Οι Άθλιοι

Page 1


ISBN: 978-618-5531-83-6


βικτπρος

ουγκπ

ΑΘΛΙΟΙ Ά ττ ό δ ο σ ι ς Γ. ΜΑΡΜΑΡΙΔΗ

ΦΘΗΝΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕΓΑΛΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΑΘΗΝΑ!


"Οσο άνάμεσα στον νόμο «αΐ στην ήιθικη θά υττάρχη μια κοινωνική καταδίκη που δημιουργεί τεχνητή κάλασι στήν πολιτισμένη κοινωνία -μας.... "Όσο θά μένουν άλυτα τα τρία προβλήμοπα των αϊ’ώνων : Ή ταπείνωσι του άνδρα μέ την ανεργία, ή έξαθλίωσι τής γυναίκας ιμέ τήν πείνα, τό κατάντημα του παιδιού μέ τήν αμάθεια,.. "Οσο μερικά κοινωνικά ασφυκτικά...

στρώματα

θά καταπιέζωνται

V

"Όσο μέ λίγα λόγια θά βασιλεύουν στή γη ή άμαρφωσιά καί ή στέρηση δεν αποκλείεται νά μήν είναι ολωσ­ διόλου περιττά βιβλία σάν αυτό έδώ...

Ότβίλ 1—1—1862


Ξαναβρέθηκε στόιν δρόμο διωγμένος απ’ δλους. Ακόμα ' κΓ από ένα σκυλί.... ΣΤΡΑΤΟΚΟΠΟΣ

1815

' Ο ΟΛΟΙ ΠΟΡΟΣ έφτασε στη μικρή πολιτεία Ντίν, μιά ώρα πριν άπό τή δύσι του ήλιου. Τάσο άθλια ήταν ή έμφάνισί του, πού ώρισμένοι διαβάτες τον κυτταζαν μ’ ανησυχία. *Ηταν κοντόχοντρος καί γεροδεμένος άΐνάμεσα σαρανταέξη καί σαρανταοκτώ χρόνων. Τό κάθιδρο πρόσωπό του τό σκίαζε ένα έρειπωμένο κασκέτο. Τό φτηνό κί­ τρινο πουκάμισό του, πού έκλεινε στον λαιμό μέ μιά μικρή ασημένια άγκυρα, άφηνε νά φαίνεται τό τριχωτό στήθος του. Φορούσε ένα ξέθωριασμένο φου λάρι πλεγμένο σαν σχοινί, ένα γαλάζιο φτηνό χοντροπαντέλονο, μιά σταχτιά κουρελιασμένη παλιομπλουζα μ’ ένα μπάλωμα στον ένα αγκώνα της, ραμ


μένομε άπαγγο. Κρατούσε Ινάν κοοτάγεμο και κ<Φ τακαίνουργιο στρατιωτικό· σάκκο στη ράχι του κι1 ένα ροζιασμένο παλιόραβδο στο άλλο του χέρι. Τά πόδια του ήταν ξεκάλτσωτα και τά παπούτσια του κουρελιασμένα. Τό κεφάλι- του κουρεμένο και τά γένεια του μακρυά. Καί σ5 όλο αυτό τό άθλιο σύνολο, 6 ιδρώτας καί ή σκόνη άττό την πεζοπορία είχαν, προσθέτει κι’ εγώ δεν ξέρω πόση βρωμιά. Κανείς δεν γνώριζε ούτε ποιος ήταν, ούτε από πού ερχόταν. Όπωσβήποτε μπήκε στο Ντίν από τον ίδιο δρόμο πού πέρασε κι* ό Ναπολέων πριν εφτά μήνες, πηγαίνοντας από τις Κάννες στο Παρίσι. Πήγε στη Δημαρχία άπ5 όπου ξανάφυγε μετά ένα τέταρτο. Μπήκε σ' ένα πανδοχείο καί χώθηκε στην κουζίνα πού έβλεπε κατ’ ευθείαν στον δρόμο. Ό πανδοχέας Ιωακείμ Ααβάρ ούτε σήκωσε τό κεφάλι από το τηγάνι του, μόνο ρώτησε άκούγοντας την πόρτα ν5 άνοίγη: — Τι επιθυμεί ό κύριος; — Νά φάω καί να κοιμηθώ απάντησε ό ταξιδιώ­ της.

— Εύκάλώτατο, φώναξε ό άλλος, άλλα σηκώνον­ τας τό κεφάλι· καί ρίχνοντας μια ματιά στον πελάτη του πρόσδεσε: Φτάνει νά πληρώσετε. Ό ξένος είπε τραβώντας ένα χοντρό πέτσινο, πουγγί': — "Εχω λεφτά. — Τότε είστε σαν στο σπίτι, σας κύριε! Άπόθεσε τον γυλιό του ό στρατοκόπος καί πήγε καί χώθηκε πλάϊ στη φωτιά. Ό πανδοχέας πηγαινοερχόταν από τό τηγάνι· στη σούβλα καί ξεσκέπασε δυο τσουκάλια πού έβραζαν ενώ δεν ξεχνούσε νά ρίχνη έξεταστικές κρυφές μα­ τιές στον ξένο. — Θά αργήσουμε νά φάμε; ρώτησε άξαφνα αυ­ τός. —

Καθώς ό νιοφερμένος τού είχε γυρισμένη την πλά­ τη, ό Ααβάρ έγραψε κάτι· σ’ ένα μικρό κομμάτι χαρ­ τιού πού έκοψε από μιά εφημερίδα τό δίπλωσε καί τό έδωσε σ’ έναν μικρό. Τού ψιθύριζε καί κάτι· στ* αυτί κι.5 εκείνος έφυγε τρέχοντας γιά νά ξαναγυρίση μετά από λίγο μ3 ένα άλλο χαρτί, πού ό πανδοχέας. τό διάβασε κουνώντας σκεπτικός τό κεφάλι του. Ύ-


άΐέρά πλησίασε τον ξένο πού φαινόταν βρισμένος σέ σκέψεις. -— Δεν μπορώ νά σάς δε^θώ κύριε, του εΐττε. Ό άνθρωπος γύρισε ξαφνιασμένος. Πώς! Φοβόσαστε πώς δεν θά πληρώσω; Νά σάς τά δώσω από τώρα... άν προτιμάτε... — Δεν πρόκειται γι’ αυτό. — 5 Αλλά, για τί; — Νά... Μπορεί νάχετε λεφτά, πλήν εγώ δεν έχω δωμάτιο. — Βάλτε με στον σταυλο, άποκρίθηκε εκείνος ατάραχα και κουρασμένα. — Τ’ άλογα δεν χωράνε καλά - καλά εκεί μέσα. — Λοιπόν αφήστε με νά κουρνιάσω σέ μιά γωνιά στον αχερώνα, μουρμούρισε ό στρατοκόπος άνυπσμ ονα. Δεν είμαι καθόλου απαιτητικός. Τά κανονίζο­ με μετά τό φαί. — Δεν γίινεται νά φάτ’ έδώ... Πάλι φάνηκε νά ξαφνιάστηκε ό ξένος άπό τό Απο­ φασιστικό ύφος του πανδοχέα, σάν ξεστόμισε αυτά τά λόγια. Σηκώθηκε. — Δε γίνεται; "Αλλο αυτό! Κι5 όμως είμαι ξε­ θεωμένος. Περπατάω άπό τά ξημερώματα χωρίς σταματημό. "Εχω κάνει δώδεκα λεύγες. — Δεν έχω τίποτε, έκανε ό ξενοδόχος. Ό άλλος έσκασε στά γέλια και κυτταξε γύρω. — Τίποτα! Κι* Αλα τούτα; — * Ετούτα είναι παραγγελίες δλα... -ανακάθησε ό ξένος και είπε μέ την πάντοτε ηρεμη φωνή του: — Είμαι, σέ ταβέρνα... είμαι πεινασμένος και μένω νά φάω... Ό πανδοχέας έσκυψε στ* αυτί του τότε καί τουπέ μ5 έναν τρόπο που τον έκανε ν άνατριχιάση: — Πηγαίνετε! Είχε σκύψει εκείνη την ώρα ό στρατοκόπος^ Μέ τή σιδερένια αιχμή τού μπαστουνιού του σκάλιζε κάτι κλαδιά στη φωτιά. Γύρισε απότομα. Δεν πρόφτασε όμως νά μιλήση μ5 όλο πού εί^ε Ανοίξει τό στόμα του. Ό πανδοχέας τον έκοψε μιλώντας πάντα μέ απειλητική Αλλά πολύ σιγανή φωνή: — Φτάνουν οί κουβέντες. Θέλετε νά μάθετε πώς

I


Ιέρω ττοιός εΐσθε; Λέγεσθε Γιάννηις Άγιάννης. ^έ­ στειλα στη Δημαρχία νά ρωτήσω για σάς. Σάς ένδιαφέρει^ή άπάντησίς τους; Νάτη. Φτάνει νά ξέρετε νά διαβάσετε... Του άπλωσε τό χαρτί που τουχε φέρει ό μικρός. Ό άνθρωπος έρριξε μιά ματιά. Ό πανδοχέας έπανέλαβε: — Συνηθίζω νάμαι ευγενικός μ" δλους. Πηγαίνενετε, σάς παρακαλώ... Κατέβασε τό κεφάλι ό άλλος, φορτώθηκε τον σάκ κο του κι* έφυγε χωρίς νά μιλήση. Πήρε τον μεγάλο δρόμο. Κάτι παιδιά πίσω του άρχισαν νά του ρί­ χνουν πέτρες. Στράφηκε και τά φοβέρισε μέ τό ραβ­ δί του. Τά παιδιά διαλύθηκαν. Πέρασε μπρος άπό τή φυλακή. Χτύπησε την πόρτα. "Άνοιξε ένα πα­ ραθυράκι. — Κύριε φύλακα, είπε ό στρατοκόπος βγάζοντας την τσαγιάσκα του μιέ σεβασμό, μπορείτε νά μέ φι­ λοξενήσετε γιά τούτη τή νύχτα; Μιά φωνή, του άποκρίθηκε: — Δεν είναι ξενοδοχείο ή φυλακή κύριε. Φροντί­ στε νά σάς πιάσουν! Τότε θά σάς ανοίξουμε ευχα­ ρίστως. Κι" υστέρα τό παραθυράκι έκλεισε πάλι. Μπήκε σ’ έναν δρομάκο πού υπήρχαν πολλοί κήποι. ΕΤδε ένα μονόροφο σπιτάκι, πού τό παράθυρό του είχε φως. Ζύγωσε καί κύτταξε άπό τό τζάμι. ΠΗταν ένα μεγάλο δωμάτιο μ" ένα κρεββάτι, μιά κούνια στη γωνιά, λίγες καρέκλες. "Ενα δίκαννο ήταν κρεμασμέ­ νο στον τοΐχο απέναντι του. Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα στρωμένο τραπέζι. "Ενας άντρας μέ χαμογελαστό πρόσωπο, χορο­ πηδούσε στα γόνατά του ένα μικρό παιδί. Ό στρα­ τοκόπος άπόμεινε σκεπτικός γιά λίγο μπροστά σ" εκείνη την ειρηνική οικογενειακή εικόνα. Τΐ γινόταν μέσα του; Μόνο εκείνος μπορούσε νά τό πή. ααφνικά, χτύπησε σιγανά τό τζάμι. Δεν άκουσαν. Χτύπησε πάλι. Ακούσε μιά γυναικεία φωνή πού έλεγε: — Μου φαίνεται πώς χτυπουν άντρα μου. — "Όχι, άποκρίθηκε ό σύζυγος. ΐότε ξαναχτύπησε.

6

*

\

.


Ό άντρας σηκώθηκε καί πήγε κι* άνοιξε την πόρ­ τα, παίρνοντας τη λάμπα. — Κύριε, εΐπε ήρεμα ό ταξιδιώτης, μήπως θά μπορούσατε νά μοΟ δώσετε ένα πιάτο σούπα κι* ένα ^κομμάτι ψωμί - Τσως και μια γωνιά για νά κοι­ μηθώ; Πέστε ιμου... Κι* δχι έτσι... Με πληρωμή... — ^Ποιος εΤσθε;^ — Έρχομαι από μακρυά... Έκανα δώδεκα λεύγες μέ τά πόδια.,. Περπάτησα ολη τή μέρα. Πέστε μου άν θά μπορούσατε. Μέ πληρωμή... — Δεν θάλεγα όχι σ* έναν καλό ταξιδιώτη που θάθελε καί νά μέ πλήρωσή... *Αλλά γιατί δέν πη­ γαίνετε στο πανδοχείο; — Δέν^ έχει ^ δωμάτια... — Μπά... Δέν είναι δυνατόν. Σήμερα δέν έχει πα­ νηγύρι. — Δέν μέ δέχτηκαν. Ό άλλος τον παρατήρησε μέ δύσπιστο ύψος άπό πάνω ώς κάτω κι* ύστερα φώναξε: — Μήπως είσθ'* εκείνος... Έκανε απότομα τρία δήματα πίσω, άφησε πάνω στο τραπέζι τή λάμπα καί ξεκρέμασε άπό τον τοΐχο τό ντουφέκι. ^Υστερα ξαναγύρισε στην πόρτα λέ­ γοντας : — Πήγαινε! — Παρακαλώ, δόστε μου ένα ποτήρι νερό... -— Μιά τουφέκια θά σου δώσω! Τού βρόντηξε την πόρτα κατάμουτρα κι* ακούσε ό στρατοκόπος άπό μέσα πού τραδσύσε τούς σύρ­ τες. Έπεφτε ή νύχτα νωρίς, καθώς ό ουρανός ήταν γεμάτος σύννεφα. Ψυχρός άέρας ερχόταν άπό τίς ^Αλπεις. Ό ξένος διέκρινε κάτι σάν καλυδούλα πιο πέρα, σ* έναν κήπο. Δρασκέλισε αποφασιστικά τον φρά­ χτη καί πήδήξε μέσα. Ζύγωσε. Είχε μ>ιά στενή καί χαμηλή πορτούλα. Γλύστρησε μέ τήν κοιλιά άπ’ αυτήν καί χώθηκε μέσα γιά νά φυλσχτή άπό τον ά­ νεμο. Τήν ίδια στιγμή ακούστηκε ένα θυμωμένο μουγ γρητό. Στο άνοιγμα τής καλυδούλας φάνηκε τό κε­ φάλι ενός μεγάλου σκύλου. Ή καλυδούλα ήταν τό σπιτάκι τού σκύλου. Βγήκε πάλι προσέχοντας μήπως τό ζώο τού ρι­ χνόταν. Σέ λίγο ξαναβρέθηκε στον δρόμο, μόνος χω- 7


ρις στέγη διωγμένος απ’ όλους, οοκόμα κι5 οπτό ενσ σκυλί. «Ούτε σκαλί δεν είμαι... Ναι, ούτε σκαλί.», σκέφθηκε. Τό σκοτάδι έπεφτε γρήγορα. Καθώς δέν ήξερε, τούς δρόμους άρχισε νά τριγυρίζη στην τύχη. Κα­ θώς περνούσε μπρος από τή Μητρόπολη, έδειξε στην εκκλησία τή γροθιά του. Πήγε μετά καί ξαπλώθηκε πάω σ5 έναν πέτρινο πάγκο, πού βρισκόταν έξω από ένα τυπογραφείο. Την ίδια ώρα έβγαινε από την εκ­ κλησία μ,ιά γριά. Τον είδε. Ρώτησε: — Τί κάνετε έκεΐ, καλέ μου άνθρωπε; ^— Τό βλέπετε, απάντησε απότομα σχεδόν θυμω­ μένος. Ετοιμάζομαι νά κοιμηθώ. — Πάνω σ’ αυτή τήν κρύα πέτρα; — Δεκαεννιά χρόνια είχα ξύλινο στρώμα. Σήμε­ ρα τ’ άλλαξα μ5 ένα πέτρινο. — Στρατιώτης εϊσαστε; — Ναί, κυρά μου... στρατιώτης!... — Γιαττί δέν πηγαίνετε στο πανδοχείο; —- Γιατί δεν έχω χρήματα. — Δυστυχώς κι5 έγώ δέν έχω άλλο από τέσσερις πεντάρες στο πορτμονέ μου, είπε ή γριά μέ στενο­ χώρια. , —Δόστε τις... Παρά καθόλου καλές είναι.... Ό άνθρωπος τίς πήρε κι* έκείΗ/η ξάνάπε: *—Δέν μπορείτε μ* αυτά δά νά κοιμρ|9ήτε στο πανδοχείο. Δέν γίνεται νά περάσετε τή νύχτα έτσι. Σίγουρα θά εϊσαστε πεινασμένος. Θά μπορούσαν νά σάς φιλοξενήσουν κάπου... —Ναί; Χτύπησα σ5 όλες τίς πόρτες καί μ* έδιω­ ξαν από παντού. ΊΗ γριούλα τον άγγιξε στο μπράτσο καί τού έδει­ ξε ^ ένα μικρό χαμηλό σπίτι πλάϊ στήν Επισκοπή, στήν άλλη άκρη τής πλατείας. —"Ολες; ρώτησε χαμογελώντας. —Ναί... —Χαί σ5 εκείνη εκεί;

—-Ποιά,η.. "Οχι. ■—Χτυπήστε,


Η ΦΡΟΝΗΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙ ΤΗ ΣΟΦΙΑ ϊΐέ Π I ΣΚΟΠΟΣ στο Ντίν ήταν ό Κάρολος Φραγκίσκος Κ αλάφθαστος Μυριήλ. ΤΗτπαν γέρος, κοντά έβδομηνταπέντε χρόνων, και κρατούσε αυτή τήν Ιερατική έδρα από 6ώ κι5 εννιά χρόνια. Διηγούνταν γι’ αυτόν πώς ό πατέρας του τόν εί­ χε παντρέψει ώττό νωρίς, επειδή τον προώριζε γιά κληρονόμο του αξιώματος του — ήταν επαρχιακός σύμβουλος στο Αϊξ. *Ηταν καλοκαμωμένος άν^και αρκετά μικρόσωμος, κομψός, χαριτωμένος, γεμάτος πνεύμα. Στήν αρχή τής ζωής του — λένε — ήταν πολύ κοσμικός. Μά έξαφνα ξέσπασε ή έττανάστασι καί οι οικογένειες των επισήμων διασκορπίστηκαν άποοεκατισμένες, καταδιωγμένες. Ό Κάρολος έφυ­ γε γιά τήν Ιταλία από τις πρώτες μέρες. Ή γυ­ ναίκα του πέθανε εκεί πέρα από μιά πάθησι τού στήθους. Δεν είχαν παιδιά. Κανείς δεν ήξερε τΐ α­ πογίνε από κεΐ καί πέρα, μόνο πώς στο 1804 βρέ­ θηκε εφημέριος στο Μπρινιόλ. ΕΤχ·ε γεοάσει βέβαια τότε καί ζούσε πιά άποτραβηγμένος. Τότε πού θά στεφόταν ό αύτοκράτορας τον είχε φέρει στο Παρίσι κάποια μικροϋπόθεσι τής ενορίας του, κοντά στον θείο του, Καρδινάλιο Φές. ’Έτυχε έκεΐ πέρα νά συναντηθή με τον ίδιο τον αύτοκράτορα. —Ποιος εΤ-ν* αυτός ό άνθρωπος πού με κυττάζει; ρώτησ’ εκείνος τον καρδινάλιο. —-Μεγαλειότατε, άποκρίθηκε ό Μυριήλ αντί γιά τον θεΐο του, έσεΐς βλέπετε έναν άνθρωπάκο, κι* εγώ βλέπω έναν μεγάλον άνδρα. Κι* όμως ό καθένας μας εργάζεται γιά κάτι. Λένε πώς ϋστερ’ απ’ αυτό καί, χωρίς ό αύτοκρά­ τορας νά τού άναφέρη τίποτα, τοΰρθε μιά, μέρα ένα χαρτί πού τον διώριζε επίσκοπο στο Ντίν. Κ-ανεΐς δεν μπορεί νά βεβαίωση με δρκο πώς εΐν’ αλήθεια όλα τούτα. Λένε τόσα οι άνθρωποι, γιά^ όλους εκεί­ νους πού ή ζωή τους είναι λίγο - πολύ δημόσια... Δέχθηκε τή θέσι κ'αί' από τότε ζούσε σ’ εκείνο τό σπιτάκι μαζί μέ τήν αδελφή του τη Βαπτιστίνα —μιά γεροντοκόρη δέκα χρόνια πιο μικρή του — καί μέ τή Σεβαστή, ύπηρέτριά της καί συνομήλικη πά­ νω - κάτω.

9


* Εκείνο τό βράδυ ή δεύτερη είχε γυρίσει μέ^ ύφος πολύ ανήσυχο στο σπίτι του Επισκόπου καί διηγόταν όσο πιο δραματικά μπορούσε για κεΐνα πού ακούσε στο μπ'ακάλικο. Έπρόκειτο για έναν αλήτη φοβερό καί τρομερό πού ούτε στο πανδοχείο — νά φανταστής — δεν τον δέχθηκαν. Κανείς δεν αμφέ­ βαλλε πώς σίγουρα τό βράδυ αυτό θά γινόταν κά­ ποιο κακό στο Ντίν. —Λέω, Δεσπότη μου, κατέληξε, καί λέει έπίσης καί ή άδελφή σας... Ή δεσποινίς Βαπτιστίνα τη διέκοψε —Έγώ τίποτα δεν λέω. Κάθε τι. πού κάνει 6 α­ δελφός μου είναι καλά καμωμένο. —Λοιπόν, λέγαμε, ξσνάπε ή Σεβαστή χωρίς νά δώση σημασία, πώς τό σπίτι δεν είναι καθόλου, μά καθόλου ασφαλές καί πώς καλό θάταν νά φωνάζαμε τόν κλειδαρά, νά ξαναπεράση τίς κλειδαριές πού βγάλαμε... Ό πρώτος τυχόν πού θά περνάη απ’ έξω μπορεί νά κάνη έτσι καί ν' άνοιξη την ξεκλείδωτη πόρτα μας... Τότε ακούστηκε ένα αρκετά δυνατό χτύπημα κι* ό Επίσκοπος είπε: —Εμπρός. Ή πόρτα άνοιξε καί με δύναμι. Μπήκε ό ταξι­ διώτης πού πριν λίγο ακόμα τριγυρνουσε στούς δρό­ μους, ψάχνοντας μάταια νά βρή κάποιο καταφύγιο. Μπήκε κι5 έκανε ένα βήμα γιά νά σταματήση πά­ λι. Πίσω του ή πόρτα εΐχε άπομείνει ανοιχτή. Στά μάτια του υπήρχε μιά τολμηρή — θάλεγες άγρια έκφρασι. Τόν φώτιζε ή λάμψι από τό τζάκι. 9Ηταν απαίσιος. Ή κυρά-Σεβαστή ούτε νά φωνάξη δέ βρήκε τή δύναμι. Άνοττρίχίασε κι* άπάμ·εινε άναυδη. Ή δεσποινίς Βαπτιστίνα κύτταξε τόν άνθρωπο πού μπήκε καί μετά γύρισε καί κάρφωσε τό βλέμμα στον άδελφό της. Τό πρόσωπό1 της πήρε τήν παλιά του ήρεμη έκφρασι. Ό Επίσκοπος κυττουσε γαλήνια τόν άνθρωπο. Δεν πρόλαβε νά τόν ρωτήση τί ήθελε. —Με λένε Γιάννηι Άγιάννη, είπε μόνος του ό ξέ­ νος ξερά. Είμαι κατάδικος, ξέρετε... Έκανα δεκαεν­ νιά χρόνια κάτεργο. ;Εδώ^ καί τέσσερις μέρες μ' έ­ χουν άφήσει καί λοιπόν πήρα τόν δρόμο γιά τό Πονταρλιέ. Άπό τήν Τουλώνη περπατώ τέσσερις μέρες

10


Συνεχώς... Σήμερα έκανα με τά πόδια δώδεκα λεΰγες· , Σωπασε μονο μια σιγμή για νά πάρη ανάσα και ξανάπε: —ιΝά: Έξαιτίας πού ή ταυτότημά μου έχει. κί­ τρινο χρώμα, μ* έδιωξαν απόψε σε τούτο τό μέρος από τό πανδοχείο... Πήγα παντού και δεν μέ ήθελε κανείς. Πήγα και στη φυλακή κι* ό φύλακας δεν μου άνοιξε. Μπήκα — ναι — μπήκα και στο σπιτάκι ε­ νός σκύλου, άλλα κι* αυτός μέ δάγκωσε και μέ κυ­ νήγησε. *Ηταν συννεφιά καί σκέ'φθηκα πώς βέβαια δέν υπάρεχι ^Θεός νά έμποδί’ση τη βροχή γιά τό χατή ρι μου... Του κακού γύρισα σ’ όλες τις πόρτες. Κατάληξα σ’ έναν πέτρινο πάγκο στήν πλατεία. Τό­ τες ήρθε μιά γριούλα καί μούδειξε αυτό τό σπίτι. «Χτύπησ* έκεΐ», μου λέει. Λοιπόν ήρθα καί χτύπη­ σα. Τ* είναι δώ πέρα; Έχετε πανδοχείο; Λεφτά έ­ χω. Φράγκα εκατόν εννιά καί δεκαπεντε πεντάρες. Τόσα. Εννέα χρόνια μισθοί στο κάτεργο. Θά πλη­ ρώσω όσο νάναι. Δέν μέ νοιάζει — μόνο πώς εΐμαι πολύ κουρασμένος. Δώδεκα λεύγες στο πόδι... Πει­ νάω· πολύ. Μπορώ νά μείνω; Ό Επίσκοπος είπε: —ίΚορία Σεβαστή, βάλτε ένα σερβίτσιο ακόμα. Ό ξένος ζάρωσε τά φρύδια. Έκανε τρία βήματα καί ζύγωσε τή λάμπα πού βρισκόταν πάνω στο τρα­ πέζι. —Σταθήτε... έκανε ξαφνιασμένος. Δέν καταλάβα­ τε. "Έρχομαι άπό τά κάτεργα εΐπα. Τράβηξε ένα μεγάλο κίτρινο χαρτί άπό τήν τσέ­ πη του καί τό ξεδίπλωσε: —<Νά ή ταυτότητά μου: Κατακίτρινηι. Είναι γιά νά μέ διώχνουν άπ" όπου πηγαίνω κι* έσεΐς μου λέτε νά μείνω. Βλέπετε πού κάνετε λάθος; Θά ξέρετε νά διαβάζετε, μά μπορώ κι* έγώ. Έμαθα στό^κά τεργο. "Έχει σχολείο κεΐ πέρα — βέβαια. "Ακουστέ τι γράφει: «Γιάννης "Αγιάννης - κατάδικος, άποφυλακισθεί'ς. Γεννηθείς έν... δέ σάς νοιάζει... ναί'... Έμεινα δεκαεννιά χρόνια στο κάτεργο. Πέντε γιά κλοπή μετά διαρρήξεως καί δεκατέσσερα γιά τέσσε­ ρις απόπειρες δραπετεύσεως Σύνολο δεκαεννιά. Μά­ λιστα. Καί είναι — Υοάφει πιο κάτω — άτομο τρο­ μερά έπικίνδυνο. "Ολος ό κόσμος μέ πέταξε έξω. Θέλετε σεΐς νά μέ δεχθήτε; Τ* εΐν* έδώ; Πανδοχείο;

11


Θέλετε νά μου δώσετε νά φάω καί μέρος νά κοιμη­ θώ; Έχετε πουθενά κανένα σταυλο; ^ —Νά βάλετε καθαρά σεντόνια στο κρεββάτι, κυ­ ρία Σεβαστή, είπε ό Επίσκοπος. Τά λευκά σεντό­ νια στόν ξενώνα. Ή γυναίκα έφυγε μ5 αβέβαια βήματα. Στράφηκε υστέρα προς τον ξένο ό ιερωμένος. —'Καθήστε νά ξεκουραστήτς, κύριε; τοΟ είπε μέ γλυκειά φωνή. Δεν θ’ άργήσωμε νά φάμε καί μετά νά πάτε νά πλαγιάσετε. Αυτή τή φορά κατάλαβε ό στρατοκόπος. Χαλά­ ρωσαν σι σκληρές γωνιές πάνω στη φυσιογνωμία του. Τά μάτια του μεγάλωσαν από εκπληξι καί χα­ ρά. Το σαγόνι του έπιασε νά τρέμη — πολύ λίγο, σχεδόν δέ φαινόταν: —5Αλήθεια μέ^ θέλετε;^ Δεν θά μέ διώξετε; Είμαι κατάδικος... Μέ είπατε κύριο... Λεν μου είπατε: «Φύ­ γε, σκύλε». Κι' όμως παντού έτσι μοΰ λένε... Τδχω συνηθίσει κι* ήμουνα βέβαιος... Ναί'... πώς θά μέ διώχνατε... Γι' αυτό είπα ποιος είμαι πρώτα - πρώ­ τα... Νά φάω... Νά κοιμηθώ σέ κρεββάτι... Κρεββά­ τι μέ στρώμα καί μέ σεντόνια... Σάν τούς ανθρώ­ πους κι* εγώ... Μετά από δεκαεννιά χρόνια! ΕΤσθε καλοί άνθρωποι... ΕΤσθε πολύ καλός... "Έχω όμως λεφτά καί θά σάς πληρώσω καλά... Συγγνώμη, κύ­ ριε ξενοδόχε... Μοΰ λέτε τ' όνομά σας; Θά πληρώσω βέβαια όσο θέλετε. ΕΤσθε καλός άνθρωπος... Κι* α­ λήθεια, εϊσαστε ξενοδόχος; -—«Είμαι ιερέας. Αυτό είναι τό σπίτι μου, άποκρίθηκε ό Επίσκοπος. -—-Παπάς! έπανέλαβε ό ξένος. "Έχει γούστο νά μη θέλετε καί λεφτά! ΕΤσθε ό παπάς εκείνης τής με­ γάλης εκκλησίας... Μά ναι... είμαι ζώο! Δεν πρό­ σεξα ούτε τό ράσο σας. "Οπως μίλαγε άφησε σέ μια γωνιά τον σάκκο καί το ραβδί του καί μετά ξανά χώσε τή ταυτότητά του στην τσέπη του καί κάθησε. Ή δεσποινίς Βαπτιστίνα τον κυττοΰσε μέ καλωσύνη. Αυτός συνέχισε: —-Είστε πονόψυχος παπάς. Δεν περιφρονάτε.... Είναι πολύ καλό πράγμα ένας παπάς. Λοιπόν δέν θέλετε νά σάς πληρώσω; -—"Οχι, άπτοκρίθηκε ό Επίσκοπος ήσυχα. Κρσ?

12


τηστε τά λεφτά σας. Δεν είπατε πώς είναι εκατόν εννιά φράγκα; —>Ναί... και δεκαπέντε πεντάρες. ^ —ιΚαΐ πόσον καιρό χρειαστήκατε για να τά κερ­ δίσετε; —Δεκαεννιά χρόνια... —Δεκαεννιά χρόνια; Ό Επίσκοπος αναστέναξε παράξενα. Ό άλλος ξανάπε: —Μιά κι* εϊσαστε παπάς, θά σάς πώ κάτι: Στο κάτεργο έκεΐ πέρα είχαμε κι* εμείς μιά έκκλησία. Και μιά μέρα, είδα κι5 έναν δεσπότη. Έκανε τη Λει­ τουργία μες στη μέση τής αυλής. Είχε κάτι μυτερό κι’Λ όλόχρυσο πάνω στο κεφάλι του και στον ήλιο του μεσημεριού σου |θάμπωνε τά μάτια. Είμαστε στη σειρά από τις τρεΐς μεριές κι* από την άλλη αντίκρυ μάς σημάδευαν τά κανόνια. Μάς μίλησε — ήτανε όμως πολύ μακρυά μας και δεν τον άκούγαμε. Μπορώ νά πώ ούτε καν τον βλέπαμε καλά καλά. Βέβαια ήτανε καί δεσπότης. Καλώς μιλούσε ό Επίσκοπος πήγε κα.1 έκλεισε την πόρτα πού εΐχε άπομείνει ανοιχτή. Ή Σεβαστή έπέστρεψε μέ τά πιάτα. —ιΚυρά- Σεβαστή, βάλτε κοντά στο τζάκι τό σερ­ βίτσιο, είπε ό Μυριήλ. Καί πρόσθεσε γυρίζοντας στον ξένο του: —θά κρυώνετε βέβαια, κύριε. _ Κάθε φορά πού μέ τη γλυκειά καί σοβαρή φω­ νή του έλεγε αυτό τό «κύριε», φωτιζόταν από χαρά τό πρόσωπο του άλλου. _—Αυτή ή λάμπα, δέν φέγγει καλά, έπανέλαβε ό Επίσκοπος. Ή Σεβαστή κατάλαβε καί μόνη της πήγε στο τζάκι, πήρε από κεΐ τά δυο ασημένια κηροπήγια καί όίφοϋ τ5 άναψε, τ’ άκούμπησε στο τραπέζι. Ό άνθρωπος είπε: —ιΠαπά μου, είστε καλός άνθρωπος. Δέ μου δεί­ χνετε περίφρόνησι. Βάζετε ν’ ανάψουν γιά μένα καί τά κεριά σας... Κι' όμως δέν σάς έκρυψα ποιος εί­ μαι κι" από πού έρχομαι. Ό Επίσκοπος κάθησε πλάϊ του καί τού άγγιξε ανάλαφρα τό χέρι. —Μπορούσατε καί νά μή μου λέγατε ποιος εΐρθε, τού απάντησε. Τούτο τρ σπίτι δέν είναι δικό


μου, παρά τοΰ Ιησού Χριστούς Τούτη ή πόρτα δεν ροατάει άν έχη όνομα αυτός που τη διαβαίνει άλλ σ­ αν έχη θλίψι. Υποφέρετε κι9 είσθε πεινασμένος^ καί διψασμένος. Λοιπόν καλώς ώρίσατε.^ Καί μή #μ’ εύχαριστήτε, γιατί, όπως σάς είπα, τό σπίτι ^αυτό^ εί­ ναι πιότερο δικό σας, παρά δικό μου. Κι9 ούτε μ9 ενοισζε καθόλου νά μάθω τ9 όνομά σας, γιατί τό γνώ­ ριζα πριν μου τό πήτε. Ό άλλος τόν κύτταξ9 εκστατικός. —9Αλήθεια τό ξέρατε; ψέλλισε. —Μάλιστα: Λέγεσθε «αδελφός μου». —Ήαπά μου... μουρμούρισε ό άνθρωπος, ή καλώ·· σύνη σας έρριξε ένα παράξενο βάλσαμο στην ψυχή μου. Κοντεύω νά ξεχάσορ καί την πείνα καί τή δίψα μου καί όλα... -Κοντεύοο νά ξεχάσω ακόμα κι9 από πού έρχομαι μαζί1 σας... —Ύποψέρατε πάρα πολύ, είπε ό επίσκοπος. —*Ω, ναι... Ή κόκκινη μπλούζα... Ή σιδερένια μπάλλα στο ποδάρι... Μια τάβλα για νά κοιμηθής κι9 ή ζέστη καί τό κρύο, ή δουλειά καί τό μαστίγωμα... Ή διπλή αλυσίδα γιά τό τίποτα — στην άπομόνωσι... Κι9 άρρωστος άν είσαι, πάλι μέ την αλυσίδα στο κρεββάτι... Τά σκυλιά... *Ω, πόσο ευ­ τυχισμένα είναι τά σκυλιά. Δεκαεννιά χρόνια — καί μπήκα στά σαρανταέξη... "Έχω κίτρινη ταυτότητα: Νά... —Βγήκατε από τή χώρα τής Λύπης, είπε ό "Ε­ πίσκοπος. Στον ουρανό όμως θά βρήτε τή χώρα τής Χαράς, πού περιμένει όλους όσοι πόνεσαν κι9 όσοι δάκρυσαν στή γή... "Αν κρατήσετε τό μίσος καί τήν έκδίκησι γ:ά τούς ανθρώπους στήν καρδιά σας, θάστε πάντα δυστυχισμένος. "Αν ή καλωσύνη κι9 ή Ο'υγγνώμη κυβερνήσουν τό μυαλό σας, θάχετε νι­ κήσει... Ή κυρά - Σεβαστή είχε σερβίρει στο μεταξύ. “Ά­ χνιζε ή ζεστή σούπα καί γυαλοκοπουσε χαρούμενα στο φως των κεριών ή μπουκάλα μέ τό κρασί. Ό Επίσκοπος έβαλε τόν ξένο του στά δεξιά του. 'Κάθησε αντίκρυ κι9 ή Βαπτιστίνα, σιωπηλή καί ήρεμη σαν πάντα. ΕΙΗτε τήν προσευχή ό Μυριήλ καί μετά σερβίρισε ό ίδιος τόν στρατοκόπο, πού άρχισε νά τρώη μέ βου­ λιμία. “Όταν άπόψαγε είπε παράξενα:

14

~~.ϊ'

•·Τ, Λ Μ,


-—Παραπάνω άπό σπουδαία ήταν για μένα 3λα τούτα... Πρέπει όμως να πώ πώς κάτι καροτσέρη­ δες στο πανδοχείο, έτρωγαν πιο καλά άπό σάς... —9 Ηταν πιότερο κουρασμένοι άπό μένα. —Μπά. "Έχουν πιότερα λεφτά. Τό βλέπω πώς είστε φτωχός. Μπορεί νά μην εϊσαστε καν παπάς... Ό Μυριήλ τον ρώτησε: —Πηγαίνετε στο ιΠσνταρλιέ, κύριε Γιάννη Άγιάννη; —“Ναι, Πρέπει νά ξεκινήσω μέ τό ξημέρωμα. Τίποτα δεν τον είχε ρωτήσει γιά τό παρελθόν του ο Επίσκοπος και τώρα πού τελείωσαν τό φαΐ, έκα­ νε πάλι την προσευχή του κΓ ύστερα είπε στον ξένο: —Θά θέλετε ν" άναπαυθήτε. Σήκωσε ή κόρά - Σείβαστή τό τραπέζι καί ανέ­ βηκαν στα δωμάτιά τους οι δυο γυναίκες, χωρίς νά πουν τίποτα, μόνο πού ή πρώτη έκρυψε πιο μπροστά στο ντουλάπι τ’ ασημένια κηροπήγια. Ό Μυριήλ άδήγησε τον άνθρωπο στο δωμάτιό του. —^Καληνύχτα, του εΐπε γλυκά. Πριν φύγετε τό πρωί, θά πιήτε ένα ποτήρι ζεστό γάλα άπό τις α­ γελάδες μας. —Ευχαριστώ, παπά μου... Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΠΑΝΝΗΣ ΰ ΥΠ'ΝΗΣΕ πολύ μετά τά μεσάνυχτα, ό Γιάννης Άγ ιάννης. Καί ή σκέψι του ταξίδεψε στο παρελθόν. Καταγόταν^ άπό μιά φτωχική οικογένεια χωρικών του Μπρί. Είχε μιά αδελφή χήρα — μεγαλύτερή του — μ5 εφτά παιδιά. Τό πιο μεγάλο ήταν οκτώ χρόνων καί τό πιο μικρό ενός. Είχε πα­ τήσει τά είικοσπέντε ό Γιάννης "Αγιάννης ^τότε. "Αρ­ χισε νά φροντίζη εκείνος την οικογένεια τής αδελφής του, γιατί πέθανε ξοςφνικά ό άντρας της. 9Ηταν χα­ ρακτήρας ήσυχος καί λιγόλογος. 'Ό,τι μπορούσε έ­ κανε καί δούλευε κΓ ή ιάδελφή του — τι νά σου κά­ νουν όμως μ’ εφτά παιδιά; — Τούς γονάτισε λί­ γο-λίγο ή φτώχεια. ^Ηρθε κΓ 6 χειμώνας κΓ ήταν χωρίς δουλειά ό Γ ιάννης 5 Αγ ιάννης. Δεν είχαν ούτε ψωμί στο σπίτι. Εφτά παιδιά...

15


"ΑκΟυσ3 έναν δυνατό κρότο στην βιτρίνα του μα­ γαζιού του ένα βράδυ ό φούρναρης του χωριού; την ώρα πούπεφτε νά κοιμηθη. Πετάχτηκε καί πρόλαβε /νά διακρινή ένα χέρι πού περνούσε μέσ’ από τό^ •σπασμένο τζάμι της, αρπάζοντας ένα ψω·μί. Ό κλέ­ φτης τάβαλε στά πόδια, μόνο ^ δέν μπόρεσε νά τού \ξεφύγη. "Οταν τον έπιασε κείνος είχε πετάξει τό [ψωμί στον δρόμο άλλα τό χέρι του ήταν γεμάτο αί­ ματα, από τό _τζάμι πού τδχε σπάσει με μιά γρο­ θιά. "Ήταν ό I ιάννης Άγιάννης. ?Ηταν στο 1795 τότε. Ό ’Αγιάννης κρίΒηκε ένοχος γιά «κλοπή μετά διαρρήξεως». Καταδικάστηκε πέντε χρόνια κάτεργο. Τον στείλανε στην Τουλώνη μ’ άλλους καταδίκους καί μέ μιά αλυσίδα περασμένη στον λαιμό του. Του φόρεσαν μιά μπλούζα μ’ έναν αριθμό: 24601. Τί άπόγινε ή αδελφή του; Καί τά εφτά παιδιά της; Ποιος νοιάστηκε; Ποιος νοιάζεται γιά τά φύλλα τού δέντρου που τό τσεκούρι τό κόβει σύρριζα; Ό Γιάννης Άγιάννης, ό ίδιος, τούς ξέχασε. Την τέταρτη χρονιά αποπειραθηκε νά δραπέτευ­ ση μά τον έπιασαν, ύστερα άπό δυο μέρες πού γυρνούσε ξυπόλητος στά χωράφια. Τον καταδίκασαν άλλα τρία χρόνια καί στο έκτο δραπέτευσε πάλι κι’ άντιστάθηκε στούς φρουρούς πού τον ανακάλυψαν. Τούτη τη φορά τιμωρήθηκε μέ πέντε χρόνια κι’ έγι­ ναν δλα μαζί δεκάξη. Στο δέκατο τρίτο άποπειρά­ θηκε γιά τελευταία φορά νά τό σκάση. Μά ούτε τώ­ ρα στάθηκε τυχερός καί τον ξανάπιασαν, για νά τον καταδικάσουν άλλα τρία χρόνια. Άποφυλακίστη κε τον Όκτώβριο του 1815 κι' είχε μπή στά} 1795 στο κάτεργο, γιατί έσπασε ένα τζάμι κι’ έκλεψε ένα ψωμί1. Δέν είχε καμμιά μόρφωση μόνο πού σκέφτηκε πά­ ρα πολύ κά^τω άπό τον κοφτερό ήλιο καί τη βαρειά αλυσίδα του ^κάτεργου. Άναρωτήθηκε πολλές φορές, μήπως δέν ήταν ό μόνος φταίχτης γιά την άδικη πράξι πούχε κάνει καί τιμωρήθηκε τόσο σκληρά. Μήπως ήταν κάποιος άλλος ό ένοχος γιά τό ότι έ­ νας άνθρωπος γερός σάν κι’ αυτόν δέν είχε δουλειά καί δέν είχε ψωμί νά φάη. Σάν σκέφτηκε έτσι, κατα­ δίκασε κι* αυτός μέ τη σειρά του τήν κοινωνία πού τον είχε καταδικάσει. 9Ηταν υπεύθυνη, γιά τη μοίρα του. "Οπότε τόν είχαν ζυγώσει άνθρωποι, ήταν μο-


Τραβήξτε το ιτόΒί σας,, να τΓοιρω το δίφραγκό μου. νάχα για νά -πληγώσουν το κορμί και την ψυχή του. "Εναν φιλικό λόγο ή ένα βλέμμα συμπονετικό, δεν είχε συναντήσει ποτέ του από τότε πού θυμόταν τον κόσμο... ★ Ό Γιάννης Άγιάννης ξύπνησε στις δυο μετά οπτό τά μεσάνυχτα, οστό τούς χτύπους του ρολογιού τής Μητρόπολης. Ακόμα μιά ώρα έμεινε βυθισμένος σέ σκέψεις. Σάν σήμαναν τρεις, μισοσηκώβη,κε στο κρεββάτι του κι* άπόμεινε καθισμένος στο πλάϊ του και πάλι συλ­ λογιζόταν. Χτύπησε πάλι τό μεγάλο ρολόϊ. Φαντάστηκε πώς εκείνο τό χτύπημα του έλεγε; —Εμπρός. Σηκώθηκε διατακτικά καί ζύγωσε τό παράθυρο. Είδε τό χλωμό φεγγάρι πού φώτιζε τη νύχτα. Τί ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ

2


άσυνήδκττο Παράθυρο! Δέν εΐχε κάγκελα κι9 έβλεπε στον κήπο από πολύ χαμηλά. ^Γύρισε στο κρεββάτι του μέ κινήσεις αυτόματου. Πήρε τον σάκκο του και τον άνοιξε. Έβγαλε από μέσα ένα μακρύ σίδερο, μυτερό στην άκρη. Πήγε τότε στην πόρτα και την άνοιξε χωρίς θόρυβο. Εΐχε μπή στο δωμάτιο του Μυριήλ. Τον είδε νά κοιμάται ήσυχα πάνω στο κρειββάτι του, ψωτισμένον από τις αχτίδες^ τού φεγγαριού. Θαρρείς όμως πώς τό φως έκεΐνο δεν ήταν του φεγγαριού, παρά τό έβγαζε τό ΐδιο τό πρόσωπο τού γέροντα. Ποτέ ρου δέν εΐχε ξαναδή κάτι τέτοιο και δίχως να τό βέλη ύψωσε τό χέρι του πούτρεμε κι9 έβγαλε την τραγιάσκα του κι9 άπτόμεινε έτσι, σέ μιά στάσι αμηχανίας. -άφνου όμως κρύφτηκε παροδικά τό φεγγάρι πί­ σω από κάποιο σύννεφο. Ό Γιάννης Άγιάννης ξαναφόρεσε απότομα την τραγιάσκα του καί δίχως νά ρί'ξη ρύτε μιά ματιά προς τον "Επίσκοπο, πήγε κατ’ευθείαν σ9 έκεΐνο τό ντουλάπι πού είχε δή^τήν κυρά-Σεβαστή νά βάζη τά κηροπήγια. Τό κλειδί ήταν στην κλειδαριά. "Ανοι­ ξε- Τ9 άσημικά ήταν μέσα σ9 ένα πανεράκι. Τό πή­ ρε, διέσχισε μέ μεγάλα ^βήματα τό δωμάτιο, χωρίς νά προσεχή άν έκανε θόρυβο καί γύρισε στο δικό του. "Εβαλε τ9 άσημικά στον σάκκο του, πήδησε από τό παράθυρο στον κήπο κι9 έφυγε, πηδώντας πάνω από τον φράχτη;. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΙΊΠ I Α ΧΑΡΑΜΑΤΑ τής άλλης μέρας ό Κα~ λόφθαστος Μυριήλ περπατούσε ήσυχα στον κήπο του, όταν ή κυρά - Σεβαστή έφθασε κοντά του τρε­ χάτη κι9 άναστατωμένη. —Θεέ μου! Θεοφιλέστατε, μάς έκλεψαν τ9 αση­ μικά μας από τό ντουλάπι! Τό βρήκα άδειο! Μάς τάκλεψε ό άνθρωπος πού ήρθε χτες τό βράδυ. "Α, τον κακούργο! —Τό ξέρω, άπάντησε ήρεμα ό Μυριήλ. Γιά πες μου, κυρά - Σεβαστή, τ9 άσημικά αυτά ήταν τάχα δικά μας; Μού φαίνεται πώς εΐχα λάθος πού τά κρατούσα τόσον καιρό... Ναί.., Σίγουρα τ* άσημικά

19


αυτά άνηικαν στους φτωχούς. Κι* αυτός δ άνθρωπός λοιπόν τ’ ήταν; Ένας φτοοιχός άσφαλώς... —* Ιησού Χριστέ! φώναξε ή κυρά - Σεβαστή. Δεν μάς νοιάζει βέβαια, ούτ* εμένα, ούτε τή δεσποσύνη. "Ομως είναι για τον Θεοφιλέστατο... Δεν πρόλαβε νά τελείωση, γιατί την ίδια ώρα α­ κούστηκε χτύπος στην πόρτα, πού ύστερα άνοιξε. Ανθρωποι φάνηκαν ατό- άνοιγμά της. Τρεΐς άντρες κρατούσαν γερά έναν άλλον κι* ε­ κείνοι οί τρεΐς ήταν χωροφύλακες, ενώ ό τέταρτος ό Γιάννης Άγιάννης. "Ενας ενωμοτάρχης χαιρέτησε στρατιωτικά και μέ σεβασμό τον Επίσκοπο. —Δέσποτα, είπε. Παράξενε μένος άνασήκωσε ό Άγιάννης τό κεφάλι σ’ αυτή τη λέξι. —Δεσπότης! μουρμούρισε. Δεν είναι παπάς λοι­ πόν ; —Σιωπή, γρύλλισε ένας χωροφύλακας. Είναι ό Θεοφιλέστατος Δεσπότης Μυριήλ. Σ’ αυτό τό μεταξύ ό ιερωμένος είχε πάει δσο μπορούσε γρηγορότερα κοντά τους. —Πόσο ευχαριστημένος είμαι πού σάς ξαναβλέ­ πω! Είπε στον Γιάννη Άγιάννη χαμογελώντας. Δεν ήξερα τί νά κάνω, -εχάσατε νά πάρετε και τά δια­ κόσια φράγκα πού σάς έδωσα μαζί μέ τ* ασημικά. Έκεΐνος τον παρατήρησε μέ μιά άλλόκοτη έκ­ φραση απερίγραπτη. —Θεοφιλέστοτε, έκανε ό ενωμοτάρχης έκπληκτος. "Ωστε ήταν αλήθεια αυτό πού μάς είπε; Πήγαινε σάν τον κλέφτη στον δρόμο και τον σταματήσαμε νά τού κάνωμε έρευνα. Τού βρήκαμε αυτά τ’ άσημικά... Ό Μυριήλ τον διέκοψε μέ τή γλυκεία φωνή του: —-Καί σάς είπε πώς τού τάδωσε ένας γέρο-πα­ πάς, πού τον φιλοξένησε τή νύχτα... Κατάλαβα... Κι’ έσεΐς δεν τον πιστέψατε καί τον φέρατε δώ... Έγινε παρεξήγηση.. —"Ωστε, ψέλλισε ό ενωμοτάρχης σαστισμένος, πρέπει νά τον άφήσωμε ελεύθερο; •—Μά ναί.·. Σ’ ένα νεύμα τού άνωτέρου οί χωροφύλακες τον άφησαν κΓ ό Γιάννης Άγιάννης έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω.

19


^-πΚύριοι, μπορείτε ν' άπτοσυρθήτε τώρα, είπε ό Μυριήλ. Ό Άγιάννης τούς παρατηρούσε αποσβολωμένος καθώς έφευγαν. Ό Επίσκοπος έβγαλε από μια τσέπη του ένα μικρό σακκουλάκι. —Πάρτε και τά διακόσια φράγκα πού σάς έδω­ σα, φίλε μου, είπε. Μόνο μην ξεχάσετε ποτέ, πώς υποσχεθήικατε άλ5 αυτά νά τά χρησιμοποιήσετε γιά νά γίνετε έντιμος άνθρωπος. Μέ τρεμάμενο χέρι καί χαμένο βλέμμα πήρε τό σακκουλάκι ό ξένος. "Έλεγες πώς από στιγμή σέ στιγμή θά λιποθυμούσε. Δεν καταλάβαινε. Δεν τολ­ μούσε νά πιστέψη·... Δεν Θυμόταν νάχε ύποσχεθή τίποτα... Ό Μυριήλ τού χαμογέλασε πάλι κι* ύστερα είπε έπί'σημα: —ιίΊηγαίνετε στο καλό καί μη μ5 ευχαριστήστε. Δέν έκανα τίποτα γιά σάς... Μ5 δ;τι σάς έδωσα εξαγο­ ράζω την ψυχή σας. Την παίρνω άπό τό σκοτάδι τής κακίας καί την παρσδίδω στον Θεό. Ο ΜΙιΚΡΟΣ ΖΕΡΒΑ I Β ΓΗίΚιΕ σάν κυνηγημένος άπό την πόλι. ^Αρχισε νά περπατάη βιαστικά μες στά χωράφια, χωρίς νά ξέρη πού πήγαινε. Πολλές φορές ξαναγέ­ μιζε στά Τδια μέρη.. *Ηταν παράξενα θυμωμένος. Δέν ήξερε εναντίον τίνος. Δέν γνώριζε άν ένοιωθε ταπεινωμένος ή προσβλημένος. Ή τρομερή ήρεμία πού είχε κατασταλάξει στην ψυχή του τόσα χρόνια άδικίας καί δυστυχίας, είχε κλονιστή απίστευτα. Στρόβιλος άπό αντίθετες σκέψεις τού παίδευε τό μυαλό. Κατά τό ήλιοβασίλεμμα σταμάτησε λαχανιασμέ­ νος καί κάθησε στή ρίζα ένός θάμνου, στον έρημο κάμπο. Άξαφνα ακούσε βήματα καί στρέφοντας εί­ δε ένα παιδί καμμιά δεκαριά χρόνων, πού ερχόταν άπό τό μονοπάτι προς τό μέρος του. Τ ραγουδούσε. 9Ηταν ένα άπό κείνα τά παιδιά πού γυρίζουν άπό χωριό σέ χωριό παίζοντας φλογέρα καί τρα­ γουδώντας.


.•Περπατώντας πετουσε στον αέρα δυο τρία νομί­ σματα πούχε στη χούφτα του — πιθανόν ολόκληρη την περιουσία του. Είχε φτάσει κοντά. "Ενα ασημένιο δίφραγκο πού βρισκόταν ανάμεσα σέ κάτι πεντάρες, κύλισε μιά στιγμή από τά χέρια του, ώς εκεί που καθόταν ό Γιάννη,ς 'Αγιάννης. Εκείνος τό καπάκωσε μέ τό πα­ πούτσι του. Τότε είδε τον αλήτη ό μικρός καί πήγε κοντά του. —ΐΚύριε, είπε μέ την παιδική εμπιστοσύνη πού φέρνει ή αθωότητα, μαζί κι* ή άγνοια, δόστε μου τό δίφραγκό μου. ;—ίΠώς σέ λένε; ρώτησε άφηρημένα ό Γιάννης ιΑγιάννης. „ ■ —Μικρό Ζερβαί, κύριε. —Φύγε από δώ... —-Κύριε, δόστε μου τό δίφραγκο, ξανάπε διατα­ κτικά τό παιδί. Ό Γιάννης 'Αγιάννης χαμήλωσε τό κεφάλι χωρίς νά πή τίποτα. —Τό δίφραγκό μου, σάς παρακαλώ... Δεν κινήθηκε από τη γη τό βλέμμα του άλήτη κΓ ό μικρός ξανάπε: —Τό δίφραγκό μου... Τό ασημένιο μου δίφραγ­ κο... Σάς παρακαλώ... Ταυτόχρονα προσπαθούσε μάταια μέ τη μικρή του δύνα·μι, νά μετακίνηση τη χοντρή άρβύλα πού πατούσε στον θησαυρό του. Έκλαιγε. Ό Γιάννης ’Αγιάννης άνασήκωσε τά μάτια. τΗ­ ταν θολά καί παρατήρησε παράξενε μένος τό παιδί. "Απλωσε άξαφνα τό χέρι στο ραβδί του καί φώναξε άγρια: — Ποιος εΐσ’ έσύ;^ —- Εγώ... Ό μικρός - Ζερβαί, κύριε... Τραβήξτε σάς παρακαλώ τό πόδι σας, νά πάρω τό δίφραγκό μου... — Ακόμα δώ’ σαι; γρύλλισε ό Γιάννης Άγιάννη,ς κΓ άνασηκώθηκε χωρίς νά κινήση τό πόδι του από τό ασημένιο νόμισμα. Φεύγεις ή οχι; Ήταν τρομερός. Ό μικρός άρχισε νά τρέμη κι* απότομα στράφηκε κΓ άρχισε νά τρέχη προς τον κάμπο, χωρίς νά τολμήση νά βγάλη μιλιά. Σέ λίγο χάθηκε πέρα. Χάθηκε κΓ ό ήλιος πίσώ $π* τά μακρυνά βουνά.


Ό Γιάννης 'Αγιάννης δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα του όλη τη μέρα κΓ ένοιωθε σαν νάχε πυρε­ τό. "Εσκυψε νά πάρη το ραβδί του. Τότε είδε τό άσημένιο δίφραγκο νά λαμπυρίζω άχνά μέσα στάΛ χαλίκια. "Ενα κρόο ρΐγος κατρακύλησε στη ραχοκοκκαλιά του. Τό πήρε στά δυό του δάχτυλα και παρατήρησε άναυδος ολόγυρα, την ερημιά του κάμπου. Ή νύχτα έπεφτε άχνά και μιά σκούρα όμίχλη, πλανιόταν στο σούρουπο. "Εκανε μερικά μηχανικά βήματα προς τό, μέρος πουχε χαθή τό παιδί. Στάθηκε. Κυτταξε πάλι καί πάλι δεν είδε τίποτα. -αφνικά, φώναξε άγρια: — Μικρέ - Ζερβαί!... Μικρέ - Ζερβαί!... Φυσικά δέν πήρε άπάντησι. "Αρχισε νά τρέχη τρεκλίζοντας και κάθε τόσο οταματουσε και ξαναφώναζε τό ίδιο όνομα, μέ φωνή γεμάτη απελπισία. Συνάντησε έναν παπά καβάλλα σ’ ένα άλογο. Έτρεξε κοντά του: —- Παπά μου... Μήπως είδατε νά περάση ένας μικρός^ Ένα παιδάκι; — Οχι, είπε 6 παπάς. — Τον λένε Μικρό - Ζερβαί... — Δέν είδα κανέναν, απάντησε κουνώντας τό κε­ φάλι μέ κάποια έκπληξι. "Εβγαλε δυο πεντόφραγκα από τό σακκούλι του και τάδωσε στον παπά. — Νά: Κρατήστε ίο. γιά τους φτωχούς σας... Πρόκειται γιά ένα άγοράκι απ’ αυτά που γυρίζουν μέ μιά φλογέρα στά χωριά... Τό λένε μικρό - Ζερ­ βαί... —Λεν τό είδα. /— Δέν είναι καθόλου χωριά άπ* αυτό τό μέρος; Γ,έρετε; —"Ισως νάναι από ξένο μέρος αυτός ό μικρός. Γυρίζουν πολλοί... Ποιος ξέρει... Ό Γιάννης 'Αγιάννης τρέμοντας ολόκληρος έβγα­ λε μέ μιά πυρετική κίνησι άλλα δυό πεντόφραγκα και τάδωσε του παπά. — Νά: Γιά τούς φτωχούς σας, παπά μου.„ Σάς παρακαλώ... Φωνάξτε νά μέ πιάσουν... ΕΤμ’ ένας κλέφτης... "Ενας ληστής!


