ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΤΙΝΑ ΧΕΛΙΩΤΗ © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε. ISBN: 978-618-206-088-9 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2021 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΚΡΟΣ ΗΡΩΣ Ε.Ε.: ΑΛΤΑΝΗ 4, 153 51 ΠΑΛΛΗΝΗ ΤΗΛ.: 210-8983824 • E-mail: info@mikrosiros.gr • Site: www.mikrosiros.gr
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΡΟΜΑΝΤΖΟ
*Απόδοσκ : ΤΑΚΗ Κ
,Α_ ττό τό πρωΐ, μιά φοβερή γκίνια κοτεδιωκε τον έπι θεωρητή Λε;μόζ. Τό πουκάμισό του 6έν είχε κουμπιά, τό κορδόνι του ένός παπουτσιού του έσπασε, ενώ περπατούσε στο δρόμο, τό καλοριφέρ του γραφείου του δεν λειτουργούσε και νά πού τώρα ένα δαιμονισμέ νο κουδούνισμα τού τηλεφώνου τον διέκοπτε, ενώ έλυνε ένα ενδιαφέρον σταυρόλεξο. — Εμπρός! Ποιος τηλεφωνεί; Είπε γκρινιάρικα φέρνοντας τό ακουστικό στο αυτί του. Χαμογέλασε όμως όταν αναγνώρισε τή φωνή του Λεό Μαρνιέ, του νεαρού βοηθού του. — 5Εσύ είσαι, Αεό; Τί έγινε; "Αρχισες την έρευνα; — Τίποτε ακόμη, αρχηγέ. Δέν καταλαβαίνω τί ποτε.
1
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΡΙΟΝ
Ό Λεμόζ δέν μπόρεσε νά μή χαμογελάση πάλι. — Κρίμα σέ σένα, καημένε. Ή ύπόθεσις φαινόταν απλή. — Τί λέτε, αρχηγέ! "Οταν ήρθα έδώ, δέν βρήκα παρά μόνον τον κ. Ρομάν, τον αστυνόμο του τμήματος τής περιφέρειας, και την καθαρίστρια αυτήν που ανα κάλυψε τό πτώμα. Ό νεκρός εΐναι σ’ ένα δωμάτιο μέ μια σφαίρα στο κεφάλι. —- Αυτοκτονία; — Αποκλείεται. Αέν υπάρχει κανένα όπλο μέσα στο δωμάτιο. "Ο Λεμόζ άρχισε νά δείχνει ενδιαφέρον: -—- "Υποπτοι υπάρχουν; —- Αέν ξέρω ακόμη τίποτε. Αέν μπόρεσα ακόμη νά ανακρίνω την κυρία Κροζιέ, .τήν γυναίκα του θύματος. — Εξαφανίσθηκε; — ’Όχι. Είναι από τό Σάββατο σ’ ένα φιλικό της σπίτι, στο Σαίν Ραφαέλ. Ή καθαρίστρια, πού μου τό είπε αυτό, δέν ήξερε παρά τό όνομα τής οικογένειας '5Ωμπέν. Ευτυχώς όμως έχουν τηλέφωνο καί βρήκα τή διεύθυνσί τους στον κατάλογο. Τί λέτε, νά τούς τηλεφω νήσω; ^ — Βεβαίως. Νά τούς άναγγείλης τό δυστύχημα καί, άν ή κυρία Κροζιέ βρίσκεται πράγματι στο σπίτι τους, πές της νά γυρίση τό συντομότερο.. — Μάλιστα, αρχηγέ. "Επειτα τί νά κάνω; — "Επειτα μην κάνης τίποτε, Περίμενε νάρθω εγώ. Ό Λεμόζ ακούσε από τό τηλέφωνο, ένα Αναστεναγ μό άνακουφίσεως. Ό Αεό δέν φαινόταν δυσάρεστη μένος, πού ό προϊστάμενός του θά τον άπήλλασσε άπο τις ευθύνες. * —■ Μην άγγίξης απολύτως τίποτε, πρόσθεσε 6 επι θεωρητής.. "Ερχομαι σέ λίγα λεπτά. Κρέμασε τό ακουστικό του τηλεφώνου, έρριξε μια ματιά στο μισοτελειωμένο σταυρόλεξο καί κατάφερε νά ξεκολλήση τό ογκώδες κορμί του άπό την πολυθρόνα του. "Αναψε την πίπα του καί έψαξε νά βρή τό σημεί ωμα, πάνω στο οποίο είχε γράψει τή διεύθυνσι τών Κροζιέ, όταν τον ειδοποίησαν νά άναλάβη τήν ύπόθεσι. — Ε. Κροζιέ, οδός Κριμαίας 4, μουρμούρισε. "Ας
,·;
____ _____
·
-
ΪΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ __________________ I <
______-__________ _______
■
______ ____ :___________ Γ-^_=___________ Β
5
---------—
πάρουμε λοιπόν τό δρόμο για τό νούμερο 4. Τό αμάξι του ήταν.έτοιμο στην αυλή. Κάθησε στα βολάν καί έβαλε μπρος τή μηχανή. Ή οδός Κριμαίας βρισκόταν στην άλλη άκρη τής Μασσαλίας και χρειά στηκε μίση ώρα για νά φτάση. Μπροστά στο νούμερο 4, ένα ωραίο σπίτι μέ δύο πατώματα, ό επιθεωρητής σταμάτησε τό αυτοκίνητό του. Ή εξώπορτα ήταν ανοι χτή και από τό γραμματοκιβώτιο, που βρισκόταν στο εσωτερικό του διαδρόμου, ό Λεμόζ κατάλαβε ρέ. ποιο πάτωμα κατοικούσαν ό κύριος καί ή κυρία Κροζιέ. . Σιγά - σιγά, ανέβηκε την πλατειά, καθαρή σκάλα ως τό πρώτο πάτωμα καί/ αφού σταμάτησε γιά λίγο γιά νά πάρη ανάσα, χτύπησε τό κουδούνι. Τού άνοιξε ό ίδιος ό Λεό. . —- 5Εσείς, αρχηγέ; Ό αστυνόμος έφυγε. ^ Είμαι μό νος μέ την, καθαρίστρια καί... μέ τον σκοτωμένο. —: Τηλεφώνησες στο Σαίν Ραφαέλ; —- Μαλιστα. Μίλησα μέ τήιν ίδια την κυρία Κρ-οζιέ. Μου είπε οτι φεύγει αμέσως, άλλα δεν θά μπόρεση νά φτάση πριν από τό βράδυ. — Πώς τής φάνηκε το νέο; Ό νέος έκανε μιά αόριστη χειρονομία. — Μά... ξέρετε... από τό τηλέφωνο... Ειδοποίησα επίσης καί τον ιατροδικαστή. "Οπου νάναι θάρθη. . — Καλά, είπε ό Λεμόζ. Θά ανακρίνω την καθαρί στρια σέ λίγο. Πού βρίσκεται τό πτώμα; -— 3Από έδώ.^ Ό Λεό προχώρησε μπροστά καί άνοιξε-μιά πόρτα τού προθάλαμου. ^ ' — Έδώ -είναι. Σάς προειδοποιώ δτι τό θέαμα είναι φριχτό!
κ
ατά τή διάρκεια τής αστυνομικής του καρριέρας, ό επιθεωρητής Λεμόζ είχε δή κάθε είδους
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
πτώμοττα και κάθε είδους τραύματα. 9Εν τούτοις, τό τραύμα, που πρακάλεσε τό θάνατο του Κ ροζ ιέ, παρου σίαζε τόσο φριχτή δψι, ώστε ξεπερνοΰσε κάθε προηγού μενο. Τό κεφάλι του νεκρού, πού ήταν ξαπλωμένος στα πόδια τού αστυνομικού, φαινόταν νά είχε έκραγή σαν χειροβομβίδα και μόνο το^κάτω μέρος τού προσώ που ήταν άθικτο. Τό υπόλοιπο ήταν ένα μίγμα από σάρ κες ματωμένες, μαλλιά, κόκκαλα και αίμα. Παρά την έξοικείωσί του μέ τά πτώματα, ό Λεμόζ αίσθάνθηκε την ανάγκη νά κυττάξη κάτι άλλο λιγώτερο φριχτό στην δψι. "Άφησε τό βλέμμα του νά πλανηθή μέσα στο δω μάτιο. 7Ηταν ενα μικρό γραφείο, από τό παράθυρο του όποιου έμπαινε ό ασθενικός ήλιος του Φεβρουάριου. Ή έπίπλωσις ήταν απλή. "Ενα μεγάλο τραπέζι, μία βι βλιοθήκη, δύο δερμάτινες πολυθρόνες και ένα τραπεζάκι. Ό νεκρός έμπόδιζε τό πέρασμα και ό επιθεωρητής χρειάστηκε νά τον διασκελίση για νά πλησιάση στό τραπέζι, επάνω στό όποιο ό Λεό εΐχε αφήσει δ,τι είχε βρή έπειτα από μιά αυστηρή έρευνα. "Ενα χρονόμετρο, ένα στυλό, και άλλα αντικείμενα χωρίς σημασία, ήσαν ακουμπισμένα δίπλα σ" ένα καρ νέ από μαύρο μαροκέν καί ένα δερμάτινο πορτοφόλι, Άπ’ αυτό έβγαλε μερικά χαρτονομίσματα, μιά άδεια οδηγού καί μιά ταυτότητα, πού τράβηξε την προσοχή του. Ή μικρή φωτογραφία έδειχνε έναν άντρα σέ ώριμη ηλικία μέ πρόσωπο ένεργητικό καί μέ άφθονα μαλλιά. Τό δυνατό σαγόνι, στό όποιο υπήρχε μιά λαχκουβίτσα, ήταν τό ίδιο μέ τό άθικτο σαγόνι τού πτο3ματος καί μπορούσε νά είναι βέβαιος κανείς ότι ή ταυτότης ανή κε στον σκοτωμένο. Κατά τήν ταυτότητα, ό κάτοχός τψ ώνομαζόταν Έμιλ Κροζιέ, ήταν 45 ετών καί βιομήχανος τό επάγγελμα. Τό διάβασμα τού καρνέ^ υπήρξε πιο αποδοτικό. ^Ηταν ένα μικρό σημειωματάριο τής τσέπης, όπου ό Κροζιέ σημείωνε τά ραντεβού καί τις δουλειές, πού εί χε νά κάνη κάθε μέρα. Στις 15 Φεβρουάριου, τήν πα ραμονή τής άνακαλύψεως τού πτώματος καί, πιθανώς, τήν ημερομηνία τού θανάτου του ό Κροζιέ εΐχε σημειώ σει :
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
7
«"Ωρα 7 τό βράδυ. Έξήγησις μέ τον Ζώρζ Λεστράμ.» Αυτός ό Αεστράμ θά μπορούσε ^ ασφαλώς νά του χρησιμεύση καί ό Λεμόζ σκεπτόταν μέ τί τρόπο 6ά τον εύρισκε όταν ένας υψηλός και δυνατός άντρας φάνηκε στο κατώφλι τής πόρτας. — Περάστε, γιατρέ, είπε 6 Λεμόζ δίνοντας^ του τό χέρι. "Εως δτου έξετάσετε τό πτώμα, θά συνεχίσω την μικρή έρευνα μου. Καί, ενώ ό ιατροδικαστής γονάτιζε δίπλα στον νε κρό, ό επιθεωρητής κατευθύνθηκε προς τό γραφείο. "Ε να μεγάλο τετράδιο, ντυμένο μέ χαρτόνι, βρισκόταν στο κέντρο του τραπέζιου καί ένα στυλό μέ βγαλμένο τό σκέπασμά του ήταν ανάμεσα στα φύλλα του, σημάδι δτι τό είχε χρησιμοποιήσει εκείνος πού έγραφε στο τετράδιο. ι0 Λεμόζ φαίνεται δτι βρήκε μεγάλο ενδιαφέ ρον σ5 εκείνα πού διάβαζε, γιατί σχεδόν δεν άκουγε τό γιατρό, πού τού έξηγοΰσε τά συμπεράσματα τής έξετάσεώς του. — Τό θύμα σκοτώθηκε μέ ένα περίστροφο μεγάλου διαμετρήματος. Μόνο έτσι εξηγείται ή κατάστάσις τού κεφαλιού του. — Μέ ένα Κόλτς 45, παραδείγματος χάριν; — "Έτσι νομίζω κΓ εγώ. Ή αυτοψία θά μάς καθαρίση τελείως αυτό τό ζήτημα. "Οσο γιά την ώρα τού θανάτου, άπ5 δ,τι μπορώ νά συμπεράνω, φαίνεται δτι πρέπει νά τοποθετηθή μέσα στο χθεσινό βράδι. — Έν τάξει, γιατρέ, είπε ό Λεμόζ πού βιαζόταν νά συνέχιση τό διάβασμα του τετραδίου. Κανονίστε νά μεταφερθή τό πτώμα καί στείλτε τήν εκθεσί σας στο γραφείο μου. Είκοσι λεπτά αργότερα, ό Λεμόζ έπαιρνε τον άριθμό του τηλεφώνου τού Ζώρζ Αεστράμ τον οποίο είχε τήν τύχη νά βρή στον τηλεφωνικό κατάλογο. Μετά τό διάβασμα τού τετραδίου τό πρόσωπο τού Αεστράμ έπαιρνε μεγάλη σημασία γιά τις ανακρίσεις του, κΓ όταν εκείνος σήκωσε τό ακουστικό του, ό Λεμόζ τού εξήγησε σύντομα τά^ γεγονότα. — Μέ συγχωρήτε πού σάς ένοχλώ, κύριε Αεστράμ, τού είπε τελειώνοντας. "Εχουμε δμως άμεση ανάγκη άπό
6
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΛΝ ΪΡΙ&Ν
πληροφορίες. Μιά που ή κυρία Κροζιέ λείπει, μπορεί τε νά έλθετε έσείς εδώ; Άφοϋ πήρε καταφατική άπάντησι, ό Αεμδζ πήρε τό πολύτιμο τετράδιο καί, διασκελίζοντας πάλι τό πτώμα, ^τήγε νά βρή τον Αεό. Ό Λεό Μαρνιέ ήταν συμπαθής στον Αεμόζ με τό νεανικό ενθουσιασμό μου. Ό ορμητικός χαρακτήρας του δμως και ή έλλειψις πείρας τον έκαναν νά παιρνη καμμιά φορά πρωτοβουλίες, που ό Αεμόζ τις φοβόταν. ΓΥ αυτό, ό ήλικωμένας ντέτεκτιβ παρακολουθούσε πάν τα «πό κοντά τις ενέργειες τού Αεό. Καπευθύνθηκε προς τήν κουζίνα, απ’ όπου άκουγόταν μιά φωνή. Ή πόρτα ήταν μισάνοιχτη και ό Αεμόζ ακούσε ευδιάκριτα τη φωνή τού Αεό, πού είχε πάρει έναν τραγικό τόνο. -— 'Ο δολοφόνος μου ρίχτηκε πισώπλατα, μέ άρ παξε από τό λαιμό μέ τά δυό του χέρια. Αίσθάνθηκα τά νύχια του νά μπήγωνται στο κρέα^ μου καί τήν α ναπνοή του στο πρόσωπό μου... καί τότε... — Καί τότε; ρώτησε μιά γυναικεία φωνή. «—* Τότε, εΐπε ό Αεμόζ σπρώχνοντας τήν πόρτα, ση κώνομαι απότομα καί σκοτώνω τό τέρας μέ οκτώ σφαί ρες στή σπονδυλική ο~τήλη! Ό Αεό σηκώθηκε βιαστικά καί τραύλισε: —* Αρχηγέ... ήθελα νά... νά ρωτήσω τήν κυρία Μπλάν, τήν καθαρίστρια... Ό Αεμόζ έσκασε στά γέλια. -— Έν τάξει, μικρέ. Θά ρωτήσω εγώ δ,τι πρέπει τήν κυρία Μπλάν. Στο μεταξύ, έσύ ανέβα στο δεύτερο πάτωμα Καί ρώτησε μέ ευγένεια τον ενοικιαστή, άν α κούσε χτές τό βράδι κανέναν πυροβολισμό ή κανένα θό ρυβο... Καί προ παντός ποιά ώρα. "Έπειτα, γυρίζοντας προς στήν δχι πολύ νέα, αλλά άρκετά ώραία^ άκόμη κυρία Μπλάν, εΐπε: —Μπορείτε νά μου εξηγήσετε πώς ανακαλύψατε τό πτώμα του κ. Κροζιέ; Ή καθαρίστρια κοκκίνισε βλέποντας τό ενδιαφέ ρον πού έδειχνε γι’ αυτήν ό προϊστάμενος τού Αεό. -— Σήμερα τό πρωί, ήρθα όπως πάντα στις 8 γιά ν« σι γυρίσω τό σπίτι. "Άνοιξα τήν πόρτα μέ τό κλει
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
9
δί, που μου έχει δώσει κυρία για νά μην την ενο χλώ. Ή πόρτα του γραφείου του κυρίου ήταν ανοιχτή και είδα τον κύριο βουτηγμένο στα αίματα. Φοβήθηκα καί - ετρεξα αμέσως νά ειδοποιήσω έναν αστυφύλακα. Σάς δίνω το λόγο μου, κύριε, δέν ξέρω τίποτε άλλο καί θέλω νά γυρίσω στο σπίτι μού. Ό επιθεωρητής τής έδωσε ευχαρίστως τήν άδεια καί τής είπε: — Ή κυρία Κροζιέ λείπει ©πως ξέρετε. Τής τηλε φωνήσαμε όμως καί θάρθη απόψε. Μπορείτε λοιπόν νά συνεχίσετε τή δουλειά σας αύριο. Ή καθαρίστρια βγήκε καί. χάθηκε στη σκάλα. Ό Λεμόζ, χωρίς νά άφήση τό χοντρό χαρτονένιο τετράδιο, ξαναγύρισε στο γραφείο, Ό γιατρός, πριν φύγη, είχε ρίξει πάνω στο πτώμα του Κ ροζ ιέ μιά μακρυά σκούρα κουβέρτα. Ό έπιθεωοητής άναψε τήν πίπα του καί πλησίασε στο παράθυρο. Τό τζάμι ήταν θαμπό καί χρειάστηκε νά τό καθαρίση μέ τό χέρι του γιά νά μπό ρεση νά δή έξω. "Έμεινε σ5 αυτή τή θέσι γιά λίγο, μέ τό πρόσωπο κολλημένο σχεδόν στο τζάμι, βυθισμένος σέ σκέψεις. Ό θόρυβος τού νοσοκομειακού αυτοκινήτου τον άπέσπασε από τις σκέψεις του. Τό αμάξι σταμάτησε -έ ξω από τήν πόρτα του σπιτιού. Δυο νοσοκόμοι μέ ένα φορείο βγήκαν καί ανέβηκαν τις σκάλες. Ό επιθεωρητής τούς υποδέχτηκε στο κατώφλι τού διαμερίσματος καί τούς ώδήγησε στο γοαΦεΐο. Γρήγο ρα - γρήγοσα, σήκωσαν τό πτώμα, τό ξάπλωσαν στο ψορεΐο καί έφυγαν. Καθώς κατέβαιναν τή σκάλα μέ τό μακάβριο φορ τίο τους, ένας νεαρός μελαχοοινός άντρας ανέβαινε ήδη καί χρειάστηκε νά παραμερίση γιά νά περάσουν. Κύτταδε μέ έκπληξι τό σκεπασμένο φοοεΐο σήκωσε τό ώχρό πρόσωπό του. προς τον Λεμόζ καί είπε, ανεβαίνοντας τά τελευταία σκαλοπάτια: — Είμαι ό Ζώοζ Λεστοάμ, κύριε... — "Αντρέ Λεμόζ, επιθεωρητής τής "Ασφαλείας. -— Κύριε έπιθεωρητά είμαι κυριολεκτικός αναστα τωμένος..,
ία
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
Ό Λεμόζ τον διέκαψε μέ μια χειρονομία. — Μια στιγμή, κύριε Λεστρσμ. Θά σάς κάνω εγώ μερικές ερωτήσεις.
0 πως συνήθιζε πάντα νά κάνη δταν άνέκρινε κάποιον, ό Λεμόζ ήταν όρθιος και έκανε μικρές βόλτες μέσα στο γραφείο, όπου πριν από λίγα λεπτά βρισκόταν το πτώμα. Ό Ζώρζ Λεστράμ ήταν καθισμένος σέ μιά πολυ θρόνα και τον άκουγε μέ προσοχή. — Αέν θά προσπαθήσω νά σάς παραπλανήσω, είπε ό επιθεωρητής σταματώντας απότομα μπροστά στον Λεστράμ. Μου αρέσουν οί καθαρές δουλειές καί, γιά νά μην προσπαθήσετε νά μου, πήτε ανώφελα ψέματα, σάς παρακαλώ νά μέ ακούσετε χωρίς νά μέ διακόψετε. Ό Λεμόζ κάθησε σέ μιά γωνιά τού τραπεζιού καί άνοιξε τό μεγάλο τετράδιο. — Ό κ. Κροζιέ είχε τή συνήθεια νά γράφη τις εν τυπώσεις του σ3 αυτό εδώ τό ημερολόγιο. Θά σάς δια βάσω μερικές περικοπές. Καί, καθώς ο Λεστράμ έμενε σιωπηλός, ό Λεμόζ άρχισε νά διαβάζη: «Παρασκευή, 15 3Ιανουάριου.—- Οί φριχτές υπο ψίες, που μέ βασάνιζαν από πολλές ημέρες, έπαλήθευσαν σήμερα. Τώρα είμαι βέβαιος ότι ή Μάνικα μέ άπα τά. "Οσο αυτή ή φροισις είναι απλή, άλλο τόσο είναι δύσκολο νά τήν γράψη κανείς καί ακόμη πιο δύσκολο νά τήν πιστέψη. Θά ήθελα νά αμφέβαλλα ακόμη καί νά πίστευα πάντα ότι ή γυναίκα μου, που τήν αγαπώ πιο πολύ από κάθε τι στον κόσμο, δέν επαψε νά είναι ή μι
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
11
κρή και αγαπημένη μου Μάνικα. Και όμως ή σκληρή αλήθεια είναι αυτή. Μέ άπατά... αλλά μέ ποιόν; »Τρίτη, 19 Ιανουάριου.— Ποιος 6ά μπορούσε νά μου πή δτι μια μέρα θά παρακολουθούσα και θά κατα σκόπευα τη γυναίκα μου, όπως ένας ντέτεκτιβ τούς γκάγκστερς; "Από πέντε μέρες τώρα, έγκατέλειψα όλες μου τις υποθέσεις και κάθε απόγευμα κατασκοπεύω, αλλά ματαίως την Μάνικα. Χάνω κάθε φορά τά ίχνη της μέσα στην πόλι και γυρίζω το βράδι ντροπιασμένος, απελπισμένος. »Τετάρτη, 27 Ιανουάριου.— Μέ πόσο σκληρή α διαφορία χτυπάει ή τύχη! Χάνω την γυναίκα μου καί τον καλύτερό μου φίλο. Ό Ζώρζ Λεστράμ, που τον δέ χομαι στο σπίτι μου σάν παιδί μου κάθε μέρα καί κά θε ώρα, αυτός πού είχε αποκτήσει όλη τήν έμπιστοσύνη μου, μέ προδίδει μέ τον χειρότερο τρόπο. 'Ο Ζώρζ καί ή Μάνικα! Ή ποταπότης λοιπόν δέν έχει όρια; Σέ τί μπορεί νά μέ κατηγορήση ή γυναίκα μου; Πιστεύω ότι υπήρξα πάντα υποδειγματικός σύζυγος. Δέν παίζω χαρτιά, δέν πίνω, δέν έχω κανένα άπό τά ελαττώματα, πού είναι τόσο συνηθισμένα σέ όλους τούς άντρες. Α κόμη καί δέν καπνίζω. Ξέρω ότι είμαι πιο μεγάλος στην ηλικία καί λιγώτερο ωραίος άπό τον Λεστράμ. Τώρα καταλαβαίνω ότι οί ηθικές άξιες δέν παίζουν κανένα ρόλο στον έρωτα! »Κυριακή, 7 Φεβρουάριου.-— "Οπως όλες τις Κυ ριακές, 6 Ζώρζ Λεστράμ ήρθε νά γευματίση στο σπίτι μας. "Α! Πώς ψεύδονται κι* οί δυό τους! Τί φριχτή κω μωδία μου έπαιζαν σ’ όλη τή διάρκεια του γεύματος! Πόσον καιρό άραγε νά παίζεται αυτή ή κωμωδία καί για πόσον καιρό θά τολμήσουν νά τήν συνεχίσουν; »Σάββατο, 13 Φεβρουάριου.— ’^πωφελήθηκα άπό μια ευκαιρία για να στείλω αυτό τό Σαββατοκύριακο τήν Μόνικα νά πέραση μερικές ημέρες στο σπίτι κά ποιων φίλων μας. " Εχω άνάγκη νά μείνω μόνος μέ τις σκέψεις μου, για νά ξεκαθαρίσω αυτή τήν κατάστασι. Ελπίζω πώς τήν Τρίτη τό πρωί, πού θά γυρίση, Οά έχω πάρει μια άπόφασι. »Δευτέρα, 15 Φεβρουάριου.*— Σέ λίγο θάρθη ό Λεστράμ. "Οταν τό πρωί του τηλεφώνησα νάρθή τό βρά-
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
12
δυ, δεν ύποπτεύθηκε τον λόγο για τον όποιο τον ήθελα Τί στάσι άραγε θά κράτηση, δταν του άποκαλύψω ότι, είκοσι ημέρες τώρα, ξέρω την αισχρή πράξι του;
ο
Αεμόζ έκλεισε μ? ένα ξερό κρότο το τε τράδιο καί κυτταξε μέ σοβαρότητα τον Λεστράμ. — 'Τό ημερολόγιο του Κροζιέ ’σταματά έδώ* Νομί ζω ότι, μ£τά την άνάγνωσι ένός τέτοιου ντοκουμέντου, έχω κάθε δικαίωμα νά σάς ζητήσω νά μοΟ δώσετε ώρισμένες ^έξηγήσεις. Ό Ζώρζ Λεστράμ ήταν κατακσκκινος καί τό τσιγάρο που κρατούσε στά χέρια του, χωρίς νά καπνίζη, του έ καιγε τά δάχτυλα. Έν τούτοις, όταν απάντησε, ή φωνή του ήταν ήρεμη. *— Θά είμαι κι5 εγώ ειλικρινής απέναντι σα^. Ή Μάνικα κι5 έγώ^ αγαπιόμαστε από πολύ καιρό και, άν είχαμε αποφασίσει νά σιωπήσουμε, αυτό δεν τό κάνα με από αισχρότητα, όπως λέει ό Κροζιέ,αλλά άντιθέτως γιατί τον εκτιμούσαμε πολύ καί γιατί ξέραμε οτι άγαποΰσε πολύ τή γυναίκα του. — "Ας .ξαναγυρίσουμε στά γεγονότα, τον 61έκοψε ό Αεμόζ. Ποιο ήταν τό αποτέλεσμα τής χτεσινής έπισκέψεώς σας; · . ■ "Εχετε πέσει έξω, έπιθεωρητά. Δεν έκανα καμμιά έπίσκεψι στον Κροζιέ. Είχα νά τον δω από τό προ ηγούμενο Σάββατο. Καί όμως τό ημερολόγιο καί τό καρνέ του άποδεικνύουν ακριβώς τό αντίθετο. Καί ο Αεμόζ έδειξε στον έκπληκτο συνομιλητή του την μικρή ψράσι, πού ήταν γραμμένη στο καρνέ.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΗΝ ΤΡΙΩΝ
«"Ωρα 7 τό βράδι. Έξήγησις μέ τον στράμ». . .
13
Ζώρζ Δε-
— Δεν καταλαβαίνω τίποτε οπτ" όλ" αυτά. "Ενα μό νο ξέρω και σάς τό επαναλαμβάνω. Δεν ξαναεΐδα τον Κροζ'ιέ από τό προηγούμενο Σάββατο. 7Ηταν φανερό ότι 6 Λεστράμ άρχισε νά έκνευρίζεται, άλλα 6 Αεμόζ έδειξε ότι δέν τό πρόσεξε αυτό. — ΤΙ κάνατε χτες τό βράδι από τις 6 έως τις 8; — "Έμεινα στο σπίτι μου. Κακό ήταν αυτό; .— "Ας μην κάνουμε άσκοπο χιούμορ! Πέστε μου γιατί, παρά την συνήθειά σας, δέν δειπνήσατε έξω καί, ακόμη, πέστε μου άν υπάρχη κανένας που νά βεβαιώνη τό άλλοθι σας. Ό Αεστράμ δίστασε γιά μια στιγμή. "Έπειτα, μέ κάποια απροθυμία, αποφάσισε νά -μιλήση. — Τό πρωΐ είχα πάρει ένα γράμμα από την Μόνικα, που μέ ειδοποιούσε ότι, χωρίς νά τό ξέρη ό άντρας της, θά γύριζε.τή Δευτέρα τό βράδι και μου έλεγε νά την περιμένω στο σπίτι μου από τις 6. Περί μένα όλο τό βράδι, αλλά δεν ήρθε; ^ ^ — Φυσικά, άφοΰ σήμερα τό πρωΐ ήταν ακόμη στο φιλικό σπίτι, όπου φιλοξενείται. Ύποθέτώ ότι θά κρα τήσατε αυτό τό γράμμα. Γιατί νά-τό κρατήσω; Τό έκαψα, όπως- συνήθως. Είμαι όμως βέβαιος πώς ή κυρία Κροζιέ,^ή οποία δέν ήρθε στο ραντεβού μας γιά τον άλφα ή βήτα λόγο, θά επιβεβαίωση, αυτά που σάς είπα. — Τό ελπίζω γιά σάς, είπε ό Αεμόζ συνοδεύοντας τον Λεστράμ ώς την πόρτα. Καί, αντί χαιρετισμού, πρόσθεσε: — Νομίζω ότι δέν χρειάζεται νά σάς πώ ότι πρέ πει νά εισθε στη διάθεσι τής δικαιοσύνης και νά μην έγκαταλείψετε την Μασσαλία -υπό κανένα πρόσχημα Μόνος πιά,^ ό Αεμόζ γύρισε στο γραφείο, ξάπλωσε σέ μιά πολυθρόνα, άναψε πάλι την πίπα του και περίμενε τον Λεό. Ό νεαρός αστυνομικός δέν άργησε νά φανή. "Έφερνε κάτι σπουδαίο άπό την ερευνά-μου. ^— Έν τάξει, άργηγέ, ρώτησα τον ενοικιαστή του επάνω πατώματος και μου είπε οτι, πράγματι, χτες τό βράδι, κατά τις έπτσ και μισή, ακούσε έναν πυροβολι
14
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΠΝ ΤΡΙΏΝ
σμό, αλλά νόμισε ότι ήταν έξάτμισις αυτοκινήτου. Γι’ αυτό και δεν έδωσε καμμιά προσοχή. Ρώτησα επίσης και την κόρη του, πού είναι 19 χρόνων, καί έπεβεβαίωσε όσα είπε ό πατέρας της. Ό Λεμόζ σκέφτηκε ότι άν 6 Λεό είχε ρωτήσει την μικρή μέ τον τρόπον πού ρώτησε καί την υπηρέτρια δεν ήταν δύσκολο νά καταλάβη κανείς γιατί είχε αργήσει τόσο πολύ νά γυρίση. Χωρίς νά συγχαρή τον Λεό γά την επιτυχία του, τού έδωσε τις τελευταίες οδηγίες, γιατί ήδη πλησίαζε με σημέρι. ©άπρεπε νά έχη συμβή ένα γεγονός πολύ πιο μεγάλο από τον θάνατο ενός κάποιου Μ. Κ ροζ ιέ, για νά κοπή ή όρεξις του έπιθεωρητοΰ Λεμόζ. * * Ή αναφορά τού ίατροδικαστοΰ ήταν σύντομη αλλά σαφής. Ή σφαίρα, πού είχε σκοτώσει τον Κροζιέ, είχε μπή στο κρανίο πίσω από το αριστερό αυτί καί είχε βγή πάνω από το δεξιό μάτι.^ Γι5 αυτό καί συνέτριφε ο λόκληρο τό κεφάλι. Ό δολοφόνος είχε μεταχειρισθή πε ρίστροφο μεγάλου διαμετρήματος καί ή έξέτασις της σφαίρας, πού είχε βρή 6 Λεμόζ, επιβεβαίωνε αυτήν τήν άποψι. Προήρχετο από περίστρο Κόλτ τού άεμιρανι κού στρατού, πού προκαλεΐ τραύματα πιο φριχτά καί από τά τραύματα τής σφαίρας πολυβόλου. Ό επιθεωρητής πρόσθεσε αυτά πού έγραφε ό ιατρο δικαστής στο σχέδιο τής δικής του έκθέσεως, πού ήταν ήδη έτοιμη, καί άναψε ένα τσιγάρο. Είχε περάσει ολο σχεδόν τό απόγευμά του ταξινομώντας τά στοιχεία τής άνακρίσεώς του καί λογάριαζε ότι θά είχε συμπληρώ σει τήν εργασία του ως τό βράδι πού θά ερχόταν ή κυ ρία Κροζιέ. Ό Λεό είχε πάρει εντολή νά τήν περιμένει στο σταθμό καί νά τήν φέρη αμέσως στο γραφείο τού Λεμόζ, άψοΰ προηγουμένως περνούσαν από τό νεκροτο μείο, για νά προβή στην άναγνώρισι του πτώματος τού συζύγου της. Στις έξη, ό νεαρός αστυνομικός έφερε τή νεαρή χή ρα. ^Ηταν μιά γυναίκα τριάντα περίπου ετών, ντυμένη μέ τήν τελευταία λέξι τής^ μόδας. Τό πρόσωπό της, που έπρεπε νά είναι ωραίο, είχε χάσει τή λάμψι του γιατί
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
15
ήταν εντελώς άμακιγιάριστη και μέ πρισμένα καί κα~ τακόκκινα τά μάτια. Ό Λεμόζ τής προσέφερε μια καρέκλα και άρχισε την άνάκρισι, πού ήδη είχε προετοιμάσει. — Μέ συγχωρήτε, κυρία, πού σάς ενοχλώ κάτω από συνθήκες τόσο τραγικές, αλλά, βλέπετε, το έργο τής δικαιοσύνης είναι πάνω απ’ ©λα. Σταμάτησε για λίγο κι5 έπειτα πέρασε κατ’ ευθείαν στην έπίθεσιΓ — Ό κύριος Κ ροζ ιέ, κυρία μου, είχε τη συνήθεια νά κράτη ένα ημερολόγιο, πού έπεσε στα χέρια μου και τό διάβασα. 5Από ένα μήνα τώρα, ό σύζυγός σας είχε την βεβαιότητα δτι ^ διατηρούσατε μέ τον κ. Αεστράμ σχέσεις... πολύ οικείες. Ή νέα γυναίκα άνοιξε τό στόμα από έκπληξι καί φάνηκε δτι σάστισε. — Θεέ μου, ψιθύρισε, μήπως... — "Όχι, κυρία μου, είπε ό Λεμόζ σχεδόν άγρια, ό σύζυγός σας δεν αύτοκτόνησε καί γι’ αυτό ακριβώς θά σάς ζητήσω νά μου απαντήσετε σέ μερικές ερωτήσεις. Κατ’ αρχήν, μπορείτε νά μου εξηγήσετε για ποιο λόγο δέν πήγατε στο ραντεβού πού είχατε ορίσει για χτες τό βράδι στον Ζώρζ Αεστράμ; Ή έρώτησις έπεσε σαν κεραυνός στην κυρία Κροζιέ. — Τί θέλετε νά πήτε, κύριε έπιθεωρητά; Δέν είχα κανένα ραντεβού μέ τον κ. Αεστράμ χθες τό βράδι. — ^Καί^δμως εκείνος λέει δτι έλαβε ένα γράμμα σας, μέ τό οποίο τού δίνατε ραντεβού στο σπίτι του. χ—- Αυτό εΐναι^ ψέμα! Δέν έγραψα κανένα γράμμα καί δέν έφυγα από τό σπίτι των φίλων μας παρά σή μερα τό πρωΐ. — Είστε διατεθειμένη νά τά έπαναλάβετε δλ’ αυ τά μπροστά στον κύριο Αεστράμ; —Βεβαίως καί τίποτε δέν θά μέ κάνη νά αλλάξω ού τε μιά λέξι απ’ αυτά, πού είναι ή πραγματική αλή θεια. Ό τόνος τής φωνής της άρχισε νά γίνεται οξύς καί ό Λεμόζ# κατάλαβε δτι πλησίαζε μιά κρίσις νεύρων. Πάντα ευγενικός, άφησε την κυρία Κροζιέ νά φυγή, ά-
16
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΡΙΩΝ
φου προηγουμένως της ζήτησε συγγνώμην καί την παρακάλεσε νά του υποσχεθή δτι την άλλη μέρα στις εν νέα τό πρωΐ θά έρχόταν πάλι στο γραφείο του για μια σντιπαράστασι, οδυνηρή, βέβαιά, αλλά αναπόφευκτη, μέ τον Ζώρζ Λεστράμ. Ό Αεμόζ πήρε έπειτα τό τηλέφωνο και από τον τό νο που μίλησε στον Λεστράμ, ειδοποιώντας τον νά εί ναι κι* αυτός την ίδια ώρα στο γραφείο του, ό Αεό κα τάλαβε δτι ό προϊστάμενός του είχε ήδη λύσει τό πρό βλημα.
πό τή στιγμή που ό λεπτοδείκτης του ρολογιού είχε φύγει από τό 12, ή ανυπομονησία του Αεμόζ δλο και μεγάλωνε. "Ήδη, ή ώρα ήταν 9 καί μισή και δεν είχε έρθει οέτε ή Μόνικα, ούτε ό Λεστράμ. —■ Νομίζουν δτι μπορούν νά μέ κοροϊδέψουν!, φώ ναξε ό Αεμόζ αγριεμένος. Θά τούς μάθω εγώ από τί πάστα είμαι! Ό Αεό έτριβε τά χέρια του προαισθανόμενος φα σαρία και βράσι δταν ένα κουδούνισμα του τηλεφώνου έκανε τον προϊστάμενό του νά ήρεμήση. — Εμπρός! Έ6ώ επιθεωρητής Αεμόζ. Ό Αεμόζ ακούσε γιά λίγο τον συνομιλητή του, χω ρίς νά βγάλη ούτε λέξι κΓ έπειτα είπε. —- Καλά, σάς. ευχαριστώ. "Έχετε δίκιο... Μην άσχολήσθε μέ τίποτε και γυρίστε σπίτι σας. Έγώ θά φροντίσω γιά δλα. Κρέμασε τό ακουστικό και φώναξε στον Αεό. — Ετοίμασε τό αμάξι. Φεύγουμε αμέσως γιά τό σπίτι τής κυρίας Κροζιέ... Ό Αεό κάθησε στο* βολάν καί ξεκίνησε σαν βολίδα, αναπτύσσοντας 80 τουλάχιστον χιλιόμετρα την ώρα.
Κατά τή διάρκεια τής διαδρομής, 6 έπιΘεωρητής,
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ-ΤΟΝ ΤΡΙΩΝ
17
βλέποντας την περιέργεια του βοηθοί) του, του έξήγησε μέ λίγα λόγια τά συμβάντα. — 7Ηταν ή καθαρίστρια των Κροζιέ, είπε κυττάζοντας μέ ανησυχία τό καντράν τής ταχύτητος του αυ τοκινήτου. Βρήκε σήμερα τό πρωί τήν^ πόρτα του δια μερίσματος ξεκλείδωτη άλλα συρτωμένη από μέσα. Χτύπησε τό κουδούνι επανειλημμένους, άλλα κανείς δέν τής απάντησε.- Είναι ανήσυχη, όπως, κι5 εγώ... Ό Λεμόζ δέν άποτελείωσε τή φράσι τού. "Έπειτα από μια απότομη στροφή, ό Λεό σταμάτησε τό αμάξι έξω από τό σπίτι των Κροζιέ. /Ανέβηκαν γοργά τίς σκάλες, καί βρέθηκαν σέ λί γες στιγμές έξω από την πόρτα τού διαμερίσματος, την οπαία άνοιξε σχεδόν αμέσως ό Λεό μέ μερικές δυ νατές σπρωξιές. ' ^ · ' Τό διαμέρισμα φαινόταν έρημο. Στην κρεβατοκάμα ρα οϊ δυο αστυνομικοί βρήκαν την κυρία Κροζιέ. 7Ηταν στο κρεβάτι της, φορώντας ένα νυχτικό μΐ τό κεφάλι αναποδογυρισμένο στο μαξιλάρι. Επάνω στό^.σεντόνι υπήρχε ένα βιβλίο μέ σχισμένες μερικές σελίδες από μια απότομη σύσπασι τού αριστερού της χεριού. "Ένα φλυντζάνι, πού είχε ξεφύγει άπό τό -δε ξιό της χέρι, ήταν σπασμένο στο πάτωμα. Ό Λεμόζ πλησίασε. Ή κυρία Κροζιέ, πού την προ ηγούμενη ημέρα ήταν μια γυναίκα γεμάτη ζωή, κοιτόταν τώρα νεκρή. Τά μαλλιά της τυλιγμένα σέ μπικουτί καί σφιγμένα σ’ ένα δίχτυ, άφηναν νά φαίνωνται πιο έντο να τά χαρακτηριστικά τού προσώπου της, πού ήταν τε λείως άμάκιγιάριστα καί- γεμάτα άπό ένα παχύ γυαλι στερό στρώμα κρέμας νυκτός. "Όλα τά σημάδια έδειχναν ότι ή κυρία Κροζιέ είχε δηλητηριαστή. "Η λύπη, οί τύψεις γιατί άπάτησε- τό» σύζυγό της καί έγινε έμμέσως ή αιτία τού θανάτου του, ήσαν αρκετά σοβαρά κίνητρα πού δικαιολογούσαν την χειρονομία της αυτή. "Η συρτωμένη άπό μέσα πόρτα επιβεβαίωνε την ύπόθεσι τής αυτοκτονίας. Καί όμως μερικές λεπτομέρειες έβαζαν σέ σκέψεις τό έξυπνο μυαλό τού Λεμόζ. Γιά νά ταξινόμηση τίς ιδέες του, αί~ σθάνθηκε την ανάγκη νά μιλήση στον Λεό πού τριγύ ριζε μέσα στο δωμάτιο.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
— Θά καταλάβαινα πολύ καλά μια γυναίκα πού αποφασίζει νά αύτσκτονήση, αν προσπαθούσε νά φανή στο θάνατό της όσο το δυνατόν πιό^ ωραία και νά φυ γή από τη ζωή μέ όλα της τα στολίδια. Άντιθέτως ό μως, τί βλέπουμε τώρα; Μια γυναίκα μέ μπι κουτί, μέ τό πρόσωπο πασαλιμμένο κρέμες, μια γυναίκα μέ μια λέξι που έκανε ήρεμα την βραδινή τουαλέττα της και θέλησε νά διαβάση κάτι πριν κοιμηθή... — "Ισως είναι δυστύχημα, είπε 6 Αεό δείχνοντας ένα μπουκαλάκι πού ανακάλυψε στο συρτάρι τού κομ μοδίνου. Ό Λεμόζ τό άρπαξε καί διάβασε τήν έτικέττα: «ΝΤΟΡΜ1ΖΟΛ». Τό πιο δραστικό υπνωτικό, εντελώς ακίνδυνο σέ όποια δόσι καί άν ληφθή.» Ό επιθεωρητής τό ξεβούλωσε καί τό έφερε στη μύ τη του. Ή δυσάρεστη οσμή του φαρμάκου ανακατευό ταν μέ μιά έλο:φρή μυρουδιά πικραμύγδαλου. Τήν ίδια ακριβώς μυρουδιά είχε καί τό φλυντζάνι πού ήταν σπα σμένο στο πάτωμα. — Πικραμύγδαλο ίσον κυαναΰχον ποτάσσιον!, φώ ναξε ό Αεό υπερήφανος για τις θεωρητικές γνώσεις του. — Τό πέτυχες, μικρέ, καί ή άνακάλυψις σου λύνει τό πρόβλημα του σύρτη. Ό Αεμόζ έμεινε για λίγο αμίλητος κι5 έπειτα συ νέχισε: — "Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα πρόσωπο αρ κετά οικείο μέ τήν κυρία Κ ροζ ιέ για νά ξέρη ότι κάθε βράδι παίρνει Ντσρμιζόλ για νά κοιμηθή. Του αρκεί νά πρόσθεση στο μπουκαλάκι μιά δόσι κυανούχου ποτασσίου για νά δηλητηριαστή μόνη της ή^φτωχή γυναίκα. "Αν ψάξουμε μέσα στο γνωστό περιβάλλον, τό όνομα του Ζώρζ Λεστράμ έρχεται αμέσως στο μυαλό μας. -— Ό Λεστράμ, αρχηγέ; Αλλά γιατί; — Γιατί; Είναι φανερό ότι ό Λεστράμ σκότωσε τον Κροζιέ έπειτα από μ:ά φιλονεικία. Κανένας δεν τον εί δε ούτε κατά τήν είσοδο ούτε κατά τήν έξοδό του καί 6έν υπάρχει καμμιά άπόδειξις εναντίον του. Μόνο πού αγνοούσε ότι τό θύμα του κρατούσε ημερολόγιο καί ότι έγραψε στο καρνέ του τό ραντεβού τους. "Οταν τό έμα θε, μάς ξεφούρνισε χτές τό πρωί ότι πήρε ένα γράμ
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΡΙΛΝ
19
μα και ότι είχε ένα ραντεβού μέ την Μόνικα, λογαριά ζοντας νά τής τό πή όταν θά έφτανε αυτή και νά την πείση νά επιβεβαίωση τά λόγια του. Δυστυχώς γΓ αυ τόν, έσυ πήγες στό σταθμό, έφερες τήν Μόνικα κατ’ ευθείαν στό γραφείο μου καί εκείνη άρνήθηκε ότι εστειλε γράμμα καί ότι είχε ραντεβού. Ό Λεστράμ κατάλα βε ότι ήταν χαμένος, όταν τον πήρα στό τηλέφωνο και τον κάλεσσ για σήμερα. Αποφασισμένος νά σώση τό σαρκίο του, τά παίζει τότε όλα για όλα και έρχεται στό σπίτι τής Μόνικας. "Ισως νά τήν παρακάλεσε, αλ λά ματαίως, νά άνακαλέση τήν κατάθεσί της. Τότε, επωφελούμενος από μια στιγμιαία απουσία της, χώνει μέσα στο Ντορμιζόλ τό κυανιουχο ποτάσσιο, που είχε φέρει μαζί του προβλέποντας ϊσως τήν άρνησί της. Με τά τήν άναχώρησί του, ή Μόνικα τραβά το σύρτη τής πόρτας και δηλητηριάζεται χωρίς νά υποπτεύεται τί ποτε. Ό Λεό φαινόταν σκεπτικός. — Αρχηγέ, είπε μ* έναν τόνο όνειροπόλο, αν πή γαινα νά ρωτήσω τον ενοικιαστή του πάνω πατώματος. Ό Λεμόζ θυμήθηκε πολύ αργά ότι ό ενοικιαστής είχε μια νεαρή κόρη. Ό Λεό είχε χαθή ήδη στή σκάλα.
^!Γ ό νοσοκομειακό αυτοκίνητο έφευγε, παίρ νοντας το πτώμα τής κυρίας Κροζιέ, όταν ξαναγύρισε ό Λεό. Το θριαμβευτικό του ύφος ανησύχησε τον Λεμόζ. — Αυτή τή φορά, αρχηγέ, τον κανόνισα! δήλωσε ό Λεο τρίβοντας με ου να μι τ.α χέρια του.
20
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΡΙΩΝ
Ό Λεμόζ τον κύτταζε δύσπιστα. -— Ποιόν; Τον δολοφόνο; Καροϊδεύετε, αρχηγέ; Εννοώ τον δημοσιογράφο πού π έταξα κάτω από την σκάλα. Πολύ ενοχλητικός τόπος! ^ ^ ■Καθώς μιλούσε, ένας έξωργισμένος άντρας .φάνηκε στο κατώφλι τής πόρτας. *Ήταν ψηλός και φορούσε έ να γκρίζο κοστούμι, Τά μάτια του, πίσω από ένα ζευ γάρι χοντρά γυαλιά, πετούσαν σπίθες. Τό πρόσωπό του, πού κάτι θύμιζε στον Λεμόζ, ή ταν κατακσκκινο από τό θύμο και' σάλευε τό δάχτυλό του απειλητικά προς τον Λεό. ■ — Αυτός ό μικρός ηλίθιος ήθελε νά μέ πετάξη έξω από την πόρτα φωνάζοντάς με «βρωμοδημοσιογράφο»! "Ονομάζομαι Λουΐ Κ ροζ ιέ και απαιτώ νά μου ζητήση αμέσως συγγνώμη! Ό «μικρός ηλίθιος» μουρμούρισε κάτι ακατάληπτες λέξεις, ενώ ό Λεμόζ έξήταζε την ταυτότητα πού τού έ δωσε ό _ξένος. Αναγνώριζε τώρα αυτό τό τετράγωνο σα γόνι, μέ την λακκουβίτσα, πού έπρεπε νά είναι τό χα ρακτηριστικό σημείο της οικογένειας Κροζιέ. Βό:ζοντας την ταυτότητα στην τσέπη του, κάλεσε τον* ξένο να περάση μέσα στο γραφείο, οπού εκείνος ήρεμος πιά τού εξήγησε. — "Έρχομαι άπό τή Νίκαια και είμαι αδελφός τού ΊΞμΐλ Κροζιέ. "Έμαθα χτές τό βράδι τό θάνατό του από τις εφημερίδες.^ Δέν είχαμε και τόσο καλές σχέσεις ο αδελφός μου κι" εγώ, άλλα, έφ" δσον είμαι ό μόνος πού απομένει άπό την οικογένεια, πήρα τό τραίνο αμέσως "Έρχομαι έδώ, μαθαίνω τον. θάνατο καί τής νύφης μου... καί μέ πετάνε έξω!, ΚΓ έρριξε μιά ώργισμένη ματιά στον Λεό, ό οποίος θέλησε νά τον καλαπίάση προσφέροντάς του τσιγάρο. —1 Ευχαριστώ, είπε εκείνος ξερά. Δέν καπνίζω. —4 ξαίνεται ότι είναι συνήθεια τής οικογένειας σαΓ, είπε ό Λεμόζ. ' Ό Λουΐ Κροζιέ καταδέχτηκε, νά χαμογελάση. "Έ πειτα πήρε την πρώτη του σοβαρότητα καί ακούσε τον Λεμόζ πού τού εξέθεσε τίς λεπτομέρειες τού δράματος.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
21
— Υποχρεωθήκαμε να μεταφέρουμε- τα πτώματα του κυρίου και τής κυρίας Κ ροζ ιέ στο νεκροτομείο, είπε ό έπιθεωρητής τελειώνοντας, καί θά σάς δώσω μια ά δεια για νά μπορέσετε νά τά δήτε. Γιά τις απαραίτη τες. διατυπώσεις1 έξ άλλου, θά σάς παρακαλέσω νά μου πήτε το ξενοδοχείο, οπού μένετε εδώ καί την δίεύθυνσί σας στην Νίκαια. — Ευχαρίστως, κ. έπιθεωρητά. Στη Μασσαλία μέ νω στο ξενοδοχείο «Παρίσι» είνςα εδώ κοντά. Στη Νί καια, δέν έχω δικό μου διαμέρισμα. Μένω έπίο'ης σέ ξενοδοχείο. Στο ξενοδοχείο «Κιχρνός», οπήν λεωφόρο Βερντέν. Πήρε τήν άδεια γιά το νεκροτομείο, έσφιξε τό χέρι του Αεμόζ, χαιρέτησε, χωρίς μνησικα-κία πια, τον Λεό καί έφυγε. Ό Αεμόζ είπε στον βοηθό του: — Έμπρός’ τώρα. Πάμε στο σπίτι του Αεστράμ. ...Ό Αεστράμ,έμενε σ5 ένα κομψό σπιτάκι, μέσα σ' ένα θαυμάσιο κήπο. «Σπουδαίο μέρος γιά έρωτα καί μάλιστα ένοχο!», σκέφτηκε ό Αεμόζ χτυπώντας τό κουδούνι τής εξώπορ τας. Δέν πήρε όμως κσμμιά άπάντησι, παρ’ δλον ότι χτύπησε δυνατά τήν κλειδωμένη πόρτα καί μέ τή γρο θιά του πολλές φορές. Ό Αεό, πάντα ανήσυχος, είχε άπομακρυνθή γιά άνίχνευσι. Μια στιγμή αργότερα, ό Αεμόζ ακούσε τή δυ νατή φωνή του: — "Αρχηγέ! Αρχηγέ! Ελάτε γρήγορα! Φοβούμενος πάντα τις ξαφνικές πρωτοβουλίες του νεαρού, ό Αεμόζ έτρεξε νά ίδή τί συμβαίνει. Τό προαί σθημά του δέν βγήκε λαθεμένο. Πίσω από τήν μικρή βίλλα ό Αεό κύτταζε από τά τζάμια ενός παραθύρου τού οποίου ό νεαρός είχε ανοίξει μ' ένα δυνατό τράβηγ μα τά εξώφυλλα. Τό ηλεκτρικό, πού ήταν ακόμη αναμ μένο, φώτιζε καθαρά τό δωμάτιο καί αυτό πού είδε ό Αεμόζ ήταν τόσο σπουδαίο, ώστε ό Αεό γλύτωσε τήν έπίπληξι γιά τή διάρρηξι του παραθύρου. Μέ τον αγκώ να του, ό έπι θεωρητής έσπασε το ένα τζάμι καί, άπλώ-
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
22
νόντας τό χέρι του, άνοιξε από μέσα τό παράθυρο. "Ε πειτα, μέ την βοήθεια του νεαρού βοηθού του, ανέβηκε στο Περβάζι και πήδησε μέσα.
Τ
ό δωμάτιο ήταν επιπλωμένο έτσι, πού ήταν και εργαστήριο^ και σαν γραφείο μαζί. Μέ γυρι σμένη την πλάτη προς τό παράθυρο, ό Ζώρζ Λεστράμ ήταν καθισμένος μέ τό στήθος ακουμπισμένο στο τρα πέζι. Τό θέαμα πού παρουσίαζε ήταν φριχτό. Τό κεφά λι του, γεμάτο αίματα, οέν εΐχε τίποτε τό ανθρώπινο και μιά^λίμνη από μαύρο πηχτό αίμα έφτανε ως το χέρι, του, πού έ'σφιγγε ακόμη ένα χοντρό Κόλτ 45 τού αμε ρικανικού στρατού. Ό Αεμόζ αναστέναξε μέ λύπη. — Φτάσαμε πολύ αργά. Ό Λεστράμ κατάλαβε ότι δεν μπορούσε νά ξεφόγη έ'πειτα από τό διπλό έγκλημά του. Σκοτώθηκε μέ τό ϊδιο πιστόλι πού σκότωσε τον Κ ροζ ιέ. "Ετσι τελειώνουν ©λα. "Επειτα, απευθυνόμενος στον Λεό, είπε: — Πήγαινε ν’ άνοιξης την εξώπορτα έως ότου^ τη λεφωνήσω και πάλι στον ιατροδικαστή. Τον κουράσα με αυτές τις ημέρες τον άνθρωπο. Ό Λεό ξαναγόρισε μέ ύφος σχεδόν χαμένο δεί χνοντας ένα μάτσο κλειδιά. — Είναι αδύνατον ν* ανοίξω την πόρταϊ, είπε. Άπ! όλ5 αυτά τά κλειδιά, δέν ταιριάζει κανένα. "Εψαξα τον Λεστράμ καί τό πανωφόρι του, πού είναι κρεμασμένο στην είσοδο, αλλά δέν βρίσκω άλλο κλειδί. Ό Αεμόζ τον κύτταξε προσεκτικά. — Λοιπόν από που μπήκε ό Λεστράμ στο σπίτι του; "Από τήν καπνοδόχο;
ΤΟ ΑΙΝΐιΠΜιΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
23
"Έψαξαν παντού. Τό κλειδί όμως τής εξώπορτας δεν βρισκόταν πουθενά. — Τί διάβολο γίνεται; είπε ό Λεό απελπισμένος, Ό Λεστράμ δεν μπορεί νά μπήκε από τον τοίχο! Έψ’ δσσν είναι στο σπίτι του και ή πόρτα εΐναι κλειδωμέ νη, τό κλειδί πρέπει νά βρίσκεται εδώ μέσα. Ό Αεμόζ φαινόταν ήρεμος. Χαμογελούσε όμως ε λαφρά καί ό βοηθός του κατάλαβε πώς κάτι άλλο περ νούσε από τό μυαλό του προϊσταμένου του. — Έψ’ δσον τό κλειδί δεν βρίσκεται εδώ, είπε τέλος ό Αεμόζ αποφθεγματικά, κάποιος πρέπει νά τό πήρε. Καί συνέχισε, Ινώ ό Αεό τον κότταζε μέ γουρλωμένα μάτια: — Είναι γεγονός ότι ένας ξένος, που φυσικά δέν είχε κλειδί του σπιτιού, ήρθε εδώ καί ξανάφυγε κλεί νοντας την πόρτα μέ τό κλειδί του νεκρού. "Οταν αυτός ό άγνωστος ήρθε εδώ —άς τον ονομάσουμε «X»—, ό Λεστράμ ήταν νεκρός ή ζωντανός; Στην πρώτη περίπτωσι, ό Λεστράμ δέν θά μπορούσε νά του άνοιξη. Ό «X» λοιπόν πρέπει νά βρήκε την πόρτα ανοιχτή. Αέν καταλαβαίνω δμως γιατί αυτός ό «X», που υποτίθεται δτι είναι αθώος καί δέν θέλει φασαρίες, δέν ειδοποίησε αμέσως την αστυνομία, αλλά επιδείνωσε την κατάστασι κλειδώνοντας την πόρτα; Ό Αεμόζ άναψε ένα τσιγάρο για νά βρή καιρό νά σκεφθή καί συνέχισε: ^ — Στη δεύτερη περίπτωσι ή πόρτα μπορεί νά ήταν καί πάλι^ ανοιχτή ή νά την άνοιξε ό Λεστράμ. Για λό γους που δέν ξέρουμε ακόμη, ό «X» τον πυροβόλησε, καμουφλάρισε τό έγκλημά του σέ αυτοκτονία καί, επί πλέον, για μεγαλύτερη άπόδειξι τής εκδοχής αυτής, κλείδωσε καί την πόρτα. Έάν μπαίναμε εμείς κανονι κά από την πόρτα, σπάζοντας την ή παραβιάζοντας την, δέν θά προέκυπτε τό ζήτημα τής άναζητήσεως του κλειδιού καί έτσι^θά καταλήγαμε στο συμπέρασμα οτι πρόκειται περί αυτοκτονίας. — Δέν μπορώ νά καταλάβω απολύτως τίποτε, είπε απελπισμένος ο Αεό. Ό Λεστράμ δολοφονεί τόν Κροζιέ, δηλητηριάζει την ερωμένη του καί ό «X», όπως τόν Αέ-
24
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
τε, έρχεται έττειτα καί τον σκοτώνει. Γιατί και μέ ποιο σκοπό; ^ ■ — "Οταν, μπορέσουμε νά απαντήσουμε σ’ αυτήν την έρώτησι, θά έχουμε λύσει τό πρόβλημα, είπε ό Αεμόζ, ■Πλησιάζοντας στον νεκρό, ό επιθεωρητής τράβηξε μέ προσοχή τό πιστόλι άπό^τό σφιγμένο χέρι του Αεστρσμ τό δίπλωσε σ' ένα μαντήλι καί τό έδωσε στον Αεό. — Είναι ένδεχόμενο ό-δολοφόνος νά χρησιμοποίησε τό δικό του πιστόλι. Βέβαια θά σκέφτηκε νά μήν άφήση αποτυπώματα στη λαβή, αλλά λίγοι εγκληματίες πρω τόπειροι ·—καί φαντάζομαι δτι ό δικός μας είναι τέ τοιος— σκέπτονται νά σβυσουν τά αποτυπώματα τους από τήν δεσμίδα καί τούς κάλυκες των σφαιρών, μέ τίς οποίες οπλίζουν τό πιστόλι τους. Ξέρεις τί πρέπει νά κάνης. Είναι μεσημέρι καί έχω ένα σπουδαίο ραν τεβού. Σ' αφήνω λοιπόν εδώ γιά νά κανονίσης τά υ πόλοιπα. . . . Πήδησε πάλι από τό παράθυρο^ καί είπε-στον Αεό πριν άπομακρυνθή: — Τό απόγευμα σέ περιμένω στο γραφείο.
