω σέ κάτι δέρματα σέ μια στιγμή, όλο τό χω­ πού χρησιμοποιούνται γιά κρε­ ριό αναστατώνεται. Ερυθρόδερ­ βάτι, βλέπει τά όπλα των φί­ μοι τρέχουν από σκηνή σέ σκη­ λων του καί ένα μικρό μπούκανή, ξεσηκώνοντας τούς άλλους, λάκί πού σίγουρα περιέχει τό και όλοι μαζί συγκεντρώνονται δηλητήριο. Τά παίρνει όλα καί γύρω από τη μεγάλη σκηνη τού ξαναγυρίζει στούς φίλους του. φυλάρχου. Σέ λίγο βγαίνουν ά— Μείνετε έδώ καί νά εϊσαπό κεΐ μέσα ό γιος του φυλάρ­ στε έτοιμοι γιά όλα!, τούς λέ­ χου, ό μάγος - γιατρός και δύο ει. πολεμιστές πού μεταφέρουν τον -αναβγαίνει μέ προφύλαξι άρχηγό τους πάνω σ’ ένα φο­ καί τούτη τή φορά πάει καί κρύ­ ρείο. 'Ο φύλαρχος βαστάει τό βεται πίσω άπό μιά σκηνή, κον­ στομάχι του μέ τά δυό τΟυ χέ­ τά στήν πλατεία. Βλέπει τον ρια καί μουγγρίζει σαν σφαγμέ­ μάγο γιατρό νά σταιματάη τον νο βώδι. χορό του σαστισμένος. Τον άφηνουν στη μέση τής — Τά μάγια τού «Άγριου πλατείας. Ό μάγος γιατρός Άλογου» δέν είναι δυνατά πιά!, άρχίζει νά χορεύη γύρω του καί λέει πικραμένος. 'Ο «Γαλάζιος νά κάνη τά ξόρκια του. Γεμά­ Αετός», υποφέρει ακόμα. τοι περιέργεια- καί άγωνία οι -— Τά μάγια τού άδερφού μου Καϊόουα, κάνουν κύκλο ολόγυ­ είναι πολύ καλά!, πετάγεται τό­ ρα. 'Ο Λιούκ Σούλτς βγαίνει τε ό Λιούκ Σούλτς. Μά τά πνεύ­ άπό τή σκηνή του καί πάει κον­ ματα θύμωσαν άπό τις άντιρτά νά παρακολούθηση. Κάτω α­ σήσεις τού «Γαλάζιου Αετού», πό τή μαύρη μάσκα μορφάζει γιά τήν έττίθεσι καί τον τιμω­ θριαμβευτικά. Ακόμα καί ό ρούν μέ φριχτούς πόνους. Φρουρός ερυθρόδερμος έγκαταΤροιμαγμένα ,μουρμουρητά βγαί νουν άπό τά στόιματα των ερυ­ λείπει τό πόστο του για νά πάη νά κυττάξη. θροδέρμων. Μά πριν Υτροφτάση 'Ο Τζώννυ έκμεταλλεύεται την νά μιλήση κανείς, άκούγεται μιά

0


ΦΑΝΤΑΣΜΑ άγνωστη φωνή νά λέη στη γλώσ­ σα τους : — Μην τον πιστεύετε, Καϊόουα! Αυτός δηλητήριασε τον αρ­ χηγός σας για νά σάς ξεσηκώση · ενάντιον των χλωμών αδερφών σας ! Κατάπληκτοι τώρα οί ερυθρό­ δερμοι γυρίζουν καί άντικρύζουν έναν νεαρό λευκό κάόυ μπόϋ, νά στέκεται λίγο πιο κει καί νά τούς άτενίζη άφοβα. Γυ­ ρίζει κΓ ό Αιουκ Σούλτς καί τον αναγνωρίζει. Καταλαβαίνει τί τον περιμένει αν άποκαλυφτή ή πλεκτάνη του, αφήνει μιά φρι­ χτή βλαστήμια καί τινάζει τό χέρι του προς τό έξάσφαιρό του. Τό αρπάζει καί τό τραβάει σάν αστραπή. Μά ό κάου μπόϋ Φάντασμα που ή φήμη του γιά τό γρήγορο τράβηγμα έχει άπλωθή σ’ ολό­ κληρο τό Φάρ Γουέστ, τον προ­ λαβαίνει. Μαγνητισμένοι οι Καϊόουα, βλέπουν τό χέρι του νά κάνη μιά κίνησι. πού δεν τήν προλαβαίνει ανθρώπινο μάτι, νά τραβάη τό έξάσφαιρό του καί νά πυροβολή ταυτόχρονα. 'Ο «ψευτο-σάμαν» βγάζει μιά κραυ­ γή πόνου, πετάει τό όττλο του καί πιάνει τον δεξιό του ώμο πού αρχίζει νά τρέχη αΐμα. Σαστισμένοι οί ερυθρόδερμοι γυρίζουν καί κυττάζουν τον άν­ θρωπο πού κατάφερε νά πληγώση τον «άτρωτο σάμαν». —"Οπως βλέπετε είναι κΓ αυτός ένας κοινός άνθρωπος!, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα πού εξηγεί αμέσως τήν έκπληξί τους. Θά σάς πώ τώρα όλο του τό σχέδιο, γιά νά δήτε σε τί περιπέτειες πήγαινε νά σάς μπλέξη ! — Δεν θά προλάβης νά πής τίποτα, παλιόπαιδο! Ψηλά τά χέρια γρήγορα! 'Η φωνή είναι γνωστή. 4Ο

Τζώννυ Ντέλμοντ γυρίζει άργά*

15 καί βλέπει τον Πήτερ Λώζον καί όλη του τήν συμμορία νά έχουν μπή στο χωριό, καβάλα στ’ ά­ λογά τους μέ τά πιστόλια στα χέρια. Φαίνεται ότι ήθελαν νά παρακολουθήσουν από κοντά αυ­ τή τήν φάσι τής πλεκτάνης τους καί βλέποντας τά πράγματα νά παίρνουν άσχημη έξέλιξι, απο­ φάσισαν νά έπέιμβουν. — Πάρτου τό πιστόλι, Λιούκ!, προστάζει ό Πήτερ Λώζον. Καί πές σ’ αυτούς τούς κοκ κινόπετσ,ους νά μή κουνηθή κα­ νείς γιατί θά μετανοιώση πικρά. Μόλις ξεμπερδέψουμε μ’ αυτό τό παλιόπαιδο, θά σκοτοχτουμε μερικούς από δαυτους καί θά δής γιά πότε έπιτίθεντάι στο συνεργείο! 'Ο Αιουκ χαίρεται τόσο πού ξεχνάει τον πόνο του. Μεταφρά­ ζει τήν απειλή του Αώζον καί μετά πάει νά άφοπλίση τον Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα. Μά 8έν προ­ φταίνει. ’Ακούγεται μιά έκκω» φαντική έκπυρσοκρότησι καί έ­ να καυτό μολύβι τρυπάει τον γε ρό του ώμο πέρα γιά πέρα. 'Ο έκτος νόμου σωριάζεται χάμω καί σφαδάζει από, πόνο. -αφνιασμένοι οί άλλοι κακο­ ποιοί γυρίζουν προς τό μέρος τής έκπυρσσκροτήσεως. Τήν Υδια στιγμήΓ ή "Άννυ, πού έχει πεταχτή από τή σκηνή γιά νά έπέμβη τήν πιο κατάλληλη στι­ γμή, ρίχνει τή δεύτερη σφαίρα της καί αδειάζει ένα από τά ά­ λογα των κακοποιών. 'Ο Πήτερ Αώζον βλαστημάει καί τή σήμα δεύει μέ τό πιστόλι του. ’Αλλά, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα του χα­ λάει τά σχέδια, μέ μια σφαίρα από τό πιστόλι του στο κεφάλι. 'Ο άρχικακοποιός ^ σωριάζεται χάμω σάν νά τον χτύπησε άστρο πελέκι. Οί έρυθρόδερμοι, μή ξέρον­ τας τί νά υποθέσουν μένουν α­ κίνητοι στις θέσεις τους, σάν


Ιέ αγάλματα. Οί κακοποιοί άπό την άλλη μεριά, βλέποντας τον αρχηγό τους να πέφτη, μοιρά­ ζονται σέ δύο. Οί μισοί ρίχνουν εναντίον του Κάου Μπόϋ Φάντα* σμα καί οί άλλοι μισοί έναντίον τής ’Άννυ. Οί σφαίρες τών δευ­ τέρων περνούν σαν θυμωμένες σφήκες γύρω άπό την θαρραλέα κοπέλλα καί κάνουν την σκη'νή πίσω της κόσκινο. -αφνικά, άκούγεται μια λυσ­ σασμένη κραυγή άπό κεΐ μέσα καί την άλλη στιγμή πετάγεται άπό τήν πόρτα ό Μπόμπυ Σμίθ, σφίγγοντας στο χέρι του ένα έξάσφαιρο. Τόσην ώρα, ήταν κουλουριασμένος σέ μιαν άκρη τής σκηνής καί κλαψούριζε, τρέ­ φοντας άπό φόβο. Μια άπό τις σφαίρες των κακοποιών, όμως, τον έχει πάρει ξώφαλτσα στο κεφάλι, έχει θολίόσει τό μυαλό του καί έχει ξυπνήσει μέσα του τον άλλον Μπόμπυ, τον άκατανίικητο. — Ποιος μου χάλασε τό κεγριεμένος καί μή παίρνοντας άγριεμένος καί μί παίρνοντας άπάντησι, άρχίζει να βομβαρδίζη τούς κακοποιούς με τό έξάσφαιρό του. Θά σάς λιανίσω τα κόκκαλα, κανάγιες! Πιασμένοι άνάμεσα σέ τρία πυρά οί εκτός νόμου άποδεκατίζονται. "Οσοι μένουν ζωντα­ νοί, πετουν τα όπλα τους καί σηκώνουν τά χέρια ψηλά, ικε­ τεύοντας να τούς χαριστή ή ζωή. 'Ο Τζώννυ τούς προστάζει νά κατέβουν άπό τά άλογά τους καί τούς παραδίδει στήν ’Άννυ καί στον Μπόμπυ πού τούς βλέ­ πει σάν... λουκούμια. —-’Έτσι νά κουνηθή κανείς μουγγρίζει άγρια, θά τον δαγ­ κώσω κατ' εύθεΐαν στον λαιμό! Οί κακοποιοί στέκονται πα­ γωμένοι. Εκείνη τήν στιγμή, οί μέχρι τώρα σοβατισμένοι ερυθρό­ δερμοι, βγαίνουν «πό τον λή­

Ό Κάου - Μπόΰ θαργο τους καί άρχίζουν νά μουρμουρίζουν άγριεμένα, δεί­ χνοντας όλοι μαζί πίσω άπό τόν Τζώννυ Ντέλμοντ Καί ξαφνι­ κά, σκορπίζουν σ’ όλες τις κατ­ ευθύνσεις, χώνονται σέ σκηνές καί ξαναιμαζεύονται κρατώντας λογιών - λογιών όπλα. Ζώνουν τούς τρεις συντρόφους καί τούς κακοποιούς απειλητικά. Ο Τζώννυ ρίχνει μιά ματιά στο ύψωμα πού είναι πίσω του κι’ έξω άπό τό χωριό καί χαμο­ γελάει ευχαριστημένα. Έκτελών τας τις οδηγίες του μέ άκρίβεια, έργάτες καί κάου μπόϋς έχουν συνεργαστή μ’ επιτυχία καί έχουν τοποθετήσει τηλεγρα­ φικούς στύλους μέχρι τό χω­ ριό. Τώρα στερεώνουν τον τε­ λευταίο καί τοποθετούν τά σύρ­ ματα. —Ηρεμήστε, Καϊόουα!, φω­ νάζει μέ θάρρος στούς έρυθρόσερμους ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα. ΤΗρθε ή ώρα νά σά^ δεί­ ξω πόσο χρήσιμα είναι τα μα­ γεμένα ξύλα πού μιλούν. 'Ο άρχηγός σας πεθαίνει δηλητηρια­ σμένος. Τά ξόρκια τού μάγου γιατρού σας δέν μπορούν νά τόν σώσουν. Μόνο ένας γιατρός τών χλωμών αδερφών μας μπο­ ρεί. Θά ζητήσω άπό τά μαγεμέ­ να ξύλα νά ειδοποιήσουν έναν... Δώστε μου μόνο μιάν ώρα και­ ρό. Μετά θά δήτε. Σηκώνει τό χέρι του καί κά­ νει σινιάλο στούς έργάτες. Κά­ ποιος τού άπαντάει μέ τόν ίδιο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι ό για­ τρός έχει ειδοποιηθή άπό ώρα μ’ ένα τηλεγράφημα πού έστει­ λαν οί έργάτες μέ τό φορητό χειριστήριο. Ό γιατρός θά βοίσκεται στον δρόμο του. Οί έρυθρόδεριμοι δέν κάνουν βήμα άπό τή θέσι τους, ούτε έγκαταλείπουν τήν έχθρική τους στάσι, ώσπου φτάνει ό γιατρός άπό τό Κόραλ Σίτυ, μιά γει­


τονική πόλι, καβάλα σ’ ένα καταϊδρωμένο άλογο. Κάτω από τά δύσπιστα βλέμματα των Καί όου, κάνει πλυσι στομάχου στον «Γαλάζιο Αετό», τον ποτίζει καταπραϋντικά καί μέσα σέ λι* γώτερο από μίση ώρα, ό φύλαρ­ χος είναι έτουμος να μιλήση. 'Η έχθρικη στάσι των έρυθροδέρμων εξαφανίζεται. Μέ πράθυιμα αυτιά άκοΰν όλοι τους τίς εξηγήσεις πού τούς δίνει ό Τζώννυ Ντέλμοντ σχετικά μέ τό σχέδιο των έκτος νόιμου. Μόλις τελειώνει, οι Καϊόουα θέλουν νά εξοντώσουν τούς κακοποιούς καί ιδιαίτερα τον Λιούκ Σούλτς, μά δεν τούς αφήνει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. —"Οσοι σκοτώθηκαν, σκοτώ­ θηκαν, τούς λέει. Αυτοί θά παραδοθσϋν στην δικαιοσύνη των χλωμών αδερφών σας, γιά νά τι­ μωρηθούν όπως τούς αξίζει. Ε­ σείς φροντίστε νά μην εϊσαστε τόσο εύπιστοι καί νά μην πέ­ φτετε θύματα του κάθε απατε­ ώνα. Μέ μιά φωνή οί Καϊόουα ζη­ τουν από τον Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα καί τούς συντρόφους του νά μείνουν μαζί τους, γιά λίγες μέρες. Μά δέν είναι δυνατόν. Οί αιχμάλωτοι εκτός νόμου πρέπει νά παραδοθοΰν στον σερίφη τοΰ Κόραλ Σίτυ καί τό μεγάλο κο­ πάδι πρέπει νά όδηγηθή στην α­ γορά του Ντάλλας. Μένουν, ό­ μως μέ μεγάλη τους χαρά ό για τρός καί οί εργάτες τών συνερ­ γείων πού ύστερα από τόση α­ συνήθιστη λαχτάρα καί ταλαι­ πωρία, χρειάζονται άνάπαυσι καί καλοπέρασι. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί ή παρέα του, μαζί καί οί αιχμά­ λωτοι κακοποιοί, απομακρύνον­ ται μέσα σ5 ένα σύννεφο σκό­ νης. Γιά μιά ακόμα φορά αφή­ νουν πίσω τους τη μεγάλη ευχαρίστησι πού προέρχεται από

την επιβολή τοϋ νόμου καί τής τάξεως. Λέκα μέρες αργότερα, οί τρεις φίλοι καί τό μεγάλο κο* πάδι τοΰ Πάουελς φτάνουν στο Ντάλλας δίχως κανένα άλλο ση­ μαντικό περιστατικό. Οί αγο­ ραστές περιμένουν έτοιμοι, ειδο­ ποιημένοι τηλεγραφικώς από τόν ράντσερ. 'Ο I ζώννυ Ντέλμοντ καί οί φίλοι του, βοηθούν τούς κάου μπόϋς νά κλείσουν τά ζώα στα «πένς» τίς ειδικές μάντρες τοΰ σιδηροδρομικού στάθμου, απ’ ό­ που θά φορτωθούν από τούς α­ γοραστές σέ βαγόνια μέ διάφο­ ρους προορισμούς. Μόλις τελειώνει αυτή ή δου­ λειά, ό άρχιεπιστάτης του Πά­ ουελς δίνει μισθό σέ όλους. Οί κάου μπόϋς όρμοΰν στά διάφο­ ρα μπάρ κΓ αρχίζουν νά πίνουν μπύρα, νά παίζουν χαρτιά καί ρουλέττα γιά νά βγάλουν τό άχτι τους, όπως λένε, για την κούρασι καί τήν μοναξιά τής πολυήμερης πορείας. 'Ο Μπόμπυ πίνει κΓ αυτός μπύρα, μιεχζί μέ τούς φίλους του, καί γίνεται σκνίπα. 5Αρχίζει νά διηγήται φανταστικά κα­ τορθώματα, μέ κωμικό τρόπο καί όλοι διασκεδάζουν μαζί του. 'Ο Τζώννυ συμβουλεύει τόν άρχιεπιστάτη νά στείλη τά λε­ φτά στο Μπίγκ Μπέντ μέσω τής τράπεζας, γιατί τό ταξίδι τής επιστροφής είναι μεγάλο καί μέ τόσα λεφτά, μπορεί νά γίνη ε­ πικίνδυνο. Ό άρχι επιστάτης βρίσκει τήν συμβουλή του λογι­ κή καί σπευδη νά δώση τά λε­ φτά στήν τράπεζα, ειδοποιών­ τας τόν Πάουελς τηλεγραφικώς νά τά παραλάβη. "Ολα αυτά κρατουν τρεις αέ­ ρες. Την τετάρτη οί κάου μπόϋς τοΰ Πάουελς αφήνουν τό Ντάλ­ λας γιά νά ξαναγυρίσουν στό


18

Ό Κάου — Μ.πόϋ

Μπίγκ Μπέντ, καταλυπημένοι πού ό Τζώννυ Ντέλμοντ δέν δέ­ χεται νά πάη μαζί τους. 'Ο Κά­ ου Μττόϋ Φάντασμά καί οί φί­ λοι του ακολουθούν μέχρις έν'ός σημείου καί μετά τους αφήνουν για νά προχωρήσουν μόνοι τους δυτικά. ιΟ Μπόμπυ έχει κατεβάσει τά μούτρα μέχρι τό χώμα. Ούτε μι­ λάει, ούτε κυττάζει γύρω του. Τό γεγονός ότι βρίσκεται πάλι στην ερημιά, αναζητώντας και­ νούργιες περιπέτειες, δέν. φαί­ νεται νά τον ένθαϋσιάζη καθό­ λου. Ό Τζώννυ καί ή ’Άννυ πού ξέρουν ότι φτάνει ένα χτύπημα στο κεφάλι γιά νά σου άλλάξη τό κέφι, δέν στενοχωριούνται γιά την μελαγχολία, του. Αντί­ θετα τον πειράζουν διαρκώς, μέ αποτέλεσμα, την τρίτη μέρα τής πορείας τους, νά γυρίση νά τούς πή άγανακτισμένα : —’Έχω κάτι νεύρα πού θά χαλάση ό κόσμος άν βρεθή στον δρόμο μας κακοποιός! Θά τον δείρω υέχρις αναισθησίας καί μετά θά τον ποδοπατήσω καί στο τέλος θά τού γδάρω το κε­ φάλι, όπως κάνουν οί έρυθρόδερμοι. Γι’ αυτούς τούς κακο­ ποιούς τά τραβάω όλα αυτά έΓ I 0

ο ο ο

α

γώ! ’Άν δέν υπήρχαν αυτοί, θά είμαστε... Καθώς μιλάει, έχουν φτάσει στην κορυφή ενός μικρού υψώ­ ματος. Στην άλλη πλευρά, ένα μικρό ποτάμι κυλάει τά νερά του προς τ’ ανατολικά. Παράλ­ ληλα σ’ αυτό τό ποτάμι, προχω­ ρεί ένα καραβάνι από μιά ντου­ ζίνα περίπου σκεπαστά αμάξια. Μπροστά - μπροστά πάνε δύο καβαλάρηδες, πού φαίνονται νά τά_όδηγούν. -αφνικά, ό Τζώννυ φωνάζει στον Μπόμπυ νά σταματήση. Τό μάτι του έχει πάρει έξη καβα­ λάρηδες πού είναι χωμένοι μέσα σέ μιά συστάδα θάμνων στο πλάϊ τού δρόμου πού ακολου­ θούν τ5 αμάξια. Βαστούν όπλα στα χέρια τους καί οί προθέ­ σεις τους εΐναι φανερές. — Ληστές!, Φωνάζει ό Τζών­ νυ Ντέλμοντ. Ένέδρα! —’Έ... πώς... τί; κάνει σα­ στισμένος ό Μπόμπυ καί> μόλις χωνεύει τά λόγια τού φίλου του, αρχίζει νά τρέμη · κωμικά στη σέλλα του. Λη...ληστές είπες; Μά, βρέ αδερφέ, δέ μπορεί νά πή κανείς ένα άστέιάκι; Καθώς τελειώνει τή φράσι του,, άχούγετα,ι ένας πυροβολι­ σμός. ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ "Ί 0

ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ

ϋ

τό 8ο τεύχος τοϋ «Κάου - Μπόϋ Φάντασμα»

I 1

Παγίδα γιά τον δολοφόνο "Ενα τεύχος πού θά μείνη αξέχαστο

0 I Η

I _0

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ* ΦΑΝΤΑΣΜΑ» - Τεύχος 7 - Τιμή 1,50 δραχ.

Γεν, Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Λέκκα 22 * Αθήνα ι (125)



Οί Ασσοι τοϋ Ποδοσφαίρου

Τ. ΔΟΥΚΑΝ ΙΔΗΣ


ΊΛνΊφοφορεϊ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

Ι/ΑΛΥ-Μ



Ένέιδρα

φωτιά και μολύβι. Ή άπόστοσι είναι μεγάλη και δεν φέρνει κα­ νένα αποτέλεσμα ή σφαίρα του, ΠΟ ΤΗΝ συστάδα τών θά­ άλλα, μέ τον πυροβολισμό, οί μνων, όπου είναι κρυμμένοι οι έξη οπλοφόροι, πέφτει ένας κακοποιοί τρομάζουν καί γυρί­ ζουν προς τό μέρος τους ξαφνια πυροβολισμός, "Ενας από τούς σμένοι. Μόλις βλέπουν τά τρία καβαλάρηδες πού πηγαίνουν παιδιά, μιλούν μεταξύ τους βια­ μπροστά από τά αμάξια, φέρνει στικά καί ύστερα γυρίζουν τά τά χέρια του στο στήθος του όπλα προς τά έχει καί αρχίζουν καί, μετά, σωριάζεται από τό νά ρίχνουν. άλογό του και μένει ακίνητος —Επάνω τους!, φωνάζει ό πάνω στο χώμα. /Θρυλιικός Κάου Μπόι) Φάντασμα, Την ίδια στιγμή, τό έξάσφαικαί ροβολάει πρώτος από τό ϋ-, ρο του Τζώννυ Ντέλμοντ φτύνει

Α


Ό Κάου. - Μπόϋ ψωμά, ακολουθούμενος άπό την ’Άννυ Σ μίθ. 'Ο Μπόμπυ, όπως συμβαίνει πάντοτε, έχει μαρμαρώσει πάνω στη σέλλα του άπό φόβο. Μέ την πρώτη ομοβροντία των κα­ κοποιών, έχει νοιώσει τις σφαί­ ρες νά περνούν δίπλα του, σφυ­ ρίζοντας θυμωμένα, καί νοιώθει τό αίμα του νά παγώνη στις φλέβες του. — Θε...θεούλη μου, άνοιξε τη γη καί κρύψε με!, εύχεται μέ αδύναμη φωνή. Εκείνη την στιγμή, πέφτει δεύτερη ομοβροντία μά βρίσκει πάνω στο ύψωμα καί άποστρα­ κί ζονται προς όλες τις κατευθύν σεις, σφυρίζοντας μανιασμένα. Τα σφυρίγματα αυτά, τρομά­ ζουν τό άλογό του. Χλιμιντρί­ ζοντας φοβισμένα, τό ζώο ση­ κώνεται στα πισινά του πόδια. Απροετοίμαστος όπως είναι ό Μπόμπυ, δεν προλαβαίνει νά κρατηθή. Φεύγει άπό τή σέλλα του, σάν μολύβι, καί σκάζει, μέ βαρύ γδούπο, στο χώμα. Μέ τό πέσιμο, τό κεφάλι του έρχεται σέ βίαιη έπαφή μέ μιά πέτρα, κάνοντας έναν ξερό κρότο. "Ενα πονεμένο βογγητό βγαί νει άπό τό στόμα τού Μπόμπυ. Σηκώνεται όρθιος παραπατών­ τας καί κρατάει τό κεφάλι του μέ τά δυό του χέρια. Καί ξα­ φνικά γίνεται μιά παράξενη άλλαγή πάνω του. Τό πρόσωπό του βάφεται κόκκινο σάν πιπε­ ριά καί παίρνει μιά σκληρή εκφρασι. Τό κορμί του ορθώνεται καί τά χέρια του σφίγγονται σέ γοοθιές. 'Ο Μπόμπυ γίνεται ό άλλος έαυτάς του, όπως συμ­ βαίνει κάθε φορά πού χτυπάει τό κεφάλι. —"Ωστε κάνετε καί κόλπα μέ τις σφαίρες σας, έτσι; μουγγρίζει. Τρομάζετε τ’ άλογα καί ττΐιτ#ύν κάτω τούς αναβάτες * *

Λ

τ-

\

τους, έ; Τώρα θά σάς δείξω εγώ. Μ’ ένα καταπληκτικό πήδημα, πού δεν θά τό περίμενε κανείς άπό τον Μπόμπυ, βρίσκεται στη ράχη τού άλογου του. Σπηρουνίζει την κοιλιά τοΰ ζώου καί, βγάζοντας τό «πολεμικό» ουρ­ λιαχτό του, όρμάει προς τά κά­ τω, τραβώντας ταυτόχρονα τό έξάσφαιρό του. Ό Τζώννυ καί ή "Αννυ προ­ πορεύονται, ρίχνοντας έναντι ον των κακοποιών, ό πρώτος μέ τό έξάσφαιρό του καί ή κοπέλλα μέ την καραμπίνα της. Οί κα­ κοποιοί, βλέποντας τά τρία παιδιά νά τρέχουν σάν θύελλα καταπάνω τους, καταλαβαίνουν ότι τά πράγματα δεν 6ά είναι τόσο εύκολα. Οί σφαίρες τους δεν έχουν φέρει κανένα αποτέλε­ σμα μέχρι στιγμής. Γυρίζουν, λοιπόν, τ5 άλογά τους καί αρχί­ ζουν νά τρέχουν σάν δαιμονισμέ νοι. — Πίσω τους!, φωνάζει ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα, καί οι τρεις φίλοι όρμοΰν άκάθεκτοι εναντίον τους. Άπό τη μιά στιγμή στην άλ­ λη, άρχίζει ένα θανάσιμο αν­ θρωποκυνηγητό. ΟΙ κακοποιοί, τρέχοντας πάντοτε,, γυρνούν πά νω στις σέλλες τους καί ρί­ χνουν δίχως οταματημό. Οί τρεις φίλοι άπό τήν άλλη μεριά τούς ραντίζουν μέ σφαίρες. Παρ’ όλο πού οί στόχοι είναι δύσκολοι, έτσι όπως τραμπαλί­ ζονται μέ τό τρέξιμο τών άλο­ γων καί ή σκόπευσι άκόμα πιο δύσκολη, ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα, έχει μιά επιτυχία. Ζυγίζεται πάνω στή σέλλα του στερεώνει τό έξάσφαιρό του πά­ νω στο μπράτσο τού ελεύθερου χεριού του καί ρίχνει. "Ενας ά­ πό τούς κακοποιούς τινάζεται πάνω στή σέλλα του καί μετά Φεύγει καί σωριάζεται στο


δ μα, σηκώνοντας ένα σύννεφο σευχη σου, γιατί δεν πρόκειται σκόνης. ^ νά βγής ζωντανός από τά χέρια Αυτή η επιτυχία, κάνει τούς ! μου! άλλους^ κακοποιούς νά δυναμώ-"1^ Μά ο κακοποιός δεν κουνιέσουν τό τρέξιμό τους. ΟΙ τρεις V. ται από τη θέσι του. Μένει άκίφίλοι, ακολουθούν πάντοτε. ’*0 1» /νήσος, ξαπλωμένος μπρούμυτα Μπόμπυ,^ έξαλλος από τό χτύ-/ ι/πάνω στο χώμα.^ πημα στο κεφάλι και νευριασμέ-— Μή μου κάνης τον ψόφιο νος ακόμα περισσότερο πού δέν μ^κ.ορηό!, του φωνάζει ό Μπόμπυ, μπορεί νά πετύχη κανέναν άπό/Γ’’ έξαλλος ακόμα περισσότερο τώταύς κακοποιούς για νά βγάλη ί)Τ ρα. ’Άν δέν έχης σηκωθή μέχρι τό άχτι του. Θηκαρώνει τό έξά-|/·|τό τρία, θά σ’ αρχίσω στις κλώσφαιρό του καί, σκύβοντας πά-* υί τσιές καί θά σου στραβώσω δλα νω στη σέλλα του, δσο μπορεί,1/·, τά παΐδια! σπηρουνίζει άγρια τ’· άλογό ];// Αρχίζει νά μετράη, άλλα μά= του. » /Κΐΐλις φτάνει στο δύο, προσέχει δ~ Τό ζώο, πού καταλαβαίνει τίίίΙ^.τι τό κεφάλι τοΰ κακοποιού εΐζητάει ό άναβάτης του, βάζειII>4 ναι γεμάτο αίματα. Μιά 6πόόλα του τά δυνατά. Τεντώνον-1/, 'νοια περνάει από τό μυαλό του. τας τούς ανάγλυφους μύωνές/;!/ Σκύβει πάνω από τον κακοποιό, του, αναπτύσσει καταπληκτική ιφΤ τον ψάχνει και διαπιστώνει δτι ταχύτητα και αφήνει πίσω του ί ■/ είναι νεκρός. Τό κεφάλι του έχει τούς φίλους τού Μπόμπυ. Σαν-1 Λ ανοίξει στα δύο. βολίδα όρμάει μπροστά καί μι-// <0 Μπόμπυ πέφτει κάτω καί κραινη την αποστασι απο τους ι;, άρχίζει νά κλαίη καί νά όδύρεκακοποιούς. Μ Ι^ται. Σ5 αυτή την κατάστασι τον Φτάνει ένα μέτρο πίσω από'!$/| βρίσκουν ό Τζώννυ καί ή 'Άννυ, τόν τελευταίο των καταδιωκωμε^^Ι πού έγκαταλείπουν τό κυνήγι νων. Εκείνος ακούει τόν γορ-ϋ^’τών κακοποιών, γιά νά τρέξουν γορο καλπασμό τού άλογου καί κοντά του. στριφογυρίζει έκπληκτος. ΤόΐΜ ^—Τί έπαθες, Μπόμπ; ρω« στρίφογύρισμα αυτό, κάνει τ* ά-,/:|-/ τάει έντρομη ή *'Αννυ> νομίζσνλογό του νά χάση τόν ρυθμό του///;τας δτι κάπου έχει χτυπήσει ό καί νά βραδύνη. Βγάζοντας τό «ι ,ί, άδερφός της. «πολεμικό» ουρλιαχτό του πάλι,1//^ —Πέθανε!, θρηνεί ό Μπ®= ό Μπόμπυ φεύγει από τή σέλλα|& μπυ. Έγώ έκανα τόση φασαρία του σαν ελατήριο καί πέφτει πανά για νά τόν πιάσω καί νά τόν νω στον κακοποιό. Τόν 'παρασύ/§||]σπάσω στο ξύλο κι* αυτός Ισπα ρει από τη σέλλα του καί άγκα-^νφ·σε τό κεφάλι του καί πέθανε!... λιασμένοι, σωριάζονται καί οί^' Ποιόν θά δείρω έγω τώρα! δύο χάμω. ' # Καί συνεχίζει τό κλάμα του, ■ιΟ Μπόμπυ προσγειώνεται ,ί||· ακόμα πιο ( σπαραχτικά. Ό πάνω στον κακοποιό κι* έτσι / · Τζώννυ καί ή /Αννυ, δέν μπϋδέν αισθάνεται κοτθόλου την πτώ-ροΰν _νά βαστήξουν τά γέλια σι. Πετάγεται όρθιος, μέ τις ,/τους. Ξέροντας τόν Μπόμπυ, κα» γροθιές σφιγμένες, κυττάζει τόν 4. τοδλαβαίνουν πόσο τού έχει στοι ξαπλωμένο κακοποιό μέ μάτια ] χίσει ό θάνατος του κακοποιού, πού πετοΰν άστραπές θυμού καί,/ προτού «είσπραξη» τό ξύλο που τοΰ φωνάζει. ^ ^ >χ/τοΰ είχε τάξει. — Σήκω έπάνω, κανάγια! ,' — Δέν ^ πειράζει, Μπόμπυ, £ήκω επάνω καί κάνε τόν πΡΟ” λέει ό Τζώννυ συγκροτώντας μέ


6 δυσκολία καινούργια γέλια. Πο­ λύ σύντομα, θά σου βρω έγώ άλ­ λον κακοποιό και θά βγάλης τό άχτι σου. "Αν τό άκουγε άλλη φορά ό Μπάμπυ, θά έβριζε τον φίλο του μέ τά χειρότερα λόγια. Μπρο­ στά σ" αυτή την ύπόσχεσι, ό­ μως, παρηγοριέται, τώρα. Σκου πίζει τά μάτια του και ανεβαί­ νει στο άλογό του. Οί τρεις φίλοι πόνε και στον κακοποιό που έπεσε πρώτος. 'Η σφαίρα τού Τζώννυ τον έχει χτυπήσει σέ καίριο σημείο κι* είναι νε­ κρός κι’ αυτός. — Δεν πρόκειται νά βγάλου με τίποτα από δύο πτώματα, λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ στους φίλους του. Πάμε στο καραβάνι νά δούμε τί άπέγινε αυτός πού χτύπησαν τά καθάρματα... "Ί­ σως νά χρειάζονται τη βοηθειά μας. Σπηρουνίζει τό άλογό του κι5 οί φίλοι του ακολουθούν.

"Η μυστηριώδης απόπειρα ΤΑΝ φτάνουν στο σημείο ό­ που έχουν σταματήσει τά άμάξια, βρίσκουν τους ανθρώ­ πους τού καραβανιού άναστατω μένους. Κάποιος πού μοιάζει μέ γιοιτρό, είναι σκυμμένος πάνω από τον άνθρωπο πού πυροβό­ λησαν οί κακοποιοί καί τού δέ­ νει προσεχτικά μ’ επίδεσμο τό

Ο

Ό Κάου — Μπόϋ ξεγυμνωμένο- στήθος. 'Ο άνθρω­ πος αυτός έχει κλειστά τά^ /μά­ τια καί δέν κουνιέται καθόλου. "Οσοι είναι μαζεμένοι γύρω, άν τρες γυναίκες καί παιδιά, παραρακ©λουθούν γεμάτοι αγωνία. Οί τρεις φίλοι ξεπεζεύουν καί πλησιάζουν διακριτικά; "Ενας γενειοφόρος άντρας τούς πλησι­ άζει καί τούς χαιρετάει μέ πα­ γερή ευγένεια. — Λέγομαι Ντέηβις, συστήνεται. Μού σώσατε την ζωή, ό­ πως σώσατε καί τό καραβάνι. Κάλπαζα δίπλα στον οδηγό μας τον Ντίκ Μόργκαν, καί, άν δέν έπεμβαίνατε, θά σκότωναν καί μένα οί κακοποιοί. λ— Πώς είναι ό λ^όργκαν; ρω­ τάει μέ ένδιαφέρον ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. „— Ευτυχώς, ή^ σφαίρα τον πέτυχε στο δεξΐ στήθος καί βγή­ κε από την πλάτη, απαντάει ό Ντέηβις. Ό γιατρός Πήρσον πε οιποιήθηκε τό τραύμα του καί λέει ότι θά ζήση. Μόνο πού θά μείνη λίγες μέρες στο κρεββάτι. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ νοιώθει άνακούφισι στην ψυχή του. Σ υστήνεται στον Ντέηβις καί μετά συστήνει καί τούς φίλους του. 'Ο Ντέηβις δέν φαίνεται νά αναγνωρίζη τά ονόματα. Τούς συ στήνει μόνο στούς υπόλοιπους ανθρώπους τού καραβανιού καί μετά δίνει μερικές εξηγήσεις. — Είμαστε άποικοι καί πη­ γαίνουμε στην Καλιφόρνια. Που λήσαμε ό,τι είχαμε καί δέν εί­ χαμε στο Τέξας καί πάμε τώρα δυτι.κώτερα νά βρούμε ένα καλό μέρος νά εγκατασταθούμε καί φτιάξουμε μια καινούργια πόλι. Έγώ είμαι ό αρχηγός τού καραβανιού. 'Ο Ντίκ Μόργκαν εΤναι ό οδηγός μας. Έκτος από την όδήγησί μας, έχει άναλάβει καί τό κυνήγι, γιά νά προμη8εύη τό καραβάνι μέ φρέσκο κρέας.


1

ΦΑΝΤΑΣΜΑ 'Ο γιατρός, στο μεταξύ, έχει τελειώσει την έπίδεσι του τραύ­ ματος του Μόργκαν και έρχεται ττρός τό μέρος τους, κατεβάζον­ τας τά μανίκια του πουκαμίσου του. — 'Ο Ντίκ είναι έν τάξει, Ντέηβις, λέει. Θά τον βάλουμε στο αμάξι μέ τά τρόφιμα πού είναι τό πιο καινούργιο και θά ξεκινήσουμε. Ό Ντέηβις ρίχνει μιά ματιά ολόγυρα στο τοπίο, και μετά κουνάει τό κεφάλι του αρνητικά. Κοντεύει νά δύση ό ήλιος, λέει. Αποφάσισα νά διανυκτερευσαυιμε εδώ. Υπάρχει νερό κΓ άφθονα ξύλα. Καί μετά, στην κατάστασι πού είναι ό Λιούκ, δεν πρέπει νά τον μετακινήσου­ με. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ ρίχνει κ;’ αυτός μιά ανήσυχη ματιά γύ ρω του καί επεμβαίνει: — Τό μέρος- είναι επικίνδυ­ νο, Ντέηβις, λέει. Υπάρχουν ά­ φθονες κρυψώνες γιά κακοποιούς κΓ ο:ν δεν πέφτω έξω, έδώ γυρί­ ζουν καί οί Μεσκαλέρος, οί ερυ­ θρόδερμοι πού δεν έχουν ύποτατ γή ακόμα καί κάνουν πλιάτσικο. "Αν θέΐλης, προλαβαίνεις νά βρής ένα καλύτερο^ μέρος. — Αυτό μάς είχε πή καί ό Αιούκ, πετάγεται ένας από τούς άποίκους. Καλύτερα λοιπόν, νά... — Αυτό τό μέρος κατά τη γνώμη μου, είναι έν τάξει, λέει κάπως ξερά ό Ντέηβις. Έκτος του δτι έχουμε έναν τραυματία, άλλωστε, είμαστε καί πολύ κου ρασμένοι. Θά διανυκτερεύσουμε έδώ. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ^ καταλα­ βαίνει δτι ό Ντέηβις είναι λίγο έγωϊστικός τύπος καί δτι δεν παίρνει εύκολα από λόγια. Γι’ αυτό, έπιδιώκει νά βοηθηση μ5 άλλον τρόπο. — "Αν δεν σάς πειράζη, θά μείνουμε κΓ έμεΐς μαζί σας α­

πόψε, λέει. "Οπως είπες, κον­ τεύει νά δύση ό ήλιος καί σε λί γο δεν θά βλέπουμε νά προχω­ ρήσουμε. 'Ο Ντέηβις δίνει την έγκρισί του καί μετά προχωρεί κατά μή­ κος τών άμαξιών καί δίνει οδη­ γίες γιά την διανυκτέρευσι. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ, γεμάτος απο­ ρία, γυρίζει στον γιατρό. — Δέν μπορώ νά καταλάβω γιατί οί κακοποιοί θέλησαν νά σκοτώσουν τον οδηγό σας, λέει. Γιατί αυτόν μόνο καί δχι δλους; 'Ο γιατρός ξαφνιάζεται λίγο από την έρώτησι του Τζώννυ, πράγμα πού κάνει έντύπωσι στον Κάου Μπόύ Φάντασμα. Τε­ λικά, άνασηκώνει τούς ώμους του καί λέει: — "Ισως νά ήθελαν νά μάς σκοτώσουν δλους καί δέν πρόλα βαν. Μέ συγχωρείται τώρα για­ τί πρέπει νά φροντίσω γιά τον τραυματία. Απομακρύνεται γιά νά πάη νά βοηθηση τούς άλλους άποί­ κους νά μεταφέρουν τον Ντίκ Μόργκαν στό αμάξι μέ τά τρό­ φιμα. Γεμάτος απορία, ό Τζών­ νυ Ντέλμοντ κυττάζει τούς έξ ί­ σου απορημένους συντρόφους του, μετά πλησιάζει καί αρχίζει νά ξεσελλώνει τό άλογό του.

Τό μυστικό του καραβανιού Η

ΝΥΧΤΑ έχει προχωρήσει γιά τά καλά. 'Η φωτιά, πού ήταν αναμμένη στη μέση του κα


Ό Κάου -Μπόϋ ταυλισμοΰ των άποίκων, έχει σβήσει από ώρα. Κατάκοποι οΐ άποικοι έχουν άποκοιμηθή, έ­ κτος από έναν που κάθεται προς τή μεριά του δάσους καί φυλάει σκοπός. Μά κι* αυτός κουτουλάει. Δεν άκ ο άγεται 6 παραμι­ κρός θόρυβος πέρα από τό τρα­ γούδι πού κάνουν τα τριζόνια στην ακροποταμιά. 'Ο θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα είναι άδύνατον νά κλεί­ ση τά μάτια του. "Ενα άσχημο προαίσθημα τον βασανίζει καί δεν μπορεί νά τον πιάση ύπνος. Σηκώνεται από την άκρη όπου έχει στρώσει τις κουβέρτες του μέ τούς δυό του φίλους καί άθό ρυβα γιά νά μην ενόχληση κα­ νείς, αρχίζει νά βολτάρη γύρω από τό σταματημένο καραβάνι, άποφευγοντας τον σκοπό. * Ακόμα τον βασανίζει ή απο­ ρία γιατί οί κακοποιοί θέλησαν νά σκοτώσουν τον Ντίκ Μόργκαν. Μήπως περίμεναν νά βγά­ λουν τίποτα από τούς φτωχούς άποίκους, ή είχε άλλο κίνητρο ή απόπειρα;,... Τού είναι άδύνα­ τον νά λύση την απορία του. Ξαφνικά, βλέπει κάποιον νά προχωράη κατά μήκος των σταμστημένων άμαξιών. Τό χέρι του γλιστράει μέ γρηγοράδα προς τό έξάσφαιρό του. Καθώς όμως ό άνθρωπος πλησιάζει, 6 Τζώννυ αναγνωρίζει τον γιατρό Πήρσον. —- Ντέλμοντ !, αναφωνεί ό γιατρός έκπληκτος μόλις τον βλέπει. Τι έπαθες καί δεν κοιμά σαι; — Δεν μπορούσα, απαντάει ήσυχασμένος ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ. Είχα κάποια ανησυχία. — Πολύ ευφάνταστος είσαι, τού λέει ό γιατρός. Πήγαινε νά κοιμηθής/Ο Ντέηβις τοποθέτησε φρουρό, όπως συμφωνήσαμε, έ^· κεΐ κατά τή μεριά του δάσους. Πήγαινε νά κοιμηθής, 6έν υπάρ­

χει φόβος. Έγώ, βγήκα νά ρίξω μιά ματιά στον Ντίκ Μόργκαν, μήπως του μπήκε πυρετός. Καθώς αυτοί συζητούν, δυό σκιές βγαίνουν από τό δάσος, αθόρυβα σαν φαντάσματα. Στα­ ματούν καί, ή μιά απ’ αυτές, δείχνεί τον φρουρό πού κάθεται στον πεσμένο κορμό ένός δέν­ τρου. Μιά από τις σκιές πλη­ σιάζει άλαφροπατώντας σαν τή γάτα, σηκώνει τό έξάσφαιρό πού βαστάει καί τό κατεβάζει μέ ορμή στο κεφάλι τού σκοπού. Δίχως νά βγάλη άχνα εκεί­ νος, γέρνει στο πλάι καί μετά σωριάζεται στό γρασίδι. Ή σκιά πού τόν χτύπησε νεύει στην άλλη καί οί δυο μαζί προχω­ ρούν προς τό αμάξι μέ τά τρό­ φιμα, όπου είναι τοποθετημέ­ νος ό τραυματισμένος Ντίκ Μόρ καν. "Ενας από τούς δύο μυστηρι­ ώδεις ανθρώπους πηδάει μέσα σ’ αυτό τό αμάξι καί ό άλλος στέκεται απ’ έξω στη σκιά τού αμαξιού. Τήν ϊδια στιγμή, 6 γιατρός Πήρσον καληνυχτίζει τόν Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί προχωράει προς τό ίδιο αμάξι. Σκαρφαλώνει από πίσω καί ση­ κώνει τό πόδι του γιά νά πατήση μέσα. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ τόν πα­ ρακολουθεί μέ σμιγμένα φρύδια καί κάνει χίλιες σκέψεις. Καί, ξαφνικά, τόν βλέπει νά τινάζε­ ται πρός τά πίσω βγάζοντας έ­ να πνιγμένο βογγητό. Πέφτει χάμω καί μένει ακίνητος. Γεμάτος ανησυχία ο Κάου λΊπόύ Φάντασμα τραβάει τό έ­ ξάσφαιρό του καί τρέχει πρός τό αμάξι. Κάποιος πού είναι στό εσωτερικό του σκύβει καί κυττάζει έξω. Βλέπει τόν Τζών­ νυ Ντέλμοντ καί μιά πνιχτή βλα­ στήμια Φεύγει από τό στόμα του. Τό έπόμενο δευτερόλεπτο, τό έξάσφαιρό πού βαστάει στό


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

9

σκει ψαχουλευτά τό πιστόλι πού χέρι του, εκπυρσοκροτεί δύο φο έχει φύγει άπό τό χέρι του καί ρές. Μια άπό τις σφαίρες του τρυπάει τό μανίκι τού Τζώννυ μετά ψαχουλεύει νά δή τί ήταν και του τσουρουφλίζει τό μπρά­ εκείνο πού τον έκανε νά πέση χάμω. Τά χέρια του ανακαλύ­ τσο. πτουν ένα ανθρώπινο σώμα καί Τό δικό του έξάσφαιρο φτύ­ στο λεπτό ξεχνάει τούς ανθρώ­ νει φωτιά καί μολύβι, άλλα ο πους πού κατεδίωκε. άγνωστος έχει χαθή μέσα στο Στο μεταξύ, τό καραβάνι των αμάξι καί ή σφαίρα του πάει άπσίκων έχει άναστατωθή άπό στράφι. Την ίδια στιγμή, από τό πλάϊ τού αμαξιού πετάγον­ τούς πυροβολισμούς. Αγουρο­ ται πορτοκαλιές φλόγες καί, α­ ξυπνημένοι καί τρομοκρατημένοι μέσως μετά, άκούγονται απανω­ μαζί οί άποικοι βγαίνουν άπό τές εκπυρσοκροτήσεις. Μέ τό τ’ αμάξια τους, ανάβουν λάμπες καί τρέχουν ολόγυρα σαν παλα­ πού βλέπει τις φλόγες, ό Τζών­ νυ Ντέλμοντ πέφτει μέ τά μού­ βοί ζητώντας μεγαλόφωνα νά τρα στο γρασίδι καί οί σφαίρες μάθουν ό ένας άπό τον άλλον, περνούν από πάνω του, σφυρί­ τί έχει συμβή. ζοντας θυμωμένα. Αμέσως, με­ τά, άκούγεται μια βιαστική φω­ νή : — Παράτα τα όλα καί πάμε, Ρόντ! Θά μάς κάνουν τσακω­ τούς ! Ό άνθρωπος πού είναι μέσα στο αμάξι, πηδάει από την άλ­ λη μεριά. Τρεχάτα βήματα άκούγρνται μέσα στο σκοτάδι. 'Ο Τζώννυ πετάγεται από χάμω καί τρέχει ξωπίσω σ' αυτά τά βήματα, μη μπορώντας νά δή 'Ο Μπόμπυ καί ή 5/Αννυ έ­ ούτε τη μύτη του μέσα στο πυ­ χουν ξυπνήσει κι’ αυτοί. Ή κοκνό σκοτάδι. πέλλα, μόλις διαπιστώνει ότι ο Καθώς τρέχει μέ φόρα, σκον­ Τζώννυ δέν είναι στις κουβέρτες τάφτει πάνω σέ κάτι μαλακό του, αρπάζει την καραμπίνα πού τυχαίνει στον δρόμο του, της καί τρέχει προς τό μέρος χάνει την ισορροπία του καί σω­ των πυροβολισμών. Ό Μπόμπυ, ριάζεται φαρδύς - πλατύς κάτω. τρέμοντας άπό την κορυφή μέ­ Ή πτώσι του είναι άσχημη καί χρι τά νύχια, πετάγεται όρθιος, τού έρχεται ζαλάδα, αλλά ταυ­ δίνει μια βουτιά καί χώνεται τόχρονα τού σώζει την ζωή, γι­ κάτω άπό ένα αμάξι. ατί την στιγμή εκείνη οί άν­ — Έγώ... δέν είμαι έδώ! θρωποι πού καταδιώκει, γυρί­ τραυλίζει καί γίνεται ένα μέ τή ζουν καί αδειάζουν τά πιστόλια γή· τους προς τό μέρος του. Νομί­ Οί άποικοι, πού τρέχουν μέ ζοντας ότι τον έχουν χτυπήσει, τις λάμπες, φτάνουν στο μέρος γυρίζουν καί αρχίζουν νά τρέ­ όπου είναι ό Τζώννυ Ντέλμοντ. χουν πάλι. Σέ λίγο έξαφανίζονΌ Κάου Μπόϋ Φάντασμα άναται μέσα στα δένδρα. γνωρίζει τον σκοπό στο πρόσωΓεμάτος νεύρα, ό Τζώννυ Ντέλ μοντ σηκώνεται άπό χάμω, βρί­ "'πο τού ανθρώπου πού είναι


ιό ο'μένος κάτω και γεμάτος άνακούφισι διαπιστώνει δτι πέρα από ένα καρούμπαλο στο κεφάλι δεν έχει πάθει άλλη ζημιά. Λέει ατούς άλλους νά τον φροντίσουν καί τρέχει στο αμάξι μέ τά τρό­ φιμα. 'Ο γιατρός Πήρσον σηκών εται εκείνη την στιγμή από χά­ μω, τρίβοντας τό μπροστινό μέ­ ρος του κεφαλιού του. — Διάβολε, εΐχα. άνεβή στο όυμάξι, όταν κάποιος μέ χτύπη­ σε στο κεφάλι καί μ’ έρριξε κά­ τω, παραπονιέται. Μήπως... μή­ πως έκαναν κακό στον Ντίκ; Αντί ν5 απάντηση ό Τζώννυ Ντέλμοντ, αρπάζει μια λάμπα από τό χέρι ένός άποίκου καί πηδάει μέσα στο άμάξι. 'Ο Ντίκ Μόργκαν είναι ξαπλωμένος πάνω σ’ ένα κρεββάτι εκστρα­ τείας. Ταλαιπωρημένος όπως εΐ ναι από τούς πόνους του τραύ­ ματός του, κοιμάται του καλού καιρού. Οι πυροβολισμοί δεν έχουν ένοχλησει καθόλου τον ύ­ πνο του. Καθώς ό Τζώννυ διερωτάται πού οφειλόταν αυτή η δεύτερη α­ πόπειρα των κακοποιών, κατα­ φθάνει τρεχάτος ό Ντέηβις. Μό­ λις μαθαίνει τί έχει συμβή, πη­ δάει μέσα στο άμάξι, τρέχει σέ μιαν άκρη καί αρχίζει νά παραμερίζη κάτι κασόνια που είναι στοιβαγμένα εκεί. Ξεκολλάει μια σανίδα από τό πάτωμα τού α­ μαξιού καί κοιτάζει μέσα στο ά­ νοιγμα. "Ενας στεναγμός άνακουφίσεως βγαίνει από τά χείλη του. — Ευτυχώς είναι εδώ ακόμα λέει. —Τί είναι εκεί; ρωτάει μέ περιέργεια ό Τζώννυ. Ό Ντέηβις καί ό γιατρός άλληλσκυτάζονται καί μετά ό για­ τρός λέει. — Καλύτερα νά τού φανερώ­ σουμε τό μυστικό/ Ντέηβις. "Αλ­

Ό Κάου — Μπόϋ λωστε, αυτός κινδύνεψε γιά νά τό γλυτώση. Ό Ντέηβις διστάζει άλλη μιά στιγμή ακόμα καί μετά κάνει νεύμα στο Τζώννυ νά πλησιάση. Κάτω από την ξεκολλημένη σα­ νίδα υπάρχει μιά κρύπτη καί μέσα σ’ αύτη την κρύπτη, /είναι τοποθετημ έ ν ο ένα σιδερένιο κουτί. — Μέσα εδώ έχουμε όλα τά λεφτά μας, εξηγεί ό Ντέηβις. "Ο­ πως σοΰ είπα, πουλήσαμε ό,τι είχαμε καί δέν είχαμε στο Τέ­ ξας γιά νά μπορέσουμε ν’ αγο­ ράσουμε τόπο στην Καλιφόρνια. "Ολα μας τά λεφτά, τά έχουμε ασφαλίσει σ’ αυτήν την κρύπτη. Είναι κάπου είκοσι χιλιάδες δολ λάρια. Ό Τζώννυ αφήνει ένα σφύρι­ γμα θαυμασμού. Τά λεφτά είναι πολλά καί τώρα μπορείς νά^ έξηγηθή γιατί οί κακοποιοί κάνουν επανειλημμένες απόπειρες έναντίον τοΰ καραβανιού. Μολονότι δέν εξηγείται ακόμα ή απόπειρα έναντι ον τού οδηγού. Μήπως εί­ χαν σκοπό νά τούς σκοτώσουν όλους, αλλά δέν πρόλαβαν επει­ δή έπενέβη ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα καί ή παρέα του; "Αν ναί, τότε γιατί έπεσε μόνο ένας πυροβολισμός; — Τώρα θά πρέπει ν’ αλλά­ ξουμε θέσι στά λεφτά, λέει ό Ντέηβις. —"Οχι, τοΰ λέει ο Τζώννυ. Τά λεφτά πρέπει νά μείνουν στην ίδια θέσι. Οί κακοποιοί θά φαντασθοΰν ότι αλλάζουμε θέσι καί δέ 6ά σκεφθοΰν νά ψά­ ξουν έκεϊ... Πές μου, πόσοι από το καραβάνι ξέρουν αυτή την κρύπτη; — "Ολοι, απαντάει ο Ντέη­ βις. Μόνο ό Λιούκ δέν ξέρει τί­ ποτα. Αυτός είναι έπαγγελματίας οδηγός καί τον προσλάβαμε μετά. 'Ο Τζώννυ σκέφτεται μιά στι


ΦΑΝΤΑΣΜΑ γμή και μετά βγάζει το συμπέ­ ρασμά του. — Τότε, είναι φανερό ότι κά­ ποιος συνεργάζεται με τους λη­ στές,^ λέει. ’Ήξέραν σέ ποιο α­ κριβώς μέρος Θά εύρ ίσκαν τά λε­ φτά. 'Ο Ντέηβις και ό γιατρός άλληλοκυττάζονται και μετά κου­ νάνε τά κεφάλια τους δύσπιστα. — Αδύνατον νά πιστέψω τέ­ τοιο πράγμα, λέει ό Ντέηβις. Αλλά θέλω νά σέ παρακαλέσω γιά κάτι, Ντέλμοντ. Μην πης τίποτα στους άλλους, δτι υπάρ­ χει δηλαδή ένας προδότης άνάμεσά μας, γιατί θά πανικοβληθοΰν. Ό Ντέλμοντ δίνει την υπόσχεσί του. 'Ο Ντέηβις ξαναβά­ ζει την σανίδα καί τά κασόνια στη θέσι τους καί μετά κατεβαί­ νουν από το αμάξι. Οί αγουρο­ ξυπνημένοι άποικοι, μαζί καί ό σκοπός πού έχει ξαναβρή τις αισθήσεις του, περιμένουν έξω μαζεμένοι σέ ημικύκλιο μέ τις λάμπες στά χέρια. Τά πρόσωπά τους έχουν ανήσυχες εκφράσεις. — Τά λεφτά μας σώθηκαν, χάρις στον ί ζώννυ Ντέλμοντ, λέει ό Ντέηβις καί στεναγμοί άνακουφίσεως άκούγονται απ’ όλα τά στόματα. Κοιμηθητε τώ­ ρα καί αύριο θά ξεκινήσουμε μέ την αυγή. Θά κάνω έγώ τον ο­ δηγό, ώσπου νά γίνη καλά ό Ντίκ. — Γιατί νά μην αναθέσουμε αυτή τη δουλειά στον Τζώννυ Ντέλμοντ; πετάγεται κάποιος από τούς άποίκους. Ή κοπέλλα του μάς είπε ότι είναι ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. ’Έχουμε ακού­ σει τόσα γι’ αυτόν. ’Άν θά μπο ν ρέση κάποιος νά μάς πάη ασφα­ λισμένα στον προορισμό μας, αυτός είναι ό Κάου Μποϋ Φάν­ τασμα. 'Ο Ντέηβις σκέφτεται λί­ γο καί μετά, φανερά θιγμένος,

11 γυρίζει στον Τζώννυ Ντέλμοντ. — Τί λές γι’ αυτό; τον ρω­ τάει. Δέχεσαι; Θά σέ πληρώσου με καλά. — Δέν θέλω πληρωμή, λέει ό ί ζώννυ. Θ’ άναλάβω μέ έναν ό­ ρο. ^ Θά γίνεται δ,τι λέω έγώ, χωρίς αντιρρήσεις. Συμφωνούν όλοι. Ανακουφι­ σμένοι τώρα οι άποιικοι πού έ­ χουν εξασφαλίσει την βοήθεια του θρυλικού Κάου Μπόϋ Φάντα σμα, γυρίζουν μ’ εμπιστοσύνη στ’ αμάξια τους. Ό Τζώννυ το­ ποθετεί διπλή σκοπιά πού Θ’ άλλάζη κάθε δύο ώρες καί γυρίζει στις κουβέρτες του. Βρίσκει την ’Άννυ νά ψάχνη γύρω ανήσυχα. — Τί συμβαίνει; τή ρωτάει μ’ ένα σφίξιμο στην καρδιά. Εξαφανίστηκε ό Μπόμπυ, τού απαντάει έντρομη ή κοπέλλα. Λές νά τον άρπαξαν οί κακο­ ποιοί, Τζώννυ; Γιά μιά στιγμή ό Ντέλμοντ ανησυχεί. 'Αρπάζει μια λάμπα καί αρχίζει νά ψάχνη. -αφνικά, τό μάτι του παίρνει τον Μπόμ­ πυ χωμένον κάτω από ένα αμάξι νά κοιμάται τού καλού καιρού. Χαμογελώντας, παίρνει μιά κου­ βέρτα καί σκεπάζει στοργικά τον φίλο του, δίχως νά τον ξυπνήση. Μετά, πέφτει καί ό ί­ διος γιά ύπνο. Μά αργεί νά κλείση τά μά­ τια του. Τό μυαλό του δουλεύει εντατικά. Είναι βέβαιος ότι υ­ πάρχει κάποιος προδότης στο καραβάνι. Τό μυαλό του πάει στον γιατρό. Είχε βγή πράγμα­ τι γιά τον Λιούκ ή γιά νά βοηθήση τούς κακοποιούς καί, όταν είδε τον Τζώννυ, αποφάσισε νά πσίξη εκείνο τό παιχνίδι γιά νά μήν πέσουν οί υπόνοιες πάνω του; Τον παίρνει ό ύπνος δίχως νά μπορέση νά βρή άπάντησι σ’ αυτό τό έρώτημα.


12

Ό Φάντασμα σχεδιάζει || ΡΩ*I· - ΠΡΩ Ι- την άλλη μέ® 8 ρα, μέ τον Κάου - Μπόι) Φαν τασμα για οδηγό τό καραβάνι ξεκινάει για νά συνέχιση τό μα κρυνό του ταξίδι. 'Ο Τζώννυ καί ή "Αννυ πάνε μπροστά - μπρο­ στά μέ τον Ντέηβις, ενώ ό Μπόμπυ καλπάζει στην σκιά ένός από τά άμάξια’ δήθεν έπειδή τον πειράζει ό ήλιος, άλλα στην πραγματικότητα επειδή φο βάται νά είναι εκτεθειμένος στη πρώτη γραμμή. Ή πορεία συνεχίζεται δίχως κανένα έπεισόδιο. Τό πρωινό έ­ χει .φτάσει στη μέση του, όταν ό Τζώννυ Ντέλμοντ άνακοινώνη την άπόφασί του νά πάη γιά κυ νηγι. Προτού φύγει, αφήνει έντολή: — Δεν θέλω νά άπομακρύνθή κανένας από τό καραβάνι, λέει. Ούτε δέκα μέτρα. Προχωράτε μέ την πορεία πού αρχίσαμε καί θά σάς προλάβω πρίν από τό ηλιο­ βασίλεμα. Τού λένε νά μένη ήσυχος. Ό Τζώννυ απομακρύνεται μέ γορ­ γό καλπασμό καί χώνεται μέσα στο δάσος. Πάει γιά κυνήγι, αλ­ λά ταυτόχρονα θέλει νά κυττά-

Ό Κάου — Μπόϋ ξη μήπως μπόρεση ν* άναικαλύψη τά χνάρια των ληστών. Ό Μπόμπυ τώρα όμως τραυλί ζει. Κόττά μη μάς στείλης κανέναν κακοποιό τώρα πού λείπει ό Τζώννυ γιατί... θά γίνουμε α­ πό δύο χωριά. "Οταν γϋρίζη κατά τό ήλιοβα σίλεμά ό. Τζώννυ Ντέλμοντ δια­ πιστώνει μέ χαρά του ότι δεν έχει συμβή τίποτα άσχημο. Τό κυνήγι του έχει πάει^ καλά. Δύο μεγάλα ζαρκάδια είναι δεμένα στα καπούλια τού αλόγου του. Εκείνο πού τον δυσαρεστει εί­ ναι δτι ό γιατρός Πηρσον κάί ό Ντέηβις λείπουν. — Πού είναι; ρωτάει σκυθρω πός τήν "Αννυ. — "Εφυγαν ό ένας μετά τον άλλον πρίν από ώρα, απαντάει η κοπέλλα στενοχωρημένη. Τούς θύμισα την εντολή σου, αλλά μου είπαν ότι δέν πείραζε. Δεν τούς είπα τίποτα άλλο. Είναι μεγάλοι καί οί δυο. Θά μπορού­ σαν νά είναι πατεράδες μου. Τά μάτια τού Κάου Μπόϋ Φαν τασμχχ πετοΰν αστραπές θυμού. Μετά, τό πρόσοοπό του παίρ­ νει μια σκεφτική έκφρασι. Στα­ ματάει τό καραβάνι καί περιμέ­ νει ανυπόμονα. Πρώτος γυρίζει ό γιατρός. Στην αγκαλιά του βαστάει ένα μάτσο χορτάρια. —- "Αν θυμάται καλά γιατρέ, λέει βλοσυρά ό Τζώννυ, έδωσα εντολή νά μη φύγη κανένας από τό καραβάνι'Ο γιατρός δείχνει στενοχώ­ ρια. — Μά νόμισα ότι δέν ήταν τόσο σπουδαίο αν έβγαινα νά μαζέψω λίγα βότανα, νεαρέ λέει. Θά μού χρειαστούν γιά τό ταξί δι, άν άρρωστήση κανείς 'Ο Ντέηβις γυρίζει λίγο αρ­ γότερα. "Οταν ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα τον ρωτάει πού ήτριν?


ΦΑΝΤΑΣΜΑ ό αρχηγός των άποίκων τσιτώ­ νεται. ^ -— "Εχω ευθύνη για τους άποίκους,· Τζώννυ Ντέλμοντ, λέει κοφτά. Βγήκα νά ρίξω μια μα­ τιά γύρω. Φοβάμαι μήπως έχου­ με τά ϊδια. Και μετά, δέν μπο­ ρείς νά δίνης εντολές και σέ μέ­ να. Μην ξεχνάς ότι είμαι αρχη­ γός του καραβανιού. —Πολύ ωραία, τότε, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα θυμωμέ­ να. Αφού είναι έτσι, παραιτού­ μαι. "Οταν άνέλαβα οδηγός, έ­ βαλα δρο δτι θ’ άκούγατε τις εν τολές μου. Φωνές διαμαρτυρίας άκούγον ται από τούς άποίκους. Μά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα είναι α­ νένδοτος. Παίρνει τούς έκπλη­ κτους συντρόφους του και δίχως νά πή άλλη κουβέντα απομακρύ­ νεται. Λίγο πιο πέρα, ή "Αννυ, αρχίζει τις διαμαρτυρίες. -— Τζώννυ, είσαι καλά; κά­ νει. Γιατί φύγαμε καί τούς αφή σαμε; -— Καλά σου λέει, είσαι κα­ λά; τού έπιτίθεται ό Μπόμπυ, βρίσκοντας ευκαιρία. Γιατί α­ φήσαμε τά αμαξάκια που... πού έχουν σκιά καί τραβάμε πάλι γιά την έρημιά; Ό Τζώννυ δέν δίνει άπάντησι. Τούς άπομακρύνει λίγο ακό­ μα καί μετά στρίβει πίσω από μιά λουρίδα μέ πυκνή βλάστησι καί παίρνει πορεία παράλλη­ λη μέ τού καραβανιού. Μέ τό πέ­ σιμο τού ήλιου, τό καραβάνι σταματάει. Σταματάει κΓ αύτός, χώνεται σ’ ένα σύδεντρο καί λέει στούς συντρόφους του νά κάνουν τό ίδιο. —Μά Τζώννυ, τί πάς νά κά­ νης τέλος πάντων; απορεί ή "Αννυ. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα χα­ μογελάει αινιγματικά. .'Απλούστατα, στήνω μιά

13 παγίδα γιά τον ένοχο, απαν­ τάει. Είμαι βέβαιος δτι θά γίνη καινούργια άπόπειρα έναν^ τίσν τού καραβανιού, απόψε. "Αν μέναμε, δέν θά γινόταν. χΟ προ­ δότης πού υπάρχει στο καρα­ βάνι, προειδοποίησε τούς συνε­ νόχους του νά σταματήσουν γιά λίγες μέρες κΓ αύτό γιατί είμα­ στε εμείς στη μέση. Μά τώρα, ε­ μείς φύγαμε. ΚΓ έτσι, σίγουρα, θ’ άλλάξη σχέδιο. Τά δύο άδέρφια κυττάζονται μέ έκπληξι. — Μά, Τζώννυ,. πώς ειδοποί­ ησε τούς συνενόχους του, λέει ή "Αννυ. Μόνο ό Ντέηβις καί ό γιατρός έφυγαν από τό καρα­ βάνι. "Η μήπως λες...; —? Ακόμα δέν είμαι βέβαιος γιά τίποτα, "Αννυ. Μά κάτι μού λέει δτι απόψε θά μάθω. Δέν θά τό κουνήσουμε από δώ. Τά μά­ τια σας δεκατέσσερα. Σέ λίγο πέφτει · τό σούρουπο καί μετά ή νύχτα. Άπό τό πό­ στο τους τά παιδιά παρακολου­ θούν δλη την κίνησι στο σταμσ­ τημένο καραβάνι. "Οταν προχωράη πρλύ ή νύχτα, οί άποικοι πάνε γιά ύπνο καί ή Φωτιά σβή νει. Ιέ λίγο όμως, μιά σκοτει­ νή σκιά φαίνεται νά τριγυρνάει ανάμεσα στ’ αμάξια. "Ενα σπίρ το ανάβει καί βάζει Φωτιά σέ μιά σκεπαστή λάμπα. Ή λάμπα αυτή κουνιέται πέρα δώθε άπό ένα χέρι. Τό πρόσωπο τού αν­ θρώπου, δπως καί τό υπόλοιπο σώμα του δέν. φαίνεται. Πάντως ένα είναι βέβαιο: Ό ένοχος πού υπάρχει μέσα στο καραβάνι/ στέλνει μήνυμα στούς συνενό χους του, δτι τό πεδίο είναι ε­ λεύθερο. — Δέν έπεσα έξω, λοιπόν, λέει ό Τζώννυ. Ελάτε μαζί μου. "Εχω ένα σχέδιο. Προσοχή, μό­ νο, γιά νά μή μάς πάρουν χαμ­ πάρι,


14

Ό Κάου — Μπόϋ

πάνισε τον άν δής τίποτα τέ­ τοιο. — Μείνε ήσυχος,^ Μόρτ. 'Ο κακοποιός πού ακούει στο όνομα Ρόντ ρίχνει μιά ματιά δε ξιά καί αριστερά καί σκαρφαλώ­ νει στο αμάξι. Οί άλλοί κολ­ λούν πάνω στο αμάξι μέ τά μά­ τια ορθάνοιχτα καί έτοιμοι χιά όλα. 'Ο Ρόντ μέσα στο αμάξι τώ­ ρα, προχωρεί πρός τά κιβώτια πού σκεπάζουν την μυστική κρύ πτη. Δίπλα είναι τό κρεβάτι εκ­ Γοοθιά στρατείας μέ τόν Μόργκαν. Ό τραυματισμένος οδηγός είναι και πιστόλι σκεπασμένος από την κορυφή μέχρι τά νύχια μέ μια κουβέρτα. 1 ΤΕΣΣΕΡΙΣ άντρες που Καθώς ό κακοποιός αρχίζει στέκονται χωμένοι στη σκιά νά παραμερίζη τά κιβώτια, τό μερικών δέντρων σέ μικρή άπόσώμα του Μόργκαν αρχίζει νά στασι ^ από τό καραβάνι, ανα­ τρέμη σπασμωδικά κάτω από σκιρτούν μόλις βλέπουν την την κουβέρτα. "Ενα παράξενο λάμπα νά κουνιέται. τρεμουλιαστό βγαίνει από τό ;— Νά τό σινιάλο, λέει ένας στόμα του. που φαίνεται νά κάνη κουμάντο 'Ο κακοποιός αποφασίζει γορ στην παρέα. "Οπως μας είπε, ό­ γά μέσα στά σκοτεινά. Καλύτε­ ταν μάς κάνει αυτό τό σινιάλο, ρα νά τόν άχρηστέψη παρά νά σηίμαίνει ότι μπορούμε νά κάνου διακινδυνεύση μιά καινούργια φα με την άπόπειρά μας. Θά πάμε σαρία. Πλησιάζει τό κρεβάτι ση καί οί τέσσερις τούτη τη φορά. κώνει τό πιστόλι του καί τό κα­ Δεν πρέπει ν’ άποτύχουμε κι3 α­ τεβάζει μέ δύναμι στο μέρος πόψε, Πάμε. που ξεχωρίζει τό κεφάλι τού Μόρ "Οσο πιο αθόρυβα μπορούν γκαν. καί σκυφτά - σκυφτά προχωρούν πρός τά σταμοττημένα αμάξια. "Ενα διαπεραστικό ουρλιαχτό Ή λάμπα που τους έκανε τό σι­ πόνου άκούγεται καί την άλλη νιάλο έχει σβήσει τώρα καί τά στιγμή, ό υποτιθέμενος σοβαρά πάντα είναι βυθισμένα στο σκο­ τραυματισμένος οδηγός, πετάγε τάδι.^ ται πάνω σάν αγριόγατα. Μόλις φτάνουν κοντά στο άμά — 3Εσύ μέ χτύπησες, παλιόξι μέ τά τρόφιμα τραβούν τά πι μουτρο; ρωτάει μιά γνώριμη φω στόλια τους. νή. Λέγε γρήγορα προτού σέ κά λ— Ρόντ, λέει ό επί κεφαλής νω τού αλατιού καί δέν μπορείς τής παρέας, εσύ θά πηδήσης μέ νά μιλήσης! σα ν’ άρπάξης τό κιβώτιο μέ 'Ο κακοποιός μένει έμβρόντά λεφτά. Εμείς οί τρεις θά τητος μπροστά σ’ αυτή τήν τε­ σταθούμε έξω καί θά είμαστε έ­ λείως απροσδόκητη έξέλιξι πού τοιμοι άν γίνη καμμιά φασαρία. παίρνουν τά πράγματα. Διαπι­ Πρόσεξε τον οδηγό. Μπορεί νά στώνοντας όμως τόν κίνδυνο πού έχη συνέρθει τώρα καί, μόλις σέ διατρέχει, ρίχνεται^ πάνω στον άντιληφτή, βάλη τις φωνές. Κο­ φίλο τοΰ Κάου Μπόϋ Φάντασμα

0


ΦΑΝΤΑΣΜΑ Ύΐά νά τον βγάλη έκτος μάχης. Μά δεν ξέρει ότι έχει νά κάνη μ" ένα εξαγριωμένο ταύρο και πολύ σύντομα άρχίζει μια άγρια συμπλοκή μέσα στο αμάξι μά τά τρόφιμα. ΟΙ τρεις κακοποιοί πού είναι απέξω, αχούνε τό ουρλιαχτό, ά­ κου νε και τούς θορύβους πού α­ κολουθούν και καταλαβαίνουν ό­ τι κάτι άσχημο γίνεται μέσα στο αμάξι. Με τά πιστόλια στά χέρια κάνουν νά κινηθούν, αλλά δέν προλαβαίνουν. — Ακίνητοι καί ψηλά τά χέ­ ρια!, προστάζει μιά φωνή πίσω τους. Οί κακοποιοί κοκκαλώνουν στή θέσι τους, μή μπορώντας νά καταλάβουν τί έχει συμβή. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα μέ τήν Άννυ βγαίνουν κάτω από τό ε­ πόμενο αμάξι καί πάνε κοντά τους. — Πιαστήκατε στή φάκα, κα θάρματα, λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Πρώτα ό φίλος σας καί μετά εσείς. Είχα βάλει τον φίλο μου στή θέσι τού οδηγού καί ό­ ταν άποπει ράθηκε νά τον χτυπή ση, ακούσατε τί έγινε... "Έπρε­ πε νά βάλετε μυαλό ύστερα από τόσες αποτυχίες. Πετάξτε τά πι­ στόλια σας τώρα! —«Καλύτερα νά πετάξης εσύ τό πιστόλι σου, Τζώννυ Ντέλμοντσ, λέει μιά άγρια φωνή πί­ σω τους. Κι’ εσύ μίς! Γρήγορα γιατί δέν θά διστάσω νά σάς τι νάξω τά μυαλά στον αέρα. Αρ­ κετά έμπόδια μοΰ φέρατε! 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα πα γώνει στή θέσι του. "Έχει ανα­ γνωρίσει τήν φωνή. "Έχουν έπιβεβαιωθή οι υποψίες του, άλλα ταυτόχρονα καταλαβαίνει ότι τά πράγματα είναι άσχημα. "Έ­ πρεπε νά λογαριάση τήν έπέμβα σι τού ενόχου. "Αφήνει τό πι­ στόλι του νά πέση. Τό "ίδιο κά­ νει κι" ή "Άννυ μέ τήν καραμπί-

15 να της... Μά τά πράγματα δέν είναι τόσο άσχημα όσο πιστεύει. 'Ο Μπόμπυ έχει ρημάξει τον αντίπαλό. του στο ξύλο, μέσα στο αμάξι. — Νά καί τούτη... νά καί τήν άλλη !, τού λέει λαχανιασμένα μέ κάθε γροθιά. Πού δέν σέ χτύ π-ησα καθόλου... στο στομάχι; Νά πάρε άλλες δύο! 'Ο κακοποιός σωριάζεται χά μω σάν ξεφουσκωμένο άσκί. 'Ο Μπόμπυ στέκεται γιά μιά στι­ γμή λαχανιασμένος καί μετά πη γαίνει στήν άκρη τού αμαξιού καί κυττάζει έξω. Βλέπει τον Τζώννυ καί τήν "Άννυ καθηλωμέ νους άπό τούς κακοποιούς καί γίνεται μπαρούτι. Βγάζοντας τό «πολεμικό» του ουρλιαχτό δίνει ένα πήδημα καί κάνοντας ένα «βόλ πλανέ» προσ γειώνεται πάνω στον οπλοφόρο πού είναι πίσω οστό τον Τζώννυ καί τήν άδερφή του. Ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα κινείται μέ γρη γοράδα. "Εκμεταλλεύεται τήν εκπληξι πού δημιουργεί ή... ενα­ έρια έπέμβασις τού φίλου του, σκύβει γοργά κι" αρπάζει τό πι στόλι του άπό χάμω. Πυροβολεί τήν στιγμή πού ένας άπό τούς κακοποιούς μπροστά του, σηκώνη τό πιστόλι του νά τού ρίξη. Οί κακοποιοί μένουν δύο. Τά έξάσφαιρά τους φτύνουν φωτιά καί μολύβι, άλλα προτού γίνει αυτό, ό Τζώννυ δίνει μιά σπρω­ ξιά στήν "Άννυ, προς τή μιά με­ ριά, κι" αυτός πηδάει προς τήν άλλη. Οί σφαίρες τών κακοποι­ ών, δέν βρίσκουν στόχο. Οί σφαίρες, ^ όμως, τού θρυλικού Κάου Μπόϋ Φάντασμα βρίσκουν. Πρώτα ό ένας καί μετά ό άλλος, οί κακοποιοί πετοΰν τά πιστό­ λια τους καί πιάνουν τούς πλη­ γωμένους ώμους τους, ουρλιά­ ζοντας πονεμένα. "Οταν ό Τζώννυ διαπιστώνει ότι είναι τελείως ακίνδυνοι, τρε


Ό Κάου - Μπόβ χει νά βοηθήση τήν "Άννυ. Μό­ λις διαπιστώνει δτι καμμιά από τις σφαίρες δέν την έχει αγγί­ ξει, γυρίζει στο φίλο του. 'Ο Μπόμπυ κάνει τη δουλειά πού του αρέσει περισσότερο... όταν έχει γίνει έξαλλος. Δέρνει μέ μανία τον άνθρωπο που απο­ πειραθηκε νά έξουδετερώση τον Τζώννυ και την αδερφή του. Μά αυτός δεν είναι σάν τον κακοποιό πού νίκησε στο άμοιξι. "Οταν^ βλέπη δτι ^ δέ μπορεί νά τά βγάλη πέρα μέ τά χέρια, μ5 αυτόν τον ταύρο, τραβάει ένα μαχαίρι και τό τινάζει προς την κοιλιά του ανύποπτου Μπόμπυ. Ή κίνησι είναι . τόσο γρήγορή πού δέ χωράει αμφιβολία δτι ό φίλο ο του Τζώννυ είναι χαμέ­ νος. 'Η αδερφή του στριγγλίζει μέ φρίκη. Μ’ ένα πήδημα πού Θά τ© ζή­ λευε καί τό πιο γρήγορο ζαρκά­ δι, ό Τζώννυ Ντέλμοντ πετάγε­ ται από τή θέσι του καί βρίσκε ται δίπλα ^ στους συμπελοκμέ­ νους. Τό χέρι του τινάζεται μέ καταπληκτική ακρίβεια καί τά δάχτυλά τρυ σφίγγονται σάν μέγγενη γύρω από τον καρπό του ώπλισμένου χεριού, σταμα­ τώντας τό μαχαίρι μόλις δύο ε­ κατοστά από την κοιλιά του φί­ λου του. Ντέλμοντ στρίβει τό χέρι μέ βύναμι καί ό κάτοχός του βγάζει σπαραχτική κραυγή καί πέφτει στα γόνατα βογγώντας άπό πόνο. Ό Τζώννυ εξακολου­ θεί νά τον κρατάη, άσυγκίνητος. ιΟ Μπόμπυ, έχει διαπιστώ­ σει άπό τί κίνδυνο τον έσωσε ό φίλος του καί, παρά τήν έξαλΑωσύνη του, έχει μουδιάσει. "Ο πως έχουν μουδιάσει καί ο! έν­ τρομοι οίποικοΓ πού γιά μια άκόμα φορά πετάχτηκαν όπτ© τά κρεβάτια τους, άναψαν λάμπες κι3 έτρεξαν νά δουν τί συμβαί­ νει, Κι* ό λόγος §1ναι δτι ό άν­

θρωπος πού κρατάει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα γονατιστόν μπροστά μου,^ είναι ό Ντέηβις, ό άρχηγός τού καραβανιού. — Μή σάς κάνη έκπληξι, λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. ιΟ Ντέη­ βις ήταν © συνένοχος των κακο­ ποιών. Σχε.δίαζε νά κλέψη τά χρήματα καί νά σάς έγκαταλείψη. Μόλις είδε δτι ή τελευταία τους άπόπειρα είχε άποτύχει κΓ δτι είχα βάλει στο χέρι τούς κακοποιούς, κατάλαβε ©τι θά μάθαινα Οπωσδήποτε τήν ταυτό­ τητά του καί αποφάσισε νά τά παίξη δλα για δλα. Μά καί πά­ λι άπέτυχε... Πάντως, έπρεπε νά τό καταλάβω άπό τήν πρώτη στιγμή, δτι ήταν αυτός ένοχος. "Έβαλε τούς κακοποιούς νά σκο­ τώσουν τον Ντίκ, ώστε νά άναλάβη αυτός τήν όδήγησι τού κα­ ραβανιού καί νά μπορή νά διανυκτερεύη δπου ήθελε γιά νά βοηθήση τούς συνεργάτες του νά κλέψουν τά λεφτά. Μετά, έπρε­ πε νά υποψιαστώ, δταν με παρεκάλεσε νά μήν^ πώ στους άποίκους, δτι ^υπήρχε κάποιος προδότης· ανάμεσα τους. Φοβό­ ταν μήπως, άνήσυχοι αυτοί, ζη­ τούσαν ό καθένας τά λεφτά του νά τά φυλάξη μόνος του, όπότε τό σχέδιό του πήγαινε πεοίπατο. Γυρίζει στον γιατρό Πήρσον, πού παρακολουθεί τή συζήτηστ έκπληκτος. ^— Γιατρέ, οφείλω νά σοΰ ζη­ τήσω συγγνώμη,^ τού λέει. Χτες τό βράδυ πού σε συνάντησα λί­ γο προτού κάνουν τήν απόπειρα τους οί κακοποιοί, σέ υποψιά­ στηκα. "Οπως σέ υποψιάστηκα καί σήμερα πού βγήκες γιά' βό­ τανα. Επειδή είχα χαρακτηρί­ σει τον Ντέηβις σάν τύπο έγωϊστικό, δέν πήγε ό^ νους ^μου σ3 αυτόν. Πήγε σέ σένα. Πώς ήθε­ λες νά ξέρω, δτι πήγες πραγμα­ τικά γιά βότανο^


ΦΑΝΤΑΣΜΑ ' 'Ο γιατρός κυττάζει γύρω του αμήχανα καί δεν λέει τίποτα. Οι άποικοι συνέρχονται από την έκπληξί τους καί ζητούν νά λυν­ τσάρουν τον προδότη, μά τους έμποδίζει ό Κάου Μπόυ Φάντα­ σμα. Ή τιμωρία των ενόχων, εί­ ναι έργο της δικαιοσύνης. Λέει στον γιατρό νά περιποιηθη τους τραυματισμένους κακο­ ποιούς καί ό ίδιος δένει χειρο­ πόδαρα τον Ντέηβις. Στην πρώ­ τη πόλι που θά βρεθη μπροστά τους, θά παραδώσουν τους κακο-

Τό καραβάνι συνεχίζει την πο­ ρεία του μέσα στις απέραντες έρημες εκτάσεις του Τέξας μέ προορισμό την Καλιφόρνια, ο­ πού οι άποικοι θά στήσουν τό καινούργιο σπιτικό τους. 'Ο Ντέηβις καί η παρέα του έχουν παραδοθη στο φρούριο Γουώρθ, που έτυχε νά βρίσκεται πιο κον­ τά στην πορεία του καραβανιού. 'Ο Κάου Μπόυ Φάντασμα έξακολουθεΐ νά είναι οδηγός, μολο­ νότι ό Ντΐκ Μόργκαν έχει γίνει άρκετά καλά καί μπορεί νά κυκλοφορη. Ό Μπόμπυ, πού έχει γνωρι» στη μέ όλους τούς άποίκους, έ­ χει αρχίσει νά διασκεδάζη μέ την περιπέτεια αυτή. Τό σπου­ δαιότερο είναι δτι· έχει ξεθαρρέ­ ψει, γιά κάποιο λόγο, καί μιά

μέρα ζητάει από τον Τζώννυ νά τον πάρη μαζί του στο κυνήγι. 'Ο φίλος του δέν τού χαλάει τό χατηρι. Τά δυο παιδιά αφήνουν την ’ Αννυ νά προσέχη τό καρα­ βάνι καί ξεκινούν γιά τό δάσος. Μά δέν βρίσκουν πουθενά ού­ τε ένα ζώο καί αρχίζουν νά ορ­ γώνουν κυριολεκτικά την .περιο­ χή- 'Ο Κάου Μπόυ Φάντασμα, δέν μπορεί να δώση έξηγησι σ’ αυτό τό φαινόμενο. Ένώ ό Μπόμπυ την έχει έτοιμη την δίκη τουί. — 3Έ, βέβαια, πώς νά μη φύγουν δλα τά ζώα από τό δάσος; λέει μέ ύφος. "Αφού βγήκα έγώ γιά κυνήγι. "Ήξεραν ότι θά πά­ γωναν από τον φόβο τους μόλις θά μ’ έβλεπαν καί προτίμησαν τη... Φυγή. -— Καί, βέβαια, 6ά πάγωναν τού λέει ό Τζώννυ πειραχτικά. "Οπως θά πάγωνες κι* έσυ, ό­ ταν άντίκρυζες ένα τρομερό θέα­ μα. — Έγώ νά παγώσω; κάνει ό Μπόμπυ περιφρονητικά. Δέν εί­ μαστε καλά μοΰ φαίνεται. Ύ­ παρχε^ πιο ψύχραιμος άνθρωπος άπό μένα; ’Έ, λοιπόν, όχι! Καί θά σού το αποδείξω. Κάποτε, πού βρισκόμουν ^ στο Χέραλντ Κρηκ καί κυνηγούσα την συμμο­ ρία του Πέρκινς, οί συμμορίτες κρέμασαν .τον σερίφη στην πλα­ τεία της πόλης, γιά νά μέ φο­ βίσουν. 7Ηταν τόσο τρομερό τό θέαμα, που κανείς δέν τολμού­ σε νά κυττάξη τον κρεμασμένο. Έγώ, όμως, πού ήθελα νά κάνω όρκο στον νεκρό σερίφη, δτι θά έπαιρνα τό αΐμα του πίσω, πή­ γα καί στάθηκα μπροστά στον κρεμασμένο δίχως ν* άνοιγοκλείσω τά μάτια μου καί.... καί..... Ή φωνή του Μπόμπυ πνίγεται ξαφνικά μέσα στο λαρύγγι του καί γίνεται ρόγχος. Τό σώμα του αρχίζει νά συσπάται σπα­ σμωδικά πάνω στη σέλλα τ©θ


18

Ό Κάου — Μπόϋ

αλόγου του. Τό χρώμα φεύγει οπτό τό πρόσωπό του. Τά μάτια του γουρλώνουν μέ τρόμο και στηλώνονται κάπου σαν μαγνη­ τισμένα. Τό χέρι του σηκώνεται αργά και δείχνει. 'Ο Κάου Μττόϋ Φάντασμα α­ νήσυχος ότι κάτι έχει συμβή, τραβάει τό έξάσφαιρό του μέ καταπληκτική γρηγοράδα και

στριφογυρίζει πάνω στη σέλλα του, έτοιμος νά ρίξη. Μά δεν τούς απειλεί κανένας κίνδυνος. Εκείνος πού προκάλεσε τον τρόμο του... ψύχραιμου Μπό'μπυ, είναι ένα ανθρώπινο σώμα, πού κρέμεται από τό κλα­ ρί ενός δέντρου...