Κέντησε τ' όολογό του ό πάπας τρόμάγμένός κι8* έφυγε μέ καλπασμό. Ό{ Γιάννης ιΑγιάννης άρχισε νά τρέχη κυττάζοντας ολόγυρα και ξεφωνίζοντας δυνατά σαν τρελλός. Δεν συνάντησε όμως κανέναν στον δρόμο του. Στο τέλος έπεσε εξαντλημένος κΓ απελπισμένος πάνω σέ μια μεγάλη πέτρα. ^Βπιασε τό κεφάλι του μέ τά δυο του χέρια και βόγγηξε: — Εΐμαι ένας τιποτένιος... -έσπασε σέ γοερά κλάματα, εδώ καί δεκαεννιά χρόνια δεν είχε κλάψει άλλη φορά. Κάποτε άνασηκώθηκε μές στο σκοτάδι κΓ άρχισε νά περπατάη σάν μεθυσμένος. Τ' ήταν εκείνη ή φω­ νή που ηχούσε τρομακτικά στο μυαλό του; Τοϋλεγε πώς είχε περάσει μόλις την πιο επίσημη στιγμή τής ζωής του; Πώς ή έπρεπε άπό δώ κΓ εμπρός ν’ άνέβη πιο ψηλά κΓ απ’ αυτόν τον έπίσκοπο Μυριήλ ή νά κατρακυληση χαμηλώτερα άπό τον άνθρωπο του κάτεργου; Πως, άν ήθελε νά γίνη καλός, έπρεπε νά γίνη άγγελος κι’ άν ήθελε νά μείνη κακός, θά κα­ ταντούσε τέρας; Εκείνο πού ήταν βέβαιο, αυτό πού δέν φανταζό­ ταν καν, ήταν πώς τό κάθε τι εΐχε αλλάξει μέσα του. Δέν ήταν ό ίδιος άνθρωπος πού είχε σκεπάσει μέ τήν άρβύλα του τό ασημένιο δίφραγκο του μικρού Ζερβοί. Τή στιγμή πού φώναξε «είμαι ένας τιποτένιος», ήταν ή πρώτη φορά πού εΐδε καθαρά^ τί ήταν ώς τώρα καί τί δέν θάταν ποτέ πιά άπό δώ καί πέρα κΓ άς μήν τόξερε ακόμα μέ βεβαιότητα πώς έτσι θά γινόταν. Έκλαψε ώρες. Έκλαψε μέ σπαραγμό, πιο αδύ­ ναμα άπό μιά γυναίκα, μέ μεγαλύτερη φρίκη άπό ένα παιδί. Τά δάκρυα θάμπωσαν τά μάτια του. Ή­ ταν ο'άν νάλυωνε ή κακία πού βόσκαγε στην ψυχή του κι’ έφευγε σέ καυτά ρυάκια πάνω άπ’ τά πε­ τσί ασυένα του μάγουλα κι’ άνάμεσά τους έπαψε νά βλέπη τό σκοτάδι τής νύγτας καί του φάνηκε πώς τον κύκλωνε ένα φως παράξενο - υπέροχο μαζί καί τρομερό. Ή προηγούμενη ζωή του, τό πρώτο του αμάρτημα^ ή σκληρή τιμωρία του, ή άπόλυσί του απ’ τό κάτεργο, τό επεισόδιό μέ τον έπίσκοπο, ή κλοπή του δίφραγκου - τό πιο απαίσιο καί άνανδρο

23


εγκλήμα τού - ολ5 αυτά πέρασαν σαν φαντάσματα μπρος άπό τα δακρυσμένα του μάτια μέ μιά λάμψι πού δε την είχε ξαναδή ποτέ του. Τι έκανε όταν έπαψε κάποτε νά κλαίη; Που πήγε; Δεν έμαθε κανείς. Μόνο κάποιος αμαξάς πού έφτασε στο Ντίν στις τρεις το πρωΐ αητό τό Γκρενόμπλ, εΐπε πώς άντίκρυσε έναν ^άνθρωπο νά στέκη γονατ ισ μένος σέ στάσι προσευχής·, στο λ^θόσρωτο και μες στο σκοτάδι, μπροστά στην πόρτα του Θεοφιλέστατου Καλόφθαστου Μυριήλ. ΦΑΝΤΙΝΑ

Η

ΦΑΝΤΙΝΑ ήταν μιά νεαρή ξανθιά ερ­ γάτρια. Γνωρίστηκε στά 1817 μέ τον Θολομή, έναν νέο άπό την Τουλούζη-, πού διασκέδαζε μακρυά άπό την πατρίδα του μαζί μέ τρεις φίλους του, τον Λιστορίλη, τον Βλαχαδελά και τον Φαμαδέλη. Τον α­ γάπησε μ5 όλη τη-ς την ψυχή καί νόμιζε πώς κΓ ε­ κείνος τό ίδιο την αγαπούσε, ώσπου την παράτησε μιά μέρα, φεύγοντας μαζί μέ τούς φίλους του γιά την Τουλούζη, άφήνοντάς της κΓ ένα παιδί - ένα μι­ κρό κοριτσάκι. Δέν μπορούσε νά μείνη περισσότερο σ5 αυτό τό μέρος, μετά την έγκατάλειψι. "Ολες οί γει τόνισες την στραβοκυττουσαν καί την κουτσομπόλευαν. Έίξ άλλου μέσα στην τρέλλα ε­ κείνης τής περιπέτειας, είχε παραμελήσει καί την πελατεία της, ώσπου στο τέλος την έχασε. * Ηλθε σ’ απελπι σί α και συλλογίστηκε νά γυρίση στην ιδιαίτερη πατρίδα της, τό Μοντρέϊγ. Ναι αλλά κΓ έκεΐ δλοι την ήξεραν κι5 έπρεπε νά κρύψη τό σφάλμα της. Δέν ήξερε τι νά κάνη. Μόνο μην έχον­ τας κανόναν πελάτη, έπλεκε πια συνεχώς ρουχαλά­ κια γιά την άγαπηιμένη της κορούλα, την Τιτίκα. Μιά μέρα βρέθηκε έξω άπό τό πανδοχείο των Θερ ναδιέρων, στο Μονφερμέϊγ, κοντά στο Παρίσι. ^Ηταν κάπως ίδιόρυθ'μοι άνθρωποι ό πανδοχέας ό Θερναδιέρος καί ή γυναίκα του. -Πάνω άπό την πόρτα του πανδοχείου τους ήταν μιά σανίδα καρφωμένη στον τοίχο. αυτήν ήταν ζω­

24


γραφισμένο κάτι σάν άνθρωπος πού κρατούσε εναν άλλο άνθρωπο στη ράχι του κι* αυτός ό δεύτερος φορούσε στολή και μεγάλες, επίχρυσες έπωμίδες, στρατηγού, μέ ευδιάκριτα αστραφτερά άστρα. Κόκ­ κινες κηλίδες εδώ κι* εκεί πάω του, παρίσταναν αίμα. "Ολο τό υπόλοιπο ήταν κάτι σάν καπνός - ήθελε νά πή πώς παράσταινε μάχη. Χαμηλά μπορούσες νά διαβάσης την επιγραφή: «Στον λ ο χ ί α τού Β α τ ε ρ λ ώ». Ή Θερναδιέραινα - ή γυναίκα τού πανδοχέα βρισκόταν εκείνη την ώρα στην πόρτα εξω και κου­ νούσε τά δυο μικρά κοριτσάκια της - τό ένα ώς τριών χρόνων καί τό άλλο δεκαοκτώ μηνών - σιγοτραγουδώντας: «Πρέπει νά τρέξω, κράζει ό πολεμιστής...» — "Έχετε δυο ωραία παιδάκια, κυρία, είπε ή Φαντίνα. «... Στην ωραία καί τρυφερή Ίμογίνη...» άποκρίθηκε ή Θερναδιέραινα μέ τήν κεκτημένη τα­ χύτητα κι" ύστερα γύρισε καί παρατήρησε τήν άλλη. Τό παιδί τής Φαντίνας, ήταν ένα από τά πιο θεϊ­ κά πλάσματα πού μπορεί νά ίδή κανείς. Ώραΐα ντυ­ μένη μέ δαντελλωτό μπλουζί, λινές πολύχρωμες κορ δέλλες καί πλεχτή φουστίτσα, συναγωνιζόταν θαυμά σια τίς άλλες δυο σέ φίλαρέσκεια. Τά μάτια της ήταν πολύ μεγάλα κι5 είχαν Θαυμάσια τσίνορα. — "Ονομάζομαι κυρία Θερναδιέρου, όοποκρίθηκε μέ χτυπητή καταδεκτικότητα. Κρατάμε αυτό τό πανδοχείο, ό άντρας μου κι" εγώ. Καί μετά σκέφβηκε πώς δ’έν έπρεπε νά ξεχνάη καί τό τραγούδι της: «Πρέπει - συλλογίσου πώς είμαι ίππό'της πρέπει ν" αναχωρήσω γιά τήν Παλαιστίνη.» ^ ^Ητατν κοκκινομάλλα καί αρκετά παχειά. ^ Τύπος πραγματικού θηλυκού χωροφύλακα, άχαρη πέρα γιά πέρα. Ή ταξίδιώτισσα άρχισε νά τής διηγιέται τήν ι­ στορία της - κάπως αλλαγμένη βέβαια - καί άφησαν τά τρία παιδιά νά παίζουν μαζί. — Πώς τήν λέν" τή μικρούλα σας; — Τίτίκα. ■ . — Πόσων χρόνων είναι; — Κλείνει τά δύο. — Μμ! "Οπως ή μεγάλη ή δίκιά μου·. Κυττάξτ . /

_

35


τί γρήγορα που σχετίζονται τά παιδιά. Θά ορκιζό­ σουν^ πώς^ είναι τρία άδελφάκια έτσι όπως παίζουν! Σαν νάταν κάποια σπίθα που την περίμενε ή Φαντίνα, αρπάχτηκε άπ5 αυτά τά λόγια. — Θέλετε νά ^μού κρατήσετε τό παιδί1 μου; ρώ­ τησε παρακλητικά. "Εδειξε έκπληξι, όπως έπρεπε, ή ξενοδόχαινε κι* υστέρα μουρμούρισε: — Πρέπε^ι νά τό σκεφβώ. — Μπορώ νά σάς δίνω έξη φράγκα τό μήνα... Μιά γκρινιάρικη άντρική φωνή αντήχησε άπό τό βάθος του μαγέρικου: — Παρακάτω άπό έφτά μην τό κουβεντιάζετε. Κι* έξη μηνιάτικα προκαταβολικά. — Έξη - εφτά σαρανταδύο!, δήλωσε ή Θερναδιέ­ ραινα. Ή φωνή άπό- μέσα ξανάπε: — Κι* άκόμα δεκαπέντε φράγκα γιά τά πρώτα της έξοδα. — Σαρανταδύο και δεκαπέντε πενήντα εφτά, είπε ή Θερναδι έραινα. Καί τραγούδησε: «Πρέπει νά τρέξω. Κράζει ό πολεμιστής». — Θά σάς τά δώσω, εΐπε ή μητέρα. — Έχει ρούχα ή μικρή; ξ αναρώτησε ή άντρική φωνή. —Είναι ό σύζυγος, έξήγησε ή Θερναδι έραινα μέ μισάκλειστα βλέφαρα. — Πώς! "Εχει ή άκριβή μου!, άπάντησε ή Φαν­ τίνα. Τό κατάλαβα πώς ήτανε ό άντρας σας. Και μάλιστα ώραΤα ρουχαλάκια. Τρέλλα. Όλόκληρη ντου ζίνα άπό τό καθένα. Ακόμα και μεταξωτά, σάν τις μεγάλες κυρίες. Τάχω έδώ, στον μπόγο μου. — Πρέπει νά μάς τά δώσης, ξανάπε ό άλλος άπό μέσα. — Καί βέβαια θά τά δώσω. Γυμνό θάφηνα τό κοριτσάκι μου; Φάνηκε κείνη τήν ώρα ή φάτσα τού μαγαζάτορα, πούπε συγκαταβατικά: — Καλά λοιπόν. Ή συμφωνία έκλεισε. Ή μάνα πέρασε, τή νύχτα στο πανδοχείο κι* έφυγε τ άλλο πρωί. Έφυγε μά­ λιστα ήσυχα - έπράκειτο νά ξανάρθή γρήγορα. Ωστόσο μιά γειτόνισσα τών Θερναδιέρων πού έρ-

26


νοΐ&ν άν·: ιί)ε·ια, Ιτυγε ν& ηη στέ ζευγάρι ?βν |εν&σόχων: — Στο δρόμο είδα μια γυναίκα πούκλαιγε. Ραγίζετ’ ή καρδιά σου! ^Κι^άκόίμα υστερότερα είπε ό θερναδιέρος στη σύζυγό του: — Έτσι ®α πληρώσω και τό γραμμάτιο πού έλη­ γε ίσα - ίσα αΰριο^ τό πρωί και μου λείπανε ακρι­ βώς τά πενήντα φράγκα. Ο! ΘΕΡΝΑΔ ΙΕΡΟΙ ίϊ^ΟΛΥ μικρός ήταν τό ποντίκι πού πιά­ στηκε αλλά ό γάτος χαίρεται και μ* ένα τόσο δά ποντικάκι. Θά ^έξηγήσωμε τ' ήταν αυτοί οι Θερναδιέροι: "Ανήκαν σ’Λ εκείνη την ακαθόριστη κοινωνική τάξι πού άποτελειται από αγροίκους πού άναδείχτηκαν κι^ από έξυπνους πού^ου-ν^ ξεπέσει. Είναι κεΐ κοντά στη μεσαία τά£ι. Αυτό δεν έχει τόση σημασία νά πούμε, όσο πού ό Θερναδιέρος - άν αποφασίσουμε νά^ τον πιστέψουμε^ - διετέλεσε λοχίας στην εκστρα­ τεία του 1815. Μάλιστα είχε δείξει και άξιοπρόσεχτη^ γενναιότητα. Νά: Ή ταμπέλλα μόνο του μαγα­ ζιού του - κείνη ή σανίδα πάνω από την πόρτα ήταν ένα από τά άνδραγαθήματά του καί τοχε ζω­ γραφίσει ο ίδιος, έπειδή ήξερε νά κάνη λίγο απ' όλα, άν καί όχι καί σε καλή ποιότητα. Ή μητέρα ωστόσο πούχε φύγει γιά τό Μοντρέϊγ, έβαζε καί τής έγραφαν γράμματα, ρωτώντας συνε­ χώς γιά τήν υγεία τού παιδιού της κι* οΐ θερναδιε­ ροί απαντούσαν στερεότυπα: «ΕΤναι μιά χαρά». Μόνο πού ύστερα άπό τό πρώτο εξάμηνο τής ζή­ τησαν δώδεκα φράγκα μηνιαίως αντί γιά τά εφτά πούχαν συμφωνήσει καί ή Φαντίνα τάστελνε ταχτι­ κά, μιά καί τό παιδί της «ήταν ευτυχισμένο». Τυχαίνει όμως μερικοί άνθρωποι νά μήν μπορούν ν* αγαπήσουν άπο τή μιά πλευρά, χωρίς νά μισή­ σουν απ’ τήν άλλη. Τέτοια συνέπεσε νάναι ή Θερναδιέραινα. Αγαπούσε παθολογικά τά δικά της τά παιδιά κι9 ϊσως έπειθή ή Τιτίκα ήταν όμορφότερη, δεινοπαθούςτε η καημενούλα στά χέρια της.


Κι* άφου ή μάνα τόυξ $τάν κόοκιά μέ τήν Τιτίκά, έγιναν κακές μαζί της κι* οι δυο κόρες της, ή Έπονίνα κι* ή 'Αζέλμα. Πέρασε ένας χρόνος και πέρασε κι* άλλος. «Οί Θερναδιέροι είναι, πονετικοί άνθρωποι», έ'λεγαν στο χωριό. «Χωρίς νάναι πλούσιοι, αναθρέφουν ένα ξένο παιδί, πού τούς τό παράτησε κάποια...» Βέβαια ό Θερναδιέρος αξίωσε δεκαπέντε φράγκα άπό τη Φαντίνα, δταν έμαθε Θεός ξέρει από ποιες άνεξιχνίαστες πηγές - πώς τό παιδί ήταν νόθο κι* ή μάνα του δεν μπορούσε νά τό φανερώση, πλήν όμως αυτό δεν τοξεραν στο χωριό. Κι* από χρόνο σε χρόνο μεγάλωνε ή μικρή, πλάϊπλάϊ μέ τή δυστυχία της. Πλήν κλείση τά πέντε, έγινε ή δούλα του σπι­ τιού. "Αν άξαφνα ή μητέρα της γύριζε στο Μονφερέϊγ σίγουρα δέν θά την αναγνώριζε. Εκείνη πού ήταν τόσο όμορφη σαν πρω-τόρθε, είχε γίνει κιτρινιάρα καί δύστροπη από τη δυστυχία. Τό βλέμμα της ήταν πάντα αλλόκοτα ανήσυχο. Οι Θερναδιέροι την έλεγαν «μουλωχτή». 9Ηταν θλιβερό νά βλέπης αυτό τό φτωχό πλάσμα τόν χειμώνα - ήταν έξη χρόνων πιά - νά σαρώνη πριν τά ξημερώματα τόν δρόμο, τρέμοντας από τό κρύο. Οί άπλοι άνθρωποι έκεΐ γύρω πού την έβλεπαν νά τρέμη έτσι σάν πουλάκι - κι5 ούτε ήταν μεγαλύ­ τερη άπό ένα πουλάκι - οί άνθρωποι πού τούς αρέ­ σουν οι παραβολές, τή φώναζαν Κορυδαλίνα. Μόνο βέβαια πού αυτή ή Κορυδαλίνα δέν κελαϊδούσε ποτέ της.

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΓΔΑΑΗΝΗΣ Εκεί στο ίδιο χωριό^πούχε καταφύγει κι* ή Φαντίνα - στο Μοντρέϊγ - έφτασε στά 1815 ένας άγνωστος. Σ* αυτό τό μέρος άπό τά παλιότερα χρόνια είχαν μιά βιομηχανία πού φυτοζωούσε. "Εφτιαχναν άπομ ι μήσεις γ α γ ά τ η καί μαύρες χάντρες απ’ τό Τ&ιο τεχνητό κρύσταλλο. Οί^ πρώτες ύλες ήταν άκριβές ώς τότε αλλά αυτός ό ξένος είχε

28


1-ήν έμττνευάΊ άντικάταστηση τή γομαλάκα μέ 0έτσίνι κι* έτσι έγιναν μονομιάς πάμφηνες. Τά μεροκάματα ανέβηκαν, ή βιομηχανία άττλώθηκε κι" ό βιομήχανος τριπλάσιασε τά κέρδη του. Σέ πιο λίγα από τρία χρόνια, πλούτισε ό άνθρωπος πού έκανε την καινοτομία κι5 έκανε και τούς άλλους πλούσιους γύρω του. ^Λέγαν πώς είχε έρθει μέ πολύ λίγα χρήματα στην πόλ ι. 31 Ηταν ^ντυμένος και μιλούσε σαν εργάτης τότε. "Ακριβώς τη μέρα πού έφτασε - μ5 ένα σάκκο στην πλάτη κι" ένα χοντρόραβδο στο χέρι - τά γρα­ φεία της Κοινότητος έτυχε νάχουν άρπάξει φωτιά. Έκεΐνος είχε άρμήσει μέ κίνδυνο της ζωής του μέσα στις φλόγες και είχε σώσει τά δυο παιδάκια του Δήμαρχου πού έμεναν έκεΐ. Στη φασαρία καί τη συγκίνηση δέν του ζήτησαν τά χαρτιά του. "Έμαθαν μόνο τ" όνομά του: Μπάρ­ μπα - Μαγδαληνής. *Ηταν πεν-η,ντάρης πάνω κάτω. Σοβαρός και κα­ λός. Μ3 όλο πούκανε περιουσία, έβλεπες πώς ένδια• φερόταν πιο πολύ γιά τούς άλλους, παρά γιά τον εαυτό του. Στο 1820 είχε εξακόσιες χιλιάδες φράγκα στον παρισινό τραπεζίτη Λαψίτ. Στο ίδιο διάστημα ό­ μως, είχε ξοδέψει περισσότερο από ένα εκατομμύ­ ριο γιά τή πάλι και γιά τούς φτωχούς. Είχε πάρει το παράσημο τής Λεγεώνας τής Τι­ μής καί τό είχαν κάνει Δήμαρχο. “Όλοι τον Αγα­ πούσαν στο Μοντρέϊγ. Οί εργάτες του τον λάτρευαν. Μ" όλο πού δέν ήταν νέος πιά, λέγαν πώς είχε ηράκλεια δύναμι. "Έκανε τό καλό κρυφά οπού μπορούσε, όπως κρύβονται άλλοι σάν κάνουν τό κακό. Λέγαν πώς δέν υπήρχαν καθόλου έπιπλα στο δω­ μάτιό του. Πώς ζούσε τάχα σότν Ασκητής, τ.ριγυρι­ σμένος από νεκροκεφαλές. 'Κάποτε δυο κυρίες θέλησαν νά εξακριβώσουν άν ήταν αλήθεια αυτό καί τον παρακαλεσαν νά τούς δείξη τό δωμάτιό του, αλλά βρέθηκαν σ’ ένα κοινό­ τατα επιπλωμένο δωμάτιο, χωρίς τίποτα άξιοπρόσε χτο, έκτος "ίσως από δυο Ασημένια κηροπήγια πού βρίσκονταν πάνω στο τζάκι. Σέΐς αρχές τού 1821 οι εφημερίδες έγραψαν γιά

29


?6 θάνατο τοΟ θεοφιλεάτάτου έτησκό-ττου του Ντίν, Καλόφβαστου Μυριήλ. Την άλλη μέρα ό Μαγδαληνής ήταν ντυμένος όλομαυρσ και είχε και μαύρο κρεπ ατό καττέλλο. Σκάφθηκαν πώς θάχε κάποια συγγένεια μέ τον Μυριήλ. Πάλι μια κυρία βρέθηκε νά τον ρωτήση ένα βράδυ, μήπως τυχόν ήταν ξάδελφός του. — "Όχι, άποκρίθηκε ήσυχα. — Μα... Φοράτε πένθος... — Έτυχε κι5 ήμουν υπηρέτης στην οικογένεια του, δταν ήμουν νέος, απάντησε. Ωστόσο στο Μοντρέϊγ πρόσεξαν και κάτι άλλο: Κάθε φορά^ πού γυρνούσε από εκεί κάποιο άπό τά μικρά έκεΐνα παιδιά πού γυρνούν συνεχώς άπό μέρος σέ μέρος, παίζοντας μέ τη φλογέρα τους, ό κύριος Μαγδαληνής τό φώναζε, τό ρωτούσε τόνομά του και τοΰ έδινε χρήματα. Μαθεύτηκε έτσι απ' τον έναν στον άλλο και άρ­ χισαν νά καταφθάνουν πολλά τέτοια παιδιά στο Μοντρέϊγ κάθε μέρα. Και μόνο ένας άνθρωπος υπήρχε σ’ ολόκληρο τό μέρος, πού δέν φαινόταν νά συμμερίζεται τον γενι­ κό σεβασμό πού έδειχναν γιά τον μπαρμπα - Μαγδσ ληνήν Κάθε φορά πού τον έβλεπε στον δρόμο, τον πα­ ρακολουθούσε μ’ ένα παράξενο σκοτεινό βλέμμα, κουνώντας τό κεφάλι του. Θαρρείς κι’ έλεγε μέσα του: «(Ποιος εΐν’ αυτός ό άνθρωπος τάχα; Είμαι βέ­ βαιος πώς κάπου... κάποτε τον έχω ξανασυναντήσει...» Αυτός (αέ τό σκοτεινό ύφος καί τό ψυχρό, σχεδόν απειλητικό παρουσιαστικό, ήταν ό αστυνομικός ε­ πιθεωρητής Ιαβέρης. Τελευταία τον είχαν μεταθέσει στο Μοντρέϊγ καί απτό κάτι λόγια πού τού ξέφυγαν, είχαν καταλάβει πώς έπρεπε νάχη ζητήσει πληροφορίες σχετικά μέ τόν Δήμαρχο. Μιά φορά κιόλας έτυχε νά πή μονολογώντας: — Πιστεύω δτι τόν κρατώ πιά... Πέρασε όμως άπό τότε τρεις μέρες σέ βαθειά συλ­ λογή, χωρίς νά προψέρη λέξι. Θάλεγες πώς είχε κοπή τό νήμα πού πίστευε πώς κρατούσε. *


*1σως και να ταγέ χάσει άπό τήν Απόλυτη Ατα­ ραξία τού^ κυρίου Μαγοαλ ηνή. ■Οπωσδήποτε, το παράξενο φέρσιμό του φάνηκε πώς έκανε έντύπωσι στον Δήμαρχο μια μέρα. Καί νά σέ τι επάνω:

Ο ΘΕΡΣΑΝΕΜΗΣ ΕνΑ πρωί πού ό κύριος Μαγδαληνής, περνούσε σ* έναν δρομάκο τού Μσντρέϊγ είδε συγκεντρωμένον έναν ομιλο ανθρώπων. Ένας γέρος πού τον έλεγαν Θαρσανέμη, ήταν πεσμένος κάτω άπό τό κάρρο του, πού τό άλογό του είχε σωριαστή. 'Από τούς ελάχιστους εχθρούς του Δήμαρχου ή­ ταν αυτός ο Θαρσανέμης. Πρώην δικαστικός^ καί γραμματιζούμενος πού είχε ξεπέσει, δεν είχε δή μέ καθόλου καλό μάτι αυτόν τον απλό εργάτη πού πλού τιζε και αυτό τον έκανε, άπό καθαρή ζήλεια, νά μη χάνη ευκαιρία πού μπορούσε νά τον βλάψη. Τό άλογο λοιπόν είχε σπάσει τά δυο πισινά πό­ δια του κι* ήταν αδύνατον νά σηκωθή. Τό κάρρο εί­ χε πλακώσει τό στήθος τού γέρου, πού ξεφώνιζε σπαραχτικά. Προσπάθησαν νά τον ελευθερώσουν άλλά τού κάκου. Ήταν ακριβώς ή ώρα πού περνούσε άπό κεΐ ό Μαγδαληνής, πού βλέποντας τί συνέβαινε, ζύγωσε α­ μέσως. —Μπορεί νά χωθή κανείς κάτω άπό τό κάρο καί νά τό άνασηκώση; ρώτησε. "Αν άργήσωμε ό άνθρω­ πος θά πεθάνη. Τό λέει ή καρδιά του κανενός; Θάχη πέντε είκοσόφραγκα. Δεν κινήθηκε κανείς. —Δέκα είκοσόφραγκα! Κάποιος μουρμούρισε: —Ποιος διάβολος νά χωθή άπό κεΐ κάτω; Θά τόνε λυώση τό κάρο... —Είκοσι είκοσόφραγκα, ξανάπε ήρεμα ό Μαγδα­ ληνής. Μια άλλη φωνή είπε πίσω του: —Δεν είναι πού δεν θέλουν νά τό κάνουν... Στράφηκε κι* είδε απορημένος τον Ιαβέρη, γιατί

31


δεν τον είχε προσέξει σαν πλησίασε. Εκείνος έξακολούθησε: —Δεν έχει κάνεις τόση δύναμι, κύριε Μαγδαληνή... Μόο μια φορά στη ζωή μου γνώρισα έναν άνθρωπο πού θάταν ικανός γιά κάτι τέτοιο... ^Ηταν ένας κα­ τάδικος στο κάτεργο τής Τουλώνης. Ό Μαγδαληνή ς κύτταξε κατάματα τον Ιαβέρη μέ αστραφτερά μάτια κι* ύστερα τούς χωρικούς πού ήταν μαζεμένοι ολόγυρα. Χαμογέλασε μέ πίκρα. Χωρίς νά πή μιά λέξι ύστερα, γονάτισε καί χώθη­ κε μέ την κοιλιά κάτω από τό κάρο. —'Βοήθεια... ούρλιαζε ό Θερσαμένης κι* ήταν ή φωνή του ένας τρομακτικός ρόγχος. Οί ρόδες ωστόσο είχαν χωθή στη λάσπη. —Μπαρμπά - Μαγδαληνή! Τραβηχτήτε από κεΐ γιά τό Θεό, ξεφώνισαν τρομαγμένες φωνές, κάθώς τό βα­ ρύ όχημα κατέβαινε στη λάσπη κι* ό γέρος φώναζε σπαρακτι κώτερα. *Ακόμα κι* ό Θερσαμένης τον είδε πλάϊ του καί βόγγηξε μέ γουρλωμένα άπ3 τούς πόνους μάτια: —Φύγετε άπό δω! Δέ γλυτώνω... Περιττό νά σάς λυώση κι3 εσάς αυτό τό διαβ... "Ένα βογγητό πόνου τον έκοψε. Δεν άποκ ρίθηκε. Τό κάρο κατέβαινε, κατέβαινε κι3 όλοι είπαν πώς ήταν άδύνατο πιά νά βγή κι3 εκείνος άπό κάτω. Μ3^ άξαφνα είδαν τον τεράστιο όγκο του νά σαλεύη. Τό είδαν ν3 άνασηκώνεται αργά. Οι ρόδες του μισόβγαιναν άπό τη βαθειά αυλακιά. Κάποιος έσκουξε: —Γρήγορα! Βοηθήστε! *Ηταν ό Δήμαρχος, πούχε καταβάλει μιά τελευ­ ταία προσπάθεια. Ρίχτηκαν κοντά του. Ή αυτοθυσία ενός 'μονάχου ανθρώπου, είχε δώσει σ3 όλους ζωή καί θάρρος. ^-Είκοσι χέρια άρπαξαν τό κάρο. Ό γέρο - Θερσα­ μένης είχε σωθή. Σηκώθηκε όρθιος ό Μαγδαληνής. ? Μουσκεμένος στον ιδρώτα, ξεσχισμένος, γεμάτος αίματα, ωχρός σάν πεθαμένος άπό την τρομερή προσ­ πάθεια. Γύρω οί άνθρωποι έκλαιγοον — άκόμη κι3 οί άν­ τρες. Εκλαιγε κΓ ό γέρο - Θερσαμένης καί παρά τούς

32


πόνους του επόμενε νά σαρϋή νά του φιλήση τά χέ­ ρια, τά γόνατα... Ό Μαγδαληνής δμοος κυττοϋσε γαλήνια τον Ια­ βέρη Τσ;α στά μάτια και τον κυττουσε κι* εκείνος χωρίς διακοπή... Την άλλη ·μέρα ό Θερσαμένης πήρε ένα φάκελλο στο νοσοκομείο που βρισκόταν, από μέρους του κυ­ ρίου Μαγδαληνή. Είχε μέσα χίλια φράγκα,^ μέ τη δι­ καιολογία πώς ό Δήμαρχος αγόραζε τό κάρο και τό άλογό του — τό ένα είχε γίνει συντρίμμια και τό άλ­ λο είχε ψοφήσει στο μεταξύ. "Οταν βγήκε από τό νοσοκομείο, κούτσαινε. Τό πόδι του είχε πάδει άγκύλαχχι. Ό .Μαγδαληνής φρόντισε γι3 αυτόν πάλι κα'ι του βρήκε μια καλή θέσι κηπουρού, ο3 ένα γυναικείο μο­ ναστήρι στο Παρίσι. ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ

3


V»·

Γ

ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΗΔΥΣΤΥΧΗ Φ αντί να φαίνεται πώς ήταν

σημαδεμένη από τή μοίρα. Μια μέρα κάποια κυρία ανακάλυψε που πήγαιναν τά γράμματα καί τά λε­ φτά πού έστελνε στο Μονψερέϊγ — στους Θερναδιέρους —^καί τό θεώρησε τρομερό πλήγμα για την ηθική του Μοντρέϊγ. Πήγε καί τη βρήκε με πενήντα φράγκα — έκ μέ­ ρους τάχα τοΰ κυρίου Μαγδαληνή — γιατί ή Φαντίνα δούλευε αητό καιρό στο εργοστάσιό του — καί τής είπε πώς ό Δήμαρχος την έδιωχνε από τό εργο­ στάσιο κι* από την πόλι. Ή καημένη αναγκάστηκε νά πουλήση τά πάντα γιά νά μπορή νά στέλνη τά χρήματα πού τής ζητού­ σαν οί Θερναδιέροι. Χρειάστηκαν όμως καί σαράντα φράγκα επιπλέον — γιατί ό ξενοδόχος τής έγραψε πώς ή μικρή είχε άρρωστήσει. Χρειάστηκαν κι5 άλ­ λα κι5 άλλα. Γιά νά τά οικονομήσει έκοψε τά ώραΐα μαλλιά της καί τά πούλησε κι" άφησε έναν όδοντογιατοό νά τής βγάλη τά δυο ώοαία υποοστινά δόντια της, γιά δυο είκοσάφραγκσ. Τά χ.οήυατα αυως τελειώ­ νουν πάντα γρήγορα σάν δεν ανανεώνονται. Αναγκά­ στηκε νά κατρακυλήση στον βούρκο, γιά νά μπορή νά πληρώνη τά μηνιάτικο, τής Τιτίκας. "Έγινε τό πιο δυστυχισμένο πλάσμα μες τό Μοντρέϊγ - γιά νά φύγη δεν γινόταν λόγος, αφού δεν μπο­ ρούσε νά ξοδέψη ούτ> ένα φράγκο γιά τον εαυτό της. Ήρθε παγωμένος κι5 ό χειμώνας κι" άρχισε νά βήχη ανησυχαστικά. Μιά βραδιά βρέθηκε έξω από μιά ταβέρνα. Κάποιος νεαρός έβγαινε εκείνη τήιν ώοα καί τοϋρθε ή έμπνευσι νά γελάση. Πήρε μιά Φούχτα, χιόνι καί τήν έρρίξε άξαφνα στή γυμνή πλάτη της, κάτω απ’ τή μπλούζα. "Ανατινάχτηκε ή δόλια μέ μιά κραυγή φρίκης. Γύρισε καί τον χτύπησε. Μαζεύτηκε κόσμος. Δυο χωροφύλακες τήν άρπαξαν καί τήν πήγαν στο /ραφείο τού Ιαβέρη. — Θά φας έ’ξη μήνες φυλακή, τιποτένια!, ούρλια­ ζε ό αστυνόμος σάν ακούσε τήν ιστορία. — Έξη μήνες!, έσκουξε ή Φαντί'νσ σάν πληγωμένο αγρίμι. ΤΙ θά γίνη τό παιδάκι μου, καλέ κύριε Ία-

34


βέρη; Αυττηθήτε με!ν·.. Ηαραφέρθηκα, τδ ξέρω πώς έγώ φταίω, δμως μουρριξε τό χιόνι στην πλάτη τόσο άξαφνα και κρύωνα τόσο πολύ... Φωνάξτε τον κύριο εκείνο νά τού φιλήσω τά πόδια νά μέ συγχωρέση... — Κι* ό Θεός νάρθη νά σέ συγχωρέση, είπε μέ περιφρόνησι ό Ιαβέρης, εγώ θά σέ χώσω στη φυλα­ κή. Π άρτε τη! "Έκαναν νά την πιάσουν οι χωροφύλακες αλλά κεί­ νη την ώρα κάποιος άνθρωπος πούχε σταθή στην πόρ­ τα κι" ακουγε τόση ώρα, προχώρησε μερικά βήματα και στάθηκε μπρος τους. Ήταν ό κύριος Μαγδαληνής. Ό Ιαβέρης τον χαιρέτησε μέ σεβασμό. — Ν5 αφήσουν (αυτή τή γυναίκα άιμέσως!, είπε ξερά εκείνος μέ σκοτεινό βλέμμα. /— Λεν γίνεται ,.·ικύριε Δήμαρχε, πήγε νά πή ό Ια­ βέρης χωρίς νά καλοκαταλαβαίνη. Πιο πολύ χαμένα τάχε ή δύστυχη γυναίκα. Δέν ακούσε καν τι είχε πή ό Μαγδαληνής. "Ακούσε μόνο τον Ιαβέρη που τον άποκάλεσε Δήμαρχο καί τά μάτια της πέταξαν φλόγες. — "Λ!, φώναξε. Σ" είσαι λοιπόν ό Δήμαρχος που μέ πέταξες μέ τις κλωτσιές άπ" τό εργοστάσιό σου! Καί τον έφτυσε καταπρόσωπο. Ό Μαγδαληνής σκουπίστηκε μέ μια απαθέστατη κίνησι. Στράφηκε προς τήν Φαντίνα καί ρώτησε. — Πόσα χρωστάτε είπατε; Σαστισμένη ήταν άκόμα αυτή ή δύστυχη καί το αίμα της έβραζε. — Κανείς δέν σου μιλάει εσένα!, του είπε. Καί γύρισε στους χωροφύλακες φωνάζοντας: — Είδατε πώς τον έφτυσα κατάμουτρα; "Α! Γεροπαλιάνθρωπε! Νόμισες πώς θά σέ φοβηθώ, επειδή μέ πέταξες στο δρόμο καί μέ κατάντησες έτσι! ’Όχι... Δέν σέ φοβάμαι. Τον καλό μου τον κύριο Ιαβέρη ναί, αλλά εσένα, όχι! Ό αστυνόμος μουρμούρισε ταραγμένος; — Κύριε Δήμαρχε... Επιτρέπετε; — Ούτε λέξι! Σάς άοτάσσω νά βγήτε έξω. "Εσκυψε τό κεφάλι ό "Ιαβέρης καί βγήκε. Ό Μαγδαληνής γύρισε πάλι προς τή Φαντίνα που­ χε άπομείνει άκίνητη, αποσβολωμένη. Στο μυαλό της είχε αρχίσει νά στριφογυρίζη ή παράλογη Ιδέα πώς

35


έκεΐνος δ άνθρωπος, που ήτοχν δ αίτιος τής^ δυαίί^ χίας της, την υποστήριζε.,.προσπαθούσε νά τή σώση, Μά ήτα:ν δυνατόν; — Σάς ακόυσα, τής είπε. Κάνατε λάθος, κυρία, νά πιστέψετε πώς σάς έδιωξα εγώ από τό εργοστά­ σιο... Δέν είχα ιδέα για όλ' αυτά. Μή σάς νοιάζη ό­ μως. Τώρα όλα θά διορθωθούν. Ό Θεός σάς είδε και μ5 έστειλε στον δρόμο σας. Θά πληρώσω τά χρέη^σας και θά σάς ξαναψέρω τό παιδί σας, όπου κι5 άν είναι, θά ξαναγίνετε ευτυχισμένη, γιατί εϊσαστε μητέρα καί, μπροστά στον Θεό δεν άμαρτήσατε ποτέ... Ή άμοιρη γυναίκα πήγε ν' άνοιξη τό στόμα της, γιά νά προφέρη ευχαριστίες, αλλά δεν μπόρεσε ν' άντέξη σέ τόσο μεγάλη χαρά. Έπεσε λιπόθυμη. Αργό­ τερα, στο νοσοκομείο πού την πήγαν, ό κύριος Μαγδαληνής την έβαλε νά ύπογράψη όπως μπορούσε ένα σημείωμα προς τούς Θερναδιέρους γιά νά τού δώσουν την Τιτίκα, πού θά πήγαινε νά τή φέρη ό ίδιος. ΦΟΥΡΤΟΥΝΑ Σ' ΕΝΑ ΚΡΑΝΙΟ 0 ΚΥΡΙΟΣ Μαγδαληνής

βρισκόταν στο

γραφείο του. Τακτοποιούσε τις τελευταίες του υποθέ­ σεις, πριν φύγη γιά τό Μσνφερέϊγ. "Αξαφνα τού ανήγγειλαν τον Ιαβέρη. ■—■ "Ας πέραση, είπε. Μπήκε καί χαιρέτησε μέ σεβασμό. Είχε τό κεφάλι λίγο χαμηλωμένο. — Ιί συμβαίνει Ιαβέρη; ρώτησε ό Δήμαρχος. — Συμβαίνει... Νά: Ζητώ την αποπομπή μου από την Αστυνομία, γιά έλλειψι σεβασμού προς τό πρό­ σωπό σας... — Δεν καταλαβαίνω... — Τις προάλλες, είπε ένοχα ό αστυνόμος, μετά άπο κεΐνο τό επεισόδιο μέ τή γυναίκα, είχα θυμώσει πολ^ύ καί σάς κατήγγειλα στην Ασφάλεια τού Παοιστού. Είπα πώς εϊσαστε ένας πρώην κατάδικος τού κάτερ­ γου όνό'ματι Γιάννης 'Αγιάννης... Έτσ| πίστευα, έξ άλλου. Του μοιάζατε. 'Ύστερα ήταν καί κάτι πληρο­ φορίες πού μούφεραν από τό Φαβερόλ. Ή δύναμί σας. Ένα σύρσιμο στο πόδι σας^... Τέλος πάντο^ν... Μουπαν όμως ότι ήμουνα τρελλός. Μόλις πριν ^λίγες μέ­ ρες έπιασαν κάποιον Σαματιέ κι’ ένας παλιός συγκα-


ταδικός τΟυ, ό Μπρεβέ, τον αναγνώρισε: «Λυτός εί­ ναι ο Γιάννης 'Αγιάννης!», είπε. Μέ κάλεσαν κΓ έμένα νά τόν^δώ και τον αναγνώρισα... Μάλιστα. Θά δι­ καστή στο κακουργιοδικεΐο του Άράς και θάμαι και μάρτυρας... — Καλά, Ιαβέρη, είπε ό Μαγδαληνής. Δεν μ’ ενδιαφέρει αυτή ή υπόδεσι. "Αν μπορήτε μόνο, νά φροντίσετε γιά τις υποθέσεις τής αστυνομίας, ώσπου νά πάτε στη δίκη. Πότε φεύγετε; — Αύριο, κύριε Δήμαρχε. Θά κάνω όμως την κατάθεσί μου και θά επιστρέφω. Δεν θά κράτηση πολύ. —*Καλά· Μπορείτε νά πηγαίνετε. — Συγγνώμην, είπε αποφασιστικά ό Ιαβέρης. Επιθυμώ νά μέ διώξουν από τό Σώμα. — Μεγαλοποιείτε τό σφάλμα σας, είπε ό Μαγδαληνής κουρασμένα. Μάλλον πρέπει νά σάς προβι­ βάσουν γιά την προσήλωσί σας... Και του έτεινε τό χέρι. Ό αστυνόμος ωστόσο υποχώρησε ταραγμένος. — "Α, όχι! Αυτό δε γίνεται!, ψέλλισε. "Ενας Δήμαρχος δέν δίνει τό χέρι του σ’ έναν κοταδότη. Θά εξακολουθήσω νά προσφέρω τις υπηρεσίες μου, ώσπου νά μ5 αντικαταστήσουν... Κι5 έφυγε. Ό Μαγδαληνης άπόμεινε σκεπτικός κΓ άκουγε τό σταθερό του βήμα ν’ απομακρύνεται στον διάδρομο. Οταν βγήκε κι* αυτός αργότερα, πήγε πρώτα στο νοσοκομείο νά δή τη Φαντίνα και τής υποσχέθηκε πώς θά τής έφερνε γρήγορα τη κορούλα της. "Υστερα πήγε και νοίκιασε ένα μικρό μόνιππο γιά δυο μέρες. Δέν είπε πού θά πήγαινε,^ παρά μόνο νά τού τό στείλουν στο σπίτι του την άλλη μέρα τό πρωί, στις τεσσερισήμισυ. Λίγο αργότερα, βρισκόταν κλεισμένος στο δωμά­ τιό του, ολομόναχος. Πρέπει νά πούμε - άν και όλοι τόχουν μαντέψει πώς ό κύριος Μαγδαληνης ήταν πραγματικά ό Γιάννης ιΑγιάννης. Είχε γίνει άλλος άνθρωπος^ ύστερα από κείνη την κακότυχη συνάντησί του μέ τον μικρό - Ζερβαϊ. "Ε­ κρυψε τ’ όνομά του μέ την άπτόφασι νά ξεφύγη από τούς ανθρώπους και νά ξαναγυρίση στο Θεό. ΚΓ όπως είδαμε, όλα του τά έργα είχαν αυτόν τον σκο­ πό. ’Από την παλιά του ζωή, δέν είχε κρατήσει τί-

37


ποτ5 άλλο, άπό τα δυό ασημένια κηροπήγια του Μαριήλ, για να μην τον ξεχνάη ποτέ. "Έμεινε ώρες ακίνητος, βαθειά συλλογισμένος κι* άργησε πολύ νά καταλάβη πώς τον είχε κυκλώσει τό σκοτάδι, ώσπου ν’ άνάψη ένα κερί1. — "Από τι φοβάμαι; μουρμούρισε άξαφνα. Μια μισάνοιχτη πόρτα ποϋχε άπομείνει κι* από δπου μπορούσε μια στιγμή νά γλυστρήση ή παλιά ζωή μου και νά μου δηλητηρίαση την τωρινή, έκλεισε για πάντα. Αυτός 6 "Ιαβέρης θά μ* άφήση επί τέλους ήσυχον... Ή Θεία Πρόνοια τό κανόνισε... Ένας Γιάννης Άγιάννης θά μπή στό κάτεργο... "Εγώ θά συνεχίσω τό έργο τού Καλού που έχω αρχίσει... "Από τον παλιό εαυτό μου δεν θά ύπάρχη τίποτα;., τίποτα. Τό μάτΐι του έπεσε τότε πάνω στό τζάκι. ΕΤδε τά κηροπήγια. «Γιά στάσου!» σκάφθηκε μέ τρό'μο. «Ό Γιάννης Άγιάννης υπάρχει ακόμα σ" αυτά έκεΐ... Πρέπει νά καταστραφούν...» Υπήρχε μπόλικη φωτιά για νά τά λυώση, νά τά κάνη δυο μάζες άμορφες από μέταλλο. "Έσκυψε κιό­ λας πάνω της και τη σκάλισε μέ τό ένα απ’ τά κη­ ροπήγια. Τότε άκουσε μιά φωνή νά τού ψιθυρίζη μέσα στ* αυτί του: «,Γι άννη 'Αγ ι άννη !» Τά μαλλιά του ανορθώθηκαν κι* Ανατινάχτηκε πα­ γωμένος. Δεν υπήρχε κάνεις γύρω του κΓ όμως ή ίδια φωνή - σαρκαστική καί γεμάτη περιφρόνησι εξακολουθούσε νά τού μιλάη αμείλικτα «Τελείωνε!... Αυώσε τά κηροπήγια, “έχασε τον επίσκοπο. Μή Θυμάσαι τίποτα. Κατέστρεψε τον Σαματιέ αυτόν, σέ συμφέρει. "Εσύ θάσαι πάντα τίμιος. Πάντα ό κύριος Δήμαρχος τού Μοντρέϊγ. Ζήσε ευτυ­ χισμένος κΓ ενάρετος. Θά σέ θαυμάζουν όλοι καί θά σ’ άγσπούν κΓ ένας άλλος στό ίδιο διάστημα, θά φοράη τήν κόκκινη μπλούζα σου στό κάτεργο, θά σέρνη τή βαρεία αλυσίδα σου καί τό άτιμο όνομά σου... Ώραΐα τό σκάφθηκες! ""Αθλιε!» Ρυάκια κυλούσε ό ιδρώτας στό· πρόσωπό του. Τό σο ζωντανή αντηχούσε εκείνη ή τρομερή φωνή στ" αυτιά του πάντα, ώστε ψέλλισε σάν τρελλός: — Είναι κανείς εδώ μέσα; Χαμογέλασε πικρά, γιατί ή δική του φωνή τον

39


Ικανέ νά συνέλθη. Άκούμπησε τά δυο άσημένια κηροττήγια στη θέσι τους καί υστέρα πήγε και κάθήσε στο γραφείο του. Μέ χέρι που έτρεμε απίστευτα, έ­ γραψε ένα γράμμα καί τό έκλεισε σ’ ένα φάκελλο. Έγραψε τή διεύθυνσι: «Κύριον Ααφί'τ, τραπεζίτην - οδός Νταρτσυά Παρίσι». Ταβαλε στην τσέπη του, μαζί μέ τό πορτοφόλι του κι’ υστέρα σηκώθηκε κι’ άρχισε νά περπατάη πάνω - κάτω, ολόκληρες ώρες, ώσπου άκουσε κά­ ποιο μακρυνό ρολό’ί νά χτυπάη τρεις μετά από τά μεσάνυχτα. Έπεσε_εξαντλημένος σέ μιά πολυθρόνα κι’ αποκοιμήθηκε. Ξύπνησε παγω-μένος άπό έναν α­ συνήθιστο κρότο. Πήγε στο παράθυρο καί σκύβον­ τας εΐδε τό -μόνιππο, πού περίμενε έξω άπό την πόρ­ τα του. Η ΕΚΠΛΗΞΙ ΤΟΥ ΣΑΜΑΤΙΕ 0 ΤΑΝ , σταμάτησε έξω άπό τό κακοι/ργιοδικεΐο του ’Αράς, κόντευε όκτώ τό βράδυ. ΗΗταν κλειστή ή πόρτα. "Οπως τού εΐπε κάποιος κλητήρας ή συνεδρίασι, είχε αρχίσει καί ή αΤθουσα ήταν γεμάτη.* — Υπάρχουν δυο - τρεις θέσεις άκό:μα, βέβαια, πίσω απ’ τον κύριο Πρόεδρο, αλλά ό κύριος Πρόε­ δρος τίς κρατάει γιά τίποτε επισήμους... Ό Μαγδαληνή,ς έδωσε την κάρτα του στον κλη­ τήρα νά την πάη στον πρόεδρο κι* έκεΐνος ξαναγύρ:σε μετά άπό λίγο. — Περάστε, κύριε, τουπέ μέ σεβασμό. Δέν άργησε νά βρεθή μέσα στην αίθουσα τού κακουργιοδικείου, πίσω- άπό την έδρα του κυρίου Προέ­ δρου. Δέ τον πρόσεξε κανείς. "Ολοι κυ-ττούσαν ^τόν κατηγορούμενο. Τον κύτταξε κι* αύτός καί τού φάνη­ κε πώς έβλεπε τον ίδιο τον έαυτό του, όπως θά ήταν ύστερ’ άπό μερικά χρόνια... Ό Πρόεδρος στράφηκε καί έκανε ένα φιλικό νεύμα στον κύριο Μαγδαληνή. Τού έδει-ξε μιά καρέκλα. *Ηταν ή ώρα πού ό είσαγγελεύς τέλειωνε την άγόρευσί του. — Έχετε τίποτα νά προσθέσετε; ρώτησε ό Πρόε­ δρος τον κατηγορούμενο, -Λ*·

39


Όρθιος ό άνθρωπος σέ στάσι αμηχανίας, ατριφογυρνούσε στα χοντροδάχτυλά του τον βρώμικο σκού­ φο του. Φάνηκε δτι δεν ακούσε. Ό Πρόεδρος ξανάπε την έρώτησί του. Τώρα ό κατηγορούμενος έδειξε νά κατάλαβε πώς τού μιλούσαν. *Έκανε μια κίνησι σαν νά ξυπνούσε από όνειρο. — Δεν εΐμ* εγώ 6 Γιάννης 'Αγιάννης, είπε κοφτά. Έγώ είμαι ό Σαματιέ: Αυτό! "Ακούσε νά γελούν από τό ακροατήριο κι* άρχισε νά γελάη κι* εκείνος. Φαντάστηκε πώς θάχε πή κα­ νένα πετυχημένο αστείο. Τότε παρουσιάστηκαν οί κατάδικοι, ό Μπροβέ, ό Σελντιέ κι* ό Κοσπάγ. Τους είχαν φέρει γιά μάρτυ­ ρες. Ό Πρόεδρος ρώτησε τον πρώτο αν γνοόριζε τον κατηγορούμενο. — Αυτό μάς έλειψε!, απάντησε. Ούτε κουβέντα πώς αυτός ό άνθρωπος είναι ό Γ ιάννης 4 Αγ ιάννης. Μπήκε στο κάτεργο τής Τουλών τό 1796 και βγήκε τό 1815· Ό Σελντιέ είπε κι* εκείνος όταν τον ρώτησαν με τη σειρά του: — Τον γνωρίζω πολύ καλά. Είμαστε πέντε χρό­ νια δεμένοι στην ίδια αλυσίδα... Κι* ό Κοσπάγ άνασήκωσε τούς ώμους κι* έκανε ξερά κι* αδιάφορα: — Είναι ό Γ ιάννης 4 Αγ ιάννης. Ό κατηγορούμενος τάκουσε μέ γουρλωμένα μά­ τια δλ’ αυτά. — Τι έχεις νά πής; τον ρώτησε τότε ό Πρόεδρος. Σηκώθηκε και ξαναπαίδεψε τον σκούφο στά δάχτυ­ λά του. — Αέω: μπράβο τους!, έκανε. Μέ ξέρουν! Έγώ δέ θυμάμαι κανένα τους! Ακούστηκαν καινούργια γέλια και ξαναγέλασε ό Σαματιέ μαζί μέ τ* ακροατήριο κι* ό Πρόεδρος ε­ τοιμάστηκε νά γυρίση προς τό μέρος των ένορκων, δταν ακούστηκε κεΐ μέσα μια φωνή διαπεραστική, πού σκέπασε κάθε άλλον θόρυβό: — Μπρεβέ, Σελντιέ, Κοσπάγ... Κυττάξτε με! Τόσο διαπεραστική ήταν εκείνη ή φωνή, πού πά­ γωσαν όλοι όσοι τήν άκουσαν. Τά μάτια γύρισαν προς τό μέρος άπ* όπου είχε ακουστή καί όλοι σχε­ δόν τον αναγνώρισαν.

40


Ό Πρόεδρός εΐπε σαστισμένος: —^ Ό κύριος^ Μαγδαληνής! Κι" αλήθεια ήταν εκείνος. Κρατούσε στο χέρι το καπελλο, ήταν όρθιος χλωμός καί έτρεμε ελαφρά. Τά μαλλιά του πού όταν είχε έρθει στο 3Αράς ήταν ακόμα γκρίζα, τώρα, μέσα σέ λίγη ώρα είχαν γίνει κάτασπρα. ^— Δεν μ3 αναγνωρίζετε; ρώτησε τούς τρεΐς κα­ ταδίκους. ^ Φάνηκε - όχι. - πώς δεν τον γνώριζαν. Στράφηκε τότε προς το Δικαστήριο ό Δήμαρχος του Μοντρεϊγ και εΐπε με ήρεμη φωνή: -—- Κύριος ένορκοι, αφήστε ελεύθερον αυτόν τον άνθρωπο. ^Κύριε Πρόεδρε·.. Διατάξτε νά μέ συλλάβουν. Ό άνθρωπος πού ζητάτε - ό Γιάννης 'Αγιάννης_- εΐμ" εγώ. Σιγή τάφου ακολούθησε αυτά τά λόγια. Ό Πρόεδρος τού Δικαστηρίου κοκκίνισε ώς τ’ αυ­ τιά. Ρώτησε: — Μήπως βρίσκετ’ εδώ κανένας γιατρός; Κι,3 ό εισαγγελέας φώναξε κι3 εκείνος καί σηκώ­ θηκε πάνω στη θέσι του: — "Ολοι γνωρίζετε ασφαλώς τον έντιμώτατο Δή­ μαρχο του Μοντρέϊγ, κύριο Μαγδαληνή... Παρακαλώ άν βρίσκεται κανείς γιατρός στην αίθουσα, νά σπεύση, μήπως μπορέσουμε νά βοηθήσω με αυτόν τον ε­ ξαίρετος άνθρωπο... , — Σ^άς ευχαριστώ, τός έκοψε εκείνος μέ μιά κίνησι, του χεριού του. Δεν είμαι τρελλός. Θά τό ίδήτε καί μόνοι σας αμέσως.Ετοιμαζόσαστε νά κάνετε ένα τρομερό λάθος. ^Αφήστε αυτόν τον άνθρωπο. Ό Γιάννης 'Αγιάννης εΐμ3 εγώ κι3 ό Θεός από κεΐ ψηλά τό βλέπει αυτό πού κάνω τώρα καί μού φτάνει... Υ­ πάρχουν πολλά πράγματα πού δεν μπορώ νά σάς τά πώ τώρα... "Εκλεψα τον επίσκοπο, έκλεψα τον μικρό Ζερβαί... Αυτοί πού σάς είπαν πώς ό Γιάννης 'Αγιάννης ήταν κακός, είπαν την αλήθεια. Μπορεί ό­ μως νά μην έφταιγε μόνο έκεΐνος γι3 αυτό... "Ακού­ στε, κύριοι ένορκοι: Προσπάθησα νά βγώ από την ατιμία κι3 από την ταπείνωση μά φαίνεται πώς δεν μπορεί νά γίνη κάτι τέτοιο... Μάθετε όμως πώς τούς ανθρώπους σαν κι3 εμένα τούς φτιάχνει τό κάτεργο.. Δεν ήμουν έτσι πριν μέ φυλακίσουν. "Όχι... "Ήμουν ένας χωριάτης σχεδόν βλάκας... Κεΐ μέσα όμως άλ............