πό μιά ώρα τώρα,, ό Αεό προσπαθούσε νά κρυφή τήν ανυπομονησία του, καπνίζοντας τό ένα τσιγάρο πάνω στ* άλλο, μέσα στο γραφείο του Αεμόζ. —- "Ας δούμε τί γίνεται, έλεγε ό επιθεωρητής. "Ας κάνουμε πρώτ’ απ’, δλα μιά ανακεφαλαίωσή Τή Δευτέ ρα, ο Έμιλ Κροζιέ δολοφονήθηκε από τον εραστή τής γυναίκας του. Τί| νύχτα τής Τρίτης προς τήν Τετάρτη έχουμε δυο νέα εγκλήματα καμουφλαρισμένα σέ αυτο κτονίες αυτή τη φορά, τής κυρίας Κροζιέ^ καί του Ζώρζ Αεστράμ. Δυο ερωτήματα τίθενται λοιπόν. Ποιος σκό τωσε τήν κυρία Κροζιέ; Ποιος σκότωσε τον Ζώρζ
Τα ΑϊΝΙΗΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
25
στράμ; Στο πρώτο έρώτημα μπορούμε νά απαντήσου με μέ βεβαιότητα. Μόνο ό Ζώρζ Αεστράμ, έκτος από τον σύζυγό της, ήταν αρκετά οικείος για νά κάνη μια έπίσκεψι στην κυρία Κροζιέ αργά το βράδι, για νά γνωρίζη τη συνήθειά της νά παίρνη υπνωτικό καί, τέ λος, γιά νά έχη τή δυνατότητα νά μείνη μόνος στην κρεβατοκάμαρά της. Τό κίνητρο, που τον έσπρωξε- σ5 αυτήν τήν πραξι του, είναι αρκετά σημαντικό. "Ήθελε νά σώσή’τό κεφάλι του, σκοτώνοντας τον μόνο μάρτυ ρα που μπορούσε νά διάψευση τήν ιστορία που ^μάς διηγήθηκε. Μενει λοιπόν νά απαντήσουμε στο δεύτερο ε ρώτημα. Ποιος είχε συμφέρον νά σκοτώση τον Λεστράμ; . · 5Ο Αεό απάντησε αναπάντεχα καί μέ εντελώς φυ σική αφέλεια: . — Ό Αουΐ Κροζιέ.· — Ό Αουΐ Κροζιέ; έκανε έκπληκτος.ό Αεμόζ. Καί γιά ποιους λόγους; Ό νεαρός αστυνομικός, παρ’ ολσν ότι δεν ήταν δυ· νατός στο νά βρίσκη τά λογικά αίτια τών γεγονότων; προσπάθησε νά 8ώση μιά άπάντησι. — Προσέξατε, αρχηγέ, κατά-τήν διάρκεια του -μι κροί) καβγά που είχα μαζί του, ότι 6 Αουΐ Κροζιέ είναι φοβερά οξύθυμος άνθρωπος; "Άς υποθέσουμε λοιπόν, μιά που .βρισκόμαστε ακόμη στο στάδιο τών υποθέ σεων... ’ . —- Πράγματι τον διέκοψε ό Αεμόζ, είναι πολύ οξύ θυμος. —· ΛΆς υποθέσουμε ότι ό Αουΐ Κροζιέ ήξερε τον δε-, σμό τής νύφης του καί τήν έξήγησι . που έπρόκειτο νά έχη μέ τον Αεστράμ ό αδελφός.του. Τήν Τρίτη τό βράδι μαθαίνει τήν δολοφονία οπτό τις εφημερίδες. "Αμέσως τά καταλαβαίνει δλα καί έρχεται στη Μασσαλία γιά νά' συνάντηση τον Αεστράμ καί νά τον κάνη νά όμολογηση. Μπρος στην άρνησι εκείνου, γίνεται έξαλλος α πό θυμό καί πυροβολεί τον δολοφόνο του αδελφού του. "Έπειτα προσπαθεί νά δώση τήν έντύπωσι τής αυτοκτο νίας, χωρίς να έχη καμμιά τύψι, γιατί αισθάνεται ότι έκαμε μιά πράξι δικαιοσύνης. "'Αν δλ" αυτά αρχηγέ εί
26
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
ναι σωστά, τά δακτυλικά αποτυπώματα του πιστολιού πρέπει νά ανήκουν στον Λουΐ Κροζιέ. Καί, παίρνοντας θάρρος από τή σιωπή του προϊ σταμένου του, πρόσθεσε: — Αέν μάς μένει, λοιπόν, παρά νά πάρουμε τά δα κτυλικά αποτυπώματα αυτού του κυρίου καί νά τά συγ κρίνουμε. — Δεν μάς χρειάζονται, είπε ό Αεμόζ βγάζοντας από την τσέπη του την ταυτότητα που του εΐχε αφήσει ό Λουΐ Κροζιέ. Αυτό μπορούμε νά τό κάνουμε τώρα α μέσως. Μέ την βοήθεια ένός δυνατοϋ φακού μελέτησε καί συνέκρινε τό αποτύπωμα τού δείκτου τού δεξιού χε ριού, πού ήταν τυπωμένο πάνω στην ταυτότητα, καί ένα αποτύπωμα πού είχε βρεθή στη δεσμίδα τού πιστο λιού. Προσπαθούσε επί πολλή ώρα νά βρή μια σχέσι καί μιά ομοιότητα μεταξύ τους. Τέλος σήκωσε τό κεφάλι. — Δυστυχώς, αγαπητέ μου Λεό. Καλή ήταν ή ιδέα σου, αλλά τά αποτυπώματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ό Λουΐ Κροζιέ είναι αθώος. 'Ο τόνος, μέ τον όποιο πρόφερε τά λόγια αυτά ό Αεμόζ, πρόδιδε τήν άπογοήτευσι τού έπιθεωρητού. Ή άνάκρισις 8έν είχε προχωρήσει ούτε κατά ένα βήμα καί τό ενδεχόμενο νά οδηγηθή ή όλη ύπόθεσις σέ αποτυχία στενοχωρούσε πολύ τον Αεμόζ. Ξαφνικά μπροστά στην αναισθησία τού Λεό, πού τού ζητούσε μέ απάθεια ένα τσιγάρο σάν νά μή συνέβαινε τίποτε, ό θυμός πού έβρα ζε στο στήθος τού έπιθεωρητού ξέσπασε ασυγκράτη τος. — Βλάκα!, φώναξε ευτυχής γιατί εϋρισκε κάποιον πάνω στον όποιο μπορούσε νά ξεσπάση τά νεύρα του. Τό παρακάνεις μ’ αυτό τό κάπνισμα! Αέν βλέπεις που τό δάχτυλό σου εχει γίνει κατακίτρινο από τή νικοτί νη; Αέ βάζεις μυαλό; Ό Λεό κύτταξε τό δάχτυλό του, πού πράγματι ήταν κατακίτρινο από τή νικοτίνη, καί είπε φιλοσοφικά: — Πάντως, όσο καί νά κιτρινίση, 5έν θά γίνη τόσο κίτρινο όσο τό δάχτυλο τού Έμίλ Κροζιέ.
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
27
Ό Λεμόζ αναπήδησε από τή θέσι του. Λ — Τί είπες; Είσαι σίγουρος ότι είναι σωστό αυτ πού είπες; Πότε τό είδες τό δάχτυλο τού Έμίλ Κ ροζ ιέ I * * * Χωρίς νά καταλαβα ίνη γιατί ο προϊστάμενός του έδινε τόσο μεγάλη σημασία σ3 αυτήν την ασήμαντη λε πτομέρεια, ό Αεό απάντησε: -— Στο νεκροτομείο, όταν πήγαμε, ή κυρία Κροζιέ Θέλησε νά κράτηση για ενθύμιο τό δαχτυλίδι πού φο ρούσε ό άντρας της. "Οταν τό τράβηξε από τό χέρι του, πρόσεξα δτι τό μισό δάχτυλο ήταν σχεδόν μαύρο από τή νικοτίνη. Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί... — 0ά καταλάβης αργότερα, κοκορόμυαλε!, είπε ό Λεμόζ μέ κέφι.. Πήγαινε γρήγορα στο νεκροτομείο καί πάρε τά αποτυπώματα τού 3Εμίλ Κροζιέ. Ναι, τού πτώματος! Ή ώρα είναι πέντε. Στις έπτά νά τά έχης όλα έτοιμα. Θά σέ περιμένω εδώ. "Οταν έμεινε μόνος, ο Λεμόζ πήρε τον επαρχιακό τη λεφωνικό κατάλογο καί έψαξε νά βρή ένα νούμερο. ^Έ πειτα ζήτησε από τό κέντρο γραμμή,, ή οποία του δόθη κε αμέσως. Μέ μια φωνή αδιάφορη, ρώτησε: —- Ξενοδοχείο «Κυρνός» τής Νίκαιας; Παρακαλώ, δόστε μου τον κ. Αουΐ Κροζιέ... "Έφυγε από τή Δεύτε» ρα; Ευχαριστώ. Ώρεβουάρ, μαντάμ. Μέ φανερή ικανοποίησή κρέμασε τό ακουστικό καί άρχισε νά ξσνσδιαβάζη μέ προσοχή τό περίφημο τε τράδιο τού Κροζιέ. Ό 3Εμίλ Κροζιέ τό είχε αρχίσει πριν από ένα χρόνο περίπου καί ό Λεμόζ διέθεσε πάνω από μιά ώρα γιά νά το διαβάση, υπογραμμίζοντας ώρισμένες περικοπές καί αντιγράφοντας στο καρνέ ^του φράσεις ολόκληρες. Στις έξη καί^ μισή είχε τελειώσει καί στις έπτά έφτασε ό Λεό κρατώντας στο χέρι του τά χαρτιά μέ τά αποτυπώματα. εΗ σύγκρισις των αποτυπωμάτων δέν κράτησε πολλή ώρα. Καμμιά αμφιβολία δέν υπήρχε. Ό ένοχος δέν μπορούσε νά διαφυγή πιά. Ό Λεμόζ χτύπησε φιλικά στον ώμο τό νεαρό βοηθό του. — Πήγαινε νά βρής τον κύριο από τή Νίκαια καί νά μου τον φέρης εδώ μέ ένα όποιοδήποτε πρόσχημα.
28
ΤΟ ΑΙίΝίΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
Κα είσαι ευγενής μαζύ του καί φιλόφρων. Ό -Λεό, χωρίς νά άργοπορήση καθόλου, έφυγε για να έκτελέση τή διαταγή του προϊσταμένου του.
Αεμόζ είχε ρίξει το δυνατό φως του με γάλου ηλεκτρικού λαμπτήρας πάνω στο ^πρόσωπο του ανθρώπου, πού ήταν καθισμένος απέναντι του; Ό Λεό,' πού έκανε χρέη γραμματέας, κοιθόταν μέ το μολύβι στο χέρι, στη γωνία του γραφείου του Αεμόζ. Ψύχραιμος, ό άνακρινόμενος άκουγε μέ υπομονή τον μονόλογο πού είχε αρχίσει ό επιθεωρητής. — Ό Έμιλ Κροζιέ, έλεγε ό Αεμόζ, άνθρωπος δί καιος καί τίμιος, αγαπά υπερβολικά την γυναίκα του. Ό πόνος του είναι απέραντος, δταν μαθαίνει στι ή γυ ναίκα του τον άπατά μέ τον Αεστράμ, -τον οποίο Θεω ρούσε σαν παιδί του καί του είχε άνρίξεϊ διάπλατα τις πόρτες· τού σπιτιού του.· Άπατη μένος από τή γυναίκα του καί τον καλύτερό του φίλο, απογοητεύεται καί προδίδετα.ι καί από τον άδελφό του τον Αουΐ Κροζιέ: Χάρις στο ημερολόγιο, πού ό 'Έμίλ κρατεί" από ένα χρόνο, μπορούμε νά πάρουμε μια Ιδέα γιά τήν θλιβερή προσωπικότητα τού Αουΐ. Ό Αεμόζ ανοίγει τό καρνέ, στο οποίο είχε κρατή σει σημειώσεις. —■ Αέν θά αναφέρω παρά τίς ίδιες τις φράσεις τού 'Έμίλ: Ό Αουΐ είναι «ένας άπατεών πού ζή μέ'διάφο ρες αισχρές καμπίνες», «οι άσχημες παρέες του καί οι συνθήκες τής ζωής του», δημιουργούν καταστάσεις .ε πικίνδυνες γΓ αυτόν καί «γιά τήν τιμή των Κροζιέ». Ό
Ϋ0 ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
29
Έμίλ τον αναγκάζει πολλές φορές νά τού στέλνη χρή ματα γιά νά *6γή από τό αδιέξοδη, πράγμα πού ευχαρί στως τό δέχεται ό άλλος. Μάλιστα, 6 Αουΐ «ασκεί εναν αληθινό ψυχολογικό εκβιασμό» πάνω στον αδελφό του γι' αυτό τό σκοπό, ενώ συγχρόνως είναι ένας διαρκής κίνδυνος γιά τήν φήμη και την άξιοπρέπειά του. Ό Λεμόζ χαμογέλασε μέ συγκατάβασι στον άνακρινόμενο, πού άκουγε πάντα μέ απάθεια, καί συνέχισε: — "Οταν τά έγραφε ολ*. αυτά, έξη μήνες πριν, ό Έμίλ Κροζιέ δέν φανταζόταν ότι τό ημερολόγιό του θά διαβαζόταν λεπτομερώς καί μέ προσοχή από τήν αστυ νομία.... Άλλα ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας.,. Απο γοητευμένος* από τούς πιο αγαπημένους άνθρώπςυς του, ό Έμίλ Κροζιέ αγανακτεί, επαναστατεί καί αποφασί ζει μέ ένα χτύπημα νά έκδικηθή τήν γυναίκα του καί τον έραστή της καί νά απαλλαγή από τον επικίνδυνο καί ενοχλητικό αδελφό του. Θέτοντας σ’ εφαρμογή τό σχέ διό του, γράφει ή τηλεφωνεί στον αδελφό του νάρθη νά τον δή κρυφά τη Δευτέρα τό βράδι στις επτά. Τό Σάβ βατο στέλνει τή γυναίκα του σ’ ένα φιλικό σπίτι καί τήν Κυριακή, μιμούμενος δσο μπορούσε καλύτερα τό γράψιμο τής Μόνικας, στέλνει ένα γράμμα στον Λεστράμ, όρίζοντάς του ραντεβού γιά τήν. Δευτέρα τό βράδι. Ό Λεστράμ παίρνει τό γράμμα τήν Δευτέρα τό πρωί καί, μή έχονταο κανένα λόγο δυσπιστίας, δέν προσέχει τήν έλαφρή διαφορά τού γραψίματος. Βρισκό μαστε πια στή Δευτέρα τό βράδι. Ένώ ό Λεστράμ πε ριμένει ματοάως στή βιλλίτσα του τήν έρωμενη του ό Έμίλ Κροζιέ δέχεται τον αδελφό του και τον δολοφο νεί μ’ ένα κόλτ 4δ μέ τέτοιο τρόπο, ώστε νά τοΰ παρα μόρφωση εντελώς τό πρόσωπο. "Επειτα φορεΐ στο. νε κρό τά δικά του ρούχα, αφήνει πάνω στο γραφείο" τό η μερολόγιό του, τό όποιο παραποίησε τις τελευταίες η μέρες, καί τέλος βάζει στήν τσέπη τού θύματος τό καρ νέ του στο όποιο σημείωσε ένα φανταστικό ραντεβού μέ τον Λεστράμ. Ό Λεμόζ^ σώπασε, κύτταξε διαπεραστικά τον άνακρινόμενο καί συνέχισε: *— Τήν Τρίτη τό πρωί βρίσκουμε τό πτώμα καί νομίζουμε ότι είναι τού Έμίλ Κροζιέ. Αυτό πού. μένει
30
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΡΙΩΝ
από τό πρόσωπο δεν μάς έμπορίζει νά έκλάβουμε τον τον Λουΐ ώς Έμίλ, γιατί τά 6υό άδέλφια έχουν σχεδόν τά ίδια χαρακτηριστικά στο σαγόνι. Τό διάβασμα του ημερολογίου καί του καρνέ μάς κάνουν νά υποπτευθοΰμε τον Λεστράμ. Μέ καλή πίστη, αυτός μάς διηγείται την Ιστορία τής επιστολής πού έ'λαβε. Την ιστορία όμως αυτήν μάς διαψεύδει, επίσης μέ καλή πίστι, ή ερωμένη του. Τότε πιστεύουμε πια στην ένοχή του Λεστράμ καί τον καλούμε γιά τήν έπομένη μέ σκοπό νά τον άποκαλύψουμε. Τή νύχτα, ό Έμϊλ Κ ροζ ιέ χτυπάει τήν πόρτα τού σπιτιού τού Λεστράμ καί εκείνος ανοίγει, πιστεύ οντας πιθανώς δτι ήταν ή Μόνικα. Μέ τήν απειλή τού κόλτ του ό Κ ροζ ιέ τον αναγκάζει νά καθήση στο γραφείο του καί τον σκοτώνει. ^Έπειτα, καμουφλάρει τό έγκλη μα σέ αυτοκτονία καί φεύγει κλειδώνοντας τήν πόρτα μέ τό κλειδί τού θύματός^του. Τήν ίδια νύχτα ή κυρία Κ ροζ ιέ δηλητηριάζεται μόνη της χωρίς νά τό καταλά™ βη, παίρνοντας «Ντορμιζόλ», στο όποιο ό ανδρας της είχε προσθέσει κυανιοϋχο ποτάσσιο. Ό Έμίλ ήταν σί γουρος δτι, δταν θά έπέστρεψε ή γυναίκα του στο σπίτι, θά έπαιρνε οπωσδήποτε υπνωτικό, καί μάλιστα έπειτα από μια τόσο πολυτάραχη ημέρα. Ό θάνατός της θά έξελαμβάνετο ώς αυτοκτονία ή στη χειρότερη περίπτωσι ώς δεύτερος φόνος τού Λεστράμ. »Οί προβλέψεις του βγήκαν αληθινές καί ό Έμίλ Κροζιέ, βέβαιος πιά γιά τον θάνατο τής γυναίκας του, ή οποία ήταν ή μόνη πού θά μπορούσε νά άνακαλύψη τήν πλαστοπροσωπία, εμφανίζεται σέ μάς τήν έπομένη τό πρωί παριστάνοντας τον Λουΐ Κροζιέ. 1ά μαλλία του, χτενισμένα διαφορετικά, καί ένα ζευγάρι γυαλιά είναι αρκετά γιά νά αλλάξουν τήν φυσιογνωμία του. "Άλλωστε, όλοι θά ευρισκαν φυσική τήν ομοιότητά του μέ τον αδελφό του. Ξέρει έπίσης 6τι κανείς στή Νίκαια δέν 8ά άνησυχήση γιά τήν έξαφάνισι τού αδελφού του, δεδομένου δτι ό Λουΐ έμενε στο ξενοδοχείο καί συνανα στρεφόταν μέ ύποπτες παρέες. »,,Αν μπαίναμε στο σπίτι τού Λεστράμ σπάζοντας τήν πόρτα, δέν θά προσέχαμε τήν έξαφάνισι τού κλει διού καί θά καταλήγαμε στο συμπέρασμα δτι έπρόκειτο περί αυτοκτονίας. Ό Έμίλ Κροζιέ, μέ τό όνομα τού
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΡΙΩΝ
31
Λουΐ, θά κληρονομούσε την ίδια του την περιουσία και τό έγκλημά του θά έμενε ατιμώρητο... Κάτωχρος, 6 άνακρινόμένος, γέλασενευρικά.^ — "Ωστε, έπιθεωρητά, ίσχυρίζεσθε δτι δεν είμαι ό Λουΐ Κροζιέ, αλλά ο Έμίλ. Μπορείτε δμως νά μου πήτε τί ήταν έκεΐνο που σάς ώδήγησε σ’ αυτό το περίεργο συμπέρασμα;
Ως όπλοΰς θεατής^τής δραματικής αυτής σκηνής, ό Αεό δεν μπόρεσε νά μην παρομοιάση τη στιγμη εκείνη τον προϊστάμενο του με γατα, η οποία παι~ κουσε τον Λεμόζ νά άναφέρη τό δνομά του. — Ό συνεργάτης μου κ. Λεό Μαρνιέ παρετήρησε δτι τό δάχτυλο του νεκροί) ήταν κιτρινισμένο από την νικοτίνη, πράγμα πού άπεδείκνυε δτι έπρόκειτο γιά ένα μεγάλο καπνιστή. "Ετσι σάς αναγνωρίσαμε. — Αναγνωρίσατε τον Έμίλ Κροζιέ, είπε ο άλλος. — "Οπως θέλετε, είπε 6 Αεμόζ. Λοιπόν ό Έμίλ Κροζιέ είχε σημειώσει στο ημερολόγιό του αυτή τή φράσι: «...Δέν έχω κανένα από τά ελαττώματα, πού είναι τόσο συνηθισμένα στούς άνδρες. Ακόμη καί δέν καπνίζω...» Αυτό τό παράδοξο πράγμα ήταν γιά μένα ή άποκάλυψις. — Καί πάνω σ5 αυτήν φτιάξατε ένα ολόκληρο μυ θιστόρημα, απάντησε ειρωνικά ό Κροζιέ. Ό αδελφός μου μπορεί νά άλλαξε συνήθειες. Αέν είναι απίθανο, τις τελευταίες ημέρες πού έμεινε μόνος, νά ένοιωσε τήν α νάγκη καί νά κάπνισε πολλά τσιγάρα γιά νά καλμάρη τά νεύρα του πού βρίσκονταν σέ ύπερέντασι. Φοβούμαι
32
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ, ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ
οτι ή φαντασία σας εΐναι πολύ μεγάλη, κύριε έπιθεωρητά... 'Ο Κροζιέ άρχισε νά παίρνη θάρρος και 6 Αεμοζ· α ποφάσισε νά τελείωση μια για πάντα μ*. αυτόν. —- νΑν σάς διηγήθηκα ολ" αυτά το έκαμα για νά σάς προειδοποιήσω νά μην .επιχειρήσετε νά μάς ττήτε ανώφελα ψέματα καί για νά μην χάνουμε άδικα τον και ρό μας. "Οσο για τις αποδείξεις των ισχυρισμών μου, είναι ακαταμάχητες. Τά αποτυπώματα του νεκρού είναι τά ίδια μέ τά αποτυπώματα τής ταυτότητας τού Αουί Κροζιέ. Τά αποτυπώματα πού βρέθηκαν στην, δεσμίδα τού κόλτ 45, πού σκότωσε τον Αεστράμ, είναι τά ίδια μέ τά αποτυπώματα της ταυτότητας τού Έ μ ί λ Κροζιέ καί θά ταιριάζουν ασφαλώς μ5 αυτά πού θά σάς πάρουμε τώρα αμέσως. Ό Έμίλ Κροζιέ μαζεύτηκε στην πολυθρόνα του. Οί δυο αστυνομικοί δεν είχαν πια εμπρός τους έναν άνδρα αυθάδη, πού μιλούσε ειρωνικά, άλλα έναν ένοχο, πού δεν μπορούσε πια νά άρνηθή. "Έβγαλε τά γυαλιά του, πού 6έν τού -χρησίμευαν πιά σέ τίποτε, καί κύτταξε τον Αεμοζ μ5 ένα βλέμμα γεμάτο κούρασι. — Καλά, έπιθεωρητά. Κερδίσατε.. Ή γυναίκα μου ήταν μ,ιά πρόστυχη, ό φίλος μου ένας παληάνθρωπος καί ό αδελφός μου ένας άπατεών. Τους σκότωσα καί δεν λυπούμαι καθόλου γι’ αυτό. Σηκώθηκε, πήρε έναν τόνο επίσημο, καί είπε: — Σάς ειδοποιώ ©τι δέν θά απαντήσου πιά σέ καμμιά έρώτησί σας παρά μόνον παρουσία τού δικηγόρου μου. Αέγοντάς τα αυτά, προχωρούσε αργά προς τό^γραφεΐο. "Απότομα, χωρίς από τη στάσι του νά .φανή ότι θά έκανε μιά τέτοια χειρονομία, άρπαξε ενα χοντρό γυαλί, πού έβαζε ο Αεμοζ πάνω στα χαρτιά γιά νά τά συγκράτηση, καί τό πέταξε μέ βύναμι στον Αεό. Τό γυαλί χτύπησε τό νεαρό αστυνομικό στο κεφάλι. Ό Αεό κλονίστηκε, στηρίχτηκε γιά μιά στιγμή στην πλά τη τής καρέκλας καί έπειτα έπεσε ·στό πάτωμα αναί σθητοι * * * Ό Αεμοζ αίφνιδιάστηκε. καί δέν μπόρεσε νά κάνη
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΝ ΤΡΙΟΝ
33
την παραμικρή κίνησι. "Οταν συνήλθε από την εκπληξί του, ό Κροζιέ έτρεχε προς την έξοδο του αστυνομικού κτιρίου. Ό επιθεωρητής τον κυνήγησε, άλλα τό βάρος καί τά χρόνια του δεν του έπέτρεπαν νά τρέξη γρήγορα. Κατέβηκε δσο μπορούσε πιο βιαστικά τά σκαλοπάτια καί είδε τον Κροζιέ νά παίρνη τό ίδιο -τό αυτοκίνητό του καί νά εξαφανίζεται στή γοανία του δρόμου. »Τήν έπαθα,' συλλογίστηκε την έπαθα σάν πρωτάρης!» Τώρα πιά δεν υπήρχε περίπτωσις νά κυνηγήση ό Υδιος τον δραπέτη. Τό μόνο, που μπορούσε^ νά κάνη, ήταν νά ειδοποίηση αμέσως τά αυτοκίνητα τής αστυνο μίας που περιπολουσαν στήν πάλι. "Ενα τηλεφώνημα στο κέντρο άρκουσε γιά νά τεθούν δλ'α σε συναγερμό. "Αν δινόταν 6 αριθμός του αυτοκινήτου του' στά περι πολικά, ό Κροζιέ δεν θά μπορούσε μέ κανένα τρόπο νά ξεφυγη. "Οσο μπορούσε πιο γρήγορα ανέβηκε τις σκάλες καί μπήκε στο γραφείο τρυ. Ό Λεό σηκωνόταν εκείνη τή στιγμή από τό πάτωμα. Μέ τό μαντήλι του, που ήταν γεμάτο αίμα, πίεζε μέ δύναμι την πληγή που είχε στο κεφάλι του. ^ “ — Μου τήν έφερε!, μουρμούρισε. . · · — Κ.Γ εμένα μου τήν έφερε παίρνοντας τό αμάξι μου, είπε ό Αεμόζ. Πήγαινε νά δέσης τό τραύμα σου καί γύρισε πίσω "γρήγορα. Ό Αεμόζ τελείωσε τό κάπνισμα. 'Ο Λεό ξαναγόοισε μέ τό κεφάλι τυλιγμένο- μ’ .έναν επίδεσμο... Τά λε πτά περνούσαν ατελείωτα... -αφνικά, κουδούνισε τό τη λέφωνο, Ό Αεμόζ άρπαξε αμέσως τό ακουστικό. Ή φω νή, πού ακούστηκε από τήν άλλη άκρη του σύρματος, τον έκαμε νά άναπηδήση. — Εμπρός!, έλεγε ή φωνή τού Κροζιέ. Εσείς εί στε, κύοιε έπιθειωρητά; ' • — Ναι, ό ίδιος Κροζιέ! "Εκαμες μιά βλακεία καί τό πιο φρόνιμο είναι νά... "Ένα δυνατό γέλιο τον διέκοψε. — Μήν κάνετε τον κόπο, κύριε έπιθεωρητά, νά μέ κυνηγήσετε. Είμαι στο σπίτι μου. Ναί, στο σπίτι μου.
34
ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΩιΝ Τ,ΡΙΩΝ
Αλλά δεν θά μέ συλλάβετε. Κανείς δεν θά μπορέση πια νά μέ συλλαβή. Ό Κροζιέ γέλασε γιά μιά ακόμη φορά μ5 ένα νευ ρικό, αντιπαθητικό γέλιο. —- Αντίο, κύριε Αεμόζ... Ό επιθεωρητής ακούσε από τό τηλέφωνο έναν πυ ροβολισμό, έπειτα τό γδούπο ένός κορμιού που πέφτει στο πάτωμα και... τίποτ’ άλλο. Ό Έμιλ Κροζιέ, τριπλός εγκληματίας, άπέδωσε μόνος του τή δικαιοσύνη... ΤΕΛΟΣ £ΤΤ<ΓιΠηΓΤθΊ^
ΥΤϊΠΠΓδΤΠΠΠΠΠΓδ^ & & Τό Λεύτερο Βιβλίο τής σειράς των αστυνο © μικών ρομάντσων «ΤΟ ΜΑΤΙ», πού κυκλοφορεί ο α ©1 την ερχόμενη έβδομάδα μέ τον τίτλο: © ©
© © © ©
Ο ο
©
είναι ή συγκλονιστική ιστορία ένός αστυνομι κού, πού καταδικάζεται ώς συνένοχος λαθρε μπόρων ναρκωτικών, ενώ είναι αθώος! Γιά νά απόδειξη την αθωότητα του καί γιά νά συλλα βή τούς κακούργους, ό κατάδικος αποφασίζει νά δραπέτευση!
© © ©
ο
Ο,
Ο
© ©
©
©
ο<
ΓΕΝΙ ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑ! ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 0. Ε. Γραφεία: Λέκικα 22, 'Αθήιναι.—Δημοσιογραφικό ς Διευθυντής: Στέλιος Άνεμαδουιράς — Οικονομικός Διευθυντής: Γεώργιος Γεωργιάδης.
«ΤΟ ΜΑΤ!» ΒΙΒΑΙΟΝ ?
ΤΑ
ΕΚΛΕΚΤΑ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟ ΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΤΟΝ ΜΙΑΣ ΣΟ ΒΑΡΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ο ΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Π0Ι0ΤΗΤ0Σ ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ΔΡΑΧΜΑΙ2 ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑ! ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 0. Ε. ΛΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑΙ
ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛ
Ό Δραπέτης ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ
ΡΟΜΑΝΤΣΟ
Άπόδοσις : ΤΑΚΗ Κ.
Η
Φυλακή του Γουώλροκ είχε μια εξαιρετικό: καλή φήμη, στους κύκλους τών δικαστών και τών άστυνοιμικών. Τό άντίθίετο όμως συνέβαινε με τούς κακοποιούς, πού τήιν σκέ πτονταν μέ φρίκη και μίσος. Αέικια χρόνια τώρα, αϊτό τότε πού χτίστηκε, δέιν είχε ττετύχει σ’ αυτήν καμμια από τις απόπείρες άποδοάσεως πού είχαν γίνει. Αυτή ή φήμηι ώφείλετο στις ειδικές συνθήκες πού επι κροτούσαν στο φρούριο αυτό τής έξιλεώσεως. Τό Γουώλροκ είχε χτιστή πάνω σε μια βραχώδη νησίδα, στο κέντρο μ·ιάς από τις σπάνιες λίμνες πού βρίσκονται στα νότια τής έρή,μου τού Νέου Μεξικού. Ή νησίδα αυτή ήταν απρόσιτη. Οί απόκρημνες όχθες της, υΦους τριάντα μέτρων, κατέληγαν σε μια πλατεία άγονη έκ^ασι, πάνω στήν οποία είχε χτιστή τό μεγάλο οικοδόμημα τών Φυλακών. Τό χτίσιμο τής φυλακής είχε διαρκέσει πέντε χρόνια. Οϊ τεχνικοί αναγκάστηκαν να σκαλίσουν πάνω στους βράχους ίμια τεράστια σκάλα, να μεταφέρουν όλα τα υλικό μέ με γάλες μαούνες καί να τό όνειβάσουν στο μέρος, όπου χτι ζόταν ή Φυλακή, μέ πελώριους γερανούς.
4
Ο ΔίΡΑΠιΕΤΗ'Σ
’Άν σ’ δίλ’ αυτά προστεθή και τδ γεγονός στ ι ή πλη σι ύ στερη. σχθη τής^ λίμνης βρισκόταν πέντε περίπου χιλιόμε τρα μακρυά από τό κτίριο της φυλακής., καταλαβαίνει κα νείς τους λόγους για τούς οποίους το Γουώλροκ έ,θεωρείτο άπαοαβ ίιαστο. Στο Φρούριο αυτό, κλείνοντα,ν οί έγκληματίιες πού είχαν καταδικαστή σε ισόβια δεσμά η σέ ειρκτή πάνω από δεκα πέντε χρόνια. Απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο., κα ψαλισμένοι κυρ ιολεκτ ικώς από την ζέστη του τροπικού κλί ματος, οί^ άνθρωποι αυτοί τελείωναν τις πιο πολλές Φορές μέσα στους πανύψηλους τοίχους της φυλακής την απελπι σμένη ζωή τους, πού οί κανονισμοί τού φρουρίου έκαναν ανυπόφορη. Σ* αυτή τη φυλακή του Γουώλροκ., μετς^φέρΘηκε καί ό αστυνομ ικός έπιθείωρητή,ς Ράσκιιν, πού καταδικάστηκε σέ είκοσι χρόνια ειρκτή γιά ένα απίστευτο καί φοβερό έγκλη μά του. Για τον άνθρωπο αύτόν από τις πρώτες κιόλας ημέ ρες, ή ζωή έγινε αληθινή κόλασις. Έκτος από την περιφρόνησι των φυλάκων, ήταν αναγκασμένος νά ύφίστσται καί τό μίσος των άλλων κρατουμένων, πού μέ ευτυχία έβλεπαν έναν άστυινοίμικό νά έξευτελίζεται καί νά ύποφέρη μέ τή σειρά του, δπως κΓ αυτοί. (0 Ράσκιν, μένοντας σ’ ένα κελλΐ μέ τέσσερις άλλους βαρυποινίτες, ήταν αναγκασμένος νά έπιβληθή διά τής βίας, γιά νά μπόρεση^ νά έξασφαλίση λίγη άνάπαυσι καί λίγης ώρας ησυχία. Μόινίον ένας άνθρωπος τού είχε δείξει κάποια συμπάθεια., ό άρχιδεσμοφύλαξ Τζών Μόρ, πού ήταν επιφορ τισμένος μέ την φρούρησι τού ορόφου στον όποιο βρισκόταν τό κελλί του. — Παρακολούθησα την υποθεσί σας από τις έφημέρι δες, του είχε πή μια μέρα^ καί ομολογώ δτι δεν πιείσθηκα γιά την ένοχή σας. Πέσατε σέ κακούς ενόρκους καί τό δι καστήριο στάθηκε πολύ αυστηρό. Έξ άλλου., δλοι έοοιξαν τά βάρη σέ σάς., έκτος από τόιν φίλο οτχς Γκάρντλεϋ. Είχατε επιτύχει πολύ γρήγορα στην καρριέρα σας καί ασφαλώς οί συνάδελφοί σας σάς ζήλευαν. "Αν φεύγατε από τή μέση, πολλοί 8ά αισθάνονταν μεγάλη χαρά. Δεν 8ά ήσαστε πιά έπικίνδυνος γιά^ τήν καρριέρα τους. 'Όιμως δέν κοαάλαβα ποτέ τήν επιμονή σας νά μήν ύπερασπισθήτε τον εαυτό σας. Μιά λέξι σας θά ασκούσε ίσως γιά νά άθωωθήτε. 5Αντί νά τήν πή,τε, αφήσατε νά γίνη πιο πυκνό τό μυστήριο τής υποθέσεώς σας καί δεχθήκατε μιά σκληρή τιμωρία. 'Ο ’Έ,λλερυ Ράσκιν χαμογέλασε μέ ευγνωμοσύνη, στον καλό αυτόν άνθρωπο. Αέν προχώρησε όμως. Άρκέσθηκε νά σηκώση μέ αδιαφορία τούς ώμους.
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
5
'Ο Τζών Μόρ, έπειτα αΓίτο τρεις μήνες, ήρθε στο κελλΐ του Ράσκιν και τόν πήρε και πήγαν στην καντίνα των κρα τουμένων, οπού του προσ έφερε μ πυρά. "Έπειτα πήγαν στην αΤθιουισα του μπιλιάρδου. Την ώρα εκείνη, ή αίθουσα ήταν έρημη, γιατί όλοι έλειπαν στη δουλειά. — "Έχω ένα δυσάρεστο νέο νά σάς άναγγείλω, είπε ό Μόρ. Ή γυναίκα σας ή Μωρήν... — ...Ζήτησε διαζύγιο καί το πήρε, τόν διέκοψε ό Ράσκιν μέ ήρειμία. 'Ο Μόρ έκπληκτος, αφού, τράβηξε μερικές γρήγορες καί μικρές ρουφηξιές από την πίπα του, είπε: — Α,έν Φανταζόσουν δτι θά δεχόσαστε ένα τόσο δυσά ρεστο νέο μ" αυτό τόν τρόπο. Οί εφημερίδες είχαν παρου σιάσει έσάο καί τη γυναίκα σας σαν τό πιο ταιριασμένο ζευγάρι καί έγραφαν δτι. μόλις έξη μήνες πριν από την καταδίκη σας, είχατε κάνει έναν από τους πιο ωραίους γά μου ς τής "Αμερικής. Καί, άν κ,ρίίνιο από τις φωτογραφίες, ή γυναίκα σας είναι εξαιρετικά ωραία. — Τά ξέχασα όλ" αυτά τώρα. "Αλλά ή έλλειψις ειλικρίνειας στα λόγια του Ράσκιν, ήταν τόσο Φανερή, ώστε ό Μόρ σχεδόν θύμωσε. Κυτταξε τόν συνομιλητή του μέ ϋφος επιπλήξεως. — Είναι ανώφελο νά παρουσιάζεστε πιο δυνατός από όποιονδήποτε άλλον άνθρωπο, Ράσκιν. "Ασφαλώς πειραχτήκατε καί θά πειραζόισαστε ακόμη περισσότερο άν σάς είχα πή δτι η τέως σύζυγό ο σας αναγγέλλει δτι έτονμάζεται νά ξαναρχίση τή ζωή της μέ ένιαν άλλον άντρα. Ό έγκληματίας τέως σύζυγός της, λέει, δεν την ενδιαφέρει πιά. "Ενας ρεπόρτερ μιας μεγάλης έφημερίδος έγραψε δτι τού έδήλωσε δτι είσθε τό αίσχος τής ζωής της... — Πάψτε!... Μέ τό πρόσωπο ωχρό, μέ τό σαγόνι σφιγμένο, ό Ράσκιν ρίχτηκε στον φρουρό καί τόν έπιασε από τό γιακά. 'Ο Μόο ήταν ψηλός καί δυνατός καί ήξερε άλα τά κόλπα τής έλευθέρας πάλης. Μ’ ένα στρίψιμο του χεριού καί μέ μια γροθιά κάτω από τή μύτη, κατώρθωσε νά απαλλαγή από τό δυνοτό σφίξιμο του αντιπάλου του. — Κάτω τά χέρκχ, Ράσκιν! Μην παίζετε μέ άνθρώπους πιο δυνατούς από σάς! Θά ζεμοπτστητε! Καί μέ τά δυό του χέρια κρατούσε από τις μασχάλες τόν Ράσκιν για νά μην πέση στο πλακόστρωτο. "Εκείνος, μισολιπόθυμος, ^ανέκτησε τις αισθήσεις^ του καί την ισορ ροπία του, αφού πέρασοον αρκετά λεπτά. — Τώρα είστε καλύτερα, έ; γρύλλισε ό Μόρ άφίνοντάς τον.
ο
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
—Μέ συγχωράτε. Αυτό ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου, —Προ παντός μη πιστέφετε πώς δεν σάς καταλαβαίνω... Άντιθέτως, καταλαβαίνω τί πέρασε από τό μυαλό σας. Κά τι τέτοια ξεσπάσματα τά περνάνε όλοι... Τό ξέρω καλά. 4 Ο Ράσκιν χαμήλωσε τό κεφάλι του. 4Ο Μόρ έκανε ότι δέν είδε τά δάκρυα που κυλούσαν από τά μάτια του. — Ελάτε, γυρίστε στο κελλί σας και κοιμηθητε; Για δλους θά είστε άρρωστος καί θά σάς απαλλάξω από τη δουλειά. — Ευχαριστώ, κύριε Μόρ... Μιά τελευταία μόνο έρώτησι: Ξέρετε μέ ποιόν ποιντρεύεται η γυναίκα μου; — Δέν είπε ακόμη τίποτε, άλλά, άν λάβη κανείς ύπ’ δψιν του ένα μεγάλο ταξίδι που έκανε στο Τέξας, πρέπει νά βγάλη τό συμπέρασμα, ότι ό άνθρωπος αυτός θά βρίσκε ται εκεί κάτω. — Αυτό άκριβώς φανταζόμουν κΓ* έγώ καί ξέρω πιο πολλά από σάς, γιατί γνωρίζω καλά τον άντίπαλό μου. — Φαντάζομαι τί θά του κάνατε, άν ήσαστε έλεόθερος. — Κύριε Μόρ, θέλω νά σάς ζητησω συγγνώιμη, γιατί θά βάλω εσάς καί τους συναδέλφους σας σέ φασαρίΐες. — Τί θέλετε νά πητε; — Θά δραπετεύσω, κύριε Μόρ! 4Ο φύλακας ξέσπασε σ’ ένα δυνατό γέλιο. — Μικρέ ανόητε, ξέρετε δτι κανένας δέν μπορεί νά δρσπετεύση από τό Γουώλροκ; — Έγώ λοιπόν θά εΐιμαι ή έξαίρεσις. — Εκείνοι, πού έπεχείρησαν αυτό τό τόλμημα, τσα κίστηκαν στους βράχους η κόπηκαν στά δυο οπτό τά βαρεία πολυβόλα πού βρίσκονται στην κορυφή του φρουρίου. — Έγώ ελπίζω ότι θά έχω καλύτερη τύχη. — Σκεφθη,τε καί θά δητε δτι 8ά παραιτηιθήτ,ε από τέ τοιες τρέλλες. — Θά δραπετεύσω οπωσδήποτε, κύριε Μόρ. — Θά^ τό δούμε, είπε γελώντας ό Μόρ. Πηγαίνετε τώρα νά κοιμηθητε.
0 "'ΕλΑεου Ράσκιν ήταν ευτυχής, πού βρέθηκα 4ΐ«νος στό κελλί του. Είχε τέσσερις ώρες Ησυχίας στη διά-
Ο
ΑΡΑΠιΒΤΗΐ
θεσί τον έως ατού επιστρέφουν οί συγκροοτού,μεινοί τον. Μέ σα σ’ αυτές τίς τέσσερις ώρες είχε καιρό νά κατάρτιση ένα: σωιρο σχέδια. ’ΆλΑωστε, δέιν είχιε να σικεφθή · και πολύ, απλώς θά έκτελουσε τις οδηγίες του φίλον του Γκράντλευ, Τράβηξε ένα κομμάτι σανό από τό στρώμα τον και έβαλε τη μια άκρη στο στόιμα τον. Σέ λίγο, στην άκρη των χείλιών τον φάνηκε ένα μίικριοισκοπιικό λεπτό ρολίό χαρτί τυλιγμένο μέ σελλοφάν, τό όποίίο ήταν κρυμμένο στην γέ φυρα της οδοντοστοιχίας του μεταξύ των ούλων και του μετάλλου. *0 Ράσκιν κυτταξε γιά λίγη ώρα το μικρό αυτό αντίκείιμενο. τΗταν οι τελευταίες οδηγίες του φίλον τον, αστυ νομικού έπιιθεωρητού Γκράντλιεύ, τού μοναβικιον ανθρώπου τΓον ήξερε η μάντευε τό μυστικό του. Τού τό είχε δάσει κρυφά σιτό χέρι την ημέρα της καταδίκης του, τη στιγμή πού έβγαινε απτό τό δικαστήριο, μπροστά σ’ έναν καλό καρδο Φύλακα, ό όποιος έττέτριεψε στόν Γκράντλεϋ νά χαιΟίΐτήση μέ μιά θερ>μή χειραψία τον παλαιό συνάδελφό τον. -— Φύλαξε αυτό τό χαρτί, τού είχε ψιθυρίσει ό Γκράντλ|εϋ τη στιγμή που τον χαιρετούσε. Θά σοΰ χρησιμεύση άν θέλησης νά δραπέτευσης. "Οσο παράδοξο ' κι* άν Φαίνεται, ό Ράσκιν δεν είχε κατορθώσει ώς την ήίμέρα εκείνη νά διαβάση τις οδηγίες τού Φίλου του. Ποτέ δεν ήταν μόνος στό κελλί του καί τη νύχτα, πού οί συγκιρατούιρενοί τον κοσμούνταν, μέ τό αδύ νατο φώς, πού έπεφτε από τό διάδρομο στό κελλί από τό μικρό παραθυράκι τής πόρτας, ήταν αδύνατον νά διιαβάση δ,τι δήποτε. Σήμερα, ό Μόρ τού έδωσε μιά μοναδική ευκαιρία γιά νά Ικανοποίηση την μεγάλη περιέργεια του. Μέ τό νύχι του έκοψε τό σελλοφάν, μέ τό όποιο ήταν τυλιγμένο· τό χαρτί. Τό ρολό ξετυλίχθίηκε καί φάνηκε ένα Εξαιρετικά λεπτό χαρτί όμοιο μ’ εκείνο που μεταχειρίζον* ται οί κατάσκοποι στην άλληλογ.ραφία τους. Τό ξεδίπλωσε όλόικληρο γρήγορα μέ προσοχής καί είδε ότι ήταν γραμμένο καί από τίς δυο πλευρές μέ τό λεπτό καί σίγουρο γραφικό χαρακτήρα τού Γκράντλεϋ. 'Ο Ράσκιν άρχισε γρήγορα καί μέ χτυποκάρδι τό διά* δασμα. Μόλις έφτασε στό τέλος, άκούστηκαν στό διάδρομο τά βοςρειά βήματα τού Μόρ. Ό Ράσκιν δίπλωσε τό χαρτί μέ σα στην παλάμη του, τό έβαλε στό στόμα του καί τό κα τάπιε. — Πώς τά πάτε; ρώτησε ό φύλακας άπό τά κάγκελά τού κελλί ο ύ.
6
ΛΡΑΠιΕΤ,Ηΐ
τύχη σας; — 'Όσο ποτέ. — Κ α ι πότε^ λογαριάζετε; — Μείνετε ήσυχος. Θά διαλέξω μια ώρα πού νά μην είστε της υπηρεσίας. — Ευχαριστώ. Τουλάχαστον έτσι δεν θά βρεθώ στην άνάγικη νά άδειάσω το πιστόλι μου πάνω σ’ έναν άνθρωπο τ όσο σ υ μ παθ ητ ι κ ό. 'Ο Μόρ αστειευόταν, άιλλά κατά βάθος δ ι έκρινε ότι ό φυλακισμένος του μιλούσε γιά την άπόφασί του μέ σοβα ρότητα και σταθερότητα. λ *· Άπό εκείνη την ημέρα, έπιτηρούσε απτό πολύ κοντά τον Ράΐσκιν καί, όταν παρέδιδε υπηρεσία, έλεγε στον άντικατιαστάτη του νά τον προσέχη πολύ. Παρά την αυστηρή έπιτηρησι όμως, οί φύλακες δεν διέκριναν τίποτε το ύποπτο στην διαγωγή τού Ράσκιν. Εντούτοις, ό Μόρ παρατήρησε δτι ό κρατούμενός του κύτταζε διαρκώς τόν ουρανό κατά την ώρα τού περιπάτου καί δτι τό πρόσωπό του φαινόταν χαρούμενο όταν παρουσια ζόταν κανένα σύννεφο. Αντίθετα, η όψις του ητ αν συνωφρυωμένη;, δταν ό ουρανός ήταν τελείως καθαρός, Έξ’ άλλου, ρωτώντας μέ έπιτηΐδειότητοί τούς συγκροτούμενους τού Ρά~ σκιν, έ,μαθε δτι συχνά ό τέως αστυνομικός τούς έκανε ερω τήσεις για τον καιρό καί γιά την εποχή τής περιόδου τών βροχών καί δτι παριεπτσνεΐτο πολλές φορές πώς υπέφερε άπό πόνους σκωληκοειδίτιδος. Αυτές οί περίεργες παροπηρήσεις είχαν φέρει οέ άμη~ χοονία τόν Μόρ.
Μείωναν την γυμναστική τους, ένα ελαφρό σύννεφο σκέπασε
Ο ΔΡΑιΠίΒΤΗΣ
9
τον ήλιο ττρός την ανατολή. "Επειτα, άλλα σύννεφα πα ρουσιάστηκαν και σέ λίγο τό φως κρύφτηκε σχεδόν.^ Μια ώρα αργότερα, μια συνεχής^ μακρυνη βοη άνηγγειλε ότι γρήγορα θά ξιεσπουσε ή πρώτη καταιγίδα, πού θά άνοιγε την περίοδο των βροχών. Οί κρατούμενοι χωρίστηκαν σέ ομάδες καί υπό την έπιτηρησι των φυλάκων τελείωσαν γρήγορα - γρήγορα τις δουλειές της καθαριότητος. τΙ4σαν όλοι ευχαριστημένοι, γιατί για μερικές εβδο μάδες θά αισθάνονταν έπί τέλους λίγη δροσιά έπειτα άπό την τρομερή τροπική ζέστη,. Αντίθετα όμως άπ" ό/τι περίίμενε ό Μόρ, ό "Ελλερυ Ράσκιν φαινόταν ήρεμος καί άδιάφορος. 'Ο κυκλώνας ξέσπασε στο Γουώλροκ κατά τις τέσσερις τό απόγευμα. Μέσα σέ μιά σκοτεινιά σχεδόν ολοκληρωτική, οί κεραυ νοί χτυπούσαν αλύπητα τόν αναθεματισμένο βράχο. Στις έξη, οί αστραπές ελαττώθηκαν., αλλά η βροχή δι πλασιάσθηκε. Ξαπλωμένοι στά κρεββάτια τους, οί φυλακισμένοι άκουγαν τη φοβερή βοη των στοιχείων της φύσεως, που ξέσπα σαν λυσσασμένα, καί ροφουισαν μέ ευχαρίστησι τον υγρό αέρα που έμπαινε στά κελλιά τους. Ξαφνικά, μιά υπόκωφη βοη, πιο σταθερή άπό την βοη των κεραυνών, έφτασε ώς τ’ αυτιά τους. — "Αεροπλάνο, είπε κάποιος άπό τους κρατουμένους στο κελλί του Ράσκιν. — Τί διάολο νά θέλη αστός ό ηλίθιος μέσα σ’ αύτη την καταιγίδα; είπε κάποιος άλλος... "Αν έχη χάσει τό δρόμο του δέν θ’ άλλαζα καθόλου τη θέσι μου μέ τη δίκη του. Οί κατάδικοι δέν είχαν άπατηιθή, γιατί την ίδια στιγ μή ό ασύρματος τού Γουώλροκ έπαιρνε ένα μήνυμα, άληθινό σήμα κινδύνου. «Χάσαμε την πορεία μας. Πού εύρισκάμεθα; Όδηγηστε μας γιά ενδεχόμενη προσγείωσι. Μήκος κύματος 13 14. 5Ααντηστε.» "Αν καί τό αεροπλάνο δέν φαινόταν λόγω τού σκοτο?υιού καί της πυκνής νεφώσεως, καταλάβαινε κανείς άπό τον θόρυβοι τοΰ μοτέρ ότι ήταν ακριβώς πάνω άπό τό Γουώλροκ καί ότι πετοΰσε σέ χαμηλό ύψος. 'Ο . άσύρματος του φρουρίου άπάντησε άιμέσως. «"Εδώ φυλακές του Γουώλροκ. Προσγείωσις άδύνατη. "Ανυψωθήτε γιά νά άποφύγετε τό βράχο. Πέντε μίλλια 6ο-
10
>0 ΑΡΑΠΕΤΗΣ
ρείως υπάρχει έκτασις κατάλληλη για προσιγέίωσι.» Την στιγμή πού από τον ασύρματο δίνονταν αυτά τά σήματα, 6 ύπ’ άριθ. 2027 κατάδικος ^Έ,λλερυ Ράσκιν σφά δαζε άπό τους πόνους στο κελλί του. Είχε πάθει μια οξεία κρ ίΐσ ι σ κωληκοε ι δ ί τ 18 ο ς. Ό φρουρός Μόρ ετρεξε άιμέσως κοντά του και είδε δτ^ ό Ράσκιν βρισκόταν σέ άθλια κατάστασι. Τό πρόσωπό του όταν κάτωχρο και τά χαρακτηριστικά του άλοιωμένοο άπό τον πόνο. Παρουσίαζε όλα τά συμπτώματα μιας έξαιθετικά σοιβαρ,η ς κιρ ί σεω ς. Αμέσως, πήρε ένα Φορείο κιαί, παρά τις διαμαρτυρίες καί τά βογγητά του, ανάγκασε τον Ράσκιν νά ξαπλώση, πάνω. Φώναξε καί δυο κρατουμένους γιά νά τον μεταφέ ρουν. Αναθεματίζοντας την κακή ώρα, που τόν ανάγκασε νά διασχίίση τις αυλές της φυλακής^ κάτω από τέτοια βροχή, ό Μόρ μπήκε μπροστά κιαί ώδηγοΰσε την συνοδεία στο νοσοκιομεΐοι του φρουρίου, που βρισκόταν οπήν άλλη άκρη του μεγάλου περ ι βόλ ου. (Μέσα σιέ λίγα λεπτά, οί τέσσερις άντρες είχαν βραχη ώς τό κόκκαλο. ιΟ Τζών Μόρ φώτιζε τό δρόμο μέ τό ηλε κτρικό Φανάκ! του, που η δέσμη, του μόλις κατώρθωνε ν' διάσχιση τό πυκνό σκοτάδι. "Αλλωστε, καί ό ισχυρός προ βολεύς^ της Φυλακής, που όταν αναμμένος για νά έπιτρέ Φυ\ στο αεροπλάνο νά άποφύγ,η την συγκρουσι μέ τό βρά χο, μόλις φαινόταν στην κορυφή του φρουρίου. Σέ μιά στιγμή, απότομα, ο! δυο κρατούμενοι έγικατέ λειφοον τό Φορείο καί τδβαλσν στά πόδια ουρλιάζοντας άπ φόβο. 'Ο Τζών Μόρ, την ίδια στιγμή, έπεσε μπρ.ούμυτ πάνω στά νερά καί τό φανάρι του κύλησε δέκα μέτρα πι κάτω. "Ενας πελώριος όγκος κατέβαινε σάν βολίδα βουΐ ζοντας δαιμονισμένα ακριβώς πάνω από τά κεφάλια του καί, ξαφνικά, στάθηκε ακίνητος σέ ύφος μόλις 8 μετρώ από τό^ έδαφος! £0 Ράσκιν πήδησε άπό τό φορείο καί ά, παξε την άκρη, μιας σκοινένιας σκάλας, που κρεμόταν άπ τό μηχάνημα. Μόλις σκαρφάλωσε, τό πελώριο άντικείμενο άνυφώι κιε πάλι καί μέ Ιλιγγιώβη ταχύτητα χάθηικε μέσα στο σκ τάδι. "Οταν ό Τζών Μόρ κατάλαβε τί έγινε καί άρχισε ν πυροβολη στον αέρα μέ μανία, όταν πιά πολύ άργά. α—- Ελικόπτερο όταν!, μουρμούρισε... Κι* εγώ τό ώ’ Υοί/σσ. σάν βλάκας μέ τό φανάρι μου! Αυτός όταν ό μόν
Ο ΛΡ ΑΠΕιΤΗΣ
11
Γρόπας νά δραπετεύση κάνεις από το Γαυώλροκ και 6 Ράτ:κιν τον χρησιμοποίησε. "Ολα ίσαν κανονισμένα άττό ιτίοΤίν!...