Ε®3112=3 Γ3Π ΖΕΕ Θ3Π ΕΏ Ε53 Η23 ΕΗΠ Ι3ΕΠ ΕΒ9 Ε3 Β9Β ΉΖ2 |£3 ΒΕΒ Κ33 ΕΕΒ 053 ΕΒΒ ΒΕ® ΕΖΗ3 ΕΗΠ Β2Ε 3ΕΠ ΕΜ ΕΓΏ

■!

ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ

«ΒΡ2 Πϋ3 ΗΕΞ Ε=3 Π®

Είναι άνώτερο από κάθε προηγούμενο

ΙΒ® Ε2Ε3 ΕΚ3 ΕΠΠ ΠΠί

'

|

«ΚΑΟΥ ~ ΜΠΟΎ” ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) Τεύχος 8 - Τιμή 1,50 δραχ. Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Αέκκα 22 Άθήναι (125)



Οί "Ασσοι του Ποδοσφαίρου

Τ. ΠΕΤΡ1ΔΗΣ


ΊΛνΊφοφορεΐ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ



Μακά β,ρ ια προει'δοπο ηιαι Γ|1 Ο ΠΤΩΜΑ πού κρέμεται α_8_ πό το δέντρο ανήκει σ’ έ­ ναν μεσηλικα, μέ έργατικά ρού­ χα. Τά χέρια του είναι δεμένα πισθάγκωνα, μέ σκοινί. Ιό ϊδιο και τά πόδια του, γύρω α­ πό τούς αστραγάλους. Τό θέαμα είναι φριχτό. Α­ κόμα καί ό Τζώννυ Ντέλμοντ, ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα νοιώθει άσχημα. "Οσο για τον Μπόμπυ, έχει μεταβληθή σ’ ένα κέρινο ομοίωμα τού εαυτού του

πάνω στη σέλλα τοΰ αλόγου του. — Πά... πάμε να φύγουμε, Τζώννυ, τραυλίζει. Δέν..· £έν αν­ τέχω. 'Ο Τζώννυ χαμογελάει βλοσυ­ ρά γιά τον φόβο τού... «ψύχραι­ μου» φίλου του καί, σπτρουνίζοντας τό άλογό του, πλησιάζει τον κρεμασμένο. "Εχει προσέξει ότι στο στήθος του είναι καρφι­ τσωμένο ένα κομμάτι χαρτί. ' Απλώνει τό χέρι του καί τό πιάνει. Διαβάζει τις λιγοστές αράδες πού είναι γραμμένες πά­ νω του καί τά σαγόνια του σφίγ­ γονται· Είναι μέ κεφαλαία γράμ


4 ματα> πρόχειρα γραμμένα και λένε: «ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΕΡ­ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΕΡΓΕΙΟΥ: ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΕΙ ΘΑ ΕΧΗ ΤΗΝ ΤΥΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚ ΤΖΕΝΤΡΥ». Μέ σμιγμένα φρύδια οπτό α­ πορία, ό Τζώννυ κυττάζει πρώ­ τα το πτώμα, μετά το σημείωμα πάλι και μετά γύρω του. Δεν βλέπει, όμως, πουθενά κανένα συνεργείο. Κάνει νόημα στον Μπόμπυ να τον άκολουθήση και προχι&ρεΐ προς την ανατολική πλευρά τοΰ δάσους. 'Ο Μπόμπυ δεν είναι σέ 'θέσι νά κουνηθή, ο^τε γιά νά σπηρουνίση τό άλογό του. "Ο­ ταν, δμως, ο φίλος του απομα­ κρύνεται και τον αφήνει μόνο του ·μέ τον κρεμασμένο, τά πρά­ γματα αλλάζουν. Βγάζει μιά σπαροιχτική κραυγή και άρχίζει •νά τρέμη σύγκορμος. — Κ ου...κουνήσου άτιμο! φω­ νάζει στο ξαφνιασμένο άλογό του. Θέλεις νά βρυκολακιάση ό λεγάμενος και νά έχουμε καμμιά καινούργια λαχτάρα; Τί ή­ θελα και μίλαγα γιά κρεμασμέ­ νους, που νά μοΰ κοπή ή γλώσ­ σα; Τό άλογο τρέχει καί προλα­ βαίνει τον Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα- 'Ο Τζώννυ προχωράει έχον­ τας στημένα τ5 αυτιά του καί πιο κάτω ή διαπεραστική του α­ κοή συλλαμβάνει μεταλλικούς κρότους καί γενική φασαρία. Προχωρούν λίγο ακόμα καί, ξα­ φνικά, τά δέντρα τελειώνουν. Τό έδαφος κατηφορίζει ελαφρά καί πέφτει μέσα σ’ έναν χείμαρρο, ττού κυλάει τά ορμητικά νερά του προς τά νότια. Στήν άλλη όχθη αυτού του χειμάρρου, υπάρχουν άνθρωποι. Είναι ένα μεγάλο συνεργείο τής εταιρείας σιδηροδρόμων καί το­ ποθετεί πέτρες καί δοκάρια*

*6 Κάου - Μπόίΐ στρώνοντας τον δρόμο γιά τήν έπέκτασι τής σιδηροδρομικής γραμμής. Δουλεύουν με πυρετό, άλλοι μέ κασμάδες, άλλοι μέ λοστούς καί άλλοι κουβαλώντας πέτρες καί τετραγωνισμένα δοκάρια. "Ενας μεγαλόσωμος άντρας πη­ γαινοέρχεται άνάμεσά τους καί κάθε τόσο βάζει φωνή στούς ερ­ γάτες νά βιαστούν. Θά^ πρέπει νά είναι ό επιστάτης τού συνερ­ γείου. Παραξενεμένος, ό Τζώννυ Ντελ μοντ ξανακυττάζει τό σημείωμά πού έχει στο χέρι του, Ή απο­ ρία του είναι μεγάλη. Τί πρέπει νά πληρώσουν οι εργάτες τού συνεργείου γιά νά μήν έχουν τήν τύχη τού Τζέντρυ; Καί σέ ποιόν; 'Ο πειρασμός νά μάθη όλη τήν αλήθεια καί νά προσφέρη τήν βοήθειά του σέ ανθρώπους πού πι­ θανόν νά τήν έχουν ανάγκη, εί­ ναι μεγάλος. Βέβαια, υπάρχει τό καραβάνι πού συνοδεύουν τά τρία παιδιά, αλλά δεν είναι τό­ σο απαραίτητος έκεί πλέον- 'Ο Ντίκ Μόργκαν έχει γίνει καλά τώρα καί μπορεί νά άναλάβη ξα­ νά τά καθήκοντά του (*). "Οσο γιά τό κυνήγι, μπορούν νά τό φροντίσουν μόνοι τους οι άποιϋ€®|0 Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ό Τζώννυ γυρίζει στον φίλο του. — Μπόμπυ, τοΰ λέει, θά τρέξω μιά στιγμή στο καραβάνι, νά τούς πω, ότι πρέπει νά συνεχίσουν μόνοι τους καί νά πάρω τήν ’Άννυ. "Αν θές... — Κθ(ί θά μ’ άφήσης μόνο μου μέ τόγ κρεμασμένο; ουρλιά­ ζει έντρομος ό Μπόμπυ. Τζών­ νυ, δέν έχεις καρδιά; — Μπόμπυ, μήν ξεχνάς τον κρεμασμένο σερίφη!, τού λέει εϊ° (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος, τό 8: «Παγίδα γιά τ@ν ένοχο».


4-ΑνΙτΑΣΜΑ ρωνικά ό φίλος του. "Ησουν 6 μόνος πού μπόρεσες καί τον κύτ ταξες. "Ολοι οϊ άλλοι είχαν τρομακρατηθή. — Δέν τον ξεχνάω, μωρέ, Τζώννυ, λέει ό Μπόμπυ παίρ­ νοντας «διπλωματικό» ΰφος. "Ε­ τσι έγιναν τά πράγματα, αλλά ·... δέν γίνεται νά έρθω μαζί σου; — Γίνεται, αλλά θά φανής πιο χρήσιμος, άν μείνης εδώ. ΚΓ αν φοβάσαι τόσο πολύ, πή­ γαινε κοντά στο συνεργεί# καί προσπάθησε νά «ψαρέψης» τους εργάτες. Μάθε τί συμβαίνει έδώ πέρα. Γιατί κρέμασαν τον Τζέντρυ και ποιος; Ούτε αυτή ή ιδέα άρεσε στον Μπόμπυ, μά τί μπορεί νά πή; Πάντως, άπό τά δυό, προτιμάει νά πάη στο συνεργείο. Προτιμά­ ει την παρέα τών^ ζωντανών, κΓ ©χι την παρέα του κρεμασμένου. Οί δύο ^ φίλοι χωρίζουν. 40 Κάου Μπόϋ Φάντασμα γυρίζει καί καλπάζει προς το καραβά­ νι. θέλει νά έλευθερωθή άπό μιά υποχρεωσι και νά^δεσμευτή σέ μιαν άλλη. 4Ο Μπόμπυ τραβάει για τό συνεργείο, μέ^ μισή^ καρ­ διά, ^γιά νά προσπαθήση νά μά@η τίποτα διαφωτιστικό γιά τον κρεμασμένο.

Ό Μπόμπυ θριαιμιβεόει I ΣΚΛΗΡΟΤΡΑΧΗΛΟΙ, έργα τες του συνεργείου ρίχνουν λοξές ματιές στον νεαρ® κάου

μπόυ, που πλησιάζει, καλπάζον­ τας, τό συνεργείο, κυττάζοντας φοβισμένος γύρω του. Διερωτών ται τί γυρεύει καί τί νέα φέρνει. Μά ό Μπόμπυ δέν φέρνει νέα· Αντίθετα, γυρεύει νέα. Ξεπεζεύ­ ει σέ μιαν άκρη καί, προσπαθών­ τας νά πάρη τό πιο άδιάφορ© ύφος τού κόσμου, χώνει τά χέ­ ρια στΐς^ τσέπες κΓ αρχίζει νά σουλατσάρη δεξιά καί άριστερά. Οί έργάτες τον κυττάζουν παραξενεμένοι, αλλά ό Μπόμπυ δέν τούς δίνει σημασία. Ψάχνει άνάμεσά τους καί ξεχωρίζει έναν ερ­ γάτη, τον πιο μικρόσωμο, που είναι λιγωτερο τρομερός στην ®ψι, άπό τους άλλους συναδέλ­ φους του. Τον πλησιάζει θαρρε­ τά καί τού λέει μέ χαμηλωμένη φωνή: — Βρήκα έναν φίλο σας, τον Μάκ Τζέντρυ, κρεμασμένον έβώ πιο πέροι. Μπορείς νά ραί) πής ποιοι καί γιατί τον κρέμασα; *0 έργάτης ρίχνει μιά τρομα­ γμένη ματιά γύρω του. — Δέν... δέν ξέρω, τραυλίζει.. "Αφησε με ήσυχο! Παραξενεμένος ό Μπόμπυ,^ άλ­ λα καί ικανοποιημένος ταυτοχρο να, γιατί δέν είναι ό μόνος πού φοβάται, άοήνει τον μικράσωμ® έργάτη καί πλησιάζει Ιναν άλλ® που έχει περίπου τίς Ιδιες. % δι~ αστάαεις. Μέ χαμηλωμένη τη Φωνή, πάντα, του επαναλαμβάνει τήν έρώτησι, προσθέτοντας: ,— Βρήκα κι’ ένα σημείωμα έπάνω του. Λέει, πώς άν δέν πλη ρώσετε θά πάθετε όλοι τά "δια. Τί σημαίνει αυτή ή πρ@ε駩π®ί» ησι;

Τούτος ό ^ εργάτες

φαίνεται

πιο θαρραλέος άπ© τον προη­ γούμενο. Αφού ρίχνει μιά ματιά γύρω^του καί ^βλέπει δτι δέν τούς προσέχει κανένας, άπαντάει γρτ| τορα - γρήγορα:

—- θά σου πώ γι©τ?ί


6 μασαν. Δέν πλήρωσε φόρο. Πλη­ ρώνουμε όλοι μας τό ένα τέταρ­ το του μισθού μας, γιά νά έχου­ με τό δικαίωμα νά δουλεύουμε. — Και ποιος τά παίρνει φυ­ τά τά λεφτά; ρωτάει. — Λεν... δέν ξέρω, άπαντάει φανερά φοβισμένος τώρα ό έρ γάτης. — ’Άσε τά ψέματα, φίλε, λέ­ ει ό Μπόμπυ ξεθαρρεύοντας· Ξέ­ ρεις πολύ καλά σέ ποιόν πληρώ­ νεις. Γιατί δέν τό λές και σέ μέ­ να; Θά τον κάνω αυτόν τον άλητήριο νά σιχαίνεσαι νά τον κυττάξης. Δέν έχει προλάβει νά τελείω­ ση τή φράσι του, όταν άκούγεται μιά βροντερή φωνή: -— 5Έ, συ, έκεΐ πέρα! Ό Μπόμπυ τινάζεται στον α­ έρα σάν έλατήριο από τον φόβο του καί, όταν προσγειώνεται, αρχίζει νά τρέμη πατόκορφα, πογοητεύοντας τον εργάτη, πού τον άικουσε πρό ολίγου νά καυ­ χιέται. Προσπαθώντας νά σταματήση τό κροτάλισμα των δοντιών του, γυρίζει και βλέπει τον μεγαλό­ σωμο επιστάτη νά προχωράη προς τό μέρος του μέ απειλητι­ κά βήματα και μιά θυμωμένη έκφρασι στο πρόσωπό του: — }'Ε, μικρέ!, μουγγρίζει. Γιατί καθυστερείς τούς εργάτες; — Αέν... δέν τούς καθυστερώ, ψελλίζει 6 Μπόμπυ. Δυο... δυο κουβέντες πήγα νά του πώ. — Ούτε μία!, γρυλλίζει ό ε­ πιστάτης καί σταματώντας κον­ τά κολλάει τό πρόσωπό του στο πρόσωπο του Μπόμπυ· Δυο κου­ βέντες έ·σύ, δυο κουβέντες ό άλ­ λος δέν πρόκειται νά τελειώση ποτέ ή δουλειά... Αίνε του τώ­ ρα! , 'Ο Μπόμπυ θέλει νά φύγη, τρέχοντας μάλιστα, άλλα ή τρο­ μάρα πού τού προκαλεΐ τό αγρι­ ωπό σουλούπι τοΰ επιστάτη, του

Ό Κάου — Μπόϋ έχει κόψει τά πόδια.^ — "Ακόυσες τί σοϋ είπα; ούρ λιάζει ό έπιστάτης. ιΗ δυνατή φωνή του φέρνει τό αντίθετο αποτέλεσμα απ’ ό,τι περιμένει. Αντί νά κάνη^ τον Μπόμπυ νά τό βάλη στα πόδια, τον καθηλώνει^ στή θέσι του, α­ κόμα περισσότερο. Νευριασμέ­ νος ό έπιστάτης, σηκώνει τό χέ­ ρι του καί τού δίνει ένα δυνατό χαστούκι, μουγκρίζοντας — Παλιόπαιδο, θά σοΰ δεί­ ξω έγώ νά είσαι αυθάδης! Τό χαστούκι του κάνει τον Μπόμπυ νά άπογειωθή κυριολε­ κτικά καί νά προσγειωθή μέ γδούπο στο χώμα. Τό κεφάλι του χτυπάει στήν άκρη ένός από τά δοκάρια πού είναι σκορπισμένα ολόγυρα. "Ενα πονεμένο βογγητό βγαίνει από τό στόμα του καί τό έπόμενο δευτερόλεπτο δίνει μιά καί πετάγεται όρθιος —■ άλλος άνθρωπος τώρα! Τό πρόσωπό του είναι κόκκινο^ καί αγριεμένο τώρα καί τό σώμα του δέν τρέμει πιά. Σφίγ­ γει τις γροθιές του καί, βγάζον­ τας τό «πολεμικό» του ουρλια­ χτό,^ όρμάει καταπάνω στον με­ γαλόσωμο επιστάτη· ΟΙ εργάτες σαστίζουν. Τούς φαίνεται άπίστευτο τό ότι ένα παιδί, αμούστακο, άποφάσισε νά τά βάλη μέ τον Ντάν Λουμις, τον χειροδύναμο έπιστάτη τους, που έχει φήμη, ότι σκότω­ σε μιαν αρκούδα μέ γυμνά τά ^έοια. Δέν ξέρουν τό μυστικό τοΰ Μπόμπυ, πώς όταν δέχεται δηλαδή ένα χτύπημα στο κεφά­ λι, γίνεται ακατανίκητος καί δέν διστάζει νά τά βάλη μέ δέκα μαζί. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, αρχίζει ένας τρομερός καυ νάς. Ό Μπόμπυ χτυπάει τον Λούμις μέ τό κεφάλι στήν κοι­ λιά καί τον γκρεμίζει κάτω. Ό μεγαλόσωμος έπιστάτης σηκώ­


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

7

λόκληρο τον καυγά καί ήσαν έ­ τοιμοι νά έπέμβουν, μολονότι Ο­ τι ύστερα από τό χτύπημα στό κεφάλι τού Μπόμπυ, ήταν σί­ γουροι γιά τον νικητή. "Ωσπου νά φτάση κοντά τους ό Μπόμπυ έχει ημερέψει καί, ό­ πως τού συμβαίνει πάντοτε, δέν θυμάται τίποτα απ’ δ,τι έχει συμβή Νστήν έξαλλωσύνη του. Λέει ό,τι έχει μάθει γιά τον κρε μασμένο έργάτη καί προσθέτει: — Πάντως, είναι όλοι τους πολύ φοβισμένοι, Τζώννυ. Ό άνθρωπος πού τούς παίρνει τά λεφτά, τούς έχει τρομάξει. — "Εχω τη γνώμη ότι ό άν­ θρωπος αυτός είναι ό επιστάτης πετάγεται ή "Αννυ· Δέν είδες πώς φέρθηκε στον Μπόμπυ; — Πώς μού φέρθηκε; ρωτάει παραξενεμένος ό Μπόμπυ. — "Ε, νά δέν τον ακόυσες πού σοΰ φώναζε νά φύγης; λέει βιαστικά ή "Αννυ, προσπαθών­ τας νά καλύψη τό σφάλμα της. Τά παιδιά κρύβουν μέ προσο­ χή από τον Μπόμπυ αυτό πού τού συμβαίνει κάθε φορά πού χτυπά στό κεφάλι. 'Ο Μπόμπυ δέν καταλαβαίνει καί δέν έπιμένει. — "Ισως νά τούς έκβιάζη ό έπιστάτης, μουρμουρίζει σκε­ φτικά ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Μέ τις εικασίες, όμως, δέν γίνεται τίποτα. Πρέπει νά μάθουμε τήν αλήθεια. Τούτη τή φορά θά πάω εγώ στό συνεργείο. — Μά, Τζώννυ, καί σένα τό ίδιο θά σού φερθή. Δέν θά σέ άφήση νά μιλήσης μέ τούς έργάτες. Δήθεν γιά νά μήν καθυστέ­ ρησης τή δουλειά. — Δέν έχω σκοπό νά μιλήσω Ό παράνομος στούς^ εργάτες, λέει ό Τζώννυ. Θά σάς εξηγήσω τό σχέδιό μου· φόρος Πάμε πρώτα νά ξεκρεμάσουμε ΙΣΩ από τά πρώτα δένδρα τον Τζέντρυ προτού σαπίση. περιμένουν ό Τζώννυ Ντέλ"Ωσπου νά τελειώση τή φράμοντ καί ή "Αννυ. "Εχουν δή ο­σι του, ό Μπόμπυ έχει σπηρου»

νεται, μουγγρίζοντας σάν^ θη­ ρίο καί του ρίχνεται, άνεμίζοντας τις πελώριες γροθιές του. Τινάζει μια, άλλα δεν βρίσκει στόχο. 'Ο Μπόμπυ έχει σκύψει ξαφνικά, καί έξακοντίζει την δική του. Πετυχαίνει τον Αοΰμις στο σαγόνι καί τον ξαπλώ­ νει κάτω. 'Ο επιστάτης σηκώνε­ ται πάλι, κάνει άλλη έπίθεσι, αλλά ξαναβρίσκεται στο χώμα. Ή δουλειά αυτή συνετίζεται γιά τρία ολόκληρα λεπτά, οπό­ τε, στο τέλος δεν κρατά άλλο. Ό Μπόμπυ θέλει νά τον στήση μόνος του όρθιον καί νά συνέ­ χιση τό ξύλο, σύμφωνα μέ την συνήθειά του, αλλά δέν τον α­ φήνουν οί εργάτες. — Φύγε, γιατί άμα συνέρθη θά σέ σκοτώση μέ τό πιστόλι του, μικρέ!, του φωνάζουν. Ό Μπόμπυ δέν τά λογαριά­ ζει κάτι τέτοια, έτσι έξαλλος ό­ πως είναι. Θέλει νά μείνη. Οί εργάτες, φοβούμενοι μήπως χυθή αίμα, τον φορτώνουν σηκωτό στο άλογό του καί χτυπούν τό ζώο στά καπούλια μέ τά καπέλλα τους. Τό ζώο τρομάζει, περνάει καλπάζοντας τον ρηχό χείμαρρο καί βγαίνει στην άλ­ λη όχθη.

Π


Ό Κάου - Μπόϋ νίσει τό αλογό του καί έχει βρε θή έκατό μέτρα μακρυά, σκού­ ζοντας φοβισμένα. Τον προλα­ βαίνουν καί μέ χίλια ζόρια τον πείθουν νά γυρίση πίσω. Μέ χί­ λια ζόρια επίσης τον πείθουν νά τους βοηθήση. Σκάβουν έναν ρηχό λάκκο καί ρίχνουν μέσα τό πτώμα του εργάτη, άφοΰ πρώτα ό Τζώννυ του βγάζει τό παντε­ λόνι καί τό πουκάμισο. . Μια ώρα άργότερα, ένας μου­ στακοφόρος νεαρός πλησιάζει τό συνεργείο καβάλα στο άλο­ γό του. Φοράει παλιά έργατικά ρούχα καί είναι άοπλος. Οί έργάτες τον κυττάζουν δίχως πε­ ριέργεια. Καταλαβαίνουν ότι είναι ένας συνάδελφος πού ζη­ τάει δουλειά. Τον βλέπει ό Λουμις καί του φωνάζει: — "Αν θέλης δουλειά, ξεπέ­ ζεψε καί πιάσε κασμά, φίλε ! "Εχουμε ανάγκη από έργατικά χέρια, γιατί σέ δέκα μέρες πρέ­ πει νά παραδώσουμε έτοιμη την γραμμή. "Εχεις ξαναδουλέψει κασμά; — Εργάτης είμαι από τά δέ κα πέντε μου, απαντάει ό μου­ στακοφόρος νεαρός, πηδάει α­ πό τό άλογό του καί πλησιάζει τον επιστάτη. Κυττάζει γύρω του γιά νά δ ή άν τον παρακολουθή _κανείς καί λέει σιγανά: ^— =έρω δτι οί εργάτες πλη­ ρώνουν κάτι γιά νά κρατάνε τή δουλειά τους. Πόσα πρέπει νά σου δίνω από τούς μισθούς μου; Ό επιστάτης καμπουριάζει σαν γάτα καί γίνεται έξω φρενών· Δίνει μιά θυμωμένη σπρω­ ξιά καί γκρεμίζει τον Τζώννυ χάμω. — Λεν θέλω δεκάρα από τά λεφτά σου! ουρλιάζει. Κι5 άν τολμήσης νά δώσης σέ κανέναν άλλον, θά σέ άπολύσω τόσο γρή γορα πού θά χάσης τον μπούσουλα!

Σέ άλλη περίπτωσι ό Τζώννυ 6έν θά άφηνε έτσι τον επιστάτη. Μά δέν χάνει την ψυχραιμία του τώρα. "Εχει βάλει σ’ ένέργεια ένα σχέδιο καί γιά νά τό έκτελέση, πρέπει νά παραμείνη στο συνεργείο. Σηκώνεται από χά­ μω, πιάνει έναν κασμά καί πάει νά δουλέψη μέ τούς άλλους έργά τες. Κάνει την σκέψι δτι ό επι­ στάτης δέν μπορεί νά είναι ό εκβιαστής. "Αν είναι, τότε εί­ ναι καί θαυμάσιος ηθοποιός! "Ολη ή μέρα περνάει μέ σκλη ρή δουλειά.Τό βράδυ πού δλοι ησυχάζουν, ό Τζώννυ πετάγεται στο μέρος όπου έχουν κατασκη­ νώσει οί σύντροφοί του. "Εχουν ανάψει μιά μεγάλη φωτιά κι’ ό Μπόμπυ κάθεται σχεδόν... έπάνω της! — "Εχω ακούσει δτι οί βρυκόλακες καψαλίζονται στη φω­ τιά, λέει παίζοντας τά μάτια του ανήσυχα γύρω. "Αμα θέλει ό κυρ5 κρεμασμένος άς έρθη νά τά πούμε ένα χεράκι· Ο Τζώννυ τους εξηγεί οτι α­ κόμα δέν έχει συμβή τίποτα καί ξαναγυοίζει στο συνεργείο. Ή άλλη μέρα περνάει δίχως περι­ στατικό. Τά χέρια του θρυλικού Κάου Μπόϋ Φάντασμα βγάζουν κάλους από τό σκάψιμο, αλλά δέν διαμαρτύρεται. Μοναδική του επιθυμία είναι νά βάλη στο χέρι τούς εκβιαστές καί θά κά­ νη δλες τις θυσίες γιά νά τό κατο(φέρην Την τρίτη μέρα, ή καρδιά του σκιρτάει. "Εχει δή έναν άνθρω­ πο μέ άσχημη έμφάνισι καί δύο πιστόλια στη μέση, νά βγαίνη από κάτι θάμνους πιο πέρα καί νά πλησιάζη μέ προφύλαξι τό συνεργείο. Οί έργάτες παραμε­ ρίζουν φοβισμένοι στο διάβα του. Ο άγνωστος οπλοφόρος στα­ ματάει σέ μερικούς απ’ αυτούς καί μιλάει χαμηλόφωνα μαζί


ΦΑΝΤΑΣΜΑ τους. 'Ο Τζώννυ βλέπει κατά­ πληκτος τούς έργάτες νά βγά­ ζουν και νά του δίνουν λεφτά. Οι απορίες του αρχίζουν νά λύνωνται· Τό ντύσιμο τού άγνω­ στου δείχνει πώς δεν είναι έργά της, αλλά πιστολάς. Κατά τά φαινόμενα είναι ό εκβιαστής η ένας από τούς εκβιαστές και έ­ χει έρθει νά είσπραξη την πα­ ράνομη^ φορολογία πού έχει ε­ πί βληθή στούς έργάτες. ΗαΦνικά, από τούς θάμνους απ’ όπου βγήκε ό κακοποιός άκουγεται ένα διαπεραστικό σφύ­ ριγμα. 'Ο οπλοφόρος αρπάζει τά λεφτά από τό χέρι ένός ερ­ γάτη πού ετοιμάζεται νά τον πλήρωσή, καί τρέχοντας, χώνε­ ται μέσα ατούς ίδιους θάμνους καί απομακρύνεται. Παραξενεμένος ό Τζώννυ κυττάζει γύρω του καί βλέπει τον έπιστάτη Ντάν Αούμις νά πλησιάζη μέ τό συνηθισμένο άγ&ιο ύφος στο ποόσωπό του. — Δουλέψτε, παιδιά!, φωνά­ ζει. Πρέπει νά τελειώσουμε! 'Ο Τζώννυ καταλαβαίνει. Κά­ ποιος παραφύλαγε τό συνεργείο καί, μόλις είδε τον Αούμις νά έμφανίζεται, σφύριξε καί ειδο­ ποίησε τον οπλοφόρο νά φύγη. Πράγμα πού άποδεικνόει δτι ό Αούμις δεν έχει ιδέα γιά τό τί γίνεται καί, έπομένως, δεν μπο ρεΐ νά είναι ό εκβιαστής. Ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, μέ τό στήθος φουσκωμένο από θυ­ μό,, θέλει νά τρέξη μέσα στούς θάμνους καί νά προλάβη τούς κακοποιούς. Αλλά σκέφτεται φρόνιμα καί αποφασίζει νά πε­ ρί μένη- Έκτος τού οτι είναι ά­ οπλος, θέλει νά μάθη ποιά συμ μορία κάνει τον έκβιασμό καί νά πιάση δλους τούς κακοποιούς μαζεμένους. Φοβάται μόνο μή­ πως δέν τούς ξαναδή. Μά τούς ξαναβλέπει καί πολύ σύντομα μάλιστα.

§

"Από το3 χάρου τά δόντια ΗΝ ΑΑΑΗ μέρα, ό Ντάν 1 Αούμις αναθέτει στον Τζών­ νυ Ντέλμοντ νά προχωρήση μπροστά καί νά ίσοπεδώση ένα μικρό ύψωμα, πού τούς κόβει τό δρόμο. Τό ύψωμα αυτό είναι αρκετά μακρυά από τό συνερ­ γείο. 'Ο Τζώννυ αρχίζει τή δου­ λειά καί κάθε τόσο ρίχνει κλε­ φτές ματιές γύρω του. Δουλεύει πίσω από τό ύψωμα καί δέν τον βλέπουν οί άλλοι έργάτες. Δέν έχει προχωρήσει πολύ τό πρωϊνό, δταν ξαφνικά, βλέπει τον ίδιο οπλοφόρο, πού είδε χτές, νά βγαίνη άπό κάτι θά­ μνους καί νά τον πλησιάζη μ* ένα σπουδαίο ύφος στο πρόσω­ πό του. Κάνει πώς δέν καταλα­ βαίνει τίποτα καί συνεχίζει τή δουλειά του, προσπαθώντας νά υπολογίση πόσους συνενόχους έ­ χει μέσα στούς θάμνους ό οπλο­ φόρος. 'Ο τελευταίος πλησιάζει καί τον χτυπάει ελαφρά στον ώμο. — Είσαι καινούργιος στο συνεργείο, έτσι; ρωτάει. — Ναί, γιατί; λέει παγερά ό Τζώννυ· Θέλεις τίποτα; — Τ* δνομά σου, απαντάει ό οπλοφόρος. Θά τό προστέσω στην λίστα πού έχουμε κάνει καί θά έρχομαι κάθε έβδομός


10 δα νά ζητάω τό μερτικό μας α­ πό τον μισθό σου... Λέγε γρή­ γορα ! — Χάνεις άδικα τον καιρό σου, φίλε, λέει ό Τζώννυ Ντέλμσντ* Κάτι τέτοια δεν περνούν σέ μένα. Δέν πρόκειται νά σου δώσω δεκάρα. 'Ο οπλοφόρος σφίγγει τά σα­ γόνια του καί λέει βίαια: — Ό τελευταίος εργάτης πού τό είπε αυτό, είναι πεθαμέ­ νος τώρα. — Αν θές νά πάρης μερτικό από τά λεφτά μου, του απαν­ τάει θαρραλέα ό Κάου Μπόύ Φάντασμα, άρπαξε έναν κασμά καί βοήθησε με νά γκρεμίσω αυ­ τό τό ύψωμα. — Είσαι ζόρικος, έτσι; Τώ­ ρα 6ά σου δείξω εγώ! Φέρνει μέ γρηγοράδα τά δά­ χτυλά του στο στόμα του καί σφυρίζει. Οι θάμνοι κινούνται απότομα καί άλλοι τρεις οπλο­ φόροι πετάγονται έξω· Ό Τζών­ νυ δεν χάνει καιρό. Καταλαβαί­ νοντας ότι τά πράγματα είναι πολύ άσχημα, ρίχνεται στον πρώτο οπλοφόρο καί τον ξαπλώ­ νει κάτω μέ μιά γροθιά στον τράχηλο. Οι άλλοι ρίχνονται πάνω του, βλαστημώντας άγρια καί τό ε­ πόμενο δευτερόλεπτο αρχίζει μιά συμπλοκή, γεμάτη πείσμα. Μο­ λονότι έχει νά κάνη μέ τρεις ό Τζώννυ, αγωνίζεται σοιν λιοντά­ ρι. Οί γροθιές του δέν σταμα­ τούν στιγμή. Οί κακοποιοί κά­ νουν τή μιά έπίθεσι πάνω στην άλλη, αλλά διαπιστώνουν ότι ό θρυλικός κάου μπόϋ δέν βγαίνει εύκολα από τή μέση. Ξαφνικά, κάποιος καταφέρνει νά τον χτυπήση καταπρόσωπο. Μέ τό τράνταγμα τό ψεύτικο μουστάκι, πού έχει κολλημένο στο πάνω χείλος του ό Τζώννυ, ξεκολλάει. ΟΙ κακοποιοί σταμα τοΰν τόν καυγά καί μέ διεσταλ-

Ό Κάου - Μπόϋ μένα μάτια κυττάζουν τόν αντί­ παλό τους. -— Ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα!, λένε κι’ οί τρεις μέ μιά φωνή. Είναι σ’ όλους γνωστή ή θρυ­ λική μορφή του Φάρ Γουέστ. Γυρνώντας από πάλι σέ πόλι καί πηδώντας από συμμορία σέ συ μ μορία, οί κακοποιοί είχαν την ευκαιρία νά δουν από κοντά ή από μακρυά τόν Τζώννυ Ντέλμοντ. Τούς έχει δή κι’ ό Τζώννυ γιατί τά μούτρα τους τοΰ είναι γνωστά· Μά δέν τους φοβάται. Έικεΐνοι, γεμάτοι ανησυχία, κά­ νουν τήν σκέψι ότι πρέπει νά τόν βγάλουν από τή μέση. — Τά πιστόλια σας, παι­ διά!, φωνάζει ένας. Αφήστε τις γροθιές! Τρία χέρια τινάζονται σέ ι­ σάριθμα πιστόλια. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα, άοπλος καί εις το ελεος τών ανθρώπων πού τόν μισούν θανάσιμα, βλέπει τόν χάρο νά πλησιάζη. ’Άν κάνη πώς γυρίζει νά τρέξη νά σωθή, οί σφαίρες τών κακοποιών θά σφηνωθούν στή ράχη του. Τό μυαλό του σταματάει. Κλείνει τά μάτια του για νά μήν άντικρύση τόν θάνατο. Τήν στιγμή όμως πού περιμένει νά εκπυρσοκροτήσουν τά έξάσφαιρα τών κακοποιών καί νά τόν θανατώσουν, όοκούγονται βαρείες εκπυρσοκροτήσεις πού μόνο α­ πό καραμπίνα μπορούν νά προ­ έρχονται. Κατάπληκτος ό Τζώννυ Ντέλμοντ ανοίγει τά μάτια του καί βλέπει τούς κακοποιούς νά χο­ ρεύουν κυριολεκτικά κάτω από έναν καταιγισμό σφαιρών πού έρχονται από τή μεριά τού δά­ σους. Διακρίνει τήν ’Άννυ άνεβασμένη σ’ ένα δέντρο, στό δά­ σος, νά ρίχνη μέ τήν καραμπί­ να της καί τό στήθος του φου­ σκώνει άπό περηφάνεια,


ΦΑΝΤΑΣΜΑ 'Η περηφάνεια του μεγαλώνει ακόμα περισσότερο, όταν βλέπη τους κακοποιούς νά εγκαταλεί­ πουν τό αρχικό τους σχέδιο και νά τό βάζουν στα πόιδια. 'Ο πρώτος οπλοφόρος που έχει ξαναβρή τις αισθήσεις του, σηκώ­ νεται από χάμω και τρέχει ξωπίσω τους. 'Η ’Άννυ παύει νά ρίχνη. 'Ο I ζώννυ ακούει φασαρία από τη μεριά του συνεργείου και κατα­ λαβαίνει ότι έρχονται νά δουν ό­ λοι τί συμβαίνει. Γιά νά μη βρεθή σέ δύσκολη θέσι νά δώση εξηγήσεις, κρύβεται πίσω α­ πό τό υφωμα τούς αφήνει νά πλησιάσουν καί σέ μιά στιγμή πετάγεται έξω, τρέχει καί βρί­ σκεται μ’ ένα πήδημα καβάλα στ’ άλογό του. Ρίχνεται στο πο τάμι γιά νά περάση την αντί­ θετη όχθη, ενώ από πίσω του α­ κούει τους εργάτες καί τον Ντάν Λουμις νά τού φωνάζουν νά στα ματήση.

Ό Μπό/μπυ κυνηγάει μιά νυφίτσα Δ

ΑΧ ΑΝ IΑ Σ ΜΕ Ν Ο Σ ό Τζώννυ φτάνει στον καταυλισμό τών φίλων του, αλλά δέ βρίσκει κανέναν. Ή ’Άννυ καταφθάνει τρέχοντας σέ λίγο, μέ την καραμπίνα στο χέρι. ^— ?Ω, Τζώννυ! Δέν ξέρεις πόσο τρόμαξα γιά μιά στιγμή,

όταν είδα νά σέ σημαδεύουν, λέει μέ ανησυχία. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα χα­ μογελάει· -— ’Άν τρόμαξες εσύ, λέει σκέψαυ πόσο τρόμαξα εγώ. Γιά μιά στιγμή πίστεψα ότι είχοα/ φτάσει τά τελευταία μου... Μοΰ έσωσες τή ζωή, "Άννυ. — ^Μπροστά στις τόσες φο­ ρές πού έχεις σώσει εσύ τήν δι­ κή μου, αυτό δέν ήταν τίποτα, λέει μετριόφρονα ή κοπέλλα. Κρίμα πού δέν είχες πιστόλι μα­ ζί σου. ;— Κρίμα, πράγματι. Θά τούς πιάναμε όλους αυτούς. Τώρα, αμφιβάλλω αν θά τούς ξαναβρούμε. Μέ άνεγνώρισαν γιατί έφυγε τό ψεύτικο μουστάκι πού είχα καί μπορεί νά φανταστούν ότι έχουμε πιάσει τά πόστα γιά νά τούς συλλάβουμε. "Ίσως πρέπει ν’ αρχίσουμε νά οργώ­ νουμε τήν περιοχή γιά νά τούς βρούμε. -αφνικά, ό Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα παύει νά μιλάη καί κυττάζει γύρω του, ανήσυχα· — Πού είναι ό Μπόμπυ; ρω­ τάει. 'Η κοπέλλα ξαφνιάζεται κι* αυτή γιά μιά στιγμή, αλλά με­ τά ησυχάζει. —Είμαστε μαζί στο δέντρο καί κυττούσαμε προς τό συνερ­ γείο γιά νά δούμε μήπως συμβή τίποτα, λέει, -αφνικά πέρασε α­ πό κάτω μιά νυφίτσα. 'Ο Μπόμ πυ πού δέν τά φοβάται κάτι τέτοια ζώα, όπως ξέρεις, πήδη­ σε κάτω καί τήν έστρωσε στο κυ νήγι. Πάει πολλή ώρα, όμως. "Έπρεπε νά έχη γυρίσει. Περνάει^ κι" άλλη ώρα, όμως, καί ό Μπόμπυ δέ φαίνεται που­ θενά. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ γεμί­ ζει ανησυχίες. 'Η απουσία τού φίλου του τον δυσκολεύει νά βάλη σ’ ενέργειοί τό καινούργιο του σχέδιο· Νά ψάξη γιά τούς


12 κακοποιούς δηλαδή, προτού έγκαταλείψσυν την περιοχή. Μόλις παίρνει τό απόγευμα καί δέν έχει φανή ακόμα ό Μπόμ πυ, ή ανησυχία του Κάου Μπόϋ Φάντασμα φτάνει στο απροχώ­ ρητο. Λέει στην ’Άννυ να μείνη στον καταυλισμό και νά έχη τον νοΰ της και ό ίδιος καβαλλάει τό άλογό του και ρίχνεται μέ­ σα στο δάσος. Τό ψάχνει όλο, από την μιαν άκρη ώς τήν άλλη, άλλα δεν βρί­ σκει πουθενά ούτε ίχνος του Μπόμπυ. Νοιώθοντας ένα παγω μένο χέρι νά του σφίγγη τήν καρδιά γυρίζει ξανά στον καταυ λισμό. Και γεμάτος θυμό βλέ­ πει τον Μπόμπυ νά κάθεται σάν πασάς δίπλα στη φωτιά και νά πίνη καφέ από μιά μεγάλη κού­ πα. — Θά πρέπει νά ντρέπεσαι!, τού λέει. Εξαφανίζεσαι έτσι στά καλά καθούμενα καί μάς κόβεις τή χολή... Πού γύριζες; — Μην τον μαλλώνης, Τζώννυ, πετάγεται η ’Άννυ. Τά νέα πού θά σου πή θά σ’ ευχαριστή­ σουν τόσο πολύ, πού θά τά ξεχάσης όλα. — Καλά σου λέει, τί μέ μαλ λώνεις; κάνει ό Μπόμπυ, παίρ­ νοντας θάρρος από τήν ύπεράσπισι τής αδερφής του. Επειδή εΐμαι μικρότερος δηλαδή, άντε όλο μαλώματα θά είμαστε·.. Δέν σου λέω τίποτα κι’ έγώ! — ’Άσε τις κουταμάρες, Μπό μπυ!, λέει ανυπόμονα ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Τί νέα έχεις νά μου πής; -— Αφού μέ μαλλώνεις, δέν σού λέω τίποτα, έπιμένει μέ πεΐ σμα ό Μπόμπυ. — Σου ζητάω συγγνώμη. Τί άλλο θέλεις; — Τώρα μάλιστα, κάνει Ικα­ νοποιημένος ό Μπόμπυ. Λοιπόν, ακούσε ν’ άκούσης ! Είδα μιά Υμφίτρ'α καί τήν ξστρ^σα στφ

Ό 1€ά©υ> — Μπόϋ κυνήγι.^ Σέ κάμποση άπόστασι από δώ, χώθηκε σέ μιό^ μεγάλη τρύπα. ’Εκεΐ πού δεν ήξερα τί νά κάνω, ακόυσα ξοιφνικά πυρο­ βολισμούς. Δίχως νά καθήσω νά τό σκεφτώ άλλο, έδωσα μιά καί χώθηκα στην τρύπα πού είχε χω θή κι’ ή νυφίτσα... Ξέρεις μέ πιάνει αλλεργία όταν ακούω πυ­ ροβολισμούς. Δέν πέρασαν τρία τέσσερα λεπτά καί ακόυσα πο­ δοβολητό άλογων. Τό ποδοβολή τό σταμάτησε έξω από τήν τρύ­ πα τής νυφίτσας. ’Έσκυψα καί τί νομίζεις πώς είδα; Τον Μάρβιν Λόγκ καί πέντε άλλους καβάλλα σέ άλογα· 7Ησαν^ όλοι μπαρουτιασμένοι καί σέ βλαστη μούσαν. »— Τό παλιόπαιδο I, ^ιούγγρισε ό Λόγκ. Φαίνεται πως α­ νακάλυψε τί δουλειά κάνουμε καί ήρθε νά χώση τή μύτη του! »— Έγώ νομίζω ότι τον έ­ φεραν οί εργάτες, Μάρβιν, πετάχτηκε ένας άλλος άπό τήν πα­ ρέα του. Φοβούνταν νά ειδοποιή­ σουν τον σερίφη καί ειδοποίη­ σαν τον Τζώννυ Ντέλμοντ. »Ό Λόγκ άρχισε τις βλαστή­ μιες πάλι καί μετά είπε »— ’Έννοια σου, θά τό πλη­ ρώσουν ακριβά αυτό. ’Άν βα­ ρέθηκαν νά πληρώνουν, θά μετανοιώσουν πικρά. Αύριο έρχεται άπό τό 'Πστιν ή επιβατική ά­ μαξα πού μεταφέρει τά λεφτά γιά τΐς^ πληρωμές των έργατων όλων των συνεργείων αυτής τής περιοχής. "Οπως ξέρετε, κάθε έβδομάδα παίρνουν μέρος τού μισθού τους καί στο τέλος τού μηνός τά υπόλοιπα. Θά υπάρ­ χουν κάπου είκοσι χιλιάδες δολλάρια στήν άμαξα· Θά τά βουτήξουμε, λοιπόν, καί θά τούς μά­ θουμε νά κοκορεύωνται. Τά έχω σχεδιάσει όλα. Πάμε στον κα­ ταυλισμό μας καί θά τά πούμε. »’Απομακρύνθηκθ(ν τ5


ΦΑΝΤΑΣΜΑ γά τους, άλλα δεν μπόρεσα νά τούς ακολουθήσω Τζώννυ γιατί δεν είχα άλογο και γιατί... γιατί... — Καταλαβαίνω, Μπόμπυ, λέει μέ κατανόησι ό Τζώννυ Ντέλ μοντ. 'Ο θρυλικός Κάου Μπόϋ βυ­ θίζεται σε σκέψεις. 'Ο Μάρβιν Λόγκ είναι ένας ασυνείδητος έ­ κτος νόμου· Μόνο από τό στρε­ βλωμένο μυαλό του θά μπορούσε νά βγη τό σχέδιο τού εκβια­ σμού. Και μετά ή ληστεία τής άμαξας πού μεταφέρει λεφτά γιά τις πληρωμές των εργατών. Μά δεν πρόκειται νά τον άφήση νά κάνη τέτοια βρωμιά. Σκέφτεται βαθειά καί, τελι­ κά, παίρνει μιά άπόφασι. "Ενα παράτολμο σχέδιο διαγράφεται στο μυαλό του. — Μοΰ ήρθε μιά ιδέα, λέει στούς φίλους του. Δεν θά ψά­ ξουμε γιά τούς κακοποιούς. Θά κάνουμε κάτι άλλο. 5Ακούστε. Αρχίζει νά μιλάη μέ ένθουσιασμό. Ή ’Άννυ ενθουσιάζεται από τις πρώτες κουβέντες του. Μόνο ό Μπόμπυ κρεμάει τά μού­ τρα καί αρχίζει νά τρέμη σάν την καλαμιά στο χωράφι. Μετανοιώνει πικρά πού κυνήγησε την νυφίτσα καί έγινε αφορμή ν’ άκ^όση Τά σχέδια τών κακοποιών*

13

τευουσιανικα ρούχα μονο που εί­ ναι τουλάχιστον πέντε νούμερα μεγαλύτερα από τό δικό του, γιατί κολυμπάει κυριολεκτικά μέσα τους. Κανένας δέν θά μπορούσε νά φανταστή ότι οί δύο αυτοί έπι­ βάτες δέν είναι άλλοι άπό τον Μπόμπυ Σμίθ καί την αδερφή του. "Οπως δέν θά μπορούσε νά φαντασθή κανείς ότι οί πραγμα­ τικό ί έπιβάτες έχουν μείνει στον άνεφοδιαστικό σταθμό τού Σίλβερ Κρήκ, προειδοποιημένοι α­ πό τον Κάου Μπόϋ Φάντοοσμα. Μαζί τους έχει μείνει καί ό οδηγός, καθώς καί τό κιβώτιο μέ τά λεφτά. Στην θέσι του τώ­ ρα κάθεται ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα μέ αλλαγμένα ρούχα καί τό καπέλο κατεβασμέ Σ υ μπλοκή μέ νο χαμηλά πάνω άπό τά μάτια του. Τό βλέμμα του πετάει δε­ τούς άνόιμους ξιά καί αριστερά καί τά νεύρα του είναι τεντωμένα, έτοιμα γιά ΑΜΑΞΑ, πού κάνει συγκοι­ δράσι. νωνία μεταξύ ’Ώστιν καί Ή άντικατάστασι πού έχει γί Πάλμ Λήφ, τρέχει γοργά πάνω νει, είναι πολύ παράτολμη. Αλ­ στον δημόσιο δρόμο. ΟΙ δύο έ­ λά δέν μπορούσε νά γίνη άλπιβάτες πού κάθονται μέσα, τραμπαλίζονται άσχημα. Τό Υλοιώς· Οί τρεις φίλοι δέν ήξε­ ραν σέ ποιο σημείο άκριβώς θά διο καί ό νεαρός οδηγός. Μά δεν έκαναν την έμφάνισί τους οί κα­ παραπονιέται κανένας. κοποιοί καί μόνο μ5 αυτόν τον Οί έπιβάτες είναι μιά όμορ­ τρόπο θά μπορούσαν ν’ αντιμε­ φη κοπέλλα μέ μακρύ φόρεμα, τωπίσουν την κατάστασι. καπέλλο καί βέλο καί ένας πολύ 'Ο Μπόμπυ, ςττόν όπρΐο δ!γ τταράξενος κύριος. Φοράει πρω-

Η


14 άρεσε η ιδέα άπδ την αρχή, δεν έχει πάΨει ούτε μια στιγμή νά γκρινιάζη. ^ — Τί θά γίνη μ’ αυτό τό μα­ σκαραλίκι, Τζώννυ!, φωνάζει μ5 δλη του την δύναμι. Δεν φτάνει ιτού μέ πηγαίνεις πάλι σέ ρεσι­ τάλ σφαιρών, μου φόρεσες και έπίσημα! Δεν μπορώ νά υπολο­ γίσω που ακριβώς εΐναι τό σώ­ μα μου μέσα σ’ αυτό τό τσου­ βάλι... 'Ο άθεόφοβος που τό φό­ ραγε έχει χρησιμοποιήσει ολό­ κληρο τόπι ύφασμα γιά νά κάνη κουστούμι! 'Ο Τζώννυ και ή ’Άννυ ξεσπουν σέ γέλια, μολονότι τά πράγματα δέν είναι καθόλου άστεΐα. Παίρνοντας τη θέσι τών επιβατών τής άμαξας, έχουν βά­ λει σέ κίνδυνο την ζωή του. 'Ο δρόμος τώρα παίρνει μιά στροφή καί χώνεται μέσα σέ πυ­ κνή βλάστησι. Δέν έχει προλά­ βει νά τελείωση τήν στροφή ή ά­ μαξα, όταν άκούγωνται μαζεμέ­ νοι πυροβολισμοί καί μισή ντου­ ζίνα καβαλάρηδες πετάγονται μέσα από τους θάμνους καί τά δέντρα· Άκούγοντας τούς πυροβολι­ σμούς ό Μπόμπυ, βγάζει μιά σπαραχτική κραυγή καί δίνον­ τας μιά βουτιά, χώνεται κάτω από τό απέναντι κάθισμα. 'Η ’Άννυ σφίγγει νευρικά τήν καραμπίνα πού έχει κρυμμένη μέ­ σα στις διπλές τού δανεικού φο ρέματός της. — Ψηλά τά χέρια, οδηγέ! άκούγεται μιά δυνατή φωνή α­ πό τή μεριά τών κακοποιών. Μιά ύποπτη κίνησι καί χάνεις τήν ζωή σου!.... Πού είναι τά λεφτά τών σιδηροδρόμων; — Μέ... μέσα στην άμαξα!, απαντάει ό Τζώννυ, φοβισμένος δήθεν. 'Ο κακοποιός πού είχε έρθει νά του ζητήση λεφτά τό πρωί, πηδάει από τό άλογό του καί

Ό Κάου — Μπόϋ πλησιάζει τήν άμαξα· 'Ο Τζών­ νυ τεντώνεται πάνω στο κάθι­ σμά του. Ελπίζει νά κάνουν οι σύντροφοί του ότι έχουν συννενοηθή γιά νά μπορέσουν νά βά­ λουν στο χέρι τούς κακοποιούς. 'Ο κακοποιός πού ξεπέζεψε, άνοίγει τήν πόρτα τής άμαξας. — Μπά, μπά! κάνει. Τί βλέ­ πω. ’Έχουμε καί ωραίες δεσποι­ νίδες... Έσύ τί κάνει έκεΐ κά­ τω, φίλε; Μπάς καί προσπαθείς νά κρύψης τά λεφτά; Μισοχωμένος κάτω από τό κά θισμα ό Μπόμπυ τρέμει σάν ψά­ ρι έξω από τό νερό. Γελώντας ο κακοποιός, τον πιάνει από τά πόδια καί τον τραβάει. 'Ο Μπό­ μπυ κλαψουρίζει^ τρομαγμένα. Ξεκαρδισμένος στά γέλια ό κα­ κοποιός έξακολουθεί νά τραβάη· Τό μισό κορμί του Μπόμ­ πυ σέρνεται πάνω στο δάπεδο τής άμαξας. Τό κεφάλι του Φτά­ νει στην άκρη του δαπέδου, εκεί πού αρχίζει ή μικρή σκαλίτσα. Καί τότε γίνεται ^ κάτι πού αλλάζει τήν έξέλιξι τής περιπέ­ τειας. Καθώς ό κακοποιός συνε­ χίζει νά τραβάη, τό κεφάλι του Μπόμπυ φεύγει από τήν άκρη τού δαπέδου, χτυπάει στο πρώ­ το σκαλοπάτι, κάνει γκέλ, χτυ­ πάει στο δεύτερο καί μετά στο τρίτο. 'Ένα πονεμένο^ μουγγρητό βγαίνει άπό τό στόμα του Μπόμ πυ. Τό επόμενο δευτερόλεπτο, τινάζει τά πόδια του καί ξεφεύ­ γει άπό τό δράξιμο τοΟ κακο­ ποιού. Κατάπληκτος εκείνος, ό­ πως καί όλοι οί άλλοι,^ βλέπει τό κωμικό ανθρωπάκι μέ τά α­ ταίριαστα ρούχα, νά πετάγεται όρθιο, μέ τό πρόσωπο κατοοκόκκινο καί τις γροθιές σφιγμένες. — Κανάγια, γιά σβάρνα μέ πέρασες καί μ’ έσουρνες έτσι; ουρλιάζει ό Μπόμπυ, έξαλλος περισσότερο άπό κάθε άλλη φορά.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ Καί, δίχως νά περιμένη άπάντησι, ρίχνεται στον κακο­ ποιό σαν ταύρος. — Πυρ, "Αννυ !, άκούγεται σαν καμπάνα ή φωνή τού Κάου Μπσύ Φάντασμα. "Εκπληκτοι δπως είναι οι κα­ κοποιοί, δεν προλαβαίνουν νά καταλάβουν μέ ποιους έχουν νά κάνουν. Τό έξάσφαιρο τού Τζών νυ καί η καραμπίνα τής ’Άννυ αρχίζουν τό Θανάσιμο τραγούδι τους. Δυο από τούς κακοποιούς χτυπημένοι κατάστηθα, σωριά­ ζονται από τά άλογά τους νε­ κροί. Μένουν ό Μάρβιν Αόγκ καί δύο άλλοι· Τ’ άλογά τους, ξα­ φνιασμένα από τούς άπροσδόκη τους πυροβολισμούς καί τή φα­ σαρία, ορθοποδούν καί πετούν κάτω τούς αναβάτες τους. Οί κακοποιοί πετάγονται όρ­ θιοι μέ τά έξάσφαιρα στά χέ­ ρια. Ή καραμπίνα τής ’Άννυ κε λαϊδάει μέ καταπληκτική γρηγο­ ράδα καί ένας από τούς κακο­ ποιούς πετάει τό πιστόλι του καί πιάνει τον ώμο του πού εί­ ναι τρυπη,μένος πέρα γιά πέρα. "Ένας άλλος νοιώθει τό έξάσφαιρο νά φεύγη από τά δάχτυ­ λά του λές καί τού τό έχει αρ­ πάξει ένα αόρατο χέρι. Μά δεν ήταν χέρι, ήταν μιά σφαίρα από τό 45άρι τού Τζώννυ Ντέλμοντ. Βλέποντας τά πράγματα νά γίνωνται σκούρα, ό Μάρβιν Αόγκ δίνει ένα πήδημα γιά νά σκαρφαλώση στο άλογό του. Ό Τζών νυ μπορεί νά τού ρίξη καί νά τον σκοτώση, αλλά δεν έχει χτυ πήσει ποτέ του άνθρωπο πισώπλατα. Μετά, θέλει τον Μάρβιν Αόγκ ζωντανό, γιά νά τον παραδώση στην δικαιοσύνη, που Θά τον τΐμωρήση παραδειγμα­ τικά. Θηκαρώνει, λοιπόν, τό πιστό­ λι του, σηκώνεται όρθιος πάνω στην άμαξα καί κάνοντας ένα μπεράνθρωπσ πήδημα, πετάει κυ

15 ριολεκτικά στον άέρα καί πάει νά προσγειωθή πάνω στον άρχικακοποιό. Σωριάζονται κι* οί δύο κάτω καί γιά μιά στιγμή μένουν ακίνητοι, ζαλισμένοι από τό τράνταγμα. Μετά σηκώνονται καί άρχίζουν νά χτυπιούνται μέ λύσσα. Μά ό Τζώννυ δέν έχει σκοπό νά χάση περισσότερο καιρό μέ τον άρχισυμμορίτη· Τον αφήνει νά πλησιάση καί νά τινάξη τή γρο­ θιά του. Σκύβει ξαφνικά, μπαί­ νει στά κοντά καί σηκώνεται τι­ νάζοντας ταυτόχρονα τή δική του γροθιά. 'Ο Μάρβιν Αόγκ δέ­ χεται τό χτύπημα στο σαγόνι από κάτω προς τά έπάνω, ση­ κώνεται μερικά εκατοστά από τό χώμα καί ύστερα πέφτει κά­ τω καί δέν λέει νά κουνηθή. 'Η "Αννυ κρατάει τούς άλλους δύο συμμορίτες κάτω από τήν απειλή τής καραμπίνας της, ενώ ό Μπόμπυ... παστώνει τον δικό του μέ ξύλο. — Πάρε γιά νά μάθης... κα­ λού τρόπους, τοΰ λέει σέ κάθε χτύπημα. Τελικά, ό κακοποιός του σω­ ριάζεται χάμω αναίσθητος· 'Ο Μπόμπυ κυττάζει γύρω του καί, διαπιστώνοντας άτι δέν υπάρχει άλλος αντίπαλος, στενοχωριέ­ ται. — Μά δέν είσαι φίλος έσύ, μωρέ Τζώννυ!, λέει. Αέν μ’ άφη­ νες έναν δύο άκόμα έτσι γιά.... γυμναστική;^ Αίγο αργότερα,πραβουν προς τό ΤΩστιν μέ τούς κακοποιούς φορτωμένους στήν άμαξα. 'Ο Μάρβιν Αόγκ έχει συνέρθει καί εΐναι όλο ειρωνικά χαμόγελα κι* απειλές. — Είσαι πολύ κουτός, Τζών­ νυ Ντέλμοντ, λέει. Άν νομίζης ότι θά μάς καταδικάση κανένα δικαστήριο τή στιγμή που^ δέν έχεις ούτε έναν μάρτυρα |ναν*


α τίον μας, είσαι πολύ γελασμέ­ νος. —■ "Εχω τούς εργάτες, τού α­ παντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα· — Δέν θά τολμήση κανένας να καταθέση εναντίον τού Μάρβιν Λόγκ. ' * & Και πράγματι την ήμερα τής δίκης, κανένας από τούς έργάτες τών συνεργείων δεν πατάει στο δικαστήριο. Μόνο ό Ντάν Λούμις έχει έρθει. "Έχει μάθει τί γινόταν, έχει γνωρίσει και τον Μπόμπυ ως φίλο του Τζώννυ, οπότε και εχει ξεχάσει τον καυγά και είναι γεμάτος νεύρα πού κανένας από τούς έργάτες του δέν λέει νά καταθέση ^εναν­ τίον του Μάρβιν Λόγκ καί τής συμμορίας του. 'Ο νόμος των ΗΠΑ είναι πολύ περίεργος. Λέει ότι δέν μπορείς νά καταδικάσης κανέναν, όταν δέν υπάρχουν αρκετές ένδείξεις. Καί ή καλύτερη ένδειξι σέ τού­ τη την περίπτωσι είναι νά παρουσιαστή ένας έργάτης καί νά πή ότι ό Μάρβιν Λόγκ ζητούσε εκβιαστικά μέρος από τον μισθό του. Τό θέμα τής απόπειρας τής ληστείας κανονίζεται άπό την μαρτυρία των τριών παιδιών. 'Η τιμωρία άπό την ληστεία δέν είναι μεγάλη. 'Ο Τζώννυ θέ­ λει νά κλείση μέσα τούς κακο­ ποιούς γιά όλη τους τη ζωή· Πρέπει λοιπόν νά τούς δικάση καί γιά τον εκβιασμό. 'Ο δικαστής είναι έτοιμος νά έκδώση την άπόφασί του. 'Η καρ διά του Τζώννυ χτυπάει_άτακτα μέσα στο στήθος του. Ξαφνικά, τού έρχεται μιά έμπνευσι. — Μσΰ δίνεις μιά ώρα καιρό νά σου φέρω έναν έργατη πού θά καταθέση εναντίον τής συμ­ μορίας τού Λόγκ, κ. Αικαστά; ρωτάει. ^ ϋαθειά σιγή πέφτει μέσα στο

έ6 ϊέάου - Μπόΰ δικαστήριο. Παραξενεμένος ό δι­ καστής, δίνει την άδειά του. Α­ γνοώντας τά έκπληκτα βλέμμα­ τα τών συντρόφων του καί τού Λούμις, ό Τζώννυ Ντέλμοντ βγαί νει άπό τό δικαστήριο. 'Η ώρα περνάει αργά. "Οσοι είναι στο δικοοστήριο, ζούν στιγμές αγω­ νίας· Καί ξαφνικά, μπαίνει στην αίθουσα ένας μουστακοφόρος νε αρός, μέ τριμμένα έργατικά ροΰχα.^ — 7Ηρθα νά καταθέσω οτι οί συμμορίτες τού Μάρβιν Λόγκ μοΰ ζήτησαν μερτικό άπό τον μισθό μου, άλλοιώς θά μέ σκό­ τωναν, λέει. "Ολοι μέσα στο δικαστήριο μένουν κατάπληκτοι. Μά πιο κα τάπληκτος μένει ο συμμορίτης πού είχε ζητήσει τον φόρο άπό τον Κάου - Μπόϋ Φάντασμα. λ — Ψέματα, φωνάζει. Αυτός δέν εΐναι^ άργάτης. Είναι ό... -—} Είναι έργάτης, κ. Αικα­ στά, επεμβαίνει ό Ντάν Λούμις. Έγώ ό ίδιος τού έδωσα δουλειά όταν ήρθε στο συνεργείο. Δέν ξέρω γιατί έφυγε ξαφνικά, πάν­ τως, τον άναγνωρίζω. -— Μά τή μέρα πού·., αρχίζει πάλι ό κακοποιός καί ξαφνικά σταματάει. "Αν πή ότι αυτός καί οί σύν­ τροφοί του συνεπλάκησαν μέ τον έργάτη αυτόν καί ότι πάνω στην πάλη τού έφυγε τό μου­ στάκι, θά είναι σάν νά ομολο­ γούν την ένοχή τους. Κυττάζει τον άρχηγό του,, άνασηκώνει τούς ώμους του μέ άπόγνωσι καί σκύβει τό κεφάλι. 'Ο δικαστής καταδικάζει τούς κακοποιούς γιά δύο εγκλήματα. Οί κακοποιοί παραλαμβάνονται άπό τον σερίφη κάί κλείνονται ,στή φυλακή τού "Ωστιν. Ό κόσμος βγαίνει έξω καί σχολιά­ ζει. 'Ο Ντάν Λούμις ψάχνει άνάμεσά τους γιά τον μουστακρ­


φάρο εργάτη. Θέλει νά τον προσ λάβη σαν βοηθό του, τέτοιο παλ ληκάρι που είναι και νά του δώση διπλό μισθό από τους άλ­ λους. Μά δεν τον βρίσκει που­ θενά. Απορημένος ξύνει τό κε­ φάλι του· Την ίδια ώρα, ό μουστακοφό­ ρος εργάτης, που δεν εΐναι άλ­ λος από τον Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα, καλπάζει μέ τους συντρό­ φους του πάνω στον δημόσιο δρόμο πού οδηγεί μακρυά από τό ’Ώστιν — πέρα προς την πε ριπέτεια καί τούς καινούργιους κινδύνους. Γιά μια ακόμη φορά έχει φέρει σέ πέρας την απο­ στολή του. * ★ ★ Γιά μιά ακόμα φορά, οί τρεις φίλοι, αρχίζουν νά περιπλανωνται από πόλι σέ πόλι καί μέσα στά απέραντα λειβόδια καί τις έρημους του Τέξας. Κανένα πε­ ριστατικό δεν έρχεται νά ταράξη την πορεία τους. Λες κι5 έ­ χουν βάλει τέλος οί έκτος νόμου στην έγικληματική τους δράσι. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ χαίρεται γι’ αυτό, αλλά βαθειά μέσα στη ψυχή του νοιώθει μιά μικρή στε­ νοχώρια. Ή ζωή γι’ αυτόν εΐναι πληκτική καί αφόρητη δίχως πε­ ριπέτεια. Ή ’Άννυ τό καταλα­ βαίνει αυτό, μά δέ μπορεί νά κάνη τίποτα γιά νά τον βοηθηση. 'Ο Μπόμπυ, καταλαβαίνει κι5 αυτός τή στενοχώρια του φίλου του, αλλά δεν μπορεί νά κρύψη τη χαρά του γιά την ησυχία. Κάθε τόσο πετάει κι5 ένα πεί­ ραγμα στον Τζώννυ· — 5Άχ, τί ωραία πού εΐναι ή φύσι!, λέει μιά μέρα ειρωνικά. Καθαρός αέρας, πράσινο, άμ­ μος, σκόνη, φίδια, τσακάλια! Νά μην τήν αφήσου με ποτέ αυ­ τή τη ζωή! 'Ο Τζώννυ Βέν του θυμώνει. ’Αγτίθετα διασκεδάζει μέ τά πει

ράγματα τού φίλου του. Καί © Μπόμπυ ^ συνεχ ί ζει: — Μη τό παίρνεις κατάκαρ­ δα, Τζώννυ. Μπορεί νά αποφα­ σίσουν οί κακοποιοί νά κάνουν... απεργία. Κακό εΐναι δηλαδή; Άνθρωποι εΐναι κι* αυτοί... δι­ καιώματα έχουν. Σώνει καί κα­ λά έσύ θέλεις νά σκοτώνουν καί νά ληστεύουν, για νά μάς τραβολογάς από δώ κι* από έκεΐ καί νά βγάζουν τ’ αυτιά μας·... κάλους από τό πολύ πιστολίδι! Μυστήριος άνθρωπος εΐσαι. Εΐναι τόσο κωμικός ό μονό­ λογός του, πού ό Τζώννυ καί ή Άννυ δεν μπορούν νά κρατήσουν τά γέλια τους. 'Ο Μπόμπυ ξε­ θαρρεύει καί συνεχίζει. τά πείρά γματά του, ώσπου ή ’Άννυ προ­ τείνει κάτι: — Λέω νά πάμε στο Πάντοκ, παιδιά. θυμόσαστε ποιά φίλη μας έχει κτήμα έκεΐ; — 'Η Ντόρα Λέησυ!, πετάγε ται ό Μπόμπυ. Αυτή ή μουσίτσα πού εΐναι άσσος στο πιστόλι κι* έπέμεινε μιά μέρα νά μοΰ λύση τά κορδόνια των παποϋτσιών μου μέ... σφαίρες. Άκου έμπνευ σι, θεέ-καί Κύριε! — Δηλαδή δεν θέλεις νά πά­ με στο Πάντοκ, συμπεραίνει I) Τζώννυ Ντέλμοντ. Καλά, συνεχί­ ζουμε τάν..· περίπατέ — Γ ιά όνο μα τού Θεού, δεν είπα τέτοιο πράγμα!, αναφω­ νεί έντρομος ό Μπόμπυ, βλέπον­ τας νά χάνεται μιά ευκαιρία νά σταματήσουν τήν περί πλάνη σι. Δεν είπα τίποτα κακό. Τό Ντοράκι τό συμπαθώ όσο δέν μπορείς νά φαντασθής. Θά χαρώ πολύ νά τήν ξαναδώ... Νά βόλου με αμέσως πλώρη γιά τό Πάν­ τοκ. Μενού όλοι σύμφωνοι. Γυρί­ ζουν τ’ άλογά τους δυτικά καί καλπάζουν ακούραστα δύο μέ­ ρες ακόμα, σταματώντας μόνο Υ&ά λίγο φαγητό καί γιά λίγο


18

Ό Κάου — Μπόϋ

ύπνο. Ή αυγή τής τρίτης ημέ­ ρας τους βρίσκει στην περιοχή τοΰ Πάντοκ. Καθώς παίρνουν τό μονοπάτι πού θά τούς βγάλη στη πόλι, ένα μονοπάτι πού περνάει σύρριζα σ’ έναν ψηλό λόφο, άκούγεται μια διαπεραστική έκπυρσοκρότησι· Τά τρία παιδιά σταματούν τ’ άλογά τους. 'Ο Μπόμπυ αρχί­ ζει νά τρέμη πάνω στή σέλλα του. — Τί... τί ήταν αυτό; ρωτάει τραυλίζοντας. *Ά... ακόυσα κα­ λά; — Καλά ακόυσες, τοΰ απαν­ τάει βλοσυρός 6 Τζώννυ τΗταν έκπυρσοκρότησι. Μόνο πού δέν ξέρω γιατί έπεσε καί πού έπεσε. — Είναι ανάγκη νά μάθης. Τζώννυ; λέει μέ αδύναμη φωνή

ό Μπόιμπυ· Δεν γυρίζουμε νά φύγουμε; Μετάνοιωσα. Λεν θέλω νά ξαναδώ τήν Ντόρα στά μά­ τια μου. Πάμε εκεί πού έχουν., απεργία. Αλλά δ,τι κΓ άν πή, δέν θά μποοέση νά πείση τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. 'Ο Τζώννυ σπη ρουνίζει τό άλογό του καί ρί­ χνεται ,μπροστά. 'Η "Α-ννυ τρένει ξωπίσω του καί ό Μπόμπυ αναγκάζεται νά άκολουθήση. Καί ξαφνικά, κάπου πενήντα μέτρα μπροστά τους, πάνω στο μονοπάτι πού καλπάζουν, βλέ­ πουν πεσμένο μπρούμυτα έναν άνθρωπο. Τό άλογό του βόσκει πιο πέρα, σάν νά μήν έχη συμβή τίποτα. Οί τρεις φίλοι καλπά­ ζουν γοργά προς τά εκεί. ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ

"■3

I I

I

Τό επόμενο Τεΰχος, τό 10, μια εκρηκτικό περιπέτεια!

1

I

8

§ 0

70 ΓΥΑΛΙΝΟ ΜΑΤΙ

0

Μια περιπέτεια γεμάτη- μυστήριο, δράσι και απροσδόκητα επεισόδια!

0 8 0

ΜΗ ΧΑΣΗΣ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ 10

8 0

I I

I I

0-.

«ΚΑΟΥ - Μ ΠΟΎ" ΦΑΝΤΑΣΜΑ» - Τεΰχος 9 Τιμή 1.50 δραχ. Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Λέκκα 22 Άθήναι (125)



£

Οί Ασσοι του Ποδοσφαίρου

Φ, ΤΑΚΤΙΚΟΣ


Πλ,νΐφοφορ$7 ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ *



Μια σφαίρα στην πλάτη [ ΤΡΕΙΣ φίλοι τρέχουν γορ­ γά προς τον άνθρωπο πού είναι ξαπλωμένος πάνω στο κρό αυτό μονοπάτι. Πρώτος ξεπε ζεύει από τό άλογό του ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί σπεύδει νά γο­ νατίση δίπλα του. Άπό μια τρύ­ πα στην πλάτη του ανθρώπου τρέχει άφθονο αΐμα. Ό Τζώννυ τον γυρίζει μέ προ σοχη καί διαπιστώνει ότι πρό­ κειται για έναν νεαρό άντρα.