41


λαξα κι* έγινα σπίθα... Μάλιστα. Κι5 αργότερα ή καλωσύνη με άνάσυρε απ’ τό βούρκο, όπως μέ είχε βυθίσει ή κακία κι* ή σκληρότητα... Μά τι τά λέω... Μέ συγχωρήτε... Δεν είναι δυνατό νά καταλάβετε... Γύρισε προς τούς τρεΐς μάρτυρες κι* είπε: Σείς μέ γνωρίζετε όμως. Μπρεβε, μέ θυμάσαι; Έγώ άκόρα δέν ξέχασα κείνες τις βαμβακερές τι­ ράντες που φορούσες στο κάτεργο... Σελντιέ... Τότε σε φωνάζαμε Ζεντιέ... Ή δεξιά σου ωμοπλάτη έχει ένα βαθύ κάψιμο. Κάποτε ξαπλώθηκες πάνω σ* ένα μαγκάλι, επίτηδες, για νά αβυσης τρία αρχικά γράμ­ ματα που υπήρχαν πάνω στη σάρκα σου... * Εσένα Κοσπάγ, είναι χαραγμένη μιά ημερομηνία στο μπρά τσο σου μιά ιστορική ημερομηνία, από μιά νίκη του Ναπολέοντα: 1 Μαρτίου 1815. Σήκωσε τό μανίκι σου... Ό ένας μετά τον άλλον είχαν τιναχτή κατάπλη­ κτοι οι κατάδι,κοι άκούγοντας στά λόγια του, εκείνες τις εκπληκτικές αποκαλύψεις. Ό Κοσπάγ τώρα σή­ κωσε τό μανίκι του, όπως του είπε ό Μαγδαληνής, μ* ένα ύφος τρελλού. Ή ημερομηνία ήταν στ* αλή­ θεια χαραγμένη μέ ανεξίτηλα γρά,μματα πάνω στο μπράτσο του. Ό Δήμαρχος του Μοντρέϊγ στράφηκε τότε προς τό άκροατήριο και προς τους ενόρκους, μ* ένα θριαμ­ βευτικό μαζί κι* απελπισμένο χαμόγελο. — Βλέπετε; είπε. Είμαι ό Γιάννης 'Αγιάννης. Όλοι τόχαν καταλάβει πιά πώς ήταν αλήθεια. Κανείς όμως δέν κινήθηκε από τή θέσι του. Κείνος ξανάπε ήρεμα: — *Αφου δέν μέ πιάνετε, πηγαίνω τώρα. Έχω νά κάνω πάρα πολλά πράγματα... Ό κύριος είσαγγελευς ξέρει ποιος είμαι καί που πηγαίνω κι* όταν θέληση μπορεί νά μέ συλλάβη... Διευθυνθηκε προς την πόρτα καί κανένα χέρι δέν προσπάθησε νά^τόν έμποδίση. "Οταν μάλιστα έφθασ* εκεί, ή πόρτα ήταν όλάνοιχτη έμπρός του - κανείς δέν είδε αυτόν πού την άνοιξε. Είχε κάτι τό θεϊκό επάνω του, πού κάνει πολλές φορές^ τον όχλο νά χωρίζη μέ^ ασυναίσθητο σεβασμό στο πέρασμά του καί νά τού άνοίγη δρόμο... Μιά ώρα αργότερα τό κακουργι αδικεί ο έβγαλε α­ θωωτική άπόφασι γιά τον Σαματιέ. Κι* εκείνος, όταν

42


έφυγε άπό τό Δικαστήριο ελεύθερος, ήταν σαστισμέ­ νος και γεμάτος έκπληξι. Δεν είχε καταλάβει τίποτ’ άπ’ όσα έγιναν. Δεν έδινε άλλη έξήγησι στην τόση φασαρία ποϋχε γίνει για νά τον άφήσουν τελικά νά φύγη, έκτος άπό τό δτι οί άνθρωποι είναι τρελλοϊ και βλάκες και μόνο γιά νά γελάη κανένας μαζί τους... ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΟΣ Μαγδαληνής ξαναγύρισε κον­ τά στη Φαντίνα πού ή άρρωστε ιά της ήταν τρομε­ ρά προχωρημένη. Βρισκόταν στά τελευταία της. Ζητούσε επίμονα μέσα σε παραμιλητά νά δη τό παιδί της, την ώρα όμως έκείνη μπήκε μές τό δωμά­ τιο ό Ιαβέρης, γιά νά συλλαβή τον Γιάννη 'Αγιάννη. Ό τρόμος σκότωσε τη δύστυχη γυναίκα, μια ώρα γρηγορότερα. Ό Ιαβέρης συνέλαβε τον κατάδικο αλλά έκεΐνος γρήγορα κατάφερε νά του τό σκάση. Ωστόσο αργότερα ξανσπιάστηκε. Επειδή άκολούθησαν πάρα πολλές περιπέτειες άκόμα τού άνθρώπου αυτού, θά περιοριστούμε σε μερικά άποκόμματα των εφημερίδων, πού έγραψαν κατά καιρούς γι’ αύτόν, γιατί άλλοιώς ή ιστορία του θά μάς έπαιρνε πολύ χρόνο και χώρο. Τά δημοσιεύματα είναι κάπως περιληπτικά, άλλα άς θυμηθούμε πώς δεν υπήρχε άκόμα τότε έκείνη ή «Έφημερις των Δικαστηρίων». Παίρνομε τό πρώτο άπ’ τη «Αευκή Σημαία» τής 25 Ιουλίου 1823: «Ή άστυνομία άνακάλυψε πώς ό Δήμαρχος^ τού Μοντρέϊγ κ. Μαγδαληνής δεν ήταν άλλος άπό τον παλιό κατάδικο των κατέργων Γιάννη 'Αγιάννη. Ό άνθρωπος αυτός, όπως φαίνεται βρήκε τρόπο νά άποσύρη άπό τον Παρισινό τραπεζίτη Ααφίτ, ποσόν άνω των πεντακοσίων χιλιάδων φράγκων. Ή τύχη των χρημάτων αυτών, άγνοεΐται άκόμα». Τό δεύτερο άπό την «Εφημερίδα τού Παρισιού», τής ίδιας ήμερομηνίας: «Συνελήφθη ό πρώην κατάδικος^ Γιάννης ^Αγιάννης. Δικάστηκε στο κακουργι αδικείο τού Βάρ.^ Ό εγκληματίας αυτός πού έχει υπερφυσικής μυϊκή δυναμι, είχε καταφέρει νά δραπετεύση, σπάζοντας τά


κάγκελα του δωματίου δπου τον είχε κλείσει ό αστυ­ νόμος * Ιαβέρης. Λίγες μέρες άργό'τερα όμως συνελήφθη και πάλι στο Παρίσι, τή στιγμή πού ανέβαι­ νε στην ταχυδρομική άμαξα Παρισιού - Μονφερμέϊγ, για να ταξιδέψη στο δεύτερο. Καταδικάστηκε εις θάνατον. Ή Αυτού Μεγαλειότης ό Βασιλεύς ηύδόκησε νά μετριάση την ποινή του σέ ίσό'βια δεσμά». Τό' τρίτο από την «Εφημερίδα τής Τουλώνης» τής 17ης Νοεμβρίου τού 1823: «"Ενας κατάδικος των κατέργων πού βρισκόταν πάνω στο κατάστρωμα τής Κορβέττας «Ώρίων», έπεσε στη θάλασσα προσπαθώντας νά σώση κάποιον συνάδελφό του πού κινδύνευε καί πνίγηκε ό ίδιος. Τό πτώμα του δεν άνευρέθη, παρ’ δλες τις έρευνες. Ό κατάδικος ονομαζόταν Γιάννης 'Αγιάννης». ΒΑΤΕΡΛΟ

Τ

ΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ χρονιά — 1861 — ένας περαστικός - ό συγγραφέας αυτού τού βιβλίουέφτασε μέ τά πόδια στο Νιβέλ, μια παλιά πόλι. τού Βελγίου καί τραβούσε γιά τό Ούλπ. Συνάντησε μιά ταβέρνα. Δεξιά, στην άκρη τού δρόμου, βρισκόταν ένα πανδοχείο. Ό ταξιδιώτης πή­ γε προς τά εκεί. Προχώρησε άλλα εκατό μέτρα κι* αφού πέρασε ένα παλιό τείχος τού 15ου αιώνα, έ­ φτασε σέ μιά πέτρινη άψιδωτή πύλη, ρυθμού Λου­ δοβίκου Μου. Ό ξένος έσκυψε καί κύτταξε χαμηλά την αριστερή πέτρα, στή βάσι τού προστηλίου τής πύλης, ένα αρκετά μεγάλο βαθούλωμα. Εκείνη τή στιγμή ήρθε κοντά του κάποια χωριάτισσα. Πρόσεξε τί κυττούσε. Τού είπε: — Τό άνοιξε μιά γαλλική οβίδα. — Ποιο είναι· τό μέρος αυτό; ρώτησε ό ταξιδιώ­ της. Τό Ουγκωμόν. Τό Ούγκοομόν είναι ένα αποτρόπαιο μέρος. Τό πρώτο εμπόδιο πού συνάντησε^ στο Βατερλώ ό Να­ πολέων Βοναπάρτης. "Αν κατάφερνε νά ^κατακτήση ετούτη δώ τή μικρή άκρη, πιθανόν νά τού χάριζε ο­ λόκληρον τον κόσμο. Κότες σκαλίζουν τή γή μέ τό ράμφος τους τώρα


κινίνα μεγαλόσωμο σκυλί δείχνει- τά^δόντια του στον ξένο. Πιθανόν ν* αντικαθιστά τούς "Αγγλους. Οι τέσσερις λόχοι του Κούκ άντιστάθησαν εφτά ώρες έκεΐ, στις λυσσασμένες έτπθέσεις μιας ολόκλη­ ρης στρατιάς. "Αν κυττάξης σ’ ανάγλυφο χάρτη το Ουγκωμον, μοιάζει μέ ακανόνιστο ορθογώνιο. Σ’ αυτή τη γωνιά βρίσκεται ή Μεσημβρία. Ό Ναπολέων έστειλε τον αδελφό του Ιερώνυμο εδώ. Οί μεραρχίες τών Φουά, Μπασελύ, καί Γκυγεμινό, έφαγαν τά μούτρα τους πάνω του. Τά βλήματα τών κανονιών του Κέλλερμαν σώθηκαν πάνω σ* εκείνο τό ηρωικό πέτρινο κομμάτι του τοίχου. Έδώ μέσα ήταν οχυρωμένοι οί "Αγγλοι. Ό τοί­ χος φαίνεται πώς είναι· έτοιμος νά ξαναρχίση καί τώρα τή μάχη. Μονάχα τό δεντροπερίβολο κυριεύτηκε, αλλά μέ τί αντάλλαγμα: Ό Μπωντουέν νεκρός. Ό Φουά τοαυ ματισμένος. Ένα ρυάκι από αΐμα εγγλέζικο, γαλλι­ κό καί γερμανικό, εφιαλτικά ανακατεμένο. "Ενα πη­ γάδι γεμάτο πτώματα. Τά συντάγματα Νασσάου καί Μπρούνσβικ άποδεκατισμένα. Θερισμένοι οι "Αγ­ γλοι στρατιώτες τής φρουράς. Είκοσι από τά σαράν­ τα: τάγματα του σώματος του Ρέϊγ, άποδεκατισμένα κι’ αυτά. ΤρεΤς χιλιάδες άντρες νεκροί, μονάχα για τούτο τό ρημάδι - την ξερή πέτρα - τό Ουγκωμον. 9Αλλά άς ξαναγυρίσωμε στά 1815, την εποχή πού άργίύει καί ή ιστορία του βιβλίου μας. Έάν τή ^νύχτα εκείνη τής 17ης προς 18ην Ιου­ νίου, δεν είχε βρέξει, τό μέλλον τής Ευρώπης θά ήταν ασφαλώς άλλοώτικο. Γιά νά φτάση τό 3Αούστερλιτς στο Βατεολώ, δεν χρειάστηκε ή Θεία Πρό­ ναο παραπάνω από μερικές σταγόνες νερό. Πόσο φταίει ό Ναπολέων γιά το χάσιμο αυτής τής μάχης; Μήπως ή φανερή σωματική κάμψι του, συνοδευόταν κι3 από ψυχική; Τά είκοσι- χρόνια του συνεχούς πο­ λέμου, μήπως τον είχαν φθείρει; Μήπως του έλειπε ή διαίσθησι τής καταστροφής; Μήπως οί προηγού­ μενες θριαμβευτικές νίκες του, τον τύφλωσαν καί τον έκαναν παράλογα κι* άστοχα νά όδηγήση τις στρα­ τιές του στον γκρεμό; Μάλλον οχι. Γ ιά δλους τούς ειδικούς, τό σχέδιο τής μάχης του


ήταν περισσότερο από τέλειο: Νά έπιτεθή κατ’ ευ­ θείαν στο κέντρο τής συμμαχικής παράταξης. Νά άποθήση^ τους "Αγγλους στο Χάλλ καί τούς Πρώσσους στό_ Τάγηρ. Ν’ άποκόψη τον Ούέλλιγκτων άττό τον Μπλύχερ. Νά μττή στις Βρυξέλλες καί νά πετάξη στο Ρήνο τούς Γερμανούς καί τούς "Αγγλους στη θάλασσα. Δεν γράφουμ’^έδώ την ιστορία του Βατερλώ. Μό­ νο μιά πτυχή του δικού μας δράματος, σχετίζεται μ’ αυτή τήν παγκόσμια ύπόθ'εσι. ^ "Οσοι^ ωστόσο θέλουν νά φανταστούν αυτή τήν τι­ τάνια σύγκρουσι, δεν έχουν παρά νά απλώσουν εμ­ πρός τους, ένα μεγάλο κεφαλαίο Α. Τό αριστερό σκέ λος^του, θάναι· ό δρόμος του Νιβέλ. Τό δεξιό τής Ζενάπ. Ή χορδή, ό χαμηλός δρό’μος απ’ τό- Όαίν προς τό Μπραίν λ5 Άλλέ. Ή κορφή του είναι ή ράχι του 'Αγίου Ίωάννου. Τό κάτω άκρον αριστερά τό Ούγκωμόν καί τό δεξιό ή Μπέλ ’Αλλιάνς, τό μέρος δπου βρίσκεται ό^ Ναπολέων. Οι πτέρυγες των δυο στρατών, βρίσκονται δεξιά κΓ αριστερά από τούς δυο δρόμους τής Ζενάπ καί του Νιβέλ. Οί δυο στρατηγοί εΐχαν μελετήσει, προσεκτικά τήν πεδιάδα τής ράχης τού ιΑγίου Ίωάννου, πού σήμερα λέγεται πεδιάδα του Βατερλώ. Ό Ουέλλιγκτων, μέ προφητική δύναμι, τήν είχε εξετάσει από τήν προηγρυμένη χρονιά, πιστεύοντας πώς ίσως γινόταν πε­ δίο μιας μεγάλης μάχης. ΓΓ αυτό είχε πάρει τήν ευνοϊκή πλευρά κΓ ό Ναπολέοον τή δυσμενή. Ό αγώνας άρχισε μέ μανία - περισσότερη απ’ δση θάθελε ό αυτοκράτορας - από τήν αριστερή Γαλλική πτέρυγα, πού έπετέθη στο Ούγκωμόν. Σύγ­ χρονα ^χτύπησε στο κέντρο ό Ναπολέων, ενώ ό Νέϋ έκανε έφοδο μέ τη δεξιά πτέρυγα. Ή έπίθεσι στο Ούγκωμόν ήταν παγίδα, γιά νά παρασύρουν προς τά εκεί τον Ουέλλιγκτων - μιά πα­ γίδα πού θάπιανε άν δέν κρατούσαν τόσο γερά οί τέσσερις λόχοι του Κούκ καί οί ήρωϊκοί Βέλγοι στρατιώτες. Ή έπίθεσι τού Νέϋ στή δεξιά πτέρυγα, είχε σκοπό νά λυγίση τά πλευρά τών "Αγγλων καί νά κόψη τον δρόμο γιά τίς^ Βρυξέλλες. Νά καταλά6η τή ράχι, ν’ άποοθήση τον Ουέλλιγκτο>ν προς τό Ούγκωμόν κΓ από κεΐ στο Μπραίν λ’ Άλλέ καί στο Χάλ. Έκτος άπό μικρολεπτομέρειες, πέτυχε αυτή ή ; ν


έπίθεσι·. Κατελήφθησαν ή Παπελότ και ό Ιερός Φράχτης. "Υστερ’ απ’ αυτό ή μάχη έγινε αμφίβολη. Στο κέντρο γινόταν χαλασμός. Μιά μάχη πάντα περιέχει κάτι απτό μια μαινόμενη θύελλα. "Ασπρες, κόκκινες, γαλάζιες φοϋντες, βαρεία αστραφτερά κρά­ νη, μπαλάσκες, κόκκινα παντελόνια και χοντρές μπόττες, τό σχεδόν μαυρόχρωμο πεζικό του Μπροάνσβικ, οί ψηλοί καβαλλαρέοι του 'Αννάβερου μέ τά μεγάλα πέτσινα κράνη και τά χάλκινα λουριά, Σκοτσέζοι μέ γυμνά γόνατα καί καρεδάτες φούστες, μέσα σέ νέφη από σκόνη και καπνούς, μέσα σέ φωτιά και αίμα, μέσα σέ μιά αντάρα πού δέν μπορείς νά την παρομοιάσης μέ τίποτ’ άλλο, παρά μόνο μέ την αν­ τάρα μιας άλλης μεγάλης μάχης. Στις τέσσερις τό απόγευμα σχεδόν, οί "Αγγλοι τά είχανε κιόλας σκούρα. Ό Χίλ άποδεκατισμένος ζητούσε βοήθεια. Ό Πίκτον είχε σκοτωθή. Τό Ουγκωμόν κρατούσε ακόμα, αλλά ήταν ζωσμένο στίς φλόγες. Δέν έμενε πιά παρά ένας κάμπος: Τό κέντρο. Αυτό κρατούσε ακόμα γερά κι5 ό Ουέλλιγκτον τό ένίσχυσε. "Εφερε τον Σιασσέ από τον Μπραίν λ3 ’Αλλέ. 5Ανήσυχος, γεμάτος^ δμως ^ φαινομενική απάθεια δλη μέρα, έμεινε καβάλλα στο άλογό του ό Ουέλλιγκτων, πλάϊ σ’ έναν παλιόμυλο, στη ράχι του 'Α­ γίου Ίωάννου. Ό υπασπιστής του σκοτώθηκε δίπλα του. Ό λόρδος Χίλ τούδειξε μιά οβίδα πού ξέσκαζε. — Ποιές είναι οί οδηγίες πού μάς αφήνετε άν σκοτωίθήιτε; Τον ρώτησε. — Νά κάνετε κι* εσείς τό ίδιο! Εκείνη τήν ώρα δμως τά συντάγματα κυνηγημένα κι* άποδεκατισμένα από τις γαλλικές οβίδες, άρχι­ σαν μιά ταραγμένη κίνησι προς τά πίσω. Ό Ουέλλιγκτων τραβήχτηκε κι* αυτός. Ό Ναπολέων φώναξε: — Υποχωρούν! "Αν και τον ενοχλούσε ένας εντοπισμένος πόνος δπως ίππευε, ό αύτοκράτορας ήταν εύδιάθετος δσο ποτέ. Ό άνθρωπος που στο Άούστερλιτς ήταν βλο­ συρός, φάνηκε χαρούμενος στο Βατερλώ. Στούς με­ γάλους συμβαίνουν τέτοια ανάποδα. Τό τελευταίο χαμόγελο τό χρωστούν στο Θεό.

47


“Άρχισε νά βρεχη και νά πέφτουν κεραυνοί τήν' ώρα πού ό αύτοκράτορας μιλούσε. Ό Ούέλλιγκτων, άν κρατούσε ακόμα, ήταν γιατί ττερίμενε νά σωθή την τελευταία στιγμή μέ τον ερχο­ μό τής στρατιάς τού ^Μπλύχερ. Μια ώρα ν’ αργούσε ακόμα, τό παν θά είχε τελειώσει. Μά ό Ναπολέων είχε μια φριχτή κακοτυχία - μια κ αχοτυχ ία σταλμέ­ νη απ’ τον ουρανό: Ό Γκρουσύ, πού είχε στείλει νά χτυπήση τον Μπλύχερ καί νά τον καθυστέρηση, χά­ θηκε στά χωράφια, στο λιμνιασμένο κάμπο καί γύ­ ριζε άσκοπα μέ τούς στρατιώτες του. Ό Μπλύχερ έφτασε εγκαίρως καί τό τέλος άρχισε γιά τούς Γάλ­ λους. I ό ένα μετά τό άλλο, τά συντάγματα του Ναπολέοντα, άρχισαν νά σαρώνονται. Οι κάμποι γέ­ μισαν μέ φρικιαστικά πτώματα. Άρχισε μιά φυγή επαίσχυντη. Ή θρυλική Μεγάλη Στρατιά διασκορπίστηκε, κουρελιασμένη, διελύθη. Ή μάχη^ του Βατερλώ τέλειωσε αφήνοντας πίσω μόνο πτώματα. Μιά μεγάλη πεδιάδα γεμάτη νε­ κρούς. Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΒΑΤΕΡΛΟ ^ Α Η ΒΡΟΧΕΡΗ μέρα τής μάχης, ακολού­ θησε μιά^άσυννέφιαστη νύχτα μέ πανσέληνο. Οί Πρώσσοί', κυνηγώντας λυσσασμένα κείνους πού υποχωρούσαν, είχαν φτάσει μακρυά. Ό Ούέλλιγκτων μπήκε στο χωριό Βατερλώ, γιά νά συντάξη τήν ανα­ φορά του στον λόρδο Μπάθερστ. Άν εφαρμόστηκε^ κάπου ακριβέστατα ό στίχος τού Βιργιλίου «άλλος σπέρνει κΓ άλλος θερίζει», αυτό γίνηκε ασφαλώς ο εκείνο τό χωριό. Τό Βατερλώ δέν έκανε απολύτως τίποτα. "Εμεινε σέ άπόστασι δύο σχεδόν χιλιομέ­ τρων από κάθε ένοπλη δράση. Ή ράχι τού Αγίου Ίωάννου κάηκε, καθώς καί τό Ούγκωμόν. Ό Ιερός Φράχτης κατελήφθη μέ έφοδο, ή Μπέλ - Άλλιάνς είδε ν’ άγκαλιάζωνται οι δυο θριαμβευταί. Τά ονόματα αυτά είναι σχεδόν άγνωστα κα[ τό Βατερλώ πού δέν πρόσφερε σή μάχη τίποτα, τής πήρε όλη της τήν δόξα... Αλλά μέσα στις φοβερές ^ομορφιές τής μάχης πρέπει νά σημειώσωμε καί μιά ασχήμια της: Το γύμνωμα τών πεθαμένων ύστερα από τή νίκη. Τό

48

.


ξημέρωμα τής επόμενης μέρας, φωτίζει πάντα γυ­ μνά λείψανα... Ποιος λερώνει έτσι τον θρίαμβο; Μερικοί φιλόσο­ φοι ισχυρίζονται· πώς είναι οί ίδιοι πού δημιούργη­ σαν τή δόξα. Λένε πώς οί θριαμβευταί τής μέρας γίνονται οί βρυκόλακες τής νύχτας. Τό σίγουρο εί­ ναι πώς, μετά τούς νικητές, έρχονται οί λωποδύτες. Πλάσματα σάν νυχτερίδες, είδη κοράκων ^τής νύ­ χτας, άνθρωποι μέ στολή πού δεν πολεμούν, ψεύ­ τικοι άρρωστοι·, σακάτηδες, λαθρέμποροι μαζί μέ τις γυναίκες τους πολλές φορές. Μιά προσεκτική ματιά πού θά κατάφερνε να διαπεράση την καταχνιά, 6ά διέκρινε στή γωνιά τού δρό­ μου απ’ τον "Αγιο Ιωάννη προς τό Νιβέλ, ένα είδος μικρού τροχοφόρου μέ κάλυμμα από κλωνάρια λυ­ γαριάς. Απόμακρα άκουγόταν αόριστα τό σουλάτσο των νυχτοσκοπών. ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ

4


Το λήστευμα των νεκρών μπορεί να έτιμωρεΐτο μέ θάνατο αλλά στη μια άκρη τοΰ κάμποι; τουφεκούσαν μερικούς τέτοιους κλέφτες καί, στην άντικρυνή, συ­ νέχιζαν άλλοι τή μακάβρια αυτή δουλειά. Ένα τέτοιο σκοτεινό δν περπατούσε μέ προψύλάξι ανάμεσα στά λείψανα. Ένας άνθρωπος σκυφτός πού τό μάτι του ερευνούσε μιά τά πτώματα και μιά ολόγυρα στο φεγγαροφώτιστο, τραγικό πεδίο τής μάχης. Βάδιζε πετώντας μές στο αίμα. -αφνικά, στάθηκε. Λίγο έμπρός του, κάτω από μιά στίβα πτώματα έβγαινε ένα ανοιχτό χέρι, πού τό φώτιζε τό φεγγάρι. Κάτι έλαμπε σ’ ένα του δάχτυλο - ένα χρυσό δα­ κτυλίδι. Ό άνθρωπος έσκυψε χωρίς δισταγμό και τό άφαίρεσε. Έκανε νά φύγη μετά αλλά αναπήδησε. Έννοιωσε νά τον κρατούν από πίσω. Στράφηκε έντρο­ μος κι3 είδε πώς τό ανοιχτό χέρι είχε ξανακλείσει και τον κρατούσε από την άκρη τού χιτωνίου του. — Μπά!, έκανε. Ό πεθαμένος είναι ζωντανός; "Ας _δούμε... "Έσκυψε κι* άρχισε νά ψαχουλεύη στον σωρό. > Σε λίγο κατάφερε νά άνασύρη τό πτώμα άνάμεσ3 από τ3 άλλα. 9Ηταν ένας θωρακοφόρος. Ένας ^αξιωματικός με χοντρή χρυσή έπωμίδα κάτω άπ3 τον θώρακα. Μιά σπαθιά τον είχε βρή στο μέτωπο, πού ήταν γεμάτο αϊμάτα. Κανένα άλλο μέροε του δέν φαινόταν σπα­ σμένο. Τά μάτια του^ήταν ^κλεισμένα. Στο θώρακα φορούσε τον σταυρό τής Λεγεώνος τής Τιμής. Ό άνθρωπος τον ξεκόλλησε καί τον έρριξε κι3 αυτόν σέ μιά από τις τσέπες του. "Υστερα άρχισε νά τον ψάχνη καί τού πήρε ακόμα τό ρολόϊ του κι3 ένα πορτοφόλι. Βρισκόταν σ3 αυτό τό σημείο των υπηρεσιών του προς έναν ετοιμοθάνατο, όταν άκουσε μιά σιγανή φωνή νά τού λέη: — Ευχαριστώ... Δέν απάντησε μόνο κύτταξε ανήσυχος γύρω. Εί­ χαν ακουστή βήματα. Ό αξιωματικός ψιθύρισε μέ φωνή γεμάτη επιθα­ νάτια αγωνία: — Ποιος νίκησε;

50


— ΟίΛ "Αγγλοι. ^— Ψάξτε τις τσέπες μου, εΐπε ό αξιωματικός. Θά βρήτε ενα^ πορτοφόλι κι* ένα ρολόι. Πάρτε τα. — Δέν υπάρχουν!, απάντησε ό κλέφτης, όοφοΰ προσποιήθηκε βιαστικά πώς έψαχνε. ο — Μ3 έκλεψαν φαίνεται... Κρίμα... Αυτά σάς α­ νήκαν... Ποιος είστε; — "Ημουν κι* έγώ στον Γαλλικό στρατό, απάν­ τησε ό άλλος. Μά πρέπει· νά φύγω. "Αν μέ βρουν θά με τουφεκίσουν. Σάς έσωσα τη ζωή. 3 Από δω και πέρα, κανονίστε τα μόνος σας. — Τι βαθμό έχετε; — Αοχίας. — Τ5 όνομά σας; -— Θερναδιέρος. -^Δέν θά τό ξεχάσω ποτέ. Θυμηθήτε κι3 εσείς τό δικό μου: Όνομαζομαι Πονμερσύ... Η ΚΟΥΚΑΑ Ηταν την ίδια εκείνη

χρονιά, δηλαδή

τό 1823, στο Μανφερμέϊγ. Είχε έρθει ό χειμώνας. Ή Τιτίκα καθόταν κάτω από τη σκάλα τής εισόδου τού πανδοχείου - μαγέρικου των Θερναδιέρων και άποθαύμαζε μιά κούκλα στη βιτρίνα τού πλαϊνού μαγα­ ζιού, πού ήταν μιά πραγματική όνειροφαντασιά. Ε­ κείνη ποτέ της δέν θυμόταν νάγε δική της κούκλος -αφνικά, ακούσε τή στριγγια φωνή τής ξενοδόχα ινας που τή διάταζε νά πάη στην πηγή νά φέρη έναν κουβά νερό. Είχε νυχτώσει καί ή πηγή ήταν πολύ μακρυά σχεδόν μισή ώρα δρόμο, γιατί τότε στο Μονφερμέϊγ δέν υπήρχε άλλη ύδρευσι άπ3 αυτή και ήταν τό ζή­ τημα πού άποσχολούσε και βασάνιζε τούς κατοίκους του περισσότερο από κάθε άλλο. "Ηξερε ωστόσο ή δύστυχη μικρούλα πώς δέν μπο­ ρούσε νά τό άποφύγη. Πήρε τον άδειο κουβά κι5 έκανε νά ξεκινήση. — Ποϋσαι! Δεσποινίς Βατραχίνα!, τής φώναξε ή Θερναδιέραινα. Πάρε καί τούτο τό δίφραγκο, νά άγοράσης ένα ψωμί καί νά τό φέρης μαζί σου στον γυ­ ρισμό. Ή Τιτίκα βγήκε κλείνοντας πίσω της. Βγήκε άπτρ τό χωριό τρέχοντας, χωρίς νά κυττάζη


τίποτα και χωρίς ν4 άκούη τίποτα. Καθώς έτρεχε μισόκλαιγε συνεχώς. Κρύωνε, αλλά τγιό πολύ συλλογιζόταν εκείνη την κούκλα καί πού δέν είχε δικαίωμα να την πάρη έστω μια στιγμή στή!ν αγ­ καλιά της. "Εφθασε έτσι στην πηγή. "Εσκυψε καί βύθισε τον κάδο μες στο νερό. Καθώς ήταν σκυμμένη, δέν πρόσεξε δτι τό δίφραγ­ κο ^πού τής^ εΐχε δώσει, ή Θερναδιέραινα, γλύστρησε από την τσέπη της κι* έπεσε στο νερό·. Τράβηξε γεμάτο τον κουβά καί τον άκοόμπησε δί­ πλα στη χλόη. "Ενοιωσε άξαφνα πάρα πολύ κουρα­ σμένη. Μ' δλο πούθελε νά φύγη καί παρά τό κρύο, κα­ τρακύλησε στη χλόη καί κουλουριάστηκε πάνω σ’ αυτήν. Άφοΰ ξεκουράστηκε λίγα δευτερόλεπτα, ξεκίνησε πάλι. Σταμάτησε πολλές φορές καί, κάθε πού γινό­ ταν αυτό, ξεχείλιζε τό παγωμένο νερό στον γεμάτο κουβά κι5 έπεφτε πάνω στά γυμνά της πόδια. Πήγαινε πολύ σιγά. Σκεπτόταν μ’ απελπισία, πώς θ'άθελε πάνω από μια ώρα γιά νά ξαναγυρίση έτσι στο Μονφερμέϊγ, από τούτο τό δάσος πού βρισκόταν ή πηγή. Εκείνη τή στιγμή δμως αισθάνθηκε πώς ό κουβάς πού κρατούσε, δέν είχε πιά καθόλου βάρος. Σήκωσε τά μάτια ξαφνιασμένη κι·5 άντίκρυσε έναν ψηλό άνθρωπο, πού τήν εΐχε πλησιάσει χωρίς νά τον άκούση προηγουμένως καθόλου. Εκείνος είχε φουχτώσει τό χερούλι του κουβά πού κουβαλούσε. Δέν τον φοβήθηκε καθόλου. Λένε πώς υπάρχουν έν­ στικτα^ γιά κάθε συνάντησι· στή ζωή. Ό άνθρωπος τής είπε: -— Είναι πολύ βαρύ γιά σένα αυτό παιδί μου. — Ναί, κύριε... -— ’Άψησέ το. Θά τό κρατήσω εγώ. Ή Τιτίκα άφησε αλήθεια τον κουβά κι* ό ξένος άρ­ χισε νά περπατάη πλάϊ της. — Είναι πραγματικά πολύ βαρύς, ξανάπε. Κι* υστέρα: — Πόσων χρόνων είσαι; •— Όκτώ, κύριε. — Κι·* έρχεσαι άπό μακρυά; ■—■ Αρκετά.


"Έμεινε για λίγο αμίλητος και μετά ξανα ρώτησε: — Μά δεν έχεις μητέρα; — Δεν ξέρω, άποκρίθηκε τό κοριτσάκι και πρόσθεσε κουνώντας τό κεφάλι: Δηλαδή δεν πιστεύω... Τ’ άλλα παιδιά έχουν, εγώ όμως όχι... Φαντάζομαι πώς δεν είχα. — Πώς σε λένε; — Τιτίκα. Ό άνθρωπος τινάχτηκε σαν νά τον χτύπησε κε­ ραυνός. — Που μένεις μικρή; τη ρώτησε σέ λίγο. — Στο Μονφερμέϊγ. — Έκεΐ πάμε; — Μάλιστα. — Ποιος σ5 έστειλε νά πάρης νερό στο δάσος, τέ­ τοια ώρα; — Ή κυρία μου... Ή κυρία Θερναδιέρου. Προσπαθούσε νά κάνη αδιάφορη τη φωνή του εκεί­ νος, που ωστόσο έτρεμε πάντα: — Τί είναι αυτή ή κυρία Θερναδιέρου; — "Έχει ένα πανδοχείο. — Ναί; Λοιπόν έκεΐ θά μείνω απόψε. Όδήγησέ με. — Έκεΐ πηγαίνομε, απάντησε τό κοριτσάκι. Φτάσανε στο χωριό. Ή Τιτίκα δεν θυμήθηκε πώς έπρεπε νά πάρη ψωμί, καθώς περνούσαν μπροστά από τό φούρνο. · Ό ξένος παρατήρησε μιά σειρά άπό παράγκες, έξω άπό τήν εκκλησία. Ρώτησε: — Έχει κανένα πανηγύρι εδώ; — "Όχι, κύριε. Μόνο πλησιάζουνε Χριστούγεννα. — Μμμ... Είχαν ζυγώσει· στο μαγέρικο τών Θερναδιέρων κι’ ή μικρή του άγγιξε διατακτικά τό χέρι: — Κύριε... — Τι θέλεις, παιδί μου; — Θέλετε νά μ5 άψήσετε τώρα νά ξαναπάρω τον κουβά; — Γ ιατί; — Γ ιατί... Δηλαδή άν ή κυρία δή πώς τον φέρατε εσείς... Μπορεί νά μέ δείρη. Ό ξένος τής τον έδωσε χωρίς νά πή λέξι. Είχαν φτάσει στήν πόρτα καί φάνηκε ή Θερναδιέραινα κεΐ πέρα, μ’ ένα κερί στο χέρι. — "Λ) Συ σαι, βρωμ'ΐάρα, ασχημομούρα; Δόξα τό


Θεό ττού αποφάσισες να γυρίσης. Σίγουρα θάπαιζες στον δρόμο. ■— Κυρία,, -έκανε ή μικρή τρεμοντας. Είναι ένας κύ­ ριος άπό δώ, που θέλει να μείνη... "Άλλαξε ξαφνικά τό ύφος τής ξ&νοδόχαινας. Τον κύτταξε και ρώτησε: — Αυτός ό κύριος; — Μάλιστα, κυρία, είπε ό άνθρωπος καί χαιρέ­ τησε. Ο] άνθρωποι· πού φέρονται εύγενικά, σπάνια είναι πλούσιοι. Ή χειρονομία του ξένου μέ τό, κοστούμι πού φορούσε - μια κίτρινη ρεντιγκότα - έκαναν την κυρία Θερναδιέρου ν5 άφήση τό υποχρεωτικό της ύφος. Είπε άπότομα: — Περάστε, άνθρωπέ μου. Εκείνος μπήκε. Ή ξενοδόχα ινα τον ξανακύτταξε στο περισσότερο φώς, συμβουλεύτηκε ύστερα τον άν­ τρα της μέ μιά ματιά καί ξανάπε: — Δυστυχώς, καλέ μου άνθρωπε, δεν έχω μέρος νά σάς βάλω νά κοιμηθήτε πιά. — Μπορώ νά μείνω όπου νάνου. Στον αχερώνα ή στο σταύλο. Θά τό πληρώσω τό ίδιο, σάν νάτανε δω­ μάτιο. — Τέσσερα φράγκα. — Πολύ καλα. — Έ... Καθήστε! — Τέσσερα φράγκα!, σφύριξε στ’ αυτί τής Θερναδιέραινας ένας γυρολόγος. Συνήθως δεν παίρνεις παραπάνω άπό δυό. — Άπό τούς φτωχούς ζητάω περισσότερα!, τού έξήγησε. Κι* ό άντρας της πρόσθεσε, σκύβοντας στ* αυτί του: — Είναι, γιατί μέ κάτι σάν αυτόν, δυσφημίζεται τό μαγαζί μας. Ό ξένος ώστόσο είχε αφήσει τό δέμα πού κρα­ τούσε καί τό μπαστούνι του καί κάθησε σ’ ένα τρα­ πέζι. Ή Τιτίκα έτρεξε νά τού φέρη ένα μπουκάλι κρασί. Ή Θερναδιέραινα φώναξε άξαφνα: — Έ σύ, Βατραχίνα! Π ου ναι τό ψωμί, μωρή; — Κυρία, ήταν κλειστός ό φούρνος!, ψέλλισε ή μικρή. ..................


-— Χμ... 4>Λν μου λες ψέματα, θά σέ χορέψω καλά. Δόοε πίσω το δίφραγκο τότε. "Έχωσε τό χέρι στην τσέπη τής ποδιάς της και πάγωσε. Τό σαγανάκι της άρχισε νά τρέμη. — Κουφώθηκες; στρίγγλισε ή ξενοδόχαινά. Τό δί­ φραγκο ! 'Άπλωσε τό χέρι της σ’ ένα μαστίγιο στον τοΐχο. Ή Τιτίκα ξεφώνισε: — Λυπηθήτε με, κυρία! Φαίνεται πώς μουπεσε!... Λεν θά τό ξανακάνω. Τρύπωσε στη γωνιά ταυ τζακιού σάν τρομαγμένο πουλί, ή κυρία Θερναδιέρου δμως έφτασε από πάνω της απειλητική μέ το μαστίγιο. Ό ξένος τη σταμάτησε βάζοντας τό χέρι στην τσέπη: — Συγνώμην, κυρία... Πριν λίγο είδα κάτι πού έ­ πεσε από την τσέπη τής μικρούλας... "Ισως νάναι τούτο δώ. Και συγχρόνως έκανε τάχατε πώς έψαχνε μπροστά στα πόδια του κι5 έδωσε κείνο πού «βρήκε» στην ξε­ νοδόχα ι να. — Μάλιστα, είναι αυτό!, φώναξε εκείνη, μ* δλο πού πρόσεξε, μέ την πρώτη ματιά, πώς ήταν πεντό­ φραγκο. Και είπε αυστηρά στην Τιτίκα: — Νά προσέχης άλλη φορά, γιατί χάθηκες! Ή Άζέλμα κι* ή Έπονίνη παίζανε λίγο πιο κεΐ μέ την κούκλα τους, πού ήταν σπασμένη καί παλιά, αλλά στην Τιτίκα φαινόταν παραμυθένια. Ή Θερναδι έραινα είδε τη ματιά τής δύστυχης μι­ κρής κι* έσκουξε Θυμωμένη: — Τρέξε νά δουλέψης, τεμπέλα! "Έτσι· δουλεύεις; κι* άρπαξε πάλι τό μαστίγιο. Ό ξένος εΐπε παρακλητικά: — Αφήστε την νά παίξη, κυρία. — Αφού τρώει πρέπει νά δουλεύη!, τού άποκρίΘηκε βλοσυρά. Δέν την θρέφω γιά νά μην κάνη τίποτα. — Καί τί δουλειά κάνει; — Πλέκει· κάλτσες γιά τά κοριτσάκια μου, άλλοιώς θά περπατούσανε γυμνά. — Καί πόσο μπορεί ν5 αξίζουν αυτές οί κάλτσες δταν τελειώσουν; — Τό πιο λίγο, ένάμισυ φράγκο. — Τις άγοράζω γιά πέντε φράγκα, εΐπε ήρεμα ό §5


ξένος. Και τώρα το παιδί μπορεί να παίξη. £Η δου­ λειά της έγινε δική μου. ^ Ό Θερναδ ιέρος πήγε κοντά αμίλητος και ξυνοντας τό κεφάλι του. Πήρε τό νόμισμα και τόχωσε στην τσέπη του. Ή σύζυγός του ούτε αυτή μίλησε, μόνο δάγκωσε με κακία τά χείλια της, για να μή βλαστημήση. Ή Τιτίκα ρώτησε τρέμαντας: — Κυρία, μπορώ αλήθεια νά παίξω; — Παίξε!, γρύλλισε, σαν νά τής έλεγε: «Τσακί­ σου» ! — Ευχαριστώ πολύ, κυρία!, τραύλισε τό κορι­ τσάκι, κυττάζοντας όμως στά μάτια τον ξένο. *Εκεϊ πού ήτανε χωμένη στη φωλιά της, πήρε ένα σαραβαλιασμένο χαρτονένιο κουτί κι* άρχισε νά τό σέρνη, τάχα πώς ήταν αμάξι. Σέ λίγο όμως πρόσεξε πώς τά δυο άλλα κοριτσάκια είχαν αφήσει την κού­ κλα καί παίζανε καί τά δυο μ’ έναν μάλλινο γάτο, πού προσπαθούσαν νά τον στολίσουν μέ κάτι κορδέλλες. Βγήκε κάτω απ’ τό τραπέζι μπουσουλώντας, βε­ βαιώθηκε πώς οί άλλες δεν την κυττουσαν καί πήρε την κούκλα στην αγκαλιά της. Δέ χάρηκε όμως πολύ, γιατί την πρόσεξε ή Έπονίνη. — Μητέρα! Κύττα, μητέρα!, τσίριξε. Τής Θερναδιέραινας τό πρόσωπο πήρε κείνη την έκ.φρασι πού χαρακτηρίζει τις μέγαιρες. Ούρλιαζε: — Τιτίκα! Τής κόπηκε ή μιλιά τής δύστυχης, “έσπασε σε λυ­ γμούς σπαρακτικούς. — Τί συμβαίνει; ρώτησε ό ταξιδιώτης απ’ την πόρτα. Μέ τη φασαρία κανείς δεν είχε προσέξει πώς είχε βγή έξω. ^ — Αυτή ή βρωμομούρα, φώναξε ή Θερναδιέραινα, τόλμησε ν’ άγγίξη την κούκλα τών παιδιών μου! — Τόσος θόρυβος γι’ αυτό δά* έκανε ο ξένος χαχογελώντας καί φανέρωσε την κούκλα πού κρατούσε πίσω από τη ράχι του, εκείνη την υπέροχη κούκλα πού άποθαύμαζε ή άμοιρη Τιτίκα στην πλαϊνή βιτρίνα. — Αυτή είναι γιά σένα, τής είπε άπλά.^ Ή μικρή τον παρατήρησε εκστατική. Δεν έκλαιγε, δεν φώναζε πιά, δεν τολμούσε νά πάρη ανάσα. Ή Θερναδιέραινα καί τά κορίτσια της, ό σύζυγός

56


της, άττόμειναν ακίνητοι σαν αγάλματα. Κι* οί πελά­ τες κι* αυτοί έπσψαν νά πίνουν κι’ απλώθηκε μια έπίαημη σιγή στην ταβέρνα. Ό Θερναδιερός κύτταζε μια τον ταξιδιώτη καί μιά την κούκλα. Τον μύριζε σαν λα­ γωνικό πού λογαριάζει τό θήραμα, μέ τη διαφορά δτι εκείνος είχε στο μυαλό του τά λεφτά. Ζύγωσε τη γυ­ ναίκα του κι’ είπε: — Κάτω από τριάντα φράγκα δεν κάνει αυτό. "Άσε τις χαζομάρες πια! Μπρούμυτα εμπρός του! — Λοιπόν, Τιτίκα, είπε ή Θερναδιέραινα πού έμ­ παινε στο νόημα γρήγορα, δεν παίρνεις την κούκλα σου, μικρή μου; Βγήκε κάτω από τό τραπέζι τό κοριτσάκι - τόλ­ μησε. — Μικρούλα μου, ξανάπε ή ξενοδόχαινα μελιστά­ λαχτα, ό κύριος σου δίνει αυτή την κούκλα. Είναι δί­ κιά σου. Πάρτη λοιπόν! Ή Τιτίκα όμοος εξακολουθούσε νά κυττάζη τ’ όνει­ ρό της μ5 έναν τρόμο. ^Ηταν σίγουρη πώς άν άπλωνε τό αδύναμο χεράκι της νά την άγγίξη, θά ξεπετιώταν κεραυνός από μέσα νά την κάνη στάχτη. Στο τέλος όμως ψέλλισε: — Αλήθεια... Μπορώ, κυρία; — Βέβαια, χρυσό μου! — Αλήθεια, κυρία; "Αλήθεια, είναι δική μου κύριε; Ναί; Ό ξένος σήκωσε νευρικά τό χέρι κι* έτριψε τά πε­ τσιασμένα του δάχτυλα κάτω απ’ τά μάτια. Χαμο­ γέλασε στο κοριτσάκι μετά καί τής έβαλε την κού­ κλα στην αγκαλιά της. Ή Τιτίκα την άρπαξε μέ μιά σπαρακτική λαχτάρα. — Θά τή φωνάζω Κατερίνα!, είπε. Μπο... μπορώ, κυρία, νά τήν άκουμπήσω πάνω ,σέ μιά καρέκλα; — Ναί, παιδί μου, απάντησε ή Θερναδιέραινα. Οί άλλες δυο τήν κυττοΰσαν μέ ανείπωτη ζήλεια. Ή Τιτίκα έβαλε τήν κούκλα σ’ ένα κάθισμα κι’ έπειτα γονάτισε μπρος της κι* έμεινε ακίνητη καί μόνο τήν κυττοΟσε^ — Παίξε!, τής είπε ό ξένος γλυκά. — Παίζω!, απάντησε τό κοριτσάκι. Ή Θερναδιέραινα μισούσε εκείνη τήν ώρα τον άν­ θρωπο αυτόν, περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο. "Έστειλε βιαστικά τις κόρες της γιά ύπνο. Υστερα ζήτησε από τον ξένο τήν άδξία νά στ^ίλη καί τήν Τι-

57


τίκα νά κοιμηθή, γιατί ήταν πολυκουρασμένη. Πήρε την ^κούκλα στην άγκαλιά της - έλεγες θά τή βουλιάξη έτσι σφιχτά πού την -κρατούσε - κι* έφυγε. Ό άνθρωπος άκούμπησε τον αγκώνα του στο τρα­ πέζι κι* έμεινε έτσι ακίνητος, ονειροπολώντας, γιά ώρες. Μόνο οι Θερναδιέροι άπόμειναν στό τέλος έκεΐ μέσα. ;— Μήίπως θά πέραση έτσι τή νύχτα; μουρμούρισε κείνος στ* αυτί της. ^— Έγώ δεν βαστώ άλλο, πάω νά κοιμηθώ, είναι δυο, του άποκρίθηκε εκείνη. ^ Ό σύζυγος έμεινε μόνος σέ μιά γωνιά κι* άρχισε νά διαβάζη ένα περιοδικό. Σ’ άκάμα μιά ώρα, δέ βάστηξε -κι* εκείνος καί ση­ κώθηκε καί πλησίασε τον ταξιδιώτη. — Δεν θέλετε ν’ ανατταυθήτε, κύριε; ρώτησε. -— Αλήθεια. Τό ξέχασα... Που είναι ό σταυλος σας; — Θά σάς οδηγήσω, τουπέ γλυκά ό Θερναδιέρος, άρπάζοντας ένα κερί. Τον πήγε σ’ ένα καλά έπιπλωμένο δωμάτιο, στό πρώτο πάτωμα. — Τ* είν’ αυτό; ρώτησε ό άνθρωπος. — Τό νυφικό μας διαμέρισμα... — Προτιμούσα τον σταύλοί, απάντησε αυτός α­ πότομα. Έκανε πώς δεν ακούσε ό πανδοχέας. Γονάτισε στό τζάκι ν* άνάψη φωτιά. "Οταν τελείωσε γύρισε στό δωμάτιό του κι* ή σύζυγός του πού περίμενε ξυπνητή, γρύλλισε σάν όχεντρα: — Αύριο μόλις φύγη, θά την πετάξω στό δρόμο αυτή τή μικρή βρωμιάρα! — Κάνε δ,τι σ’ άρεσει. Δεν είπαν τίποτ’ άλλο κι’ έσβησαν τό κερί. "Οσο γιά τον ταξιδιώτη σηκώθηκε άθάρυβα ύστερ’ από λίγο καί τριγύρισε στό σπίτι. Είδε τό άθλιο κού­ φωμα πίσω απ’ τή σκάλα, πού κοιμώταν ή Τιτίκα ντυ­ μένη καί χωρίς σκεπάσματα, άγκαλιά με τήν κούκλα της, καί τό δωμάτιο μέ τά καθαρά σεντόνια καί τις κουβέρτες, των δυο άλλων παιδιών. Είδε τά δυο α­ νόμοια κοκέττικα παπουτσάκια τής Άζέλμας καί τής Έπονίνης μ’ ένα άσημένιο δίφραγκο τό καθένα, μέσα στή στάχτη τού τζάκιοό -καί τό άδειο, άθλιο τσόκαρο

58


τής Τιτίκας, χωμένο πιό δάνειά, για νά μήν καλοφαί­ νεται. Έβγαλε άπό την τσέττη του ένα χρυσό είκοσόφράγκο, ταρριξε μες στο τσόκαρο και υστέρα πήγε νά κοιμηθή. ΘΕΡΝΑΔ ΙΕΡΟΣ ΑΛΛΟ πρωί ό ξενοδόχος σκάρωσε έναν τόσο εκπληκτικό λογαριασμό για τον ξένο - είκοσιτρία φράγκα σύνολο - πού ή ίδια ή γυναίκα του ξε­ φώνισε τρομαγμένη: — Αδύνατο νά πλήρωσή! — Θά πλήρωσή!, τής απάντησε. Χρωστάω δεκα­ πέντε φράγκα σήμερα! Πήγαινε τον. "Αλλά την ώρα- πού έκανε νά βγή, είδε τον ταξιδιώ­ τη νάρχεται. — Σηκωθήκατε νωρίς; ρώτησε ή ξενοδόχαινα. Μή­ πως μάς άφήνετε κιόλας; — Μάλιστα, κυρία. Φεύγω. Τι σάς χρωστώ; Δεν τόλμησε νά τό προφέρη ή Θερναδιέρου καί τού άπλωσε τον λογαριασμός Ούτε τον κύτταξε καθόλου εκείνος. Ρώτησε: — "Έχετε δουλειές στο Μονφερμέϊγ, κυρία; — "Έτσι κι* έτσι... Οι καιροί είναι δύσκολοι κι9 έχομε πολλά βάρη... Αυτή ή μικρή πού είδατε, χωρίς υπερβολή, μάς στοιχίζει ό κούκος αηδόνι. — Κι9 άν γλυτώνατε άπ3 αυτήν; ρώτησε απότομα. —- 3Από ποιάν; 3Απ3 τήν Τιτίκα; — Μάλιστα. — "Α, κύριέ μου! Πάρτε τη! Κρατήστε τη! Φάτε τη, πιέστε τη κι3 ή Παναγιά στή στράτα σας! — Σύμφωνοι. -— "Αλήθεια; Τήν παίρνετε; — Τήν παίρνω. ιΠηγαίνετε νά τή φέρετε. Στο με­ ταξύ, τί χρωστάω; Έρρι'ξε μιά ματιά στο χαρτί καί τού ξέφυγε μιά ψο>νή έκπλήξεως: — Είκοσιτρία φράγκα! — Μάλιστα, είκοσιτρία!, σφύριξε ή Θερνσδιέραινα εκδικητικά. — Φέρτε τή μικρή... Βγήκε έκείνη νά έκτελέση. Σάν μείνανε μόνοι, ό Θερναδιέρος είπε: — "Εγώ τό λατρεύω αυτό τό παιδί, κύριε.

59


“ Ποιο ίταιδί; τ5ν ρώτησε σαρκαστικά ό ξένός. ■— Τή μικρή μας Κορυδαλλίτσα, δά... Την Τιτίκα Μας... Μάλιστα... Θά μου κόστιζε πολύ νά μάς την πάρετε... Είναι αλήθεια πώς ξοδεύω πολλά γι' αυτή καί πώς έχει ένα τσουβαλάκι ελαττώματα... "Ομως... νά: Έγώ την ανάθρεψα. Είναι χρόνια. Δεν εχει μάνα πατέρα τίποτα. Την πόνεσα.·. Συγγνώμην, μά δεν δίνει κανείς έτσι τό παιδί του σ' έναν περαστικό... Λεν έχω δίκιο; Τοΰ διαβόλου! Είστε πλούσιος, δέ λέω, θά ενδιαψερθητε γι' αυτήν... Μά πρέπει νά ξέρω. Μ' εννοείτε; Δεν ξέρω ούτε τ' δνομά σας καν... ^— Κύριε Θερναδιέρε, άν πάρω την Τιτίκα, θά την πάρω. Αυτό κι* άλλο τίποτα. Δεν θά μάθετε τ’ δνομά μου, ούτε^πού πάω, ούτε που μένω. Δέχεστε; — Μου χρειάζονται χίλια πεντακόσια φράγκα, α­ πάντησε κοφτά ό Θερναδιέρος. Ό ταξιδιώτης έβγαλε ένα παλιό πορτοφόλι. Πήρε τρία χαρτονομίσματα από μέσα καί τ’ άκούμπησε πάνω στο τραπέζι. -— Φέρτε την Τιτίκα, είπε, άκουμπώντας τον χον­ τρό του άντίχειρα πάνω στά πεντακοσάρικα. ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΕΚΒΙΑΣΜΟΥ Ηρθε τό κοριτσάκι

κι* ό ξένος έβγαλε

άπό τό σάκκο του κάτι πλούσια καί χαριτωμένα ρου­ χαλάκια καί τής τάδωσε νά ντυθή. "Υστερα φύγανε μαζί. Στο δρόμο ή Τιτίκα τον κρατούσε άπό τό χέρι καί μέ τό άλλο έσφιγγε τη μεγάλη κούκλα στην αγ­ καλιά της. Κάθε τόσο γυρνουσε καί τοΰρριχνε ένα τέτοιο βλέμμα, πού ίσως ένας άπό μάς νάδινε κι* ο­ λόκληρη^ τ^ ζωή του, γιά νά τον κυττάξουν μονάχα μιά φορά έτσι δυο υγρά παιδικά μάτια. 'Ωστόσο δέν είχαν πολλή ώρα πού βγήκαν στο δρό­ μο καί γύρισε ή Θερναδιέραινα στον άντρα της. "Ο­ ταν είδε τά χίλια πεντακόσια φράγκα πού κείνος τής έδειξε μέ καμάρι, τό πρόσωπό της σκοτείνιασε καί γρύλλισε: — Τόσα μόνο; Δέν τούχε κάνει ποτέ άλλοτε παρατήρησι κι5 δμως δέν θύμωσ' έκεΐνος. Τό σκέφθηκε κι' είπε: — -έρεις, δίκιο έχεις. Είμαι βλάκας. Δόσε μου τό καπέλλο μου.