απλωμένος σέ μια χωριάτικη πολυθιρόνια, 6 "Ελλειρυ Ράσκιν κύτταζε τις φλόγες πού έβγαιναν άττό το τζάκι. Αίπλα του, ό Τζΐμ Γκράντλεϋ κάπνιζε ήσυχα και μέ μισοκλεισμένα μάτια την πίττα του. — Τζίιμ, σου χρωστώ την ελευθερία μου., κι* άκάμη πολ λά άλλα, Αέν βρ ίσκω τρόπο νά σέ ευχαριστήσω· — Δεν μου χρωστάς τίποτε. Κι’ εσύ, άν ήσουν στη θέσι μου, το ίδιο 6ά έκανες. — Ή πτήσις θά ήταν πολύ δύσκολη πάνω άττό τη λίμνη... — Απαίσια! Είκοσι Φορές κινδυνέυσα νά πέσω πάνω στους βράχους από τον δυνατό αέρα. — "Ηξερα άτι θά πετύχης, άλλά ώς την τελευταία στιγμή Φοβόμουν ότι δεν θά έβλεπες το σινιάλο μου. — Κάθε βράδυ στις έξη ανέβαινα στο βουνό και κύτταζα μέ τά κ,υάλια τους τοίχους του Γουώίλ,ρσκ. Περί μένα τρεις μήνες πριν άρχίΐσω νά βλέπω σέ αραιά χρονικά δια στήματα στο παράθυρό σου τό άσπρο πανί, που έδειχνε άτι δέχεσαι ττ\ν πράτασί μου. — "Ετσι λοιπόν. Μά... έφυγες από την αστυνομία; — ’Αμέσως μετά την καταδίκη σου ζήτησα έξη μήνες άδεια καί εγκαταστάθηκα σ5 αυτήν την καλύβα, πάνω στο βουνό, δεκαπέντε μίλλια από τό Γουώλροκ. Σκιέφτηικα πώς από δώ 6ά μπορούσα νά δράσω πιο αποτελεσματικά. — Καλά, μά πώς μπόρεσες καί κατέστρωσες ένα τόσο τέλειο σχέδιο μέ άλες τις λεπτομέρειες,, πρίν ακόμη κατα δικαστώ; 5Από τη δεύτερη ημέρα τηις δίκης κατάλαβα δτι δεν θά έλεγες τίποτε καί άτι όπωσδήποτε θά καταδικαζόσουν αυ στηρά. "Οπως δλοι οί δημόσιοί υπάλληλοι, που πέφτουν σέ παρόμοια αδικήματα., έτσι κι’ εσύ θά φυλακιζόσουν στο Γουώλροικ. "Ηξερα καλά αυτή τη φυλακή, γιατί, όταν άνοι ξε πρίν άπό δέκα χρόνια, είχα συνοδεύσει την πρώτη ο μάδα κρατουμένων. "Εμεινα εκεί δεκαπέντε μέρες καί έπε-
Ο ΔΡΑΗιΕΤΗ ϊ «τκέφθηικα, υιέ την άδεια του νέου διοικητού, άλες τις εγκα ταστάσεις της. "Ετσι. ξέροντας κάδε λεπτομέρεια, ^ μπόρεσα νά καταρτίσω ένα τέλειο σχέδιο άατριδράσεως.. Αυτή είναι η Ιστορία του μικρού σημειώματος, που σου έδωσα στο δι καστήριο, — Πραγίματικά περίφημη. "Αλλά το ελικόπτερο; — Είναι οπτό τα περισσεύματα του πολέμου, αγορα σμένο σέ άλλη πολιτεία. Δυσκολεύθηκα ττολύ ώσπου νά βρω ένα έλικόπτερο αρκετά γερό γιά νά αντιμετώπιση μιά παρόμοια καταιγίδα, αφού ήταν ανάγκη νά περιμένω την περίοδο των βροχών. Μόνο έτσι θά πετύχαινε το σχέδιό μου. Μέ καθαρό ουρανό, τά πολυβόλα του Πουώλροκ θά μπο ρούσαν νά ματαιώσουν την έπιχείρησί μου. — "Έτσι λοιπόν, χάρι σέ σένα, είμαι ό πρώτος 8ραπέτης του Γουώλροκ. — Και τώρα άς μιλήσουμε γιά σοβαρότερα πράγμα τα, "Έλλερυ. "Έχουμε πολύ λίγο καιρό στη διάθεσί μας, γιατί, όπως καταλαβαίνεις, πρέπει, νά έγίκαταΐλείφούμε αυτήν την παρ,άγκα και νά φύγουμε μακρυά από τό Γουώλοοκ. Τό πρόσωπο τού Ράσκιν άλλαξε έκφρασι. -— Σέ ακούω και είμαι έτοιμος νά ακολουθήσω τις συμ βουλές σοιυ. Ξέρω ήδη μερικές λεπτομέρειες. Ξέρω ότι ή Μωρήν πήρε διαζύγιο και άτι έτοιμάζεται νά παντρευτη κά ποιον άλλο. —- Βλέπω πώς έμαθες γρηγοιρα τά νέα. Φαίνεται πώς οί τοίχοι τής φυλακής δεν είναι καθόλου αδιαπέραστοι. — Υποψιάζομαι άτι σκοπεύει νά παντρευτη τον Μάλλοβιτς. — Δεν μπορώ νά βεβαιώσω τίποτε... Αυτό φαίνεται άτι θά τό διεπίστωσες την ημέρα που έκανες εκείνη τή μεγάλη κουταμάρα. — Ποτέ δέν έκανα κουταμάρα. Και τώρα ακόμη, άν βρισκόμουν πάλι στην ίδια θέσα, 6ά έκανα τό ίδιο. Δέν μπορείς νά ξερής, Τζίμ. Αέν ήσουν εκεί ό ίδιος... ^— Λάθος! "Ημουν έκει... ή μάλλον, γιά νά κυριολε κτήσω, ήμουν κοντά στο σπίτι. Φρουρούσα στον κήπο. Είδα την Φυγή των δύο αυτών προσώπων, τους αναγνώρισα μά λιστα, αλλά, όπως κι" εσύ, δέν πυροβόλησα κι" εγώ! — "Επιδοκίμασες λοιπόν την διαγωγή μου; — Βεβαίως... "Οπως 6ά^ θυμάσαι, είχαμε πάει εκεί για νά πιάσουμε^ έναν αρχηγός λαθρεμπόρων και ένα τμήμα από την συμμορία του. Κυκλώνουμε τό σπίτι. Έσύ μπαί νεις πρώτος στο δωμάτιο. Έκιεΐ βρίσκεις τή... γυναίκα σου την Μωρήν καί τον Μάλλοβιτς, έναν από τους πιο ίσχυ-
Ο ΔΡΑΠΕΠΤΗΣ
,13
ρούς πολίτικους τής περιοχής. Μπροστά τους, είχαν πολ λές δεσμίδες δολλάρια, που έτοισάζονταν νά τά μοιρα στούν, όπως καί μια γυναικεία τσάντα γεμάτη μέ σακκουλάκια κοκαΐνης!... Δέν ξέρω τΐ έγινε κατά την διάρκεια των λίγων λεπτών, πού μείνατε μόνοι, αλλά όταν σε λίγο αναγνώρισα μέσα στον κήπο την Μωρήν, την άφησα νά φύγη. Αργότερα, ώρκίστηκα ότι δεν είχα δή κανένα. — Νά τί ακριβώς συνέβη, μουρμούρισε ό Ράσκιν. Στην αρχή, δέν μπορούσα νά πιστέψω στά μάτια μου, ό ταν είδα την Μωρήν καί τον Μάλλοβιτς. "Έπειτα κατάλαβα όλη. την έκτασι τής απιστίας τής γυναίκας που λάτρευα. 'Ο μυστηριώδης πλούσιος θείος, πού μάς έγραφε από και ρό σε καιρό γιά νά^ μάς άναγγείλη ότι μάς στέλνει πολύ τιμα δώοα, όπως τό τελευταίο αυτοκίνητο, ήταν ό Μάλλο6ιτς. 'Η θεία από την Κσλιφόρνια, πού ήταν παντρεμμένη μέ έναν παραγωγό φίλιμ καί έστελνε στην τράπεζα, στο λογαριασμό τής Μωρήν, τεράστια ποσά, ήταν καί πάλι ό Μάλλοβιτς. Τα συχνά ταξίδια τής γυναίκας μου, πού πή γαινε τάχα νά συνάντηση τούς συγγενείς της, δέν ήταν πα ρά διάφορες περιοδείες, πού έκανε γιά νά διεκπεραίωση υποθέσεις του αισχρού λαθρεμπορίου του Μάλλοβιτς. Εί χα παντρευτή μόλις έξη μήνες πριν καί είχα τυφλή έμπιστοσύνη στη γυναίκα, μου. Δέν αμφέβαλλα γιά τίποτε... Σήμερα φέρνοντας στο νου μου διάφορα περιστατικά πριν από τό γάμο μου, βλέπω ότι ή Μωρήν βρέθηκε στο δρόιμοτής ζωής μου κατόπιν σχεδίου, τό οποίο κατέστρωσε αυτό τό τέρας ό Μάλλοβιτς. "Αν την παντρευόμουν, θά εξυπηρε τούσα θαυμάσια τά συμφέροντα του ζεύγους. 'Η Μωρήν ήταν εξαιρετικά ωραία καί έλ,κυστική κι* εγώ δέν άργησα νά ύποκύψω στά θέλγητρά της. — Πραγματικά αυτό είναι ένα γερό χτύπηιμα στη ζωή.
Ράσκι ν κούνησε μέ πίκρα τό κεφάλι του καί (μουρμούρισε: ™ Στην άρχή.
όταν
τούς άντίκρυσα
μαζί,
θέληίσα νά
14
Ο ΔΡΑιΠιΕιΤΗ Σ
σκοτώσω τον Μάλλοβιτς. άλλα ή Μωρήν ρίχτηκε μέ τέτοια άρμη ανάμεσα στο σπίλο μου καί σ’ εκείνον., που δεν τολμ ου σία πια νά πυροβολήσω. Εκείνη τή στιγμή, αίσθάνθη:κ<χ δτι ήμουν ό πιο δυστυχής καί ο πιο έγκαταλελεΓ μένος άνθρω πος του κόσμου. 'Ο άντίπαλός μου κατάλαβε δτι μπορού σε νά έπωφελη,θή απ’ αυτή την αδυναμία μου. Γρήγορα,, τράβηξε την γυναίκα μου καί, υποχωρώντας, βγήκε ' άπό ίμια κρυφή πόρτα του δωματίου. Προηγουμένως., χωρίς νά τον άντιληφθώ, εΐιχε πάρει νά χρήματα καί την τσάντα μέ τά ναρκωτικά. — Καί τό δυστύχημα ήταν δτι οι έπιθεωρηταί Κλάρκ καί Μάλλεν, όι/ήσυχοι γιατί δέν έβλεπαν κανένα σινιάλο σου, πλησίασαν στο παράθυρο καί είδαν τη φυγή τοΰ ζεύ γους. "Αν εΐχαν τον κιαιρο νά άναγνωρίσουν τούς δυο Φυγάδες ασφαλώς θά ξιεσποΰσε ένια μεγάλο σκάνδαλο. "Ετσι, φίλε μου, καταδικάστηκες σέ φυλάκισι είκοσι ετών ώς συ νένοχος. — Καί δλοι μέ έγκατέλειψαν, έκτος άπό σένα. — Πρώτ5 άτά δλα ήμουν φίλος σου. "Επειτα κι* εγώ ήμουν ένοχος; — Ξαναεΐδες την Μωρήν; — "Οχι. "Εφυγε από τη Νέα Ύόρκη γιά ένα μήνα. Πήγα στο σπίτι τοΰ Μάλλοβιτς, κι’ εκείνος όμως έλειπε σέ ταξίδι. Μέ δέχτηκε ό γραιμματεύς του., κάποιος Μάρντοφ, ένας έξαιρετικά ενδιαφέρων άνθρωπος. Θυμάσαι τό(μυστηριώδες τηλεφώνημα, μέ τό όποιο ^ μάς ειδοποίησαν μέ κάθε λεπτομέρεια γιά τον τόπο καί την ώρα του ραντεβού του αρχηγού τής σπείρας. 'Ο καταδότης είχε την ίδια Φω νή μέ τον Μάρντοφ. Του μίλησα γι* αυτό κι5 έπειτα άπό πολλές προσπάθειες μου, ώμολόγησε δτι πράγματι αυτός μάς ειδοποίησε. "Ηθελε νά έκδιικη,θή τον κύριό του. έπειδή δέν του έδινε αρκετά άπό τά κέρδη... "Επειτα όλες μου τις προσπάθειες τις αφιέρωσα στο νά σέ βοηθήσω νά δραπέ τευσης άπό τήν φυλακή. — 'Ο Μάλλοβιτς ξαναγύρισε στη Νέα Ύόρκη; — Ασφαλώς,^ αλλά δχι μέ την αληθινή του ταυτότηΓ τα. "Εκανε μερικές μυστικές έμφανίσεις. Τώρα δέν κατοι κεί πλέον έκεΐ, αλλά στο Τέξας. — Άπό που πήρες αυτές τις πληροφορίες; — Άπό προσωπικά μου συμπεράσματα. Τέσσερις μή νες τώρα, ή πόλις τοΰ Σάν Μιοράντο καί ή γύρω περιοχή έχουν μεταβληθή σέ αληθινό καταφύγιο τών λαθρεμπόρων ναρκωτικών. Καί, όπου υπάρχουν ναρκωτικά, εκεί βρίσκεται καί ό Μάλλοβιτς. 5Εξ άλλου, ένας φίλος μου άπό τή Νέα Ύόρκη μου τηλεγράφησε άτι προ ημερών ένα πρακτορείο
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
15
ταξιδίίων έβγαλε εισιτήριο για τον Σαν Μοράιντο σέ μια νεαρή γυναίκα, που ώνοιμαζόταν Μωρην Νόλτ. — Πάει λοιπόν νά τόν συνάντηση.... — Ασφαλώς, και εκεί θά τους συναντήσουμε καί τους δυό. Φαντάζομαι δτι τό έιλικ-άπτερό μου 6ά μπόρεση νά μάς μεταφέρη ώς τις όχθες του Πκράντε ντέλ Νόρτε. — Τότε Φεύγουμε αύριο τά ξημερώματα. — Μια λέξι άΐκέιμη. "Έχε υπ" όφι σου δτι δεν θάχουμε νά παλέφουμε μόνον με τόν Μάλλοβιτς. *Εκεί θά είναι καί ό επιθεωρητής Μάλλεν, που σέ διαδέχθηκε στη θέσι σου καί άνελαβιε την ύιτόθεσι αυτή των ναρκωτικών. — 4 Ο Μάλλεν! Αυτός ττου μέ έπιβάρυνιε τόσο μέ την κατάθιεσί του στη δίκη! — Δεν σέ επιβάρυνε. Διηγηθηκε απλώς δ,τι είδε. 4Ο Μάλλεν είναι σέ όλους σκληρός, αλλά είναι δίκαιος. 3,Αν καί δέν σέ συμπαθούσε, μου έλεγε συχνά δτι δεν ήσουν έ νοχος, άλλα δτι πλήρωνες για κάποιον που στέκεται φηλά. — Πώς ανακάλυψε αυτά που γίνονται οπό Σάν Μοράντο; — 'Ο Μάλλεν είναι πεισματάρης καί ξέρει ενα σωρό πράγματα πού έιμεΐς άγινοούιμε; Δέν 8α έκπλαγώ αν φτάση αύριο στο Γουώλροικ για νά κάνη ανακρίσεις για την άιτόδρασί σου. "Ασφαλώς, θά συνδυάση την άπόδρασι αυτή, την έπ" αόριστον άδειά μου, τό διαζύγιο της Μωρην καί την άνίαχώοηισι τού Μάλλοβιτς από την Νέα Ύόρκη. Θά φάξη νά βρη τη σχέσι, που έχουν μεταξύ τους αυτά τά γεγονό τα, που κατ" άοχην φαίνονται άσχετα. — Αύριο θά εϊιμαστε μακ,ρυά καί κανένας δέν θά μέ στσματηση στο δρόμο της έκδικησεως...
Τ', Έ ό
σκοτάδι επεφτε πυκνό, όταν ό έπιθεωρηΓ της Ράλφ Μάλλεν διέσχιζε τά προάστια του Σάν Μοράντο. Δυο μέρες πριν, τό αεροπλάνο της Νέας Ύόρκης τόν είχε άφησει στο "Ώστιν. "Από έκεΐ είχε αγοράσει ένα μετοορει-
16
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
ρισμενο αυτοκίνητο, μέ τό όποιο 81έσεισε τίς απέραντες πεδιάδες του ί έξας. Αέν στάθηκε πουθενά, κοιιμόταν στο ύπαιθρο και έτρωγε στα διάφορα «ράντς».. που συναντούσε στο δρόιμο του. {0 Μάλλεν ήταν ένας υψηλόσωμοις άντρας., σαράντοτ πε ρίπου ετών, δραστήριος καί σκληρός. Υπηρετούσε από εϊΐκοσμ χρόνια στήν άστυίνοιμίΐα καί ήταν υφιστάμενος ^του Ράσκίν του καιρό, που έκεϊνος έπεσε στο μεγάλο λάθος του. ^Η.ταν αύτόπτης μάρτυς τής ανεξήγητης ^ διαγωγής τοΰ προϊσταίμενου του καί ή κατάστασίς του έβάρυνε πολύ στο δικαστήριο. Μετά τήιν σύλληψι του Ράσκίν, ή διεύθυνσις τής υπηρε σίας έπρεπε νά άνατεθή κανονικά στον Γκράντλεϋ. Αλλά, παραδόξους καί προς κατάιπληξιν όλωιν, ό νεαρός έπ ιιθ'εω,ρητής δέν δέχτηκε αυτή τή 6έσι καί ζήτησε άδεια επ’ αό ριστον. *0 Μά'λίλεν, λοιπόν., είχε κληθή τότε νά άναλάβη τήν δίωξι των λαθρεμπόρων ναρκωτικών. Κατά βάθος, πίστευε ότι ό Ράσκίν ήταν αθώος καί ότι ή ποινή που του έπεβλήθιη ήταν βαρετά. 5Αντί νά περι πλάνησή λοιπόν σέ έρευνες χωρίς σηιμσσία, περιορίστηκε νά έξετάση λεπτομερώς τήν ιδιωτική ζωή του καταδίκου τέως προϊστάμενου του. βέβαιος ότι τό κλειδί του μυστη ρίου βρισκόταν εκεί. Ή παράξενη διαγωγή τής Μωρήν Ράσκίν μετά τή δίκη έβαλε σέ υποψίες τό;ν Μάλλεν. Έξ άλλου.- ανακάλυψε ότι οι ένορκοι, που είχαν καταδικάσει τον προϊστάμενό του, ήραν πολιτικοί φίλοι κάποιου Μάλλοβιτς. ενός ανθρώπου ισχυροί). Τήν έπο,μένη τής καταδίκης., ό γραμματεύς του Μάλλοβιτς βρέθηκε νεκρός στο γραφείο του. Έπειτα από μιά λεπτομερή έρευνα, ό Μάλλεν ανακάλυψε σ’ ένα κρυφό χώρισμα ένός επίπλου τή φωτογραφία μιας γυμνής χορεύ τριας, άφιερωιμένη προ δυο- ετών στον Μάλλοβιτς. ιΗ χο ρεύτρια έμοιαζε καταπληκτικά στήν άνατοιμία τού κορμιού καί στα χαρακτηριστικά μέ τήν Μωρήν Ράσκίν. *0 Μάλλεν άρχισε τότε νά μπαίνη στο νόηιμα. Έπειτα από λεπτομερείς έρευνες, έμαθε ότι ή Μωρήν Νόλ,τ ήταν άλλοτε χορεύτρια στά καμπαρέ μιας πολιτείας τής Αύσεως. Κάποτε ή Νόλ,τ είχε γνωρίσει έναν πλούσιο1 προστάτη. του οποίου ή - μεγάλη περιουσία τής έπέτρεψε ασφαλώς νά έγκαταλείψη, τά καμπαρέ οριστικά, γιατί από εκείνη τήν εποχή χάνονται τά ίχνη της. "Έπειτα οπό αυτή τήν άνακάλυψι, ό επιθεωρητής Μάλ λεν έπείσθη ότι ό τέως προϊστάίμενός του ήταν θύμα. "Αργότερα, έμαθε ότι τό Σαν Μοράντο είχε γίνει ένα από τά βασικά κέντρα λαθρεμπορίου ναρκωτικών, ότι κά-
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
17
ττοιο άτομο, του οποίου τά χαρακτηριστικά συνέπιππαν μέ τά χαρακτηριστικά του Μάλλοβιτς, είχε κάνει εκεί κάτω τή,ν έμφάνισί του και δτι ό Ράσκιν είχε δραπετεύσει από τις φυλακές του Πσυώλιροικ. 'Ο Ράλφ Μάλλον άιτοφάσισε τότε νά περάση στήιν έττί6εσι. , λ Λ Γ, „ « , "Ενα ποωΐ πεοι κύκλωσε την βίλλα, δπου έμενε η ωραι;α Μωρην Νόλτ, για νά την συλλαβή. 'Η νεαρή γυναίκα^ δρως είχε έξαφανιστή αϊτό την προ ηγούμενη. Τό σπίτι ήταν άδειο. Δέν βρήκε ούτε έναν υπη ρέτη για νά μάθη έστω και την παραμικρή πληροφορία. Μερικά τηλεφωνήματα στά διάφορα γραφεία ταξιδίων του έδωσαν την εξή;γ%τι. Ή τέως σύζυγος τού έπιθεωρη,τού Ράσκιν είχε πάρει τό αεροπλάνο γιά τό Τέξας. ,Χωρίς νά χάση καιρό, ό Ράλφ Μάλλεν έτοίμασε τις 6ο.λίτσες του και ξεκίνησε γιά τό Ρίο Γκ,ράιντε ντέλ Νόρτε. ★ * * Ή πόλις τού Σάν Μοράντο ήταν χτισμένη ανάμεσα στο μεγάλο ποταμό και · στις υπώρειες των Βραχωδών Όρέων. Δίπλα από τά ξύλινα φτωχόσπιτα και τις καλύβες τού λα ουτζίκου, υψώνονταν Θαυμάσια μέγαρα, στά όποια έμεναν οι διάφοροι νεόπλουτοι. Τό Σάν Μοράντο ώφιειλε την ευη μερία του στο γεγονός δτι ήταν πολύ κοντά στά σύνορα ιμέ τό Μεξικό και στο δτι απείχε^ μόλις 50 μίλια από τή Θάλασσα. Ιά μικρά φορτηγά πλοία ανέβαιναν εύκολα τό ποτάμι και ξεφόρτωναν στο λιιμάνι της πόλεως τό ύποπτο, τις περισσότερες Φορές, φορτία τους. 'Ο Μάλλεν κατέλυσε σ’ ένα δευιτέρας τάξεως ξενοδο χείο και έπειτα βγήκε νά κάνη μια βόλτα στην πόλι. Σέ δυο ώρες ήξερε τις διευθύνσεις όλων τών καταγωγίων καί των χαρτοπαιγνίων τής πόλεως. Μέ μερικά δολλάρια στο χέρι, ό γκρουμ μιάς^ λέσχης τού εΐπε^ τό δνο,μα ένός κέν1τρου δπου θά μπορούσε νά προμηθευΘή κσκάί’νη, ή, άν προτΐιμο^ύσε, νά απόλαυση τό οπιο ξαπλωμένος πάνω σέ πολυ τελείς ψάθες. Μέ δνα συμπληρωματικό φιλοδώρημα, έμαθε και τό σύνθημα πού έπρεπε νά χρησι,μοποιήση και τό όποιο ήξεραν μόνο οί μειμυημένοι. ^ Στή μισή μετά τά μεσάνυχτα, ό Ράλφ Μάλλεν μπήκε στο «Μπλάκ - Πίγκ», τό μεγαλύτερο κέντρο ακολασίας τού Σάν Μοράντο. Ενα πολυάριιθίμο καί κομψό πλήθος συνωστιζόταν στο .μπαρ. 'Η μυρωδιά τώιν άρωιμάτων, τού αλκοόλ καί τού τσι γάρου έκανε την ατμόσφαιρα άποπνικτική. 'Η λικνιστική ιμουσική μιας ορχήστρας νέγρων έφτανε από τις αίθουσες τού χορού, δπου πήγαινε κανείς, διασχίζοντας ένα μεγάλο
18
Ο ΔΡΑΠιΕΤΗΣ
διάδρομο μέ μερικά σκαλοπάτια, στρωμένο μέ κόκκινα χαλιά
πηγμένα στο ή,μίφως. Έτσι θά περνούσε απαρατήρητος καί. χωρίς Φοβο,^ θά μπορούσε νά δη ό,τι ήθελε. "Αλλωστε κανένας δεν φαινόταν νά προσέχη τή(ν παρουσία του. Κάθησε σ' ένα σκαμνί., τταρηγγιειλε ένα τζίν καί έβγαλε άητό τηιν τσέπη του ένα πούρο. Καπνίζοντας καί κυττάζοντας, αδιάφορα τάχα, γύρω του, παρατήρησε έναν μεγαλόσημρ νέγρο, που φορούσε ά σπρο σμόκιν καί στεκόταν διαρκώς σάν φρουρός, μπροστά σέ μιά βελουδένια κουρτίνα στο βάθος της αιθούσης. 5Από καιρό σέ καιρό, πλησίαζαν τον νέγρο διάφορα άτομα, άν τρες καί γυναίκες του ψιθύριζαν μιά φράσι καί εκείνος δια κριτικά σήκωνε την κουρτίνα καί τούς άφηνε νά περάσουν. 'Ο Μάλλεν κατάλαβε ότι έπιράκειτο ασφαλώς για τό ιδι αίτερο δω,μάτια στο όποιο οι θαμώνες κάπνιζαν όπιο. Δε βιάστηκε. "Ηξερε ήδη τό σύνθημα καί μπορούσε νά μ.πη όποτε ήθελε.
Φ
, ό ρολόι" του έδειχνε δυο μετά τά μεσάνυχτα, όταν* άφησε τό σκαμνί του καί πλησίασε τό Νέγρο. ■— Τά άστρα είναι μαύρα καί τό φεγγάρι μενεξεδένιο, ψιθύρισε. "Ενα πλατύ χαμόγελο άφησαν νά λάμψη τά κατάλευικα δόντια που φρουρού. —- 'Ο κύριος είναι^ ασφαλώς ξένος, είπε. Δεν ξέρει ότι τό σύνθημα αλλάζει κάθε δυο ώρες. Αυτό πού μου είπατε ίσχυε ώς τη μία καί μίση άκριβώς. 'Ο κύριος μέ συγχωρεΐ, άλλα δέν μπορώ νά του έπιτρέψω την είσοδο.
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
19
Ή άττιελπισία, πού ζωγραφίσθηκε στο πρόσωπο του έπιθεωρητού, φαίνεται ότι επηρέασε τον νέγρο, γιατί αμέ σως σχεδόν πρόσθεσε: — Μέ έκστό δολλάρια, ό κύριος μπορεΐ νά πέραση μια ευχάριστη βραδιά στην αίθουσα της τζαζ μέ πολύ όμορφες ικοττέλλες* *Άν 6 κύριος το πρωί θέλη νά συμπλήρωση την βιασικέδασί του στις άπηΥοίρευμένες αίθουσες, μιά άπό τις γυναίκες της παρέας του θά τού ττη μέ προθυμία το σύνθη μα. Αυτό δέν θά στοιχίση στον κύριο παρά μόνο έκστό δολλάρια επί πλέον. — Σπουδαία συμβουλή/ απάντησε ό Μάλλεν και ξαναγύρισε στο σκαμνί του όπου παοήγγειλε άλλο ένα τζίν. Σκεπτόταν την αποτυχία του, όταν, πέντε λεπτά αργότε ρα, τον πλησίασε ένας γικρούιμ καί τού έδωσε μιά κάρτα πο^ λυτελίας. — "Ενα σημείωμα γιά σάς., κύριε, τού είπε απλώνον τας το χέρι γιά νά πάρη τό φιλοδώρημα που τού έδωσε ό Μάλλεν. Μέ έκπληξη ό έπι θεωρητής διάβασε: «Σάς περΊΐμένχο στο τρίτο σαλόνι, τό σύνθημα είναι: Τ ό άλογο τού βοσκού δέν αγαπά τ ά ά στε ΐ α». Υπογραφή δέν υπήρχε.^ Τό γράψιιμο ήταν λεπτό. γυναι κείο, άλλα Φανερά αλλαγμένο. 'Ο Ράλφ Μάλλεν σηκώθηκε, τακτοποίησε μέ τό χέρι του τα μαλλιά του καί στερέωσε τον κόμπο τής γραβάτας του ,μέ μιά χειρονομία πού τού έπέτρεψε νά αίσθανθή ταυτοχρόνως, κάτω άπό τήν αριστερή μασχάλη του, την θήκη μέ τό πιστόλι του. "Έπειτα, πλησίασε πάλι τον ύψηλόσωμο νέγρο. -— «Τό άλογο τοΰ βοσκού δέν αγαπά τά αστεία», είπε. 'Ο φρουρός^ σήκωσε τήν κουρτίνα καί ύποκλίθηικε. Ό ε πιθεωρητής βρέθηκε μέσα^ σ’ ένα μεγάλο χώλ, πού φωτιζό ταν άπό ένα κρυμμένο ρόζ διακριτι κό φως. Γύρω ύπηριχαν μεγάλες λακέ πόρτες^ μέ αριθμούς. Κατευθύνθηκε στον αοίδ ιμό 3, στάθηκε απ’ έξω γιά μιά στιγμή διατακτικός κΓ έ πειτα μπήκε μέσα αποφασιστικά. Στήν αρχή δέν μπόρεσε νά δι ακρινή τίποτε, τόσο πολύ χαμηλό καί διακριτικό ήταν τό φως. Πρήγοθ3 όμως, τά μά τια του συνήθισαν σ’ αυτό τό μισοσκόταδο καί διέκρινε με ρικές χαμηλές πολυθρόνες, πλήθος άπό μαλακά μαξιλάρια καί ένα μεγάλο, φαρδύ ντιβάνι, πάνω στο οποίο ήταν ξα πλωμένη μιά γυναίκα. Μόλις τόν είδε, η γυναίκα σηκώθηικιε όρθια καί μέ τό χέ ρι της γύρισε κάποιο διακόπτη. 'Έινα κάπως πιο ζωηρό φως
20
Ο ΛΡΑΙΊΕΤΗ-Σ
χύθηκε στο δωμάτιο από μια πλαφονιέρα. ^ — Περάστε, έπιθεωρητά Μάλλεν. Μην είστε τόσο διατα κτικός καί αδέξιος. Δεν διατρέχετε κανένα^κίνδυνο.^ *Η κατάπληξίς του ηταιν^ τάοο μεγάλη, ώστε ό άστυνο,μικός δεν μπόρεσε να άρθρωση λέξτ Μπροστά του, στεκόταν η Μωρηιν Νάλτ, εξαιρετικά ω ραία μέσα στη λαμέ, εφαρμοστή τοιυοαλέττα τηις. — Βλέπω πώς δεν είστε καθόλου φλύαρος... Ελπίζω πώς 6ά εκτιμήσετε την αποψινή χειρονομία μοο. "Οταν έ μαθα ότι φθάσατε στο Σαν Μοράντο, φαντάστηκα ότι άσφαλώς θά μάς κάνατε την τιμή νά μάς έπισκεφθητε. Με άλλα λόγια, σάς περίμενα, επιθεωρητά. — Βλέπω ότι είσθε καλά πληρ©φορεμένη! — Οί περισσότεροι κάτοικοι τού Σάν Μοράντο είναι άφωσιωμένοι σε μένα. Δεν είναι λοιπόν παράξενο τό ότι μέ ειδοποίησαν άιμέσως, όταν είδαν ότι κάποιος ύποπτος ξένος έφτασε στηιν πάλι. — Υποθέτω ότι δεν θά οιργήσω νά συναντήσω καί τον αξιότιμο κύριο που ήρθατε νά βρητε εδώ... Εννοώ τον Γρή γορή Μάλλοβιτς. — Ασφαλώς, είπε εκείνη χαμογελώντας ειρωνικά. 'Ο Μάλλοβιτς δεν θά μπορούσε νά σάς κάνη νά περιμένετε πολλή ώρα... Πώς πάει· ή ερευνά σας γιά τους λαθρέμπο ρου ς ναρκωτικών; Προχωρεί; — Βεβαίως προχωρεί, καί μέ μεγάλα βάμοπα. — Θά συλλάβιετε τους ενόχους; — Ασφαλώς, καί απόψε μάλιστα. — Θαυμάσια... "Ωστε λοιπόν δεν διστάζετε; Δεν φοβείσθε τίποτε; Είστε σίγουρος γιά τον εαυτό σας; — Τόσο πολύ ώστε δεν θ’ αργήσω καθόλου νά σάς πε ράσω τ ί ς ^ χε ιρ οπέδ ε ς. — Μην βιάζεστε, τού είπε εκείνη ειρωνικά. ΓΑν ό τέως σύζυγός μου^ μπορούσε νά δή αυτήν την σκηνη θά αισθα νόταν άλ,ηθτνη χαρά. ν ;— Θά κάνατε καλύτερα νά^ μη μιλάτε γιά τον .άνθρωπο αυτό, πού σάς αγάπησε τυφλά καί κατεστράφιη έξ αιτίας σας. — 'Ο ^Έλλερυ ^ταν καλό παιδί., άίλλά δεν καταλάβαι νε τίποτε από τέτοιες υποθέσεις. Έγώ αγαπώ τούς θαρρα λέους καί τούς δυνατούς, γιατί μόνον αυτοί μπορούν νά μού δίνουν άρκετά χρήματα γιά νά ικανοποιώ τά καπρίτσια μου. Αυτόν τον λυπούμαι μόνο, αλλά... — Μη μιλάτε γι' αυτόν!. μουρμούρησε πάλι θυμωμένος ό Μάλλεν... Παντρευτήκατε τον ’Έλλερυ γιατί, λόγω της δου λειάς του, θά μπορούσατε μ5 αυτόν νά κοολύψετε τίς βρω-
21
Ο ΛΡΑΠΕΠΤΗΣ
μερές υποθέαε,ι ς σας! Ποτέ δεν πάψατε νά έχετε σχέσεις ιμέ τον Μάλλοβιτς. Ν — 4Ο Μάλλοβιτς, εΐνιαι άντρας! Δεν φοβάται τίποτε και ζέσει νά μαινουβράρη καλά τις υποθέσεις τουν — "Ως την ήμερα πού θά πέση στη λούμπα, δπως κ:αΐ ισεΐς... Κι5 αυτή τη στιγμή είναι πολύ κοντά. Θά είναι μιά ωραία ρεβάνς γιά τό,ν Ράσκι-ν. Δεν ξέρω τΐ^ ακριβώς έγινε εκείνη, την ημέρα σ’ έ,κείνο το σπίτι. 5Αλλά τώρα^ δεν ^8ά έκπλαγώ δον μάθω δτι αυτός ό κουτός ό ’Έλλερυ σάς βρήκε εκεί μέσα καί σάς άφησε νά φύγετε... "(Επειτα δεν θέλησε νά πή τίποτε στη δίκη γιά νά μην άτιίμάση το ονομά του. — Είστε πολύ έξυπνος, έπιθεωρητά Μάλλεν. — Αρκετά άστειευθήκατε! Εμπρός τά χέιρια σας! Θά σάς περάσω τις χειροπέδες!
Ε
κείνη
γέλασε περιφρονητικά
καί
είπε
μέ
ει
ρωνεία: — Αλήθεια, πιστεύετε δτι τά πράγματα είναι τόσο απλά; Θά κάνετε καλύτερα νά αναβάλετε την σύλληψί μου, γιά αργότερα. Χρειάζομαι ακόμη την ελευθερία μου. Τό πρωί πρέπει νά παραλάβω μιά σημαντική ποσότητα οπίου καί πρέπει νά είμαι ή Υδια στην παραλαβή. — Εμπρός, αφήστε τ* αστεία! Τά χέρια σας αμέσως... ιΗ Μωρήν έγινε καταικόικικινη από τό θυμό. Τά μάτια της πετοΰσαν σπίθες. — Έπιιθεωμηιτά Μάλλεν, σάς δέχτηκα απόψε γιά νά σάς δώσω τή συμβουλή νά μην άσχολιηθήτε πιά μέ τις υποθέ σεις μου. Προτίμησα νά σάς ειδοποιήσω πρίν προχωρήσω σε πράξεις. Φύγετε γιά τή Νέα Ύόρκη καί νά μην άνακατευθήτε ποτέ πιά σ’ αυτήν την Ιστορία. "Αν δέν καταλάβετε τό νόημα αυτής τής προειδοπο'ΐήσεως, πολύ γρήγορα θά βρουν τό πτώμα σαρ στά νιειρά του Πκράντε ντέλ Νόρτε. Μέ μιά άστραπιαίια κίνησι ό Μάλλεν τράβηξε τό πι στόλι του καί τό κάρφωσε στο στήθος τής Μωρήν. Μέ τό άλλο χέρι έβγαλε από την τσέπη του ενα ζευγάρι χειροπέ δες. — Λυπούμαι, γρύλλισε. Αφήνω κι* εγώ τά λόγια καί περνώ στις πράξεις. Ξαφνικά, ό Ράλφ Μάλλεν κλονίσθηκε σύγκορμος. Τον είχαν χτυπήσει δυνατά στο στήθος καί πετάχτηκε σάν πού
22
Ο ΔΡΑΠιΕΤΗΣ
πουλο προς τά πίσω. Τό πιστόλι και οί χειροπέδες ξέΦυγαν από τά χέρια τον. Ζαλισμένος, μωλωπισμένος, κατώρθωσε νά σηκωθη και βρέθηκε αντιμέτωπος μέ τον γιγαντιαΐο νέγρο.. πού Φρου ρούσε την πόρτα τής αιθούσης. Πίσω του στεκόταν δύο άλ λα άτομα, πού δεν μπόρεσε όμως νά δισκρίνη τά πρόσωπά τους, γιατί 6 αντίπαλός του του ρίχτηκε πάλι μέ ορμή. Σκύβοντας οπτ έφυγε ένα γερό χτύπημα, ενώ ταυτόχρονα έδινε μιά δυνατή γροθιά στον αντίπαλό του. Επωφελούμε νος από αυτή την έπιτυχία του.- ζύγισε μιά άλλη γερή γρο θιά στη βάσι της μύτης τοΟ αντιπάλου του, ένώ μέ τό γό νατό του τοΰ έδινε ένα δυνατό χτύπημα στά ψαχνά. 'Ο νέγρος ούρλιαζε άπό τον πόνο καί διπλώθηκε στά δύο. 'Ο Μάλλεν διμως δέν μπόρεσε νά άποφύγη: μιά γερή νεΦαλιά καί οί δυο άντίπαλοι κυλίστηκαν στο πάτωμα. 'Η τύχη όμως εύνόησε καί πάλι τον αστυνομικό.. πού μέ δυο δυνατές κλωτσιές στά σαγόνια έσπασε τά δόντια τού νέγρου καί άφησε τον κολοσσό αναίσθητο στο πάτωμα. Τρεικλίζοντας,^ 6 Μάλλεν σηκώθηκε όρθιος. Δέν πρόλαβε όμως νά χάρη την έπιτυχία του. Οί δυο άλλοι άντρες, έ πεσαν πάνω του, τον έρριξαν πάλι χάμω καί πέρασαν στά ιχέρια του τις δικές του χειροπέδες. "Επειτα, ό ένας άπ5 αυτούς τον σήκωσε άπό τό γιακά όρθιο καί τού έδωσε άλλη μαά δυνατή γροθιά. Ό Ράλφ Μάλλεν διέκρινε τότε τά πρόσωπα των δύο νέ ων αντιπάλων του καί κατάλαβε ότι είχε χάσει οριστικά την παρτίδα. Απέναντι του. στεκόταν ένας άντρας τριανταπέιντε πε ρίπου έτών. ντυμένος μέ την τελευταία λ έξι της μόδας, μέ ματια υπουλα, πρόσωπα χωρίς ζωηρά χαρακτηριστικά, αλ λά γεμάτο ενεργητικότητα καί έπιβλητικότητα. 'Ο Μάλλεν αναγνώρισε αμέσως τόν Γρήγορή Μάλλοβιτς. — Είστε σπουδαίος, τοΰ είπε μέ εΐρωνία εκείνος. Είναι η πρώτη Φορά πού ο Τζό την έπαθε τόσο άσχημα. Τά ισυγχαρητηριά μου. Κρίμα πού αυτή ή νίκη δέν 6ά σάς ώφελήση σέ τίποτε. 'Ο Μάλλεν δέν απάντησε. —- Μπερδευτήκατε σέ μιά πολύ άσχημη υπόθεσι, συνέ χισε ό Μάλλοβιτς. Είμαι αποφασισμένος νά σάς κάνω νά σιωπήσετε γιά^ πάντα% Μάθατε πάρα πολλά πράγματα γιά την Μωρην καί γιά^ μένα. Σάς κάνω λο>ιπόν την κατηγορηματτική δηλωσι: Θα περ (φρουρήσω οπωσδήποτε την άσφάλειά μου. -— Είστε βέβαιος γΓ αυτό;
Ο ΛΡΑΠΕΤΗ Σ
23
— * Απολύτως. — Μην ένοχλήσθε λοιπόν καθόλου. Πεθαίνοντας^ όμως θά εν μ τουλάχιστον την ίκανοποίησι ότι θά έκδι κιηιθούν για το θάνατό μου, καί μάλιστα μέ τόιν καλύτερο τρόπο. — Πολύ τον έξυπνο κάνετε καί ή ώρα δέν είναι καθόλου κατάλληλη. Κανένας δέν ξέρει που βρίσκεσθε καί κανένας δέν θά μάθη τις αιτίες πού προκάλεσαν τό δυστύχημα άπό τό όποιο 6ά πεθαίνετε. — Κανένας εκτός άπό τον 'Έλλερυ Ράσικιν. "Ενα χαμόγελο σαρκασμού ζωγραφίστηκε στα λεπτά χείλη τού λαθρέμπορου. ποτέ πί τά γεγονότα τού Νέου Μεξικού; Δεν τό ξέρετε; — Τί θέλετε νά πήτε; — Θέλω νά πώ ότι ό ’Έλλερυ Ράσκίν δροητέτευισε άπό τό Γουώλροκ. Είναι τώρα δεκαπέντε . μέρες. ΕΙ δίοπο ιήθηικ αν όλες οι διευθύνσεις αστυνομίας της χώρας. Απορώ πώς ά χνα είτε αύτην την λεπτομέρεια.
Τ,
-1- ό χτύπημα αυτό έφερε αμέσως τά άποτελέσματά του. Ή Μωρήν έγινε κάτωχρη καί μιά βαθειά ρυτί δα ζωγραφίστηκε στο μέτωπο τού Μάλλοβιτς. — Οί μέρες σας είναι μετρημένες, παλιοτόμαρα!, συ νέχισε ό Μάλλεν. 'Ο Ράσκιν σίγουρα 9ά σάς στείλη στον άλλο κόσμο. Είμαι βέβαιος γιά την έκβασι της μάχης καί μάλιστα ακόμη περισσότερο γιατί υποπτεύομαι ότι μαζί του είναι καί κάποιος Τζΐμ Γκράντλεϋ, ένας άπό τούς πιο ζόρικους αστυνομικούς της Αμερικής. — Δέν θά μπόρεση νά σέ σώση κανένας. — Δέν έχει σημασία αυτό καί δέν ζητώ νά μέ λυπηθήτε. Εμπρός, κάνετε γρήγορα, γιατί δέν μ-ου αρέσει νά πε ριμένω. ^— "Οπως επιθυμείτε, γρύλλισε ό Μάλλοιβιτς. Εμπρός, Τζέρρυ. 'Ο Τζέρρυ ήταν ό άλλος κακοποιός. Μόλις ακούσε τή,ν
24
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
διαταγή του αρχηγοί) του, βγήκε αϊτό τό δωμάτιο. Πίσω του ακολούθησε ό Μάλλεν καί ό Μάλλοβιτς μέ την Μωρήν. Δγ. έσχισαν μειρίίκους σκοτεινούς δκσδρόίμους καί τέλος ι&γήκαν σ’ ένα στενό δρομάκο, οπτιου περίμενε μαά μεγάλη λκμουζίνα. Ή Μωρήν κάθισε στο βολάν, ό Τζέρρυ άνοιξε τηιν πί σω πόρτα, πήρε ένα περίστροφο που ήταν κρυμμένο κάτω ίάπο τό κάθισμα κιαί κάθησε στη μια άκρη:, Μέ την κάννη του πιστολιού του στραμμένη στο στήθος του επιθεωρη»του, ό Μάλλοβιτς ανάγκασε τον Μάλλεν να άνεβή πρώτος. Τά αμάξι· ξεκίνησε, 4Ο Ράίλφ Μάλλεν δεν είχε πια καμίμιά ελπίδα σωτηρίας. Μέ τά χέρια δεμένα, περί κύκλω,μ έ νας από τους δυο κακοποιούς, που κρατούσαν τά πιστόλια τους έτοιμα νά πυροβολήσουν, του ήταν αδύνατον νά κάνη την παίροομΊκρη κίνηισι. Αφού διέσχισε τό Σαν Μοράντο, που ήταν βυθισμένο στον ϋ" νο, τό αύτο.κίνητο ακολούθησε ένα δρό/μο που ώδηγούσε στο βουνό. — *'Αν καταλαβαίνω καλά, εΐπε ό αστυνομικός, κάνετε προς χάριν μου έναν ωραίο περίπατο. ^ — Ακριβώς. Είναι μια κλασική μέθοδος, η οποία όμως εχει πάντα θαυμάσια αποτελέσματα. — Βλέπω πώς τη δουλειά την κάνετε μόνος σας. Νό μιζα δ-τι αυτές τουλάχιστον τις υποθέσεις 9ά τις άναθέτατε στους έκτελεστάς της συμμορίας. — Οι δουλειές γίνονται καλύτερα οταυ τις κάνει κά νει ς μόνος του, απάντησε ό Μάλλοβιτς ειρωνικά. Τό αμάξι σταμάτησε δέκα περίπου μίλια έξω άπό την πάλ ι. 4Η τοποθεσία ήταν εντελώς έρημα κή. Οί πρώτες άκτΐνες του ήλιου, που μόλις άνέτειλλε, χάνονταν στο βάθος ένός γκρεμοί), που έχασκε δίπλα στο δρόμο. 4Ο Τζέρρυ κατέβηκε άπό τό αυτοκίνητο. Ή Μωρήν Νόιλ,τ έμεινε στο βολάν. 5/ίζβγαλε άπό μιά θή κη μία μακρυά πίπα καί, άιφου διάλεξε μέ προσοχή ένα μα κρύ άσπρο κύλινδρο πού έμοιαζε μέ τσιγάρο, άρχισε νά καπνίζη. — Φτάσαμε, είπε ό Μάλλοβιτς άκουμπώντας την κάννη του πιστολιού του στο στήθος τού αστυνομικού. Ευάρεστηθήτε νά κατεβήτε. Δεν είναι σωστό νά περιμενη, ό Τζέρρυ. 4Ο Μάλλεν ήταν ωχρός, αλλά ψύχραιμος. ^Ερραξε μαά ματιά στον εκτελεστή του, που τόν περί'μενε μέ τό περί στροφο στο χέρα στην άκρη τοΰ δρόμου. Αργά, μετρώντας κάθε κίνη,σί του, ό επιθεωρητής άνασηκώθηκε άπό τό κάθισμα καί πάτησε τά δυό του πόδια στο
5 ΔΡΑΠΕΤΗ 2
25
έδαφος. "Επειτα, υπερήφανα στάθηκε ολόρθος. Ό Μάλλοβιτς είχε κατεβη ηιδηι και βρισκόταν δίπλα του. — Προχώρησε μερικά βήματα στο δρόμο μπροστά μας, διέταξε με μια σκληρή φωνή. Ό Τζέρρυ σήκωσε τα όπλο του και σκόπευα ε προς την κατεύθυνσι του αστυνομικού, που απομακρυνόταν αργά σαν αυτόματο. Ξαφνικά, ένας πυροβολισμός αντήχησε και ό Τζέρρυ, ό εκτελεστής, ξαπλώθηκε νεκρός μέ μια σφαίρα στο κεφάλι. 'Ο Μάλλοβιτς έμεινε μαριμαρωιμένος από την κατάπληξι. Πριν συνέλθη, δυο νέοι πυροβολισμοί ακούστηκαν καί ό λαθρέμπορος, χτυπημένος στην κοιλιά καί στο αριστερό πλευρό, έπεσε στο δρόμο ουρλιάζοντας από τους πόνους. Ό Ράλφ Μάλλεν γύρισε προς τά πίσω καί έμενε ακίνη τος σάν χαμένος, ενώ η Μωρην, χλωμή από την οργή καί α πό τον τρόμο, έβγαζε βιαστικά ένα μικρό περίστροφο από μια θηκη, κρυμμένη κάτω από την φούστα της. — Ράλφ!. ούρλιαξε μιά φωνή. Πρόσεχε τη γυναίκα! Πέσε μπρούμυτα στο χαντάκι!
χ
ωρίς νά μπορη νά καταλάβη τί γινόταν ό. ε πιθεωρητής, έτρεξε καί έπεισε μέ την κοιλιά στο χαντάκι που ήταν δίπλα στο δρόμο. ^Ηταιν καιρός. 01 σφαίρες τού πιστολιού της Μωρην έσκιζαν κιόλας τόν αέρα σφυρίζοντας αλλά καμμιά δεν τόν άγγιξε. Λυσσασμένη από θυμό, καταλαβαίνοντας δτι κάποιος Φοβερός κίνδυνος την απειλούσε, η Μωρην πάτησε γρήγορα τό γκάζι. Τό αμάξι πηδησε μπροστά καί χάθηκε στο στε νό δρόιμο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης. Με τά μέλη του μουδιασμένα, μέ τό λαρύγγι ξερό καί τό πρόσωπο πλημμυρισμένο από κρύο ιδρώτα, ό επιθεωρη τής Μάλλεν σηκώθηκε καί στάθηκε μέ κόπο στά πόδια του. Περπατώντας βαρειά, μέ τά χέρια πάντα δεμένα πίσω από την πλάτη, πλησίασε τούς δύο άντρες πού η σαν ξα πλωμένοι^ στο δρόμο. 'Ο Τζέρρυ ήταν νεκρός, αλλά ό Μάλλοβιτς^ μέ τό στόμα γεμάτο άφρούς καί τά μάτια απλανή, χαροπάλευε ακόμη βουτηγμένος μέσα^ σέ μιά λίίμνη αίματος. 'Ο Ράλφ κύτταξε γύρω του. Δεν είδε κανένα. Μύστη-
26
Ο ΑΡ ΑΠΙΕΤΗ τ
ριο. Μέ τούς άπότοιμους βράχους από τη μια μεριά και τον γκρεμό από την άλλη, ήταν αδύνατο νά φύγη ή νά κρυφτή κΐανείίς. Φώναξε πολλές φορές, αλλά μόνο ή ηχώ τής φωνής του άκουγόταν από τό βουνό. Ήταν Φανερό ότι καμμιά ανθρώ πινη ύπαρξις δεν βρισκόταν εκεί γύρω. Αναρωτιόταν ποιος τον έσωσε από ποιο πιστόλι βγή καν εκείνες σι σωτήριες σφαίρες. Έπΐ αρκετά λεπτά έμεϊινε όρθιος, ακίνητος στο δρόμο, δ ίπλα στο πτώμα του Τζέρρυ και στόιν έτοιμο θάνατο Μάλλοβιτς. Ξαφνικά, ένα βουητό άπό^ μοτέρ τράβηξε την προσοχή του. Στο βάθος του δρόμου, είδε μιά γερή μοτοσυκλέττα νά έρχεται όλοταχώς προς τό μέρος του. Σέ λίγα λεπτά, ό οδηγός τής μηχανής σταματούσε δίπλα του. — Γειά σου, Ράλφ!, είπε βγάζοντας τά πελώρια γυα-: λιά που φορούσε. Δέ βλέπω νά είσαι στά κέφια σου. — Γκράντλεϋ! —· "Έφτασα σέ καλή στιγμή, φαίνεται. "Άφησε πρώτα <νά σου βγάλω τις χειροπέδες. Τις πέρασες τόσες φορές σέ άλλους, που ήταν καιρός νά τίς φορεσης κΓ εσύ μέ τή σει ρά σου. —- Τζίιμ, άφησε τ" Αστεία! Δέν νομίζω ότι είναι κατάλ ληλη ή στιγμή, — "Έχεις δίκιο. ^ *0 Γκιράιντλεϋ πλησίασε τά δυο σώματα, που ήσαν στο δρόμο καί τά αναποδογύρισε μέ την άκρη του παπουτσιού του. — "Απ’ αυτούς δέν πρέπει νά Φοβόμαστε τίποτε πιά, είπε. "Έπειτα, κύτταξε γύρω του μέ περιέργεια. — Μά πού είναι ό "Έλλερυ καί ή γυναίκα του; — 'Ο "Έλλερυ... ό "Έλλερυ ήταν εδώ; — Βέβαια, εκείνος σ’^ έσωσε... Είχε κρυφθή στο διαμέ ρισμα τών άποσκευών, οπό πίσω μέρος τού αυτοκινήτου, κι" εγώ ακολουθούσα σέ άπόστασι πέντε λεπτών. Ήμαστε στο Σαν Μοράντο δέκα μέρες τώρα καί παρακολουθούσαμε τον Μάλλοβιτς καί τή συμμορία του. Απόψε σέ είδαμε πού μπή κες στο <<Μπλάκ Πίγικ» καί, όταν είδαμε καί τό αυτοκίνη-το, πού το έβγαλε από τό γκαράζ ένας συνένοχος τού Μάλλοβιτς^ καί τό άφησε σ’ εκείνο τό στενό δρομάκο, καταλά βαμε ότι κάτι κακό μπορούσε νά σοΰ συιμβή. κέραμε ότι ό Μάλλοβιτς συνήθιζε νά ξεφορτώνεται εκείνους πού τον ενο χλούσαν σκοτώνοντάς τους στο βουνό. — Λοιπόν, αποφασίσατε νά μέ βοηθήσετε;
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
27
— 9Ασφαλώς. Αέν μπορούσαμε μέ κανένα τρόπο να σέ σφήσουμε να δολοφονηθής έτσι άδοξα... ιΟ 3Έλλερυ κρύφτη κε στο πίσω μέρος του αυτοκίνητου για νά έπέμβη στην κρίσιμη στιγμή. Έγώ ακολούθησα, όπως σου είπα, τη λιμουζίνα μέ τη μοτοσυικλέττα πού βλέπεις.^ — Πάλι, καλά,, είττε σιγά ό Ράλφ Μ,άλλεν. Ό Ράσκιν φαίνεται οτι 8έν βγή/κε άττδ την κρύπτη του. Πυροβόλησε από μέσα καί, πριν προλάβη νά βγή, η Μωρήν φοβισμένη, έβαλε μπρος την μηχανή και έφυγε. — Κι9 έτσι, χωρίς νά το ξέρη, πήρε μαζί της και τό,ν τέως σύζυγό της. Λυπάμαι που δεν θά είμαι παρών τη στιγ μή πού θά συναντηθούν οί δυο τους, κατεβαίνοντας από τό αμάξι. — Ή Μωρήν είναι ώπλισμένη, είπε ανήσυχος ό Ράλφ. — Κι* ό Ράσκιν είναι ώπλισμένος. 'Ο επιθεωρητής σήκωσε τους ώμους μέ αμηχανία. — "Αν διστάση όπως έκιείίνη την ημέρα στο σπίτι τής Νέας Ύόρκης, αυτός θά βγή χαμένος. — Νομίζω πώς τό μάθημα πού πήρε τού έβαλε μυαλό, ψιθύρισε ό Γκράντλεϋ. "Οπως καί νάναι όμως, πρέπει νά τρέξουμε γρήγορα γ^.ά νά προλάβουμε τό αμάξι, ίσως ό Ράσκιν μάς χρειαστη... — Μιά τελευταία έρώτηισι.. Τζί,μ... Έσύ βοήθησες γιά νά δραπέτευση ό Ράσκιν από τό Γουώλροκ; — Ναι ! Μήπως θέλη,ς νά μέ συλλάιβης ώς συνένοχο τής άποδράσεως; — Ανόητε!... Εμπρός, πάμε! ^Ανέβηκαν κι’ οί δυο στη μοτοσυκλέττα καί χάθηκαν στο μικρό εξοχικό δρόμο.
Ιϊ αθώς ωδηγοϋσε τό αυτοκίνητο μέ έξαιρετίικΐ έπιτηδειότητα, ή Μωρήν έψαχνε μάταια νά βρή μιά έξήγησ γιά τήν^ απίθανη οίύτρ τροπή των πραγμάτων. Σικεπτότα έπισης οτι, σέ μισή ώρα, ένα γιώτ θά Αγκυροβολούσε κο'
28
Ο ΑΡΑΠιΕΤΗΣ
τά στο Σαν Μοράντο, σ’ έναν ορμίσκο του ποταμού, τριγυιρισμενσ από θάμνους, γιά νά ξεφοιρτώση μια ση,μσντικη πο σότητα οπίου. Τό εμπόρευμα ήταν η δη πληρωμένο και έπρεπε οπωσδήποτε νά τό παραλαβή,, άν δεν ήθελε νά πάθη μ»ά συντριπτική οικονομική καταστροφή. Γνώριζε καλά τους δρόμους όλης της περιοχής και ήξε ρε πώς μπορούσε νά Φτάση γρήγορα σ’ ένα σταυροδρόμι, άπτ3 δπου ξεκινούσε ένας μικρός δρομάκος., πού έφτανε ώς τόν ποταιμό, κοντά στον ορμίσκο. Τά τριάντα μίλια. πού είχε νά διάσχιση δεν την τρόμαζαν διόλου, πίστευε πώς μπορούσε νά είναι ακριβής στο ραντεβού της. ^Έπειτα, άρχ.ισε νά σκέπτεται τό μέλλον, τά γεγονότα πού έπρόκειτο νά έκτυλι,χθουν, την παραλαβή του εμπορεύματος, τά χρή ματα πού θά συγκέντρωνε καί τη Φυγή της σέ άλλη πιολι^τεία. 4Ο θάνατος των συντρόφων της καί η άνάμνησις του Μάλλοβιτς δεν την απασχολούσαν καθόλου. "Όταν έφτασε στο σταυροδρόμι, πήρε άλλη κοοτεύθυνσι καί χρειάστηκε νά γυρίση όπισθεν δυο Φορές για νά μπη στο δρομάκο, πού έπρεπε. Αυτό τό λάθος της είχε σό:ν α ποτέλεσμα ;νά άποτυπωθούν βαθειά στο χώμα οί ρόδες τού αυτοκινήτου της καί νά άφηση έτσι καθαρά τά ίχνη της διαβάσεώς της. Ούτε καν πρόσεξε αυτή τη λεπτομέρεια, γιατί ήταν βέ βαια πώς ό Ράλφ Μάλλον ήταν ακόμη ανίκανος, γιά πολ λές ώρες νά την βλάφη,. "Επειτα^ από μ.ιά ιλιγγιώδη κατάβασι προς την κοιλά δα του Γκράντε Ντέλ Νόρτε, ακολούθησε γιά λίγο τό ρευιια του ποταμού καί σταμάτησε τό αυτοκίνητό της σ3 ένα Ακά λυπτο^ μέρος^ στους πρόποδες ενός άδεντρου λόφου. Πηδησε^ έξω καί άρχισε ν3 άνεβαίνη μέ τά πόδια ένα μο νοπάτι τού λόφου. "Οταν έφτασε στην κορυφή, άκούμπησε σ’ ένα βράχο γιά νά πάρη την ανάσα της. Στά πόδια της, κυλούσε μέ μεγαλοπρέπεια τό ποτάμι καί 6 ήλιος, πού είχε άνεβη ηθη φηλά, άκτινοβολούσε στά μικρά κύματά του. Εκατό περίπου μέτρα Από την όχθη, ήταν άγκυροβοληιμένο ενα γιώτ καί στην ξηρά περίμειναιν τ,ρεΐς άντρες κοντά σέ μιά βάρκα. Τό ωραίο πρόσωπο της Μωρην Φωτίστηκε από ένα χα μόγελα. Τό πλήρωμα τού ^γιώτ ήταν έν τάξει στο ραντεβού του. Στό^ κατάστρωμα του πλοίου, πού ήταν έρημο, διέκρινε καθαρά τά κιβώτια μέ τό όπιο. 'Η Μωρην έτοιιμάστηκε νά κατεβη από τό παρατηρητή ριό της, όταν μαά φωνή δυνατή καί ξερή την κάοΦωσε στη θ&σι της:
ύ
αραπβτης
29
— Μια στιγμή! "Έχουιμε νά κανονίζουμε κάποιο λογα ριασμό οί δυό μας. Γύρισε έκπληκτη και βρέθηκε πρόσωπο μέ πρόσωπο με τον φυλακισμένο τού Γουώλροκ. — Τάχασες ε; Νόιμιζες πώς δεν θάβγαινα ποτέ από τό κελί, όπου μ' ερριξες έσυ κι5 ό Μάλλοβιτς! "Έκανε ένα βήμα προς τό μέρος της. Γιά πρώτη φορά στη ζωή της, η Μωρην έτρεμε από φόβο. Στα μάτια του Ράσκιν Φαινόταν καθαρά η άπόφασίς του νά την σκοτώση. Γ Υπουλα, πλησίασε τό χέρι της στο άνοιγμα της φού στας της για νά τραβηξη τό περίστροφό της. Και τό κα τόρθωσε, αλλά οχι αρκετά γρήγορα. Ό Ράσκιν ήταν ταχύ τερος και πυροβόλησε πρώτος. Ή λαβή του πιστολιού της Μωρην έγινε θρύψαλα και τό χέρι της γέμισε αίματα. — Μην παίζης μαζί μου!, είπε σαρκαστικά ό "Έλλερυ. Είμαι πιο επιδέξιος από σένα στο πιστόλι. Προχώρησε κατά πάνω της. 'Ο πυροβολισμός, όπως ήταν έπόμενο, ανησύχησε τους τρεις λαθρέμπορους, που περί,μεναν στην όχθη του ποταμού. Σηκώνοντας τά κεφάλια τους προς τό λόφο, είδαν τη σκηνη και κατάλαβαν ότι η συνέννοχός των διέτρεχε σοβαρό κίνδυ νο. "Ενας απ’ αυτούς άνασηχωσε κάτω από τη μασχάλη του ένα οπλοπολυβόλα και άρχισε νά στελνη ριπές προς τό λόφο. Οί σφαίρες σφύριζαν γύρω από τό ζευγάρι. 'Η Μω ρην χρησιμοποίησε αμέσως την ευκαιρία, που της έδωσε η στιγμιαία έκπληξις του τέως συζύγου της, καί ξέφυγε από κοντά του, άφηνοντάς τον έτσι ακάλυπτο. 'Ο "Έλλερυ Ράσκιν, βλαστημώντας, έπεσε μπρούμυτα καί, έρποντας, πλησίασε σ5 ένα βράχο γιά νά καλυφθη. Ή Μωρην άρχισε νά κατεβαίΥη τό λόφΟ' τρέχοντας προς την κατεύθυνσή των συνεργατών κοιί σωτηρων της. Γιά άλλη μιά Φορά κατόρθωνε νά του διαφυγή.