0

Βρίσκει τον σφυγμό του καί βλέ πει ότι χτυπάει άκόμα. "Άν ό άνθρωπος αυτός, όμως δεν πάει γρήγορα σέ γιατρό, εΐναι χαμέ­ νος. μι­ Σηκώνει μέ προσοχή τό σώμα άπό χάμω καί τό φορτώνει στο άλογο πού βόσκει πιο πέρα. ΟΙ φίλοι του παρακολουθούν μαγνη τισμένοι. 'Ο Μπόμπυ δεν έχει πάψει νά τρέμη. Μπορεί νά καταλάβη πολύ καλά τί σημαίνει τό σώμα πού έχουν βρή πάνω στον δρόμο τους. Μιά καινούρ­ για περιπέτεια τούς περιμένει.


4 Καί ή ιδέα αυτή δεν τον ενθου­ σιάζει καθόλου. —Γρήγορα για τό Πάντοκ, τούς φωνάζει ό Τζώννυ. ’Άν δεν ττάμε αυτόν τον φουκαρά γρήγο­ ρα στο γιατρό, δεν έχει πιθα­ νότητες να ζήση. Χάνει αίμα! Δέν έχει προλάβει νά τελείω­ ση την φράσι του, όταν άκούγεται ένα τρομαχτικό βουητό πά­ νω από τά κεφάλια τους. Κατά­ πληκτος ό Τζώννυ Ντέλμοντ κυτ τάζει προς τά έκεΐ καί για μια άτιγμή τού φαίνεται ότι ολό­ κληρος ό λόφος γκρεμίζεται πά­ νω τους. Πραγματικά ένας τεράστιος όγκος από πέτρες καί χώματα κάτράκυλάέι στην πλαγιά του λόφου καί έρχεται κατ’ ευθείαν επάνω τους. —Τραβηχτήτε μακρυά!, φω­ νάζει ό Τζώννυ μέ όλη τη δύναμι τής φωνής του. Ταυτόχρονα πιάνει τό άλογό όπου είναι φορτωμένος ό πληγω­ μένος καί τά τραβάει μακρυά. 'Η ’Άννυ σπηρουνίζει τ’ άλογό της, φωνάζσντας .στον Μπόμπυ νά την άκολουθήση. Εκείνος, τρομοκρατημένος όπως είναι δεν προλαβαίνει νά φύγη γρήγορα κΓ ένα μέρος από τό χώμα καί τις πέτρες πέφτει επάνω του. Ή καρδιά του Τζόννυ καί τής ’Άννυ πιάνεται. Γιά μιά στιγμή νομίζουν ότι ό Μπόμπυ είναι χαμένος. Μά πέφτουν έξω. "Έ­ χοντας γίνει άλλος άνθρωπος άπό τά αλλεπάλληλα χτυπήματα πού δέχτηκε στο κεφάλι ό Μπό­ μπυ, βρίσκει τό θάρρος καί τή δύναμι νά σπηρουνίση τό άλο­ γό του καί νά γλυτώση τον υ­ πόλοιπο όγκο. Τό πρόσωπό του είναι κατακόκκινο τώρα καί τρέ­ μει ολόκληρος, όχι από φόβο πιά, αλλά από θυμό. "Έχει γί­ νει έθω φρένων· Ποιος πέταξε πέ τρα μωρέ, φωνάζει Ό Μπόμπυ έχει δίκιο ότι κά­

*6 Κάου - Μπόϋ ποιος πέταξε τις πέτρες. Καθώς κυττάζει ψηλά προς την κορυφή τού λόφου ό Τζώννυ βλέπει δύο ανθρώπους να τρέχουν ανάμεσα σέ κάτι χαμηλούς θάμνους. Κα­ ταλαβαίνει, αμέσως ότι είναι οί άνθρωποι πού έρριξαν τήν σφαίρα στην πλάτη του αγνώ­ στου πού αργοπεθαίνει. Κατα­ λαβαίνει έπίσης ότι οί ίδιοι γκρέμισαν τις πέτρες καί τά χώματα γιά νά σκοτώσουν κΓ αυτούς καί νά τούς εμποδίσουν νά σώσουν τον άγνωστο. — ’Άννυ, πάρε τον πληγωγωμένο καί τρέξε στο Πάντοκ ! φωνάζει στην φίλη του. Μπόμπυ έλα μαζί μου! " Αλλη φορά ό Μπόμπυ, θά γύ­ ριζε από την άλλη μεριά καί θά τό έβαζε στά πόδια. Μά τώρα, έξαλλος όπως είναι, ρίχνεται ξωπίσω στον Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα καί είναι τέτοια ή φόρα του πού τον ξεπερνάει μάλιστα! 'Η ’Άννυ πιάνει τά χαλινάρια του αλάνου πού έχει τον πληγώ μένο στη σέλλα του καί ξεκινάει γιά τό Πάντοκ, μέ τήν καρδιά σφιγμένη από αγωνία· 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ καί ό Μπόμπυ όρμουν ακάθεκτοι καί αρχίζουν νά ανεβαίνουν τήν πλα γιά του λόφου. Οί δύο δολοφό­ νοι πού είναι ψηλά τούς βλέ­ πουν καί αρχίζουν νά τούς ρί­ χνουν μέ τις καραΐμπίνες πού βα στοΰν. Μετά, χώνονται σέ κάτι ψηλούς θάμνους καί καβαλοΰν τά άλογα πού έχουν κρυμμένα έκεΐ πέρα. Τά σπηρουνίζουν καί ρίχνονται στήν άλλη πλευρά του λόφου. 'Ο Κίου Μπόϋ Φάντασμα καί ό σύντροφός του αλλάζουν πο­ ρεία καί ρίχνονται στο κατόπι τους. Δέν ξέρουν, όμως, τά κατατόπια καί δυσκολεύονται πολύ νά προχωρήσουν. Ένώ, αντίθε­ τα, οί άλλοι τά ξέρουν καί προ­ χωρούν λές καί βρίσκονται στον


ο «,·ρ!»^ί?ΐΓΓ,;τ.ΐ'.·Ρ?η^..·Γ··.η··Γ·ϊ, ί·.Α· ■,■·*—

βημόο-ιο βρόμο. "Οταν κατεβαίνουν οπτό την άλλη μεριά τού λόφού> 6 Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί ό Μπόμπυ δεν τους βλέπουν πουθενά. Ψά­ χνουν για χνάρια, άλλα το έδα­ φος είναι πετρώδες καί δεν φαί­ νεται τίποτα. 'Ο Μπόμπυ τρώ­ γεται μέ τα ρούχα του. —^· "Αν δεν τούς βρούμε θά άκάσω, Τζώννυ!, απειλεί· "Αν 6έν τούς σπάσω τά κεφάλια γι’ άύτό πού έκαναν, δέν θά ήσυ^άσω. ,. Τήν ’ίδια επιθυμία έχει καί ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, αλλά, ό­ σο 6ι άν προσπαθή, δέν μπο­ ρεί νά άνακαλύψη ποΰ πήγαν οι κακοποιοί. Στο μεταξύ, ό Μπόμ πυ συνέρχεται. Δίχως νά τοΰ πή τίποτα ό Τζώννυ, πού νά τον κάνη νά καταλάβη την παοάξενη αρρώστια του, παίρνει τον δρόμο γιά το Πάντοκ. "Οταν φτάνουν, τραβούν κατ’ εύθεΐαν γιά τό γραφείο τοΰ σε­ ρίφη. 'Η "Αννυ τούς περιμένει εκεί μαζί μέ τον σερίφη. Καί των δυο τά πρόσωπα έχουν μιά λυπημένη έκφρασι. 'Ο άγνωστος είναι νεκρός. Μόνο πού δέν είναι πιά άγνω­ στος. 5Από κάτι χαρτιά πού έ­ χουν βρεθή σέ μιά κρυφή τσέπη τοΰ κοστουμιού του, ό σερίφης καί ή "Α,ννυ^ έχουν μάθει οτι εί­ ναι ένας ραΐντζερ τοΰ Τέξας, σί γουρα σταλμένος μέ μυστική α­ ποστολή σέ τούτα τά μέρη. — Τον ξέραμε όλοι μας ως Σάμ Νόξ, λέει ό σερίφης. Καί έτσι φαντάζομαι νά είναι τό πραγματικό του όνομα· Μάς εί­ χε πή ότι ήταν έμπορος. "Εμενε στο ’ ξενοδοχείο^ τής πόλης καί είχε φιλίες . με τον "Αλμπερτ Ντόλβιγκ πού έχει νοικιάσει τό ένα ράντσο τής Ντόρα Αέησυ. Αυτός ό Ντόλβιγκ εΐναι άπό τις Ανατολικές πολιτείες.

*© Τζώννυ

Ντέλμοντ μένει

■ »Γ.·-. I ·Γ. '.ι.ι

ίτκέφτικός γιά μιά στιγμή καί ιμετά λέει: — Τότε καλό θά ήταν νά τά Ιτούμε ένα χεράκι μ5 αυτόν τον Ντόλβιγκ, λέει. Προηγουμένως, ομώς> θέλω νά κάνω κάτι άλλο. 'Ο σερίφής δέν τοΰ φέρνει καμ μιά άντίρρησι. "Εχει μάθει από τήν "Αννυ ποιος είναι, έχει α­ κούσει τόσα πολλά γι’ αυτόν καί τον θαυμάζει γιά τήν παλληκαριά του καί τήν άφοσίωσί του στήν επιβολή τοΰ νόμου. — Καλή τύχη, γιέ μου, τοΰ εύχεται.

Τό γυάλινο μάτι ΑΘΩΣ έγκαταλείπουν ^ τήν πόλι ξανά καί βγαίνουν στον δημόσιο δρόμο καί από ε­ κεί στο στενό μονοπάτι πού τους έφερε στο Πάντοκ, ό Μπόμ πυ δέν αρθρώνει ούτε μιά δια­ μαρτυρία. 'Ο σεβασμός του, γιά τήν σοβαρή στιγμή, νικάει τον φόβο του·Λ "Ενας ραΐντζερ έχει δολοφονηθή στήν έκτέλεσι τοΰ κα θήκοντός του. "Οπως δολοφσνή θηκε άλλοτε ό πατέρας τοΰ Τζώννυ Ντέλμοντ. Καταλαβαίνει πέρα γιά πέρα τήν έπιθυμία τοΰ φίλου του νά άνακαλύψη τον δολοφόνο. Καθώς προχωρούν, 6 Τζώννυ

Κ

Ντέλμοντ φέρνει γιά μιά ατι*


6 γμή στο μυαλό του τον δραμα­ τικό θάνατο του πατέρα του και μετά προσπαθεί να βρή τί αποστολή είχε ό Σάμ Νόξ σέ τούτη την περιοχή. Σίγουρα ό σερίφης θά τηλεγραφήση στο αρχηγείο τών ραίντζερς και θά μάθη. Καλπάζουν γοργά και πολύ σύντομα φτάνουν στο μέρος ο­ πού βρήκαν πληγωμένο τον Σάμ Νόξ, στο μέρος όπου οί δύο δο­ λοφόνοι άποπειράθηκαν νά τον πλακώσουν μ’ έναν όγκο χώμα­ τα καί πέτρες από τον λόφο. Τό μέρος όπου ήταν πεσμένος ό Σάμ Νόξ είναι θαμμένο. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα ξεπεζεύ­ ει από τό άλογό του, μέ τά φρύ­ δια σμιγμένα. Κάτι έχει πάρει τό μάτι του. Κάτι ανάμεσα στις πέτρες και τά χώματα, που εκ­ πέμπει μιά παράξενη γυαλάδα. Σκύβει καί τό σηκώνει. Εί­ ναι ένα στρογγυλό γυάλινο Αν­ τικείμενο, που μοιάζει μέ ψεύ­ τικο μάτι, μέ τή μόνη διαφορά, ότι είναι αχρωμάτιστο· Οί δυο φίλοι του έρχονται κοντά καί περιεργάζονται τό γυάλινο αυ­ τό μάτι, μή μπορώντας νά κα­ ταλάβουν την σημασία του. — Τί λές νά ση.μαίνη αυτό, Τζώννυ; ρωτάει ή "Αννυ. — Μακάρι νά ήξερα, απαντά­ ει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. — Μπάς καί τό φορούσε κα­ νένας από τους ανθρώπους που σκότωσαν τον Νόξ; ρωτάει ό Μπόμπυ. Νά πάμε νά του τό δώσουμε γιατί θά είναι άπαίσιος μέ μιά τρύπα, άντΐ γιά μά­ τι. Καί νά τον συλλάβουμε! — Προηγουμένως θά πρέπει νά τό<ν βρούμε, Μπόμπυ, άπαντάει σκεφτικά ό Τζώννυ. Γιά πά­ με νά ρίξουμε άλλη μιά ματιά στο μέρος όπου χάσαμε τά ί­ χνη των δύο δολοφόνων.^ 'Ο Μπόμπυ δεν θυμάται τί­ ποτα γιά τούς άνθρώπους αυ­

Ό Κάου — Μπόϋ τούς, άλλά άκολουθεΐ δίχως νά ρωτήση. Σκαρφαλώνουν όλοι στο λόφο καί βγαίνουν άπό την άλ­ λη μεριά. "Ολων τά μάτια είναι στραμμένα στο έδαφος καί ψά­ χνουν. Εκείνο πού τούς κάνει έντύπωσι είναι ότι σέ πολλά σημεία του έδάφους υπάρχουν τρύπες, άρκετά μεγάλες γιά νά χωρέση τό σώμα ένός άνθρώπου. Μη μπορώντας νά έξηγήσουν αυτό τό φαινόμενο, συνεχίζουν την ε­ ρευνά τους· -αφνικά, άκούγεται μιά δια­ περαστική γυναικεία φωνή: — Βοήθεια! Βοήθεια! Καί μετά άπανωτοί πυροβο­ λισμοί. 'Ο Μπόμπυ τούς άκούει καί παίρνει άξισλύπητο ύφος. "Ωστε τά βάσανά του δέν θά τε­ λειώσουν ποτέ. — Βοήθεια!, φωνάζει πάλι ή γυναικεία φωνή. Παραξενεμένα τά παιδιά κυττάζουν γύρω τους, άλλά δέν βλέ­ πουν τίποτα. Τελικά ξεπεζεύουν καί άρχίζουν νά ψάχνουν κοντά κοντά τούς θάμνους. Καί ξαφνι­ κά:* — "Ωχ! Βοήθεια!, άκούγεται ή φωνή του Μπόμπυ. 'Ο Τζώννυ καί ή "Αννυ κυττάζουν γύρω τους, άλλά δέν τον βλέπουν πουθενά. Σαστισμένοι, άλληλοκυττάζονται καί τό επό­ μενο δευτερόλεπτο άκοϋνε δύο φωνές μαζί: — Μπόμπυ Σμίθ! — Ντάρα Αέησυ! Τό πρόσωπο του Τζώννυ φω­ τίζεται Ακολουθώντας τήν πο­ ρεία των δύο φωνών προχωράει καί σταματάει πάνω άπό μιά ιιεγάλη τρύπα, άνοιγμΙένη στο έδαφος* Κυττάζει μέσα καί σκα­ σμένος στά γέλια, βλέπει τον Μπόμπυ καί τήν φίλη τους τήν Ντόρα Λέησυ νά χαιρετιούνται, έχοντας ξεχάσει καί οί δυο τήν περιπέτειά τους.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ Γελώντας μέ τό πάθημά τους ό Τζώννυ και ή "Άννυ τούς βοη­ θουν νά βγουν οπτό την τρύπα καί, αφού τελειώνουν τ' άγκαλιάσμοττα καί τα φιλιά, ό Μπό­ μπυ θυμάται ξαφνικά, ότι έπρεπε νά είναι θυμωμένος: — Ποιος παλιάνθρωπος έχει ανοίξει όλες αυτές τις τρύπες, Ντάρα; Καί πώς βρέθηκες έσύ ε­ δώ μέσα; — "Οπως έσύ, Μπόμπυ, α­ παντάει ή Ντάρα Λέησυ. Περπα­ τούσα καί ξαφνικά βρέθηκα μέ­ σα. Έγώ φταίω γιά όλα. Δεν έπρεπε νά νοικιάσω τό κτήμα μου σ’ έναν ταριχευτή ζώων. "Έ­ χει ανοίξει όλες αυτές τις τρύ­ πες καί τις έχει καμουφλάρει μέ χόρτα γιά νά μπορή νά πιάνη τά άγρια ζώα τού δάσους καί νά τά ταριχεύη. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ έχει σμί­ ξει τά φρύδια. — Ταριχευτής είπε, Ντάρα; ρωτάει. — Ναί. Ταριχευτής ζώων. Μέ μιά μηχανική κίνησι, ό Τζώννυ βγάζει άπό τήν τσέπη του τό γυάλινο μάτι καί τό κυττάζει. Τώρα θυμάται, ότι έχει δη τέτοια μάτια σέ ταριχευμένα ζώα στο μουσείο τού Ντάλλας. Μέ τή μόνη διαφορά, ότι ε­ κείνα ήσαν χρωματιστά· Κάνει τήν σκέψι, ότι ό "Άλμπερτ Ντόλβιγκ έρχεται γιά δεύ τερη φορά στη συζήτησι. Θά πρέπει οπωσδήποτε νά δη τον ένοικιαστή τού ράντς τής Ντόοα Λέησυ. "Ίσως μπορέση νά βρή κανένα στοιχείο γιά τον φόνο τού ραίντζερ. — Συμβαίνει τίποτα, Τζών­ νυ; ρωτάει περίεργη ή Ντάρα. — Θά σοΰ έξηγήση^ ή "Άννυ, άπαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα. "Ασφαλώς, κορίτσια, θά θέ λετε νά τά πήτε έσεΐς οί δύο. "Ε­ μείς θά σάς αφήσου με γιά νά πάμε νά κάνουμε μιά δουλειά.

7 Πού νά έρθουμε νά σάς βρούμε; — "Από τότε πού πέθανε ό πατέρας, μένω ανατολικά από τό κτήμα μας, Τζώννυ, σ’ ένα άλλο κτηματάκι, πού αγόρασα πέρσι. Είναι τό μόνο μετά τό δικό μου θά τό βρήτε εύκολα. — Όικέϋ, λέει ό Τζώννυ. Θά έρθουμε νά σάς βρούμε εκεί. Πά­ με, Μπόμπυ. Ό φίλος του πού έχει κατα­ λάβει, ότι κάποια λαχτάρα τον περιμένει πάλι, ξεροκαταπίνει: -— Δέν·.. δέν κάνει νά πάω κι* έγώ μαζί μέ τά κορίτσια, Τζών­ νυ; ρωτάει. Μπο.... μπορεί νά τούς τύχη τίποτα στον δρόμο. — Μή φοβάσαι, είναι άξιες μόνες τους νά υπερασπίσουν τούς έαυτούς τους, λέει ό Τζών­ νυ. "Έλα μαζί μου, γιατί μπο­ ρεί νά σέ χρειαστώ. "Άσε τις παλληκαριές. Στραβώνοντας τά μούτρα δυσαρεστηιμένος ό Μπόμπυ, ακο­ λουθεί τον Κάου Μπόϋ Φάντα= σμα.

Ο ΡΑΝΤΣ τής Ντόρα Λέηά. συ είναι ακριβώς όπως τό θυμούνται τά παιδιά, μέ τή δι­ αφορά. ότι έχει φθαρή λιγάκι ά­ πό τήν πολυκαιρία. Ξεπεζεύουν καί πλησιάζουν τήν πόρτα. "Ε­ να σημείωμα είναι στερεω'μένο.


3 μέ μια καρφίτσα πάνω στο θυ­ ρόφυλλο. — «Θά γυρίσω αμέσως. Ντόλ βιγκ». 'Ο Τζώννυ σπρώχνει την πόρ­ τα καί τή βρίσκει ανοιχτή. Κά­ νει νόημα στον Μπόμπυ νά τον άκολουθηση καί μπαίνει μέσα· Τό έσωτερικό του σπιτιού είναι πολύ αλλαγμένο. Τα παλιά έπι­ πλα έχουν άντικατασταθή μέ καινούργια καί τό περιβάλλον, είναι πολύ ευχάριστο. 'Ο Μπόμ­ πυ κυττάζει τά έπιπλα σάν ξε­ λιγωμένος. — 5 Αχ, πώς πεθύμησα νά καθήσω σέ καρέκλα καί νά κοιιμηθώ σέ κρεβάτι μέ στρώμα!, λέει ό­ λο νοσταλγία. Κρίμα πού νοίκι­ ασε τέτοιο σπίτι σ’ έναν ξένο, ή Ντόρα. Αρχίζει νά γυρίζη ένα - ένα τά δωμάτια, θαυμάζοντας δ,τι βλέπει. Σέ μιά στιγμή βρίσκει μπροστά του μιά κλειστή πόρ­ τα. Περίεργος πιάνει τό πόμο­ λο καί την ανοίγει. Μπαίνει μέ­ σα σ’ ένα μισοσκότεινο δωμά­ τιο καί ξαφνικά νοιώθει δυο χέ­ ρια νά τυλίγωνται γύρω στο σώ­ μα του. Νοιώθει μαλλιαρό χνού­ δι πάνω σ’ αυτά τά χέρια καί τό αίμα παγώνει μέσα στις φλέ­ βες του. — Τζώννυ, βοήθεια!, ουρλιά­ ζει. Αναστατωμένος ό φίλος του τρέχει μέ τό πιστόλι στο χέρι καί βλέπει τον Μπόμπυ στά χέ­ ρια μιας τεράστιας αρκούδας· Σκασμένος στά γέλια θηκαρώ­ νει τό πιστόλι του καί ανοίγει τό παράθυρο. Τό δωμάτιο πλημ­ μυρίζει φώς. Ό Μπόμπυ βλέπει την αρκού­ δα καί πατάει καινούργιες φω­ νές. Βλέπει, όμως, ότι τό ζώο δεν κάνει καμμιά κίνησι καί αρ­ χίζει νά καταλαβαίνη. Ρίχνει μιά ντροπιασμένη ματιά στον

Ό Κάου - Μπόϋ Τζώννυ καί χαμηλώνει τό κεφάλι. — Πώς ήθελες νά ξέρω, ότι είναι βαλσαμωμένη, μωρέ Τζών­ νυ; λέει καί τραβιέται άπό^ την αγκαλιά τής αρκούδας πού εί­ ναι βαλσαμωμένη σέ μιά στάσι μέ ανοιχτά χέρια. 'Ησυχασμένος τώρα ό Μπόμπυ αρχίζει νά περιφέρεται στο δω­ μάτιο καί νά περιεργάζεται τά διάφορα ζώα πού είναι βαλσα­ μωμένα σέ διάφορες στάσεις. 'Ο Τζώννυ τον μιμείται. Σίγουρα, βρίσκονται στο έργαστήριο τού Ντόλβιγκ. Θά πρέπει νά είναι καταπληκτικός αυτός ό άνθρω­ πος, αφού ξέρει καί κάνει καλά τή δουλειά του· Ξαφνικά τό μάτι του πέφτει πάνω σ’ ένα μαρμάρινο άγαλμα πού παρουσιάζει τό κεφάλι ένός ανθρώπου. Μέ τήν πρώτη μα τιά αναγνωρίζει αυτόν τον άν­ θρωπο. Είναι ό Σάμ Νόξ. Τζώννυ τον αναγνωρίζεις αυτόν; οωτάει τον φίλο του. — Οχι. Ποιος είναι; ρωτάει ό Μπόμπυ πλησιάζοντας. — Είναι ό Σάμ Νόξ, ό ραΐντζερ πού δολοφονήθηκε. — Ακόυσα κοολά; ρωτάει μιά βαρειά φωνή. Δολοφονήθηκε ό Σάμ Νόξ; Τά δύο παιδιά γυρίζουν ξα­ φνιασμένα καί βλέπουν στο κα­ τώφλι τής πόρτας έναν τεράστιο άντρα μέ γενάκι κοα μούσι καί μιά καραμπίνα στά χέρια. 'Ο νεοφερ μένος βλέπει τό ξάφνια­ σμά τους καί μαλακώνει τήν έκΦρασί του. — Είμαι ό ’Άμπερτ Ντόλβιγκ λέει* Είπατε δολοφονήθηκε ό φί­ λος μου ό Σάμ Νόξ; 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ συστήνεται, συστήνει καί τον φίλο του καί εξιστορεί στον Ντόλβιγκ τί έχει συ μ βή. 'Ο ταριχευτής ακού­ ει μέ μεγάλο ένδιαφέρον. Στο τέ­ λος, ρ Τζώννυ τού ή£ει;


ΦΑΝΤΑΣΜΑ — Μάς συγχωρεΐς πού μπή­ καμε μέ τόσο θάρρος στο σπίτι, άλλα ή Ντόρα είναι πολύ φίλη μας. Μετά, θέλαμε οπωσδήποτε ινά σε δούμε. Βρήκαμε αυτό τό γυάλινο μάτι στον τόπο τού έγκλήματος. 'Ο ταριχευτής παίρνει τό γυ­ άλινο μάτι, πού τού δίνει ό Τζώννυ και τό κυττάζει καλά καλά. — Καταλαβαίνω γιατί ήρθα­ τε σέ μένα, λέει, άλλα σάς πλη­ ροφορώ, δτι δεν είναι δικό μου αυτό. Χρησιμοποιώ πάντοτε ψεύτικα μάτια για τα ζώα πού ταριχεύω, αλλά τά δικά μου εί­ ναι χρωματιστά, μοιάζουν μέ α­ ληθινά μάτια. Μήπως υπάρχει κανένας άλλος ταριχευτής, έδώ γύρω; — Δέν φαντάζομαι, λέει ό Τζώννυ σκεφτικά καί βάζει τό μάτι στην τσέπη του. Θά σέ πεί­ ραζε νά μοΰ πής πώς έγινε καί έκανες την προτομή τού Σάμ Νόξ; — Καθόλου* Ό Νόξ κι* εγώ γίναμε φίλοι. Καί έπειδή είχε πολύ φίνα χαρακτηριστικά, τον παρακάλεσα νά ποζάρη. Ή γλυ­ πτική είναι τό χόμπυ μου. — Ηξερες, οτι ήταν ραιντζερ τού Τέξας; — Ραΐντζερ; κάνει κατάπλη­ κτος ό Ντόλβιγκ. "Οχι. Καί βά­ ζω στοίχημα πώς ούτε ό Νέντ Κρέημερ, ό βοηθός μου, τό ήξε­ ρε. — "Έχεις καί βοηθό; ρωτάει ό Τζώννυ μέ μιά πτυχή ανάμεσα στά φρύδια. — Βέβαια. "Έχει πάει στο κτήμα τής Ντόρα Αέησυ νά δα­ νειστή ένα ξεσκέπαστο αμάξι α­ κόμα. Πρόκειται νά στείλουμε δύο ταριχευμένα ζώα στον σιδη­ ροδρομικό σταθμό. Δουλεύω γιά λογαριασμό τού Μουσείου μιας

ανατολικής πολιτείας.·. Μπορώ

I) νά σάς δώσω άλλες πληροφορί­ ες, παιδιά; — 5 Οχι, απαντάει ό Τζώννυ, Μόνο νά μάς κάνης μιά χάρι. Βάλε ταμπέλες όπου έχεις άνοίξει τρύπες, γιατί θά πέση νά σκοτωθή κανένας. — Καλά σοΰ λέει, κ. Ντόλβιγκ, πετάγεται ό Μπόμπυ. "Ε­ πεσα κΓ έγώ. "Αμα ξαναπέσω, θά γίνη μεγάλη φασαρία. — Μείνε ήσυχος, κ. Σμίθ, λέ­ ει χαμογελαστός ό ταριχευτής. Θά βάλω ταμπέλες. Αλήθεια, ξέ ρεις κάτι; "Εχεις πολύ φίνα χα­ ρακτηριστικά. — "Ααα!, κάνει ό Μπόμπυ έντρομος καί τό βάζει στά πό­ δια· Τζώννυ, θέλει νά μέ βαλσαμώση! Πάμε νά φύγουμε! Σκασμένος στά γέλια, ό Τζών νυ ακολουθεί τον Μπόμπυ στο ά­ λογό του. Ό Μπόμπυ έχει ανέ­ βει στο δικό του καί τρέμει ολό­ κληρος. — Μήν τον άφήσης νά μέ βαλ­ σαμώση, Τζώννυ, κλαψουρίζει.^ — Τήν προτομή σου ήθελε νά κάνη, κουτέ, τού λέει ό Τζώννυ. "Οχι νά σέ βαλσαμώση. — Κι5 άν μέ βαλσαμώση έκεΐ πού δέν θά κυττάω; "Οχι, νά μένη τό βύσσινο. Δέν τού έ­ χω καμμιά εμπιστοσύνη αυτού τού τύπου. 'Ο Τζώννυ δέν είχε έμπιστοσύνη ούτε στον Ντόλβιγκ, μά ούτε καί στον βοηθό του, τον Νέντ Κρέημερ. Αφού ήταν βοη­ θός τού ταριχευτή, ίσως νά έ­ παιζε κάποιο παιγνίδι πού είχε σχέσι μέ τό άσπρο γυάλινο μά­ τι. Μά ποιό ήταν αυτό τό παι­ γνίδι;

Τό μυστήριο πυκνώνει ΐρ ΤΟ ΜΕΤΑΞΥ, ό Νέντ Κρέη^ μερ καί δύο άνθρωποί του, ό Σλίμ καί ό Πήτερ, βρίσκοντας


10 στο κτήμα τής Ντόρα Λέησυ. Ή κοπέλλα μόλις έχει έπιστρέψει και δεν έχει τελειώσει ακό­ μα την κουβέντα της μέ την "Αννυ. Ή τελευταία τής έχει ττή μέ­ σες άκρες πώς έχουν τα -πρά­ γματα και τη βάζει σέ μεγάλη ανησυχία. Επειδή θέλει να ξεμπερδέψη γρήγορα για να άκούση τή συνέχεια, λέει στον Κρέημερ_ νά ττάρη οποίο αμάξι θέλει. Ξαφνικά, άκούγεται ένας ά­ γριος βρυγηθμός. Κατάπληκτα τά κορίτσια πλησιάζουν και βλέ­ πουν ότι πάνω στην άμαξα είναι φορτωμένο ένα κλουβί, που έχει ένα έξαγριωμένο «κουγκάρ» — λιοντάρι του βουνού — μέσα. — Που τό βρήκατε αυτό, Νέντ; ρωτάει ή Ντόρα. — Τό έπιασαν τά παιδιά, α­ παντάει ό Κρέημερ. Τό πάμε για ταρίχευσι κι* αυτό, στο Ντόλβ!γκ. — "Α, καλά που τό θυμήθηκα, λέει ή Ντόρα. Μην ανοίξετε άλ­ λες τρύπες στο κτήμα μου. "Ε­ πεσα σέ μιά καί κόντεψα νά σκο τωθώ. — Μην άνησυχής, τής λέει γε­ λώντας ό Κρέημερ· Τώρα θά φτιάξουμε παγίδες βόρεια, έξω από τό κτήμα σου... Ευχαριστώ γιά τό αμάξι.

Τά δυο αμάξια ξεκινούν καί τά κορίτσια μένουν μόνα τους πάλι γιά νά συνεχίσουν την κου­

.0 Κάου — Μπόϋ βέντα τους. 'Ο Κρέημερ καί οί άλλοι απομακρύνονται από τό κτήμα τής Ντόρα Λέησυ αργά. Δεν έχουν πάει πολύ μακρυά, ό­ ταν ένας καβαλλάρης έρχεται τρέχοντας από την απέναντι με­ ριά τού δρόμου. Μόλις τούς βλέ­ πει δυναμώνει τό τρέξιμό του, καί τελικά, λαχανιασμένος, στα­ ματάει δίπλα τους. — Νέντ!, λέει ταραγμένος. "Εχω νά σου πω νέα. ΤΗρθε στην πόλι μας ό Τζώννυ Ντέλμοντ, αυτός πού άποκαλοΰν Κάου Φάντασμα, καί έχει άναλάβει νά άνακαλύψη τούς δολοφόνους τού Σάμ Νόξ, τού ραΐντζερ. Μιά έκφρασι κακίας απλώνε­ ται στά χαρακτηριστικά τού Κρέημερ. "Εχει ακούσει πολλά γιά τον θρυλικό Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί σάν όλους τούς ανθρώπους πού δέν έχουν καθα­ ρή συνείδησι, τον μισεί θανάσι­ μα· — Θά τον συγυρίσουμε όπως συγυρίσαμε καί τον ραΐντζερ, λέει. Σλίμ, Πήτε, πάρτε τό αμά­ ξι καί πηγαίνετε νά πάρετε την αρκούδα από τό σπίτι τού Ντόλβιγκ γιά νά στείλουμε τά ζώα στον σταθμό. Στο μεταξύ, έγώ θά καταστρώσω ένα σχέδιο γιά νά βγάλουμε τον Ντέλμοντ καί την παρέα του από τή μέση. Δέν θά τούς άφήσω νά μοΰ χα­ λάσουν τή δουλειά. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ καί ό Μπόμπυ φτάνουν στο μεταξύ, στο νέο κτήιμα τής Ντόρα Λέ­ ησυ. Μαθαίνουν από τήν Ντόρα γιά τήν συζήτησί της μέ τον Κρέημερ καί μετά απ’ αυτό, ό Τζώννυ πέφτει σέ συλλογή. Είναι βέβαιος, ότι κάτι παράξενο συμ­ βαίνει σέ τούτη τήν περιοχή, κά­ τι πού έφαγε τον Νόξ, αλλά δέν μπορεί νά τό προσδιορίση. Τού κάνει μεγάλη έντύπωσι, τό πώς χάθηκαν οι δύο δολοφό­ νοι εκείνη τήν ημέρα, λές κι5 ά­


ΦΑΝΤΑΣΜΑ νοιξε ή γή και τούς κατόπτιε. Ή επιθυμία του νά ψάξη άλλη μια φορά έκεΐνο το μέρος είναι με­ γάλη. Την ανακοινώνει και ό Μπόυπυ κρεμάει τα μούτρα του. Φαίνεται διατεθειμένος νά μην άκούση τον φίλο του αυτή τη φορά, αλλά, δταν τά κορίτσια λένε δτι θά πάνε μαζί τους γιά παίρέα, αναγκάζεται νά όοκολουθήση κΓ ας μή τό θέλη. Τά τέσσερα παιδιά γυρίζουν κοντά στον λόφο πού έγινε σκη­ νή ενός, φόνου καί αρχίζουν νά ψάχνουν την γύρω περιοχή, προ­ σέχοντας τις τρύπες, -αφνικά, ό Μπόμπυ βλέπει μιά αρκούδα, στην άκρη μιας περιοχής, γεμά­ της βλάστησι, νά προχωράη αρ­ γά. Τρομαγμένος τραβάει τό πι­ στόλι του καί τό αδειάζει πάνω της. Ή αρκούδα φαίνεται νά στα ματάη, αλλά, πράγμα παράξενο δεν πέφτει χάμω. 'Ο Μπόμπυ μένει σαστισμένος. 'Ο Τζώννυ πού έχει παρακο­ λουθήσει .όλη τη σκηνή, ακούει τρεχάτα βήματα από την μεριά πού είναι ή αρκούδα καί τρομα­ γμένο χλιμίντρισμα αλόγων. Σπηρουνίζει τό άλογό του καί τρέχει προς τά εκεί. Βλέπει δύο ανθρώπους νά τρέχουν καί νά κρύβωνται πίσω από τον πεσμέ­ νο κορμό ένός δέντρου, πέρα μακρυά. Πάνω στον δρόμο έχουν έγκαταλείψει μιά ανοιχτή καρότσα, όπου είναι φορτωμένη μέ μιά βαλσαμωμένη αρκούδα. Γελώντας μέ την γκάφα του Μπόμπυ, φωνάζει τούς δύο αν­ θρώπους νά γυρίσουν πίσω, αλ­ λά εκείνοι σηκώνονται ξαφνικά, καί χώνονται τρέχοντας μέσα σ’ ένα μικρό δάσος καί εξαφανί­ ζονται. Οί πιστολιές του Μπόμ­ πυ τούς έχουν τρομάξει. Σ’ αυ­ τό τό συμπέρασμα καταλήγει ό Τζώννυ, μή ξέροντας, ότι οί δύο αυτοί άνθρωποι είναι συνεργάτες του Κρέημερ καί φρόντισαν νά

11 εξαφανιστούν μόλις άνεγνώρισαν τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ κυττάζει τή;ν ταριχευιμένη αρκούδα σκεφτι­ κός. Οί φίλοι του πού έχουν τρέξει κοντά του, νοιώθουν όλοι τήν ίδια απορία. Τί δουλειά έχει αυ­ τό τό βαλσαμωμένο θηρίο σέ τούτη τήν έρημη περιοχή, τόσο μακρυά από τό κτήμα τού Ντόλβιγκ; — Μήπως... μήπως τις βγά­ ζει περίπατο μετά τό βαλσάμωμα; λέει δειλά ό Μπόμπυ. ’Τί είναι βαλτός γιά νά μού κόβη τή χολή εμένα, κάθε λίγο καί λιγάκι; — Αυτό θά μάς τό πή ό ί­ διος, απαντάει ό Τζώννυ. Εγκαταλείπει τό άλογό του καί κάθεται στην Θέσι τού οδη­ γού τής καρρότσας. "Αλλη μιά φορά αφήνουν μισοτελειωμένη τόν έρευνά τους καί παίρνουν κατεύθυνσι προς τό ράντς τής Ντάρας Λέησυ, πού τό έχει νοι­ κιασμένο ό "Αλμπερτ Ντόλβιγκ. Τό άλογο τού Τζώννυ ακολου­ θεί από πίσω, σάν πιστό σκυ­ λί.

Πάλη μέ τό θηρίο 'Γ ΝΤΟΛΒ I Γ Κ γίνεται έ* ξω Φρένων μόλις βλέπει τά σημάδια πού έχουν κάνει οί σφαί­ ρες τού Μπόμπυ στο δέρμα τής


Ό Κάου - Ηπόϋ

12 βαλσαμωμένης άρκούδας και αρ­ χίζει νά βρίζη θεούς και δαί­ μονες. — Καλύτερα ν5 άφήσης τούς θυμούς κ. Ντόλβιγκ, λέει ό Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα αυστηρά και νά μάς ττής τί έκανε ή βαλσα­ μωμένη αρκούδα πέρα στην ερη­ μιά. — Στην ερημιά; κάνει έκπλη­ κτος ό ταριχευτής. ) Ντέλμοντ^ τού λέει τί ακρι­ βώς εχει συμβή καί ό Ντόλβιγκ μένει μέ ανοιχτό τό στόμα. ^— 'Ομολογώ, πώς δέ μπορώ νά καταλάβω, λέει. Ό Κρέημερ έστειλε τά ζώα στον σταθμό. Γιατί έκανε τέτοια βόλτα τό α­ μάξι; — Στην έρώτησι αυτή, μόνο ό βοηθός σου μπορεί ν’ άπαντήση. — Τον άφησα στο έργαστήριό μου. Ετοιμάζει ένα άλλο ταριχευμένο ζώο γιά τον σταθμό. — Θά ήθελα νά του μιλήσω. Καθώς γίνεται αυτή ή συζήτησι, κανείς δεν βλέπει τον Νέντ Κρέηίμερ που, κρυμμένος στη γω νιά του σπιτιού, ακούει τά πάν­ τα μέ τό πρόσωπο στρεβλωμέ­ νο από μιά έκφρασι κακίας. Σέ μιά στιγμή, τό πρόσωπό του παίρνει ένα σατανικό ύφος. Φεύ­ γει από τη γωνία καί τρέχει στο πίσω μέρος τού σπιτιού, έκεΐ πού έχει αφήσει τό κλουβί μέ τό «κουγκάρ», Εΐχει Φορτώσει τό άλλο ταριχευμένο ζώο στην καρρότσα καί ήταν έτοιμος νά φύγη, δταν ακούσε τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί την παρέα του νά φτάνουν μέ την άμαξα. Τό εγκληματικό μυαλό του έχει συλλάβει ένα τρομερό σχέδιο. Θέλει νά έκδικηθή πού ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα προσπαθεί νά άνατρέψη τά σχέδιά του. Μή ξέροντας τίποτα από τις εκδικητικές σκέψεις τού Νέντ

σμα καί ή παρέα του άκολουθούν τον ταριχευτή Ντόλβιγκ, πού τούς οδηγεί στο έργαστήριό του. Ανοίγει τήν πόρτα και μπαίνει πρώτος. Τή στιγμή πού μπαίνει καί ό Τζώννυ, άκούγεται ένα τρομερό ούρλιαχτό άπό τήν άλλη άκρη τού δωματίου 'Ο Ντόλβιγκ βγάζει μιά κρσυ γή τρόμου. Κατάπληκτος ό Τζών νυ Ντέλμοντ βλέπει ένα τερά­ στιο «κουγκάρ» νά πλησιάζη ά­ πό τήν άλλη μεριά τού δωματί­ ου, μέ τά σαγόνια ορθάνοιχτα καί τό τρίχωμα σηκωμένο. Πίσω του τά κορίτσια καί ό Μπάμπυ νά στριγγλίζουν μέ τρόμο. Οί στριγγλιές αυτές εξαγρι­ ώνουν τό θηρίο ακόμα περισσό­ τερο. Τό λυγερό κορμί του μα­ ζεύεται σάν έλατήριο καί μετά τινάζεται μέ άγρια μεγαλοπρέ­ πεια. Στόχος του είναι ό Τζών­ νυ Ντέλμοντ, πού μ’ ένα πήδη­ μα έχει βρεθή μπροστά άπό τον έντρομο Ντόλβιγκ. Μά αυτή δέν εΐναι ή μόνη κίνησι πού κάνει ό θρυλικός Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα. Καθώς βλέ­ πει τό θηρίο νά τινάζεται στον αέρα καί νά έρχεται καταπάνω του, μέ τά σαγόνια ορθάνοιχτα καί τά νύχια γυμνωμένα, τό χέ­ ρι του τινάζεται στο έξάσφαιρο πού κρέμεται στο πλευρό του μέ ταχύτητα πού δέ μπορεί νά τήν συλλάβη ανθρώπινο μάτι. Τό έξάσφαιρο βγαίνει μέ τα­ χύτητα αστραπής καί ώσπου νά φτάση κοντά στον κάτοχό του τό θηρίο, έχει κιόλας φτύσει φωτιά καί μολύβι τέσσερις φορές. Οί τέσσεοις σφαίρες, υπολογισμέ­ νες άπό τό έμπειρο χέρι τού Τζώννυ Ντέλμοντ, πετυχαίνουν τό θηρίο στο στήθος καί στο κεφάλι καί τό σωριάζουν χάμω λές καί τό έχει χτυπήσει κε­ ραυνός. Τό κουγκάρ άφήνει με­ ρικά σιγανά γρυλλίσματα, σπα­

|<ρέημερ,

ράζει μΐ(? - δυο Φορές κςχ} μετά

9

ΚάΡύ Μπόϋ Φάντ#*


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

13

μένει τελείως ακίνητο. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ περιμέ­ νει να χαλαρώσουν τα τεντωμέ­ να νεύρα του μια στιγμή καί με­ τά θηκαρώνει τό πιστόλι του. 'Ο Ντόλβιγκ και τα κορίτσια μέ τον Μπόμπυ τον κυττάζουν σαστισμένοι, μή μπορώντας νά πιστέψουν εκείνο που είδαν τά μάτια τους. -— Πρώτη φορά είδα τέτοιο γρήγορο τράβηγμα!, κάνει ό Ντόλβιγκ. ^ Μά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα δεν του δίνει σημασία. Πάει στο παράθυρο τοΰ δωματίου, τό α­ νοίγει και κυττάζει έξω. Τό κλου βί όπου ήταν κλεισμένο τό κουγκάρ, είναι ακουμπισμένο, ή μιά του άκρη, πάνω στο περβάζι του παραθύρου καί ή πόρτα του α­ νοιγμένη. — Κάποιος έβαλε έπίτηδες τό «κουγκάρ» μέσα σ’ αυτό τό δωμάτιο, ξέροντας ότι θά μπαί­ ναμε έμεΐς, λέει. ,— Ποιος... ποιος, όμως; ρω­ τάει έκπληικτος ό Ντόλβιγκ. — Που είναι ό Κρέημερ; — Δέν είναι δυνατόν νά υπο­ ψιάζεσαι αυτόν!, λέει ό ταρι­ χευτής. Ασφαλώς, θά έχη πάει στον σιδηροδρομικό σταθμό. ;— Αυτό θά τό δούμε, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Ντόρα, μείνε έδώ μέ τον κ. Ντόλβιγκ. Νά μάς περιμένετε. Μπόμπυ, 'Άννυ, έλάτε μαζί μου!^ Μουδιασμένα ακόμα τά δυο α­ δέρφια άπ5 αυτό που έχουν άντικρύσει τά μάτια τους καί νοι­ ώθοντας τον θαυμασμό τους νά μεγαλώνη γιά τον γενναίο σύν­ τροφό τους, ακολουθούν τον Κά­ ου Μπόϋ Φάντασμα· 'Ο τελευ­ ταίος καβαλλάει τό άλογό του καί πηγαίνει στο πίσω μέρος τοΰ σπιτιού. Τά ’ίχνη πού έχει αφήσει τό αμάξι τού Κρέημερ φαίνονται καθαρά. Σκυφτά πά-

V» στή σέλλα τους τά τρία πς*ι-2*

ί

ν

ί

V

^

διά, αρχίζουν νά τά ακολουθούν. Αυτού τού είδους ή παρακολούθησι δέν είναι εύκολη, γιατί αλλού τά ίχνη είναι καθαρά κι* αλλού μπερδεύονται μέ άλλα. Τά τρία παιδιά κάνουν πολλές^ βόλ­ τες γύρω γιά νά ξαναβρούν τά ίχνη πού τους ενδιαφέρουν. Ικανοποιημένος ό Τζώννυ ΝτέλμΡντ διαπιστώνει, ότι τά ί­ χνη οδηγούν προς τά βόρεια, στο μέρος όπου δολοφονήθηκε ό ραΐν τζερ Σάμ Νόξ καί όπου βρήκε τό γυάλινο μάτι. Προχωρούν κάμπο­ σο ακόμα καί ξαφνικά, αχούνε μπροστά τους τον χαρακτηριστι­ κό θόρυβο που κάνει μιά καρότσα όταν τρέχη. Παύουν νά κυτ­ τάζουν τά χνάρια τοΰ^ αμαξιού τώρα καί τό ακολουθούν μέ τον ήχο. — Προσέξτε μην κάνετε φα­ σαρία, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα στους φίλους του. Δέν πρέπει νά μάς άντιληφθή ό Κρέ­ ημερ. Είμαι βέβαιος, ότι θά μάς όδηγήση στη λύσι τοΰ μυστηρί­ ου καί δέν πρέπει νά χάσουμε αυτή την ευκαιρία. Τά δύο παιδιά κουνάνε τά κε­ φάλια τους καταφατικά. 'Ο Μπό μπυ μέ μίση καρδιά. ’Άν 6 Κρέ­ ημερ τους όδηγή στη λύσι τού μυστηρίου, αυτό σημαίνει φασα­ ρία, π ι στολίδι καί σκστωιμούς — τρία πράγματα, δηλαδή, πού τον κάνουν νά νοιώθει φρίκη. Αυτό, δηλαδή, ώσπου νά δεχτή ένα δυνατό χτύπηιμα στο κεφά­ λι καί νά γίνη ό δεύτερος εαυ­ τός του. Μόνο πού δέν τό ξέρει αυτό... γιά νά πάρη κουράγιο. Πάνω από τις κορυφές των δέντρων καί των θάμνων ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα βλέπει ένα βρα­ χώδες ύψωμα νά πλησιάζη. Κα­ τά τούς υπολογισμούς του, ή καρρότσα πού ακολουθούν προς τά εκεί πηγαίνει. Τί υπάρχει ά­ ραγε σ’ αυτό τό ύψωμα, πού έν? διαφέρει τον Κρέημερ;


Ό Κάου — Ηπόϋ' Μ’ αυτό τό ερώτημα στο μυα­ λό, συνεχίζει την παρακολούθη­ σή Ή καρρότσα πηγαίνει πιο αργά τώρα καί σέ μια στιγμή τά τρία παιδιά την βλέπουν μπροστά τους. "Έχοντας ένα βαλ σαμωιμένο ζαρκάδι πίσω της, κ α­ πευθύνεται γιά μιά μεγάλη τρύ­ πα ανοιγμένη στη βάσι του βρα χώδους υψώματος· Ή τρύπα αυ­ τή είναι πλαισιωμένη από ξύλα. 'Ο Τζώννυ την αναγνωρίζει. Εί­ ναι η είσοδος ένός ορυχείου — έγκαταλελειμμένου ασφαλώς, αν κρίνη από την έμφάνισί της. Κάνει νόημα στους συντρό­ φους του νά σταματήσουν καί χώνεται πίσω από ένα θάμνο. Τά παιδιά τον μιμούνται. 'Ο Κρέημερ, γιατί αυτός οδηγεί πράγματι την καρότσα, γυρίζει καί ρίχνει μιά ματιά πίσω του. Μη βλέποντας κανέναν, μπαίνει με την καρότσα μέσα στο ορυ­ χείο καί χάνεται από τά μάτια των παιδιών. 'Ο Μπόμπυ, παρά τις ανησυ­ χίες του, κοντεύει νά σκάση α­ πό περιέργεια. — Τζώννυ, τί πάει νά κάνη με τά βαλσαμωμένα ζώα μέσα στο ορυχείο; Μήπως τρελλάθηχε; — "Όχι, Μπόμπυ, δεν τρελλάθηικε, απαντάει ό Κάου Μπόυ Φάντασμα. Κάτι υπάρχει μέσα σ’ αυτό τό ορυχείο καί θά τό όονοοκαλύψουμε σύντομα·.. Πάμε. Πλησιάζουν αργά την είσοδο καί ξεπεζεύουν απ’ έξω. 'Ο Τζών νυ λέει στην ’Άννυ νά κρυφτή πίσω άπο έναν βράχο καί νά έχη τον νοΰ της μήπως έρθη κα­ νένας από πίσω τους καί, παίρ νοντας τον κατάχλωμο από τον φόβο του Μπόμπυ, χώνεται μέσα στο τούνελ. Εχοντας τον κατατρομαγμέ­ νο Μπόμπυ κολλημμέναν επάνω του, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα

προχωράει ψηλαφητά μέσα στο σκοτάδι. "Οσο προχωρούν, τό σκοτάδι αυτό γίνεται αραιότε­ ρο. "Ενα φώς καίει κάπου μπρο στά. Με προσοχή τά δύο παιδιά προχωρούν προς τά έκεί. Βλέ­ πουν από μακρυά τό τούνελ νά πλαταίνη καί νά σχηματίζη κά­ τι πού μοιάζει με δωμάτιο. Δυο δυνατές λάμπες καίνε εκεί μέσα. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα βλέ­ πει τον Κρέημερ καί δύο άλλους νά συζητούν μέ χειρονομίες. Γύ­ ρω τους βλέπει πράγματα πού κάνουν τό αΐμα νά κυλυση καυ­ τό στις φλέβες του. Ξέρει τώρα τό μυστικό πού άνεκάλυψε ό Σάμ Νόξ, μέ αποτέλεσμα νά χά ση τη ζωή του.

Τό μυστικό του ορυχείου Γ|Λ Ο ΜΕΡΟΣ όπου προχωρούν 0 τά δύο παιδιά, είναι στρω­ μένο μέ ράγες σιδηροδρόμου, ό­ πως όλα τά ορυχεία· Προχωρούν λίγο ακόμα καί πλησιάζουν ένα βαγονέτο πού είναι άκουμπισμέ νο πάνω στις ράγες. Κρύβονται πίσω απ’ αυτό τό βαγονέτο καί κυττάζουν από τις άκρες τους, στήνοντας τ’ αυτί τους. —Ανόητοι, γιατί τον αφήσα­ τε νά σάς πάοη την αρκούδα; Άκούγεται θυμωμένη ή φωνή τού Κρέημερ. Τώρα θά πρέπει


ΦΑΝΤΑΣΜΑ νά βάλουμε δλο τό «υλικό» μέ­ σα σ’ αυτό τό ζαρκάδι. Και αν δέν βγάλουμε από τη μέση τον Τζώννυ Ντέλμοντ, θά είναι ή τε­ λευταία μας αποστολή αυτή! — Τζώννυ, για ποιο υλικό μι­ λάει; Ρωτάει ψιθυριστά ό Μπόμπυ. —Αέν κατάλαβες ακόμα; τοΰ απαντάει ό Τζώννυ. Αυτά πού βλέπεις είναι τυπογραφικά πιε­ στήρια. — ΤΙ, εφημερίδα βγάζουν; ρωτάει σαστισμένος ό Μπόμπυ. —Όχι. Τυπώνουν πλαστά χαρτονομίσματα. Σώπα ν’ ακού­ σουμε. Την ίδια στιγμή φτάνουν οί άλλοι δυο συνεργάτες του Κρέημερ έξω από τό ορυχείο. Βλέ­ πουν τά ξένα άλογα καί πιά­ νουν τά έξάσφαιρά τους. Κάτι τούς λέει ότι τά πράγματα δέν πάνε καλά· — Νά ξέρης, τά άλογα αυτά θά είναι του Τζώννυ Ντέλμοντ καί τής παρέας του!, λέει ένας από τούς νεοφερμένους. ’Άν έ­ χουν μπή στο ορυχείο, τούς έ­ χουμε στό χέρι. Στο μεταξύ,^ ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ καί ό Μπόμπυ βλέπουν τον Κρέηί|ΐερ νά σκίζη μ’ ένα μαχαί­ ρι την κοιλιά του βαλσαμωμέ­ νου ζαρκαδιού. — Φέρτε τά χαρτονομίσματα γρήγορα, λέει στούς συνεργά­ τες του. Πρέπει νά προλάβουμε τό τραίνο. Οι κακοποιοί αρχίζουν νά δουλεύουν μέ πυρετό. -— Σκέψου πλάκα νά μην υ­ ποψιάζεται τίποτα ό Ντόλβιγκ!, λέει ό Σλίμ, ένας από τούς αν­ θρώπους τόύ Κρέημερ. Καί φαντάσου την έκπληξί του ν’ άνοιξη κανένα από τά ζώα, του καί νά βρή μέσα πλαστά χαρτονομί­ σματα ! Αλήθεια, Νέντ, πώς α­ ναγνωρίζει ο συνένοχός σου στο

15 Μουσείο τά ζώα πού έχουν χαρ­ τονομίσματα; —3Από τό χρώμα τών ματιών τους, απαντάει βιαστικά ό Κρέ­ ημερ, δουλεύοντας μέ πυρετό. ’Άν τά μάτια τού ζώου είναι ά­ σπρα, αυτό σημαίνει ότι περιέ­ χουν πλαστά χαρτονομίσματα. Ό Ντόλβιγκ χρησιμοποιεί χρω­ ματιστά μάτια, αλλά προτού τά φορτώσω εγώ στό τραίνο τά αλ­ λάζω καί τούς βάζω από τά άσπρα... Νά ή τσέπη μου είναι γεμάτη· Βγάζει μιά χούφτα άσπρα γυάλινα μάτια, σάν αυτά πού βρήκε ό Τζώννυ Ντέλμοντ πάνω στό σωρό μέ τις πέτρες καί τά χώματα καί τούς τά δείχνει. * ★ ★ Την στιγμή εκείνη περίπου, ή ’Άννυ Σμίθ βγαίνει από τον βράχο όπου είναι κρυμμένη μέ τήν καραμπίνα στό χέρι. — Ψηλά τά χέρια, καθάρμα­ τα !, φωνάζει στούς δυο κακο­ ποιούς πού έτοιμάζονται νά μποΰν στό τούνελ. Καί μήν κουνηθήτε από τή θέσι σας. Οί κακοποιοί γυρίζουν ξαφια σμένοι, βλέπουν ένα κορίτσι μό­ νο καί νομίζουν ότι τά πράγμα­ τα δέν είναι τόσο δύσκολα. Τι­ νάζουν τά χέρια τους στά έξάσφαιρά τους καί ταυτόχρονα κά νουν πήδημα στό πλάϊ. Τό έπόμενο δευτερόλεπτο ή καραμπίνα τής ’Άννυ καί τά δικά τους έξάσφαιρα, συνθέτουν ολόκληρο πανδαιμόνιο. Οί κακοποιοί, πού είναι μέσα στό τούνελ καί γεμίζουν τό βαλ­ σαμωμένο ζώο μέ χαρτονομί­ σματα, καί ό Τζώννυ μέ τον Μπόμπυ, ξαφνιάζονται. Ό Τζών νυ καταλαβαίνει αμέσως ότι μέ κάποιους έχει συμπλακή ή ’Άννυ. Οί άλλοι δέν καταλαβαίνουν τι γίνεται. — Γρήγορα έξω νά δούμε τί


συμβαίνει!, φωνάζει ό Κρέημερ τραβώντας τό έξάσφαιρό του. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ βρίσκε­ ται σέ δίλημμα· Νά μείνη νά συλλαβή τούς κακοποιούς η νά τρέξη νά βοηθήση την ’Άννυ; Νι κάει ή δεύτερη σκέψι. ’Ίσως νά χρειάζεται βοήθεια ή φίλη του. Οσο γιά τούς κακοποιούς, δ,τι κι’ άν κάνουν, θά είναι παγιδευμένοι. Υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυ­ νος, δμως. ’Άν γυρίσουν νά φύ­ γουν, οί κακοποιοί θά ιούς άντιληφθούν καί θ’ αρχίσουν νά τούς ρίχνουν. Καί δέν υπάρχει μέρος μέσα στο τούνελ γιά νά καλυφτούν. Πώς θά φτάσουν έξώ δίχως νά κινδυνέψουν; Ή άπάντησι σ’ αυτό τό έρώτηιμα βρίσκεται εύκολα. Βοηθάει τον έντρομο Μπόμπυ νά μπή μέ­ σα στο βαγονέτο, τού δίνει μιά σπρωξιά προς τά έξω καί μετά πηδάει κΓ αυτός μέσα. Τό βα­ γόνι αρχίζει νά τρέχη μέ ορμή πάνω στις ράγες πού έχουν κα­ τηφορική κλίσι. βλαστημώντας οι κακοποιοί πού έχουν καταλάβει τί περίπου συμβαίνει, ρίχνονται ^ ξωπίσω στο βαγονέτο, πυροβολώντας α­ πανωτά μέ τά πιστόλια τους. Μά ή λαμαρίνα τού βαγονιού εί­ ναι χοντρή καί δέν περνούν οί σφαίρες. Οί δυο φίλοι ταξιδεύουν γορ­ γά πάνω στίς ράγες· 'Ο Μπό­ μπυ μάλιστα έχει αρχίσει νά διασκεδάζη. Μά δέν προλαβαί­ νει νά χαρή πολύ. Οί ράγες τε­ λειώνουν ξαφνικά, λίγο έξω από τήν ε’ίσοδο τού τούνελ. Τό βαγο­ νέτο βρίσκει σέ μιά πέτρα, τουμ πάρει καί αδειάζει τό περιεχό­ μενό του κακήν κακώς στο χώμα. 'Ο Τζώννυ κάνει ένα υπέροχο άλμα, σκάει στο έδαφος μέ την πλάτη καί ξαναβρίσκεται όρ­ θιος μέ τό έξάσφαιρό στ© χέρι. 40 Μπόμιτυ προσγειώνεται μέ

τό κεφάλι. Βγάζει ένα τίόνεμένό βογγητό καί μετά Ίτετάγέταί πάνω, άλλος άνθρωπος. Τό δυ­ νατό χτύπημα στο κεφάλι^ τον έχει μεταμορφώσει άτόν δεύτερό εαυτό του. — Τί ήταν αύτό; μουγκρίζει. Ποιος μέ άδειασέ χάμω λές κι’ ήμουν..· ακαθαρσία; Βλέπει μπροστά τού τούς 5υό αντιπάλους τής ’Άννυ πού τά έχουν τελείως χαμένα από τήν απροσδόκητη έξέλιξι πού πήραν τά πράγματα. Τό θολωμένο μυα­ λό του βλέπει αυτούς σάν υπαι­ τίους γιά δ,τι έπαθε. Ρίχνεται πάνω τους σάν εξαγριωμένος ταύρος. 'Ένας από τούς κακοποιούς συνέρχεται πιο γρήγορα από τον αντίπαλό του καί γυρίζει τό πιστόλι του προς τον Μπό­ μπυ. Τό έξάσφαιρό τού Τζών­ νυ Ντέλμοντ δμως, φτύνει φω­ τιά καί μολύβι κι* ένα καυτό μολύβι τού τρυπάει τό χέρι πέ­ ρα γιά πέρα. 'Ο Μπόμπυ πετυ­ χαίνει τον άλλον σαστισμένο α­ κόμα καί αρχίζει να τον βομβαρδίζη μέ τις γροθιές του, σχο λιάζοντας συνήθως τό κάθε του χτύπημα : , — Νά ένα δεξιό... νά κι’ ένα αριστερό..· πάρε καί μιά κου­ τουλιά. Νά μάθης νά μήν ξαναβάλης τρικλοποδιά στο βαγο­ νέτο ! Οί κακοποιοί πού βγαίνουν από τό τούνελ μέ τά έξάσφαιρα στά χέρια, βρίσκονται αντιμέ­ τωποι μέ τήν καραμπίνα τής ’Άννυ καί τό έξάσφαιρό τού Τζώννυ. 'Ο τόπος βροντάει καί αστράφτει. .'Ο Κάου Μπόϋ Φάντο:σμα καί οί φίλοι του θριαμ­ βεύουν. Οί δύο μπράβοι τού Κρέημερ πέφτουν κάτω χτυπημέ νοι άσχημα καί ό ίδιος πετάει τό πιστόλι του καί σηκώνει τά χέρια ψηλά, φωνάζοντας νά τού χαρίζουν τήν ζωή.


1*

<&ΑΝτ*ΑϋΜΑ 'Ο Μπόμπυ πού εχει ξωφλήσει με τον πρώτο του αντίπαλο, γυρίζει καί τού ρίχνεται. 'Ο Τζώννϋ τον ξεκολλάει με μεγά* λη δυσκολία από τά χέρια του· ★

*

Μια ώρα αργότερα ό Τζώννυ Ντέλμοντ λέει ^ τα καθέκαστα στον σερίφη τοΰ Πάντοκ. —-'Ο Σάμ Νόξ είχε ανακαλύ­ ψει όλη αυτή την βρομοδουλειά και οί κακοποιοί τον σκότωσαν για νά μη τούς χαλάση τά σχέ­ δια. Μά τύχαμε μεΐς στην δολο­ φονία καί έγιναν τά γνωστά. Ό ’ Αλμπερτ Ντόλβιγκ δέν είχε ι­ δέα γιά ό,τι γινόταν. 'Ο Κρέημερ έπαιρνε τά ζώα πού προωρίζονταν γιά τό μουσείο τά πή­ γαινε στο ορυχείο κι5 εκεί τά γέμιζε με πλαστά χαρτονομί­ σματα καί τούς άλλαζε τά μά­ τια για νά γνωρίζωνται. Σίγου ρα αυτός σκότωσε τον Νόξ. Εΐχε την τσέπη του γεμάτη απ’ αυτά τά γυάλινα μάτια. Ένα απ’ αυτά του έπεσε καί τό βρή­ κα έγώ. Αυτό ήταν ή καταστρο­ φή του, όπως άποδείχτηκε. 'Ο σερίφης του Πάντοκ δέν ξέρει πώς νά ευχαρίστηση τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα γιά τή μεγάλη έκδούλευσι πού του πρόσφερε· Μά ό Τζώννυ Ντέλ­ μοντ δέν θέλει ευχαριστίες. Του φτάνει ότι γιά μιά ακόμη φορά βοήθησε νά έπιβληθή ό νόμος καί ή δικαιοσύνη στούς ανό­ μους. *

*

Μετά απ’ αυτήν την περιπέ­ τεια, περνούν μερικές όμορφες μέρες στο Πάντοκ. 'Ο Μπόμπυ έχει γίνει στςνός φίλος μέ τον Ντόλβιγκ καί τις περισσότερες ώρες του τις περνάει στο έργα-

στήριο του ταριχευτή· "Οταν δέν είναι με τόν^ ταριχευτή, εί­ ναι στο μπαρ τής πόλης καί.;, μπεκροπίνει. Είχε ανέκαθεν μιά τρομερή συμπάθεια στήν μπύρα κι* έπει6ή ή μπύρα τού Πάντοκ είναι πο λύ νόστιμη καί πολύ παγωμένη, ό Μπόμπυ 6έ λέει νά βγάλη τό ποτήρι από τό στόμα του. — Ποτέ νά μή πεθάνης μπυρίτσα μου!, λέει καί ξαναλέει. Θά σέ πιώ γιά νά σε χορτάσω γιατί δέν..· μάς βλέπω πολλές μέρες ακόμα στο Πάντοκ. Καί δέν πέφτει έξω. Τό μεση­ μέρι τής ίδιας εκείνης μέρας ο Τζώννυ, ό Μπόμπυ, ή ’Άννυ καί ή Ντόρα βρίσκονται στήν πόλι καί τρώνε παρέα μέ τό σερίφη. "Εχουν τελειώσει τό φαγητό τους καί ανταλλάσσουν αστεία, όταν ξαφνικά άκούγεται γρήγο­ ρος καλπασμός αλόγου. Ένας καβαλάρης, γερμένος πάνω στή σέλλα του μπαίνει όρ μητικός μέσα στήν πόλι, ανα­ στατώνοντας τον κόσμο στο διά βα του. Τό καταϊδρωμένο άλο­ γό του τρέχει πάνω στον κεν­ τρικό δρόμο καί σταματάει μπροστά στο έστιατόριο, λές καί ξέρει ότι εκεί μέσα βρίσκε­ ται ό άνθρωπος πού γυρεύουν. Μ’ ένα πονεμένο βογγητό, ό καβαλάρης του φεύγει από τή σέλλα καί σωριάζεται στο χώ­ μα. Από τό στήθος του τρέχει άφθονο αίμα. 'Ο κόσμος βλέπει μέ γουρλωμένα μάτια τό χώμα νά βάφεται κόκκινο κάτω από τό σώμα του. Πολλοί τρέχουν κοντά του νά τον βοηθήσουν. — Τό·.. τον σερίφη, τραυλί­ ζει εκείνος. Θέλω τον σερίφη. ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ


Τό επόμενο τεύχος, τό 11, είναι ενα αριστούργημα δράσεως :

ΣΤΟ ΤΕΞΑΣ

, Ένα τεύχος πού θά μείνη αξέχαστο!

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ' - ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 10 - Τιμή 1.50 δραχ. Γεν, Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Αέκκα 22 Άθήναι (125)



ΧΗνιιουνΝνυ τ

αοότνώοο^οιι αοχ ιορογ^ το


ιρρρ >

' ί.

'

-

ΪΧ

ΡΡΟ^ΡΙ®^ βιίι^ιι Φ^Λ 1Ι§&«

'%$βΦΒζ$$§^^ψ0· ·:Μ^ΜΜΚΜ&Μ§·4%ν^

ϋΐ^ϋ

Μ

■« · -ζ&ψ·;>,ν ν.ϊ ·'■('>·»'*'';

ΜΜ$Μ0$ ΛΆβ&Ο&ΚΒίβίΛΛ9Κ9Β£

..."".Αν^. λτΑλτλ'

:ΧΓ·&2··''"·Η··.·'·

V*$#!ν?Μ·

-

§φΒ#®|

ί\

;

11

>··;.·.">ν ·: ,'&ί.ν-’®; £Μ&?«

ΙΜ1ΙΙ 'ϋί&. '!-

■ ' .’:'Μ&$Μ !»·

·&2&ί»

ΡΜ ίϋ ββ|11'Ι#*»:Κί1ΙΙ

1

|ΜΜ||1»Μ:|®Μ ΗΡΗη^Ρΐ Γ V

% ϊΜΜί ?&Μ ϊϊ;ϊΐί£έ' 'φΛ&ζ *&*&&%&* ;*«#&9

■>&.; %

■■■■

«Μ

ϊ'ν'ί

νΛν'ντ;; ι &;£Αγ:

-

"Αδ& Γ"7νν.·

?ρι ϊίί-ΐΡί ΒΒ ηΜβ



Ό πληγωμένος κάου - μπόϋ /) ΤΖΩΝΝΥ ΝΤΕΛΜΟΝΤ, ό ' * Μπόμπυ, ή ’Άννυ Σμίθ και ή Ντόρα Λέηζυ, πού τούς φιλο­ ξενεί στο ΙΊάντοκ, βρίσκονται στην πόλι, εκείνο τό μεσημέρι, και τρώνε στο εστιατόριο, πα­ ρέα μέ τον σερίφη. 'Ο Μπόμπυ πού από τό πρωί είχε χωθή στο μπαρ καί ρουφούσε τη δροσάτη μπύρα σαν σφουγγάρι, έχει τά

κέφια του. Τρώει μέ όρεξι καί κάθε τόσο διακόπτει, για μια στιγμή, καί μουρμουρίζει πόσο όμορφη είναι η ζωή. 'Ο σερίφης τού Πάντοκ δέν έ­ χει την ίδια γνώμη. Γι’ αυτόν ή ζωή θά γίνη πολύ άσχημη από αύριο. ’Αρχίζουν νά καταφτά­ νουν τά κοπάδια από τά μεγά­ λα ράντς, πού προορίζονται γιά πούλημα. Οί κάου μπόϋς πού τά συνοδεύουν θά είσπράξουν τούς μισθούς τού μηνός καί θά τούς


4 ξοδέψουν για ποτό και για διασκέδασι. 'Ο σερίφης ττρέττει να τρέχη δεξιά και αριστερά, επι­ βάλλοντας τον νόμο σ’ αυτά τά ατίθασα πλάσματα, πού θά χα­ λάσουν τον κόσμο με τις γρο­ θιές τους και τά έξάσφαιρά τους· -—’Άν θέλης, Τζώννυ, λέει στον Κάου Μπόϋ Φάντασμα, σχε δον παρακλητικά, θά σε κάνω βοηθό μου. Τό ίδιο καί τούς φί­ λους σου. Μέ σάς θά μπορέσω οπωσδήποτε νά κάνω τη δουλειά μου... Τί λές, δέχεσαι; 'Ο Μπόμπυ καταπίνει μιά μπουκιά μέ θόρυβο καί γυρίζει νά κυττάξη τον φίλο του μέ πρα γματικη αγωνία. Ανάμεσα σέ κακοποιούς καί σέ ατίθασους κάου μπόϋς, προτιμάει τούς δεύ τερους. Καί, έξ άλλου, τό Πάντοκ διαθέτει καταπληκτική μπύρα, ένώ η ερημιά μόνο τσακά­ λια καί κουνούπια. Μά ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν προλαβαίνει νά άπαντηση. Την στιγμή εκείνη άκούγεται γοργός καλπασμός α­ λόγου στον δρόμο. Τό ποδοβο­ λητό σταματάει έξω, ακριβώς, από τό έστιατόριο. Άκούγεται ένας βαρύς γδούπος, σάν νά πέφτη κάτι στο χώμα καί, μετά, ανήσυχες φωνές καί τρεχάματα· 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ δέν πε­ ριμένει νά άκουση περισσότερα. Πετάγεται όρθιος καί τρέχει προς την πόρτα. ΟΙ άλλοι τον ακολουθούν απορημένοι. "Ολοι, δηλαδή, έκτος από τον Μπόμπυ. Αυτός, βλέποντας μιά μοναδική ευκαιρία, μένει πίσω καί αρχί­ ζει ν’ άδειάζη τά ποτήρια τών φίλων του ένα - ένα, μέ κίνδυνο νά πιαστή ή αναπνοή του. —’Άν μέ μαλλώσουν θά πώ ότι τά ήπια γιά νά μή... ζεταθή ή μπύρα, λέει. Κατευχαριστημένος από την

'6 Κάου — Μπόϋ δροσάτη μπύρα, πλαταγίζει τά χείλη του, χαϊδεύει τό στομάχι του καί μέ τρεκλιστά βήματα προχωρεί προς την πόρτα. 'Ο Τζώννυ καί οί άλλοι έχουν βγή έξω ήδη. Βλέπουν ένα άλογο σταματηιμένο στη μέση τού δρό­ μου καί μπροστά στά πόδια του πεσμένος ένας κάου μπόϋ πού βάφει τό χώμα μέ αίμα πού τρέ­ χει από τό στήθος του· Πολλοί από τούς κατοίκους τού Πάντοκ, έχουν τρέξει κοντά του νά τον βοηθήσουν. — Τον... τον σερίφη, τραυλί­ ζει ό πληγωμένος. Θέλω τον σε­ ρίφη. 'Ο σερίφης τού Πάντοκ, μέ τον Τζώννυ Ντέλμοντ δίπλα του, πλησιάζει τον πεσμένο κάου μπόϋ. Γονατίζει δίπλα του, τού άνασηκώνει τό κεφάλι καί μέ μαλακή φωνή τού λέει : — Τί σού συνέβη, φίλε; 'Ο πληγωμένος κάου μπόϋ γλείφει τά ξεραμένα χείλη του καί μέ αδύνατη φωνή απαντάει : —'Ο... ό Αόρυ καί ή συμμο­ ρία του· Γύριζα στο "Οξ Χΐλ α­ πό τό κτήμα μου καί ξαφνικά τούς είδα μπροστά μου. Κρυφτή κα σέ κάτι θάμνους, γιά νά τούς άφήσω νά περάσουν. Αλλά αυ­ τοί σταμάτησαν γιά νά μοιρά­ σουν κάτι. Άπό τά λόγια τους κατάλαβα ότι είχαν ληστέψει τήν τράπεζα τού "Οξ Χίλ καί ότι είχαν σκοτώσει τον σερίφη Μάρπλ... Μαζεύτηκα παγωμένος μέσα στούς θάμνους, αλλά μέ άντιλήφτηκαν. Κάποιος γύρισε καί μού ερριξε. Ή σφαίρα μέ πέτυχε στο στήθος. "Αρχισα νά χάνω αίμα, άλλά δέν έμεινα για νά μέ αποτελειώσουν. Ιττηροώ· νισα τό άλογό μου καί απομα­ κρύνθηκα. Παρ’ όλο ότι ήμουν ζαλισμένος, σκέφτηκα ότι δέν ει χαμέ πια, σερίφη γ&ά^νά πάω νά τού πώ ό,τι είδα και έτσι τρά­


ΦΑΝΤΑΣΜΑ βηξα κατά 8ώ.·. Πρέπει νά κά­ νης κάτι, σερίφη! Τό νέο κάνει δσους τό άκουνε νά μείνουν εμβρόντητοι. Ό σερίφης και ό Τζώννυ Ντέλμοντ άλληλοκυττάζονται. Καί μετά, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα κάνει μιά έρώτησι : — Μήπως ακόυσες προς τά ^οΰ θά πήγαιναν, κάου μπόϋ; — Ναί, απαντάει ό άλλος μέ κόπο. Καθώς μοίραζαν τά λε­ φτά, τούς ακόυσα νά λένε ότι θά συναντιόνταν μέ τούς άλλους στο Στοιχειωμένο 5Ορυχείο, πέ­ ρα στους λόφους Ματαμόρο... "Ωχ, πονάω! . Ό σερίφης δίνει μιά κοφτή έντολή σε μερικούς από τούς πε­ ρίεργους. Εκείνοι κάνουν φο­ ρείο μέ τά χέρια τους καί κου­ βαλούν τον πληγωμένο στο γρα­ φείο του γιατρού. Ό σερίφης κάνει νόημα στον Τζώννυ καί τραβάει προς τό γραφείο του. Τά δυο κορίτσια καί ό Μπόμπυ τούς ακολουθούν· 'Ο τέλευταΐος, πού ένα άσχημο προαίσθημα τού λέει πώς οί ωραίες μέρες πήραν τέλος, ακολουθεί μέ μιά ξυνισμένη έκφρασι στο πρόσω­ πό του. — Τζώννυ, παιδιά, ή θέσι μου είναι πολύ δύσκολη, λέει ό σερίφης όταν βρίσκωνται όλοι μέσα στο γραφείο του. Δέν ξέρω τί νά κάνω. ’Άν βγω νά κυνηγή­ σω τούς κακοποιούς, ή πόλι θά μείνη χωρίς σερίφη καί οί κάου μπόύς θά τά κάνουν όλα λίμπα. ’Άν μείνω νά φυλάξω την πόλι, οί κακοποιοί θά είναι ελεύθεροι νά κάνουν όποιοδήποτε άλλο έγ­ κλημα·.. Χρειάζομαι την βοή­ θεια σου, Τζώννυ. Τί προτιμάς νά άναλάβης; ^ — Τούς κακοποιούς!, απαν­ τάει αυθόρμητα σχεδόν ό Τζών­ νυ Ντέλμοντ. Έσύ είσαι πιο κα­ τάλληλος γιά τούς κάου μπόύς.