60


*Ι-χωσε στήν τσέπη του τα λεπτά καί βγήκε στδν δρόμο τρέχοντας. «Αυτός ό ^ άνθρωπος», σκεφτόταν, είναι σίγουρα ένα εκατομμύριο ντυμένο μέ κίτρινη ρεντιγκότα. ^Αρ­ χισε οπτό πεντόφραγκο, για νά κατάληξη χωρίς δυ­ σκολία στά χίλια πεντακόσια. Τό ίδιο θάδινε και δε­ καπέντε χιλιάρικα... Θά τον βρω... ΚΓ ύστερα είναι κι5 εκείνος ό σάκκος μέ τά ρούχα τής μικρής έτοιμασμένα άπό τά πρίν;.. Τι διάβολο! Είμαι μεγάλος βλάκας... ναί!» Στάθηκε. — Θάπρεπε νά πάρω καί τό τουφέκι μου μαζί μου!, μουρμούρισε. ^Δίσταζε αλλά σκέφθηκε πώς δεν προλάβαινε νά τό πάρη καί νά ξαναγυρίση πιά. Σίγουρα θά του ξέφευγαν. Συνέχισε λοιπόν τον δρόμο του. Μόλις βγήκε οπτό τό χωριό, διέκρινε τό καπέλλο τού ξένου πίσω από ένα θάμνο. Ό άνθρωπος εΐχε καθήσει εκεί μαζί μέ τό κορι­ τσάκι. Ό πανδοχέας έκανε γύρω καί παρουσιάστηκε άξα­ φνα μπρος τους. — Συγγνώμην, κύριε, είπε. Έδώ είναι τά χίλια πεντακόσια φράγκα σας... Ξεδίπλωσε αλήθεια τά τρία χαρτονομίσματα. Ό ξένος τον κύτταξε συνοφρυωμένος: — Τί σημαίνει αυτό; — Σημαίνει, κύριε, πώς ξαναπαίρνω πίσω τό κο­ ρίτσι μου! Εκείνος κύτταξε βαθειά καί ήρεμα τον Θερναδιέρο καί ρώτησε μέ ξεχωριστές συλλαβές: — Την ξα-να-παίρ-νε-τε; — Ναί, άκριόώς! Ξέρετε... τό συλλογίστηκα πιο καλά. Πάντα είναι καιρός γι' αυτό τό πράγμα... Μπο­ ρεί νάμαι βλάκας, μά είμαι καί τίμιος. Θά μέ υπο­ χρεώσετε νά μου δείξετε έναν τίμιο, που^νάνοι κι* έ­ ξυπνος. Δέν είναι δικό μου κορίτσι. Μου την έμπιστεύθηκε ή ίδια ή μάνα της - μέ καταλαβίνετε; Μπο­ ρεί νά έχη πεθάνει πιά. "Αλλο αυτό. Πάντως δέν μπο­ ρώ νά δώσω τό παιδί, παρά μόνο σέ κάποιον, μ’ ένα χαρτί άπό μέρους της, υπεγεγραμμένο απ’ τό χέρι Της. Γιατί, σκεφθήτε νά τη δώσω έσάς λόγου χάρι

61


και νάρθη αδριο ένας άλλος κύριος μ* ένα γραμματάκι της... — Καλά - καλά, τον έκοψε ό ξένος. Μιά στιγμή... Κι5 έβγαλε τό πορτοφόλι του - εκείνο τό ίδιο πορ­ τοφόλι. Τά μάτια του Θερναδιερού άστραψαν. «Θαύμα !», σκέφθηκε. «Πάει νά μέ δωροδοκήση!... Θά του πάρω και τό σακκάκι!...» Ό ξένος ωστόσο έρριξε μιά κυκλική ματιά γύρω κι* ύστερα έβγαλε μόνο ένα λευκό χαρτί από τό πορτοφό­ λι του^και τό ξεδίπλωσε μπρος στον πανδοχέα. —- "Έχετε δίκιο, είπε. Διαβάστε, λοιπόν. Πήρε τό χαρτί ό πανδοχέας και διάβασε: «Μοντρέϊγ 25 Μαρτίου 1823. Κύριε Θερναδιέρο, Παρακαλώ, παραδόστε τήν Τιτίκα στον κομιστή. Θά πληρωθούν δλα τά μικροέξοδά της. Σάς χαιρετώ - μέ έκτίμησι, Φαντίν α». — Γνωρίζετε την υπογραφή; ξαναρώτησε ό ξένος. Μπορείτε νά φυλάξτε τό χαρτί αυτό, γιά νάστε εντά­ ξει14 — Μμμ... Είναι βέβαια μιά πετυχημένη μίμησι τής υπογραφής της, είπε ό Θερναδιέρος μέσ’ απ’ τά δόν­ τια του. "Αλλά επί τέλους! "Αφού είστε ό «κομιστής» κομμάτια νά γίνη... "Αλλά πρέπει νά μου πληρώσετε δλα τά «μικροέξοδά» κι" εΐν" ένα σωρό-πανάθεμά τα! ^ Ό ταξιδιώτης τίναξε μέ τό δάχτυλο τή σκόνη από τό μανίκι του κι* είπε: λ— Κύριε, τόν Γενάρη ή μητέρα της ύπελόγιζε πώς σάς χρωστούσε εκατόν είκοσιπέντε φράγκα. Τόν Φε­ βρουάριο τής στείλατε λογαριασμό γιά πεντακόσια. Λάβατε τριακόσια στο τέλος τού αυτού μηνός κι* άλ­ λα τρακόσια στις αρχές τού Μάρτη. "Από τότε πέρα­ σαν εννιά μήνες - άπό δεκαπέντε φράγκα, κατά τή συμφωνία, έχομε εκατόν τριανταπέντε. Σάς έδωσα χί­ λια πεντακόσια... Ό πανδοχέας ξεροκατάπιε. «Τί σατανάς είναι τούτος δώ!», συλλογίστηκε. "Αλλά επειδή ή τόλμη τουχε βγή σέ καλό τήν πρώ­ τη φορά, σκέφθηκε νά ξαναδοκιμαση. Φώναξε άπειλητικά: ( ■ ι —- Δέν ξέ-ρω-πώς-σάς-λένε, κύριε, αλλά ξαναπαίρ­ νω τό κορίτσι μου, αν δέν μού δώσετε χίλια τάλληρα,


Ό ξένος εΐττε ήσυχα στη μικρή: — Πάμε Τιτίκα. Την πήρε απ' το χέρι και σήκωσε από κάτω τό ραβδί του. 'Καθως έφευγε, ό Θερναδιέρος κύτταξε τις φαρδειές του πλάτες καί τα χοντρά χέρια κι* υστέρα τά δικά του Ασθενικά μπράτσα. ^ «ΕΤμαι^ ηλίθιος, αλήθεια, που δεν πήρα μαζί μου τό ντουφέκι!», συλλογίστηκε. Παρ' αλ’ αυτά, προσπάθησε νά τον παρακολουθήση για νά δή που θά πήγαινε, άλλά εκείνος γύρισε καί τον κύτταξε μερικές φορές μέ τέτοιον τρόπο, πού στο τέλος όΛΘερναδιέρος θεώρησε καλό νά γυρίση στο πανδοχείο του... Περιττό νά πούμε κΓ εμείς πιο κάτω, πώς ό Γιάννης 'Αγιάννης δεν είχε πνιγή δπως νόμιζε ό κόσμος. Είχε καταφέρει νά δραπέτευση κολυμπώντας από τή στιγμή πού πήδηξε στη θάλασσα καί ήταν αυτός ό άνθρωπος πούχε έρθει στο Μονφερμέϊγ, γιά νά πάρη μαζί του^τή φτωχή Τιτίκα, ξεπληρώνοντας τήν ύπόσχεσι πού είχε δώσει στή μητέρα της. Τό βράδυ τής ίδιας μέρας έφτασαν στο Παρίσι. Σέ μιά άθλια δσο καί ήσυχη γωνιά, πού τήν έλεγαν συ­ νοικία του Άλογοπάζαρου, βρισκόταν ένα ετοιμόρρο­ πο, παλιό καί σκυθρωπό σπίτι, πού οΐ γείτονες τ' όνόμαζαν «ρημάδι του Κόρακα». Κεΐ πέρα πήγε ό Γιάννης 'Αγιάννης μέ τήν Τιτίκα. Σ' αυτό τό σπίτι. Τήν έβαλε νά κοιμηθή. Τήν άλλη μέρα τό πρωί, τό κοριτσάκι τινάχτηκε έντρομο άξαφνα άπό τον ύπνο του, ξεφωνίζοντας: — Μάλιστα, κυρία! Έφτασ* άμέσως! Καί πήδησε στο πάτωμα, άλλά είδε μπρος της τό χαμογελαστό πρόσωπο του γέρου. — "Ωστε είναι Αλήθεια!, ψέλλισε. Καλημέρα σας, κύριε... ΚΓ υστέρα ^βλέποντας τήν κούκλα της στά πόδια του κρεββατιου, πήγε νά τήν άγκαλιάση, άλλά στάθη­ κε καί ξαναγύρισε σ’ αυτόν ένοχα. Ρώτησε: — Νά σκουπίσω; — 'Όχι. Νά παίξης!, τής είπε ό Γιάννης 4Αγιάν­ νης. "Ετσι πέρασε έκείν’ ή μέρα ώς τό βράδυ. Καί άπό τότε κάθε πρωΐ ό άνθρωπος αυτός, πού έδώ κΓ εϊκο-


ΟΊΤτέντε ολόκληρα χρόνια,

ολομόναχος^ στον κόσμο, δέν είχε αγαπήσει κανέναν, περίμενε μέ^ λαχτάρα το κοριτσάκι νά ξυπνήση και ή καρδιά του ήταν άναστατο>μένη καί χτυπούσε σ' έναν καινούργιο, παράξενο καί υπέροχο μαζί ρυθμό. Υπέροχο ιδιαίτερα όταν τον φώναζε πατέρα, γιατί δέν τον ήξερε μέ κανένα άλλο ονομα... ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ Ψ

Λ Ο ΣΠΙΤΙ πού έμεναν ήταν μια τρώγλη δπως είπαμε κΓ όμως κΓ οί δυό τους ήταν ευτυχισμέ­ νοι, ίσως γιατί δυο δυστυχίες μαζί αποτελούν μια ευ­ τυχία μ' έναν τρόπο παράξενο σαν εκείνον πού «πλήν» επί «πλήν» μάς κάνει «σύν» στην άλγεβρα. Ωστόσο είναι καί τούτο αλήθεια, πώς δηλαδή μια ευτυχία σχε­ δόν ποτέ δέν κράτησε για πολύ μεγάλο διάστημα. Ό Γιάννης 'Αγιάννης πίστευε πώς, σ' εκείνη τή γειτονιά πού είχε καταψύχει, ήταν όλότελα ήσυχος κΓ όλότελα χαμένος άπό τον κόσμο πού θά μπορούσε νά τον γνωρίση. ΚΓ όμω<£ μιά μέρα πού έδωσε ελεημοσύνη^σέ κά­ ποιον ζητιάνο, στή γρήγορη κρυφή ματιά πού τούρριξε εκείνος καθώς έπαιρνε τό νόμισμα, τού φάνηκε πώς άντίκρυσε τήν τρομερή μορφή του Ιαβέρη. Μά ήταν δυνατόν; Μήπως εΤχε τρελλαθή; "Ολες αυτές οί σκέψεις πέρασαν άπό τό μυαλό του, μά δέν μπορούσε νά βρή ησυχία. Εκείνα τά δυό φλο­ γισμένα καί γεμάτα κακία μάτια άρχισαν νά τον κυνη γούν παντού, ακόμα κΓ δταν ήταν ολομόναχος μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου. "Αρχισε ν* άκούη παράξενους ήχους καί βήματα στον διάδρομο πού σταματούσαν έξω άπό τήν πόρτα τού διαμερίσματος του. Μιά φοοά πού έβαλε τό μάτι του στήν κλειδαρότρυπα, άναγνώρισε τό τρομερό σου­ λούπι τού Μαβέρη. Μιά γριά πού καθάριζε τό σπίτι, τού είπε πώς ένας καινούργιος νοικάρης, όνόματι Ντωμόν ή Ντυμόν δέν θυμόταν μέ σιγουριά - εΐχε νοικιάσει τό πλαϊνό του διαμέρισμα. Γύρισε μέ σφιγμένη τήν ψυχή στο δωμάτιό του. Πήρε άπό τό χέρι τήν Τιτίκα καί τής είπε μόνο:


ι0 άνθρωπος εσκυψε χωρίς δισταγμό καί το άφαίρεσε

·'·*·”’* ΕΕλα... Βγήκαν στον δρόμο καί χώθηκανν ατά στενοσόκα­ κα του Βουλεβάρτου. Ήταν πολύ προσεκτικός καί σχεδόν^ βέβαιος πώς κανείς δεν έρχσταν άπό πίσω του. Πήγαινε οδηγώντας τό κοριτσάκι, χωρίς ωστόσο νά γνωρίζϊ] περισσότερο^ άπό κεΐνο τό που πήγαινε. Εμπιστευόταν στον Θεό, δπως ή Τιτίκα εμπιστευό­ ταν σ’ έκεΐνον: Τυφλά. "Έκανε πολλές άσκοπες στροφές μέσα στη συνοι­ κία Μσυφετάρ, για νά παραπλανήσω τούς τυχόν άνθρώπους^ πού θά προσπαθούσαν νά τον παρακολουθή­ σουν.' Πέρασε^ μέ σοφά στρατηγήματα τί^ οδούς Κο­ πώ, ' Αγίου Βίκτωρος, Φρέατος καί Ερημίτου. Υπήρ­ χαν πολλά δωμάτια για νοίκιασμα σ’ αυτή τή συνοι­ κία μά δέν τολμούσε νά μπή πουθενά. Έφθαχτε στην όδό Ποντουάζ, μπροστά στον αστυνομικό στοθμό πού έχει τον αριθμό 14. °Όταν πέρασε καί στράφηκε μιά ΟΙ ΑΘΛΙΟ!

( 5


στιγμή πίσω τοα, φάνηκε πώς είδε τρεΐς άντρες νά τον παρακολουθούν από τή σκιά. — Έλα, παιδί μου, είπε στην Τιτίκα καί βιάστηκε ν' άφήση εκείνον τον δρόμο. Έκανε μ $ γάλο κύκλο. Έστριψε στα διόδια των Πατριάρχων, πού λόγω_τής ώρας ήταν κλειστά, πέ­ ρασε γρήγορα την οδό αυλένιου Σπαθιού καί την οδό Δοξαριού καί χώθηκε στην οδό Ταχυδρομείου. Έκεΐ ήταν ένα σταυροδρόμι καί τό φεγγάρι τό φώτιζε με μια ζωηρή λάμψι. Κρύφτηκε σέ κάποια αυλόπορτα, με τή σκέψι πώς άπό κεΤ θά περνούσαν οι διώκτες του, άν πραγματικά τον παρακολουθούσαν ακόμα. Κι* άλήθεια φάνηκαν σέ λίγο οΐ άγνωστοι στο· σταυροδρόμι τό φωτισμένο κι5 ήτοτν τέσσερις τώρα κι* ό τέταρτος ήταν χωρίς άμφιβολία ό Ιαβέρης. Τότε άρχισε μιά δραματική φυγή πού κράτησε ώ­ ρες, μέσ' από τις φτωχοσυνοικίες του· Παρισιού. Ό βασανισμένος άνθρωπος καί τό άμοιρο κορι­ τσάκι, πού δεν ήταν τίποτα ξέχωρο σ' εκείνη τήν πε­ ριπλάνηση παρά κάτι σάν ένα κομματάκι απ' αυτόν τόν ίδιο, τού κακού προσπάθησαν ν' απαλλαγούν από τις σκιές πού έρχονταν πίσω τους. Αντίθετα ολοένα πύκνωναν εκείνες, ώσπου χώθηκαν χωρίς νά τό κατα­ λάβουν καί σέ μιά άδιέξοδο καί βρέθηκαν μπροστά σέ μιά ψηλή μάντρα πού τούς έφραζε τόν δρόμο. Πίσω τους ακούστηκαν βήματα ολόκληρης στρα­ τιωτικής περιπόλου πού πλησίαζαν. — Ποοτέρα, φοβάμαι!, τραύλισε ή Τιτίκα. Ποιος έρχεται άπό κεΐ; — Σώπα, παιδί μου!, τής άποκρί'θηκε ψιθυριστά. Είναι ή θερναδιέραινα κι’ άν μάς άκούση θ’άρθη νά σέ ξαναπάρη... Παγωμένο σώπασε τό κοριτσάκι. Πήγαινε νά στά­ ση ή μικρή καρδούλα του. Ό Γιάννης 'Αγιάννης διέκρινε τόν σιδερένιο στύλο ενός φανού1 πού ευτυχώς ήταν σβηστός. Πήρε τήν Τιτίκα στον ώμο του καί σκαρψάλωσ' έκεΐ πάνω. Βρέ­ θηκε στην κορφή του μαντρότοιχου. Χωρίς δισταγμό πήδησε μέσα. Πίσω τους ακούστηκαν βήματα καί φωνές. 'Άκουσε τή γνώριμη, μανιασμένη φωνή του Ια­ βέρη νά λέη: 66


— *έδω είναι Αδιέξοδο. Λέν' υπάρχει κανείς. Πάμε Από κεΐ... Κι.* οι θόρυβοι- Απομακρύνθηκαν. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙ ^Εί 1ΧΑΝ βρεθή μέσα σ’ έναν πολύ μεγάλο και πολύ παράξενο κήπο. * Ηταν κοντά δυο μετά τά μεσάνυχτα κι’ έκανε φοβερή παγωνιά. Ή φτωχή Τιτίκα τουρτούριζε. Άπρ μακροά ακούστηκε ένας Αλλόκοτος ήχος: Ό ήχος ενός κουδουνιού. Στο φως τού φεγγαριού ό Γιάννης 'Αγ ιάννης είδε έναν άνθρωπο κι^ ήταν περίεργο πού, όταν ό άνθρω­ πος αυτός πλησίαζε προς τό μέρος τους, πλησίαζε κι’ ό ήχος τού κουδουνιού, ενώ όταν Απομακρυνόταν, Απομακρυνόταν κι* αυτός. Τρόμαξε ό δραπέτης. "Ώ­ στε υπήρχε ένας άνθρωπος εκεί, αύτή τήν ώρα; Μή­ πως ήταν κι* αυτός Απ’ τούς άντρες τού Ιαβέρη; Και τι έκανε πού πηγαινοερχόταν σ’ αυτή τή μεγά­ λη φυτεία; Πήγε νά πιάση Απ’ τό χέρι- τό κοριτσάκι για νά προσπαθήση ν’ Απαμακρυνθή, Αλλά τότε πάγωσε πε­ ρισσότερο. Ή Τιτί-κα^ πού είχε καθήσει κάτω, είχε ξαπλώση τώρα στο χώμα καί δέν σάλευε, ούτε άκουγε. Τό κορμάκι της ήταν παγωμένο. — Θέ μου! Λες νά πεθανε; βόγγηξε 6 Γ ιάννης "Α γ ιάννης. Καί χωρίς νά λογαριάση τίποτα, πιά, χύμηξε δσο γρηγορότερα μπορούσε, προς τό μέρος πού βρισκό­ ταν εκείνος ό παράξενος άνθρωπος. Έφτασε κοντά του. — Εκατό φράγκα!, τού φώναξε. Έχετε εκατό φράγκα αν μού δώσετε ένα άσυλο γι’ Απόψε! Τρομαγμένος τινάχτηκε ό άλλος κι’ έκανε νά τρέξη. Τό κουδουνάκι χτύπησε δαιμονισμένα, γιατί ήταν δεμένο στο ένα του πόδι πού κούτσαινε μάλιστα. Τελευταία στιγμή κότταξε τό πρόσωπο τού Αγνώο~του, λουσμένο στον παγωμένο ιδρώτα καί στο ψυ­ χρό φώς τού φεγγαριού κι* Απόμεινε μαρμαρωμένος. — Μπά!, ψέλλισε. Ό κύριος Μαγδαληνής! Άπ’ τον ουρανό πέσατε;


2σν κίροϋι/νδς τέν χτόττή<τε τό βνομσ αότδ τοδ Γιάννη 'Λγιάννη και κύτταξε κι* έκεΐνος τόν άνθρωπο πού το είχε προφέρει. -— Θερσανεμη!, μουρμούρισε κατάπληκτος. Τι γυρεύεις εδώ; —- Έχει γούστο!, λ μούγγρισε ό γεροντάκος μέ γουρλωμένα μάτια. Σεΐς ό ίδιος μέ τοποθετήσατ’ έ­ δώ πέρα κύριε Δήμαρχε και τώρα μέ ρωτάτε πού βρέθηκα; Νά: Σκεπάζω τά πεπόνια μου για τ’ α­ γιάζι! Μά σεις πού βρεθήκατ’ έδώ μέσοε; Δεν μπο­ ρούν νά μπαίνουν καθόλου άντρες σ’ αυτό τό μέρος.. — Κι* εσύ πώς μπορείς; — Έγώ κι* άλλος κανένας, άποκρίθηκε^ό Θερσα­ νέμης. Κι* έμενα ακόμα, όπως βλέπετε, μούχουν κρε­ μάσει αυτό τό κουδουνάκι, ώστε όπου πηγαίνω νά μ’ άκούν οι γυναίκες καί νά φεύγουν μακρυά... — Μά γιατί; — Εΐναι Μοναστήρι έδώ χάμω... Μοναστήρι ^γυναι­ κών... Μά στον Θεό σας: Δεν θυμάστε πού μέ στεί­ λατε) κύριε Μαγ6αλτρ/ή; Να ή τώρα τά θυμόταν σιγά - σιγά δλα. *Από μείνε μιά στιγμή σάν στήλη άλατος, μέ τό ^πνεύμα υψω­ μένο στον Θεό, πού τον είχε όδηγήσει μέ τόση σιγου­ ριά μές στη νύχτα, σ* έκεΐνο τό μέρος και σ* ^έκεΐνον τόν πιστό φίλο - τον μόνο φίλο πού θά μπορούσε νάβρίσκε σ5 δλο τό Παρίσι. Ό Θερσανέμης παρεξήγησε τή σιωπή του και γκρίνιαξε: — "Α, μπαρμπα - Μαγδαληνή! Δέν θυμάσαι! Σώ­ ζεις τή ζωή τών ανθρώπων καί μετά ξεχνάς τϊ γίνον­ ται... Πολύ κακό πράμα! Κι* όμως έκεΐνοι σέ θυμούν­ ται, νά ξερής. Δέν πρέπει νάσαι αχάριστος! ΤΟ ΚΟΦΙΝΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΡΕΤΡΟ 0 ΤΑΝ έφεραν τήν Τιτίκα στο σπιτάκι τού Θερσανεμη εκείνη συνήλθε γρήγορα. "Οταν όμως ό γέρο - κηπουρός τής Μονής ακούσε τόν «κύριο Μα­ γδαληνή» νά τού λέη πώς θέλει νά μείνη έκεϊ μονίμως αυτός καί τό κοριτσάκι του, ξεροκατάπιε. Ό Θερσανέμης, από τόν καιρό πού είχε ερθει σ’ αυτό τό μέρος, αμέσως μετά τήν άνάρρωσί του, δέν εΐχε ξαναβγή στόν κόσμο, δέν εΐχε διαβάσει ούτε μια «»


έφή μερίδα, δέν είχε Ιδέα γιδ τά τραγικά γεγόνότά: τόί) Μσντρέΐγ. ΓΓ αυτόν ό κύριος Μαγδαληνής ήταν πάν­ τα ό κύριος Δήμαρχος, ό άνθρωπος πού τού έσωσε τή ζωή κινδυνεύοντας τή δική του. Αυτό πού του ζητούσε τώρα, δέν ήταν πού δέν ή­ θελε νά το κάνη, άλλά πού δέν μπορούσε - έκ πρώτης όψεως. Και τό εξήγησε δσο γινόταν πιο καθαρά! Ξέχωρα από τή δυσκολία πού παρουσιαζόταν γιά νά δεχτούν οι καλόγριες έναν δεύτερον άντρα στον περίβολό τους - γιά την Τιτίκα δέν γινόταν λόγος, επειδή υπήρχαν πολλές τρόφιμες στήν ηλικία της έκεΐ μέσα, τό κυριώτερο ήταν πού ό Γιάννης 'Αγιάννης, βρισκόταν ήδη μέσα σ’ αυτόν. Γιά νά τον παρουσία­ ση στήν ήγουμένη, έπρεπε νά τον φέρη απ’ έξω και πώς θά γινόταν αυτό, άν δέν έβγαινε πρώτα; Καί πώς θάβγαινε χωρίς νά τον δουν, άφου κΓ ό ίδιος δέν δεχόταν^νά πηδήση τή; μάντρα, γιά τον φόβο τών αστυ­ νομικών πού ήταν σπαρμένοι παντού κΓ έψαχναν νά τον βρούν; Ό Θεός, πού τον ώδήγησε τόσο σοφά κεΐ μέσα καί γιά τον Όποϊον δέν υπάρχουν προβλήματα, έ­ δωσε καί πάλι τή λυσι σ’ αυτό. Μιά καλόγρια πέθανε. Ό Γιάννης \Αγιάννης αποφάσισε νά μπή στο φέ­ ρετρό της καί τήν ίδια την έθαψαν κάπου έκεΐ στον κήπο. Τού κάκου ό Θερσανέμης, έντρομος τού δήλωσε πώς οί κίνδυνοι ήταν πάρα πολλοί, πώς θά μπορού­ σε νά σκάση μέσα στο φέρετρο ή ακόμη καί νά τον έθαβαν κανονικά, άν δέν κατάφερνε ν’ άπομακρύνη τον γέρο - νεκροθάφτη. Στο τέλος τό έπιχείρημα άποφασίστηκε. Στο μέν κασόνι θάνοιγαν τρύπες γιά νά μπορή ν’ αναπνέη ό κρυμμένος έκεΐ μέσα, τον δέ νεκροθάφτη πού τάττσουζε καλά, θά τον έπαιρνε ό ^Θερσανέμης στήν ταβέρνα δίπλα, νά μείθύσουν καί θάβρισκε τον καιρό ό δραπέτης νά βγή. "Οσο γιά τό κοριτσάκι, θάβγαινε μέ­ σα σ’ ένα μεγάλο κοφίνι πού θά κρατούσε στο κε­ φάλι του ό Θερσανέμης, τάχα πώς πήγαινε ν’ άγοράση καινούργια λουλούδια. Τήν ώρα πού ό ήλιος έγερνε στή δώσι του, τήν άλλη μέρα, οι λιγοστοί διαβάτες τού βουλεβάρτου Μαίν έ­ βγαζαν τό καπέλλο τους στή θέα μιας παλιάς νεκρο­ φόρας, που κατευθυνόταν στο νεκροταφείο τού Βω,

,

69


ζιράρ. ίΐ'ίσω ακολουθούσε κΟυτσαίναντας ένας γέρος μ5 εργατικά ρούχα: Ή ταψή τής γερόντισσας σέ κάποια κατακόμβη του ιερού του Μοναστηριού^ και ή έξοδος της Τιτίκας μες στο κοφίνι του Θερσανέμη, είχαν γίνει ομαλά καί χωοίο άποόοπτα. "Αξαφνα η νεκροφόρα στάθηκε. Είχε φτάσει στον περίβολο του νεκροταφείου. Ό υπεύθυνος γιά την κηδεία πήγε και συζήτησε γιά λίγο με τον θυρωρό. Σ’ αυτή τη δίλεπτη στάσι, ένας άλλος άνθρωπος βρέθηκε στο πλάϊ του Θερσανέμη. Φαινόταν σάν ερ­ γάτης. Ό Θερσανέμης τον κύτταξε απορημένος: — Ποιος είστε σείς; ^Εκείνος άποκρίθηκε: — Ό νεκροθάφτης. ^ — Ό νεκροθάφτης; τραύλισε μέ τρόμο ό Θερσα­ νέμης. — Έγώ. — Δέν είσαι σύ ό νεκροθάφτης! Λες και δεν γνω­ ρίζω τό γέρο... — Εκείνος πέθανε, είπε σκέτα ό άλλος. "Ολα τάχε λογαριάσει ό Θερσανέμης έκτος απ’ αυτό. Πώς ήταν δυνατό νά πεθάνη ένας νεκροθάφτης! Θαρρούσε πώς κάτι τέτοιο δε γίνεται ποτέ. Άπόμεινε μέ τό στόμα ανοιχτό. Ψέλλισε: — Δέν είναι δυνατόν. •— Νά που είναι. — Μά νεκροθάφτης... είναι... ό... — Ό Γκριμπιέ τώρα πιά. Δηλαδή έγώ. Ό Θερσανέμης έβαλε τά γέλια. — Γιά σκέψου! Πέθανε ό νεκροθάφτης ! Πέθανε ό μπαρμπούλης ό νεκροθάφτης! ’Άϊ στο δάολο, φάρ­ σα! Κι’ όμως ζή άικόρα ό· μπαρμπα - Κανάτας! Τον ξέρεις τον μπαρμπα - Κανάτα, άνθρωπε; Είναι αυ­ τός ό ίδιος που πέθανε; Δέν είμαστε καλά. Βαρέλι γιομάτο κρασί τό στομάχι του - κρασί γνήσιο του Συρέν. Καί πέθανε!... Φίλε μου, άκου δω: Πάμε νά πιούμε κάνα - ποτήρι στή μνήμη του; — Είμαι μορφωμένος έγώ, άποκρίθηκε ό Γκριμπιέ στσράτα. Δέν πίνω ποτέ μου.


— Έγώ είμαι ό νεκροθάφτης του Μοναστηριού, τουπέ 6 Θερσανέμης. — "Ήμουν συνάδελφος, έκανε ό άλλος. — Μάλιστα., έτσι!, ψιθύρισε ό γέρος κόβοντας ε­ πιφυλακτικά τον πανύψηλο Γκριμπιέ. "Ωστε πέθανε ό μπαρμπούλης! — "Ανεπιστρεπτί. Κύτταξε ό Θεός τό μπλσκάκι του κι" είδε πώς τελειώσανε οι μέρες του δώ κάπου. Τό λοιπόν πέθανε. — Δεν πιάνουμε γνωριμία; είπε ξαφνικά ό Θερσα — Δέν γνωρίζονται δυο άνθρωποι άμα δεν πιούνε παρέα. Άδειάζοντοις τις κούπες, άδειάζομε τις καρ­ διές μας. "Έτσι γίνεται. Δέν μπορείτε νά πήτε όχι γιά ένα ποτήρι. — ιΠρώτα. ή εργασία, άπάντησε ό Γκριμπιέ. Ό Θερσανέμης ανατρίχιασε. "Έφταναν πιά στον τάφο, γιατί1 στο μεταξύ είχαν ξεκινήσει πάλι. Μπή­ κανε σ" ένα σύδεντρο καί σταθήκανε. — Κάηκα!, τραύλισε μόνος του ό Θερσανέμης. Καί ξανάπε: — Πάμε νά^ πιούμε κάνα - ποτηράκι; — "Άκου δώ, άνθρωπέ μου, γρύλλισε ό Ρκριμπιέ. Δέν τό κατάλαβες πώς έγώ δέν είμαι γιά νεκροθά­ φτης; Ό πατέρας μου είχε κάνει θυρωρός στη Γερου­ σία - αυτό που σου λέω. Μέ προώριζε γιά γραμματ­ ιζούμενο - λογοτεχνία. Κι" ούτε θά μ" έβλεπες εδώ άν δέν ερχόντουσαν σωρό1 οί άνοστοδιές. — Τό λοιπόν πάμε γιά ένα ποτηράκι, είπε ό Θερ­ σανέμης που είχε θολώσει κι" ούτε καταλάβαινε καλάκαλά τί τούλεγε ό άλλος. "Από τη νεκροφόρα κατέβασαν τό φέρετρο, πού έ­ πρεπε νάχε μέσα μια πεθαμένη γερόντισσα κι" είχε παρ" όλ" αυτά έναν ζωντανό γέρο - τόν Γιάννη Άγιάνντγ — Τώρα μάλιστα!, έκανε ό Θερσανέμης καί σκού­ πισε τόν ιδρώτα του. Μ" ένα σχοινί άρχισαν νά κατεβάζουν τό κασόνι στον ανοιχτό λάκκο. Είπαν κάτι προσευχές καί κατόπιν ό κόσμος άρ­ χισε νά φεύγη. Ό Θερσανέμης είδε τόν νεκροθάφτη νά φουχτώνη τό φτυάρι του καί νά τό μπήγη στο στοιβαγμένο χώ­ 71


μα. Πήρε τότε μια ηρωική άπόφασι και μπήκε ανά­ μεσα σ’ αυτόν και στον άνοιχτό λάκκο. — 5Εγώ πληρώνω!, δήλωσε τρέμόντας - επειδή ποτέ ώς^ εκείνη την ώρα δεν τούχε περάσει από το μυαλό νά πλήρωνε κιόλας τό κέρασμα. Και τον προηγούμενο νεκροθάφτη αυτός τον καλοΰσε για πιοτό άλλα πλήρωνε ό άλλος. — Τι λες, χωρικέ; ρώτησε κατοπτληκτος ό Γκριμπιέ. — Πληρώνω, λέω, εγώ. — Τι πράμα; — Τό κρασί. — Πιο κρασί; — Δεν είπαμε νά πάμε νά πιούμε; ■— Δεν πάς στον αγύριστο; - καί πέταξε μιά φτυα­ ριά πάνω στο φέρετρο. — Θά κλείση τό ταβερνάκι!, μούγγρισε ό Θερσα­ νέμης. Κείνος πέταξε στον λάκκο τη δεύτερη φτυαριά. -— Διάολε! Σωστή καμπάνα είσαι του λόγου σου; Ντίν-ντάν-ντίν-ντάν! ^’Άλλη κουβέντα δεν ξέρεις νά πής; Μπορεί νά πιούμε αλλά μετά τή δουλειά. Και πέταξε κι’ άλλη φτυαριά. Ό Θερσανέμης πάγωσε αλλά τήν ίδια στι.γυή, εί­ δε ^κάτς πού άσπριζε μέσα στήν τσέπη τού σακκακιού τού Γκριμπιέ. Απελπισμένα άρπαξ’ εκείνο τό χαρτί. Τά μάτια του άστραψαν. — Δέ μού λες κουμπάρε, μουρμούρισε μετά, κρύβονάς το στή δική του τσέπη, έχεις τά χαρτιά σου; — Ποιά χαρτιά; — Τήν ταυτότητα. Σέ λίγο τό νεκροταφείο κλεί­ νει. Μέ τή δύσι τού ήλιου - κράκ - ή πόρτα σφαλίζει. Ψάχτηκε ό άλλος ταραγμένος. -— "Όχι, έκανε στο τέλος παραξενεμένος. Δεν τή βρίσκω πουθενά. Θά τήν ξέχασα. — Δεκαπέντε φράγκα πρόστιμο!, είπε θριαμβευ­ τικά ό Θερσανέμης. -— Νά τούς πάρη ό διάβολος! Δεκαπέντε φράγκα! μούγγρισε ό Γκριμπιέ. — Τρία τάλλαρα σκαστά - μάλιστα! Μά μήν κά­ νης κι^ έτσι. Τ’ είναι δεκαπέντε φράγκα; Όποχσδήποτε, ένα πράμα είναι ξεκάθαρο: Ό ήλιος θά δύση. ΓΓ αυτό, αν θες, τρέξε σπίτι σου νά πάρης τήν ταυ­

72


τότητα καί νά £ανάρ$ης. "Όταν την έχης στην τσέπη σου, μηδέν πληρωμη. —-Δίκιο έχεις, ψέλλισε ό άλλος. Τρέχω. Σ’ ευχα­ ριστώ, άνθρωπε. — Αέ βαρυέσαι. Έσυ είσαι νέος - νεοσύλλεκτος έγώ παλιός. Αυτό κοε) τίποτ’ άλλο. Θά συνηθίσης. Έφυγε τρέχοντα^ © Γκριμπιέ κι* ο θερσανέμης ξανασκούπισε τον ίδρωτα του αναστενάζοντας κι’ έσκυ­ ψε πάνω άπό τον ανοιχτό λάκκο. Είπε σιγά: — Μπαρμπα - Μαγδαληνή! Καμμιά άπάντησι. Ό Θερσανέμης τρομοκρατημένος πηδηξε στο λάκ­ κο και μ’ ένα σφυρί ξεκάρφωσε την επάνω σανίδα της κάσσας. Είδε τον Γιάννη 'Αγιάννη ακίνητο καί πε­ λιδνό. "Εμεινε μαρμαρωμένος. — Πέθανε!, τραύλισε. Νά πώς τον έσωσα έγώ! "Αρχισε νά κλαίη καί νά μονολογή τραγικά: — Ό μπαρμπουλάκος ό νεκροθάφτης φταίει! Γιατί νά πεθάνη ό ηλίθιος; Τί τοϋρθε νά τά κακαρώση στά καλά καθούμενα; Αυτός πέθανε καί τον κύριο Δή­ μαρχο.^ ’Έ! Μπαρμπα^- Μαγδαληνή! Μπά... ΕΤνα^ι πεθαμένος γιά τά καλά. Μά υπάρχει καμμιά λογική σ’ δλ’?αυτά; Τί πά νά πή πέθανε;^ Καί τί θά κάνω τώρα έγώ με τη μικρή; Γίνεται ποτέ νά σκολάη έτσι κάποιος έκεΐ πού ζούσε; Μνήσθητί μου Κύριε! Κι’ δταν συλλογιέμαι πώς ρίχτηκε κάτω απ’ τό κάρρο γιά νά μέ γλυτώση... Μπαρμπα - Μαγδαληνή! Μπά... "Εσκασε δπως τδλεγα. Τούτη ή έξυπνη κατεργαριά τελείωσε άσχημα. Πέθανε ό πιο καλός άνθρωπος που γίνηκε ανάμεσα στους πιο καλούς άνθρώπους του καλού Θεού... Νά πάθουμε τέτοια δουλειά! "Αντε τώ­ ρα νά τον βγάλης άπό κεΐ μέσα! Καί τραβούσε τά μαλλιά του. "Αξαφνα δμως είδε πώς ό Γιάννης 'Αγ ιάννης είχε τά μάτια του ανοιχτά καί τον κυττούσε. — Κοιμόμουν, τού εΐπ’ έκεΐνος. Καί άνασηκώθηκε στην κάσσα. Ό Θερσανέμης έπεσε στά γόνατα: — Θέ μου, πώς τρόμαξα! Δεν πέθανες λοιπόν ί Χριστέ μου, τί ψυχή πού έχεις μέσα σου! Τί περιπέ­ τεια κι’ αυτή; "Αγιοι πάντες τού παραδείσου - τί πε­ ριπέτεια ! Πάντως τώρα είσαι ζωντανός - μή μου τά ξανακάνης! Τελείωσε!

73


Τελείωσε καί χωρίς δυσάρεστα επακόλουθα ή τρο­ μερή εκείνη περιπέτεια. Οι δυο άντρες έκλεισαν τον τάφο καί τον σκέπασαν καλά κι" υστέρα ό Θερσανέμης πήγε στο σπιτάκι του Γκρι μ π ιέ καί του έδωσε την κάρτα λέγοντας πώς την εΐχε βρή πεσμένη κάτω. Ή ήγουμένη^ δέχτηκε τον 'Αγιάννη - πού πήρε το δνομα Τελευταίος Θερσανέμης - στη θέσι του δεύτε­ ρου κηπουρού καί την Τί.τίκα μέ τις οίκότροφες. .Πέρασαν πολλά χρόνια καί ποτέ οι καλόγριες δεν συλλογίστηκαν, γιατί τάχα για δλες τις εξωτερικές δουλειές τού Μοναστηριού, νά πήγαινε μονάχα 6 Θερ­ σανέμης ό κουτσός καί ποτέ ό άλλος. "Ετσι πέρασαν πολλά χρόνια κι’ ή Τιτίκα μεγά­ λωνε. ΜΑΡΙΟΣ

11 ΕΡΙιΠΟΥ

εννιά χρόνια μετά από τά γε­ γονότα πού διηγηθήκαμε στο ίδιο εκείνο παλιόσπι­ το, τό^ρημάδι τού Κόρακα, κάθονταν άλλοι άνθρωποι.: Πρώτα - πρώτα μιά οικογένεια πού την αποτελού­ σαν ό πατέρας, όνόμασι Ίονδρέτης, ή γυναίκα του, οί δυο κόρες τους καί τό μικρό έντεκάχρονο αγόρι τους πού τόλεγαν Γαβριά. 7Ηταν ένα πανέξυπνο αγόρι γεμάτο ζωή, πού τά μάτια, του πετούσαν πραγματικές σπίθες. Έκτος.,από την οικογένεια τού Ίονδρέτη έμενε καί μιά γριά - στη θέσι τής άλλη πούχε πεθάνει - κΓ έ­ νας φτωχός νέος πού τον έλεγαν Μάριο καί πού τό δωμάτιό του βρισκόταν πλάϊ σ5 εκείνο τής τετραμε­ λού ς οικογένειας. Πρέπει όμως νά πούμε πώς ό Μάριος βρέθηκε σ’ αυτό τό άθλιο περιβάλλον, φεύγοντας από κοντά από τον πάμπλουτο παποΰ του, κύριον Ζιλνορμάν. Ό Ζιλνορμάν ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων. Περπατούσε ίσιος σάν λαμπάδα καί εΐχε καί τά τριανταδύο του δόντια. Δέν φορούσε γυαλιά παρά μό νο όταν ήθελε νά διαβάση. Θύμωνε τακτικά κΓ ήταν πολύ παράξενος, ασφαλώς λόγω τής ηλικίας του. Χα­ στούκιζε τούς υπηρέτες καί τούς έβριζε. Αάτρευε τη βασιλική δυναστεία τών Βουρβώνων καί μισούσε τό 1789, πού έφερε στήν Αρχή τον Βοναπάρτη. Άπ’

74


την πρώτη^ γυναίκα του είχε αποκτήσει δυο κόρες, πού η μια έμεινε ανύπαντρη κΓ ή άλλη πέθανε. Αυτή ή δεύτερη εΐχε προλάβει να παντρευτή μέ κάποιον στρατιωτικόν πού έγινε συνταγματάρχης στο Βατερ­ λό. Γιά τον γέρο - Ζιλνορμόον αυτός αποτελούσε το «αίσχος τής οικογένειας». Ό Μάριος λοιπόν, ό έγγονός του, ήταν γυιός αυ­ τού τού... «αίσχους», πού ονομαζόταν Ζώρζ Πονμερσύ. Ό παπούς αποκαλούσε τον μικρό συνεχώς «Α­ χρείο» και «γελοίο», αλλά τον λάτρευε σαν είδωλο. Στο Βατερλώ ό Πονμερσύ εΐχε κυριεύσει τη ση­ μαία τού Λούνεμπουργκ κι5 εΐχε έρθει και την είχε ρίξει στά πόδια τού αύτσκράτορα. Ήταν γεμάτος αϊματα. Ό Βοναπάρτης τού φώναξ, ευχαριστημένος: «Είσαι Συνταγματάρχης βαρώνος καί Αξιωματικός τής Λεγεώνας τής Τιμής». Ό Πονμερσύ εΐχε απαντή­ σει: «Σάς ευχαριστώ έκ μέρους τής χήρας μου, Μεγαλειότατε!» Κι* έπειτα από μισή ώρα έπεσε στο Όχάϊν. Τώρα τί ήταν; Μέ τη μικρή του συνταξι νοίκιασε τό μικρότερο σπιτάκι πού μπόρεσε νά βρή στο Βερνόν. Τό 1815 ή γυναίκα του - πρώην δεσποινίς Ζιλνορμάν - πέθανε άφιήνοντάς του ένα άγοράκι. Ό Πονμερσύ τόχε γιά χαρά τής ζωής του Αλλά ό πλούσιος παπούς τού τό ζήτησε Εκβιαστικά, δηλώνοντας δτι άλλοιώς θά τό α­ ποκλήρωνε. Γιά τό συμφέρον τού παιδιού ό πατέρας ύπέκυψε. Ό Μάριος λοιπόν έμαθε πώς είχε έναν πατέρα, Αλ­ λά τίποτ’ άλλο. Καί μόνο κάθε τρεις μήνες ερχόταν κρυφά στο Παρίσι ό συνταγματάρχης στο ναό τού Ά­ γιου Σουλπικίου, την ώρα πού ή θειά - Ζιλνορμάν έ­ φερνε τον μικρό στη Λειτουργία, καί τον κυττούσε α­ κίνητος, κρυμμένος πίσω από μιά κολώνσ. Πέθανε τό 1827. Ό Μάριος δεν τον πρόλαβε ζωντανό όταν πήγε στο Βερνόν. Ή διαθήκη τού πατέρα του ήταν μόνο αυτό τό μι­ κρό γράμμα: «Στον γυιό· μου: Τού ανήκει ό τίτλος τού βαρώνου πού μου άπένειμε ό αύτοκράτορας αυτοπροσώπως, στη μάχη τού Βατερλώ, καί πού τον πλήρωσα μέ τό αΤμα μου. Φυσικά Θάναι πάντα άξιός του». Πίσω άπό τό χαρτί γράφονταν αυτά: «Στην ίδια μάχη μού έσωσε τη ζωή ένας λοχίας,

75


που λέγεται Θερναδιέρος. Νομίζω ότι τον τελευταίο καιρό είχε ένα μικρό πανδοχείο στο Σέλ η στο Μονφερμέϊγ. "Αν τον συνάντηση ό γυιός μου ποτέ θά κάνη γι’ αυτόν 6,τι καλό μπόρεση». Χωρίς ν’ άγαπάη τον πατέρα του ό Μάριος φύλαξ’ έκεΐνο τό χαρτί, πιο πολύ από τον σεβασμό πού κυ­ ριαρχεί στην καρδιά του ανθρώπου γιά τον θάνατο. Σέ δυο μέρες εΐχε ξαναγυρίσει στο Παρίσι κι’ απ’ όλη αυτή την ιστορία τοΰ άπόμεινε μόνο ένα κομμα­ τάκι μαύρο πανί στο καπέλλο του. Μιά Κυριακή όμως έτυχε νά καθήση σ’ ένα στασίδι πού δεν πρόσεξε πώς έγραφε επάνω ένα ξένο όνομα: «Κύριος Μαμπέφ». Ό ιδιοκτήτης του τον παρακάλεσε νά τραβηχτή καί φυσικά ό Μάριος συμμορφώθηκε. Με­ τά τό τέλος τής Λειτουργίας όμως, ό γέρος τον πλη­ σίασε λέγοντας: — Συγχωρήστε με πού σάς ένόχλησα... — Δεν υπάρχει λόγος, κύριε... — Κι’ όμως, δεν θέλω νά σχηματίσετε κακή ιδέα γιά μένα, έπέμεινε ό άλλος. Έχω αδυναμία σ’ αυτή τή θέσι. Έπί δέκα χρόνια, κάθε τρεις μήνες έβλεπα νάρχεται ένας πολύ καλός πατέρας καί νά κλαίη μο­ νάχος του κυττόιζοντας τό παιδί του... Δέν είχε άλλον τρόπο νά τό κάνη, γιατί τον απειλούσαν πώς, αν τόβλεπε φανερά, θά αποκλήρωναν τόν μικρό. Θυσιάστη­ κε γιά νάναι μιά μέρα ό γυιός του ευτυχισμένος καί πλούσιος... Καί νά σκεφθής πώς τούς χώρισαν γιά διαφορές πολιτικών φρονημάτων μέ τόν πεθερό του.·. Δέν χοορίζουν έναν πατέρα από τό παιδί του^γι’ αυ­ τό... ’Ηταν θαρρώ αξιωματικός τού Βοναπάρτη κι’ άν δέν γελιέμαι τόν έλεγαν Πονμερσύ... Είχε μιά ου­ λή από κάποια τρομερή σπαθιά... ^ — Ό άνθρωπος αυτός ήταν πατέρας μου, κύριε, είπε ό Μάριος χλωμιάζοντας. -— ΤΩ!... Σείς λοιπόν εϊσαστε τό παιδί... Μπορεί­ τε νά λέτε πώς είχατε έναν πάρα πολύ καλό πατέρα.. Ό Μάριος συνοόδευσε τόν κύριο Μαμπέφ - πού ή­ ταν αδελφός τού άίββά τού Βερνόν, στο σπίτι του. Με­ τά απ’ αυτό άρχισε νά φεύγη απ’ τό σπίτι τού παποΰ του μέ διάφορες προφάσεις, κι’ εκείνος τόν άφηνε εύχαοίστως, πιστεύοντας πώς^ γλεντούσε. Μά ό Μάριος είχε κλειστή στή Βιβλιοθήκη τού Πα­ ρισιού καί διάβασε δεκάδες τόμους, γιά νά βρή λε-


τττο|ΐέρεια σχετική μέ την ^αυτοκρατορία, την 'Αγία ,Ελένη, τη Μεγάλη Στρατιά. Τις μέρες εκείνες λάτρευε τον πατέρα του. Ταυτό­ χρονα γινόταν στις ιδέες του μια μεταβολή καταπλη­ κτική. Έβλεπε πώς ώς τώρα δεν εΤχε^ καταλάβει τή Γαλλία του, όπως δεν είχε καταλάβει, τον πατέρα του. Κανέναν από τούς δυό τους δεν είχε γνωρίσει. ΤΗταν γεμάτος μεταμέλειες καί τύψεις. Απελπισμένος σκε­ πτόταν πώς όλ’ αυτά, πού τώρα ένοιωθε δεν μπορού­ σε νά τά πή παρά μόνο σ’ έναν τάφο, πού δεν θά τον άκουγε. Άπ’ τά μικρά του χρόνια τον διαπότισαν μέ κρί­ σεις εναντίον του Βοναπάρτη, γιατί δλα τά συμφέ­ ροντα καί οί τάσεις τής έποχής, ήθελαν νά τον πα­ ραμορφώσουν. Τον είχαν καταντήσει σχεδόν ένα μυθικό τέρας. Μά, όταν διάβασε δλα τά έτη σήμα στοιχεία, ό σκοτεινός πέπλος πούχαν ρίξει πάνω από τον γίγαντα ξεσχίσθηκε. Μιά νύχτα διάβαζε μέ τό φως τού κεριοΟ. Κάθε λογής φαντασιώσεις τού έρχονταν από το χάος κΓ ανακατευόταν μέ τις σκέψεις του. Τί οράματα πα­ ρουσιάζει ή νύχτα! Άκους πνιχτούς θορύβους, χωρίς νά μπορής νά πήε από πού έρχονται. Αισθάνεσαι κάτι σάν φουσκωθαλασσιά νά ογκώ­ νεται μέσα σου καί νά σέ πνίγη. Έτσι τινάχτηκε ολόρθος μιά στιγμή ό Μάριος καί φώναξε: — Ζήτω ό αύτοκράτορας! Άπό τή στιγμή εκείνη είχε αλλάξει ^πιά τελείως. Χωρίς νά ρωτήση κανέναν, πήγε καί σ* ένα τυπογρα­ φείο καί παράγγειλε κάρτες μέ τό καινούργιο - τό αληθινό του - όνομα: Βαρώνος Μάριος Πο^νμερσύ Δεν είπε τίποτ’ άπ’ 6λ3 αυτά στον παπου του, για­ τί δεν ήθελε νά τον στενοχωρήση, άλλα μιά μέρα δέν άπέφυγε τό μοιραίο κΓ ό γέρος άνακάλυψε τις κάρτες. — Μπρε! Μουγινες καί βαρώνος λοιπόν! Τί θά πή αυτό; — Πώς είμαι γυιός τού πατέρα μου, άπάντησε άπλά ό νέος. η


—· Πατέρας σου εΐμ’ εγώ!, φώναξε ό κύριος 7\ νόρμαν. — Πατέρας μου ξαναττε ό Μάριος, ήταν ένας τ πεινάς άνθρωπος πού γίνηκε_μεγάλος στην πιο με­ γάλη μάχη τής Ιστορίας, -άπλωσε δε για εϊκοσ χρόνια τις μέρες κάτω άπό τά βόλια και τ'ις οβίδες και τις νύχτες κάτω άπό τη βροχή και τό χιόνι. Δέ­ χτηκε είκοσι τραύματα στο πεδίο τής Τιμής και πέθανε λησμονημένος απ’ δλους. Έκανε μόνο δυο σφάλ­ ματα, ν’ άγαπήση δυο αχάριστους: Την πατρίδα του κι* εμένα,. — Βρωμόπαιδο!, έσκουξε ό γέρος, πού αφήνιασα Λεν ξέρω τίποτα κΓ ούτε θέλω να μάθω γιά τον ττσ τέρα σου! Τό μόνο πού ξέρω,είναι πώς ήταν ολσ τους ζητιάνοι και κακούργοι καί κλέφτες! *Ηταν λη­ στές αυτοί πού υπηρέτησαν τον Ροβεσπιέρο! Συμ­ μορίτες αυτοί πού πήγαν μέ τον Βο-να-πάρ-τη! "Ο λοι πρόδωσαν τον νόμιμο βασιλέα τους! "Αν ό πατέ­ ρας σας, κύριε Βαρώνε, βρίσκεται άνάμεσά τους, τό­ σο τό χειρότερο. Ό Μάριος άκουγε τον παπού του γεμάτος Ιερή φρί­ κη. "Ηθελε νά τον βρίση χυδαιότατα άλλα δέν τον άφηναν τ3 άσπρα μαλλιά του. Γι’ αυτό φώναξε στο τέλος: — Κάτω οί Βουρβώνοι κΓ αυτό τό παλιογούρουνο ό Λουδοβίκος 18ος! Αυτός ό τελευταίος ήταν πεθαμένος άπό τέσσερα χρόνια, άλλα δέν του καιγόταν καρφί. — "Ένας βαρώνος κΓ ένας άοπλός άστός, δέν μπο­ ρούν νό μένουν κάτω άπό τήν ίδια στέγη!, είπε ψυ­ χρά ό πσπούς. Φύγε άπό δω! ΚΓ ό Μάριος έφυγε. Ό γέρος επιφόρτισε τήν κόρη του νά τού στέλνη εξήντα είκοσόφραγκα κάθε εξάμηνο καί νά μην του ξαναμιλήσουν ποτέ γι’ αυτόν. Ό Μάριος δέν δέχτηκε δμως αυτά τά χρήματα καί γι’ αυτό ξέπεσε οικονο­ μικά καί βρέθηκε στο ρημάδι τού Κόρακα, σ’ εκείνο τό άθλιο δωμάτιο. * Ωστόσο είχε τήν υπομονή καί την επιμονή νά καταφέρη νά σπουδάση κι’ έγινε δικηγόρος.


' "^ΥΡΙΟν ΛΕΥΚΟΣ ί<1’ Η ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΜΑΥί4Η σ ΑΥΤΟ τό διάστημα 6 Μάριος απέκτησε κ;αι έναν καινούργιο καλό φίλο - μετά τον ηλικιωμένο κύριο Μπαμπέφ - σχεδόν συνομήλικό του Κουρφεράκ. „ Και ήταν περισσότερο άπό ένας χρόνος τώρα, που σύχναζε διαβάζοντας σε κάποια ερημική δεντροστοι­ χία του Λουξεμβούργου και είχε παρατηρήσει έναν άντρα κι5 ένα μικρό κορίτσι, που σχεδόν κάθονταν, πΛάϊ - πλάϊ στο ίδιο παγκάκι. Ό άντρας θάταν πάνω - κάτω εξήντα χρόνων μέ κάτασπρα μαλλιά, μελαγχολικός και σοβαρός, ρω­ μαλέος. Ή κόρη - πού ό Μάριος την έβρισκε κάπως χατσουψα - φορούσε πάντα μαύρο φόρεμα. ./ Αυτό έκανε τον Κουρφεράκ, πού τούς είδε μερικές φορές και πού τού άρεσαν τά παρατσούκλια, νά βγάλη τον άντρα «κύριο Λευκό» και τό κορίτσι, «δεσποι­ νίς Μαύρη». Μια μέρα όμως τό παράξενο ζευγάρι, πού έμοιαζε για πατέρας καί κόρη, έπαψε νά εμφανίζεται στο δά­ σος τού Λουξεμβούργου. Ό Μάριος δεν κατάλαβε για­ τί είχε γίνει αυτό, ,άλλά τούς ξανάδε απροσδόκητα με­ τά έξη μήνες. Τότε τρόραξε ν’ άναγνωρί'ση την κοπέλλα, που στην αρχή τήν πέρασε γιά άλλη. Είχε ψηλώσει, είχε γεμίσει καί μέ μιά κουβέντα εί­ χε μεγαλώσει κι* εΐχε γίνει μιά ώμορφη δεσποινίς, ντυμένη πολύ πιο πρόσχαρα παρά ποτέ. - /Από τότε άρχισε πάλι νά τήν ξαναβλέπη ταχτικά. Τά μάτια των δυό νέων συναντήθηκαν δυο - τρεις φορές. Είναι σχεδόν αδύνατο νά μή γεννηθή κάτι άπό τέ­ τοια βλέμματα. Ό Μάριος, σάν γύρισε στην κάμαρά του τό βρά­ δι, σκάφθηκε πώς ήταν άπρεπο νά κάνη βόλτες στο Λουξεμβούργο μέ μιά τέτοια άθλια περιβολή καί τήν άλλη μέρα φόρεσε τό π ιό καλό του κοστούμι. ■ - Ό Κουρφεράκ, πού τον είδε έτσι στον δρόμο, δέν ιού μίλησε, μόνο γυρίζοντας σπίτι του, εΐπε ατούς φίλους του: — Συνάντησα τό καλό καπέλλο καί τό καλό κο­ στούμι τού Μάριου καί τον Υδιο μέσα. Χωρίς άλλο, πήγαινε νά δώση εξετάσεις, γιατί είχε ύψος ήλιβίου! Συναντήθηκαν κι* άλλες φορές τά βλέμματά τους

79


κΓ ή κ απέλλα τον κυτταξε τόσο^ έπί^μονα και γλυκά κάποια μέρα, πού στην ψυχή τοΰ Μάριου έγινε μια τρομερή άναστάτωσι. Δεν έκανε πια τίποτα, χωρίς νά έχη στο νου του τήν όμορφη κόρη του πάρκου. -Ήταν τρελλά έρωτευμένος. ^ Φαίνεται όμως^πώς ό κύριος Λευκός είχε προσέξει τό ένδιοοφέρσν του Μάριου, γιατί ξαφνικά άρχισε νάρχεται καί μόνος του μερικές φορές. Καθόταν στο ϊδιο παγκάκι και τον παρατηρούσε κάτω από τά χαμη­ λωμένα του μάτια. Τότε ό νέος έφευγε γρηγορότερα καί τό βλέμμα του γέρου σκοτείνιαζε. Κάποτε στο παγκάκι του ζευγαριού ό Μάριος βρή­ κε ένα ξεχασμένο μικρό μαντηλάκι πού εΐχε κεντημέ­ να τά άρχικά «Ο. Θ.» Φαντάσθηκε πώς θάταν δικό της. Τό γέμισε φιλιά καί τόκρυψε μέ λαχτάρα στο στήθος του, στό μέρος τής καρδιάς του κι’ έψαξε πολύ, προσπαθώντας νά μαντεύση από τά άρχικά τ’ όνομά της. Μετά άπό πολ­ λές συσκέψεις μέ τον έαυτό του, αποφάσισε πώς τό «Ο» σήμαινε Όρσαλία. Τό «Θ» παρέμενε ένα μυστή­ ριο. Μια μέρα ωστόσο δέν ξανάδε στό γνωστό παγκάκι τον γέρο καί τήν Όρσαλία του. Ούτε τήν άλλη, ούτε τήν άλλη. Πέρασαν μήνες καί δέν τούς ξανάδε. Πήγαινε νά τρελλαθή καί σκεπτόταν πώς δέν θά ξα~ νασυναντοΰσε ποτέ τήν αγαπημένη του. ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ^Χ,ΕΙΜΩΝI ΑΤΙ'ΚΗ νύχτα κι5 ό Μάριος περ­ πατούσε στον δρόμο. Πήγαινε γιά φαΐ - γιατί είχε ξαναρχίση νά τρώη. Τό στομάχι υπήρξε ανέκαθεν ε­ χθρός τοΰ έρωτα. Ξαφνικά, άκουσε βιαστικά βήματα καί ομιλίες. Ή ομίχλη δέν τό άφηνε νά δή. Πλάκωσαν οι καρφωτή6ες!, έλεγε μια κοπέλλα. Παρά λίγο νά μέ μάγκωναν. Καί μιά δεύτερη: — Τούς είδα κι3 εγώ κι* έγινα καπνός! Πέρασαν τόσο κοντά του πού ή μιά σκούντηξε πά-


7Ηταν έκεΐνος.

νω του |ΐέ φόρα, αλλά δέν στάθηκαν.^ Χάθηκαν πάλ^ι στην ομίχλη και μόλις πρόλαβε νά δη πώς ήταν μια ψηλή κι* αδύνατη νέα και μιά κάπως κοντητερη, κι’ οι δυο ντυμένες στα κουρέλια. "Όταν έκανε νά ξεκινήση κι* αυτός είδε πώς μπρος στά πόδια του είχε πέσει κάποιος φάκελλος. "Εσκυψε και τον σήκωσε. Έτρεξε νά τον δώση πίσω σ’ εκείνες τις κοπέλλες άλλά είχαν έξαψανιστή. Ψάχνοντας του κάκου νά βρή διεύθυνση δταν έψθασε στο σπίτι του, κατάντησε νά διαβάση και τά τέσσερα γράμματα, πού του προξένησαν έκπληξη γιατί είχαν διάφορο περιεχόμενο, απευθύνονταν σέ διάφορα πρόσωπα πού είχαν δλα τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Τό άλλο πρωΐ στις έφτά περίπου, χτύπησαν στην πόρτα του. Νομίζοντας πώς θάταν ή γριά συγκάτοικός του φώΟ! ΑΘΛΙΟΙ

6


ναξε «εμπρός» άλλα σαν άνοιξε ή πόρτα, μπήκε Ινα κορίτσι ψηλό κΓ αδύνατο, πού φορούσε μόνο ένα πουκαμισάκι και μια φούστα: — Μιέ συγχώρησε, κύριε, είπε. — Τι θέλετε δεσποινίς; — Έφερα ένα γράμμα για σας ,κύριε Μάριε. "Ανοιξε παραξενεμένος το γράμμα πού τούδωσε και διάβασε: «Αγαπητέ μου, νεαρέ γείτονα: Ή μεγάλη μου κόρη θά σάς έξηγήση πώς βρισκό­ μαστε δυο μέρες τώρα, χωρίς ένα κομμάτι ψωμί, ο­ λόκληρη ή τετραμελής αίκογένειά μας. Ή γυναίκα μου είναι βαρεία άρρωστη. "Αν δεν κάνω λάθος, φαν­ τάζομαι πως μπορώ νά ελπίζω πώς θά συγκινηθητε καί θά μου δώσετε ένα μικρό βοήθημα. Με την βαθύτερη υπόληψι πού πρέπει νά χρωστού­ με στούς ευεργέτες τής άνθρωπότητος, σάς άπευθύντο χίλια ευχαριστώ. ΙΟΝΤΡΕΤΗΣ ^ Υ. Γ. Ή κόρη μου θά περιμένη τις διαταγές σας». Μόλις τελείωσε την άνάγνωσι ό Μάριος, ήξερε κιό­ λας πώς αυτό τό γράμμα προερχόταν άπ’ το ίδιο μέ­ ρος πού προέρχοταν καί τ’ άλλα πού είχε βρή. -Πέντε γράμματα, πέντε διάφορες Ιστορίες, πέντε υ­ πογραφές κι* ένας πού τά υπέγραφε. Κατάλαβε χω­ ρίς δυσκολία ποιο ήταν τό έπάγγελμα τού γείτονά του Ίογτρέτη, άν λεγόταν κι* έτσι. Ή κοπέλλα πηγαινοερχόταν σάν στο σπίτι της ε­ κεί μέσα, σ’ αυτό τό διάστημα καί άποθαύμαζε δ,τι έβλεπε. — Μωρέ!, φώναξε. "Εχετε καί καθρέφτη! Σπου­ δαία! Δεν τής άποκρίθηκε τίποτα, μόνο την παρακολου­ θούσε μέ τό βλέμμα. Εκείνη σιγοτραγουδούσε ώσπου ξανάπε: —- Κοα βιβλία! -έρω κι* εγώ νά διαβάζω! Πήρε ένα βιβλίο πάνω από τό τραπέζι γιά νά τό απόδειξη κι* άρχισε: «Ό στρατηγός Μπωντουέν, πήρε διαταγή νά καταλάβη τό· κάστρο τού Ούνκωμόν, πού βρίσκεται στο κέντρο τού κάμπου τού Βατερλώ». — Το ξέρω^τό Βατερλώ^, δήλωσε μέ άλαζονία. 9Η­ ταν κι* ό πατέρας μου έκεΤ.