Ε κινητό της Μωρην. 'Ο Ράσκιν κρυμιμένος πίσω άπό τό βράχο, φώναξε τους
30
Ο ΔΡΑΠΕΤΗ2
δ,υό συντρόφους του. Ό Τζΐμ ετρεξε γρήγορα προς το μέ ρος του, ενώ ό Μάλλεν ερευνούσε πρώτα τό αυτοκίνητο καί ευρισκε κάτω οστό τό πίσω κάθισμα ένα αυτόματο καί άρκετές δεσμίδες γεμάτες σφαίρες. "Έπειτα, ετρεξε κι" αυτός προς τους δύοσυντρόφους του. — Γειά σου, Ράσκιν, καί σ’ ευχαριστώ για δ,τι έκανες γιά μένα! Θά κάμω το πάν για νά σου τό ανταποδώσω. Στην δχθη τρύ ποταμού, οι τρεις άντρες περιμέναν την Μωιρηιν που έτρεχε προς αυτούς. 'Ο ένας εΐχε πάντα την κάννη του οπλοπολυβόλου του στραμμένη προς τό λόφο και περίρενε νά βρή ευκαιρία νά πυιροβοληση,. Ό Μάλλεν, αφού διάλεξε μια κατάλληλη· θέισι, στήριξε τό αυτόματο οπόν ώμο του καί σημάδεψε με προσοχή τους τρεις άνδρες. Μέ μια ριπή άδειασε απάνω τους ολόκληρη δε σμίδα σφαίρες. Οί τρεις λαθρέμποροι έπεισαν νεκροί πάνω στη χλόη της όχθης, μέσα σέ μια αληθινή λίμνη αίματος. 'Ο επιθεωρητής στράφηκε τότε προς τον Ράσκιν. Μέ μιά κίνησι του κεφαλιού, τού έδειξε τ·ή λεπτή σιλουέττα που ε ξακολουθούσε νά τρέχη μανιασμένα προς τό ποτάμι. — Νά τραβήξω; τον ρώτησε. Ό "Έλλερυ χλώιμιασε. Τά σαγόνια του σφίχτηκαν καί μιά βαθειά ρυτίδα αυλάκωσε τό πρόσωπό του. Μέ μιά του λ έξι μπορούσε νά καταδικάση στο θάνατο τη γυναίκα πού αγάπησε όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. Δέν χρειαζόταν όμως κανένας δισταγμός, Ή ίδια η γυναίκα τρυ τον εΐχε φέρει σ’ αυτή τη Φέσι, τού εΐχε συντρίψη, τη ζωή και τά όνειρά του. Τήν πρώτη φορά πού την εΐχιε βρη στο σπίτι τής Νέας Ύόρκης μαζί μέ τον Μάλλοβιτς, προδώσε άθελα του τό καθήκον σέ μιά στι,γμή αμηχανίας. Τώρα ήταν καιρός νά διόρθωση τό σφάλμα του εκείνο πού τόν έ στειλε στη Φυλακή. — Τράβα!, μουγγρισε, κΓ έφερε τις δυό του παλάμες μπροστά στά μάτια του γιά νά μή δη τό τραγικό θέαμα τής Μωοήν νά σκοτώνεται μπροστά του. 'Ο Μάλλεν στράφηκε προς τόν ζωντανό στόχο του, αλ λά τήν ίδια στιγμή του ξέφυγε μιά βαρεία βλαστήμια. Μέ μιά απότομη κίνησι, ή Μωρήν έβγαλε τήν Φούστα της και έπεσε στο ποτάμι. Φαίνεται δτι κολύμπησε κάτω άπό τό νερό σε άρκετη άπόστασι, γιατί χάθηκε από τά μά τια των τριών άστυνιομικών. "Έπειτα, γιά μιά στιγμή τό κεφάλι της ξαναφάνηκε^ στην επιφάνεια του νερου% άλλά άμέσως έξαφανίστηκε καί πάλι. Τό ίδιο έγινε άρκετές φορές. Τό χρονικό διάστημα, πού έμενε κάθε Φορά στην έπιφάνεια, ήταν μικρό καί ό Μάλλεν δέν προλάβαινε νά σημοοδέψη και
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ
31
να πυροβολή-ση. 7Ηταν φανερό δτι ή Μωρην προσπαθούσε νά φτάση στο γιώτ κολυμπώντας κάτω από την έπιφάνεια τοΟ νερό0ο λ Λ λ Οί τρεις άντρες κατέβηκαν τρέχοντας τό λοφο. — Αέν θά μπόρεση νά μάς ξεφύγη!, είπε ό Μάλλεν. 'Έ%ο<υιμ’ε τη βάρκα καί μπορούμε νά πλησιάσουμε το πλοίο, αλ λά, καί άν κατόρθωνε ^ νά μάς διαφυγή τώρα, τά γρήγορα πλοιίάρια τής αστυνομίας τού Σάν Μοιράντο θά την Φτά σουν. ■Καί πρόσθεσε με ίκανοποίηισι: Αέν χάσαμε τον καιρό μας. 'Η έξόντωσις μιάς επικίνδυ νης συμμορίας λαθρεμπόρων καί ή αιχμαλωσία ένός γιώτ μέ 300 τουλάχιστον κιλά όπιο, όπως ύπολοιγίΐζω βλέποντας τά κιβώτια στο κατάστρωμα του πλοίου, είναι μεγάλη επι τυχία. "Οταν έφτασαν στην όχθη, άφησε τους δυο συντρόφους του νά ανέβουν στη βάρκα καί νά πάνε προς τό γιώτ. — Έιγώ μένω έιδώ, είπε. Πρέπει νά παίρνουμε πάντα μέτρα προΦυλάξεως. Μέ τό αυτόματό μου μπορώ νά σάς κοολύψω. 01 δυο άντρες απομακρύνθηκαν τραβώντας μέ δυναμι κουπί. Ξαφνίικά, ό Μάλλεν αναπήδησε καί μυρίστηκε μέ προ σοχή τον αέρα. Μιά παράξενη μυρωδιά, πού γινόταν δλο ικαί πιο έντονη, σκορπιζόταν γύρω. —- Βενζίνη!, ψιθύρισε. Αυτή η τρελλη φαίνεται δτι έ φτασε στο γιώτ καί έσπασε την άποθηκη της βενζίνης! Την ίδια στιγμή, οί μηχανές τού πλοίου μούγγρισαν άγρια καί τό σκάφος, μέ μπιλοκαρισμένο τό τιμόνι, ώρμηισε προς την κατεύθυνσι της βάρκας καί της όχθης. — Γυρίστε πίσω!, ουρλιαξε ό Μάλλεν. Μιά Φοβερή έκκρηξις σκέπασε τη φωνή του. Μιά πελώ ρια φλόγα πετάχθηκε καί ένα σύννεφο πυκνού καπνού ανέβη κε πρός τον ουρανό. Τό πλοίο φλεγόταν βλόκληρο από τό άμπάρι ώς τις άντέννες. ☆ ☆ ☆ *0 Γκράντλεϋ καί ό σύντροφός του είδαν τό φλέγόμενο γιώτ νά κατευθύνεται πρός αυτούς σάν πελώριο πυρπολι κό. Χωρίς χρονοτριβή, πήδησαν στο νερό καί, κολυμπώντας μέ δυναμι, έφτασαν στην στεριά, μερικά μόλις δευτερόλεπτα ποίν τό σκάφος καρφωθη κΓ αυτό στην όχθη του ποταμού. ^ *0 Μάλλεν τούς τράβηξε γρήγορα Από τό νερό καί τούς Ανάγκασε νά Απομακρυνθούν, τρέχοντας άπτό τον τόπο τής καταστροφής. — Φτηνά τη γλυτώσατε!, εΐπε, δταν ήταν πλέον έκτος κινδύνου*
Ο ΔΡΑΠΕΤΗΣ ι0 Ράσκιν δεν απάντησε. Κύτταζε τις φλόγες τού καιοιμόνου γιώτ μέ μια ταραχή, που μάταια προσπαθούσε να κρυφή. — Πληρώνει άκριβά ό,τι έκανε, μουρμούρισε. Τν φριχτό τέλος για μια γυναί'κα! "Ενα σαρκαστικό χαμόγελο του Ράλφ Μάλλεν τον έκανε νά έκπλαγή. —- Ξεχνάς μια σπουδαία λεπτομέιρεια, Ράσκιν, είπε ό επιθεωρητής. Τά σύνορα του Μεξικού βρίσκονται στην άλλη όχθη τοΰ Ηκράντε ντέλ Νόιρτε καί η Μωρην δέν είναι τόσο κουτή για να καή ζωντανή... Κατά τή γνώιμη μου, τουλάχι στον! "Αν έμεινε στο γιώτ θά ε,χη στο ένεργητικό της μιά πρά ξι ή ρωϊσ μ ου... — 7Ηταν ίκαινή νά τό κάνη αυτό! Άπό μανία γιά εκδίκησι, 5έ λογάριασε τό δικό της θάνατο... *0 ΡάλΦ σήκωσε τούς ώ,μιους αδιάφορα. 7Ηταν φανερό όίμωο ότι ένδοιμυχως πίστευε πώς ή Μωρην τή στιγμή έκείνη κολυμπούσε μέ όλες της τις δυνάμεις προς τά σύνορα του Μεξικού. 'Ο Τζΐμ Γκράντλεϋ τότε σηκώθηκε και στάθηκε μπρος στον Μάλλεν. — Ή υπόθιεσι ς Μωρήν Νόλτ — Μάλλσβιτς έκλεισε, εΐπε. Ή δική μας όϊμως μένει ά,κόιμη ανοιχτή- Ράλφ, ξέρεις καλά ότι αυτή τή στιγμή έχεις μπροστά σου έναν δραπέιτη βαρυποινίτη και τον συνένοχό του. Ό Μάλλεν χαμογέλασε. — ΓΓ αυτό σάς μίλησα προηγουμένως γιά τά σύνορα τού Μεξικού, είπε. Ασφαλώς,, μπορείτε νά βρήτε μ ιά βάρκα και νά περάσετε στήν απέναντι όχθη. Έκεΐ κάτω, στή Φιλό ξενη χώρα τοΰ Μεξικού θά περιμένετε έως ότου τακτοποιή σω τήν υπόιθεσί σας. Φυσικά, μπορεί νά χρειαστή αρκετός καιρός γΓ αυτό, αλλά δέν πρέπει νά χάσετε τήν υπομονή σας. Θά ξέρετε οτι ε;νας άφωσιωιμένος φίλος φροντίζει γιά σάς. Τό ϊδιο βράδυ, τήν ώρα που ή σκοτεινή τροπική νύχτα απλωνόταν στα βουνά και τις πεδιάδες τού Τέξας, μια μι κρή βάρκα άπομακρυνόταν άπό τήν αριστερή όχθη τού Πκράντε ντέλ Νόστε. "Ορθιος, πάνω σ^ ένα λοφίσκο ό επιθεωρητής Ράλφ Μάλλεν τήν ακολουθούσε μέ τό βλέίμιμα, ώσπου, χάθηκε στο βαθύ σκοτάδι τής νύχτας. ^ * ☆ Πέρασαν τρεις μήνες. (0 "Ελλερυ Ράσκιν και ό Τζι,μ Γκράντλεϋ περίμενσν μέ άνυπίοιμονησία ένά γράιμιμα άπό τον
•0 ΔΡΑΠΛΕΤΗΣ
33
επιθεωρητή Ράλφ Μάλλεν. Τό γράμμα που θά τους άνοιγε τά σύνορα τού Μεξικού για νά περάσουν πάλι ;μέ τό μέτωπο ψηλά στην πατρίδα τους, και ν* άναλάιβουν ξανά υπηρεσία, — Λες νά μάς καταδικάσουν; Αναρωτιόταν κάπου κάπου ό "Έλλεου. — Δεν τό πιστεύω, τού απαντούσε μέ βεβαιότητα ό Τζίμ. Ελπίζω πώς ό Ράλφ θά κάνη τό καθήκον του και θά ,μάς υπερασπισθη, Δεν πρέπει νά ξεχάση πώς του έσωσες τη ζωη. Πραγματικά ό έπιθεωρητής Ράλφ Μάιλλεν ένηργησε μέ όλους τους τρόπους γιά την άναθεώρηισι της δίκης του "Έλλερυ, κΓ όταν κατόρθωσε ν* άποκαταστηση την τιμή του και την επάνοδό του στο σώμα, τού έγραφε άίμέσως. Οι δύο πρόσφυγες αστυνομικοί γύρισαν στην πατρίδα τους. Δεν είχαν τώρα πιά τίποτε νά φοβηθούν. Άνέλαβαν αμέσως υπηρεσία μέ τό βαθίμό τους, και ή άνωτέρα διοίικησι τους παρασημοφόρησε μαζί μέ τον Μάιλλεν γιά την έπιτυχία τους νά εξοντώσουν τό δίκτυο των λαθρεμπόρων ναρκωτι κών που από πολλά χρόνια έμάστιζε την χώρα. "Οταν ό "'Ελλερυ μπήκε ξανά στο γραφείο του, τον περι'μενε μαά έκπληξι. "Ενας άντρας ί^ταν καθισμένος σέ μιά καρέκλα καί μόλις τόν είδε σηκώθηκε επάνω. τΗ,ταν ό Τζών Μόρ. ό φύλακας τών φυλακών τού Γουώλροκ. — Τά συγχαρητήριά μου!, τοΰ^ είπε. "Ήμουν περαστι κός σιπό εδώ καί πέρασα νά σέ δώ. Είχα όρκιστη νά σέ σκοτώσω όταν δραπέτευσες, μά τώρα καταλαβαίνω πώς είχα άδικο. Σέ συγχαίρω γιά τό θάρρος σου! 'Ο "Έλλερυ χαμογέλασε, χαιρέτισε τό φύλακα καί κάθησε οπό γραφείο του. Τώρα που τό παρελθόν είχε σβύσει, έπρεπε νά στρωθή στη δουλειά γιά ένα καινούργιο μέλλον. ΤΕΛΟΣ
<3~ΒΊηΓΒΤΓ8ΊΓδΤδ'ΤίΓϊηΓ(5ΊΓ^^
Τό Τρίτο βιβλίο, της σειράς «ΤΟ ΜΑΤΙ»., πού κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
ΙΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ Είναι ενα από τά πιο αίνιγίματι,κά καί συναρ παστικά σει ποτέ!
άστυνομικά
εχετε
διαβά
Είναι ενα από τά αριστουργήματα τής
αστυνομικής μη
ρομάντσα πού
λογοτεχνίας,
πού
θά
γοητεύση
άκό-
καί τούς πιο δύσκολους άναγγοοστες!
ΓΕΝΙΚΑ!
ΕΚΔΟΤΙ ΚΑΙ
Ε.
Γραφεία:
Λεκικα 22, Αθήνα ι.—Δημοσιογραφικός Διευθυντής:
Στέλιος Ά-
νεμοδουρας
Γεωργιάδης.
—
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
0|κσνομικός
Διευθυντής:
Ο.
Γεώργιος
«ΤΟ ΜΑΤΙ» ΒΙΒΑΙΟΝ 2
ΤΑ
ΕΚΛΕΚΤΑ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟ ΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΊΌΝ ΜΙΑΣ ΣΟΒΑΡΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ο ΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Π0Ι0ΤΗΤ0Σ ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ΑΡΑΧΜΑΙ2 ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 0. Ε. ΛΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑΙ
.
ΤΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΑΖΤΥΝΟΜίΚΑ ΒΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΡΟΜΑΝΤΖΟ
Άπτόδοσις: ΜΙΛΤ. ΧΛΩΜΟΥ
Μ
ιτι ιά διαπεραστική κραυγή έσκισε τήν η συχία τής νύχτας. Ό μεγαλόσωμος νέος, πού περπατούσε με αργό βήμα απολαμβάνοντας τον δροσερό αέρα και διασκεδά ζοντας μέ τον ξερό ήχο πού έκαναν τά τακούνια του πά νω στο πεζοδρόμιο τής οδού Βαντάμ, καρφώθηκε για έ να δέκατο τού δευτερολέπτου στήν 9έσι του, ανατριχιά ζοντας άθελα από τήν αγωνία πού εξέφραζε ή ξαφνική -καί μοναδική κραυγή. "Υστερα, πετώντας τό τσιγά ρο πού κάπνιζε, χώθηκε τρέχοντας προς τήν κατεύθυνσι απ’ οπού είχε έρθει ή γεμάτη φρίκη έπίκλησις. Θά ήταν ίσως δύο ή ώρα μετά τά μεσάνυχτα. Μια ώρα πού τό Παρίσι απολαμβάνει ένα σύντομο διάστη μα σχετικής ησυχίας. Μιά ώρα επίσης, πού τό έγκλη μα βρίσκει πολύ κατάλληλη γιά νά χτυπήση. Ό νυχτερινός διαβάτης έφτασε τρέχοντας στην οδό ντε Μεντεά καί τά μάτια του, πού έψαχναν γύρω έρευ-
4
ΤΟ
ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
νητικά, δεν άργησαν νά πέσουν πάνω' σ’ ένα σκούρο ογκο ξαπλωμένο στο πεζοδρόμιο. Μέ μερικές ακόμη κινήσεις των παδιών του, πού μέ κανένα τρόπο δεν θά τά έλεγε κανένας κοντά, πλησί ασε κΓ έσκυψε πάνω από το ξαπλωμένο σώμα. Και τότε, όχι χωρίς έκπληξι, διαπίστωσε πώς έπρόκειτο για μια γυναίκα. Μια γυναίκα πού ήταν 6χι μόνο νέα καί ωραία, άλλα καί ;ντυμένη μέ πολυτέλεια, μέ υπερβολική μάλιστα πολυτέλεια, πού μαρτυρούσε οικονομική κατάστασι πολύ πάνω από τή μετρ ία. Φορούσε ένα φουστά νι από «λαμέ αρζαντέ», πού τό σκέπαζε μια κάπα από μαύρο σατέν ντουμπλαρισμένη μέ έρμίνα.^ Ό Ζάν - Πιέρ Βαλανιέ, ό «Κρεμανταλάς» όπως τον έλεγαν οί συνάδελφοί του στην εφημερίδα «Ό Πρωϊνός Παρισινός» έξ αιτίας των ποδιών του καί των χεριών του πού ή σαν... ατελείωτα, παρετήρησε άμέσωο πώς ή δυστυχισμένη γυναίκα ήταν πληγωμένη στο στήθος καί στο χέρι. Καί πρέπει νά ήταν πληγωμένη σοβαρά, ε πειδή τό αίμα είχε πλημμυρίσει τά ρούχα της καί σχη μάτιζε κιόλας μια μικρή λιμνούλα πάνω στις πλάκες. — Θεέ καί Κύριε!, μουρμούρισε. 5/Ασχημα την έχει V "Επρεπε νά τρέξη! Νά φέοη βοήθεια! Μέ πυρετώδεις κινήσεις, έβγαλε τό μαντήλι του, πού ευτυχώς για την περίστσσι είχε μέγεθος ανάλογο μέ τού κατόχου του, καί προσπάθησε νά φτιάξη έναν προσωρινό έπίδε σμό. ’Αμέσως ύστεοα άνωρθώθηκε κΓ αοχισε νά τρέχη προς την γωνία τής οδού Βερσιγκετορίζ, όπου ήλπιζε νά βρή κανέναν αστυφύλακα. Ή άπόστασις ήταν μικρή ευτυχώς καί 6 εκπρόσωπος τού νόμου ακριβής στην πε ριπολία του. —■ Μαχαίρωσαν μιά γυναίκα στην οδό Μεντεά!, τού φώναξε ό Ζάν Πιέρ λαχανιασμένος. Υπάρχει εδώ κοντά κανένα τηλέφωνο για νά ειδοποιήσουμε τό τμή μα; Ό αστυφύλακας άπλωσε τό χέρι του. — Θά βρήτε ένα, διακόσια μέτρα, πιο πέρα, εΐπε. Καί άπομακρύνθηκε βιαστικά προς τό μέρος οπού είχε γίνει τό έγκλημα, ένώ ό Ζάν - Πιέρ έπαιρνε την άντίθετη κατεύθυνσι. Μέ σύντομες φράσεις ειδοποίησε
ΤΟ ΚιΟΚΚΐΐΝιΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
την αστυνομία κΓ υστέρα ξαναγύρισε στην οδό Μεντεά. Εκεί όμως τον περίμενε μια μεγάλη έκττληξις. 4Ο α στυφύλακας πηγαινοερχόταν στό^ πεζοδρόμιο ^σάν νά έ ψαχνε. Καί, μόλις ακούσε τά βήματα του Ζάν - Πιέρ, τον πλησίασε. — Που είναι αυτή ή τραυματισμένη; ^ ρώτησε. Ό Βαλανιέ τον κυτταξε ρή καταλαβαίνοντας. 'Έρριξε μια ματιά γύρω του κι5 έμεινε αποσβολωμένος: Ούτε κι3 εκείνος έβλεπε τίποτα. Τό σώμα είχε κάνει φτερά! — Μά... ήταν... έκεΐ... πεσμένη στο πεζοδρόμιο!, τραύλισε. "Ο άλλος άρχισε νά τον κυττάζη μέ δυσπιστία. "Α ναρωτιόταν άν είχε νά κάνη μέ μεθυσμένο ή μέ κανένα φορσέρ κακού γούστου. — Φαίνεται πώς δεν ήταν καί πολύ άσχημα στην ϋγεία της, γάβγισε ειρωνικά. Γιά νά τά καταφέρη νά μετακόμιση! Ό «κρεμανταλάς» δεν άποκρίθηκε όπως έπρεπε στην είρωνία του αστυνομικού. Διπλωμένος στά δύο προσπαθούσε νά βρή τό μέρος οπού ήταν πεσμένη ή ω ραία άγνωστη. Καί, έπειτα από μερικές* αναζητήσεις, φώναξε: —- Για έλα νά ρίξης μιά ματιά κι3 από δώ! Θά βεβαιώδης πώς δεν ήταν .καί τόσο πολύ καλά στην υγεία της, όσο νομίζεις! Και μέ τό δάχτυλο έδειξε στον αστυφύλακα μιά με γάλη^ κηλίδα, μιά λιμναύλα από αίμα, ^πού έφτανε ώς τήν άκρη του πεζοδρομίου κι3 έσταζε στο ρείθρο. ^—Διάβολε!, μουρμούρισε ό αστυφύλακας, σέ αλη θινή αμηχανία αυτή τή φορά. Πρέπει νά είχε μεγάλη αιμορραγία ή δυστυχισμένη! Ίζκείνη τή στιγμή, ακούστηκε θόρυβος αυτοκινήτου καί ένα χαμηλό σεντόν τής "Ασφαλείας σταμάτησε δί πλα τους. Ό αστυφύλακας πλησίασε. —"Άδικα σάς κουβαλήσαμε, ανήγγειλε. Τό θύμα β9.τό έβαλε στά πόδια κι3 εξαφανίσθηκε! —Κολοκύθια, γρύλλισε ό Βαλανιέ πού σκυμμένος άκόμα πάνω άπ3 τις πλάκες του πεζοδρομίου προσπα-
ό
ΤΟ
ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
θοΰσε μέ την βοήθεια ενός ηλεκτρικού νά άνακαλυψη τίποτε ίχνη. —Στά χάλια που την άφησα, είναι πολύ απίθανο νά έφυγε μονάχη της! "Έδειξε μέ μια χειρονομία μερικές ματωμένες πα τημασιές γύρω απ’ την λίμνη τού αίματος καί είπε στους αστυνομικούς: —"Ασφαλώς την πήραν από δώ, ένας ή καί περισσό τεροι άνθρωποι, πού έχουν δίχως άλλο σχέσι μέ τό έγκλημα. "Αλλά τά συμπεράσματα 6έν είχαν καμμιά θέσι, γιά την ώρα τουλάχιστον. Καί ό Βαλανιέ εφυγε μαζί μέ τούς αστυνομικούς, γιά νά κάνη την κατάθεσί του στο τμήμα. "Εκεί ωστόσο, ένοιωσε μεγάλη άπογοήτευσι. — Πολύ μπερδεμένη ύπόθεσις, είπε ό αστυνόμος άκουγοντας την κατάθεσί του. Ούτε δολοφόνοι, ούτε θύμα! Τέλος πάντων, θά κάνουμε τις σχετικές έρευνες αλλά... Καί ή χειρονομία, πού συμπλήρωσε τή φράσι, έσήμαινε καθαρά: "Αλλά σίγουρα δέν πρόκειται νά βρού με τίποτε. — ^Ηταν ασφαλώς πλούσια γυναίκα, είπε ό Βα λανιέ. Αυτό έδειχνε ή τουαλέττα της. Κι" ύστερα, κίνη τρο τού έγκλήματος δέν ήταν ή κλοπή, γιατί, όταν την βρήκα εγώ, φορούσε ακόμη όλα της τά κοσμήματα. — ^Ησαν αληθινά; —Μέ μιά τέτοια τουαλέττα, δέν μπορεί νά ήσαν ψεύτικα. "Άλλωστε, ξέρω αρκετά πράγματα από πολύ τιμες πέτρες. 9Ησαν αληθινά. Φορούσε ένα ρολό'ί μέ βραχιόλι από πλατίνα μέ διαμάντια καί, στό λαιμό, ένα υπέροχο παντατίφ από ρουμπίνια πού παρίστανε ένα κόκκινο τριφύλλι. —- Μπράβο παρατηρητικότης! Αυτά τά στοιχεία μπορεί νά άποδειχθούν πολίτιμα. Ευχαριστώ πολύ, κύ ριε, κατέληξε ο αστυνόμος σηκώνοντας τό κεφάλι του από τά χαρτιά του. Τώρα, τό μόνο πού μπορούμε νά κάνου με,^ είναι νά περιμένουμε. Καί άν καταγγελθή καμμιά έξαψάνισις...
ΤΟ ΚιΟιΚιΚΙιΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Ό Βαλανιέ βγήκε από την πόρτα του αστυνομικού γραφείου καί πήρε τό δρόμο του σπιτιού του. Στο μυα λό του έφερνε καί ξανάφερνε όλες τις λεπτομέρειες τής παράξενης αυτής ύποθέσεως καί, περπατώντας μέ αρ γό βήμα, μονολογούσε: — Περίεργο πράγμα. Σίγουρα ©^δολοφόνος πρέπει νά ήταν κρυμμένος κάπου έχει κοντά. Αυτός ή οΐ συ νένοχοί του. Άλλοιώς, δεν θά μπορούσαν νά σηκώσουν τό θύμα στο λίγο διάστημα πού έλειψα.^ *Η μεταφορά 0ά έγινε μέ αυτοκίνητο. Αλλά, πάλι, δεν ακόυσα τί ποτε. Κι* εκείνη ή γυναίκα, ποια ήταν άραγε; Άριστοκράτισσα; ’Ή καμμιά πεταλούδα τού ήμικόσμου;'
^ φτάσε στο σπίτι του, γδύθηκε, έπεσε στο κρεβάτι του, άλλα δέν κατάφερε νά κοιμηθή. Μπροστά στά μάτια του έρχόταν διαρκώς τό χλωμό άλλα υ πέροχο πρόσωπο τής τραυματισμένης, νεκρής ίσως, γυ ναίκας. Χωρίς νά μπορέση νά κλείση μάτι, σηκώθηκε πολύ πρωΐ, έκανε ενα κρύο ντούς, ξυρίστηκε καί απο φάσισε νά πάη στην εφημερίδα όπου εργαζόταν ώς ρεπόρτερ. Δίχως ν’ άπαντήση στις είρωνίες μερικών συναδέλ φων του για τό τσαλακωμένο του πρόσωπο, πήγε κατ’ ευθείαν στο γραφείο^ τού αρχισυντάκτου. Δέν τον βρήκε εκεί, άλλα δέν χρειάστηκε νά περιμένη πολύ. Καί, μό λις τον είδε νά μπαίνη, άρχισε νά του διηγήται τή νυ χτερινή του περιπέτεια. — Κατά τή γνώμη μου, κατέληξε, αυτή ύπόθεσις είναι πολύ παράξενη. Πρώτα - πρώτα, πώς γίνεται μιά τέτοια γυναίκα, ντυμένη μέ τόση πολυτέλεια, νά γυρίζη στον δρόμο πεζή; "Ύστερα, πού ήταν ό δράστης; Πολύ κοντά ασφαλώς, άφού^ εΐδε^ πώς πήγα νά ζητήσω βοή θεια κι5 έσπευσε νά την πάρη από εκεί. -— Παρουσιάζει ένβιαφέρον βέβαια ή ύπόθεσις,
§
ΤΟ
ΚΟιΚΧΠΝίΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
μολόγησε 6 αρχισυντάκτης, *Αργότερα όμως, θά γίνη ίσως ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Λες πώς ©! αστυνομι κοί σε ειρωνεύθηκαν; Νά μια καλή ευκαιρία γιά νά άναλάβη την υπόθεσι ή εφημερίδα μας. Τί θά έλεγες άν σου ανέθετα νά κάνης τις άπαιτούμενες έρευνες; Σε α νάλογες περιστάσεις, δέν τά κατάφερες καί πολύ ά σχημα. _ ^ —Έν τάξει, φώναξε χωρίς δισταγμό ό Ζάν - Πιέρ. —Ωραία! Πέρασε άπ5 τό ταμείο άν χρειάζεσαι χρή ματα,^ καί προα-πάθησε νά γυρίσης γεμάτος νέα, δσο μπορείς πιο γρήγορα. Καί, προσοχή! Φυλάξου από συναδέλφους! Νά μή μάθουν τίποτε, καί χάσουμε την επιτυχία! —Αέν υπάρχει κίνδυνος! ' Πρώτη του δουλειά, μόλι^ έφυγε άπ5 την έφημε ρίδα, ήταν νά πέραση από την Ασφάλεια. ’Άδικα δ μως. Λέν^ είχαν ακόμη κοιμμιά πληροφορία, καμμιά καταγγελία. Πήρε τον δρόμο προς τό σπίτι του, ψά χνοντας νά βρή μέ τό νοϋ του έναν τρόπο γιά νά α νακάλυψη τό άρχικο ίχνος, πού θά τού έδειχνε ποιόν δρόμο θά ακολουθούσε στίς ερευνές του. Καί προχω ρούσε,^ μή βλέποντας γύρω του, δταν ακούσε μιά φω νή πλάι του: —Γειά σου, «κρεμανταλά»! Γύρισετό κεφάλι ξαφνιασμένος. Μιά κοπέλλα εί κοσι χρόνων περίπου τού άπλωνε τό χέρι χαμογελών τας, —"ΩΙ Γειά σου, Αίζα! Τί νέα; —Καλάί ΚΓ έσΰ; Πού τρέχεις πρωί - πρωί; ”Αρ·· χισες τό κυνήγι; —Ναι. "Έχω μιαν υπόθεσι, πού μου ανέθεσαν α πό την εφημερίδα. -—θά μου τήν πής; — /Υπό τον δρο δτι θά κράτησης τό στόμα σου ΐίλειστό! —-Θά είμαι τάφος! Μέ λίγα λόγια, αφηγήθηκε στήν νεαρή του φίλη ΐά γεγονότα της^ περασμένης νύχτας, καί τής έμπιΟπεύθηκε πώς ή έφη μερίδα του τού είχε αναθέσει νά κάνη έρευνες χωριστά άπ5 τήν αστυνομία»
ΤΟ ΚΟιΚίΚΙιΝΌ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
9
—Και δεν έχεις καμμιάν Ιδέα για την ταυτότητα αυτής τής γυναίκας; ρώτησε ή Λίζα. —Τίποτα^! Λόγον τιμής! Δεν ξέρω... "Έκοψε τη φράσι του στη μέση και τέντωσε τό χέρι του. ^ λ Ή Λίζα παραξενεμένη ακολούθησε την κατευθυνσι που έδειχνε τό δάχτυλό του: Μια έγχρωμη διαφήμησις άνήγγελλε μια ^σειρά χορευτικών επιδείξεων τής φημισμένης Λιθουανής χορεύτριας Βάντας Ποντέφσκα. Πάνω από τό κείμενο, ξεχώριζε ή φωτογραφία τής μπαλλαρίνας. ■—Νά την!, είπε ό ρέπορτερ μέ πνιγμένη φωνήβ -— Ποιά; ρώτησε ή Λίζα σαστισμένη. —-Αυτή είναι! Δέν υπάρχει αμφιβολία!, τραύλισε ό «κρεμανταλάς». Θά την αναγνώριζα μέσα σέ χί λιες.... —Μά ποιά είναι; Ή χορεύτρια... —... Είναι ή δολοφονημένη πού χάθηκε! Έ, Λίζα! Τί έπαθες; "Απλωσε τά χέρια του καί μόλις πρόφθασε νά άρπάξη στην αγκαλιά του την νεαρή φίλη του, πού έπε φτε λιπόθυμη.
Η
ταν αρκετός καιρός, πού ό Ζάν-Πιέρ συναντούσε την Αίζα, πάντα μοαιροντυμένη, στο μικρό εστιατόριο δπου έτρωγε κι" αυτός. Μιά μέρα, πού δέν βρήκε έλεύθερο τραπέζι, κάθησε στο δικό της. Καί, χωρίς νά τό καταλάβουν, έπιασαν την κουβέντα, δίνον τας ό ένας στόν^ άλλο την αλατιέρα καί τή μουστάρδα. Ή συζήτησις τής πρώτης ημέρας, συνεχίσθηκε την ε πομένη, καί σιγά - σιγά, πέρασαν σέ εκμυστηρεύσεις.
10
ΤΟ
ΚΟΚΚΙιΝΟ
Τ,ΡΙ,ΦΥΑΛΙ
"Έτσι ό Ζάν-Πιέρ έμαθε δτι ή νεαρή του φίλη λεγό ταν Λίζα, δτι έμενε μαζί μέ τους γονείς της στην οδο Λονδίνου και δτι ήταν τελειόφοιτος τής Ιατρικής. Καί ή συντροφιά τους έγινε συνήθεια. Κάθε μεσημέρι, εΐχε δεν είχε τραπέζι ελεύθερο, κάθονταν ό ένας απέναντι στον άλλο, καί φλυαρούσαν μέ κέφι, τρώγοντας μέ 6ρεξι. Ή Λίζα συμπαθούσε πολύ τον δημοσιογράφο μέ τά αστεία του καί τό κέφι του,, πού δέν τον άφηνε πο τέ. Εκείνος πάλι, χωρίς νά τδ δείχνη, έθαύμαζε τις γνώσεις καί τούς συγκρατημένους τρόπους τής φίλης του, πού έρχονταν σέ άντίθεσι μέ την αγορίστικη συμ περιφορά των άλλων κοριτσιών τής ηλικίας της. Γρή γορα παρατήρησε πώς ή Λίζα ήξερε νά σκέπτεται καί πώς εκείνο τό μικρό καί χαριτωμένο κεφαλάκι μέ τίς θαυμάσιες μπούκλες ήταν γεμάτο σοφία καί φρόνησι. Πολλές φορές τού έδωσε συμβουλές, δταν βρέθηκε σέ δύοκολη θέσι. ΚΓ ό νεαρός, πού δέν είχε σκεφθή αυτή ή εκείνη την λύσι, την τόσο απλή φαινομενικά, πού ό μως δέν είχε καταφέρει νά δή, έμενε κατάπληκτος. Νά γιατί δέν είχε διστάσει, παρά την μυστικότη τα τής αποστολής του, νά τής άφηγηθή την περιπέ τεια του. "Ασφαλώς όμως, δέν περίμενε τέτοιο αποτέ λεσμα! β Ευτυχώς ή αδυναμία τής Λίζας ήταν περαστική. Πριν προφθάση καλά - καλά νά φωνάξη ένα ταξί γιά νά την μεταφέρη στο πλησιέστερο φαρμακείο, ή νέα είχε συνελθεί.· —Μέ συγχωρεΐς, Ζάν - Ηιέρ, τού είπε στενοχωρη μένη. Δέν ξέρω τί μ" έπιασε. —Θά σέ πείραξε ή ζέστη. Πάμε νά πιής κάτι. Μπήκαν σ’ ένα ζαχαροπλαστείο καί παρήγγειλαν κονιάκ, πού ή Λίζα τό ήπιε μέ μικρές γουλιές. Λίγο χρώμα άρχισε νά φαίνεται στα χλωμά της μάγουλα. -—Διηγήσου μου δλη την ιστορία, τον παρακάλεσε. Ή ύπόθεσις αυτή, φαίνεται πολύ ενδιαφέρουσα. -—Μά δέν ξέρω καί πολλά πράγματα... ’Άκουσα μια κραυγή, τό βράδυ καθώς γύριζα σπίτι μου. ’Έτρεξα καί βρήκα την γυναίκα πεσμένη... —*Ήταν... ήταν πεθαμένη; —Αέν έδινε πιά σημεία ζωής.
ΤΟ ΚΟΚιΚΤΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
11
Ή Λίζα άδειασε μέ μια γουλιά ό,τι είχε μείνει στο ποτήρι της καί ρώτησε: —Καί... είσαι βέβαιος πώς ή γυναίκα έκείνη ή ταν ή χορεύτρια τής διαφημίσεως; —’Άν δέν ήταν ή ίδια, πρώτη μου φορά βλέπω τέ τοια καταπληκτικήν ομοιότητα. Άλλα, μόλις συνέλθης εντελώς, θά πάω νά βεβαιωθώ. -—Πώς; λ λ ^ —Τηλεφωνώντας στο σπίτι της. Θά μάθω άν εί ναι έκεΐ ή λείπη. ■—Τότε πήγαινε. Πήγαινε. Αισθάνομαι εντελώς κα λά τώροι. —Λές αλήθεια; Νά σ’ άφήσω μιά στιγμή; —Μά ναι, σου λέω! Πήγαινε. ?0 Ζάν-Πιέρ κοντοστάθηκε. Του έκανε έντύπωσι ό ταραγμένος τόνος τής φίλης του. —Θά έλεγε κανείς πώς τά νέα μου σέ αναστάτω σαν, είπε. Ή Λίζα κατάφερε νά χαμογελάση. —Είναι τρομερά νά :ίνη κάνεις τον θάνατο μ^άς γυναίκας, πού την ξέρει καί την θαυμάζει δλο τό Παρίσι. —Την γνωρίζεις; Ή μικρή δίστασε ανεπαίσθητα: ' —Ναι. Είχα την ευκαιρία νά την γνωρίσω. Κα ταλαβαίνεις τώρα την ανησυχία μου; —-Περίμενε λοιπόν ένα λεπτό. Θά μάθουμε! Μπήκε στον τηλεφωνικό θάλαμο. Καί, σέ λίγες στιγμές, έμαθε αυτό πού ήθελε. Γύρισε καί κάθησε δίπλα στην Λίζα πού τον κύτταζε ανυπόμονα. —Λοιπόν; —Λοιπόν, είναι όπως σου είπα. Μου απάντησε ή καμαριέρα της. Είναι πολύ ανήσυχη. Ή κυρία της βγήκε χθές τό βράδυ καί δέν έπέστρεψε ακόμη. —Πώς ήταν ντυμένη; Ό Ζάν - Πιέρ τής περιέγραψε την τουαλέττα του θύματος καί πρόσθεσε: —Φορούσε στον λαιμό ένα κόσμημα αρκετά περίέργο. "Εμοιαζε μέ τριφύλλι φτιαγμένο από ρουμπίνια. * Ενα κόκκινο τριφύλλι. Δέν είναι συνηθισμένο...
12
ΤΟ
ΚΟΙΟΚΓΝιΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
—Τότε, είπε ή^Αίζσ μέ φωνή πού μόλις ακουόταν, είμαι βέβαια πώς ήταν αυτή. Γιατί τή βραδυά πού μέ σύστησαν, πρόσεξα αυτό τό κόσμημα και μου έκανε και μένα έντύπωσι ή ομορφιά και τό ασυνήθιστο του. Καί, μέ τά λόγια αυτά, ή Αίζα σηκώθηκε. Δικαιο λογήθηκε πώς είχε ένα μάθημα γιά τό όποιο είχε κιό λας αργήσει. Και ό Βαλανιέ, πού βιαζόταν τώρα νά άρχίση τις έρευνες του, δέν εκανε καμμιά προσπά θεια γιά νά την κράτηση η νά την συνοδεύση. —Θά σε δώ αύριο, τής είπε σφίγγοντας^ της τό χέρι. ’Ή μάλλον τό μεσημέρι, θά έρθης νά φάμε, δέν είν’ έτσι; —Δέν πιστεύω σήμερα. Θά φάω σε μια φίλη μου. ■—Καλά τότε. Αύριο, λοιπόν! "Οταν ^έμεινε μόνος, σκέφθηκε γιά λίγο τί έπρεπε νά κάνη. 7Ηταν τώρα βέβαιος, πώς ή γυναίκα, που είχε βρή νά πλέη οπό αίμα της, νεκρή ίσως, τήν νύ χτα, ήταν ή φημισμένη χορεύτρια. Είχε λοιπόν προχω ρήσει αρκετά μπροστά από τούς συναδέλφους του κΓ από τήν αστυνομία. Δέν είχε παρά νά έπωφεληθή άπο τήν πλεονεκτική του θέσι. Άπεφάσισε νά πάη στο σπίτι της καί νά εξέτα ση τούς υπηρέτες και νά μάθη δ,τι μπορούσε γιά τις συνήθειες τής περίφημης χορεύτριας. Ή Βάντα Ποντέφσκα, έμενε σ’ ένα πολυτελές δια μέρισμα τής οδού Μπαρμπέτ-ντύ-Ζουΐ. Βρήκε τήν κα μαριέρα, μια νεαρή κοπέλλα, πού ήταν αναστατωμένη από την παρατεινομένη* απουσία τής κυρίας της. —·’Άν ή κυρία δέν γυρίση ώς τό μεσημέρι, δήλω σε στον Βαλανιέ, πού παρουσιάσθηκε σαν φίλος τής χορεύτριας, θά ειδοποιήσω τήν αστυνομία. —Ή Ε<υρία Ποντέφσκα είχε τακτικές ώρες πού έ βγαινε^ καί έπέστρεφε; —τΗταν πολύ τακτική, κύριε, κΓ αυτό είναι πού μέ ανησυχεί. ^ Φυσικά, ήταν φορές πού γύριζε σπίτι πολύ αργά, επειδή έβγαινε μέ τις παρέες της αρ κετά συχνά^ τά βράδυα. "Αλλά, από τότε πού βρίσκο μαι στήν υπηρεσία της, ποτέ δέν γύρισε πιο. αργά από τις έξη τό πρωΐ^ "Άλλωστε, δποτε έπρόκειτο νά άργηση μου τηλεφωνούσε.
ΤΟ ΚΌίΚιΚίΙΐΝΌ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
13
—Αυτή τή φορά δεν τηλεφώνησε; —Τίποτε, κύριε! . —Περίεργο, μουρμούρισε ό δημοσιογράφος.^ Πρέ πει νά μάθουμε. Μπορείς νά μου δώσης μερικά ονό ματα φίλων της; Ή καμαριέρα τον κύτταξε μέ εκπληξι. —Μά ό κύριος δεν τούς γνωρίζει; —Δεν τούς γνωρίζω ολους... Του έδωσε ένα σημειωματάριο, πού βρισκόταν στο τραπεζάκι του τηλεφώνου. —Έδώ θά βρήτε τά ονόματα και τις διευθύνσεις εκείνων μέ τους οποίους έκανε πιο συχνά παρέα. Δεν είναι καί πολλοί, άλλωστε. Ή κυρία δέν έχει πολυν καιρό στο Παρίσι... Ό Ζάν-Πιέρ έφυλλομέτρησε γοργά τό σημειωμα τάριο. "Ενα όνομα τράβηξε ιδιαίτερα την προσοχή του. —Ποιος εΐν’ αυτός ό Φεντόρ Μπουσίκωφ; —"Ενας συμπατριώτης της. "Ενας αντιπαθητικός τύπος. Σωστή αρκούδα...
0 Ζάν-Πιέρ έσημείωσε τό όνομα καί τή οιεύθυνσι στο σημειωματάριό του κι5 έξακολούθησε τό ψάξιμο. Αντέγραψε κΓ ένα σωρό άλλα ονόματα καί διευθύνσεις καί έδωσε τό σημειωματάριο στήν καμα ριέρα. Τώρα, έπρεπε νά πάη νά 6ή όλους αυτούς τούς ανθρώπους, μέ μιάν όποιαδήποτε πρόφασι. Κι* έπρε πε νά βιασθή. Γιατί, σίγουρα, ή αστυνομία θά άρχιζε τίς έρευνες, μόλις θά έπαιρνε τήν είδοποίησι τής κα μαριέρας. Ή έξαψάνισις μιας γυναίκας τόσο γνωστής.
14
ΤΟ-
ΚϋΚ'ΚΙΜΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
δσο ή Βάντα Ποντέφσκα, θά έβαζε ασφαλώς σε κίνησι ολόκληρη τήν Ασφάλεια. —Φιλαράκο μου, μουρμούρισε στον έαυτό του κα τεβαίνοντας τις σκάλες, 0ά έχουμε αγώνα ταχύτητος. Γιά νά δούμε ποιος θά φτάση πρώτος. Ρίχτηκε σ’ ένα ταξί κι" άρχισε την περιοδεία του. Ή πρώτη του έπίσκεψις πήγε χαμένη, γιατί 6 άνθρω πος που ζητούσε δεν βρισκόταν στο σπίτι του. Τον δεύτερο όμως, τον πέτυχε στο τραπέζι. ^Ηταν ένας τύπος ακαθόριστης ηλικίας, χοντρός, μέ εύθυμο πρό σωπο. Τον βεβαίωσε πώς είχε δυο μέρες νά 6ή την χορεύτρια. — Νά παρ’ ή ευχή!, είπε ό Βαλανιέ παίζοντας την κωμωδία του. Δεν μπορώ νά την βρώ καί έχω νά τής ανακοινώσω μιά πολύ σπουδαία είδησι. Ό άλλος τον κύτταξε μέ περιέργεια. — Α έτσι; εκανε. —Προσωπική, συνέχισε 6 δημοσιογράφος συνεχί ζοντας τον ρόλο τουί καί προσπαθώντας νά ψαρέψη στα θολά νερά. —Σάν νά μου είναι γνωστή ή φυσιογνωμία σας, έκανε ό άλλος. Δέν συχνάζετε στο «Κόκκινο Τριφύλλι»; Ό Βαλανιέ ένοιωσε ζωηρή εκπληξι, πού φρόντισε όμως νά τήν κρύψη μέ επιμέλεια. —Ακριβώς. Πηγαίνω πολύ συχνά. Ό συνομιλητής του πήρε ύφος έμπιστευτικό. •—·'Α! Τώρα καταλαβαίνω. "Έρχεστε... από τό ε ξωτερικό, υποθέτω; —Πώς τό ξέρετε; είπε ό Ζάν-Πιέρ κάνοντας τον έκπληκτο. 'Ο άλλος χαμογέλασε μέ αυταρέσκεια. —Καί έχετε νά τής παραδώσετε ένα δεματάκι; Ό Βαλανιέ έκούνησε τό κεφάλι του καταφατικά, μέ όσο πιο μυστηριώδες ύψος μπορούσε. ,—Τότε,^ είπε ο άνθρωπος ψιθυριστά σχεδόν, πη γαίνετε στον Φεντόρ ΜπουσίκωΦ. Φαντάζομαι νά τον βρήτε σπίτι του. Ξέρετε, βέβαια, ότι αυτός είναι τό «κέντρο». —Φυσικά τό ξέρω! Κι" έπειτα από μικρή σιωπή, προσθεσε: Θά πάω στού Μττουσίκωφ, λοιπόν,
ΤΟ. ΚιΟίΚιΚΊΐΝιΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ-
15
—Μήπως θά μπορούσατε... ψιλικά... νά μου δώ σετε λίγο άπ’ το περιεχόμενο του δέματος; Ό χοντρός είχε πάρει ξαφνικά τό ταπεινό καί πα ρακλητικό ύφος έκείνου πού ζητάει, μιά μεγάλη χάρι. —Αδύνατον!, άπσκρίθηκε ό ρεπόρτερ μέ μεγάλη σοβαρότητα, -έρετε πολύ καλά πώς πρέπει νά παρα δώσω τό δέμα, όπως είναι σφραγισμένο, στά χέρια τής Βάντας. —Ναί;.. ναί... ξέρω. Αλλά θά σάς πλήρωνα καλά. —Δυστυχώς, δεν μπορώ. —Κρίμα... Κρίμα... 'Ο Βαλανιέ βιάστηκε νά τον χαιρετήση καί νά φυγή. Καταλάβαινε πώς αυτή τη φορά βρισκόταν σέ καλό δρόμο, όπως ό κυνηγός πού ανακαλύπτει ξαφνι κά τά ίχνη ενός ζώου πού κυνηγούσε πολύν καιρό. Μισήν ώρα αργότερα, χτυπούσε τό κουδούνι τού Μπουσίκωφ, ό όποιος, σύμφωνα μέ μιά μπρούτζινη έπιγραφή τής πόρτας του, ήταν έμπορος γουναρικών. —Νάμαστε λοιπόν καί στό «κέντρο», σκέφθηκε ό ρέπορτερ. Τί νά σημαίνη αυτό άραγε; Θά τό μά θουμε! Του άνοιξε ένας υπηρέτης μέ κατσούψικο πρόσω πο, πού τον ώδήγησε σ’ ένα σαλονάκι καί τον άφησε μόνο. Ξαφνικά, ό Ζάν-Πιέρ αναπήδησε. Απέναντι του βρισκόταν ένας καθρέφτης. Καί, μέσα σ’ αυτόν, έβλεπε μιαν ανοιχτή πόρτα πίσω του, πού ώδηγουσε σέ κάποιο δωμάτιο. Στην ανοιχτή έκείνη πόρτα, λοι πόν, είδε νά έμφανίζεται γιά μιά στιγμή μιά γυναί κα. ΚΤ ή γυναίκα εκείνη—θά μπορούσε νά πάρη ορκο—ήταν ή μικρή φίλη του, ή Λίζα!
Λ εν είχε τον καιρό νά άναρωτηθή τί γύ ρευε ή νεαρή φοιτήτρια στό σπίτι του Μπουσίκωφ. Ή
16
ΤΟ
ΚΟΚΚΙΝΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
εκπληξις που δοκίμασε ήταν πολύ μεγάλη για νά έπιτρέψη στο μυαλό του νά λειτουργήση αμέσως. Κι* όταν άρχισε νά σκέπτεται πώς είχε κάνει λάθος, μια άλλη πόρτα, που βρισκόταν απέναντι του, .άνοιξε καί μπήκε ό Φεντόρ Μπουσίκωφ. Ό Λιθουανός ήταν ένας γενειοφόρος κολοσσός. Ό Βαλανιέ παρατήρησε, όχι χωρίς κάποιαν ανησυχία, την ελαφρά καμπυλωτή ράχη του, τά πελώρια τριχωτά χέρια του καί τά μικρά κατάμαυρα μάτια του χωμένα βαδειά μέσα στις κόγχες^ τους. •—Ζητήσατε νά με δήτε; ρώτησε άφοΰ χαιρέτησε μέ μιά μικρή κλίσι του κεφαλιού του. Γιά ποιο ζή τημα; •—"Ήθελα νά δώ την κ. Ποντέφσκα. "Έρχομαι από το σπίτι του κ. Γκαντέρα κι9 έκεΐνος μου είπε πώς θά την ευρίσκα εδώ ασφαλώς. ■—Πολύ κακώς σάς έδωσε αυτή τήν πληροφορία. Ή κ. Ποντέφσκα δεν είναι εδώ. Γιατί νά είν" εδώ, άλ λωστε ; —Γ ιατί δεν βρίσκεται σπίτι της. —Και τί σημασία έχει αυτό; Ό Βαλανιέ κατάλαβε πώς μέ τον τρόπο αυτό δεν θά κατάφερνε νά φωτισθή περισσότερο. "Αποφάσισε νά άκολουθήση τήν μέθοδο, που είχε άποδειχθή τόσο αποτελεσματική στον πρώτο. -—Θέλ£3 νά τής παραδώσω ένα δέμα, δήλωσε γε λώντας κι" ό ίδιος μέ τό θράσος του. Ό συνομιλητής του άλλαξε αμέσως τόνο. Στά μά τια του φάνηκε ένα άρπακτικό ενδιαφέρον. —"Ενα δέμα; "Από ποιόν; .—ΤΗρ8α από τό εξωτερικό, απάντησε ό δημοσιο γράφος άποφεόγοντας τήν επικίνδυνη έρώτησι. —Καί μιά καί δέν τήν βρήκα ούτε σέ σάς, λέω νά πάω νά ρίξω μιά ματιά στο Κόκκινο Τριφύλλι, οπού συχνάζει. —Ξέρετε το... Κόκκινο Τριφύλλι; «"Εδώ τά έχουμε σκούρα, σκέφθηκε ό Ζάν-Πιέρ. Ό γορίλλας θά μου κάνη άνάκρισι!»
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
17
Δήλωσε ωστόσο μέ αναίδεια: •—Πηγαίνω πολύ συχνά! —Περίεργο, έκανε ό Φεντόρ. Αέν σάς εχω 5ή πο τέ εκεί. —Μά μήπως είμαι ό μόνος που συχνάζω στο Κόκ κινο Τριφύλλι; —Βέβαια... βέβαια, είπε ό Φεντόρ. Μολονότι αυ τοί πού πηγαίνουν δεν είναι και πολλοί... «Νά μια καλή πληροφορία!, σκέφθηκε ό Βαλανιέ. Ξέρουμε τώρα πώς αυτό τό Κόκκινο Τριφύλλι εΐνο;ι ένα είδος λέσχης...». Την ίδια στιγμή, τό βλέμμα του έπεσε στο χέρι του Αιθουανού καί^ παρατήρησε κάτι πού ώς εκείνη την στγμή δεν ^ε!χε δή. Στο μεσαίο του δάχτυλο, υπήρχε ένα δαχτυλίδι πάνω στο όποιο τρία ρουμπίνια σχημά τιζαν ένα κόκκινο τριφύλλι. ^«'Οραΐα, είπε μέσα του ό Ζαν-Πιέρ. Νά καί κάτι πού θά μάς ευκολύνη εξαιρετικά. ’Άν δλα τά μέλη έ χουν αυτό τό σήμα άναγνωρίσεως.... Μόνο πού δεν ξέ ρω την διευθυνσι...... Οι σκέψεις του ωστόσο διακόπηκαν από τον Φεν τόρ. *— Είναι πολύ επικίνδυνο, είπε ό Αιθουανός, νά κουβαλάη κανείς μαζί του ένα τέτοιο δέμα. ’Αφήστε το σέ μένα, καί θά τό δώσω στην Βάντα. —Αδύνατον! "Έχω διαταγές. -—Οί διαταγές αυτές, δεν αφορούν έμενα ! 5Εγώ είμαι τό «κέντρο». Πρέπει νά σάς τό είπαν αυτό! -—Ή αλήθεια είναι πώς μου είπαν κάτι τέτοιο. Ό Αιθουανός άνασήκωσε τούς ώμους του. —Μην κάνετε λοιπόν τον μυστηριώδη. Αφού ξέ ρετε την ιπτόθεσι, τίποτα δεν σάς εμποδίζει νά μου δώσετε τό δέμα. Είναι μεγάλο; •—Μάλλον! Μια έκφρασις ζωηρής Ικανοποιήσεως φάνηκε στά χονδρά χαρακτηριστικά τού Φεντόρ. —Καί δεν δυσκολευτήκατε νά τό περάσετε άπ5 τό Τελωνείο;
— Όχι!
ΤΟ
ΚΟΚίΚιΙιΝΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
-— Μπράβο! Μπράβο! Συγχαρητήρια! Τό έχετε μαζί σας; , Λ . — ’Άν είναι δυνατόν!, διαμαρτυρήθηκε ζωηρά ό Ζάν - Πιέρ που έμπαινε στον ρόλο του όλο και πιο πο λύ. Μπορούσα νά τό σέρνω μαζί μου; Θά ήταν πολύ επικίνδυνο. Τό έχω κρυμμένο. —Καλά, λοιπόν! θά σάς περιμένω τότε απόψε τό βράδυ στις έντεκα. Εννοείται, μόλις μοϋ τό παραδόσετε, 8ά πάρετε καί την αμοιβή σας. Σάς κανόνι σαν τό ποσόν; —"Οχι. Έπρόκειτο νά τό κανονίση ή κ. Ποντέφσκα. —"Ολο τέτοιες ανοησίες κάνουν, είπε νευριασμέ νος ό Λιθουανός. Είπαμε πώς αυτό θά τό κανονίζουν έκείνοι. "Ετσι αποφεύγονται τα μπερδέματα. Τέλος! θά πληρωθήτε μέ την ο-υνηθισμένη ταρίφα. -—Αλλά δέν θέλω καί περισσότερα, βεβαίωσε ό Ζάν - Πιέρ. Ό Φεντόρ Μπουσίκωφ σηκώθηκε, δείχνοντας έτσι πώς ή άκρόασις είχε τελειώσει. ■—Θά σάς περιμένω λοιπόν απόψε στίς έντεκα. — Σύμφωνοι! Ό Βαλανιέ έφυγε κι* ή πρώτη του δουλειά ήταν νά πάη νά καθήση σ’ ένα μικρό ήσυχο μπάρ. "Ηθελε νά τακτοποίηση τίς ιδέες ^του, καί νά κράτηση μερικές σημειώσεις. "Ηθελε έπίσης νά τηλεφωνήση στην εφη μερίδα του, γιά νά τούς πή πώς ή είδησις 9ά μπο ρούσε ίσως νά μπή στην έκδοσι τής επομένης. Ή ε ρευνά του βρισκόταν σέ καλό δρόμο. "Ετριψε τά χέ ρια του, κάνοντας την σκέψι πώς είχε κάνει κιόλας σοβαρές ^ προόδους. Βρισκόταν πολύ μπροστά από την αστυνομία. Ή ’Ασφάλεια θά άρχιζε νά κινήται τό με σημέρι, μόλις έπαιρνε την είβοποίησι τής καμαριέρας. "Ηξερε όμως πώς οί αστυνομικοί θά άρχιζαν την ερευνά τους ψάχνοντας πρώτα τά νοσοκομεία, τίς κλινικές, τούς σιδηροδρομικούς σταθμούς καί στο νε κροτομείο. Σκέφτηκε γιά μιά ^στιγμή νά ρωτήση και τον αστυνόμο τού δέκατου τετάρτου τμήματος, γιά νά μάθη μήπως είχαν κάνει καμμιά πρόοδο γιά την άνακάλυψι τής άγνωστης, πού ειχεν έξαφανισθή ενώ ή ταν βαρεία τραυματισμένη. Μήπως οί αστυνομικοί εΐ-
ΤΟ ΚΟιΚΚΙ.ΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
19
χσν ξεσκαλίσει τίποτα; Αμέσως όμως καθησύχασε. ^Ηταν αδύνατο. Ό μόνος, που ηξερε^ την ταυτότητα της πληγωμένης πού είχε κάνει... φτερά, ήταν ό ίδιος.