Είσαι^ μεγαλύτερος^ στην ηλικία καί θά σέ σεβαστούν περισσότε­ ρο καί,^ μετά, τούς ξέρεις τούς περισσότερους. — Τζώννυκλαψουρίζει ^ ό Μπόμπυ, πιάνοντας τό κεφάίλι του μέ απελπισία. Γιατί τό έ­ κανες αυτό; Γιατί διάλεξες πά­ λι τούς κακούργους; Αέν βαρέ­ θηκες τις τρακατρούκες, ρέ παι­ δάκι μου; Ένώ οί κάου μπόύς είναι καλά παιδάκια καί, τέλος πάντων, πίνουν καί μπύρα! Μά οί διαμαρτυρίες τού Μπό­ μπυ, δέν είναι δυνατόν νά κά­ νουν τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα ν5 άλλάξη άπόφασι. Λέει στους φίλους του νά έτοιμαστουν για­ τί σέ λίγο θά ξεκινήσουν. Μέ ξυνισμένα μούτρα ό Μπόμπυ φεύγει γιά νά μαζέψη τά πρά­ γματά του. Καί,^ ξαφνικά, κάνει: μιά σκέψι.^ Αφού δέν πρόκειται νά ξαναδούν τό Πάντακ, ή άλλη πόλι, σύντομοι, γιατί νά μην εξ­ ασφάλιση μπύρα γιά μερικές η­ μέρες; Τρέχει στον σταύλο πού έχει τό άλογό του, παίρνει τούς δύο πέτσινους σάκκους τής σέλλας του καί τραβάει γραμμή γιοι τό μπαρ. Λίγο αργότερα, οί τρεις φίλοι είναι έτοιμοι νά ξεκινή σουν. Ή Ντόρα Λέησυ λυπάται πολύ πού τούς χάνει, το ίδιο καί ό σερίφης, αλλά καταλαβαί­ νουν καί οί δύο ότι δέν μπορεί νά γίνη άλλοιώς· Εκείνος, πού λυπάται ακόμα περισσότερο, είναι ό Μπόμπυ. —’Άς^ μέναμε λίγον καιρό α­ κόμα έδώ, μουρμουρίζει, κΓ άς μ’ έβαζαν νά κοιμηθώ μέσα σέ μιά από τις τρύπες πού είχε α­ νοίξει ό καλός μου φίλος, ό Ντόλβιγκ γιά νά πιάνη τά θη­ ρία! (*). (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύχος, τό 10, «Τό Γυάλινο Μάτι»


6

Ό Κάου — Μπόϋ \

βγάλουν φτερά καί^ νά πετάξουν στον αγύριστο. Μόνο έτσι θά γλυτώσω από καινούργιες τρο­ μάρες. Μόνο έτσι θά μπορέσω νά ροοφηξω ήσυχα - ήσυχα τό... τονωτικό μου! Καί λέγοντας αυτά, απλώνει τά χέρια του καί χαϊδεύει τούς δυο πέτσινους σάκκους πού κρέ­ μονται από την σέλλα του. ΟΙ σάκκοι αυτοί έχουν πάρει παρά­ ξενα γωνιώδη σχήματα. Καί δεν είναι περίεργο αν λάβη_ύπ> όψι του κανείς ότι ό Μπόμπυ τις έ­ χει... παραγεμίσει μέ κονσέρβες Τό Στοίχεχωμένο γεμάτες μπύρα! Όρυχείο Οί τρεις φίλοι συνεχίζουν την πορεία τους. Οί λόφοι του ΜαΑΘΩΣ οί τρεις φίλοι ^ καλ­ ταμόρο έοχονται κοντά σιγά πάζουν προς τούς λόφους Ματαμόρο, ό Τζώννυ Ντέλίμοντ σιγά. Σ’ ένα σημείο, ό Τζώννυ Ντέλμοντ σταματάει καί, άφοΰ φέρνει στον νοΟ του τό Μπάρτ προσανατολίζεται γιά τό ορυ­ Αόρυ και την άσχημη συντρο­ χείο, συνεχίζει πάλι. φιά του. Αδίσταχτος κακούρ­ Τό ορυχείο αυτό, δεν είναι κα­ γος ρ Αόρυ, εχει μαζέψει γύρω θόλου στοιχειωμένο· Τό ώνάματου τά χειρότερα καθάρματα σαν δμωο έτσι οί πρώτοι άνθρω­ του Τέξας καί έχει γράψει μια ποι πού ήρθαν σέ τούτη την πε­ Ιστορία αίματος καί φρίκης κα­ ριοχής γιατί μια μέσα έπεσαν τά μήκος των συνόρων. δύο από τις γαλαρίες του καί 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα έ­ πλάκωσαν κάπου εβδομήντα ερ­ χει από καιρό την επιθυμία νά γάτες κάτω από πέτρες καί χώ­ συναντηθη «μαζί του. Ή σημερι­ ματα. Έγκατελειμμένο από χρόνή ευκαιρία τον κάνει νά χαί­ ν*α τώρα, εχει χοπσιμοποιηθή ρεται αφάνταστα. "Αν πετύχη σάν καταφύγιο από θύελλες καί τούς συμμορίτες στό^ Στοιχειωβροχές από τούς περαστικούς μένο Όρυχεΐο, 6ά τούς δώση έ­ καί σάν ορμητήριο διαφόρων έκ­ να καλό μάθημα καί θά πάρη πί τος νόμου. "Οπως τώρα του σω τό αίμα γιά τον άδικοσκοΜπάρτ Αόρυ καί τής συμμορίαν τωιμένο σερίφη του "Οξ Χίλ. του. Ή "Αννυ είναι τό μόνο πρό­ σωπο πού καταλαβαίνει καί συμ 'Η είσοδός του παρουσιάζε­ μερίζεται τ’ αισθήματα του νεα­ ται αναπάντεχα μπροστά τους, ρού κάου μπόϋ πού τον θαυμάζει καθώς βγαίνουν από ένα συγ­ όσο κανένα άλλο πρόσωπο στον κρότημα βράχων. Ό Τζώννυ κόσμο. "Οσο γιά τον Μπόμπυ, τούς κάνει νόημα νά σταματή­ από την στιγμή που έφυγαν από σουν. Τό μάτι του έχει πάρει τό Πάντοκ, μουρμουρίζει ευχές μερικά άλογα, δεμένα λίγο πιο πέοα από την είσοδο του όρυκαί κατάρες : — Παναγίτσα μου, ν*Λ άνοιξη νείου, σημάδι ότι οί κακοποιοί ή γη καί νά τούς κατόπι ή!, λέει ή μερικοί άπ5 αυτούς, βρίσκον­ καί ξαναλέει. Νά γίνουν σκόνη ται έδώ. Μέσα από την σπηλιά, καί νά τούς πάρη ό αέρας· Νά όπου καίει μιά δυνατή φωτιά.

Κ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ άκούγονται ομιλίες καί χάχανα. — πεπεζέψτε!, ψιθυρίζει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Πρέπει νά πλησιάσουμε χωρίς Θόρυβο. Ξεπεζεύει πρώτος καί η 3Άννυ τον μιμείται. Ό Μπόμπυ έχει μείνει σαν μαρμαρωμένος πάνω στη σέλλα του. Τά ψέμα­ τα έχουν πάρει τέλος. "Έχουν α­ νακαλύψει τούς... αγαπημένους του κακοποιούς. Ό θεός δέν έ­ χει ακούσει τίς ευχές του. Τό σώμα του αρχίζει νά τρέμη σπα σμωδικά πάνω στη σέλλα του. — Δέν... δέν κάνει νά πάω ε­ γώ μια βολτίτσα Τζώννυ; ρω­ τάει, τραυλίζοντας· "Έχω... έχω μουδιάσει από την καβαλαρία. —"Έλα, Μπόμπυ, μή μάς κα­ θυστερείς!, τού ψιθυρίζει αύστη ρά ό φίλος του. Ό Μπόμπυ ξεροκαταπίνει μέ θόρυβο καί μέ ύψος... ίερομάρτυρος, ξεπεζεύει. Ρίχνει μια μα­ τιά γεμάτη νοσταλγία στους σάκκους μέ την μπύρα καί ακο­ λουθεί τούς συντρόφους του ανά­ μεσα στά βράχια. Μέ τό πιστόλι καί την καραμπίνα στα χέρια ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί ή "'Αννυ Σμίθ, προχω­ ρούν προς την είσοδο τοΰ ορυ­ χείου. "Ο Μπόμπυ ακολουθεί, σφίγγοντας τά δόντια του γιά νά μή χτυπούν. ! ά άλογα τούς αντιλαμβάνονται καί χλιμιντρί­ ζουν, αλλά οί εκτός νόμου, άπορ ρσφημένοι από την συζήτησί τους, δέν άκοϋνε τίποτα. Οί τρεις φίλοι φτάνουν κοντά στην είσοδο τού ορυχείου δίχως νά γίνουν αντιληπτοί. Τώρα, δέν έ­ χουν παρά νά όρμήσουν μέσα, μέ τά όπλα στά χέρια καί νά αιψνιδιάσουν τους έκτος νόμου· Ό Τζώννυ είναι έτοιμος νά δώση τό σύνθημα, όταν άκούγεται μιά βροντερή φωνή κάπου πίσω τους : — Ψηλά τά χέρια δλοι σας! Πετάξτε τά όπλα καί γυρίστε

7 αργά προς τά εδώ! 'Ο θρυλικός κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα σφίγγει τά σαγόνια του μέ τέτοια δύναιμι πού νοιώθει πόνο. Καταλαβαίνει αμέσως ό­ τι έχουν πέσει σέπαγίδα. Μό­ νο^ πού δέν μπορεί νά έξηγήση πώς έγινε αυτό. Πετάει τό όπλο του καί γυρίζει. Τό ίδιο κάνει καί ή "'Αννυ. Μόνο ό Μπόμπυ τινάζει ΐά χέρια του ψηλά λές καί θέλει νά πιάση τον ουρανό/ δίχως όμως νά βγάλη καί νά τινάξη τό πιστόλι του. Στέκεται μέ τή ράχη γυρισμένη προς τή ψωνή καί τρέμει από την κορυ­ φή μέχρι τά νύχια. εΟ Τζώννυ^ καί η "'Αννυ βλέ­ πουν τον Μπάρτ Αόρυ καί πέντε από τούς συμμορίτες του νά στέ κωνται μπροστά σέ κάτι θά­ μνους, δίπλα άπό τά βράχια καί νά τούς σημαδεύουν μέ τά έξάσφαίρα τους. Τά πρόσωπα ό­ λων, έχουν θριαίμβευτιικές έκφράσεις. 'Όπως καί τά πρόσωπα των τριών κακοποιών πού βγαί­ νουν άπό τό ορυχείο. — Πέτα κΓ έσυ τό πιστόλι σου, νεαρέ!, φωνάζει ένας απ’ αυτούς στον Μπόμπυ· Καί γύρνα προς τά εκεί, όπως οι άλλοι! Μά που νά κινηθή ό λΜτάμπυ! Τά πόδια του, θαρρείς έχουν ρι­ ζώσει στο χώμα καί τά χέρια του έχουν πάθη ακαμψία. Νευρι­ ασμένος ό συμμορίτης τραβάει τό έξάσφαιρό του καί κρατών­ τας το ανάποδα, πλησιάζει τον Μπόμπυ καί τον χτυπάει μέ τη λαβή στο κεφάλι. Τό αποτέλεσμα είναι πολύ διαφορετικό άπ" ότι περιμένει. "Αντί νά σωριαστή λιπόθυμος χάμω ό Μπόμπυ, στέκεται ακί­ νητος στή θέσι του, σαν κεραυ­ νοβολημένος. Μετά, ένα άγριο ουρλιαχτό βγαίνει άπό τό στό­ μα του. Στριφογυρίζει γοργά, κατεβάζοντας τά χέρια του σφι­ γμένα σέ γροθιές. Τό πρόσωπό


8 του είναι κόκκινο από θυμό, ή έκφρασί του γεμάτη σκληράδα. — Τί το πέρασες τό κεφάλι μου, κανάγια; μουγκρίζει στον κακοποιό; Ανατολίτικο γκόγκ; Δίχως νά περιμένη άπάντησι και δίχως νά δώση σημασία στα τόσα έξάσφαιρα που είναι στραμμένα επάνω του, τινάζει τή γροθιά του καί πετυχαίνει τον κακοποιό στο στομάχι. Ε­ κείνος, διπλώνεται στα δυο καί σωριάζεται χάμω. "Ολα αυτά γίνονται μέσα σέ ελάχιστα δευ­ τερόλεπτα καί οι κακοποιοί δεν προλαβαίνουν νά άντιδράσουν. "Οταν, όμως, βλέπουν τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί την ’Άννυ νά σκύβουν γοργά γιά νά πιά­ σου ν τά όπλα τους, συνέρχονται. ’Αρχίζουν νά ρίχνουν όλοι μαζί. Οι σφαίρες τους μπήγονται στη γη σφυρίζοντας, ολόγυρα στά πεσμένα όπλα, καί τά δύο παι­ διά αναγκάζονται να σηκοοθούν στη θέσι τους μέ τά χέρια ψη­ λά πάλι· Ό Μπόμπυ βλέπει τη μ αδρά­ νεια των φίλων του καί σαστί­ ζει. Οί κακοποιοί εκμεταλλεύον­ ται τη>ν σαστισμάρα του. Τέσσε ρις απ’ αυτούς, ρίχνονται πάνω του σάν θεριά. Τον γκρεμίζουν χάμω καί μολονότι ό Μπόμπυ αντιστέκεται γενναία, τον καθη­ λώνουν καί τό δένουν χειροπό­ δαρα. — Νά μάθης νά κάνης τον ζόρικο, παλιόπαιδο!, του φωνάζει ένας καί τού δίνει μια δυνατή κλωτσιά που κάνει τον Μπόμπυ νά φρενιάζη από πόνο. Μά δέ μπορεί νά κάνη τίπο­ τα. Τά σκοινιά που τον δένουν δέν του επιτρέπουν ούτε τό σά­ λιο του νά καταπιη. Οί δυο συν τροφοί τον παρακολουθούν μέ αγωνία. Ό Μπάρτ Δόρυ τό προ σέχει αυτό καί γελάει σαρκα­ στικά. ι -τ Ντέλμοντ, λέςι στον Κάου

Ό Κάου — Μπόϋ Μπόϋ Φάντασμα, έχω ακούσει γιά την αγάπη που τρέφεις γι’ αυτά τά παιδιά. Τώρα βεβαιώ­ νομαι. Καί χαίρομαι γιατί πά­ νω σ’ αυτή την αγάπη θά στη­ ρίξω τό σχέδιό μου· — Τό σχέδιό σου; κάνει απο­ ρημένος ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Οί κακοποιοί γελούν όλοι μα­ ζί μέ χαρά. , — Ωστε δέν υποπτεύθηκες τίποτα, έ; κάνει μετά ό Δόρυ. ’Ηρθεο^ καί έπεσες στην παγίδα μας σαν μπούφος. Δέν κατάλα­ βες^ ότι ό «πληγωμένος κάου μπόϋ» που έφτασε μισοπεθαμέ­ νος στο Πάντοκ σάς είπε ένα παραπύθι καί ότι τό τραύμα του 6έν ήταν σοβαρώτερο από ένα κόψιμο στο ξύρισμα; Χά, χά!

Ή πλεκτάνη ΠΡ Ο ΓΕΛΙΟ των κακοποιών I πέφτει σάν καυτό λάδι πά­ νω στον Τζώννυ Ντέλμοντ. Τον κάνει νά νοιώση αβάσταχτο πό­ νο. Τό μυαλό του θολώνει. Μά, όταν σκέφτεται πόσο διαβολικό ήταν τό σχέδιο των κακοποιών νά τον παρασύρουν σ’ αυτή την ερημιά καί πόσο καλοπαιγμένος ό ρόλος τοΰ «πληγωμένου κάου μπόϋ» συΥχωρεί τον έαυτό του καί ξαναβρίσκει την ψυχραιμία ΤΟ»λ,


ΦΑΝΤΑΣΜΑ —"Ολο αυτό τό θέατρο, συ­ νεχίζει ό Λόρυ, παίχτηκε για να σε ρίξη στα χέρια μας. κέραμε πόσο μάς... συμπαθείς καί είμα­ στε βέβαιοι ότι, άν μάθαινες πώς είμαστε εδώ πέρα, θά σκο­ τωνόσουν νά έρθης νά μάς δής. Δέν πέφτω έξω· Ο Τζώννυ έχει καταλάβει, δέν χρειάζεται έξηγήσεις. Εκεί­ νο πού δέν μπορεί νά καταλάβη είναι τί τον θέλουν οί κακοποι­ οί, ποιο είναι τό σχέδιό τους; —Ασφαλώς, θ’ άπορης τί σέ θέλουμε, λέει ό άρχικακοποιός, μαντεύοντας τις σκέψεις του. Θά τό μάθης αμέσως, γιατί δέν έχουμε καιρό γιά χάσιμο. Ή "Ενωσι Χρυσωρύχων του Νάγ* κετ Τάουν έτοιμάζεται νά στείλη μιά μεγάλη αποστολή χρυ­ σού στις Ανατολικές πολιτείες. Αυτό τό μάθαμε από τούς εργά­ τες. Μά όσο κι’ άν προσπαθήσα­ με νά μάθουμε μέ ποιο τραίνο θά τό στείλουν, δέν τά καταφέ­ ραμε. Μόνο ό Πρόεδρος τής Ένώσεως καί ό διευθυντής τής ε­ ταιρίας μεταφορών τό ξέρουν αυτό. Προσπαθήσαμε νά τούς «ψαρέψουμε» μέ διάφορους γνω­ στούς μας, άλλα πάλι δέν τά καταφέραμε. Κι* έπειδή πρέπει οπωσδήποτε νά βάλουμε αυτό τό χρυσάφι στο χέρι, καταλήξα­ με σέ σένα. — Σέ μένα; κάνει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, νοιώθοντας μιά υποψία νά μπαίνη στο μυα­ λό του. Τί περιμένετε από μένα; — Νά μάθης μέ ποιο τραίνο θά φύγη^ τό χρυσάφι. Καί ό προ εδρος τής 'Ενώσεως καί ό διευ­ θυντής τής έταιρίας^ μεταφορών σέ ξέρουν πολύ καλά. Πριν από μερικούς μήνες, μόλις, τούς πρόσφερες μιά μεγάλη έκδούλευσι σώζοντας ένα άλλο φορτίο χρυσού από ληστεία. Σέ σένα, ,θά τό εμπιστευτούν οπωσδήποτε Τ9 μυστικό, Ιδίως, άμα τούς

δ πής ότι φοβάσαι μήπως πάθει τίποτα τό χρυσάφι καί θέλεις νά συνοδέψης τήν αποστολή. — Νά συνοδέψω τήν αποστο­ λή; — Βέβαια!, καγχάζει ό άρχι κακοποιός. Θά κλειδωθής κΓ ε­ σύ μέ τόν υπάλληλο τού ταχυ­ δρομείου στο θωρακισμένο βα­ γόνι πού μεταφέρει γράμματα καί λεφτά, καί θά ταξιδέψης μέ τό χρυσάφι. 'Ο Λέφτυ από δώ, 6ά μπή στο επιβατικό βαγόνι. Μόλις τό τραίνο θά φτάση στο Φόξχολ, θά τραβήξη τό σήμα τοΰ κινδύνου καί θά τό σταματήση. Εμείς θά περιμένουμε έκεΐ, κρυμμένοι μέσα ατούς θά­ μνους. Θά τρέξουμε στο βαγόνι μέ τά λεφτά. Έσύ, μόλις δής τό τραίνο νά σταματάη, θά βγάλης τόν υπάλληλο τοΰ ταχυδρο­ μείου έκτος μάχης καί^ θά μάς άνοιξης την άμπαρωμένη πόρ­ τα· Θ’ αρπάξουμε όσο χρυσάφι μπορούμε καί όπου φύγει - φύ­ γει. ! 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα κυττάζει τόν κακούργο σαστι­ σμένος. ζέρει ότι ό Λόρυ είναι σατανικός άνθρωπος, αλλά πο­ τέ του δέν φαντάστηκε ότι θά μπορούσε τό μυαλό του νά βγάλη τέτοιο διαβολικό σχέδιο. —Και πώς είσαι βέβαιος ό­ τι θά κάνω όλα αυτά πού μου ζητάς; λέει. Ό Λόρυ καγχάζει. — Θά τά κάνης οπωσδήποτε γιατί δέν θέλεις νά πάθουν κα­ κό οί φίλοι σου, απαντάει. 'Ο Ρόβ καί ό Χάρντυ από δώ θά πάρουν τήν κοπέλλα καί τόν μι­ κρό καί θά τούς πάνε σ’ ένα κρυ φό μέρος. Σέ περίπτωσι πού θά Θελήσητ νά μάς παίξης κανένα παιγνίδι Θά ξεσπάσουμε πάνω τους. "Αν κάνης δ,τι σου λέμε, θά τούς άφήσουμε ελευθέρους μαζί μέ σένα. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ νοιώθει


10 τό αίμα νά παγώνη στις φλέ­ βες του για μιά τρομερή στιγ­ μή. Τό δίλημμα στο όττοΐο τον βάζουν είναι τρομερό· Ή ψυχή του κομμο, πάζεται στη σκέψι ό­ τι θα βοηθήση τους έκτος νόμου νά κάνουν μιά ληστεία καί, από τήν άλλη μεριά, ματώνει εις τη σκέψι ότι θά μπορούσε νά προξενήση κακό στους αγαπημένους του φίλους με μιά άρνησι. — Καί πώς θά είμαι βέβαιος ότι θά κρατήσετε τον λόγο σας; ρωτάει με φωνή γεμάτη αγωνία. — Θά βασιστής στον... λόγο μας!, λέει κοροϊδευτικά ό Λόρυ καί οι κακοποιοί βάζουν τά γέ­ λια πάλι. Μπάς καί περιμένεις νά σου υπογράψουμε συμβό­ λαιο; Δέν έχεις παρά νά διαλέξης τήν άλλη λύσι. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα κα­ ταλαβαίνει τήν απειλή καί δέν διστάζει νά πάρη τήν άπόφασί του. Θά κάνη ό,τι τοϋ λένε οι κακοποιοί. Μόνο έτσι θά διατή­ ρηση τούς φίλους του καί τον έαυτό του στϊι ζωή. Καί στο με­ ταξύ, ίσως του δσθή κάποια ευ­ καιρία γιά νά βγή από αυτή τή δύσκολη θέσι. — Θά κάνω ό’τι μου πήτε, λέει μέσα από σφιγμένα δόν­ τια.

Στιγμές αγωνίας ^ ΕΚ) ΝΟΥΝ όλοι μαζί τήν Υδια μέρα γιά τό Νάγκετ Τά ουν· 'Ο Μπάμπυ είναι λυμένος τώρα καί έχει χάσει όλη τήν α­

Ό Κάου — Μπόϋ γριάδα του. Ταξιδεύει σκυφτός πάνω στή σέλλα του. Κάθε τόσο ρίχνει φοβισμένες ματιές στους κακοπρόσωπους κακοποιούς πού καλπάζουν γύρω του καί νοιώ­ θει τήν καρδιά του νά κάνη έπι κίνδυνες ακροβασίες μέσα στο στήθος του από φόβο! Τό μόνο πού τον παρηγορεί είναι ότι οι σάκκοι μέ τήν μπύρα δέν έχουν πάθη τίποτα ακόμα. Φτάνουν στην πόλι μέ τό πέ­ σιμο της νύχτας, άλλα δέ μπαί νουν μέσα. Στρατοπεδεύουν σ’ ένα μικρό δάσος πού είναι σέ αρκετή άπόστασι γιά νά περά­ σουν τή νύχτα τους. Οί κακο­ ποιοί δένουν χειροπόδαρα τούς τρεις συντρόφους γιά νά είναι βέβαιοι ότι δέν θά τούς τό σκά σουν. "Έχουν ακούσει πολλά γιά τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί έχουν μάθει νά σέβωνται μιά τέτοια φήμη. — ’Από δέσιμο σέ δέσιμο!, κλαψουρίζει ό Μπσμπυ, σιγανά γιά νά μήν τον ακούσουν οί κα­ ποιοί. Θά τά συνηθίσω τά άτι­ μα τά σκοινιά καί δέν θά θέλω νά τά βγάλω από πάνω μου! Οί φίλοι του γελούν μέ το α­ στείο του. Τό γέλιο είναι τό καλύτερο αντίδοτο γιά τήν πί­ κρα πού νοιώθουν. Μά τό μυα­ λό τοϋ Κάου Μπόϋ Φάντασμα δουλεύει ασταμάτητα προσπα­ θώντας νά βρή κάποια λύσι. Πα λεύει όλη τήν νύχτα, μά δέν κα­ ταφέρνει νά βρή τίποτα. Τελι­ κά, τον παίρνει ό ύπνος. Πρωΐ πρ03-ί τήν άλλη μέρα ό Μπάρτ Λόρυ αφού τοϋ θυμίζει τί 9ά συμβή σέ περίπτωσι πού θά θέληση νά τούς ξεγελάση, τον στέλνει στην πόλι μαζί μέ έναν από τούς πιο εμφανίσι­ μους κακοποιούς του· Αυτός ό άνθρωπος δέν πρέπει νά λείψη στιγμή δίπλα άπό τον Τζώννυ Ντέλμοντ, γιά νά βεβαιωθή ότι ό τελευταίος δέν πρόκειται νά


ΦΑΝΤΑΣΜΑ σκαρωση κανένα τέχνασμα. Ο Τζώννυ φεύγει από τό στρατόπεδο τών έκτος νόμου νοι ώθ'οντας την καρδιά του νά σφίγ γεται από ένα παγωμένο χέρι. Ή σκέψι ότι έχει αφήσει τους δυο συντρόφους του στο έλεος αυτών των κακούργων του έχει κόψει την μ.ιση ζωή. Άλλα παίζει τον ρόλο του στην εντέλεια. Παρουσιάζεται πρώτα στον πρόεδρο τής Ένώσεως Χρυσωρύχων καί μετά στο Διευθυντή τής έταιρίας μεταφο­ ρών καί γίνεται δεκτός από τους δύο μέ ενθουσιασμό. Μόνο που καί οί δυό τους κυττάζουν αμφίβολα τον άνθρωπο που εί­ ναι μαζί του. Γιά νά τούς καθη συχάση ό Τζώννυ παλεύει μέ τόν έαυτό του καί συστήνει τον κακοποιό ώς ραΐντζερ του Τέ­ ξας. Οί δυό άντρες ησυχάζουν. Τό γεγονός δτι ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα ξέρει τό μυστικό γιά την μεγάλη αποστολή χρυσού, τούς ξαφνιάζει καί τούς κάνει ν’ ανησυχήσουν· 'Ο Τζώννυ τούς βεβαιώνει δτι πέρα άπ5 αυτόν, δεν τό ξέρει άλλος καί ζητάει την άδεια νά ταξιδέψη μέ τό χρυσάφι. Κανένας από τούς δύο υπευθύνους δέν έχει άντίρρησι. Αντίθετα, χαίρονται. Θά αισθά νωνται μεγαλύτερη ασφάλεια, ξέροντας δτι τό χρυσάφι συνο­ δεύεται από τόν θρυλικό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Ό Τζώννυ νοιώθει ένα βάρος νά φεύγη από τήν καρδιά του. Αν του ελεγαν οχι, οεν θα ηςεθε τί έξέλιξι θά έπαιρναν τά πράγματα μέ τούς κακοποιούς. Καί τώρα, έχει έρθει ή ώρα νά μάθη τό μεγάλο μυστικό. Πότε θά φύγη τό χρυσάφι. — Μέ τό απογευματινό τραΐ νο, του απαντάει ό διευθυντής τής έταιρίας μεταφορών. Θά έρθη από τό Φόλσομ Γκάπ. Θά έχουμε έτοΐιμα τά κιβώτια μέ

11 τις χρυσές ράβδους καί θά τά φορτώσουμε στο ταχυδρομικό βαγόνι μέσα σέ πέντε λεπτά. Τό τραίνο θά έρθη στις 4·30 καί θά φύγη σχεδόν αμέσως, γιά νά μή προλάβη νά μεταδοθή τό νέο... Νά είσαι λίγο νωρίτερα εδώ γιά νά μή τό χάσης. Ό ί ζώννυ δίνει τό λόγο του. Θά ειν,αι οπωσδήποτε έκεί γιατί δέν μπορεί νά κάνη άλλοιώς. Βλέπει δτι τό σχέδιο τών κακό ποιων πηγαίνει περίφημα ενώ αυτός δέν βρίσκει πουθενά τήν ευκαιρία νά τό κάνη νά ναυαγήση καί νά σώση τούς φίλους του. Συνσδευόμενος από τόν απε­ σταλμένο τών κακοποιών πού έ­ χει μ.ά θριαμβευτική έκφρασι στο πρόσωπό του, γυρίζει στο σπρατόπεδο τών έκτος νόμου. Εκείνοι, μόλις άκοΰνε τό νέο, άοχίζουν νά πανηγυρίζουν. ιΟ Τζώννυ κυττάζει τούς συντρό­ φους τους λυπημένα, ανίσχυρος νά κάνη τό παραμικρό. Λίγο αργότερα ό Λόρυ δίνει διαταγή στον Ρόβ καί στον Χάρντυ, δύο από τούς μπράβους του, νά πάρουν τόν Μπόμπυ καί τήν Άννυ καί νά τους πάνε στο κρυφό μέρος που ξέρουν καί νά κάνουν ακριβώς δ,τι τούς έχει πή. Τά δυο αδέλφια κυττάζουν τόν φίλο τους ανήσυχα· Μά ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα είναι ανίκανος νά τούς προσφέρη τήν παραμικρή βοήθεια. — Τζώννυ, Τζώννυ!, κλαψου­ ρίζει ό Μπόμπυ καθώς οί κακο­ ποιοί σέρνουν τ’ άλογό του πί­ σω τους. Μή τούς άφήνης νά μάς πάρουν! 'Η καρδιά του Τζώννυ πάει νά σπάση. Κάνει νά τρέξη ξοπί σω στούς φίλους του αλλά ένα έξάσφαιρο πού παρουσιάζεται μέ γρηγοράδα στο χέρι τού Λό­ ρυ, τού κόβει τή φόρα. Μέ σφιγ­ μένες τις γροθιές καί τά μάτια


Ό Κάου - Μπόϋ

12 δακρυσμένα παρακολουθεί ώ­ σπου φίλοι του και κακοποιοί, χάνονται στην άπόστασι. Ό θρυλικός κάου μπόϋ αρχί­ ζει νά ζή στιγμές αγωνίας. Ή ώρα για τό τραίνο πλησιάζει. Τό σχέδιο των έκτος νόμου θά πετύχη και στην τελευταία του λεπτομέρεια. Καί θά γίνη άρα­ γε μετά; Θά τον άφήσουν ελεύ­ θερο μαζί με τούς συντοόφους του; Μήπως ό Ρόβ καί ό Χάρντυ έχουν πάρει ήδη διαταγή νά σκοτώσουν τούς συντρόφους του εκεί πού τούς πάνε τώρα καί μήπωο θά σκοτώσουν κΓ αυτόν τον Υδιον, μόλις τελείωση ή 6ου λειά; 4Η αγωνία του μεγαλώνει. Οί κακοποιοί καταλαβαίνουν τά αι­ σθήματα του καί δεν τον ζορί­ ζουν από φόβο μήπως χαλάσουν τό σχέδιο· Περιμένουν ώσπου έρχεται ή ώρα καί μετά, ό Λόρυ σηκώνεται καί λέει: — Λέφτυ, θά πας μέ τον Ντέλμοντ στην πόλι. Θά βεβαιωθής ότι Θά μπή στο ταχυδρο­ μικό βαγόνι καί μετά θά πας στο πόστο σου. Καί μόλις πλησιάση την πηγή Φόξχολ τό τραΐ νο, ξέρεις τί θά κάνης. — Μείνε ήσυχος αφεντικό, λέει ό Λέφτυ καί δείχνει τά δον τια του σ’ ένα κακό χαμόγελο. Λίγο αργότερα 6 Τζώννυ Ντε λμοντ καί ό κακοποιός ξεκινούν γιά τήν πόλι. Μπαίνουν μέσα χωριστά για νά μήν αναγνώρι­ ση κανείς τόν Λέφτυ καί ύπο~ ψιαστή. "Οταν έρχεται τό τραΐ νο, μιά ντουζίνα αχθοφόροι φορ τώνουν τά κιβώτια μέ τό χρυσά­ φι στο θωοακισμένο βαγόνι του ταχυδρομείου. 'Ο Λέφτυ παρα­ κολουθεί σαν γεράκι. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν μπορεί νά κάνη την παραμικρή κίνησι, νά πή μιά μοναδική ύποπτη κου­ βέντα.

Προσπαθώντας

νά μη δε,ίξη

τίποτα στον πρόεδρο καί στον διευθυντή πού είναι δλη τήν ώ­ ρα μαζί του, μπαίνει στο βα­ γόνι. Συντριμένος, βλέπει τήν συρταρωτή πόρτα νά κλεινή^ εμ­ πρός του. Ό υπάλληλος τοΰ τα χυδρομείου κατευχαρι στη μένος γ’.ά τήν συντροφιά πού τοΰ έ­ χουν δώσει τούτη τή φορά, άμπαρώνει τήν πόρτα μέ ^ τις τρεις άμπάρες καί τρίβει τά χέ ρια του μέ ίκανοποίησι. Τό τραίνο ξεκινάει. Βγαίνει από τόν σταθμό καί αναπτύσσει ταχύτητα. Ή πηγή δέν απέχει ούτε δέκα μιλιά, από τό Νάγκετ. Τό τραίνο θά τό διανύση πολύ γρήγορα αυτά τά μίλια καί θά φτάση στο σημείο πού έχει όριστή γιά τήιν ληστεία. Καί ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, δέν έχει βρή ακόμα τρόπο νά γλυτώση τόν έαυτό του καί τούς φίλους του σέ περίπτωσι πού οί κακοποιοί θά θελήσουν νά τούς βγάλουν από τή μέση! Ευτυχώς οί κακοποιοί τοΰ έ­ χουν άψήσει τό πιστόλι του. 5Άν τοΰ τό έπαιρναν θά κινού­ σαν υποψίες. Θά μπόρεση άρα­ γε νά τό χρησιμοποίησηΓεμάτος πίκρα αρχίζει νά σκέφτεται τούς φίλους του.

4Η μαγική μπΰρα 0ΜΠΟΜΠΥ καί ή ’Άννυ, άκο λουθώντας πάντοτε τόν Ρόβ καί τόν Χάρντυ τούς δύο μπρά­ βους τού Λόρυ, φτάνουν σ’


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

13

μικρό οροπέδιο σ’ έναν από τούς λόφους του συγκροτήματος Ματαμόρο. Άπό εκείνο το μέ­ ρος μπορεί νά δή κανείς πολύ μακρυά, ακόμα καί την σιδηρο­ δρομική γραμμή πού αρχίζει ά­ πό το Νάγκετ Τάουν καί τρα­ βάει ανατολικά. Έδώ έχει πή ό Λόρυ στούς δύο άνθρώπους του νά φέρουν τα παιδιά* Φαίνεται καί το Φόξχολ άπ’ αυτό το ση­ μείο. Θά μπορέσουν νά παρακο λουθήσουν όλη την ληστεία. ’Άν τά πράγματα πάνε καλά, θά πε ριμένουν μόνο. ’Άν συμβή τί­ ποτα άσχημο έχουν έντολή νά σκοτώσουν τά δύο άδέλφία και νά φύγουν. Καγχάζοντας ρίχνουν τά δύο παιδιά σ’ ένα σημείο κάτω άπό τον ήλιο κι’ αυτοί προσπαθούν νά βολευτούν στην σκιά ένός βράχου. Είναι νωρίς ακόμα Βγά ζουν μιά τράπουλα καί τό ρί­ χνουν στο παιγνίδι. Σέ λίγο, είναι τόσο άπορροψτ>μένοι πού έχουν ξεχύσει τούς αιχμαλώτους τους. Τά δύο παιδιά, όπως καί ό Τζώνυ, ζούν στιγμές άγωνίας. Πιο ψύχραιμη ή ’Άννυ, καταλα­ βαίνει πόσο σοβαρά είναι τά πράγματα. Ή ζωή τους κρέμε­ ται κυριολεκτικά άπό τά χέρια των κακοποιών. Μά πιο πολύ δε σκέπτεται τή δική της ζωή, όσο τον Τζώννυ. Τό μαρτύριό του, νά κάνη κάτι πού δέν τό θέλει, θά είναι τρομερό* 'Ο Μπόμπυ έχει καταλάβει κι/ αυτός καί ό φόβος του είναι τόσο μεγάλος πού δέν ξέρει πώς νά τον διασκεδάση. ΓΆννυ ψιθυρίζει σέ μιά στι γμή. Γίές τους νά μού λύσουν τό ένα χέρι γιά λίγο. — Γιατί, τι τό θέλεις τό έ­ να χέρι; — Νά ξύσω τή μύτη μου α­ παντάει ό Μπόμπυ. Κάθησε μιά

— Μπόμπυ δέν έχεις τό Θεό σου!, τον κόβει θυμωμένα ή άδελφή του. Μά δέ μπορείς νά καταλάβης λοιπόν, πόσο σοβα­ ρά είναι τά πράγματα; Δέν σκέ φτεσαι τον Τζώννυ; Πρέπει νά τον βοηθήσουμε! Πρέπει νά σταματήσουμε τό κακό πού πάει νά γίνη! — {Ιώς, μωρέ ’Άννυ; ’Εδώ δέ μπορούμε νά ξήσουιμε τή μύτη μας, θά μπορέσουμε νά τά βά­ λουμε μέ τούς κακοποιούς; — Σκέψου κάτι! Γιά όνομα τού Θεού, βάλε τό μυαλό σου νά δουλέψη! Αν μπορούσαμε νά λυθούμε καί νά βγάλουμε τούς κακοποι­ ούς εκτός μάχης... Τά δύο αδέλφια ρίχνονται σέ βαθειά σκέψι. Τού Μπόμπυ δέν τού αρέσει ή ιδέα ότι θά λυθούν γιά νά τά βάλουν μέ τούς κα­ κοποιούς, άλλά πρέπει νά σκεφτή γιατί άλλοιώς άντίο γλυκειά ζωή* Αντίο μπυρίτσα πού περιμένεις μέσα στούς σάκκους τής σέλλας! Μπυρίτσα; Τό μυαλό του δειλού παιδιού κολλάει σ’ αυτή τήν λέξι. Καθώς αρχίζει νά σκέπτεται, τά μάτια του λάμπουν παράξενα. Πετοΰν πότε στούς σά;κχους καί πότε στούς κακοποιούς πού παίζουν χαρτιά αδιάφοροι. Σκύβει προς τό μέρος τής αδελφής του καί τής ψιθυρίζει: —’Άννυ. πειράζει αν θά βγά λ ου. με πρώτα τούς κακοποιούς έκτος μάχης καί λυθούμε μετά; — Ασφαλώς δέν πειράζει, Μπόμπυ !, κάνει γεμάτη αγωνία ή αδελφή του. Πές μου σκέφθηίες τίποτα; Ό Μπόμπυ τής εξηγεί χαμη­ λόφωνα τό σχέδιό του. 'Η ’Άν­ νυ κοντεύει νά τρελλαθή άπό τή χαρά της. Μέ τή βοήθεια τού Θεού, τό σχέδιο αυτό θά μπο-

μύγςχ

ρονσΐ νά πετύχη, Μόνο πού πρέ


Ο Κάου - Ηπόυ πει να τταιχθή πολύ προσεκτικά τό παιγνίδι. Άλλα, σέ κάτι τέ­ τοιες πονηριές ό Μπόμπυ είναι άφθαστος. "Οσο πλησιάζει τό μεσημέρι, η ζέστη γίνεται αφόρητη. Οί δυο κακοποιοί δυσανασχετούν, καί αρχίζουν τή γκρίνια· — Στέγνωσε τό λαρύγγι μου μωρέ Ρόβ!, λέει ό Χάρντυ σέ μια στιγμή. Μπας κΓ έχεις κα­ θόλου «φάρμακο» στο παγούρι σου; — Μπά, τό ήπια δλο χθές τό βράδυ, απαντάει ό Ρόβ. "Εχεις δίκιο. Κοντεύω νά σκάσω κι5 εγώ από τη δίψα. — Θά σάς δώσω εγώ νά πιήτε!, πετάγεται ό Μπόμπυ. Μό­ νο πού θά μοΰ δώσετε κι* έμε­ να λίγο νά βρέξω τά χείλη μου. Οί κακοποιοί τόν κυττάζουν, δύσπιστα. — Έσύ; Τϊ μπορείς νά μάς δώσης νά πιούμε; 'Ο Μπόμπυ τούς κάνει λόγο νιά την κονσερβοποιηιμένη μπύρα πού έχει στούς σάκκους της σέλλας του. Οί κακοποιοί κον­ τοστέκονται για μια στιγμή φο βούμενοι κάποιο κόλπο άλλα μετά όρμοΟν προς τό άλογο τού Μπόμπυ. Βρίσκουν τις κονσέρ­ βες καί κάνουν σαν παλαβοί α­ πό τή χαρά τους. Μεταφέρουν όλες τις κονσέρβες στη σκιά κΓ αρχίζουν νά τίς τρυπούν μέ τά μαχαίρια τους καί νά πίνουν, ξεχνώντας τελείως την παράκλη σι τού Μπόμπυ· Ό τελευταίος βλέπει μέ σπα ραγμένη την καρδιά την μπύρα του νά εξαφανίζεται άλλα δέν διαμαρτύρεται. "Οταν σκέφτε­ ται τΐ πρόκειται νά συμβή σέ λίγο, πσρηγοριέται. Ή "Αννυ, παρακολουθεί μέ αγωνία. Νοιώ­ θει τήιν ώρα νά περνάη κΓ αυτό μεγαλώνει την αγωνία της. Τε­ λικά, όμως, γίνεται τό θαύμα. Οί κακοποιοί αφού έχουν πιή ό­

λη σχεδόν τή μπύρα τού Μπόμ­ πυ, μεθούν καί πέφτουν σέ βα­ θύ ύπνο. Τά δύο αδέλφια αφού σιγου­ ρεύονται γι’ αυτό, βάζουν σέ ε­ νέργεια ένα τέχνασμα πού τούς έχει μάθει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Πέφτουν πλάτη μέ πλάτη καί αρχίζουν νά λύνουν ο ένας τούς κόμπους τού σκοινιού πού δένει τόν άλλον. 'Η δουλειά δέν είναι εύκολη. Θέλει προσπάθεια καί χρόνο· Ή Άννυ τρέμει μήπως δεν προλάβουν. 'Ο Μπόμπυ α­ γωνία μήπως δέν έχει μείνει κα­ θόλου μπύρα καί βρέξη τά χεί­ λη του! Ή ώρα περνάει γοργά, άλλα τά σκοινιά λύνονται. Τά δυο παιδιά μένουν ακίνητα για μια στιγμή, άπο>χα)μω<μένα από τήν προσπάθεια, καί μετά, πετάγον ται όρθια. Ή "Αννυ παίρνει έ­ να σκοινί νά δέση τούς κακο­ ποιούς ένώ ό Μπόμπυ σκαλίζει σάν πεινασμένη γάτα τίς άδειες κονσέρβες. Βρίσκει μια γεμάτη τήν τρυπάει μέ φούρια καί α­ δειάζει μονορούφι τό περιεχό­ μενό της. Μετά, πετάει τό άδειο κουτί ψηλά καί φωνάζει: — Γιουχου! Τώρα άς πεθάνω! Λίγο αργότερα τά δύο αδέλ­ φια οοβολάνε γοργά από τό ο­ ροπέδιο, αφήνοντας τούς δύο κα κοποιούς δεμένους. Καλπάζουν προς τό Νάγκετ Τάουν. Πρέπει νά προλάβουν τό τοαΐνο καί νά ειδοποιήσουν τόν Τζώννυ ότι δέν είναι υποχρεωμένος νά -κάνη ότι του έχουν πή οί κακοποιοί. Μά είναι πολύ αργά για νά προφτάσουν τό τραίνο στήν πόλι. Σέ μια στιγμή τό βλέπουν νά παρουσιάζεται πάνω στις ρά γες καί^ νά τρέχη μουγγρίζοντας προς την πηγή Φόξχολ· 'Η καρ διά τής "Αννυ πάει νά σπάση. Κάτι πρέπει νά γίνη, οπωσδή­ ποτε.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ —Κάλπασε παράλληλα προς τό τραίνο Μπόμπυ!, φωνάζει στον αδελφό της. Γεμάτος φόβο για δ,τι πρό­ κειται νά έπακολουθήση ό Μπό­ μπυ υπακούει δισταχτικά. Τα δύο αδέλφια αρχίζουν νά τρέ­ χουν παράλληλα προς τό τραί­ νο. Τά άλογα βάζουν τά δυνατά τους και καταφέρνουν να ανα­ πτύξουν ίδια ταχύτητα μ’ αυτό. Τό τραίνο πλησιάζει την πηγή Φόξχολ. Τά δύο άδέλφια πλησιά ζαυν τό ταχυδρομικό βαγόνι. — Πρέπει να πηδήσουμε πά­ νω στο βαγόνι, Μπόμπυ!, φωνά ζει ή ’Άννυ. — Τί; κάνει έντρομος ό α­ δελφός της Νά πηδήσουμε στο βαγόνι; Είσαι μέ τά καλά σου, ’Άννυ; Θέλεις νά σπάσω κανέ­ να πόδι καί..· — Μπόμπυ είναι ανάγκη νά πηδήσουμε στο βαγόνι. Πρέπει νά ειδοποιήσουμε τό;ν Τζώννυ. Είναι ανάγκη κατάλαβες. Πρέ­ πει νά πηδήσουμε! — Νά πηδήσετε όλοι έκτος οπό μένα!, απαντάει έντρομος ό Μπόμπυ. Έγώ δέν τό κουνάω άπό τή σέλλα μου! Ή ’Άννυ απελπίζεται. Μόνη της ίσως δέν θά μπόρεση νά τά καταφέρη. Πρέπει νά πείση τον Μπόμπυ νά πηδήση στο βαγό­ νι. Πώς όμως; Καί πότε; Τό τραίνο φτάνει στο Φόξχολ άπό στιγμή σε στιγμή.. Ξαφνικά, τής έρχεται μιά έμπνευσι. Βγάζει την καραμπίνα τής σέλας άπό τή θήκη της με τοόπο καί σέ μιά στιγμή που δέν κυττάζει ό αδελφός της τήν σηκώνει καί τήν κατεβάζει μέ δύναμι στο κεφάλι του· —- ’Ώχ ϊ, σκούζει ό Μπόμπυ καί άπό τήν μιά στιγμή στήν άλλη μεταμορφώνεται στον δεύ­ τερο, τον δυναμικό έαυτό του. Ποιος χτύπησε που νά τον πάρη ό Χάρος; Ποιος;

15 — Κάποιος άπό τό ταχυδρο­ μικό βαγόνι!, του άπαντάει ή άδελφή του. Δέν προλαβαίνει νά πή περισ­ σότερα. :0 Μπόμπυ σηκώνεται όρθιος στή σέλλα του καί μ’ έ­ να καταπληκτικό πήδημα βρί­ σκεται στήν εξέδρα του βαγο­ νιού μέ τό ταχυδρομείο. Κυττάζει δεξιά καί άριστερά, ψάχνον τας γιά τον φανταστικό αντίπα­ λό του καί μουρμουρίζοντας άπειλές. 'Η ’Άννυ πηδάει δίπλα του μέ σχετική ευκολία. Τους μένει νά ειδοποιήσουν τον I ζώννυ γιά τήν παρουσία τους. Πώς όμως; Πώς θά τους άκούση μέσα σ’ αυ τη τήν τρομερή φασαρία που κά νει τό τραίνο; —Στή σκεπή Μπόμπυ! φω­ νάζει στον άδελφό της. Νομίζοντας πώς εκεί πάνω θά βρή τον άνθρωπο που γυ­ ρεύει ό Μπόμπυ ανεβαίνει μέ τά τέσσερα. Ή ’Άννυ άκολουθεί· Γιά νά κρατηθούν πάνω στή σκεπή τά δύο παιδιά, αναγκά­ ζονται νά ξαπλώσουν μπρούμυ­ τα. Ή ’Άννυ σηκώνει τήν καρα­ μπίνα της καί μέ τό κοντάκι, αρχίζει νά χτυπάη συνθηματικά τήν σκεπή του βαγονιού.

Ή μεγάλη εκπληξι ΟΛΕΦΤΥ, ό κακοποιός που κάθεται σέ μιάν άκρη του έπιβατικοΰ βαγονιού άκριβώς κά


*6 &5ΐου — Μπόΰ τω απο το σήμα κίνδυνου, κυττάζει μέ αγωνία έξω από τό παράθυρο. Βλέπει τό Φόξχολ νά πλησιάζη. Περιμένει μερικά δευ τερόλεπτα ακόμα και μετά ση­ κώνεται, ξαφνικά καί τραβάει τό σήμα του κινδύνου. Άκούγεται ένα τρομακτικό στρίγγλισμα φρένων καί τό τραίνο τραντάζεται λές καί τό έχει αρπάξει κανένα γιγάντιο χέρι. Πράγματα καί άνθρωποι. Φεύγουν από τή θέσι τους καί πέφτουν χάμω, ανάμεσα σέ τρο­ μαγμένες φωνές καί ουρλιαχτά πόνου. Ο Αέφτυ, μ’ ένα σατανικό χα μογελο στα χείλη, κρατιέται γε ία καί δεν πέφτει. Μόλις παύει νά τραντάζεται τό τραίνο δίνει μ»ά καί πηδάει έξω από τό α­ νοιχτό παράθυρο· Μέ τό πιστό­ λι^ στο χέρι τρέχει προς τό βα­ γόνι τού ταχυδρομείου. 'Ο Μπάρτ Αόρυ καί οί σύν­ τροφοί του είναι χωμένοι σέ μια συστάδα θάμνων έκεΐ κοντά. Μό­ λις βλέπουν τό τραίνο νά σταματάη μ’ ένα απότομο φρενάρι­ σμα καί τον Αέφτυ νά πηδάη α­ πό το παράθυρο, σπηρουνίζοον τά άλογά τους καί μέ τά έξάσφαιρα ο*το χέρι όρμουν προς τό ίδιο βαγόνι. — "Ανοιξε την πόρτα Τζώννυ Ντέλμοντ !, φωνάζει άνυπόμο να ό Αόρυ. 'Η πόρτα ανοίγει γρηγορότε­ ρα από ο,τι περιμένουν καί μέ­ σα από τό βαγόνι τού ταχυδρο μείου βγαίνει ό θάνατος. Ταμπουρωμένοι πίσω από τά κιβώ­ τια τού χρυσού, ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί ό υπάλληλος τού τα­ χυδρομείου ρίχνουν έναντίον των έκτος νόμου καί αδειάζουν τις σέλλες των αλόγων τους. — Προδοσία!, ουρλιάζει ό Αόρυ. Σκοτώστε τον Ντέλμοντ καί μετά πάιμε νά γδάρουμε ζων τανούς τούς φίλους του!

— Ιον κακό σου τον καιρό, κανάγια!, άκουγεται μια θυμω μενη φωνή καί την ίδια στιγμή ο Μπόμπυ καί ή Άννυ όρθώνον ται στη σκέπη Τού βαγονιού: 'Η καραμπίνα τής ’Άννυ όρον τάει καί αστράφτει. "Ενας κα­ κοποιός σωριάζεται άπο τό ά­ λογό του· Ό Μπόμπυ γκρεμί­ ζει έναν άλλον μέ μια σφαίρα, άλλα δεν τον Ικανοποιεί αυτό. "Εξαλλος ακόμα από τό χτύ­ πημα πού τού έχει δώσει ή ’Άν­ νυ, θέλει δράσι. Θηκαρώνει τό . έξάσ.φαιρό του, διαλέγει τον άνθρωπό του. . καί μ' ένα καταπληκτικό πήδημά) πέφτει πάνω του καί τον παρα­ σύρει στο χώμα μέ τή φόρα τοι^ Σηκώνεται πρώτος, βοηθάει και τον κακοποιό νά σηκωθή καί με τά... τον άοχίζει στις γροθιές. -—- Δέν ήπιες εσύ την μπύρα μου κανάγια, λέει, αλλά σέ έχω άχτι. "Ολους σάς έχω άχτι δηλαδή! "Αν δέν μάς στήνατε παγίδα, δέν θά μάς πιάνατε. "Αν δέν μάς πιάνατε δέν θά μάς δίνατε κι’ ο:ν δέν μάς δένατε, δέν θά θυσίαζα την μπυρίτσα υου γιά νά λυθώ! "Ωσπου νά τελειώση τόν...· συλλογισμό του ό Μπόμπυ, ό κακοποιός έχει γίνει κυριολεκτι κά λυώμα από τό πολύ ξύλο. Στο μεταξύ, ό μόνος από τούς κακοποιούς, που έχει μείνει άρ6?ος είναι ό Αόρυ. Βλέποντας, ότι τό παιγνίδι είναι χαμένο, γυρίζει τ’ άλογό του γιά νά τρέ ξη νά σωθή. Μά δέν προλαβαί­ νει. Μιά ανθρώπινη βολίδα πε­ τάγεται από τό εσωτερικό του βαγονιού, τόν αγκαλιάζει καί τόν τραβάει στο χώμα. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ έχει α­ ποφασίσει νά ξεσπάση τον θυ­ μό του^ μέ τά χέρια του. Πετά­ γεται ορθιος ταυτόχρονα μέ τόν κακοποιό. 'Η συγκρουσι είναι τρομερή*


&ΑντΑ£μΑ Ο' γροθιές, τινάζονται μέ συν τοιπτική μανία καί από τους δυο αντιπάλους. '0 Λόρυ τά παι'ξει όλα για ολα. Μά δέν είϋ&ι Καθόλου τίμιος στην άνοομέτρησί του. Μεταχειρίζεται χί­ λια δυο άνανδρα, κόλπσ για να Καταβάλη τόν Τζώννυ. Αυτό γίνεται άφορμη να με/αλώση ακόμα περισσότερο ό θυμός του Ντέλμοντ. Ό θρυλι­ κός Κάου Μπόϋ Φάνταομα κά­ νει πώς τρεκλίζει για νά πέση. Ό Αόρυ καγχάζει σατανικά και πλησιάζει μέ τά χέρια ανοιγμέ­ να γιά νά τον πιάση λαβή. Ο Τζώννυ αντιδρά σάν αυτόματο. Τινάζε·. τά χέρια του κακοποιού προς τά επάνω καί γιά μιά στι νμή ό Αόρυ μένει άφύλαχτος· Αυτή η στιγμή είναι αρκετή γιά τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Τά χέρια του κινούνται μέ τα­ χύτητα εμβόλων. Δυο τρομακτι­ κές γροθιές προσγειώνονται στο πρόσωπο τού Αόρυ. Μ’ ένα βογ γητό σφαγμένου ταύρου, ό κακό ποιος σωριάζεται κάτω καί μέ­ νει ακίνητος. Ό Τζώννυ τον αφήνει καί τρέ χει νά άγκαλιάση τον Μπόμπυ καί την Αννυ που στο μεταξύ έχει πηδήσει από τη σκέπη του βαγονιού. Ή χαρά του δέν περί γράφεται.^ — Μου φάνηκε σάν όνειρό ό­ ταν ακόυσα τά συνθηματικά χτυ πηματα στη σκέπη του βαγο­ νιού, λέει μην πιστεύοντας ακό­ μα δτι έχει κοντά του τούς α­ γαπημένους του φίλους. ^Ηταν αδύνατον νά καταλάβω πώς εί­ χατε ξεφύγει, αλλά δέν κάθησα νά σκεφθώ. Εξήγησα στον ύπάλ ληλο τού ταχυδρομείου πώς εί­ χαν τά πράγματα καί ζήτησα τη βοήθεια του..· Αλήθεια, πέ­ στε μου, πώς ξεφύγατε; — Είναι ολόκληρη ιστορία!, απαντάει ή ’Άννυ. Θά την πού­ με αργότερα, , Βλέπ» τρύς μηχα

νοδηγούς καί τούς έπιβάτες νά τρέχουν προς τά εδώ. Πάντως σού λέω ότι πρέπει νά εύγνωμονής τη μπύρα τού Μπόμπυ, :— Μπύρα!, κάνει ό αδελφός της καί τό πρόσωπό του γεμί ζει νοσταλγία. "Αχ, νά είχα υιά μπυρίτσα ~ωρα! 'Η επιθυμία τού Μπόμπυ δέν μένει ανικανοποίητη. "Οταν άργότερα μεταφέρουν νεκρούς καί ζωντανούς κακοποιούς στο Νάγκετ Τάουν, μαζί κι* αυτούς πού είχαν αφήσει τά παιδιά δεμέ­ νους στο οροπέδιο, ό Μπόμπυ, έχει την ευκαιρία νά πιή όση μπύρα τού χρειάζεται. Τζάμπα μάλιστα γιατί τού την κερνάει ό σερίφης τής πόλης ? Οτοτν μαθεύεται τό νέο, όλοι θέλουν νά συγχαρούν τόν Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί τήν συντρο φιά του γιά τήν ψυχραιμία καί τήν γενναιότητα πού έδειξαν στην άντιμετώπισι αυτής τής δύσκολης περί στάσεως. Τά παιδιά μένουν τρεις μέρες στην πόλι Νάγκετ. Μέσα σ’ αυ­ τές τις μέρες φτάνουν στ’ αυ­ τιά τους οί πρώτες φήμες γιά τούς Μασκοφόρους Δαίμονες* Πρόκειται ^ γιά μιά συμμορία, λένε οί φήμες, πού λιμαίνεται τις γύρω περιοχές δίχως νά μπο ρή νά τήν βάλη κανείς στο χέ­ ρι. Χτυπούν απροειδοποίητα έ­ χει πού δέν περιμένει κανείς καί φεύγουν μέ πλούσια λάφυσα Τό νέο ενδιαφέρει τόν Τζώννυ Τού γεννιέται ή επιθυμία νά ψάξη καί νά βρή τα ίχνη αυτής τής συμμορίας καί, άν μπορέση νά βάλη τέλος στην εγκλη­ ματική της δράσι. "Οταν τό άκούη ό Μπόμπυ, χάνει όλο του τό κέφι. ^ — Κάτσε νά ξεμουδιάσουμε λίγο, μωρέ Τζώννυ!, λέει γεμά­ τος μελαγχολία. Ακόμα δέν δρο σίστηκε τό... άντεράκι μου, θέ­ λεις νά μέ ξαναπάς στις έρη-


18

Ό Κάου — Μπόϋ

μιέςί "Ασε νά δούμε καμμιά... μπυράτη μέρα! Ή διαμαρτυρία του μένει δια μαρτυρία. Πρωί πρωί την άλλη μέρα, ό Τζώννυ τους ξεσηκώνει καί ξεκινούν· 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα έχει πάρει πληροφο­ ρίες για τό πού δρά η συμμο­ ρία των Μασχοψόροίν Δαιμόνων. Αρχίζει νά επισκέπτεται ενα ένα τά μέοη καί νά συγκεντρώνη περισσότερες πληροφορίες. 'Ο Μπόμπυ δέν διαμαρτύρε­ ται πολύ γιατί δλο καί τού δί­ νεται ή ευκαιρία νά... δροσίση τό άντεράκι του, όπως λέει. Περ νεύν δέκα μέρες περίπου καί α­ κόμα ό Κάου Μπόϋ Φάνιοσμα οέν έχει καταφέρει νά ουναντηθη μέ -ούς Μασχοφόρους Λίχίμο ντσ πού όπως τού έχουν πη, φο­ ρούν κόκκινα μαντήλια γιά νά κρύβουν τά ποόσωπά τοες. Αοχηγός τους είναι ένας γιγαντό­ σωμος άντρας που ακούει στο όνομα Μάουντεν (Βουνό) Σάμ, αλλά δέν υπάρχει καμμιά άπόδειξι εναντίον του. Την ενδέκατη μέρα, βρίσκον­ ται στον δοόμο που οδηγεί στο Κάρλσον Σίτυ. Προχωρούν πά­ νω στον δηιμόσιο δρόμο μπαϊλντισμένοι όλοι τους, γιατί κά­ νει τρομερή ζέστη. — Πάει θά πάθω ήλίασι!,

γκρινιάζει ο Μπόμπυ. Τραβαει μιά κονσέρβα μέ μπύρα άπό τόν σάκκο της σέλ­ λας του την*τρυπάει καί την άδειάζει μονορούφι. Πετάει τό άδειο κουτί καί αναστενάζει μέ άνσκούφισι· -— "Ασα! "Αμα είναι έτσι ή ζωή, τρώγεται κάπως! Τουλάχι στον νά μην ακούω τρακατρού­ κας ! Δέν προλαβαίνει νά τελειώση τη φράσι του καί η γαλήνη της ατμόσφαιρας κομματιάζε­ ται άπό απανωτούς πυροβολι­ σμούς που έρχονται άπό κάπου μίΓροστά. Οί τρεις φίλοι στα­ ματούν ξαφνιασμένοι. 'Ο Μπό­ μπυ ξεροκαταπίνει μέ θόρυβο καί αρχίζει νά τρέμη πάνω στη ο-ελλα του. —Φτού... φτού στη γλώσσα μου!, τοαυλίζει. Τί... τί ήθελα καί μελέταγα τρακατρούκες; Μαζί μέ τούς πυροβολισμούς άχούγονται καί τρομαγμένα χλι μιντρίσματα άλογων. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα καταλαβαίνει πώς κάτι σοβαρό γίνεται μπροστά· — Ακολουθήστε με!, φωνά­ ζει στούς συντρόφους του καί τραβώντας τό έξάσφαιρό του1, σπηρουνίζει μέ δύναμι τό άλο­ γό του. . ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΣ

Τό τεύχος 12, πού κυκλοφορεί τό Σάββατο, είναι ένα αριστούργημα:

ΐ I

ΜΑΣΤΟΦΟΡΟΙ ΔΑΙΜΟΝΠ Μιά περιπέτεια, πού θά σκορπίση ρίγη, αγωνία και γέλιο.

^ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ" ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 11 Τιμή 1.50 δραχ. Γεν, Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε, - Λέκκα 22 Άθήναι (125),



β

Οί "Ασσοι του Ποδοσφαίρου

Α. ΤΣΑΧ0ΥΡ1ΔΗΧ


Πλνίφοφορεϊ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ



Αποτυχημένη απόπειρα

χνουν εναντίον τοϋ οδηγού καί τού οπλοφόρου συνοδού, πού μέ ΑΘΩΣ τρέχουν πάνω στον τή σειρά του, ρίχνει έναντίον δημόσιο δρόμο μέ φόρα, ό τους μέ την καραμπίνα του. Τζώννυ Ντέλμοντ. ό Μπομπυ Φαίνεται δτι μερικοί από και η ’Άννυ Σμίθ, άντικρύζουν τούς καβαιλλάρηΐδες αντιλαμβά­ μια αναπάντεχη σκηνή. Μια έπι νονται δτι κάποιος τρέχει ξοπί­ βατική άμαξα τρέχει σαν άστρα σω τους. Γυρίζουν πάνω στ’ ά­ πή πάνω στον δημόσιο δρόμο, λογά τους νά κυττάξουν καί τό­ σέ μικρή άπόστασι μπροστά τε είναι που φεύγει μια κραυγή τους. Πίσω της, δεξιά και αρι­ έχπλήξεως από τό στόμα τοΰ στερά, τρέχει μια ομάδα καΚάου Μπόϋ Φάντασμα καί των συντρόφων του. βαλλάρηδων. Οί κσβαλλάρηδες αυτοί κρατούν πιστόλια καί ρί­ Οί κσβαλλάρηδες αυτοί, έ-

Κ


Ό Κάου - Μπόϋ χουν κρυμμένα τα πρόσωπα των μέ κόκκινα μαντήλια! Μόλις διαπιστώνει δτι έχει μπροστά του τούς περιβόητους Μασκοφόρους Δαίμονες, 6 Τζών νυ Ντέλμοντ τραβάει τό έξάσφαιρό του καί φωνάζει* — Επάνω τους παιδιά! Χτυ * πάτε στο ψαχνό! Αρχίζει νά ρίχνη έναντίον των μασκοφόρων ληστών, σπηρουνίζοντας ταυτόχρονα τό άλογό του για νά τρέξη πιο γρή­ γορα. 'Η ’Άννυ έλευθερώνει την καραμπίνα της καί τον μιμεί­ ται. 'Ο Μπόμπυ πού τρέμει λες καί τον εχει πιάσει σύγκρυο, σκύβει πάνω στο άλογό του αρ­ πάζει αγκαλιά τον τράχηλο τού ζώου καί συνεχίζει την τρεμού­ λα του.· — Θεούλη μου!, κλαψουρί­ ζει· Τί είναι τούτο πάλι; Βου­ λώσανε τ’ αυτιά μου από τις τρακατρούκες! Νά όψεσαι Τζών νυ! Άκούγοντας τούς απανωτούς πυροβολισμούς, οι ληστές στα­ ματούν τα άλογά τους καί γυ­ ρίζουν ξαφνιασμένοι. Είναι κον τά δέκα τον αριθμόν. Βλέπον­ τας ότι οί αναπάντεχοι διώ­ κτες τους είναι μόνο τρεις καί μάλιστα παιδιά, ανταλλάσσουν μερικές γρήγορες κουβέντες καί μετά ό αρχηγός τους, ένας γι­ γαντόσωμος άντρας, σπηρουνίζει τό άλογό του καί τρέχει ε­ ναντίον τών τριών συντρόφων. 01 άλλοι ακολουθούν πυροβολών τας καί άλαλάζοντας. 'Ο Τζώννυ καί ή Άννυ, διαπι στώνοντας ότι τά πράγματα γί νονται δύσκολα, στερεώνονται γερά στις σέλλες τους καί φρον τίζουν νά μη πηγαίνουν στράφι οΐ σφαίρες τους. 'Ένα από τά άλογα τών ληστών μένει δίχως άναβάτη. 'Ο Μπόμπυ σηκώνει τό κεφά­

λι τρυ νά δή πώς πηγαίνουν τά

πράγματα. Μόλις αντικρύζει, τούς μασκοφόρους νά τρέχουν καταπάνω τους, σάν πραγματι­ κοί δαίμονες, ή χολή του πάει νά σπάση από φόβο. Μέ μιά σπαραχτική κραυγή γυρίζει τό άλογό του καί αρχίζει νά τρέχη στά τυφλά. Τό άλογο τού Μπόμπυ παίρ­ νει κατεύθυνσι προς ένα μικρό δάσος πού είναι στην ανατολι­ κή πλευρά τού δρόμου. "Ενας κακοποιός πού έχει παρακολου­ θήσει όλη τη σκηνή άποσπάται από τούς συντρόφους του καί τον στρώνει στο κυνήγι. 'Ο Μπό αντιλαμβάνεται καί, μπυ^ τον σκούζοντας, χτυπιέται κυριολε­ κτικά στο άλογό του για νά τό κάνη νά τρέξη πιο γρήγορα. Μπροστά αυτός, πίσω ό μα­ σκοφόρος ληστής μπαίνουν στο δάσος. 'Ο κακοποιός είναι πο­ λύ κοντά του τώρα. "Οπου κΓ άν είναι θά τον πιάση. 'Ο Μπό­ μπυ γυρίζει καί τον κυττάζει μέ τρόμο. Καί τότε είναι πού συμ­ βαίνει τό απροσδόκητο. Καθώς είναι γυρισμένος προς τά πίσω, ό Μπόμπυ δέν βλέπει τό χαμηλό οριζόντιο κλαδί ενός δέντρου ττού βρίσκεται ξαφνικά στο δρόμο του. Μέ όλη του τη φόρα όπως τρέχει, πέφτει πάνω του. "Ενα πονεμένο βογγητό, βγαίνει από τό στόμα του, ένώ ταυτόχρονα γκρεμίζεται από τή σέλλα του καί πέφτει στο χώ­ μα. Γελώντας ευχαριστημένα, ό κακοποιός σταματάει τό άλογό του. Μετά ξεπεζεύει μέ σκοπό νά άποτελειώση τό φοβισμένο παιδί, άν είναι ζωντανό· Άλλα, μόλις πατάει τό πόδι του στο χώμα, τον περιμένει μιά μεγά­ λη έκπληξι. Τό παιδί πού στέ­ κεται απέναντι του δέν φαίνε­ ται καθόλου φοβισμένο. Πρώτα τό χτύπημα άπό τό

κλαδί στο κεφάλι καί αετά

4


πτώσις από τό αλογο έχουν με μεταμορφώσει τον Μπόμπυ σέ θηρίο. Πριν προλάβη νά συνέλθη ό κακοποιός άπό την έκπληξί του, βγάζει τό πολεμικό ουρλια­ χτό του και ρίχνεται καταπάνω του. — Θά σέ μάθω εγώ νά γελάς χάχα!, του λέει και τον αρχί­ ζει στις γροθιές. 'Ο κακοποιός προσπαθεί νά άμυνθή, αλλά δεν ξέρει πώς, ό­ ταν μανιάζη ό Μπόμπυ, εΐναι δύσκολο νά τά βάλης μαζί του. Οί γροθιές του κινούνται σάν έμβολα ατμομηχανής και προσ­ γειώνονται σέ δλο^ τό σώμα τού μασκοφόρου ληστή. Ή μάσκα Φεύγει από τό πρόσωπό του και αποκαλύπτει χαρακτηριστικά συ σπασμένα από πόνο. -αφνικά, τό χέρι του τινάζε­ ται προς τό πιστόλι, πού κρέ­ μεται στο πλευρό του. 40 Μπό­ μπυ τό αντιλαμβάνεται, πηδάει στο πλάι καί τραβάει τό δικό του, μέ μιά γρηγοράδα πού δεν θά την περίιμενε κανένας άπ* αύ τον. Τά δύο εξώσφαιρα έκπυρσοκρατοΰν σχεδόν ταυτόχρονα· Ή σφαίρα τού Μπόμπυ καρφώνεται στο στήθος του, ακριβώς πάνω στην καρδιά. Ό κακοποιός μέ­ νει γιά μιά στιγμή σάν κεραυ­ νοβολημένος καί μετά σωριάζε­ ται χάμω νεκρός. 'Ο Μπόμπυ βεβαιώνεται γι’ αυτό καί, άφοΰ φορτώνει τό πτώ μα στο άλογο τού κακοποιού, καβαλλάει τό δικό του καί βγαί νει από τό δάσος βιαστικός. Θέλει νά βγάλη από τή μέση κΤ. άλλους κακοποιούς άλλα α­ πογοητεύεται. Οί κακοποιοί έ­ χουν έξαφανισθή καί έχουν μεί­ νει μόνο δυο πτώματα και οί σύντροφοί του σώοι καί άβλαβεΐς. 'Η άμαξα έχει έξαφανισθή κΤ αυτή. — Οί άλλρι τό έσκφφφν!.

πληροφορεί ό Τζώννυ τό Μπόμ­ πυ, βλέποντας μέ ί κανοπο ίησι τό τρίτο πτώμα. Ευτυχώς πού γλυτώσαμε την άμαξα. -—Κρίμα πού δέν έμειναν τά καθάρματα!, μουγγρίζει ό Μπό­ μπυ ξεφυσώντας σάν τό ανήσυ­ χο άλογό του. Μέ τή δίψα πού έχω θά τούς έπινα τό αΐ,μα. — Θά την χόρτασης τήν δί­ ψα σου, του λέει ό Τζώννυ· θά πάμε στο Κάρλσον Σίτυ, εκεί πού πηγαίνει καί ή άμαξα. Ή συνάντησίς μας, σ’ αυτή ^ τήν περιοχή, μέ τούς Μασκοφόρους Δαίμονες μοΰ έφερε στο νού έ­ να πρόσωπο πού θά μπόρεση ί­ σως νά μάς βοηθήση. Οί δύο φίλοι του τον κυττάζουν απορημένοι, άλλα ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν δίνει έξηγησεις. ΚΤ έτσι μέ τά πτώματα τών κακοποιών φορτωμένα στα άλογα τών ίδιων, παίρνουν τον δρόμο γιά τό Κάρλσον Σίτυ.

Ό παλιός συμμορίτης ΣΕΡΙΦΗΣ Ράσελ, του Κάρ­ λσον Σίτυ, έ^έι πληροφορώ θη όλα περίπου τα συμβάντα ά­ πό τον οδηγό τον συνοδηγ© και τούς λιγοστούς έπιβάτες τής «άμαξας^ πού έφτασε στην πόλι τυλιγμένη σ’ ένα σύννεφο σκ0= ν^ς. ^Απορεί γιά^ τό ποιοι είναι αυτοί οί θαρραλέοι πού τά έβσ λαν μέ τούς Μασκοφόρρυς Δαί*!

0


6 μονές. Μόλις μαθαίνουν την ταυ τότητά τους, παύει νά άπορή με τά. "Έχει ακούσει για τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα και την τταρέα του καί διαπιστώνει άτι ή φή­ μη τους είναι δικαιολογημένη. Μόνο πού δεν ξέρει πώς νά τούς ευχαρίστηση. — Εΐσαστε οι μόνοι που κα­ ταφέρατε νά ματαιώσετε έστω καί ένα άπό τά σχέδια αυτών τών κακούργων, λέει με χαρά ό εκπρόσωπος τού νόμου. Κοντεύ­ ει χρόνος τώρα καί..· — Εμένα με συγχωρεΐτε!, τον διακόπτει ξαφνικά ό Μπόμπυ Σμίθ. "Έχω μιά έπείγουσα δουλίτσα. 'Ο Μπόμπυ έχει συνέρθει ά­ πό την... καταστρεπτική του μα νία, άλλά τώρα τον έχει πιάσει μιά άλλη μανία. Άπό τη στιγ­ μή πού μπήκαν στην πάλι, τά ρουθούνια του συισπώνται παρά­ ξενα. Καί τώρα, βγαίνει τρέχόντας άπό τό γραφείο του σε­ ρίφη, δπου είχε καταλήξει μέ τούς φίλους του, άφοΰ παρέδω­ σαν τά πτώματα στο γραφείο κηδειών τής πόλης καί τρέχει σάν παλαβός στο μπαρ. — Μπύρα..· μπύρα!, λέει στον μπάρμαν μέ τή γλώσσα κρεμασμένη έξω. — ^ Τί μπύρα; ρωτάει παραξενεμένος ό μπάρμαν. Σέ ποτή­ ρι ή σέ κονσέρβα; — Σέ κιβώτιο!, απαντάει λαίμαργα ό Μπόμπυ. Λίγο αργότερα ρουφάει μπύ­ ρα, σάν αχόρταγο σφουγγάρι, καί πλαταγίζει τά χείλη του μέ ευχαρίστησι. —Άααα!, λέει μέ ανακού­ φισή. Συνήλθα! Νόμιζα οτι εί­ χαν.... άποξηρανθή τά σωθικά μου! Καί συνεχίζει μέ φούρια την μπυρίτσα του κάτω άπό τά έκ­ πληκτα βλέμματα τού μπάρμαν καί τών θαμώνων τού μπαρ ενώ

Ό Κάου — Μπόϋ στο γραφείο τού σερίφη ό Τζών νυ Ντέλμοντ καί ή "Άννυ συνε­ χίζουν την συζήτησί τους μέ τον γηραιό εκπρόσωπο τοΰ νό­ μου. — Είναι ή πιο έξυπνη συμ­ μορία που έχω δή ποτέ μου, λέει ό σερίφης. — Ασφαλώς θά τούς έχεις καταδιώξει πολλές φορές σέριφ! —Ναι, πολλές φορές!, ομο­ λογεί μέ κάποια πίκρα στη φω­ νή του ό σερίφης καί οχι μόνος μου· Σχημάτιζα πάντοτε ένα α­ πόσπασμα καί έτρεχα ξοπίσω τους. Τό αποτέλεσμα ήταν οτι τρώγαμε τή σκόνη τους μόνο καί τίποτα άλλο. Εξαφανίζον­ ται σάν άερικά. Ή γνώμη μου είναι οτι κάπου έχουν κρησφύγε­ το. Κάπου κοντά στο ποτάμι. Χόρς Σοΰ πού περνάει έξω άπό την πόλι μας. Εκεί χάνουμε πάν τότε τά ίχνη τους. —"Ίσως ρίχνονται μέσα στο ποτάμι καί προχωρούν λίγο μέ­ σα στο νερό ώστε νά μην άφήσουν ίχνη! πετάγεται ή 5 Αννυ. —"Ίσως, κόρη μου, άπαντάει ό σερίφης. Πάντως, δ,τι κάνουν είναι καλά καμορμένο. Μού φαί­ νεται οτι ό Μάουντεν Σάμ καί τό σκυλολόι του δέν πρόκειται νά πιαστούν ποτέ. -— Θά πιαστούν, λέει μέ πεπο ίθησι ό Τζώννυ Ντέλμοντ. "Ο­ ταν έρθη ή ώρα θά πιαστούν, έν νοια σου! ιΟ σερίφης. παραξενεΙμένος άπό την βεβαιότητα τοΰ Κάου Μπόϋ Φάντασμα κυττάζει έκ­ πληκτο ς. —"Έχεις κανένα σχέδιο, γιε μου; ρωτάει. — Κάτι εχει περάσει άπό τό μυαλό^ μου. Ξέρεις κάπουον νεα­ ρό πού λέγεται Τζέφ Κουπερ; — Τον Τζέφ Κούπερ; Ασφα­ λώς τον ξέρω. Είναι οδηγός στην άμαξα πού κάνει συγκοι-


ΦΑΝΤΑΣΜΑ νωνία μεταξύ Κάρλσον — Μενζανίτα·.. Μά τί σχέσι έχει αυ­ τός; — Πριν από ένάμισυ χρόνο, περίπου, ό Τζέψ Κούπερ όταν ■στην συντροφιά του Μάουντεν Σάμ, απαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Τότε, άκόιμα, δεν υ­ πήρχαν οι Μ ασκό φόροι Δαίμο­ νες. Ό Μάουντεν Σάμ είχε μια άλλη συμμορία. Ό Τζέφ Θά πρέ­ πει. νά τον ξέρη πολύ καλά, και θά μπόρεση ίσως νά <μάς προσφέρη κάποια βοήθεια. 'Ο σερίφης Ράσελ εχει μείνει εμβρόντητος. — Θέλεις νά πής ότι ό Τζέφ ΚοΟπερ ήταν έκτος νόμου; ψελίζει. — Γιά κάμποσον καιρό, να^, απαντάει ό Τζώννυ. Μόλις βγή­ κε, όμως, από τή φυλακή, όπου έμεινε, επίσης λίγο, άλλαξε καί έγινε τίμιος άνθρωπος... Κι* έγώ κι* οί φίλοι μου γνωρίζουμε την οικογένεια του, σέριφ· Καί τον βοηθήσαμε νά γίνη τίμιος. — Πως; —Ό Τζώννυ τον έπιασε μαζί μέ κάτι άλλους κακοποιούς, σέ­ ριφ, απαντάει ή ’Άννυ γιά νά διευκολύνη τά πράγματα. Μά δεν μάς κρατάει κακία, αυτό τό ξέρουμε. ’Άν μπορή. λοιπόν, νά είσαι βέβαιος ότι θά μάς βοηθήιση. — Δηλαδή, μπορεί νά ξέρη αυτός που είναι τό άντρο τοΟ Μάουντεν Σάμ; ρωτάει, γεμά­ τος έλπίδες, ό σερίφης. —’Ίσως,^ λέει ό Τζώννυ. ’Α­ ξίζει νά κάνουμε μιά προσπά­ θεια. Μόνο έχω νά σου κάνω μιά παράικλησι. σέριφ. Μην κάνης κουβέντα σέ κανέναν γιά τό πα­ ρελθόν τού Τζέφ. ’Ίσως νά τον λοξοικυττάξουν μερικοί. "Οσο γιά την τιμιότητά του, μπορώ νά σου έγγυηθώ έγώ· Τό ίδιο καί οι φίλοι μου. Ό σερίφης Ράσελ σμίγει τά

7 φρύδια βλοσυρός, — Δεν θέλω νά κάνω κακό σέ κάποιον πού αποφάσισε νά γίνη τί ιος, λέει. Αφού λέτε εσείς ότι είναι τίμιος, θά βασιστώ στά λόγια σας. Μόνο πού θά πρέπει νά περιμένετε την άμα­ ξα από τό Μενζανίτα γιά νά κά­ νετε την απόπειρα σας. Καί 8ά έρθη αύριο τό πρωί. —Ωραία, λέει ό Τζώννυ. Θά πάμε νά πιάσου με ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο γιά νά περάσου­ με τή βραδυά μας... Καλή άντάμωσι, σέριφ. Βγαίνουν από τό γραφείο του ανθρώπου πού έκπροσωπεΐ τον νόμο καί προχωρούν προς τό μπαρ· Προτού πάνε στο ξενοδο­ χείο νά πιάσουν δωμάτιο, θέ­ λουν νά ρίξουν μιά ματιά στον Μπομπυ καί νά δουν μήπως έχει σκάσει από τήν πολλή μπύρα.

Τό τέχνασμα των ανόμων ΜΑΟΥΝΤΕΝ Σάμ, ό αρ­ χηγός τών παρανόμων, είναι έξω φρένων γιά τήν άποτυχία του, νά ληστέψη τήν άμαξα πού πήγαινε στο Κάρλσον Σίτυ. Καί όλος 6 θυμός του κατευθύνεται εναντίον τού Τζώννυ Ντέλμοντ καί τών συντρόφων του πού, μέ τήν αναπάντεχη έμφάνισί τους, έκαναν τό σχέδιό του νά ναυαγήση.