82

*


Παράτησε^ τό βιβλίο καί ξανάπε περήφανα: — Μπορώ καί νά γράψω, άν αγαπάτε! Δεν τό πιστεύετε; Κυττά)£τε. "Αρπαξε μιά πεννα, τή βούτηξε στο μελάνι, πήρε ένα άσπρο χαρτί άπ’ τό τραπέζι κι5 έγραψε: «Οί καρψωτήδες είναι απ’ έξω». Παράτησε και τό χαρτί καί ξανάπε χαμογελώντας: — Το ξέρετε πώς είστε νόστιμος, κύριε Μάριε; Δέ μέ^κοττάτε ποτέ, εγώ όμως σάς ξέρω. Σάς βλέπω κι' εδώ καί στο σπίτι τού κυρίου Μαμπέψ - έκεί δεν πάτε κάθε τόσο; Τό^ ξέρω. Τής είπε μέ^ψ^χρή ευγένεια: — Έχω κεΐ πέρα έναν ψάκελλο πού φαντάζομαι, πώς είναι δικός σας, δεσποινίς. Εκείνη χτύπησε τά χέρια χαρούμενα. — Για ψαντάσου!, φώναξε. Πάνω σας πέσαμε χτες βράδι; Καί ψάγαμε τόν^ κόσμο νά τά βρούμε μέ την αδελφή μου. Νά, νά: Τούτο τό γράμμα είναι γιά τον γέρο που πηγαίνει στη Λειτουργία! Πάω νά τού τό δώσω. Πάνω στην ώρα! "Ίσως μάς δώση τίποτα γιά κολατσιό... Ό Μάριος θυμήθηκε τον λόγο πού είχε έρθει εκείνο τό κορίτσι. Φούχτωσε δλη του την περιουσία μες στην τσέπη του. *Ηταν κάτι πεντάρες κι5 ένα πεντόφραγκο. Τής έδωσε τό πεντόφραγκο καί κράτησε τά ψιλά. Εκείνη σφύριξε μέ θαυμασμό. — Μωρ5 τί λές!, έκανε. Τώρα βαρυέμαι νά τρέχω στον άλλονε! Πάω στον γέρο μου! Καί βγήκε. ^ Αυτή ή κοπέίλλα, φάνηκε στον Μάριο σάν αγγελιο­ φόρος τού σκότους. Τού φανέρωσε μιά φριχτή πλευρά τής νύχτας. Θύμωσε μέ τον εαυτό του, πού δέν είχε προσέξει καθόλου τούς γείτονές του. Ο ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΥΡΙΟΣ

Τ

ΥΧΑΙΑ ανακάλυψε μιά χαραμάδα πάνω από ένα κομό, στον σαραβαλιασμένο τοίχο τού άθλιου σπιτιού, άπ5 όπου θά μπορούσε ίσως νά βή μές στο §ιπλρνο διαμέρισμα. Σκαρφάλωσε χωρίς δισταγμό


καί κόλλησε τό μάτι του στη σχισμή. Είδε ένα σκοτεινό και βρώμικο δωμάτιο. "Ένα κου­ τσό τραπέζι, ένα ψάθινο κάθισμα και δυο πανάθλια κρεββάτια, ήταν^ τά κύρια έπιπλά του. Στη μια γωνιά υπήρχε ένας ολόκληρος σωρός από παλιοπάπουτσα καί κουρέλια^καΐ σττ)ν άλλη ενα τζά­ κι. Σ’ αυτό μπορούσες νά δής ό,τιδηποτε.Ένα μαγ­ κάλι, μιά παλιοκατσαρόλα, σανίδες σπασμένες, ένα άδειο κλουβί πουλιού, κρεμασμένο σε καρφιά, κουρέ­ λια καί στο τέλος πραγματική φωτιά. Σ’ έναν τοΐχο ήταν ακουμπισμένο, ανάποδα όμως, κάτι ^πού έμοιαζε μέ κάδρο. Σ" ένα τραπέζι καθόταν ένας άντρας κοντός, αδύ­ νατος, χλωμός, σκυθρωπός μέ πονηρό πρόσωπο - άποκρουστικά πονηρό - σχεδόν εξηντάρης. "Ασφαλώς θάγραφε κανένα γράμμα σάν έκεΐνα που είχε διαβά­ σει ό Μάριος. Φορούσε ένα γυναικείο πουκάμισο, λασπωμένο παν­ τελόνι καί μπότες άπ" όπου έβγαιναν τά δάχτυλά του. -— Ούτε στο θάνατο δεν υπάρχει ισότητα!, γρύλλισε καθώς έγραφε. Κείνους πούχουν λεφτά, τούς πη­ γαίνουν από τη λεωφόρο μέ τις ακακίες. Τούς φουκα­ ράδες, άπό κείνον τον φριχτό λασπόδρομο, πού γιά νά τούς χώσουν στη γή, πρέπει νά βουτηχτοϋν σ" αυ­ τή ώς τά γόνατα κι" έκεΐνοι πού τούς συνοδεύουν... Μουρχεται νά φάω τον κόσμο! Μιά χ^οντρή γυναίκα, πού μπορούσε νάταν σαράν­ τα χρόνων ή εκατό, πού δεν φορούσε παρά ένα που­ κάμισο καί μιά φούστα κι" αυτιτ ήταν στριμωγμένη καί ζαρωμένη κοντά στο τζάκι. Σ" ένα άπό τά κρεβ­ βάτια, ένα κιτρινιάρικο κορίτσι πιθανόν ή μικρή άδελφη εκείνης πού είχε έρθει στο δωμάτιό του. Την ώρα πού μέ βαρειά καρδιά ετοιμαζόταν νά κατεβη άπό τό πρόχειρο παρατηρητήριό του, ή πόρτα τής τρώγλης άνοιξε καί φύθηκε μέσα ή μεγάλη αδελφή ψωνάζοντας θρ ια μβευτ ικα: — Έφτασε! — Ποιος, μωρή; ρώτησε ό πατέρας. — Ό φιλάνθρωπος κύριος! Τό πρόσωπό του φωτίστηκε. — "Αλήθεια έρχεται — Μάλιστα: Μέ άμάξι! — Θάναι κανένας Ρότσιλδ, φώναξε ό άντρας καί σηκώθηκε. Κι" άν έρχεται μ" άμάξι, πώς έφτασες σμ


ϊτριν άπ* αυτόν; Και πώς έρχεται; Τούβωσες τή διεύΘυνσί μας; Διάβασε τό γράμμα μου; Τι σοΰπε; — Τρρρρρτ!, έκανε ή κοπέλλα. Μέ φλόμωσες στις ερωτήσεις! Τό λοιπόν αυτός ήταν στην έκκλησία κι* εγώ πήγα καί τον βρήκα στη γωνιά του. Ύποκλί&ηκα μια στά κονίσματα καί μιά'σέ δαύτον. Τούδωσα τό γράμμα. Τό διάβασε. Ζήτησε τή διεύθυνσι κι* είπε πώς, όταν τελείωνε, θα πάρη μια άμαξα και θάρθη, μέ όλο που παραξενεύτηκε καί δίστασε, σάν έμαθε ποιο ήταν τό σπίτι μας. Στο φινάλε όμως σήκωσε τούς ώμους καί γρύλλισε: «Δέ βαρυέσαι! Θά πάω...» — Γυναίκα, ερχεται ό φιλάνθρωπος!, φώναξε ό Ίοντρέτης. Σβήσε τή φωτιά! Έσύ μωρή, ξεπάτωσε τήν καρέκλαν Έσύ ή άλλη: παράτα το κρεββάτι, άχαΐρευττ^. Κάνε^ κάτι. Σπάσε ένα τζάμι... — Κάνει κρύο... — Μπράβο. Τόσο τό καλύτερο! "Ελα! Δεν άκούς; ^Ηταν τόσο άγριος πού τό παιδί τρόμαξε. Γύρισε ■κι* έδωσε μια γροθιά στο παράθυρο. Τό χέρι της γέ­ μισε αίματα. "Εβαλε τά κλάματα. Ή μάνα της τρό­ μαξε. — Σώπασε, χρυσό μου! - έτρεξε κοντά της. Σώπα δεν είναι τίποτα... Είδες τί έκανες κύριε; — "Οχι να μή σωπάση!, στρίγγλισε ό Ίοντρέτης. Κλαίγε μωρή! Κλαίγε - πιο δυνατά - έτσι! — Τρελλάθηκες; φώναξε ή Ίοντρέταινα. — Σιωπή!, έσκουξε κείνος. Καταργώ τήν έλευθεροτυπία. -έσχισε μιά λουρίδα από τό γυναικείο πουκάμισό του κι* έδεσε τήν πληγή τής κόρης του> μόνο δυο στροφές, γιά νά φαίνωνται τά αίματα. Στο μεταξύ, έκτελέστηκαν καί οί άλλες διαταγές του. Στην ώρα χτύπησε ή πόρτα. — Κοπιάστε, σεβαστέ μου ευεργέτη!, φώναξε ό άντρας. Μπήκαν ένας ηλικιωμένος άντρας καί ιιιά κοπέλλα. Ό Μάριος μαρμάρωσε. Ή νέα ήταν Εκείνη! Οί χτύποι τής καρδιάς του του θόλωσαν τά μάτια. Παραλίγο νά φωνάξη. Κι5 ό άντρας πού τή συνώδευε, ήτοον σάν πάντα ό κύριος Λευκός. Προχώρησε κι* άφησε πάνω στο τρα­ πέζι ένα δέμα. — Θά βρήτε εδώ μέσα, είπε ήσυχα, καινούργια φορέματα, κάλτσες καί σκεπάσματα.


— 'ό ευεργέτης άγγελός μας, μάς σκλαβώνει!, είπε ό Ίοντρέτης μ' ύπόκλισι ως τη γή· ^ Βρήκε ευκαιρία όμως να μουρμουρίση στ* αυτί τής κόρης του: — Φορέματα! Π αράδες μηδέν! "Ολοι οί φιλάνθρω­ ποι, μια φάρα! Αλήθεια, πώς μέ λέγαν στο γράμμα που του στείλαμε; — Μπούρμπουλα. — Μάλιστα. Ναί. Καλά τό θυμήθηκες... Καλλι­ τέχνης του θεάτρου! — Βλέπω πώς δυστυχείτε, είπ’ εκείνη την ώρα ό κύριος Λευκός, κύριε... — Μπούρμπουλας - δραματικός καλλιτέχνης!, τον έκοψε ό Ίοντρέτης. Μαθητής του μεγάλου Ταλμάς, ευεργέτη μου. Καί τώρα... Ούτε ψωμί ούτε φωτιά. Μια βουλιαγμένη καρέκλα, ένα σπασμένο τζάμι, μια σβηστή φωτιά κι* ή παγωνιά κι* ή γυναίκα μου κατά­ κοιτη! — Την καημένη! — ’Αμέ τό παιδί μου; Πληγωμένο, δέτε! Ή μικρή εΐχε ξεχαστή νά άποθαυμάζη τη «δεσποι­ νίδα». Ό πατέρας της τή σκούντηξε κρυφά καί τής σφύριξε: — Κλαΐγε μωρή στο διάολο! Πάτησε τά τσιριχτά. Ή Αξιολάτρευτη κοπέλλα πού ό Μάριος τής είχε δώσει τό όνομα Όρσαλία, ζύγωσε κοντά της μουρμου­ ρίζοντας: — "Αμοιρη μικρή! — Κυττάξτε! Κυττάξτε τήν πληγή της!, φώναξε ό Ίοντρέτης. "Ισως χρειαστή νά τής κόψουνε όλόκληρο τό χέρι άπό τον Αγκώνα! — *Αλήθεια^ έκανε μέ φρίκη ό γέρο - κύριος. Ή μικρή πήρε τά λόγια του τοΐς μετρητοΐς καί σφάδαζε κυριολεκτικά στο κλάμα. — Ναι.·. Αλλοίμονο... δυστυχώς, ευεργέτη μας, εί­ πε ό πατέρας. Έδώ καί Αρκετή ώρα παρατηρούσε μέ μιά Αλλό­ κοτη έπιμονή τον ξένο. Μιά στιγμή βρήκε ευκαιρία νά ψιθυρίση στή γυναίκα του, όπως είχαν ζυγώσει τήν παγωμένη μικρή: — Για κύττα καλά αυτόν τόν άνθρωπο! Καί συνέχισε σπαρακτικά, μιλώντας στον κύριο Λευκό:


— Γιά δητε: ^Δέν εχω άλλο απ’ αυτό τδ ξεσχισμέ­ νο πουκάμισο της γυναίκας μου νά βάλω απάνω μου. Λεν μπορώ μήτε έξω νά βγω δίχως ρούχα. "Ενα σακκάκι μόνο νάχα, θά πήγαινα νά βρω τη δεσποινίδα Μάρς,^ στον Πύργο των Κυριών.γΝά ξέρατε πόσο μ’ αγαπάει ή καημένη! "Αν μπορούσε νά φανταστή την κατάντια μου, θά πάθαινε συγκοπή - πιο καλά πού δεν τήν γνωρίζει... Τή γυναίκα μου την ταράζει ή δύ­ σπνοια. Χρειάζεται περίθαλψι όπως κι* ή μικρή... Μέ­ να μου λές; Δεν υπάρχει τσακιστή δεκάρα. Δραμα­ τικός καλλιτέχνης!... Κατάντημα! Καί ξέρετε, χαρι­ τωμένη μου δεσποινίς, πώς κάθε φορά πού σάς βλέ­ πει ή κορούλα μου προσεύχεται γιά σάς! ’Ά, εγώ α­ νατρέφω τις κόρες μου μέ το Ευαγγέλιο. Αλλοίμονο τους άν κάνουν πτος το παρατάνε μιά στάλα. Δε χω­ ρατεύω τού λόγου μου! Εννοώ νά γίνουν τίμιες και νάχουν πίστι στο Θεό - πού νά πάρ’ ό διάολος - ναι! Έ λοιπόν, κύριέ μου, αύριο είναι 4 Φεβρουάριου. Άποφράς! Δέν θά πληρώσω το νοΐκι - ένα χρόνο χρωστάων έξήντα φράγκα - καί θά μάς πετάξουν στον δρόμο. Ό Μάριος ήξερε πώς τό δωμάτιό του το νοίκιαζε σαράντα φράγκα τό χρόνο. Ό κύριος Λευκός έβγαλε άιπ’ τήν τσέπη του πέντε φράγκα καί τ’ άκούμπησε στο τραπέζι. Ό Ίοντρέτης σφύριξε στ3 αυτί της κόρης του: — Τον παλιάτσο! Τί θέλει νά κάνω μέ πέντε ψω­ ράφραγκα; Ούτε τήν καρέκλα καί τό τζάμι δέν μου φτάνουν νά πληρώσω! Ωστόσο ό κύριος Λευκός είχε βγάλει τό σκούρο παλτό του καί τδχε άφησει στή ράχι τής καρέκλας. — Θά ξανάρθω απόψε ^στίς έξη νά σάς φέρω τά χρήματα πού χρωστάτε είπε. — Χρυσέ μου ευεργέτη!, φοόναξε ό Ίοντρέτης καί γρύλλισε στή γυναίκα του: — Τον κύτταξες, μωρή; Ό ξένος πήρε τήν ώμορψη νέα απ’ τό μπράτσο νά φύγουν. — Στις έξη, ξανάπε. — -εχάσατε τό παλτό σας, κύριε. Ό Ίοντρέτης απείλησε νά τήν κάνη στάχτη μέ μιά ματιά. — Δέν τό ξέχασα, τό άφησα, είπε ό κύριος Λευ­ κός.


*0 Μάριός πέτάχτήκε άττ' τή θέσι τ6υ κι1 ετρεςε στον δρόμο άλλα δεν πρόλαβε τταρά νά δή την άμαξα που χανόταν στη γωνία του δρόμου. "Οταν γύρισε συναντήθηκε με τή μεγάλη κόρη του Ί οντρέτη και μες στην απελπισία του της ζήτησε νά μάθη τή διεύθυνσι τής «δεσποινίδας». Δεν τήν ήξερε, μά ύποσχέθηκε νά τήν_ μάθαινε προς χάριν του. -αναγύρισε υστέρα στο δωμάτιό του και πήγε νά πέση στο κρεββάτι του, αλλά τον έκανε νά τιναχτή μιά θυμωμένη φωνή πού ακούστηκε από το πλαϊνό δωμάτιο^: — Ομαι βέβαιος σου λέω, πώς τον γνώρισα! Πετάχτηκε πάλι επάνω στο παρατηρητήριό του. ΠΩΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΑΝ ΤΑ 5 ΦΡΑΓΚΑ ΙΟΝΤΡΕΤΗΣ ρώτησε τή γυναίκα του: -— Έσύ δεν το πρόσεξες; — "Οχι. ■— Καί στοπα δυο φορές χριστιανή μου! «Κύττα τον»! Μπορεί νά πέρασαν χρόνια, μπορεί νάναι πιο καλοντυμένος τώρα. "Ομως είναι ό ϊδιος! Γύρισε στις κόρες του. — Σπάστε σεις!, διέταξε. Νά ξανάρθετε ακριβώς στις πέντε. "Οταν έμειναν μόνοι ξανάπε θριαμβευτικά: — Θές νά σοΰ πώ κάτι άλλο; Ή δεσποινίδα... Μέ νοιώθεις; — Τι; ρώτησε σχεδόν μέ τρόμο ή Ίοντρέταινα. — Μαλί στα. Είναι αυτή! Μΐσος, λύσσα, οργή, πέρασαν ανακατωμένα από τά μάτια τής μέγαιρας πού σπίθισαν. — Αέν γίνεται ποτέ αυτό!, έσκουξε. Τά κορίτσια μου νάναι ξυπόλητα καί γδυτά κΓ αυτή νά ψοράη και βελούδινο καπέλλο! Σάν πριγκηπέσσα! Λάθος κά­ νεις! Πρώτο πού έκείνη ήταν συχαμένη κι5 αυτή εδώ είναι... καλούτσικη άς πουυε. — Είναι αυτή, είπε ό τοντρέτης επίσημα. 9Ηταν τόσο σίγουρος πού ή γυναίκα του βόγγηξε απαίσια: — Αυτή ή μορφονιά, έκείν* ή παλιοζητιάνα! *Ω, πώς θ'άθελα νά τήν ξεκοίλιαζα! — Σώπα, κάναμε τήν τύχη μας, είπε ό Ίοντρέ··


της. Βαρέθηκα τή φτώχεια. ^Σώνουν τά χωρατά - σκά­ σαμε από δαύτα! "Από δώ και πέρα θα φοράω κι* εγώ στραβό το σκούφο. Ύπνος, καθησιό και φαγο­ πότι ! Ή δουλειά είναι τελειωμένη γυναίκα. Είδες πώς του την έφερα μέ τά εξήντα φράγκα; Θάρθη στις έξη. Λοιπόν είναι ή ώρα πού ό γείτονας πάει γιά φαί κι* ή γριά πλένει πιάτα στην πόλι. Στο σπίτι δέν θά υ­ πάρχει κανένας, παρεχτός από τούς άνθρώπους μου... Θά τον ξετινάξουμε! Φόρεσε τό παλτό. — Μπαίνει κι* άλλος μέσα, γκρίνιασε. δέ βαρυέσαι. Καλά έκανε και μοϋ τό άφησε ό κανάγιας. Μέ την παγωνιά πού κάνει δέν θά τολμούσα νά βγω έξω άλλοιώς! Κύττα σύ: Νά ψωνίσης κάρβουνα γιά τό μαγ­ κάλι. — Κάρβουνα; — Ναί, κάρβουνα. — Μέ τά υπόλοιπα θά αγοράσω κάτι νά φάμε. — Νά λείπη τό φα'ί σήμερα, την έκοψε ό Ίοντρέτης. "Έχουμε μεγάλες δουλειές. Θέλω ν’ αγοράσω κά­ τι άλλο. ^Ξέρεις κανένα σιδεράδικο στη γειτονιά; — Τού Μουφτάρ. — Καλά λές, εΐπε ό άντρας και βγήκε τυλίγοντας καλά γύρο: του τό^παλτό. Τό ρολόϊ χτυπούσε μία. Ό Μάριος είχε άπομείνει κατάχλωμος στη θέσι του και όταν ακούσε τά βήματα τού Ίοντρέτη, σάν νά ξύπνησε. Πήδηξε κάτω απ’ τό παρατηρητήριό του, προσέχοντας νά μην κάνη θόρυβο. — Πρέπει νά έμποδίσω αυτούς τούς παλιανθρώ­ πους!, μουρμούρισε. Ντύθηκε γιά τό δρόμο και πήγε στην οδό Ποντουάζ στην αστυνομία. Ζήτησε τον αστυνόμο καί τον οδήγησαν στον Ια­ βέρη. Τού είπε τά καθέκαστα. Εκείνος τον συμβούλεψε νά γυρίση στο δωμάτιό του καί νά κρυφτή σ' αυτό. Τούδωσε καί δυο πιστό­ λια, γιά νά τραβήξη στον αέρα δταν οί Ίοντρέτοι θά ρίχνονταν στον κύριο Λευκό γιά νά τούς πιάσουν στα πράσα. Οι αστυνομικοί θάταν κρυμμένοι απ' έξω καί θά όρμούσαν αμέσως μέσα. "Έκανε όπως τού είπαν. Ήταν χαρούμενος πού τού δινόταν ή ευκαιρία νά κάνη κάτι μεγάλο γιά^τήν α­ γαπημένη του, όσο κι* άν ανησυχούσε γι* αυτήν.


Ανέβηκε στο παρατηρητήριό του και κύτταξε δί­ πλα. Είδε τον Ίοντρέτη ν5 άνοίγη το συρτάρι τού τρα­ πέζιου και νά παίρνη από μέσα ένα μαχαίρι. Είχε τόσο Αποτρόπαια έκφραση που ό νέος Ασυναίσθητα Ανασήκωσε τον κόκκορα του μικρού πιστολιού. Τότε πρόσεξε πώς οι δυο καρέκλες του δικού του δωματίου βρίσκονταν άντικρυστά ή μιά στην άλλη, στην τρώγλη τοΟ γείτονα του. και πώς σε μιά Απ’ αυτές πήγε κι.’ ό ίδιος καί κάθησ’ έκείνη την ώρα. Η ΠΑΓΙΔΑ ΙίτΥΠΗΣΕ ή πόρτα ακριβώς στις

έξη.

Ό ^Ίοντρέτης φώναξ’ «έμπρός» και ό κύριος Λευκός μπήκε και πήγε κι* Ακούμπησε ογδόντα φράγκα πά­ νω στο τραπέζι. — Γιά τό νοίκι και τά πρώτα σας έξοδα, κύριε Μπούρμπουλα, είπε. Θά ίδοΰμε μετά τι θά κάνουμε γιά σάς... -— "Αχ, τί μεγαλόψυχος κύριος!, φώναξε ό Ίοντρέτης. Ό Θεός νά σάς τό ξεπληρώση! Κι* έσκυψε στη γυναίκα του, την ώρα πού έκανε πώς τσακιζόταν στις υποκλίσεις: -— Διώξε τ’^ Αμάξι του! Ό Μάριος ένοιωσε ανείπωτη φρίκη, όχι, δμως και φόβο. "Εσφιγγε Αποφασιστικά τό πιστόλι και περίμενε νάρθουν κι* οι «άνθρωποι τού * Ιοντρέτη», όπως τοϋχε πή ό Ιαβέρης. — Πώς τά πηγαίνει, ή καημενούλα ή μικρή πλη­ γωμένη; ρώτησε ό κύριος Λευκός. — Αφήστε τα, καλέ μου κύριε. Ή αδελφή της ή μεγαλύτερη την πήγε στο νοσοκομείο νά την περιποιηθούν. Πάμε νά γλυτώσουμε τό χεράκι της. Θάρθουν σέ λίγο. Ή κυρία σας μου φάνηκε κάπως καλύτερα... — Μωρέ του θανατά είναι!, βογγηξε ό Ίοντρέτης. Αλλά έχει ένα κουράγιο, τι.νά σάς πώ! Δέν είναι γυ­ ναίκα, παρά βουβάλι! Συγκινημένη από τη φιλοψρόνησι ύποκλίθηκε ή σύ­ ζυγός του, από την πόρτα πού στεκόταν μέ σταυρω­ μένα χέρια: — Ε1άτε τόσο καλός πάντα μαζί μου, κύριε Ίον­ τρέτη !

90

...... . .......


“ Ίοντρέτης!, είπε ό Λευκός. Νόμιζα πώς σας Λένε Μπούρμπουλα. — Μάλιστα! Μπούρμπουλα η Ίοντρέτη!, απάν­ τησε θριαμβευτικά ό άθλιος. Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Πάει ποτέ, Μπούρμπουλας στο παλκοσένικο; Κι* ερριξε στη γυναίκα του μ:ά τρομακτική ματιά, πού δεν μπόρεσε νά δ ή ό κύριος Λευκός. — "Αλλοίμονο, συνέχισε. Είμαστε πάντα αγαπημέ νοι ή γυναίκα μου κι" εγώ, δεν μάς έχει άπομείνει τί­ ποτα πια όμως, άπό την παλιά μας ευτυχία. Δηλα­ δή τίποτα, εκτός άπ5 αυτόν τον πίνακα πού τον λα­ τρεύω κι" ομως^ εΐμαι υποχρεωμένος νά τον πουλήσω. Κοοθώς μιλούσε ό Ίοντρέτης, άνοιξε ή πόρτα και μπήκαν τέσσερις ψηλοί άντρες μέ γεμάτα, γυμνά, μπράσα καί πήγαν καί κάθησαν αμίλητοι πλάϊ στο κρεβίβάτι. Ό κύριος Λευκός φάνηκε ανήσυχος. -— Ποιοι είν’ αυτοί; ρώτησε. — Μή δίνετε σημασία, απάντησε. "Άνθρωποι του σπιτιού. Σάς έλεγα γιά τον πίνακα. Όρΐστε: Κυττάξτε. Πήγε στον τοΐχο κι" αναποδογύρισε τό κάδρο. Ό Μάριος δεν μπορούσε νά διακρίνη τίποτ" άλλο, έκτος άπό κάτι μπερδεμένα πράγματα, ζωγραφισμέ­ να μέ χτυπητά χρώματα. — Γ εΐν" αυτό; ρώτησε ό κύριος Λευκός. — "Έργο μεγάλης αξίας, ζωγραφισμένο άπό τον Νταβίντσι, απάντησε ό Ίοντρέτης. Πόσο τον έκτιμάτε; — Είναι επιγραφή ταβέρνας, άποκρίθηκε ήσυχα ό άλλος. Δεν άξιζει παραπάνω άπό τρία φράγκα. — Δέχομαι γιά χίλια σκούδα!, είπε ξερά ό Ίον­ τρέτης. Έχετε τό πορτοφόλι σας; Ό άσπρομάλλης σηκώθηκε ορθός. Άκούμπησε στον τοΐχο καί κυτταξε όλόγυρα. Εΐχε τον Ίοντρέτη αριστερά του καί τή γυναίκα του καί τούς τέσσερις άντρες δεξιά, προς τήν πόρτα. — "Άν δεν αγοράσετε τόν πίνακά μου,^ άγοπτητέ μου ευεργέτη, ξανάπε ό Ίοντρέτης δεν μοΰ μένει τίποτ’ άλλο, παρά νά πέσω στο ποτάμι νά πνιγώ. Ό ξένος τόν παρατηρούσε ψυχρά, χωρίς νά λέη λέξι.^ Τά μάτια τού παλιανθρώπου άστραψαν ξαφνικά ά­ πό όργή.

91


***- ί Ας τελειώνη ή κωμωδία!, Ισκουξε. Δεν πβέκέιτα^ γι' αυτό. Έδώ κυτπαξτε: Μ’ αναγνωρίζετε; Ή ^ πόρτα εΐχε ανοίξει και φάνηκαν τρεΐς άντρες μέ χάρτινες προσωπίδες. Ό ένας ήταν αδύνατος καί κράταμε ένα σιδερένιο ρόπαλο. Ό δεύτερος - αληθι­ νός κολοσσός - έσφιγγε στο χέρι του ένα σφυρί. Ό τελευταίος ήταν ένας ^καμπούρης, πού κρατούσε ένα μεγάλο κλειδί, ασφαλώς άπό κάποια πόρτα φυλακής. Αυτούς περίμενε ό Ίοντρέτης, όπως φαίνεται. ^ Ό κύριος Λευκός είχε γίνει κάτωχρος, άλλα στε­ κόταν ορθός μέ ^απίστευτη ψυχραιμία, έχοντας μόνο μπροστά του γιά πρόχειρο οχύρωμα τό τραπέζι. Ό Ίοντρέτης έπανέλαβε: — Δεν μ* αναγνωρίζετε λοιπόν; — Οχι. χ Ό Μάριος σήκωσε τό πιστόλι κι* άρχισε νά πατάη τη σκανδάλη. Ό Ίοντρέτης έσκουξε λυσσασμένα: ;—Δέ μέ λένε/Μπουρμπουλα, ούτε καί Ίοντρέτη! Μέ λένε Θερναδιέρο! Είμαι ό ταβερνιάρης του Μονφερμέϊγ! Μέ θυμάστε τώρα; χ Τό πρόσωπο του κυρίου Λευκού πήρε κάποιο ζωη­ ρό χρώμα άλλα ξανάπε ήρεμα: — “Όχι. ΔΙΛΗΜΜΑ 0 ΜΑΡΙΟΣ

είχε άπομείνει αποσβολωμέ­

νος. Άκούμπησε στον τοίχο για νά μην πέση καί τό δά­ χτυλό του τραβήχτηκε άπό τη σκανδάλη, σαν εκείνο τό σιδεράκι νά τον έκαιγε. Λοιπόν ό άνθρωπος, πού λαχταρούσε νά ευεργετήση ήταν ένα τέρας! Εκείνος πού είχε σώσει τον συν­ ταγματάρχη Πονμερσύ, έτοιμαζόταν νά κάνη κάτι άποτρόπαιο. Και1 έναντι ον τίνος; ΦΩ, τί απαίσιος πε­ ρί γέλως τής μοίρας... Ένα μαύρο χάος σκέπασε τό μυαλό του. Καί στο μεταξύ ό Θερναδιερός άπ’ τό πλαϊνό δω­ μάτιο, φούχτωσε ένα βαρύ καντπλέρι καί ζύγωσε τον ασπρομάλλη άττειλητικός τρίζοντας τά δόντια. ^ — Θά σέ γδάρω! Θά σέ κάνω σουβλιστόν!, εσκου ξε. Σέ ξαναβρήκα έπί τέλους, κύριε φιλάνθρωπε! Κύ­ ριε κουκλοχαριστή - μπουνταλά! Δεν μ* άναγνωρίζεις

92

,4


I; Αέν ήρθε$ στο πανδοχείο μου τά Χριστούγεννα τόδ 23; Δεν μουκλεψες την Κορυδαλλίτσα μου - τό κορι­ τσάκι της Φαντίνα^; Λέ φορούσες μιά κίτρινη ρεντιγκότα; ’ Αλλού αύτα, γέρο - φιλεύσπλαχνε! Έγώ σέ Αναγνώρισα απτό την πρώτη στιγμή πουχωσες^ εδώ μέσα τή μούρη σου ! Τώρα θά σου μάθοο ττώς δεν εΐν’ εύκολο νά κλέβης τά παιδιά κι5 υστέρα νά γυρεύης κΓ ευγνωμοσύνες κουβαλώντας στους καταστραμμέ­ νους νοικοκυραίους ένα ψαρδόπαλτο καί δυο ψωροκου­ βέρτες νοσοκομείου - ζητιάνε - παιδοκλέφτη! Μου την έσκασες μιά φορά αλλά όχι πιά! — Δεν καταλαβαίνω τι μου λέτε. Ασφαλώς θά κά­ νετε λάθος. — Λάθος! Μωρ’ τι μου λες!, έσκουξε ό Θερναδιέρος. Τά ίδια τής συχωρεμένης! Επιμένεις σ5 αυ­ τό τό χοντρό αστείο; — Λυπούμαι πού σάς πέρασα γιά άτυχο οικογε­ νειάρχη, είπε ό ασπρομάλλης. Βλέπω πώς εΐσθε ένας παλιάνθρωπος. Πολλοί έχουν έξακριβώση πώς καί τά τέρατα έχουν την ευθιξία τους. Στη λέξι ποώι άνθρωπος, ή Θερναδιέραινα πήδηξε σαν τίγρις από τό κρεββάτι, αλλά ό άντρας της φού­ χτωσε μιά καρέκλα, σάν ναθελε νά της συντρίψη τό κεφάλι. — Στη θέσι σου, σύ!, γρύλλισε. Καί στράφηκε στον κύριο Λευκό. — Παλιάνθρωπος, έ; γαύγισε. Είναι αλήθεια πώς χρεωκόπησα, κρύβομαι, δεν έχω πεντάρα, - είμαι έ­ νας παλιάνθρωπος. Πολύ ωραία. Εσείς φοράτε παλτουδιές παραγεμισμένες: μέ μπαμπάκι, ^μένετε στο πρώτο πάτωμα, έχετε θυρωρούς καί τρώτε σπαράγ­ για. Έγώ είμαι παλιάνθρωπος... Δεν υπάρχει Θεός, αλλά νά ξέρης πώς μ’Λ όλ’ αυτά, εμείς οί φουκαράδες θα σάς φάμε! Θά σάς πιούμε τό αίμα. Νά τό ξε­ ρής! Καί μάθε καί^ τούτο, κύριε φιλάνθρωπε: Δεν εΐμ* αυτό πού φαντάστηκες έγώ! Είμαι πρώην ^στρα­ τιώτης της Γαλλίας - έκανα στο Βατερλώ,^άν δεν σου γεμίζω το μάτι - καί θάπαιρνα καί παράσημο “Έ­ σωσα τή ζωή^ ένός στρατηγού στη μάχη - ένός κόμη! Είπε τ’ όνομά του αλλά με τόσο νιαουριστή φωνή, πανάθεμά τη, πού δεν τον άκουσα.. "Ακόυσα^ μόνο πουπε ευχαριστώ, πού δεν μπορεί νά μέ βοηθηση νά τον ξανοδρώ. Αυτός 6 πίνακας πού βλέπεις, παριστάνει


άκριβως έμενα, πάνω σ3 αυτή τή μεγάλη άνΒραγαΒία! Στη ράχι μου 6 στρατηγός - γεμάτος αίματα! Τον μεταφέρω ανάμεσα στις κανονιές. Τά κανόνια τά6α νε ό ζωγράφος, επειδή τάχανε κι’ οι Εγγλέζοι κεΐ πέρα και ξερνάγανε... Έγώ τουσωσα τη ζωή κι* αυ­ τός για μένα δεν έκανε τίποτα! "Ίδιος μ* όλους! Εί­ μαι ^στρατιώτης του Βατερλώ που να παρ’ ό διάολος κι* άν δεν μου δώσης λίγα χρήματα σέ καθαρίζω που νάχης τό θεό πατέρα! Μπήκες; Ή παραμικρή άρχική άμφιβολία είχε σβήσει τώ­ ρα πια για τον Μάριο. "Ανατρίχιασε στήν κατηγορία γιά αχαριστία εναν­ τίον του πατέρα του, που τώρα αυτός, τόσο μοιραϊα ετοιμαζόταν νά τή δικαίωση. λ— Έλα!,, ούρλιαξε ό θερναδιέρος. Τ'ι έχεις νά πής, πριν βάλω να σέ πελεκήσουν! Ό κύριος Λευκός τινάχτηκε ξαφνικά μ ένα μ ου γ­ γρητό προς τό παράθυρο καί τό είχε περάσει κιόλας άλόκληρο, έτοιμος νά πηδήιξη έξω, δταν έξη χέρια τον άρπαξαν άπτό τά μπράτσα καί τον ξανατράβηξαν στο εσωτερικό. "Ενας απ' τούς κακοποιούς σήκωσε τό βαρύ σφυ­ ρί πού κρατούσε, πάνω από τό- κεφάλι τού γέρου. — Πατέρα μου, συγχώρεσέ με!, μουρμούρισε ό Μάριος απελπισμένος καί έπιασε πάλι τή{σκανδάλη, Μά τον σταμάτησε κι" αυτή τή φορά ή στριγγια φωνή τού θερναδιέρου: — Μήν τον άγγίζετε! Ό πρώην πανδοχέας καταλάβαινε πώς άν σκότω­ ναν τον άνθρωπο εκείνο, θάχανε κάθε ελπίδα νά βγή κερδισμένος άπ" αυτή τήν ύπόθεσι.. Γι* αυτό εΐχε φω­ νάξει καί γι’ αυτό είχε σωθή προσωρινά, χωρίς νά ξέρη πώς μέ τή φωνή του σταμάτησε ένα πιστόλι πού ήταν έτοιμο νά βροντήιξη. Μιά απίστευτη πάλη άκολουθησε τότε. Ό άσπρομάλλης άποδείχτηκε πώς είχε ηράκλεια δυναμι. Πριν καταφέρουν νά τον καθηλώσουν, άρπάζοντάς τον άπό τά μπράτσα, σκόρπισε πρώτα τέσσε­ ρις - πέντε μέ γροθιές στο δάπεδο άλλα εκείνοι, ήταν πολλοτ καί προλάβαιναν νά ξανασηκ ωθούν. Στο τέλος τον έδεσαν στο πόδι τού κρεββατιού, μέ κάτι σχοινιά πού ξεκρέμασαν απ’ τό τζάκι. Τον έψαξαν άλλά δέν βρήκαν άλλο άπό έξη φράγκα πού περιείχε μιά πέτσινη σακκουλα.


Ένας εξακολουθούσε ναναι άκόμα ξαπλωμένος κά­ τω. ;— Αές^ νά τά τίναξε αυτός εδώ; ρώτησε ό Θερναδιέρος άνήσυχα. -— "Οχι, αλλά είναι μεθυσμένος, άπάντησε ένας άλλος. -— Διάβολε! Πετάξτε τον σέ μιά γωνιά. Τί μου τους κουβάλησες τόσους πολλούς μωρέ -υλοπόδαρε; Δέν χρειαζόταν! — Και τί νά σου κάνω, άψου ήθελαν καί καλά νάρθουν; τοί) άποκρίθηκε. Βλέπεις δύσκολες μέρες. "Ε­ χουν κεσάτια. Ό Θερναδιέρος ζύγωσε τον αιχμάλωτό του. Είχε αλλάξει έντελώς μέσα σέ λίγες στιγμές. Κά­ θε αγριότητα είχε έξαφανιστή άπό' τό πρόσωπό του. Χαμογελούσε τρυφερά - άν μπορούμε νά πούμε. — Κύριε... είπε. Δέν κάνατε διόλου καλά, πού σάς ήρθε νά πηδήιξτε άπσ τό παράθυρο. Μπορούσατε νά σπάζατε κανένα ποδάρι - είναι ψηλά. 'Ωστόσο μου κάνει έντύπωσι πού δέν φωνάξατε καθόλου... Κι’ ό­ μως, όταν φωνάζη κανείς, έρχεται ή άστυνομία καί μπορεί νά τον βοηθήση. "Αν δέν γελιέμαι, πάει νά πη πώς έχετε λόγους νά μη θέλετε μέ την άστυνομία μπλεξίματα, άλλο τόσο κι* εγώ. Μπορεί λοιπόν νά συνεννοηθούμε... Καταλαβαίνω πώς εΐσθε πλούσιος, αλλά Θάχετε κι’ έσεΐς τις ύπροχρεώσεις σας - ποιος δέν έχει. Δέ θέλω νά σάς πάρω καί τό σακκάκι. σας... Θά κάνω μιά θυσία από μέρους μου; Δόστε μου μο­ νάχα δ'ίακόσια χιλιάρικα. Ό κύριος Αευκός δέν είπε λέξι. Ό Θερναδιέρος συνέχισε: — Βλέπετε πώς κάνω μεγάλη ύποχώρησι. Σάν λο­ γικός άνθρωπος καί τού λόγου σας, καταλαβαίνετε πώς δέν έκανα τόσες προετοιμασίες για νά κερδίσω κανένα δείπνο στην ταβέρνα μέ την παρέα μου... "Ι­ σως νά μην έχετε άπάνω σας. Τό παραδέχομαι. Δέν παραδέχομαι όμως πώς δέν ξέρετε νά γράφετε. Πάρτε αυτό τό χαρτί κι5 αυτή την πέννα καί γράφετε αυ­ τά πού θά σάς λέω: — Τά χέρια μου είναι δεμένα, είπε επί τέλους ό αιχμάλωτος. — Ναί, μάλιστα! Δίκιο έχετε!, φώναξε ό Θερνα­ διέρος. Κανείς δέν γράφει μέ δεμένα χέρια: Κι* ό .

95


ττιό γραμματιζούμενος! Λύσε τό δεξιό μπράτσο του κυρίου, Σίδερα. Έκτελέστηκε γρήγορα ή έντολή. Ό Θερναδιέρος ξανάπε, άψου βούτηξε τήν πέννα και τήν έδωσε στον κύριο Λευκό: — Λεν ξέρω τ* όνομά σας και τή διεύθυνσί σας, κύριε, άλλα μην ξεχνάτε πώς είστε στο έλεος μου καί, τίποτα δεν σάς γλυτώνει, άν μάς κοροϊδέψετε. Γράψτε: «^Αγαπημένη μου κόρη...» Ό αιχμάλωτος ανατρίχιασε άλλα άρχισε νά γράΦΠ. —- «"Ελα αμέσως, συνέχισε ό Θερναδιερός. «Σέ χρειάζομαι οπωσδήποτε. Τό πρόσωπο πού θά σου παρο&ώση αυτό τό γράμμα, θά σέ φέρη κοντά μου. Σέ περιμένω». Υπογράψτε τώρα. Πώς λέγεστε; -— Όκτάβιος Θάμπρ. Ό Θερναδιέρος έβγαλε στη στιγμή ένα^ μαντήλι πού είχε κρατήσει από τήν έρευνα στις τσέπες του ασπρομάλλη και κύτταξε τά κεντημένα αρχικά. ;— Μάλιστα, εΐπ’ ευχαριστημένος. Ο.Θ. Όκτάβιος Θάμπρ. Πολύ σωστά. Υπογράψτε λοιπόν: Ο.Λ... Ό αιχμάλωτος υπόγραψε. Ό Θερναδιέρος τό πήρε καί τό δίπλωσε στά τέσ­ σερα, λέγοντας: — Χρειάζονται, δυο χέρια γιά τό δίπλωμα. Τώρα γράψτε καί τή διεύθυνσί. Ό άλλος έγραψε: ^«Δεσποινίδα Θάμπρ, διαμέρισμα κυρίου Όκταβίου Θάμπρ, οδός 'Αγίου Δομηνίκου 17». Ό Θερναδιέρος άρπαξε τό γράμμα καί φώναξε στή γυναίκα του: — Πάρ* το καί τρέχα γρήγορα μέ τό αμάξι... Καί πρόσθεσε σ' έναν από τήν παρέα του: — Έσύ, Ξυλοπόδαρε, συνόδεψέ την. "Εφυγαν κΓ ό Θερναδιέρος είπε: -— Σέ τρία τέταρτα θάν^έδώ. ^ Ή άγωνία του Μάριου όλο μεγάλωνε καθώς περίμενε. Σέ^ ποιαν τάχα, είχαν στείλει ^έκεΐνο τό γράμ­ μα καί πού ό Θερναδιέρος είχε ονομάσει Κορυδαλλίνα; Μήποος ήΛ «Όρσαλία» του; Γιατί τά δυο άρχικσ του μαντηλιού είχαν έξηγηθή τώρα πιά: Ήταν Ό­ κτάβιος Θάμπρ καί ή Όρσαλία δέν λεγόταν πιά έτσι, «Θά τό καταλάβω άν εΐν’ έκείνη» σκεπτόταν, άφοΰ ή Θερναδ ιέρου πηγαίνει νά τή φέρη έδω. Θά δώσω καί


—Κυρά μου, χωρίς ττοιρ εξήγηση δανείζομαι αύτδ τό πράμα!

τή ζωή μου ακόμα γιά νά την ελευθερώσω. Τίποτα δεν μπορεί νά μέ σταματήση. Πέρασε μισή ώρα έτσι και ξαφνικά ό Θερναδιέρος είπε στον αιχμάλωτο: ■— Κύριε Θάμπρ, ακουστέ με: Ή γυναίκα μου θά βρή την κόρη σας μ5 αυτό τό γράμμα. Θά τή βά­ λουν τότε σέ μια σούστα μέ δυο καλά άλογα που πε­ ριδένει κάπου. Ό σύντροφός μου θά μείνη μαζί της κι ή γυναίκα μου θά γυρίση εδώ, νά μάς ειδοποίηση πώς δλα θά πάνε καλά. Μη φοβάστε καί δεν δά πάθη κακό ή μικρή, άρκεΐ βέβαια νά πληρώσετε. Διαφορε­ τικά ό ψίλος μου θά τής κόψη τό λαρύγγι. Ό Μάριος λίγο ελειψε νά λιποθυμήση. "Ωστε λοιπόν δεν θά την έφερναν εδώ, όπως είχε νομίσει; "Εν5 άπ’ αυτά τά κτήνη θά περίμενε τή δια­ ταγή νά τή σκοτώση, κάπου μακρυά; Τι νά κάνη έκεΐΟΙ ΑΘΛΙΟΙ

7


νος τώρα; Νά ρίξη την πιστόλια; Και τι θάκανε ό άλλος μέ τό κορίτσι, άν δεν τού πήγαιναν καμμιά είδοποίησι; Δεν τον κρατούσε μόνο ή διαθήκη, του πατέρα του τώρα άλλα ό τρομερός κίνδυνος που διέτρεχε εκείνη που αγαπούσε. Ξαφνικά, άκούστηκαν τρεχάτα βήματα στη σκάλα του διαδρόμου απ' έξω κι* υστέρα ή πόρτα άνοιξε απότομα και ή Θερναδιέραινα χύθηκε μέσα σαν θύελλα. — Ψεύτικη διεύθυνσι!, φώναξε. — Ψεύτικη διεύθυνσι!, έπανέλαβε ό Θερναδιέρος χαμένα. Ή γυναίκα ξανάπε: — Μάλιστα. Όδος ' Αγίου Δομηνίκου 17 κανένας Όκτάβιος Θάμπρ! Δεν τον ξέρουν. Ποτέ δεν τον α­ κόυσαν. Σου την έσκασε ό γέρος κύριε Θερναδιέρε. Στη θέσι σου θά τοΟκοβα πρώτα - πρώτα τη μύτη κι<* υστέρα θά τον σιγόψηνα στη φωτιά, ώσπου νά μιλήση. Πρέπει νά πή γιά τη μικρή καί γιά τό κομπό­ δεμα! Ό Μάριος άνέπνευσε μ’ άνακούφισι. Κατάλαβε πώς ή άγσπημένη του είχε σωθή. — Ψεύτικη διεύθυνσι! , τοαύλισε μ* έναν τρομερό τρόπο ό Θερναδιέρος, πού τό μυαλό του είχε κολλή­ σει σ’ αυτές τις δυο λέξεις. Καί τί περί μ εν ες νά γίνη μ1 αυτό; — Νά κερδίσω καιρό!, Φώναξε βροντερά ό κύριος Λευκός καί μονομιάς τίναξε τά χέρια του πού ήταν ελεύθερα. Μόνο ένα σχοινί απ’ τό ένα του πόδι, τον κρατούσε ακόμα δεμένον στο κρεββάτι. Πριν προλάβη κανείς νά κινηθη, άρπαξε τή μακρυά, κατακόκκινη λαβίδα από τη φωτιά. Οί άθλιοι οπισθοχώρησαν κατατρομαγμένοι. — Είστε καθάρματα!, τούς εΐπ’ εκείνος. Ή ζωή μου όμως δέν άξίζει. γιά νά την υπερασπιστώ περισ­ σότερο. Αφού όμως σάς πέοσσε απ’ τό μυαλό πώς θά μέ αναγκάσετε νά μιλήσου, πώς^θά μ5 αναγκάσετε νά γράψω κάτι πού δέ θέλω, κυττάξτε! Σήκωσε τό μανίκι τού αριστερού χεριού του καί φώναξε: — Ιδού! 98


Ακούμπησε το πυρακτωμένο σίδερο στη γυμνή του σάρκα πού τσίριξε άπαίσια. Ό Μάριος τρίκλισε ζαλισμένος. Οί κακοποιοί άνατρίχιοοσαν. Μά στο πρόσωπο του γέρου δεν ζωγραφίστηκε άλ­ λο από μιά^μικρή οΑχτπτχσι, τήν πρώτη στιγμή. "Υ­ στερα κΓ ενώ τό φλογισμένο σίδερο βουλίαζε φοβερά στην πληγή, αυτός μέ απάθεια, κάρφωσε τό άκακο βλέμμα του πάνω στον Θερναδιέρο, μ* ένα μεγαλείο γεμάτο γαλήνη., Άπόσπασε τέλος τό πυρωμένο σίδερο καί μ* ένα τίναγμα τό πέταξε έξω από τό σπασμένο παράθυρο. — Μη μέ φοβάστε πιο πολύ απ’ 6,τι σάς φοβά­ μαι!, φώναξε. Μπορείτε νά μέ κάνετε δ>τι θέλετε τώρα! — Άρπάχτε τον!, έσκουξε ό Θερναδιερός. Τον έπιασαν απ’ τά χέρια καί δεν άντι στάθηκε. Ό πρώην ταβερνιάρης άνοιξε ένα συρτάρι καί τράβηξε ένα μακρύ μαχαίρι. Ό Μάριος λαφιασμένος, σέ μια τρομερή κι* απε­ ρίγραπτη ψυχολογική κατάσταση έσφιξε μ1 απελπι­ σία τή λαβή τού πιστολιού του. -αφνικά, άνατινάχτηκε. Μια άχτίδα τού φεγγαριού, σαν δάχτυλο τού Θεού έπεφτε πάνω στο τραπέζι^κάτω απ’ τά πόδια του καί φώτιζε ένα φύλλο χαρτιού. Ήταν εκείνο πού ή κόρη τού Θερναδιέρου είχε γράψει μέ χοντρά, κεφαλαία γράμματα: Οι ,καρφωτήδες ε Γν’ Απ’ έ ξ ω. ^ Γονάτισε τρέμόντας από τήν αγωνία καί τή βιασύ­ νη. "Έφτασε τό χέρι ^του κι* άρπαξε τό χαρτί, ξεκόλ­ λησε ένα κομμάτι τού σκληρού σοβά μέ προσοχή από τον τοΐχο, τό τύλιξε γύρω σ" αυτόν καί τό πέταξε στο πλαϊνό δωμάτιο άπό την τρύπα του, όσο πιό μακρυά μπορούσε. Ό Θερναδιέρος εκείνη τή στιγμή τραβούσε κατα­ πάνω στον αιχμάλωτό του μέ τό μαχαίρι υψωμένο. Ή Θερναδιέραινα στρίγγλισε: — Κάτι έπεσε! Σήκωσε τον σοβά άπό κάτω κΓ έδωσε στον άντρα της τό χαρτί, μέ χέρι ποϋτρεμε^ — Άπό πού δαίμονα ήρθε αυτό; μούγγρισ’ έκεΐνος. — Άπό πού άλλου, παρά άπ’ τό παράθυρο! ***■;>-,

λ*

99


^ §Ινάι ή γραφή τής ’&ττονίνας!, οδρλιαΕέ ό &εβ~ ναδιέρος. Διάβαλε! Γρήγορα! Τή σκάλα! Παρατάτε τα δλα! — Χωρίς νά του κόψουμε το λαιμό αύτουνου; ρώ­ τησε ή θερναδιέραινα. χ—- Δεν έχομε καιρό... "Αν μάς βρούνε, καλύτερα νά μην υπάρχη και σφαγμένος... Τή σκάλα! — Άπό που θά την κοπανίσουμε; ρώτησε ανήσυ­ χα ό Σιδεράς. — Άπ* τό παράθυρο. Καί τό σημείωμα άπό κε? ήρθε. Ό δρόμος είν? ελεύθερος. "Εφεραν τή σκάλα καί τήν έστησαν στο παράθυρο. — "Ελα, γυναίκα!, μούγγρισε ό Θερναδιέρος. — Γιατί έκείνη πρώτη; φώναξε κάποιος άλλος. — Μπρε μπουμπουνοκέφαλοι, γαύγισε ό «οικοδε­ σπότης», μήπως θά τσακωθούμε τώρα γιά τό ποιος θά βγή πρώτος;^ Μήπως θέτε νά ρίξουμε κλήρο; Νά γράψουμε τά όνόματά μας σέ χαρτάκια καί νά τά ρί­ ξουμε σ’Λ ένα καπέλλο; -— Σάς κάνει τό δικό μου, καθάρματα; ακούστηκε μιά φωνή πίσω τους καί όταν στράφηκαν αλαφιασμέ­ νοι, άντίκρυσαν τον Ιαβέρη στο άνοιγμα τής πόρ­ τας, νά ατέκη χαμογελαστός καί νά προτείνη τό κα­ πέλλο του. ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΤΟΥ ΙΑΒΕΡΗ 0 ΙΑΒΕΡΗΣ είχε βαρεθή νά περιμένη τό­ σες ώρες νά πέαη ή πιστολιά. ^Εξ άλλου εΐχε δή αύτούς πού πέρασαν γιά νά μπουν μέσα στο σπίτι. "'Εφθασε λοιπόν όπως είδαμε πάνω στήν ώρα. Οί κακοποιοί έκαναν νά τρέξουν προς τό παρά­ θυρο. Ό Ιαβέρης χωρίς νά ξεσταυρώση τά χέρια άπό τό στήθος του, φώναξε: — "Αλτ! Δεν θά βγήτε άπ’ τό παράθυρο άλιλά άπό τήν πόρτα. ΕΤσαστε έφτά κι5 είμαστε δεκαπέντε. Δεν είναι σωστό νά τσακωθούμε σάν τους βλάχους. Νά σάς άρέση ή τάξι! Ό Σιδεράς έβγαλ’ ένα πιστόλι καί τόχωσ5 στο χέρι τού Θερνααιέρου. — ΕΙν’ ό Ιαβέρης!, γρύλλισε. Δέ μού βαστά νά τού ρίξω. Εσένα;

100

...........................

...


— *Ακου·ς λόγια!, εΫττ' ά πρώην ταβερνιάρης. — Μπουμπούνα τη! Ό Θερναδ ιερός σήκωσε τό χέρι και σημάδεψε τον αστυνόμο. Εκείνος τουπέ: — Μή ρίχνης. Δεν θά τπάση. Ό Θερναδ ιερός πάτησε τή σκανδάλη. "Επσθε άψλογιστία. — Δέ στολεγα; είπε ό Ιαβέρης. Ό Σιδεράς, ανατριχιάζοντας, πέταξε τό ρόπαλο πού κρατούσε μπρος στα πόδια του. — ΕΤσαι ό πρώτος Σατανάς τής κολάσεως!, φώ­ ναξε. Παραδίνομαι! — Μπράβο. Κι’ οί υπόλοιποι; — Κι* εμείς! — Δέστε τους!, πρόσταζε ό Ιαβέρης καί μια ε­ νωμοτία χωροφύλακες χύθηκε αμέσως στο δωμάτιο. Τότε είδε ό αστυνόμος τον άνθρωπο πού έμενε σκυ­ φτός, δεμένος στο κρεββάτι. — Λύστε αυτόν τον κύριο, είπε. Και μετά κάθησε^ σ' ένα τραπέζι για να συντάξη την προανάκρισι. Πήρε χαρτί και πέννα. Ό Θερναδιέρος είχε φροντίσει νά υπάρχουν^δλα τά σύνεργα. — Νά πλησιάση πρώτα τό θύμα - κείνος ό κύριος, εΐπε ό Ιαβέρης. Ό κύριος δμως δσο κι’ άν έψαξαν δεν υπήρχε που­ θενά. Στην άναμπουμπούλα φαίνεται πώς πήδησε από τό παράθυρο, μια καί την πόρτα τη φύλαγαν οί χω­ ροφύλακες. — Διάβολε!, μούγγρισε ό Ιαβέρης μ* άπογοήτευσι. Τό μεγάλο λαχείο, σίγουρα θάταν αύτός! Πρέπει νά σημειώσουμε κάτι πού γίνηκε την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος. ^Ενα μικρό άγόρι πού τά μάτια του πετούσαν σπί­ θες από τήν^ εξυπνάδα, έρχόμενο άπό την πλευρά τής γέφυρας του ’Αούστερλιτς, τραγουδούσε γερά μες τή νύχτα: Ό βασιλιάς ο Μαχκλαράς πάει γιά κυνήγι κατου. Πάει γιά κοράκια ό μασκαράς... Σώπασε μετά τον τρίτο στίχο, γιατί εΐδε^μιά γριούλα πού ψαχούλευε σ’ ένα τενεκέ σκουπιδιών.

10]


Βρέί, φώναξε γελώντας. Σέ ττέρααα για σκύ~ λο! — Μπά, ττού νά σαπίσ’ ή βρωμόγλωσσά σου!, σκλήριζε ή γριά δλο φούρκα. Ό μικρός όμως συνέχισε τον δρόμο του χοροπη­ δώντας, ώσπου έφτασε έξω άπό τό ρημάδι του Κό­ ρακα·. Βρήκε κλειδωμένη την πόρτα και την άρχίνησε στις κλωτσιές. Ή γριούλα εκείνη έφτασε τρέχοντας, όσο τής ε­ πιτρέπανε τά πόδια της. -—- Τι γίνετ’ εδώ; ξεφώνισε. Χριστός και Παναγιά! Δώ πέρα γκρεμίζουν τό σπίτι ! Στάθηκε απότομα, γιατί αναγνώρισε τό χαμίνι·. — Συ ’σαι, μωρέ διαβολόπαιδο; — Βρέ! Ή 6άβω!, φώναξε τό παιδί γελώντας Καλησπερσύδια σου! Έρθα νά δώ τούς γέρους. — Δεν εΐν' εδώ κανένας τους, παλιοαλήτη! — Σοβαρολογείς; Καί ποΰναι ό πατέρας μου; —-Στη στενή! — Κι* ή μάνα μου; — Στο φρέσκο. — Έ, καλά.. Οί άδελφάδες μου; — Στη φυλακή! Έξυσε τ5 αυτί του ό Γαβριάς κύτταξε τη γριά μέ θαυμασμό καί είπε: — Νά δουλειές! Έκανε μεταβολή στίς φτέρνες του σά φαντάρος καί ξεκίνησε προς τις μαύρες φτελιές πέρα, τραγου­ δώντας: Ό βασιλιάς ό Μαγκλαράς πάει γιά κυνήγι κάτου. Πάει γιά κοράκια ό μασκαράς, στά μακρυπόδαρά του. Κι’ δσοι περνούσαν κάτ’ άπ’ αυτές τις ποδάρες, τού χάριζαν δεκάρες. ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΠΑΥΜΕ ΕΤΑ άπό τά επεισόδια πού διηγηθήκαμε παραπάνω, ό Γιάννης 'Αγιάννης αναγκάστηκε ν άλλάξη κατοικία. Έπιασε ένα μοναχικό σπίτι στην όδό Πλυμέ.