φοϋ έκανε τό τηλεφώνημα στην εφημε ρίδα του, κάθησε σ’ ένα παράμερο τραπεζάκι καί πο:~ ράγγειλε ένα καφέ. "Υστερα, έβγαλε τό σημειωματά ριό του κι5 άρχισε νά γράφη: 1. Μυστηριώδης τραυματισμός τής χορεύτριας Βάντας Ποντέφσκα. 2. Ή δλη υπόδεσις κινείται γύρω από μιαν άγνωστη λέσχη: Την λέσχη τού «Κόκκινου Τριφυλλιού». 3. Ή λέσχη αυτή, φαίνεται νά έχη κάποιον άγνω στο σύνδεο-μο με διάφορα πρόσωπα στο εξωτερικό, άττό^τά όποΐα παίρνει δέματα μέ περιεχόμενο άγνωστο ακόμη. 4ν Ό Φεντόρ Μπουσίκωφ πού είναι τό «κέντρο» (τι σημαίνει αυτό;) φαίνεται ότι έχει μεγάλη θέσι σ’ αυ τή τη λέσχη. Υπάρχει καμμιά σχέσις^ μεταξύ των δε μάτων καί τού εμπορίου των γουναρικών πού κάνει; 5. "Ολα τα μέλη τής λέσχης, έχουν, φαίνεται, ώς σημεΐον άναγνωρίσεως, ένα κόσμημα πού παριστάνει ένα κόκκινο τριφύλλι. 6. ................ . Έδώ σταμάτησε κΤ άρχισε νά δαγκώνη τό μολύβι του. Στο μυαλό του σχηματίστηκε μια ιδέα, πού τόν έβαζε σέ αμηχανία. "Άφησε τό έκτο σημείο ανοιχτό καί συνέχισε: 7. Ή Αίζσ λιποθυμάει, μόλις μαθαίνει για τον τραυματισμό τής χορεύτριας. Συχνάζει στο σπίτι τού Μπουσίκωφ. Είναι κΓ αυτή μέλος τού Κόκκινου Τρι φυλλιού; Καί, αν είναι, τί ρόλο παίζει; «Πολύ παράξενο, συλλογίστηκε, ^Αυτή ή κοπέλλα, πού φαίνεται τόσο καλή, σοβαρή καί μετρημένη, είναι
20
ΤΟ
ΚΟΚΚΙιΝΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
άραγε ανακατεμένη σ’ αυτό τό περίφημο Κόκκινο Τρι φύλλι πού δέν φαίνεται καθόλου παστρικό; Νά γελά στηκα, άραγε, τόσο πολύ γιάνταν χαρακτήρα της;» Τελείωσε τον καφέ του και σηκώθηκε. Πριν φύγη, έκανε ένα τηλεφώνημα στο αστυνομικό τμήμα. —"Όχι, του απάντησαν. Δέν έχουμε κανένα νέο. Καταλαβαίνετε ασφαλώς πόσο δύσκολο είναι νά δρου με κάτι υπό τοιαύτας συνθήκας. Δέν έχουμε κανένα στοιχείο. Έδώ πού τά λέμε, μόνο έσεΐς είδατε τό θυμα. Και ό τόνος του αστυνόμου έλεγε καθαρά: Και πού ξέρουμε πώς 6έν «ονειρεύτηκες; Ό Βαλανιέ κρέμασε το ακουστικός χαμογελώντας. Οί συνάδελφοί του δέν έπρόκειτο νά μάθουν τίποτε α πό τό τμήμα. Γύρισε ^νά φύγη, αλλά την ίδια στιγμή τού ήρθε μιά Ιδέα. "Έπρεπε νά έτπκοινωνήση με την καμαριέρα για νά μάθη τις ένέργειές της. Την πήρε στο τηλέφω νο. Γεμάτη ανησυχία τον έπληραφόρησε πώς είχε ει δοποιήσει την αστυνομία. Ο! έρευνες είχαν αρχίσει. Βγήκε βιαστικός από τό μπάρ καί πήδησε σ" ένα ταξί. Σέ λίγη ώρα, έμπαινε στο αστυνομικό τμήμα τής περιφέρειας όπου βρισκόταν το σπίτι τής χορεύτριας. Χωρίς πολλές προεισαγωγές, έδειξε στον αστυνό μο την δημοσιογραφική του ταυτότητα καί ζήτησε πληροφορίες για την έξαφάνισι. Ό αστυνόμος τον κυτταξε έκπληκτος. —Φαίνεται πώς έσεΐς οί δημοσιογράφοι έχετε μιαν έκτη αϊσθησι, τού είπε. Δέν είναι ούτε μισή ώρα πού μάς ειδοποίησαν για την έξαφάνισι. Πού διάβολο τό μάθατε ζέσεις; —Επαγγελματικό μυστικό, κύριε αστυνόμε, είπε μέ μετριοφροσύνη ό Βαλανιέ, βγάζοντας τό σημειω ματάριό του. "Έχουμε κανένα νέο; -—"Όχι ακόμη. Ειδοποίησα την "Ασφάλεια για νά αρχίσουν τις έρευνες. —Ποιος έχει άναλάβει την υπόθεσι; —Ό Γκοντάρ. Είναι καλός. Κάτι θά ξετρυπώση. ■—Ευχαριστώ πολύ. Ό Γκοντάρ δέν ήταν στο γραφείο του. Ούτε στο σπίτι του.
ΤΟ ΚΟΚιΚΙΐΝίΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
2,1
Ό Βαλανιέ κάθησε νά τον περιμένη. «Νά πάρη ό διάβολος!, σκέφθηκε. άρχισε τά ψαξίματα, φαίνεται. Καί πρέπει νά τον έχω άπο κοντά. Βγήκε σέ άναζήτησι τής Αίζας. Άλλα μ’ ολο που πέρασε από παντού, οπού 8ά μπορούσε νά τήν συνάν τηση, 5έν τήν βρήκε. Έτσι, ψάχνοντας, πέρασε δλο το απόγευμα. Κα τά τις δέκα τό βράδυ, σκέφθηκε πώς είχε φτάσει ή ώρα νά πάη στο ραντεβού του μέ τον Μπουσίκωφ. —Και τί πακέτο θά του παραδώσης, γέρο μου; είπε στον εαυτό του. Τουλάχιστον νά ήξερα τό περιε χόμενό του... Θά μπορούσα νά σκαρώσω κάτι. Αλλά τώρα; Αποφάσισε νά παρουσιασθή μέ άδεια χέρια. ·Θά χρειαζόταν βέβαια νά βρή μια πολύ καλή δικαιολο γία γΓ αυτό. Άλλα δεν ανησυχούσε. Βασιζόταν στην έμφυτη ευκολία πού είχε νά σερβίρη... παραμύθια. Ξεκίνησε λοιπόν για τό σπίτι τού Μπουσίκωφ. Φθάνοντας όμως εκεί, βρέθηκε μπροστά σέ κάτι πού δέν τό περίμενε. "Ολα του τά σχέδια άνατρέπονταν και ακόμη περισσότερο μυστήριο ερχόταν νά σκεπάση τήν ύπόθεσι: Στην πόρτα τής πολυκατοικίας στέ κονταν δυο αστυφύλακες. Καί ή δημοσιογραφική του ταυτστης τού έπέτρεψε νά μάθη άπ1 αυτόν δτι ό Φεν~ τόρ Μπουσίκωφ είχε δολοφονηθή στο διαμέρισμά του μέ δυό σφαίρες^ περιστρόφου, πού ένα άγνωστο χέρι είχε φυτέψει στο πελώριο τριχωτό του στήθος.
Η
πληροφορία^ τον άφησε άφωνο καί κα τάπληκτο. "Ενας από τούς σπουδαιότερους, ό σπου δαιότερος ίσως παράγων για τήν έρευνα πού είχε άναλάβει,^ έβγαινε από τη μέση. Καί θά ήθελε τόσο πο λύ νά μάθη τί ήξερε ό Μπουσίκωφ για τήν χορεύτρια! Στο διαμέρισμα του νεκρού, ή αστυνομία είχε κά νει κατοχή. Έκεΐ βρισκόταν κΓ ό Γκοντάρ, πού είχεν
22
ΤΟ
ΚΟ,ΚΚΙιΝΑ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
έξαψανισθή δλη μέρα. Κι’ ολόγυρα, πηγαινοέρχονταν ένα σωρό ειδικοί, το συνεργείο τής σημάνσεως, που φωτογράφιζαν τό 8ΰμα κι* έψαχναν για αποτυπώματα. Ό δημοσιογράφος έσφιξε τό χέρι του Γκοντάρ. —'Τί έγινε; ρώτησε ό Βαλανιέ που ήλπιζε να ψαρέψη κάτι, πιάνοντας κουβέντα μέ τον αστυνομικό. —Τίποτε σπουδαία, άποκρίθηκε εκείνος, κάνοντας ένα μορφασμό. —-Έσύ άνέλαβες την υπόδεσι; —"Όχι. Άλλα βρέθηκα έβώ, επειδή έμαθα σήμε ρα τό απόγευμα πώς ^ αυτός ό Φεντόρ Μπουσίκωφ ήταν ένας από τούς στενούς φίλους εκείνης τής χορεύτριας που εξαφανίσθηκε. «Νά πάρη ό διάβολος!, συλλογίστηκε ό Βαλανιέ. Αυτή ή γρηά αλεπού, βρήκε τά ίχνη και ακολουθεί τον ίδιο δρόμο μ5 έμένα. Προσοχή, Ζάν - Πιέρ, νά μή σέ ξεπεράση!» Πήρε όσο πιο φυσικό ύφος μπορούσε καί ρώτησε: —Είναι γνωστό τό κίνητρο του φόνου; ■—-Όπωσδήποτε, όχι ή ληστεία, βεβαίωσε ό αστυ νομικός. Δεν λείπει τίποτε καί στο πορτοφόλι του νε κρού βρήκαμε πενήντα χιλιάδες φράγκα. — Περίεργο! Αέν έχεις καμμιάν ιδέα; Καμμιάν υποψία; Ό ντετέκτιβ πήρε ύψος μυστηριώδες. —Αυτός ό Μπουσίκωφ ζοΰσε μέ μεγάλη πολυτέ λεια... —Μπόι; —Ξόδευε πάρα πολλά. Πολύ περισσότερα απ’ ό σα θά μπορούσε νά κερδίζη από τό εμπόριό του. Που τά ευρισκε τά λεφτά; Τί έκανε; Σωματεμπορία; Ναρ κωτικά; Αυτό προσπαθούμε νά βρούμε. Ό Ζάν-Πιέρ χαμογέλασε ικανοποιημένος. "Ήξε ρε που έβρισκε ό Μπουσίκωφ τά λεφτά. Τά δέματα από τό εξωτερικό. ’Απ’ αυτά έβγαιναν τά μεγάλα έ ξοδα. —Υποπτεύεσαι κανένα; Ό Γκοντάρ έκανε μιάν αόριστη χειρονομία. -—Δέν είναι δική μου ύπόθεσις. Αυτό θά τό 6ή ό συνάδελφος πού την άνέλαβε. Ωστόσο, νομίζω πώς τό
ΤΟ
ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
23
θύμα γνωριζόταν μέ πολύν κόσμο και μάλιστα μέ κό σμο όχι καί πολύ παστρικό. Είχε πολλές επισκέψεις. Τον σκότωσαν λίγο μετά τό μεσημέρι. Ό Ιατροδικα στής λέει πώς σκοτώθηκε κατά τή μιάμιση. Λίγο νω ρίτερα όμως είχε δεχθή την έπίσκεψι κάποιου. Ό υ πηρέτης, πού του άνοιξε, λέει πώς θά τον αναγνώριζε πολύ εύκολα. Καί κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο άγνωστος θά τον δολοφόνησε. Τον εΐδε έπίσης καί ό θυρωρός. "Οταν έφευγε, λέει, φαινόταν πολύ ταραγμέ νος. Είπε, μάλιστα, πώς κατά την γνώμη του είχε ύ φος αναρχικού! Καί δεν πρέπει νά τό άποκλείσουμε κΓ αυτό. Υπάρχουν τόσες μυστικές οργανώσεις σή μερα ! —Καί λές πώς σκοτώθηκε έκείνη την ώρα; — Αέν υπάρχει αμφιβολία. Καταλαβαίνεις. Καί ήθελα πάρα πολύ νά έλεγα μερικά λόγια στον νεκρόΆσφαλώς, θά ήξερε πολλά γιά την έξαφάνισι τής χο ρεύτριας. —Τό πτώμα θά τό μεταφέρουν στο νοκροτομεΐο; -—Φυσικά. Θά γίνη νεκροψία. Δέν βρέθηκε ακόμη τό όπλο. Ό Βαλανιέ έφλυάρησε γιά λίγο ακόμα μέ τον α στυνομικό. Μιά έρώτησις τριγύριζε στην γλώσσα του. Στο τέλος δέν κρατήθηκε καί μέ αδιάφορο ύφος ρώ τησε: —Δέν μου λές. Έσύ ξέρεις τό Παρίσι σαν τό σπί τι σου. "Έχεις ακούσει καμμιά φορά νά γίνεται λόγος γιά τό «Κόκκινο Τριφύλλι;» —Τί πράγμα εΐν’ αυτό; —Μιά λέσχη. Ό Γκοντάρ έξυσε τό κεφάλι του. —"Όχι! "Όχι! Ποτέ. Τό όνομα δέν μου θυμίζει τίποτα. Λέσχη είναι, είπες; —Ναί. —Δέν έχω ιδέα. —Κρίμα! ^ —Γιατί μέ ρωτάς; —Τίποτα! Ψάχνω κάτι γιά την εφημερίδα. -—Λυπάμαι πού δέν μπορώ νά σέ βοηθήσω. "Εκείνη την στιγμή έφεραν μέσα τον υπηρέτη τού
24
ΤΟ
ΚΟΚΚΙιΝΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Μπουσίκωφ γιά νά τον ανακρίνουν. ^Ηταν ένας νεα ρός, ψηλός καί αδύνατος, μέ ^χλωμό πρόσωπο και ά χρωμα μάτια. Μόλις δμως μπήκε στο δωμάτια σταμά τησε ακίνητος, καί έμεινε για μια στιγμή έτσι μέ τό χέρι υψωμένο σαν νά είχε άντικρύσει κάτι φοβερό. —Μά... τον πιάσατε τον δολοφόνο; τραύλισε. —"Οχι!, απάντησε ό ανακριτής έκπληκτος. Τί θέ λεις νά πής; —Πιάστε τον! Πιάστε τον! Αυτός είναι ό δολο φόνος ! ' Καί τό τεντωμένο του δάχτυλο έδειξε τον ρεπόρ τερ του «Πρωϊνοΰ Παρισινού». — Τρελλάθηκε! φώναξε ό Βαλανιέ. Είμαι δημο σιογράφος καί δεν έχω κσμμιά σχέσι μέ τό έγκλημα! —Άστα αυτά!, γρύλλισε ό υπηρέτης. Σέ γνω ρίζω πολύ κα>\ά! Έσύ είσαι πού ήρθες εδώ τελευ ταίος! Έσύ σκότωσες τό αφεντικό μου. "Άλλωστε, φέρτε τό θυρωρό. Θά δήτε τί 6ά σάς πή. Ό ανακριτής πλησίασε τον Βαλανιέ. -—Πρώτα-πρώτα, τί ήρθατε νά κάνετε εδώ; ρώ τησε. —-Είμαι ρεπόρτερ, άποκρίθηχε ό Ζάν,^Πιέρ δεί χνοντας τήν ταυτότητά του. Ό ανακριτής τής έρριξε μια ματιά καί ξαναρώτησε: —Είναι αλήθεια δτι σεις είστε ό τελευταίος πού είδε τον Μπουσίκωφ ζωντανό; —Δέν άρνούμαι δτι τον είδα. Άλλα 6έν ξέρω αν ήμουν ό τελευταίος. ^—-Αυτός είναι, ξ αναείπε ό υπηρέτης. Θά τον ανα γνώριζα ανάμεσα σέ χίλιους! *Ήρ9ε έδώ^κατά τή μιά μιση. "Εγώ τού άνοιξα! Άν ήξερα! Πήγα γιά λίγο στήν πόρτα τής υπηρεσίας γιά νά πάρω ένα δέμα πού είχαν φέρει γιά τον κύριο, κι" όταν ξαναμπήκα έδώ μέσα, βρήκα τον κύριό μου νεκρό. ^Ητσν πεσμένος χά μω καί τό αίμα έτρεχε από τό στήθος του. I ότε, έτρεξα καί ειδοποίησα τον θυρωρό καί τήν αστυνομία. Ό ανακριτής στράφηκε οπόν Βαλανιέ: —Αυτή ή κατάθεσις σάς ενοχοποιεί, κύριε, είπε. Λυπούμαι, αλλά είμαι υποχρεωμένος νά σάς θέσω ύ-
ΤΟ ΚΟιΚιΚΙΜΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
ττό κράτησήν, αν δεν μου δώσετε Ικανοποιητικές εξη γήσεις. Πράγμα που μου φαίνεται πώς θά σάς είναι δύσκολο.
τ
ήν ίδια στιγμή, μπήκε στο δωμάτιο ό Θυρωρός, που είχαν στείλει νά φωνάξουν. Αέν έδίστασε καθόλου. —Αυτός είναι, κύριε αστυνόμε! φώναξε. Αυτός εΐναι που ήρθε τελευταίος εδώ. Και, ασφαλώς, αυτός θά σκότωσε καί τον κακομοίρη τον κύριο Φεντόρ, α φού κανείς άλλος δεν ανέβηκε έπειτα. —Τί έχετε ν3 απαντήσετε; ρώτησε 6 ανακριτής γυ ρίζοντας στον ρέπορτερ. —- Λέω πώς είναι κι5 οι δυο ανισόρροποι. Γιατί τάχα 8ά σκότωνα τον Μπουσίκωφ; ■—-θά τό μάθουμε κΓ αυτό ασφαλώς. Πάντως, θά άμιολογήσίετε, προς τό^ παρόν, ©τι είναι περίεργο— καί πολύ κακό γιά σάς—νά παρουσιάζεται μιά τέ τοια διαβολική σύμπτωσι.... ^— Αυτό ακριβώς συμβαίνει, διέκοψε ό Βαλανιέ. Πρόκειται γιά μιά καταπληκτική σύμπτωσι. "Οταν έ φυγα, ο Φεντόρ Μπουσίκωφ ήταν θαυμάσια στην υγεία του. Σάς ορκίζομαι! —Καλά! Τί ήρθατε νά κάνετε εδώ; Τον ξέρατε; "Ήσαστε φίλοι; —Τον έβλεπα γιά πρώτη φορά! —Τότε γιατί ήρθατε; —Επειδή είχα μάθει γιά την έξαφάνισι τής Βά~ ντας Ποντέφσκα, καί μου είχαν πή πώς ό Μπουσίκωφ μπορεί νά ήξερε που βρισκόταν. ;—Γνωρίζετε την κ. Ποντέφσκα; ρώτησε ό Γκοντάρ. Ό Βαλανιέ κατάλαβε πώς είχε κάνει γκάφα. Εί χε υποσχεθή στον αρχισυντάκτη του νά μήν άποκαλύψη τίποτε γιά την έρευνα πού είχε άναλάβει. Γύρω
26
ΤΟ
ΚΟΚΚΙΝΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
του βρίσκονταν ένα σωρό άλλοι δημοσιογράφοι, πού δεν θά παρέλειπαν ασφαλώς νά χρησιμοποιήσουν δσα άκουγαν για δικό τους λογαριασμό. Αέν μπορούσε λοι πόν νά προχωρήση περισσότερο προς την κατεύθυνσή έκείνη. "Ερριξε μιά ματιά γύρω του, και τούς είδε^ νά κρέμωνται από τό στόμα του, μέ τό στυλό στο χέρι. «Τόσο τό χειρότερο σκέφθηκε. Θά μπλοφάρω. Και θά δούμε πού θά βγούμε. Αυτοί οί ηλίθιοι εΐναι έτοιμοι να βγάζουν παραρτήματα μέ τή φάτσα μου καί μέ τή λεζάντα: «9 ΑΟΑΟΦΟΗΟΣ Τ ΟΥ Λ100 Υ ΑΝ ΟΥ!» Αυτές οι σκέψεις, πέρασαν απ’ τό μυαλό του σαν αστραπή. Καί παίρνοντας έμπιστευτικό ύφος απάν τησε: —Βέβαια... —Μοΰ φαίνεται πώς αυτό θά μπορούσες νά μοΰ τό έλεγες πιο πρίν, φώναξε θυμωμένα ό Γκοντάρ. Πότε την είδες γιά τελευταία φορά; —Αυτή είναι αδιάκριτη έρώτησις, άποκρίθηκε σε μνότυφα ό Βαλανιέ. —Νά απαντάτε σε ό τι σάς ρωτούν, είπε ό ανακρι τής. Καί δείχνοντάς τον στούς αστυφύλακες, πρόσδε σε: Συλλάβετέ τον. —Δέν ξέρετε τί σάς γίνετε!, φώναξε ό Ζάν - Πιέο θυμωμένος γιά καλά. — Σιωπή! Μοΰ φαίνεται πώς ξέρετε πολύ περισ σότερα απ’ ότι μάς λέτε!, τον διέκοψε απότομα ό ανα κριτής. Μπορείτε, άν θέλετε, νά μην απαντήσετε παρά μόνον παρουσία τού δικηγόρου σας. 5 Αλλά πρέπει ο πωσδήποτε νά μάς πήτε ό,τι ξέρετε! Καί, παρά τις διαμαρτυρίες του, δυο αστυφύλα κες, αφού τού πέρασαν τίς χειροπέδες, πήραν τον νεα ρό ρέπορτερ γιά νά τον ώβηγήσουν στο κρατητήριο. Τό άλλο πρωί οί εφημερίδες έδημοσίευαν συντα ρακτικές περιγραφές τού έγκλήματος. Μερικοί καλοί συνάδελφοι, δέν έχασαν την ευκαιρία νά παραθέσουν ό λες τίς λεπτομέρειες. Μιά μονάχα εφημερίδα 6έν έγρα ψε τίποτα: «Ό Πρωινός Παρισινός». Καί, φυσικά, δέν μπορούσε νά γράψη. Μόλις όμως ό αρχισυντάκτης διάβασε τίς ειδήσεις,
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
27
αναπήδησε στο κάθισμά του, μην πιστεύοντας στά μάτια του. —"Ονειρεύομαι!, μουρμούρισε. Ό Βαλανιέ δολο φόνος ! "Αδύνατον! Ωστόσο, πήγε στου Μπουσίκωψ. Γιατι δμως θά τον σκότωνε; "Αρπαξε αμέσως τό τηλέφωνο και πήρε τον ανα κριτή, ό όποιος τού επιβεβαίωσε την συλληψι του ρε πόρτερ. —’Άν είναι δυνατόν, ξανάρχισε να μουρμουρίζη ό αρχισυντάκτης μόλις έκλεισε τό τηλέφωνο. Είναι δυ νατόν αυτό τό ζωον νά έκανε τέτοια γκάφσ; ’Άν δμως τον σκότωσε, πρέπει νά ύπάρχη κάποιος λόγος... * Άτ* Στο μεταξύ, ό Βαλανιέ, καθισμένος στο κρεββάτι τού κελλιοϋ του, ήταν βυθισμένος σέ σκέψεις. —Δεν ^ξέρουν τί τους γίνεται, έλεγε καί ξανάλεγε στον εαυτό του. 'Ωστόσο, δεν μπορούσε νά μην παραδεχθή πώς είχε μπλέξει πολύ άσχημα. "Άλλωστε, κατά βάθος, αναγνώ ριζε πώς οι αστυνομικοί είχαν δίκιο. Ή ώρα τής έπισκέψεώς του συνέπεσε έντελώς μέ την ώρα πού έγινε ό φόνος. Τί άλλο συμπέρασμα λοιπόν μπορούσαν νά βγάλουν, παρά δτι αυτός ήταν ό δολοφόνος; —-Καί δμως, μουρμούρισε χτυπώντας μέ λύσσα την γροθιά του στο γόνατό του, ξέρω καλά πώς 6έν τον καθάρισα εγώ... Ξαφνικά, ένα φως έκτυφλωτικό σαν αστραπή φώτι σε τό μυαλό του. Θυμήθηκε την φευγαλέα μορφή τής Λίζας στον καθρέφτη του Μπουσίκωψ. «Αυτό είναι!, σκέφθηκε. Δεν χωρεΐ αμφιβολία... *Ήταν κρυμμένη μέσα στό σπίτι, κάπου. Καί, μόλις έ φυγα, σκότωσε τον Μπουσίκωψ! Αυτή τον σκότωσε. Γιατί δμως; Γιά ποιο λόγο πήγε στό σπίτι του;» "Έσφιξε τό κεφάλι του μέ τά χέρια του, προσπα θώντας νά βρή κάποιαν άπάντησ». στον έρώτημα αυτό, μιαν άπάντησι, πού θά τού αποκάλυπτε την αλήθεια. *—Καί δμως, αυτή πρέπει νά τον σκότωσε!. Στό κάτω - κάτω, ξέρω τόσο λίγα πράγματα γΓ αυτή τη μικρή!
28
ΤΟ
ΚΟΚΚΙΙΜΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Είχε τώρα ένα θαυμάσιο μέσο για νά διάλυση τις υποψίες που τον βάραιναν. Δέν είχε παρά νά αποκά λυψη την παρουσία της Λίζας στο διαμέρισμα του Λιθουανοΰ και 8ά βρισκόταν αμέσως ελεύθερος. ’Άν Ε κανε δμως κάτι τέτοιο θά την έχανε... Τώρα μόλις κα ταλάβαινε πόσο πολύ εΐχε μπή στη ζωή του ή μικρή, πού ώς τότε την θεωρούσε σάν απλή φίλη.
Η
άνάκρισις τού Βαλανιέ άρχισε την άλλη μέρα κιόλας. Ό νεαρός ρέπορτερ, ωστόσο, πιστός οπήν άπόφασι που πήρε, εξήγησε οσο μπορούσε πιο πειστι κά οτι τού εΐχεν άνατεθή νά κάνη έρευνες σχετικές μέ την έξαφάνισι τής Βάντας Ποντέφσκα, και ότι στο δια μέρισμα τού Μπουσίκωφ βρέθηκε εντελώς κατά τύχην, ακολουθώντας τό νήμα τής έρεύνης καί έχοντας πάρει, την διεύθυνσι από την καμαριέρα τής χορεύτριας. "Αλ λωστε, πρόσθεσε, ή καλύτερη άπόδειξις οτι ό Μπουσίκωφ ήταν ^ζωντανός όταν τον- άφησε, ήταν τό γεγονός οτι τού είχε δώσει ραντεβού γιά τό ίδιο βράδυ στις ένδεκα. —Και τί θά κάνατε στις έντεκα; τον ρώτησε ό α νακριτής. ■—’Επρόκειτο νά τού παραδώσω ένα δέμα. -—Τί δέμα; —Ρ'Οσο γι5 αυτό δέν ξέρω τίποτα. —Μέ κοροϊδεύεις;, ξέσπασε ό ανακριτής. λ—Ακριβώς!, άποκρίθηκε ό Βαλανιέ έχοντας στο νού του τό δέμα. *0 ανακριτής δμως δέν κατάλαβε άν ή άπάντησι αυτή αφορούσε την έρώτησί του ή κάτι πού σκεπτόταν ό κατηγορούμενος. Τον κύτταξε ειρωνικά. —3Απ’ δλα δσα μας είπες, δήλωσε μέ στόμφο, προ κύπτει οτι δέν^ μπορείς νά μάς έξηγήσης ούτε τό πώς έτυχε νά βρεθής στο σπίτι τού θύματος εκείνη την ω-
ΤΟ
ΚΟίΚΚΝΗΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
29
ρα, ούτε το πώς έμαθες την έξαφάνισι τής Βάντας Ποντέψσκα. -—Μα πώς, φώναξε ό Ζάν - Ηιέρ. Αέν σάς επτά για κείνη την γυναίκα πού βρήκα τραυματισμένη στην οδό Μεντεά.... —Καί πού εξαφανίστηκε ώς διά μαγείας, τον διέ κοψε 6 ανακριτής. —Ο! αστυνομικοί είδαν πολύ καλά το αίμα, πού είχε σχηματίσει ολόκληρη λίμνη. —Και πώς μπορείς νά μας απόδειξης πως 6έν εί σαι ανακατωμένος και σ’ αυτήν την υπόθεσι; — Εγώ ; -—Ασφαλώς. "Έχω κάθε λόγο νά ύποψιασθώ γιά την δολοφονία καί τής Βάντας Ποντέφσκα ή οπωσδή ποτε εκείνης τής άγνωστης γυναίκας. Μόνο εσύ την εί δες, Μόνο έσυ μπορείς νά βεβαίωσης πώς ή δολοφονη μένη, ή τραυματισμένη, πού τόσο περίεργα έξαφανίστηκε και ή διάσημη χορεύτρια πού αναζητούμε είναι το ίδιο πρόσωπο. Καί δλ5 αυτά, κατά σύμπτωσιν! Θά όμολογήσης πώς πρόκειται γιά μια πολύ παράξενη σύμπτωσι! Το ειρωνικό ύφος του άνακριτου, έκανε τον Βαλανιέ νά δαγκώση τά χείλη του. —’Έ, λοιπόν, τί θέλετε ; είπε. Ξέρω πολύ καλά πώς όλες οι ενδείξεις είναι εναντίον μου. 'Αλλά δεν σάς λέω παρά την αλήθεια. "Οταν βρέθηκε μόνος μέ τον δικηγόρο, πού του εί χαν στείλει από την εφημερίδα, ό τελευταίος του είπε: ^—-Βάλε καλά στο μυαλό σου, δτι έχεις υιοθετήσει μιά πολύ κακή μέθοδο άμυνης. ιΗ ιστορία, πού θέλεις νά πιστέψουν είναι πολύ απίθανη. Τί λέω; Είναι εν τελώς απίστευτη. ^Μήν φαντάζεσαι λοιπόν πώς ©ά άποδείξης τήν αθωότητα σου μ* αυτό τον τρόπο. Σου δίνω μιά φιλική συμβουλή: Πες τήν αλήθεια. Αέν θά σε κρίνουν πολύ αυστηρά, γιατί^ αυτός ό Μπουσίκωφ δέν είχε καθόλου καλή φήμη. Καί άσφο:λώς πρέπει νά είχες κάποια σοβαρή αιτία... Ό Βαλανιέ κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια γιά νά μήν άρπάξη τον συνήγορό του άπό τό λαιμό. Καί, μέ
30
ΤΟ
ΚΟΚίΚΤΚ'Ο ΤΡΙΦΥΛΛΙ
φαινομενικά ήρεμη φωνή, του άποκρίθηκε: -—’Άν δεν μέ πιστεύης ούτε συ! άδειασέ μου λοι πόν τή γωνιά! *** Πέρασαν έτσι δυο μέρες. Ό αρχισυντάκτης τής ε φημερίδας, προσπαθούσε νά καταφέρη νά τον απολυ σουν έπί έγγυήσει. Αέν είχε μπορέσει δμως νά κάνη τί ποτε ακόμα. Δεν είχε μπορέσει ούτε μιάν άδεια νά παρη γιά νά τον έπιακεφθή. ΚΓ αυτό τον έκανε μανιακό. Θά έδινε δ,τι είχε γιά νά μάθη την αλήθεια. Νά μάθη άν ό Βαλανιέ ήταν αθώος. Έν πάση δμως περιπτώσει, κΓ αθώος άν ήταν, οι ενδείξεις τον παρουσίαζαν ένοχο. Την τρίτη ημέρα, ωστόσο, συνέβη κάτι, πού κατά τρόπο αληθινά θεατρικό άν έτρεψε δλο τό συγκρότημα των ενοχοποιητικών ενδείξεων κΓ έρριξε σέ, φοβερή α μηχανία τους αστυνομικούς και τον ανακριτή, ενώ ταυ τόχρονα παρουσίαζε τις εφημερίδες άσσους τής γκάφας. "Ολες οί εφημερίδες πραγματικά,—έκτος φυσικά, από τον «Πρωινό Παρισινό»—«δημοσίευαν ολοσέλιδες φανταστικές περιγραφές του εγκλήματος, ή μάλλον των εγκλημάτων, που είχε διαπράξει ό Βαλανιέ, παραθέ τοντας τά πιο απίθανα- ελατήρια. Χωρίς νά τό γρά φουν καθαρά, άφιναν νά έννοηθή πώς ό ένοχος καί των δύο φόνων ήταν ό νεαρός δημοσιογράφος. ^Ολόκληρα μυθιστορήματα γράφτηκαν φυσικά καί γιά κείνη την μυστηριώδη δολοφονημένη. Ποιά ήταν ; Ποιος την είχε σκοτώσει; ΚΓ αυτήν ό Βαλανιέ; Είχε καμμιά σχέσι μέ τήν διάσημη .χορεύτρια που τόσο μυστηριωδώς^ είχε κΓ αυτή έξαφανιστη; Καί γιατί είχε χαθή ή Βάντα Ποντέψσκα; Δολοφονήθηκε; 'Έπεσε θύ μα δυστυχήματος; "Εφυγε; Καθώς 6έν εΐχε βρεθή πουθενά τό πτώμα της, πολ λοί^ έκλιναν υπέρ αυτής τής εκδοχής. Ιδίως έπειδή ή ανάκρισις άπεκάλυψεν οτι ή Βάντα Ποντέψσκα είχε κΓ άλλες φορές έξαφανιστή γιά δυο καί τρεις έβδομάδες. Ή υπηρέτρια της έξήγησε δτι ή κυρία της έπήγαινε συχνά στο έξωτερικό. "Εχοντας πάντα έτοιμο τό δια βατήριό της, δεν τής ήταν καθόλου δύσκολο νά φεύγη καί νά έπιστρέφη δποτε ήθελε. Μήπως άραγε κΓ αυτή τήν φορά έπρόκειτο γιά κάτι παρόμοιο;
ΤΟ. ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
31
Την τρίτη μέρα λοιπόν, όλα αυτά τά μυθιστορήμα τα άνατράπηκαν. Κι5 ό κόσμος, έμαθε επί τέλους την αλήθεια....
ο
Βαλανιέ, καθισμένος στο κελλί του μέ τό κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του, γύριζε καί ξαναγύριζε στο μυαλό του όλα τά γεγονότα καί προσπαθού σε για έκατοστή φορά νά βρή έναν τρόπο νά απόδειξη την αθωότητα του, χωρίς νά άνακατέψη την νεαρή του φίλη, όταν ό φύλακας ήρθε νά τον πάρη γιά νά τον 6Βηγήση στο γραφείο τού άνακριτοϋ. Νομίζοντας πώς έπρόκειτο γιά μιαν ακόμη άνάκρισι σηκώθηκε καί τον ακολούθησε. Μπαίνοντας όμως στο γραφείο, μόλις μπόρεσε νά πνίξη^ μια κραυγή έκπλήξεως. Σέ μια ττλυθρόνα, λίγο χλωμή αλλά πολύ ήρεμη, καθόταν ή Λίζα, ενώ πλάι της στεκόταν ένας δικηγόρος πολύ γνωστός στον Βα λανιέ. ^ —’Εσύί, τραύλισε ό Ζάν - Πιέρ. Έσύ, Λίζα; Τί γυ ρεύεις εδώ ; γιά νά σέ απαλλάξω, του απάντησε εκείνη με ωνή, Έγώ σκότωσα τον Φεντόρ σ ί κωφ! —Τό ήξερα, είπε ο Ζάν - Πιέρ. Την ώρα πού πε ρί μένα οπό σαλονάκι σέ είδα μέσα στον καθρέφτη. -—Καί γιατί δεν είπες τίποτα; μουρμούρισε εκείνη κατάπληκτη. —Αυτό^ 8ά στο εξηγήσω σύντομα ελπίζω καί... — Παίζατε πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, φίλε μου, τον διέκοψε ό ανακριτής. Διακιδυνεύατε τό κεφάλι σας. —’Έ, κύριε άνακριτά, έκανε εύθυμα ό Ζάν-Πιέρ. Δεν θά^ ήμουν ό πρώτος πού θά έχανε τό κεφάλι του γιά μιά γυναίκα. Τά λόγια του έκαναν τον ανακριτή νά χαμογελάση.
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
-—Ναι, άλλα εσείς θά το χάνατε για καλά, είπε. Όπωσδήποτε, είστε ελεύθερος. —Καί ή δεσποινίς; —·Ά! ή δεσποινίς πρέπει νά κρατηθή. Ή υπόδε σις πρέπει νά άκολουθήση την πορεία της. Ωστόσο, άφοϋ ένδιαφέρεσθε τόσο πολύ, θά σάς δώσω μερικά στοιχεία, τά οποία θά μπορέσετε καί νά δημοσιεύσετε πρώτος στην εφημερίδα σας. "Ετσι, θά σάς αποζημιώ σουμε κάπως καί γιά τίς ταλαιπωρίες, στις οποίες σάς υπέβαλα με άθελα μας. Γύρισε στην Λίζα. —Ή άνάκρισις, έπαληθέυσε τήν αλήθεια τής καταθέσεως σας, δεσποινίς Γκωτιέ, είπε. Τό όνομα Βάντα Ποντέφσκα, δεν ήταν παρά ένα ψευδώνυμο. 'Η περίφη μη χορεύτρια ήταν αδελφή σας, καί ώνομαζόταν Καρλότα Γκωτιέ. ιΗ κ. Ποντέφσκα, ή οποία ζοΰσε πάντα μεγάλη ζωή καί είχε πάντα άφθονα χρήματα παρά τά μεγάλα ποσά πού ξόδευε, έγινε κάποτε μέλος μιας όρ γανώσεως, πολύ ύποπτης, τής οποίας τά μέλη είχαν πάρει ώς έμβλημά τους τό κόκκινο τριφύλλι. Τά μέλη τής όργανώσεως αυτής συγκεντρώνονταν κάθε τόσο σ’ ένα διαμέρισμα τής οδού Τρετέν στην Μονμάρτρη. Σκο πός τής όργανώσεως ήταν ή εισαγωγή καί ή^πώλησις στην Γαλλία μεγάλων ποσοτήτων ηρωίνης, τίς οποίες έφερναν από τό εξωτερικό ώρισμένοι «ταχυδρόμοι». Αυτό τό ξέρετε υποθέτω δεσποινίς Γκωτιέ. —Αέν^ανακατεύτηκα ποτέ σ5 αυτές τίς δουλειές καί προσπαθούσα πάντα νά άπομακρύνω καί τήν αδελφή μου, απάντησε ή Αίζα. —-Τό ξέρουμε. -Αλλά, παρά τίς συμβουλές σας, ή Βάντα Ποντέφσκα εξακολουθούσε τό επικίνδυνο εμπό ριό της. Καί ό ρόλος της ήταν νά παραδίδη τήν ηρωίνη στο «κέντρο», πού δέν ήταν παρά ό Φεντόρ Μπουσίκωφ. Δυστυχώς όμως, καί ή Βάντα Ποντέφσκα, είχε γίνει θύμα^ τού πάθους γιά τό ναρκωτικό. Καί, προ ημερών, μην έχοντας πρόχειρα χρήματα γιά ν5 άγοράση, άπεφασισε νά κατακράτηση ένα από τά δέματα πού έρ χονταν από τό έξωτερικό. "Οταν ό Μπουο ίκωφ τής τό έζήτησε, έδήλωσε ότι δεν τό είχε παραλάβει. Ό Μπου σίκωφ όμως δέν τήν πίστεψε. Καί άποφάσισε νά τήν
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
33
ξεφαρτωθή μια και καλή. Την μαχαίρωσε λοιπόν μέσα στο αυτοκίνητό του και την έγκστέλειψε στην οδό Μεντεά. Την ένόμιζε νεκρή. "Εκείνη όμως 6έν ήταν παρα τραυματισμένη καί φώναξε. Ό Βαλανιέ την ακούσε, ετρεξε νά την βοηθήση καί, εν συνεχεία, πήγε νά φωνάξη έναν αστυφύλακα. Αυτό τό διάστημα υπήρξε αρκετό για τον Αιθουανό, πού κατάλαβε αμέσως τί κίνδυνοι μπορούσαν νά προκυψουν από αυτή την άνάμιξι τής α στυνομίας, καί, χωρίς νά χάση καιρό, γύρισε, την πή ρε καί την μετέφερε στο σπίτι του. Στό δρόμο, ή Βάντα Ποντέφσκα πέθανε. "Ερριξε ένα βλέμμα στην Λίζα, πού έκλαιγε σιω πηλά, καί συνέχισε: —-Καταλαβαίνω πώς αυτή ή διήγησις σάς εΐνοα πο λύ οδυνηρή, δεσποινίς Γκωτιέ, άλλα είναι αναγκαία. "Ο ταν ό κ. Βαλανιέ σάς διηγήθηκε τό επεισόδιο τής νύ χτας καί αναγνώρισε τό 80μα, καταλάβατε αμέσως πώς ή αδελφή σας είχε πέσει θύμα των έμπορων αυτών τού θανάτου, όπως τό φοβόσαστε τόσον καιρό. Τρέξατε στον Μπουσίκωφ πού τον γνωρίζατε ήδη. Κι5 εκείνος είχε τον κυνισμό νά σάς όμολογήση την πράξι του. Δέν ε!ν" έτσι; Ή Αίζα κούνησε τό κεφάλι καταφατικά. —Τό χτύπημα του κουδουνιού, σάς εμπόδισε νά τον σκοτώσετε τήν ίδια εκείνη στιγμή. Ό Μπουσίκωφ σάς είπε νά βγήτε από τήν σκάλα τής υπηρεσίας. "Αντί ό μως νά τό κάνετε αυτό, κρυφθήκατε σ" ένα δωμάτιο. Είχατε μαζί σας αυτό εδώ τό περίστροφο. Ό ανακριτής έδειξε ένα περίστροφο ακουμπισμένο πάνω στό γραφείο του. —Μόλις έφυγε ό κ. Βαλανιέ, συνέχισε, βγήκατε α πό τό δωμάτιο, καί, πριν προλάβη ό Μπουσίκωφ νά άμυνθή η νά πή τίποτα, τον πυροβολήσατε δυο φορές στό στήθος, καί τόν^ σκοτώσατε. "Έτσι εκδικηθήκατε γιά τή δολοφονία τής αδελφής σας, τής οποίας βρή καμε τό πτώμα θαμμένο στό υπόγειο. Αυτή είναι ή αλήθεια. Ό Ζάν - Πιέρ, κατασυγκινημένος, σηκώθηκε καί πλη σίασε τήν Λίζα. —Πιστεύω, τραύλισε, πώς θά σέ άθωώσρυν. Είναι
34
ΤΟ
ΚΟΚΚΙΝΟ
ΤΡΙΦΥΛΛΙ
αδύνατον νά σε καταδικάσουν έπειδή έβγαλες άπδ τή μέση εκείνο τό κτήνος. Ό Βαλανιέ πήρε τά χέρια τής Αίζας μέσα στις χε ρούκλες του. -—"Οταν βγή ή άπόψασις, θά είμαι έκεϊ, τής ύποσχέθηκε. Και, βγαίνοντας από τό δικαστήριο, θά πά με... άν θέλης... Τον κυτταξε μέ μάτια πού έλαμπαν. —Πού θά πάμε; — Νά τυπώσουμε τις προσκλήσεις γιά τον γάμο μας, αγάπη μου!, τής απάντησε φιλώντας στην άκρη τά άσπρα δαχτυλάκια, πού ήσαν αιχμαλωτισμένα στις πελώριες παλάμες του... ΤΕΛΟΣ
Τό τέταρτο βιβλίο τής σειράς «ΤΟ ΜΑΤΙ», πού κυκλοφορεί την ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο :
είναι ένα σπάνιο αστυνομικό ανάγνωσμα 8ράο’εως, όπου ένας σιωπηλός καί βραδυκίνητος αστυνομικός αναγκάζει μια συμμορία κακούρ γων νά^ άλληλοεξοντωθή, συλλαμβάνει τον έ νοχο καί σώζει πολύτιμα έγγραφα από τά χέρια κατασκόπων, χωρίς αυτοί νά καταλάβουν πώς!
ΓΕΝΙ ΚΑ,I ΕΚΔΟΤΙ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο. Ε. Γραφεία: Λέκκα 22, * Αθήιναι.—Δημοσιογραφικός Διευθυντής: Στέλιος *Ανεμαδουράς — Οικονομικός Διευθυιντής: Γεώργιος Πεωργιάιδης.
«ΤΟ ΜΑΤΙ» ΒΙΒΛΙΟ 3
*/
ΤΑ
ΕΚΛΕΚΤΑ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟ ΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΊΌΝ ΜΙΑΣ ΣΟΒΑΡΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ο ΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Π0Ι0ΤΗΤ0Σ ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ΔΡΑΧΜΑΙ2 ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο.Ε. ΛΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΡΟΜΑΝΤΣΌ
Άπόδοσις :
ΠΑΝ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΑΟΥ
ο
Χέρφορτ μετακινήθηκε μέ προφύλαξι. Ή καθιστη στάσις τον κούραζε και ή υγρασία τού χορταριού "περ νούσε τά ρούχα του. —"Αν οι υπολογισμοί σου είναι σωστοί, δεν θά περιμέ νουμε πολύ άκοιμα, μουρμούρισε μέ δυσφορία. ιΟ Άκρόϋντ. που καθόταιν πάνω σέ μια πέτρα, π έταξε πέρα τό άποτσίγαρό του γιά ,νά κυττάξη τη:ν ωρα στο ρολόϊ «*Ν του χεριού του. —-Πέντε!, είπε. Σύμφωνα μέ τις πληροφορίες τού ράδιο-, φώνου, ό Ντάμερς πέρασε τά σύνορα τού Κολοράντο στις δώ δεκα καί μίση. (Είχε αναπτύξει διαβολεμένη ταχύτητα έτσι* πού πέρασε τρία μπλοικα των συνόδων χωρίς νά σταματηση. Άνσικάλυφαν αμως τά ϊχινη του πάλι στις τρεις τό άπόγευμα δυτικά άπό την πάλι Φοΐνιξ,.. Λοιπόν., άπό στιγιμη σέ στιγ μή μπορεί νά φανή. —,ΛΑν βέβαια καταδεχτή νά όδηγηση τη μοτοσυκίλέττα του σ’ αυτό τον παληάδροιμο. ^ -—Μην άνησυχης γι’ αυτό. Τόν ξέρω τον Ντάμερς. Τούς δρόμους αυτούς τούς έχει περάσει πολλές φορές και τούς
4
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
ξέρει σπιθαμη προς σπιθαμή. ΓΓ αυτόν, τό πέρασμα των συνόρων^ είναι ένας περίπατος. Θά μεταχειριστη, λοιπόν, αυτόν τό'ν παληόδρομο, γιά νά πέραση, τά σύνορα. Νά είσαι βέβαιος. Γι-οατΐ όμως νά βάλουνε έμάς νά τού φράξουμε τό πέρασμα; Τί νά γίνη οοφοΟ ό Μόουγικλαντ μάς έμπιστεύθηκε αύτϊτν την αποστολή; —-Τέλος πάντων! Είμαστε έτοιμοι νά τον υποδεχτούμε! Μέ μ;ά χειρονομία ό Χέρφορτ έδειξε πέρα στο δρόμο τη χοντρή άλυσίδα, που ένωνε τούς δυο στύλους των συνόρωιν κι5 εμπόδιζε τη δίοδο στα τροχοφόρα. —’Άν δεν είναι ^ αποφασισμένος ό Ντάμερς νά κάνη πάνω σ’ αυτό τό οδόφραγμα μια μεγαλοπρεπή τρόμπα μέ τη μηχανή του, τότε θά σταματηιση. ’Έτσι θά μπορέσουμε νά του φωνάξουμε από την κρυψώνα μας καί νά τον πανίβέφουμε. ’Άν άντισταθη, θά τού ρίξουμε. Απορώ δμως γιατί νά λείπουν οί^ τελωνοφύλς^ες από τη θέσι τους. —Λείπουν γιατί ό ΜόουγκΧαντ σκάρωσε έναν καυγά τρία χιλιόμετρα απ’ εδώ γιά νά τούς παοασυρη προς τά εκεί. "Ετσι 8ά έχουμε εξασφαλισμένη ησυχία γιά τρείς-τεσσερις ώρες. — Κρίμα! Θά μπορούσαν νά μάς βοηθήσουν σέ περίπτωσι πού θ’ άποτυγ χάναμε. —Οι προϊστάμενοί μας προτιμούν νά μλν ανακατευτούν επίσημες αρχές στη δουλειάς μας.^ —Σπουδαία δουλειά. Μιά άπλη κλοπή κοσμημάτων! —Άτ5 ό,τι άικσυισα, η βαλίτσα της λαίδης Ουάμπας δεν περιέχει μόνο κοσμήματα, άλλα καί κάτι άλλο... Φυ σικά αυτό λίγο μάς νοιάζει. 'Η δουλειά μας είναι νά βά λουμε χέρι σ’ αυτή τη βαλίτσα, πού έκλεψε ό Ντάμερς από κάποιο μέγαρο τού Αόγκ - Μ,πητς. Τά υπόλοιπα είναι δου λειά του Μόουγκλαντ. —Χαλά τά λες, μά γιατί ξεσηκώθηκαν 4Ομοσπονδιακοί Πράκτοοες γιά μιά άπλη κλοπή; —Αυτό σέ σκοτίζει; Δέν κάνεις τό σταυοό σο>> πού έ χουμε καί παρέα στο κυνήγι του Ντάμερς; Μην ξεχνάς πώς παίρνει μέρος καί ή συμμορία του Ράουντ - Μπίλ. Αυτό τό πληροφορηθηκα στο Έλ Πάσο, δπου συνάντησα την τελευ ταία Φορά τον Μόουγκλ αντ. -— 'Η συμμορία τού Ράουντ _ Μπίλ! Αυτό τό γουρούνι ξέρω πώς μπλέκει μόνο μέ κατασκοπείες καί άντ^ικατασκοπεΐες. Λες ή βαλίτσα νά περιέχη τίποτα σπουδαία έγγραΦα;
— Μάλλον. Πάντως ό Ράουντ - Μπίλ μπερδεύεται καί μέ διαμάντια. "Έτσι πάμε γιά διπλό στόχο. Γιά τόν Ντά μερς καί τό παχύδερμο τον Ράουντ - Μπίλ.
Τ'
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
5
-—- Ούτε συζήτησι γιά τον Ράουντ - Μπίλ. Δεν παίρνει ποτέ 6 ίδιος μέρος στις βρομοδουλειές, πού σκαρώνει. Του τό απαγορεύει τό πάχος του. Προτιμά νά μένη στο Σαν Φραντσίσκσ και νά άπολαιμβάνηι άνετα τά βρώιμικα πλούτηι του. —- Κανείς δεν ξέρει. Πάντως, αυτή τή φορά το παιχνί δι αξίζει τον κόπο. — "Έντουαρντ! Ποτέ τό μυαλό μου δεν είχε καλή φή μη. Μ’. έκτι,μούν κυρίως γιά τή σωματική μου δύναμι και τή δεξιοτεχνία μου στο χειρισμό τού περιστρόφου. Σήμε ρα όμως^ δεν χρειάζομαι καί πολλά γιά νά μπω στο νάηιμα αυτής τής υποθέσεως... Αυτή η λαίδη Ουάμπας, πού μεγά λωσε στην Κίνα, κατοικεί έπισήμως στο ΧόγκιΚόγκ σιέ ει ρηνικές περιόδους καί σέ πολεμικές στο Τόκιο. Αυτή, λοι πόν, ή κυρία έρχεται στο Λάγικ - Μπήτς τής ΚσλιΦόρνιας γιά νά πέραση δυο - τρεις μήνες. Μά τό Λόγκ - Μπήτς δεν απέχει καί πολύ από τή Νεβάδα οπού, όπως ξέρουμε, γί νονται σπουδαία πειράματα ατομικών βομβών. 'Η λαίδη Ουάμπας είναι μιά κοσμική κυρία, πού δέχεται στο μέγα ρό της πολλούς καί εκλεκτούς. Στολίζεται ,μέ πολύτιμα κο σμήματα, πού κάθε βράδι τ’ ασφαλίζει σέ μιά δερμάτινη βαλίτσα. 'Ο νεαρός, λοιπόν, Ντάμερς, αγνώστου έι8ΐν·ιικάτιντος, τά καταφέρνει καί προσλαμβάνεται στο προσωπικό του μεγάρου καί φροντίζει νά μήν χάνη διόλου άπό τά μά τια του τήν κυρία του. Μιά μέρα, ή λαίδη άναγγέλλει ότι άνοοχωρή γιά τήν "Άπω "Ανατολή. 'Ο Ντάμερς τότε δρά τό ίδιο βράδι κιόλας. Τρυπώνει στήν κρεβατοκάμαρα τής κυ ρίας, τήιν απειλεί μ" ένα δπλο,^ αρπάζει τή βαλίτσα. Τό σκάζει.. "Υστερα μάς σΐναστα χώνουν καί οργανώνεται τό άνθρωποκυνηγηιτό. Παράλληλα, ή βαλίτσα τής λαίδης Ου άμπας ενδιαφέρει καί τό Ράουντ - Μπίλ. πού στέλνει επί τόπου τούς συμμορίτες του. Ξεφεύγει όμως καί άπό αυτούς καί τώρα 6 φουκαράς ό Ντάμερς, κυνηγημένος, βρίσκεται ανάμεσα σέ δυο Φωτιές. — Συγχαρητήρια! 'Ωραΐα τά είπες. Ξέρεις άμως ποιος είναι ό Ντάμερς; — "Οχι. ^ β λ -— Κάποιος πού έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες. τον περασμένο χρόνο μέ μιά ομάδα προσφύγων. Προερχόταν μάλλον άπό μιά πόλι τής "Ανατολικής Γερμανίας. Τον έλε γαν Κέσερλιγκ. Φυσικά άλλαξε τ’ όνομά του καί τό έκανε Ντάμερς. -—- Συμφωνώ μαζί σου. Ή βοολίτσα τής λαίδης είχε, έκΐός άπό τά κοσμήματα, καί κάποιο μεγάλο λαυράκι, προ ορισμένο “'ΐά τήν Κίνα. Μά μπήκαν στ ή μέση άλλοι μυστι
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
6
κοί
πράικτορες... "Έγγραφα! Μυστικά έγγραφα κυνηγάμε! 'Η σιωπή μεταξύ τους απλώθηκε ξανά. 'Ο Άκρόϋντ ά ναψε δεύτερο τσιγάρο καί κύτταξε τον ήλιο πού έδυε. — ’Έντουαρντ! Ποιο είναι αυτό το σττίτι πού βρίσκε" ται από το άλλο μέρος των συνόρων, στην άκρη τοΰ μικρού δάσους; 'Ο Άκρόϋντ ύψωσε τους ωμούς. —Παλιά έγκαταλελειμμένη κατοικία. Χρόνια τή βλέπω με κλειστά παράθυρα καί πόρτες. Φαίνεται πώς εκείνος πού τό εφτιασε βαρέ,θηικε τή μοναξιά κΤ έφυγε... Γελάστηκε όμως. Γιατί δεν πρόλαβε νά τελειώση, τή Φράσι του κΓ άνοιξε ένα παράθυρο καί στο περβάζι του άκούμπιησε ή σιλουέττα μιας χαριτωμένης κοπέλλας, ένώ ό α γέρας τής κυμάτιζε τά καστανά μαλλιά. — Μπά!, φώναξε ό Αικ,ρόϋντ. — Κούκλα, τραύλισε ό Χέρφορτ με θαυμασμό. — "Άλλος μπελάς κΓ αυτή! Καλύτερα νά κρυφτούμε νά μ ή μάς άντιληιφθή! Άποτραβήχτηκαν αθόρυβα καί κρύφτηκαν πίσω από θά μνους. 'Ο ήλιος είχε κρυφέι πίσω από τό βουνό τό μισό Φωτεινό του δίσκο καί σέ μια ώρα τό σκοτάδι θ" απλωνόταν σέ δλη τήν περιοχή. Ή άγνωστη τοΰ έγκαταλελειμμένου σπιτιού έίμενε ακίνητη στήν ίδια στάσι. — Θά είναι ρομαντική, ψιθύρισε ό Χέρφορτ... Άν δεν είχα υπηρεσία, θά έτρεχα κοντά της ν5 άπολαυσω τή δυσι τοΰ ήλίου... — Λες νά βγήκε νά δη τή δυσι ή τίποτ' άλλο; — Τί άλλο; — "Εκείνο πού περιμένουμε νά δούμε κΓ εμεΐς μιά ώρα τώρα. — Αές; — Δέιν ξέρω... "Ολα είναι πιθανά!
ο
δυο άντρες σώπασαν κΓ άφουγκράστηκαν, Πήρα από τήν κοιλάδα άκουγόταν ό ήχος ένός μοτέρ πού άγκομαχούσε. Πλησίασαν στό δημόσιο δρόμο κοίλυπτάμ®νοι πάντοτε από τά δέντρα. Αέν βρίσκονταν μβοκρυά 4πτ· τήν
Μυσίδα των συνόδων.
ΞΑΝΘΟΙ ΣΑΤΑΝΑΣ
/;
"Ενας κράτος τούς έκανε νά στραφούν. Ή καστανουλα μάς έκλείσε κατάμουτρα τά παραθυρό φυλλα!. είπε 6 Άκρόϋντ. 'Ο σύντροφός του σηκώθηκε στις μύτες των παπουτσιών του για νά δη καλύτερα τό σπίτι άνάμεσα άπό τά φυλλώμα τα των δέντρων. — Περίεργο!, είπε. Μόνο το ένα παραθυρόφυλλο εκλεισε. Το άλλο άκουμπά ακόμα άνοιχτό στον τοίχο. Ό Άκρόϋντ είχε ξαπλώσει στη ρηιχη τάφρο κι* εβγαζε το περίστροφό . του... Τό ίδιο έκανε, ευθύς αμέσως, και ό σύντροφός του. Τώρα ή προσοχή καί των δυο δταν στραμμέ νη στη λουρίδα του δρόμου πού ξετυλιγόταν μπροστά τους. Δυνατές έξατμησεις του μοτέρ μιας μοτοσυκλέττας ολο ένα καί πλησίαζαν σέ κανονικό ρυθμό. Ξαφνικά, ξεχώρισαν μακρυά μια αντρική σιλουέττα. σκυμμένη πάνω στη μηχα νή της. ιΟ Ντάμερς είχε περάσει πια τίς επικίνδυνες στρο φές του δρόμου. Είχε περάσει τη δύσκολη άνηιφοριά. 'Ο δρό μος ανοιγόταν μπροστά του ομαλός κι* έδωσε στη μηχανή του ίλιγγιώδη ταχύτητα. — Τό βλάκα!, γρόλλισε ό Χέρφορτ. Θά σπάση τά μού τρα του στη χοντρή ^ αλυσίδα —- Μόλις πλησιάση εκατό μέτρα άπό το οδόφραγμα θά τοΰ βγω μπροστά καί θά του φωνάξω γιά τόν κίνδυνο... Θά πυροβολήσω καί στόν αέρα. — Δέιν θά σέ πι,στέψη η δέ θά σέ καταλάβη κι’ όταν διακο ίνη, την αλυσίδα στο μισοσκόταδο 8ά είναι πολύ αργά. Σέ λίγα δευτερόλεπτα ό μοτοσυκλετιστης θά περνούσε μπροστά άπό τούς δυο άντρες. 'Ο Άκρόϋντ άφησε μιά κραυγή έκπληξεως καί λύσσας. 'Ο Χέρφορτ μιά φοβερή βλαστήμια. Στο σούρουπο, φώτισαν τό μέρος μικρές λάμψεις κι* ε πακολούθησαν ξεροί κρότοι πυροβολισμών. 'Η ξαφνική έπίθεσις των αγνώστων σημείωσε επιτυχία. 'Η μοτοσυκλέττα έχασε την ισορροπία της καί μέ τον άναβάτη της παραξέκλινε καί χάθηκε πέφτοντας στο άντικρυνό χαντάκι όπου άκούστηκε ένας τρομακτικός κρότος. 'Ο Χέρφορτ καί ό Άκρόϋντ έτρεξαν προς τό μέρος του δυστυχήματος.^ — Τον πέτυχαν πριν άπό μάς!, είπε λαχανιάζοντας ό Χέρφορτ. ^Ησαν κρυμμένοι έκατό μέτρα μακρυά μας καί δεν είχαμε πάρει εϊδησι! Τό νου σου, 'Έντουαρντ \ Μη σου φυ τέψουν καί σένα καμμιά σφαίρα στό κεφάλι, έτσι πού προ χωρείς άπρόσεκτα. Νά μιά σκιά πού πλησιάζει! — Αντί νά φλύαρης, σηκω καί ρίξε της δυο - τρεις τΗ* ♦τολιές!
ΗΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ 4 Ο Χέρφορτ βρήκε σωστή την υπόδειξι. Σηκώθηκε και πυροβόλησε τις ύποπτες σκιές. Καμμιά άντίδρασις. Πλη σίασαν την τσακισμένη μοτοσυκλεττα. Εΐχε πέσει μέ δύναμι καί, πάταγο πάινω ο5 έναν χοντρό κορμό δέντρου καί εΐχε μεταβληθή σ’ έναν σωρό παλιοσίδερα. Κύτταξαν γύρω μή πως βρουν την πολύτιμη βαλίτσα, αλλά δεν την βρήκαν. — Την πήραν! λ— Την πήρε να λες. Γιατί θαρρώ πώς ήταν μόνον ένας. Πού νά βρίσκεται όμως ό Ντάμερς; Βρήκαν σέ λίγο τό πτώμα του τσακισμένο. Τό κρανίο του εΐχε συνθλιβή καί μόλις άνάπνεε. ■— "Αφησε τον αυτόν !, αναστέναξε ό Χέρφορτ. "Ας μην χάνουμε καιρό. "Ας κυττάξαυμε για τή βαλίτσα. -— Ψάξε νά την βρής έσυ! Έιγώ θά τρέξω νά βρώ τά ίχνη του φιλαράκου πού μάς πρόλαβε. ιΟ Άκροϋντ απομακρύνθηκε λίγο, έξερευνώντας τό έδα φος. Σ5 ένα σημείο τό χορτάρι ήβ’οον πατημένο καί, ψάχνον τας εκεί πιο προσεκτικά, βρήκε μερικούς κάλυκες σφαιρών. Τούς έξήτσσε. —- Περίεργο!, μουρμούρισε. Αυτοί οι κάλυκες έχουν ξέ νη προέλευσι. Έν τούτο ις,^οί άνθρωποι τού Ράουντ - Μπίλ δεν μεταχειρίζονται ξένα όπλα. "Εσκυψε νά έξετάση στο έδαφος τις πατημασιές τού άγνωστου. Βρήκε μιά καθαρή ■ πατημασιά του καί μετέφερε τό σχήμα της πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί·, πού τό πίεσε στην αρχή πάνω στο ίχνος καί κατόπιν τό μολύβωσε. Άκολρύθησε την κατεύθυνσι καί τών άλλων πατημασιών καί εί δε οτι χάνονταν στο δάσος. Κομμάτια λάσπης πάνω στον σκληρό δρόμο έδειχναν ότι ό άγνωστος εΐχε έρχει στον τόπο τής ληστείας από βαλτώδες μέρος.^ ’Επιστρέφοντας, ό Άκρόύντ ξαναβρήκε εύκολα τά ίχνη τών βημάτων. Αυτά τώρα κ απευθύνονταν προς τό μέρος όπου εΐχε πέσει ό Ντάμερς. Ξαφνικά όμως έμεινε ακίνητος. Οί πατημασιές συναντούσαν άλλες πατημασιές πού προέρχονταν από τήν καρδιά του δά σους. Στ* άντρίκια βήματα ανακατεύονταν καί τά βήματα μιας γυναίκας, πού εΐχαν άφίσει πάνω στο τρυφερό χορτάρι τά ίχνη κομψών γυναικείων παπουτσιών. Ό αστυνομικός σκέφτηκε πώς άπήχε μόνον πενήντα μέ τρα από τό μέρος όπου εΐχε αφήσει τον Χέρφορτ. ’ Αποφά σισε νά πάη κοντά του γιά νά τον ρωτήση άν οί δικές του •έρευνες έλυναν αυτό τό νέο αίνιγμα. Ξανάβρε τό πτώμα του Ντάμερς και συνέχισε τό δρόμο του Υΐά νά συνάντηση τον συνεργάτη του. Τριγύριζε όμως στο σκοτάδι, πού είχε πέσει στο μεταξύ, χωοίς νά μποοή νά τον βρή. Τέλος, ανησύχησε καί άρχισε νά τον Φωνάζη.
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
9
Κανείς όμως δεν τού άπαντούσε. Μέ τό περίστροφο στο χέρι ό ’Ακράϋντ άρχισε νά ψάχνη στους θάμνους καί σέ κάθε α νωμαλία του εδάφους. Τό σκοτάδι του δυσκόλευε, φυσικά, την ερευνά. Σέ λίγο χωρίς νά τό περιμένη, σκόνταψε πάνω σ5 ένα ξαπλωμένο σώμα. τΗταν ό Χέρφορτ! 'Ο σύντροφός του τότε άνύοσηκώθηκε μέ κόπο στο ένα γόνατό του καί πιά στηκε από τό πανταλόνι του αστυνομικού. 'Ο Άκρόϋντ έρριξε τό φώς του ηλεκτρικού του φαναριού στο πρόσωπο του βοηθού του. Τό πουκάμισό του ήταν ματωμένο, ενώ ένα μουγγρητό έβγαινε άπό τό στήθος του. Ζούσε. 'Ο ’Ακρόϋντ χαμογέλασε. — Σέ εΐχα για νεκρό, ψιθύρισε. Άπό την πίσω τσέπη τού πανταλονιού έβγαλε τό πλακέ μπουκάλι μέ τό τζίν καί- τού έδωσε νά πιή λίγο.
ο
Χέρφορτ συνήλθε καί άνακάθησε στο έδαφος. ’Έφειρε τό χέρι του στο κεφάλι καί-ό πόνος πού ένοιωσε τον έκανε ν5 άφήση μια βλαστήμια. Τά μάτια του στυλώθηκαν στο φίλο του. Συνήλθε άπό τό χτύπημα καί θυμήθηκε. — Τζεΐμς! Παρά λίγο νά μέ ξεκάνουν αυτά τά γου ρούνια! — Πόσοι ήσαν; — Τουλάχιστον δύο... Στην άρχή διέκρινο: νά μέ πλησιάζη έκείνη ή γνωστή σκιά, πού μ* έκανε νά τις ρίξω τούς δυο πυροβολισμούς. 'Ο άλλος έρχόταν άπό πίσω μου ανά λαφρα καί δεν πρόλαβα νά τον δώ. Μέ χτύπησε άπό πίσω στο κεφάλι καί μ* έρριξε αναίσθητο. — ’Έ, λοιπόν, αυτός ό άλλος ήταν μια γυναίκα! Τό ξέρω άπό τις πατημασιές της που άνακάλυψα στο χορτάρι. Γι' αυτό τό λόγο βρίσκεσαι στη ζωή. Σέ χτύπησε τό άδύνατο χέρι μιας γυναίκας. Πώς αισθάνεσαι τώρα; — Πολύ καλύτερα! θά σηκωθώ ορθιος, μά τό κεφάλι μου πονά άικόμη. Βγήκαν άπό το δάσος καί στάθηκαν στο βρό,μο, δέκα βήματα μσκρυά άπό τό πτώμα του Ντάμερς.
10
ΞΑΝΘΟΙ ΣΑΤΑΝΑΣ
ιΕίχε πια νυχτώνει για καλά. "Ενα μισοφέγγαρο ανέβαινε στον ουρανό προβάλλοντας τη. φωτεινή σιλουέττα του στον ορίζοντα. Πεντακόσια μέτρα μακ,ρυά, πέρα από τους δυο στύλους των συνόρων., τό έγκαταλελειμμένα σπίτι σχημάτιζε μέ τόν όγκο του μια ξεχωριστή σκιά, πιο μαύρη. Τό μισοανοιγμένο όμως παράρυθό του ήταν φωτισμένο. Ή γυναικεία σιλουέττα, που είχαν παρατηρήσει λίγα λεπτά πιρίν, βρι σκόταν ακόμη στο παράθυρο., μέσα στο φωτισμένο τετράγω νό του. — 'Η ωραία μας εξακολουθεί νά κάθεται στο παράθυ ρο, παρατήρησε ειρωνικά ό Άκρόϋντ. Φαίνεται ότι τα θεα ματικά γεγονότα την ενδιαφέρουν, γιατί βλέπω τό κεφάλι της στραμμένο πάντα προς τό μέρος μας. — Δεν ξέρω τί την ενδιαφέρει που μάς κυττάζει. πάντωο δεν πιστεύω νά κατέβηκε από εκεί πού βρίσκεται καί νά ήρθε νά μέ χτύπησε. Δεν θά είχε άλλωστε τόν καιρό. Ναρθη, νά μέ χτυπήση καί νά πάη ξανά νά σταθή στο πα ράθυρο. "Ισως νά την ένδιαφέρη όμως ή περιπετειά μας. Δι άβολε! "Ακούσε τόσους πυροβολισμούς. — "Ας πιστέψουμε, είπε ό Άκρόϋντ κουνώντας τό κε φάλι, πώς δέν είχε τόν καιρό νά πάρη μέρος στην έπίθεσι των άγνωστων. Οι δυο άντρες διέκοψαν τη συζητησί τους. Είχαν άκούσει κάποιον ήχο καί τέντωσαν τά κεφάλια τους για νά δουν καί ν3 ακούσουν καλύτερα. — Μοιάζει μέ ήχο αυτοκίνητου που παίρνει άργά στρο φή, ψιθύρισε ό Άκρόϋντ. — 'Ο χάρτης δείχνει πώς κάπου κοντά υπάρχει καρρόδρομος πού οδηγεί πέρα στά Μεξικανικά σύνορα. Νά! Κάτι διακρίνω στό σκοτάδι. "Ας τρέξουμε νά ρίξουμε μιά ματιά. Διέσχισαν τρέχοντας τό δάσος, βγήκαν σ’ ένα δρομάκο καί βρέθηκαν μπροστά σέ μιά^ έτοιμόρροπη αγροικία. 'Η μεγάλη έξώποιρτα του κήπου ήταν ανοιχτή. Μέ τό φα νάρι, ό Άκρόϋντ φώτισε τό περιβάλλον. Τίποτε πού νά τούς ένδιαφέρη. — Τό μέρος είναι έρημο1, είπε ό Χέρφορτ. Τό αμάξι ό μως; Που πήγε τό αμάξι; — Καλύτερα νά κυττάξουμε στό έδαφος. Εκεί θά βρού με ίχνη. Νά! Νωπά ίχνη ρόδας αυτοκινήτου. Οι δολοφόνοι τού Ντάμερς μάς ξέφυγαν. Είχαν αφήσει κάπου έδώ κοντά καμουφλαρισμένο, τό αυτοκίνητό τους για νά τό πάρουν καί νά φύγουν, άφου έπαιρναν πρώτα τή βαλίτσα. 'Ο Χέρφορτ ξερόβηξε για νά χαθαρίση ή φωνή του. Αυ τό ήταν σημάδι ότι ή περιπέτεια αυτή τόν είχε συγκινηισει
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
11
πολύ. Τα μάτια του προσπαθούσαν νά τρυπησουν τό σκο τάδι, πού επικρατούσε σ’ ένα υπόστεγο. — Τζέϊμς! Φώτισε λίγο εδώ. Θαρρώ πώς βλέπω... πό δια. — Τί; — Τά πόδια κάποιου. Μα άν κρίνω από τη 8έσι πού έ χουν, έκεΐνος που τά έχει βρίσκεται σέ άσχημη κατάστασι. Αρπαξε τό μπράτσο τού συντρόφου του για νά κατευ θύνη προς τό μέρος πού ήθελε τό φώς του φαναριού του. Σταμάτησαν^ κι’ οί &υό ακίνητοι μπροστά στο σώμα ενός άντρα, πού ήταν πεσμένο μπρούμυτα στο έδαφος. Άπό κά τω του είδαν μια μικρή λίμνη αίματος καί άπό την πλάτη του εξείχε ή λαβή ένός μαχαιριού. 'Ο Άκρόϋντ έσκυψε καί γύρισε πλά'ί τό σώμα τού χτυ πημένου. Τό αΐ,μα ήταν ακόμη ζεστό. Τά πόδια του παρου σίαζαν ακόμη κάποια εύλυγισία, μά τά μάτια του έμεναν όνο ι χτ ά, άπλ ανή. γυάλ ι ν α. — Είναι νεκρός, συμπέρανε 6 άστυνοιμικός. Μόλις τώρα όμως έφαγε τη μαχαιριά. Τόν γνωρίζεις; — ’Όχι. Δεν ανήκει στη συμμορία τού Ράουντ - Μπίλ. Τό πρόσωπό του μού είναι· άγνωστο. ’Εκεΐ κοντά βρισκόταν μια πέτρα. 'Ο Χέρφορτ την πλη σίασε κι* άκούμπησε σ’ αυτή τό κεφάλι τού νεκρού. — Τζέ'ϋμς! Αρχίζω νά μην καταλαβαίνω τί γίνεται. ’Έδώ οι σκοτωμένοι διαδέχονται 6 ένας τόιν άλλο. —· ’Ίσως τό αμάξι πού απομακρύνεται νά μάς δώση την έξήγησι. — Τώρα πιά 8ά βρίσκεται πολύ μακρυά, —· Δέν τό πιστεύω. (0 δρόμος είναι άθλιος καί κάνει μιά πολύ μεγάλη στροφή πριν βγή στο μεγάλο δρόμο καί. μ’ αυτό τό σκοτάδι, ό οδηγός του 8ά πρέπει νά προχωρή σιγά ικαί προσεκτικά. ’Έλα! Άς τρέξουμε! Θά τό προλάβουμε πριν πεοάση τά σύνορα. Οι δυο αστυνομικοί άφησαν την ερειπωμένη άγιρονκία γιά νά καταδιώξουν τό αυτοκίνητο οδηγούμενοι στην προσπάθειά τους αυτή άπό τόν ήχο τού μστέρ. Φτάνοντας σέ μιά στροφή, βρέθηκαν κοντά σ’ ένα ρηχό ποταμάκι. *Η περιο χή στο μέρος αυτό ήταν ανοιχτή καί ακάλυπτη καί φωτιζό ταν άπό τό φεγγάρι. Έικεϊ παρατήρησαν τό αύτο.κίνηιτ3& πού άγων ι θύσε νά προ χω ρήση καί ν’ άποιμακρυνθή άπό τό μέρος εκείνο πού ή ταν όλο λάσπη. Σκυμ,μένη πάνω στο βολάν, διέκριναν μιά γυναίκα. — Αυτή τή Φορά ή αμορφούλα μας δέν είναι καστανή, άλλα ξανθιά, είπε 6 ’Ακρόύντ.
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ — Και φαίνεται πώς δέν τά καταφέρνει στο σωφάρισμα, ψιθύρισε 6 Χέρφο,ρτ χουφτώνοντας νευρικά τό περί στροφό του. Στράφηκε κατόπιν στον Άκρόΰντ και ρώτησε: — Νά πυροβολήσω; — Στα λάστιχα. ^ 'Ό Χέρφορτ έτοιμάστηκε νά τραβηξη την σκανδάλη. Τον έιμπάδισε όμως 6 σύντροφός του μέ μια απότομη χειρονο μία. — Περίμενε!, τον διέταξε. "Εχουμε^ τον καιρό νά την σταματήσουμε. Κυτταξε καλύτερα νά δής τί συμβαίνει σ5 έ,κεΐνο τό^ σπίτι. 'Ο Χέρφορτ κατέβασε τό χέρι του και κυτταξε.
Α
„=
σπιτιοΟ , „
λουέττα της καστανής γυναίκας είχε έξαφανιστη απότομα και τό φώς ε,σβυσε. Ή ανταύγεια όμως τού φεγγαριού ^ταν αρκετή ώστε νά μπορέσουν οι δυο άαπυνομιικοΐ νά διακρί νουν ξανά τη σιλουέττα της νέας γυναίκας* που έρχόταν νά ξαναπάρη τη θέσι της στο παράθυρο μέ προφύλαξή Στήρι ξε στο περβάζι ένα μακρύ αντικείμενο πού κρατούσε και περίμενε. ^ 'Ο Χέρφορτ σφύριξε έλαφρά. —- Καραμπίνα^ κρατάει!, ψιθύρισε... Θαρρώ πώς θά έ χουμε πανηγύρι σέ λίγα^ λεπτά. ^ Ή καστ ανή θά τά βάλη μέ τη ν ξανθειά καί μ εις θά πα ρακολουθήσουμε τό γυναικοκαβγά άπό τό θεωρείο μας. -Στράφηκε στον ’Ακρόϋντ. — Τί θά κάνουμε άν συμπλακουν οί δυο καλλονές; -— "Ας άφησουμε νά εξελιχθούν μόνα τους τά γεγονό τα. 'Ο αντικειμενικός μας σκοπός είναι ή βαλίτσα της λαί
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ δης Ουάμπτας. "Οσο γι! αυτές τις γυναίκες, αν έχουν νά κανονίσουν κανένα λογαριασμό μεταξύ τους ας τον κανονί σουν. — Κατάλαβα. Κι5 εσύ; Τί 0ά κάνης; — Θά πάω νά κρυφτώ κοντά και έξω οπτό τη βίλλα της καστανής για νά έπέμβω μόλις παραστη ανάγκη. Έσυ θά πας νά σταθης αντίκρυ, στο δημόσιο δρόμο. *0 Χέρφορτ βγήκε άπό την κρυψώνα του καί. σκυφτός, προχώρησε προς την κατεύθυνσι, που ^του εΐχε υποδείξει ό σύντροφός του. Παρ’ δλο τό βάρος του σώματός του. βάδι ζε χωρίς νά κάνη τον παραμικρό θόρυβο χρησιμοποιώντας τις σκιές τού άνωιμάλου εδάφους. *Αμέσως ό *Ακρόϋντ τον έχασε άπό τά μάτια του καί άρχισε έπειτα, κι’ εκείνος νά τρέχη μέ τη^ σειρά του ποός την κατεύθυνσι του μυστηριώ δους σπιτιού. Στον καρρόδρομο τό αυτοκίνητο, αφού ξεκόλλησε άπό τις λάσπες της όχθης, συνέχιζε σιγά τό δρόμο του στο στρι φογυριστό καί ανώμαλο μονοπάτι. 4Ο Χέρφορτ έφτασε στό παρατηρητήριο, που τού είχε υ ποδείξει ό ’Αίκρόϋντ καί που βρισκόταν αντίκρυ άπό -τό ανοικτό παράθυρο, όπου παραμόνευε καστανή μέ την κα ραμπίνα προτεταμένη. Φαινόταν πώς ίιταν γονατισμένη, μέ την κάννη τού δπλοιυ της προς την κατεύθυνσί' τού αυτακίνη του. 4Ο ομοσπονδιακός πράκτωρ Χέρφορτ άκουγε τόν ρογχο τού μοτέρ τού αυτοκίνητου, που έπαιρνε τώρα την ανηφόρια τού μονοπατιού για νά φτάση στό δημόσιο δρόμο καί άπό εκεί ν* άναπτύξη την κανονική του ταχύτητα καί νά έξαφανιστη. Εννοείται, τό κορμάτι τού δημόσιου δρόμου πού θ’ άκόλουθοΰσε τό αυτοκίνητο περνούσε ανάμεσα στην καστανή μέ την άπειλητικη καραμπίνα καί σ* ο:ύτόν. 'Ο Χέρφορτ τρά βηξε τό περίστροφό του. "Έπρεπε μ5 έναν έξυπνο τρόπο νά έμποδίση τη δολοφονία. Κατόπιν νά όρμήση έπάνω στό αυ τοκίνητο, νά έξουδετερώση την άλλη γυναί'κα —την ξανθή —- πού τό ώδηγούσε τόσο άδέξια καί νά της πάρη την βα λίτσα πού άσφαλώς θά την εΐχε μαζί της. ΓΓ αυτό ί^ταν βέ βαιος. Δεν χωρούσε άμφίβολία ότι τη βαλίτσα καραδοκούσε νά πάρη ό άλλος θηλυκός διάβολος μέ την καραμπίνα. Κι* άν παρουσιαζόταν κανένα απρόοπτο, έκεΐ κάπου κρυμμένος βρισκόταν καί ό *Ακρόϋντ πού θά έπενέβαινε. Τό αυτοκίνητο έφτασε στό δηιμόσιο δρόμο κι* έστριψε πρός τό μέρος του. *0 Χέρφορτ ύψωσε τ* ώπλισμένο χέρι του καί κότταξε νά διακρίνη καλύτερα στό σκοτάδι. — *Ακάμα πενήντα μέτρα καί πυροβολώ, ψιθύρισε ένώ τό δάχτυλό του άκουμπούσε σιγά, σιγά στην σκανδάλη.
14
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
Δεν πυροβόλησε όμως. Γιατί συνέβη ένα απροσδόκητο γεγονός πού τον άφησε άναυδο. 5Αϊτό την αντίθετη μεριά του δημόσιου δρόμου φάνηκε ένα άλλο αυτοκίνητο, πού ερχόταν μέ ταχύτητα και κατ’ επάνω σ’ εκείνο που «οδηγούσε ή ξανθή γυναίκα. Πλησίαζε γοργά. Εΐχε ανάψει τούς δυνατούς προ βολείς και φώτιζε τό δρόιμο καί τό αυτοκίνητο —ττσύ φαί νεται να είχε μοναδικό στοίχο— καθώς καί όλο τό τοπίο. 4 Ο σωιματώδης αστυνομικός άποκάλυπτε έτσι την παρουσία του χωρίς νά τό Βέλη στα μάτια όλων, γιατί οι προβολείς είχαν πέσει επάνω του. 4Ο Χέρφορτ βλαστήμησε για την ατυχία του κι’ έπεσε ιμπρούμυτα στο έδαφος., γιατί τη στιγμή εκείνη ακούστη καν δυο πυροβολισμοί κι’ ένα κλαδί έσπασε πάνω από τό κεφάλι του. Άπό τη στάσι πού βρισκόταν καί χάρις στο εκτυφλω τικό φως. ό άστυνοίμικός είδε τό αυτοκίνητο της ξανθής γυ ναίκας νά Φτάνη στο ϋψος τού άντικρυνοΟ σπιτιού. ’Άκουσε τότε τρεις ξερούς πυροβολισμούς., ίδιους μ’ εκείνους πού θά προκαλούσε τό δικό του περίστροφο. Τό αυτοκίνητο έκανε μιά έντυπωσιακη καί απότομη στροφή καί κατόπιν συνετρίβη πάνω στον κορμό μιας μεγάλης βελανιδιάς, λίγα μέτρα μακρυά τσυ. 'Ο Χέρφορτ ζάρωσε στο έδαφος κι* έκρυψε τό πρόσωπό του Υΐά νά μην τον τραυματίσουν τά τζάμια πού τινάχτηκαν κοντά του. Την ίδια στιγμή ακούσε τό άλλο αυ τοκίνητο, πού είχε προσπεράσει μέ μεγάλη ταχύτητα, νά φρενάρη απότομα διακόσια μέτρα πιο πέρα. 4Ο αστυνομι κός άνασηικώθηικε καί κύτταξε μέ προφύλαξι. Ανάμεσα στα συντρίμμια τού αυτοκίνητου ξεχώριζε κάποια σκιά πού κου νιόταν.
0 Χέρφοιρτ σηκώθηκε κι* έτρεξε προς τό
μέρος
της σκιάς. Έκεΐ διαπίστωσε πώς βρισκόταν αντίκρυ στην μυστηριώδη κάτοικο τού σπιτιού., πού είχε έγκοπαλείψει τό πόστο της τάχια γιά νά βοηιθήση την άλλη γυναίκα, πού κειτόταν τραυματισμένη κι* ίσως καί^ νεκρή. *'Εδειχνε μιά προσποιη,μένη ανησυχία γιά τό δυστύχημα. — Καλησπέρα, δεσποινίς, γρύλλισε ό Χέρφορτ. Βλέπω πολλές Φασαρίες άπόψε στη γειτονιά σας.
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
15
— 3Αφήστε τις κουβέντες κιαί ας βοηθήσουμε νά βγά λουμε άπό τη θέσι της την άτυχη γυναίκα. —- Θα κάνω ο,τι μου πήτε για νά σάς φανώ ευχάριστος ...αφού δέν κρατάτε την καραμπίνσ σας. Σάς είδα που πυ ροβολήσατε καί παραλίγο νά μέ πετύχετε. ^— ”Α! Εσείς εϊσαΐστε; Είδα., ξέρετε., μιά ύποπτη σκιά καί πυροβόλησα. Βρίσκομαι μόνη σ’ αυτό τό έρημο σπίτι κι’ υστέρα από τό κακό πού είχε προηγηιθη καί τούς τόσους πυροβολισμούς πού έπεσαν., νόμισα πώς ήσαστε κάποιος λη στής πού έρχόταν νά μου κάνη κακό. — Ευχαριστώ γιά τις πληροφορίες!... Πιάστε την από τούς ώμους. Έγώ θά προσπαθήσω νά την ξεσφηΐνώσω. — Μην κάνετε τον κόπο. Μπορώ νά βγώ μόνη μου από έδώ μέσα; Το Βύμα σνασηκωνόταν στη θέσι του., ενώ καί η άλλη γυναίκα καί 6 Χέρφορτ έμεναν κατάπληκτοι. Στην ανταύ γεια τής ανοιχτής καί φωτισμένης πόρτας τού κοντινού σπιτιού φαινόταν κάτωχρη. — Λοιπόν!... είπε ό Χέρφορτ μέ θαυμασμό. Βλέπω εί σαι τυχερή. Αυτή περιωρίσπηκε νά σηκωθή όρθια χωρίς νά τού απάν τηση, Τού προετοίμαζε όμως μιά καλύτερη άπάντπσι. γιατί μέ μιάς σήκωσε τό δεξιό της πόδι καί του κατάφερε μέ τό παπούτσι της ενα γερό χτύπημα στο σαγόνι. — Πάρτη,ν, βρωιμιάρη αστυνομικέ! Σου αξίζει! Γιά δεύτερη Φορά τό Υδιο βράδυ, ό σωματώδης Χέρφορτ έπεφτε νόκ - άουτ από μιά γυναίκα. Μόλις σύντροφος του Άκρόϋντ έπεσε χάμω αναίσθη τος, ή νεαρή γυναίκα έσκυψε γιά νά μαζέψη μιά βαλίτσα καί νά τήν δώση στην άλλη γυναίκα. — Απόψε, Μπέτυ, δλα πηγαίνουν ανάποδα! "Ολοι οί ομοσπονδιακοί πράκτορες βρίσκονται από πίσω μας... Πά ρε αυτό κΓ έξοοφανίσου. Έγώ θά πάρω άλλον δρόμο. — Κι’ ό Τζών; — Τον σκότωσε ένα από αυτά τά γουρούνια πού μάς καταδιώκουν. Τού έμπηξαν ενα μαχαίρι στην πλάτη. Εκείνη πού άκουγε στ* όνομα Μπέτυ πήρε τή βαλίτσα καί διέσχισε ζωηρά τό δρόμο γιά νά μπή μέσα στό σπίτι. Ή ξανθή γυναίκα τήν παρακολούθησε^ μ* ένα ειρωνικό βλέμ μα. "Υστερα, ψάχνοντας κάτω από τό κάθισμά της. τράβη ξε μιά δεύτερη βαλίτσα, εντελώς όμοια μέ τήν πρώτη., πή δησε στό έδαφος καί απομακρύνθηκε προς τήν αντίθετη κατεύθυνσι. ■^Ηταν καιρός. Γιαττϊ γρήγορα βήματα ακούστηκαν στό άοόμο καί άιμέσως Φάνηκε ό Άκοόύντ. Τον συνώδευε ένα ά
16
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
τομο, ψηλού αναστήματος, πού τά ρούχα του ήσαν πολύ Φαοδειά επάνω του. — ,Δέν βλέπω τον Χέρφορτ... ειιτε 6 Άκρόϋντ. Φοβούμαι ότι Φτάσατε πολύ αργά., κύριε Μόουγκλαντ! 'Ο άλλος ερριξε ένα Θλιβερό βλέμμα στο καιτεστραμμέ νο αυτοκίνητο και στα πέριξ. — Πάντοτε^ ριψοκινδυνεύετε εντελώς άσκοπα, παρατήρη σε αυστηρά υψώνοντας τούς ώμους του. 'Η απροσεξία σάς έχει γίνει μια άρρωστε! α χειρότερη κι* από την άρρωστε ία του στομαχιού μου. Μπορούμε ωστόσο νά ερευνήσουμε γύ ρω για νά τον ^βρούμε. ^Αλλωστε, πρέπει νά ψάξουμε γιατί μπορεί νά βρούμε και τον οδηγό αυτού τού αυτοκίνητου. Ασφαλώς θά έχη μαζί^ του τη βαλίτσα πού μετέφερε. Ποτέ ό 5Ακρόϋντ δεν μπορούσε νά συνηθίση στούς περί εργους τρόπους ένεργείας τού αρχηγού του. Τόν εκτιμούσε παρά πολύ χιά την αναμφισβήτητη αξία του., τόν πείραζαν όμως οί κακοί του τρόποι. Ωστόσο δέ μίλησε. ^Έσφιξε τις γροθιές του μόνο., γιά νά εκδήλωσή τη δυσαρέσκειά του, καί οπράφηικε αλλού γιά νά συγκέντρωση την προσοχή του στην καστανή Μπέτυ, πού είχε ξαναβγή από τό σπίτι κρατώντας τήν καραμπίνα. —- Ηλησιάστε, νεαρή μου... Μην φοβάστε τίποτε... Είμα στε τίμιοι άνθρωποι... Επίσης αυτή ή καραιμπίνα πού τό σο αδέξια μεταχειριστήκατε... δέν θά σάς γρειαστή πιά. Ή νεαρή γυναίκα έτρεμε σύγκοοιμη. Φαινόταν νά κατέχεται από μιά ζωηρή συγκίνησι. *'Αφησε νά πέση τό όπλο της καί σκούπισε τά μάτια της. — Μένετε μόνη σ5 αυτό τό σπίτι; τή ρώτησε πατρικά ό Μόουγκλαντ. — Μάλιστα. Ή υγεία μου είναι επισφαλής. Μοϋ χρει άζεται καθαρός άέρας καί ησυχία... — Σάς νοιώθω. Καί σέ μένα χρειάζονται 6 καθαρός ά έρας καί η ησυχία... Υποφέρω από τό στομάχι... 5Από τί υ ποφέρετε εσείς; — Νά... νοιώθω κάτι... Δηλαδή... — Καταλαβαίνω. ΟΙ γιατροί δέν μπόρεσαν νά βροϋν τ ι εχετ ε. — Ακριβώς. — Καημένο κοιρίτσι. Γιά πέστε μου, παρακαλώ: Μήπως αυτός, πού ώδηγοϋισε αυτό τό κατεστραμμένο αύτοκίνητο, σάς άφησε νά μοϋ δώσετε κανένα πακέτο; — Πώς; Τί μοϋ λέτε; Δέν ξέρω τίποτε. Μόλις αυτή τή στιγμή πετάχτηκα έξω από τό σπίτι μου, τρομαγμένη απτό τόν πάταγο πού ακόυσα. — Θά κοιμόσαστε χωρίς άμφίβολία;
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
17
-— Ναι!... Καί 6 τρομακτικός κρότος της συγκρούσεως μέ πέταξιε κάτω οπτό τό κρεβάτι. — Ασφαλώς θά υποφέρετε και από κρίσεις υττινοβασίας. δεσποινίς; Γιατί πριν συμβή τό δυστύχημα καθόσαστε στο ανοιχτό παράθυρό σας καί μέ μια καρσμπίνα που κρα τούσατε ρίξατε δυο πυροβολισμούς σέ κάποιαν πού βρισκό ταν στο δάσος. — Ναι. Τολμώ να όμολογησω^ οτι κΓ εσάς σάς πήρα για συνενόχους έκείινοιυ του ληστου που πυροβόλησε. Δεν κοιμόμουν, γιατί μέ είχαν αναστατώσει —ώρες τώρα-— κάτι άλλοι πυροβολισμοί. Καί, μόλις είδα τόιν άγνωστο στο φώς τών προβολέων τού αυτοκινήτου, νόμισα πώς Θάρχόταν νά μού κάνη κακό... καί τον χτύπησα. — Τον χτυπήσατε, είπατε!... Άκρόυντ! Πήγαινε νά μί ξης μια ματιά στους γύρω θάμνους μήπως βρης τό πτώμα του. 'Ο Άκρόϋντ δεν χρειάστηκε νά μετακκνι
-Α^πό τό βάθος ενός λάκκου, έκεΐ κοντά, φάνη κε νά ορθώνεται τό σώμια του Χέρφορτ, πού άν ασημωνόταν μέ τά τέσσερα. Τό σαγόνι του ήταν πρησμένο. — Νιαί, αυτή ή γυναίκα μέ πυροβόλησε!, γρύλλισε. Μά δέ μέ πέτυχε... Τό ξέρει πολύ καλά αυτό... Καλησπέρα, κύ ριε Μόουγ'κλαντ, γύρισε καί εΐπε στόιν προϊστάμενό του. Σάς υποβάλω τά σέβη μου άν καί έχω τά χάλια μου. — Λυπούμαι πολύ, Χέρφορτ, πού σέ βλέπω έτσι... Αέ μού λές: Αυτή ή γυναίκα πού σέ πυροβόλησε σέ χτύπησε καί στο σαγόνι; — 'Όχι, κύριε.... ^Ηταν μιά άλλη γυναίκα... Καί άπορώ γιατί δέ βρίσκεται έ,δώ. — Φτωχέ μου φίλε!, ακούστηκε σέ θλιμμένο τόνο η Φωνή τού Μόουγκλαντ! Φαίνεται πώς δεν έχεις διόλου τύ χη μέ τό άδύνατο φύλο! — Τί νά γίνη, αρχηγέ;, έκανε ό Χέρφορτ τρίβοντας τό •“αγόνι του. Πάντως σάς υπόσχομαι νά έικδικηθώ...
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ Στράφηκε στον συνάδελφό του. — Έσύ ήσουν, Άκρόϋντ, που πυροβόλησες λίγο πριν συμβή το δυστύχημα; Αναγνώρισα το περίστροφό σου. — Ναί, εγώ ήμουνα! — Καλά έκανες... Ετοιμαζόμουν νά πυροβολήσω εγώ, όταν ένας βλάκας αυτοκινητιστής άναψε τα φώτα του και μέ στράβωσε. — Αυτός ό βλάκας ήμουν εγώ!, τον πληροφόρησε σέ ΐιαλακό τόνο φωνής ό Μόουγκλαντ. — Συγγνώμην, αρχηγέ... Αέν φαντάστηικα πώς μπορού σατε νά ήσαστε εσείς. Την ώρα που οι τρεις άντρες συζητούσαν ή νεαρή γυναί κα έκανε μερικά βήματα πίσω... Ή δεσποινίς άνυπαμονεϊ, εΐπε ό Μόουγικλαντ μέ γλυκεία Φωνή. Θά μας έπιτρέψη νά τή συνοδεύσουμε; — Εύχαρί'στως... —- Χαίρω πολύ, μουρμούρισε ό Χέρφορτ. ’Έχω νά σάς ζητήσω μερικές πληροφορίες. Καλύτερα όμως νά πάμε νά συζητήσουμε μέσα στο σπίτι σας. Οι τρεις άντρες ακολούθησαν την άγνωστη πού προβά διζε. Μά σάν πληισίασε στο σπίτι κι’ ανέβαινε τά σκαλοπά τια τάίχυνε το βήμα της, κατόπιν έτρεξε μέσα και τράβηξε πίσω της τήν πόρτα, πού όμως δεν έκλεισε εντελώς. Οί τρεις αστυνομικοί ανέβηκαν τρέχοντας τις σκάλες. 'Ο ΧέρΦορτ πλησίασε την πόρτα κ* έτοιμάστηκε νά τήν άνοιξη. — Μή! φώναξε ό Μόουγκλαντ. Κάνετε πίσω. Θά μάς έχη στήσει παγίδα! 'Ο Μόουγκλαντ, φιλύποπτος πάντα έσπρωξε τήν κλει στή πόρτα μ5 ένα μακρύ ξερόκλαδο καί τήν άνοιξε από^ μακρυά. Τήν ίδια στιγμή, ακούστηκε μιά έκκωφαντική έκρηξις πού τούς τύλιξε όλους στή σκόνη, — Πάλι κουταμάρα πήγες νά κάνης, Χέρφορτ, ψιθύρισε ό Μόουγκλαντ όπως ήταν πεσμένος μπρούμυτα. — Είσαι σπουδαίος, αρχηγέ. Χωρίς τήν έγικαιρη υπο ψία σου, ό θηλυκός σατανάς θά μάς^ είχε ξεκάνει. — Προς τό παρόν, ή κυρία θά μάς θεωρή νεκρούς ή του λάχιστον εκτός μάχης... Καί ατάραχη θά κυττάξη νά} έγκαταλείψη τό σπίτι από κάποιαν άλλη άλλη έξοδο. Γι’ αυτό άς τρέξουμε να τήν βρούμε. — Μ’ αυτόν τον τρόπο, είπε ό Άκρόϋντ, θά μπορέσουμε νά διατηρήσουμε καί τήν επαφή μέ τή βαλίτσα τής λαίδης Ούάμπας καί νά ξαναβραύμε μερικούς από τούς συμμορί τες τού Ράουντ - Μπίλ. — Αυτό εΐναι καί τό δικό μου σχέδιο, Άκρόύντ... Μά βρίοικω πολύ απλό καί άμΦιβάλλω άν θά πετύχη, "Άς
3ΑΝΘΟ.Σ ΣΑΤΑΝΑΣ
19
κάνουμε τό γύρο ταυ σπιτιού. Νά μην μπούμε μέσα, θά εί ναι^ έπικίνυνο.^ Εσείς πηγαίνετε προς τ’ αριστερά κι* εγώ προς τά δεξιά. Θά συναντηιθούίμε ξανά σ’ εκείνο τό μικρό λειβάδι^ που είναι σπαρμένο μέ σκόρπια δέντρα καί που χω ρίζει την έπαυλι άπό τό γειτονικό δάσος. Χωρίστηκαν γιά νά έκτελέσουν αυτό τό σχέδιο. 'Ο Άκιρόύντ καί 6 σύντροφός του έφτασαν σύντομα στο πίσω μέρος τού κτιρίου γιά νά διαπιστώσουν εκεί ότι μια πόρτα της υπηρεσίας ήταν ανοιχτή. — Θά τό έσκασε απ’ εδώ!, ψιθύρισε ό Χέρφορτ. Διέσχισαν τον κήπο καί στάθηκαν στην αρχή τού μι κρού δάσους. Εκεί διέκριναν τη σιλουέττσ της. Κρατούσε μάλιστα τη βαλίτσα. 'Η σκιά της κινήθηκε στο σκοτάδι, μά ευθύς άμέσως την έχασαν. — Επιστρέφει στο δάσος!... "Ας την κυνηγήσουμε! Πήδησαν τόν Φράχτη τού κήπου κι5 έπεσαν στο υγρό χορτάρι. Σηκώθηκαν καί προχώρησαν στο σκοτεινό δάσος Φωτίζοντας τό δρόμο τους μέ τό ηλεκτρικό φανάρι. — Πουθενά δεν διακρίνω ^ ίχνη, μούγγρισε ό Χέρφορτ. Πού πηγαίνουμε στα τυφλά* δεν μου λές; "Ενα δυνατό βούϊσμα μοτέρ ακούστηκε εκείνη τη στιγμή καί τόν διέκοψε. Στο βάθος της απέραντης σκιάς πού απλω νόταν γύρω τους διέκριναν μια φωτεινή περιοχή., χωρίς δέν τρα. Κάποιον ανοιχτό χώρο. Εκείνο όμως πού τούς έξέπληξε περισσότερο ήταν δτι στον ανοιχτός καί μακρυνό εκείνον χώρο κυλούσε ένα τεράστιο καί τερατώδες πουλί:. Ναί. *Ήταν ένα μικρό αεροπλάνο. Δεν ήξεραν μόνο άν προσγειω νόταν ή απογειωνόταν. 'Ο Χέρφορτ πυροβόλησε. Μιά* δυο, τρεις φορές. Τό αεροπλάνο τότε απογειώθηκε πέρασε πάνω άπό τά δέντρα^ κι* έξαφιανίστηικε στο σκοτάδι. — Αυτή τή Φορά την πάθαίμε χειρότερα άπό κάθε προ ηγούμενη,!. είπε ό Άκρόϋντ πικραμένος. — Δέν πρέπει ποτέ ν’ απογοητεύεται κανείς* ακούστη κε πίσω τους μια μελαγχολική φωνή. — Έσεΐς είστε* αρχηγέ; Κι* εσείς φτάσατε πολύ αργά. — Καλύτερα πού συνέβη έτσι παρά νά μπαίναμε σέ με γαλύτερο κίνδυνο. Θά εκθέταμε τούς εαυτούς μας χωρίς λόγο άλλωστε. — "Ισως. ’Αλλά τό πουλάκι μας πέταΐξε παίρνοντας μα ζί του καί τή βαλίτσα. — Δέν θά πάνε μακρυά... Τό επιτελείο τού Ράουντ Μπΐλ βρίσκεται στήν πάλι Σάμερταουν πού άπέχει έκατό μίλλια άπό έδώ. Έικεί θά πάη ή καστανή νά παραδώση τήν πολύτιμη βαλίτσα. "Ας γυρίσουμε στο αυτοκίνητό μου ν« στδίλουμε ένα ραδι ©τηλεφώνημα στον Φάρνχετ.
20
ΞΑΝΘΟΙ ΣΑΤΑΝΑΣ
— Ποιος είναι αυτός ό Φάρνχετ; —- 'Ο μπάρμαν του νυκτερινού κέντρου το «Κόκκινο Γουρούνι» δπου έδρευει το επιτελείο του Ράουν - Μπΐλ... *0 Φάρνχετ είναι ένας δικός μας άνθρωπος, που έχει μπή στη συμμορία αυτή έδώ και δύο χρόνια. Τό μυστικό του τηλέ φωνο^ στο κέντρο αυτό βρίσκεται μέσα στο καζανάκι του νερού, στο δωμάτιο τής τουαλέττας των κυριών.
ν
,
,
,
έ λίγο, έπέστρεφαν και οι τρεις στο αυτοκί νητο του· αρχηγού και ό Μόουγκλαντ ήρθε σέ τηλεγραφική επαφή μέ τον Φάρνχετ. Του έδωσε τις όδηγίες του καί κα τόπιν πληροφόρησε τούς δυο βοηθούς του:^ — Θά μάς πάρη σέ μια ώρα για νά μάς δώση τις πλη ροφορίες πού του ζήτησα. Πήγαν και οί τρεις και κάθησαν στο χαντάκι πάνω σέ μια μεγάλη πέτραν — 5Αρχηγέ, ρώτησε ξαφνικά ό Χέρφορτ. Γιατί φανερώ θηκες ξαφνικά έδώ απόψε; — Τό πράγμα είναι πολύ απλό, απάντησε ο Μόουγ κλαντ... "Οταν ό Ντάμερς πήρε τη βαλίτσα, μάντεψα αμέ σως πώς Θά διάβαινε από αυτόν τον δρόμο, γιατί έδώ σ’ αυ τά τά βουνά έχει γεννηθή. ΓΓ αυτό σάς έστειλα κΓ εσά^ ε δώ. Υπήρχε καί κάποιος άλλος πού γνώριζε τον Ντάμερς καί γνώριζε ποιά κατεύθυνσι Θά έπαιρνε. ΚΓ αυτός είναι ό Ράουντ - Μπίλ. "Αφησε τον Ντάμερς νά ύποστή τούς κιν δύνους στά πρώτα στάδια τής φυγής του,, γιά νά τον γραπώση την τελευταία στιγμή πού θά περνούσε τά σύνορα.... Προπομπούς έστειλε ένα ζευγάρι: Τον Τζών Κ,ρίς καί τήν Αωρέτα Κλάρκ. Διάλεξε τόν Τζών Κρίς γιατί του είναι άφωσιωμένος. Καί ή Αωρέτα Κλάρκ, γιατί είναι έξυπνη γυ ναίκα καί χειρίζεται^ τό μαχαίρι καί τό πιστόλι οσο κα νένας γκάγκστερ του Σικάγου. — Μέ άλλα λόγια, παρατήρεσε ό Άκρόϋντ, ό Ντάμερς βρισκόταν σέ καλά χέρια. — Έπΐ πλέον, συνέχισε ό Μόουγκλαντ, υπήρχε καί τρίτο πρόσωπο πού έπέβλεπε τούς δύο πρώτους καί πού Θ’ άνελάμβανε νά παραλαβή τήν βαλίτσα:. Γιά τό πρόσω πο αυτό δέν έχω συγκεκριμένες πληροφορίες. Τό μόνο πού
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
2,1
ξέρω εΐναι πώς κι5 αυτή είναι γυναίκα, προσωπική φίλη τού Ράουντ - Μπίλ. — Μήπως ή καστανή πού ,μάς την έσκασε; ρώτησε © Χέρφορτ. — Βέβαια. ^Ομολογώ όμως ότι δέν ξέρω τί' μέρος λό γου είναι αυτή η γυναίκα. Τό ίδιο καί ό Φάρνχετ. Αέν τή,ν ξέρει. Μόνο πού τήν βλέπει να πηγαίνη, στο κέντρο του παρέα μέ τον Ράουντ - Μπίλ. — Δηλαδή μάς ξέφυγε τό κυριώτερο πρόσωπο; — Θά τήν ξαναβρουιμε... Πού θά μάς πάη,; Νά γιατί φανερώθηκα ξαφνικά στο πόστο σας καί αυτή τήν ώρα. Γιά νά σάς δώσω αυτές τις πληροφορίες πού συγκέντρω σα. — Καλά κάνατε, αρχηγέ, πού ήρθατε, είπε ό Χέρφορτ, αλλά ή ξαφνική παρουσία σας έγινε ή άφορ,μή νά χάσω τό λαυράκι πού κρατούσα στά χέρια μου: Τή Αωρέτα Κλάρκ. — Αέν είμαι τής ίδιας γνώμης, φίλε μου. Θά συλλάμβανες τή Αωρέτα μπρος στο σπίτι. Θά έγκατέλειπες τήν κρυψώνα γιά νάρθής νά τήν πιάσης καί νά πάρης τή βα λίτσα. Μά ή άλλη πού παραμόνευε στο παράθυρο μέ τήν καρσμπίνα στο χέρι θά στην άναβε καί θά σέ καθάριζε. Πιθανόν βέβαια νά έπέμβαινε έπειτα ό Άκρόύντ καί νά τήν έπιανε, επειδή εκείνη άγνοούσε ίσως τή δική του πα ρουσία έκεΐ κοντά. Άν καί νομίζω πώς γνώριζε όλες σας τις κινήσεις. Καταλάβαινε πώς κάτι σκοπεύατε νά κάνετε εις βάρος της καί θά προσπαθούσε νά ύπερασπισθή τούς συντρόφους της. Μά ή θεαματική άφιξις ενός τρίτου προ σώπου τήν ανάγκασε νά τροποποιήση, τά σχέδιά της. Γί ναμε πολλοί. Δέν θά μπορούσε νά μάς αντιμετώπιση. καί τούς τρεις. ΤΗταν, ^λοιπόν, απαραίτητο νά μάς ξεγελάση. — Αυτό ακριβώς σκέφτηικε, φώναξε ό Χέρφορτ. — Απορώ όμως, παρατήρησε ο Άκρόύντ, γιατί η Αώ ο έτα νά μαχαΐίρώση τον σύντροφό της στήΐν έρειπωμένη αγροικία; — Θυμάμαι. Μου μιλήσατε γι’ αυτό τό φόνο άπό τήν πρώτη στιγμή πού ήρθα. Μά δέν είχα τόν απαιτούμενο καιρό νά δώσω τήν κατάλληλη προσοχή. Επακολούθησε μικρή σιωπή καί ό Μόουγκλαντ συνέ χισε: — Είναι απαράδεκτο, δτι ό Ράουντ - Μπίλ έδωσε δια ταγή νά γίνη αυτή ή έκ,τέλεσις γιά τό λόγο ότι ό Τζών Κρίς ήταν πρόισωπο τής εμπιστοσύνης του... Άντ ιθέτως πιστεύω πώς αυτή ή υπερβολική φιλία τους θά ήταν ή αι τία τού θανάτου του. Τά μάτια τού Χέρφορτ στρογγύλευαν,
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
£2
— Δεν καταλαβαίνω, ψιθύρισε. — "Οπως σάς τόνισα και πριν, ή Λωρέτα Κλάρκ ει ναι ένας θηλυκός σατανάς και διόλου άπίθανο νά σκέφτη* κε νά κράτηση τη βαλίτσα για λογαριασμό της. Στην περίπτωσι, λοιπόν, αυτή ό Κρίς γινόταν ένα σοβαρό έμπό·· διο πού έπρεπε νά παραμερίση. — Σύμφωνοι. Μά μέ τη βαλίτσα χάθηκε ή καστανή και δχι ή ξανθειά. Ό Μόουγκλαντ ύψωσε τους ώιμους. — Ά,τγο αυτή τη στιγμή, Χέρφορτ, έπαθα κι* εγώ ο,τι, ετταθες εσύ. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Εκείνο αμως^ πού ιμπορώ νά πώ είναι ότι και οι δυιό γυναίκες ενεργούν μέ κοινή συμφωνία μεταξύ τους. Επίσης εΐδα δτι τό αεροπλά νο πού απογειώθηκε πήρε αντίθετη, κατεύθυνσι από τό μέ ρος που βρίσκεται τό στρατηγείο του Ράουντ - Μπίλ. 4Ο πωσδήποτε, σέ μιά ώρα οί πληροφορίες πού 8ά πάρω α πό τον Φάρνχετ Βά μάς λύσουν αυτές τις άπορίες. Καί οί τρεις αστυνομικοί άρχισαν νά καπνίζουν σιω πηλοί. Είχαν περάσει κιόλας τρία τέταρτα καί τώρα τά μάτια τους ίιταν στυλωιμένα στη συσκευή του ραδιοτηλε φώνου. Ό Μόουγκλαντ μάλιστα κρατούσε τό άκουσιτ'σό καί περίμενε. Έρριξε μιά ματιά στο ρολόι του χεριού του. Οί δεί κτες του από φώσφορο έδειχναν δώδεκα καί μίση μετά τά μεσάνυχτα. ^ λ — Ή άπάντηισίς του καθυστερεί δέκα λεπτά τώρα, παρατήρησε ό Μόουγκλαντ. 'Ο ’Ακρόϋντ έδειχνε άνυπο<μονησία. Κ ι’ έπειδη ή ακινη σία τόν έκανε νά νοιώιθη καί την υγρασία της νύχτας, α πομακρύνθηκε καί πήγε στο δημόσιο δράμο νά κάνη έναν περίπατο. Πενήντα βήματα πιο πέρα σταμάτησε γιά ν’ άνάφη τό τριακοστό τσιγάρο, ενώ τό βλέμιμα του πλανιόταν οφη,ρηιμένο στά πέριξ.
Ιϋιά
ξαφνική
κατάπληξι ς
χώρισε τά
χείλη
ου καί κρέμασε τό σαγόνι του. Γιά μερικά δευτερόλεπτα, μείνε ακίνητος καί χάζευε σ’ ένα ώρισμένο σημείο: Σέ
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑ,I
23
κάποιο φώς μαχρυνό στην κορυφή ένός λόφου. — Κάποια άλλη φωληά θά βρίσκεται έκεΐ κάτω!, μουρ μούρισε. Έπέστρεψε αμέσως στους συντρόφους του. "Οπως τούς πλησίαζες όμως., συνέχισε τό βάδισμά του στις μύτες των παπούτσιών του., γιατί ό Χέρφορτ του έκανε νευρικές χειρονομίες νά κάνη ησυχία» 'Ο Μόουγκλαντ βρισκόταν σ’ επαφή μέ τον Φάρνχετ κι5 έπαιρνε τό μ μνήμα του. 'Ο Άκρόϋντ ζάρωσε κοντά τους. "Οταν ό αρχηγός 51έκοψε τη συνδιάλεξι.. τό πρόσωπό του $ταν ανέκφραστο.. ή νευρικότης ωστόσο των κινήσεων του πράδινε τη συγκίνησί του. — 'Η γυναίκα ονομάζεται Μπέτυ Σπάρ.. τούς πληρο φόρησε. Μόλις τώρα έφτασε εκεί μέ μια βαλίτσα στο χέ ρι. Ό Ράουντ - Μπίλ όμως δεν έφτασε ακόμα. 'Ο Φάρνχετ Θά κρυφτή κάπου μέσα στο ιδιαίτερο καί μυστικό γραφείο τού γικάγκστερ, πού βρίσκεται στο καμπαρέ αυτό., γιά νά δη τί^ θά^ γίνη έκεΐ μέσα. Θά μάς ξανακαλέση αργότερα. Θαρρώ πώς τη νύχτα θά την περάσουμε εδώ στην υγρασία. — Πρέπει νά βρούμε κάτι νά κάνουμε γιά νά πεοάση η μας! , πρότεινε ό Άκρόϋντ. Είδα στον άντικρυνό λό φο ένα φώς. Είναι κάποιο σπίτι πού κατοικεΐται. ΚΓ όμως οί χάρτες μας δέν σημειώνουν σπίτι σ’ αυτό τό μέρος. 'Ο Μόουγκλαντ έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον. — Τό σπουδαίο δέν είναι ότι υπάρχει αυτό τό σπίτι έκεΐ πού λές καί πού δέν τό ο-ημειώνουν οι χάρτες, άλλα τό ότι είναι φωτισμένο αυτή την ώρα. 'Οπωσδηποτε, κά ποιος από αυτούς πού κυνηγάμε θά πήγε σ’ αυτό τό κατα φύγιο. "Έχεις δίΙκιο, Άκρόϋντ. Πρέπει νά βρούμε κάτι νά κάνουμε γιά νά περάσουμε την ώρα μας. Σηκώθηκαν. 'Ο Μόουγκλαντ τακτοποίησε τη συσκευή τού ραδιοτηλεφώνου μέ σκοπό νά την πάρη μαζί του. — ξέρεις, Χέρφορτ.. κάτι; Δέν μπορώ νά σηκώνω βά ρη. Πάρτην, λοιπόν, έσύ. Θά την ίγκαταστήσουμε έκεΐ πού θά πάμε. 'Ο Χέρφορτ ζητηισε μέ τό βλέμμα του τον Άκρόϋντ γιά νά έπαιρνε εκείνος τη συσκευή. Μά ό σύντροφός του, πού κατάλαβε τό σκοπό του Χέρφορτ, είχε άπομακρυνθη κιόλας μέ βη,μα ταχύ. "Έτσι, μέ δυσφορία ό Χέρφορδ φορτώθηκε τη συσκευή τού ασυρμάτου τηλεφώνου, πού ζύγιζε τουλά χιστον εΐκοσ ι κ ι λ ά. Δ'ένυσαν τουλάχιστον δύο χιλιόμετρα ανάμεσα από δέν τρα καί άνωμαλίες^ τού εδάφους, ώσπου νά πλησιάσου στον λόφο που είχαν δη τό φώς. 'Ο Άκρόϋντ προπορευόταν συνεχώς, από φόβο μήπως τον πλησιάση ό Χέρφορτ καί
24
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
του πασάρη τό φορτίο. Σέ λίγο και ο-ι τρεις βρέθηκα μπροστά σέ μια μικρή αγροικία πού την τριγύριζε εναι κήπος. "Ένα βέλασμα ττ·ρσ6άτο·υ άκουγόταν κάθε τόσο. Ξαφ νικά, τό φώς έσβυισε κι* ακούστηκε ό ήχος μιας πόρτα< που έκλεινε βιαστικά και μέ δύναμι. Σ’ ένο: νόημα τού Μόουγκλαντ προχώρησαν. Ή γροθιά τού αστυνομικού χτύπησε πολλές φορές την πόρτα. — Ποιος είναι; ακούστηκε μια βαρεία χωριάτικη Φωνή. — Ταξιδιώτες που δυσκολευτήκαμε στο δρόιμο μας. — Αυτή τήν ώρα δέν ανοίγω σέ κανένα! Συνεχίστε τό δρόμο σας! — Είμαστε φιλήσυχοι καί' τίμιοι άνθρωποι, ωστόσο σέ διατάζουμε νά μάς άνοιξης κι* άν άρνηθής θά παραβιά σουμε τήν πόρτα. Ακούστηκε ήχος αργών βημάτων και κατόπιν ένα φώς φώτισε μιά μεγάλη, χαραμάδα στή^ σαθρή ξύλινη πόρτα. "Έτριξε μιά χοντρή κλειδαριά και ή "πόρτα άνοιξε. Οι αστυνομικοί βρέθηκαν άντί'κρυ σέ μιά γυναίκα βρώ μικη καί σκεπασμένη μέ μιά φθαρμένη χρωματιστή κου βέρτα. Τό κεφάλι της ήταν καλυμμένο μ’ ένα κόκκινο βρώ μικο σάλι. Τά πόδια της χάνονταν μέσα σέ μεγάλα παρα μορφωμένα χοντροπάπουτσα. Τους φώτισε μέ τό ένοχιλητικό φώς τής λάμπας που κρατούσε στο χέρι. — Αέν θά σού κάνουμε κανένα κακό καί θά σέ αποζη μιώσουμε γιά τήν ένόχλησι, τής δήλωσε σέ μαλακό τόνο ό Μόουγκλαντ. Ζητούμε μόνον νά μάς φιλοξενήσης ώς τό πρωί, γιατί οί νύχτες είναι κρύες σέ αυτά τά βουνά. Ή βρώμικη γυναίκα απάντησε μ’ ένα γρύλλισμα. πού σήμαινε ότι τούς δεχόταν στο σπίτι της. *0 *Ακρόϋντ βρήκε ά,μέσως τήν ευκαιρία^ νά ρίξη μιά ματιά στο περι βάλλον πού ήταν γεμάτο μέ τά πιο ετερόκλητα αντικείμε να, ένώ ό Χέρφορτ ξεφορτώθηκε τή βαρεία συσκευή άκουμπώντας την πάνω σ’ ένα σκονισμένο τραπέζι. 'Ο Μό ουγκλαντ κάθησε σ’ ένα σκαμνί καί ετοίμασε τον ασύρμα το βάζοντας κιόλας τό ένα ακουστικό στό αυτί του. Στο μεταξύ ή νοικοκυρά τούς παρακολουθούσε μ* ένα δύσπιστο βλέμμα. — Τό νού σου. Χέρφορτ. πείραξε ό Άκρόϋντ τον σύν τροφό του. Βρίσκεσαι καί πάλι μπροστά σέ γυναίκα. Μήν πάθης καμμιά δουλειά ! "Ολα τριτώνουν.- ξέρεις ^ — Κυρία, διέκοψε ό Μόουγκλαντ. Μένετε μόνη σ’ αυ> Λ V γο το σπίτι; — Ναί, μουρμούρισε ή άγνωστη. Τόν πατέρα μου τον τήγαν τήν περασμένη εβδομάδα στό νοσοκομείο τού Σι* Η&ν.