8 "Ολη τή νύχτα δέ μττορεΐ νά κλείση μάτι. Κάθε τόσο οί συμ­ μορίτες του τον άκοΟνε νά προφέρη βαρείες βλαστήμιες. Και ανάμεσα σ’ αυτές τις βλαστή­ μιες ξεχωρίζουν συχνά τό ονοιμα τού Ντέλμοντ. Πέρα από την άττοτυχία του, ό αρχηγός των έκτος νόμου εί­ ναι στενοχωρημένος και γιά κά­ τι άλλο. Ή παρουσία του Κάου Μττόϋ Φάντασμα καί των συντρό φων του σέ τούτα τά μέρη, δέν τού αρέσει καθόλου. "Οπως ό­ λοι, έτσι κι3 αυτός έχει ακού­ σει πολλά γιά τον θρυλικό κάου μπόϋ καί γι’ αυτό άλλωστε τον αναγνώρισε μέ την πρώτη μα­ τιά. Τί γυρεύει σέ τούτα τά μέρη ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα; Μή­ πως ήρθε νά τά βάλη μ’ αυτόν καί τή συμμορία του; ’Άν ναι, ό Σάμ δέν έχει σκοπό νά τους άφήση νά τον πιάσουν ή έστω νά περιορίσουν την δράσι του. Θά τους κάνη την ζωή έφιαλτική, όπως τήν έχει κάνει σέ άλ­ λους. Δέν ανησυχεί γιά τίποτα γιατί θά δυσκολευτούν πολύ ν’ άνακαλύψουν τό κρησφύγετό του. Κανένας, έκτος από τους συμ­ μορίτες του. δέν ξέρει που είναι τό άντρο των Μασκοφόρων Δαι­ μόνων· Καθώς κάνει αυτή τή σκέψι, κάτι ένοχλεϊ τό μυαλό του. Συγ­ κεντρώνεται ανήσυχος καί ξα­ φνικά, προσδιορίζει τί είναι αυ­ τό τό κάτι. Υπάρχει ένας άν­ θρωπος πού θά μπορούσε νά μαντέψη πού εΐναι τό άντρο του. Κάποιος που ήταν μέλος τής συμμορίας, πού είχε πριν από τούς Μασκοφόρους Δαίμο'Ο Τζέφ Κοΰπερ. 'Η πρώτη σκέψι τοΰ παράνο­ μου, είναι νά βγάλη από τήν μέ­ ση τον Τζέφ Κούπερ, τον νεαρό κακοποιό πού αποφάσισε νά γί-

Ό Κάου - ΜπόΟ νη τίμιος καί έπιασε δουλειά, ώς οδηγός, σέ μιά επιβατική ά­ μαξα. Μά ένας φόνος παραπά­ νω, θά έξαγρίωνε περισσότερο τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα έναν­ τι ον του. "Αλλωστε, μπορεί νά μήν ξέρη τίποτα ό Τζέφ Κοΰ­ περ, μπορεί νά μή θυμάται πό­ σα κρησφύγετα χρησιμοποιΰσε ό Μάουντεν Σάμ. Βέβαια, τό καλύτερο θά ήταν νά βγάλη τον Κοΰπερ από τή μέση, δίχως νά πέση έπάνω του ή ευθύνη. "Ολη τή νύχτα σπάζει τό κε­ φάλι του καί κατά τά ξημερώμα­ τα, τό μυαλό του συλλαμβάνει ένα διαβολικό σχέδιο· Πετάγε­ ται από τις κουβέρτες του ξυ­ πνάει μέ άγριες φωνές^ τό σκυ­ λολόι του καί τό μαζεύει^ γύρω από τήν φωτιά. Μέ φωνή πού πάλλεται άπό^ μίσος, αρχίζει νά άναπτύσση τό σχέδιό του. ΟΙ κακοποιοί καγχάζουν ευχαριστη­ μένοι. Μερικές ώρες αργότερα, ό Μάουντεν Σάμ καί οί κακοποιοί του έχουν στήσει καρτέρι μέσα, σέ κάτι θάμνους στο πλευρό τοΰ δρόμου πού οδηγεί άπό τό Κάρλσον στήν Μενζανίτα. "Ενας απ’ αυτούς εΐναι πιο μπροστά από τούς άλλους καί κυττάζει πέρα στο βάθος τοΰ δο^ιιου —"Ερχεται ή άμαξα, Μάουν­ τεν!, φωνάζει ξαφνικά. Πραγματικά, μέσα σ’ ένα συν νεφο σκόνης έχει κάνει τήν έμφάνισί^ της η επιβατική άμαξα. Στή θέσι τοΰ οδηγού κάθεται ό νεαρός^ Τζέφ Κοΰπερ καί δίπλα του ο οπλοφόρος συνοδός. Εκεί­ νο τό πρωΐ δέν έχουν επιβάτες. Μεταφέρουν ^ μόνο ένα κιβώτιο λεφτά για τις πληρωμές των έρ γατών των γειτονικών ορυχείων. Ή άμαξα προχωρεί ανύπο­ πτη. Μόλις φτάνει κοντά στους πρώτους θάμνους, άκουγονται απανωτοί, πυροβολισμοί καί με­ τά κάπου εΦτά καβαλάρν;δες μέ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ τά πρόσωπα κρυμμένα από κόκ­ κινες μάσκες πετάγονται έξω και ρίχνονται καταπάνω της· 'Ο συνοδός γυρίζει την καραμπίνα του και κάνει νά τους ρίξη, αλλά μια σφαίρα παίρνει τό όπλο από τά χέρια του και τό πετάει χάμω. 'Η βροντερή φωνή του Μάουντεν Σάμ φωνά­ ζει : — Σταματήστε την άμαξα! Γρήγορα! Ό Τζέφ, πού έχει αναγνωρί­ σει τον άρχί'χαικοποιό, νοιώθει ένα αίσθημα λύσσας. Πολύ θά ήθελε νά τραβήξη τό πιστόλι του και νά σκοτώση τον Μάουν­ τεν πού τον είχε παρασύρει και τόν εΐχε κάνει κακοποιό. Ξέρει, όμως, ότι τό έπόμενο δευτερόλε­ πτο θά πεθάνη κΓ αυτός, από τά βόλια των κακοποιών. Στοίματάει λοιπόν την άιμα£α καί σηκώνει ψηλά τά χέρια. Τό ίδιο κάνει καί ό συνοδός δί­ πλα του. — Τό κιβώτιο μέ τά λεφτά!, προστάζει ό Μάουντεν Σάμ. "Ενας από τούς κακοποιούς πλησιάζει την άμαξα. Ό Τζέφ γυρίζει προς τά πίσω, σηκώνει τό κιβώτιο πού είναι στερεωμέ­ νο στην οροφή τής άμαξας καί του τό δίνει. Έκεΐνος τό παίρ­ νει καγχάζοντας καί μουρμουρί­ ζει : — Ευχαριστούμε γιά την πληροφορία, Τζέφ. Θά... , —- Βούλωστο, Μάλκομ! ουρ­ λιάζει θυμωμένα ό Μάουντεν Σάμ πίσω από την μάσκα του. Θά βάλης τόν νεαρό σέ μπελά­ δες! Πάμε νά φύγουμε γρήγο­ ρα ! "Ενας ένας οί κακοποιοί γυ­ ρίζουν τά άλογά τους καί καλ­ πάζουν προς τούς λόφους. εΟ συνοδός, κυττάζει γιά μιά στι­ γμή δύσπιστα τόν Τζέφ Κούπερ καί μετά πηδάει κάτου, πιάνει την καραμπίνα του καί την στρέ

9 φει καταπάνω στον νεαρό. — Μπίλ! τραυλίζει ό νεαρός Κούπερ. Δέν φαντάζομαι νά πί­ στεψες..· — Βούλωστο τό στόμα σου, παλιόπαιδο!, μουγγρίζει ό συ­ νοδός. Ποτέ μου δέν φανταζό­ μουν ότι ήσουν ένα τόσο ταπει­ νό υποκείμενο. Τώρα πού θά πά­ με στήν .ττόλι, θά δής τί θά πά­ θη ς. "Ωσπου νά πής κίμινο θά σ’ έχουν λυντσάρει! Δέ σκέφτηκες τά παιδιά πού θά έπαιρναν τά λεφτά; Πόσο δούλεψαν γΓ αυτά; — Μά, Μπίλ, ψέματα...!. — Βούλωστο είπα! σεκί να τήν άμαξα. Θά σκαρφαλώσω πί­ σω, ώστε νά μπορώ νά σέ σημα­ δεύω συνέχεια. Τέτοιο σκουλήκι πού είσαι..· Σαν χαμένος ό Τζέφ Κούπερ πιάνει τά ηνία καί ξεκινάει τήν άμαξα. 'Ο συνοδός σκαρφαλώ­ νει πίσω στήν σκάρα καί δέν παύει νά τόν σηιμαδεύη στιγμή μέ τήν καραμπίνα του. 'Ο Τζέφ δέν ξέρει τί νά σκεφτή. Γιατί τού τό έκανε αυτό ό Μάουντεν; Σίγουρα γιά νά τόν έκδικηθή γιά τήν έγκατάλειψι. ’Ήξερε πώς, άν μαθευόταν ένα τέτοιο νέο στήν πόλι, ότι δηλαδή ο Τζέφ Κούπερ είχε συνεργαστή μέ τούς Μασκοφόρους Δαίμονες γιά τήν ληστεία τής άμαξας, θά τόν λυντσάριζαν από τήν μιά στιγμή στήν άλλη.

Ή συμφωνία ΥΤΟ, πραγματικά, είναι τό σχέδιο τού Μάουντεν. Ό άρχικακοποιός ξέρει πολύ καλά πόσο εύκολα ανάβουν τά αίμα­ τα των ανθρώπων τού Τέξας, ι­ δίως όταν πρόκειται νά τιμωρή­ σουν έναν κακοποιό· Βασίζεται, λοιπόν, σ’ αυτή τή λεπτομέρεια γιά τήν επιτυχία τού σχεδίου του καί, γιά μιά στιγμή, όλα

4


ίό δείχνουν δτι θά ικανοποιηθη. Μόλις ό άμαξα φτάνει στην ιτολι καί μαθεύεται τό νέο, άντρες, γυναίκες καί τταιδιά ρί­ χνονται στον Τζέφ Κουπερ νά τον λυντσάρουν. Μάταια προσ­ παθεί νά τους έξηγηση ό νεαρός ότι δέν εχει^ ιδέα, ότι όλη αυτή ή ιστορία είναι επινοημένη από τον Μάουντεν Σάμ. 'Ο σερίφης Ράσελ τον ξεκολ­ λάει από τά χέρια του όχλου, μά κι’ αυτός έχει σκοπό νά τον κρεμάση. Τώρα που εχει ακού­ σει από τόν Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα ότι ό Τζέφ ήταν κακοποιός στη συμμορία του Μάουντεν, πι­ στεύει πιο εύκολα από τούς άλ­ λους, ότι. έχει συνεργαστη μέ τούς συμμορίτες. Καί ό θυμός τους είναι μεγάλος. Ιδιαίτερα, επειδή ό Τζέφ Κουπερ κατάφερε νά τού κρυφτή τόσον καιρό. Απελπισμένος ό Τζέφ βλέπει τό σχέδιο τού κακούργου Μάουν­ τεν νά πετυχαίνη. Οι διαμαρτυ­ ρίες του καί οι έπικλήσεις του δέν βρίσκουν πρόθυμα αυτιά. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ, η ’Άννυ καί ό Μπρμττυ, είναι στο μπάρ εκείνη την ώρα. 'Ο Μπόμπυ έχει βάλει στοίχημα μέ τόν μπάρμαν ότι θά άδειάση ένα τεαάστιο πο­ τήρι μπυρας δίχως νά πάρη α­ νάσα καί βρίσκεται στη μέση τού ποτηριού, όταν ξεσπάει η φασαρία έξωΆκουγονται υψωμένες φωνές, βρισιές κατάρες καί μια φωνή νά διαμαρτύρεται ανάμεσα σ’ αυτές. Φτάνουν τόσο ξαφνικά στο μπάρ πού ό Μπόμπυ τρομά­ ζει, πνίγεται μέ τη μπύρα καί πετώντας τό ποτήρι από τό χέ­ ρι ^του, αρχίζει νά βηχη, μέχρι πού τό πρόσωπό του γίνεσαι κόκκινο σαν παπαρούνα. "Οσοι είναι μέσα στο μπάρ βάζουν τά γέλια. Μά ό Τζώννυ Ντέλμοντ δέν κά θεται νά διασκεδάση μέ τό πά­

Ό Κάου — Ηπόϋ θημα τού φίλου του. Καταλα­ βαίνοντας ότι κάτι σοβαρό συμ­ βαίνει έξω, πετάγεται στον δρό­ μο. Βλέπει τη συγκέντρωσι γύ­ ρω άπό τόν νεαρό Κοΰπεο, βλέ­ πει τόν σερίφη νά τού άγριεύη καί άπό τά λόγια πού ακούει, μαντεύει^ τί περίπου έχει συμβή. 'Ορμάει σαν αστραπή προς τη συγκέντρωσι, ακολουθούμενος άπό την ’Άννυ καί παραμερίζει τόν κόσμο άνοίγοντας έναν διά­ δρομό. — Σέριφ, λέει μέ σοβαρή φω νη, μη συνεχίζεις αυτή την ανοη­ σία ! — Δέν είναι ανοησία, Ντέλ­ μοντ! τού απαντάει ό σερίφης, πού έχει γίνει άλλος άνθρωπος άπό τόν θυμό του. Αυτό τό πα­ λιόπαιδο έδωσε την πληροφορία στον Μάουντεν Σάμ γιά τά λε­ φτά κι’ έτσι ληστεύτηκε η άμα­ ξα. Τό είπε μόνος του ό κακο­ ποιός πού άρπαξε τό κιβώτιο μέ τά λεφτά... — Τζώννυ Ντέλμοντ! αναφω­ νεί έκπληκτος ό Τζέφ Κουπερ· "Ωστε είσαι έδώ, λοιπόν! Βοή­ θησε με σέ παρακαλώ. Είναι ό­ λα ψέματα. Είναι... 'Ο Τζώννυ λέει στον σερίφη νά πάρη τόν Κουπερ καί νά πά­ νε στο γραφείο του. Ό Ράσελ διστάζει μια στιγμή, άλλα με­ τά συμμορφώνεται. Τό πλήθος διαμαρτύρεται, άλλα ή καραμπίνα της ’Άννυ πού σηκώνεται απειλητικά, τούς πείθει οτι πρέ πει νά δεχτούν την κατάσταισι. "Οταν βρίσκονται μόνοι μέ­ σα στο γραφείο τού σερίφη, ό Τζώννυ λέει : — Δώσε μιά ευκαιρία στον Τζέφ νά υπεράσπιση τόν εαυτό του καί μετά βγάλε όποια άπόφασι Θέλεις. Μιλάει μέ μαλαχη φωνή γεμά­ τη πειστικότητα. 'Ο θυμός τού σερίφη υποχωρεί- Ή λογική ξαναγυρίζει στο μυαλό του· ’Α­


ΦΑΝΤΑΣΜΑ κούει τον Τζέφ νά έξκττορη πώς έγιναν τά πράγματα, όπως άκούη καί τη γνώμη του γιατί ή­ θελε ό Μάουντεν Σάμ νά γίνουν έτσι τά πράγματα. Την ίδια γνώμη έχει καί ό Τζώνη. — Μόνο άν ήξερε κάτι σοβα­ ρό σέ βάρος του 8ά του φερόταν μέ τέτοιον τρόπο, λέει σκεφτι­ κά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Έικ τάς άν τό έκανε απλώς καί μό­ νο γιά νά τον έκδικηθή, επειδή ξανάγινε τίμιος. 'Ο σερίφης Ράσελ ακούει μέ μιά δύσπιστη έκφρασι στο πρό­ σωπό του. Θέλει νά πιστέφη τον Τζώννυ Ντέ,λμοντ, αλλά έπειδή στά σαράντα χρόνια που κάνει τον σερίφη έχουν δή πολλά τά μάτια του, διστάζει. 'Ο Τζών­ νυ τό καταλαβαίνει αυτό καί τό συμμερίζεται. Γι’ αυτό λέει στον Κοϋπερ : — Τζέφ, ό σερίφης δυσπιστεΐ ακόμα. Στο χέρι σου είναι νά του απόδειξης δτι είσαι τίιμιος καί δεν έχεις καιμμιά σχέσι μέ τον Μάουντεν Σάμ. Θά μάς βοηθήσης νά βρούμε που έχει τό άντρο του.·. 'Ο Τζέφ παίρνει μιά στενο­ χωρημένη έκφρασι. — Μά... δέν μπορώ νά ξέρω, Τζώννυ, λέει. —,ΧΗ θά δεχτής αυτή τή συμ­ φωνία ή θά σέ κλείσω στη φυλα­ κή!, λέει θυυωμένα ό Ράσελ. — Μά, σέριφ... —- Μή διστάζεις, Τζέφ, τον παροτρύνει ό Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα. ’Έζησες κοντά στον Μά­ ουντεν αρκετόν καιρό, -έρεις τις συνήθειές του· -έρεις τις μεθό­ δους του. Ξέρεις καί πολλά από τά λημέρια του. Κάποιο απ’ αυ­ τά θά πρέπει νά είναι τό σημε­ ρινό του άντρο... —"Εχεις δίκιο, λέει σκεφτικά ό νεαρός Κουπερ. Θυμάμαι πολ­ λά από τά λημέρια του, άν καί δέν έδινα μεγάλη προσοχή τότε.

11 Βλέπει τό καχύποπτο πρόσω­ πο τού σερίφη καί ξεροκατοατίνοντας βιάζεται νά προστέση : — Θά τά θυμηθώ, όμιως! Θά τά θυμηθώ. —Νά ξεκινήσουμε αμέσως, τότε! λέει ό σερίφης. Κανένας δέν έχει άντίρρησι. 'Ο Τζέφ ρίχνει μιά ματιά γεμά­ τη ευγνωμοσύνη στον Τζώννυ καί στην "Αννυ καί τούς ακο­ λουθεί. Καθώς οι άντρες πάνε στον σταύλο νά έτοΐιμάσουν τά άλογα, ή "Αννυ τρέχει στα μπάρ νά φωνάξη τον Μπό'μπυ. "Οταν μπαίνη στο μπάρ, άντικρύζει ένα θέαμα πού τής φέρ­ νει γέλια. 'Ο Μπό'μπυ είναι ξα­ πλωμένος ανάσκελα σ’ ένα τρα­ πέζι, υέ τή ζώνη λυμένη, καί βογγάει σάν έτοιμσθάνατος. —"Ωχ! "Ωχ! Πάει, θά σκά­ σω· Κι* οχι τίποτα άλλο, ,μά υ­ πάρχει φόβος νά βαρεθώ την μπάρα καί τότε, πώς θά ξανασχάσω; —- Τί έπαθε; ρωτάει ή "Αννυ τον μπάρμαν. — Κέρδισε τό στοίχη,μα μέ τή μπάρα, μις, τής απαντάει ε­ κείνος. Καί, όπως είχαμε συμ­ φωνήσει, ήπιε μετά ένα ολόκλη­ ρο κιβώτιο μπϋρες! Ή "Αννυ δέν ανησυχεί, ^έρει ότι μέ λίγη ιππασία ό Μπόμπυ θά συνέρθη, Μουρμουρίζοντας του παρηγορητικά, τον σηκώνει από τό τραπέζι καί τον πηγαί­ νει στό σταύλο. 'Ο Μπόμπυ δια­ μαρτύρεται., άλλα, όταν ό Τζών­ νυ τον βεβαιώνει ότι μέ την καβαλσ,ρία 8ά συνέρθη, ακολουθεί υπάκουα.

Ψάχνοντας για το άντρο Η ΠΑΡΕΑ τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα, ό σερίφης Ράσελ καί ό Τζέφ Κοϋπερ ξεκινούν από τό Κάρλσον Σίτυ, κάτω από τά


12 άμφίβολα βλέμματα των κατοί­ κων της πόλεως. Μπροστά πάει ό Τζέφ, για νά δείχνη τον δρόμο.__ Ξέρουν όλοι ότι, ή δουλειά πού θά κάνουν, είναι πολύ δύ­ σκολη. Και δεν πέφτουν έξω. ’Επί δύο ολόκληρες μέρες αλωνί­ ζουν τά απέραντα λειβάδια, ορ­ γώνουν τούς λόφους και τά φα­ ράγγια, δίχως νά βρουν ίχνος από τον Μάουντεν Σάμ καί τούς Μασκοφόρους Δαίιμονές του. Ο Τζέφ Κοΰπερ τούς περ­ νάει από όλα τά παλιά λημέρια τής προηγούμενης συμμορίας. Βρίσκουν ίχνη πού δείχνουν ότι τό μέρος αυτό εΐχε χρησιμοποιηθΐή παλιότερα, αλλά πουθενά πρόσφατα ίχνη. Μόνο σε μιά σπηλιά πού έπισκέπτονται τελευταία ανακαλύ­ πτουν μερικά πράγματα πού τούς λένε ότι τό μέρος αυτό χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα από μιά ομάδα ανθρώπων. Υπάρχουν ίχνη φωτιάς στη μέση τής σπηλιάς καί ολόγυρα είναι σκορπισμένα κόκκαλα από κρέας, ξερά κομμάτια ψωιμιου καί άδεια μπουκάλια. Μόλις βλέ πει τά τελευταία ό Μπόμπυ βρί­ σκεται, μ’ ένα πήδημα, κάτω α­ πό χή σέλλα του καί τρέχει κον­ τά τους. Λαχανιάζοντας σάν σκυλί πού τό έχει πιάσει ή ζέστη, σηκώ­ νει ένα ένα τά μπουκάλια καί τά κυττάζει σάν... τηλεσκόπια, αλλά δεν διακρίνει σέ κανένα απ’ αυτά ούτε μιά σταγόνα μπύρα· — Βρέ γιά κύττα μιά ατυ­ χία! μουρμουρίζει παραπονιάρι­ κα. Ούτε μιά σταγόνια, έτσι γιά... δείγμα. Τά έχουν στραγ­ γίσει όλα οι αφιλότιμοι. Παίζει τά μάτια του νοσταλγικά καί αναστενάζει : — 'Αχ! άς ή'μουνα στο Κάρ?\ξτον/ σ’ §κξ.ίνο τρ ρυμπαθητικρ

Ό Κάου - Μπόϋ μπαράκι κι3 άς έσκαζα από τήν πολλή μπύρα! Μά τίποτα δέν δείχνει ότι θά ξαναδή τό Κάρλσον Σίτυ σύν­ τομα. 'Ο Τζώννυ κατεβαίνει α­ πό τό άλογό του καί ψάχνει γύ­ ρω του τό έδαφος. Τό έμπειρο μάτι του διαβάζει τά χνάρια οποος του έχουν μάθη οί έρυθρόδερμοι, πού είναι μοναδικοί στην άνίχνευσι. — Τό μέρος αυτό χρησιμο­ ποιήθηκε πάνω από δέκα ανθρώ­ πους, μουρμουρίζει σκεφτικά. Πιθανόν νά χρησιμοποιήθηκε α­ πό τούς Μασκοφόρους Δαίμο­ νες. Μπορεί, όμως, νά χρησιμο­ ποιήθηκε κι3 από περαστικούς κάου μπόϋς πού τούς έπιασε ή νύχτα ή καμμιά καταιγίδα· 'Ο σερίφης Ράσελ αρθρώνει μιά βλαστήμια. —'Η γνώμη μου είναι ότι αυ­ τό τό παλιόπαιδο μάς παίζει έ­ να άσχημο παιχνίδι!, μουγγρίζει. Δυο μέρες τώρα μάς γυρί­ ζει από μέρος σέ μέρος καί ό­ που πάμε βρίσκουμε παλιά χνά­ ρια. Προσπαθεί νά μάς κάνη νά βαρεθούμε ’Άν θέλετε τή γνώ­ μη μου, οι Μασχοφόροι Δαίμο­ νες δέν έχουν πατήσει ποτέ τους σ’ αυτά τά μέρη. Τά χνάρια τους χάνονται πάντοτε κοντά στο ποτάμι Χόρς Σου. Μιά σιγανή κραυγή έκπλήξεως βγαίνει άπό τό στόμα τού Τζέφ Κοΰπερ. Γυρίζουν όλοι καί τον κυττάζουν παραξενεμένοι. 'Ο νεαρός είναι ταραγμέ­ νος· — Τί είπες σερίφη; ρωτάει μέ αγωνία. — Είπα^ οτι όσες φορές έχου­ με καταδιώξει αυτούς τούς δαί­ μονες, τούς χάνουμε πάντοτε κοντά στο ποτάμι Χόρς Σου. Τί τό παράξενο βρίσκεις σ’ αυτό; — Τίποτα, σερίφη αλλά κάτι θυμήθηκα μόλις τό ακόυσα. Κάπρμ §ύο |»ίλια προς την γέφυρα


*

13

Πέκος, του ποταμιού Χόρς Σου, υπάρχει ένας έγκατελειμμένος μύλος. Δύσκολα μπορεί νά τον άντιληφθη κανείς γιατί είναι όλος σχεδόν σκεπασμένος από πε ρικοκλάδα και άλλα φυτά. — Λοιπόν; ρωτάει μέ αγωνία ό Τζώννυ Ντέλμοντ. — Λοιπόν, απαντάει ό Τζέφ θυμάμαι τον Μάουντεν Σάμ, πού έλεγε ότι αυτό τό μέροε θά μπο ρούσε νά γίνη ένα σπουδαίο κρη­ σφύγετο, σέ περίπτωσι πού τά πράγματα δεν θά πήγαιναν κα­ λά. 'Ο σερίφης χτυπάει τό κούτε­ λό του μέ ούναμι. — Διάβολε, τώρα τό θυμά­ μαι κι’ εγώ αυτό τό μέρος! λέ­ ει. Τό ήξερα καί απορώ πώς δεν τό σκέφτηκα καθόλου. —’Έχω τη γνώμη ότι έικεϊ θά βρούμε τούς Μασκοφόρους Δαίμονες!, καταλήγει 6 Τζέφ Κούπερ, ευχαριστημένος πού έ­ χει σκεφτή κάτι πού ένθουσίασε καί τον σερίφη. — Δέν αποκλείεται, λέει ό Ράσελ. Κάθε φορά πού τούς κυ­ νηγούσαμε, θά μπορούσαν νά ρί χνωνται στο νερό, όπως είπε ή ’Άννυ, καί νά προχωρούν μέσα σ’ αυτό ώσπου νά έφταναν στον έγκατελειμένο μύλο. Χνάρια δέν υπήρχαν πουθενά, ύστερα από τό σημείο πού έπεφταν στο νε­ ρό καί.·, άντε νά τούς άνακαλύψης...^ — Νά μή χάνουμε καιρό!, φωνάζει ό Τζώννυ. Κάτι μοΰ λέ­ ει ότι τά βάσανά μας θά πά­ ρουν τέλος! Ό Μπάμπυ εΐναι έτοιμος νά βάλη τά κλάμματα. 5Από τή συ­ ζήτηση έχει καταλάβει ότι πλη­ σιάζουν νά βρούν τούς Μασκοφό ρους Δαίμονες καί ή ιδέα αυτή δέν τον ενθουσιάζει καθόλου. — Τελειώνουν τά δικά σας βάσανα, αλλά αρχίζουν τά δικά ιιου, μουρμουρίζει παραπονιάρι­

κα. Πώ, πώ, τί έχω νά τραβήξω πάλι, Θεούλη μου! Θά ξεκουφαθώ από τις τρακατρούκες καί μπορεί νά μοΰ κάνη ζημιά καί κανένας απ’ αυτούς τούς κακούρ γους... Καί τό άσχημο είναι ότι δέν έχω καί καμμιά στάλλα μπύρα.·. έτσι γιά νά διασκεδάσω τό πράγμα! Μέ μισή καρδιά ακολουθεί τούς συντρόφους του έξω από την σπηλιά καί στά άλογα. Τό μίικρό απόσπασμα Ιππεύει καί ξεκινάει μέ γρήγορο καλπασμό γιά τον έγκατελειμμένο μύλο, ό­ που σύμφωνα μέ τή γενική γνώ­ μη, κρύβεται ό Μάουντεν Σάμ μέ την συμμορία του. Πρέπει νά προλάβουν προτού δύση ό ήλιος γιατί αλλιώς θά πρέπει νά πε­ ριμένουν νά ξημερώση, γιά νά μπορούν νά βλέπουν τί θά κά­ νουν.

ΦΑΝΤΑΣΜΑ

Τό άντ,ρο των κακούργων 0 ΜΑΟΥΝΤΕΝ Σάμ καί ή συμ μορία του είναι μαζεμένοι στον έγκατελειμμένο μύλο, στη μιά^ όχθη τού ποταμιού Χόρς Σού. Τρώνε καί πίνουν μιλών­ τας ευχαριστημένοι. "Ύστερα α­ πό την επιτυχημένη απόπειρα ε­ ναντίον τής άμαξας τού Κού­ περ. έχουν γυρίσει στο ςιντρρ


14 τους και τό έχουν ρίξει στο γλέντι. — Φαντάζομαι με πόση ματ νία θά λυντσάρουν τον Τζέφ Κούπερ οί κάτοικοι του Κάρλσον’, λέει ό Μάουντεν Σάμ καί ξεσπάει σ’ ένα τρανταχτό γέ­ λιο. —Έγώ σκέφτομαι τί μούτρα θά κάνουν ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί ή παρέα του!, πετάγεται έ­ νας άλλος συμμορίτης. ’Άν, ό­ πως είπες, ήθελαν νά ξεψαχνί­ σουν τον Τζέψ, ό Ντέλμοντ θά σχάση από τό καικό του. —Ελπίζω νά σκάση σέ πολ­ λά κομμάτια!, λέει σαρκαστικά ό Μάουντεν Σάμ καί οί κακο­ ποιοί ξεσποϋν σέ καινούργια γέ λ'.α. — Μήπως όμως κατάφερε καί γλύτωσε τον Τζέφ Κούπερ από τά χέρια τού πλήθους καί τον άνέικρινε; ρωτάει μετά ένας κα­ κοποιός. Βαθειά σιγή πέφτει μέσα στο λιμέρι των έκτος νόμου. Οί κα­ κοποιοί κυττάζουν ό ένας τον άλλον καί μετά, όλα τά βλέμμα­ τα στρέφονται πάνω στον Μά­ ουντεν Σάμ· Εκείνος σμίγει τά φρύδια καί σκέφτεται βαθειά, άλλα προτού μπορέσει νά δώση μια άπάντησι στους οπαδούς του, άχαύγονται γρήγορα βήμα•τα στην έστερ;κή σκάλα τού μύ­ λου και ό Βάνς, ό κακοποιός πού φύλαγε σκοπός κάτω, μπαί­ νει στο μεγάλο δωμάτιο τρέχοντας καί μέ μιά ταραγμένη έκφρασι στο πρόσωπό του. — Μάουντεν!, λέει βιαστικά. 'Ο σερίφης μέ μερικούς άλλους έρχονται από τό δάσος. "Οπου νάναι θά φτάσουν έδώ. Μοΰ φαί­ νεται ότι είδα τον Ντέλμοντ καί τον Τζέφ Κούπερ άνάμεσά τους^! Τό νέο πέφτει σάν βόμβα άνάμεσα στους κακοποιούς. ’Έχουν ακούσει όλοι τους πολλά

*>

*0 Κ!άου — Μπόϋ

γιά τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Τούτο τό τελευταίο, όμως, δτι κατάφερε δηλαδή νά γλυτώση τον Τζέφ Κούπερ από τά χέρια τού εξαγριωμένου πλήθους, νά τον άνσκρίνη καί νά μαντέψη τό κρησφύγετό τους, τούς πείθει ό­ τι είναι πραγματικός σατανάς. Τά χαρακτηριστικά τους συσπώνται από φόβο. 'Ο Μάουντεν Σάμ βλέπει τούς ανθρώπους του νά δειλιά­ ζουν μπροστά στη φήμη ενός παιδιού καί γίνεται έξω φρέ­ νων. "Οχι πώς δεν έχει κι* αυ­ τός τις ανησυχίες του, αλλά ξέ­ ρει πώς, γιά νά είναι καλός έ­ νας αρχηγός, πρέπει νά είναι ά­ φοβος. — Τί κάνετε έτσι, χαμένοι; ρωτάει. Σάς τρομάζει ένα άμού στακο παιδί! Τί σημασία έχει τό ότι ανακάλυψε τό άντρο μας; Μπορούμε νά τού δώσουμε ένα καλό μάθημα — τό πρώτο καί τό τελευταίο τής ζωής του· Πιάστε τά πόστα καί μόλις τούς βλέπετε νά πλησιάζουν, ρίξτε τους στο ψαχνό. Σημσδέψτε κα­ λά γιά νά μην πάνε χαμένες οι σφαίρες σας! "Ετσι όπως δέν θά μάς βλέπουν, θά μπορέσουμε νά τούς πετσοκόψουμε μιά χα­ ρά. Τά λόγια τού άρχικακοποιοΰ δένουν κουράγιο στούς άλλους. Ρίχνουν ό ένας από μιά ματιά στον άλλον καί σκορπίζονται σ’ όλον τον μύλο, γιά νά πιάσουν τά κοΑυτερα πόστα. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ, ό σερί­ φης καί οι άλλοι βγαίνουν από τό δάσος καί προχωρούν προς τον μύλο. 3Από μακρυά μπορούν καί διακρίνουν ανάμεσα από την πυκνή βλάστησι πού τον καλύ­ πτει, τό έγικατελειμμένο κτίριο. Είναι χτισμένος σύρριζα σχεδόν στο νερό τού ποταμιού που σ’ έκεΐνο τ© σημείο είναι πολύ ρη­ χό.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ 'Η καρδιά τού Κάου Μττόϋ Φάντασμα πηδάει άγαρμπα μέ­ σα στο στήθος του. Δέν ξέρει άν αυτό συμβαίνη άπό χαρά γιά την άνακάλυψι του μύλου η άπό ανησυχία γι’ αυτό πού πρόκει­ ται νά έποοκολουθήση. Είναι εδώ άραγε οί έκτος νόμου η δέν χρη­ σιμοποιούν τον μύλο γιά ορμη­ τήριο. Κο9ώς κάνει αυτή την σκέψι, έχουν Φτάσει πολύ κοντά στην κοίτη τού ποταμιού. Και ξαφνι­ κά, δίχως καμμιά προειδοποίησι άπό τον έγκατελειμμένο πύρ­ γο, άκούγεται μιά δυνατή φωνή: — Πύρ! Αμέσως μετά, άκούγονται έκ πυρσοκροτήσεις και συννεφάκια καπνού πετάγονται άπό διάφο­ ρα σημεία τού έγκατελειμμένου μόλου, μέσα άπό τή βλάστησι· 3Αλλά, προτού ακουστούν αυ­ τοί οί πυροβολισμοί, προτού φα νουν τά συννεφάκια τού καπνού, στά δέκατα τού δευτερολέπτου πού μεσολαβούν άπό την δυνατή φωνή πού έδωσε τό σύνθημα, ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα κινείται μ3 εκείνη την αφάνταστη γρηγο­ ράδα, πού έκανε περιβόητο. Σαν ανθρώπινη βολίδα φεύ­ γει άπό τη σέλλα του μέ φόρα τινάζοντας τά χέρια του καί πα­ ρασύρει την 3Άννυ καί τον Μπό­ μπυ πού προχωρούν δίπλα του άπό τις σέλλες τους. 3Από τις σφαίρες των κακο­ ποιών, μόνον μία βρίσκει τον στόχο της. Τρυπάει τό δε£ΐ στη 8ος τού σεοίφη Ράσελ πέρα γιά πέρα καί ό γηραιός έκπρόσωποο τςύ νόμου φεύγει άπό τη σέλλα του, μ3 ένα πονεμένο βογγητό. "Ολα γίνονται μέ καταπλη­ κτική γρηγοράδα άπό εκείνη την στιγμή. Μέ μιά κραυγή έκπλήξεως ό Τζέφ Κοΰπερ βρίσκεται κάτω άπό τό άλογό του. 'Αρπάζει τον τραυματισμένο σερίφη, τον σέρνει πίσω άπό ένα δέν­

15 τρο, καλύπτεται κι3 αυτός καί τραβώντας τό πιστόλι τού Ρά­ σελ, έτοιμάζεται γιά μάχη. Στο μεταξύ τά τρία παιδιά έχουν πρασγειωθή τό ένα πάνω στο άλλο τό χώμα. Κάτω κάτω πέφτει ό Μπόμπυ πού ήταν ό άκριανός καί μέ την πτώσι τό κε­ φάλι του χτυπάει μέ δύναμι στο χώμα. Γιά μιά στιγμή, βλέπει α­ στράκια. Μιά πονεμένη κραυγή βγαίνει άπό τό στόμα του. Με­ τά, έ*·α άγριο ουρλιαχτό. Σπρώ­ χνει την αδερφή του καί τον Ντέλμοντ άπό πάνω του καί πε­ τάγεται όρθιος· Τό πρόσωπό του έχει μιά α­ γριεμένη έκφρασι καί είναι κατακό'κκινο. Οί γροθιές του είναι σφιγμένες στά πλευρά του. Τά μάτια του πετοΰν αστραπές θυ­ μού. Κυττάζει πέρα προς τον έγ κα:ελειμ.μένο μύλο καί κουνάει τήν γροθιά του απειλητικά : — Ποίλιοτόμαιρα !, ουρλιάζει. Γιατί 6έν προειδοποιείται δτι 8ά ρίξετε νά κατέβουμε μόνοι μας άπό τ’ άλογά μας; Εκείνη τήν στιγμή πέφτει ή δεύτερη ομοβροντία τών κακο­ ποιών. Γ?.ά δεύτερη φορά, όμως, ο θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα εχει κινηθή. Μιά σπρωξιά στέλνει τον Μπόμπυ νά κυλιστή στο χώμα κι3 έτσι οί σφαίρες τών κακοποιών πηγαίνουν χαμέ­ νες. 'Η δεύτερη αυτή τούμπα, κάνει τον Μπόμπυ έξω φρενών : — Κανάγιες!, ουρλιάζει. "Ε­ μένα κοροϊδεύετε! Θά σάς δεί­ ξω εγώ! Τραβάει τό έξάσφαιρό του βρίσκεται μ3 ένα πήδημα στο ά­ λογό του καί τό σπηρουνίζει ά­ γρια. Τό ζώο ρίχνεται μέσα στο ποτάμι καί άρχίζει νά τρέχη προς τον έγκατελειμμένο μύλο. Ό Μπόμπυ αδειάζει τό πιστό­ λι του πάνω στο παλιό κτίριο ουρλιάζοντας σαν έρυθρόδερμος.


-—’Άφησε τον σερίφη κι* έλα μαζί μας, Τζέφ!, φωνάζει ό Τζώννυ Ντέλμοντ και τραβών­ τας το έξάσφαιρο του ρίχνεται έναντι ον πίσω στον Μπόμπυ· 'Ο Τζέφ και ή ’Άννυ τον άκολουθούν. Ή κοπέλλα έχει βγάλει την καραμπίνα από τη θήκη τής σέλλας της και καθώς προχωρεί σταματάει καί ρίχνει όπου βλέ­ πει νά βγαίνη καπνός. Κάπου κάπου ακούει κραυγές πόνου, ση μάδι ότι οι σφαίρες της δέν πη­ γαίνουν χαμένες. Τό ίδιο κάνουν ό Τζώννυ Ντέλ μοντ καί ό Τζέφ. Προχωρώντας ρίχνουν αποθαρρύνοντας τους κακοποιούς. Φοβούνται μήπως τους πετύχει καμμιά σφαίρα κι* έτσι δέν ξεμυτίζουν από τά πό­ στα τους. Βλέποντας τά τέσσερα θαρρα λέα παιδιά να έρχωνται για έπίθεσι κατά μέτωπο, ό Μάουντεν Σάμ αφήνει μιά τρομερή βλα­ στήμια. Δίνει ένα σύνθημα καί όλοι του οί κακοποιοί γυρίζουν προς την κορυφή τής σκάλας. ’Από κεΐ θά πρέπει νά έρθουν αυτά τά παλιόπαιδα. Τους χρει­ άζεται λοιπόν μιά καλή υπο­ δοχή. Μέ τή φόρα πού έχει πάρει ό Μπόμπυ μπαίνει στον μύλο μέ τό άλογο ! Μά ή σκάλα εΐναι στενή καί δέν τον χωράει ν’ άνέβη μ’ αυτό επάνω. Βγάζει έ­ να θυμωμένο ,μουγκρητό καί ξε­ πεζεύει. Είναι έτοιμος νά άνέβη τήν σκάλα όταν τον προλα­ βαίνει ό Τζέφ. — Σιγά, Μπόμπυ!, του ψι­ θυρίζει· Ασφαλώς οι κακοποιοί θά μάς περιμένουν έτοιμοι νά μάς σκοτώσουν. Μά θά τήν πάθουν. — ’Έχεις κοτνένα σχέδιο; τον ρωτάει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. ^— Ναί, άπαντάει ό Τζέφ. Υ­ πάρχει άλλη μιά μικρής σκοελίστο πίσω μέρος του μύλον.

Κάου — Μπόϋ

Τήν είχαν γιά νά κατεβάζουν τό τριμμένο άλεύρι στά ζώα πού περίμεναν πίσω... Ακολουθήστε με. Τά παιδιά ακολουθούν τον Τζέφ Κούπερ αθόρυβα. Πάνε στο πίσω μέρος τού κτιρίου καί βρίσκουν τήν σκαλίτσα στή θέσι της. Μπροστά ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί πίσω οι άλλοι άρ χίζουν ν’ άνεβαίνσυν. Μόλις φτάνει έπάνω, ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα βλέπει τούς κα­ κοποιούς νά κυττοΰν προς τήν άλλη σκάλα μέ τά πιστόλια στά χέρια· — Ακίνητοι, παλιοτόμαρα! προστάζει μέ δυνατή φωνή. Οι κακοποιοί αναπηδούν. Γυ­ ρίζουν, τον βλέπουν καί, αντί νά σηκώσουν ψηλά τά χέρια, στρέφουν προς τό μέρος του τά πιστόλια τους. 'Ο Τζώννυ πη­ δάει στο πλάϊ καί ρίχνει. Τά πιστόλια των κακοποιών εκπυρ­ σοκροτούν. 5Από τή μιά στιγμή στήν άλλη, ό μύλος μεταβάλλε­ ται σέ κόλασι! ΟΙ σύντροφοι τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα έχουν ανέβει πάνω τώρα. Ρίχνονται πάνω στούς κα­ κοποιούς πού έχουν μείνει όρ­ θιοι καί συμπλέκονται μαζί τους. 'Ο Μπόμπυ διαλέγει τον Μάουντεν Σάμ. Παίρνει φόρα καί τοΰ δίνει μιά κουτουλιά στο σταμάχι. Ο μεγαλόσωμος κακοποιός τινάζεται πίσω. Δεύτερη κουτου λιά καί πάει ακόμα πιο πίσω· Μέ τήν τρίτη κουτουλιά χτυπάει στο περβάζι ένός παραθύρου χάνει τήν ισορροπία του καί μέ μιά σπαραχτική κραυγή πέφτει κάτω στο ποτάμι. Χωρίς νά διστάση ό Μπόμπυ, πέφτει ξωπίσω του. Σηκώνεται μουσκεμένος αρπάζει τον Μάουντεν Σάμ, τον στήνει όρθιο καί συνεχίζει τις κουτουλιές. — Θά σέ βαράω μέχρι τγομ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ νά ξεφουσκώσης κακομοίρη μου, του λέει. Νά μάθης νά μήν κοκορεύσαι και νά μη φουσκώνης σάν διάνος! Ή συμπλοκή πάνω στο μύλο έχει ευχάριστη έκβασι. Μέ χαμέ νο τό ηθικό, οί κακοποιοί ζη­ τούν έλεος καί τραβιούνται όλοι σε μιά άκρη, σάν φοβισμένα κου νέλια, μέ τα χέρια ψηλά. Ό Τζώννυ καί ό Τζέφ βρίσκουν έ­ να σκοινί καί αρχίζουν νά τους δένουν. ★

Γεμάτο θρίαμβο τό μικρό α­ πόσπασμα γυρίζει παίρνει τον δρόμο για τό Κάρλσον Σίτυ. Τό τραύμα τού σερίφη Ράσελ έ­ χει έπιδεθή πρόχειρα άπό τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί ή αι­ μορραγία έχει σταματήσει. 'Ο Ράσελ, παλιοκαραμπίνα σέ κάτι τέτοια, διατηρεί δλο τό κέφι του. "Εχει ευχαριστήσει τον Τζφ Κούπερ καί τού έχει ζητή­ σει συγγνώμη που έστω καί μιά στιγμή αμφέβαλε γΓ αυτόν. Ό Μάουντεν Σάμ καί οι φί­ λοι του δεμένοι χειροπόδαρα, α­ κολουθούν τό μικρό απόσπασμα καβάλα στα άλογά τους. 'Ο Μπό μπυ έρχεται πίσω - πίσω, μακρυά άπό τους κακοποιούς. "Ε­ χει συνέρθει τώρα άπό τήν Ιξαλ λωσύνη του, καί μολονότι οί κα­ κοποιοί είναι δεμένοι, φροντί­ ζει νά είναι μακρυά τους. — Κακοποιοί είναι αυτοί, λέει στον Τζώννυ. Μπορείς νά τούς έχης μπέσα; ιΚαί μετά τό μυαλό του πετάει κάπου άλλού, καί τό μάτι του γλαρώνει. -— "Αχ, μπυρίτσα μου! καί γεμίζει τό στόμα του. που νάναι θά βρίσκωμαι κοντά σου. Κύττα μή μέ ξαναφουσκώ°

σης, όμως, γιατί... γιατί θά σέ κόψω! Ανακουφισμένος πού σέ λίγο θά βρίσκεται στό... συμπαθητι­ κό του μπάρ ό Μπόμπυ προχω­ ρεί κάνοντας όνειρα. Καθόλου δέν φαντάζεται τί άλλο μπορεί νά τούς περιμένη στό Κάρλσον Σίτυ. Κανένας δεν τό φαντάζεται δηλαδή. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα είναι βέβαιος ότι τά πρά­ γματα θά ησυχάσουν γιά λίγες μέρες τουλάχιστον. Σκοπεύει νά μείνη στον Κάρλσον ώσπου νά γίνη καλά ό σερίφης. Μετά, θά φύγη μέ τούς φίλους του καί θά ξαναρχίση τις άγαπημένες του περιπλανήσεις. Μά πέφτει έξω. Μόλις μπαί­ νουν στον κεντρικό δρόμο τοΰ Κάρλσον Σίτυ, άκούνε φασαρία καί δυνατές φωνές. 'Ο Κάου Μπόυ Φάντασμα άνασκιρτάει πάνω στή σέλλα του. Κυττάζει καί βλέπει μπροστά στήν τρά­ πεζα συγκεντρωμένο ένα όλάκλη ρο πλήθος πού χειρονομεί καί φωνάζει. 'Ο τραπεζίτης, ένας μεσήλικας μέ πρωτευουσιάνικα ρούχα είναι στριμωγμένος πάνω σ’ έ­ ναν τοίχο μέ μιά τρομοκρατη­ μένη έκφρασι στό πρόσωπό του. Τό πλήθος φαίνεται έτοιμο νά τον λυντσάρη. — Κάτι συμβαίνει, λέει στούς φίλους του ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Τρέχω μπροστά νά δώ! — Πάλι κάτι συμβαίνει; Αέ~ ει έντρομος ό Μπόμπυ πού είναι πίσω ακόμα. Βρέ γιά κύττα πώς τραβάμε τις φασαρίες ! 3^'Όπως τό μέλι τις μύγες! §·, Μπάς καί μάς έχουνε βασκάνει, θεούλη μου; ΤΖIΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΙ


Στο επόμενο τεΰχος, τό 13, πού κυκλοφορεί την Τετάρτη μέ τον τίτλο;

τά τρία παιδιά μπλέκουν σε μια περιπέτεια πιο συναρπαστική, πιο αγωνιώδη καί πιο γοητευτική από κάθε προηγούμενη.

'ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

μια αυτοτελής περιπέτεια τού «Κάου - Μπόϋ Φάντασμα))!

«ΚΑΟΥ - ΜΓΙΟΎ’ ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 12 Τιμή 1.50 δραχ. Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Λέκκα 22 Άθήναι (125)



Οί Ασσοι του Ποδοσφαίρου


ΊΛνΙφοφορχ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ

Μίσ Ηβ -Λ; Λ&ί&Λ'*



Ή προθεσμία

Καθώς πλησιάζει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, ακούει τον τρα πεζίτη νά διαμαρτύρεται: ΤΖΩΝΝΥ Ντέλμοντ βλέπει τον τραπεζίτη Μακ Τζή τοΰ — Θά τά πάρετε τά λεφτά σας όλοι! Μην κάνετε έτσι ! Κάρλσον Σίτυ κολλημένον στον 'Ο Γκλέν Μπέητς, ένας μεγα­ τοίχο τής τράπεζας τής πόλης και γύρω του ένα πλήθος κό­ λόσωμος άντρας πού εΐναι ιδιο­ κτήτης τοΰ ξενοδοχείου τής πό­ σμου νά χειρονσμή και νά φωλης, πάει πολύ κοντά καί κολ­ νάζη. Καταλαβαίνει ότι συμβαί­ λάει μιά σφιγμένη γροθιά κάτω νει κάτι σοβαρό και καλπάζει από τη μύτη τοΰ Μακ Τζή· προς τά εκεί. Οι φίλοι του, ό —- Μή προσπαθής νά μάς Τζέφ Κοϋπερ καί ό τραυματι­ μεταπείσης, Μάκ Τζή! τοΰ λέει σμένος σερίφης ακολουθούν α­ θυμωμένα. Θέλουμε τά^ λεφτά πορημένοι (*). μας. Αυτή τη στιγμή μάλιστα. “ (*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύ­ Ή τράπεζά σου δεν εΐναι πλέον χος τό 12 ; «Μασκοψόροι Δαίμο­ ασφαλισμένη! νες». — Τώρα τά θέλουμε, ψωνά-

Ο


“6 ί£άου — Μπόϋ ζουν μερικοί άπό τό πλήθος. —*■ Δέ μπορούμε νά χάσουμε όλες μας τις οικονομίες!, φω­ νάξει κάποιος άλλος. Πλήρωσε μας, Μάκ Τζή! — Τώρα! 'Ο τραπεζίτης Μάκ Τζή χει­ ρονομεί απελπισμένα. — Γιά δνομα του Θεού, άκου στε με! Μην κάνετε έτσι! Πρώ­ τη φορά λήστεψαν την τράπεζά μου μέσα σέ τόσα χρόνια! Μά θά ξαναβρεθοΰν τά λεφτά σας! "Οταν γυρίση ό σερίφης, θά ψά |η καί θά τους βρή! Άκούγοντας τη λέξι «λήστε­ ψαν»; ό Τζώννυ Ντέλμοντ νοιώ­ θει τά νεύρα του νά τεντώνον­ ται σάν χορδές τόξου. Μ’ ένα πήδημα βρίσκεται κάτω από τή σέλλα του. Διασχίζει τό συγκεν τρωμένο πλήθος, σπρώχνοντας δεξιά καί αριστερά καί φτάνει δίπλα στον απελπισμένο τρα­ πεζίτη. Μέ πύρινο βλέμμα γυρί­ ζει καί κυττάζει τό πλήθος. "Ενα μουρμουρητό βγαίνει απ’ όλα τά στόματα. Τά βλέμ­ ματα στρέφονται καί άντικρύξουν τον τραυματισμένο σερίφη πάνω στ’ άλογό του, ανίκανο νά έπέμβη από τον πόνο, καθώς καί τους αιχμάλωτους Μασκοφόρους Δαίμονες- Γιά μιά στιγμή πέφτει ησυχία γύρω. Μετά, άκούγεται ή θυμωμένη φωνή του Μπέητς: — Ντέλμοντ, καλύτερα νά φύ γης από τή μέση! Δεν σέ αφο­ ρά αυτή ή υπόθεσι! -— "Οσο προσπαθείτε νά χρη σκμοπσιήσετε βία, μέ αφορά, του απαντάει ό Τζώννυ ξερά καί γυρίζει στον τραπεζίτη. Τί συ­ νέβη, κ. Μάκ Τζή; Μέ φωνή που τρέμει από ανη­ συχία © τραπεζίτης του έξηγεΐ·

Πριν άπό μιά ώρα περίπου, κα* θώς ό σερίφης καί αυτός μέ τήν παρέα του έλειπαν άπό τήν πόλι, τέσσερις κακοπρόσωποι τύ* ποι είχαν ληστέψει τήν τράπεζα. Είχαν καθηλώσει τον τραπεί ζίτη καί τον ταμία μέ τά έξάσφαιρά τους είχαν αρπάξει πέν­ τε σακκούλια μέ νομίσματα καί είχαν φύγει γοργά σάν άστραπές, προτού τούς άντιληφθή κα­ νένας άπό τήν πόλι. 'Ο Τζώννυ νοιώθει τό στήθος του νά φουσκώνη άπό θυμό. "Έ­ πρεπε νά τό σκεφτουν. "Έπρεπε ν’ άφήσουν κάποιον στήν πόλι γιά νά έχη τον νοΰ του. Μά τώ­ ρα πιά, είναι πολύ άργά γιά νά κάνη αυτή τή σκέψι. — Λοιπόν, τί έγινε μετά, κ. Μάκ Τζή; ρωτάει. -—- Μόλις έφυγαν, βγήκα έξω καί άρχισα νά φωνάζω· Μαζεύ­ τηκαν όλοι αυτοί πού βλέπεις. Τούς εξήγησα τί είχε συχμή, αλ­ λά άντί νά καβαλλήσουν τ’ άλο­ γά τους καί νά τρέξουν νά κυ­ νηγήσουν τούς ληστές, μέ κύ­ κλωσαν καί άρχισαν νά μου ζη­ τούν τά λεφτά τους. Μέ κατηγο­ ρούν ως υπεύθυνο, γιατί δέν εί­ χα προσλάβει φύλακα. Λές καί ήξερα εγώ ότι θά μέ λήστευαν! Μά δέν φταίνε αυτοί! Φταίει ό Μπέητς άπό δώ μέ τήν παρέα του πού τούς ξεσήκωσαν. Μέ μι­ σεί έπειδή τελικά ή άδεια γιά τήν τράπεζα δόθηκε σέ μένα κΓ όχι σ’ αυτόν. Θέλει νά μέ καταστρέψη! Άκούγοντας αυτά τά λόγια ό Μπέητς γίνεται έξω φρένων. Κάνει νά ριχτή στον Μάκ Τζή, αλλά μπαίνει στή μέση 6 Τζών­ νυ. Θυμωμένος ό Μπέητς γυρί­ ζει καί χτυπάει αυτόν. Ζαλισμέ­ νος ό Τζώννυ πέφτει στό χώμα


και όταν σηκώνεται, διαπιστώ­ νει δτι έχει νά κάνη μέ τρεις αντιπάλους και όχι μέ έναν· Οι δύο φίλοι τού Μπέητς, ό^Χορν καί ό Ντέη'μον έχουν μπή στο παιχνίδι. Στέκονται απέναντι ολόρθοι από τον Τζώννυ καί τον περιμένουν μέ τις γροθιές σφιγμένες. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ, θυμωμέ» νος από την συμπεριφορά τους, τους ρίχνεται αψηφώντας τό με­ γαλύτερο νούμερο. ΟΙ γροθιές του πέφτουν σαν αστροπελέκια καί τους κατακεραυνώνουν. Μά όπως .κι* αν έχει^ τό πράγμα, οί αντίπαλοί του είναι τρεις γερο­ δεμένοι άντρες. Πολύ σύντομα αρχίζει νά σπάζη. Στο μεταξύ, ή ’Άννυ πού έ­ χει μαντέψει τί πορεία θ’ ακο­ λουθήσουν τά πράγματα, λέει στον Τζέφ Κουπερ νά πάη τον σερίφη στο γιατρό καί πλησιά­ ζει τη σκηνή ακολουθούμενη από τον Μπόμπυ. Ό τελευταίος έ­ χει αρχίσει νά τρέμη πάνω στη σέλλα του. Τό μούτρο του εί­ ναι συσπασμένο από μιά κωμι­ κή γκρ ι μάτσα. — Βρέ για κύττα μιά άτυχία!, μουρμουρίζει. "Οτι άρχι­ σε νά γουργουρίζη από ευχάρίστησι τό στομαχάκι μου για τή μπύρα πού θά τό πότιζα, άρχι­ σαν οί φασαρίες! Πάει, 6έν θά δώ άσπρη μέρα εγώ! Μόλις ξεσπάει ό καυγάς, τά δύο παιδιά παρακολουθούν μα­ γνητισμένα. 'Η ’Άννυ στενοχω­ ριέται. Θέλει νά τραβήξη^ τήν καραμπίνα της καί νά έπέμβη, αλλά ξέρει δτι αυτό δεν θά^ τής τό συγχώρηση ποτέ ό Τζώννυ. Απελπισμένη στρέφεται στον Μπόμπυ. — Μπόμπυ, του λέει Ανυπό­ μονα, τρέξε νά βοηθήσης τον Τζώννυ! Θά τον χτυπήσουν ά­

σχημα ! Εΐναι τρεις, 8έν βλέπεις; — Βλέ... βλέπω!, τραυλίζει ό Μπόμπυ. Μά είναι όρθιος α­ κόμα, ’Άννυ! — Πρέπει νά πέση χάμω α­ ναίσθητος, δηλαδή, γιά νά τρέξης νά τον βοηθήσης; κάνει εξα­ γριωμένη ή αδελφή του. — Οχι, δέν λέω, άλλα νά... Ό Μπόμπυ ξεροκαταπίνει μέ θόρυβο· Καταλαβαίνει τή δύσκο λη θέσι τού φίλου του καί θέλει νά τρέξη νά τον βοηθήση, αλλά όσο κι5 άν πρσσπαθή, 8έ μπορεί νά κουνήση ούτε τό μικρό του δαχτυλάκι. Ό φόβος τον έχει παραλύσει πάνω στή σέλλα του. Για καλή του τύχη, όμως, έ­ νας από τούς ανθρώπους του Μπέητς ό Ντέημον, έχει ακούσει τή συζήτησι. Γελώντας σατανι­ κά, αφήνει τή συμπλοκή καί πλησιάζει τό άλογο του Μπόμ­ πυ. "Έχει παρακολουθήσει τό δειλό παιδί νά πίνη μπύρα οπό μπαρ καί ξέρει πόσο φοβιτσιάρης είναι. Θέλει, λοιπόν, νά δια­ σκέδαση μαζί του, αφού βρήκε τήν ευκαιρία. — Κατέβα από τό άλογό σου για νά βοηθήση,ς τον φίλο σου, Γταληικαρά!, τοΰ λέει γελώντας. Τί κάθεσαι; Ό Μπόμπυ ξεροκαταπίνει πσ λι καί μολονότι νοιώθει τήν πρ@ σβολή, δέ μπορεί νά κουνήση ού­ τε τό δαχτυλάκι του. Ό κακο­ ποιός τό καταλαβίνει αυτό καί, σκασμένος στά γέλια, αρπάζει τον Μπόμπυ από τό ενα πόδι καί μ’ ένα άγριο τράβηγμα τον γκρεμίζει άπό τή σέλλα στο χώ­ μα. Ό Μπόμπυ προσγειώνεται με τό κεφάλι καί για μιά στιγμή μένει Ακίνητος λές κΓ έχει.... φυτευτή στο χώμα. Μετά, ένα άγριο ουρλιαχτό βγαίνει άπό


6 τό στόμα του. Μ’ ένα έλαστικό πήδημα τινάζεται όρθιος, τε­ λείως αλλαγμένος τώρα. Τό προ σωπό του είναι κατακόκκινο, ή έκψρασί τολ άγρια και τά χέρια του σφιγμένα σέ γροθιές. "Εχει μεταμορφωθη στον δεύτερο εαυ­ τό του. — Τί έκανες, παλιοτόμαρο; μουγκρίζει. Για σπόρο μέ πέρα­ σες και πήγες νά μέ φυτέψης; Τώρα θά σου δείξω εγώ. Προτού δώση στον Ντέημσν την ευκαιρία νά συνέρθη από την έκπληξί του, του ρίχνεται μέ σφιγμένες γροθιές και άρχίζει νά τον χτυπάη. 'Ο Ντέημον προσπαθεί νά προφυλαχτή, άλ­ λα όταν γίνεται έξαλλος ό Μπό ,μπυ, είναι άπιαστος. Άλαφρω μένος, από έναν αντί παλο τώρα ό Τζώννυ Ντέλμοντ, αγωνίζεται μέ άλλο κέφι. Οι γροθιές του γίνονται πιο αργές καί πιο ζυγισμένες. 'Ο Χόρν δέχεται μια ανάμεσα στά φρύ­ δια καί ξαπλώνεται φαρδύς πλατύς στο χώμα. Μένει τε­ λείως ακίνητος. 'Ο Μπέητς βλα στημάει άγρια καί ρίχνεται στον Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Μά εΐναι μόνος του, τώρα, κΓ αυτό είναι σημαντικό για τον Τζώννυ. Κάνει μερικά παραπλανητικά πηδήματα δεξιά καί αριστερά. 'Ο Μπέητς μανιάζει· Τινάζει μιά τεράστια γροθιά μέ όλη του τή φόρα. 'Ο Τζώννυ μετακινεί­ ται. Παρασυρμένος από τή φόρα του ό Μπέητς όρμάει μπροστά. 'Ο Τζώννυ γυρίζει καί τον χτυ­ πάει μέ την κόψι τοΰ χεριοΰ του στον τράχηλο. 'Ο Μπέητς σωοιάζεται χάμω σαν σφαγμένο βώδι καί μένει ακίνητος. Την ίδια στιγμή ό αντίπα­ λος τοΰ Μπόμπυ δέχεται μιά γροθιά κάτω από τό σαγόνι. Α­ πογειώνεται κυριολεκτικά, ταξι­ δεύει γιά λίγο στον αέρα καί με

Ό Κάου - Μπόϋ τά σκάζει κάτω μέ τήν πλάτη καί μένει ακίνητος. — Μπράβο μου !, κάνει ό Μπόμπυ άστράφτ όντας ολόκλη­ ρος από χαρά. Τον απογείωσα καί τον προσγείωσα μέ μιά γρο­ θιά μόνο· Φτου μου! Μόνο που ξεράθηκε τό λαρύγκι μου.„ Ξέ­ ρω, όμως, πώς θά τά βολέψω! Χωρίς νά δώση σημασία σέ κανέναν τό βάζει στά πόδια καί χώνεται στο μπαρ. Λίγο άργότε ρα ρουφάει μπύρα σάν σφουγ­ γάρι καί γουργουρίζει από ευχαρίστησι. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ γυρίζει καί κυττάζει έναν - έναν τους συγκεντρωμένους. "Εχουν μείνει όλοι βουβοί απ’ αυτό πού είδαν τά μάτια τους. Γιά μιά ακόμη φορά ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα έ­ χει δικαιώσει τή φήμη του. Ή "Αννυ αστράφτει από χαρά. — Κυοιοι, λέει ό Τζώννυ, σάς ζητάω να διαλυθήτεΚαταλαβαίνοο τήν ανησυχία σας γιά τις καταθέσεις σας. Σάς λέω, όμως, ότι κΓ εγώ καί οι φίλοι μου 8ά κάνουμε ό,τι μπορούμε γιά ν' άνσκαλύψαυμε τούς λη­ στές καί νά τούς ξαναπάρουμε τά λεφτά. Σάς ζητάω προθε­ σμία 24 ωρών. Τίποτα περισ­ σότερο. Οί συγκεντρωμένοι άλληλοκυττάζονται. Κανένας δέν έχει τή δύναμι νά πή όχι σ’ αυτόν τον νεαρό πού, όπως ξέρουν ό­ λοι, έχει τάξει τή ζωή του στο κυνήγι τών παρανόμων καί τήν τιμωρία κάθε αδικίας. Κουνάνε τά κεφάλια τους καταφατικά καί απομακρύνονται, ό ένας με­ τά τον άλλον. Ό Μάκ Τζή πιάνει τό χέρι τοΰ Ντέλμοντ καί τό σφίγγει μέ θέρμη. Δέν βρίσκει λόγια γιά νά τον ευχαρίστηση. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα πηδάει στο ά­ λογό του.


ΦΑΝΤΑΣΜΑ — Πάμε νά πάρουμε τον Μπό μπυ, λέει στήν 5 Αννυ και νά ξε κινήσουμε. Προς τά που τράβη­ ξαν οι ληστές, κ· Μάκ Τζή;

Σ υμπλοκή μέ τούς ληστές ΜΑΚ ΤΖΗ τους δίνει πρόθυμτχ δσες πληροφορίες μπο­ ρεί. 'Ο Τζώννυ ξεκολλάει μέ ζόρι τον Μπόμπυ που έχει γατζωθή στο μπάρ και δεν λέει νά τό έγκαταλείψη και για μια α­ κόμα φορά, οί τρεις φίλοι παίρ­ νουν τον δρόμο του κινδύνου και τής περιπέτειας. — Τέτοιον άκαρδο άνθρωπο, πρώτη μου φορά είδα!, παραπονεΐται ό Μπόμπυ. Αέν πρόλαβα νά δροσίσω τ5 άντεράκι μου και ήρθε και μ’ άρπαξε νά μέ πάη ν’ ακούσω ρεσιτάλ από σφαί­ ρες!... Αμάν, ή κακία σου! 4Ο Τζώννυ και ή 'Άννυ δέν μποροΰν_ νά συγκρατήσουν τά γέλια, -εχνοΰν άμέσως τή στε­ νοχώρια τους και γεμάτοι κέφι ρίχονται στά ίχνη τών ληστών πιύ διακρίνονται αρκετά καθα­ ρά στο χώμα. Μέ τά κεφάλια σκυφτά τρέ­ χουν τόσο, δσο γιά νά μπορούν νά παρακολουθούν τά ίχνη, πού τραβούν προς τά βόρεια. Περ­ νούν μια βραχώδη περιοχή κι’ ε­ κεί μπερδεύονται, γιατί τά χνά­

Ο

ρια δέν διακρίνονται τόσο κα­ θαρά· Τρεις φορές γυρίζουν πίσω καί τίς τρεις φορές δέν καταφέρ νουν νά τ5 άνακαλύψουν πάλι. Ί ελικά, ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα έχει μιά έμπνευσι. "Απλώ­ νεται μέ τούς φίλους του καί άρ χίζει νά κάνη κυκλικές βόλτες γύρω άπό τό σημείο δπου χά­ νονται τά ίχνη. 'Όσο πάνε, με­ γαλώνουν τούς κύκλους καί κα­ λύπτουν μεγαλύτερη άπόστασι. — Νάτα! φωνάζει σέ μιά στι γμή ό Μπόμπυ πού έχει άπομακρυνθή άρκετά άπό τούς άλλους. Τά βρήκα! Σχεδόν άμέσως, δαγκώνει τή γλώσσα του. — Τί ήθελα καί τώλεγα π α­ νάθεμά με! μουρμουρίζει! "Αν δέν βρίσκαμε τά ίχνη, θά ξαναγυρίζαμε στήν πόλι όπσδόποτε τό και θά... δρόσιζα καί τά υπό­ λοιπα άντερά μου! Φτοΰ! Γιά μιά ακόμη φορά οι τρεις φίλοι ρίχνονται στά χνάρια τών ληστών. Τό έδαφος έδώ είναι μαλακό καί τά διακρίνουν εύ­ κολα. Περνούν άπό μιά μικρή έρημο καί μετά μπαίνουν σ’ ένα δάσος. Ο Τζώννυ λέει στους φί λους του νά είναι προσεχτικοί γιατί δέν ξέρουν πότε θά βροΰν τούς ληστές. "Ίσως νά τούς έ­ χουν άντιληφθή οί τελευταίοι καί νά τούς έχουν στήσει καρ­ τέρι. Συνεχίζουν τήν πορεία τους αργά μέσα στο δάσος. Καί ξα­ φνικά, ό Τζώννυ τούς ψιθυρίζει νά σταματήσουν. Τά δέντρα α­ ραιώνουν, κάπου πενήντα μέτρα μπροστά τους καί σχηματίζουν ένα ξέφωτο. Μέσα σ5 αυτό τό ξέφωτο, είναι στημένη μιά μικρή καλύβα άπό κορμούς δέντρων καί σανίδια. — ’Ίσως νά είναι χωμένοι έ■ κει μέσα! μουρμουρίζει ό Τζών-


Β νυ. Νά προσέξουμε μήπως μάς άντιληφτοϋν. "Ενας παράξενος θόουβος του απαντάει. Είναι από τον Μπόμπυ που δυσκολεύεται νά καταπιή τό σάλιο του. Την ’ιδια στιγμή άκούγεται καί κάτι άλ­ λο. "Ενα χλιμίντρισμα αλόγου που καταλαβαίνει κοντά την παρουσία άλλων αλόγων· Μά κα νένα από τά άλογα των τριών φίλων δεν έχει χλιμιντρίσει. Κυττάζονται με απορία. Ή απορία τους λύνεται σχεδόν άιιέ σως. Κάποιος βγαίνει άπό την καλύβα. Κυττάζει γιά μιά στι­ γμή γύρω του καί πηγαίνει στο πίσω μέρος της. Τον άκοΰνε νά μιλάη καθησυχαστικά σ’ ένα ά­ λογο που χλιμιντρίζει σιγανά. — Έδώ είναι _αάλλον, ψιθυ­ ρίζει ό Τζώννυ. -επεζέψτε καί κρύψτε τ’ άλογά σας. 'Η ’Άννυ συμμορφώνεται, μι­ μούμενη τον Τζώννυ. 'Ο Μπόμ­ πυ δεν μπορεί νά ξεκολλήση άπό τη σέλλα του· Οί δύο φίλοι τοΰ κάνουν νόημα νά βιαστή. Με δυ­ σκολία ό Μπόμπυ καταφέρνει νά κατέβη. Τά πόδια του τρέμουν καί δέν μποοουν νά βαστήξουν τό βάρος του. — Νά... νά μείνω νά φυλάω τά άλπνα εγώ; τραυλίζει. Ο Τζώννυ πού φοβάται μή­ πως ό Μπόμπυ τά κάνει μούσκε μα άπό το φόβο του τού λέει νά μείνη καί νά έχη τό νοϋ του. Μόνο πού δέν τον φιλάει ό Μπό­ μπυ. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί ή ’Άννυ τον αφήνουν καί με τά όπλα στά χέρια αρχίζουν νά πλησιάζουν την καλύβα. Βλέπουν εκείνον πού βγήκε νά ξαναμπαίνη μέσα. Φτάνουν α­ θόρυβα στην πόρτα- Κυττάζουν μέσα άπό τό άνοιγμα. Οί τέσ­ σερις κακοποιοί κάθονται γύρω άπό ένα τοαπέζι. Πάνω σ’ αυτό τό τοαπέζι βρίσκονται πέντε

Ό Κάου - Μπόϋ σακκούλια με τό μαρκάρισμα τής τράπεζας. — Γιά νά δούμε τι λαυρακι πιάσαμε!, λέει ένας άπό τούο κακοποιούς. — Δε θά προλάβετε νά το χα ρήτε!, άκούγεται μιά διαπερα­ στική φωνή. Ψηλά τά χέρια! Οί κακοποιοί μαρμαρώνουν στη θέσι τους. Μετά γυρίζουν αργά τά δύσπιστα βλέμματά τους καί άντικρύζουν τον ^Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί την ’Άννυ νά στέκονται στο κατώφλι ^ και νά τούς σημαδεύουν μέ τά^ σπλα τους. Βαθειά έκπληξι απλώνεται στά πρόσωπά τους. — Σηκωθήτε μέ ποοσοχη καί μή τολμήσετε ν’ αγγίξετε τά πι­ στόλια σας!, προστάζει ό Τζών νυ Ντέλμοντ. "Ενας, ένας οί κακοποιοί αρ­ χίζουν νά σηκώνονται. 'Ο τελευ ταΐος όμως, κάνει κάτι άλλο. Καθώς σηκώνεται δίνει μιά με τό γόνατό του στο τραπέζι και τό αναποδογυρίζει. Μέ τη φα­ σαρία πού δημιουργείται ό Τ£ων καί ή ’Άννυ ξαφνιάζονταιΟί κακοποιοί βρίσκουν εύκα>~ ρία καί τραβούν τά έξάσφαιρά τους. Τό εσωτερικό τής καλύβας μεταβάλλεται σέ κόλασι. Μά ό Τζώννυ Ντέλμοντ είναι αποφα­ σισμένος νά κάνη τη δουλειά του. Τό έξάσφαιρό του βροντάει καί αστράφτει. Δύο κακοποιοί πετούν τά πιστόλια τους κοιί πιάνουν τούς τρυπημένους ώ­ μους τους. "Ενας τρίτος βλέπει τό πιστόλι νά πέφτη άπό τα κομματιασμένα δάχτυλά του καί κυττάζει σαστισμένος τό αίμα πού τρέχει απ’ αυτά. 'Ο τέταρτος προλαβαίνει νά πυροβολήση. 'Η σφαίρα του περ νάει ξυστά άπό τό αριστερό μά γουλο τοΰ Ντέλμοντ καί τοΰ κά νει^ μιά ματωμένη γραμμή. Τό επόμενο δευτερόλεπτο ή καραμπίνα τής ’Άννυ βροντάει καί


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

9

τα πια που νά τον έμποδίζη νά κάνη τη σχετική του μπυροποσία, δπως θέλει αυτός. ’Αλλά^ πέφτει έξω. Δέν έχουν διασχίσει ολόκλη­ ρο τό δάσος, δταν ξαφνικά, άπό ένα σύδεντρο πετάγονται μπρ© στά τους τρεις καβαλάρηδες. Φορουν μαύοα μεταξωτά μαντή­ λια στο -πρόσωπο καί έχουν κατεβασμένα τά μπόρ των καπέ­ λων τους, έτσι που νά μή φαί­ νεται ίχνος άπό τά χαρακτηρι­ στικά τους- Μόνο τά μάτια τους γυαλίζουν διαβολικά. Στά χό­ ρια τους βαστούν έξάσφαιρα. — Ψηλά τά χέρια όλοι σας!, ποοστάζει ό μεσαίος. "Οποιος τολμήση νά κουνηθή θά φάη μιά σφαΐοα! 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ καί οί φίλοι του μένουν εμβρόντητοι πάνω στις σέλλες τους. Τά σα­ γόνια τού Μπόμπυ παίζουν*.... καστανιέτες. Είναι τόσο ξαφνι­ κό τό σοκ που δοκιμάζει ; ώστε κρατιέται πάνω μέ δυσκολία στή σέλλα του. Ο Κόηυ μπόϋ Φάντασυα, ά­ πό την άλλη μεριά, νοιώθει τον θυμό νά τού θερίζη τό στήθος. Ποτέ του δέν Φαντάστηκε ότι θά είχε τέτοια έξέλιξι π πε.ο'πε­ τριά τους. Μά ποιοι είναι αυτοί οί τοειο μσσκοφόροι, λοιπόν; Δέν έχει ώρα γιά νά λύση τις άπορίεο τους. "Ενας άπό τούς υασκοφόρουο πλησιάζει έναν, έ­ ναν χωο,νστά καί τον ξ αλαφραί­ νει άπό τά σακούλια μέ τά λε­ ΟΙ τρεις μασκοφόρσι φτά. Οί άλλοι δύο στέκονται ώρουροί μέ τά έξάσφαιρά τους, έτοιμοι νά πυροβολήσουν στην ! ΤΡΕΙΣ φίλοι φορτώνουν τους κακοποιούς στά άλογά „ ποώτη ύποπτη κίνησι. μέ τά τους καί τά λεφτά στά δικά Τά πέντε σακκούλια νομίσματα αλλάζουν χέρια. Οί τους καί παίρνουν τον δρόυο κακοποιοί τά βολεύουν στις σέλ­ τού γυρισμού στο Κάρλσον Σίλες τους καί μετά ό άνθοωπος τυ. 'Ό Μπόμπυ, αντίθετα μέ τον που δίνει τις προσταγές καί έοχεμό, είναι γεμάτος κέφι. Ή πού φαίνεται νά είναι αρχηγός περιπέτεια αυτή τέλειωσε πολύ γρήγορα καί δέν ιπτάρχει γίττοτής παρέας, λέ^;

στ ραφτεί. 'Ο κακοποιός δέχε­ ται τη σφαίρα κατάστηθα και σωριάζεται νεκρός· Μέσα σέ δέκα δευτερόλεπτα οί τέσσερις κακοποιοί έχουν βγή έκτος μάχης. 'Ο Τζώννυ καί ή "Αννυ δένουν τους τρεις ζωντανούς, παίρνουν τά σακκού λια μέ τά λεφτά καί γυοίζουν στο μέρος δπου έχουν αφήσει τ’ άλογά τους. Ψάχνουν γιά τον Μπόμπυ αλλά δέν τον βρίσκουν πουθενά. Γιά μιά στιγμή, ανη­ συχούν. Μετά, βλέπουν μιά μπό­ τα νά προεξέχη από έναν πυκνό θάμνο καί ησυχάζουν. 'Ο Τζών­ νυ πλησιάζει καί βλέπει τον Μπόμπυ, τρυπωμένο σαν λαγό, νά εχη βουλώση τ’ αυτιά του υέ τά μεσαία δάχτυλά του. — Μπόμπυ, ξύπνα, τού λέει κοροϊδευτικά. Τό..· ρεσιτάλ τέλειωσε.

0


10 ^— Τώρα θά σάς πάρουμε και τα δπλα. Θά τ’ άφήοουμε έδώ πιο πέρα. Μή τολμήσετε νά κουνηθήτε, όμως, προτού απομα­ κρυνθούμε, γιατί θά τό μετσνοιώ σετε. 'Ο ίδιος κακοποιός που μά­ ζεψε τά λεφτά περνάει καί παίρ­ νει τά πιστόλια του Τζώννυ καί του Μπόμπυ καί την καραμπίνα τής Άννυ, ένω οί άλλοι δύο παρακολουθούν σάν τά γεράκια. Αφήνοντας άοπλους \ τους τρεις φίλους οϊ μασκοφόροι ληστές γυ ρίζουγ τά άλογά τους καί άρχίζουν νά τρέχουν σάν παλαβοί· Ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα μέ­ νει ακίνητος πάνω στη σέλλα του, μέ τά σαγόνια σφιγμένα. -— ’Έ! φωνάζει ένας από τούς δεμένους ληστές. Δεν Θά κάνετε τίποτα για μάς; Αλλά οί τρεις μασκοφόροι δεν γυρίζουν νά του δώσουν άπάντησι. Ο ληστής τούς φωνά­ ζει πάλι καί όταν πιά χάνονται από τά μάτια του, αρχίζει νά βλαστημάη. — Τά παλιοτόμαρα!, μουγ­ κρίζει. Αυτοί μάς, έφεραν έδω γιά νά κάνουμε τη ληστεία καί τώρα μάς έγκοτταλείπουν. 'Ο Τζώννυ ξαφνιάζεται. — Αυτοί σάς έφεραν; ρω­ τάει. — Ναί, απαντάει μουτρωμένος 6 ληστής* Μάς ειδοποίησαν στην Λόμα καί μάς είπαν νά ερ Θουμε νά ληστέψουμε την τράπε­ ζα γιατί δεν υπήρχε σερίφης. Μάς συνάντησαν έξω από την πόλι, έτσι μέ τά μαντήλια. Μάς έδωσαν οδηγίες και μάς είπαν μετά την ληστεία νά πάμε σ’ ε­ κείνη την καλύβα πού μάς βρή­ κατε καί νά τούς περιμένουμε. —Καί δεν ξέρετε ποιοι είναι; ρωτάει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. — ’Όχ.ι, απαντάει ό ληστής καί ξεσπάει σέ καινούργιες βλα στήμιες.