Ήταν τό δεύτερο σπίτι πού έπιανε από τον καιρό πούφυγε απ' τό Μοναστήρι, μή μπορώντας νά βλέπη συνεχώς^ κλεισμένη, σ’ έναν δεντροπερίβολο την Τι­ τίκα και έπειδή έτυχε νά πεθάνη κι* ό Θερσανέμης. ’Από κεΐ δεν είχε^πάρει τίποτ’ άλλο άπό κείνη τη μικρής βαλιτσούλα μέ τά ρουχαλάκια τής μικρής. Τό­ σο λάτρευε αυτή τη βαλίτσα, πού ή Τιτίκα τη ζή­ λευε, χωρίς νά ξέρη τ’ εΐχε μέσα. Ό Γιάννης 'Αγιάννης γύρισε μέ μιά βαθειά πλη­ γή στο μπράτσο, άπό την έπίσκεψί του στούς Θερναδιέρους. Δεν θέλησε νά φωνάξη γιατρό δμως. "Ά­ φησε την Τιτίκα νά τον περιποιήται καί δεν βγήκε καθόλου άπό τό σπίτι, εναν ολόκληρο μήνα. Κι5 ό Μάριος άλλαξε σπίτι τό ίδιο βράδι. Δέν ^μπορούσενά μένη άλλο σ’ εκείνο τό ρημάδι καί βρήκε καταφύγιο στού φίλου του Κουρφεράκ. Πέρασαν δυό μήνες. Μιά μέρα βρήκε μπροστά του την Έπονίνη, πού είχε μάθει τη διεύθυνση δπωο τής ζήτησε καί τον ο­ δήγησε στο ^σπίτι τής οδού Πλυμέ. Είχαν καί μιά γεροντοκόρη υπηρέτρια έκεΐ μέσα, την κυρα - Τούσα. Ό^Μάριος άρχισε νάρχεται· κάθε βράδι έξω άπό τον κήπο τ^ς άγαπημένης του. Κάποτε βρήκε τον τρό­ πο νά πηδάη τό κιγκλίδωμα καί νά βρίσκεται καί μέ­ σα στον κήπο. Μιά βραδιά πού έφυγε ό Γιάννης 'Αγιάννης κι* ή Τούσα είχε πολύ δουλειά, ή Τιτίκα βγήκε νά περπατήση λίγο κάτω άπ’ τις φυλλωσιές. "Άξαφνα, χωρίς ν’ άκούση τίποτα, κατάλαβε πώς κάποιος ήταν πίσω της καί καθώς στράφηκε άντίκρυσε έναν άνθρωπο. Ήταν "Εκείνος. Άκούμπησε στον κορμό ένός δέντρου γιά νά μην πέση. Ένοιωσε πώς θά λιποθυμούσε. — Συγχωρήστε με, είμ’ έγώ, είπε ό Μάριος. Μέ γνωρίζετε^ δεν είν’ έτσι; Δέν μέ φοβάστε... Ώ, συγ­ χωρήστε την καρδιά μου, δέν μπορώ πιά νά την ε­ ξουσιάσω... Μέ σέρνει· άμείλικτα πίσω άπ’ τον ίσκιο σας... Εκείνη μ’ έφερε... Νά μου τό πήτε άν σάς έκα­ να νά θυμώσετε... · Ή Τιτίκα έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό καί έπε­ σε σάν δέντρο πού τό κόβουν.

103


Την άρπαξε κατατρομαγμένος και την άπώθεσε πά­ νω στα λουλούδια. 9Ηταν μόνο μια ζάλη πού τής πέρασε αμέσως. Του πήρε^τό χέρι χωρίς νά ξέρη τί κάνε: καί το άκούμπησε πάνω στην καρδιά της. — Θεέ μου! "Ωστε μ3 αγαπάτε κΤ εσείς!, τραύλι­ σε εκείνος. — Σσστ! Τό ξέρεις! Ί<Τ έκρυψε στο στήθος του τ3 άλοπόρφυρο πρόσω­ πό της. "Έμειναν έτσι ακίνητοι κι3 αμίλητοι για ώρα, επει­ δή δέν είχαν πιά νά πουν τίποτ3 άλλο. "Ή μάλλον μόνο κάτι, πού τό θυμήθηκε άξαφνα ή νέα καί ροότησε ψιθυριστά: — Πώς σάς λένε; — Μάριο... Κι3 εσάς; — Τιτίκα. 3Από τότε εκείνος ερχόταν κάθε βράδι. Ό Πιάννης 'Αγ ιάννης δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ή «κόρη του» ήταν χαρούμενη κι3 αυτό τούφτανε για νά είναι ευτυχισμένος. "Ενα βράδι ωστόσο ό Μάριος βρήκε την αγαπημένη του κλαμμένη. —- ΤΙ έχεις; τη ρώτησε. Κι3 εκείνη άποκρίθηκε: ^— Ό πατέρας μου μου είπε πώς ίσως φυγωμε καί νάμαι έτοιμη. — Δέν κατάλαβα τί είπες! ψιθύρισε ό Μάριος μι­ σοπεθαμένος. — Μου είπε νά έτοιμάσω τις βαλίτσες μου, γιατί μπορεί νά φύγωμε σέ καμμιά εβδομάδα, γιά την Αγ­ γλία. — Αυτό είναι τρομερό. Καί θά φύγετε; — Γιατί μου μιλάς στον πληθυντικό; — Σάς^ροότησα άν θά φύγετε... — Τί θέλεις νά κάνω; —- "Ωστε θά πάτε, είπε ό Μάριος απελπισμένος. Καλά λοιπόν... Τότε θά πάω κι3 εγώ αλλού... — ^Ω,^Μάριε... "Έχω μια ιδέα: Θά σου γράψω που θά πάμε, ναρθης κι3 έσύ. —- Νάρθω; είπε πικρά. Στην Αγγλία; Χρωστάω περισσότερ3 από διακόσια φράγκα στον Κουρψεράκ, έναν φίλο πού δέν γνωρίζεις. Μέ βλέπεις μόνο τή νύ-

104


ψίά καί μ' αγαπάς. "Αν μ1 έβλεπες τη μέρα, θά μοϋδίνες ελεημοσύνη! Ή Τιτίκα άρχισε νά κλαίη. Τής έπιασε τό χέρι. — Μήν κίλαΐς, μουρμούρισε. — Κι* όμως ϊσως φύγω κΓ εσύ δεν μπορείς νάρθης. — Μ* αγαπάς; — Σέ λατρεύω! — Τιτίκα, είπε ο νέος^ μέ φωνή πού έτρεμε, δεν έχω ποτέ δώσει τον λόγο τής τιμής μου, γιατί αυτό τό πράγμα μέ τρομάζει... Λοιπόν τούτη τη φορά σου δίνω τον λόγο μου πώς άν φύγης θά πεθάνω! Καί τώρα ακούσε: Μη μέ περιμένης αύριο. Θά έρθω με­ θαύριο. — Γ ιατί; — Θά δής... "Αν ωστόσο μου συμβή τίποτα καί πρέπει νά μέ βρής, κράτησε τη διεύθυνσί μου... "Έβγαλε από την τσέπη του ένα σουγιά καί χάρα­ ξε στον αύλότοιχο τη διεύθυνσί: Όδός/Βερερί 16. , — Μένω μέ τον φίλο μου Κουρφεράκ, ξανάπε. ΕΞΕΓΕΡ ΣI 0 ΜΑΡΙΟΣ παρουσιάστηκε την άλλη μέρα ύστερα από τέσσερα^ χρόνια στον παπού του καί τοΰ ζήτησε νά τού έπιτρέψη νά παντρευτή την αγαπημέ­ νη του. ΈκεΤνος άρνήθηκε. Απελπισμένος ό νέος έτρεξε νά τη βρή, αλλά τό σπίτι της ήταν κατάκλειστο εΐχαν φύγει δλοι. Πού πή­ γαιναν; Δέν πρόλαβε νά τό σκεφθή, μές στη θανάσιμη λύ­ πη του. Συνάντησε την Έπονίνα, πού τον ειδοποίησε πώς τον ζητούσαν στο οδόφραγμα τής οδού Σενβρερί. *Ηταν ή μέρα - 5 Ιουνίου τοΰ 1832 - πού ό λαός τοΰ Παρισιού έξεγέρθηκε μέ αφορμή τον θάνατο τοΰ στρατηγού Λαμάρκ. Τό Τδιο πρωί ένα παιδί ντυμένο στα κουρέλια, κα­ τηφόριζε τήν οδό Μενιλμοντάν. Κρατούσε κάποιο αν­ θισμένο κλαδί. "Αξαφνα είδε στή βιτρίνα ενός παλαιο­ πωλείου ένα παλιοπίστολο. Πίσω άπ3 τό τζάμι ήταν κι3 ή ίδιοκτήτρια τοΰ μαγαζιού αλλά ό Γαβριάς - για­ 105


τί αυτός ήταν ό μικρός - δεν δίστασε. "Εσπασε τό τζάμι κι* άπραξε τό πιστόλι. ^ — Κυρά μου, χωρίς παρεξήγηση δανείζομαι αυτό τό πράμα!, φώναξε καί τσβαλε στα πόδια. Παρακάτω έκοψε^τήν τρεχάλα, όταν βεβαιώθηκε πώς δεν τον κυνηγούσαν καί τόρριξε στο τραγούδι: Δέ θέλει φώτα ή νύχτα πολλά. Τή^μέρα βλέπεις πολύ πιο καλά. Δεΐξ3 τό κρυφό τό γρα μ ματάκι για νά φοβίσης τον κοσμάκη. Περπάτα μέ την άρετή - δεν ξέρω νά σου πω γιατί... Ό Γαβριάς τραβούσε έτσι στον πόλεμο τραγου­ δώντας. Πιο πέρα άνακάλυψε πώς τό πιστόλι του δέν είχε λύκο αλλά περισσότερο τον ένοιαζε πού δέ βρήκε πεντάρα τσακιστή απάνω του σάν ψάχτηκε, γιατί βρι­ σκόταν έξω από ένα ζαχαροπλαστείο. — Τρομάρα μου!, φώναξε. , Μ5 όλ> αυτά συνέχισε τον δ_ρόμο του κΓ έφτασε σε λίγο στην οδό Λουδοβίκου, “έσχισε ενθουσιασμένος μερικές διαφημιστικές άφίσσες θεάτρων πού βρήκε τοιχοκολλημένες. /Π ιό κάτω, στην αγορά τού ' Αγίου Ίωάννου, συναν­ τήθηκε μέ μιά ομάδα πού είχε επικεφαλής τον Ένζολορά, τον Κουρψεράκ, τον Κομπψέρ καί τον Φεγύ. 5Α­ πό λίγο ως πολύ ήταν όλοι ώπλισμένοι. ^ Ό Ένζολορά είχε ένα δίκαννο, ό Κομπφέρ, ένα του­ φέκι έθνοψύλακος καί δυο πιστόλια στη ζώνη του. Ό Κουρψεράκ μονάχα ένα μακρύ μπαστούνι μέ ατσαλέ­ νια μύτη. — Γιά πού παλληκάρια; ρώτησε ό Γαβριάς. -— "Ελα παρέα μας, άποκρίθηκε ό Κουρψεράκ. Ακολούθησε μ3 ενθουσιασμό. ίΠιό κάτω είδαν καί μιά μεγάλη ομάδα επαναστα­ τών, πού είχε γιά αρχηγό έναν ψαρομάλλη κύριο. Ήταν ό κύριος Μαμπέφ. Οι δυο όμιλοι ένώθηκαν καί τράβηξαν γιά τό ΣαίνΜερύ. ^ Στην οδό Μπιγιέτ κόλλησε^μαζί^ τους κΓ ένα^ ψη­ λός άντρας μέ γκρίζα μαλλιά πού δέν τον γνώριζε κανένας. Ό Γαβριάς τραγουδούσε καί χτυπούσε τις πόρτες τών μαγαζιών μέ τη λαβή τού χωρίς λύκου πιστολιού του.

106


ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΗΣ «ΚΟΡΙΝΘΟΥ» 0 ΑΟΙ οι επαναστάτες, μαζεύονταν στο κα­ φενείο τής «Κορίνθου» που έχει μείνει θρυλικό στην Ιστορία του Παρισιού, τής έποχής έκείνης, δσο και ή «Αυλή των θαυμάτων» επί Αικατερίνης των Μεδίκων. Στήσανε δυο οδοφράγματα, τό ένα στην οδό Σενβρερί, κοντά στην «.Κόρινθο» καί τό δεύτερο στην όδό Σαίν - Ντενί, στο Σαίν - Μερρύ. Νύχτωσε. Ό Ένζολορά, που ήταν αρχηγός των επαναστατών σ’ έκεΐνο τό οδόφραγμα, τριγυρνούσε άνησυχος μέ την άγωνία εκείνη που έχουν άλες οί δυνατές ψυχές, πριν από τά μεγάλα γεγονότα. Μια στιγμή είδε τον μικρό Γαβριά, που ήταν άπη~ σχολημένος νά κατασκευάζη, φυσέκια. Τό μάτι του ό­ μως δεν ήταν μόνο στή δουλειά του. Γεμάτος φόβο παρατηρούσε κρυφά κάθε τόσο έναν ψηλό άνθρωπο, πού καθόταν μόνος σ’ ένα τραπεζάκι σέ μιά μισοσκότεινη γωνία. — "Ακου, μικρέ, τού είπε ό Ένζολορά. ΕΤσαι μιά σταλιά καί 5έ θά σέ προσέξουν... Νά βγής άιτ' τό ο­ δόφραγμα νά γλυστρήσης σύρριζα μέ τά οττίτια, νά κάνης μιά μεγάλη βόλτα καί νάρθης νά μού πής τί γίνεται. Ό Γαβριάς παράτησε στή στιγμή τά φυσέκια καί σηκώθηκε. — Ωραία!, είπε. Μ* ευχαριστεί πού είναι κΓ οί μικροί Απαραίτητοι σέ κάτι. Πάω>. Νά προσέχετε ό­ μως περισσότερο τούς μεγάλους. — Τί θές νά πής; ^ — Τον κόβετε αυτόν τον ψηλό;

— Ασιτίαν; — Αοιπόν είναι σπιούνος! — Πού τό ξέρεις; — Δέν είναι ούτε δεκαπέντε μέρες πού μέ δούτηίξε απ’ τ’ αυτί, επειδή σουλάτσερνα στο παρκέτο τής γέφυρας του Βασιλέως. Ό Ένζολορά δέν έχασε καιρό. Πήρε μερικούς άλλους μαζί του καί ζύγωσε τον ξέ­ νο. Τον ρώτησε χωρίς περιστροφές:

107


-— ΕΤσαστε κατάσκοπος; λ" — "Οχι, είμαι όργανο τής εξουσίας. — Και λέγεστε; — Ιαβέρης. Σ* ένα νεύμα του Ένζολορά έπεσαν επάνω του και τον έδεσαν χειροπόδαρα. Τον έψαξαν και του βρήκαν μια ταυτότητα. 5Απ5 τη μια πλευρά έγραφε: «ΐΠαρακολούθησις - έπαγρύπνησις. Αστυνομικός ε­ πιθεωρητής Ιαβέρης». Κι* απ' τήν άλλη: «Μετά τήν έκπλήρωσι τής αποστολής του, νά έξακριβώση άν πράγματι ένεφάνησαν κακοποιά στοιχεία στην δεξιά όχθη του Σηκουάνα πλησίαν τής Γέφυ­ ρας». Τον σήκωσαν όρθιο και τον έδεσαν σ5 ένα στύλο. ^ Τό ρολόϊ του και κάτι χρυσά νομίσματα πού είχε δεν του τά πείραξαν. Ό Γαβριάς ζύγωσε τον αστυνόμο καί του σφύριξε στ’ αυτί: — Τό ποντίκι έπιασε τον γάταρο! Ό Ιαβέρης δεν είχε βγάλει λέξι. Τον έβγαλαν έξω στο οδόφραγμα και τον έδεσαν πάλι εκεί πέρα σ’ έναν πάσαλο. Οι έπαναστάτες έτρεξαν περίεργοι κοντά. — Είναι ένας μυστικός, τούς εξήγησε ό Ένζολορά. Καί στον ίδιο είπε: -— Θά τουφέκι σθήτε λίγα λεπτά πριν κυριευθή τό οδόφραγμα. — Ό Ιαβέρης ρώτησε ψυχρά: — Γιατί όχι αμέσως; — Κάνουμε οικονομία στα βόλια. — Μπορείτε νά τελειώνετε με μιά μαχαιριά. ^— Αστυνόμε, είπε αυστηρά ό Ένζολορά, κάνετε λάθος. Είμαστε δικαστές κΓ όχι δολοφόνοι. Ό Γαβριάς έφυγε νά έκτελέση τήν αποστολή του. ΕΝΑΣ ΘΑΝΑΤΟΣ 1 Ο ΡΟΛΟΙ* του Σαίν Μερρύ είχε χτυπή­ σει δέκα. Οι άντρες στο οδόφραγμα περίμεναν. Σκυθρωποί, σιωπηλοί, αποφασισμένοι. Μέσα στή σιγή εκείνη, ακούστηκε ξάφνομ ένα εύ­ θυμο τραγούδι, άπό φωνή νεανική:


Φ"

«*

ϊ

»

ί

(* #

ιλαρακο μου Μττονοω,

-

'■· '

-Γ-' -- >£*,>-».·»·

(^Αρπαξα γερό συνάχι) στείλε κάποιον από δώ, νά του πώ περί τη μάχη! Πλησιάζουν κατά δώ κι" έχουνε γαλάζια χλαίνη κι* έχουν, φίλε μου Μπονδώ καί μπαλάσκα φουσκωμένη! — Είναι, ό Γαβριάς!, μουρμούρισε ό Ένζολορά. Μάς προειδοποιεί... Μέ μιά τρεχάλα τό παιδί βρέθηκε πάλι μέσ’ τό ο­ δόφραγμα καί πήρε τό τουφέκι του Ιαβέρη. Πήραν κΓ ο! άλλοι τά όπλα τους. Ό Μάριος ήταν εκεί, ανάμεσα στους φίλους του, αποφασισμένος νά τη ρήση τον λόγο που είχε δώσει στην αγαπημένη του... Σαραντατρείς επαναστάτες όλοι - δλοι μέ πρωτό­ γονο οπλισμό, περίμεναν αμίλητοι τις χιλιάδες των αντιπάλων. Πέρασαν ακόμα μερικές στιγμές κΓ υστέρα ακού­ στηκε βαρύς ρυθμικός βηματισμός, νά πλησιάζη προς τό μέρος τους, από την άλλη άκρη του δρόμου. Μές τό σκοτάδι, φανερώθηκε ένα ολόκληρο δάσος από λε­ πτές κάθετες γραμμές - ήταν οί ξιφολόγχες τών στρα­ τιωτών. Στάθηκαν. Μιά φοονή διέσχισε τη νύχτα καί τή σιωπή: \ φ Τ ις ε,'\ — Γαλλική Έπανάστασι!, απάντησε βροντερά ό Ένζολορά. -— Πυρ!, διέταξε ή φωνή. Μιά ομοβροντία τρομερή ξέσπασε πάνω στο οδό­ φραγμα. Ή σημαία που είχαν στήσει οι επαναστάτες, κό­ πηκε κΓ έπεσε. — Ποιος θά Εαναμπήξη τή σημαία στο όδόφραγμα; φώναξε ό Ένζολορά. Κανείς δεν άποκρίθηκε. Πετάχτηκε τότε ανάμεσα στά χαλάσματα ένας γέρος. Ήταν ό κύριος Μαμπέφ. "Αρπαξε τή σημαία από τό σπασμένο κοντάρι καί σκαρφάλωσε πάνω στον σωρό τ’ άλλσπρόσαλλα άν-


τικείμενα, πού ^ σχημάτιζαν το οδόφραγμα. ,— Ζήτω ή έπανάστασις!, φώναξε μ* όλη του τή δύναμι, μπήγοντας τό κοντάρι. —( Κατεβήτ’ από κεΐ πέρα!, ήρθε σ’ άπάντησι ή ίδια ή φωνή, πού είχε κραυγάσει το «τις εΐ». — Ζήτω ή Έπανάστασι!, ξανάπε άγρια ό Μαμπέφ. — ΠϋρΙ Μια δεύτερη ομοβροντία τράνταξε τον δρόμο κΓ ό γέρος κατρακύλησε κάτω. Ή μάχη άρχισε άγρια. Οι στρατιώτες ώρμησαν αποφασισμένοι νά καταλά­ βουν μια ώρα γρηγορώτερα τό πρόχειρο οχύρωμα. Οι δυο - τρεΐς πρώτοι πήδηιξαν κιόλας μες στο ο­ δόφραγμα. Ό πιο μεγαλόσωμος απ’ αυτούς, ένας άληθινός κολοσσός βάδισε κατά τού Γαβριά. "Ατρομο τό παι­ δί, σήκωσε τό βαρύ τουφέκι του Ιαβέρη σημάδεψε και πάτησε τή σκανδάλη. Δεν έγινε τίποτα. Ό άστυνόμος δεν εΐχε γεμίσει τό δπλο. Ό στρατιώτης γέλασε τρομακτικά και ύψωσε τό τουφέκι μέ τήν ξιφολόγχη ,πάνω από τό παιδί. Λεν πρόλαβε όμως νά τό ξανακατεβάση. Μιά σφαίρα πού προερχόταν απ’ τό πιστόλι του Μάριου, τον βρήκε άνάμεσα στά μάτια και τον τίναξε πίσω. Ό Μάριος μέ τό δεύτερο πιστόλι, γκρέμισε σχεδόν ταυτόχρονα έναν άλλο στρατιώτη, πού ετοιμαζόταν νά πυροβολήση από πίσω τον Κουρφεράκ. Φάνηκε μ* αλ* αυτά πώς οι υπερασπιστές του οδο­ φράγματος θά λύγιζαν γρήγορα. Οι στρατιώτες πολλαπλασιάζονταν σάν δαίμονες. "Αξαφνα δμως άκούστηκε μιά τρομερή φωνή, πού σκέπασε κάβε άλλον θόρυβο: — Υποχωρήστε, άλλοιώς τινάζω τό οδόφραγμα! *Ηταν ό Μάριος πάλι. "Εντρομοι τον εΐδαν οί έθνοφρουροί, πάνω από ένα βαρέλι μπαρούτι, μέ μιά δάδα στο χέρι. Ολοι πάγωσαν. Μιά στιγμή σιωπής καί ακινησίας. "Υστερα ένας λοχίας φώναξε: — θ’ άνατινάξης καί τον έαυτό σου μαζί! Ό Μάριος άποκρίβηκε ξερά: — "Ετσι φαίνεται! Καί ζύγωσε τή φλόγα στο βαρέλι, ιιρ


Μόνο πού δέν υπήρχε πια κάνεις από τους εχθρούς πάνω στο όδοφραγμα. Ό Κουρφεράκ, ό Γαβριάς κι* οι άλλοι, περιτριγύ­ ρισαν^ τον νέο^ γεμάτοι ευγνωμοσύνη. ^ Ό Μάριος για νά τούς^άποφύγη, προχώρησε προς τό μικρό οδόφρα­ γμα που είχε στήσει για νά ύποστηρίζη τά νώτα του μεγάλου, ζαφνικά, ακούσε μιά' φωνή και σκύβοντας έκπληκτος είδε έναν όγκο νά κινήται κάτω στη γη. Γονάτισε. — Έπονίνα!, ψέλλισε έκπληκτος. Πώς βρίσκεσαι εδώ; Τΐ^ κάνετε; —■ Νά... Πεθαίνω!, του απάντησε μέ ασθενική φωνή. — Πληγωθήκατε!, μούγγρισε ό νέος ταραγμένος. Θά σάς μεταφέρω... Πήγε νά τήν πιάση καθώς μιλούσε κΓ εκείνη ξε­ φώνισε αδύναμα. — Πονέσατε; — Λίγο..% — Μόνο τό χέρι σας άγγιξα. Τι βλέπω; Είναι τρυπημένο από σφαΤρα; Μά πώς; — Δέν είδατ5 ένα ντουφέκι πού σάς σημάδευε; τραύλισε ή κοπέλλα. Θυμήθηκε σάν σέ όνειρο πώς^ πραγματικά τήν ώρα τής μάχης και καθώς κουβαλούσε τό βαρέλι μέ τό μπαρούτι στο ^οδόφραγμα, κάποιος στρατιώτης έτοιμαζότοτν νά τοΰ ρίςη και τότε ένα χέρι πετάχτηκε καί του βούλωσε τήν κάννη. — Τό δικό σας χέρι!, έκανε μέ γουρλωμένα μάτια. Καημένη μικρή! Πάλι καλά πού δέν πληρώσατε α­ κριβά τήν τρέλλα σας. Θά σάς πάω νά σάς τό δέ­ σουν. Δέν πεθαίνει κανείς άπό ένα τρύπημα χεριού. — Ή σφαΤρα πέρασε τό χέρι καί τό στήθος μου, ψιθύρισε ή Έπονίνα ήσυχα. Βγήκε άπό τήν πλάτη μου. Καθήστε κοντά μου... Υπάκουσε σαστισμένος. Άκούμπησε αυτή τό κεφά­ λι της στά γόνατά του. — Τί καλά πού είμαι τώρα!, ψέλλισε. Δέν πονώ πιά. "Έγινε σιωπή. Ό Μάριος ήταν πολύ άναστατωμένος καί έκπληκτος, γιά νά πή έστω καί μιά λέξι. Ή νέα ξανάπε: -— Δέν τό καταλάβατε ποτέ, κύριε Μάριε·.. Μέ πεί­ ραζε πού πηγαίνατε σ’ εκείνον τόν κήπο,., Τί κουτα-

111


μαρα! Κ·ι* όμως έγώ σας ώδήγησα... "Εμένα μέ βρί­ σκατε άσχημη - ψέματα;... Τώρα είστε κι" έσεΐς κα­ ταδικασμένος... Και πάλι έγώ σάς ειδοποίησα πώς σάς θέλουν στο οδόφραγμα... "Ηθελα νά π εθάνετε. Κι" όταν είδα νά σάς σημαδεύουν... σήκωσα το χέρι καί... Τι παράξενο! Σώπασε λαχανιασμένη. Ό Μάριος την άκουγε κατάχλωμος, παγωμένος. ν.υνεχισε: — Τόκανα γιατί ήθελα νά πεθάνω πρίν από σάς... Σάν χτυπήθηκα, σύρθηκα ώς εδώ καί σάς περί μένα. "Ηξερα πώς θάρθετε... "Εκανα μεγάλο κουράγιο γιά νά σάς περιμένω... Δάγκωνα τη μπλούζα μου άπ" τούς πόνους... Τώρα δεν πονώ καθόλου. Θυμάμαι τά πουλιά στο βουλεβάρτο... Είμ" ευτυχισμένη. Θά πεθάνουν άλοι... Ό Μάριος την παρατηρούσε μέ βαθειά λύπη. "Ακούστηκε από μακρυά μιά παιδική φωνή πού τραγουδούσε χαρούμενα. — Αυτός είναι!, ψέλλισε ή Έπονίνα. Δεν πρέπει νά μάς δή. Θά μέ μαλλώση! Ό αδελφός μου! — Ποιος είναι ό αδελφός σας; ρώτησε ό Μάριος πού δέν μπορούσε νά ξεχάαη ποτέ τή διαθήκη τού πατέρα του γιά το Θερναδιέρο. — Ό μικρός... — Αυτός πού τραγουδάει; — Μάλιστα... Ό νέος έκανε νά τιναχτή. Ή "Επονίνα τρόμαξε. — '?Ω, μή: φεύγετε!, παρακάλεσε. Δέν αργώ πιά... Καί πρόσθεσε παράξενα: — Άκούτε... Δέν θέλω νά σάς γελάσω... Έγώ σκόλασα... "Έχω στήν τσέπη μου ένα γράμμα ποϋναι γιά σάς. Δέν ήθελα νά φτάση στά χέρια σας... Ούτε τώ­ ρα θέλω καί σάς τό δίνω. Πάρτε το..% Τού έβαλε μόνη τό χέρι της εκεί πού ήταν τό γράμ­ μα. Χαμογέλασ" ευχαριστημένη. — Τώρα θέλω τό λόγο σας γιά κάτι, τραύλισε. — Τί πράγμα; — I ώρα πού θά πεθάνω... Νά μέ φιλήσετε στο μέ­ τωπο... Μού φαίνεται πώς ήμουν λίγο ερωτευμένη μα­ ζί σας. Μή μού κρατάτε κακία... Προσπάθησε νά χαμογελάση καί ξεψύχησε.

112


— Είστε ελεύθερος, είπε ό Γιάννης

'Αγιάνινης.

/

Ό Μάριος εσκυψε και τή φίλησε απαλά στο μέτω­ πο, αποχαιρετώντας έτσι τη δυστυχισμένη ψυχή της. Ο ΓΑΒΡΙΑΣ ΛΟΓΑΡΙΑΖΕΙ I Ο ΓΡΑΜΜΑ έλεγε: «•Πολυαγαπημένε μου - είναι φοβερό αλλά ό πα­ τέρας θέλει να φύγωμε αμέσως. "Απόψε θά είμαστε στην οδό Ντόμ - 'Αρμέ 7. Σέ οχτώ μέρες θά πάμε στην "Αγγλία. ΤΙΤΙΚΑ - 4 "Ιουνίου».

Εύκολο να καταλάβη κανείς τί είχε συμβή. Ή Έπσνίνα ήθελε νά πετύχη δυο πράγματα: Νά χαλάση τά σχέδια του πατέρα της και των συντρό­ φων του, πού είχαν στο μεταξύ δραπετεύσει απ’ τή φυλακή κι" ήθελαν νά ληστεύσουν τό σπίτι του Γιάν01 ΑΘΛΙΟΙ

9


νη Αγιαννη, καί ταυτόχρονα νά κάνη τον Μάριο νά χάοη τά ίχνη της αγαπημένης του. Γι’ αύτό εΐχε ντυθή αντρικά και πηγαίνοντας στο σπίτι· του ιΑγιάννη, εΐχε-ρίξει ένα σημείωμα μέ μιά λέξι μονάχα: «ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΤΕ». Αυτό τό σημείωμα είχε κάνει τον 'Αγιάννη ν’ άποφασίση τη μετακόμισι. Δεν έφυγε όμως ή Έπονίνα καί περίμεν’ εκεί απ’ όξω. ^ "Οταν ό Γιάννης 'Αγιάννης ανακοίνωσε την άπόφασί' του νά φύγουν αμέσως, ή Τιτίκα έψαξε νά βρή τρό­ πο νά ειδοποίηση τον Μάριο που βά πήγαιναν. Ή Έπονίνα τό είχε προβλέψει αυτό. Γ Γ αυτό έ­ μεινε κΓ ήταν τό πρώτο πρόσωπο που άντίκρυσε ή Τιτίκα βγαίνοντας άπτ’ τό σπίτι. Πήρε πέντε φράγκα απ’ αυτήν, γιά νά ρί'ξη τό γράμμα, που ό Μάριος κρα­ τούσε αυτή τη στιγμή στά χέρια του καί τό γέμιζε φιλιά., Σκέφθηκε πώς δεν του άπόμεναν παρά μονάχα δυο πραγματα πια: Νά είδοποιήση γιά τον θάνατό του την Τιτίκα καί νά σώση τη ζωή τοϋ Γαβριά πού άν έμενε στο όδόφραγμα στην έπόμενη έπίβεσι, πού δέν θ’ άργουοε νά γίνη, θάταν οπωσδήποτε χαμένος. Βρήκε τρόπο νά τά κάνη καί τά δυο μαζί. ’Έπιασ’ ένα χαρτί, έγραψε τη διεύθυνσί της κΓ από κάτω: «Λέγομαι Μάριος Πονμερσύ. Τό πτώμα μου θά μεταφερθή στον παπου μου κ. Ζιλνορμάν οδός Φίγ ντύ Καλβέρ 7. Δέν μπόρεσα νά πετύχω τον γάμο μας». Δίπλωσε τό χαρτί καί φώναξε τον Γαβριά: -— Θά μου κάνης μιά χάρι; —- "Ο,τι ναναι, κύριε Μάριε. "Αν δέν^ εΤσαστε του λόγου σας... τώρα δέν θάμουνα ούτε του λόγου μου! — Βλέπεις αυτό τό γράμμα; — Βέβαια τό βλέπω. —Π άρτο λοιπόν καί βγες απ’ τό οδόφραγμα (ό Γαβοιάς έπιασε νά ξύνεται νειιάτος άνησυνία σ' αυ­ τά τά λόγια) καί σύοιο τό ποωΐ νά τό δώσηο στη διεύθυνσί πού λέει απάνω, στη δεσποινίδα Τιτίκα Θερσανέμη. — Χμ... Μά θά επιτεθούν στο οδόφραγμα καί θά λείπω!, άπάντησε ό ήρωϊκός Γαβριάς. — Αποκλείεται νά κάνουν άλλη έπίθεσι απόψε. Δέν θά τό κάνουν πριν χαράξη καί δέν θά νικήσουν 114


πριν απ’ τό μεσημέρι. — Καλά... Πηγαίνω αύριο τό πρωί τό γράμμα. — Θάναι αργά, γιατί θάχουν περί κυκλώσει τό ο­ δόφραγμα. Τράβα τώρα. Ξανα)ξύθηκε ό Γαβριάς κΓ είχε ένα ύφος αξιολύπη­ το. Στο τέλος είπε: — Σύμφωνοι. ΚΓ έφυγε τρέχοντας αλλά μέ τό μυαλό του λογά­ ριαζε άλλα: «Ή οδός Ντο μ5 - Αρμέ εΐναι κοντά. Θά τρέίξω αυ­ τή τη στιγμή και θά ξαναγυρίσω». Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓ ΙΑΝΝΗΣ ΚΓ Ο ΓΑΒΡΙΑΣ " *ίί ΤΟ καινούργιο σπίτι πού πήγε ό Γιάν­ νης 'Αγ ιάννης^ είχε ησυχάσει κάπως, γιατί τις τελευ­ ταίες μέρες είχε δή καμμιά^- δυο φορές στον δρόμο τον Θερνοτδιέρο κΓ άνησυχούσε γιά τήν Τιτίκα. Μετά τό φάί ή κόρη του πήγε νά κοιμηθή. Φαινόταν πάρα πολύ άκεφη άλλά ό Γιάννης 'Αγιάννης τό άπέδωσε στή μετακόμισί τους. Ή Τούσα, ύ υπηρέτρια πού μάζευε τά πιάτα, του­ πέ σέ μιά στιγμή: — Χτυπιούνται στο Παρίσι, κύριε. Έγιν’ έπανάστασι! Δέν έδωσε σημασία. Δέν τον ένδιέφεραν αυτά. Γ Γ αυτόν, πατρίδα, Κυβέρνησι λαός, οικογένεια, ήταν ή Τιτίκα. Σηκώθηκε κΓ άρχισε νά πηγαινοέρχεται στο δω­ μάτιο, λογαριάζοντας τις λεπτομέρειες του ταξιδιού τους στήν Αγγλία, πού θά τούς γλύτωνε οριστικά α­ πό κάθε κίνδυνο. Ξοοφνϋκά, δμως τον χτύπησε ή Μοίρα γιά μιά ακό­ μη φορά, όπως τόσες άλλες στή ζωή του. Πάνω στο γραφείο τής νέας, τά μάτια του έπεσαν στήν τύχη, στο στυπόχαρτο, πού είχε μεταφέρει μαζί μέ τά χαρ­ τιά τής αλληλογραφίας της. Μ5 αυτό είχε στεγνώσει τό γράμμα πού έστειλε στον Μάριο καί ό Γ ιάννης 'Αγιάννης τό διάβασε πάνω στο στυπόχαρτο μέ τή βοή­ θεια ένός μικρού καθρέφτη. Ή άποκάλυψις πώς ή λατρευτή του κόρη ήταν ε­ ρωτευμένη, πώς άποκαλουσε «άγαπημένο της» έναν


άλλον άντρα, τον χτύπησε σαν κεραυνός. Τρέκλισε καί σωριάστηκε σέ μια πολυθρόνα. Θυμό­ ταν καλά τον νέο πού τούς παρακολουθούσε στο πάρ­ κο. Ήταν βέβαιος δτι ήταν εκείνος πού τοΰκλεψε την αγάπη τής Τιτίκας. Ή Τούσα ξαναπέρασε από μπρος του καί τη ρώ­ τησε μέ^φωνή^πού έτρεμε:

— Σέ ποιο μέρος; — Τΐ πράγμα, κύριε; — Είπες πώς χτυπιούνται... Σέ ποιο μέρος; — ”Α, μάλιστα... "Απ' τη μεριά, λέν, τού Σαίν Μερρύ. Ό Γιάννης Άγ ιάννης κατέβηκε τον δρόμο καί κάθησε στο κατώφλι τής πόρτας του. Εΐχε νυχτώσει κι* ήταν ερημιά. -αφνικά, ακούσε βήματα κι* είδε νά ζυγώνη ένα παιδί. *Ηταν^ό Γαβριάς. Κυττοΰσε τό σπίτι άπ3 τά θεμέλια ως τα κεραμί­ δια, σαν κάτι νάψαχνε. Σά βαρέθηκε φώναξε: — Φτοΰ, νά τό πάρ3 ό διάβολος !^ — Τί τρέχει μικρέ; ρώτησε ό Γιάννης ιΑγιάννης. ( — Τρέχει πώς ψοφάω τής πείνας!, απάντησε ό Γαβριάς στά γρήγορα. Καί πρόσδεσε προσβλημένος: — Μικρός είσαι καί φαίνεσαι! "Αρπαξε μιά πέτρα, την τίναξε^ κΓ έσπασε τό μο­ ναδικό φανάρι πού φώτιζε τό στενός — Φανάρια!, έκανε περιφρονητικά. Δεν ξέρατε πώς αυτό είναι παράβασι; Μπράβο,^γερο - δρόμε! Πιο ωραίος είσαι μέ τό νυχτικό σκούφο σου! — Τό καημένο, πεινάει!, μουρμούρισε μέσ3 απ’ τά δόντια του ό Γιάννης 'Αγιάννης. ,Καί βγάζοντας ένα πεντόφραγκο τού τδδωσε.^ Ό Γαβριάς κάτι κατάλαβε καί σάστισε. Τέτοιο βαρύ νόμισμα δεν θυμόταν νάχε ξαναπιάσει. —- Γιά δες τύχη!, ψέλλισε όταν τδφερε κοντά στά μάτια του. Μούμελλε νά δω καί πεντόφραγκο πριν τά κακαρώσω! -αφνικά δμως άπλωσε μ3 ακαταδεξία την παλάμη του μέ τό νόμισμα επάνω. — Πλουτοκράτη!, φώναξε τού γέρου. Γουστάρω καλύτερα νά σπάω φανάρια! Δωροδοκίες σ3 έμενα, δεν περνάνε!


— *Έχεις μητέρα; τον ρώτησε ό Γιάννης "Αγίαννης. — Αέν^ αποκλείεται! — Κράτησε λοιπόν αυτά τά χρήματα νά τής τά δώσης. Ό Γαβριάς μαρμάρωσε. Πρόσεξε καί πού δεν είχε καπέλλο ό άλλος κι" αυτό του ένέπνευσε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη. — Μωρέ μποϋψος ποΰμαι!, έκανε. "Ώστε δεν μου τά δώσατε γιά νά μη σπάω φανάρια; — Σπάσε δσα^ σ’ αρέσει, τουπέ ό 'Αγιάννης. — Στο Χριστό σας! Είστε σπουδαίος κύριος!, φώναξ, ό Γο:βριάς. "Έβαλε τό πεντόφραγκο στην τσέπη καί, γεμάτος εμπιστοσύνη πιά, ^ξανάπε: — Αώ κοντά κάθεστε; — Νσί. — -έρετε ποΰναι τό νούμερο 7; — Τί νά τό κάνης; — Νά... έτσι!, άπάντησε ό Γαβριάς ανησυχώντας άξαφνα. λ λ λ Μιά έμπνευσι ήρθε του Γιάννη 'Αγιαννη και ρώ­ τησε: — Μήπως μου φερνής τό γράμμα πού περιμένω; — ΤΩρες είναι νάστε καί γυναίκα! — Τό γράμμα είναι γιά τη δεσποινίδα Τιτίκα ναί; χ , — Μπράβο! Αυτό τό άκαταλαβίστικο όνομα, εχει είπε ό Γαβριάς.^ — Λοιπόν, δόστο μου. — Θά ξέρετε πώς μέ στέλνουν απ’ τό οδόφραγμα αφού είναι έτσι... — "Ασφαλώς. — Ό Γαβριάς έβγαλε τό χαρτί καί χαιρέτησε στρατιωτικά. — Παρακαλώ, σεβασμός στο έγγραφο. Είναι απ’ την προσωρινή κυβέρνησι! — Αόστο μου, ξανόατε ό Γ ιάννης "Αγιάννης. — Μη σάς περνάει ποΰναι κανα - ραβοισάκι. Ε­ μείς πολεμάμε αλλά σεβόμαστε τό άλλο φύλο! — Δόστο. — αέρετε... σάς κόβω πώς είστε καλός άνθρωπος. — Δόστο γρήγορα. — Πάρτε το. '*.·.♦ * '


Και τουδωσε τό χαρτί.

Ό Γιάννης ιΑγ ιάννης ρώτησε: — Στο Σαιν Μερρύ πρέπει νά σταλή ή άπάντησι; — 0α τα σαλατοποιήσετε άμα τή στείλετε εκεί που λέτε, φώναξε ό Γαβριάς. Τούτο τό γράμμα προέρ­ χεται άττ' τό όδόφραγμα τής οδού Σενβρερί. ΚεΤ πέ­ ρα πάω τώρα, άλλα δεν έχω καιρό για άπαντήσεις! Κοεληνύχτα, πολίτα! Τάβαλε στα πόδια και σέ μισό λεπτό, άκοόστηκε απόμακρα ό ήχος ενός φαναριού πού έσπαζε. ^ Ό Γ ιάννης Αγ ιάννης γύρισε επάνω και διάβασε τό γράμμα τού Μάριου·. — «Τό πτώμα μου θά μεταφερθή στον παποΰ μου!», ψέλλισε και τα μάτια του άστραψαν από ά­ γρια χαρά. "Ωστε ή λύσις είχε έρθει πιο γρήγορα άπ5 δ,τι μπορούσε νά έλπίση. Έκεΐνος πού τού κατέστρεφε τη χαρα τής ζωής του, έφευγε μόνος του άπ5 τή μέση. Χωρίς ό Γιάννης 'Αγιάννης νά κάνη τίποτα ένοοντίον του, θά πέθαινε... «θά πεθάνη... Μάλιστα... Δεν πέθανε άκόμα!» σκέφτηκε. «Σίγουρα τό γράμμα γράφτηκε γιά νά τό διαβάση ή Τιτίκα τό πρω'Γ. Ό μικρός εΐπε πώς έρχεται άπ’ τό όδόφραγμα και δεν άκούστηκε τίποτ’ άπό τό­ τε... Ούτε θά έπιτεθούν πριν άπό τά χαράματα, φαν­ τάζομαι... Μπά... Δεν έχει νά κάνη. Κάνεις δεν θά γλυτώση άπό κεΐ μέσα... Είναι πιασμένος καλά! Δεν χρειάζεται παρά ν’ άφίσω τά γεγονότα νά τραβήξουν τον δρόμο τους... ’Αδύνατο νά γλυτώση... Δέν πέθανε, μά θά πεθάνη... *Ω, ναί, θά πεθάνη όπωσδήποτε. Τι ευτυχία!» Μόλις έκανε αυτή τή σκέψι, έγινε κατάχλωμος. "Υστερα κατέβηκε καί ξύπνησε τον θυρωρό. Ύστερ’ άπό μιά ώρα έβγαινε στον δρόμο μέ τέλεια άμφίεσι έθνσφυλακος, ένα γεμάτο τουφέκι καί μπαλάσκα γεμάτη κΓ έκείνη μέ φυσίγγια. "Οταν έφτασε στο" όδόφραγμα όπου ό Γιάννης *Α~ γιάννης παρουσιάσθηκε ώς έθελοντής, ό Ένζολορά, πού ήταν άρχηγός καταλαβαίνοντας πώς δεν θάμενε κανείς ζωντανός ύστερα άπό τήν έπίθεσι, διέταξε τούς οικογενειάρχες ν' άποχωρήσουν. Μέ πολύ μεγάλη δυ­ σκολία κατάφερε νά τούς πείση. -εδιάλεξαν πέντε πού τούς υποχρέωσαν νά φύγουν. Υπήρχε δμως πάλι μιά δυσκολία, γιατί είχαν μόνο )

1 !Ρ

'

I

'

!

»

·

1

*1


τέσσερις στολές έθνοφυλακων . και χωρίς αυτές 6έν μπορούσε νά ξεμυτίση κανείς, γιά νά ξεγελάση τους αντιπάλους. Ό Γιάννης 'Αγ ιάννης λοιπόν έδωσε τή στολή του γιά νά γλυτώση κι* 6 πέμπτος άπό τους ανθρώπους εκείνους^ Ό Μάριος έκπληκτος τον αναγνώρισε. ΕΞΩ ΑΠ’ ΤΟ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑ 0 ΕΝΖΟΛΟΡΑ περνούσε άπό τον πάσσα­ λο πού ήταν δεμένος ό Ιαβέρης. — Πάτε θά μέ σκοτώσετε; ρώτησε ό αστυνόμος. — Τώρα δεν υπάρχουν φυσέκια, απάντησε σκυ­ θρωπά ό Ένζολορά. Ζήτημα άν Θάχωμε νά ρί'ξωμε ά­ πό δυο - τρία ό καθένας. Ό Γαβριάς ήταν έκεΐ κοντά κι* ακούσε αυτή την κουβέντα. — Τίποτ’ άλλο; ρώτησε ό Ένζολορά τον αιχμά­ λωτο. — Δεν-ήταν σωστό νά μ* άφήσετε αλη νύχτα πάνω σ’ αυτό το παλούκι, ορθιον είπε 6 άστυνόμος. Προ­ τιμούσα νάμουνα ξάπλα σαν εκείνον κεΐ. ΚΓ έδειξε το πτώμα του Μαμπέφ. Ό άρχηγός των επαναστατών διέταξε νά τον δέ­ σουν πάνω στο τραπέζι, μέσα στην ταβέρνα. Την ώ­ ρα πού τον περνούσαν άπό την πόρτα, άντίκρυσε τον Γιάννη 'Αγιάννη καί χωρίς νά ταραχτή καθόλου, είπε μόνο: — Πολύ φυσικό... — Στο μεταξύ ό Μάριος είδε τον Γαβριά. Του άνέβηκε τό αΐμα στο κεφάλι. — Τί ζητάς, σύ εδώ πέρα; φώναξε θυμωμένος. — "Ο,τι κι* έσεΐς, απάντησε τό παιδί. — Τουλάχιστον έδωσες τό γράμμα; είπε ό Μάριος καταλαβαίνοντας πώς δεν μπορούσε νά κάνη τίποτ1 άλλο. — Μάλιστα. Στον θυρωρό. Ή κυρία θά τό λάβη τό πρωΐ, μέ τό πρόγευμά της! Ό νέος συνδύασε άμέσως στο μυαλό του τον ερ­ χομό του 'Αγιάννη μ5 αυτή την άπάντησι. Τον έδειξε μέ τό δάχτυλο στον Γαβριά. — Γνωρίζεις εκείνον τον άνθρωπο; ρώτησε.

119


— '0χι/ άπτοκρίθηκε τό χαμίνι, πού ^τάαγμά'πκά δεν είχε γνωρίσει τον άνθρωπο πού του πήρε τό γράμ­ μα, μες στο σκοτάδι καθώς είχε σπάσει και τό φα­ νάρι. λ Μόλις ξημέρωσε άρχισε τό τουφεκίδι από τό μέρος τών Εθνοφρουρών, γιατί οι επαναστάτες δεν έρριχναν καθόλου, κάνοντας οικονομία στα πυρομαχικά. -αφνικά, ό Γαβριάς άρπαξε ένα καλάθι καί πήδηξε έξω αττ5 τό οδόφραγμα. Του φώναξαν να γυρίση αλλά δεν ακούσε κανέναν. Ό Κουρφεράκ έβγαλε τό κεφάλι του πάνω απ' τό χαράκωμα καί φώναξε: — Τί κάνεις έκει, ανόητε; — I εμίζω τό κοφίνι μου,πολίτη, δπως βλέπεις! Πραγματικά τό χαμίνι είχε πιάσει εκείνο τό καλά­ θι να γεμίζη μέ φυσίγγια, από τις μπαλάσκες των νεκρών στρατιωτών, πού κοίτονταν στον δρόμο. — Γυρνά πίσω αμέσως! — Δέ^ θ* αργήσω! Καί μ3 ένα πήδημα έφτασε τη μέση του δρόμου. Οί σφαίρες έπεφταν βροχή γύρω του. Ό καπνός Απλωνόταν σάν ομίχλη, κάνοντας τη μέ­ ρα μουντή, σάν ηλιοβασίλεμα. Φαίνεται πώς αυτό τό σκοτείνιασμα τό είχαν λογαριάσει αυτοί πού θά ώδηγουσαν την έπίθεσι κατά του οδοφράγματος καί ό Γαβριάς τό έκμεταλλεύθηκε. "Ετσι πού ήταν καί μικροσκοπικός, είχε γεμίσει τό μισό κοφίνι του χωρίς νά τον δούνε. Έτρεχε μπουσουλώντας στά τέσσερα, γλυστρούσε από τον ένα σκοτωμένο στον άλλον, μέ μιά ευκι­ νησία απίστευτη. Είχε άπομακρυνθή από τό οδόφραγμα καί οι επα­ ναστάτες φοβόνταν νά του φωνάξουν πιά, γιά νά μην τον προδώσουν. Τη στιγμή πού έπαιρνε τά φυσίγγια από τή μπα­ λάσκα ενός νεκρού λοχία, μιά σφαίρα ήρθε καί βρή­ κε τό κουφάρι. — Όρίστε!, ξεφώνισε ό Γαβριάς θυμωμένος. Μου σκοτώνουν τώρα καί τούς πεθαμένους μου!, "Αλλη μιά σφαίρα τίναξε τό λιθόσρωτο δίπλα του. Μιά τρίτη του πέταξε τό καλάθι. Ό Γαβριάς τό άρπαξε καί ^σηκώθηκε όρθιος, για­ τί κατάλαβε πώς τον εΐχαν δή. "Αρχισε νά τράγουδάη, γυρίζοντας προς εκείνους πού πυροβολούσαν: λ

120

,

..

,


Άν είν’ άθλιο αυτό τό μέροζ., φταίει κείνος ό Βολταΐρος! Γιά τά τούβλα του Πλαισώ, _φταίει ό άλλος, ό Ρουσσώ! "Έσκυψε καί ξανάβαλε στο καλάθι ηα φυσίγγια πού είχαν χυθή, χωρίς να παράλειψη ούτ’ ενα. "Υστε­ ρα άρχισε ν’ άδειάζη μια ακόμα μπαλάσκα. Καί τρα­ γουδούσε: Κύριος άν δεν είμαι βέρος, φταίει κείνος ό Βολταΐρος καί πού με θαρρουν μισό, ψταίει^ό άλλος ό Ρουσσώ! Μ;ά σψαΐρα,. που πέρασε κοντά του, δεν κατάφερε τίποτα παραπάνω, από τό νά γέννηση ένα ακόμα τε­ τράστιχο τού Γαβριά: "Άν πεθάνω παρακαίρως, θάναι φταίχτης ό Βολταΐρος. Γ ιά τό χρήμα που μισώ, φταίει ό άλλος ό Ρουσσώ. Ή εικόνα ήταν συγκλονιστική. Ό Γαβριάς χλεύα­ ζε τις τουφεκιές πουπεφταν βροχή πλάι του καί πη­ δούσε άπ" τό ένα μέρος στο άλλο σαν σπουργίτη για νά τις άποφεύγη. Τό καλάθι του είχε γεμίσει μέ φυ­ σίγγια. 01 στρατιώτες από απέναντι γελούσαν καί βάζαν στοίχημα ποιος θά τον πετύχη. Στο οδόφραγμα είχαν μαρμαρώσει αλοι από την αγωνία. Ό Γαβριάς εκείνες τις στιγμές, δεν ήταν παιδί. Δεν ήταν ούτε άντρας.^ *Ηταν ένα παράξενο, μαγεμέ­ νο _στοιχειό, πού πηδούσε πέρα - δώθε. -άφνου τρέκλισε κι" έπεσε. "Απ" τό οδόφραγμα ξεσηκοόθηκε^ένα ομαδικό ξεφωνητό απελπισίας. "Υστε­ ρα τον είδαν ν" ανακάθεται πάλι στο μέρος πού είχε πέσει. "Υψωσε τά δυο χέρια στον αέρα, πρός.τό μέ­ ρος εκείνων πού πυροβολούσαν κι" άρχισε πάλι τό τραγούδι: Σκόνταψα κΓ άς είναι^θέρος. Φταίει κείνος ό Βολταΐρος. Πού θά πάψω νά φυσώ φταίει ό άλλος ό... Μια σφαίρα τον τίναξε καί δεν τον άφησε νά τε­ λειώσει. "Έπεσε μέ τά μούτρα στη γη καί δεν ξανασάλεψε. Μια μεγάλη ψυχή βγήκε από ένα μικρό κορ­ μάκι καί πέταξε πέρα. -121


Η ΕΚΔΙΚΒΣΙΣ Ο ΜΑΡΙΟΣ κι* ό Κουρφεράκ ώ*ρ·μησαν έξω από τό όδόφραγμα. Ό πρώτος έφερε πίσω στην άγκαλιά του τό πτώμα του Γαβριά κΓ ό άλλος τό πα­ νέρι μέ τά φυσίγγια. ^ — Τώρα θάχουμε από δεκαπέντε τουφεκιές ό κα­ θένας !, είπε στους Επαναστάτες και τά μοίρασε. Στο μεταξύ· ό Ένζολορά πλησίασε τον Ιαβέρη. — Δεν- σέ ξέχασα, τουπέ. Και πρόσδεσε αφήνοντας ένα πιστόλι πάνω στο τραπέζι: — Όποιος βγή τελευταίος από δώ, νά τινάξη τά μυαλά αυτοί) του σπιούνου. Μιά φωνή ρώτησε: — Έδώ μέσα; — "Εχεις δίκιο, είπε ό Ένζολορά. Καλύτερα νά μην άνακατευθη τό πτώμα του μέ τά δικά μας. "Ας τον πάνε νά τον έκτελέσουν στο μικρό οδόφραγμα, πίσω..% Εκείνη τή στιγμή παρουσιάστηκε ό Γιάννης Αγιάν νης. Ρώτησε. — Σείς εΐσθε ό αρχηγός; — Ναί. — Μου χρωστάτε μιά χάρι γιά τή στολή; — Βεβαίως. — Ζητώ νά σκοτώσω έγώ αυτόν τον άνθρωπο. Ό Ιαβέρης κύτταξε τον Γιάννη Αγιάννη κΓ είπε ψυχρά: — Σωστό! — Καμ^μιά άντίρρησι; ρώτησε ό Ένζολορά κυττάζοντας όλογυρα. ΚΓ όπως κανείς δέν μίλησε ξανάπε: — Ό αιχμάλωτος είναι δικός σας. Ό Γιάννης Αγιάννης άρπαξε τό πιστόλι καί σή­ κωσε τον λύκο. Αντήχησαν σάλπιγγες κΓ οί άλλοι έτρεξαν έξω. 'Ο Ιαβέρης γέλασε. Τούς κύτταξε πού έφευγαν- και είπε κοροϊδευτικά: — Θαρρείτε πώς τήν έχετε πιο καλά από μένα; Καλά ξεμπερδέματα! Ό Γ ιάννης Αγ ιάννης έλυσε τό σκοινί πού περνοϋ σε από τή μέση του, γιά νά τον κρατάη στο τραπέζι Τον έπιασε από τον γιακά καί τον ανάγκασε νά προ

122


χωρήση. Πέρασαν άπό τό οδόφραγμα. Πέρασαν και τό μικρό προστατευτικό φράγμα και βρέθηκαν όλομονάχοι ατό πλαϊνό στενό. Τα μάτια του Ιαβέρη έ­ πεσαν στη σκοτωμένη Έπονίνα. — Νομίζω πώς τό γνωρίζω αυτό τό κορίτσι, είπε γαλήνια. Ό Γιάννης 'Αγ ιάννης στήλωσε τά μάτια του σ’ ε­ κείνα του ανθρώπου που τον κυνήγησε λυσσασμένα σ’ ολόκληρη τη ζωή του. — Ιαβέρη, είπε. Έγώ είμαι. — 7Ηρθε ή σειρά σου, απάντησε ό αστυνόμος. Ό Γιάννης 'Αγιάννης τράβηξε άπ’ την τσέπη του έναν σουγιά και τον άνοιξε. — Έχεις δίκιο!, φώναξε ό Ιαβέρης. Μια μαχαι­ ριά είναι πιο ταιριαστή γιά σένα! Ό άλλος χωρίς ν’ άνοκριθή του έκοψε γρήγορα τά δεσμά έλευθερώνοντάς τον. Σηκώθηκε όρθιος καί είπε: — Είστε έλευθερος. Ό Ιαβέρης ήταν ψυχρός σάν πάγος. "Ελεγες πώς τίποτα δεν μπορούσε να τον συγκινήση. ΚΓ όμως τούτη τη φορά δεν κατάφερε νά κρυφτή. "Εμεινε α­ κίνητος σάν άγαλμα. Ό Γ ιάννης 'Αγ ιάννης ξανάπε: —. Νομίζοο πώς δεν θά βγω ζωντανός από δω πέ­ ρα. "Αν ωστόσο συμβή κάτι τέτοιο, ή οιεύθυνσί μου είναι οδός Ντόμ - Αρμέ 7. Μένω μέ τό όνομα Θερσανέμης. Ό Ιαβέρης σφύριξε απειλητικά: — Φυλάξου! — Πηγαίνετε,^είπε ό Γιάννης 'Αγιάννης. Ό Ιαβέρης ρώτησε βλοσυρός: — Είπες οδός Ντόμ - "Αρμέ; — Αριθμός έπτά... — Αριθμός έπτά, έπανέλαβε ό άστυνόμος χαμη­ λόφωνα. Κουμπώθηκε, άνασήκωσε τούς ώμους, στράφηκε κι* άρχισε νά περπατάη προς τό μέρος τής ’Αγοράς έχοντας ακουμπισμένο τό σαγόνι στο ένα του χέρι. Ξαφνικά, σταμάτησε καί φώναξε στον Γιάννη *Αγιάννηι π άπό κεΐ πού βρέθηκε: ι /■ *ίΛ I X — Μ αναστατώσατε έτσι! Σκοτώστε με πιοκα­ λά! β

λ

— Πηγαίνετε. ΙΟ*


Χωρίς να τδ καταλάβή δ Ιαβέρης είχε μιλήάέι &ιον πληθυντικό. Γύρισε κι* έφυγε. "Οταν χάθηκε, Τνγιάννης άδειασε τό πιστόλι του στόν^ αέρα και έπέστρεψε στο οδόφραγμα. Είπε στους άλλους: “— Πάει αυτός. Ωστόσο ό Μάριος είχε αναγνωρίσει τον Ιαβέρη, την ώρα πού ό 'Αγιάννης πήγαινε νά τον «έ'κτελέση» Μια κρύα ανατριχίλα τον διαπέρασε σ’ εκείνη τη δήλωσι καί τά μάτια του σκοτείνιασαν. ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ Ι α ΤΥΜΠΑΝΑ ήχησαν έφοδο. Οί στρα­ τιώτες έπετέθησαν μέ τρομακτική σφοδρότητα. ΟΙ γενναίοι υπερασπιστές του οδοφράγματος κρά­ τησαν δσο μπορούσαν αλλά τούς τελείωναν καί τά πυρομαχικά. Ό Ένζολορά κΓ ό Μάριος πολεμούσαν σαν λιον­ τάρια. Ό Μάριος είχε γίνει κόσκινο από τίς σφαίρες, ένώ ό πρώτος δεν είχε πειραχτή. Μιά σφαίρα παραπάνω βρήκε τον Μάριο καί τον ξάπλωσε βαρύ καταγής. Καθώς δλα σκοτείνιαζαν γύ­ ρω του, τού φάνηκε πώς τον άρπαζαν δυο γερά χέ­ ρια. Σκέφθηκε πώς τον είχαν πιάσει αιχμάλωτο και θά τον τουφέκιζαν. "Υστερα σκέφθηκε την Τιτίκα κΓ έχασε τίς αισθήσεις του. ΚΓ ήταν αλήθεια αιχμάλωτος, μόνο δχι των εθνο­ φρουρών αλλά τού Γ ιάννη 'Αγιάννη, πού δεν τον εΐχε Αφήσει απ' τά μάτια του σ’ όλο τό διάστημα τής φοβερής μάχης.^ Μόλις ή σφαίρα τον πέταξε κάτω, χύμηξε επάνω του καί τον πήρε στην αγκαλιά του. Σάν πραγματικό θηρίο έφτασε στη γωνία τού δρόμου, πού σχημάτιζε ένα προσωρινό καταφύγιο από τίς σφαίρες. Άκούμπησε κάτω τον Μάριο καί κύτταξε ολόγυρα. Ήταν χαμένος. Μόλις σκέφθηκε έτσι, έπεσαν τά μάτια του σέ μια σχάρα στό λιθόστρωτο. ^ Αέν είχε καιρό ν’ άναρωτηθή πού έβγαινε. "Ωρυησε την άνασήκωσε^ σήκωσε καί τον Μάριο και βρέθηκε κάτω άπτ* τη γη, Αφήνοντας τη σχάρα νά πέση πίσω του.