2ΑΝΘΟΛ ΣΑΤΑΝΑΣ
25
— Τόν καημένο! "Έχετε πρόβατα; — Βέβαια! — Πώς γίνεται τότε και δεν υπάρχει σκύλος σέ αυτό το σπίτι; Οι κτηνοτρόφοι έχουν πάντοτε σκυλιά. Κι" ι δίως όταν μένουν μόνοι. Στην άρ·χη, αυτή έδειξε ένα δισταγμό μά κατόπιν θύ μωσε. — Και τί· σέ νοιάζει εσένα, βρωμερέ ξένε, άν δέν έχου με σκυλί; Πάντως, άφοΰ ρωτάς, μάθε πώς μου τό σκότω σαν ο ί άγ ροφυλακες. Τό πρόσωπο τού Μόουγικλαντ, που συνήθως έμενε βλο συρό, τώρα Φωτίστηκε. Μια βαθειά χαρά φούσκωνε τό στή θος του. Ένώ ό Χέρφοιρτ ζάρωσε τό μέτωπό του. Τό φέρσι μο της γυναίκας αυτής του θύμιζε μιαν άλλη. "Υστερα ό τόνος^της φωνής της του ήταν γνώρ ιιμο ς. Κι5 έκείνη, που του είχε δώσει την^ κλωτσιά στο σαγόνι, μέ αυτόν τον ά σχημο τρόπο τοΰ είχε μιλήσει. — Τά παπούτσια που φοράς, είπε ό Μόουγκλαντ, εί ναι λίγο μεγάλα. Φαίνεται θά είναι τού πατέρα σου. Δέν υπάρχουν, λοιπόν, εδώ μέσα οϋτε ρούχα ούτε παπούτσια γυναικεία; Ά * * «Γ 'Ο αρχηγός δέν περίμενε ν" άκούση; την άπάντηΐσι, "Έ κανε μιά απότομη κίνησι τοΰ χεριού του γιά νά έπιβάλη τη σιωπή σέ όλους. Σήκωσε τό ακουστικό τού ραδιοτηλε φώνου, πήρε χαρτί και μολύβι και άρχισε νά γ,ράφη επί ένα τέταρτο τουλάχιστον. "Ολοι κρέμονταν από τις κινή σεις του καί την έ-κφρασι τού προσώπου του. Στο μεταξύ αυτό, η γυναίκα βρήκε την ευκαιρία νά πάη. ώς την πόρτα κΓ εκεί νά έπιβοδη σέ μιά παράξενη: ασχολία. Ό Μόουγκλαντ άφησε τ’ ακουστικά. Γό πρόσωπό του ακτινοβολούσε. — Παράξενα νέα, κύριοι! 'Η Μπέτυ Σπάρ πήγε στον Ράουντ - Μπίλ μιά βαλίτσα που δέν περιείχε παρά μόνο παλιές εφημερίδες. 'Ο θυμός των δύο συνενόχων είναι ^α περίγραπτος. Έγκατέλειψαν αμέσως τό κέντρον, τό «Κόκ κινο Γουρούνι» γιά νά πάρουν τό αεροπλάνο καί ν’ άναζητησουν στην περιοχή μας οι ίδιοι τη βαλίτσα της λαίδης Ούάμπας.... Φαίνεται πώς μόλις ξηιμερώση θά τους δοΰιμε στον ουρανό μας. Αυτό άποδεικνύει ότι η θεωρία μου ή ταν ορθή. *Η Αωρέτα Κλάρκ ενεργεί γιά λογαριασμό της. "Έχει ξεγελάσει όλο τόν κόσμο. Δυνατά καί νεανικά γέλια έκαναν καί τους τρεις νά στρέφουν τό κεφάλι. Συγχρόνως ένα βαρύ άντικείμενο ρί χτηκε στη λάμπα πού βρισκόταν στο τραπέζι. Την συντρι-
χ:ο
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
ψε καί την έσβυσε. Κατόπιν, ή πόρτα έκλεισε δυνατά κ τό κλειδί έτριξε στην κλειδαριά. Καί σί τρεις αστυνομικοί, κατάπληκτοι, είχαν προλ βει νά δουν στο ελάχιστο χρονικό διάστημα, πριν γίνη σκ τάδι, μία ευκίνητη καί νέα γυναίκα πού εξαφανιζόταν σ κατώφλι καί πού δεν ήταν άλλη από τη βρώμικη γυναύ πού τούς εΐχε δεχθή στο σπίτι της. Είχε απαλλαγή ά, τή βρωμοκουΐβέρτα καί τά χοντροπάπουτσα. ιΟ Χέρφορτ ώρμησε στην κλειστή πόρτα καί τήν σπρώξε μέ τον όγκο τού σώματός του. 'Ο Άκρόύντ άρπα ένα τσεκούρι νά σπάση την κλειδαριά. ’Ενώ ό Μόουγκλαν πιο ψύχραιμος, περιωριζόιταν νά φωτίζη μέ τό ήλεκτρικ Φανάρι τό μέρος. Έν τούτοις, δέ φαινόταν νά δείχνη ένδι: Φερον στις προσπάθειες των φίλων του. Τά μάτια του ή ταν στυλωμένα σ’ ένα μεγάλο μπαούλο πού έπιανε τή γω νιά τού δωματίου. Μιά υγρασία άπλωνόταν γύρω από αύτ τό έπιπλο. "Αφησε τό φανάρι αναμμένο πάνω στο τραπέ ζι καί πήγε νά σηικωση τό σκέπασμα τού μπαούλου. Τό δυνατό επιφώνημά του έφερε καί τούς άλλους κον τά του. — "Αλλο μακελλειό!, είπε ό Άκρόϋντ μέ φρίκη. — Τήν κακούργα!, φώναξε ό Χέρφορτ. Στριμωγμένο μέσα στο μπαούλο, μέ τά γόνατα στα δόντια, τό κεφάλι πεσμένο στον ώμο, κειτότςχν τό πτώμα ενός γέρου. Στο κεφάλι καί σε δυο μέρη φαίνονταν δυο τραύματα πού είχαν προκληιθή από σφαίρες. Τό αίμα κυ λούσε καί από τά δυο τραύματα.^ Στά πόδια τού άτυχου γέρου ψυχορραγούσε ένα μεγαλόσωμο σκυλί, καταματωμένο, μέ τά μάτια γουρλωμένα και τό κεφάλι τσακισμένο. Κλείνοντας τό μακάβριο μπαούλο, ό Μόουγκλαντ ένοι ωθε ζωηρή συγκίνησι. Ή ώχρότης είχε άπλωθή σέ δλο τό πρόσωπό του. ^ λ λ — Πάντοτε ένας κοινός έγκλημαπΤας μοβ προξενείς τήν περιφρόνησι καί τόν θυμό μαζί κι’ ένα συναίσθημα οίκτου γιά τήν σκληρή τιμωρία που πρόκειται^ νά υποστή. Αντί θετα όταν τό έγκλημά του εΐναι^ σκληρό κυνικό καί ξεπερ νά τούς στοιχειώδεις νόμους τής φύσεως καί του ανθρω πισμού, τότε μοΰ εμπνέει τό μίσος καί τήν απέχθεια. Α πόψε, μάλιστα, αυτό τό ανάμικτο συναίσθημά μου γίνεται πιό έντονα γιατί ξέρω δτι τό έγκλημα τό διέπραξε ^ μιά γυναίκα προικισμένη μέ νειάτα καί σαγήνη! "Ένας άγγεΧόμορφος σατανάς! „ , , ? ν Τό δυνατό επιφώνημα του εφερε και τους άλλους δυο (οντά του. ( χ 4 Έπί τέλους ή πόρτα υποχώρησε και οι τρεις πεταχτή-
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
27
καν έξω στο σκοτάδι. Έν τούτοις 6 Μόουγκλαντ δέν βια ζόταν, κι* άφησε τούς άλλους νά τρέξουν προς την κατεύθυνσι πού είχε έξαφανιστή ή Αωρέτα. Σε λίγο, σ’ έναν α νοιχτό χώρο πού τον φώτιζε τό φεγγάρι, διέκρινε τη σιλουέττα της σατανικής γυναίκας. Στο χέρι της κρατούσε την περιβόητη βαλίτσα κι5 έτρεχε ακούραστα. Πίσω της και σε αρκετή άπόστασι. ό Μόουίγκλαντ διέκρινε τις σιλουέττες του Χερφορτ και τού Άκρόύντ πού την κατεδίωκαν, 7Ηταν φανερό πως ή Αωρέτα θά έφτανε στο δρόμο πριν από αυτούς... Τότε θυμήθηκε πώς στο δημόσιο δρόιμο στάθμευε κάπου έκει κοντά τό αυτοκίνητό του. 'Ο Μόουγκλαντ αναστέναξε, άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε νά βαδίζη ατάραχος. Βρισκόταν ακόμα πολύ μα κρύ ά από τό δρόμο, όταν ακούσε τό βουίσμα τού μοτέρ του. Δέκα λεπτά αργότερα, συνάντησε τούς άντρες του που κόντευαν νά σκάσουν άπό τό κακό τους. — Μάς ξέφυγε μέ τό αμάξι σου αρχηγέ!, βρυχήθηκε ό Χέρφο ρτ. — Κατευθύνεται στο Μεξικό!, πρόσθεσε ό Άκρόύντ μέ πιασμένη την αναπνοή άπό τό τρέξιμο. Γιά μάς πιά εΐναι χαμένη. Μάς είναι αδύνατο νά την καταδιώξουμε σέ ξένο έδαφος!... Εξάλλου, κινδυνεύουμε άπό τούς τελωνο φύλακες πού θά Φανούν άπό τη μιά στιγμή στην άλλη. — Οί τελωνοφύλακες δέν θά έπιστρέψουν πριν άπό τό ■μεσημέρι, βεβαίωσε ό Μόουγκλαντ. 'Έχω κανονίσει ώστε νά τούς κρατήσουν δσο τό δυνατόν περισσότερο. Στράφηκε προς την ανατολή. Ξημέρωνε. — Σέ μίση ώρα θά μάς βρή ή μέρα, ψιθύρισε. Κρατάς κανένα χάρτη τής περιοχής, Άκρόύντ; — Ναί, άποκρίθηκε ό αστυνομικός ξεδιπλώνοντας στο έδαφος εναν χάρτη πού τον φώτισε μέ τό ηλεκτρικό Φα νάρι. — Τό αυτοκίνητό μου διαθέτει, πληροφόρησε ό Μό ουγκλαντ τούς δυο άντρες του, μιά πολύ καλή καί έξυπνη συσκευή. Κι5 αυτό τό έχω φροντίσει γιά την περίπτωσι πού θά μου τό έκλεβε κανένας κακοποιός. * Υπάρχει ένα μυστικό έλατήιριο πού αυτόματα φράζει τη δίοδο τού ρεύ ματος στα μπουζί καί ή μηχανή παύει νά λειτοοργή. ΛΈτσι τό αυτοκίνητο στον πρώτο ανήφορο 9ά σταματήση άν ε κείνος πού τό οδηγεί δέν ξέρει τό μυστικό μου. Καί ή πρώ τη άνηφοριά του δρόμου βρίσκεται σέ μιά άπόστασι πέντε χιλιοιμέτρων. Επίσης υπενθυμίζω ότι ή περιοχή πού περι βάλλει αυτήν τήν άνηφοριά είναι τελείως έρημη. Αέν υ πάρχει ούτε ένα δέντρο, ούτε ένας βράχος γιά νά προστατεύση τήν φυγάδα. Είναι ή τρομερή έρημος τοΰ Κλανσύ. Ή
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
28
δολοφόνος θά κάνη τό παν για νά βρή μιά κρύπτη. "Ενο περίπατος, λοιπόν, πέντε χιλιόμετρα στην πρωινή δροσι δεν θά μάς πεί-ροοζε. Μόλις φτάσουμε εκεί, ό ήλιος θά έχ φωτίσει τό μέρος και ή ερευνά μας θά διευκολυνθή.
ρ
,
1- ιά δέκατη Φορά ή νεαρή γυναίκα προσπα θούσε νά βάλη μπροστά τη μηχανή του αυτοκίνητου μά δεν το κατώρθωνε. Πήδησε κάτω άπό τή θέσι της, σήκωσε τό κοπώ, άλλά^ μπροστά στά πολύπλοκα όργανα τής^ μηχα νής βρέθηκε σέ άμηχανία. Μπήκε τότε μέσα, ξεδίπλωσε πάνω στο κάθισμα έναν χάρτη και άρχισε νά τον συμβου λεύεται. —- Τό Κλανσύ! Βρίσκομαι στο Κλανσύ!, ψιθύρισε μέ Φρίκη. Έν τούτοις„ εΐκοσι χιλιόμετρα άπό εκεί που βρισκό ταν, όπως έδειχνε ό χάρτης, υπήρχε ένα χωριό. Για νά μπό ρεση όμως νά Φτάση έκεΐ, έπρεπε νά εγκατάλειψη τό 8η>μόσιο δρόμο και ν’ άναζητήση στην έρημο ένα μονοπάτι που άρχιζε σέ δυο - τρία χιλιόμετρα άριστερά. Πήρε άμέ σω ς την άπόφασί της. θά έβρισκε αυτό τό μονοπάτι. Χουφτώνοντας την πολύτιμη βαλίτσα, άρχισε νά περ πατάει πάνω στά βότσαλα και την άμμο. "Επειτα άπό διαδρομή δύο χιλιομέτρων σταμάτησε χιά νά βγάλη τις κάλτσες της. Μά τή στιγμή που ξανάρχι ζε την πορεία της, ακούσε ένα ρυθμικό βούΐσμα. "Ενα άεροπλάνο φάνηκε στον ουρανό και άρχισε νά κάνη μεγάλους κύκλους πάνω άπό τήν έρημο. Ή Αωρέτα ώχρίασε.. γιατί άναγνώρισε τό άεροπλάνο του Ράουντ - Μπίλ. "Αδικα ζή τησε νά βρή μιά τρύπα στο έδαφος γιά νά μ ή δίνη στόχο. "Επεσε τότε μπρούμυτα κΓ έμεινε άκίνηιτη πάνω στο έ δαφος. Τό άεροπλάνο κατέβηκε πολύ χαμηλά και συνέχισε τούς άναγνωριστικους κύκλους του, πέρασε άκριβώς άπό πάνω της κα! κατόπιν προσγειώθηκε. Αέν υπήρχε καμμιά
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ
29
αμφιβολίας Οί επιβάτες του αεροπλάνου τήν είχαν έπισημάνει ! Τράβηξε τό πιστόλι της από τη ζώνη της, τό ε τοίμασε^ καί περί,μενε σε επιθετική στάσι, ακίνητη. Έκεϊ κάτω, στο μέρους τής προσγειώσεως, χωρίστηκαν δυο σιλουέττες πενήντα μέτρα η μια από την άλλη, καί κα τόπιν καί οι δυό μαζί προχώρησαν προς την κατεύθυνσή της. Σέ λίγο, ή φοβισμένη, Λωρέτα αναγνώρισε τον μεγα λόσωμο Ράουντ - ΜπτΙλ καί την Μπέτυ Σπάρ. Καθένας κρατούσε στο δεξιό του χέρι ένα περίστροφο. Σέ τριάντα μέτρα από αυτήν, οι δυό γκάγκστερς έμει ναν άικίνητοι. — Παραίδόσου, Λωρέτα! Είμαστε πιο δυνατοί. *Άν μάς άφήσης τή βαλίτσα, δέν θά σέ πειράξουμε! Ή Λωρέτα δέν έλαβε ύπ’ δψι της την ύπόσν-~Ί αυτή. Στην πραγμοτικάτητα περίμενε, άλλα καί προτιμούσε, έναν άγω να έξοντώσεως. Σημάδεψε. 'Ο Ράουντ - Μπίλ πού άντελήφθη την πρόθεσί της άφησε μια βλαστήμια καί γονά τισε. Μέ ταχύτητα ή Λωρέτα σύ,ρθη,κε στο έδαφος. 7Ηταν καιρός γιατί δυό σφαίρες τής Μπέτυ έξυσαν τό έδαφος κι1 άκριβώς στο σημείο πού βρισκόταν πριν ξαπλωμένη. Α ποφασισμένη νά τελείωνα) μαζί του, πυροβόλησε δυό φορές στη γονατιστή σιλουέττα τού αρχηγού της πετυχαίνοντάς τον στο κεφάλι. 'Ο Ράουντ - Μπίλ έπεσε, αλλά καί μια σφαίρα τής Μπέτυ άπέσπασε ένα μέρος τού ^ αριστερού αυτιού τής Λωρέτας. Πόνος κα-ί αίματα τής έφερναν μιά πρόσκαιρη λιποθυμία. Σφίγγοντας όμως τά δόντια, απαν τούσε μέ λύσσα στους πυροβολισμούς τής αντιπάλου της. 'Η Μπέτυ Σπάρ άντελήφθη τόν κίνδυνο καί ξαπλώθηκε στο έδαφος καί από αυτή τή στάσι συνέχισε τούς πυ,ροβολιισμούς. Αυτή τή φορά ή Λωρέτα Κλάρκ άφησε ένα μουγγρητό. Μιά σφαίρα τής είχε σπάσει τό πόδι. "Έμεινε άκί-
νητη.
5
^
Σέ λίγα λεπτά, ή δυναμική αντίπαλος της την είχε πλησιάσει, έρποντας. 'Η Λωρέτα τσακισμένη άπό τόν πό νο καί την αιμορραγία δέν μπορούσε ν’ άντιδράση. Ή Μπέτυ Σπάρ πίστεψε στή νίκη της καί πλησίασε περισ σότερο, έτοιμη νά πιάση τή βοολίτσα, πού κειτόταν πλάϊ στο ακίνητο σώμα τής Λωρέτα ς. Μά η τελευταία έκανε μιά ύστατη προσπάθεια^ καί μέ τό άδειο άπό σφαίρες πιστόλι της χτύπησε πολλές φο ρές τή Μπέτυ στο κεφάλι. 'Η φιλενάδα τού Ράουντ - Μπίλ έχασε σχεδόν τις αισθήσεις, της άλλα ευθύς αμέσως άντέΒρασε νοιώθοντας στην πλάτη της την αιχμή ένός^ μαχαι ριού. Μέ μιά κίνη,σι τού γονάτου της τραβήχτηκα πίσω καί
ΞΑΝΘΟΣ ΣΑΤΑΝΑΣ • τ’ απελπισμένα χέρια της γατζώθηκαν στον λαιμό της Αω· ρέτας. Μια τρομερή πάλη έπσκοΑούθησε μεταξύ τών δυό γυναικών. Ή Λωρέτα χτυπούσε μέ τρομερές γροθιές την !Μπέτυ. Μά έκεινη, ολοένα κΓ έσφιγγε το λαιμό της. Τό βλέμμα της Λιρέτας Θόλωνε και τά νύχια των χεριών της μπήγονταν στο κρέας της αντιπάλου της. Μά τό σφίξιμο στο λαιμό της συνεχιζόταν πιο δυνατό... Σέ λίγο ένας σπασμός συγκλόνισε τό μςχτωμένο κορμί της _καΐ τά μάτια της γούρλωσαν... Τό στόμα της στράβωσε... Ξεψύχησε στην πιο Φριχτή αγωνία. Παρατώντας την, ή Μπέτυ σηκώθηκε όρθια καί πήρε μιά βαθειά αναπνοή. 3Έμείνε γιά λίγο ακίνητη γιά νά ουνέλθη. "Έρριξε ένα βλέμμα μ ίσους στο πτώμα ^ της Λω~ ρέτας καί. χωρίς νά νοιαστη γιά την τύχη του ΡάουντΜπίλ, έπιασε τη βαλίτσα καί μ’ ένα καταχθόνιο χαμόγελο την άνοιξε. 9Ηταν γεμάτη μέ έγγραφα. — ~έρω κάποιον που Θά μου δώση πολύ χρυσάφι γι5 αυτά τά χαρτιά, ψιθύρισε. Μά δεν ήταν μόνο τά πολύτιμα έγγραφα. Έικεΐ μέσα υπήρχε κι* ένα μεγάλο κουτί που περιείχε κοσμήματα. Γό άνοιξε καί οι πολύτιμες πέτρες ακτινοβόλησαν στον ή λιο. Ξανά κλείσε τη βαλίτσα καί κατευθύνθηκε προς τό αε ροπλάνο. Τη στιγμή όμως πού ετοιμαζόταν νά άνεβη επά νω καί νά καθηση οπό βολάν, παρουσιάστηκε μπρος της κάποιος, πού βρισκόταν από πριν έγκαταστημένος στο εσωτερικό του σκάφους. Δυό άλλοι, κρυμμένοι πίσω άπό τό αεροπλάνο, έτρεξαν ώπλισμένοι νά προστατεύσουν τον πρώτο. , Τά χέρια της Μπέτυ βρέθηκαν κιόλας στις χειροπέδες, πριν προλάβη νά φέρη. την παραμικρή αντίστασιν — Χάνεις τό παιχνίδι την τελευταία στιγμή!, ακού στηκε ή μονότονη φωνή τού Μόουγκλαντ. Σ’ εύχαριστούμε πού κόπιασες γιά μας σέ αύτη την έρημιά.^ "Έβγαλες^ α πό τον κόπο καί τόν δήμιο των φυλακών του Σίγκ-Σίγκ. Της πήρε τη βαλίτσα κΓ έδωσε διαταγή στους δυό α στυνομικούς νά μεταφέρουν τό θηλυκό τέρας στο αυτοκί νητό του. ΤΕΛΟΣ
:Η ιιαΑωαώγΓΐ.. β τιμωρείται! ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ
ΔΙΗΓΗΜΑ
γ..................................................\ « άς τό τονίζω: Ποτέ νά μην πιστεψετε γυναί κα άκόμα και την πιο άθώα. Καθόμουν ήσυχα στη συνηθισμένη μου γωνιά, στο μπαρ του Τόνυ, όταν ή γυναίκα αύτη πού μέ ξεγέλασε έκανε έκεΐ την έιμφάνισί της. Παρηγγειλε ένα φλυτζάνι καφέ, μά μέ την πρώτη ρουφη ξιά, άρχισε τά κλάματα. ’Άφησα τό κάθισμά μου και πήγα κοντά της. — ’Ίσως, κοπέλλα μου, νά μην πρέπει νά μέ νοιάζει, μά ή καρδιά μου δέν αντέχει στά κλάματα. Διέγραψε^ ένα θλιμένο χαμόγελο και μέ τό μαντηλάκι της φύσηξε τη μύτη της. — Μίλησε στόν «μπαμπά», την βοήθησα. Τί έχεις στο μυάλό σου; — Σ’ ενδιαφέρει νά τό μάθης; ρώτησε φοβισμένα. — Ναί, τής είπα. Σέ συμπαθώ. Φαίνεσαι καλό κορίτσι. — ’Έτσι μουλεγε κι’ ό Πετέ Μαλόν, απάντησε. — 'Ο Πετέ Μαλόν! φώναξα κΓ άνοιγόκλεισα τά μάτια. — Τόν ξέρετε; μέ ρώτησε στά σοβαρά. — Τόν ξέρω, της είπα μ’ ένα μο,ρφασμό. Μή μ·ου λέτε όιμως περισσότερα γ»Γ αυτόν τόν άρουραΐο. Οί άρουραΐοι μου φέρνουν άλεργία. Την παρατηρούσα στο λεπτό πρόο'ωπο κΓ έκανα τις κρί σεις μου. Φαινόταν Ιρλανδή. Είχε έρθει στο Λονδίνο νά δού λεψη και δέν είχε κανόναν διικό της νά πή τόν πόνο της. — ΚΓ άσφαλώς αυτός ό Μαλόν σάς ύποσχέθηκε νά σάς κάνη ηθοποιό τοΟ κινηματογράφου; τη ρώτησα. — Νά πού τό καταλάβατε, μου απάντησε, Δέν ήμουν ανόητη π«ού τόν πίστεψα; -— Σάν πολλές άλλες, τή βεβαίωσα. Σάς έταξε νά σάς κάνη στάρ. Τόν αγαπήσατε. Έγκοταλείψατε τή δουλειά σας. Χρεωθήκατε. 'Ο Μαλόν έξαφανίσθηκε καί τώρα βρίσκεσθε σέ άδιέξοδο-. Μπορώ, λοιπόν, νά σάς φανώ χρήσιμος; 'Η άγνωστη κούνησε καταφατικά τό κεφάλι. Κατόπιν, τ@
«ήκωπ ξαφνικά ψηλά,
32
Η ΚΑΛΑΣΥΜΗ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ
— ΚΓ όμως„. Μου χάρισε ένα ωραίο δοοχτυλίίδι! — Γιά νά μή>ν σάς τό ττάρη πίσω, τής είπα, στοιχημα τίζω πώς δέν 6ά εχη την παραμικρή αξία. — Δέν ξέρω από κοσμήματα για νά κρίνω την αξία του, μοΟ εξήγησε τό θΰιμα δίνοντας μου τό δαχτυλίδι. — Διάβολε! φώναξα κι* άρχισα κατόπιν νά σφυρίζω. Αυτή ή πέτρα μοιάζει μέ αληθινό διαμάντι! — Θά μπορέσω νά πάρω λίγα λεπτά άν τό πουλήσω; μέ ρώτησε. — Δοκιμάστε, τήν παρότρυνα. Φοβούμαι όμως ότι άν τό δείξης σέ κανέναν κοσμηματοπώλη υπάρχει φόβος νά δρής κανόναν μπελά. Διάλου απίθανο νά είναι κλεμμένο και νά 6ποχρεωθής ν* απόδειξης τήν προέλευσί του. Δάκρυα πληιμμόρισαν τά μάτια της. — *Έχω άμεση ανάγκη άπό λεπτά, μου είπε. Νά πλη ρώσω τό νοίκι μου και τό εισητήριο του τραίνου γιά νά γυ ρίσω στήν πατρίδα μου: στήν * Ιρλανδία. Στάθηκα και τήν κύτταζα μ* ένα δυνατό ολίσθημα λύπης. ΚΓ ό νους μου πήγε στά πενήντα κολαρισμένα χαρτονομ ίσμοετα πού υπήρχαν στο πορτοφόλι μου. Κάπου άλλου είχα πολλά περισσότερα. Ναί! 'Η αλήθεια είναι πώς είμαι βου τηγμένος στά λεπτά και πενήντα λίρες δέν ήσαν Υιά μένα κανένα σπουδαίο ποσό. — Σου φτάνουν πενήντα χάρτινες λίρες; τή ρώτησα ήρεμα. Ή κοπέλλα ξαφνιάστηκε. — Δέν αστειεύομαι, τή διαβεβαίωσα. Και χωρίς κανέ να άντ άλλαγμα. — Γιατί θέλετε νά μου κάνετε αυτή τήν κοελωσύνη; ρώ τησε. , , — Σοί) επαναλαμβάνω: Είσαι ένα καλό κι αθώο κορί τσι καί σέ συμπαθώ. Καί σαν "Αη - Βασίλης έβγαλα άπό τό πορτοφόλι μου τις πενήντα λίρες καί τις τής έδωσα. — Πλήρωσε τό νοΐκι σου. Φόρτωσε σ’ ένα ταξί τά πράγ ματά σου καί Φεύγα γιά τήν Ιρλανδία. —θά τά πάρω,Λ είπε, αλλά θά σάς τά έπιστρέψω. Στο μεταξύ όμως μπορείτε νά πάρετε αυτό γιά έγγύησι. Καί μουδωσε τό δαχτυλίδι. — Μπορεί νά είναι άληθινό καί ν5 άιξίζει όπως είπατε. — Πιθανόν νά είναι καλύτερα νά τό κρατήσω, είπα. Ετά χέρια μου είναι πιο ασφαλές. Ένώ άν τό κρατήστε έτεΐς μπορεί νά σάς δημιουργήσω Ιστορίες... Κράτησε τή διεύθυνσί μου, έβαλε τά χαρτονομίσματα ■την τσάντα της καί σηκώθηκε.
Η ΚΑΛΩΣΥΜΗ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ
33
^— Ειΐσαστε πολύ καλός πού μ5 έμπιστευεσθε, μού είπε σφίγγοντας τό χέρι μου. — Τό ένστικτό μου δε λαθεύει εΐπα και κάθησα νά την κυττάζω πού έφευγε. Εκείνη τό στιγμή φάνηκε στο κατώφλι 6 φίλος μου., ό Μίικυ. Τό βλέμμα του ξεκίνησε από τό νέα και κατέληξε ε πάνω μου. — Πο ιά όταν η μυστήρια; ρώτησε. — Μάντεψε το, τού απάντησα. Μόλις τις έδωσα πενήν τα λίρες για ένα δι,αμαντενιο δακτυλίδι που μπορεί νά είναι και ψεύτικο. Δεν έχω ιδέα άπό πέτρες. — Σοί/στριψε; έκανε ό Μίκυ. Τούδωσε τό δακτυλίδι και τό εξέτασε. — Γυαλάκι πρώτης η πέτρα του. είπε. —- Δεν βαρυέσαΠ ΚΓ αυτήν θά την γέλασαν. "Από τις τόσες ποϋρχονται έδώ αυτή φαινόταν διαφορετική. Χαλάλι. Εκείνη τό^ στιγμή δμως δοκίμαζα τό συναίσθημα τής παρουσίας ένός τρίτου προσώπου πίσω μου. ένός αστυνο μικό υ. — "Έχεις τίποτε υπ" όψι σου; Είπα στον ανεπιθύμητο. — Ναί, απάντησε 6 ξένος. Θά κάνουμε ένα μικρό ταξί δι ώς τό... τμήμα. — Γιατί; έκανα^ μ’ ελαφρά έκπλη,ξι. Μήπως είναι κακό νά κυτ τάζουν δυο άνθρωποι ένα δαχτιΑίδι; "Ακούσε με, Σέρλοκ Χόλιμς. Αύτή τη φορά εγώ είμαι τό θυιμα. ΓΓ αυτό τό καλύτερο πού έχεις νά κάνης είναι νά τρέξης έξω και νά πιάσης μια πεταλουδίτσα μέ πεταχτά μάτια. — Την πιάσαμε και την έχουμε μέσα στο αυτοκίνητο, μάς πληροφόρησε γελαστός 6 ντέτεκιτίιβ. — Τότε, μπράβο σου! τον συγχάρηκα με σφιγμένη την καρδιά... "Αξίζεις. Είσαι σπουδαίο λαγωνικό. "Ο Μίκυ είχε π ρασινοκιτ ρινίσει. — Είναι ό γυναίκα - άΐστυνομικός Μάρφυ, συνέχισε ό ντέτεκτιβ, κΓ επιθυμεί νά σού έπιστρέψη τις πενήντα λίρες που τής έκανες δώρο... γιατί είναι πλαστές... Παραχαραγ μένες μέ τον πιο τέλειο τρόπο... Θάχης.. λοιπόν,.. την καλωσυινη νά μάς δείξης τό μέρος πού έχεις έγκοοταστήσει τό παραχαρακτικό σου μηχάνημα; Πέστε μου., λοιπόν: Πρέπει νά κάνη κανείς καλωσυνη σέ άνθρωπο; ΚΓ ιδίως σέ γυναίκα: Ποτέ! ΤΕΛΟΣ
Τό Βιβλίο 5.. πού κυκλοφορεί την εβδομάδα με τον τίτλο:
ερχόμενη
ίΟΪ ΣΟΦΟΥ # είναι ενα από τά καλύτερα σστυνοίμικά ρομάντσα, πού εχετε διαβάσει! "Η άγωνία., ή φρίκη., τό αί νιγμα, ξεπηιδοΟν από κάθε σελίδα του και τό ένδιαφέρ-ον μεγαλώνει αδιάκοπα ώσπου φτάνει κανείς στη μεγάλη άποκάλυψι μιας απροσδόκητης λύσεως! Τό Βιβλίο 5 είναι κάτι, πού δεν πρέπει νά χά ση κανείς αναγνώστη ο μας!
ΓΕΝΙΚΑ!
ΕΚΔΟΤΙΚΑ!
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ο.
Ε.
Λέκκα 22, 1 Αθηιναι.—Δημοσιογραφικός Διευθυντής: νεμοδουράς
—
Οικονομικός
Διευθυντής:
Γεώργιος
ΤΟ «ΜΑΤ!» ΒΙΒΛΙΟ 4
€ $ € € € £ €
$ € <?
Γ ρ α φ ε ΐ α: Στέλιος
Ά-
Γεωργιάδης.
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΊΌΝ ΜΙΑΣ ΣΟΒΑΡΑ! ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ο ΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Π0Ι0ΤΗΤ0Σ ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ΑΡΑΧΜΑΙ2 ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο.Ε. ΛΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑΙ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΡΟΜΑΝΤΖΟ ’Αττό&ασις :
ΜΙΑΤ. ΧΛΩΜΟΎ
ρήκες αποτυπώματα; — Πολύ άμυδρά. Πάντως; όμως, διακρίνονται. Ό περίφημος ιδιωτικός ντέτεκτιβ Μισελό, σκαρ φαλωμένος σέ μιαν ανεμόσκαλα, έξήταζε μεθοδικά τό περβάζι ένός παραθύρου. “Οταν πήρε την είδοποίησι τού φίλου του, τού έπιθεωρητοϋ Ντυμουλέν, από μια μικρή επαρχιακή κωμόπολη στήν αρχή παραξενεύτη κε. Τί τρομερό και μυστηριώδες έγκλημα μπορούσε νά συμβή σέ μια πόλι μέ πέντε κατοίκους; Και μάλιστα έγκλημα πού νά μήν μπορή νά βρή τήν λύσι του ό φι λότιμος Ντυμουλέν; Μέ τήν σκέψι αυτή, συλλογίστηκε εκείνη τήν στιγμή νά γράψη στον φίλο του πώς καλά θά έκανε νά άφήση τήν τεμπελιά πού εΐχε συνηθίσει και νά κυττάξη νά δικαιολογήση τον μισθό πού είσέπραττε. "Υστερα όμως συλλογίστηκε πώς κι’ αυτός ό ίδιος εκείνες τις ημέρες τεμπέλιαζε. Καί, μιά καί, τό καλοκαίρι, τό Παρίσι είναι φοβερά πληκτικό καί άδειο σχεδόν από κατοίκους, φόρτωσε στο αυτοκίνητό του τις βαλίτσες του καί τον βοηθό του καί ξεκίνησε γιά νά ξελασπώση τήν αστυνομία, όπως έδήλωσε σφίγγοντας τό χέρι τού Ντυμουλέν μερικές ώρες αργότερα.
4
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
Ή ευθυμή του διάθεσις, ωστόσο, γρήγορα έδωσε τή Θέσι της σέ ένα ζωηρό ενδιαφέρον, καθώς ό Ντυμουλέν του διηγόταν τά καθέκαστα. "Οχι πολλά πράγμα τα, εΐν’ αλήθεια. Άλλα πολύ ενδιαφέροντα. Έπρόκειτο γιά δυο εξαφανίσεις. Δυο κοπέλλες, εί χαν έξαφανιστή από τά σπίτια τους, ή μια υστέρα α πό την άλλη σέ διάστημα μερικών ημερών, χωρίς νά άφήσουν τό ελάχιστο ϊχνας πίσω τους. Ό φουκαράς 6 Ντυμουλέν είχε ερευνήσει τά πάντα επί οκτώ ημέρες. Αλλά την όγδοη ημέρα, ήξερε περισσότερα απ’ όσα την πρώτη. Δηλαδή... τίποτε! "Ετσι, αποφάσισε νά ζητήση την βοήθεια του Μισελό. Ό Μισελό κατέβηκε από την ανεμόσκαλά του καί έδωσε την μικρή αλλά· τέλεια φωτογραφική μηχανή που κρατούσε στον βοηθό του τον Κλωντέν: — Πρέπει, είπε γυρίζοντας στον Ντυμουλέν, νά μου έμφανίσουν^αμέσως τις φωτογραφίες τών άποτυπωμάτων που πήρα. Υπάρχει κανένας καλός φωτογρά φος εδώ; -— "Όχι. Πρέπει νά στείλουμε στο Βιεργόν. Μιάν ώρα μέ τ5 αυτοκίνητο. — Νά πάρη ή οργή! Καί ήθελα νά έχω τις εμφα νίσεις τό γρηγορότερο. *0 επιθεωρητής έμεινε γιά λίγο σκεπτικός κι* υστέ ρα έκανε μιάν αόριστη χειρονομία. ;— Υπάρχει βέβαια, είπε, καί ό καθηγητής Ρισάρ, πού μένει λίγο έξω άπ5 τήν πόλι. — Ό καθηγητής Ρισάο; Ό σοφός ερευνητής; — Ναι. Τον ξέρεις; Είναι ένας όνειροπαρμένος. Καί βέβαια τον ήξερε ό Μισελό. Είχε ακούσει νά μιλούν άπειρες φορές γιά τον άνθρωπο αυτόν, πού είχε άποσυρθή στην μοναξιά τής εξοχής γιά νά μπορή να κάνη μέ τήν ησυχία του τά πειράματά του, πού άλλοι τά χαρακτήριζαν ως ανισορροπίες κι3 άλλοι σάν έκδηλώσεις πραγματικής μεγαλοφυΐας. Ό καθηγητής Ρισάρ ήταν ειδικευμένος στην Ιατρι κή. Τά περιοδικά, ιατρικά καί μή, είχαν πολλές φορές δημοσιεύσει τήν φωτογραφία του. Είχε τήν έμφάνισι ενός σοφού άπό εκείνους πού βλέπουμε καμμιά φορά στον κινηματογράφο... "Ενας άνθρωπος μέ λεπτά χαρα
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
§
κτηριστικά, μεγάλο^ μέτωπο και βλέμμα πού, αγνοών τας τά γύρω του, έβλεπε μονάχα όσα ή επιστημονική του φαντασία δημιουργούσε. "Ενας σοφός, που κυνη γούσε χίμαιρες πολλές φορές καί δεν έδίστάζε νά ξοδέψη τεράστια ποσά για ένα αμφίβολο πείραμα. — Νά του έμπιστευθώ τις πλάκες μου; φώναξε ^ό Μισελό. Θά ήταν Ικανός, αντί νά τις εμφάνιση, νά τις άναλύση για νά 5ή από τι αποτελούνται! ’Άν δχι νά τις... φάη για νά δη τι γεΰσι έχουν! "Ετσι ό Κλωντέν έφυγε αμέσωςγιά το Βιεργόν, ε νώ ό Μισελό καί επιθεωρητής πήραν περπατώντας σιγά - σιγά τον δρόμο πού ώδηγοΰσε έξω από την μι κρή πόλι. Ό Ντυμουλέν ήταν κιόλας πολύ αισιόδοξος» 'ΊΗταν βέβαιος πώς ό φίλος του θά έλυνε τό μυστήριο αμέσως. — Μή βιάζεσαι..., τόν έκοψε ό Μισελό. Δέν είμαι μάγος νά κάνω θαύματα. Περίμενε! Χωρίστηκαν. Ό Ντυμουλέν γύρισε πίσω, ενώ ό Μισελό εξακολούθησε τον περίπατό του, πηγαίνοντας ό λο καί πιο αργά. Σκεπτόταν τό πρόβλημα. Πήρε ένα στενό μονοπάτι στην τύχη καί, ξαφνικά, πρόσεξε πώς είχε χάσει τό δρόμο του. Βρισκόταν σ’ ένα μέρος εντελώς απομονωμένο. Μπροστά του, έβλεπε έναν ξύλινο φράχτη, ανάμεσα στούς ©πύλους τού οποίου φύτρωναν πυκνοί θάμνοι. Πί σω από την πόρτα, στεκόταν ένας εργάτης, *ό κηπουρός ίσως, πού τον κύτταζε μέ περιέργεια. Ό Μισελό τόν έρώτησε από πού θά έβγαινα στον κεντρικό δρόμο καί κατόπιν, σάν νά του ήρθε μια ξαφνικιά έμπευσις, ρώ τησε : λ χ — Σέ ποιόν ανήκει αυτό τό κτήμα; -—- Έδώ; Είναι τό κτήμα του καθηγητου Ρισάρ. — Μπά; Νά μια, ωραία σύμπτωσις. ΚΓ δ,τι ακρι βώς έψαχνα νά βρω ^τό σπίτι τού καθηγητου. Μου α νοίγεις, σέ παρακαλώ; Δέν χρειάζεται βέβαια να πούμε ότι ό Μισελό δέν εΐχε σκεφθή νά έπισκεφθή τον καθηγητή Ρισάρ, παρά μόνο σάν έμαθε πώς βρισκόταν μπροστά στην πόρτα του. Αυτό δμως’δέν είχε καμμιά σημασία. Πρώτα - πρώ τα, γιατί, χωρίς κι* ό ίδιος νά ξέρη πώς, ένοιωθε νά τόν
6
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
σπρώχνη στην συνάντησι αυτή, ένα περίεργο ένστικτο. Κι’ υστέρα επειδή δεν χρειαζόταν να εχη προετοιμάση καμμιά δικαιολογία. "Οταν συναντούσε τον καθηγητή θά εϋρισκε σίγουρα να τον ρωτήση κάτι σχετικό με τις επιστημονικές του έρευνες. Χωρίς νά εχη παρακολού θηση, μαθήματα σέ καμμιά σχολή, ό Μισελό ήταν άρι στα κατατοπισμένος σέ κάθε κλάδο τής σύγχρονης επι στήμης καί στο μικρό, αλλά τέλειο, έργαστήριό του του Παρισιού έκανε πολύ συχνά πρωτότυπες έρευνες καί πειράματα, τά αποτελέσματα των οποίων αισθανόταν πολύ βαρειά ό κόσμος τού έγκλήματος. "Έτσι, δέν θά βρισκόταν σέ δύσκολη θέσι προκειμένου ν’ άνοιξη επι στημονική συζήτησι μέ τον καθηγητή. Τού άνοιξε μιά μισόκοπη γυναίκα, πού φορούσε στο κεφάλι ένα σκούφο από κείνους πού συνειθίζονταν στά τέλη τού περασμένου αίώνος. Περνώντας από ένα μακρύ διάδρομο, βρέθηκε σέ μιά μεγάλη χαμηλοτάβα νη τραπεζαρία επιπλωμένη σέ στύλ αγροτικό. Δέν χρειάστηκε νά περιμένη πολύ. Μιά πόρτα άνοιξε στο βάθος τού δωματίου καί έκανε τήν έμφάνισί του ένας άντρας υψηλός, πολύ αδύνατος, μέ μαλλιά ακατάστατα καί μάτια λαμπερά. — Ζητήσατε νά μέ δήτε; Ελπίζω τουλάχιστον νά μήν είστε δημοσιογράφος. Εχω έναν παθολογικό φόβο γιά τις συνεντεύξεις, δήλωσε χαμογελώντας ό καθηγη τής Ρισάρ. — "Οχι, όχι! Μή φοβάστε. Ό Μισελό αυτοσυστήθηκε καί δέν παρέλειψε νά τού έκφράση μέ μερικές καλοδιαλεγμένες λέξεις τον θαυ μασμό του γιά τις επιστημονικές του έρευνες.. — Θά ήθελα νά ζητήσω τήν συμβουλή σας γιά ένα ζήτημα πού μέ απασχολεί, δήλωσε στο τέλος λέγοντας ποιος ήταν. —· Ό περίφημος Μισελό; είπε χαμογελώντας ό κα θηγητής. Χαίρω πολύ πού σάς γνωρίζω. Ακόμα καί στο έρημητήριό μου, πρόσθεσε, κατάφερε νά τρυπώση ή φήμη σας. Σέ τί μπορώ νά σάς φανώ χρήσιμος; Ό Μισελό τότε, χωρίς νά κσκκινήση διόλου, άρχισε νά τού άναπτύση μιά θεωρία γιά τό πρώτο πράγμα πού τού πέρασε απ’ τό κεφάλι, καί συγκεκριμένα γιά τίς
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
7
μεταβολές πού ύφίστανται τα αιμοσφαίρια έξ αιτίας ώρισμένων ασθενειών. Ό καθηγητής, άκούγοντάς τον, έμεινε κατάπληκτος: — Άπό που αποκτήσατε τις γνώσεις αυτές, κύριε Μισελό; τον έρώτησε. Άλλ" άς περάσουμε στο εργαστή ριό μου, δπου μπορούμε νά κουβεντιάσουμε καλύτερα. Καί προχωρώντας άνοιξε την πόρτα τού βάθους καί βγήκε στον διάδρομο. Εκείνη την στιγμή, ό Μισελό α ναπήδησε άθελά του. Γιατί, άπό τό βάθος του μισοσκό τεινου διαδρόμου, ακούστηκε κάποιος ήχος σαν γρύλλισμα άγριου θηρίου. — "Έ, φώναξε στον Ρισάρ πού προχωρούσε εμπρός. Τί συμβαίνει; "Έχετε θηρία εδώ μέσα; Ό καθηγητής γέλασε κι" άναψε τό φώς του έργα» στηρίου. ΚΓ ό Μισελό ανακάλυψε αμέσως την πηγή του γρυλλίσματος. Σέ μια γωνιά του έργαστηρίου, βρισκό ταν ένα μεγόίλο κλουβί. Καί πίσω απ’ τά κάγκελά του σάλευε ανήσυχος ένας πελώριος ουραγκοτάγκος. Τό κο λοσσιαίο τετράχειρο είχε περάσει τό ένα χέρι του α νάμεσα απ’ τά κάγκελα, σαν νά γύρευε νά άρπάςη κάτι. —- "Ησυχα Μπίμπο!, διέκοψε ό καθηγητής. "Ησυ χα! Θέλεις χειραψία έ; "Έλα. Καί, πιάνοντας τό μαλ λιαρό χέρι του πιθήκου, άντήλλαξε μαζί του μια θερμή χειραψία πού φαίνεται πώς τον ευχαρίστησε εξαιρετι κά γιατί τό γρύλισμά του έδωσε τήν θέσι του σέ χορο πηδητά καί μορφασμούς χαράς. Ό Μισελό κύτταζε συλλογισμένος τήν πελώρια πα λάμη μέ τά μακρυά τριχωτά δάχτυλα. — Περάστε, του είπε ό καθηγητής, Γενικά, δεν δέ χομαι κανένα. Ιδίως μέσα στο εργαστήριό μου. Άλλα είστε τόσο καλσ^ κατατοπισμένος στα έπιστημονικά ζη τήματα, ώστε σάς θεωρώ σαν ^συνάδελφο σχεδόν. Τί λέ γατε λοιπόν γιά τά αιμοσφαίρια; * * * 0 Μισελό κάπνιζε τήν πίπα του στο δω μάτιο τού ξενοδοχείου του. Σκεπτόταν τήν πρωινή ίου έπίσκεψι, καί άναλογιζόταν άν δέν ήταν τό πεπρωμένο πού τον είχε οδηγήσει στο σπίτι τού καθηγητού Ρισάρ.
§
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
ί. &Α
Ή συζήτησί τους στάθηκε ττολύ εγκάρδια και ζω ηρή. Καί από αυτήν 6 Μισελό είχε μάθει κάτι πολύ εν διαφέρον. Ό καθηγητής Ρισάρ, πειραματιζόταν πάνω στον μεγάλο του πίθηκο, σέ ζητήματα σχετικά μέ τήν σύνθεο'ΐ του αίματος. Μολονότι, ωστόσο, οι έρωτήσεις του έγιναν μέ με γάλη έπιτηδειότητα, ό καθηγητής, δέν εΐχε θελήσει νά του άποκαλύψη τίποτε περισσότερο από γενικότητες. Καί, τώρα, οι σκέψεις του Μισελό πήγαιναν διαρκώς στον πελώριο πίθηκο καί στα ατσαλένια χέρια του. "Ενα χτύπημα ακούστηκε στήν πόρτα καί μπήκε ό Ντυμουλέν. -— "Λ! Καλά πού ήρθες. Σέ ήθελα, έδήλωσε ό Μισελό. Πρέπει νά κάνης μιάν έρευνα, καί νά μάθης α κριβώς πόσες κοπέλλες ηλικίας είκοσι ετών βρίσκον ται στήν πόλι. -— Ή έρευνα αυτή ήταν ένα από τά πρώτα πράγ ματα πού έκανα. — "Εχεις τον κατάλογο; — Αέν υπάρχει ανάγκη καταλόγου. Δέν υπάρχουν παρά οι δύο πού έξαφανίσθηκαν. Ή Μόνικα Κομερέν καί ή Λουσίλ Ντανιέρ. Οι άλλες, είναι ή πιο μικρές, ή πιο μεγάλες. "Ωστε κατέληξες στο ίδιο συμπέρασμα μέ μένα. — Ναί. Πρόκειται γιά απαγωγές. Ό Μισελό τράβηξε μερικές ρουφηξιές απ’ τήν πί πα του. — Είδα τον καθηγητή Ρισάρ, σήμερα τό πρωί, εί πε ύστερα. Διηγήθηκε τήν έπίσκεψί του και μίλησε γιά τόν Μπίμπο. Ό Ντυμουλέν έμεινε σιωπηλός γιά λίγο. — Περίεργο, είπε στο τέλος. — Τί πράγμα είναι περίεργο; Ό πίθηκος; Ό κα θηγητής τόν έχει γιά τά πειράματά του. Αυτό εΐν* όλο. Ό Ντυμουλέν πήγε νά πή κάτι, αλλά κόπηκε από την έμφάνισι του Κλωντέν, πού έφερε τις έμφανίσεις τών άποτυπωμάτων μέσα σ3 ένα φάκελλο. — Τις κύτταξα, είπε ό νεαρός, αλλά δέν υπάρχει ούτε ίχνος από τις χαρακτηριστικές γραμμές τών δα κτύλων.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
9
Ό Μισελό ττήρε τις φωτογραφίες καί τις κύτταξε προσεκτικά. Οί άλλοι έσκυψαν κι9 εκείνοι πάνω στο τραπέζι. Αυτό πού είπε 6 Κλωντέν ήταν άλήθεια. Δεν έβλεπε κανείς παρά πέντε δάχτυλα. Τίποτε άλλο. — Κι9 δμως είναι χέρι, είπε ο Κλωντέν. τά δάχτυλα διακρίνονται πολύ καλά. 9Από τό μεγάλο ως τό μικρό. — "Ενα χέρι πελώριο, υπογράμμισε ό Ντυμουλέν. — Πραγματικά πελώριο, συμφώνησε κι9 ό Μισελό. 9,Ας μην ξεχνάμε πώς ή φωτογραφία δέν είναι παρά στο ένα τέταρτο του πραγμοττικου μεγέθους! — λοιπόν; Είναι τό χέρι κανενός γίγαντας; — 9Όχι. 9Όχι γίγαντας. Είναι χέρι μή φυσιολο» γικό. Ό Κλωντέν βρισκόταν σε άμηχανία. — Γιατί δέν βρίσκουμε δακτυλικά αποτυπώματα; ρώτησε. Ό Μισελό του απάντησε μέ μιάν έρώτησι, πού δέν φαινόταν νά έχη καμμιά σχέσι μέ τό ζήτημα πού τούς απασχολούσε. — Υπάρχει έδώ κοντά καμμιά βίλλα γιά νοίκιασμα; Ό επιθεωρητής ξέσπασε σε γέλια. — 9Έχεις σκοπό νά ξεκαλοκαιριάσης εδώ; — 9Ακριβώς, άποκρίθηκε ό Μισελό καί στράφηκε στον Κλωντέν. — 9Εσύ, είπε θά γυρίσης στο Παρίσι, καί θά δής άν ή δεσποινίς^ Αεζέρ είναι έλεόθερη. "Υστερα... Οι άλλοι δυο τον κύτταζαν έκπληκτοι. — "Υστερα, συνέχισε ό ^Μισελό θά την πάρης καί θά την φέρης έδώ. Θά φροντίσουμε νά μάθουν δλοι έδώ πώς είναι άδελφή σου. 9Ά! καί κάτι άλλο πολύ σπου δαίο. Νά τής πής νά λέη παντού πώς είναι είκοσι χρονών. Ούτε μιά μέρα περισσότερο ή λιγώτερο. Κατά λαβες; Ή δεσποινίς Αεζέρ ήταν μιά νεαρή συνεργάτις του Μισελό, πού είχε πολλές φορές χρησιμοποιηθή άπό τον διάσημο ντέτεκτιβ, μέ μεγάλη επιτυχία. ΤΗταν μιά χαριτωμένη ξανθούλα με πράσινα μάτια, έξυπνη, θαρ ραλέα καί αποφασιστική. Καί δέν θά ήταν δύσκολο νά παρουσιασθή σάν εικοσάρα, έπειδή κανείς δέν μπορού
10
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
σε νά φαντασθή πώς είχε ήδη συμπληρώσει τά είκοσιπέντε της χρόνια, Ό Ντυμουλέν διέκοψε μέ μιά χειρονομία τον Μισελό. — 3Άν κατάλαβα καλά, είπε, θά προσπαθήσης νά προκαλέσης μιά νέα απαγωγή! Κι5 αυτό είναι πολύ ε πικίνδυνο. Εύχομαι ή απαγωγή νά μείνη μονάχα άπό^· πειρα. "Υστερα, είσαι βέβαιος πώς 6 έγκληματίας θά πέση στην παγίδα; — Είμαι βέβαιος, είπε κοφτά ό Μισελό.
0 Μισελό κι* ό Ντυμουλέν μπήκαν σ’ ένα μεγάλο προθάλαμο πού άστραφτε απ’ την άσπρη ριπο λίνη των τοίχων. — Πέστε στον γιατρό Λερουά, είπε ό Ντυμουλέν σέ μιά νοσοκόμα, ότι ήρθε ό επισκέπτης γιά τόν όποιο του μίλησα σήμερα τό πρωί. Μερικές στιγμές αργότερα, ό Μισελό βρισκόταν στο γραφείο του γιατρού. Είδε μπροστά του ένοτν άν θρωπο καμμιά σαρανταριά χρόνων μέ πλατείς ώμους, πού τόν κύτταζε μέ ερευνητικό βλέμμα πίσω άπό τά κρύσταλλα των γυαλιών του. — Γιατρέ, εξήγησε ό Ντυμουλέν, σάς, παρουσιάζω τον ψίλο του "Υβ Μισελό, πού επιθυμεί νά έγκαταστα8ή εδώ γιά τό καλοκαίρι και πού γυρεύει, μάταια, μιά διαθέσιμη βίλλα. Ό γιατρός Λερουά διηύθυνε μιά μεγάλη κλινική λί γο πιο έξω άπό την πόλι. Είχε επίσης κΓ ένα σπίτι, έ να είδος βίλλας τριγυρισμένης άπό μεγάλο κήπο, πού δέν την χρησιμοποιούσε επειδή έμενε μονίμως σ’ ένα μικρό περίπτερο, πού βρισκόταν στον περίβολο τής κλινικής του. Καί ό Ντυμουλέν, όταν έμαθε τόν ιδιοκτή τη τής βίλλας πού άπό καιρό έμενε κλειστή, σκέφτηκε
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
Μ
νά τον έπισκεφθή για νά του ζητήση νά την νοικιάση στον φίλο του. Ό δόκτωρ Αερουά γέλασε. — Ό φίλος σας ό Μτυμουλέν, εΐπε στον Μισελό, ανέπτυξε ήδη τόσην ευγλωττία, ώστε δεν έχω πια καμμιάν άντίρρησι γι’ αυτό που ζητάτε. Ή συζήτησις πήρε τόνο φιλικό, — Ό τόπος 5έν έχει και εξαιρετικές φυσικές καλ λονές είπε ό Αερουά, άλλα για ανάπαυαι είναι θαυμά σια εδώ. νΑν μάλιστα μείνετε καί το φθινόπωρο, θά έ χετε και την ευκαιρία νά κυνηγήσετε. "Έχει πολύ κυ νήγι στά περίχωρα. Μίλησαν αρκετήν ώρα γιά τό κυνήγι. "Υστερα, μέ μιά στροφή πού κανένας δέν περίμενε, ό Μισελό έφερε τήν κουβέντα στο μυστήριο των απαγωγών. Το πρόσω πο του γιατρού σοβάρεψε. — Τί θά γίνη αλήθεια μ’ αυτές τις κοπέλλες πού χάθηκαν; εΐπε. Δέν θά βοηθήσετε καθόλου τον Ντυ-μουλέν;{ Ό Μισελό φάνηκε νά διστάζη μιά στιγμή, κΓ ύστε ρα, σέ έμπιστευτικό τόνο, εκμυστηρεύθηκε πώς ακρι βώς αυτός ήταν ό σκοπός τής διαμονής του εκεί. — Ευτυχώς, ^εΐπε ο γιατρός καί σηκώθηκε. Ελάτε, κύριε Μισελό. Πάμε νά σάς δείξω τό σπίτι σας. Τό αυτοκίνητο^ τούς έφερε στην άλλη άκρη τής πόλεως, μπροστά σ’ ένα σπίτι μέ ευχάριστη έμφάνισι, πού τρι γυριζόταν από μεγάλο περιποιημένο κήπο. Τά δο^μάτια ήσαν δλα επιπλωμένα μέ πολύ γούστο. Ό δό κτωρ Αερουά ύποσχεθηκε στον Μισελό νά τού στείλη μιά μαγείρισσα. Φθάνοντας στο πρώτο πάτωμα, ό Μισελό απαρίθμησε: ;— Εδώ, τό δωμάτιό μου. Έκεΐ, τό δωμάτιο τού βο ηθοΰ μου. Καί τό τρίτο, τό δωμάτιο τής Ζερμαίν τής αδελφής του. Ό γιατρός, γύρισε καί τον κύτταξε: — Θα φέρετε μιά νέα κοπέλλα; Έδώ; , — Βέβαια. Τήν αδελφή τού βοηθού μου. Μιά σπου δαία κοπελλίτσα είκοσι χρονών. Τής χρειάζεται λίγη έξοχη.