Ό Κάου — Μπόϋ 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ μένει σκεφτικός. Προσπαθεί νά λύση αυτό τό πρόβλημα πού παρου­ σιάστηκε τώρα. Γιατί οί τρεις μασκοφόροι κάλεσαν αυτούς τούς τέσσερις κακοποιούς από τή Αόμα νά κάνουν τήν ληστεία τήν στιγμή πού μπορούσαν νά τήν κάνουν μόνοι τους; Καί ποιοί είναι; Μή μπορώντας νά άπαντήση ούτε στή μία έρώτησι ούτε στήν άλλη, γυρίζει στους φίλους του. ' — Πάρτε τούς κακοποιούς καί πηγαίνετέ τους στο Κάρλσον, λέει. Κλείστε τους στή φυ λακή μαζί μέ τούς άλλους καί στείλτε ένα τηλεγράφημα στο αρχηγείο των ραϊντζερς νά στεί λουν ανθρώπους νά τούς παρα­ λάβουν. Έγώ Θά προσπαθήσω νά παρακολουθήσω τά χνάρια των μασκοφόρων καί νά βρω τά δπλα μας* Αφήνει τούς φίλους του καί τούς αιχμάλωτους ληστές καί ρίχνεται ιιέ γοργό καλπασμό προς τήν κατεύθυνσι πού ακο­ λούθησαν οί τρεις μασκοφόροι. Δεν έχει πάει πολύ μακρυά, ό­ ταν διακρίνη τά δύο έξάσφαιρα καί τήν καραμπίνα πεταμένα κά τω. Τά μαζεύει καί συνεχίζει τό δρόμο του. Τά ίχνη των ληστών , διακρίνονται καθαρά στο χώμα. ,’Αλλά όταν τό έδαφος αρχίζει νά γί­ νεται πετρώδες, τά πράγματα άλλάζουν. Δεν διακρίνεται τί­ ποτα. 'Ο Τζώννυ κάνει πολλούς κύκλους, δίχως νά φέρη αποτέ­ λεσμα. Μέ ανήμπορη λύσσα, κυτ τάζει τά υψώματα πού όρθώνον ται σέ μικρή άπόστασι πιο πέ­ ρα. Κάπου κεΐ μέσα χάθηκαν οί τρεις μασκοφόροι. , Αρχίζει νά τ’ άλωνίζη ακού­ ραστα, αλλά δέν βρίσκει ίχνος, από δαύτους· Απελπισμένος στο τέλος, παίρνει τον δρόμο τού γυρισμού. Μέ τό πέσιμο τής


ΦΑΝΤΑΣΜΑ νύχτας, έχει φτάσει στην πάλι. Οί φίλοι του τον περιμένουν μέ αγωνία. Μόλις οοκουνε τό δυσά­ ρεστο νέο, μουτρώνουν. Ο σερίφης Ράσελ, πού έχει συνέρθει κάπως από την περιπέ τειά του και είναι δεμένος ό μισός μέ έπιδέσμους, κυττάζει τον Τζώννυ σαστισμένος. — Τι λες νά σημαίνουν όλα αυτά; τον ρωτάει. — Δεν μπορώ νά καταλάβω, απαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα. Οί τρεις μασκοφόρσι ησαν αποφασισμένοι νά μη μάς άφήσουν νά ξαναφέρουμε τά λεφτά στην τράπεζα... Πες μου, σέριφ, τί θά γίνη αν δέν μπόρεση νά τιληρώση τούς καταθέτες του ό Μάκ Τζή; 'Ο σερίφης άνασηκώνει τούς ώμους του. — Θά χάση την άδεια τής τράπεζας· Θά κηρύξη πτώχευαι και κανένας δέν θά τον θέλη γιά τραπεζίτη πιά. Ή έπιχείρησι θά πάη σέ άλλον. Μιά σκέψι περνάει σάν α­ στραπή από τό μυαλό του Τζών­ νυ, όταν άκούη οα>τά τά λόγια. Κόβει μερικές βόλτες πάνω - κά τω στο γραφείο τού σερίφη καί μιά υποψία γεννιέται μέσα του. Καταστρώνει ένα σχέδιό καα, μετά, μαζεύει τούς φίλους του γύρω του καί τούς τό αναπτύσ­ σει. - ' Μένουν όλοι ένθουσιασμένοι.

11

τούτη τή φορά, ώσπου νά γίνη αύτό πού ζητάει. 'Ο τραπεζίτης Μάκ Τζή κάνει την έμφάνισί του μέ τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί την ’Άννυ. 'Ο Μπόμπυ έρχεται από πίσω, αλλά όλο καί κοντοστέκεται. Καί σέ μιά στιγμή, πού δέν κυτάζει κανείς, αρχίζει νά κάνη πλάγκχ βήματα ώσπου φτάνει στην είσοδο τού μπάρ· Δίνει μιά καί χώνεται μέσα. Πλησιάζει τό μπάρ καί θρο­ νιάζεται σ’ ένα σκαμνί. — Τό πρωινό μου!, φωνάζει στον μπάρμαν. Εκείνος, πού τον έχει μάθει, κατεβάζει μιά ντουζίνα μεγάλα ποτήρια, τά άραδιάζει μπροστά του καί αρχίζει νά του τά γεμίζη ένα - ένα. 'Ο Μπόμπυ τον παρακολουθεί χαρούμενος καί κάθε τόσο ξερογλείφεται. Μόλις βλέπουν τον Μάκ Τζή, οί άνθρωποι πού είναι συγκεν­ τρωμένοι έξω από την τράπεζα, αρχίζουν νά μουρμουρίζουν. 'Ο Μπέητς, μέ τό ένα μάτι μαυρισμένο ακόμα από τις γροθιές του Τζώννυ Ντέλμοντ, κάνει με­ ρικά βήματα μπροστά. 'Η προθεσμία πέρασε, Μάκ Τζή, λέει. Θέλουμε τά λεφτά μας. — Θά τά πάρετε, τού απαν­ τάει ό τραπεζίτης καί σπεύδει ν’ άνοιξη την πόρτα τής τράπε­ ζας. — 'Ένας, ένας θά μπαίνετε Τό τέχνασμα μέσα καί θά παίρνετε τά λεφτά σας, λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί παίρνει θέσι μαζί μέ την ΡΩ-Ι* - πρωί την άλη μέρα, ’Άννυ στην είσοδο· Μπορείς νά ένα μεγάλο πλήθος είναι συ γκεντρωμένο έξω από την τρά­μπής πρώτος, Μπέητς, αφού εί­ σαι τόσο βιαστικός. πεζα. Δέν χειρονο'μεΐ, οϋτε φω­ Ό Μπέητς τού ρίχνει μιά θυ­ νάζει, αλλά από τις εκφράσεις μωμένη ματιά, ρίχνει καί μία των ανθρώπων πού τό αποτελούν άλλη ματιά στούς δυο φίλους μπορεί νά καταλάβη κανείς, ό­ του πού τον ακολουθούν παντού τι είναι αποφασισμένο νά μείνη

Π


12 καί μπαίνει στην τράπεζα. Βγαί νει μέ τις τσέπες γεμάτες νο­ μίσματα που κουδουνίζουν σέ κά θε του βήμα. Τό πρόσωπό του έχει μια παράξενη έκφρασι. — ’Έχω μια απορία, Ντέλμονντ, λέει. Μάθαμε δλοι δτι κα Θώς γύριζες μέ τούς τέσσερις ληστές, σου έπετέθησαν τρεις μασκοφόροι καί σου πήραν τά λεφτά; Που βρήκε ο Μάκ Τζή καί μάς πληρώνει τώρα; 'Ο Τζώννυ κάνει μια αδιάφο­ ρη χειρονομία. ;— Εύκολη απορία, απαντάει. Μόλις άπομακρύνθηκαν οί μασκοφόροι, τούς πήρα στο κατό­ πι καί εΐδα που έκρυψαν τά λε­ φτά. "Οταν, λοιπόν, έφυγαν α­ πό την κρύπτη, πήγα καί τά πή ρα. Κι5 έτσι ό Μάκ Τζή θά μπο ρέση νά δώση σέ όλους τά λε­ φτά πίσω.·. ΆφοΟ τό θέλετε έ­ τσι. Καθώς πετάει αυτή τή μπλό­ φα ό Τζώννυ, παρακολουθεί άγουπνα. Βλέπει αυτό πού περι­ μένει καί κάτι σκιρτάει μέσα του. Δεν δείχνει τίποτα όμως. Μόνο πού ρίχνει στην Άννυ μιά ματιά γεμάτη σημασία. — \ζ, τότε, αν είναι έτσι, πετάγεται κάποιος από τό πλή­ θος, δεν είναι ανάγκη νά πά­ ρουμε τά λεφτά μας από την τοάπεζα. Σίγουρα ό Μάκ Τζή θά βάλη μυαλό τώρα καί θά προ σλάβη καί φύλακα. — Σωστά, λέει κάποιος άλ­ λος. Φοβηθήκαμε όλοι μας όσο έλειπαν τά λεφτά. Τώρα πού ξανάρθαν στή θέσι τους, λέω νά μή τά πάρουμε. — Θά τά χαλάσουμε καί με­ τά θά χτυπάμε τό κεφάλι μας στον τοίχο, λέει ένας τρίτος. — "Οπως νομίζετε, απαντάει ό Τζώννυ Ντέλμοντ κυττώντας άλλου· Πάντως, άν αποφασίσε­ τε ν’ άφήσετε τά λεφτά σας στή τράπεζα, θά πρέπει νά ζητήσα­

Ό Κάου - Μπόϋ τε συγγνώμη από τον Μάκ Τζή γιά τήν λαχτάρα πού του δώ­ σατε. Παύει νά μιλάη απότομα καί γυρίζει στήν ’Άννυ. — Τό κόλπο μας έπιασε μάλ Χον, τής λέει. Τρέξε γρήγορα νά βγάλης τον Μπόμπυ από τό μπάρ. Είναι έξω φρένων μέ τον πει νά έχουμε φύγει από την πόλι. Ή ’Άννυ καταλαβαίνει, πα­ ρατάει τό πόστο της στήν πόρ­ τα τής τράπεζας καί τρέχει στό μπάρ. Είναι έθω φρένων μέ τον αδερφό της. Θά προτείνη στον Τζώννυ νά τον δένουν κάπου για νά μή μπορή νά πλησιάση το μπάρ. Καθώς πλησιάζει τήν πόρτα, ακούει ένα φάλτσο τραγούδι καί μόλις μπαίνει μέσα, άντικρύζει ένα άπίστευτο θέαμα. 'Ο Μπόμπυ καί ό μπάρμαν κάθον­ ται πάνω στον πάγκο του μπάρ καί γύρω τους είναι σκορπισμέ­ να ένα σωρό ποτήρια. ΧτυποΟν παλαμάκια μέ τά χέρια τους καί τραγουδάνε ένα τραγούδι μέ φάλτσες καί λίγο μεθυσμένες φωνές· Τό θέαμα είναι κωμικό καί ή ’Άννυ θά ήθελε νά μείνη καί νά τσ παρακολουθήση, αλλά ξέρει τί περιμένει μπροστά τους καί όλη ή διάθεσι γιά γέλιο τής Φεύγει. Αρπάζει τον Μπόμπυ από τό χέρι τον τραβάει κάτω από τον πάγκο και κυριολεκτι­ κά τον σέρνει έξω από τό μπάρ. 'Ο Μπόμπυ ’ίσα πού δέ βάζε^ τά κλάματα. — Πάει, έγινες κΓ εσύ άκαρδη, σαν τον Τζώννυ!, κατηγορεί τήν αδερφή του. Θά μέ φάτε έσείς οί δύο! Ούτε πεθερές μου νά ε’ίσαστε! Μέ^ μισή καρδιά καβαλάει τ’ άλογό του καί ακολουθεί τούς

φίλους τςμ έξ&? ά^τ© τήν πάλι,


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

13

τους χάνουν τούς τρεις καβαλλάρηδες άπό τα μάτια τους, ρ χουν στρίψει πίσω άπό τό πρ^“ το ύψωμα. Ή παρακολούθησή αρχίζει νά γίνεται δύσκολη τώρα. Δεν απο­ κλείεται νά τούς έχουν άντιληφθή οί τρεις καβαλλάρηδες καί, στρίβοντας, νά έχουν στήσει καρτέρι στίσω άπό τό ύψωμα και νά περιμένουν. Μά πρέπει νά προχωρήσουν Τό σκοτάδι οί τρεις φίλοι, όπως κι* αν έ­ χουν τά πράγματα. ’Ή έτσι η φωτίζεται άλλοιώς, πρέπει νά συγκρουστουν μέ τούς τρεις προπορευόΤΖΩΝΝΥ Ντέλμοντ καί οι μενους καβαλλάρηδες κι* αν εΐ­ δύο σύντροφοί του φεύγουν ά νά τούς ξεσκεπά­ τγο την πόλι μέ μεγάλη προφύ- ναι ένοχοι, σουν. λαξι. Χώνονται μέσα στους θά­ Καλπάζουν θαρρετά καί στρί μνους καί τα δέντρα πού είναι βουν πίσω άπό τό ύψωμα· Δεν στο ανατολικό ττλευρό του δημό­ βλέπουν πουθενά τούς άνθρώσιου δρόμου καί καλπάζουν πα­ πους τους, άλλά ένα μικρό σύν­ ράλληλα προς αυτόν. Ποΰ καί νεφο σκόνης τούς δείχνει ότι έ­ που, όταν βρίσκεται άνοιγμα χουν στρίψει πίσω άπό ένα άλ­ μπροστά τους, κυττάζουν καί λο ύψωμα. Οί τρεις φίλοι έ£αβλέπουν τους ανθρώπους τους. κσλουθούν νά καλπάζουν. Είναι τρεις καβαλάρηδες καί τρέχουν σαν δαιμονισμένοι σέ Καθώς παίρνουν την στροφή μικρή άπόστασι μπροστά. Κά­ του άλλου υψώματος, ό Τζώννυ που ένα μίλι έξω άπό την πόσηκώνει ψηλά τό χέρι του καί λι, αφήνουν τον δημόσιο δρόμο σταματάει την παρέα του. Βλέ­ καί τοέχουν προς ένα συγκρό­ πει τούς τρεις καβοάλάρηδ&ς κά τημα υψωμάτων — τό Υ51 ο συγ­ που εκατό μέτρα μπροστά άπ’ κρότημα που είχε έπισκεφτή έαυτούς νά σταματούν. χθές τό απόγευμα 6 Κάου Μπόϋ ’Ίσα πού προλαβαίνουν οί Φάντασμα — πού είναι δυτικά τρεΐς φίλοι νά κρυφτούν πίσω του δρόμου. άπό την στροφή τού υψώματος. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ σταμα­ Σ’ ένα νόημα τού Τζώννυ ξεπε­ τάει τούς φίλους του. Μένουν ζεύουν. Ό Μπόμπυ κρύβεται πί­ κρυμμένοι καί οί τρεις μέσα σω άπό τ’ άλογό του τρέμονστα δέντρα, ώσπου οί τρεις κατας. βαλλάρηδες απομακρύνονται λί­ . ^ —Πάει, αυτοί έχουν βαλθή γο. Μετά βγαίνουν καί καλπά­ νά μέ κάνουν καρδιακό!, γκριζουν ανοιχτά. Οί άνθρωποι πού νιάζει. Άπό σφαίρες σέ σφαίρες παρακολουθούν αφήνουν τέτοιο μέ πάνε... Τί νά κάνω Θεούλη σύννεφο σκόνης πίσω τους, πού μου; εΐναι αδύνατον νά τούς άντιλη'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ προβά­ φθούν. λει τό κεφάλι του άπό την άκρη Τό συγρότημα των υψωμάτων τού υψώματος καί κυττάζει. Οί πλησιάζει. Σέ μιά στιγμή ό τρεις καβαλλάρηδες έχουν ξεπε Τζώννυ Ντέλμοντ καί οί Φίλρι. ζέψει, τώρα, καί προχωρούν μέ

0


14 τά πόδια σέ μια συστάδα βρά­ χων. Γεμάτοι φούρια, πλησιάζουν αυτούς τούς βράχους και αρχί­ ζουν να τούς μετακινούν όλοι μαζί. Δουλεύουν μέ πυρετό, λές καί τούς συμβαίνει κάτι σοβαρό. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ ξέρει τι τούς συμβαίνει. Κάνει νόημα στσύς φίλους του νά τον άκολου θήσουν και τραβώντας τά έξάσφαιρά του αρχίζει νά προχωρή προς τό μέρος τών τριών. 'Η ’Άννυ άΐκολουθεϊ κρατών­ τας σφιχτά την καραμπίνα της. 'Ο Μπόμπυ ακολουθεί μέ μίση καρδιά καί προσπαθεί νά κρυ­ φτή πίσω από τον Τζώννυ. Σφίγ γει τά σαγόνια του γιά νά μη χτυπούν τά δόντια του κΓ άκούγεται ό θόρυβος. Προχωρώντας μέ μεγάλη προ φόλαξι, οϊ τρεις φίλοι πλησιά­ ζουν τούς ανθρώπους πού μετα­ κινούν τά βράχιοι- Πετούν καί την τελευταία πέτρα, από μιά τρύπα, πού υπάρχει στο έδα­ φος, καί μιά κραυγή έκπλήξεως βγαίνει από τά στόματά τους. — Τά λεφτά είναι εδώ Μετά ένας απ’ αυτούς, ό πιο μεγαλόσωμος αρχίζει νά βλ<χστημάη. — Τί διάβολο κόλπο ήταν αύ τό πού μάς έκανε ό Τζώννυ Ντέλ μοντ; μουγγρίζει καί σκύβον­ τας σηκώνει από την τρύπα ένα σακκούλι λεφτά. Τά λεφτά είναι εδώ. Δέν μπορεί νά μάς γελούν τά μάτια μας. Γιατί μού είπε ότι είχε ψάξει καί τά είχε βρη; Δέν είναι δύσκολο νά τό καταλάβης Μπέητς!, τού απαν­ τάει μιά ειρωνική φωνή. Οί τρεις άντρες πού δέν εί­ ναι άλλοι από τον Μπέητς, τον Χόρν καί τον Ντέη;μον, αναπη­ δούν. Μετά γυρίζουν αργά αργά καί μέ δύσπιστα βλέμματα κυττάζουν τον Τζώννυ Ντέλμοντ καί

Ό ϊνάου — Ηπόϋ την ’Άννυ πού τούς σημαδεύουν 6 πρώτος μέ τό έξάσφαιρό του καί ή δεύτερη μέ την καραμπί­ να της. Ή έκπληξι πού νοιώ­ θουν κάνει τά χαρακτηριστικά τους νά στρεβλωθούν άσχημα. -— 'Ο Ντέλμοντ!, ψελλίζει ό Ντέημον· — Όλόκληρος, λέει ειρωνικά ό Κάου Μπόυ Φάντασμα. "Οπως περί μένα μάς οδηγήσατε στο μέρος όπου είχατε κλέψει τά λεφτά. — Πώς διάβολο...; αρχίζει ό Μπέητς καί σταματάει γιατί τον πνίγει ό μεγάλος θυμός πού νοιώθει. — Πώς σέ υποψιάστηκα; κάι/εί ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Στηρίχθηκα σέ μιά εικασία. "Ο­ ταν ακόυσα από τό στόμα τού Μάκ Τζή ότι τον μισούσες έπει8η σού είχε στερήσει την άδεια ν’ άνοιξης τράπεζα καί όταν, αργότερα ακόυσα από τό στό­ μα του σερίφη ότι, σέ περίπτωσι πού ό Μάκ Τζή έχανε τά λε­ φτά τών καταθετών του δέν θά μπορούσε νά κράτηση την τρά­ πεζα άρχισα νά ύποψιάζωμαι. Υπήρχε καί ένα άλλο στοιχείο. ΟΙ ληστές πού πιάσαμε στην κα λύβα μού είπαν ότι τούς είχε ειδοποιήσει κάποιος νά έρθουν νά ληστέψουν την τράπεζα όταν θά έλειπε ό σερίφης καί ότι τρεις μασκοφόροι τους είχαν συ ναντήσει έξω από την πόλι. Μό­ νο εσύ καί ή παρέα σου είσαστε αχώριστο τρίο. Τό σχέδιό σου ήταν νά βάλης μερικούς κακο­ ποιούς νά κλέψουν τά λεφτά ώ­ στε νά έχης άλλοθι εσύ καί οι δύο σύντροφοι σου. ’Έτσι θά μπορούσατε νά φωνάζετε περισ­ σότερο από τούς άλλους καί νά ζητάτε λεφτά από τον Μάκ Τζή πράγμα πού θά τον οδηγούσε σέ καμμιά τρέλλα. "Ο,τι κΓ άν συνέβαινε θά σέ βόλευε γιατί θά μπορούσες νά πάρης εσύ την


ΦΑΝΤΑΣΜΑ τράπεζα μετά. "Οσο για τά κλε μένα λεφτά, ή γνώμη μου είναι δτι θά τά έπαιρνες από τους τέσσερις ληστές μέ τον έναν η μέ τον άλλον τρόπο. Μπορεί καί νά τους σκότωνες. 5Από τον τρό πο πού τούς φέρθηκες, καταλα­ βαίνω ότι δεν νοιαζόσουν πολύ γι’ αυτούς. "Οταν λοιπόν τά σκέφθηκα όλα αυτά, άπεφάσισα νά κάνω ένα μικρό τέχνασμα για νά 6ώ άν έπεφτα έξω. Κι5 όταν μέ ρώ­ τησες γιά τά λεφτά, σού είπα ότι τά είχα βρή ψάχνοντας εις τούς λόφους. Αυτό ήταν ή μπλό­ φα μου. Αλλά έπιασε. Φοβούμε­ νος μήπως είχα βρή, πράγματι τά λεφτά, οπότε τό σχέδιό σου ναυαγούσε, πήρες τούς φίλους σου καί ήρθες νά εξακρίβωσης, φέρνοντας κι’ εμάς μαζί σου! 'Η φωνή τού Τζώννυ Ντέλμοντ είναι γεμάτη θρίαμβο. 'Ο Μπέ­ η τς γίνεται κάτοικό κκινος από λύσσα. Καί, αποφασισμένος ό­ πως είναι γιά όλα, αφήνει μια τρομερή βλαστήμια καί μέ γρη­ γοράδα απίστευτη εκσφενδονί­ ζει τό σακκούλι μέ τά νομίσμα­ τα πού βαστάει, εναντίον τοΰ Τζώννυ Ντέλμοντ. Ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα άντιλαμβάνεται την κίνησι την τε λευταία στιγμή καί σπρωγμέ­ νος από τό ένστικτο, σκύβει γιά ν5 αποφυγή τό χτύπημα από τά μεταλλικά κέρματα. Τό σακκούλι μέ τά νομίσματα περνάει σφυρίζοντας πάνω από τό κεφάλι του καί προσγειώνε­ ται πάνω σ3 ένα κεφάλι πού εί­ ναι από πίσω του. Είναι τό κε­ φάλι τοΰ Μπόμπυ πού κρύβεται πίσω από τον φίλο του γιά νά μην τον βλέπουν οι κακοποιοί. Ό Μπόμπυ δέχεται τό δυνα­ τό χτύπημα απροετοίμαστος καί βλέπει τον ουρανό μέ τ5 άστρα. "Ενα βογγητό βγαίνει άπό τό στόμα του καί τό επόμενο δευ­

15 τερόλεπτο τό δειλό καί φοβητσι­ άρικο παιδί μεταμορφώνεται εις τον δεύτερο εαυτό του - τον δυ­ ναμικό. Την ίδια στιγμή γίνονται πολλά πράγματα. Οί δύο μπρά­ βοι. τοΰ Μπέητς βλέποντας τον αρχηγό τους νά δρά, αποφασί­ ζουν νά δράσουν κι* αυτοί. Πη­ δούν σαν λάστιχα καί πέφτουν πάνω στήν απροετοίμαστη "Αννυ καί στον μισοσκυμμένο ακό­ μα Κάου Μπόϋ Φάντασμα. — Κανάγια!, ουρλιάζει ταυ τόχρονα ό Μπόμπυ κατακόκκινος άπό θυμό. Θά σέ μάθω έγώ νά παίζης... βόλους μέ τό κεφά­ λι μου! Δίνει μια καί βρίσκεται πά­ νω στον Μπέητς. Ό άρχικακο7*οιός πέφτει κάτω παρασυρ,μέ­ νος από ιή φόρα τοΰ Μπόμπυ. Σηκώνεται σχεδόν αμέσως καί τοΰ ρίχνεται, μά δέν είναι εύκο­ λα τά πράγματα. — Διψάω παλιοτόμαρο !, ουρ λιάζει ό Μπόμπυ- Θά προτιμού­ σα καμμιά μπυρίτσα, άλλα άΦοΰ δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα θά σοΰ πιω τό αίμα! Οί γροθιές του αρχίζουν νά πηγαινοέρχονται μέ καταπληικτι κή γρηγοράδα. Ό Μπέητς δέ" ξέρει άπό ποΰ νά φυλαχτή. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ μέ τά σαγόνια σφιγμένα άπό θυμό, άπαλλάσεται άπό τον αντίπαλό του καί πετάγεται όρθιος. "Ε­ χει δή μέ τήν άκρη τοΰ ματιοΰ του τήν "Αννυ νά προσπςίθή νά ξεφύγη άπό τον Ντέημον πού έχει πέσει πάνω της καί έχει γίνει έξω φρένων. Τραβάει τον κακοποιό άπό τήν κοπέλλα τον γυρίζει καί τοΰ καταφέρνει μιά κατεβατή γροθιά στο σαγόνι. Ό Ντέημον κυλιέται χάμω μουγ χρίζοντας. 'Ο Χόρν στό μεταξύ εχει πλη σιάσει τον Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα άπό πίσω. Τραβάει τό έξά


έτφοαρό του και έτοιμάζεται νά τό κατεβάση στο κεφάλι τοΰ Τζώννυ, άλλα δεν προλαβαίνει. Η Άννυ έχει αρπάξει την κάραμπίνα της και έχει ρίξει. 'Η σφαίρα της παίρνει τό πι στόλι άπό τό χέρι του Χόρν και τό πετάει δέκα μέτρα μακρυά. Κατάπληκτος ό κακοποιός κυττάζει τό άδειο του χέρι και τό έπόμενο δευτερόλεπτο δέχεται μια γροθιά κάτω άπό τό σαγόνι από τον Τζώννυ πού έχει γυ­ ρίσει ,μέ γρηγοράδα. Πετάγεται άπό τό έδαφος καί πάει καί πέ­ φτει κοντά σχεδόν στο πιστόλι του. λ 'Ο Τζώννυ άκούει την ’Άννυ νά βγάζη μιά προειδοποιητική κραυγή καί γυρίζει μέ γρηγορά­ δα. 'Ο Ντέημον εχει κλωτσήσει τήν καραμπίνα άπό τό χέρι τής κοπέλλας, έχει τραβήξει τό έξάσφαιρό του καί έτοιμάζεται νά πυροβόληση τον Ντέλμοντ. Καί τότε συμβαίνει κάτι α­ φάνταστο. Μολονότι ό κακοποι­ ός εχει τό πιστόλι του στο χέ­ ρι καί τό δάχτυλό του έχει άρχίσει νά σφίγγεται γύρω άπό την σκανδάλη γιά νά στείλε τό θάνατο στον Τζώννυ, ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα κάνει κά τι πού δικαιολογεί τή φήμη του. Τινάζει τό χέρι του προς τό έξάσφαιρό του μέ γρηγοράδα πού δέν μπορεί νά τήν πιάση οϋ τετό μάτι, τραβάει καί πυροβο λει ταυτόχρονα. 'Ο Ντέημον δέχεται μιά σφαΐ ρα ανάμεσα στά μάτια. Γιά μιά στιγμή, στέκεται στή θέσι του άκίνητος σάν άγαλμα, μέ μιά κατάπληκτη έκφροοσι στο πρόσω πό του καί μέ τό πιστόλι προ­ τεταμένο. Μετά, έτσι δπως εί­ ναι μονοκόματος, σωριάζεται

νάμω νεκρός.

Μέ τό πιστόλι στό χέρι, © Τζώννυ Ντέλμοντ στριφογυρίζει άλλα ό Χόρν έχει πέσει αναί­

σθητος καί δέν έχει κουνηθή ά­ πό τή θέσι του. "Οσο γιά τον Μπέητς έχει βρή τον μπελά του. 'Ο Μπόμπυ τον έχει φρακά­ ρει στό άνοιγμα δύο βράχων, γιά νά μήν πέση, παίρνει φό­ ρα άπό μακρυά καί τον χτυπάει μέ τό κεφάλι στό στομάχι. Ό Μπέητς δέν έχει χάσει τις αίσθή σεις του άκόμα, άλλα είναι ένα ανθρώπινο ράκος.^ Κάθε φορά πού τό κεφάλι τού Μπόμπυ χώ­ νεται στό στομάχι του, βγάζει ένα άδύναμο βογγητό καί κλεί­ νει τά μάτια του καρτερικά, μή μπορώντας νά κάνη τίποτα άλ­ λο. Μά στό τέλος δέν άντέχει: — Βοήθεια!, φωνάζει μέ οση δύναμι τού έχει άπσμείνει Έχει οή τόν Μπόμπυ νά όρμάη καταπάνω του γιά πολλο­ στή φορά. Μ’ ένα πήδημα ό Τζώννυ βρίσκεται στον δρόμο τοΰ φίλου του. Ό Μπόμπυ τόν βλέπει καί σταματάει. Είναι ά. ξαγριωμένος. — Φύγε άπό τήν μέση, Τζών νυ!, φωνάζει. Φύγε νά τό κάνω ένα μέ τό βράχο τό κάθαρμα! — Σιγά, Μπόμπυ, τοΰ λέει ήρεμα ό φίλος του·^ "Αμο^ πέσης πάνω του άλλη μιά φορά έτσι, θά τόν τρυπήσης καί θά βγής άπό τήν άλλη μεριά! ΚΓ άμα βγής άπό τήν άλλη μεριά, θά σπάσης τό κεφάλι σου. Αυτό σταματάει τόν Μπόμπυ γιά τά καλά. Πιάνει τό κεφάλι του μηχανικά καί κυττάζει τόν Μπέητς μέ ΰφος πιτσιρίκου πού τοΰ είπαν ότι δέν κάνει νά φάη άλλο γλυκό! Λίγο αργότερα, οί τρεις φί­ λοι ξεκινούν γιά τήν πόλι θριαμ βευτές. Μαζί τους έχουν δεμέ­ νους πάνω στ5 άλογά τους τόν Μπέητς καί τόν Χόρν. Τό πτώ­ μα τοΰ Ντέημον είναι φορτωμέ­ νο στό άλογό του μαζί μέ τά πέντε σακκουλ ι α πού περ ι έχονν


4>αντΑςμΑ τά λεφτά πού έκλάπησαν άπό την πόλι. "Οταν μαθεύεται το τέχνα­ σμα πού έπαιξε εϊς βάρος τών κακοποιών ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα, τό Κάρλσον Σίτυ βουίζει από έπαινετικά σχόλια. Πολλοί τρέχουν νά συγ χαροΰν τον Τζώννυ Ντέλμοντ. 'Ο Τζώννυ δέχεται τά συγχαρη­ τήρια μ’ ένα χαμόγελο μετριο­ πάθειας. "Οταν καλμάρουν κάπως τά πράγματα,^ μετράει τά λεφτά σ’ ένα σακκούλι από την τράπεζα καί τά πηγαίνει στον Μπάρυ, τον μπακάλη τής πόλης. 'Ο Μπάρυ είναι ένας γέρος μίζερος πού φυλάει τά λεφτά του σ’ ένα σεντούκι. 'Ο σερίφης Ράσελ τό ήξερε αυτό καί όταν ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα είπε ότι θά χρειαζόταν λεφτά γιά νά παίξη τό τέχνασμά του εις βάρος των ενόχων του μήνυσε νά τούς βοηθήση, δίνοντας λεφτά από τό σεντούκι του. 'Ο Τζώννυ τον βρίσκει στε­ νοχωρημένο. — Τώρα πού πήραν χαμπάρι όλοι πώς έχω λεφτά καλύτερα νά τά βάλω^ στην τράπεζα λέει γιατί άλλοιώς θά μέ ληστέψουν. Κι1 έτσι ό Μάκ Τζή άποχτάει έναν ακόμη πελάτη ένώ τό μπάρ τής πόλης ή μόλλον ό μπάρμαν χάνει έναν καλό πελάτη. Τον Μπόμπυ Σμίθ. Κι5 αυτό γίνεται όταν ό^ Τζώννυ Ντέλμοντ παίρ­ νει άπόφασι νά φύγη από τό Κάρλσον. ’Αρκετά έχουν μείνει σ’ αυτή την πόλι. Ή φυλακή έ­ χει γεμίσει κρατούμενους. "Οσο γιά τον σερίφη Ράσελ, πάει κα­ λύτερα καί έχει άποκτήσει έναν πιστό καί πολύτιμο συνεργάτη: τον Τζεφ Κσύπερ, τον άλλοτε έ­ κτος νόμου! 'Ο Μπόμπυ καί ό μπάρμαν α­ ποχωρίζονται μέ δάκρυα στά μά ΤΜΧ. Γιά νά του δείξη ττόσο τον

17 έκτιμουσε, ό μπάρμαν του χα­ ρίζει δέκα κονσέρβες μέ μπύρα. Ο Μπόμπυ σπεύδει νά τά κρύψη στούς σάκκους τής σέλλας του γιά νά μήν τον πάρουν χα^-' μπάρι ό Τζώννυ καί ή αδελφή του, πού αποφάσισαν νά βάλουν όρια στήν μπυροποσία του. —"Ετσι δέν θά μου κακόφανή τόσο πολύ ή ερημιά, μουρί μουρίζει μέ πονηρό ϋφος. Μόνο πού θά πρέπει νά κάνω οικονο­ μία γιά νά περάσω κάμποσο. Τήν ώρα πού οί τρεις φίλοι φεύγουν άπό τό Κάρλσον Σίτυ, βγαίνουν όλοι στον δρόμο νά τούς άποχαιρετήσουν. Μερικοί δακρύζουν μάλιστα. Χάνουν, τρεις ανθρώπους πού τούς φέρ­ θηκαν καλά όσο κανείς άλλος. Οι τρεις σύντροφοι παίρνουν τό δρόμο προς τον κίνδυνο καί την περιπέτεια. Τά μίλια φεύγουν γοργά^ κά­ τω άπό τις οπλές τών άλογων τους. Λειβάδια, λόφοι καί μι­ κρές πόλεις μένουν πίσω. , 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ ευχαριστιέται τήν ελευθερία καί τον καθαρό άέρα. 'Η "Αννυ συμμερίζεται τον ενθουσιασμό του. ’Αλλά ό Μπόμπυ, όσο βλέπει νά περνούν οί μέρες καί νά μή του δίνεται ή ευκαιρία νά κάνη·., ανεφοδια­ σμό στή μπύρα του πού τελείως νει σιγά - σιγά παρ* όλο που τήν πίνει μέ τό... σταγονόμετοο τά βάφει μαύρα. λ— θεούλη μου, κάνε νά συμβή τίποτα μπας καί «πιάσουμε» καμμιά πόλι! Τί θά γίνω μέσα σέ τούτες τις έρημιές δίχωσ... τονωτικό; 'Η ευχή του πιάνει. Τό άπόγευμα τής τρίτης μέρας πλη­ σιάζουν τον δημόσιο δρόμο, ό­ ταν βλέπουν ξαφνικά μια καρότσα δίχως σκέπασμα νά τρέχη άργά πάνω του. Μόλις τήν βλέ­ πει ό Τζώννυ άνοττινάζεται.

—Κυττάξτε!, λέει εις τούς


18

Ό Κάου - Μπόϋ

φίλους του. 'Ο πίσω δεξιός τρο χός κοντεύει νά φύγη από τη 8έ σι του. Φαίνεται επεσαν τά πρέ ικια. Πρέπει νά προειδοποιήσου­ με τον άμαξα, προτοΰ γικρεμιστη πουθενά... *ΊΞ, εσύ! 'Ο άμαξας ακούει τή φωνή, τους βλέπει και ξαφνικά φωνά­

ζει στ’ άλογά του και μαστιγώ­ νει τις ράχες} τους μέ τά ηνία. Ή καρότσα αρχίζει νά τρέχη σά δαιμονισμένη. Ή πίσω ράδα κοντεύει νά ξεκολλήση. 'Ο άμα­ ξας δεν ξέρει τΐ κίνδυνος τόν περιμένει! ΤΖIΜΜΥ ΚΟΡΙΝΉΣ

* Ασύγκριτο, έκπληκτικό, συναρπαστικό εΐναι το έπόμενο τεύχος, τό 14, που κυκλοφορεί τό ερχόμενο Σάββοίτο, μέ τόν τίτλο:

0 ΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑ ΤΟΥ Μιά αυτοτελής περιπέτεια που θά μείνη αξέχαστη!

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ' ΦΑΝΤΑΣΜΑ - Τεύχος 13, Τιμή 1;5Ό δραχ. Γεν. Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο.Ε. — Αέκκα 22 Αθήναι (125)



Οϊ Ασσοι του Ποδοσφαίρου

Κ. ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗΣ


ΠΛνΊφοφορίϊ

ο\ηε

38

ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ψ·'\ *

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΫ



"Ενας τρομοκρατημένος άμαξας ΤΖΩΝΝΥ Ντέλμοντ και οι δύο φίλοι του τρέχουν σαν αστραπές για νά προλάβουν άμαξα καί νά τον προειδοποιή­ σουν στι ένας από τούς πίσω τροχούς τής καρότσας του έχει λασκάρει καί δτι κοντεύει νά ξεκολλήση· (*).

Ο

(*) Διάβασε τό προηγούμενο τεύ­ χος, τό 13; «Το τέχνασμα».

Ή καρότσα είναι βαρυφορτωμένη μέ σπασμένη πέτρα καί αν ξεψύγη ένας από τούς^ τροχούς, κανένας δεν μπορεί νά προβλέψη τι θά συμβή. Τό πιθανότερο η τονείναι δτι θά γίνη κομμάτια καρότσα καί δτι μαζί της θά κομματιαστή καί ό άμαξας. "Οσο τού φωνάζουν όμως, νά σταματήση καί δσο δυναμώνουν τό τρέξιμό τους,,, τόσο δυναμώ­ νει κι5 αυτός τό τρέξιμο των α­ λόγων του% Σίγουρα τούς έχει περάσει γιά παλιανθρώπους καί


4

'5 £άου - Ηπόΰ

φοβάται μήπως του κάνουν κακό. 'Ο Τζώννυ αγωνία για την τύ χη του άμαξα. "Οπως κι* αν έχουν τα πράγματα, πρέπει ο­ πωσδήποτε νά τον σταματήσουν Σκύβοντας χαμηλά πάνω στην σέλλα του, χώνει τά σπηρούνια του στην κοιλιά του άλογου του Τό ζώο τινάζεται μπροστά σάν πουλί καί, σάν πουλί," πετάει κυ ριολεκτικά στον άέρα και πλη­ σιάζει τό άμάξι. 'Ο Τζώννυ τραβάει^ τό έξάσφαιρό του, ρίχνει δύο πιστό­ λι ές στον άέρα και μετά φωνά­ ζει μέ δλη τή δύναμι τής φωνής του: — Σταμάτησε άλλοιώς θά σου ρίξω! 'Ο άμαξας καταλαβαίνοντας ατι έχει χάσει τό παιγνίδι στα­ ματάει την καρότσα του μέ αρ­ κετή δυσκολία γιατί είχε μεγά* λη ταχύτητα καί σηκώνει ψηλά τά χέρια. Ό Τζώννυ πλησιάζει, θηκαρώνει τό έξάσφαιρό του καί τού δείχνει τον τροχός Παραξενεμένος ό άμαξας κυτ τάζει καί γουρλώνει τά μάτια. — Αυτό θέλατε νά μου πήτε; ρωτάει, κυττώντας τον Μπό μπυ καί την ’Άννυ που πλησιά­ ζουν εκείνη τή στιγμή. Κι5 έγώ νόμιζα δτι εί'σαστε άνθρωποι τού ’Έντ Αίνχαμ. — Ποιος είναι αυτός ό Λίνχαμ; ρωτάει ό Τζώννυ σμίγον­ τας τά φρύδια. — Δέν τον ξέρετε; Είναι ό άνθρωπος πού έχει κάνει σωμα­ τείο γιά νά προστατεύη εμάς τούς άγωγιάτες. Σε προστα­ τεύει μόνο έφ’ όσον πληρώνεις τον φόρο σου. Ό Τζίμ Στήβενσον, πόύ έχει αυτό τό άμάξι, δέν δέχεται νά πλήρωσή- φόρο καί νά τΐ παθαίνει. -— Θές νά πής ότι κάποιος λασκάρισε -· έπίτηδες τά πρέκια τού τροχού; ρωτάει ή ’Άννυ μέ

^— Βάζω στοίχημα γι’ αυτό, μίς, απαντάει ό άμαξας. Δέν είναι τό πρώτο ατύχημα πού συμβαίνει στά αμάξια τού Στόβενσον. — Θεούλη μου,^ πάμε νά φύ­ γουμε από δώ πέρα, Τζώννυ!, κάνει έντρομος ό Μπόμπυ. Έγώ λέω νά μην ανακατευτούμε! Γιά σκέψου νά λασκάρη αυτός ό Αίνχαμ τις βίδες τών·.. αλό­ γων μας καί νά γίνουμε κομμά­ τια! Μα ό Τζώννυ Ντέλμοντ δέν τον ακούει. Βοηθάει τον άμαξα νά φτιάξη τον τροχό και ταυτό­ χρονα τον γεμίζει ερωτήσεις. Μαθίνει δτι ό Τζίμ Στήβενσρν, πού είναι νεαρός καί διαδέχθη­ κε προ καιρού τον πατέρα του στή δουλειά, είναι ό μόνος πού πάει κόντρα σ’ αυτόν τον Αίν­ χαμ. Οί άλλοι, πού έχουν κα*· ρότσες καί κάνουν μεταφορές, £χουν ύποταχθή. Δέν χρειάζεται νά μιλήση ό Τζώννυ γιά νά καταλάβουν οί φίλοι του δτι έχει αποφασίσει ν’ άνακατευθή σ’ αυτή την ύπόθεσι. ιΗ ’Άννυ τό βλέπει μέ κα­ λό μάτι αυτό. Τής αρέσει ό κίν­ δυνος καί ή περιπέτεια, Μά ό αδελφός της δέν συμφωνεί μαζί της. — ’Άπα - πά!, λέει. Έγώ δέν τά βάζω μ’ αυτόν τον Αίν­ χαμ. Γ ιά σκέψου πονηρός όπως είναι, νά κόψη κανένα πόδι από τ’ άλογό μου καί νά βάλη κανέ­ να ψεύτικο στή θέσι του καί νά πάω νά φύγω έγώ καί νά σκο­ τωθώ. ’Άπα - πα! Μά δέν μπορεί νά κάνη τίπο­ τα· Οί ψήφοι είναι δυο υπέρ καί ένας κατά. Καρότσα καί τρεις φίλοι παίρνουν τον δρόμο γιά τό Κάκτους Μπράς δπου είναι η βάσι τών άμαξιών πού κουβα­ λούν μετάλλευμα από τό Μεγά­ λο Όρυχείο στον σιδηροδρομικό

δύσπιστη Φ«νή,

σταθμό τής πόλης,


Ό Τζώννυ ερευνά

ψ Ο ΚΑΚΤΟΥΣ Μπράς εΐναι

I συνηθισμένη πόλι, μ’ έναν κεντρικό δρόμο καί ξύλινα κτί­ ρια δεξιά καί αριστερά. 'Ο άμα­ ξας σταματάει την καρότσα του μπροστά σ’ ένα απ’ αυτά. Μιά ταμπέλα πάνω από την πόρτα του πληροφορεί ότι τό κτίριο αυτό ανήκει στην. «ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ, ΤΖΙΜ ΙΤΗΒΕΝ ΣΟΝ». ^ Μά ό Μπόμπυ δεν κυττάζει αυτή την ταμπέλα Κυττάζει μία άλλη που είναι λίγο παρακάτω καί γράφει: «ΜΠΑΡ ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ. ΜΠΥΡΑ ΔΡΟΣΕΡΗ. ΟΥΙΣΚΥ ΔΥΝΑΤ9». "Ενας α­ ναστεναγμός βγαίνει από τά χείλη του· 'Η καρδιά του αρχί­ ζει νά φτεροκοπάη μέσα εις τό στήθος του. Πηδάει άπό τό άλογό του καί πλησιάζει τους φίλους του που ετοιμάζονται μαζί μέ τον άμα­ ξα, νά μπουν στο κτίριο τής ε­ ταιρίας Στήβενσον. —Τζώννυ, εγώ θά πεταχτώ νά ρίξω ένα γράμμαϊ, λέει στο φίλο του προσπαθώντας νά φα­ ν ή πειστικός. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα, γεμάτος σκέψεις όπως είναι δεν τού δίνει σημασία. 4Ο Μπόμπυ Φεύγει τρεχάτος. Μέ την^ άκρη Τθύ ματιού της ή "Αννυ τον πα­

ρακολουθεί καί τον βλέπει νά χώνεται στο μπάρ ’Άσπρο ^Α­ λογο, αντί για τό ταχυδρομείο. Κουνάει το κεφάλι της θυμωμέ­ να καί ακολουθεί τούς άλλοιπ μέσα. Ο Τζίμ Στήβενσον έναο συ­ μπαθητικός νεαρός γύρω στα εϊ κοσι τρία του χρόνια χαίρεται υπερβολικά γιά την γνωριμία του Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Τον ευχαριστεί γ;ά την έπέμοασί του καί μετά, πέφτει σε μελαγ­ χολία· — ’ Εντ Λίνχαμ έφαγε τον πατέρα μου,^ λέει^ Τώρα, προ­ σπαθεί νά φάη καί μένα. — Σκότωσε τον πατέρα σου; ρωτάει έκπληκτος ό Τζώννυ. λ — /Οχι ακριβώς. 'Ο γιατρός είπε^ ότι έφταιγε ή καρδιά του, άλλα ή καρδιά του χάλασε από τις παλιανθρωπιές του Λίνχαμ. Μου φαίνεται ότι θά υποκύψω κΓ εγώ, όπως οί άλλοι. Δέ μίτορω ν αντεξω άλλο. Αν εξακολουθήσω νά πηγαίνω κόντρα εις τον Λίνχαμ, θά καταστραφώ καί μαζί μου θά καταστραφούν κΓ οί άλλοι. Θά πληρώσω τον φό­ ρο. —Τί ακριβώς είναι αυτός ό φόρος; ρωτάει ό Τζώννυ Ό Τζίμ Στήβενσον χαμογε­ λάει πιικρόχολα. — "Ενα ποσό πού πληρώνεις γιά νά προστατεύεσαι άπό τά ατυχήματα. Τά άτυχήματα αυ­ τά, τά φτιάχνει ό ίδιος ό Λίνχαμ^ μέ τούς ανθρώπους του. Γ Γ αυτό άμα πληρώνεις^ δεν οέ πει­ ράζει. Τό άσχημο είναι οτι δεν μπόρεσε ποτέ κανείς ν’ άποδείξη κάτι εναντίον του. Κά »ει τις δουλειές του πολύ πσοπρικά. Οσο γιά τον σερίφη μος, τον τρέμει κυριολεκτικά. Φροντίζει νά βρίσκεται τον πςρισο'ότεο^ καιρό έξω άπό την πόλι ' Ο Τίώννυ Ντέλμοντ ακούει τά σαγόνια σφιγμένα,


6 βαίνει δτι βρίσκεται μπροστά σέ μια κλασσική περίπτωσι εκ­ βιασμού, σχετική μέ μια που αν­ τί μετώτπσε πριν οπτό λίγο και­ ρό, μέ τους εργάτες του σιδη­ ροδρόμου· Καί δπως τότε, έτσι καί τώρα, αποφασίζει νά βάλη τέλος στην καρριέρα του ανθρώ­ που που τήν έχει επινοήσει. Μόλις ακούει ό Τζίμ Στήβενσον δτι ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα έχει αποφασίσει νά ταχθή μέ τό μέρος του, νοιώθει τό ηθικό του νά αναπτερώνεται. Μά έχει ακόμα τούς φόβους του. — Τζώννυ, είναι πολύ έπικίν δυνο αυτό πού θ’ άναλάβης λέει στον Ντέλμοντ. Ό Λίνχαμ έχει σκληρούς καί αδίσταχτους αν­ θρώπους γύρω του. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα χα­ μογελάει ήρεμα. —"Έχουμε γνωρίσει πολλούς τέτοιους, Τζίμ, λέει. Ελπίζω νά τούς καταφέρουμε. Θέλω ό­ μως νά μου έξηγήσης πώς γί­ νονται οί δουλειές εδώ καί νά μέ γνωρίσης στούς άλλους α­ γωγιάτες. Λίγο αργότερα, 6 Τζώννυ, η "Άννυ καί ό Τζίμ φεύγουν από τήν πόλι μέ μια καρότσα· "Έ­ χουν έπιμείνει νά πάρουν καί τον Μπόμπυ μαζί τους, αλλά ε­ κείνος δεν λέει νά ξεκολλήση α­ πό τό μπάρ. "Έχει μαζέψει γύ­ ρω του δλους τούς αργόσχολους καί τον μπάρμαν καί τούς προ­ τείνει χίλια δυο στοιχήματα, πού έχουν πάντα σχέσι μέ τήν μπύραΚερδίζει στην αράδα καί πίνει καί τό στομάχι του έχει γίνει τριπλό σέ όγκο. — "Ασαα!, μουρμουρίζει μέ ευχαρίστηοτ. Πιες τώρα πού τή βρήκες, φιλαράκο Μπόμπυ για­ τί ποιος ξέρει τί έρημιές θά σέ φάνε πάλι! Οί άλλοι στο μεταξύ φτά­ νουν στο μεγάλο ορυχείο. "Από κεϊ φορτώνονται οι καρότσες ό­

Ό Κάου - Μπόϋ λων των έταιριών

μετάλλευμα καί τό μεταφέρουν στον σιδηρο­ δρομικό σταθμό. Κάνουν κΓ άλ­ λες μεταφορές, άλλα τό ορυχείο απασχολεί τίς περισσότερες κα­ ρότσες. Μετά από τό ορυχείο, επισκέ­ πτονται τον γέρο Μπήχαμ πού έχει έτο:ιρία μεταφορών κι" αυ­ τός. "Ακούει μέ προσοχή αυτά πού του λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ αλλά στο τέλος κουνάει τό κε­ φάλι του λυπημένα. — Πληρώνω πολλά, παιδί μου, τό ξέρω, λέει αλλά δέν μπο ρώ νά τά βάλω μέ τον Λίνχαμ. Θά βάλω σέ κίνδυνο τή ζωή των ανθρώπων πού δουλεύουν στήν εταιρία μου.. Καί ίσως κατα­ στραφώ κι" ό "ίδιος· "Ίσως, άν ήμουν πιο νέος, νά τά έβαζα μα ζί του. Μά τώρα δέν μπορώ. Μέ τον "ίδιο τρόπο αντιδρά καί ό Λάναχαν. Τούτος είναι πιο νέος, αλλά φαίνεται πιο διατα­ κτικός από τον γέρο Μπήχαμ. — Πριν από τέσσερις μήνες τά είχα βάλει κι" εγώ μέ τον Λίνχαμ, λέει. Μά τήν πλήρωσα άσχημα. Ό γυιός μου σκοτώθη­ κε σ" ένα ατύχημα. Κανένας δέν μπορεί νά μου βγάλη από τό μυαλό τήν πεοίθησι δτι τό ατύ­ χημα αυτό τό σκάρωσε ό Λίνχαμ. Μά δέν μπορώ νά τό απο­ δείξω. "Οπως δεν μπορώ νά τά βάλω πάλι μαζί του. "Έχω κι" άλλη οικογένεια καί δέν θέλω νά τήν χάσω. 'Ο Τζώννυ νοιώθει απελπισία — Μά δέν καταλαβαίνετε λοι παν όλοι σας δτι άν δέν σηκώ­ σετε κεφάλι ό Λίνχαμ 8ά κάνη ολόκληρη αυτοκρατορία, θ’ άπλωθή καί σ" άλλες πόλεις καί θά μεγαλώση τό εκβιαστικό του έργο; •—- "Έγώ ένα καταλαβαίνω α­ παντάει βαρεία ό Λάναχαν· "Ο­ τι πρέπει νά ύποταχτή καί ό


Ι>ΑΗΤΑΪΜΑ Γζίμ γιά νά βρούμε την ησυχία αας. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ καταλα­ βαίνει δτι μέ τά λόγια δέν πρόιειται νά πείση κανέναν. Πρέτει νά βρή άλλον τρόττο. Άλνοιώς, δλη η γύρω περιοχή κιν­ δυνεύει νά πέση ατά πλοκάμια Γοϋ Λίνχαμ.

Ό Ντέλμολντ θυμώνει Α ΥΟ ΟΛΟΚΛΗΡΕΣ μέρες ο /I Τζώννυ Ντέλμοντ σπάζει τό κεφάλι του νά βρή ένα τρόπο γ ά νά έξουδετερώση τον Λίν­ χαμ. Μά δέν τά καταφέρνει. Την τρίτη μέρα φεύγει μ’ ένα καρα­ βάνι από καρότσες γιά τό με­ γάλο ορυχείο. Οί αμαξάδες εί­ ναι διατακτικοί, τρομοκρατημέ­ νοι σχεδόν, καί ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα πάει κοντά γιά νά τους δώση κουράγιο. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα κά θεται δίπλα στον οδηγό τής πρώτης καρότσας. Ή ’Άννυ στο τελευταίο, μέ την καροομπίνα στο χέρι· "Οσο γιά τον Μπό­ μπυ που κατάφεραν νά τον ξε­ κολλήσουν από τό μπάρ, είναι ξαπλωμένος μέσα στο δεύτερο αμάξι και τραγουδάει μέ φάλ­ τσα φωνή. Κάπου κάπου σηκώ­ νει τό κεφάλι του καί, βγάζονξιά και αριστερά καί, βγάζον­ τας μιά κονσέρβα μπύρα από τον κόρφο του, πίνει μιά γου­

? λιά καί την ξανακρύβει. —Τέτοια ζωή μάλιστα!, λέει σέ μιά στιγμή στον έαυτό του. Ησυχία, ξάπλα καί άφθονη μπυ ρίτσα. "Οχι τρακατρούκες νά σου ξεκουφαίνουν τ’ αυτιά! Λεν έχει προλάβει νά τελειώση τή φράσι του, δταν άκουγεται μιά τρομακτική έκρηξι καί ή καράτσα δπου είναι ξαπλωμέ­ νος ό Μπόμπυ, γίνεται δέκα κομμάτια. Δίχως νά άντιληφθή κανείς, καθώς τό δεύτερο αμά­ ξι^ περνάει μέσα από ένα μικρό δάσος, κάποιος πού φοράει μά­ σκα στο πρόσωπο, έχει πετάξει έναν αναμμένο δυναμίτη έπάνω του. Τά άλογα ορθοποδούν τρομο­ κρατημένα καί μετά ρίχνονται μπροστά σ’ ένα ξέφρενο τρέξι­ μο, αφήνοντας πίσω τους την κα τεστραμμένη καρότσα. Ό όδηγός έχει πεταχτή χάμω άναίσθη τος. "Οσο γιά τον Μπόμπυ πού ήταν στο κέντρο περίπου τής έκρήξεως, πετάγεται στον αέρα καί μετά προσγειώνεται χάμω μέ βαρύ γδούπο. Χτυπάει τό κεφάλι του στο σκληρό έδαφος καί ένα ουρλια­ χτό πόνου βγαίνει από τό στό­ μα του. Μένει γιά μιά στιγμή ακίνητος καί μετά πετάγεται ε­ πάνω αγριεμένος καί σφίγγον­ τας τις γροθιές του. Τό δυνα­ τό χτύπημα πού δέχθηκε στο κε­ φάλι, τον έχει μεταμορφώσει στον δεύτερο έαυτό του - τον δυναμικό! — Ποιο παλιοτόμαρο πέταξε τό·.. βαρελότο μωρέ; ουρλιάζει σάν μανιακός. Βλέπει μιά κίνησι ανάμεσα στά δέντρα καί όρμάει προς τά εκεί, τραβώντας τό έξάσφαιρό του. Στο μεταξύ, μέ, την έκρηξι έχουν άνοοστατωθή δλα τά άμάξια. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ πη­ δάει από τό δικό του καί βλέ­


Ό Κάου - Μπόϋ

$ πει έντρομος την καρότσα που έρχεται πίσω, κομματιασμένη. "Ένα παγερό χέρι σφίγγει την καρδιά του, στη σκέψι δτι ό φί­ λος του μπορεί νά εχη πάθη κα­ κό. Τον ακούει νά τρέχη ουρλιά­ ζοντας όμως, και ησυχάζει. Πάντως δεν μένει αργός. Τρέ­ χει^ προς το μέρος ^ της φωνής και τραβάει τό έξάσφαιρό του. Πίσω του τρέχει και ή "Αννυ μέ την κοραμπίνα στο χέρι. "Έ­ χει τρομάξει κι* αυτή για μια στιγμή, για τον αδελφό της, άλ λά ακούγοντας τις φωνές έχει ησυχάσει κάπως· Εκείνος που δεν έχει ησυχά­ σει καθόλου είναι ό Μπόμπυ. Μέ το έξάσφαιρό στο χέρι τρέχει μέσα στο μικρό δάσος σαν α­ στραπή, κυνηγώντας τον πρόσω πιδοφόρο που του πέταξε τον δυναμίτη. Εκείνος πού βλέπει ότι χάνει τό παιγνίδι, σταμα­ τάει και πυροβολεί μέ τό πι­ στόλι του. 'Η σφαίρα περνάει σφυρίζοντας δίπλα από τον Μπόμπυ. Αυτό τον εξαγριώνει ακόμα περισσότερο. ^— "Ωστε συνεχίζεις τό βιο­ λί^ σου, έτσι; κάνει θυμωμένα. I ώρα θά σου δείξω εγώ! Σημαδεύει καί ρίχνει μέ γρη­ γοράδα καί ό προσωπιδοφόρος φέρνει τά χέρια του στο στήθος του καί σωριάζεται κάτω. "Ο­ ταν σέ λίγο φτάνει κοντά του ό Τζώννυ Ντέλμοντ είναι νεκρός. —Κρίμα!, μουρμουρίζει. "Αν τον πιάναμε ζωντανό, 8ά μπο­ ρούσαμε νά μάθουμε ποιος τον έβολε νά ρίξη τον δυναμίτη. 'Ο Μπόμπυ κουνάει τό κεφά­ λι του λυπηιμένα· "Οχι για τον ίδιο λόγο ό'μως. Αυτός λυπάται επειδή σκότωσε τον κακοποιό κι" έτσι δεν μπόρεσε νά τον δεί

ρηί

Ή πρώτη συνάντησι ΤΑΝ πληροφορήται την και­ νούργια απόπειρα τού Λίνχαμ (είναι όλοι σίγουροι? ότι τον δυναμίτη τον πέταξε ό προ σωπιδοφόρος κατ’ εντολήν τού Αίνχαμ) ό Τζίιμ Στήβενσον *άνει όλο του τό θάρρος. — Πρέπει νά αρχίσω νά π7\η ρώνω κι* εγώ τον Αίνχαμ γιά νά ησυχάσω, λέει. Δεν τό θέλω, μάρτυς μου Θεός, άλλα πρέ­ πει νά σκεφτώ τούς αμαξάδες. Ευτυχώς πού σήμερα δέν σκοτώ­ θηκε κανείς. Αύριο, όμως, άν ε­ ξακολουθήσω νά λέω όχι, θά χυ6ή καί αίμα. Κι5 αυτό δέν τό θέλω. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ πάει νά σκάση από τή στενοχώρια του. Δέν μπορεί νά χώνεψη την ιδέα ότι τελικά θά πετύχη τό σχέδιο τού Αίνχαμ καί δέν θά μπορή κανένας νά τού σηικώση κεφάλι. Φεύγει μέ τούς φίλους του, πη­ γαίνει στο μπάρ — προς με­ γάλη χαρά τού Μπόμπυ — καί κάθεται σ" ένα ήσυχο τραπεζά­ κι γιά νά σκεφτή. Τελικά τό παίρνει άπόφσσι. Αφήνει τούς φίλους του καί πηγαίνει στο γραφείο τοΰ Αίν­ χαμ. Μιά ταμπέλλα οπτ’ έξω γράφει «ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΗΣ» άλλα ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα βάζει στοίχημα ότι ρ Αίνχαμ

Ο


ΦΑΝΤΑΣΜΑ δεν έχει άσχοληθή ποτέ του μ’ αυτή τή δουλειά. Είναι ένας γεροδεμένος άντρας μέ κοντοκομμένα μαλλιά, πυκνά ψρυδια και ένα πούρο στο στό­ μα. — "Έρχομαι από τον Τζΐμ Στήβενσον, τού λέει ό Τζώννυ, άρχίζοντας την εφαρμογή του σχεδίου του, νά κάνη τον Λίνχαμ νά πρσδοθή δτι αυτός κά­ νει τον εκβιασμό. ^ — Μπά, μηπο^ς αποφάσισε νά δεχτή τήν προστασία του σωματείου μου; ρωτάει ό Λίν­ χαμ· _ 5 , — ίό αντίθετο, του απαν­ τάει ό Τζώννυ. Λέει δτι δεν προ κειται νά δεχτή τους δρους σου καί νά πάψης νά τον άναγκάζης. — Έγώ, τον αναγκάζω; κά­ νει αθώα ό Λίνχαμ καί μετά γε­ λάει. Έγώ δεν αναγκάζω κανένα φίλε μου. "Όποιος έχει φασα­ ρίες καί θέλει νά μην ξανάχη πιά, έρχεται μόνος του καί ζη­ τάει τήν προστασία μου. Τά α­ τυχήματα τούς αναγκάζουν. — Ξέρεις πολύ καλά δτι δεν είναι ατυχήματα, του λέει άγρια ό Τζώννυ βλέποντάς τον νά ξεγλυστράη σάν χέλι από τήν πα­ γίδα. — Δηλαδή; Μήπως θέλεις νά πής δτι τά σκηνοθετώ έγώ; α­ γριεύει καί ό Λίνχαμ. — Αυτό ακριβώς λέω! — Άπόδειξέ το, λοιπόν, πα­ λιόπαιδο!, ουρλιάζει έξαλλος ό Λίνχαμ. Καί τότε 8ά μπορέσης νά μέ πας στο δικαστήριο! ’Άν δέ μπορείς, φύγε νά μή σε βλέ­ πω στά μάτια μου! Αέν μπορώ ν’ ακούω ψεύτικες κατηγορίες. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ στέκε­ ται μπροστά του μέ τις γροθιές σφιγμένες καί τό πρόσωπο κατακόκκινο. Τό στήθος του άνεβοκατεβαίνει άγρια από τόν θυ­ μό πού νοιώθει. "Η θρασύτης Τ9θ Λίνχαμ τόν έχει κάνει νά

9 χάση τήν ψυχραιμία του* — Θά φύγω, Λίνχαμ, τού λέει. Μά νά εΐσαι βέβαιος δτι δεν θ’ άφήσω τόν Τζΐμ Στήβενσον νά σού παραδοθή. Καί θ’ άρχήσω νά ψάχνω γιά τις απο­ δείξεις πού γυρεύεις... Μείνε ή­ συχος γι’ αυτό. Κάνει μεταβολή καί βγαίνει από τό γραφείο μέ μεγάλα βή­ ματα. Ό Λίνχαμ μένει ακίνη­ τος γιά μιά στιγμή, έξαλλος α­ πό θυμό κι5 αυτός καί μετά πη­ γαίνει καί χτυπάει ένα κουδού­ νι πάνω στο γραφείο του. Μιά πόρτα στό βάθος ανοί­ γει καί μπαίνουν τρεις κακοπρό σωποι τύποι μέ έξάσφαιρα ζω­ σμένα στή μέση. — Μπάκ, Μέλ, Τζίγκ, θέλω νά βάλετε τά δυνατά σας καί νά κάνετε τόν Τζίμ Στήβενσον ν’ άρχίση νά πληρώνη τόν φόρο προστασίας. "Όσο δέν υπακούει αυτός, κινδυνεύουμε από τούς άλλους. Καί περισσότερο από τόν Τζώννυ Ντέλμοντ. -έρετε τή φήμη δτι χώνει τή μύτη του σέ υποθέσεις πού δέν τόν αφορούν"Αμα ύποταχθή καί 6 Στήβεν­ σον, θά τού κοπή ή φόρα.... Φροντίστε λοιπόν νά γίνη αυτό, μέ κάθε θυσία. — Μείνε ήσυχος, αφεντικό, λέει αυτός πού ακούει στ’ όνο­ μα Μπάκ. Θά τό κανονίσουμε έμείς. Θά τού σπάσουμε τό ηθι­ κό. Καί μετά, θά σοΰ περιποιηθούμε καί τόν Ντέλμοντ. Θά τού κόψουμε μιά. γιά πάντα τό συ­ νήθειο νά χώνη τή μύτη σέ ξένες υποθέσεις.

Συμπλοκή ΗΝ ΑΛΛΗ μέρα, ένα καρα­ βάνι από φορτωμένες μέ με­ τάλλευμα καρότσες τοΰ Στήβεν­ σον, φτάνει στον σιδηροδρομι­ κό σταθμό. Τ’ αμάξια τού Λάναχαν εΐνςα εκεί κι’ ρλας κι’

Τ


10 χουν αρχίσει τό ξεφόρτωμα. Ό Τζΐμ Στήβενσον πού έχει πάει μαζί μέ τό καραβάνι τού­ τη τή φορά κατεβαίνει και πλη­ σιάζει τον επιστάτη, έναν μεγα­ λόσωμο τύπο, για νά συνενοηθοΰν για τό ξεφόρτωμα των άμαξιών. — Λυπάμαι, άλλα βέ γίνε­ ται τίποτα, τού λέει ό έπιστάτης. Τά παιδιά είναι πολύ απα­ σχολημένα. — Έγώ βλέπω πολλούς νά κάθωνται, διαμαρτύρεται ό Στη βενσον. — "Έχουν δουλειά σου λέω!, απαντάει άγρια ό έπιρπάτης. 'Ο Στήβενσον καταλαβαίνει ότι έχει μπή δάχτυλος του Λίνχαμ. Γυρίζει καί κυττάζει τον Τζώννυ Ντέλμοντ απελπισμένα. 'Ο θρυλικός Κάου Μπόϋ φάντα­ σμα, νοιώθοντας τό στήθος του νά βράζη από θυμό, πηδάει από τό άμάξι του. — "Αφού δεν ξεφορτώνετε έσεΐς, λέει, θά ξεφορτώσουμε έμεΐς. Μπόμπυ, "Αννυ καί όλοι οί οδηγοί πιάστε φτυάρια νά ξε φορτώσουμε τό μετάλλευμα! .Αρπάζει πρώτος ένα φτυάρι καί πλησιάζει ένα άπά τά αμά­ ξια- Μ’ ένα θυμωμένο μουγκρητό ό έπιστάπης πάει κοντά του. — Δεν μπορεί νά γίνη αυτό, φίλε! μουγκρίζει. — Γ ιατί; — Γ ιατί είναι ένάντιο στούς κανονισμούς. Τό μετάλλευμα τό ξεφορτώνουν οί δικοί μου έργάτες μόνο. — Αυτούς τούς κανονισμούς δεν τούς ξέρω έγώ!, λέει ό Τζών νυ Ντέλμοντ καί γεμίζει την πρώτη φτυριά. Μέ μιά άγρια βλαστήμια, ό μεγαλόσωμος έπιστάτης, τον πιάνει από τον ώμο, τον γυρί­ ζει καί τού καταφέρνει μιά γρο­ θιά στο σαγόνι. 'Ο Τζώννυ σω­ ριάζεται χάμω, μισοζαλισμένος.

Ό Κάου — Μπόϋ Ό έπιστάτης σκύβει καί τον σηκώνει καί κάνει νά τού δώση δεύτερη γροθιά. 'Ο Τζώννυ την αποκρούει καί τού στέλνει ένα βιδωτό ντιρέκτ στο στομάχι. 'Ο έπιστάτης μουγκρίζει καί διπλώ­ νεται στά δύο· Αμαξάδες καί εργάτες έχουν κινηθή μέ τό πού αρχίζει ό καυ­ γάς. Συμπλέκονται καί αρχίζει ένα τρομερό γρονθοκόπημα. 'Ο Τζίμ Στήβενσιν μπαίνει κΓ αύτός στον καυγά. Ακόμα καί η "Άννυ. Στέκεται μέ την καραμπίνα στο χέρι καί χτυπάει όπου βλέπει κεφάλι έργάτη. Ό Μπόμπυ · σκάβει μέ τά χέ­ ρια του τό μετάλλευμα τού άμαθιοΰ του. Θέλει ν’ άνοιξη τρύπα καί νά χωθή μέσα γιά νά γλ·)~ τώση. — Θεούλη μου, γιατί μού κά νεις τέτοιες λαχτάρες!, τραυλί­ ζει τρόμοντας. Βαλτός είσαι νά μού βγάλης τή μπύρα ξυνή; Οί έργάτες είναι περισσότε­ ροι από την παρέα τού Τζώννυ Ντέλμοντ. Πολλοί έχουν μείνει δίχως αντίπαλο. 'Ένας απ’ αυ­ τούς βλέπει τον Μπόμπυ νά σκα λίζη τό μετάλλευμα πάνω στ’ ά­ μάξι του καί όρμάει πάνω του· Τον αρπάζει, τον κατεβάζει κά­ τω καί αγνοώντας τά άγρια ξε­ φωνητά του, τού δίνει μιά τοομερή γοοθιά στο πρόσωπο. 'Ο Μπόμπυ απογειώνεται κυ­ ριολεκτικά, πετάει στον αέρα σκάζει χάμω σάν καρπούζι. 'Ο εργάτης πιστεύει ότι έχει ξεμ­ πλέξει μιεχζί του,^ αλλά πέφτει έ­ ξω γιατί τό επόμενο δευτερόλε­ πτο ό Μπόμπυ πετάγεται όρ­ θιος^ χωρίς νά^ χασομερήση αστράφτοντας ολόκληρος από τον θυμό πού τού εχει φέρει τό χτύ πημα στο κεφάλι. — "Αν δέν έχεις κάνει διαθή­ κη, τρέξε νά την κάνης κακομοί­ ρη μου!, τού φωνάζει καί όρ­ μάει καταπάνω του.


η

ΦΑΜΤΑΪΜΑ 'Ο έργάτης δεν προλαβαίνει να καταλάβη τί συνέβη. Οι γρο­ θιές τού Μπόμπυ πέφτουν πάνω του σαν πέτρες. Βλέπει τον ου­ ρανό μέ τ’ άστρα. Δέν προλα­ βαίνει νά τις απόκρουση. Καί τελκκά σωριάζεται χάμω αναί­ σθητος. “Έξαλλος ό Μπόμπυ ρί­ χνεται μέσα στον σωρό καί χτυ­ πάει όπου βρή· — ’Έ, ρε δίψα πού θά μου φέρη τό ξύλο !, μουρμουρίζει κάθε τόσο. Κρίμα πού δέν έχω ειδοποιήσει τον μπάρμαν νά βγάλη καμμιά δεκαριά κιβώτια μπύρα από τό κελάρι! 'Ο Λάναχαν καί οι άνθρωποί του κυττάζουν τον καυγά δισταχτικοί. Βλέπουν δτι ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί ή παρέα του υ­ στερούν. 'Ο Λάναχαν διστάζει λίγο ακόμα καί μετά δίνει τό σύνθημα. Οι άνθρωποί του ρί­ χνονται πάνω στούς έργάτες, κατευχαριστημένοι πού θά δεί­ ρουν ανθρώπους τού Λίνχαμ. 'Ο καυγάς λήγει μέ νίκη του Ντέλμοντ καί των άλλων. "Ολοι οι εργάτες μαζί καί ό μεγαλό­ σωμος επιστάτης, έχουν βγή έ­ κτος μάχης, αφού πήραν ένα γερό μάθημα. 'Ο Ντέλμοντ συγ­ χαίρει τον Λάναχαν γιά την έπέμβασί του. — Δέ μπορούσα νά βαστη­ χτώ άλλο, λέει ό Λάναχαν συγγκινημένος. Τό δικό σας θάρρος μέ ξεσήκωσε· Καί τώρα σάς τό δηλώνων. Είμαι μαζί^ σας έναντίον τού Λίνχαμ. Θά πάψω νά πληρώνω τον φόρο τού θανάτου. Γεμάτοι χαρά, όλοι ρίχνονται στο ξεφόρτωμα των άμ αξιών. Προτού πέση ή νύχτα έχουν τε­ λειώσει. Γυρίζουν στο κέντρο τής πόλης καί μπαίνουν στο μπάρ γιά νά γιορτάσουν. 'Η μπύρα καί τό ουίσκυ τρέχουν ά­ φθονα. 'Ο Μπόμπυ ζή σε όνει­ ρο! Επειδή, όταν συνέρχεται

από τον θυμό του, δέν θυμάται τίποτα απ’ ό,τι έχει κάνει, δέ μπορεί νά έξηγήση πώς τούς έπιασε όλους τόση ορεξι γιά πο­ τό, έτσι ξαφνικά: — Μπά, στ’ όνειρό μου τά βλέπω όλα αυτά! μουρμουρίζει ανάμεσα σέ γουλιές από τή μπύ ρα του. Δέν μπορεί νά είναι άλή θεία. Πάντως, αλήθεια ή ψέμα­ τα, άσε νά πιώ όσο μπορώ εγώ. Τις βρίσκεις κάθε μέρα τέτοιες ευκαιρίες; Καί δόστου κατεβάζει τό ένα ποτήρι μετά τό άλλο!

Ό φόνος _Π Ο ΓΛΕΝΤΙ φουντώνει, όσο I προχωράει ή νύχτα. “Έχον­ τας χάσει ολο τους τον φόβο οί άνθρωποι τού Στήβενσον καί τού Λάναχαν καί μετά από την μεγάλη τους επιτυχία, πίνουν καί τραγουδούν λες καί έζησαν τό μεγαλύτερο γεγονός τού κό­ σμου· 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ πίνει καί τραγουδάει μαζί τους, -έρει ότι ακόμα τά πράγματα δέν έχουν έρθει έκεΐ πού πρέπει, αλλά τό γεγονός ότι ό Λάναχαν αποφά­ σισε νά ταχθή μέ τό μέρος τους, είναι μεγάλο πράγμα. Εκείνο πού τον φοβίζει, είναι ό άντίδρασι τού Λίνχαμ. Δέν μπορεί νά καθήση μέ σταυρωμέ­ να χέρια. Πάντως, δέν θά μπό­ ρεση νά χτυπήση ανοιχτά. Κάτι


12 ύπουλο θά έτοιμάση και πρέπει να έχουν τό νου τους όλοι, για νά τό προλάβουν. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα δέν πέφτει έξω. 'Ο Αίνχαμ έχει ε­ τοιμάσει κΓ δλας την άντίδρασί του. Οι τρεις έμπιστοί του, ο Μπάκ, ό Μέλ και ό Τζίγκ, έ­ χοντας πάρει τις οδηγίες τους, φεύγουν για τη μεγάλη μάντρα οπού φυλάγονται οι καρότσες όλων των εταιριών. Μόλις φτάνουν εκεί, ανάβουν τά κομμάτια τού δαδιού που έ­ χουν πάρει^ μαζί τους και έτοιμάζονται νά τά πετάξουν στ’ α­ μάξια που έχουν την επιγραφή του Λάνσχαν καί του Στήβενσον. Μά δέν προλαβαίνουν νά ρίξουν περισσότερα από δυο· 'Ο φύλακας της μάντρας ξυ­ πνάει, τους αντιλαμβάνεται καί βάζει τις φωνές: ,— 'Έ, σεις, τί κάνετε εκεί χάμω! Σταματήστε γιατί άλ­ λο ιώς πυροβολώ! "Έχει πεταχτή έξω από τό μι­ κρό σπιτάκι του μέ την καραμπίνα στο χέρι. Μά δέν προλα­ βαίνει νά την χρησιμοποίηση. Ό Μπάκ, που είναι ό πιο σ&λη ροτράχηλος τής παρέας, γυρί­ ζει καί τον πυροβολεί μέ τό έξάσφαιρό του. 'Ο φύλακας α­ φήνει την καραμπίνα του καί σωριάζεται χάμω. — Πάμε νά φύγουμε γρήγο­ ρα!, λέει ό Μπάκ στους συντρό­ φους του. Θ’ ακούσουν τους πυ­ ροβολισμούς οί άλλοι καί 6ά έρ­ θουν τρέχοντας. Κι* έχει δίκιο. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ πού έχει τον νου του περισσότερο από τούς άλλους, Φοβούμενος άνταπόδοσι από τον Αίνχαμ, ακούει τούς πυροβολι­ σμούς πρώτος καί πετάγεται έ­ ξω από τό μπάρ. Βλέπει φωτιά στη μάντρα μέ τ αμαξια καί τό μυαλό του Τϊάξΐ αμέσως ςττό κςχκό.

Ό Κάου - Μπόϋ — "Εβαλαν φωτιά στ’ αμά­ ξια!, φωνάζει· ’Έξω όλοι! Ποτήρια πέφτουν } χάμω καί σπάζουν, τραπέζια αναποδογυ­ ρίζονται καθώς οί αγωγιάτες τά παρατούν όλα καί τρέχουν έξω, ξεσηκωμένοι από τις φω­ νές του Τζώννυ Ντέλμοντ. Ακο­ λουθώντας τον Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα φτάνουν στην μάντρα. Μόνο ό Μπόμπυ δέν έχει συγκινηθή άπό τις φωνές τού Τζών­ νυ Ντέλμοντ. Βλέποντας τούς αγωγιάτες καί τούς άλλους νά εγκαταλείπουν τό μπάρ τρέχον­ τας, κυττάζει τις μισοπιωμένες μπύρες καί τό βλέμμα του γε­ μίζει πονηριά. 'Αρπάζει έναν μεγάλο κουβά πού είναι δίπλα στο μπάρ, καί περνώντας άπό τραπέζι σέ τραπέζι, αδειάζει τίς μισοπιωμένες μπύρες εκεί μέσα. — Τώρα 8ά δής γλέντι ποΰ θά γίνη!, μουρμουρίζει. Στο μεταξύ, οί άλλοι φτάνουν στην μάντρα. 'Ο Τζώννυ βλέπει δύο άπό τά αμάξια νά καίγον­ ται τοΰ καλού καιρού. Δίνει μια κοφτή προσταγή καί μερικοί α­ γωγιάτες σπεύδουν νά φέρουν νερό για νά τά σβήσουν. 'Ο Τζώννυ τρέχει προς τό σπιτάκι τού φύλακα. Στην ανταύγεια τής φωτιάς, τον έχει δή ξαπλωμένον κάτω καί τρέχει νά δή τί τού συμβαί­ νει. Τον γυρίζει ανάποδα καί βλέπει δυο τρύπες άπό σφαίρες στο στήθος του. Τό αίμα τρέχει ποτάμι, άλλα είναι ακόμα ζων­ τανός. — Ποιος έβαλε φωτιά στ' α­ μάξια, φίλε; τον ρωτάει μαλακα ό Τζώννυ Ντέλμοντ. ^— 'Ο... ό Μπάκ Αή... ό Μέλ Φίντς καί ό Τζίγκ·.. Τζίγκ... 'Ο φύλακας δέν προλαβαίνει νά πή άλλα. "Ένα κύμα αίμα­ τος βγαίνει άπό τό στόμα του. Το κεφάλι τρ«γ γέρνει στρ πλάϊ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

13

ατονα. Είναι νεκρός. Ό Τζώννυ Ντέλμοντ τον αφήνει απαλά στο χώμα και γυρίζει στους άλλους πού στέκονται γύρω του σαν α­ γάλματα. — Τούς ξέρετε αυτούς τούς τρεις; ρωτάει. — Ναί, άπαντάει ό Τζίμ Στή βενσον. Είναι συνεργάτες του Λίνχαμ. Μπορούμε νά ορκιστού­ με γι5 αυτό. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ σφίγγει τά σαγόνια του. 'Ο θυμός τον περονιάζει μέχρι τό κόκκαλο. Τον κάνει νά υποφέρη. Δεν μπο­ ρεί ν’ άντέξη άλλο τις ατιμίες τού Ανίχαμ. Οί άνθρωποί του δέν δίστασαν νά σκοτώσουν έ­ ναν άθώο, μόνο καί μόνο επειδή τούς είδε νά βάζουν φωτιά στά αμάξια. Μά ό Θεός τούς τιμώ­ ρησε. 'Ο φύλακας έζησε αρκε­ τά καί πρόλαβε νά δώση τά ο­ νόματα τους. 'Ο Τζώννυ Ντέλ­ μοντ πρέπει νά τό έκμεταλλευτή αυτό. Δίχως νά πή κουβέντα σέ κανέναν, φεύγει τρέχοντας από τή μάντρα, αφήνοντας τούς άλλους σαστισμένους. Τρέχει κατά μή­ κος του κεντρικού δρόμου καί πλησιάζει τό γραφείο τού Λίνχσμ\ , , Τό κτίριο είναι γωνιακό· 'Ένα από τά παράθυρα πού βλέ­ πουν στο σοκάκι πού είναι κά­ θετο πάνω στον κεντρικό δρόμο, έχει φως. Σίγουρα ό Λίνχαμ ή κάποιος άλλος είναι μέσα. 'Ο Τζώννυ βγάζει τό έξάσφαι ρό του καί πλησιάζει. Ακούει φωνές όταν πάει πολύ κοντά, άλ λά 6έ μπορεί νά καθαρίση λό­ για. Κάνει τον γύρο τού κτιρίου καί φτάνει στην πίσω πόρτα. Είναι ξεκλείδωτη. Την ανοίγει καί προχωρεί σ’ έναν σκοτεινό διάδρομο. 'Η πόρ τα τού φωτισμένου δωματίου, είναι ανοιχτή. Τώρα οί Φωνές

τ£ιν άνθρώποον

η-ού φςη μέςτςχ

σ’ αυτό τό δωμάτιο, φτάνουν καθαρά στ’ αυτιά του. Ξεχωρί­ ζει την φοινή τού Λίνχαμ νά λέη: — ’Επειδή μπορεί νά σάς εί­ δε κανένας άλλος, ή νά έζησε ό φύλακας καί νά είπε ποιοι εΥσαστε, πρέπει νά φύγετε για λίγον καιρό από την πόλι. -— Εντάξει αφεντικό, λέει μιά άλλη φωνή. Θά φύγουμε τώ­ ρα κι5 άλας! — Δέν θά πάτε πουθενά!