124


Μττρδς γου άνοι γάταν Ινα είδος υπόγειου διαδρό­ μου. Βρισκόταν στους υπονόμους του Παρισιού. Μέ τον Μάριο λιπόθυμο πάντα στους ώμους του, άρχισε νά βαδίζη στα σκοτεινά. Ό δρόμος του ήταν ατελείωτος και τρομερός. Πολλές φορές αναγκάστη­ κε νά χωθή ώς τή μέση στον βούρκο για νά περάση όλόκληρες εκατοντάδες μέτρα. Κι5 ούτε γνώριζε αν ό βούρκος δέν βάθαινε παρακάτω, οπότε θάταν χαμέ­ νος. Κάποτε στάθηκε κάτω από μιά άλλη σιδερένια σχάρα. "Εψαξε τον Μάριο, βρήκε τό σημειωματάριό του και τη διευθυνσι του παπού του, κυρίου Ζίλνορμάν. Τόν ξανάπιασε και συνέχισε πάλι. Ό Μάριος δέν έδινε σημεία ζωής·^ Ό Γιάννης ιΑγιάννης ήταν σαν τρελλός κι* οΰτε τον κυττούσε. Θά τόν κουβαλούσε για ώρες, ακόμα κι* άν ήταν νεκρός. Κάποτε παρατηρούσε πώς στη στοά που προχω­ ρούσε τώρα, υπήρχε ένα Θαμπόφωτο. "Έφτασε σέ μιά έξοδο, πού όμως φραζόταν από ένα χοντρό σιδε­ ρένιο κιγκλίδωμα καί τό κιγκλίδωμα αυτό ήταν κλει­ δωμένο. Ή έλευθερία ήταν δίπλα του καί την άνέπνεε μαζί μέ τό φλοίσβισμα τού Σηκουάνα πού περνούσε. Δέν μπορούσε δμως νά βγή. Κάθησε άποκαμωμένος, άκουμπώντας δίπλα του μαλακά τό κορμί τού νέου. ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΥΦΑΣΜΑ ΙΙΪεΣΑ σ’ αυτή την απελπισία, ακούσε μιά φωνή στ’ αυτιά του,^μαζί μέ την αΤσθησι ένός χεριού πού άκουμπούσε στον ώμο του: — Μισά - μισά! 'Όσο κι* άν τού φάνηκε πώς ώνειρευόταν έκείνη τή στιγμή, ήταν ωστόσο πραγματικά ένας άνθρωπος κον­ τά του κι* ό άνθρωπος αυτός ήταν ό^Θερναδιέρος. Ό Γ ιάννης 'Αγ ιάννης είχε τήν πλάτη του στο φως κι* ό άλλος οέν τόν γνώρισε. Μά κι* άλλοι ως νά^γυρνουσε, πάλι δέν θά μπορούσε νά τόν γνωρίση, σκασ­ τή τήν άθλια κατάστασι πού βρισκόταν, γεμάτος βούρκους καί αίματα. Δέν άποκριθηκε.

123


— Μισά - μισό, ξαναπε 6 Θερναδιερός. Σύμφωνοι; — Τί έννοεΐς; — Τον σκότωσες για νά τον ληστέψης!, έξήγησε δείχνοντας τον ακίνητο Μάριο. Δεν σκοτώνει κάνεις στά καλά - καθούμενα. Πλήν δμως έγώ έχω τό κλειδί για έξω. "Αν μού δώσης τα μισά απ’ δσα τού πήρες, σού ανοίγω. Τουδειξε πράγματι τό κλειδί που κρατούσε. Ό Γιάννης 'Αγιάννης ψάχτηκε. Συνήθως είχε χρή­ ματα μαζί- του άλλα βάζοντας εκείνη τη στολή τού έθνοφυλακα, δεν εΐχε πάρει τό πορτοφόλι του. Άναποδογυρίσε τις τσέπες του καί δεν βρήκε παρά ενα χρυσό είκοσόφιραγκο κι* έξη Φράγκα. Ό θερναδ ιερός ξύνισε τά μούτρα του καί τσέπωσε όλα τά λεπτά. — Τον σκότωσες για τρίχες!, είπε δυσαρεστημένος. Ωστόσο άπαξ κΓ έδωσα τό λόγο μου... Όριστε... 3 Από δώ. Τού άνοιξε. Ό Γ ιάννης 'Αγιάννης φορτώθηκε τον Μάριο καί πέρασε τό κιγκλίδωμα. Ό Θερναδ ιέρος κρυφά - κρυ­ φά έκοψ’ ένα κομμάτι ύφασμα άπό τό ρούχο τού νέου. "Οταν οί άλλοι βγήκαν, ξανακλείδωσε άπό μέσα. Ό Γιάννης 'Αγιάννης κουβάλησε τον Μάριο ώς την όχθη τού Σηκουάνα καί τού δρόσισε τό πρόσωπο μέ λίγο νερό. Διαπίστωσε μ3 άνακούφισι πώς ό νέος α­ νάσα ινε άκόμα. Ετοιμαζόταν νά ξαναβουτήξη τό ^έρι του στο νε­ ρό, όταν στράφηκε, γιατί ακούσε κάποιον- πού πλη­ σίαζε. Τον άναγνώρισε άμέσως πώς ήταν ό 3Ιαβέρης. Έκεΐνος δεν μπόρεσε νά γνωρίση αυτόν, έτσι όπως ήταν. Στάθηκε άπό πάνω του καί ρώτησε: — Π ο ιός είστε; — Ό Γ ιάννης 'Αγιάννης, απάντησε ψυχρά. Τό βλέμμα τού Ιαβέρη έγινε τρομερό. — Έπιθεωρητά, είπε ό άλλος, ό νέος αυτός θά πεθάνη άν δεν τον πάω εγκαίρως στο σπίτι του. Σάς παρακαλώ νά μού έπιτρέψετε... Υστερα θάυαι στη διάθεσί σας. — ΤΙ κάνετ’ εδώ καί ποιος εΐν’ αύτός^ — ΓΓ αυτόν σάς έλεγα, ξανάπε ό Γ ιάννης 'Αγιάννη^, πού κατάλαβε πώς ό άστυνόμος ούτε τον είχε άκουσει καθόλου την πρώτη φορά. Σάς ζητώ μόνο νά


μ* άφήσετε νό^ τον μεταφέρω στο σπίτι του. "Έσκυψε και παρατήρησε τον τραυματία ό Ιαβέ­ ρης. — ΤΗταν στο οδόφραγμα ετούτος, εΐπε. Τον φώ­ ναζαν Μάριο... "Έσκυψε κι* επιασε τον σφυγμό του. — Είναι πληγωμένος, μουρμούρισε ό Γιάννης 'Αγ ιάννης. — Είναι νεκρός!, είπε ό "Ιαβέρης. — · "Όχι άικόμα! — Τον κουβαλήσατε άπ’ τό οδόφραγμα ως έδω λοιπόν; Κι" είναι νεκρός... — "Όχι σάς λέω... — Νεκρός!, είπε ξερά ό "Ιαβέρης. Είναι έπαναστάτης κι" άν δεν ήταν νεκρός, θά τον έστελνα νά τον τουφέκιαουν... Είναι τυχερός που πέθανε κι" έτσι μπορείτε νά τον πάτε στους δικούς του... "Έφτασαν νύχτα στο σπίτι τού κυρίου Ζιλνορμάν μέ μιά άμαξα. Ό "Ιαβέρης πήδησε πρώτος και χτύπησε τό βαρύ σιδερένιο χερούλι τής πόρτας. Ήρθε ό θυρωρός μ" ένα κερί. Όλοι κοιμώνταν. Ό Γιάννης 'Αγιάννης μέ τον άμαξά είχαν κατεβά­ σει τον Μάριο άπ" την άμαξα. Ό άστυνόμος ρώτησε αυστηρά τον θυρωρό: — Μένει έδω ένας κύριος Ζιλνορμάν; — Μάλιστα. Τϊ τον θέλετε; -----Τού φέρνουν τον γιό του. Είναι πεθαμένος. Ό Γ ιάννης 'Αγ ιάννης, που έρχόταν πιο πίσω, έ­ κανε νόημα μέ τό κεφάλι στον τρομαγμένο θυρωρό, πώς ήταν ψέματα. Ό "Ιαβέρης ξανάπε: — Πήγε στο οδόφραγμα καί τον σκότωσαν. — Στο οδόφραγμα; έσκουξε ό θυρωρός έτοιμος νά λιποθυμήση. — Μάλιστα. Πηγαίνετε νά ξυπνήσετε τον πατέρα. Αύριο θαχετε δω κηδεία. "Αφησαν τον Μάριο κι" έφυγαν. -αναβρέθηκαν καθισμένοι πλάϊ - πλάϊ στην άμαξα. — Παίρνω τό θάρρος νά σάς ζητήσω άλλη μιά χά~ ρι, έπιθεωρητά, είπε ήρεμα ό Γ ιάννης 4 Αγ ιάννης. — Ποιά; 127


*Αν γίνεται νά άνεβώ στο σπίτι μου για μερικά λεπτά... Γιά τελευταία ψαρά. Ό Ιαβέρης έμεινε αμίλητος κάτι δευτερόλεπτα. Σκεπτόταν. Στο τέλος έσκυψε και φώναξε στον ά­ μαξα: —- Στην οδό Ντόμ - Αρμέ αριθμός 7. ^ Σ' δλο τον δρόμο δεν ςαναπτε λέξι κι* έσφιγγε τά δόντια του. "Οταν σταμάτησε ή άμαξα μπροστά στο σπίτι του Γιάννη 'Αγιάννη, κατέβηκαν και ό Ιαβέρης πλήρωσε τον άμαξα και τον έδιωξε. Ό γέρος σκέφθηκε πώς θά τον πήγαινε υιέ τά πό­ δια στον πλησιέστερο αστυνομικό σταθμό. Χτύπησε την πόρτα πού άνοιξε μετά άπό λίγο. Κύτταξε τον αστυνόμο. —- Καλά, εΐπ" έκείνος. "Ανεβήτε μόνος σας. Και πρόσθεσε μέ μιά παράξενη δυσκολία: -— Σας περιμένω εδώ. Ό Γιάννης 'Αγ ιάννης τον παρατήρησε μερικές στι­ γμές σιωπηλός κι5 απορημένος. *Ηταν κάτι πού δέν το περίμενε ποτέ άπό τον Ιαβέρη. Στο τέλος μπήκε μέσα κΓ ανέβηκε τη σκάλα. Φθάνοντας στο πρώτο πάτωμα έσκυψε και κύτταξε κάτω. Ό άστυνόμος δέν ήταν πιά έκεΐ. Είχε έξαφανιστή Ό Γ ιάννης 'Αγιάννης τάχασε. Ο κ. ΖIΑΝΟΡΜΑΝ ΑΝΕ1Σ δέν τόλμησε νά ξυπνήση τον κύ­ ριο Ζιλνορμάν. Είχαν σηκωθή οί υπηρέτες, είχε ξυ­ πνήσει ή θεία, είχαν φωνάξει τον γιατρό και τον περιποιόταν - μήν^ξέρσντας άπό πού ν’ άρχίση - γιατί ό νέος ήταν γεμάτος πληγές. "Ήθελαν καί δέν ήθελαν, μ" αυτόν τον τρόπο, ξύ­ πνησαν τον παπού, πού κατέβηκε άξαφνα μέ τά νυ­ χτικά του στο σαλόνι, πούχαν τον τραυματία. Μόλις είδε τί γινόταν, άνοιξε διάπλατα τά μάτια καί γιά μιά στιγμή φάνηκε πώς θά σωριαζόταν κάτω. — Ό Μάριος!, τραύλισε. — Κύριε, ψέλλισε ό οικονόμος, ό Μπάσκο, τώρα δά μόλις μάς τον έφεραν... Είχε πάει στο οδόφρα­ γμα··· — ^Σκοτώθηκε!, ούρλιαξε ό γέρος υστερικά. "Ά, τον κακούργο!

128


Κάρφωσε τό βλέμμα του στον άνθρωπο πού περιπο:όταν τον νέο — Κύριε, είστε γιατρός, δεν είν’ έτσι; φώναξε. Πέ­ στε λοιπόν κάτι. Είναι πεθαμένος· - δεν είν’ έτσι; Ό γιατρός τρομαγμένος από τή φριχτή κατάστασι του γέρου, δεν κατάφερε ν" άρθρωση λέξη — Νά το! Είναι νεκρός!, έκανε σάν χαμένος ό παπους. Πήγε και σκοτώθηκε στο οδόφραγμα τό κτή­ νος! Τόκανε επίτηδες για νά μ5 έκδικηθή! "Ά, τό τέ­ ρας! Αλλοίμονο μου! Είναι νεκρός! "Έτρεξε - άν μπορούμε νά τό πούμε έτσι - στο πα­ ράθυρο καί τό άνοιξε τέντα, σάν νά πνιγόταν. "Όρ­ θιος εκεί πέρα, μ5 έξαλλες χειρονομίες, γυρισμένος προς τά έξω, άρχισε νά φωνάζη άγρια στη νύχτα: — Τον έσφαξαν! Τον έκαναν κομμάτια! Κυττάτε πώ£ κατάντησε ό αχρείος! Τοξερε πώς τον περί μένα.. Τοΰχα στολίσει την καμαρούλα του γιά νά ξανάρθη, τούχα βάλει και την εικόνα του - τότε πού ήταν μι­ κρός - πάνω όστ* τό κρεββάτη "Ήξερε πώς δεν είχε παρά νά γυρίση καί νά πή «ήρθα», γιά νά γίνη ο α­ φέντης του έρημου σπιτιού μου. Ναή τόξερες! Είπες όμως: «Δεν πηγαίνω! Ό γέρος είναι βασιλόφρων, δεν πάω σπίτι του!» Καί πήγες στο οδόφραγμα καί σε σκότωσαν. "Από ένα πείσμα! Γιά νά μ" έκδικηθής που σου μίλησα έτσι γιά τον Βοναπάρτη! Αυτό είναι άτιμία! Ό γιατρός ανησύχησε τόσο που άφησε μιά στιγμή τον τραυματία καί ζύγωσε τον γέρο. Τον έπιασε άπ’ τό χέρι. Κείνος τον κύτταξε μέ τά γεμάτα δάκρυα μά­ τια του. — Ευχαριστώ, κύριε, βόγγηξε. Μή φοβάστε, ξέρω νά υπομένω. Είμαι άντρας. Είδα καί τον θάνατο του Λουδοβίκου του 14ου! "Ενα μέ κάνει έξω φρένων: Πώς ολα τούτα προέρχονται από τίς άθλιες εφημερί­ δες σας! Θέλουν ηλίθιους ρήτορες όλο φλυαρία, δι­ κηγόρους, κοινοβούλια, κουβέντες, μόρφωση δικαιώ­ ματα τού ανθρώπου κι" ελευθερία Τύπου. Καί νά πώς φέρνουν τά παιδιά μας στο σπίτι: Μάριε, πόσο άπαίσιο είναι αυτό πού έκανες! Νά πεθάνης πριν από μένα, συμμοοίτη! *Ω, γιατρέ μου, μή θαρήτε πώς είμαι θυμωμένος - παρεξηγήσατε. Δέ θυμώνει κανείς μ" έναν νεκρός Τον έχω μεγαλώσει άπό τόσον δά... Έγώ ήμουν κιόλας γέρος κι" εκείνος ήτοον μωρό... Κι" ήρθε μιά μέρα καί φώναξε: «Κάτω ό Λουδοβίκος ό ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ

9


18ος!» - κι* έφυγε τρέχοντας... Τί φταίω γώ; Τά μαλλάκια του ήταν όλόξανθα - προσέξατε, δλων των παι­ διών τά μαλλιά είναι ξανθά... Δεν είναι παράξενο; Κι5 ό πατέρας του ήταν ένας ληστής. Ή μάνα του πέθανε. Τούτος δώ δεν μπορούσε ακόμα νά πή τό «ρ». Ήταν τόσο ψιλή ή φωνούλα του, πουλεγες ήταν ένα πουλί. Κανείς δεν μπορεί νά κάνη ζάφτι αυτά τά μι­ κρά... Σ’ αρπάζουν την καρδιά καί δεν την ξαναφήνουν... Τούτο ήταν κι* ώμορφο, εΐν5 ή αλήθεια... Τί λέτε τώρα γιά τον Λαφαγιέτ σας καί τούς ρέστους που μου τό σκότωσαν; Πώς θά πεθάνω τώρα έγώ; "Ολο τό Παρίσι γεμάτο μορφονιές κι* αντί νά χαρή τη ζωή του, πήγε σά ζώο νά τό κομματιάσουν. Γιά ποιόν παρακαλώ; Γιά τη Ατομοκρατία! Γιά τά ώραΐα μάτια του στρατηγού Λαμάρκ! Τί καλό είδες από δαυτον τον Λαμάρκ, παιδί μου; "Ένας κουμπουροφό­ ρος κι5 ένας πολυλογάς. Νά πάς νά πεθάνης, γιά έ­ ναν πεθαμένο; Είναι νά χάνη τό μυαλό του κανένας! Πώς νά του τό συγχωρέσω; Πώς θά πεθάνω έρημος έγώ; Ψόφα, γρια^- κουκουβάγια, στη φωλιά σου!... Είμαι εκατό χοονών - είμαι χίλιων χρόνων. Π αρ αγό­ ρασα. Τί του δίνετε καί μυρίζει άμμωνία κυρ - για­ τρέ; Δεν τόνε βλέπετε πούναι πεθαμένος; Κι1 έγώ εί­ μαι πεθαμένος - ποτέ δεν θάκανε μισή τη δουλειά του αύτός έδω. Ή έποχή σας είναι πρόστυχη! "Ολα πρό­ στυχα! Τά συστήματα, οί δάσκαλοι, οί χαζοσυγγρσφεΐς σας κΓ οί ψωροεπ αναστάσεις σας, πού εδώ καί εξήντα χρόνια έχουν κατατρομάξει τά πουλιά! ’Αλλά νά τό ξέρης πώς, άφου στάθηκες τόσο σκληρός ^απέ­ ναντι μου, δέν πρόκειται κι* έγώ νά στενοχωρηθώ ού­ τε τόσο δά γιά τον θάνατό σου - κακούργε! Ό Μάριος άνοιξε ξαφνκά τά μάτια του καί τό βλέμμα του θολό καί πονεμένο καρφώθηκε πάνω στο πρόσωπο του κυρίου Ζιλνορμάν. — Παιδί μου!, οΰρλιαξε ό γέρος. Μάριέ υου!, Α­ γαπημένε μου, μικρέ Μάριε! Θησαυρέ μου! Ανοίγεις τά ματάκια σου καί μέ βλέπεις·. Ζής! Σ’ ευχαριστώ! Καί λιποθύμησε. ΕΝΑΣ ΠΟΥΧΑΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ

Ο

ΙΑΒΕΡΗΣ έφυγε βιαστικά οπτό την οδό Ντόμ Αρμέ καί γιά πρώτη φορά στη ζωή του βάδιζε 130

·'

-····.


μί τά σταυρωμένα τΤιάω κά1 τδ κεφάλι ώκνφτέ. Βυθίστηκε στή σκοτεινιά τών ήσυχων δρόμων. Τά βήματά του τον έφεραν σέ μιά άπό τις γέφυρες του Σηκουάνα, οπτού τό ρεύμα κυλάει τόσο δυνατό, ώστε οι ναυτικοί φοβούνται νά τό περάσουν. Άκούμπησε τούς άγκώνες στο πέτρινο παραπέτο καί στήριξε τό κεφάλι ανάμεσα στις παλάμες του. Βασανιζόταν τρομερά. Άπό τη στιγμή πού^ άφησε τον Γιάννη Άγιάννη έλεύθερο, ένοιωθε πώς εΐχε χάσει τον εαυτό του. Λεν ήταν ποτέ δυνατό νάχε κάνει αυτός ένα τέτοιο πρά­ γμα -κι* όμως τό έκανε -τό θυμόταν καλά. Θυμόταν καί τον κατάδιικο του κάτεργου, νά στέκη γαλήνιος μπροστά του μέ τό τουφέκι στο χέρι έκεΐ στο όδόφραγμα καί νά του λέη: «Πηγαίνετε!» Πώς μπορούσε τώρα έκεΐνος νά τον παραδωση στίς Αρχές; Θοεταν πολύ κακό. Καί πού τον άφησε όμως ήταν τό ίδιο κακό... Στο μυαλό του στροβιλιζόταν ένα χάος από ιδέες πού ποτέ δέν είχαν ξαναπεράσει από κεΐ μέσα. "Αν τον έπιανε τον 'Αγιάννη, θά κατρακυλούσε ό ίδιος χα­ μηλά. "Αν τον άφηνε, ό άνθρωπος του κάτεργου θά υψωνόταν πάνω άπ5 τον Νόμο καί θά τον ποδοπα­ τούσε. "Οποια άπόφασι καί νάπαιρνε, ήταν αποτυχη­ μένος. Εξευτελισμένος. Ώστώρα δέν υπήρξε ποτέ γι’ αυτόν τίποτε άλλο, εκτός άπό νόμους, διατάξεις καί ^διαταγές. Ποτέ ή καρδιά του δέν μπήκε στή μέση νά τον συμβουλεύση γιά τις αποφάσεις πού θάπαιρνε, αφού γι’ αυτές υπήρ­ χαν βιβλία, συγγράμματα καί κανονισμοί, πού έςη~ γούσαν τά πάντα ξεκάθαρα. Τόσκασες άπό τό κάτεργο; Θά ξαναπάς μέσα. Έκανες άγαθές πράξεις στο διάστημά πουσαι ε­ λεύθερος; Θά σέ κρίνουν οί δικαστές, ποδναι δουλειά τους. Ό αστυνόμος δέν έχει άλλο δικαίωμα κι* άλ­ λη ύποχρέωσι άπό τό νά σέ γροπτώση καί νά σέ στείλη σ' αυτούς. Τί πράγμα ήταν αυτή ή καρδιά, πού τολμούσε νά πηγαίνη κόντρα σέ τόσους σοφούς εγκεφάλους, πού μελέτησαν σκληρά γιά νά γράψουν μυριάδες σε­ λίδες γεμάτες νόμους, ώστε νά μην παραλείψουν^τό παραμικρό, πού μπορείς νά συνάντησης στη ζωή; "Ε­ να σιχαμερό έργαλεΐο κεΐ 6ά, πού ρουφάει καί ξερνάει αίμα, ν* άιτειλή ν* άναποδογυρίση τό Σύμπαν! *!■*

·

ι·

— - -λ*;··

ί»


Κι

έκείνό πού τρόμαζε περισσότερό τον Ιαέέρή ήταν τοΟτο: Τί έκοη/ε αυτός ό απόκληρος της ζωής, όταν ανταποδίδοντας τό λυσσασμένο κυνηγητό του, στάθηκε απέναντι του και τουπέ: «Πηγαίνετε»; Τό χρέος του; "Όχι. Σίγουρα κάτι περισσότερο. Τί έκα­ νε ό.ίδιος ό Ιαβέρης, όταν τον άφησε μέ τη σειρά του ελεύθερον; Κάτι πιο πολύ Απ* τό χρέος του κι* εκείνος. Λοιπόν υπήρχε κάτι μεγαλύτερο κι5 από τό Χρέος! Σότν φάντασμα ξεπηδούσε μπρος του ή φοβερή τού­ τη αλήθεια καί τον τρόμαζε. Σιγά - σιγά τρύπωνε μέσα του ό θεός, παραμερί­ ζοντας τον Νόμο πού ήταν Θεός του ως τότε. Μα, άν ένοιωθε ένοχος κι* ήθελε νά υπσβάλη τήν παραίτησί του στον Νόμο, δεν χρειαζόταν άλλο άπό ένα έγγρα­ φο προς την Υπηρεσία. Πώς όμως νά υπέβαλε την παραίτησί του στον θεό; Αφησε τό καπέλλο του πάνω στο πέτρινο παρα­ πέτο καί πήδησε στο κενό. Μιά μαύρη, έφιαλτική φιγούρα καρφώθηκε στά σκο­ τεινά κι’ άνταριασμένα νερά τού Σηκουάνα μ5 έναν παφλασμό. 7

ΒΠΓΟιΝΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΟΥΣ Π ΟΛΑΕΣ μέρες πέρασε μεταξύ ζωής καί

θανάτου ό Μάριος. Τις ίδιες μέρες έμεινε κοντά του ό παπούς του, κύριος Ζιλνορμάν, μόνο πού αυτός ή­ ταν άκόμα πιο βαρειά — άν μπορή νά είπωθή. Τη μέρα πού ό γιατρός, επί τέλους, τού Ανακοίνω­ σε πώς ό νέοο είχε ξεφύγει τον κίνδυνο, ό γέρος έκα­ νε σάν τρελλός: Χοροπηδούσε όλη μέρα, γελούσε κι’ έκλαιγε κεΐ πού καθόταν κι* έπιανε νά τραγουδάη πα­ λιά τραγουδάκια. Φιλούσε τούς υπηρέτες, φώναζε τον Μάριο «κύριο - Βαρώνο» καί ούρλιαζε: —Ζήτω ή Δημοκρατία! "Οσο γιά τον Μάριο, Απ’ τον καιρό πού συνήλθε, δεν έπαυσε ούτε στιγμή νάχη στό μυαλό του, πώς θά ζητούσε άπό τον παπού του νά τού έπιτρέψη νά παντρευτή τήν Τιτίκα κι* έτούτο γιατί δεν μπορούσε παρά νά θυμάται έκεΐνον τον ξεροκέφαλο καί Αδιάλ­ λακτο γέρο πούξερε πάντα. ■'Κι’ έπειδή τελικά δεν μπόρεσε νά βρή τον τρόπο, δέν βάστηξε καί μιά μέρα πού ό παπούς του είχε κα-


§ησει πλάι τουν στήριξε τα δυο χέρια στη μέσή του κα φώναξε με ύφος απειλητικό: - Κύριε, ήθελα νά σάς πω κάτι! - Λέγε το. — Θέλω νά παντρευτώ. — Τό ξέρω. — Τό ξέρετε; — Μάλιστα. Θά την πάρης την μορφονιά σου. Ό Μάριος γούρλωσε τά μάτια. Προς στιγμήν σκέφθηκε πώς ό παποϋς του τρελλάθηκε κι* απτόμεινε ά­ ναυδος. Ό κύριος Ζιλναρμάν, έβαλε τά γέλια και συνέχισε: — Θά την πάρης, κύριε κι5 ας σου παραξενοφαίνεται! Μάλιστα. Τό βλέπω ολοφάνερα πώς λογάριαζες ν’ αρπαχτούμε και πήρες εκείνο ^τό επιθετικό σου ύ­ φος. Έ, λοιπόν όχι. Δέ θά σου γίνη! Είπες μέσα σου: «Ό παποϋς μου - αυτό τό απολίθωμα τής ’Αντιβασιλείας - θ’ άγριέψη, θά βάλη τις φωνές, θά γίνη έξαλλος κι* εγώ τότε θά πολεμήσω γιά την αγάπη μου!» "Όχι! Παραπολέμησες ώς τώρα κι5 είδαμε τό χάλι σου. Θαρείς πώς είναι ηρωικό νά σέ κάνουν κι­ μά στο οδόφραγμα, πλήν όμως είναι μιά αηδία νά σου περιποιούνται όλες εκείνες τις πληγές καί νά σ’ αλλάζουνε τις γάζες μέ τά... Παρντόν. Ή στιγμή εί­ ναι αισθηματική: Θές νά παντρευτής; Παντρέψου! θές τήν Τιτίκα σου; Νά την πάρης! Κι" έγώ αυτό θέλω, νά γίνης ευτυχισμένος! Καί ξαφνικά έβαλε τά κλάματα. Πήρε τό κεφάλι του Μάριου καί τόσφϊξε πάνω στο γέρικο στήθος του. Εκείνος δέν είχε έτοιμαστή γιά τέτοιου είδους άντεπίθεσι καί δέν πρόλαβε νά φυλαχτή. Γέμισαν δά­ κρυα καί τά δικά του μάτια. — Πατέρα μου!, φώναξε. —- "Α! "Ωστε μ3 αγαπάς!, ψέλλισε ό γέρος ευτυ­ χισμένος. Σώπασαν. Ό παποϋς σέ μιά στιγμή έσκουξε. — Τό ξεβούλωσε! Μ3 είπε πατέρα του! Ό γάμος του Μάριου καί τής Τιτίκας έγινε στίς 16 Φεβρουάριου 1833. Ό Γιάννη^ 'Αγιάννης παρουσιάστηκε μ3 έναν έπίδεσμο^ στο χέρι καί δήλωσε ^πώς δέν μπορούσε νά υ­ πογραφή τό γαμήλιο συμβόλαιο. Επίσης τό βράδι αισθανόταν άσχημα καί δέν παρακάθησε στο δείπνο τού γάμου...

133


ή

ΜόΝΑΙΙΑ ΒΝ άλλη μέρα κατά τό μεσημέρι περί-

Ίτου ο άννης 'Αγιάννης χτύπησε διακριτικά την πόρ­ τα τού σπιτιού τού κυρίου Ζιλνορμάνδου. Τού άνοιξε ό Βάσκο καί τον όδήγησε στο σαλόνι. — ^ΓΤώς πηγαίνει τό χέρι τού κυρίου; ρώτησε ευ­ γενικά. —* Καλύτερα. Σηκώθηκε ό κύριός σας; — Ποιος απ' τούς δύο^ Ό παλιός ή ό καινούργιος; —- Ό κύριος Πονμερσύ. — Ό κύριος βαρώνος; ρώτησε ό Βάσκο κορδωμέ­ νος. "Οταν είναι κάνεις βαρώνος, περισσότερο απ’ δλα είναι για τούς υπηρέτες του. "Αντανακλά καί σ’ αυ­ τούς ένα μικρό μέρος από τό φώς αυτού τού τίτλου, πράγμα πού τούς κολακεύει δσο τίποτ" άλλο. — Ό κύριος βαρώνος; ρώτησε ό Βάσκο δεύτερη ψαρά μέ μεγάλο ύψος καί πρόσθεσε: — Πηγαίνω νά ίδώ. Πέρασαν μερικά λεπτά. Ό Γιάννης 'Αγιάννης δεν είχε κουνήσει από τή θέσι πού τον είχε αφήσει ό Βάσκο καί φαινόταν έξαιρετικά χλωμός. ^ Τά μάτια του ήταν χαμηλωμένα. "Ακούσε έναν κρότο στην πόρτα καί αναγκάστηκε νά τ’ άνασηκώση. -—· "Εσεΐς, είσθε, πατέρα; φώναξε ό Μάριος μπαί­ νοντας, μόλις τον είδε. Τό πρόσωπό του γελούσε ολόκληρο από ευτυχία, αανάπε χωρίς ο άλλος νά προλάβη νά μιλήση: — "Ολο γιά σάς μιλούσαμε οι δυο μας! Ή Τιτίκα κυριολεκτικά σάς λατρεύει. Νά μην ξεχνάτε πώς τό σπίτι σας είν’ εδώ μέσα καί τό δωμάτιό οας έτοι­ μο πάντα, σάς^ περιμένει. Δεν τή θέλομε πια τήν οδό "Αρμέ. Πως σάς ήρθε νά πιάσετε ένα τέτοιο σπίτι; Θά έρθετε νά μείνετε μαζί μας καί μάλιστα σήμερα. Δηλαδή άν θελήσετε νά σκεφθήτε κι" άλλοιώτικα, θάχετε νά κάνετε μέ την Τιτίκα - σάς λέω! Τό δωμάτιό σας είναι μεσημβρινό καί τδ^ει στολίσει εκείνη Τά βιβλία σας, τή μικρή βαλιτσουλα σας - μιά βαλίτσα πού άν δεν γελιέμαι" τής έχετε ιδιαίτερη αδυναμία δλα είν" έχει μέσα. Είμαστε αποφασισμένοι νά ειττυ-

134


χήσουμε οπωσδήποτε δλοι μαζί. Τις ήμερες που θά μέ απασχολούν ο] δουλειές μου, θά παίρνετ’ έσείς την Τιτίκα να^τή βγάζετε περίπατο. Τή χαρά μας θά τή μοιραστούμε μαζί σας κι* αυτό - δσο κι5 άν έρχεται περίεργο στά μαθηματικά - θά την κάνη, άκόμα με­ γαλύτερη! Αλήθεια: Θά μείνετε σήμερα νά γευματί­ σετε μαζί μάς; — Κύριε, έχω^νά σάζ πω κάτι, είπε ό Γιάννης 'Αγιάννης. Έχω κάνει, στα κάτεργα. 01 ήχοι έχουν κάποιο όριο, πού άπ’ αυτό κι’ ύστε­ ρα δεν μπορεί νά φτάση ούτε τό αυτί και πιο πολύ τό μυαλό. Οι λέξεις «έχω κάνει στά κάτεργα», βγαί­ νοντας απ’ τό στόμα του κυρίου Θερσανέμη και τρυ­ πώνοντας στ’ αυτιά του Μάριου, ξεπερνούσαν κάθε όριο δυνατού καί λογικής. Ό νεαρός κύριος Πονμερσύ δεν ακούσε. Τού φάνηκε πώς ένα άσχημο παιγνίδι τής ακοής του, τον έκανε ν’ άκούση κάτι πράγματα, πού φυσικά κανείς δεν μπορούσε νά τάχη προφέρει. Άπόυεινε μαρμαρωμένος.^ Τότε πρόσεξε πώς εκείνος πού τού μιλούσε ήταν πολύ παράξενος - σχεδόν οσο καί τά λόγια πού τού φάνηκε πώς είχε ακούσει. Ό Γιάννης 'Αγιάννης έλυσε τό πανί πού κρατούσε δεμένο το δ·εςΐ χέρι του καί τό ελευθέρωσε. -— Λεν έχω τίποτα - βλέπετε; είπε. 9 Ηταν απα­ ραίτητο ν5 άποφύγω την υπογραφή στο χαρτί καί γι’ αυτό τό σκάφθηκα. Ό Μάριος ψέλλισε: — Τΐ έννοείτε; — Πώς ήμουν κατάδικος στά κάτεργα. — Προσπαθείτε νά μέ τρελλάνετε! — Κύριε Πονμερσύ, έκανα δεκαεννιά χρόνια στά κάτεργα, είπε ήσυχα ό Γιάννης 'Αγιάννης. Τιά^ κλο­ πή. "Επειτα καταδικάστηκα ισόβια. Γιά κλοπή καί πάλι. Τήν ώρα τούτη πού μιλάμε, είμαι ισοβίτης δρσπέτης. 'Όσο κΓ άν ήθελε νά πολεμήση μέ τήν πραγματι­ κότητα ό Μάριος, δέν είχε πιά άλλο έδαφος για νά τό κάνη. Ανατρίχιασε από κάποια άνάμνησι πού πέ­ ρασε απ’ τό μυαλό του. Φώναξε: — Πέστε μού τα δλα! Είστε ό πατέρας τής Τιτίκας! — Πρέπει, κύριε, νά μέ πιστέψετε σ’ αυτό τό ση­ μείο, είπε, Κι’ αυτοί πού ό δρκος τους δέν πιάνεται

135


στα δικαστήρια, συμβαίνει νά λένε την αλήθεια: Ε­ γώ, πατέρας τής Τιτίκας; "Όχι δά! - τό λέω μπροστά στον Θεό. Έγώ είμαι ένας παλι,οχωριάτης από τό Φαβερόλ, κύριε Πονμερσύ. Έβγαζα τό ψωμί μου^ κλα­ δεύοντας δέντρα. Δεν είναι Θερσανέμης τ’ όνομά μου παρά Γιάννης 'Αγιάννης. Τίποτα δεν την έχω την Τιτίκα. — Ποιος μπορεί νά μου τό απόδειξη; τραύλισε 6 Μάριος. — Έγώ! Φτάνει, πού σας τό λέω! Ό Πονμερσύ κύτταξε έκεΐνον τον άνθρωπο. Τό πρό­ σωπό του έδειχνε τον πιο μεγάλο πόνο πού γίνεται στη ζωή. -—· Σάς πιστεύω, του είπε. Ό Γιάννης 'Αγιάννης έσκυψε τό κεφάλι κΓ εξακο­ λούθησε: — Ένας περαστικός είμ’ έγώ για την Τιτίκα... Πριν άπό δέκα χρόνια, δεν ήξερα πώς υπάρχει στον κόσμο, πού λέει ό λόγος... Πώς την αγαπώ είν’ αλή­ θεια... "Ενας γέρος πού γνωρίζει ένα παιδάκι έρημο στον κόσμο, πάντα τό αγαπάει... ΚΓ ήταν έτσι έρημη εκείνη - κΓ άπό πατέρα κΓ άπό μητέρα. Είχε την άνάγκη μου τότε.... Νά, γιά τούτο άρχισα νά την α­ γαπώ. Είναι τόσο αδύνατα πλάσματα τά παιδιά, πού μπορεί νά τά άγαπήση ό πρώτος τυχόν περαστικός έτσι. "Ενας ξένος κΓ ένας^ άγνωστος σαν κΓ εμένα, μπορεί καμμιά φορά νά γίνη προστάτης τους. Αυτό ήταν τό καθήκον μου κΓ έτσι έκανα. 3Άν θέτε νά κα­ ταχωρήσετε ένα έλαψρυντικό στη ζωή μου βάλτε αυ­ τό. Σήμερα δμως φεύγει άπό μένα ή Τιτίκα. Χωρί­ ζουν οί δρόμοι μας. Δεν έχω πιά νά κάνω τίποτα μα­ ζί της. ΕΤίναι. κυρία Πονμερσύ τώρα πιά - φάνηκε τυ­ χερή. "Ολα τής ήρθαν καλά. "Οσο γιά τις εξακόσιες χιλιάδες φράγκα - την προίκα της - δέν μέ ρωτάτε τίποτα, μά καταλαβαίνω τις απορίες σας. Είναι δικά της τά λεφτά αυτά - σάς ορκίζομαι. Μη μέ ρωτάτε τίποτ’ άλλο. Αυτό άφορά εμένα - ήθελα μόνο νά ξέ­ ρετε ττοιάς είμαι. Και τον κύτταξε κατάματα. Ό Μάριος είχε μείνει τόσο άποσβωλομενος στην καινούργια κατάστασι πού του έδημιουργεΐτο, ώστε σχεδόν θύμωσε μαζί του γιά την ομολογία και φώ­ ναξε: ■— Μά γιατί, επιτέλους μου τά λέτε αυτά; Ποιος 136


σάς τό ζήτησε; Μπορούσατε νά κρατήσετε τό μυστι­ κός σας. Σάς κατήγγειλε κανείς; Σάς κυνήγησαν; Σάς έττιασαν,^ Θάχετε λόγο βέβαια/ γιά νά κάνετε α­ προσδόκητα δλες αυτές τις αποκαλύψεις. Ποιος είν’ αυτός ό λόγος; ^— Ό λόγος; ψιθύρισε άχνά ό Γιάννης 'Αγιάννης. Είναι αλήθεια παράξενο - σάς καταλαβαίνω - νάρχεται ένας κατάδικος και νά σου λέη: «"Έκανα στο κά­ τεργο!» Τό λοιπόν παράξενος είναι κι" ό λόγος: Α­ πό τιμιότητα^! Υπάρχει μιά κλωστή στην καρδιά μου που μέ κρατάει δεμένον μέ κάποιον... "Αν μπορούσα νά τή σπάσω θά γλύτωνα. Δεν είχα παρά νά φύγω: «ΕΤστ’ ευτυχισμένοι πιά^- σάς χαιρετώ.» Προσπάθη­ σα, τράβηξα όσο μπορούσα, μά ή κλωστή δεν έσπα­ σε. Δεν ξέρω από τί είναι. Είπα μέσα μου τότε: «Που θενά άλλού δεν μπορώ^νά ζήσω, παρά μόνο έδώ. Πρέ­ πει νά μείνω». Κι* εσείς μου είπατε: «Θά μείνετε έδώ μαζί μας. Θά ζοΟμε ευτυχισμένοι σάν μιά οικογένεια. Οικογενειακά..» Σ’ αυτή τή λέξι θυμός άστραψε στά μάτια του. Σταύρωσε τά μπράτσα στο στήθος κι" ή φωνή του έγινε άξαφνα βροντερής — Οικογενειακά! Λάθος! Δεν ανήκω εγώ σέ καμμιά οικογένεια! Ούτε στή δική σας, ούτε καν στών ανθρώπων. Στά σπίτια πού κάθονται άνθρωποι ενω­ μένοι, εγώ περισσεύω. Είμαι απόκληρος. Είμαι απ’ τούς έξω. Δεν ξέρω αν είχα στ’ αλήθεια ποτέ μου πατέρα καί μητέρα. Τή μέρα πού πάντρεψα αυτή τή μικρούλα, πάει πιά: Τήν είδα ευτυχισμένη μέ τον άν­ τρα π’ αγαπά καί μ’ έναν καλό^ γέρο στο σπίτι καί μιά φωνή πού φώναξε: «Τί ζητάς, εσύ, εκεί μέσα;» "Αν ήθελα σάς κοροΐδευα. Ψέματα πώς μπορούσα νά μείνω γιά πάντα ό κύριος Θερσανέμης; "Οταν λοιπόν ήταν γιά. κείνην, είπα πολλά ψέματα. Γιά μένα δέν μπορώ, αενύχτησα πολλές φορές ψάχνοντας απελπι­ σμένα νά βρώ δικαιολογίες, πού θάπρεπε τάχα νά τό κάνω. Καί βρήκα πολύ σπουδαίες μάλιστα. "Ο,τι μπόραγα έκανα. Μά δέν ήμουν ικανός, γι’ αυτά τά δυό: Νά σπάσω κείνη τήν κλωστή καί νά ξεριζώσω από τήν καρδιά μου μιά μορφή - μιά λευκή οπτασία. Κι’ ήρθα λοιπόν καί σάς τά είπα όλα. ΓΓ αυτό. Υ­ πάρχουν βέβαια κΓ άλλα, μόνο τά κρατώ γιά μένα εκείνα. Τά πιο σπουδαία τά μάθατε. Πήρα τό μυστι­ κό μου καί τδφερα έδώ πέρα - στά πόδια σας. Μή νο-

137


μίσετε πώς ήταν εύκολο νά πάρω την άπόφασι. Γϊά~ λαιψα πολύ όλη τη νύχτα μέ τον εαυτό μου. Τ<ύ συλ­ λογίστηκα πώς τούτη τη φορά δεν ήταν σαν κάποια άλλη. Κρύβοντας τ’ όνομά μου τώρα, σέ κανέναν δεν έκανα κακό. Μπορούσα νάμενα ευτυχισμένος σ' αυτό τό δωμάτιο πού μου προσφέρατε και νά μην πείραζα κανέναν. Σεΐς θά χαιρόσαστε την Τιτίκα κι* εγώ Θά ζούσα κοντά της - στην ίδια στέγη μ* αυτήν. Παντού ολόγυρα Θάταν ή χαρά, όμως στής ψυχής μου τό βά­ θος ή μαυρίλα. Δέ φτάνει νάναι ευτυχισμένος βλέπετε κανείς, πρέπει νάναι κι* ευχαριστημένος - δεν ξέρω νά σάς εξηγήσω καλά τη διαφορά. "Ηξερα πώς χωρίς νά σάς φωνάξω «προσέξτε!», θάβαζα κρυφά τό κά­ τεργο στο σπιτικό σας. Θά σάς άγγιζα άθελα καθώς θά περνούσα πλάϊ σας, χωρίς νά τό ξέρω άν θά τό θέλατε... Στις πιο μυστικές ώρες σας, πού θά χαιρό­ σαστε την ευτυχία πώς βρισκόσαστε όλο ανάμεσα σέ δικούς σας άνθιρώπους, θά υπήρχε μέσα^στο σπί­ τι σας κι* ένας ξένος. Κι* αυτό τό φοβερό ψέμα θά τό έπανελάμβανα κάθε μέρα - κάθε μέρα ένα καινούργιο έγκλημα. Δεν ανατριχιάζετε και μόνο πού τό συλλο­ γιέστε; Δεν είναι καθόλου απλό νά σωπαίνης. Την ντρο πή μου γιά την ανανδρία μου, θά την έπινα στάλα στάλα, θά την έφτυνα καί θά την έπινα πάλι μετά. Ή καλή μέρα μου θάταν ψέματα κι* ή καληνύχτα μου απάτη. Καί θά κυττούσα στά μάτια την Τιτίκα. Θ' απαντούσα στο χαμόγελο ένοΰ αγγέλου μέ τό χαμό­ γελο ένός κολασμένου. Θάμουνα ένας^ συχαμένος α­ πατεώνας. Γιατί; Γιά νάμαι ευτυχισμένος εγώ! Ρώ­ τησα κανέναν άν έχω τό δικαίωμα νά ευτυχήσω; Έγώ είμαι ένας άπόκληρος. Ό Γιάννης 'Αγιάννης σώπασε. Ό Μάριος άκουγε. Ό γέρος χαμήλωσε πάλι τη φωνή του καί ξανάπε: — Μέ ρωτήσατε γιατί μιλώ. Είπατε πώς δεν μέ κατάγγειλαν, ούτε μέ κυνήγησαν. Λοιπόν καί μέ κα­ τάγγειλαν καί μέ κυνήγησαν καί μ* έπιασαν! Ποάς; Ό ίδιος εγώ. Απόκλεισα τον εαυτό μου. Τραβιέμαι μονάχος μου καί πιάνομαι μόνος καί έκτελουμαι ^μό­ νος μου. Καί ξέρετε κάτι; "Οποιος άρπάζει τον εαυ­ τό του, δεν έχει τρόπο νά τό σκάση! Έπιασε τό ρούχο του μέ τά χοντροδάχτυλά του κΓ έσυρε τον εαυτό του προς τό μέρος τού Μάριου. —■ Ή συνείδησί μου μ* άοράχνει τη στιγμή τού-

138


τη!, είπε. "Αν Θέλει^νά ευτυχήση κανείς, κύριε, βάρ­ δο: μή φέρη στον νού του το καθήκον, γιατί αυτό δεν χωρατεύει καί δεν συγχωρεΐ. Στην επιφάνεια τό πράγμ^α αυτό, μοιάζει σάν νά σέ τιμωρή γιατί σου στε­ ρεί τον παράδεισο. Στο βάθος δμως σέ άνταμείβει, γιατί σέ πετάει· μέσα σέ μια κόλαση πού νοιώθεις κοντά σου τον Θεό. Κύριε Πονμερσύ, ξέρω - τό βρί­ σκετε παρόλογο. Κι.^ομως είμαι τίμιος. "Α εξακολου­ θούσατε νά μ’ έκ'τιμάτε από δική μου παράλειψη δέν θάμουν τέτοιος. Τώρα δμως πού μέ περιφρονάτε, εί­ μαι τίμιος. Είναι, πολύ κακό τό ριζικό μου, νά μή μπο­ ρώ νάχω παρά μονάχα κλεμμένη υπόληψι - δμως είναι έτσι από πά^τα. Μόνον όταν υέ περ:Φρονήσουν μπο­ ρώ ένώ ν’ ανεβαίνω. Δέν είναι ωραίο αύτό. μά^δέν γί­ νεται άλλοιώς... -έρετε, κύριε Πονμερσύ... μου συνέβησαν πάρα πολλά πράγματα στη ζωή μου· "Έκανε μιά καινούργια παύση καταπίνοντας μέ κόπο, σάμπως τά λόγια του νάταν πικρά καί νάταν υ­ ποχρεωμένος νά τά καταπίνη. 'ΎσΤερα ξανάπε: — "Οταν υπάρχει, μιά τέτοια κατάρα στην καμπού­ ρα σου, δέν έχεις δικαίωμα νά τη μεταδίνης καί στούς άλλους χωρίς νά τό ξέρουν... Δέν έχεις δικαίωμα νά τούς μολύνης μέ την πανούκλα σου. Δέν σου επιτρέ­ πεται νά ρίξης πάνω του^ την κόκκινη φανέλλα σου. "Αν μου χάρισε ό θερσανεμης τ’ δνομα του,^δέν μπο­ ρώ νά τό χρησιμοποιήσω. Είναι τό μόνο πράγμα πού δέν παίρνεται σάν στο χαρίζουν. Τ’ δνομα δέν είναι μιά λέξη παρά ένας άνθρωπος καί δέ γίνεται ένας άλλος άνθρωπος νάχη τό δνομα ένός άλλουνοΰ... "Αν σάς φαίνεται παράξενο πού τά βάνω στό μυαλό μου άλ’ αυτά, πρέπει νά ξέρετε πώς μελέτησα άρκετά. Είμαι ένας ότπλός χωριάτης^ μά έμαθα νά συλλογιέ­ μαι γιά τό κάθε τι. Τό λοιπόν νά κρύβεσαι κάτω άπό ένα άλλο δνομα, είναι κακοήθεια. Νά μπαίνης σ’ ένα ξένο σπίτι, καί νά σέρνεσαι άνάμεσα σέ ^τίμιους, ξέ­ νους άνθρώπους, είναι σάν νά μπαίνης μέ αντικλείδι. Πιο καλά νά πονάη, νά ματώνεσαι καί^ νά κλαΐς, νά ξεσκίζεσαι μέ τά νύχια σου, νά ξενυχτάς άπελπισμένος... Ναι... Απροσδόκητα! Έτσι όπως τδπατε. Άπόμεινε συντριμ μένος κι* έλεγες δέν θά ξαναμι­ λούσε, μά άξαφνα είπε: — Μιά φορά έκλεψα ένα καρβέλι γιά νά ζήσω. Δέν θέλίο τώρα νά κλέψω ένα δνομα, γιά τον ίδιο λόγο. 1Β9


χ — Για νά ζήσετε!, είπε ό Μάριος. Γιά νά ζήσετε δεν σας χρειάζεται αυτό το όνομα. — -έρω πολύ καλά τι λέω, μουρμούρισε ό Γιάν­ νης 'Αγιάννης. Κούνησ'ε το κεφάλι του μερικές φορές πάνω κάτω και σώπασε. Δέν μίλησε κανείς τους για λίγη ώρα.^ Ό Μάριος είχε καθήσει στην άκρη του τραπεζιού κι* ό γέρος άρχισε νά πηγαινοέρχεται, ώσπου στάθη­ κε μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. — Ένώ τώρα ξαλά^ρωσα!, εΐπε.^ «Περπάτησε πάλι άπο τη μιά ώς την άλλη άκρη και άξαφνα πρόσεξε πώς ό Μάριος παρακολουθούσε τό βήμα του και ξανάπε: — Σέρνω λίγο τό πόδι μου - ψέματα; Τώρα πιά καταλαβαίνετε γιατί... Στάθηκε απέναντι του καί άλλαξε τόνο. — Καί τώρα κάντε την έξης ύπόθεσι κύριε: Δέν έλεγα τίποτα. Εξακολουθούσα νάμουν πάντα ό κύ­ ριος θερσανέμης. Καθόμουν στην ωραία μου κάμαρα, έτρωγα στο ίδιο τραπέζι μαζί σας, έπαιρνα τό πρωι­ νό μέ τις παντόφλες μου καί τά βράδια πηγαίναμε παρέα στά θέατρα. ΕΤμαστ’ ευτυχισμένοι. "Ενα πρωΐ είμαστε εγώ εδώ κΓ εσείς εκεί πέρα καί νά πού πε­ τάγεται μιά φωνή καί ξεφουρνίζει τούτο τό όνομα: Γιάννης 'Αγιάννης! ΚΓ έρχεται καί τό τρομερό χέρι τής αστυνομίας καί μοΰ βγάζει τη μάσκα... Τι λέτε γιά τούτο; Ό Μάριος σιωπούσε. — Βλέπετε πώς έκανα καλά πού μίλησα; ξανάπε ό Γιάννης 'Αγιάννης. Εύτυχήστ’ εσείς. Άνεβήτε στον ουρανό. Γίνετε ό καλός άγγελος ενός άλλου αγγέλου. "Ηλιος γινήτε, χαρήτε καί μη σάς στενάχωρη ό τρό­ πος πού άνοιξε τά στήθια του ένας γέρος, γιά νά κά­ νη τό χρέος του. Μπροστά σας, κύριε, στέκεται ένας απόκληρος τής ζωής. Ό Μάριος πήγε προς τό μέρος του καί φτάνοντας κοντά του τού έτεινε τό χέρι. Αναγκάστηκε όμως νά τό τραβηξη πίσω, γιατί ό άλλος δέν κινήθηκε. Ό παπούς μου έχει πολλούς γνωστούς, είπε. Θά καταφέρη νά πάρετε χάρι. — Περιττό, απάντησε. Γ ιά όλους είμαι πεθαμένος. Τούς νεκρούς δέν· τούς κυνηγάει ή άστυνομία, Ό θά­


νατος είναι τό ίδιο σαν τή χάρι. Περιττό νά ταλαιπωρηθης για νά κερδίσης έκεΐνο πουχεις. Καί? πρόσθεσε σταθερά: — ’Βξ άλλου μ5 ένδιέφερε μόνο ή δική σας γνώμη. Κι’ έχω άνάγκη μόνο άττό μια χάρι: Αυτή ττού θά μου δώση ή συνείδησί μου. Ή άπέναντι ττόρτα άνοιξ3 έκείνη τή στιγμή και φανερώθηκε ή Τιτίκα. Πέρασε μόνο τό κεφάλι της από τό άνοιγμα. Γέ­ λασε και κυμάτισαν τά ξέμπλεκα μακρυά μαλλιά της. — Στοιχηματίζω πώς μιλάτε πολιτικά, φώναξε. — Τιτίκα..., πήγε νά πή ό Μάριος και σώπατε. ^ — Σάς έπιασα επ’ αύτοφώρω!, φώναξε πάλι ή νέα γελώντας. "Ακόυσα τον πατέρα νά μιλάη γιά συνείδησι και γιά έκπλήρωσι καθήκοντος. Τό ξέρω πώς αυτά είναι πολιτικά^. Δεν μ3 αρέσει. Τή δεύτερη μέρα τού γάμου... Δεν είναι σωστός — "Εκανες λάθος, Τιτίκα, είπε ό Μάριος. Μιλάμε γιά κάτι άλλο. Μιλάμε γιά τήν καλύτερη τοποθέτησι των χρημάτων σου... — Με θέλετε μέσα; Καί μ3 αυτή τήν έρώτησι μπήκε μόνη της. — Μια φορά κΓ έναν καιρό, ήταν ένας βασιλιάς καί μιά βασίλισσα!, φώναξε. ^Ω, θεέ μου! Πώς μπό­ ρεσες νά μέ κάνης τόσο ευτυχισμένη; "Εκανε μιά χαριτωμένη ύπόκλισι μπροστά στον Γιάννη 'Αγιάννη: — "Ανοιξα τό παραθυράκι μου κι3 ήρθαν πάνω από εκατό σπουργίτια στο περιβόλι - μπορεί νάταν καί χίλια! — Σου είπα πώς μιλάμε γιά κάποιο ζήτημα πρα­ κτικό, είπε ό Μάριος. Πήγαινε, καλή μου. Θά ζαλιστής μέ τά νούμερα. — Μπά. Δε θά ζαλιστώ. Τί ωραίο είναι τό φουλά­ ρι σου! — Πίστεψέ με πώς θά ζαλιστής. — Αποκλείεται όταν μιλάτ3 έσείς οί δυό. Χωρίς νά καταλαβαίνω θά σάς ακούω καί θά μ3 ευχαριστεί. Δεν θέλω τίποτ3 άλλο άπ3 τό νάμαστε μαζί. — 3Αδύνατον, άγάπη μου! — "Αδύνατον; — Ακριβώς. Ή Τιτίκα τον κύτταξε σουφρώνοντας τά χειλάκια της καί γύρισε στον Γιάννη 'Αγιάννη:


-— Πρώτα πρώτα, πατέρα, νομίζω πώς έπρεπε ναρθης νά μέ ψιλήαης. Τι στέκεις έτσι χωρίς νά λες τίποτα, για νά μέ υπεράσπισης; Όρίστε πατέρας που μοιηνχε! Βλέπεις πώς άτύχησα στον γάμο μου! Ό αντρας μου μέ δέρνει. Έλα, φίλησε με. Ό Γιάννης 'Αγ ιάννης τη ζύγωσε. Ή Τιτίκα στράφηκε προς τον Μάριο: — Εσένα σου κακιώνω! Έτεινε το μέτωπό της προς τον γέρο κι5 αυτός έ­ κανε ακόμα ένα βήμα. Ξαφνικά, ή νέα όπιοθοχώρησε. Είπε ανήσυχη: — Μά τι έχεις κι* είσαι έτσι χλωμός πατέρα; Μή­ πως είσαι άρρωστος;

— "Οχι.

-— Κοιμήθηκες μήπως άσχημα; — "Οχι. λ— Τότε φίλησε με./'Αν είσαι γερός, τρώς και κοι­ μάσαι καλά, δεν θά^ σου θυμώνω. νΌ Γιάννης ιΑγ ιάννης άγγιξε μέ τα χείλη του τό μέτωπό της, μέ την ίδια εύλάβεια πού θά φιλούσε ένα εικόνισμα. — Καί, τώρα, ύπεράσπισέ με άπό τον άντρα μου! — Τιτίκα!, έκανε ό Μάριος. — Καλά, κύριε! Φεύγω!, είπε πεισματωμένη. Στράφηκε πραγματικά κΓ έφυγε. Βγήκε. Μετά δυο δευτερόλεπτα, άνοιξε πάλι ή πόρτα που είχε χαθή πίσω της καί ξαναφάνηκε τό κεφάλι της. ,— Είμαι καταθυμωμένη!, φώναξε. "Υστερα τό φωτεινό πρόσωπό της χάθηκε οριστι­ κά, ή πόρτα έκλεισε κΓ έγινε σκοτάδι. — Καημένη Τιτίκα!, μουρμούρισε ό Μάριος. "Ο­ ταν μάθη... ^ Ό Γ ιάννης Άγιάννης ανατρίχιασε ολόκληρος σ’ αυ­ τή τη φράσι. Κύτταξε σαν χαμένος τον νέο. λ—- Ή Τιτίκα!, ψέλλισε. Ναι... Βέβαια... Πρέπει νά τής τά πήτε... Ναι, μάλιστα. Δεν τό είχα σκεφτή. Δέν μπορούσε νά τό βάλη ό νούς μου... Νά: Ό άνθρω­ πος άντεχει σ’ ένα πράγμα καί στο άλλο όχι... Σάς ικετεύω, κύριε: Δόστε μου την πιο ιερή ύπόσχεσί σας πώς δέν θά τής πήτε λέξι. Δέν φτάνει που σεΐς τό ξέρετε; Μόνος μου σάς τό είπα, χωρίς κανείς νά μέ υποχρέωση. Ένας ισοβίτης! Θ’ άναγκασθήτε^ νά τής εξηγήσετε καί νά τής πήτε: «Είναι αύτρΐ που είναι

142


κλεισμένοι στα κάτεργά!» - &έν ξέρει. Τους είδε νά περνούν ^μιά μέρα μέ τις άλυσσίδες - ώ, Θεέ μου! Σωριάστηκε σέ μιά πολυθρόνα σαν νά κόπηκαν τά γόνατα του. — Πώς θαθελα νά πεθάνω!, ψέλλισε. —- Ήσυχάστε, είπε ό Μάριος. Θά κρατήσω τό μυ­ στικό σας. Και συγκινημένος πιο λίγο απ’ όσο θάπρεπε ίσως άλλά^ σπρωγμένος από μιά δύναμι που δεν μπορούσε νά τής άντιστοώή, λόγω του χαρακτήρας του, πρόσθεσε: — Ωστόσο δεν μπορώ νά μη σάς πω δυο λόγια γιά... γιά την προίκα, που φυλάξατε τόσο πιστά και παραδώσατε τόσο τίμια. Είναι σωστό νά πάρετε μιά αμοιβή άπ’ αυτά τά χρήματα. Μή διστάσετε νά ζητή­ σετε ένα ποσόν,^δσο μεγάλο κι* άν εΐναι. —- Ευχαριστώ κύριε, απάντησε ήρεμα ό Γιάννης 'Αγιάννης. "Ολα σχεδόν τέλειωσαν... Μόνο μένει ακό­ μα κάτι άκανόνιστο... — Ή; Δίστασε μιά στιγμή κΓ υστέρα άποκρίθηκε: — Τώρα που μάθατε... Είστε ό κύριος βέβαια πιά. Νομίζετε πώς δεν πρέπει νά ξαναδώ την Τιτίκα; — Ναί. Φαντάζομαι πώς θάταν τό καλύτερο, είπε ψυχρά ό Μάριος. — Δέν θά την ξαναδώ! Και ό Γιάννης 'Αγιάννης βάδισε μέ ασταθές βήμα ποός την πόρτα. Την μισάνοιξε. Προσπάθησε νά περάση έξω μά δέν μπόρεσε. Την ξανάκλεισε καί στράφηκε στον Μάριο. ^Ηταν πελιδνός. — "Ακουστέ, κύριε, είπε. "Άν θέλετε... θά έρθω νά την ξαναδώ. Σάς βεβαιώνω πώς τίποτα δέν λαχταρώ περισσότερο. "Αν δέν τό λαχταρούσα νά τη δω, δέν θάλεγα καί θάφευγα έτσι-. Επειδή δμως ήθελα νά μείνω κοντά στό μέρος που μένει κι* αυτή, γΓ αυτό τά είπα όλα μέ τόση ειλικρίνεια - φαντάζομαι νά παρακολουθήτε τον συλλογισμό μου... Είναι πολύ όπτλό. Πέρασαν εννιά χρόνια κΓ είμαστε δλο μαζί. Στήν αρ­ χή μέναμε σ’ ένα παλιόσπιτο του πάρκου καί μετά στό Μοναστήρι. "Υστερα στό Λουξεμβούργο. Γιά πρώτη φορά έκεΐ πέρα τήν είδατε. Θυμάστε τό βελούδινο μπλέ καπελλακι της; Πήγαμε μετά σ’ ένα άλλο σπί­ τι μέ καγκελόπορτα καί κήπο. Στην όδό Πλυμέ. Έ-

141


γώ καθόμουν σ’ ένα μικρό καμαράκι πίσω καί την σ­ κούνα πού έπαιζε πιάνο. Αυτή είναι ή ζωή μου- Ποτέ δέν χωρίσαμε. Εννιά χρόνια καί κάτι μήνες ακόμα. "Ημουν σαν πατέρας της κι’ ήταν σάν παιδί μου. Στα ψέματα. Μόνο έμοιαζε αλήθεια. Δέν ξέρω άν μέ κα­ ταλαβαίνετε... Τώρα νά σηκωθώ καί νά φύγω χωρίς νά την ξαναδώ ποτέ, νά μην τής ξαναμιλήσω, νά μην την ξανακούσω νά μιλάη... Είναι πάρα πολύ δύσκο­ λο. Νάρχομαι μόνο κάθε τόσο μιά φορά - άν δέν τό βρίσκετε πάρα πολύ κακό. Δέν θά κάθομαι παρά ε­ λάχιστα. Νά μην άνεβαίνω στο σαλόνι - έκεΐ κάτω στη μικρή σκάλα στο ισόγειο. Δέν θά μ’ ένοιαζε νά μπαίνω άπ’ τήν πόρτα τής υπηρεσίας, μόνο αυτό θά προκαλουσε τήν άπορία. Μάλιστα, θάθελα νά τήν έ­ βλεπα μερικές φορές ακόμα. "Οσο σπάνια θελήσετε. Τίποτ’ άλλο δέν εχω στον κόσμο, τίποτα - μπορείτε νά το σκεφθήτε; "Υστερα... Ναι: "Υστερα θά τοβρισκαν πολύ περίεργο νά χανόμουν άξαφνα γιά πάντα. Μπορώ λόγου χάρι νάρ^ωμαι όταν νυχτώνει... — Νάρχεστε κάθε βράδι, είπε ό Μάριος. Ή Τιτίκα θά σάς περιμένει. — Κύριε, είσθε καλός, ψιθύρισε ό Γιάννης 'Αγιάννης. Ο Μάριος τον χαιρέτησε καί τον πήγε ώς τήν πόρτα. Ή ευτυχία συνώδευσε τήν απελπισία. ΕΝΑ ΚΑΛΟ ΒΓΑΙΝΕΙ ΣΕ ΚΑΚΟ 0 ΤΙ ΔΗΠΟΤΕ ένοιωθε στήν ψρχή του ώς τότε ό Μάριος γιά τον Γιάννη 'Αγιάννη, εΐχε κλονιστή τώρα, υστέρα απ’ αυτή τήν τρομερή όμολογία. ^Επιβεβαιώθηκαν οί υποψίες του, πώς είχε σκοτώ­ σει τον άστυνομικό Ιαβέρη γιά προσωπικούς λόγους. Ό Γ ιάννης 'Αγ ιάννης πήγε νά κατοικήση σ’ ένα μι­ κρό δωματιάκι στήν άλλη άκρη του Παρισιού. Στήν αρχή έρχόταν κι3 έβλεπε τήν Τιτίκα, όπως του είχε ύποσχεθή ό νέος. Σιγά - σιγά δμως άρχισε νά του δείχνη όλο καί πιο καθαρά, πώς του ήταν άνεπιθύμητος. ’Ακόμα καί οί υπηρέτες^ πού τόν^δέ^ονταν, ήταν ^φα­ νερό πώς είχαν έντολές νά μήν τού φερωντα, καλά. ■ "Εκανε λοιπόν πολλές μέρες νά ξαναπατήση. "Εμε-

144

..


νέ κατάμονος στο Βωματιακι του κΓ ^ταν πολύ άρ­ ρωστος^ Δέν έτρωγε δμως τίποτα - δέν μπορούσε νά βάλη στο στόμα του τίποτ’ άλλο οπτό νερό, πού του έκανε περισσότερο κακό. Ένα βράδι, έπιασε τον σφυγμό του καί δέν τον άκουγε. Άνάπνεε βαρεία. Κατάλαβε πώς είχαν φτά­ σει τά τελευταία του. — Δέν θα την ξαναδώ λοιπόν πιά, ψιθύρισε. "Ανοιξε τότε μιά ντουλάπα, έβγαλε από μέσα τη βαλίτσα μέ τά^ φόρε ματάκια της μικρής Τιτίκας καί τά σκόρπησε πάνω στο κρεββάτι. Κάθησε αντίκρυ καί τά κυττοϋσε. Τά μάτια του ήταν γεμοττα δάκρυα. Καταλάβαινε πώς έσβηνε καί σκεπτόταν μ' απελ­ πισία πώς δέν θά ξανάβλεπε τη μικρή Τιτίκα του. Τότε χτύπησε ή πόρτα. * * ★ Είναι απαραίτητο νά γυρίσωμε στο ίδιο εκείνο βρά­ δυ μερικές ώρες^ νωρίτερα καί νά πάμε στο σπίτι του κυρίου Ζιλνορμάν. Ό Μπάσκο ό υπηρέτης μπήκε στο γραφείο του Μά­ ριου καί του έδωσε^ένα σημείωμα, ,λέγοντάς του πώς το πρόσωπο που τδχε γράψει περί μ εν ε στο χώλ. Ό Μάριος το πήρε παραξενεμένος. Του μύρισε κα­ πνό. Μιά μυρωδιά ξυπνάει θαυμάσια κάποια άνάμνη­ σί. Ό νέος θυμήθηκε τη μυρωδιά του καπνού κΓ άναγνώρισε τότε άμέσως καί τον γραφικό χαρακτήρα. "Ανοιγε τό γράμμα ταραγμένος καί διάβασε αυτά. «Κύριε βαρώνε, Γνωρίζω ένα μυστικό, πού αφορά κάποιο πρόσωπο. Τό πρόσωπο όμως αυτό αφορά εσάς. Κρατώ τό μυστικό στη διάθεσί σας, μη έχοντας άλλη έπιθυμία από τό νά σάς εξυπηρετήσω καλύτερα. Σάς προσφέρω την ευκαιρία νά διώξετε από τό σπίτι σας αυτόν τον άνθρωπο, πού δέν δικαιούται νά ο­ νομάζεται συγγενής σας. Περιμένω τάς διαταγάς σας στον προθάλαμο Θ ε ν ά ρ». — "Ας περάση, είπε μέ σκοτεινό βλέμμα ό Μάριος μόλις τέλειωνε την άνάγνωσι. Σέ λίγο έμπαινε στο γραφείο του ένας άνθρωπος πού προς μεγάλη του έκπληξι διαπίστωσε πώς τού ήταν εντελώς άγνωστος. ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ

10


£5 αυτό τό σήμεΐό πρέπει νά σημειώσουμε πώς ό Θερναάιέρος ήταν μεταμφιεσμένος, αφού ως δραπέτης κινδύνευε από την άστυνομία σέ κάθε του βήμα. Ό νέος λοιπόν, μή γνωρίζοντας τον επισκέπτη του ρώτησε απογοητευμένος: — Τΐ επιθυμείτε; — Λάβετε την καλωσύνη νά μέ ακούσετε, κύριε βαρώνε, του άποκρίθηκε ύποκλινόμενος. ΕΤμ’ ένας δι­ πλωμάτης κουρασμένος απ’ τη ζωή. Θέλω^ ν’ αποσυρθώ σ’ έναν μακρυνό τόπο - στην Αμερική - άς πού­ με... Μου λείπουν δμως τά χρήματα... — Τϊ θέλετε νά πήτε; Μιλήστε συγκεκριμένα. — "Οπως άγαπάτε. Λοιπόν ήρθα νά σας πουλήσω ένα μυστικό. Μαθαίνοντάς το θά έ'ξυπηρετηθήτε άφάνταστα και συγχρόνως θά μου δώσετε τά λεφτά πού μου χρειάζονται γιά νά φύγω μέ τήν οίκογένειά μου. — Τι είδους μυστικό; Μ’ άψορά; — Ασφαλώς. “Θά σάς πω γιά νά τό καταλάβετε, μερικά κομμάτια του μυστικού μου, εντελώς τσάμπα "Εχετε έναν κλέφτη και δολοφόνο στο σπίτι σας! Ό Μάριος γούρλωσε τά μάτια: — Στο σπίτι μου; "Οχι δά! — Κι’ δμως. Και μάλιστα δεν σάς μιλώ γιά πρά­ γματα περασμένα, πού θά μπορούσαν, άν δέν είχαν σβηστή απ’ τον ανθρώπινο Νόμο, νάχαν διαγραφή απ’ τον νόμο τού Θεού... Σάς μιλώ για γεγονότα πού συνέβησαν αυτόν τον τελευταίο καιρό. Θά σάς πω λοιπόν επίσης τσάμπα και τό όνομα τού φονιά αύτού. — Ακούω. — Λέγεται Γιάννης ιΑγιάννης. — Τό ξέρω. —Σάς πληροφορώ καί πάλι τσάμπα, πώς είναι δραπέτης τού κάτεργου. — Τό ξέρω κι* αυτό. — Τό ξέρετε απ’ τή στιγμή πού σάς τδπα; -— *Όχι. Άπό ποίν^ Ό άγνωστος χαμογέλασε. — Πάει καλά, είπε. Δεν θά^ επιτρέψω ποτέ^ στον εαυτό μου, νά διάψευση τον κύριο βαρώνο. Θά σάς πώ λοιπόν κι’ ένα άλλο μυστικό, πού αυτή τή φορά τό ξέρω μόνο εγώ κι’ άλλος κανείς. Σάς τό προσφέ­ ρω φτηνά. "Ας πούμε είκοσι χιλιάδες φράγκα. — Τό γνωρίζω κι* αυτό τό μυστικό σας, όπως καί

14$


κάθε άλλο - δπως ξέρω καί τ* δνομά σας, είπε ό Μά­ ριος. — Αυτό δά είν’ εύκολο, μουρμούρισε ό άλλος. Εί­ δατε τήν,υπογραφή μου: βενάρ. — ... ερος, πρόσθεσε ό Μάριος. Καί είχατε καί άλ­ λα πολλά όνόματα κι* ένα πανδοχείο στο Μονψερμέϊγ. — Ποτέ! — Καλείστε ένας αλήτης! Νά: Καί του πέταξε περιφρονητικά ένα νόμισμα πού ό Θερναδιέρος το άρπαξε μέ γουρλωμένα μάτια. — Πεντακόσια φρσγκα!, ξεφώνισε. κύριε 6αρώνε! Σπουδαία προκαταβολή! Κι* άξαφνα πρόσθεσε: — "Έστω. "Ας κουβεντιάσω με καθαρά... Μέ δυο κινήσεις άφαίρεσε τήν μεταμφίεσί του: — Είχατε δίκιο. Είμαι ό Θερναδιέρος... Ό Μάριος τον έκοψε λέγοντας αυστηρά: — Θά σάς πώ εγώ τό μυστικό σας τώρα: Ό Γιάννης 'Αγιάννης είναι ένας κλέφτης καί δολοφόνος. Κλέ­ φτης γιατί έκλεψε από τον τραπεζίτη Ααφίτ τά χρή­ ματα του κ. Μαγδαληνη έπειδή αυτός είχε προκαλέσει τήν καταστροφή του. Καί δολοφόνος γιατί σκότω­ σε στο οδόφραγμα^τον κύριο Ιαβέρη. "Ημουν έκεΐ! — Δεν σάς εννοώ, είπε ό θερναδιέρος άνασηκώνοντας τά Φρύδια. "Η μάλλον εννοώ πώς έχετε μεγάλο λάθος. Ή εμπιστοσύνη πού μου δείχνετε μέ άναγκάζειζει νά σάς τό φανερώσω. Πιο μπροστά άπό κάθε τι ή Δικαιοσύνη. Δεν μ* άρέσε^ι νά κατηγορουν άθώου^: Ό Γιάννης 'Αγιάννης ούτε τον Μαγδαληνη έκλεψε, ού­ τε τον * Ιαβέρη σκότωσε. — Έχει γούστο! Πώς θά τό εξηγήσετε αυτό; — Πρώτον δέν έκλεψε τον Μαγδσληνή, γιατί ό Μαγδαληνη,ς ήταν αυτός ό ίδιος! — Τρελλοώήκατε! — Δεύτερο, δέν σκότωσε τον Ιαβέρη, γιατί ό Ια­ βέρης σκοτώθηκε επίσης ό ίδιος! Αυτοκτόνησε. — Νά τό αποδείξετε!, βόγγηξε ό Μάριος χλομιά­ ζοντας. — Ευχαρίστως. Υπάρχει έδώ τό άρχεΐο.... Έβγαλε κάτι χαρτιά, ξεδιάλεξε δυο αποκόμματα καί του τάδωσε. Τό ένα ήταν άπό τη «Λευκή Σημαία» τής 26 Ιουλίου καί άποκάλυπτε πώς ό Γιάννης 'Α~ γιάννης καί Μαγδαληνής ήταν τό ίδιο πρόσωπο. Τό δεύτερο άπό τον «Μηνύτορα» τής 15ης * Ιουνίου 1832


διαπίστωνε την διά πνιγμού αύτοκτονία του Ιαβέρη στον Σηκουάνα και ότι ό αστυνόμος δεν είχε πουθενά κανένα τραύμα από σφαίρα. Ό Μάριος μόλις τά διαβασε πετάχτηκε όρθιος μέ μάτια πού άστραπταν άπό χαρά. — Λοιπόν ό δύστυχος αυτός είναι ένας υπέροχος άνθρωπος!, φώναξε. Ή περιουσία είναι άληθινά δι­ κή του. Ευεργέτησε έναν δλόκληρο τόπο. "Εσωσε απ’ τούς επαναστάτες τον αστυνόμο Ιαβέρη, πού τον κυ­ νήγησε σ3 όλη του τη ζωή! ΕΤναι^ ένας άγιος! — Ούτε ήρως, ούτε άγιος!, είπε ό Θερναδιέρος κοφτά. Είναι κλέφτης καί φονιάς! Δέν έκλεψε τον Μαγδαληνή αλλά είναι κλέφτης. Δέ σκότωσε τον Ια­ βέρη άλλά φονιάς είναι, θά σάς τά πώ όλα, αφήνον­ τας στη γενναιοδωρία σας τό ποσόν τής άμοιβής μου γιάτήν έξυπηρέτησι: ΣτΤς 6 Ιουνίου 1832, δηλαδή περίπου πριν ένα χρόνο, ό άνθρωπος αυτός βρισκόταν μέσα στούς υπονόμους των Παρισίων. Κρατούσε στον ώμο του ένα πτώμα, πού φαίνεται αναγκάστηκε νά τό μεταψέρη ολόκληρες ώρες μέσα σέ φριχτές και άποπνικτικές συνθήκες, επειδή δέν τον συνέφερε νά τό άνακαλύψη ή άστυνομία. Δέν μπορώ νά πιστέψω πώς βγήκε ζωντανός άπό κεΐ μέσα. Τέλος πάντων... Έφθασε σέ μιά έξοδο, πού ήταν κλειδωμένη. Ένας άλ­ λος άνθρωπος πού είχε τό κλειδί της τον πλησίασε τότε κι5 ό χειροδύναμος αυτός κακούργος, τον άνάγκασε νά τού άνοιξη. Άλλά ό άλλος πρόλαβε τήν τε­ λευταία στιγμή νά κόψη ένα κομμάτι άπό τό ρούχο τού νεκρού, πού τό φύλαξε γιά νά τόχη γι’ άπόδειξι. Νά το! Ό Μάριος^πού είχε σηκωθή όρθιος, βαστήχτηκε ά­ πό τό γραφείο γιά νά μήν πέση. Ήτα νεκρικά χλω­ μός. Προσπάθησε νά μιλήση μά δέν τό κατάφερε κι* ό Θερναδιέρος βρήκε τήν ευκαιρία καί συνέχιε: — Είμαι βέβαιος πώς ό δολοφονημένος νέος άνήκε σέ πλουσιωτάτη οικογένεια καί πώς ό Γιάννης Άγιάννης θά πήρε άπό πάνω του κάποιο τεράστιον πο­ σόν γιά νά τον σκοτώση. Ό Μάριος έτρεξε σέ μ ιά ντουλάπα καί τήν άνοι­ ξε. Έβγαλε ένα πακέτο τό ξετύλιξε καί πέταξε μπρος στά πόδια τού Θερναδιέρου ενα παλιό, καταματωμέ­ νο καί4 καταξεσχισμένο φράκο. — Ό... δολοφονημένος ήμουν έγώ!, φώναξε μέ τρομερή φωνή. Νά καί τό ρούχο μρυ!


Ό άλλος άπόμεινε άπολιθωμένος. «Την πάτησα!», σκέφβηκε. Ό βαρόνος Πονμερσύ έβαλε το χέρι στην τσέπη καί βάδισε καταπάνω του έξαλλος. — Είσ" ένα ^τέρας!, μούγγρισε. "Ενας ψεύτης, συ­ κοφάντης καί άθλιος! 7Ηρθες νά καταστρέψης έναν άνθρωπο καί τον έσωσες! Έσύ είσαι κλέφτης καί δολοφόνος! Σέ είδα - Ίοντρέτη - σ" έκεΐνο το ρημαδόσπιτο κι5 είδα πράγματα πού μπορούν νά σέ στείλουν πιο μακρυά άπ5 τό κάτεργο... Νά χίλια φράγκα Οίευτοπαλλπκαοά! Καί του πέταξε ένα χαρτονόμισμα. Συνέχισε μα­ νιασμένος: —Παλιάνθρωπε! Πάρε ακόμα τούτο τό πεντακοσάρικο καί χάσου! Νά εύλογάς τό Βατερλό! — Τό Βατερλό!, ψέλλισε ό Θερναδιέρος ιδρωμένος δχι από φόβο τόσο, όσο πού μάζευε λεφτά. — Ναί, άθλιε. "Έσωσες εκεί τη ζωή ένός συντα­ γματάρχη. — Στρατηγού!, δήλωσε ό Θερναδιέρος προσβλημένος. — Συνταγματάρχη!, βρυχήθηκε ό Μάριος. Για στρατηγό δέν έδινα ούτε πεντάρα! Πάρε άλλες τρεις χιλιάδες φράγκα κι5 αύριο θά έρθω ό ίδιος νά σέ δώ νά φεύγης γιά την "Αμερική καί θά σου μετρήσω άλ­ λες είκοσι χιλιάδες! Χάσου! -— Κύριε βαρόνε, θά σάς ευγνωμονώ αιωνίως!, δή­ λωσε ό Θερναδιέρος έτοιμος νά λιποθάμήση. Μόλις έφυγε, ό Μάριος έτρεξε στή γυναίκα, του. — Τιτίκα! Τιτίκα!, φώναξε άπό μακρυά άκόμσ. "Ελα Τιτίκα 7Ω Θεέ μου! "Εκείνος μου έσωσε τή ζωή! Κι" εγώ... Θά πάμε στον πατέρα σου! — Τί ευτυχία!,^φώναξε ή νέα όταν τ* ακούσε. "Ω­ στε θά τον ξαναδώ! Τό ήθελα τόσο, μόνο δέν τολ­ μούσα νά σου τό ζητήσω πιά.. Πατέρα μου... — Πατέρας σου αλήθεια, αγαπημένη μου! Περισ­ σότερο άπό πατέρας σου! "Ά, τί ζώον πού είμαι! Καί όμως μου είχες πή πώς δέν έλαβες τό γράμμα πού σου έστειλα μεστόν Γαβριά. Τό πήρε εκείνος κΓ ήρθε νά ^μέ σώση! Έσωσε τον "Ιαβέρη... Μέ^κουβάλησε στήν πλάτη του μέσα άπό τούς τρομερούς υπο­ νόμους... Κινδύνεψε χίλιες ψορές^ νά^πνίγη έκεϊ μέσα, γιά μένα! Τ" άκους Τιτίκα; Γιά μένα, τό τέρας τής αχαριστίας! Βέβαια εγώ ήμουν αναίσθητος... ΏστόΗ?


0*0... *Ω, θά τον πάρουμε σπίτι μας θέλει καί 5έ θέ­

λει,^ Τιτίκα. Θά περάσω την υπόλοιπη ζωή μου, λατρευοντάς τον σάν άγιο - γιατί είναι άγιος. Σίγουρα^έτσι εγινε. Είχα δώσει τό γράμμα στον Γαβριά... Κείνος τ<3 πήρε... Καταλαβαίνεις; ^ — Ναί;.. βέβαια... έχεις δίκιο, του απαντούσε ή νέα που δέν καταλάβαινε τίποτα. Πήραν^μιά άμαξα κΓ έφτασαν σέ λίγα λεπτά στο σπίτι του 'Αγιάννη. Χτύπησαν την πόρτα του κΓ ή­ ταν αυτό τό χτύπημα πού είχε άκθύσει άπό μέσα ό Γιάννης 'Αγ ιάννης. ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΠΙΣΩ ΤΗΣ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΡΑ

Μ

ΠΡΟΣ !, είπε άδύναμα ό απόκλ ηρος. Στο άνοιγμα τής πόρτας φάνηκαν ό Μάριος κΓ ή Τ ιτίκα. Ή νέα ώρμησε στο δωμάτιο μ’ άνοιχτή αγκαλιά. Ό Μάριος δέν τόλμησε νά προχωρήση. 'Απόμεινε όρθιος στο κατώφλι. — Τιτίκα!, ψέλλισε ό Γ ιάννης 'Αγ ιάννης τρέμοντας άπ’ την αδυναμία και σηκώθηκε όρθιος μέ μιά άπέραντη ευτυχία στο βλέμμα. — Πατέρα!, έκαν5 εκείνη πνιγμένη και ρίχτηκε στο στήθος του. Σάν τρελλός ό γέρος τραύλιζε συνεχώς: — Έσύ, Τιτίκα μου! Έσεΐς κυρία! *Ω, Θεέ μου! ■^Ηρθες... *Ηρθες! "Ωστε μέ συγχωρεΐς! Ό Μάριος προχώρησε στό δωμάτιο. Μισόκλεισε τά βλέφαρα γιά νά μην άψήση τά δάκρυά του νά τρέξουν. — Πατέρα μου!, ψιθύρισε μέ μιά φωνή σάν λυ­ γμό. — Έδώ κι* έσεΐς; Μέ συγχωρέσατε!, είπε ό Γ ιάν­ νης 'Αγιάννης. Ό Μάριος προσπάθησε νά μιλή,ση, αλλά δέν έβγαι­ νε άχνα από το^στόυα ρτου. ^ — Ευχαριστώ!, ξανάπε ό γέρος. Ή Τιτίκα έβγαλε τό σάλι καί τό καπέλλο της καί τά πέταξε στό κρεββάτι. ιΚάθησε υστέρα στά γόνατά του κι* άνασηκώνοντας τ’ άσπρα μαλλιά του, τον φίλησε στό μέτωπο. Εκείνος ούτε κουνιόταν. Σαστισμένος άπ’ την ά150


βάσταχτη ευτυχία, άφηνε νά τον κάνουν ό,τι ηθελάΐλ Ψέλλιζε: — Κουτός πού φάνηκα! "Ελεγα πώς δέν θά την ξανάβλεπα! Σκεφθήτε, κύριε Πονμερσύ, πώς ακρι­ βώς τη στιγμή πού έμπαινε, έλεγα μόνος μου: «Πάει πιά. Νά ή μικρή της ρόμπα... Είμαι δυστυχισμένος. Δέν θά την ξαναϊδώ...» Κι* έσεΐς άνεβαίνατε τά σκα­ λιά! Κουτός πού φάνηκα! Πώς αποβλακώνεται κα­ νένας πότε - πότε! Γιατί στο μεταξύ υπήρχε κΓ ό Θεός πού είπε: «Δέν σέ παρατούν, μή φοβάσαι. Δέ γίνεται αυτό... Χρειάζεσαι μόνο έναν άγγελο, σάν Ο­ λους τούς γέρους.» ΚΓ ήρθε ό άγγελός μου. Πόσο ή­ μουνα δυστυχισμένος! Κόμπιασε γιά λίγο κΓ ύστερα ξανάπε: — Στ* άλήθεια θά μούκανε καλό νά την έβλεπα που καί πού... θέλει κΓ ή καρδιά νά ροκανίζη κανέ­ να κοκκαλάκι... Καταλάβαινα όμως ότι περίσσευα. Σάς δικαιολογούσα. «Κάθησε στη γωνιά σου», έλε­ γα. «Δέν έχουν την ανάγκη σου κΓ ούτε θά ζής γιά πάντα στο κάτω - κάτω... Δόξα σοι, Κύριε! Την ξα­ ναβλέπω! Τιτίκα μου, τό ξέρεις πώς εΐναι πολύ ό­ μορφος ό σύζυγος σου; "Α, τί χαριτωμένος αυτός ό κεντητός γιακάς σου! Πολύ μ' αρέσει τό σχέδιό του. Θά σου τον διάλεξε ό καλός σου - ναί; Κύριε Πονμερ­ σύ, αφήστε με νά τής μιλήσω στον ένικό, δέν θάναι γιά πολύ... Ή Τιτίκα έλεγε ταυτόχρονα μαζί του: — Κακέ! Γιατί λείψατε τόσον καιρό; Έστελνα τη Νικόλ κΓ όλο μούλεγε: «Λείπει!» Πού είχατε πάει; Αλλάξατε πολύ, τό ξέρετε; Ου! Μα εσείς είστε άρρωστος! Πιάσε, Μάριε τό χέρι του νά δής πούναι παγωμένο! ^ χ . . — "Αχ, τί καλά πού ήρθατε, έπανέλαβε ό Γιάννης 'Αγιάννης. Συγχωρήστε με, κύριε Πονμερσύ, Σ’ αυτή τή λέξι πού τήν είχε ακούσει τόσες φορές, δέν μπόρεσε νά κρατηθή άλλο ό Μάριος καί ξέσπασε άγρια: — "Ακόυσες, Τιτίκα; Θέλει νά τον συγχωρήσω πού μούσωσε τή ζωή καί πού μου χάρισε εσένα - τήν ευ­ τυχία! ΚΓ ύστερα άπ3 αυτό θυσιάστηκε. Νά, αυτός είναι. Καί σ5 έμένα τον αχάριστο, τον μοναδικό φταί­ χτη, πού φέρθηκα με τόση σκληρότητα κΓ έγωϊσμό, μού λέει: «Συγχωρήστε με!» "Αν γονάτιζα μπρος του κΓ έμενα έτσι σ’ όλη μου τή ζωή δέν θά ξεπλήρωνα

151


τίποτα. Τό οδόφραγμα, την υπόνομο - εκείνη την κό­ λαση τα πέρασε για μένα... Γιά σένα, Τιτίκα. Μέ πέ­ ρασε μέσ’ άπ5 τη φωτιά, άπτομάκρυνε τον θάνατο α­ πό μένα και τον κράτησε για τον εαυτό του. Κάθε ηρωισμός^ κάθε αρετή, κάθε άγιοσύνη είναι δικά του. Αυτός ό άνθρωπος πού αγγίζεις Τιτίκα είναι ένας άγ­ γελος ! — Σωπάστε πιά, ψιθύρισε ό Γιάννης 'Αγιάννης. Τ5 εΐν’ αυτά πού λέτε; — ΚΓ έσεΐς; φώναξε ό Μάριος μ’ έναν παράξενο θυμό, γεμάτον σεβασμό, κΓ έσεΐς γιατί δεν τάπατε δλ^ αυτά; Φταίτε κΓ εσείς! Ζώνετε τη ζωή των άνθροΕπτωνκαΐ τό κρατάτε μυστικό. ΚΓ από πάνω συ­ κοφαντείτε τον έαυτό σας. Λυτό είναι απαίσιο! — Είπα την αλήθεια, μουρμούρισε ό Γιάννης 'Αγιαννης. -— "Όχι, δεν την είπατε! Ή άλήθεια ολόκληρη ή αλήθεια. "Ενα μικρό κομματάκι από την αλήθεια, εΐν’ ένα μεγάλο ψέμα, όταν κρυφτούν τά υπόλοιπα. Εϊσαστε ό κύριος Μαγδαληνής. Λεν τό είπατε. Σώσατε άπ5 τόν^ θάνατο τον Ιαβέρη. Γιατί τό κρύψατε; Σάς χρωστούσα τη ζωή μου; Γιατί νά μην τό ξέρω; — Είχα τη δική σας γνώμη, γΓ αυτό, απάντησε αδύναμα ό γέρος. Τσβλεπα πούχατε δίκιο καί πώς έ­ πρεπε νά φύγω μακρυά σας. "Αν σάς έλεγα γ:ά την ιστορία τού υπονόμου θά λέγατε καί καλά νά μείνω μαζί σας. Σώπασα γιά νά μη γίνω ενοχλητικός. — Ενοχλητικός! Σέ ποιόν; "Η μήπως πιστεύετε ακόμα πώς θά μείνετ’ εδώ πέρα; Θάρθετε μαζί μας. 1 Ανήκετε στην οίκογένειά μας. Θεέ μου - δταν συλ­ λογίζομαι πώς τάμαθα τυχαία δλ> αυτά! Ούτε μιά ώρα παραπάνω δεν θά μείνετε σ’ ετούτο το άθλιο σπίτι. Μη φαντάζεστε πώς θάστε κΓ αύριο εδώ πέρα. — Δεν θάμαι εδώ αύριο... ούτε καί στο σπίτι σας, είπε ό γέρος. — Τι εννοείτε; Δεν θά πάτε πουθενά^ μόνος. Φτά­ νουν τά ταξίδια. Είστε δικός μας. Δεν σάς αφήνουμε. ^ — 9ά σάς κάνουμε απαγωγή! , φώναξε κΓ ή Τι­ τίκα. Νά ξέρατε τί ώραίος πού έχει γίνει κήπος μας! Στρώσαμε τις δεντροστοιχίες μέ άμμο από τό πο­ τάμι καί μικρούτσικα μενεξελιά κοχυλάκια. Θά τρώτε άπ5 τις φράουλες πού ποτίζω μοναχή μου καί δέν θά ξανακουστή «κυρία» καί «κύριος». "Εχουμε δημοκρα­ τία. Όλοι μιλάνε πιά στόν ενικό. Ψέματα, Μάριε;

152


Τό πρόγραμμα αλλάζει. Θάχετε ένα δικό σας τετρά­ γωνο στον κήπο νά ^καλλιεργήσετε φράουλες καί θά κάνουμε συναγωνισμό. Κι5 υοπερα θά κάνω πάντα ό,τι θέλετ5 εσείς. Εσείς όμως^θά^μ’ άκουτε σέ ολα! Ό Γιάννης 'Αγ ιάννης την έβλεπε πού μιλούσε χω­ ρίς ν’ άκούη. Έδινε σημασία στη μουσική τής φω­ νής της κι’ δχι στα λόγια. Στο μάτι του σχηματιζό­ ταν ενα χοντρό δάκρυ σάν μαργαριτάρι. — Αλήθεια θάταν νά ζούσαμε μαζί!, είπε ξάφνου. Θά περπατούσα μέ την Τιτίκα στον κήπο. Είναι ό­ μορφο νάσαι μέ τούς ζωντανούς καί νά φωνάζης στον άλλο «καλημέρα» μέσ’ απ’ τά δέντρα. 5Απ’ τό πρωί θά βλεπόμαστε;.. Κρίμα! Ή Τιτίκα πήρε τά δυό του χέρια μέσα στά δικά της. -— Θεέ μου, άκόμα είναι παγωμένα τά χέρια σας!, μουρμούρισε μέ φόδο. Μήπως εΐσθε άρρωστος; — "Αρρωστος; Όχι... Είμαι πάρα πολύ καλά τώ­ ρα.·. Μόνο... —

— Σέ λιγάκι θά πεθάνω. Ή Τιτίκα^κι’ ό Μάριος άνατρίχιασαν μέ τον τρό­ πο πούχε πή εκείνα τά^ λόγια. — Νά^ πεθάνετε !, φώναξε ό νέος. — Ναί, μά δέν είναι σπουδαίο, είπε ό Γ ιάννης 'Αγ ιάννης.

’Ανάσανε βαθειά καί συνέχισε: — Μίλα μου πάλι, Τιτίκα^ όπως πρίν... Δέν θέλω παρά μόνο νΛ άκούω τη φωνή σου. Ό Μάριος ^εΐχε άπομείνει ακίνητος σάν άγαλμα, καί παρατηρούσε τον γέρο μέ γουρλωμένα μάτια. Ή κοπέλλα έβγαλε ξάφνου μιά κραυγή φρίκης. —- Πατέρα μου! Θά ζήσετε! θέλω νά ζήσετε, μ’ άκουτε; — Ό, ναί! Νά μου άπαγορέψης νά πεθάνω!, εί­ πε ό γέρος κυττώντας την μέ λατρεία. Που ξέρεις... Μπορεί νά σέ υπακούσω... Τή στιγυή πού ήρθατε πέθαινα... Μά σάν σέ είδα ζωντάνεψα πάλι - άναστήθηκα. — Είναι αστείο, είστε γεμάτος ζωντάνια καί δύναμι!, φώναξε ό Μάριος μέ τρόμο. Τόσο εύκολα πε­ θαίνουν, νομίζετε; Σάς έκανα νά πονέσετε πολύ αυ­ τές τί μέρες, μά ήρθα νά πέσω στά πόδια σας νά μέ

153


συγχωρήσετε. Θά ψήσετε μαζί, μας πολλά χρόνια... Κι* οί δυό μας αυτή τη στιγμή, δέν λαχταρούμε τίποτ’ άλλο απ' την ευτυχία σας! -— Τ* άκοΰτε; τραύλισε ή Τιτίκα κλαίγοντας. Ό Μάριος λέει πώς θά ζήσετε! Ό Γιάννης *Αγ ιάννης χαμογελούσε πάντα. — Και μήπως άν μέ πάρετε μαζί σας θά γίνω άλλος κύριε Πονμερσύ; εΐπε αδύναμα. Ό Κύριος σκέφθηκε τό ίδιο σαν εσάς και σάν κι* έσένα. Πρέπει νά φύγω. Ό θάνατος είναι μιά λύσι σωστή. Εκείνος ξέ­ ρει πάντα πιο καλά από μάς τι πρέπει... Νάστε πάν­ τα ευτυχισμένοι. Νά χαίρεστε την Τιτίκα. Ή δροσιά νά χαίρεται την αυγούλα. Όλόγυρά σας μόνο άνθη κΓ αηδόνια νά ^υπάρχουν, παιδιά μου. Ό ήλιος κι* ο! μαγεμένες αύρες τ’ ουρανού νά πλημμυρίζουν την ψυχή σας. Εγώ που δέν μένει νά κάνω τίποτα πιά, νά πεθάνω. "Ολ* αυτά είναι ώραΐα. Τό νοιώθω μέ βε­ βαιότητα πώς δέν γίνεται τίποτα πιά, άλλοιώς δέν θάθελα νά σάς στενοχωρήσω. Ό άντρας σου είναι πολύ καλός, Τιτίκα. Θάσαι πιο καλά μαζί του, απ’ δ,τι ήσουν μ5 έμένα. Κείνη την ώρα χτύπησε ή πόρτα και μπήκε ό για­ τρός. Ό Μάριος τον ζύγωσε χατάχλωμος, αλλά στη βου­ βή έρώτησί του έδωσε κι* αυτός μιά βουβή καί πέν­ θιμη άπάντησι. Ή καρδιά τού νέου σφίχτηκε. — "Οταν μάς έρχωνται δυσάρεστα τά γεγονότα, δέν πρέπει ν* αδικούμε τον Θεό, είπε ό Γιάννης ιΑγιάννης. Κάνει κΓ Εκείνος τους λογαριασμούς Του.. Έγινε μιά άβάσταχτη σιωπή. *0 γέρος κάρφωσε τά μάτια του στο πρόσωπο τής Τιτίκας, σάν νάθελε από τώρα ν’ άποτυπώση τήν α­ γαπημένη της εικόνα στήν ψυχή του, γιά τήν αιωνιό­ τητα. Τό πρόσωπό του φωτιζόταν. Μπορεί και στον τάφο νά ύπάρχη φως. Ό γιατρός έπιασε τον σφυγμό του. ^— Εσάς χρειαζόταν!, είπε κυττάζοντας τούς δυό νέους καί πρόσθεσε μέ χαμηλότερη φωνή, σκύβοντας στ’ αυτί τού Μάριου: -— Δυστυχώς όμως, πολύ άργά; Ό Γ ιάννης 'Αγ ιάννης κύτταξε τούς δυό τους μ’ αυ­ στηρό βλέμμα. — Τίποτα δέν είν’ ό θάνατος!, είπε.. Τό φοβερό είναι νά μή ζής...

154


Ηαφνικά, άνάφηκώθηκε. •Πολλές φορές ή έπτιθανάπια άγων ία, ξαναφέρνει Μέ· ρικές δυνάμεις στον έτοιμοθάνατο. Σηκώθηκε όρθιος, παραμέρισε τόν γιατρό και τόν Μάριο^πού πήγαν νά^τόν βοηθήσουν και μέ σταθερό βήμα έφτασε στον τοίχο καί ξεκρέμασε τόν Εσταυ­ ρωμένο. Πήγε καί τόν άκούμπησε ατό τραπέζι ήσυχα. — Νά, ό μεγάλος μάρτυρας, είπε. "Επεσε βαρύς στό κρεββάτι. Τό κεφάλι του κύλη­ σε στο στήθος του σαν νά τόν έπιασε ή ζάλη του τά­ φου καί τά δυο χέρια του ακουμπισμένα στα γόνατά του, άρχισαν νά χώνωνται αργά στό ύφασμα τού παν­ τελονιού του. Η Τιτίκα τόν κρατούσε απ’ την πλάτη κλαίγοντας σπαρακτικά. "Ηθελε νά τού μιλήση, νά τόν παρακαλέση νά μην πεθάνη, αλλά δεν μπορούσε νά βγάλη ούτε μιά λέξι από τό στόμα της. Συμβαίνει ακόμα με την αγωνία τού θανάτου νά προχωρή προς τό μνήμα κι* ύστερα νά ξαναγυρίζη γ;ά λίγο, στη ζωή. ^ Ό Γιάννης 'Αγιάννης στηλώθηκε ξαφνικά. Τίναξε τό κεφάλι σαν νάθελε νά διώξη τό σκοτάδι απ’ τό μυαλό του κι* απέκτησε πάλι όλη του σχεδόν την διαύ γεια. Πήρε την άκρη τού ρούχου τής Τιτίκας καί τό φίλησε σάν νάταν ή Παναγία. — Γ ιατρέ! Συνέρχεται!, φώναξε ό Μάριος πνιχτά. — Είστε κι* οι δυό σας πολύ καλοί, εΐπε ό γέρος. Έχω καιρό τώρα νά σάς πώ τί μέ λύπησε. Είναι πού εσείς, κύριε Πονμερσύ άρνηθήκατε τά χρήματά^ μου. "Ομως ανήκουν στη γυναίκα σας. Θέλω νά σας τό εξηγήσω καί γι* αυτό χάρηκα τόσο πολύ πού σάς εί­ δα. Ό μαύρος γαγάτης είσάγεται απ’ την Αγγλία. Ό άσπρος γαγάτης απ’ τή Νορβηγία. Γιά τα βρα­ χιόλια σκέφθηκα τους κρίκους από έφαρμοστό σίδερο... Είναι ώραιότεροι, πιο πρακτικοί καί φθηνότεροι. Καταλαβαίνετε πόσα λεφτά μπορείς νά κερδίσης„. Νά: Ή περιουσία είναι τής Τιτίκας. Δική της. Σάς τό έξηγω γιά νάχετε ήσυχη συνείδησι. Ή θυρωρός άνοιξε την πόρτα καί κυττούσε μέσα. Ό γιατρός τής έκανε νόημα νά φύγη άλλά εκείνη δεν κρατήθηκε καί ρώτησε φωναχτά τόν έτοιμοθάνατο: — Νά φέρω παπά;

195


"0 Γιάννης "Αγ^άννη^ έθειξε μέ το δάχτυλο ενα άήμείο πάνω από τό κεφάλι του κι* άποκρίθηκε: — Έχω έναν! ^ Έμοιαζε σαν νάβλεπε κάποιον στ5 αλήθεια. "Ισως νά του παραστεκόταν ό επίσκοπος σ’ εκείνη τη δύ­ σκολη ωρα. Ή Τιτίκα έβαλε άπαλά ένα μαξιλάρι για ν’ άναπαύση τη μέση του. —: Σάς ικετεύω νά τό καταλάβετε κύριε Πονμερσύ, συνέχισε ό Γιάννης 'Αγιάννης. Οί εξακόσιες χιλιάδες φράγκα, ανήκουν στην Τιτίκα. "Αν ήταν για νά μην τα χαρήρτε, δεν θά βασανιζόμουν σ’ αλη μου τή ζωή. Είχαμ* επιτυχία σ’ εκείνες τις χάντρες. Τό μαύρο γυοολι τής Γερμανίας λόγου χάρι, είναι πολύ δευτερό­ τερο. "Ενα κουτί μέ χίλιες διακόσιες χάντρες νά φάνταστήτε, μόνο τρία φράγκα. "Αφωνοι κι* απελπισμένοι, χωρίς νά ξέρουν τί νά κάνουν, έστεκαν μπρος του ό Μάριος κι* ή Τιτίκα τρέμοντας καί τον κυττουσαν πιασμένοι άπ* τό χέρι, Ό Γιάννης 'Αγιάννης ολοένα βυθιζόταν. "Ενας ήλιος ζύγωνε τον σκοτεινό ορίζοντα. Ή αναπνοή του έβγαινε κοφτή. Κάποιος υπόκωφος ρόγχος την έκοβε. Δυσκολευόταν νά κινήση τό χέρι του. Τά πόδια του είχαν χάσει εντελώς κάθε ικανό­ τητα νά μετακινηθούν. "Οσο ή ατονία στά μέλη του μεγάλωνε, τόσο τό μεγαλείο τής ψυχής του, του φώτιζε τό μέτωπο. Τό ψώς του αόρατου κόσμου τρεμόπαιζε από τώρα στά μάτια του. Ή αναπνοή του λιγόστευε. Τό βλέμμα του γινόταν πιο μεγάλο. "Εγνεψε στην Τιτίκα νά ζυγώση. "Υστερα στον Μά­ ριο. Τά τελευταία λεπτά σίγουρα, τής τελευταίας ώ­ ρας. 7 , Σάν άρχισε νά μιλάη, ήταν τόσο αδύνατη ή φωνή του, πούλεγες ερχόταν σβησμένη από πολύ μακρυά. Σάν νά υπήρχε κιόλας ένα χώρισμα άνάμεσα στούς δυο νέους καί σ* εκείνον: — Έλα... Ελάτε ^κοντά^ κι* οι δυο σας, παιδιά μου. Πόσο σάς αγαπώ! Τί τύχη νά πεθαίνη κανείς έτσι! Κι* εσύ μ* άγαπάς όμως Τιτίκα. Πάντα συμπα­ θούσες τον καλό γεροντάκο σου... Σ’ ευχαριστώ για κείνο τό μαξιλάρι στη μέση μου. Μή μέ κλάψης πολύ. 156

,

.


Λίγο μόνο - μην τό πάρης κατάκαρδα. Πρέπει νά δια­ σκεδάζετε δσο μπορείτε παιδιά μου. -έχασα νά πω γιά τά σκουλαρίκια δίχως πόρπες... Αυτά άφηναν πε­ ρισσότερο κέρδος... *Ηταν μια καλή έπιχείρησι. Δεν πρέπει νά σάς φαίνωνται περίεργες οι εξακόσιες χι­ λιάδες, κύριε Πονμερσύ... Είναι τίμια λεφτά... Μπο­ ρείτε νάστε πλούσιοι και μέ ήσυχη την ψυχή σας... Νάχετε δική σας άμαξα... Θεωρείο στο θέατρο πότεπότε, άμορφες τουαλέττες γιά σένα, Τιτίκα μου.;. Νά μαζεύετε συχνά τους φίλους σας γιά γεύμα - νάστ’ ευτυχισμένοι. Στην Τιτίκα κληροδοτώ τά δυο καντηλέρια πουναι στο τζάκι. Θά σάς φανή πώς είν’ άσημένια. Λοιπόν είναι από χρυσάφι... είναι από διαμάν­ τια. "Οταν τους βάνεις κεριά, γίνονται λαμπάδες. Νάναι τάχα ευχαριστημένος από μένα αυτός πού μου τά χάρισε; Πάντως έκανα δ,τι μπόρεσα. Νά μην ξεχάσετε πώς είμαι φτωχός παιδιά μου. Νά μέ θάψετε στήν πρώτη άκρη τής γης πού^θά βρήτε, κάτω άπό μ;ά πέτρα γιά νά δείχνη τό μνήμα. Αυτό είναι τό θέ­ λημά μου. Μή χαράξετε όνομα στην πέτρα^- δέ Xρεκά­ ζετε. "Αν έρχεται ή Τιτίκα πότε - πότε ώς έκεΐ, θά μ’ ευχάριστή. Κι* εσείς τό ίδιο κύριε Πονμερσύ. Όμολογώ πώς δεν ^σάς αγαπούσα πάντοτε, Σωγχωρέστε με. Τώρα πιά γιά μένα είστε τό ίδιο κι’ οί δυο. Σάς ευγνωμονώ γιατί ξέρω πώς την κάνετ’ ευτυχι­ σμένη. *Ω, άν ξέρατε! Χαρά μου ήταν νάναι ρόδινα τά μάγουλά της. "Οταν τάβλεπα χλωμά μ’ έπιανε άλλο πράμα... Στο κομό υπάρχει ένα νόμισμα πεντακοσίων φράγκων. Είναι γιά τούς φτωχούς. ^ Τιτίκα, γνωρίζεις τη ρομπίτσα κείνη πάνω στο κρε'&δάτι; Δεν είναι ούτε δέκα χρόνια - γρήγορα πέρασε ό καιρός. Και τότε εϊμαστ’ ευτυχισμένοι - μην κλαίτε, τελείωσε πιά. Δεν θά πάω και πολύ μακρυά. "Αν κυττάτε έξω την ώρα πού νυχτώνει, θά τό νοιώθετε πώς θάμαι κον­ τά σας... Θυμάσαι μες στο δάσος στο Μονφερμέϊγ; Κ ρύωνες και φοβόσουν καί σουπιασα τον κουβά .. * Η­ ταν πρώτη φορά πού άγγιξα τό παγωμένο χεράκι σου. Καί τώρα νομίζω είναι κρύο; τά χέρια σας ^δε­ σποινίς! Θυμάσαι τη μεγάλη κούκλα, πού την έλε­ γες Κατερίνα; Λυπήθηκες πού δέν^τήν πήρες καί ατό Μοναστήρι. Δεν γέλασα άλλη φορά στή ζωή μου - έ­ μαθα κοντά σου τ’ είναι τό γέλιο άγγελέ μου! Νά, θυμάμαι· τώρα, πούβαζες κομματάκια άπό άχυρο στο νερό σάν έβρεχε καί τά κυττούσες όπως κυλούσαν.

Ί

157


Μιά

μέρα ϋοΰχα δώαει μιά.ττλεχτίι ράκέττ® άττέ ,λα καί μιά μεγάλη Φούντα άττό κίτρινα, μττλέ πράσινα φτερά. Δέν θυμάσαι ττιά εσύ. Κρεμούσες στ' αυτιά σου διπλά κεράσια... "Ολ’ αυτά άνήκουν στο παρελθόν. Τά δάση πού πέρασε κάνεις μαζί μέ το παιδί του, τά δέντρα πού περπάτησαν κάτω άπ’ τον ίσκιο τους, τά μοναστήρια πού κρύφτηκαν, τά κρυ­ στάλλινα γέλια, είναι πια ένας αέρας... Οί Θερναδιε­ ροί ήταν κακοί άνθρωποι. "Ας τούς συγχωρήσουμε. Καί τώρα πρέπει νά σου πώ τ* όνομα τής μητέρας σου, Τιτίκα: Φαντίνα. Την έλεγαν Φαντίνα. Μην το ξεχάσης ποτέ. "Οταν τυχαίνη νά τό προφέρης, γονά­ τιζε. Πόνεσε πάρα πολύ. Σ' αγάπησε πάρα πολύ. "Οση ευτυχία γνώρισες έσύ, τόση γνώρισε έκείνη δυ­ στυχία. Ό Θεός τά μοίρασε έτσι. Λοιπόν παιδιά μου θά φύγω. Ποτέ μην πάψετε ν* άγαπιέστε. Στον κό­ σμο δέν υπάρχει παρά μόνο ένα: Νά σ’ αγαπούν. Καί καμμιά φορά νά θυμάστε τον καημένο τον γέρο πού πέθαν5 έδώ μέσα. Ή καρδιά μου γινόταν κομμάτια. Πήγαινα ώς τη γωνιά του δρόμου καί γύριζα. Ασφα­ λώς θά γελούσαν μαζί μου οΐ διαβάτες θά γελούσαν μαζί μου. Βγήκα και δίχως καπέλλο μιά φορά. Δέν μπορώ νά δω καθαρά πιά... Είχα νά σάς πώ κι* άλ­ λα... Δέν πειράζει. Νά μέ σκέφτεστε λίγο. Είσαστ5 ευλογημένα πλάσματα. Δέν μπορώ νά καταλάβω... Βλέπω τώρα πολύ φώς. Ελάτε πιο κοντά μου - άκόμα... Ευτυχισμένος πού πεθαίνω! Αφήστε νά βάλω τά χέρια πάνω στ' άγαπημένα σας κεφάλια, δέν μπο­ ρώ νά τά σαλέψω... Εξουθενωμένοι, πνιγμένοι απ’ τά δάκρυα καί τό βουβό κλάμα, έσκυψαν ό Μάριος κι* ή Τιτίκα^κι* έβα­ λαν τά κεφάλια τους κάτω άπό κάθε χέρι τού Γιάννη 'Αγιάννη. Τά σεβάσμια εκείνα χέρια ήταν πιά εντελώς ακί­ νητα. "Εγερνε πίσω κι* έπεφτε στο πρόσωπό του πού χαμογελούσε, τό φώς άπό τά δυο καντηλέρια. Ή κά­ τασπρη μορφή του κοττουσε προς τον ουρανό. "Αφη­ νε την Τιτίκα καί τον Μάριο νά τού γεμίζουν μέ φι­ λιά τά ρ(έρια, γιαπ* ήταν πεθαμένος. Ή νύχτα δέν εΐχε άστρα. 9·Ηταν πολύ σκοτεινή. Ασφαλώς ένας μεγάλος άγγελος κρυβόταν μέσα σ’ έκεΐνο τό σκοτάδι μέ άναδιπλωμένα τά φτερά, προσμένοντας την ψυχή. -ν


Στό κοιμητήρι του Πέρ Λασαίζ, σέ μια άκρη, μακρυά άπό τή^ λουσάτη συνοικία τής πολιτείας των νε­ κρών, μέ τους φανταχτερούς τάφους, πολύ κοντά σ’ έναν παμπάλαιο τοίχο, μισοκρυμμένον άπό ζιζάνια, μοΰσκλα καί περικοκλάδες, είναι μια συνηθισμένη πέ­ τρα. Είναι σημαδεμένη σαν όλες τις άλλες άπό τη λέπρα του χρόνου, τη μούχλα καί τις άκαθαρσίες των που­ λιών. Την πρασινίζει τό νερό καί ό ήλιος τη μαυρίζει. Κανένα μονοπάτι δεν φέρνει σ' αυτήν κι* ούτε κανείς έχει κέφι νά περάση άπό κεΐ πέρα, έπειδή είναι ψηλό τό χορτάρι καί τα πόδια βρέχωνται στη στιγμή. Σαν φανερώνεται ό ήλιος, σκαρφαλώνουν έπάνω της οί σαύρες. Όλόγυρα βρίθουν τ' άγριόχορτα. "Ενα μο­ ναχικό δέντρο απλώνει τη φυλλωσιά του πάνω της καί σ' αυτήν έρχονται τήν ^Ανοΐ'ξι οί καρδερίνες κι* ό τό­ πος γεμίζει χαρούμενες τρίλιες. Ή πέτρα είναι ολόγυμνη. /Αρκετά μακρυά κι* αρ­ κετά πλατειά για νά σκεπάζη έναν^ άνθρωπο. Πάνω της δεν έχουν σκαλίσει κανένα όνομα. Μονάχα κάποια φορά ένα χέρι έγραψε μέ μολύβι αυτούς τούς στίχους^ πού σιγά - σιγά μέ τά^ χρόνια τους έσβησε ή βροχή καί τούς σκέπασε ή σκόνη: Κοιμάται. Πόσο άλλόκοτο ήταν τό ριζικό του! Πέθανε μόνο τότε ποϋχασε τον άγγελό του. Πέθανε άπλά, όπως κι5 ή μέρα πού τελειοόνει καί τό σκοτάδι τής νυχτιάς τηνε κυκλώνει.

ΤΕΛΟΣ

I

159


Τό 2ο Βιβλίο, πού θά κυχλοφσρήση σέ 15 ή­ μερες, είναι ένα από τά πιο ύπέροχα μυθιστορτπιατα του μάγου τής πέννας ΙΟΥΛΊΟΥ ΒΕΡΝ:

Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ και κατέγει χωοίς άμφιβολία την ΠΡΩΤΗ ΘΕΣΙ ώς ιστορία ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ καί ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ. Δέν πρόκειται για ένα άττό τά συνηθισμένα έρ­ γα επιστημονικής φαντασίας του ΒΕΡΝ, άλλα για ένα βιβλίο ανθρώπινο, άληθινό, βγαλμένο μέσα από τήιν πιο μαύρη πτυχή τού περασμένου αιώνα:

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΤΩΝ ΣΚΛΑΒΩΝ Σκηνές ασύλληπτου μεγαλείου, άλλα καί φρίκης. Γεγονότα πού αποτελούν ντοκουμέντα μιας απαί­ σιας εποχής.

Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ Αφάνταστες περιπέτειες στη Μαύρη "Ηπειρο, ανάμεσα στα σαρκοβόρα θηρία, τις πλημμύρες, τούς αγρίους καί τά πιο φριχτά θηρία τής Αφρι­ κής: τούς δουλεμπόρους!

Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΕΤΗΣ ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ "Ενας δεκαπεντάχοονος δόκιυος άναδεικνυεται ήρωας μέσα στο περιβάλλον αύτό τού θανάτου καί του μαρτυρίου καί συναρπάζει τον αναγνώστη μέ τά κατορθώμστά του. Θά κυκλοφορήση σέ 15 ημέρες. ★

[

................................................................. .............................................

ί



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.