Ή μεγάλη σύγκρουσι |.| ΦΩΝΗ ο:ύτή έχει έρθει από ® * τό κατώφλι τής πόρτας· Οί άνθρωποι πού είναι μέσα στο δωμάτιο στριφογυρίζουν ξαφνια σμένοι καί βλέπουν τον Τζώννυ Ντέλμοντ νά στέκεται στο άνοιγμάτης^ καί νά τούς σημαδεύη μέ τό έξάσφαιρό του. 'Ο Τζώννυ μέ τή σειρά του βλέπει τον Λίνχαμ καθισμένον πίσω από τό γραφείο του. Μπρσ στα στο γραφείο του στέκονται τρεις κακοπρόσωποι τύποι. Σί­ γουρα είναι οί άνθρωποι πού α­ ποπειραθηκαν νά βάλουν φωτιά στά αμάξια καί σκότωσαν τον φύλακα. Μά δέν είναι αυτοί οί μόνοι παράντες. Κάπου μιά ντουζίνα σκληροπρόσωποι άνθρωποι είναι ρ-κρρτπσμένρ! οέ διάφορα σψ


14 μεΐα του δωματίου, φαίνεται οτι ό Λίνχαμ τους είχε μαζέψει για νά κάνη συμβούλιο και να πάρη αποφάσεις, υστέρα δοτό την τε­ λευταία αποτυχία του σχεδίου του. ^ —- Μην κουνηθη κανένας από τή θεσι του, προστάζει ό Τζώννυ κα^ί κάνει τρία βήματα μέσα στο δωμάτιο. Τό παιχνίδι σου τελείωσε Αίνχο:'μ. 'Ο φύλακας έ'ζησε αρκετά για νά μάς δώση τα ονόματα των μπράβων σου. Τά ακόυσαν πολλοί άνθρωποι καί θά τά έπαναλάβουν στο δι­ καστήριο. Θά·.. Δεν έχει προλάβει νά τελείω­ ση τή φράσι του, όταν ένα χέρι κατεβαίνει μέ ορμή πάνω στον ώπλισμένο δικό του καί του πετάει τό πιστόλι από τά δάχτυ­ λα. 'Ο Τζώννυ σαστίζει. Μετά, όμως, καταλαβαίνει. "Ενας άλλος από τους ανθρώ­ πους του Λίνχαμ, είναι ακριβώς πίσω από τό θυρόφυλλο. 'Ο Τζώννυ δεν τον είδε μπαίνοντας. Ό άνθρωπος αυτός φύλαξε τήν ευκαιρία. Καί τώρα ό Τζώννυ Ντέλμοντ στέκεται άοπλος απέ­ ναντι στους αντιπάλους του. Δέκα τουλάχιστον έξάσφαιρα έ­ χουν βγή από θήκες καί έχουν στραφή εναντίον του· —- Καλή δουλειά, Σλίμ, λέει ό Λίνχαμ γεμάτος θρίαμβο καί σηκώνεται από τό γραφείο του. Πλησιάζει τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί στέκεται μπρο­ στά του. Τό πρόσωπό του γεμί­ ζει ειρωνεία. —=- "Εχει πολύ μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό σου, Τζώννυ Ντέλ μαντ, λέει. Πίστεψες ότι θά μπορούσες νά τά βάλης μόνος σου έναντίσν όλων μας. "Η μή­ πως δέν περίμενες νά μάς βρής μαζεμένους έδώ πέρα, τόσους πολλούς; 'Ο Τζώννυ δέν απαντάει. Κα­ ταλαβαίνει ότι φέρθηκε απερί­

Ο ί£άου — Μπόϋ σκεπτα πού ήρθε μόνος του, άλ­ λα πάλι δικαιολογεί τον έαυτό του. Λέν ήταν βέβαιος ότι θά ευρισκε τον Λίνχαμ καί τήν πα­ ρέα του έδώ. -— Δέν έχει σημασία, λέει ό Λίνχαμ. Εκείνο πού έχει σημα­ σία είναι ότι έξώφλησες, Τζών­ νυ Ντέλμοντ. Θά μπορούσα νά σέ σκοτώσω μέ τά ίδια μου τά χέρια έδώ μέσα, άλλα δέν τό κάνω. Μπορεί ν’ ακούσουν τον πυροβολισμό οί άλλοι καί νά έ­ χω φασαρίες μαζί τους· Θά κά­ νω κάτι καλύτερο. Θά σέ παρα­ δώσω στά παιδιά κΤ αυτοί θά σέ πάνε έξω από τήν πόλι καί θά σέ σκοτώσουν μέ ό,τι τρόπο τους αρέσει... Έκτος άν έχης ε­ σύ καμμιά προτίμησι. 'Ο Τζώννυ νοιώθει ένα παγω­ μένο χέρι νά σφίγγεται γύρω α­ πό τήν καρδιά του. Τά πράγμα­ τα είναι σοβαρά. Βρίσκεται στην απόλυτη διάθεσι των κακο­ ποιών καί κανένας δέν τό ξέρει. Σκαλίζει τό μυαλό του, άλλα δέ μπορεί νά βρή τρόπο ν’ άποφύγη αύτό πού τον περιμένει — Πάρτε τον καί πηγαίνετε, παιδιά, προστάζει ό Λίνχαμ. ~ε ρετε τί θά κάνετε. Μόλις ξεμ­ περδέψετε μαζί του, γυρίστε νά κάνουμε καινούργιο σχέδιο· Τά πρόσωπα των κακοποιών γεμίζουν διαβολική ευχαρίστησι. Κάποιος λέει στον Τζώννυ νά γυρίση. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα υπακούει. 'Η κάννη ένός έξασφαίρου κολλάει στην πλάτη του. —Προχώρει καί, άν θές νά πεθάνης μια ώρα γρηγορώτερα, κάνε καμμιά τρέλλα!, τού λέει κοροϊδευτικά μια φωνή. 'Ο Τζώννυ αρχίζει νά^ προχωράη. Τά βήματά του είναι βαρειά. "Οσο βαρεία εΐναι καί ή καρδιά του. Καταλαβαίνει ότι έχει φτάσει τό τέλος του. Εΐναι άβύνατον, μέ τόσους κακούργους


ΦΑΝΤΑΣΜΑ γύρω του, νά μπόρεση νά ειδο­ ποίηση τούς φίλους του· Μά και νά τούς ειδοποίηση, θά έχουν τό θάρρος νά τά βάλουν μ’ δλο αυτό τό σκυλολόι; Αυτές τις σκέψεις κάνει κα­ θώς τον οδηγούν μέσα από τον σκοτεινό διάδρομο στην πίσω πόρτα και από κεΐ στο στενο­ σόκακο προς τον κεντρικό δρόμ°· , — Κάναμε βλακεία πού αφή­ σαμε τ’ άλογα στον σταΰλο!, λέει ένας από τούς κακοποιούς. — "Αν τ’ αφήναμε μπροστά θά καταλάβαιναν δλοι δτι είμα­ στε μέσα στοΰ Λίνχαμ! απαντάει κάποιος άλλος. Και κάτι τέτοια δεν αρέσουν στ’ αφεντικό. — Πήγαινε νά τά φέρης τώ­ ρα ! — Θά πάμε όλοι μο^ζί. Βά­ λτε τον Ντέλμοντ στη μέση γιά νά μην τό δη κανένας. Καθώς γίνεται αυτή ή συζήτησι, οί κακοποιοί και ό Τζώννυ Ντέλμοντ έχουν βγή στον κεν τρικό δρόμο^ Καί ξαφνικά, οί άνθρωποι του Λίνχαμ, παγώνουν στη θέσι τους. Μετά, βλαστή­ μιες βγαίνουν από τό στόμα τους. 'Ο Τζώννυ νοιώθει την καρδιά του νά χτυπάη μέσα στο στήθος του. Άπό τό βάθος του δρόμου έχουν φανή ή ’Άννυ, ό Τζίμ Στή βενσον, ό Αάναχαν καί δλο τους τό προσωπικό· Βαστούν αναμ­ μένες δάδες καί προχωρούν με αποφασισμένες εκφράσεις στά πρόσωπά τους. Μόλις βλέπουν τούς ανθρώπους τού Λίνχαμ κον τοστέκονται. — Γρήγορα πίσω στο στενό! ψιθυρίζει ένας άπό τούς κακο­ ποιούς. Δύο απ’ αυτούς κάνουν ν’ αρ­ πάξουν τον Τζοοννυ καί νά τόν τραβήξουν μέσα στο σοκάκι. Ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα καταλαβαίνει, πώς άν δεν κάνη

15 τώρα κάτι, είναι δλα χαμένα. Οί κακοποιοί θά τό σκάσουν, παίρνοντας κι’ αυτόν μαζί τους καί κανένας δεν θά μπορέση πο­ τέ νά βλάψη τόν Λίνχαμ. ΓΓ αυτό, παίρνει την άπόφασί του, βάζοντας σέ κίνδυνο τη ζωή του. — ’Άννυ, ^ τρέξτε γρήγορα!, φωνάζει μέ δλη του τή δύναμι. Με κρατούν οί μπράβοι τού Λ νχαμ! Καθώς μιλάει δίνει μιά καί άπαλάσσεται άπό τά χέρια των κακοποιών. Προτού τούς δώση την ευκαιρία νά συνέρθουν άπό την έκπληξί τους, πετάγεται έ­ ξω από τό σοκάκι, στρίβει άριστερά, σκαρφαλώνει στο ξύλινο πεζοδρόμιο καί αρχίζει νά τρένη μέ δλη την δύναμι των πο­ διών του· Βλαστημώντας δύο κακοποιοί τραβούν τά εξάσφαιρά τους, προβάλλουν άπό τό στόμιο τού σοκακιού καί έτοιμάζονται νά ρίξουν. 'Ο Τζώννυ διαισθάνεται τόν κίνδυνο καί ξαφνικά δίνει μιά βουτιά καί βρίσκεται κάτω άπό τό ξύλινο πεζοδρόμιο. Οί σφαίρες τών κακοποιών άστοχούν. Ή ’Άννυ καί οί άλλοι κατα­ λαβαίνουν δτι ό Τζώννυ βρίσκε­ ται σέ κίνδυνο καί άρχίζουν νά ρίχνουν εναντίον τών κακοποιών, πού έχουν λουμώσει μέσα στο στενοσόκακο. Άπό τή μιά στι­ γμή στήν άλλη, αρχίζει υιά σκληρή μάχη. 'Ο Τζώννυ βρίσκει τήν ευκαι­ ρία νά πλησιάση τούς φίλους του. Μέ λίγα λόγια τούς λέει τί έχει συμβή καί, αφού δανεί­ ζεται ενα πιστόλι άπό κάποιοναναλαμβάνει τήν έπιχείρησι. Χωρίζει τούς άντρες του στα δύο καί στέλνει, τούς μισούς νά κάνουν κύκλο καί νά βρεθούν στο πίσω μέρος τού κτιρίου, δπου έχει τό γραφείο του ό Λίνχαμ,


•Ό Κάου - Μπδϋ Ανάμεσα σέ δύο πυρά οί κα­ κοποιοί τά έχουν χαμένα. Οι σφαίρες των ανθρώπων του Ντέλ μοντ τούς άποδεκατίζουν· Τό η­ θικό τους κλονίζεται. 'Ο Λίνχαμ πού τούς παρακολουθεί από την μισάνοιχτη πόρτα τού γραφείου του, καταλαβαίνει ότι χάνει τό παιχνίδι καί αρχίζει νά τούς τάζη μεγάλα ποσά, για νά τούς δώση κουράγιο. Μά ό φόβος δεν αγοράζεται μέ τό χρήμα. Οι κακοποιοί αρχίζουν νά πε τουν τά πιστόλια τους ένας ένας καί νά ζητουν έλεος. Οί πυρο­ βολισμοί σταματούν σ5 ένα πρόσταγμα του Τζώννυ. Οί άν­ θρωποι του Στήβενσον καί του Λάναχαν αρπάζουν έναν - έναν τούς κακοποιούς καί τούς βά­ ζουν στη σειρά, στη μέση του 'ς-οόμου. Ό Λίνχαμ βρίσκει ευκαιρία νά ξεγλυστρήση από την πόρτα του. Οί τσέπες του είναι γεμά­ τες χαρτιά καί χαρτονομίσματα. Καταλαβαίνει δτι ή βασιλεία του εχει λήξει σέ τούτη την πά­ λι. Θά φύγη μακρυά γιά νά γλυτώση καί μετά θά σκεφτή που θά έγκατασταθή· ένα άγρυπνο μάτι τον βλέπει νά γλυστράη σάν φίδι μέσα στο μισοσκόταδο. 'Ο Τζών νη Ντέλμο'π πού περιμένει κά­ τι τέτοιο τον βλέπει νά προχωράη προς τό κτίριο του σταύλου. Τον πλησιάζει αθόρυβα. -— Ψηλά τά χέρια, Λίνχαμ!, του φωνάζει. Μην πιστεύης ότι θά γλυτώσης εσύ! Μιά φριχτή βλαστήμια ξεφεύ­ γει άπό τό στόμα τού{ άρχικα­ κοποιού. Καί ξαφνικά, ό Τζώννυ τον βλέπει νά ^ στριψογυρίζη. Κινούμενος άπό^ ένστικτο, πη­ δάει στο πλάι. Τό μικρό πιστό­ λι πού έχει βγάλει άπό τό μα­ νίκι του ό Λίνχαμ βροντάει και άστράφτει δύο φορές, άλλα οί

σφαίρες του άσταχούν γιατί

ό

οτόχος εχει αλλάξει θέσι. Οί σφαίρες του Τζώννυ δεν αστοχούν Χώνονται μέ μικρούς γδούπους στο στήθος του Λίν­ χαμ καί κάνουν τον άρχικακοποιό νά οωριαο-τή χάμω, δίχως νά βγάλη άχνα άπό τό στόμα του. Ό Τζώννυ τον πλησιάζει καί, αφού βεβαιώνεται ότι είναι νεκρός, τότε θηκαρώνει τό πι­ στόλι του· Νοιώθοντας μιά παράξενη ευχαρίστησι, γυρίζει κοντά στους φίλους του. Οί κακοποιοί έχουν άψοπλιστή τελείως τώρα καί εί­ ναι έτοιμοι γιά την φυλακή. Τη δουλειά αυτή την αναλαμβάνει ό Στήβενσον καί ό Λάναχαν μέ τούς ανθρώπους τους.^ — Έσύ μπορείς νά ξεκουραστής όσο θέλεις, Τζώννυ!, λέει ό Τζίμ χαρούμενος. νΑσε νά κά­ νουμε κΓ έμεΐς λίγη δουλειά. Τόσον καιρό καθόμαστε μέ σταυ ρωμένα τά χέρια κι’ αφήναμε τον Λίνχαμ νά κάνη^ δ,τι θέλει. Μέ σπρωξιές καί κλωτσιές, οδηγούν τούς κακοποιούς στη ςΐυλακή. "Οταν γυρίση ό σερί­ φης άπό τό μάζεμα των φόρων, θά μείνη κατάπληκτος πού θά την βρή γεμάτη. , 'Η ’Άννυ πλησιάζει τον Τίωννυ ανήσυχη. — Μήπως είδες τον Μπόμπυ; τον ρωτάει· — "Οχι. Αλήθεια δεν τον εί­ δα καθόλου. Λές νά έπαθε τί­ ποτα; Οί δύο νεαροί γεμίζουν στε­ νοχώρια. Σάν παλαβοί αρχίζουν νά ψάχουν ανάμεσα στά πτώμα­ τα των κακοποιών. Ψάχνουν δλον τον δρόμο καί δλα τά στε­ νά, άλλα δεν βρίσκουν πουθενά τον Μπόμπυ. Ή ανησυχία το»1** μεγαλώνει. Ξαφνικά, μιά σκέψι περνάει ά­ πό τό μυαλό τού Τζώννυ. Δέ θυ μάται νά είδε τόν^ Μπόμπυ στή

μάντρα, Ούτε μετά,


— ’Έλα μαζί μου!, λέει στην ’Άννυ και τρέχει προς τό μπαρ. Μόλις μπαίνουν μέσα τα δύο παιδιά, ησυχάζουν καί ταυτό­ χρονα, τούς έρχονται ασυγκρά­ τητα γέλια. Γιατί, τό θέαμα πού άντικρυζουν είναι πραγμα­ τικά κωμικό· 'Ο Μπόμπυ είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα, μέ τη ράχη_ακουμ­ πισμένη στον πάγκο τού μπαρ καί κοιμάται τού καλού καιρού, κρατώντας στην αγκαλιά του έναν άδειο κουβά! * ★ ★ "Οταν γυρίζη από την περιο­ δεία των φόρων ό σερίφης τού Κάκτους Μπράς καί πληροφορεί ται τί έχει συμβή, δέν μπορεί νά πιστέψη τ’ αυτιά του. Καί όταν βλέπη τα δυο κελλιά τής φυλακής του άσφυχτικά γεμάτα, δέ μπορεί νά πιστέψη τά μάτια του. Αλλά είναι αλήθεια. 'Ο Λίνχαμ καί ή συμμορία του έχουν πάψει νά βασιλεύουν στο Κά­ κτους Μπράς κΓ αυτό, χάρις στο θάρρος καί την γενναιότη­ τα τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί των συντρόφων του. Καλύ­ τερες μέρες περιμένουν την πόλι τους. ΟΙ κάτοικοι τού Κάκτους Μπράς κάνουν ολόκληρη φασα­ ρία, όταν ύστερα από μερικές η­ μέρες, ό Τζώννυ Ντέλμοντ ανα­ κοινώνει την άπόφασί του νά φύ γη. 'Ο Μπόμπυ, πού έχει στενοχωρηθή περισσότερο απ’ όλους, παροτρύνει τον κόσμο νά μεταπείσουν τον Τζώννυ. — Νά χαρήτε τά μάτια σας, πέστε του νά μείνουμε λίγο α­ κόμα!, τούς λέει. Βρέστε μιά δι­ καιολογία. Πέστε του ότι φοβό­ σαστε μπάς καί -..βρυκολακιάση ό μακαρίτης ό Αίνχαμ καί σάς κάνει τή ζωή μαρτύριο, ότι φο­ βόσαστε τόν.... ίσκιο σας... κά-

V τέλος πάντων!

Μά δέ γίνεται τίποτα. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ, καθώς καί ή Άννυ, θέλουν νά φύγουν για και νούργια μέρη, έχουν επιθυμήσει την ελευθερία καί τόν καθαρό αέρα των απέραντων λειβαδ^" τού Φάρ Ουέστ. ΚΓ έτσι ένα πρωί, έγκαταλεί πουν τό Κάκτους Μπράς σέρ­ νοντας κυριολεκτικά τόν Μπαιιπυ πίσω τους. — ’Άκαρδοι!, μουρμουρίζει εκείνος παραπονιάρικα. Μπάς καί δήτε κανόναν άνθρωπο νά ευχαριστηδή ! Πάτε νά τόν πεθά νετε από τή 8ίψα.·. Μά έννοια σας! 'Απλώνει τό χέρι του καί χα­ ϊδεύει τούς σάκκους τής σέλλας του. Υπάρχουν εκεί μέσα αρκε­ τές κονσέρβες για νά πέραση μερικές μέρες, κάνοντας καί τή σχετική οικονομία. Οί μέρες περνούν αργά. ΟΙ τρεις φίλοι καλπάζουν από πόλι σέ πόλι κΓ από λειβάδι σέ λειβάδι έτοιμοι — έκτος από τόν Μπόμπυ — νά τύχη κάτι νά έπέμβουν ο'έ περίπτωσι πού θά τύχη κάτι στον δρόμο τους. ’Έχουν περάσει κάπου δέκα μέρες καί ξαφνικά, ό καιρός χα­ λάει. Οί ηλιόλουστες ημέρες ε­ ξαφανίζονται καί τή θέσι τους παίρνουν άλλες βροχερές γεμά­ τες αστραπές καί κεραυνούς. 'Ο Μπόμπυ κοντεύει νά γίνη καρδιακός. Κάθε φορά πού πέ­ φτει κεραυνός, πετάγεται μέχρι τόν ουρανό στριγγλίζοντας. — Κακοποιοί!, ουρλιάζει. Πέ σαμε σέ παγίδα! Στα όπλα! Πολλές φορές αναγκάζονται νά ψάξουν για καταφύγιο, μή μπορώντας νά προχωρήσουν μέ­ σα στην τρομερή θύελλα· Τό ί­ διο κάνουν καί ένα απόγευμα, που χαλάει ό Θεός τόν κόσμο από βροχή, βροντές καί αστρα­ πές.

Χώνονται μέσα σ* ένα δάσος


18

Ό Κάου

για νά βρουν κατάλυμα. Δεν έ­ χουν προχωρήσει πολύ ανάμεσα στα δέντρα, δτοτν ξαφνικά άκουνε μια παράξενη, διαπεραστική φωνή νά βογγάη και νά λέη: — Σάντα Μαρία! Τί κατα­ στροφή ήταν αυτή. Θεούλη μου! Γκαριμπάλντι, μου φαίνεται δτι την εχουμε πολύ άσχημα. "Αν δεν βρεθή κανένας νά μάς βοηθήση, πάει, θά πεθάνουμε και οι δύο.

Μπόϋ

Ή φωνή αυτή εχει μεξικάνικη προφορά καί είναι πολύ α­ στεία. Αλλά οί κουβέντες πού προφέρει, δεν είναι καθόλου α­ στείες. Οί τρεις φίλοι άλληλοκυττάζσνται παραξενεμένοι καί μετά καλπάζουν γοργά προς τό μέρος της. Είναι περίεργοι καί οί τρεις νά δουν τί συμβαίνει. ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΙ

*7

Μιά διαλεχτή αυτοτελής περιπέτεια σάς περιμένει στο τεύχος

15, πού κυκλοφορεί τήν έρχόμενη Τετάρτη.

* 4

ΤΟΑΙΝΙΓΜΑ ΙΟΥΜΠΑ ΪΟΝΧΙΛ Ενα τεύχος γεμάτο μυστήριο καί δράσι!

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ* ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 14, Τιμή 1.50 δραχ. Γεν, Εκδοτικοί Επιχειρήσεις Ο.Ε. - Λέκκα 22 Άθήναι (125)



Οί Ασσοι του Ποδοσφαίρου


ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ

|*1|#ΙΜ§Ια1 ΙΐΜΜ®



Ό ΓΊαακουάλε

ρότσα. Πάνω της έχει πέσει έ­ να όλόιχληρο δέντρο* "Ενας κον­ ΙΑ ΦΩΝΗ μέ παράξενη προ­ τόχοντρος άνθρωπάκος στέκεται φορά έρχεται από ένα μικρό δίπλα στην καρότσα καί τρα­ δάσος αριστερά. Ό Τζώννυβάει τά μαλλιά του. Νιτέ'λμοντ και οί δύο σύντροφοί — Σάντα Μαρία! ξαναλέει. του (καλπάζουν προς τά εκεί, Τι 0ά κάνω τώρα. "Αν 6έν βρεγια νά άνακαλύψουν τόν κάτοχό θή κανένας νά μέ βοηβηση είμαι χαΐμένος. Κάνε κουράγιο, ΓΊκατης. λ ρι μπάλντι! Χώνονται μέσα στο δάσος Ό Γκαριμπάλντι θά πρέπει και φτάνουν στην άκρη ενός ξένά είναι τό μεγαλόσωμο μουλά­ φωτου. Έκεΐ σταματούν και ρι που έχει πλακωθή τό μισό α­ κραυγές έκπλήξεως βγαίνουν α­ πό τά στόματά του<£. Κάπου δέ­ πό την αναποδογυρισμένη άμα­ ξα καί βογγάει πονεμένα. 'Ο κα μέτρα πιο πέρα βλέπουν κοντόχοντρος άνθρωπος πού θά μιά μισοαναποδογυρϋσμένη κα-

Μ


!0 Κάου πρέπει να είναι Ιταλός, αν κρί νη κανένας οστό την προφορά του δοκιμάζει μια δυο φορές νά σηκώση την καρότσα καί νά έλευθερώση τό ζώο, άλλα στέκε­ ται αδύνατον. — Κουράγιο, άνθρωπε! τοΰ φωνάζει ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Θά σε βοηθήσουμε εμείς! Ό Ιταλός γυρίζει και κυττάζει προς το μέρος ^ των τριών παιδιών που πλησιάζουν μέ τ’ άλογά τους. Τά μάτια του γουρ­ λώνουν και τό πρόσωπό του παίρνει μιά έκφρσσι γεμάτη δυσπιστία. Τοΰ είναι αδύνατο νά πιστέψη ότι ή Σάντα Μαρία έχει ακούσει την παράκλησί του. — 'Ο Θεός νά σάς έχη καλά παιδιά μου ! φωνάζει γεμάτος χαρά. Εΐχα άπελπιστη πιά ότι δεν θά βρισκόταν κανένας νά μέ βοηθήση. "Ενας κεραυνός γκρέ­ μισε αυτό τό δέντρο, πού βλέπε­ τε, και τό δέντρο έπεσε πάνω στο αμάξι μου καί τοΰ έκανε αυ τη την ζημιά. Λέ μέ νοιάζει τό­ σο γιά την άμαξα, όσο γιά τον Γκοριμπάλντι μου. Είναι ό κα­ λύτερος φίλος πού έχω. Ό Ιταλός μιλάει μ’ έναν πο­ λύ αστείο τρόπο. Γελώντας τά τρία παιδιά πηδούν από τ’ ά­ λογά τους καί μέ τη βοήθειά του καταφέρνουν νά τραβήξουν τό πεσμένο δέντρο από την καρότσα. Μετά βοηθούν τό μουλά­ ρι νά σηκωθή καί λύνουν τά λου ριά πού τό δένουν στην καρότσα. Τό ζώο χλιμιντρίζει ανα­ κουφισμένο καί κάνει πιό πέρα, λές καί φοβάται μήπως ξαναπάθη τά ίδια. Ό Ιταλός σφίγγει τά χέρια τών παιδιών* — Δεν ξέρω πώς νά σάς ευ­ χαριστήσω, λέει. Μέ λένε Η α­ σκόύαλε καί αυτή εδώ η περιοχή είναι κτήμα μου. Δέν^ πρόλαβα νά έρθω όμως καί μου τά Ικ©«

νε μούσκεμα αυτός ό κεραυνός... Πώς θά σηκώσουμε τό αμάξι τώρα; 'Ο Τζώννυ ρίχνει μιά ματιά στον ουρανό. Τά σύννεφα έχουν ■ κατέβει πολύ χαμηλά καί από στιγμή σέ στιγμή θ’ άρχίση νά πέφτη βροχή. — Δέν είμαι τής γνώμης δτι πρέπει νά σηκώσουμε τό αμάξι, λέει. Καλύτερα νά τό αναποδο­ γυρίσουμε γιά νά σκεπάσουμε τα πράγματα πού είναι χυμένα κάτω. Μόνο έτσι θά τά προφυλάξουμε από τή βροχή πού θά πέση σέ λίγο. "Οσο γιά μάς, κάπου θά βρούμε νά χωθούμε. — Έμενα μοΰ λές! γκρινιάζει ό Μπόμπυ στραβώνοντας τά μούτρα. Εδώ θά μάς φάη ή βρο χή καί τό κρύο·, Κι’ ολα αυτά γιατί είσαι ξεροκέφαλος. ’Ακσΰς νά έχη πάρει από... φόβο τις α­ νέσεις καί την καλοπέρασι... Μυ σ4ήρια πράγματα! Ό Πασκσυάλε βέν μπορεί νά καταλάβη γιατί τά λέει αυτά ό Μπόμπυ, άλλα γελάει μαζί^ μέ τούς άλλους. Μετά ό Τζώννυ τούς καθοδηγεί καί αναποδογυ­ ρίζουν τήν άμαξα πάνω από τά σκορπισμένα πράγματα τοΰ Πασκουάλε. Κυττάζει γύρω του καί τό βλέμμα του ζωηρεύει. Κάπου δέκα μέτρα από τό α­ μάξι, αρχίζουν τά βράχια τοΰ λόφου πού εΐναι πίσω από τό δάσος. Ό λόφος ανεβαίνει από τομα καί μετά σχηματίζει ένα πλάτωμα* Στην απότομη^ πλευ­ ρά του υπάρχει ένα βαθούλωμα, πού όπως δείχνει, θά μπορούσε νά τούς προφυλάξη από τήν βροχή. ^ , Χώνονται βιαστικά εκεί μέσα καί εΐναι καιρός γιατί τήν άλλη στιγμή αρχίζει νά πέφτη μιά κατακλυσμιαία βροχή. Τερά­ στιες αστραπές αύλακώνουν τον ουρανό καί ή γή^ ολόκληρη

συγκλονίζεται άπ© τούς άπταν«9-


τους κεραυνούς. Ο Μπόμπυ τουρτουρίζει οπτό φόβο. — Πάει, δεν θά βρω ποτέ μου ησυχία εγώ! τραυλίζει. "Αν δεν ακούω πιστολιές, θά πέφτουν κε ραυνοί! Νά όψεσοοι, Τζώννυ! Καί το άσχημο είναι δτι άφησα τό... τονωτικό μου στο άλογο. Φτου! Ή βροχή πέφτει άστοβμάτητα. Τά παιδιά καί ό Πασκουάλε βολεύονται όσο καλύτερα μπο­ ρούν μέσα στο βαθούλωμα τού βράχου καί τό ρίχνουν στην συζητησι. 'Ο Πασκουάλε τούς λέει ότι ξεκίνησε από την Νέα Ύόρκη μέ τη γυναίκα του τη Ρόζα, αλλά ότι την άφησε στο Κάνσας γιατί τά λεφτά δεν τούς εφτα^· ναν πιά. -— Πως έγινε καί αγόρασες κτήμα σέ μιά τόσο μακρυνή πε­ ριοχή; τον ρωτάει απορημένος ό Τζώννυ. Δεν τό άγόρασα. Μου τό χάρι­ σε τό κράτος γιατί είμαι άπορος. Μου έδωσε την περιγραφή του καί μοΰ είπε νά έρθω εδώ στο Μπάτον Χΐλ καί νά ζητήσω από συμβολαιογράφο νά μού κάνη τούς τίτλους, ορίζοντας ακριβώς τις διαστάσεις του. — Πήγες, λοιπόν; — Άπό εκεί γύριζα όταν έπε­ σε ό κεραυνός. 'Ο σενιόρ Κάρτερ που έχει τό συμβολαιογραφείο, είναι καλός άνθρωπος. Μέ εξυπη­ ρέτησε αμέσως καί μου είπε ν’ αρχίσω νά^ καλλιεργώ τό κτήμα μου, προτού μου τό πάρη κανένας άλλος. Για νά γίνη δικό μου τό κτήμα πρέπει νά ζήσω πέντε χρό­ νια σ’ αυτό. Μά εγώ έχω σκοπό νά ζήσω πολλά χρόνια μέ την Ρό­ ζα καί νά πολλά μπαμπίνος! Ή συζήτησι είναι ευχάριστη, καί τά παιδιά δεν καταλαβαί­ νουν γιά πότε τελειώνει ή βροχήΞαφνικά ό ουρανός καθαρίζει, τα σύννεφα διαλύομαι καί βγαίνε

ό ήλιος πέρα προς τη δύσι. Σέ λίγο θά πέση τό σούρουπο καί ή νύχτα. -— θά ευχαριστηθώ πολύ άν μείνετε μαζί μου απόψε, λέει δ Πασκουάλε. ’Έχω αγοράσει φρέ σκο κρέας άπό την πόλι του Μπάτον Χίλ καί ευχαρίστως θά σάς κάνω τό τραπέζι. — Έγώ θά κάνω την μαγεί­ ρισσα, προτείνει ή ’Άννυ. -—■ Κι* έγώ θά φάω πιο πολύ απ’ όλους δηλώνει ό Μπόμπυ καί τραβάει κατ’ ευθείαν γιά τό άλογό του. Βγάζει μέ τρόπο μιά κονσέρ­ βα μπυρα άπό τόν σάκκο του, την τρυπάει μέ τό μαχαίρι του καί αρχίζει νά πίνη κάνοντας κωμικούς θορύβους μέ τό λαρύγκι του. Κατευχαριστημένος γυρίζει κοντά στούς φίλομς του. Μά ή εύχαρίστησι αυτή, του βγαίνει ξυνή σέ λίγο. λ "Οταν μαγειρεύεται τό φαγητό καί στρώνεται τό πρόχειρο τραπέζι χάμω στη βρεμένη χλόη ό Τζώννυ πάει καί φέρνει τόν σάκκο του Μπόμπυ καί τόν άδειάζει χάμω, λέγοντας: —^ Καλό φαγητό, δίχως λίγη μπυρίτσα, είναι σάν νά. μην ύπάρχη! — Πολύ σωστό αυτό ! κάνει ό Πασκουάλε καί τραβάει τις μισές κονσέρβες προς τό μέρος του. — ΚΓ έγώ συμφωνώ, .λέει $ "Αννυ συγκροτώντας μέ δυσκο­ λία τα γέλια της καί παίρν@νταν τό μερίδιό της. Ό Μπόμπυ έχει άπομείνει σύ ξυλάς. Κυττάζει γιά μιά στιγμή τόν Τζώννυ γεμάτος θυμό και μετά ρίχνεται πάνω στον Πασκουάλε καί του αρπάζει- όσα κουτιά-προλαβαίνει- Γεμίζει τόν κόρφο του-καί τις τσέπες του καί σφίγγει τά χέρια του πάνω του, σάν τό μικρό παιδί πού φο*

βάτα* μήπως τού αρπάξουν τά


6

Ό Κάου - Μπόϋ

παιχνίδια του. — Αφού κάνετε τέτοιες ζα­ βολιές, θά την πιω έγώ δλη τη μπύρα! δηλώνει μέ πείσμα. Του­ λάχιστον νά μου μείνη ή ευχαρίστησι. Κι* έτσι σέ λίγο γίνεται ένα μοναδικά φαγοπότι μέ νόστιμα μαγειρεμένο φαγητό καί άφθονη μπύρα. 'Ο Μπόμπυ έρχεται στο κέφι, υστέρα άπό τις πρώτες κονσέρβες, άγκαλιάζεται μέ τον Ποοσκουάλε καί τραγουδάει μαζί του μέ φάλτσα φωνή. "Ετσι, όπως τραγουδούν τους παίρνει ό ύπνος. 4 Ο Τζώννυ καί ή Άννυ τους στρώνουν της κου βέρτες τους καί τούς σκεπάζουν. Μετά, ρίχνουν μερικά ξύλα στη Φωτιά πού έχουν άνάψει για να διώχνη τά τσακάλια καί^ πέ­ φτουν κι* αυτοί νά κοιμηθούν.

του μέ τρόμο. 'Η φωτιά έχει σβήσει, έκτος άπό μερικό κάρ­ βουνα πού λάμπουν άκόμα. Υ­ πάρχει φεγγάρι βέβαια, άλλα τό γύρω τοπίο έχει μια τρομερή όψι πού τον κάνει νά φοβάται. 'Η ανάγκη του είναι πολύ με­ γάλη, όμως. Πρέπει, πωσδήποτε νά πεταχτή μέχρι τά πρώτα δεν τρα τού δάσους. Τρέμόντας άπό φόβο άρχίζει νά προχωρη προς τά δέντρα. — "Έχει γούστο νά πεταχτή μπροστά μου κανένα φάντασμα! τραυλ ί ζει. Δεν έχει προλάβει νά τελείω­ ση την φράσι του, δταν κάτι παίρνει τό βλέμμα του καί πα­ γώνει στη θέσι του μέ μάτια γουίρλωμένα. Ψηλά πάνω στον λόφο, έκεΐ όπου είναι τό πλά­ τωμα βλέπει κάτι σκοτεινές σιλαυέττες νά κινούνται κάτω άπό τό άβέβαιο φως τού φεγγαριού. — 0ε..· Θεούλη μου! ψελλί­ ζει κστατρσ μ αγ μ έν ας ό Μπόμπυ. Πλάκωσαν τά φαντάσματα! Άπό τη μια στι.γμή στην άλ λη ξεχνάει την άνάγκη του. Μο­ ναδική του έπιθυμία τώρα είναι ν’ άνοιξη η γη νά τον κατόπι η γιά νά μη τού κάνουν κανένα κοακό οι σκοτεινές σιλουέτες πού κινούνται πάνω στο πλάτωμ. τού λόφου. Μά η γή δεν ανοίγει νά τον κατόπι ή καί ό Μπόμπυ τρέχει Δολοφονική σαν βολίδα στο σημείο όπου και Απόπειρα μαται ό Τζώννυ Ντέλμοντ καί, άρπάζοντας τον φίλο του, τον ΜΠΟΜΠΥ ξυπνάει άπότοιμα τραντάζει μέ τά δύο του χέρια. νοιώθοντας κάτι πολύ άσχη­ 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα ξυ­ μο νά τον βασανίζει. Κυττάζει πνάει σ' ένα δευτερόλεπτο καί μέσα στα σκοτάδι μέ γουρλωμέ­ προτού καταλάβη τί τον ξύπνη* να μάτια καί, όταν του φεύγη σεΓ έχει πεταχτή όοθιος μέ τό κάπως ή νύστα, διαπιστώνει πιστόλι στο χέρι. Στό φως τού πώς δ,τι έχει πάθει τό έχει πάΦεγγαριού αναγνωρίζει τον έν­ Θει άπό την πολλή μττύρα πού τρομο φίλο του καί σαστίζει. ήπιε. — Τί συμβαίνει, Μπόμπυ; Σηκώνεται άπό τό πρόχειρο ρωτάει.

0

κρεβάτι του καί κυττάζει γύρω

—-Φά..·. φαντάσματα! τραυ-


ΦΑΝΤΑΣΜΑ λίζει ό Μπόμπυ μέ δυσκολία καί δείχνει ττρός τό πλάτωμα τού λό φου. Ό Τζώννυ σφίγγει τα χείλη. Σίγουρα ό Μπόμπυ εΐδε κανένα όνειρό καί τρόμαξε. Θηκαρώνει τό πιστόλι του καί πιάνει τον φίλο του ατό τό χέρι. — Δεν υπάρχουν φαντάσμα­ τα, Μπόμπυ, τού λέει ανεκτικά. Σου τό έχω πη χίλιες φορές. Πέ­ σε νά κοιμηθής τώρα. — Σοΰ λέω εΐδα φαντάσμοοτα! επιμένει ό Μπόμπυ. Πάνω έκεΐ στον λόφο. Κύτταξε. Ό Τζώννυ σηκώνει τό βλέμ­ μα του καί κυττάζει προς τό πλάτωμα τού λόφου. Καί ξαφνι­ κά ανασκιρτάει. Βλέπει άνθρώπίνες σιλουέττες νά κινούνται δεξιά καί αριστερά, σαν νά κά­ νουν κάποια βιαστική δουλειά. Είναι βέβαιος ότι δεν πρόκειται γιά φαντάσματα. Μά αν είναι άνθρωποι, τί κάνουν τέτοιαν ώ­ ρα πάνω στον λόφο; Ή περιέργεια του κεντρίζε­ ται. Τό ένστικτο της περιπέτ τειας τον σπρώχνει νά πάη νά μάθη τί συμβαίνει. Λέει οπόν έν τραμ ο Μπόμπυ νά τον άκολου» θήση καί προχωράει προς τά βράχια. Τί νά κάνη ό φουκαράς αφού γεννήθηκε φοβιτσιάρης. Βλέπει πώς δεν γίνεται διαφορετικά. 'Ο Μπόμπυ κοντοστέκεται καί καταπίνει τό σάλιο του μέ θόρυβο. Ή τρομάρα του είναι μεγάλη. Λεν Θέλει νά άκολαυθήση τον Τζώννυ πρός τη μεριά των φαντασμάτων. Άλλα πάλι δεν θέλει νά μείνη μόνος μέ τον κοιμισμένο Πασικουάλε καί την Αννυ έ'δώ κάτω. Μπρος βαθύ καί πίσω ρέμα, σκέφτεται και μέ ασταθή βήματα ακολουθεί τον φίλο του. 'Ο Τζώννυ σκαρφαλώνει στα

7 βράχια άθόρυβα καί μέ δεξιοτεχνία άγριοκάτσικου. Πού καί πού σταματάει γιά νά βοηθήση τόν φίλο του. 'Ο Μπόμπυ, δσο πλησιάζουν στο πλάτωμά, νοιώ­ θει την καρδιά του νά κάνη άκρσβασίες μέσα στο στήθος του άλλα τώρα, είναι πολύ αργά νά γυρίση πίσω. 5 Επί τέλους φτάνουν οπό πλά τωμα· Βρίσκονται πολύ κοντά τώρα στις τρεις σιλουέττες πού είδαν άπό κάτω, άλλά έκειρες δέν τούς έχουν άντιληφθή. Ασ­ κούν σέ τρεις άντρες ντυμένσύς μέ ρούχα κάου μπόϋ καί διπλά έξάσφαιρα κρεμασμένα άπό τη μέση τους. Μά δέν είναι αυτό που κάνει τον Τζώννυ νά γσυρλώση τά μάτια. Είναι ή δουλειά πού κάνουν. "Ενας απ’ αυτούς ξετυλίγει κάτι πού μοιάζει μέ λεπτό σκοι­ νί καί τό κόβει μ’ ένα σουγιά. "Ενας άλλος σκύβει, ανάβει ένα σπίρτο καί βάζει φωτιά σ’ αύτό τό σκοινάκι πού, όπως συμπε­ ραίνει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα, θά πρέπει νά είναι φυτίλι. Τό φυτίλι αρχίζει νά καίγεται πε­ τώ ντ ας σπίθες. Κάπου κοντά εί­ ναι κρυμμένος δυναμίτης. Κά­ ποια έκρηξι έτοι,μάζούν αυτοί .οι_ τρεις μυστηριώδεις άνθρωποι τής νύχτας. ? Ό Μπόμπυ, παρά τήν τρομά­ ρα του, κοοτεβαίνει κι* αυτός νά δή τί συμβαίνει. Χωρίς νά τό σκεφτή, βγάζει μιά κραυγή εκπλήξεως. Οί τρεις άγνωστοι τήν άκουν καί γυρίζουν ξαφνιασμέ­ νοι. Βλέπουν τά δύο παιδιά πο­ λύ κοντά νά τούς παρακολου­ θούν καί Φριχτές ' βλαστήμιες βγαίνουν άπό τά στόματά τουςΤό επόμενο δευτερόλεπτό ρίχονται πάνω τους μέ φρύρια. Ό Τζώννυ τούς περιδένει έ­ τοιμος μέ τις γροθιές σφιγμέ­ νες. 'Ο Μπόμπυ παγώνει στή θέσι του καί κλείνει τά μάτια


8 του για νά μη τά 8η αυτό που 0ά πάθη. Οι τρεις κακοποιοί βρίσκον­ ται κοντά τους μέ δύο πηδήμα­ τα. Αύο απ’ αυτούς ρίχνονται πάνω στον Τζώννυ Ντέλμοντ. 'Ο άλλος ρίχνεται στον Μπάμπυ και του καταφέρνει μια δυνατή γροθιά καταπρόσωπο. 'Ο Μπάμπυ πετάγεται χάμω και μένει άκίνητος γιά μιά στι­ γμή. Τό κεφάλι του βουίζει και αστράκια πετουν μπροστά στά μάτια του. 'Ο άγνωστος αντί­ παλός του νομίζει δτι έχει ξεμ­ περδέψει μαζί του και κάνει νά γυρίση νά βοηθήση τούς συντρό­ φους του, αλλά κάνει μεγάλο λάθος ? Μ’ ένα μουγγρητό άγριου θη­ ρίου ό Μπόμπυ πετάγεται όρ­ θιος μέ τις γροθιές σφιγμένες. Τό χτύπημα πού δέχτηκε έχει φέρει μιά παράξενη άλλαγή πά­ νω του. "Εχει διώξει τον φόβο και την τρεμούλα καί τον έχει μεταμορφώσει στον δεύτερο έαυτό του -— τον δυναμικό Μπόμπυ. Κατάπληκτος ό άγνωστος τον βλέπει νά τού ρίχνεται σαν α­ γριεμένες ταύρος. Καί τό έπόμενο δευτερόλεπτο αρχίζει νά δέχεται γροθιές πού δεν μπορεί νά σταματήση μέ τίποτα. 4 'Ο Τζώννυ από την άλλη με­ ριά κάνει ό,τι μπορεί μέ τούς 6ύο αντιπάλους του. Καί στο μεταξύ τό φυτίλι καίγεται γορ­ γά καί ή φλόγα πλησιάζει όλο καί περισσότερο τό μέρος όπου είναι τοποθετημένος ό δυναμί­ της, για νά κάνη την έκρηξι. "Ενας αϊτό τούς κακοποιούς γυρίζει καί βλέπει ότι η φλόγα έχει σχεδό πλησιάσει τον δυνα­ μίτη. — Δρόμο παιδιά ! φωνάζει. Σέ λίγο θά γίνη έκρηξι! Οι τρεις άγνωστοι σπρώ­ χνουν μέ δύναμι τον Τζώννυ καί γρν Μπόμπυ καί τούς ρίχνουν

Ό 1£άου - Μπό5 στο έδαφος. Μετά, κάνουν με­ ταβολή καί αρχίζουν να τρέχουν προς την άλλη άκρη τού πλατώ­ ματος λές καί τούς κυνηγούν χίλιοι διάβολοι. .Ο Τζώννυ Ντέλιμοντ πού έχει ακούσει την προειδοποιητική κραυγή ενός από τούς αντιπά­ λους του πετάγεται όρθιος· Μέ γουρλω,μένα μάτια βλέπει ότι τό φυτίλι έχει καή ολόκληρο καί ότι ή φλόγα δέ βρίσκεται παρά μόνο τρία εκατοστά από τήν ε­ στία. τού δυναμίτη·. Να τρέξη νά τήν σβήση δέν προλαβαίνει. "Οπως δέν προλαβαίνει νά φύγη μέ τον έξαλλο Μπόμπυ. Γιά μιά στιγμή τό μυαλό του θολώνει. Τό σώμα του παγώνει. Τού φαίνεται ότι ήρθε τό τέλος. Τίποτα πιά δέ μπορείς νά τούς σώση. Ό δυναμίτης θά έκραγή κΓ αυτός μαζί μέ τον Μπόμπυ θά γίνουν κομμάτια, μαζί . μέ τον λόφο. "Ολα αυτά κρατούν δέκατα τού δευτερολέπτου. Μετά, τό μυαλό τού θρυλικού Κάου Μπόϋ Φάντασμα καθαρίζει. Ξέρει τί θά κάνη. Μόνο πού χρειάζεται τήν βοήθεια τής τύχης. Τινάζει τό χέρι του προς τό έξάσφαιρό του, τό τραβάει^ καί πυροβολεί υπολογίζοντας μέ τό μάτι· Ή σφαίρα^ του πετυχαί­ νει τό φυτίλι πού έχει-^άπομεί­ νει άκαυτο στη μέση καί^ τό κό­ βει πέρα γιά πέρα. Τό αναμμέ­ νο μέρος τοΰ φυτιλιού πετάγε­ ται υσκρυά καί ό δυναμίτης μέ­ νει ανέπαφος. "Ενας στεναγμός άνακουφίσεως βγαίνει από τό στόμα τού Τζώννυ Ντέλμοντ. Καί μιά κραυ γή θριάμβου από τό στόμα τοΰ Μπόμπυ. "Εχει καταλάβει τί έ­ χει κάνει ό φίλος του, αλλά τό έχει ξεχάσει αμέσως έξ αιτίας τοΰ πολεμικού του μένουο — Τώρα πού γλυτώσαμε πά­ με νά κυνηγήσουμε αυτά τά κζχ~


ΦΑΝΤΑΣΜΑ θάρματα, Τζώννυ! φωνάζει κα­ θώς πετάγεται όρθιος. Δεν πρό­ λαβα νά δείρω κανέναν! Μά 6 Τζώννυ τον συγκρατεΐ. Τά ευαίσθητα αυτιά του έχουν ακούσει γοργό ποδοβολητό αλό­ γου μέσα στη νύχτα. ’Έχει κα­ ταλάβει ότι οι τρεις άγνωστοι είναι πολύ μακρυά. "Έχουν καβαλλησει τά άλογά τους καί έχουν άποιμακρυνθή. Στο μεταξύ έχουν ξυπνήσει ό Πασκουάλε και ή ’Άννυ. Ανε­ βαίνουν στον λόφο τρέχοντας καί ρωτούν τί έχει συμβή. 'Ο Τζώννυ τούς λέει καί μετά βυθίζεται σέ σκέψειςΚαταλαβαίνει ότι η τοποθέτησι τού δυναμίτη από τούς τρείς αγνώστους είχε κάποιο σχοττό. Καί ό σκοπός αυτός εί­ ναι μόνο ένας. Το θάψιμό τους κάτω από πέτρες καί χώματα πού θά δημιουργούσε η έκρηξι. Γιά ποιόν όμως προοριζόταν ή δολοφονική απόπειρα; Γ ιά τον Πασκουάλε η γιά τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί την παρέα του;

Δεύτερη απόπειρα || ΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ

τό μυαλό * " τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα βασανίζεται απ’ αυτό τό ερώ­ τημα, νά ? 1 > άλλα δέν - καταφέρνει ■' ί

© βρη άπάντησι. Λεν μπορεί νά προσδιορίση δηλαδή άν μερικοί έχθροί τους άντιλήφθηικαν την παρουσία τους σ’ αυτή την πε­ ριοχή καί βάλθηκαν νά τούς έξολοθρευσουν η άν κάποιος έχει προηγούμενα μέ τον Πασκουάλε καί θέλησε νά τον βγάλη από τη μέση. "Ίσως, τέλος, νά ύπάρχη κι5 άλλος λόγος γιά την εγκλη­ ματική ενέργεια των τριών άγνώ στων. "Οταν ξυπνάη τήν άλλη μέρα τό πρωί, ό Τζώννυ Ντέλμοντ εί­ ναι αποφασισμένος νά διαλευκά νη τό μυστήριο τού Μπάτον Χίλ. Θά πεταχτή μέχρι την πόλι νά μιλήση μέ τον σερίφη. Θά συγ­ κέντρωση όσα στοιχεία μποΐρέση καί μετά θά 6ή. — Μπόμπυ, κι’ έσύ, ’Άννυ, θά μείνετε έδώ μέ τον Πασκουά­ λε καί θά έχετε τά μάτια σας δεκατέσσερα, λέει στους φίλους του. Ακόμα δέν ξέρουμε τί α­ κριβώς σήμαινε τό χθεσινοβραδυνό περιστατικό. Άν κάποιος Βέλη νά βγάλη τον Πασκουάλε από τή μέση, πρέπει νά τον προ στατέψτε. Τό ίδιο ισχύει καί γιά τούς^ εαυτούς σας. Έγώ θά προσπαθήσω νά γυρίσω όσο τό δυνατόν πιο γρήγορα'Ο Μπόμπυ ξεροκαταπίνει μέ θόρυβο. ’Έχει μεταμορφωθή στο δειλό καί φοβιτσιάρη Μπό'μπυ πάλι καί τά πόδια του τρέμουν. Τό σχέδιο τού Τζώννυ νά τούς σ.φήση μόνους μέ τον Πασκουά­ λε, δέν τού άαέσει καθόλου. — Δέν... δέν γίνεται νά έρ­ θω κι’ έγώ ιιαζί σου, Τζώννυ; λέει. Θέ... θέλω ν’ αγοράσω λί­ γη μπύοα. —- Θά σοΰ πάρω έγώ μπύρα, υπόσχεται ό Τζώννυ πού κατα­ λαβαίνει τήν πονηριά τού Μπόμ πυ. 0 Μπόμπυ καταλαβαίνει ότι ή πονηοιά του έγινε αντιληπτή καί σκύβει τό κεφάλι, Ό Κάον


ι

Μττόϋ Φάιντασμα σπηρουνίζει τό αλογό τον και καλπάζει προς τήιν κστεύθυνσι -τής πόλης του Μπάτον Χίλ. Ή άπόστασι είναι πολύ μι­ κρή και τό ξεκούραστο άλογό του τήιν διανύει μέσα σ’ έλάχιστη ,ώρα. Τό Μπάτον Χίλ είναι μια Αρκετά μεγάλη πόλι μέ δρό­ μους"^ κάθετους τον ενα πάνω στον .1άλλον. Ό 3 Τζώννυ βρίσκει τό γρα­ φείς τού σερίφη στον κεντρικό δρόμο καί μπαίνει μέσα. Ό σε­ ρίφης είναι μεσήλικας καί λέγε­ ται Μπέρτραμ. "Οταν μοοθαίνη τήν ταυτότητα του νεαρού επι­ σκέπτη του, ενθουσιάζεται. ί' * —· ’Έχω ακούσει πολλά για σένα, γιέ μου, λέει μέ καμάρι. Μακάρι νά είχαμε καί, μερικούς άλλους μέ τον δικό σου ζήλο καί τή δική σου γενναιότητα. Θά τό σκεφτόταν κανείς πολύ, αν έπρόκειτο νά γίνη κακσποιιός* Ο Τζώννυ κοκκινίζει, όπως τού συμβαίνει, πάντοτε, όταν τόν έπαινσύν, καί μετά εξιστο­ ρεί ΎΓϊόν σερίφη τί τούς συνέβη τό προηγούμενο βράδυ. Ό εκ­ πρόσωπος τού νόμου μένει κα­ τάπληκτος καί στο τέλος δηλώ­ νει πήν ανικανότητά του νά βγά λη , συμπέροκ^ρ. '— Δέν* μπορώ νά καταλάβω τί σκοπό είχε αυτή ή απόπειρα γιέ μου. Στον τόπο μας δεν έ­ χουμε καμμιά μεγάλη συμμορία για νά πιστέψω ότι ήθελε νά σε βγάλη από τή μέση. "Οσο γιά τόν Πασκουάλε, είναι καινούρ­ γιος στήν περιοχή μας. Μόλις πριν άπό δύο μέρες ήρθε καί, αφού κατέθεσε τό κτήμα του στο συμβολαιογραφείο τού Κάρτερ, πήγε νά μείνη έκεΐ. Αέν πρό λαβε νά κάνη εχθρούς. 'Ο Τζώννυ μένει^ σκεφτικός. — Μήπως υπάρχει κανένας πού θέλει νά τόν έμποδίση νά

*5 ϊ£άου — Ηπόϋ

έγκατασταθή σ’ αυτή την περί ο χή; ρωτάει. 'Ο σερίφης απορεί· — Καί γιατί νά μή τό Θελη; ρωτάει. Αέν υπάρχει τίποτα τό ιδιαίτερο στα χτήμα τού Πα­ σκουάλε. — Μήπως οί μ εγαλ «κτημα­ τίες δέν θέλουν κοντά τους έναν αγρότη; — Δέν υπάρχουν ιδιωτικά κτήματα έκεΐ γύρω. "Ολη ή πε­ ριοχή είναι τής Κυβερνήσεως καί την δίνει δωρεάν σέ κάτι φτωχούς σαν τόν Πασκουάλε καί τόν Φλάπτζακ πού έχει έγκατα­ σταθή έκεΐ κοντά. Αέν έχει προλάβει νά τελείω­ ση τή φράσι του, όταν άκούγεται γοργός καλπασμός αλόγου έξω στο δρόμο. Ό καλποοσμός σταματάει μπροστά στό γρα­ φείο τού σερίφη. Κάποιος ξεπε­ ζεύει μ’ ένα πήδημα καί τρέχει μέσα στό γραφείο λαχανιασμέ­ νος. Είναι ένας ηλικιωμένος άν­ τρας μέ τριμμένα ρούχα καί πυ­ κνά γένεια. — Καλώς τόν Φλάπτζακ!5 λέει έκπληκτος ό σερίφης. Μό­ λις λέγαμε γιά σένα. — Λίγο ακόμα καί δέν θά ή'μουν ζωντανός γιά νά τ’ άάκουγα, λέει ό νεσφερ,μένος μέ Φούρια. Σέριφ, κάτι άγνωστοι αποπειραθηκαν νά μέ σκοτώσουν πριν άπό δύο ώρες· — Τί; κάνει έκπληκτος ό σε ρίψης καί ό Τζώννυ Ντέλμοντ τεντώνει τ’ αυτιά του γεμάτος ενδιαφέρον. — ’Ήμουν πέρα, στό καινούρ γιο μου χτήμα καί τό περιπσιόμουν, όταν ξαφνικά άρχισαν νά μου ρίχνουν άπό κάτι βράχια. Οί σφαίρες έπεφταν σάν βροχή γύρω μου, άλλα φαίνεται ότι © καλός μου άγγελος μέ φύλαγε γιατί καμμιά άπ’ αυτές δέν μέ πέτυχε. —- Μήπως, είδες πόσοι ήταν


ΦΑΝΤΑΣΜΑ οί άνθρωποι πού σου έρριχναν; ρώτησε ό Τζώννυ Ντέλμοντ. — Τρεις, άπάντησε ό γέρο Φλάπτζακ. Και δταν? είδαν ότι δεν με πετύχαιναν κΓ ότι άρχι­ σα νά ρίχνω κι’ εγώ μέ την καραμπίνα μου, σηκώθηκαν, καβάλησαν τά άλογά τους καί τό έ­ βαλαν στα ποδιά. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ κυττάζει τον σερίφη μέ βλέμμα πού α­ στράφτει. — Θά μπορούσαν νά είναι οι δυναμιτιστές, λέει. ΚΓ άν ήταν αυτοί καί άποπειράθηκαν νά σκοτώσουν τον Φλάπτζακ, τότε μπορούμε νά πούμε ιμέ βεβαιό­ τητα ότι ή απόπειρα μέ τον δυ­ ναμίτη προοριζόταν γιά τον Πα σχουάλε καί όχι γιά μένα. — Σαν νά έχης δίκιο, μουρ­ μουρίζει ό σερίφης. Μά γιοττί νά θέλουν αυτοί οί τρεις άγνω­ στοι νά σκοτώσουν τον ΓΙασκουάλε καί τον Φλάπτζακ; — Αυτό βέν τό ξέρω, απαν­ τάει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Μά δεν θ’ αργήσω νά τό μάθω· Έχω μιά υπόνοια, αλλά δεν εί­ μαι βέβαιος.... Μπορείς νά μοΰ πής που περίπου πέφτει τό κτή­ μα σου, γέρο Φλάπτζακ; Ό γέρος τού περιγράφει την περιοχή όπου είναι τό κτήμα του. 'Ο Τζώννυ λέει στον σερί­ φη νά κράτηση τον Φλάπτζακ κοντά του καί νά τον π ρόστατέψη από μιά δεύτερη δολοφο­ νική απόπειρα καί βγαίνει άπό τό γραφείο. 'Ο κόσμος, πού έχει καταλά­ βει ότι κάτι συμβαίνει, έχει σχη ματίσει ένα μικρό πλήθος στον δρόμο. Οί έρωτήσεις δίνουν καί παίρνουν. “Ο Τζώννυ ψάχνει τις επιγραφές καί πλησιάζει ^ τό γραφείο του συμβολαιογράφου τής πόλεως. Είναι ένας ψηλός, ξερακιανός άντρας, αρκετά νέος, κι* έικείνη τήν στιγμή πού μπαίνει ό Τζών

η νυ κουβεντιάζει μέ τρεις ανθρώ­ πους πού φαίνονται φίλοι του. Ή συζήτησι σταματάει μόλις μπαίνει ό Τζώννυ. — Θά ήθελα νά μάθω άν έ­ φτιαξες τίτλους γιά κανένα άλ­ λο άπό τά κρατικά κτήματα, λέει ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Έκτος άπό τοϋ Πασκουάλε καί τού Φλάπτζακ. ’Έρχαμαι έκ μέ­ ρους τοϋ σερίφη. — Οχι, δέν ήρθε κανένας άλλος, άπαντάει πρόθυμα ό συ μ βολαιογράφος. ’Αλλά, όπου νάναι, θ’ άρχίσουν νά έρχωνται μπουλούκια. 'Ο Τζώννυ τον ευχαριστεί καί βγαίνει· Ό συμβολαιογράφος χάνει τήν ευχάριστη έκφρασι πού έχει τό πρόσωπό του, μόλις κλείνει ή πόρτα. Γυρίζει καί κυτ τάζει τούς φίλους του μέ μάτια πού πετουν αστραπές. — Δέν τον αναγνωρίσατε; κάνει μέ θυμωμένη φωνή. Είναι εκείνο τό παλιόπαιδο πού σάς χάλασε τή δουλειά χθές τό βρά­ δυ. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντασμα!, λένε μ’ ένα στόιμα οί φίλοι του. — Ναί, άλλα μή σάς τρομά­ ζει τόσο πολύ αυτός ό τίτλος. Μέ ιμάς δέν θα μπόρεση νά τά 6άλη. Πρέπει νά βγή άπό τή μέ­ ση γιατί άλλοι ως θά μάς χαλάση τά σχέδια καί θά μείνουμε όλοι ρέστοι. Δέν ξέρω μήπως έχη αρχίσει νά υποψιάζεται· Δέν μ’ αρέσει καθόλου ή έρώτησι πού ήρθε καί έκανε. — Τί θά κάνουμε, δηλαδή; ρωτάει ένας άπό τούς φίλους του. — Θά τον βγάλουμε άπό τή μέση. Καί μετά τούς άλλους τούς κανονίζουμε εύκολα. Σλίμ, φύγε εσύ άπό τό μονοπάτι καί παρακολούθησε πού θά πάη. Πριν άπό λίγο είδα τον Φλάπ­ τζακ νά έρχεται στήν πόλι. ’Έπρεπε νά τό σκοτώσετε αυτό τό


12 τσακάλι. "Ισως νά πάη στο κτή­ μα του ό Τζώννυ Ντέλμοντ. Στη σε του καρτέρι, Σλίμ, καί σκό­ τωσε τον σαν σκυλί. — Θά κάνω 6,τι μπορώ, άψεν τικό.

Ό Κάου - Μπόϋ

Μά αυτή ή διαπίστωσι δέν τον βοηθάει νά βγάλη κανένα συμπέρασμα· Εκείνο που υπο­ ψιάζεται εΐναι ότι σέ τούτη τήν περιοχή υπάρχει χρυσάφι καί α­ σήμι καί ότι κάποιος έχει βαλθή νά έμποδίση τούς άπορους α­ πό ίκους νά εγκατασταθούν σ’ αυτά τά κτήματα, για νά μή κά νουν δικό τους καί τό μετάλλευ­ μα που υπάρχει σ’ αυτά. Μά όσο κι’ α·ν κυττάζη τό έ­ δαφος, δέν μπορεί νά βρή σημά­ δια που νά δείχνουν ότι υπάρχει στο υπέδαφος ένα από τά δύο μέταλλα. Τελικά, ξεπεζεύει καί αρχίζει νά ψάχνη τό έδαφος κον τά - κοντά. πολύ, Δέν έχει προχωρήσει Τό μυστήριο όταν ξαφνικά κάτι τό χτυπάει φωτίζεται ξώφαλτσα στο πλάι του κεφα­ λιού μέ τρομερή δύναίμι. Σχεδόν ΑΘΩΣ καλπάζει προς τό ταυτόχρονα ακούει τόν ξερό κρό . κτήμα του Φλάπτζακ, ό Τζών το μιας έκπυρσοκροτήσεως. νυ Ντέλμοντ σκέφτεται βαβειά. "ίσα πού προλαβαίνει νά δι"Υστερα από την δολοφονική α­ απιστώση ότι έκείνο πού τόν πόπειρα εναντίον του γέρου, εί­ χτύπησε είναι μιά σφαίρα. Με­ ναι βέβαιος ότι συμβαίνει κάτι τά, του^ έρχεται ζαλάδα καί πέ­ σχετικό μέ τά δυο κτήματα. Αυ­ φτει χάμω. Πεσμένος, όπως εί­ τό το κάτι είναι αποφασισμένος ναι δέν βλέπει έναν άνθρωπο νά τό μάθη και νά διαλευικάνη πού βγαίνει από κάτι βράχια, τό μυστήριο του Μπάτον Χίλ· κάπου εκατό μέτρα μακρυά κα­ βάλα στο άλογό του καί μέ μιά Τό κτήμα του φλάπτζακ αρχί­ καραμπίνα στο χέρι. ζει κάπου δέκα μίλια έξω από τή:ν πόλι καί απλώνεται προς Ο άνθρωπος αυτός, μέ μιά τά δυτικά. Ό Τζώννυ ανεβαίνει σατανική έκφρασι στο πρόσωπό μέ τό άλογό του σ’ ένα στενόμα­ του, πλησιάζει τό σημείο όπου κρο ίίψωμα καί πρόχωράει πάνω κείτεται αναίσθητος ό Τζώννυ σ’ αυτό γιατί έτσι μπορεί καί Ντέλμοντ για νά τόν άποτελειώβλέπει μο'κρύτερα. Μέ έ'κπληξί ση. Μά ή ζαλάδα τοϋ Τζώννυ δέν του διαπιστώνει ότι τό κτήμα βαστάει πολύ. του Φλάπτζακ συνόρευε» μέ τό 'Ο θρυλιικός Κάου Μπόϋ Φάνκτήμα του Πασκουάλε. τοσμα νοιώθει τίς αισθήσεις "Ετσι, όπως πρόχωράει πάνω του νά γυρίζουν σιγά - σ»γά. Μ’ στο στενόμακρο ύψωμα, βλέπει ένα βαγγητό βγαίνει από τόν πέρα στο διπλανό κτήμα τήν λήθαργο του· Τό κεφάλι του καρστσα του Πασκουάλε καί τον βουίζει καί πονάει τρομερά. Α­ Ιταλό μέ τους φίλους του. Δέν νοίγει τά μάτια του, άλλα ένα διακρίνει πρόσωπα γιατί ή από θολό σύννεφο έχει έγκατασταθή στασι είναι μεγάλη, αλλά μπο­ μπροστά τους καί τόν εμποδίζει ρεί καί αναγνωρίζει τήν "Αννυ, νά δη.

Κ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ Μένει για λίγο ακίνητος, πά­ λι και νοιώθει καλύτερα. Ξαφνι­ κά ακούει οπλές αλόγου νά χτυ­ πούν τό έδαφος. Ή ζαλάδα του εξαφανίζεται. 'Ο πόνος ξεχνιέ­ ται. Τό ένστικτό του τον προει­ δοποιεί ότι πλησιάζει κίνδυνος. Ανοίγει τά μάτια του καί ταυτόχρονα πετάγεται όρθιος. Έκεΐνο που άντικρύζει τον κά­ νει νά άνατριχιάση. "Ενας άν­ θρωπος τάν έχει πλησιάσει μέ τό άλογό του καί, μέ μια δια­ βολική έκφρασι στο πρόσωπό του, έχει σηκώσει την καραμπίνα του καί ετοιμάζεται νά τον πυροβόληση. Ό καθένας θά μπορούσε νά κατάληξη στο συμπέρασμα ότι ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα είναι χαμένος· "Ενα μικρό τράβηγμα της σκανδάλης καί μια δολοφονική σφαίρα 8ά τον πάρη από τη ζωή. Κάθε άλλος στη θέσι του θά έγκατέλειπε κάθε προσπάθεια καί 6ά αφηνόταν στα χέρια τής μοίρας. Αλλά ό Τζώννυ Ντέλμοντ δέν ανήκει σ’ αυτή την κα­ τηγορία των ανθρώπων. Μολονότι οι πιθανότητες που έχει είναι ελάχιστες, δέν μένει αργός. Τινάζει τό χέρι του προς τό έξάσφαιρό του καί ταυτόχρο­ να δίνει ένα απίστευτο πήδημα καί πετάγεται στο πλάϊ. Τή στιγμή εκείνη ή καραμητίνα του καβαλάρη βροντάει καί άστράφτει. ιΗ σφαίρα του, ό­ μως, χτυπάει τον αέρα γιατί στο μεταξύ ό στόχος έχει μετακινηθή. Τό έξάσφαιρό του Τζώννυ Ντέλμοντ εκπυρσοκροτεί. 'Η δι­ κή του σφαίρα δέν αστοχεί. Ό καβαλάρης ' μέ την καραμπίνα την δέχεται κατάστηθα. Γιά μια στ ι γ/μ ή μένει σαν κοκ καλούμενος πάνω στη σέλλα του, μέ μιά έκ­ πληκτη έκφρασι στο πρόσωπό του, αλλά μετά γέρνει στο πλάϊ

13 καί σωριάζεται χάμω, χτυπών­ τας στο έδαφος μέ βαρύ γδού­ ποΌ Τζώννυ Ντέλμοντ μένει α­ κίνητος στη θέσι του γιά λίγο. Είναι αδύνατος ακόμα από τό χτύπημα τής σφαίρας στο κεφά­ λι καί, μετά, αυτή ή νέα δοκιμα­ σία τοΰ έχει κάνει τά νεύρα κομμάτια. Μέ τό πιστόλι στο χέρι πλη­ σιάζει τον πεσμένο άνθρωπο πού παρά λίγο νά γίνη δολοφόνος του. Σκύβει άπό πάνω του καί διαπιστώνει ότι είναι νεκρός. Καί μετά διαπιστώνει κάτι αλ­ ί-ο. Ό άνθρωπος αυτός δέν τοΰ είναι άγνωστος. Σπάζει τό κεφάλι του γιά λί γο καί μετά θυμάμαι. 'Ο άνθρω­ πος αυτός ήταν ένας άπό τούς τρεις επισκέπτες τοΰ συμβόλαιό γράφου Κάρτερ, όταν πήγε νά τον δή προτού φύγη άπό τήν πάλι. Σ’ αυτή τή διαπίστωσι, του έρχεται μιά άλλη σκέψι. Μήπως 6 συμβολαιογράφος είναι ανα­ κατωμένος σ’ αυτή τήν ιστορία. Μήπως ξέρει τό μυστικό πού κούβουν τά κτήματα τού Μπάτον Χίλ καί έχει αποφασίσει νά τρο μάξη όλους όσους θέλουν νά εγ­ κατασταθούν σ’ αυτά γιά νά τούς άναγκάση νά τά έγκατα­ λείφουν η νά τά πουλήσουν όσο κι’ όσο, οπότε μπορεί εύκολα νά τά βάλη στο χέρι; — Μά πιο μπορεί νά είναι τέλος πάντων αυτό τό μυστικό πού κρύβουν τά κτήματα του Μπά τον Χίλ; μουρμουρίζει ό 3 ζώννυ* Σηκώνεται καί θηκαρώνει τό έξάσφαιρό του μέ τά φρύδια σμιγμένα. Καί, ξαφνικά, τό μά­ τι του πέφτει πάνω στις μπό­ τες τού νεκρού. Κάτι σκιρτάει μέσα του. Ξανασκύβει καί κυτ~άζει τις μπότες καλά - καλά. Φαίνεται ότι ό κακοποιός εί)(ε προχωρήσει αρκετά με τά


*5 ίνάου — Ηπόϋ δια, πρακειιμένου νά βρή πόστο άπ’ όπου θά μπορούσε νά ρίξη στο/ Κάσα Μπόύ Φάντασμα!. Και περπατώντας είχε πέσει σέ κάποιο λάκκο >μέ λάσπη, γιατί καί οι δύο μπότες του είναι λε­ ρωμένες μέχρι ψηλά. Αυτή ή λάσπη τραβάει τό εν­ διαφέρον του Τζώννυ Ντέλμοντ. Είναι πολύ παράξενη λάσπη. Τό χρώμα της άσυνήθιστο, τό Υδιο καί ή μυρουδιά της. 'Ο Τζώννυ πιάνει λίγη στο δάχτυλό του, την λυώνει καί μετά την φέρνει στη μύτη του. Τό πρόσωπό του φωτίζεται. Είναι βέβαιος^ τώρα ότι έχει α­ νακαλύψει τό μυστικό πού όποισδήποτε άνθρωπος δίχως συνείδησι θά μπορούσε νά κατά­ στρωση ένα έγκληματικό σχέδιο, γιά νά τό κάνη δικό του. Ή πεποίθησί του γιά την έ­ νοχή του συμβολαιογράφου Κάρ­ τερ ιμεγαλώνει. Αυτός, περισσόττερο από κάθε άλλον, θά μπο­ ρούσε νά ξέρη τί κρύβει τό υπέ­ δαφος του Μπάτον Χίλ. "Έχον­ τας την αποκλειστικότητα στην σύνταξι των τίτλων τού κάθε κτήματος, θά μπορούσε εύκολα νά τούς γυρίση όλους σέ άλλα ονόματα — ονόματα φίλων του — γιά νά κάνη όλη την περιοχή δική του. Μά πώς θά μπόρεση ν’ από­ δειξη τήν ένοχή του ό Τζώννυ Ντέλμοντ; Μ’ αυτό τό ερώτημα στο μυα­ λό, φορτώνει τό πτώμα στο ά­ λογό του, καβαλάει κι5 αυτός τό διικό του καί ξεκινόοει γιά τό κτήμα του Πασκουάλε. Οι φίλοι του θά δοκιμάσουν μιά μεγάλη έκπληξι. Καί μετά, τους περιίμέ νει πολλή δουλειά. Πρέπει νά βοηθήσουν τον Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα νά βρή μέ ποιόν τρόπο θ’ απόδειξη την ένοχή τού συμβο­ λαιογράφου Κάρτερ.

Ή παγϋδο: ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑ Φ Ο Σ Κάρτερ καί οί δύο συνεργά­ τες του. ό Μπάγκ καί 6 Ντρίφτερ κάθονται στο γραφείο του πρώτου καί περιμένουν γεμάτοι αγωνία. 'Η μέρα έχει φύγει καί έχει αρχίσει νά πέφτη τό σού­ ρουπο, αλλά άκάμα δεν έχει φανή ό Σλίμ. Μαύρα φίδια αρχί­ ζουν νά τούς ζώνουν. — Αές νά άπέτυχε νά σκστώση τον Κάου Μπόυ Φάντα­ σμα; διερωτάται κάθε τόσο μεγαλόφωνα ό Κάρτερ. Αλλοίμονο μας άν τον σκό­ τωσε ό Ντέλμοντ, λέει ό Μπάγκ. Θά καταλάβη ότι τον έστειλες έσύ καί τότε, ε’ίμαστέ, όλοι χα­ μένοι· — Δάγκωσε τή γλώσσα σου! λέει θυμωμένα ό Κάρτερ. Καί νά σκότωσε τον Σλΐ;μ δέν μπορεί νά καταλήξη στο συμπέροίσμα ότι τον έστειλα έγώ. "Οσο κι’ άν ψάξη δέν θά βρή γιά ποιο λόγο γίνονται όλες αυτές οι α­ πόπειρες. Τό χώμα του Μπάτον Χίλ κρατάει καλά τό μυστικό του. — Πώ, πώ, λεφτά πού 8ά κά νουμε άν πάνε όλα καλά!, μουρ­ μουρίζει συνεπαρμένος ό Ντρίφ» τερ καί τρίβει τά χέρια του από προκαταβολική ευχαρίστησι. Περνάει λίγη ώρα ακόμη. Έ­

0


ΦΑΝΤΑΣΜΑ ξω έχει πέσει τό σκοτάδι. 'Ο κο σμος έχει εγκατάλειψη τους δρό μους καί εχει χωθή στα σττίτια του η στα μιτάρ και τά σαΐλουν τής πόλης. Ξαφνικά άκσύγεται γοργό πο­ δοβολητά αλόγου. 'Ο Κάρτερ και οι συνεργάτες του στέκον­ ται ακίνητοι κρατώντας την α­ ναπνοή τους. Τό ποδοβολητό πλησιάζει και σταματάει μπρο­ στά στο γραφείο του συμβολαιο­ γράφου. Μέ μια χαρούμενη κραυγή ό Μπάγκ τραβάει τό κουρτινάκι τού παραθύρου· Βλέπει τον Σλίμ νά βένη τό άλογό του στον πάσαλο πού είναι έξω από τό γραφείο. — Γύρισε ό Σλίμ!, φωνάζει χαρούμενος. 'Ορμάει πρώτος στην πόρτα, ακολουθούμενος από τον Κάρ­ τερ καί τόν Ντρίφτερ. Την άνοίγουν και πετάγονται έξω. — Τί έγινε, Σλίμ, τόν σκό­ τωσες τόν Ντέλμοντ; ρωτάει ό Κάρτερ γεμάτος αγωνία. Ο Σλίμ δεν απαντάει. Τε­ λειώνει τό δέσιμο τού αλόγου του καί γυρίζει προς τό μέρος τους. Τό φώς πού βγαίνει από την άνοιχτή πόρτα πέφτει πάνω στο πρόσωπό του. Οι τρεις συν εργάτες του κακού αφήνουν μια ομαδική κραυγή έκπλήξεως. Τό πρόσωπο πού βλέπουν μπροστά τους δεν ανήκες στον Σλίμ άλλα οπόν Κάου Μπόϋ Φάντασμα πού έχει μσσκαρευτή μέ τά ρούχα τού φίλου τους. Πράγματι, ό Κάου Μπόϋ Φάν ταίσμα, σκέφτηΚε αυτό τό κόλπο για νά μπόρεση νά ξεσκεπάση τόν ραδιούργο καί δολοφόνο συμ βο'λαιογράφο. Καί πέτυχε άπόλυτα· Σ’ αυτή τή διαπίστωσι ό συμ

15 βολαιογράφος Κάρτερ καί στην σχέψι δτι χάρις σ’ αυτό τό τέ­ χνασμα παγιδεύτηκε καί παρα­ δέχτηκε άτι είχε στείλει τόν Σλίμ νά σκοτώση τόν Κάου Μπόϋ Φάντασμα, καταλήγει στην άπόφασι δτι ό Ντέλμοντ πρέπει νά βγή από τή μέση· Μέ μοναδική γρηγοράδα τρα­ βάει άπό τό μανίκι τής ρεντι κό­ τας που φοράει ένα μικρό πι­ στόλι. Τό στρέψει πάνω στον ξαφνιασμένο Ντέλμοντ καί είναι έτοιμος νά πυροβσλήση, μά δέν προλαβαίνει. Άχούγεται μια δυνατή έκπυρ σοχρότησι άπό τό στενοσόκακο, πού είναι δίπλα στο κτίριο μέ τό συμβολαιογραφείο, καί μια αγριεμένη σφαίρα τού παίρνει τό ύπουλο όπλο άπό τό χέρι καί τό πετάει δέκα μέτρα μακρυά, ,μουδιάζοντας του τά δάχτυλα. 'Η ’Άννυ, ή σύντροφος τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα, βγαίνει άπ’ αυτό τό στενοσόκακο, μέ την καραμπίνα στο χέρι. Πίσω της, προσπαθώντας νά κρυφτή, έρχεται ό Μπόιμπυ, τρέμοντας σύγκορμος άπό την τρομάρα του. — ’Άν δέν βρώ μια λύσι, πάει Θά τ,ρελλαθώ!, μουρμουρί­ ζει £ιέ δυσκολία. Πού Θά πάη αυτό τό πράγμα; Άπό λαχτά­ ρα μέ ρίχνουν ό Τζώννυ καί ή άδερφή μου.. Άπά - πά! Αέν πάει μακρύτερα ή... βαλίτσα! 01 τρεις κακοποιοί στο με­ ταξύ, καταλαβαίνοντας δτι τά πράγματα έχουν πάρει πολύ ά­ σχημη πορεία, άποφασίζουν νά δράσουν. Άλλοιώς τούς περιμέ­ νει ή σύλληψι καί ή φυλακή· Ό Τζώννυ Ντέλμοντ τούς κρατάει στο χέρι καί απ’ δτι ξέρουν, αμα τούς πιάση, δύσκολα θά μπο ρέσουν νά του ξεφύγουν. Συνεννοούνται μέ μια ματιά

καί δρουν ταυτόχρονα σάν ένας


*6 ΚΔοό - Μπδΰ άνθρωπος. Ρίχνονται καί οι τρεις μαζί πάνω στον Τζώννυ Ντέλμοντ. Τον παρασύρουν στο χωιμα καί γίνονται ένα κουβέρ». Ή "Αννυ είναι ανίκανη νά δράση. Πλησιάζη τούς τέσσερις συμπλεκόμενους άντρες μέ τήν καραμπίνα στο χέρι, άλλα δι­ στάζει νά πυροβολήση από φόβο μήπως χτυπήση τον Τζώννυ. Συγχισμένη, όπως είναι, πλη­ σιάζει περισσότερο απ’ δ,τι πρέ πει. "Ενα χέρι την αρπάζει από τό πόδι ξαφνικά, την τραβάει καί την κάνει νά σωριαστή χά­ μω. 'Ο Μπάγκ πού είχε αυτή την έμπνευσι πετάγεται πάνω, ση­ κώνει την κοπέλλα καί την κρατάει σφιχτά στά χέρια του. Ή κοπέλλα αγωνίζεται μέ πείσμα γιά νά του ξεφύγη, αλλά δεν τά καταφέρνει. Ο Μπόμπυ παρακολουθεί τρέ μοντας τήν έξέλιξι πού παίρ­ νουν τά πράγματα. Βλέπει τόν κακοποιό νά πιάνη τήν αδερφή του καί νά τή σφίγγη μέ τά χέ­ ρια του καί νοιώθει τό αίμα νά άνεβαίνη στο κεφάλι του. Κα­ ταλαβαίνει ότι πρέπει νά έπέμβη καί νά τή βοηθήση, αλλά όσο κΓ αν προσπαθή δεν βρίσκει τή δύναμι νά κουνηθή από τή θέσι του. — "Αφησέ την κάτω, ρέ σύ! λέει μέ φωνή πού δέν θά μπο­ ρούσε νά τροιμάξη ούτε κουνού­ πι. "Αφησέ την γιατί θά σέ κά­ νω λυώμα στο ξύλο. Ό Μπάγκ γελάει σαρκαστικά καί τινάζοντας τό ένα του πόδι κλωτσάει τόν Μπόιμπυ καί τόν στέλνει νά κυλι οπή χάμω. *0 Μπόμπυ κυλάει σάν βαρελάκι πάνω στο χώμα καί σταματάει μόνο όταν χτυπάη μέ τό κεφάλι στή βάσι του τοίχου τοΟ κτι­ ρίου όπου στεγάζεται τό συμβο* ΧραοΥραφεΐο,

Γιά μια στιγμή βλέπει άστρά κια καί ξεφωνίζει πονεμένα. Τό έπόμενο δευτερόλεπτο πετάγε­ ται όρθιος, έξαλλος από τήν αλ­ λαγή πού του έχει φέρει τό α­ ναπάντεχο χτύπημα στο κεφάλι. — Πώς τόλμησες, παλιοκανά για, νά παίξης..· ομάδες μέ τό σώιμα μου; ουρλιάζει προς τό μέρος του κατάπληκτου κακο­ ποιού. Θά σέ κάνω νά μετανοιώσης πού τό πόδι σου είναι τό­ σο μακρύ! Ρίχνεται σάν βολίδα πάνω στον κακοποιό, πού παρατάει τήν 5Άννυ καί έτοιμάζεται νά άμυνθή. Μά, όταν έχη κανείς αν­ τίπαλό του τόν έξαλλο Μπόμπυ, δέν είναι τόσο εύκολο ν5 άντισταθή. Οί γροθιές τού μεταμορ­ φωμένου παιδιού πέφτουν σάν βροχή πάνω στον κακοποιό καί του κόβουν τήν ανάσα. Στο μεταξύ, ό Τζώννυ Ντέλμαντ παλεύει άνισα μέ δυό αντι­ πάλους. 'Ο Κάρτερ τόν έχει πιά σει σφιχτά από πίσω κΓ ό Ντρί φτερ τόν χτυπάει μέ τίς γροθιές του στο στομάχι. Ή ’Άννυ τό βλέπει αυτό καί επεμβαίνει. Ση κώνει από χάμω τήν καραμπίνα της καί τήν κατεβάζει μέ ορμή στο κεφάλι του Ντρί φτερ. 'Ο κα κοποιός σωριάζεται αναίσθητος δίχως μιλιά· ^ Ό Τζώννυ σκύβει ξαφνικά καί φέρνει καπάκι τόν Κάρτερ. Με­ τά τόν σηκώνει όρθιο καί άρχίζει νά τού σφυροκοπά τό πρόσω­ πο μέ τίς γροθιές του. — Φτάνει!, ουρλιάζει έντρο­ μος ό άτιμος συμβολαιογράφος. Εγκαταλείπω! — Είσαι έτοιμος νά τά όμολογήσης όλα; τόν ρωτάει ό Τζώννυ δίχως νά σταματήση τό σφυροκόπημα. — Ναί!, ουρλιάζει ό συμβο­ λαιογράφος. Τά κτήματα του Μπάτον Χίλ εΐναι γεμάτα πε*


4>ΑΝΤΑ£ΜΑ τρέλαιο. Μόνο έγώ και η παρέα μου τό ξέραμε αυτό τό μυστικό. ΓΓ αυτό προσπαθούσαμε νά α­ ποθαρρύνουμε τούς άποίκους. "Αν τούς τρομάζαμε/ μπορεί ν’ αποφάσιζαν νά πουλήσουν τά κτήματά τους και νά έφευγαν απ’ αυτή την περιοχή. "Ημαστε έτοιμοι νά προσφέρουμε καλές τιμές. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ του κα­ ταφέρνει μιά δυνατή γροθιά και τον ξαπλώνει κάτω. Γυρίζει με­ τά στο πλήθος πού έχει συγκέν­ τρωσή στο μεταξύ* Άνάμεσά τους διακρίνει τον κατάπληκτο σερίφη Μπέρτραμ. — Σου τον χαρίζω, λέει εύ­ θυμα. "Υστερα από την ομολο­ γία του, δεν νομίζω ότι χρειάζε­ ται νά σου δώσω άλλες έξηγήσεις. — Πράγματι, λέει βλοσυρά ό σερίφης και πλησιάζει μ’ ένα ζευγάρι χειροπέδες. Τή στιγμή έκείνη ό Μπόμπυ συγκεντρώνει όλη του τή δύναμι σέ μιά γροθιά και τήν προσγει­ ώνει πάνω στο πρόσωπο τού Μπάγκ. ιΟ κακοποιός τινάζεται πίσω σάν τον κλώτσησε άλογο και πάει νά πέση δίπλα στον μισοαναίσθητο αρχηγό του. — Εμπρός, όλοι στη σειρά!, λέει ίμέ βραχνή φωνή, ό Μπόμπυ. Σταματάει και ξεροβήχει. — Διάβολε, τί έπαθε ή φωνή μου; μουρμουρίζει παραξενεμένος. Μπας και θέλει λάδωμα τό λαρύγγι μου; Αυτό θά είναι* "Εϊ, σέριφ, κατά πού πέφτει τό μπάρ, έδω στην πόλι σας; Ό σερίφης τού δείχνει. Ό Μπόμπυ αφήνει ένα χαρούμενο γρύλισμα καί ξεχνώντας τά πάν τα, τρέχει προς τά έκεΐ. ★ ★

Άπό έκείνη τή στιγμή 6 Μπό μπυ δεν λέει νά ξεκολλήση άπ©

τή μπάρ» "Έχει πιάσει φιλίες μέ

τον μπάρμαν καί, όπως συνηθίζει, βάζει στοιχήματα μέ όλους τούς θαμώνες και πίνει μπύρα τζάμπα. — Μπόμπυ, θά πάθηζ τίπο­ τα ! τού λέει ή αδερφή του ανή­ συχα. Πάψε νά πίνης τόση μπύ­ ρα. — Δεν τήν πίνω, τής λέει έμ πιστευτικά ό Μπόμπυ. Απόθεμα κάνω. Τώρα δε μέ νοιάζει, όπου κΓ άν μέ πάη ό Τζώννυ. "Αν μέ τρυπήσης μέ καρφίτσα, θά βγά­ λω..· μπύρα. Καί δόστου κατεβάζει τά πο­ τήρια τό ένα μετά τό άλλο. τέσσερις μέ­ Αυτό κρατάει ρες. Τό απόγευμα τής τέταρτης ημέρας ό Τζώννυ φωνάζει τον Μπόμπυ καί τήν "Αννυ στο ξε­ νοδοχείο όπου έχουν κρατήσει δωμάτιο καί τούς λέει ότι πρέ­ πει νά φύγουν. "Εχει λάβει ένα τηλεγράφημα άπό τον σερίφη Τζών Πότερ, άπό τό Τρίγκερ Φώλς, πού του λέει ότι, είναι άνάγκη νά πάνε στήν πόλι του. Μόλις άκούει τό νέο ό Μπόμ­ πυ κατσουφιάζει. — Δηλαδή κακοποιοί πάλι; γκρινιάζει. — Τΐ περίμενες, καμμιά δεξίωσι; του λέει κοροϊδευτικά ό Τζώννυ. — Βέβαια, κοροΐδεψε έσύ!, λέει ό Μπόμπυ θυμωμένα. "Αμα πεθάνω άπό τήν καρδιά μου, θά τό έχης βάρος στή συνείδησί σου. — "Εννοια σου καί δεν πα­ θαίνεις τίποτα έσύ, λέει ό Τζών νυ καί κυττάζει τήν "Αννυ μ5 ένα βλέμμα γεμάτο σημασία. 'Ο Μπόμπυ τό προσέχει αυτό τό βλέμμα, άλλα δέν κοααλαβαί νει τίποτα* Σκύβει τό κεφάλι καί μ ου ρμ ου ρ ί ζε ι. -— Πάει αυτοί τρελλάθηκαν καί οί δύο! Βρέ που έχω μπλε-

ι

.. ..^


Ό Κάου - Μπόϋ

18 Π,ρωΐ, τηρωΐ μέ την αυγή φεύ­ γουν άπό τό Μπάτον Χΐλ και παίρνουν τό ,μεγάλο δρόμο για τό Τρίγκερ Φώλς. Φτάνουν σέ τρεις μέρες. Τό απόγευμα τής τρίτης μέρας περνούν την διάβα σι του φαραγγιού Τρίγκερ Φώλς που θά τους βγάλη στο δημόσιο δρόμο και από έκεΐ στην πόλι.

Φτάνουν οπήν άκρη τής Βιοεβά σεω^ δταν ξαφνικά, τρία λάσα πετάγονται οπτό δεξιά και άριστερά. Οί θηλειές τους πέφτουν γύρω άπό τά σώμοττα τών τριών φίλων και τους σφίγγουν δυ­ νατά. ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΜΗΣ

|

*

!

Στο επόμενο τεύχος, τό 16, μιά νέο ύπερπεριπέτεια:

ΜΕ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΜΟΛΥΒΙ Μιά περιπέτεια πού θά συγκλονίσπ!

★ «ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ* ΦΑΝΤΑΣΜΑ)) - Τεύχος 15, Τιμή 3.50 δραχ. Γεν. Εκδοτικοί Επιχειρήσεις 0.Ε. - Λέκκα 22 Άθήναι (125)



Οί Ασσοι του Ποδοσφαίρου

Κ. ΠΟΛΥΧΡΟΝΙΟΥ


I

ΊΛνΤφοφορεϊ ΚΑΘΕ ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΑΘΕ ΣΑΒΒΑΤΟ

ΚΑΟΥ-ΜΠΟΥ

ι λ!χ15ο



Παράξενη υποδοχή ΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΗ τής διαβάσεως που οδηγεί στον δημό­ σιο δρόμο για τό Τρίγκερ Φώλς πετάγονται τρία λάσσα. Οί θηλειές τους περνούν πάνω από τα κεφάλια των τριών παιδιών καί σφίγγονται δυνατά γύρω α­ πό τά σώματά τους. καί ή 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ ’Άννυ σταματούν τά άλογά τους εγκαίρως καί έτσι καταφέρνουν νά παραμείνουν πάνω στις σέλ­ λες τους, Τό άλογο του Μπόιμπυ

τρομαγμένο από την ξαφνιααμέ νη κραυγή του κυρίου του όρμάει μπροστά. Τό λάσσο τεντώ­ νεται καί ό Μπό!μπυ βρίσκεται κάτω από την σέλλα. Προσγειώνεται μέ τό κεφάλι καί γιά μιά στιγμή μένει ακί­ νητος, σάν νά έχει χάση τις αι­ σθήσεις του. Μετά, πετάγεται πάνω τελείως, αλλαγμένος· Τό πρόσωπό του έχει αγριεμένη έκΦοασι καί τά μάτια του πετοΰν αστραπές θυμού. "Οπως του συμ βαίνει κάθε φορά πού δέχεται ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι.


4 ό Μπόμπυ μεταμορφώνεται άττό δειλό καί φοβιτσιάρικο τταιδΐ σ’ έναν ,δυναμικό καί άκατανίκη το Μπόμπυ. — Ποιος κανάγιας μέ πέρα­ σε για... βόδι καί μου έρριξε λάσσο, μωρέ; ουρλιάζει, παλεύ­ οντας να απαλλαγή από τό σκοι νί πού εχει τυλιχτή γύρω του., Εκείνη την στιγμή, από τα βράχια πού είναι δεξιά καί αρι­ στερά στη διάβασι, πετάγονται τρεις άντρες. Στο ένα τους^ χέ­ ρι βαστούν την άκρη τού λάσου πού δένει τό καθένα από τά παι­ διά καί στο άλλο ένα έξάσφαιρο. Μά δέν είναι αυτό πού κάνουν τόιν Τζώννυ καί τήν ’Άννυ νά μείνουν μέ ανοιχτό τό (ττόιμα. Εΐνάι τά νικέλινα άστρα, πού α­ στράφτουν καρφιτσωμένα στα στήθη των τριών αυτών οπλο­ φόρων. Τούς είναι αδύνατον νά καταλάβουν πώς τρεις εκπρόσω­ ποι του νόμου φέρονται τόσο ά­ σχημα σ’ αυτούς, πού έχουν α­ φιερώσει τη ζωή τους στον α­ γώνα εναντίον τών έκτος νόμου. Μόνο ό Μπόμπυ δέν βλέπει τί ποτά, τυφλωμένος δπως είναι από τό θυιμό του. Μουρμουρί­ ζοντας λογιών λογιών άπειλές, προσπαθεί πάντοτε νά ξεμπλέξη από τό λάσσο. — Ακίνητος, μικρέ! τον προ στάζει ένας από τούς όπλοφόρους. Μά ό Μπόμπυ δέν του δίνει σημασία. Είναι έτοιμος^ νά ξεφύγη από τό λάσσο καί νά ρι­ χτή πάνω στους ανθρώπους πού είναι υπαίτιοι γιά τήν τούμπα πού έφοίγε, όταν δύο απ’ αυτούς θηκαρώνουν τά πιστόλια τους καί τον πλησιάζουν γοργά. "Ενας αγκαλιάζει τον Μπόμ­ πυ από πίσω καί ό άλλος αρπά­ ζει τό λάσσο καί τον. δένει γε­ ρά. 'Ο Μπόμπυ κλωτσάει καί όρύεται, μά δέν μπορεί νά κάνη

50 Κάου — ΗπόΟ τίποτα. Τό λάσσο τυλίγεται γύ ρω του σφιχτά. Τού άκινητεΐ χέ ρια καί πόδια. 'Ο Μπόμπυ σφίγ γεται καί προσπαθεί νά τό σπά ση, αλλά δέν τά καταφέρνει για τί τό λάσο είναι καμωμένο από χοντρό σκοινί. — "Ατιμοι, μέ φάγατε! μουγ κρίζει ό σύντροφος τού Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Μέ φάγατε μέ δέκα μέτρα σκοινί! 'Ο Τζώννυ καί ή ’Άννυ παρα­ κολουθούν δύσπιστα τήν σκηνή, πού διαδραματίζεται μπροστά τους. ^—- Κάποια παρεξήγησι έχει γίνει, παιδιά, λέει τότε ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα· Είμαι ό Τζών­ νυ Ντέλμοντ καί... — Σιωπή! τον διακόπτει έ­ νας από τούς τρεις οπλοφόρους αυτός πού έχει μείνει παράμερα καί τούς σημαδεύει διαρκώς^ μέ τό έξάσφαιρό του. Δέν σου έ­ δωσε κανένας τήν άδεια νά μιλήσης.... Γυρίζει σ’ έναν άπό τούς συν­ τρόφους του πού έδεσαν τον Μπόμπυ. — Δέσε καί τήν κοπέλλα, Φράνκ, καί μετά πάρτην μαζί μέ τον μικρό καί πήγαινε εκεί πού ξέρεις. Έμεΐς θά πάρουμε τό παλληκάρι άπό δώ καί θά πά­ με στον σερίφη. Γεμάτος δυσπιστία πάντοτε ό Τζώννυ Ντέλμοντ, βλέπει τον βοηθό τού σερίφη πού ακούει στο όνομα Φράνκ νά δένη τήν ’Άννυ πάνω στή σέλλα της· Με­ τά βγάζει ένα άλογο πίσω από τά βράχια καί τό καβαλάει. Παίρνει τά χαλινάρια τών αλό­ γων τών δύο παιδιών καί ξεκι­ νάει. — Καλή άντάμωσι ! λέει στούς φίλους του. 'Ο Μπόμπυ πού έχει χάσει πάλι τήν έξαλλωσύνη του καί έ­ χει μεταμορψωθή σέ δειλό καί


ΦΑΝΤΑΣΜΑ φοβητσιάρικο παιδί αρχίζει

νά

— Τζώννυ, πού μάς πάή αυ* τός ! Μην τον άφήνης ! ΟΤζώννυ τσιτώνεται πάνώ στη σέλλα του, άκούγοντας την νοερή έπίκλησι του Μπόμπυ, αλλά αποφασίζει. . νά μη κάνη καμμ?ά κίνησι. Φοβάται οτι οι άνθρωποι πού ,τόν σημαδεύουν μέ τά έξάσφαιρά τους δεν είναι πραγματικοί έκπρόσωποι του νό μου καί δτι Θά του κάνουν κακό άν, κινηιθη από τη θέσι του. Έ­ κτος άν ονειρεύεται καί όλα αυ­ τά πού συμβαίνουν είναι ένας απαίσιος εφιάλτης. —- Έπιιμένω ότι έχει γίνει κάποια πάρεξήγησι !, λέει γιά ακόμα φορά. Λέγομαι Τζώννυ Ντέλμοντ καί έρχομαι νά δω τον σερίφη τοΰ Τρίγκερ Φώλς. Οί δύο οπλοφόροι άλληλοκυττάζονται μέ μιά αινιγματική έκφρασι. —Εμείς ξέρουμε δτι είσαι ό καταζητούμενος κακοποιός Κά κτους Κίντ κι’ δτι ήρθες στην περιοχή μας γιά νά κάνης τις βρωμσδουλειές σου, τοΰ Χέει ό ένας απ’ αυτούς. 'Ο Τζώννυ σοοστίζει. Δέν ξέ­ ρει τί νά υπόθεση μ’ αυτούς τούς ανθρώπους. — Τώρα δώσε μας τό πιστό­ λι σου ήσυχα, ήσυχα κΓ εμείς θά σέ πάμε στον σερίφη, του λέει ό ομιλητής οπλοφόρος. 'Ο Τζώννυ του δίνει υπάκουα τό έξάσφαιρό του. Ή απορία του είναι μεγάλη. κάποια φάρσα έχει παίχτη σέ βάρος του ή συμβαίνει κάτι πολύ σο­ βαρό. Κάτι του λέει δτι θά μάθη πολύ ούντομα. "Ενας οπτό τούς όπλοφόρους φέρνει δύο άλογα πίσω άπό τά βράχια. 'Ο άλλος δένει καλά τον Τζώννυ Ντέλμοντ μέ τό λάσσ© πού είναι τυλιγμένο γύρω άπό τό κορμί του»

Μόλις τελειώνει, οί δύο^ εκ­ πρόσωποι του νόμου καβολοΰν τά άλογά τους καί ξεκινούν γιά τό Τρίγκερ Φώλς, σέρνοντας πί σω τους τό άλογο μέ τον δεσμώ τη Κάου Μπόϋ Φάντασμά. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ. έξοβκολουθεί νά είναι σοβατισμένος. Ξέ ρει, δμως, δτι δέ μπορεί νά κά­ νη τίποτα καί κάθεται ήσυχος. Στήν πρώτη ευκαιρία πού θά βοή θά δράση. Είναι περίεργος νά μάθη τί συμβαίνει.

Τό σχέδιο ΠΑΙΝΟΥΝ στό Τρίγκερ Φώλς, καί, ώσπου νά φτά­ σουν στο γραφείο του σερίφη τούς έχει περιτριγυρίσει ένας σωρό κόσμος. "Ερχονται δεξιά καί αριστερά κυττώντας άγρίωπά τον δέσμιο κάου μπόϋ καί κουνώντας τά χέρια τους απει­ λητικά. — Πώς τον λένε γιά νά τοΰ έτοιμάσουμε την ταφόπετρα, παιδιά; ρωτάει ένας αγριεμένος πολίτης. — Κάκτους Κίντ! απαντάει ένας άπό τούς ανθρώπους μέ τά νικέλινα άστρα. "Εχει στο ενεργητικό του πολλούς φόνους καί πολλές ληστείες. "Ας τον βλέπετε έτσι νεαρό. Μά θά τον βάλουμε τέλος στήν έγκληματική του καριέρα. Πολύ γρήγορ®*

Μ


6 Νά τόν λυντσάρουμε!, φωνά­ ζει κάποιος· "Ενα μουγκρητό βγαίνει από τά στόματα του όχλου. Είναι ό­ λοι σύμφωνοι μ’ αυτή την ιδέα. "Αν λυντσάρουν τον νεαρό κακό ποιο, θά βγουν από τόν κόπο νά τόν δικάσουν καί νά τόν βά­ λουν στη φυλακή. — Πρέπει νά δικαστή πρώ­ τα, απαντάει ένας από τούς συ νοδούς του Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα. Τό πλήθος αγριεύει. Ό Τζών νυ Ντέλμοντ νοιώθει την καρδιά του νά σφίγγεται. Για πρώτη Φορά στη ζωή του δοκιμάζει τόν Φόβο. Κάποτε, πού του έτυχε νά δη λυντσάρισμα κακοποιού από τά χέρια ενός τέτοιου έξαγριωμένου όχλου, ένοιωσε νά τού φευ γη η μίση ζωη. Καί τό άσχημο είναι ότι όλα αυτά τά παράξενα τού συμβαί­ νουν, ενώ είναι στα χέρια αν­ θρώπων, πού αντιπροσωπεύουν τόν νόμο καί την τάξι. Είλικρινά, ό σερίφης Τζών Ηατερ θά τά πληρώση άσχημα όλα αυτά. Έπί τέλους φτάνουν μπρο­ στά στο γραφείο του σεοίφη. Οί δύο εκπρόσωποι ξεπεζεύουν καί τραβώντας τά έξάσφαιρά τους γιά νά κρατησουν πίσω τό έξαλ­ λο πλήθος, κατεβάζουν τόν Τζώννυ από τό άλογό του καί τον ανεβάζουν στο ξύλινο πεζο­ δρόμιο. Εκείνη τή στιγμή βγαίνει 6 σερίφης από τό γραφείο του, μέ μια βλοσυσρή εκφρασι στο πρό­ σωπό του· — Τζών! αναφωνεί ό Κάου Μπόϋ Φόιντασμα μόλις τόν βλέ­ πει. 5Εγώ είμαι ό Τζώννυ, δεν ιιέ αναγνωρίζεις. Δεν μου έστει­ λες... — Σιωπή!, τόν κόβει απότο­ μα ό σερίφης Τζών Πότερ, ένας μεγαλόσωμος μεοήλικας πού έχει καλή φήμη σέ τούτη τήν πε­

Ό Κάου — Ηπόϋ ριοχή. Τό θράσος σου είναι γνω στό, Κάκτους Κίντ. Μά σέ τού­ τη τήν περίπτωσι, δέν πρόκει­ ται νά πέραση. — Νά τόν λυντσάρουμε!, ουρλιάζει ό όχλος κουνώντας χέ ρια απειλητικά. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ εχει μεί­ νει σάν παράλυτος στή θέσι του. 'Η συμπεριφορά του φίλου του Τζών Πότερ πού τόν κάλεσε σέ τούτη τήν πόλι, μέ ένα επεί­ γον τηλεγράφημα, τόν πείθει ότι κάτι πολύ παράξενο συμβαί­ νει, κάτι πού είναι πέρα από τις δυνάμεις του. — I ζών, είσαι μέ τά καλά σου!, ψιθυρίζει μέ αδύνατη φω­ νή· —Είπα νά κλείσης τό στόμα σου!, βρυχάται ό Τζών Πόρτερ. Παιδιά, κλείστε τον στο πιο γε­ ρό κελλί καί θά έρθω νά τά πώ μαζί του. Οί δύο συνοδοί του Τζώννυ ΝτέλίΑοντ τόν αρπάζουν από τά μπράτσα καί τόν οδηγούν μέσα στό γραφείο τού σερίφη πού εί­ ναι ταυτόχρονα καί φυλακή. 'Ο Ντέλμοντ δέν φέρνει τήν παρα­ μικρή άντίστασι. "Ολα αυτά πού του έχουν συμβή μέχρι στι­ γμής, τόν έχουν παραζαλίσει. Καθώς τόν κλείνουν σ’ ένα κελλί, ακούει τόν σερίφη νά μιλάη στό εξαγριωμένο πλήθος. — Πηγαίνετε όλοι στά σπί­ τια σας!, τούς λέει. Αυτό πού ζητάτε δέν γίνεται. 'Ο Κάκτους Κίντ θά δικαστή, όπως τό λέει 6 νόμος καί αφού θά βρεθή ένο­ χος, θά τιμωρηθή μέ κρεμάλα... Γυρίστε στά σπίτια σας· Καθισμένος στήν κουκέτα τού κελλιού του, ό Τζώννυ Ντέλμοντ ακούει καί 5έ μπορεί νά πιστέΦη στ’ αυτιά του. 'Η κωμωδία έχει τραβήξει πολύ. Καιρός εί­ ναι νά του δώση μερικές εξηγή­ σεις ό σερίφης.

'Ο Τζών Πότερ

μπαίνει μέ


ΦΑΝΤΑΣΜΑ φούρια ατό γραφείο του. Κλει­ δώνει την εξωτερική πόρτα, σφα λίζει τον φεγγίτη καί, μέ μια στενοχωρημένη εκφρασι στο πρόσωπό του, όρμάει μέσα στο κελλί του Τζώννυ Ντέλμοντ καί αρχίζει να λόνη τό σκοινί, που κρατάει δέσμιο τον Κάου Μπόϋ φάντασμα. —Τζώννυ, μέ συγχωρείς για όσα τράβηξες, αγόρι μου, λέει ταυτόχρονα μέ στοργική φωνή. "Αμα σου εξηγήσω, όμως, θά μέ καταλάβης. "Ενα αίσθημα αφάνταστης αναιχουφίσεως πλημμυρίζει την ψυχή τού Τζώννυ Ντέλμοντ. Ε­ πί τέλους, δλα εξηγούνται. ^Αρ­ χίζει νά πιστευη δτι δεν ζή σ’ ένα άσχημο δνει.ρο, άλλα δτι δ­ λα αυτά συμβαίνουν την πρα­ γματικότητα καί δτι, σύμφωνα μέ τά λεγάμενα τού σερίφη Τζών Πότερ, υπάρχει κάποια έξήγησι. 'Ο Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα ξέρει πώς ή έξήγησι αυτή θά πρέπει νά είναι πολύ σοβα­ ρή, για νά φτάσουν οι άνθρωποι του Πότερ νά φερθούν μέ τέτοι­ ον τρόπο* — Είπα κι’ εγώ!, μουρμουρί­ ζει καθώς τρίβει τά ταλαιπω­ ρημένα χέρια του γιά νά ξ αναρ­ χίση ή κυκλοφορία. Δεν ήταν δυνατόν νά γίνονται στ’ αλή­ θεια δλα αυτά... Προτού άρχί­ σης νά μοΰ^ λές ό,τιδήποτε, πές μου: ποΰ είναι οί φίλοι μου; —Νά μην ανήσυχης καθόλου, λέει ό σερίφης Τζών Πότερ. Βρί σκονται στο σπίτι μου καί ξέ­ ρουν δλη την αλήθεια.· Περιμέ­ νουν νά τους ειδοποιήσω γιά τό^ τί θά κάνουν·.. Τώρα, νά σοΰ συστήσω τους συνεργάτες μου Τζώνς καί Τέννυ. 'Ο άλλος είναι ό φράνκ,. πού πήγε μέ τούς φίλους σου. Τζώνς, πήγαινε νά φέρης άπό τό σπίτι σου δ,τι καλύτερο έχει μαγειρέψει ή γυ­ ναίκα σου. Φαντάζομαι πώς ή

? ταλαιπωρία 8ά έχη ξεθεώσει τον φίλο μας άπό δώ· Οί δύο άντρες ζητούν συγνώ­ μη άπό τον Τζώννυ Ντέλμοντ που αναγκάστηκαν νά τοΰ φερ­ θούν τόσο σκληρά καί μετά ό Τζώνς βγαίνει άπό την πίσω πόρτα. — "Επρεπε νά σέ ξαφνιάσου ιμε, άρχίζςι ό σερίφης Τζών Πό­ τερ γιά νά είναι πιο φυσιολογι­ κή ή άντίδρασί σου, ώστε νά ξεγελαστούν δλοι. Καί νομίζω δτι ξεγελάστηκαν. — Μά τί συμβαίνει, λοιπόν; ρωτάει γεμάτος αγωνία ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα. Γιατί έπρεπε νά παίχτη δλο αυτό τό θέατρο; — Θά σού εξηγήσω αμέσως, Τζώννυ, απαντάει ό σερίφης. Αυτά πού θ’ άκοόσης είναι ό λό­ γος πού μέ ανάγκασε νά ζητή­ σω την βοήθειά σου. Στην περι­ οχή μας δρά μιά συμμορία, άπό .μήνες τώρα. Κάνουν ληστείες, διαπράττουν φόνους καί κλέ­ βουν γελάδια άπό τά γύρω ράντς. Δέν σταματούν μπροστά σέ τίποτα. Χτυποί/ν καί μετά έξαψανίζονται, όπως ό καπνός στον αέρα. Κανένας δέν έχει μπορέσει μέχρι σήμερα νά άνακαλύψη τά χνάρια τους ή νά τούς κάνη την παραμικρή ζημιά. Μά εγώ είμαι άπαφοτσισμένος νά τούς σταματήσω, Τζώννυ, καί γΓ αυτό χρειάζομαι τή βο­ ήθεια σου. 'Ο Τζώννυ έχει πάρει ύφος σοβαρό. ^ — Νά μην άμφιβάλλης καθό­ λου δτι θά σέ βοηθήσω δσο μπο­ ρώ, Τζών. "Εχω τάξει τή ζωή μου στον αγώνα εναντίον των εκτός νόμου, τό ξέρεις αυτό. "Ο,τι μοΰ ζητήσης καί περνάει άπό τό χέρι μου, θά γίνη. — Σκεφτήκαμε δλοι μας, Τζώννυ, συνεχίζει ό σερίφης, τε λείως ένθαρρυμένος άπό τά λό­ για του Κάου Μπόϋ Φάντασμα


8 καί καταλήξαμε^ στο συμπέρα­ σμα ότι θά πρέπει νά έχουν έ­ να κρησφύγετο κάπου εδώ γύ­ ρω· Καί συμφωνούμε δλοι άτι το κρησφύγετό τους είναι τό ράντς τού Σίλας Σλόουν. — Λοιπόν, τί καθόσαστε μέ σταυρωμένα χέρια; — Τό άσχημο είναι ότι δέ μπορούμε νά τό άποδείξουμε. Πάντως, τά χνάρια των συμμο­ ριτών χάνονται πάντοτε κοντά στο ποτάμι, πού είναι τό σύνο­ ρο του ράντς τού Σλόουν. — Μόνο αυτό τό τεκμήριο εχετε; ρωτάει ό Τζώννυ. —- Όχι. 'Ο Σλόουν τά έχει μέ την κυβέρνησι έπειδή μοίρα­ σε^ τά γύρω από τό δικό του κτήματα^ σέ φτωχούς από άποίκους γιά νά τά σττείρουν. Μπο­ ρεί λοιπόν, γιά νά έκδικηθή, νά έχη μαζέψει όλους τούς κακο­ ποιούς στο κτήμα του. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στη συζητησι καί ό Τέννυ, ό βο­ ηθός τού σερίφη. — Προσπαθήσαμε πολλές φο ρές^ νά ψάξουμε τό κτήμα τού Σλόουν, αλλά τά παλιό μούτρα, πού έχει μαζέψει έκεΐ μάς έρριξαν καί μάς ανάγκασαν νά απο­ μακρυνθούμε. — "Ολα αυτά έχουν φοβίσει τον κόσμο, λέει ό σερίφης. Κα­ νένας δέν δέχεται νά γίνη βοη­ θός μου, έκτος άπό τά παιδιά πού έχεις γνωρίσει κι5 έτσι δέν έχω αρκετούς άντρες γιά νά κά νω μια έφοδο. Σταματάει καί κυττάζει τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα κατάμα­ τα. — Θέλω νά μέ βοηθήσης νά βρω αποδείξεις δτι ό Σλόουν κρύβει στο κτήμα του τούς κα­ κοποιούς πού λυμαίνονται την περιοχή, Τζώννυ, λέει· — Δέχομαι χωρίς συζήτησι, απαντάει ό Κάου Μπόϋ Φάντα­ σμα, Μόνο πες μου ί\ πρέπει

Ό Κάου - Μπόϋ νά κάνω. Ασφαλώς, θά έχης καταστρώσει κάποιο σχέδιο. — Ναι, πράγματι, λέει κατευχαριστημένος ό σερίφης. Α­ πόψε θά δραπέτευσης από τη φυλακή, κοντά την αυγή, θ’ άποπειραθής νά κρυφτής στο ράν τσι τού Σλόουν. ’Άν σέ άφήσαυν νά μείνης έκεΐ, Τζώννυ, άρχίζει ή αποστολή σου καί θά πρέπει νά τά αντιμετώπισης ό­ λα μόνος σου. — Απόψε είναι ή σειρά μου νά κάνω τον δεσμοφύλακα, λέει ό Τέννυ. Θά σού έχω έτοιμο σε­ λωμένο τό άλογό σου πίσω άπό τό κτίριο τής φυλακής. — Σύμφωνοι!, λέει ό Τζών­ νυ, ενθουσιασμένος πού τού α­ ναθέτουν μιά τόσο λεπτή καί ε­ πικίνδυνη αποστολή. 5'Αν όδνατ καλύψω τίποτα, θά φροντίσω νά σού στείλω μήνυμα μέ κά­ ποιον τρόπο. Γι* αυτό έχε τό νοΰ σου σέ δ,τι ή όποιον προέρ­ χεται άπό τό ράντς τού Σλό^ ουν. Καί κάτι άλλο, έχει τό νού σου στούς φίλους μου. 0ά στε­ νοχωρηθούν πολύ ξέροντας δτι αντιμετωπίζω έναν τέτοιο κίν­ δυνο· — Τό ξέρω, λέει ό σερίφης. Καί νά μείνης ήσυχος, θά τούς φέρω έδώ στο γραφείο μου καί δλοι μαζί, θά έχουμε τον νοΰ μας γιά τό μήνυμά σου. Ξέχα­ σα νά σού πώ δτι τον επιστάτη τού Σλόου τον λένε Τζάχ Τσήλσον κι5 δτι είναι ϋποτος. Φέρνουν στον Τζώννυ νά φάη καί μόλις τελειώνει, τού περ­ νούν ένα ζευγάρι χειροπέδες στα χέοια καί τον ξανακλείνουν στο κελλί του. 'Ο σερίφης καί ό Τζώνς πάνε στο μπαρ γιά νά διαδόσουν καί νά σχολ ιάσουν τό νέο τής συλήψεως τού Κά­ κτους Κίντ. 'Ο Τέννυ μένει νά κάνη τον δεσμοφύλακα. ’Έχει εντολή νά ξυπνήση τον Τζώννι; λίγο προτού φέξη,


ΦΑΝΤΑΣΜΑ

9

ΛΤ.1

ράει κατά μήκος τής όχθης τ©υ, ώσπου βλέπει μια πέτρα στην απέναντι όχθη, πού μοιάζει μέ αυγό. Είναι τό σημάδι πού τού έχει περιγράφει ό Πότερ. Σέ τούτο τό σημείο τό νερό είναι ρηχό καί^ μπορεί νά περάση μέ τό άλογό του. Ρίχνεται χωρίς δισταγμό μέ­ σα οπό παγωμένο νερό. Βγαί­ νει στην άλλη όχθη, αλλά δέν έχει προλάβει νά πάη πολύ μακρυά, όταν, ξαφνικά, πετάγεται μπροστά του ένας θεόρατος άν­ τρας μέ μιά καραμπίνα στο χέρι. —Σταμάτησε, φίλε! Καί ψη λά τά χέρια!, προστάζει μέ ά­ γρια φωνή· Μά ό Τζώννυ, αρχίζοντας νά ποιίζη στην έντέλεια τον ρόλο πάτού Κάκτους Κίντ, δέν συμμορ­ φώνεται μέ τίτιν προσταγή. Συγ­ χρονίζοντας τά δεμένα χέρια του τραβάει τό έξάσφαιρό του, μέ μοναδική γρηγοράδα, καί ταυτόχρονα πυροβολεί. 'Η σφαίρα του παίρνει τήν καραμπίνα από τά χέρια του ψηλού οπλοφόρου καί τήν πε? πετάει χάμω. 'Ο ψηλός άντρας βγάζει μιά κραυγή εκπλήξεως. Του είναι αδύνατον νά πιστέψη ότι ένας άνθρωπος μέ δεμένα χέρια θά μπορούσε νά τρσβήξη πιστόλι τόσο γρήγορα καί νά έχη τέτοια έπιτυχία στο σημά­ δι. Θά πρέπει νά είναι κάποιος σπουδαίος. — "Οπως βλέπεις^ δέν έχω όρεξι γιά αστεία, ούτε καιρά γιά χάσιμο!, λέει ό Τζώννυ Ντέλμοντ μέ σκληρή φωνή. Πήγαινέ με αμέσως στον Τσάκ Γουήλσσν. ’Ακουσα ότι είναι επιστάτπς σέ τούτο τό κτήμα. — Εΐ..· είναι πράγματι!, λέει ό ψηλός άντρας καί ξαφνι­ κά, τό πρόσωπό του φωτίζεται. Τώρα πού έφεξε λίγο σέ γνώρι­ σα. Είσαι ο Κάκτους Κίντ! ”Η­

Στο ράντς τσΟ Σλύουν ΙΓΟ πριν τά χαράματα ό Τέννυ ξυπνάει τον Τζώννυ Ντέλμοντ πού λαγοκοιμάται νω στην κουκέτα του, φορώντας πάντοτε τις χειροπέδες. Του άνοίγει την πόρτα του κελλιοΰ καί τον βγάζει έξω. Μετά, μπαί νει ό ίδιος μέσα, ξαπλώνει στο πάτωιμα, αναίσθητος δήθεν από ένα χτύπημα του «Κάκτους Κίντ» καί ό Τζώννυ Ντέλμοντ κλειδώνει την πόρτα. Αθόρυβα, πλησιάζει την πί­ σω πόρτα τής φυλακής καί την ανοίγει- Δέν υπάρχει ψυχή έξω. Μόνο τό άλογό του, δεμένο σ’ έναν πάσαλο περιμένει υπομο­ νετικά. 'Ο Τζώννυ πετάγεται έξω, τό λύνει καί μ’ ένα πήδημα βρίσκε­ ται στη σέλλα του. Λίγο αργό­ τερα, σκυφτός πάνω στη σέλλα του, βγαίνει καλπάζοντας από τό Τρίγκερ Φώλς. 'Ο σερίφης Πότερ του έχει περιγράφει μέ λεπτομέρειες την πορεία πού πρέπει νά άκσλουθήση. Στο α­ βέβαιο φως τής αυγής διακρί­ νει τά σημάδια καί διαπιστώνει ότι ακολουθεί τό σωστό δρόμο. Προτού φέξη για τά καλά, έ­ χει φτάσει στο ποτάμι. Προχω-

\


10 μουν στην πόλι χτές τό απόγευ­ μα που σ’ έφεραν ό Τέννυ μέ τον Τζώνς. Πώς βρέθηκες εδώ, όμως; — Δραπέτευσα πριν από λί­ γο, απαντάει ό Τζώννυ. Δεν βλέ πεις, φοράω ακόμα τά βραχιό­ λια. Θέλω νά τά βγάλω τό συντσμώτερο. Είναι έδώ ό Γουήλσον; — Ναι, έδώ είναι. ^ Κρυφέ τό πιστόλι σου και θά σε οδηγήσω σ5 αυτόν. 'Ο ψηλός άντρας σηκώνει α­ πό χάμω την καραμπίνα του, μπαίνει σε κάτι θάμνους κοντά στην όχθη του ποτάμιου και βγαίνει μέ ένα άλογο. Τό καβαλάει καί ξεκινάει πρώτος. 'Ο Τζώννυ ακολουθεί. Διασχίζουν ένα μεγάλο λει6άδι. Στο μεταξύ έχει ξημερώ­ σει. Μπροστά του ό Τζώννυ Ντέλμοντ βλέπει ένα συγκρότη­ μα κτιρίων. Θά πρέπει νά είναι τά οικήματα του ράντς τοΰ Σλό ουν. 'Ο Τζώννυ σφυρίζει μέ θαυ­ μασμό. —Διάβολε, πολύ βολεύτηκε ό Τσάκ Γουήλσον!, λέει μέ θαυ­ μασμό καί κάποια ζήλεια στη φωνή του. 'Ο συνοδός του καγχάζει ευ­ χαριστημένος καί τού λέει νά περιμένη. Ξεπεζεύη καί μπαί­ νει μέσα σ’ ένα από τά οικήμα­ τα. Βγαίνει σέ λίγο μαζί μ’ έ­ ναν μεγαλόσωμο νεαρό άντρα μέ παχειά φρύδια καί μιά ουλή στο πρόσωπο καί μερικούς άλ­ λους κακοπρόσωπους κάου μπόϋς. 'Ο νεαρός μέ την ουλή πλησι­ άζει τον Τζώννυ, πού έχει ξεπε­ ζέψει, καί τον κυττάζει από την κορυφή μέχρι τά νύχια μέ καχύποπτο ύφος. —Είμαι ό Τσακ Γουηλσον, λέει. Ποιος σ’ έστειλε σε μένα; —— ~έχασα τό όνομα, του α­

Ό Κάου

Μπόϋ

παντάει αυθάδικα αλλά μέ ύφος γεμάτο σημασία ό Τζώννυ Ντέλ μοντ. "Οπως θά ξεχάσω καί τό δικό σου. Πάντως, ό άνθρωπος αυτός μου είπε ότι έχεις μεγάλη ανάγκη από γρήγορα πιστόλια. Μήπως έπεσε έξω; — Τον λένε Κάκτους Κίντ, αφεντικό! πετάγεται ό ψηλός άντρας πού έχει δοκιμάσει κι* όλας τήν γρηγοράδα του πιστο­ λιού τοΰ νεαρού κάου μπόϋ. Τον εΐδα πού τον έφεραν στο Τρίγκερ Φώλς χτές τό απόγευ­ μα οί βοηθοί τοΰ σερίφη. 'Ο Τζώννυ καγχάζει ειρωνι­ κά. —Τό «κοουτάκι» όπου μ’ έ­ κλεισαν, δέ μπορούσε νά μέ βαστήξη, λέει άλλαζονικά. 'Ο Τσακ Γουήλσον κυττάζει άλλη μιά φορά τον Τζώννυ καχΰποπτα καί μετά γυρίζει στον ψηλό πού έφερε τον Ντέλμοντ. — Μπίφ, εσύ ξαναγύρνα στο πόστο σου, λέει. Μπορεί νά πα­ ρακολούθησε κανένας τον φίλο απο οω· Εσυ, Τοντ, τρεξε μέ­ χρι τήν πόλι γιά νά εξακρίβω­ σης άν όσα μάς είπε ό νεαρός, είναι αλήθεια. 'Ο Τζώννυ κάνει ένα βήμα πί­ σω μέ πρόσωπο άγριεμένο. Τά χέρια του συγχρονισμένα πάλι κινούνται μέ μοναδική γρηγορά­ δα καί τό έξάσφαιρό του εμφα­ νίζεται σ’ ένα απ’ αυτά σάν α­ πό μαγεία. — Δέν μπορώ νά περιμένω νά γίνη ή έξακρίβωσι πρώτα!,, λέει μέ θυμωμένη φωνή. ’Ή θά: μέ δεχτήτε στην παρέα σας τώ­ ρα αμέσως... ή φεύγω! Διάλε­ ξε καί πάρε, Γουήλσον ! Ό Τσάκ Γουήλσον, αντί νά θυμώση, τον κυττάζει μ* ένα χα­ μόγελο. Τού αρέσουν οι σκληροί1 άντρες, γιατί είναι καί ό Τδιο«τ τέτοιος. 'Ο νεαρός είναι κατάλ­ ληλος γιά τήν συντροφιά του. — ’Οκέϋ, λέει· Κρύψε τό τπ-


ΦΑΝΤΑΣΜΑ στόλι σου καί πάψε νά παριστάνης τον ζόρικο. Θά σου σπά­ σω τις χειροπέδες καί μετά θά καθήσουμε νά κουβεντιάσουμε. Πιάνει τον Τζώννυ από τό μπράτσο καί τον τραβάει προς τό αχούρι. Ταυτόχρονα κλείνει τό μάτι του στον άνθρωπό του που ακούει στο όνομα Τόντ. 'Ο Τζώννυ κάνει πώς δεν καταλα­ βαίνει. 'Ο Τάντ τρέχει νά σελλώση τό άλογό του. 'Ο Γουήλσον τον πάει σέ μιά γωνιά του αχουριού πού έχει τά σύνεργα του πεταλωτοΰ. Του άκσυμπάει τά χέρια πάνω σ’ ένα άμόνι καί κόβει τις χειροπέδες μ3 ένα κοπίδι. —Που είναι ό ιδιόκτητης τού ράντς; ρωτάει ό Τζώννυ σέ μιά στιγμή. — Είναι γέρος καί άρρωστος καί δεν βγαίνει πολύ από τό σπίτι, του απαντάει ό Γουήλ­ σον. "Ο,τι κουμάντο χρειάζεται εδώ πέρα, τό κάνω έγώ· Αυτό νά μη τό ξεχάσης ούτε στιγμή. Κάκτους Κίντ! Αφεντικό είμαι έγώ! 'Ο Τζώννυ δεν βγάζει μιλιά από τό στό'μα του. ★ ★ ★ Ό Τόντ, ό άνθρωπος τοΰ Τσάκ Γουήλσον γυρίζει υστέρα από μιά ώρα περίπου από την πόλι. Βρίσκει τούς άλλους στην τραπεζαρία του προσωπικού νά τρώνε πρόγευμα. — 'Ο Κάκτους Κίντ σοΰ είπε αλήθεια γιά την δραπέτευσί του Τσακ!, λέει στον έπιστάτη τού ράντς. 'Η πόλι έχει άναστατωθή. 'Ο σερίφης Πότερ έρχεται κατά δώ μέ τούς βοηθούς του. — "Αφησέ τον νά έρθη, λέει μέ μιά μοχθηρή έκφρασι ό Τσάκ Γουήλσον. Θά πάω νά φέρω τον Σλόουν. Έσύ μή ξεμυτίσης άπό 6ώ μέσα. Κάκτους Κίντ· 'Ο Τζώννυ δέν βγαίνει καθό­ λου από την τραπεζαρία. ΟΙ άν­

11 θρωποι τοΰ Γ ουήλσον ακολου­ θούν τό αφεντικό τους καί αφή­ νουν τον Κάου Μπόϋ Φάντασμα μόνο. Περίεργος γιά τό πώς θ5 αντιμετωπίσουν τον σερίφη, ε­ κείνος, σηκώνεται καί πλησιάζει τό παράθυρο. Σέ λίγο καταφτάνει ό σερί­ φης Πότερ μέ τούς τρεις βοηβούς τού πού ξέρει ό Τζώννυ Ντέλιμοντ. ’Έχει βάλει σέ ενέρ­ γεια τό δεύτερο μέρος τοΰ σχε­ δίου του, γιά νά ένισχύση πεοισσότερο την έντυπωσι ότι ό Τζοδννυ Ντέλμοντ είναι πραγμα­ τικά ένας κακοποιός καί δραπέτης. Στην πόρτα τού σπιτιού πε­ ριμένει ένας ηλικιωμένος άν­ τρας μέ μιά καραμπίνα στο χέ­ ρι. Πίσω του στέκεται ό Τσάκ Γ ουήλσον. Μέ γουρλωμένα μά­ τια ό Τζώννυ βλέπει ότι ό Γου­ ήλσον εχει κολλημένο στην πλά­ τη τοΰ γέρου μέ την καραμπίνα ένα έξάσφαιρο μέ τρόπο πού νά μή φαίνεται από μπροστά. — Τί γυρεύεις στο κτήμα μου, Πότερ; λέει ό γέρος μέ θυφωμένη φωνή, προτείνοντας την καραμπίνα του. — Μην άρχίζης τά ζοριλίκια, Σλόουν!, λέει ό σερίφης σταμα τώντας. Τό έσκασε ένας δολοφο νος από τή φυλακή μου καί κατευθύνθηκε προς τά έδώ. Θέλω νά ψάξω τό κτήμα σου· — Θά ψάξουν οί δικοί μου άνθρωποι!, τοΰ απαντάει θυμω­ μένα πάντοτε ό γέρο Σλόουν. ’Άν είναι κρυμμένος πουθενά, θά τον πιάσουν. Κανένας εκπρό­ σωπος τοΰ νόμου δέ μπορεί νά ψάξη τό κτήμα μου! Καλύτερα νά φύγης αμέσως, σερίφη! 'Ο Τζών Πότερ κάνει τον θυ­ μωμένο. Δείχνει τον Σλόουν μ5 ένα κατηγορηματικός δάχτυλο. —Αέν μπορείς νά τά βάζης αιώνια μέ τον νόμο, Σλόουν!,. λέει. Θά έρθω μιά μέρα, πολύ


12 σύντομα, μέ πενήντα άντρες και τότε θά δούμε τί θά κάνης! ^— Σέ διαβεβαιώ πώς, όταν θά φύγης άπο 6ώ, δεν θά έχης μαζί σου πενήντα άντρες!, τού πετάει ό γέρο Σλόουν. 'Ο νόμος σου έκλεψε τά κτήματά μου. Γι’ αυτό εγώ έχω δικό μου νόμο στο κτήμα μου... Φύγε γρήγοραίέ θυμωμένες κινήσεις ό σε­ ρίφης Πότερ γυρίζει τό άλογό του και κάνει νεύμα στους βοη­ θούς του νά τον ακολουθήσουν. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ τούς βλέ­ πει νά χάνωνται πέρα στην άπόστασι και μετά βλέπει κάτι άλλο πού κάνει τά μάτια του νά γουρλώσουν ακόμα περισσό­ τερο. Ο ί σάκ Γουήλσον παίρνει την καρα,μπίνα από τά χέρια τού γέρου Σλόουν πού έχει κα­ μπουριάσει ξαφνικά, σάν νά τον έγκατέλειψαν οί δυνάμεις του. — Φέρε την άδεια καραμπίνα, γέρο, καί ξαναγύρνα στο δωμάτιό σου, του λέει ό Γουήλσον. Τον έπαιξες θαυμάσια τον ρόλο σου. 'Ο Τζώννυ μένει κατάπλη­ κτος. Τώρα καταλαβαίνει, ό Τσακ Γουήλσον και οι σύντρο­ φοι του κρατούν τον γέρο ράντσερ αιχμάλωτο. ΚΓ εκείνος κά­ νει δ,τι του πουν. ΓΓ αυτό έχει δημ ι οοργηθή αυτή ή παρεξήγησι μέ τόν σερίφη.

Ό Κάου - Μπόϋ

τά παρακολουθεί όλα μέ άγρυ­ πνο μάτι. Ψάχνει γιά τις άποδείξεις πού ζητάει ό Πότερ, γιά νά βάλη τούς κακοποιούς στο χέρι. Ταυτόχρονα, προσπαθεί νά βρή μέ ποιόν τρόπο θά μπορέση νά ειδοποίηση αυτόν καί τούς φίλους του, σέ περίπτωσι πού θά βρή αυτές τις Ινδείξεις* "Οσο περνάει ή μέρα, τόσο απογοητεύεται. Μά ό ερχομός τής νύχτας, τού φέρνει μια μεγά λη χαρά. 'Ο Τσότκ Γουήλσον μα ζεύει όλους τούς μπράβους του στην μεγάλη τραπεζαρία τού προσωπικού, μαζί καί τόν Τζών­ νυ Ντέλμοντ. Τούς βάζει νά καθήσουν όλοι γύρω από τό τραπέζι καί παίρ­ νοντας ένα υπεροπτικό ύφος, άρ χίζει: — Εΐχα νέα άπό τόν άνθρω­ πό μας πού εργάζεται στην ε­ ταιρία μεταφορών τού Τρίγκερ Φώλς. "Ενα χαρούμενο μουρμουρητό βγαίνει άπό τά στόματα των κακοποιών. — Μια μεγάλη αποστολή χρυσού φεύγει αύριο τό βράδυ γιά τό Τάξπαν. ’Αλλά δέν φεύ­ γει μέ την κανονική άμαξα. Φεύγει μέ μια πού ξεκινάει άπό τό Τρίγκερ Φώλς μια ώρα μετά τήν κανονική άμαξα. 'Ο κακοποιός πού ακούει στο όνομα Μπίφ, καγχάζει: — "Ωστε πήγαιναν νά μάς Οί παράνομοι σχεδιάζουν ξεγελάσουν, έ; κάνει ιμέ κακία. —Ναί, λέει ό Γουήλσον- Μά, ΥΠΌΛΟΙΠΗ μέρα περνάει αντί νά μάς ξεγελάσουν αυτοί, ήσυχα στο ράντσο τού Σλό­ θά τούς ξεγελάσουμε έμεΐς. 'Ο ουν. Οί κακοποιοί φαίνεται δτι Τόντ, ό Τζί.μ, ό Στάμπ κΓ έγώ έχουν πιστέψει γιά τά καλά δτι 8ά περιμένουμε αυτή τήν δεύτε­ ό Τζώννυ Ντέλμοντ είναι ό Κά­ ρη άμαξα στήν στροφή "Αντηκτους Κίντ, ό κακοποιός που λοπ. ’Εσύ Μπίφ, ό Κάκτους ψάχνει νά βρή ό σερίφης. Αέν Κίντ καί οί τρεις άλλοι σκοποί τόν κυττάζουν καχύποπτα, καί, θά μείνετε έδώ! μπορεί νά πή κανείς, δέν ασχο­ Ό Τζώννυ Ντέλμοντ δίνει λούνται καν μαζί του. μια σκληρή έκφρασι στο πρόσω 'Ο Τζ<$ννν Ντέλμοντ, δμως? π<$ τον καί κυττάζει θυμςαμένρ

Η


ΦΑΝΤΑΣΜΑ τον άρχικακοποιό. -—Μη βιάζεσαι τόσο, Τσακ!, του λέει. Θέλω νά είμαι κΓ εγώ στο γλέντι πού θά γίνη. — Νά ρήν βιάζεσαι σύ, Κά­ κτους, του απαντάει ό Γ ουήλσον. "Οσο ψάχνουν για σένα δεν πρέπει νά τα κουνήσης από δώ πέρα. Μπορεί νά σέ αναγνώ­ ριση κανένας..· Καλύτερα νά μείνης κρυμμένος. 'Ο Τζώννυ διμως θέλει νά πάη οπωσδήποτε μέ τούς κακοποι­ ούς, ώστε νά μπόρεση νά βρή ευκαιρία ν’ άποτρέψη τό κακό πού σχεδιάζουν οί παράνομοι. Μιά ιδέα κατεβαίνει στο μυα­ λό του. — ’Έχεις δίκιο, Τσάκ, λέει. Πάντως, έχω μιά καλή ιδέα γιά νά στείλω τούς ανθρώπους τού νόμου σέ μιά άσκοπη καταδίωξι, ενώ έσεΐς θά κλέβετε τό χρυ­ σάφι. Οί κακοποιοί γυρίζουν καί τον κυττάζουν γεμάτοι περιέρ­ γεια. Θέλουν ν’ ακούσουν ποιά είναι αυτή ή ιδέα. 'Ο Τζώννυ βγάζει τό καπέλλο του. — Θά πάη κάποιος νά πή στον σερίφη ότι ψάξατε τό κτή­ μα, ότι μέ ανακαλύψατε καί δτι μέ αρχίσατε στο πιστολίδι. Θά πήτε δτι τράβηξα γιά τά νότια καί γιά νά τού αποδείξετε δτι μέ βρήκατε, πράγματι, θά τού πάτε τό καπέλλο μου πού, προ­ ηγουμένως, θά τό τρυπήσω μέ μιά σφαίρα. 'Ο Τσάκ Γουήλσον πετάγεται όρθιος, ενώ τό πρόσωπό του α­ στράφτει. — Πολύ καλή ή ιδέα σου, Κά κτους Κίντ!, λέει καί χτυπάει τόν Ντέλμοντ στην πλάτη. Έ­ κτος τού δτι θ’ άπομακρύνη τούς ανθρώπους του νόμου απ’ αυτή την περιοχή, θά μάς κάνη νά φανούμε στά μάτια τους έν­ τιμοι καί φιλόνομοι πολίτες! Μ, χά!

13 Οί κακοποιοί σκάζουν στά γέλια, ένθουσιασμένοι από την ιδέα τοΰ Κάκτους Κίντ. Ό Τζώννυ γελάει κΓ αυτός αλλά όχι γιά τόν ίδιο λόγο. Γελάει γιατί του έχει έρθει καί μιά δεύ τερη ιδέα, πώς θά ειδοποίηση δηλαδή τόν σερίφη καί τούς φίλους^ του· — Πρωΐ - πρωί. Κάκτους, λέει ό Γουήλσον υστέρα από λί­ γο, ν’ άνοιξης μιά τρύπα στο καπέλλο σου καί νά τό λερώσης λιγάκι. Θά τό στείλω μέ τόν Μπίφ στον σερίφη. Βάζω στοί­ χημα δτι, μόλις ακούσουν τό νέο, θά κάνουν απόσπασμα^ καί θά ξεκινήσουν γιά τά νότια. Καί τό ’Άντηλαπ Μπέντ, οπού 6ά περιμένουμε έμεΐς τήν άμο&£α μέ τό χρυσάφι, είναι βόρεια. Χά, χός! — Πάει τό χρυσάφι εΐναι χα­ μένο, λέει ό Τζώννυ. Μετά τό φαγητό, πού πηγαί­ νουν όλοι γιά ύπνο, ό Τζώννυ κσθυστεοει λίγο στήν τραπεζα­ ρία καί ετοιμάζει τό μήνυμά του. Μετά, μέ ένα ευχαριστημέ­ νο^ χαμόγελο, πάει κΓ αυτός γιά ύπνο.

Τό μήνυμα του Τζώννυ Ντέλμοντ I

Ο ΛΑΛΟ πρωΐ ό κακοποιός πού ακούει στο όνομα Μπίφ

π^ίρνζΐ

τό τσαλακωμένο κα]


Ό Κάου — Μπόϋ τρυπημένο _άπό μία σφαίρα καττέλλσ του I ζώννυ Ντέλμοντ καί, μη μττορώντα νά συγκράτηση τά γέλιια του, ξεκινάει για τό Τρί γκερ Φώλς. "Οταν φτάνη έκεΐ, τραβάει κατ’ ευθείαν για τό γραφείο του σερίφη Τζών Πότερ. Του δείχνει τό καπέλλο και του λέει όσο πιο πειστικά μπορεί ότι α­ νακάλυψαν τον Κάκτους Κίντ στο κτήμα του Σλόουν καί ότι τον κυνήγησαν μέ σφαίρες.— Τράβηξε κατά τά νότια, σέριψ, καταλήγει ό Μπίφ. Ή γνώμη μου είναι πώς άμα κάνης απόσπασμα καί τον καταδιώξης 9ά τον προλάβης. Πρέπει νά εί­ ναι πολύ ταλαιπωρημένος καί νη στικός. — Αυτό θά κάνω!, λέει ό Πό­ τερ καί καλεΐ τον Τζώνς, έναν από τους βοηθούς του.. Γρήγορα κάνε ένα απόσπασμα νά κατα­ διώξουμε τον Κάκτους Κιντ, του λέει· Τράβηξε κατά τά νότια.... Νά πής στον Σλόουν ότι τον ευ­ χαριστώ πολύ γιά την έκδούλευσι, Μπίφ. 'Ο κακοποιός χαμογελάει ει­ ρωνικά κα’ βγαίνει έξω. Καβαλάει τό άλογό του καί ξαναγυρίζει στο κτήμα του Σλόουν γιά νά πή στούς φίλους του πώς ό σερίφης έχαψε τό κόλπο τού Κά κτους Κίντ. Στο μεταξύ, ό σερίφης Τζών Πότερ κυττάζει τό καπέλλο του Τζώννυ Ντέλμοντ παραξενεμένος. Ό Κάου Μπόϋ Φάντασμα του έχει πή νά προσέξη τά πρά­ γματα καί τούς ανθρώπους που βγαίνουν άπό τό ράντς τοΰ Σλόουν, γιά νά 5ή τό μήνυμα, που θά τοΰ στείλη. Σίγουρα, κά ποια σημασία έχει αυτό τό κα­ πέλλο αλλά εκείνος δεν είναι σέ θέσι νά την καταλάβη. Παίρνει τό καπέλλο καί μπαί­ νει στο διπλανό δωμάτιο, όπου είναι καθισμένη ή 'Άννυ καί ό

Μπόμπυ, οί σύντροφοι τοΰ Κάου Μπόϋ Φάντασμα καί περιμένουν ανυπόμονα. Ή κοπέλλα στέκε­ ται θλιμμένη κοντά ο~τό παρά0 ρο, ενώ ό Μπόμπυ, μέ μιά κασόνα μπύρες δίπλα του κάθεται σέ μιά καρέκλα καί έχει άκουμπήσει τά πόδια του σ’ ένα τρα­ πέζι. Ρουφάει μπύρα διψασμένα καί κάθε τόσο πλαταγίζει τά χείλη του. — Νάσαι καλά, Ποτεράκι με.;!, λέει βλέποντας τον σερί­ φη. Νά στέλνης κάθε μέρα τη­ λεγραφήματα κΓ έμείς θά ερχό­ μαστε σαν τρελλοί· 'Ο σερίφης Πότερ τούς δια­ κόπτει καί άφσΰ τούς δείχνει τό καπέλο τούς λέει την ιστορία τοΰ Μπίφ. Γιά μιά στιγμή ή ’Άν νυ τρομάζει. — Μήπως τοΰ έκαναν κακό, άραγε; αναρωτιέται μεγαλόφω­ να. Μετά όμως, που σπρωγμένη άπό κάποια άνάμνησι ψάχνει κοντά - κοντά τό καπέλο τοΰ α­ γαπημένου της συντρόφου καί α­ νακαλύπτει ένα διπλωμένο χαρτά κι, χω,μένο σέ μιάν άκρη τής φό­ δρας του. Μιά κραυγή έκπλήξεως βγαί­ νει άπό τό στόμα τοΰ σερίφη. 'Ο Μπόμπυ παρατάει τή μπάρα του καί σκύβει πάνω άπό τον ώ­ μο τής αδερφής του. Ή ’Άννυ διαβάζει: «Ό Τσάκ Γουήλσον καί ή πα­ ρέα του σχεδιάζουν νά ληστέ­ ψουν την άμαξα πού 8ά μεταφέρη τό χρυσάφι. Θά την περιμέ­ νουν στην στροφή τοΰ δρόμου πού λέγεται ’Άντηλοπ καί^ θά τής επιτεθούν. "Εως νά είμαι μαζί τους. Φροντίστε νά τους εμποδίσετε· Θά σάς βοηθήσω. Τζώννυ». Ό σερίφης Τζών^ Πότερ τρί­ βει τά χέρια του μέ ίκανοποίησι. Μετά κυττάζει τά δυο παι­ διά καί τους λέει:


ΦΑΝΤΑΣΜΑ — Πρέπει νά εΥσαστε περή­ φανοι που έχετε φίλο σας ένα τόσο θαρραλέο παιδί. Δεν τον φοβίζει τίποτα. 'Ο Μπόμπυ τον κυττάζει λες καί δέν είναι καλά. — Καί τό λες καλό αυτό κ. Πότερ; κάνει. Ωραίος είσαι! Έγώ θά τον προτιμούσαν λιγώτερο θαρραλέα... Μόνο έτσι θά μπορούσε νά βρίσκεται ή καρ­ διά μου πάντοτε στον τόπο της· Τώρα δέ μπορώ νά τή βρω που­ θενά. ’Ίσως νά έχη τρυπώσει σέ καμμιά μπότα μου. Ή ’Άννυ κΤ ό σερίφης γε­ λούν καί μετά σοβαρεύονται α­ μέσως. — Πρέπει νά καταστρώσουμε σχέδιο νά βάλουμε τους κα­ κοποιούς στο χέρι, λέει ό σερίφης· — Νά καταστρώσετε, λέει ό Μπόμπυ. Έγώ δέν ανακατεύο­ μαι. Παραιτούμαι από κακο­ ποιούς. Ύποσχέθηκα στον μπαρ μαν νά γίνω βοηθός του. Μόνο έτσι θά μπορώ νά είμαι διαρκώς κοντά στην αγαπημένη μου μπυ ρίτσα. —Μπόμπυ, άσε τις ανοη­ σίες, του λέει αυστηρά ή ’Άννυ. Δέν καταλαβαίνεις δτι ό Τζώννυ κινδυνεύει, ότι δίχως την βοή­ θεια μας μπορεί νά σκοτωθή καί νά μην τον ξαναδούμε ποτέ πιά ζωντανό; 'Ο Μπόμπυ μένει σύξυλος· Τά μάτια του γουρλώνουν για μια στιγμή καί μετά μικραίνουν καί γεμίζουν δάκρυα. Τον λα­ τρεύει τον Τζώννυ Ντέλμοντ καί μόνο ή σκέψι δτι θά μπορούσε νά μην τον ξαναδή τού φέρνει δάκρυα. — Καλά, θά βοηθήσω κι* έ­ γώ, λέει μέ μισή καρδιά. ’Έχω ένα σχέδιο που 8ά σάς αρέσει. Κατάπληκτοι ό σερίφης καί · ή ’Άννυ άκοΰνε τό σχέδιο τοΰ Μπόμπυ καί τό βρίσκουν κατα­

15 πληκτικό. 'Ο Μπόμπυ καμαρώ­ νει σάν φουσκωμένος διάνος καί ξαφνικά, άναλογίζεται τον κίν­ δυνο που θ’ άντιμετωπίση καί ξεροκαταπίνει. — Τώρα που σάς είπα τό σχέδιο καί σάς αρέσει, δέν γί­ νεται νά μή... νά μην έρθω μαζί σας έγώ; λέει.

Πιασμένοι στην παγίδα ΜΠΙΦ γυρίζει γρήγορα γρήγορα στο κτήμα τού Σλό ουν καί λέει στον Γουήλσον δτι ό σερίφης έχαψε τό παραμύθι γιά τον Κάκτους Κίντ. 'Ο Γουήλσον δίνει διαταγή νά έτοιμαστουν οι άνθρωποι που θά πάνε μαζί του. Λέει καί στον Τζώννυ δτι μπορεί νά πάη κΓ αυτός. — Μπίφ, θά μείνης εδώ, έσό μέ τους άλλους τρεις που θά έ­ χουν πιάσει τά πόστα γύρω α­ πό τό κτήμα. Θά έρθουμε από τό ποτάμι, πάλι γιά νά χαθούν τά χνάρια μας. — Έν τάξει, λέει ό Μπίφ. Τέσσερις κακοποιοί κι* ό Τζών νυ πέντε φεύγουν από τό κτήμα. Καθώς προχωρούν προς τό πο­ τάμι κι5 από κεΐ στο δημόσιο δρόμο ό Τζώννυ ψαρεύει τον Γ ουήλσον. ™ "Έχεις εμπιστοσύνη στον


Ό Κάου - Μπόϋ άνθρωπο που δουλεύει στην έταιρία μεταφορών; } — Ασφαλώς !, απαντάει ό αρχικακοποιός. Δέ μπορεί νά είπε ψέματα. Είναι αδερφός τού Μπίφ. Αυτός μάς έρριξε την ι­ δέα για τό ράντς του Σλόουν. 'Ο Σλόουν τά είχε μέ τους αν­ θρώπους τού νόμου, επειδή του καταπάτησαν τό κτήμα του· 'Ο θυμός του πέρασε τώρα, βέβαια, άλλα αυτό δεν τό ξέρει, ό σερί­ φης. 'Ο Τζώννυ δεν ρωτάει περισ­ σότερα. ’Έχει ακούσει δσα του χρειάζονται. Οί πέντε καβαλά­ ρηδες καλπάζουν σιωπηλοί. Φτά νουν στην στροφή ’Άντηλοπ, κρύ βονται πίσω από έναν μεγάλο βράχο, δίπλα ακριβώς από τον δρόμο, καί, άφοΰ δένουν στα πρόσωπά τους τά μαντήλια τους για νά κρύψουν τά χαρακτηρι­ στικά τους, περιμένουν. Ή πρώτη άμαξα περνάει σέ λίγο, υά δέν κουνιούνται από τη θέσι τους. 'Η μιά ώρα περνάει γρήγορα. 'Η δεύτερη άμαξα κά­ νει την έμφάνισί της. 'Ο Τσάκ Γουήλσον δίνει τό παράγγελμα νά είναι έτοιμοι οί φίλοι του· Καί μόλις ή άμαξα πλησιάζει πολύ, δίνει τό παράγγελμα γιά την έπίθεσι. Οί τέσσερις κακοποιοί καί ό Τζώννυ Ντέλμοντ ρίχνονται μπροστά στην άμαξα, πυροβο­ λώντας στό.ν αέρα. Τά άλογα τρομάζουν καί σταματούν χλι­ μιντρίζοντας αγριεμένα. Οί κακοποιοί πάνε στο πλάι τής άμαξας καί προτείνουν τά όπλα τους στον οδηγό τής άμα­ ξας καί τον ένοπλο συνοδό. — Ψηλά τά χέρια άν θέλετε τή ζωή σας!, διατάζει ό Τσακ Γουήλσον. Τό χρυσάφι θέλουμε μόνο καί τίποτα^ περισσότερο. Δέν έχει προλάβει νά τελείω­

ση τή φράσι του, όταν δυο καραμπίνες προβάλουν από τό πά ράθυρο τής άμαξας καί μιά δυ­ νατή φωνή προστάζει: — Πετάξτε τά πιστόλια καί σηκώστε εσείς ψηλά τά χέρια! Εΐναι ό σερίφης Τζών Πότερ καί ή ’Άννυ. 'Ο Τσακ Γουήλσον αναγνωρίζει τον σερίφη καί, κα ταλαβαίνοντας δτι κάτι έχει συμβή, γίνεται θηρίο. Σημα­ δεύει μέ τό πιστόλι του καί εί­ ναι έτοιμος νά ρίξη, δταν τό χέ­ ρι τού Τζώννυ Ντέλμοντ που εί­ ναι δίπλα του του χτυπάει τό χέρι καί σηκώνει τό πιστόλι προς τά επάνω. Ή σφαίρα πάει ψηλά καί πε* τυχαίνει ξώφαλτσα οπό κεφάλι τον ένοπλο φρουρό τής άμαξας, Αυτός βγάζει μιά πονεμένη κραυ γή καί μετά ουρλιάζει σάν πλη γωμένο θηρίο. — Παλιοκάθαρμα! Θά σέ μά 6ω εγώ νά σημαδεύης καλά!, φωνάζει καί μ’ ένα πήδημα βρί­ σκεται από την άμαξα πάνω στον Τσάκ Γουήλσον καί μέ τή φόρα του τον παρασύρει κάτω από τό άλογό του· Οί άλλοι κακοποιοί εκμεταλ­ λεύονται τήν άνακατωσούρα καί ρίχνουν έναντίον τού σερίφη. 'Η καραμπίνα τής ’Άννυ, όμως κελαϊδάει καί τούς χαλάει τά σχέ­ δια. 'Ο Τζώννυ Ντέλμοντ, ρίχνεται στον Τόντ που έτοιμάζεται νά πυροβόληση τήν κοπέλλα καί τον παρασύρει κάτω από τό ά­ λογό του· Τον σηκώνει καί άρχίζει νά τον σφυροκοπάη μέ τις γροθιές του. Τήν ίδια δουλειά κάνει καί ό Μπόμπυ στον Γουήλ σον δίπλα του. — 'Άρπα καί τούτη, κανά­ για, γιά νά μάθης νά μή βάζης σημάδι τό κεφάλι μου!, του λέει σέ κάθε γροθιά. Σκέψουν νά με


ΦΑΝΤΑΣΜΑ πετύχαινες πάρα μέσα. Θά μ’ έπιανε... πονοκέφαλος! Οί δύο άλλοι κακοποιοί κά­ νουν νά γυρίσουν τα άλογά τους και νά τό βάλουν στά πόδια. Μία άλλη ανθρώπινη βολίδα, ό­ μως, έρχεται νά πέση πάνω στον κακοποιό που λέγεται Τζίμ- Εί­ ναι ό Τζώνς, ό βοηθός τού σερί­ φη,. πού έπαιζε τον ρόλο τού ά­ μαξα. Οί συμπλεκόμενοι γίνονται τρία ζευγάρια τώρα. 'Ο τέταρ­ τος κακοποιός καταφέρνει νά άπομακρυνθή λίγο μόνο. Μετά, μιά σφαίρα από την καραμπίνα τής ’Άννυ τού τρυπάει τον ώμο πέρα γιά πέρα και τον ξα­ πλώνει κάτω από τό άλογό του. Την ίδια στιγμή ό Τζώννυ Ντέλμοντ βγάζει εκτός μάχης τον άντίποιλό του, τον Τόντ, μέ μιά γροθιά πού είναι ικανή ν5 άφήση βουβάλι στον τόπο. 'Ο κακοποιός πέφτει χάμω σαν ά­ δειο τσουβάλι καί δέν κάνει τήν παραμικρή κίνησι. 'Ο Μπόμπυ έχει κολλήσει τον Τσακ Γουήλσον μέ τήν πλάτη πάνω στήν άμαξα, τον έχει κρε­ μάσει από τό χερούλι τής πόρ­ τας καί μολονότι ό κακοποιός έχει χάσει τις αισθήσεις του, ε­ κείνος εξακολουθεί νά τό χτυνπάη. 'Ο Τζώννυ αναγκάζεται νά έπέμβη. Θέλει ζωντανό τον άρχικακοποιό γιά νά μαρτυρήση στο δικαστήριο δλους τούς συνενό^ χους του καί πού έχει κρυμμέ­ να τά λάφυρα από τόσες κλο­ πές καί ληστείες. Ολοι οί κακοποιοί είναι στά χέρια τού νόμου τώρα· 'Ο Τζώνς καί ό Μπόμπυ μέ τήν ’Άννυ α­ ναλαμβάνουν νά τούς δέσουν καί νά τούς μεταφέρουν στήν πόλι. 'Ο σερίφης Τζών Πότερ καί 0 θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάν­ τασμα φεύγουν γιά τό κτήμα

τού Σλόουν, γιά νά πιάσουν καί τούς υπόλοιπους συμμορίτες καί νά πούν στον Σλόουν ότι είναι έλεύθερος πιά. Στον δρόμο ό Κάου Μπόϋ Φάν τασμα έξηγεΐ στον σερίφη πώς άχριβώς έχουν τά πράγματα. 'Ο Πότερ ομολογεί δτι ποτέ του δέν φαντάστηκε πώς ήταν έτσι. Νό μιζε οτι ό Σλόουν ήταν ανακα­ τωμένος στις βρωμιές, επειδή τό ή'θελε. 'Ο Μπίφ νοιώθει μεγάλη έκπληξι, δταν, άντί γιά τούς συμ μορίτες, άντικρύζει τον σερίφη μαζί μέ τον όποτιθέμενο Κά­ κτους Κίντ. Σηκώνει τήν καραμπίνα του γιά νά πυροβολήση, αλλά γιά δεύτερη φορά δοκιμά­ ζει τή γρηγοράδα τού τραβήγμα τος τού Τζώννυ ΜτέλμΟντ. Ή καραμπίνα κάνει γιά δεύ­ τερη φορά φτερά καί φεύγει από τά χέρια του, αλλά τούτη τή φο­ ρά αφήνει πίσω της ματωμένα δάχτυλα. 'Ο κακοποιός ουρλιά­ ζει σαν τσακάλι· Τον φορτώνουν στο άλογό του καί τον παίρνουν μαζί τους. Μέσα σέ μισή ώρα έχουν πιαστή όλοι οί κακοποιοί καί ό γέ­ ρο Σλόουν έχει πληροφορηθή τό ευχάριστο νέο. Είναι τόσο σπα­ σμένα τά νεύρα του από τά μαρ τύρια πού του έκαναν οί κακο­ ποιοί ώστε δέν μπορεί νά κρατηθή καί βάζει τά κλάματα. Τον αφήνουν νά κλαίη από χαρά καί γυρίζουν στο Τρίγκερ Φώλς. 'Ο σερίφης Τζών Πότερ γιά νά άπολαύση τήν ίκανοποίησι δτι έβαλε τέλος στά εγκλή­ ματα τής συαμορίας τού Τσακ Σλόουν καί ό θρυλικός Κάου Μπόϋ Φάντασμα γιά νά πάρη τούς συντρόφους του καί νά τρέξη σέ νέες περιπέτειες καί νέους κινδύνους.

ΤΖΙΜΜΥ ΚΟΡΙΝΗΙ


Μέ τό τελευταίο αυτό τεύχος τής σειράς συμ­ πληρώθηκε ό τόμος του Κάου - Μπόϋ Φάντασμα, ένα υπέροχο Θιβλίο μέ 16 αυτοτελείς περιπέτειες. Για τό δέσιμό του όποταθήτε στα γραφεία μας (Αέκκα 22, Άθήναι, 125). Νέες περιπέτειες τοϋ Κάου - Μπόϋ Φάντασμα θά έκδοθοϋν στο προσεχές μέλλον.

«ΚΑΟΥ - ΜΠΟΎ ΦΑΝΤΑΣΜΑ» - Τεύχος 16, Τιμή 1.50 δραχ. Γεν, Εκδοτικά! Επιχειρήσεις Ο,Ε, - Λεκκα 22 Άθήναι (125),



Οί Ασσοι του Ποδοσφαίρου


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.