12
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
Ό δόκτωρ Άερουά του έπιασε τδ μπράτ©-© καί τδ έσφιξε. — Δεν πρέπει νά τδ κάνετε αυτό! Είναι απερισκε ψία! "Υστερα άπό δ,τι συνέβη! Δύο εγκλήματα! — Μά ποιος σάς είπε, γιατρέ, πώς πρόκειται για έγκλήματα; — Μά όλα αυτό δείχνουν! Και διαλέξατε αυτή την στιγμή! Θά μου πητε πώς υπάρχουν κι* άλλες κοπέλλες στην πόλι. Έγώ ωστόσο, άν είχα καμμιά δική μου νέα, 0ά έσπευδα νά την άπομακρύνω απ’ εδώ. & Κλεισμένος στο εργαστήριό του, ό καθηγητής Ρι~ σάρ σήκωσε ψηλά έναν δοκιμαστικό σωλήνα, γεμάτο α πό ένα σκούρο κόκκινο υγρό. Χαμογέλασε και τά μάτια του άστραψαν. Άκουμπώντας τον σωλήνα ^στό τραπεζάκι, προχώρησε σ’ έ ναν πίνακα πού κρεμόταν από τον τοίχο κι’ άρχισε νά άραδιάζη πολύπλοκες έξισώσεις. Άπό τήν άλλη άκρη τού εργαστηρίου, ό ουραγκοτάγκος πιάνοντας τά κάγ κελα και μέ τά δυο του χέρια, τά τράνταζε γρυλλίζοντας. — "Ησυχα, Μπίμπο! Ό πελώριος,· πίθηκος, όμως, δεν φάνηκε νά έπηρρεάσθηκε άπό τήν διαταγή τού αφεντικού του. Τά κάγκε λα εξακολούθησαν νά τραντάζωνται. Κι’ ό Καθηγητής αποφάσισε νά πάη νά τού σφίξη τδ χέρι γιά νά ήσυχάση. Ξαφνικά, ακούσε τήν εξώπορτα νά άνοίγη. Χωρίς νά χάση δευτερόλεπτο, ώρμησε στδν πάγκο, άρπαξε τον δοκιμαστικό σωλήνα καί, αφού τον έκλεισε προσεκτικά μ’ ένα πώμα, τον έβαλε σ’ ένα ντουλάπι καί τον έκλείδωσε. Μιά στιγμή αργότερα έμπαινε στήν τραπεζαρία, ό που βρισκόταν ήδη ό επισκέπτης του. — ’ Α! καλημέρα, κύριε Μισελό. Ποιδς άέρας σάς έφερε κατά 6ώ; — Μήπως σάς ένοχλώ; -— Καθόλου! Καθόλου! Κουβέντιασαν^ γιά λίγο κι’ ό Μισελό κστάφερε νά άναγγείλη μέ τρόπο τήν άφιξι τής Ζερμαίν.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
13
Μίλησε για την βίλλα^πού είχε νοικιάσει, για το δτι θά περνούσε τό καλοκαίρι εκεί... Ό καθηγητής κου νούσε τδ κεφάλι του χωρίς νά μιλάη. Ξαφνικά, 6 ντέτεκτιβ είπε: — Ελπίζω νά μή συμβή τίποτε στην προσκεκλη μένη μου. — Ασφαλώς!... Αλλά γιατί τδ λέτε αυτό; — Μά έξ αιτίας των έξαφανίσεων, πού συνέβησαν τελευταίως καί πού είναι βέβαια αρκετά ανησυχητικές. -— Έξαφανίσεων; μουρμούρισε ό καθηγητής. Ό Μισελό άναρωτήθηκε άν ό καθηγητης 6έν τδν κο ροΐδευε. Είχε ύφος είλικρινά έκπληκτο αύτδς 6 άνθρω πος. ήταν ένας θαυμάσιος ηθοποιός. — Μά πώς!, φώναξε ό άστυνομικός. Αέν ξέρετε τί ποτα; — Τίποτε απολύτως. Ζώ έντελώς ^ απομονωμένος, καί δέν έχω ιδέα γιά τδ τί γίνεται στην πόλι. Γιά πεστε μου, αλήθεια. *0 Μισελδ άρχισε νά διηγείται. Καί συγχρόνως με λετούσε την έκφρασι του καθηγητου. Εκείνος, δμως, φαινόταν σαν νά μην άκουγε τίποτε. "Έδινε την έντύπωσι πώς ήταν άπορροφημένος άπδ κάποια σκέψι του. Καί σέ μιά στιγμή διέκοψε τδν Μισελό: — Γιά σκεφθήτε... δσο τδ σκέπτομαι... *Έλαβα σή μερα τδ πρωΐ την «Επιστημονική καί Ιατρική Έπιθεώρησι». "Έχει ένα άρθρο γιά τις μεταγγίσεις αίματος, πού είναι γιά γέλοια. Αυτός πού τά έγραψε 6έν έχει ι δέα. 'Ορίστε κυττάξτε καί μόνος σας!... Τοΰ έδειξε τδ περιοδικό, κοττεφέρθη εναντίον του συγγραφέως τοΰ άρθρου, άνοιξε συζήτησι καί τδ θέμα τών έξαφανίσεων ξεχάστηκε έντελώς. Από τδ έργαστήριο, έρχόταν ό θόρυβος πού έκανε ό Μπίμπο τραντάζοντας τά κάγκελα τοΰ κλουβιοΰ του. * ¥ ¥ Λ Λ Λ 2^ τήν ευρύχωρη τραπεζαρία, είχε σερβιριστη το δείπνο. Απο τδ άνοιχτδ παράθυρο έμπαιναν στο δωμάτιο τά κελαϊδήματα τών πουλιών καί τά αρώματα που ξέχυναν τα λουλούδια στον ήσυχο αέρα τοΰ δειλι νού. "Ολα έδιναν τήν Ιντύπωσι τής ειρήνης καί τής χα
14
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΌ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
ράς τήςι ζωής. Και τά πρόσωπα γύρω στο τραπέζι ήταν γελαστά. , ^ Ή Ζερμαίν Λεζέρ είχε φτάσει πριν από λιγην ώρα, μαζί μέ τον «αδελφό» της Κλωντέν. Καί στο δείπνο πσρευρισκόταν επίσης κι9 © επιθεωρητής Ντυμουλέν, για τόν οποίο είχαν τακτοποιήσει ένα δωμάτιο. Ή μεγείρισσα είχε φύγει. "Ετσι είχε κανονίσει ο Μισελό. Θά ερχόταν μόνο την ημέρα καί τά βράδυα θά έφευγε. Αυτό εξυπηρετούσε τά σχέδιά του. — Λοιπόν, αγαπητή Ζερμαίν, ξέρεις τί έχεις νά κάνης, έ; Θά ύποχρεωθής νά περάσης μιά ή δυο νύχτες άγρυπνη. — Αυτό είν’ όλο; — Πιστεύω πώς τά πράγματα θά έξελιχθοΰν γοργά. — Πιστεύετε πώς θά επιτεθούν απόψε; ρώτησε ό Κλωντέν. — "Ισως... Αλλά προσωπικά, μού φαίνεται πιθανώτερο πώς ή έπιχείρησις θά γίνη αύριο βράδυ. Βέ βαια, διέδωσα παντού τό νέο γιά τήν άφιξι τής Ζερ μαίν, αλλά πρέπει νά άφήσουμε καιρό, γιά νά φτάση ή εϊδησις ώς τ* αυτιά του ενδιαφερομένου. Ό Κλωντέν έφερε τήν κουβέντα στο ζήτημα των α ποτυπωμάτων. Δεν μπορούσε νά καταλάβη πώς τά ϊχνη των δακτύλων δεν είχαν ούτε μιά από τίς γνωστές έλικοειδεΐς γραμμές. Ό Μισελό άρχισε νά γεμίζη τήν αιώνια πίπα του. — Πολύ, απλό, είπε αφού τήν άναψε. Μπορεί τά α ποτυπώματα, νά μήν ανήκουν σέ ανθρώπινα χέρια! -— "Ε; Μά πώς είναι δυνατόν; Πώς, δηλαδή, νά μήν ανήκουν σέ ανθρώπινα χέρια; Ή κατάπληξις διαβαζόταν όχι μονάχα στο πρόσω πο του Κλωντέν, μά καί στήν έκψρασι των άλλων. Στο τέλος ό Ντυμουλέν φώναξε: — Τό βρήκα! Ό πίθηκος του καθηγητου Ρισάρ! Αυτό έξηγουσε τήν ευκολία, μέ τήν οποία ό άπαγωγευς είχε σκαρφαλώσει στο σπίτι τών Κομερέν. "Οπως καί τήν απαγωγή τής Αουσίλ Ντανιέρ. —- Γι’ αυτό λοιπόν μελετούσες μέ τόση προσοχή τήν καστανιά, πού είναι μπροστά στό παράθυρο! "Η
ΤΟ ΜΥΙΤΙ/ΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
15
θελες νά δης αν ήταν δυνατόν ένα πήδημα απ’ τα κλα διά στο παράθυρο! — Όμολογώ πώς έκείνη την ώρα, δεν είχα σκεφτή τή δυνατότητα τής ύπάρξεως ένός πιθήκου. Βαρεία σιωπή έπεσε μέσα στο δωμάτιο. Ό Μισελό έφερνε για μιαν ακόμη φορά μπροστά στά μάτια του τό παράξενο πρόσωπο του καθηγητοΰ, τά πελώρια χέ ρια του ουραγκοτάγκου. Ή φωνή του Κλωντέν τον ξανάφερε στήν πραγματικότητα. — Τί καθόμαστε λοιπόν; φώναξε ό νεαρός. Δεν έχουμε παρά νά συλλάβου με τον καθηγητή Ρισάρ! — Και νά Βιαπράξουμε μιά πελώρια γκάφα!, είπε ό Μισελό. "Έχεις καμμιάν άπόδειξι; Αυτά που λέμε τώρα δεν είναι παρά αστήρικτες υποθέσεις. Γιά νά κά νουμε όποιαδήποτε ενέργεια, μάς χριεάζονται αποδεί ξεις, που γιά νά τις βρούμε, πρέπει νά προχωρήσου με ώς, τό βάθος τής υποθέσεως αυτής. — Ό καθηγητής Ρισάρ ξέρει πώς βρίσκομαι εδώ; ρώτησε ή Ζερμαίν. — Του τό είπα. Μ’ όλο που δεν μου φάνηκε νά έν~ διαφέρθηκε ιδιαιτέρως! — Κρύβεται ό παλιόγερος!, φώναξε ξαναμμένος ό Κλωντέν. "Ολοι οι έγκληματιές είναι καί ηθοποιοί. — Μπορεί όμως νά είναι καί αθώος, άποκρίθηκε σκεπτικός ό Μισελό... Καί ή συζήτησις ξεψύχησε. "Ολων τά πρόσωπα ή ταν συλλογισμένα. 'Η αδράνεια δμως αυτή δεν κράτησε γιά πολύ. "Η νύχτα είχε έλθει στο μεταξύ κι" ό Μισελό σηκώθηκε γιά νά τακτοποίηση τις «δυνάμεις» του γιά την άπόκρουσι τής επιδρομής. Ή Ζερμαίν ξαπλώθηκε ντυμένη στο κρεβάτι της μ’ ένα μικρό περίστροφο στο χέρι, έτοιμη γιά τό κάθε τι. Ό Κλωντέν κι* ό επιθεωρητής τοποθετήθηκαν έξω στον κήπο, κρυμμένοι πίσω από δέντρα, σε Θεσι πού νά μπορούν νά επιβλέπουν τό παράθυρο. "Οσο γιά τον Μισελό, κρύφτηκε πίσω από ένα παραβάν, πού βρι σκόταν ^μέσα στο δωμάτιο τής Ζερμαίν, κρατώντας στο δεξιό χέρι τό βαρύ του «Μπράουνιγκ» καί στο αριστερό |να δυνατό ηλεκτρικό φανάρι. Καί, μέσα σέ πυκνό σκρ-
16
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
τάβι, άρχισε ή σιωπηλή αγρυπνία. ΟΙ ώρες κυλούσαν αργά. Πολύ αργά. Καί, μόνος απ’ όλους, ό Μισελό, έντελώς ψύχραιμος, αίσθανόταν τά νεύρα του ήρεμα. Λίγο - λίγο, τό σκοτάδι στην ανατολή υποχωρούσε παραχωρώντας τήν θέσι του σε μια γκριζωπή ανταύ γεια. Τά πουλιά ξύπνησαν. Ή μέρα άρχισε νά διώχνη τά σκοτάδια. Ό Μισελό βγήκε από την κρύπτη του καί προχώρησε αθόρυβα προς τό κρεβάτι τής Ζερμαίν. *Έρριξε μιά ματιά στην νεαρή βοηθό του καί χαμογέλασε. Ύποκύπτοντας στην κούρασι, ή Ζερμαίν είχε άποκοιμηθή, χωρίς ωστόσο ν’ άφήση από τά δάχτυλά της τό πιστόλι της. Σε λίγο, ό επιθεωρητής κι5 ό Κλωντέν ανέβηκαν από τον κήπο. "Ήδη, ό Μισελό έψηνε τον κα φέ σ’ ένα ηλεκτρικό καμι-νέτο. Τό ωραίο άρωμα απλώ θηκε στο δωμάτιο καί ή Ζερμαίν άνοιξε τά μάτια κο-κκι νίζαντας από τή ντροπή της, πού είχε άποκοιμηθή. Ό Κλωντέν, ξεθεωμένος από τήν αϋπνία έπνιξε μέ δυσκο λία ένα χασμουρητό. λ — Μηδέν, ανήγγειλε σάν νά έφερνε κάποιο σπου δαίο νέο. — Πήγαινε νά^ πέσης, τού είπε ό Μισελό. Κύτταξε νά κοιμηθής μερικές ώρες. Κι* έσύ, Ντυμουλέν. Έγώ αισθάνομαι φρέσκος καί ξεκούραστος. — Άπό ατσάλι είσαι φτιαγμένος;- είπε ό Ντυμουλέν. Ό Μισελό αλήθεια δεν είχε πάνω του κανένα ίχνος από τήν άγρυπνη νύχτα πού είχε περάσει. Καί, μόλις έφθασε ή μαγείρισσα στίς εννέα, αυτός έφυγε άπό τό σπίτι. Δέν τον είχε παραξενέψει ή χωρίς αποτέλεσμα άγρύπνια του. Δέν τό είχε προβλέψει σχεδόν τήν προη γούμενη; Διευθύνθηκε προς τήν έξοχή μέ βήμα γοργό. "Ήξερε πού πήγαινε. * * ή 0 τον έφτασε στο κτήμα τού καθηγητοϋ Ρισάρ, απόφυγε νά πλησιάση στήν πόρτα. Κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο, επιθεώρησε όλη τήν περίμετρο τού κτήμοιτος. 7Ηταν ένα μεγάλο παραλληλόγραμμο, στη μία άκρη τού οποίου βρισκόταν τό σπίτι, Ό Μισελρ
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
17
έκανε τό γύρο του φράχτη για δεύτερη φορά για νά άνακαλύψη μήπως υπήρχε και καμμιά άλλη είσοδος έ κτος από την κεντρική. Δέν βρήκε όμως τίποτα. Παν τού, ό ξύλινος φράχτης συνεχιζόταν, πνιγμένος από τούς αγκαθωτούς θάμνους. Μόνο σ" ένα σημείο, πίσω ακριβώς από τό σπίτι, ό ξύλινος φράχτης έδινε τή θέσι του σ’ έναν υψηλό και γερό τοίχο, στην κορυφή του οποίου ήσαν μπηγμένα κομμάτια γυαλιού, για νά μην μπορή κάνεις νά σκαρφαλώση. Ό Μισελό σταμάτησε κι* έστησε τ5 αυτί του. "Απ" τό άλλο μέρος τού τοίχου ακούσε φωνές καί γρυλλίσματα. σεχώρισε την φωνή τού καθηγητού. — Φρόνιμα, Μπίμπο. Κάθησε ήσυχα, γιατί θά σέ ξαναβάλω στο κλουβί σου. Ό Μισελό κατάλαβε πως ήταν ή ώρα πού ό καθηγη τής έβγαζε τον πελώριο πίθηκό του από τό κλουβί γιά ένα μικρό περίπατο, απαραίτητη άσκησι γιά τήν υγεία τού ανθρωποειδούς τετράχειρου. "Απομακρύνθηκε γοργά. Δέν ή'θελε νά γίνη αντιλη πτό πώς τριγύριζε εκεί κοντά. Γυρίζοντας προς τήν πόλι, έχάραξε μέ τό μυαλό του ένα δρόμο όσο πιο ευθύ καί σύντομο μπορούσε νά γίνη. "Ήθελε νά δή ποιόν βρό μο θά ακολουθούσε ένα όποιαδήποτε όν πού θά έβγαινε από τό ύποπτο σπίτι γιά νά κατευθυνθή στήν πόλι. Καί συγχρόνως σκεπτόταν: Μπορούσε ό καθηγητής νά εί ναι ό ένοχος των απαγωγών; Καί μπορούσε ό ουραγ κοτάγκος του νά είναι τό όργανό του; ^Οποιοσδήποτε άλλος, έκτος από τον Μισελό, 6έν θά δίσταζε νά δώση καταφατική άπάντησι στά ερωτή ματα^ αυτά. "Αλλά ό ντέτεκτιβ δοκίμαζε ένα περίεργο συναίσθημα. Ή λύσις αυτή, κατά τήν γνώμη του, ήταν ή τελευταία πού θά υιοθετούσε. Τήν εύρισκε πολύ εύ κολη ! ^ "Ασφαλώς, άν συγκέντρωνε κι" άλλα στοιχεία πού θά συνέδεαν τις ενδείξεις πού καθιστούσαν τον κα θηγητή ύποπτο, δεν θά έδίστάζε πια. Προς τό παρόν όμως, έκτος από τίς υποψίες, δέν είχε μπροστά του τί ποτε ^άλλο. Καμμιάν άπόδειξι. "Απόδειξι! Νά τί έπρε πε νά άνακαλύψη. , Στο μυαλό του έξ άλλου, τριγύριζε καί μιά άλλη σκέψις: "Άν πραγματικά ό ένοχος ήταν ό καθηγητής
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
ποιο ήταν τό κίνητρο του εγκλήματος του; Και τί εί χε κάνει τις δυο κοπέλλες πού είχε άπαγάγει; Τό σπουδαιότερο σημείο τών όσων είχε ανακαλύψει ως την ώρα, έκεΐνα πού τον εβαζε στις περισσότερες σκέψεις, ήταν τό ζήτημα τής ηλικίας τών θυμάτων. Γιατί ακρι βώς είκοσι χρονών; Ξαφνικά, άρχισε ν’ αμφιβάλλει για την σπουδαιότητα του στοιχείου αυτού. ΚΓ άν είχε κά νει λάθος στην έκτίμησί του; ’Άν έπρόκειτο για μια σύμπτωσι; 5/Αν ή επομένη απαγωγή —άν βέβαια γι νόταν κΓ άλλη— άπεδείκνυε πώς ή ηλικία τού θύματος 6έν είχε καμμιά σημασία; Τότε, όλες οί υποθέσεις πού είχε κάνει θά έβγαιναν λανθασμένες. Καί όλο τό οικοδόμημα, πού είχε χτίσει, θά κατέρρεε σάν πύργος από τραπουλόχαρτα. ★ * * — Είμαστε έτοιμοι! "Ετοιμοι γιά την άπόκρουσι τής έπιθέσεως!, ανήγγειλε ό Κλωντέν. — Τό πιστεύω, άποκρίθηκε 6 Μισελό γελώντας. "Ύστερα από τόσες ώρες πού έκαιμηθήκατε. Καί κάνα τε πολύ καλά, πρόσθεσε. "Όσο γΓ αυτόν, είχε πάρει έναν υπνάκο τό από γευμα, γιά καμμιάν ώρα, καί τώρα αισθανόταν σάν νά είχε μόλις σηκωθή απ’ τό κρεβάτι ύστερα από πολύωρη άνάποιυσι. Μετά τό δείπνο, κΓ αφού κάπνισε τό τε λευταίο τσιγάρο, ό καθένας τους πήρε την προκαθωρισμένη θέσι του. Ό ουρανός ήταν γεμάτος άστρα. Καί ή ατμόσφαι ρα γλυκεία. Τίποτα δεν έδειχνε πώς μέσα κΓ έξω άπ’ τό σκοτεινό σπίτι τέσσερις άνθρωποι αγρυπνούσαν πε ρί μένοντας τον επιδρομέα. 7Ησαν όμως όλοι πανέτοι μοι, Μόλις ο μυστηριώδης άπαγωγεύς εμφανιζόταν, ό Κλωντέν από τον κήπο, θά έμιμεΐτο την κραυγή τής κουκουβάγιας. Δεν 8α πυροβολούσε κάνεις παρα σε έ σχατη ανάγκη. Καί, κυρίως, όχι πριν δοθή τό σύνθημα. "Όπως καί την προηγούμενη νύχτα, οι ώρες άρχι σαν νά κυλούν αργά καί μονότονα. Παρά τίς προσπά θειες του, ό Μισελό ήταν πιο νευρικός από τήν προη γούμενη νύχτα. Τίποτε δεν τού έγγυόταν πώς απόψε θά πετυχαίνε ή παγίδα. Καί, τότε, πόσες όμοιες νύχτες θά έπρεπε νά περάσουν όλοι άγρυπνοι!
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
ΓΈνα μακρύ νό ρολόϊ χτύπησε δώδεκα. Που και που, άκουγόταν κανένα γάβγισμα. "Υστερα τό λαχάνιασμα ενός τραίνου πού περνούσε από κάπου εκεί κοντά. Δωδεκάρι ση. Μία. Ό Μισελό ακούσε ένα πνιγμένο α ναστεναγμό από τό κρεβάτι. Ή Ζερμαίν δοκίμαζε την ίδια νευρικότητα μ1 αυτόν. -αφνικά, μια σκιά άρχισε νά σκαρφαλώνη στον -ε ξωτερικό τοίχο τού σπιτιού μέ καταπληκτικήν ευκινη σία. Ανέβαινε από τή γωνιά, χρησιμοποιώντας για μοναδικό στήριγμα την υδρορροή. 5Από τον κήπο, δεν μπορούσαν νά δοΰν τον επιδρομέα. Ούτε ό ίδιος ό Μισελό είχε πρσβλέψει αυτήν την πιθανότητα. Σκέφθηκε πώς, όποιος καί νά ήταν ό μυστηριώδης νυχτερινός ε πισκέπτης πού περίμεναν, έπρεπε νά έρχόταν από την καστανιά γιά νά μπή κατ’ ευθείαν στο παράθυρο.
ο
σκιά, ωστόσο, εξακολούθησε τό σκαρφάλωμα καί φτάνοντας στη στέγη, κινήθηκε μέ γρήγορα καί αθόρυβα βήματα. Προσαναταλίσθηκε, έσκυψε, ξα πλώθηκε κι* έφτασε ώς την άκρη τής στέγης. "Υστερα κρεμάστηκε, κι5 άφέθηκε νά πέση στο περβάζι τοΰ πα ραθύρου μέ θόρυβο εντελώς ανεπαίσθητο γιά το βάρος πού έπρεπε νά είχε. Τόσο ό Κλωντέν, όσο κΤ ό επιθεωρητής, έκαναν τό ίδιο λάθος. Περίμεναν νά δουν κάτι πού θά σκαρφάλω νε κάτω από τό παράθυρο. Καί μέ τά μάτια προσηλω μένα στο κάτω μέρος του τοίχου, δέν είδαν την σκιά πού κρεμάστηκε, σάν κολοσσιαία νυχτερίδα, από τήν στέ γη καί πού βρισκόταν κΓ όλας μέσα στο δωμάτιο, μ’ ένα ακόμη αθόρυβο πήδημα. Ό Μισελό τινάχτηκε. Δέν κάθησε νά σκεφτή γιατί ό Κλωντέν δέν εΐχε δώσει τό συμφωνημένο σύνθημα. Αλλα προβλήματα τον απασχολούσαν εκείνη τήν ώρα. 1 ί ήταν αυτός ό_ άνθρωπος, πού ήταν ντυμένος μέ τήν φόρμα ενός εργάτου; Αυτό -δέν τό περίμενε!
ΐύ
τα ΜΥΣΤΙ ΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
Τό χέρι του βυθίστηκε στην τσέπη του κΤ έβγαλε το φανάρι του. Δύο δευτερόλεπτα ακόμη καί ό μύστη» ρ ιώδης επισκέπτης βρέθηκε δίπλα στο κρεβάτι. * Αδύ νατον νά πυροβόληση τώρα. Θά κινδύνευε νά χτυπήση την Ζερμσίν. Εκείνη όμως; Τί έκανε; — Ζερμαίν! Χτύπα! Ή διαταγή ακούστηκε ξαφνικά μέσα στην σιωπή σάν χτύπημα μαστιγίου. Αμέσως κατόπιν ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Μιά φλόγα ξεπήδησε κι* 6 άγνω στος έβγαλε ένα ουρλιαχτό που δεν είχε τίποτα τό αν θρώπινο. 'Ώρμησε προς τό παράθυρο. Ή φωτεινή δέσμη έσκισε τό σκοτάδι καί καρφώθη κε πάνω του. Μάλιστα. Φορούσε μιά μπλε φόρμα μηχα νικού. Καί τό κεφάλι; Τί; ^Ηταν κλεισμένο σέ μιά μαύ ρη κουκούλα! Μιά καταπληκτική βουτιά στον κήπο. Ό έπιδρομεύς, είχε πηδήσει από τό πρώτο πάτωμα χωρίς δι σταγμό. Ό Μισελό ώρμησε προς την σκάλα, πηδώντας τά σκαλιά τέσσερα, τέσο'ερα. Υπολόγιζε τώρα στους άλλους δύο. Στο άκουσμα του πυροβολισμού, ό Ντυμουλέν καί ό Κλωντέν, τοποθετημένοι σέ δυο απέναντι γωνίες, εί χαν όρμήσει. Σήκωσαν τά μάτια ταυτόχρονα, κΤ ειβαν τήν σκοτεινή μάζα πού έπεφτε από τό παράθυρο. Ό Κλωντέν, πιο ευκίνητος, προσπέρασε τον επιθε ωρητή καί ρίχτηκε στον άγνωστο. 3Αλλά μιά γροθιά σάν κλωτσιά μουλαριού τόν σταμάτησε καί τον έρριξε χάμω μισοαναισθητό. Τήν ίδια στιγμή, ό Ντυμουλέν πυροβόλησε. Αλλά, μαζί μέ τό κλώτσημα του περιστρόφου στο χέρι του, αίσθάνθηκε νά τόν αρπάζουν από τό λαιμό καί νά τόν σηκώνουν στον αέρα. 5Από τήν πόρτα τού σπιτιού ξε χύθηκε ό Μισελό τρέχσντας δσό πιο γρήγορα μπορούσε. Στ’ αυτιά του έφτασε ή μισοπνιγμένη Φωνή του ε πί θεωρητού: —^ 3 Εδώ... βοήθεια..^ βοή...! ΚΤ υστέρα τίποτε άλλο, έκτος από ένα γρύλλισμα συγκεχυμένο. Είδε τή σκοτεινή σιλουέττα του έπιδρομέως, νά εξαφανίζεται στο σκοτάδι, παίρνοντας μαζί της
ΤΟ ΜΥΙΤΙιΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
21
τή λεία της. Ό.Μισελό αίσθάνθηκε νά τον κυριεύη λύσσα. "Άδειασε το πιστόλι του προς την διεύθυνσι του άπαγωγέως, άλλα χωρίς πολλές ελπίδες, καί ρίχτηκε πίσω του μέ όση ταχύτητα μπορούσε. Δον άκουγε τί ποτε. Δέν έβλεπε τίποτε. Ό Ντυμουλέν δεν φώναζε πια. Τον είχε πάρει μαζί του; "Ή ό απαίσιος εγκλημα τίας τον είχε σκοτώσει καί τον είχε πετάξει κάπου; Τό φανάρι του, φώτισε μια σειρά από ματωμένα ίχνη. Μία η περισσότερες σφαίρες τον είχαν λοιπόν χτυ πήσει. Οί έληίδες του ξαναγεννήθηκαν, καί ακολούθη σε μέ καινούργιο κουράγιο, τά ματωμένα ίχνη στον έ ρημό δρόμο. ^ ' Μέ τίς αισθήσεις του όλες σέ ύπερέντασι, προσπα θούσε νά άκούση. "Όχι, κανένας ήχος δέν έφτανε στ’ αυτιά του. "Έπνιξε μιά βλαστήμια καί ξαναπήρε τον δρόμο του προς τά πίσο^, άλλα την ίδια στιγμή έπεσε πάνω σέ κάποιον πού ερχόταν απ’ τό σπίτι προφανώς. Ένστικτωδώς, τον άρπαξε σέ μιά έξαρθρωτική λαβή. "Ενα βογγητό τοϋ\άποκρίθηκε. Χαλάρωσε τό σφίξιμό του. — Έσύ είσαι, Κλωντέν! — Ναί... "Αρπαξα μιά γροθιά πού θά μπορούσε νά σκοτώση βόδι. Τώρα μόλις συνήλθα; — Πού είναι ό Ντυμουλέν; Πού ήταν αλήθεια ό Ντυμουλέν; Τί είχε απογίνει; 9Ηταν νά τρελλαδή κανείς! — Γρήγορα! Πήγαινε στο σπίτι. (Ό Μισελό έ σπρωξε τον Κλωντέν προς τά πίσω). Κάθησε μαζί μέ την Ζερμαίν. Μή την άφίσης μόνη της, ούτε στιγμή! — ΚΓ εσείς; Θά μάς άφήσετε; — Φύγε.^ Μην σέ νοιάζη γιά μένα. Τά λεπτά είναι πολύτιμα. Μή φύγης από κοντά της άν δέν γυρίσω! Ό Μισελό έτρεξε στο γκαράζ, πήδησε στο αυτοκί νητό του κΓ ενα λεπτό αργότερα, όχι περισσότερο έ τρεχε στο δρόμο μέ όλη τήν ταχύτητα τής μηχανής του. ¥ * ¥ ταματησε μπροστά στήν πόρτα τού κή που τού καθηγητού Ρισάρ καί κατέβηκε, αφού προηγρΜ-
22
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
μένως κλείδωσε την μηχανή. Έτρεξε προς το σπίτι. Νά χτυπήση; Νά περιμένη; Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. "Έ κανε τρέχοντας τον γΰρο του φράχτη κι5 έφτασε στον τοίχο. Τό φανάρι του του άπεκάλυψε τα πρόσφατα ίχνη σκαρφαλώματος. Σκαρφάλωσε κΓ αυτός μέ τη σειρά του καί πήδησε στον κήπο. Τά παράθυρα του σπιτιού ήσαν φωτισμένα. "Έπεσε στην πόρτα, κι* άρχισε νά τήν γρονθοκοπάη. — "Ανοιξτε! "Ανοΐξτε αμέσως!, φώναξε. "Υστερα από μερικές; στιγμές πού του φάνηκαν α τέλειωτες, ακούσε από μέσα θόρυβο βημάτων κι* ένα φως άναψε πάνω από τήν πόρτα. Κάποιος μιλούσε από μέσα. τΗταν ή φωνή του καθηγητοϋ Ρισάρ. — Ποιος είναι; Τί Θέλετε τέτοιαν ώρα; — Έγώ είμαι. Ό Μισελό! "Ενας μεταλλικός κρότος, ό σύρτης πού άνοιξε, τό κλειδί γύρισε στην κλειδαριά καί ή πόρτα μισάνοιξε. Μ5 ένα σπρώξιμο ό Μισελό τήν άνοιξε διάπλατα καί ώρμησε μέσα. Ό καθηγητής στεκόταν μπροστά του, πολύ χλωμός, μέ μάτια πού έλαμπαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Φορούσε μιά παλιά ρόμπα, έπάνω από τήν πυτζάμα του. — Μά τί έχετε; — Ό ουραγκοτάγκος σας! Ό Μπίμπο! Που είναι; Θέλω νά τον δώ! "Αμέσως!^ — Μά τρελλαθήκατε; Τί σημαίνει αυτή ή εισβολή; — Αφήστε με νά περάσω!, φώναξε ό Μισελό. Παραμέρισε τάν καθηγητή μ" ένα βίαιο σπρώξιμο καί ώρμησε προς τό έσωτερικό του σπιτιού. Μπαίνον τας στο έργαστήριο, εί§ε ότι τό κλουβί ήταν άδειο! Γύ ρισε καί έμεινε ακίνητος σάν μαρμαρωμένοςι. Ό πίθη κος ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα χειρουργικό τραπέζι, μέ τά μάτια κλειστά, ακίνητος, μέ χέρια καί πόδια δεμένα! Εκείνη τήν στιγμή, ώρμησε μέσα στο έργαστήριο ό καθηγητής. Ή φωνή του έτρεμε από θυμό: . — Θά έξηγηθήτε, ναι, η οχι; Ή υπομονή μου είναι μεγάλη, κύριε Μισελό, αλλά έχει καί τά όριά της! — Συνέβησαν φοβερά πράγματα απόψε, κύριε καθηγητά!
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
23
Ό ντέτεκτιβ έδειξε τον ουραγκοτάγκο. — Τον έναρκώσατε, δέν εΐν’ έτσι; Μην τδ άρνείσθε. Ή ατμόσφαιρα μυρίζει χλωροφόρμιο. — Καί, είπε 6 Ρισάρ. Ό κακομοίρης ό Μπίμπο, τραυματίσθηκε. -—■ Τραυματίσθηκε; Θά ξέρετε βέβαια πως; — "Από σφαίρα περιστρόφου! Οι δυο άντρες στέκονταν ό ένας απέναντι στον άλ λο. Ή στιγμή ήταν δραματική. Μέ μιαν υπεράνθρωπη προσπάθεια, ό Μισελό κατάφερε νά ξαναβρή την ψυ χραιμία του. Ό καθηγητής, αντίθετα, είχε καταληφθή από φοβε ρή νευρικότητα. — Πρέπει νά βγάλω την σφαίρα τό γρηγορότερο! — Κάνετε την δουλειά σας. Αέν θά σάς ενοχλήσω καθόλου. Ό καθηγητής ^φόρεσε αμέσως την άσπρη μπλούζα του καί άρχισε τή δουλειά του, μέ ταχύτητα καί σι γουριά. "Υστερα από ένα τέταρτο περίπου, άκούμπησε στο τραπέζι ένα κομμάτι μετάλλου, κατακόκκινο α πό τά αίματα. Ό Μισελό τον κύτταζε νά έπιδένη τό τραύμα. ΚΓ αυτός, τώρα, φαινόταν πιο ήρεμος. Μέ κινήσεις γεμά τες τρυφερότητα, σκέπασε τον πίθηκο μέ μια κουβέρτα. Τον άφησε πάνω στο χειρουργικό τραπέζι, γιατί δέν μπορούσε νά τον μεταφέρη άλλου. Ό Μισελό κατά λαβε πώς ό Μπίμπο είχε ξαπλωθή μόνος του στο τρα πέζι γιά νά έγχειρισθή. — Ελάτε, είπε ό κοιθηγητής. Μπαίνοντας στην τραπεζαρία, είπε: _— Δέν ξέρω ποια περίεργη συμπτωσις σάς έφερε έδω απόψε. Αλλά θέλω νά έπωψεληθώ τής ευκαιρίας καί νά σάς παρακαλέσω νά μου λύσετε ένα μεγάλο πρό βλημα. Ό Μισελό, περίμενε ν5 άκούση δ,τι δήποτε, έκτος από κάτι τέτοιο! Ό καθηγητής εξακολούθησε: —- Κοιμόμουν στο κρεβάτι μου καί ό Μπίμπο στο κλουβί του, δτσν ξαφνικά ξύπνησα από έναν πυροβο λισμό κι5 ένα ουρλιαχτό πόνου. Πετάχτηκα από τό κρε βάτι, έτρεξα καί δέν πρόλαβα νά δώ παρά τήν ράχη κά
24
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
ποιου πού πηδούσε άπδ τό παράθυρο τής κουζίνας πού ήταν ανοιχτό. -— Και δεν τον κυνηγήσατε; — Όχι. Γιατί αγαπώ πολύ τον Μπίμπο και τό σπουδαιότερο εκείνη την στιγμή ήταν να τον περί ποι ηθώ. "Ενα τέταρτο αργότερα, ήρθατε σεις. Την στιγμή ακριβώς πού είχα τελειώσει την νάρκωσι. Στο μυαλό τού Μισελό, γινόταν μια εντατική έργασία. "Οσο απίθανη κΓ αν φαινόταν ή ιστορία τού καθηγητοΰ, δέν είχε στοιχεία για νά τήν ανάκρουση μέ επιτυχία. Έξήτασε προσεκτικά τό παράθυρο τής κουζίνας. Τά παραθυρόφυλλα ήταν παραβιασμένα καί σπασμένα. Σκέφτηκε πώς ό καθηγητής πρέπει νά ήταν πολύ δυ νατός ! — Γιατί ήρθατε, κύριε Μισελό; τον ρώτησε ξαφνι κά 6 καθηγητής. · Μπροστά σέ μιά τέτοια έρώτησι, ό ντέτεκτιβ απο φάσισε νά προσαρμοσθή στις περιστάσεις. — "Έκανα ένα νυκτερινό περίπατο. Νόμισα πώς εΐδα ένα άτομο πού μοΰ μάνηκε ύποπτο. Τό ακολούθησα καί είδα νά σκαρφαλώνη από τον τοίχο σας. Καί απ’ τον ίδιο δρόμο μπήκα κΓ εγώ γιά νά τον πιάσω! Ό καθηγητής κούνησε τό κεφάλι του έπιδοκιμα στικά. — Ναί, μουρμούρισε. Δέχεσθε λοιπόν νά κάνετε τις άπαιτούμενες έρευνες; -— Θά χρειασθώ τή σφαίρα πού βγάλατε από τό τραύμα. Ό Μισελό πήρε τό βλήμα καί τό τύλιξε σ’ ένα χαρτί. — 'Ο υπηρέτης σας δέν ακούσε τίποτε; ρώτησε χαμογελώντας; καί χωρίς νά πάρη τά μάτια του από τον συνομιλητή του. — "Όχι. Είναι μισόκουφος καί κοιμάται σ’ ένα χωριστό σπιτάκι στην άλλη άκρη τού κήπου. Κι" ό Μισελό σκέφτηκε εκείνη τήν στιγμή πώς είχε μποστά του τον πιο ικανό έγκληματία πού είχε συναν* τήσει ποτέ... *Ή τρν αφελέστερο άνθρωπο τής γης.
— Πρέπει νά εξετάσω επίσης καί την αυλή, έδήλωσε, 5 # ^ Βγήκαν και οι §6©. Ό τοίχος έξω, έκτος από τά ί χνη του Μισελό, έφερε καί άλλα, που έδειχναν πως κά ποιος άλλος επίσης ^είχε σκαρφαλώσει από εκεί για νά φυγή. "Έφυγε, βράζοντας μέσρε του... ■¥■ * *
Η
Κλωντέν κι* ή Ζερμαίν περίμεναν μέ α
νυπομονησία. — Βρήκατε τον επιθεωρητή; ρώτησε ό Κλωντέν. Ή έρώτησις του φάνηκε σαν χτύπημα στην καρδιά. Ό δύστυχος ό Ντυμουλέν! "Ήξερε πώς © φίλος του δεν βρισκόταν στο σπίτι του καθηγητοΰ. ^Ηταν αδύνατον ό γέρος καθηγητής νά τόν^ πέρασε πίσω από τον τοίχο χωρίς ν" άφήση ίχνη που θά τά αναγνώριζε πολύ εύ κολα. Τώραβ. τον άπησχολουσαν κι" άλλα προβλήματα. Πώς είχε" καταφέρει ό πίθηκος νά ξαναγυρίση στο κα ταφύγιό του τόσο γρήγορα; Νά ξεπεράση τό αυτοκί νητο πού είχε ξεκινήσει δέκα μόλις λεπτά πιο υστέρα; Καί ό καθηγητής πώς βρήκε τον καιρό νά τον ξεντύση, νά του βγαλη τήν φόρμα, τήν κουκούλα, νά τον ξαπλώση στο χειρουργικό τραπέζι νά τον νάρκωση... "Έβγαλε τήν σφαίρα του περιστρόφου καί διηγήθηκε στούς συνεργάτες του τά καθέκαστα μέ σύντομες φράσεις. Ό Κλωντέν άνασήκωσε τούς ώμους. — Πρέπει νά είναι εντελώς ανισόρροπος για νά νομίζη πώς θά χάψουμε οσα μάς είπε, μουρμούρισε. 'Ο Μισελό ωστόσο, μέ ρυτιδωμένο τό μέτωπο, δ ι ε πί στωσε στή στιγμή πώς ή σφαίρα δεν είχε βγή από τό δικό του όπλο. Έξήτασε τό οπλο τής Ζερμαίν. — Ούτε κι" από αυτό. Διαφορετικό διαμέτρημα. — "Ασφαλώς! , παρατήρησε ό Κλωντέν. Πρέπει νά είναι από τό πιστόλι του Ντυμουλέν. — Κρίμα νά μην τον έχουμε. — Νάτο! Τό μάζεψα άπό τον κήπο. — Αός το μου ^έδώ! Μερικές στιγμές αργότερα, άντήλλαξε μια ματιά
26
ΤΟ ΜΥΣΤΙ/ΚΟ ΤΟΥ ΣιΟΦΟΥ
μέ τον Κλωντέν. Τά είχαν κι3 οι δυο χαμένα. Τό βλήμα διέφερε από εκείνα πού βρίσκονταν ακόμη στον γεμι στήρα. Ό Κλωντέν πετάχτηκε. — Ή γνώμη μου είναι, πώς σάς έδωσε άλλη σφαί ρα. Σέ μια στιγμή πού δεν τον προσέχατε, άλλαξε τό βλήμα πού έβγαλε από τον πίθηκο μ5 αυτό έδώ καί κρά τησε εκείνο για νά τό εξαφάνιση. "Ολα τά σκέφτηκε ό παλιόγερος μέ τό αθώο ύφος! Ό Μισελό, έκανε πολλήν ώρα ν’ άποκοιμηθή. Είχε αρχίσει νά διερωτάται μήπως ό καθηγητής Ρισάρ ήταν πραγματικά ένοχος! ★ λ ★ ^Ηταν μόλις πέντε τό πρωί, δταν ό άρχιφύλακας τής υπηρεσίας είδε νά μπαίνη στο γραφείο του ένας χω ρικός μέ αμήχανο ύφος. Μέ μπερδεμένα λόγια, ό άνθρω πος εξήγησε ότι, πηγαίνοντας γιά τό χωράφι του, είχε βρή έναν άνθρωπο πεσμένο στήν άκρη του δρόμου, μέ ένα τραύμα στο κεφάλι. "Ο άρχι φύλακας αναπήδησε. ΚΓ άλλο έγκλημα λοι πόν; Αρκετές σκοτούρες είχαν κιόλας αυτόν τον καιρό. Τό τηλέφωνο ξύπνησε τον διοικητή πού κοιμόταν. — Πήγαινε αμέσως νά 8ής τί συμβαίνει, διέταξε 6 διοικητής. 7Ηταν λίγο πιο έξω από τήν πόλι. Καί μόλις έφθασαν, ό άρχι φύλακας έβγαλε ένα ξεφωνητό έκπλήξεως. Είχε άναγνωρίσει τό θύμα. — Διάβολε! Ό έπιθεωρητής Ντυμουλέν! Καλά τον έτακτοποίησαν! Γονάτισε, έβαλε τό αυτί του στο στήθος τού Ντυ μουλέν κΓ άναστέναξε μέ άνακούφισι! Ή καρδιά χτυ πούσε, παρά τό τραύμα πού είχε στον τράχηλο καί τά ίχνη απόπειρας στραγγαλισμού στον λαιμό του. Μισήν ώρα αργότερα, ό Μισελό ξύπνησε από άπανωταύς χτύπους στήν πόρτα του. 7Ηταν ό διοικητής τού άστυνομικού σταθμού, πού είχε πάει νά τού άναγγείλη τό γεγονός αυτοπροσώπως. — Βρήκαν τον Ντυμουλέν σοβαρά τραυματισμένο! ...φώναξε ό Μισελό στον Κλωντέν ξυπνώντας τον μέ τραντάγματα. Φεύγω άμέσως γιά τήν κλινική Λερουά
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
27
όπου τον μετέφεραν. Τον υποδέχθηκε ό ίδιος ό δακτωρ Λερουά. Και εξή γησε στον Μισελό δτι είχε έγκαταστήσει τον τραυμα τία σ* ένα θάλαμο του ισογείου. — Πώς είναι; ρώτησε ό Μισελό μέ αγωνία. -— Κοιμάται. 'Όταν μου τον έφεραν ήταν αναίσθη τος. Του καθάρισα τά τραύματα καί τά έπέδεσα αμέ σως. Τού έχορήγησσ ένα τονωτικό και κατόπιν του έδω σα ένα πραϋντικό για νά μπορέση νά κοιμηθη και νά συνέλθη. -—■ Ευχαριστώ, γιατρέ. Μου είπαν πώς ήταν μισοστραγγαλισμένος. Τό χέρι πού τού έσφιξε τον λαιμό, είχε καταπληκτική δυναμι. Δύναμι αφύσικη. ^Ηταν πο λύ ανεπτυγμένο... — Δηλαδή, χέρι πολύ μεγάλο για άνθρωπο! -— 5Ίσως, μουρμούρισε ό Μισελό συλλογισμένα. Καί τον πέταξαν, συνέχισε μέσα σ’ ένα χαντάκι. Αυτό ασφαλώς προκάλεσε καί τον τραυματισμό του στον τρά χηλο. Ό Μισελό προχώρησε ως την πόρτα, του θαλάμου καί έρριξε μια ματιά μέσα. Ό Ντυμουλέν αναπαυόταν ακίνητος μέ τό κεφάλι μέσα σέ επιδέσμους. Ό ντέτεκτιβ γύρισε καί προχώρησε προς τον γιατρό πού είχε μείνει πιο πίσω. — Θέλω νά σάς μιλήσω, του^είπε. Απόψε την νύ χτα, έγινε μιά απόπειρα απαγωγής. Κάθησαν στο γραφείο του γιατρού. Καί ό Μισελό διηγήθηκε τις νυχτερινές περιπέτειες. Ό γιατρός έμει νε άπολιθωμένος. — Ευτυχώς^ πού εί'χατε λάβει τά μέτρα σας, είπε μέ βραχνή φωνή. 5Αλλά φοβούμαι πώς ό φουκαράς ό Ντυμουλέν θά παρουσίαση έγκεφολικό πυρετό. Κύριε Μισελό! Πρέπει δίχως άλλο, νά άπομακρύνετε από εδώ αυτή τήν κοπέλλα! Μιά δοκιμασία φτάνει μοΰ φαίνε ται. Διατρέχει θανάσιμο κίνδυνο! — Είναι καί κάτι άλλο ακόμα... Καί ό Μισελό άπεκάλυψε τά δσα είχε δή στο σπίτι τού καθηγητού Ρισάρ. Μιά βαρεία σιωπή ακολούθησε. Ό Λερουά μουρμού ρισε μέ δισταγμό;
ΤΟ ΜΥΣΤΙ ΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
28
— Δέν ήξερα πώς ό Ρισορ είχε σπίτι του ενοον ου ραγκοτάγκο. Κανείς εδώ δεν τδ ξέρει!... Είναι σοβα ρό! Πολύ σοβαρό! ^ χ , — Μπορείτε νά μου δώσετε καμμιά πληροφορία για τον καθηγητή; λ 2 — Είναι αναμφισβήτητα ένας σπουδαίος επιστή μων. "Ενας σοφός. "Αλλά είναι πολύ σιωπηλός και κλει σμένος στον εαυτό του. Ποτέ δεν μου έκανε εκμυστηρεύ σεις. Γιά νά είμαι ακριβής, σχέσεις^ μεταξύ ^ μας δεν ύφίστανται, έκτος από μερικές έρωτήσεις που μου κά νει καμμιά φορά επάνω σέ καθαρώς έπιστημονικά ζη τήματα. — Ξέρετε τό σπίτι του; — Δέν έχω πάει ποτέ. Δέν έχω καιρό. Καί υστέρα —ό Αερουά φάνηκε νά καταβάλη προσπάθεια γ?ά νά κάνη την άποκάλυψι αυτή—- έχω την έντύπωσι πώς δέν μέ πολυχωνεύει. Κατέβαλλε πάντα κάθε δυνατή προσ πάθεια για νά άποφύγη τις επισκέψεις μου. *— Γιατρέ! Μπορείτε, άν θέλετε νά μέ βοηθήσετε αποτελεσματικά! -—- Δέν θέλω τίποτε καλύτερο, κύριε Μισελό! — Θέλω νά περιποιηθήτε τον καημένο τον Ντυμουλέν κα.ί νά τον φυλάξετε άγρυπνα. "Έχετε ανοιχτά τά μάτια καί τ’ αυτιά σας. Έγώ πρόκειται νά άπουσιάο^ω, για όσες ώρες θά χρειασθοΰν^ γιά νά συνοδεύσω στο Παρίσι την άδελφή τού βοηθού μου. "Έχετε δίκιο. Πρέ πει νά τήν άπσμακρύνω από την πόλι τό γρηγορότερο. Ό Αερουά του έπιασε τό χέρι καί τό έσφιξε. — Δέν μπορείτε νά φαντασθήτε πόσο μέ ανακουφί ζει ή άπόφασίς σας αυτή!... — Φαντάζεστε πώς θά γίνουν καί άλλες απόπει ρες; -—· Ναί. Μόλις άναρρώση ό ουραγκοτάγκος. Ό Μισελό χαιρέτησε καί έφυγε άπ" τήν κλινική. Τό πρόσωπό του ήταν σκληρό καί τό βλέμμα του άψηρημένο... ¥ ¥ ¥
Η
ταν νωρίς τό απόγευμα. Ό Κλωντέν κατευθυνόταν πρός τήν κλινική. Σκεπτόταν τά διάφορα
?0 ΜΥΣΤΙ ΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
29
γεγονότα. Ό Μισελό εΐχε φύγει για τό Παρίσι μαζί μέ την Ζερμαίν καί είχε ύποσχεθή - πώς θά γύριζε τό ίδιο βράδυ. "Ήξερε τον πραγματικό σκοπό του Μισελό. Ό ντέτεκτιβ είχε χρησιμοποιήσει την Ζερμαίν για νά καλύψη τον πραγματικό σκοπό τής μεταβάσεώς του στο Παρίσι. Είχε μάλιστα φροντίσει νά διαδοθή τό νέο καί νά ψτάση ώς τον καθηγητή Ρισάρ. Στην πραγματικότητα όμως, ό ντέτεκτιβ είχε σκο πό νά ζητήση ώρισμένες ακριβείς πληροφορίες από την "Ακαδημία των "Επιστημών, πληροφορίες πολύ ενδια φέρουσες. Ό Κλωντέν μπήκε στο μεγάλο κτίριο καί είδε αμέ σως πώς ό δόκτωρ Λερουά χαμογελούσε. — Κοιμάται πάντα καί είναι πολύ καλύτερα, α νήγγειλε ό γιατρός. Μπήκαν στον θάλαμο τού τραυματία. Ή αναπνοή του Ντυμουλέν ήταν κανονική. Ό Κλωντέν κι" ό για τρός τον κύτταξαν για μερικές στιγμές. Ό έπιθεωρητής άνοιξε ξαφνικά τά^μάτια. "Έρριξε μιά ματιά γύρω του καί ή έκφρασις του προσώπου του άλλαξε ξαφνικά. -— "Εδώ, Μισελό! Τρέχα! ΜισελάΙ Αυτός είναι! Ό Κλωντέν είχε ένστικτωδώς άρπάξει τό μπράτσο του γιατρούς — Ξυπνήστε τον! Βλέπει εφιάλτες! Ό άρρωστος εξακολούθησε νά κινήται καί νά τραυ λίζει λέξεις ακατάληπτες. Ό γιατρός μουρμούρισε: — "Αρχισε τό παραλήρημα. Πρέπει νά τον καταπραύνουμε. Πλησίασε τον άρρωστο κι" έχυσε ένα κουταλάκι φάρμακο ανάμεσα σπά σφιγμένα του δόντια. 4 Ο άρρω στος ξανάπεσε στον προηγούμενο ύπνο του. "Ενας α ναστεναγμός βγήκε άπ" τό στήθος του καί ή αναπνοή του έγινε έπειτα κανονική. — "Εν τάξει. Θά μείνη έτσι ώς τό βράδυ. Θά φρον τίσω νά πέραση ήσυχη νύχτα. "Ελάτε αύριο. Θά μπο ρέσετε νά του υποβάλλετε ερωτήσεις. Ό Κλωντέν πέρασε ένα απόγευμα γεμάτο ανυπο μονησία. Είχε την προαίσθησι πώς ό Ντυμουλέν ή'ξερε
§0
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
κάτι πολύ σοβαρό για την ύπάθεσι των απαγωγών. — Μόλις μιλ^ση 6ά μπορέσουμε νά συλλάβου μέ τον καθηγητή Ρισάρ, σκεπτόταν. Εκείνην ακριβώς την στιγμή, το αυτοκίνητο του Μισελό σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. Και ό Κλωντέν δεν τον άφησε ούτε νά κατεβή. Γεμάτος ανυπομο νησία, άνοιξε την ^πόρτα του αυτοκινήτου καί κάθησε δίπλα στον Μισελό. -— Γρήγορα! Στην κλινική!... "Έχουμε νέα. Ό Μισελό ξεκίνησε, έκανε στροφή. "Ωσπου νά φτά σουν, ό βοηθός του του διηγήθηκε δτι, είχε συμβή καί πρόσθεσε: — θά μπορέσουμε, άραγε, νά βρούμε τον τρόπο νά τον κάνουμε νά μιλήση απόψε; "Οταν έφτασαν στην κλινική, ό γιατρός βρισκόταν κοντά σ’ έναν άλλον ασθενή. Καπευθύνθηκαν αμέσως στον θάλαμο 12. Τούς συνώδευε 6 βοηθός, τού γιατρού. Μόλις άνοιξε την πόρτα, ό Μισελό έβγαλε ένα βρα χνό μουγγρητό: — Είναι νεκρός! Κυττάξτε! Ό ντέτεκτιβ τό κατάλαβε από μακρυά. Εκείνο τό πρόσωπο τό στραμμένο προς τό ταβάνι, έκεΐνα τά γυά λινα μάτια. Ό βοηθός έμεινε άφωνος. "Αφού εξήτασε την καρδιά, επιβεβαίωσε την διάγνωσι. — Πράγματι... Είναι ακατανόητο!, εΐπε. "Εκείνη την στιγμή εμφανίσθηκε ό δόκτωρ Λερουά. Με μιά ματιά κατάλαβε. "Έμεινε μαρμαρωμένος. Ό Μι σελά, σκυμμένος πάνω άπ" τό πτώμα, τό έξήταζε. "Α νασηκώθηκε. — Ποιος μπήκε εδώ μέσα σήμερα τό απόγευμα; —- Μά... κανείς, έδήλωσε ό γιατρός. Τον παρακο λουθούσα εγώ ό ίδιος. — Είστε βέβαιος γιά τις νοσοκόμες σας; -— Άσφαλώςι! Γιατί; — Κυττάξτε... Αυτή ή μικρή μελανιά στο λαιμό του. Τού έκαναν μιά ένεσι. Γιατρέ! Τον δηλητήριασαν! "Ολοι ή σαν κατάπληκτοι. Ό γιατρός σκούπιζε τον ιδρώτα του. Είπε μέ δυσκολία: —- Διερωτώμαι μήπως... Δέν τολμώ ούτε νά τό σκεψθώ.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
31
— Μιλήστε, γιατρέ! Είναι ανάγκη. Ό Αερουά αναστέναξε και κατέβασε το κεφάλι. — Ό καθηγητής Ρισάρ, άρχισε, ήρθε σήμερα το απόγευμα. ^Ηρθε νά μέ ρωτήση κάτι... Είχα δουλειά και μέ περίμενε λίγο. Ό Κλωντέν πετάχτηκε: — Βρήκε ευκαιρία και ήρθε έδώ. Έπωφελήθηκε από την απουσία τής νοσοκόμου. Ήξερε πώς ό Ντυ~ μουλέν τον είχε αναγνωρίσει. Ό Ντυμουλέν είχε μιλή σει για ένα αυτοκίνητο. Δεν είν5 έτσι γιατρέ; 'Ο γιατρός κούνησε τό κεφάλι του κεχταφατικά. — Τώρα, συνέχισε ό Κλωντέν, τα καταλαβαίνω ό λα. Νά γιατί ό πίθηκος γύρισε σπίτι τόσο γρήγορα! Ό καθηγητής τον περίμενε μέ τό αυτοκίνητό του! Πήρε άναπνοή καί συνέχισε: ■— Ό άθλιος νόμισε πώς τό θύμα του ήταν νεκρό, όταν τον πέταξε μέσα στο χαντάκι. Ό Μισελό δεν είπε οϋτε λέξι. Γύρισε στον Αερουά: — Γιατρέ. Πρέπει νά γίνη αυτοψία. "Οσα τό δυ νατόν πιο γρήγορα. Μπορείτε ν’ αρχίσετε αμέσως; — Θά έχετε άπάντησι μετά τό δείπνο, ύποσχέθηκε ό γιατρός. Πραγματικά, την κανονισμένη ώρα, ό Μισελό πληροφαρήθηκε ότι έπρόκειτο για ένα δηλητήριο τής "Απω Ανατολής, πού βγαίνει από ένα φυτό τής Ινδοκίνας. Ό Κλωντέν, κατάχλωμος, προφερε μέ σφιγμένα χείλη: λ— Ο καθηγητης Ρισάρ έχει μείνει πολύν καιρό στη Ιαϊγκόν! Δέν ειν’ έτσι; Τί περιμένετε λοιπόν, Μισελό; * * λ
Μ
έσα στην κατασκότεινη νύχτα, ό Μι σε» λό προχωρούσε μέ γρήγορο, σταθερό καί αθόρυβο βή μα, ακολουθούμενος από τον Κλωντέν. "Υστερα από λίγην ώρα, βρέθηκαν κΓ οί δύο μέσα σ’ ένα εργαστήριο. Είχαν καταφέρει νά υπερπηδήσουν όλα τά εμπόδια, καί νά τρυπώσουν έκεΐ χωρίς νά συ ναντήσουν κανένα. Καί τώρα, μέ την βοήθεια των τέλειων διαρρηκτά
___________
Τ6 ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΫ ΣΟΦΡ-Υ
κών εργαλείων του ό Μισελό ήταν απασχολημένος μέ το άνοιγμά ένός μεγάλου χρηματοκιβωτίου. — Ά! έκανε ξαφνικά μέ φρίκη. Τί είναι αυτό; Ή πόρτα του χρηματοκιβωτίου είχε υποχωρήσει. Μέσα, ήταν διαρρυθμισμένο σέ μεγάλο ντουλάπι, μέ ραφάκια και θήκες. Και πάνω σ’ ένα από τά ράφια, έ βλεπε κανείς μια σειρά από δοχεία. 7Ηταν γεμάτα οι νόπνευμα, μέσα στο οποίο έπλεαν κάτι φρικτά παράξε να πράγματα. 'Ο Μισελέ, απαρίθμησε μέ ψυχραιμία: -—· Έ6ώ δυο καρδιές. Εκεί πνεύμονες. Πάρα κάτω, άλλα ανθρώπινα όργανα! — Ποτέ μου δέν φανταζόμουν... πρόφερε ό Κλωντέν. — "Όχι συζητήσεις, Κλωντέν. Αέν είναι οϋτε ή ώ ρα, οϋτε ό τόπος κατάλληλος! Ό Μισελό ξανάκλεισε τό χρηματοκιβώτιο, καί οί δυο σύντροφοι έφυγαν σαν φαντάσματα. Τή στιγμή που δρασκέλιζαν ένα τοίχο, ό Μισελό είπε δείχνοντας τον κήπο πίσω τους. — Πιστεύω πώς τά πτώματα είναι θαμμένα κάπου έδώ. Παρατήρησα,^ καθώς περνούσαμε, πώς τό χώμα ήταν φρεσκοσκαμμένο. * * * -—- Εμπρός... ό δόκτωρ Αερουά; Έδώ αστυνομία! Μπορείτε νά έρθετε ένα λεπτό; Σάς χρειαζόμεθα. Συνελήφθη ό καθηγητής Ρισάρ.Ναί, επειγόντως. Ό διευθυντής τής κλινικής ντύθηκε αμέσως κΓ έ φυγε βιαστικά^ Μερικά λεπτά αργότερα, βρισκόταν μέ σα στο γραφείο, όπου ήταν ήδη ό γέρο καθηγητής α νάμεσα σέ δυο χωροφύλακες, καθώς κι’ ό Μισελό, ό Κλωντέν, ό διοικητής καί μερικοί άλλοι αστυνομικοί. —- Κύριοι, άρχισε ό Μισελό ψύχραιμος όπως πάν τα, σάςι έκάλεσα όλους έδώ γιά νά σάς έκθέσω τήν θε ωρία μου, χάρις στήν οποία κατώρθωσα νά φθάσω στην άποκάλυψι του απαίσιου δολοφόνου πού βρίσκεται άνάμεσά μας, έκτος μάχης πιά... "Ολα τά μάτια στράφηκαν στον καθηγητή Ρισάρ. Καί τότε έγινε κάτι αναπάντεχο. -— "Όχι, κύριοι, είπε ο Μισελό, χωρίς νά ύψώοη τήν φωνή του. Νά ό δολοφόνος!
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
33
Και τό χέρι του υψώθηκε και έδειξε... τον Αερουά! Αυτός έκανε ένα -πήδημα προς τά εμπρός. Άλλα οι χωροφύλακες τον άρπαξαν. Ό καθηγητής Ρισάρ, φαι νόταν τελείως αδιάφορος για δλα δσα έβλεπε. — Μάλιστα, είπε ό Μισελό. Ό Αερουά τά μηχανεύθηκε δλα. Χθες την νύχτα, μπήκα στο έργαστήριό του και έκεί ανακάλυψα τις τελικές αποδείξεις που γύρευα, ^ Μίλησε για τά δοχεία και τό μακάβριο περιεχόμε νό τους. χ · — Ποιο ήταν τό κίνητρο; Ακουστέ, συνέχισε. Εί μαι πεπεισμένος, δτι ό δόκτωρ Αερουά, κατώρθωσε νά δημιουργήση ένα τεχνητό ον από γορίλλα ή ουραγκο τάγκο, πολλά βασικά όργανα του οποίου αντικατέστη σε μέ όργανα άπό^ ανθρώπους! Τό τερατώδες δν άποτελείται από ένα μίγμα ανθρωπίνων οργάνων και μελών γορίλλα ή ουραγκοτάγκου. Αυτό τό τέρας άπήγαγε τις δυο νέες, επειδή ίσως 6 κύριός του ήθελε νά του δώση ένα θηλυκό τόνο Ιδίας κατασκευής! Στην σιωπή πού έπηκολούθησε, ακούστηκε ξαφνικό ή βραχνή και γεμάτη λύσσα φωνή του έγκληματίου: -— Ναι, ξεφώνησε μέ μίσος, είμαι ή μεγαλυτέρα ι διοφυία του κόσμου!... Τί αξία έχουν τά πτώματα δύο κοριτσιών, μπροστά στις καταπληκτικές μου ανακαλύ ψεις; Γιά νά κάνω τά περάματα^ μου μου χρειάζονταν πτώματα κοριτσιών είκοσι χρονών! Ό φρικτός έγκληματίας, έσυνέχισε τις αποκαλύ ψεις του. Διηγήθηκε όλα δσα έκανε. Καί πρόσθεσε: — Μόλις εμφανίσθηκε ό Μισελό, κατάλαβα πώς έ πρεπε νά τον στρέψω εναντίον του καθηγητοΰ Ρισάρ. -— "Ωστε εσύ πυροβόλησες τον Μπίμπο μου!, φώ ναξε ό γέρος σοφός. "Άθλιε! Θά σου άξιζε νά σέ σκο τώσω ! -εσπώντας σέ ένα διαβολικό γέλιο, ό Αερουά άνασήκωσε τούς ώμους: — Ακουστέ^ τον τον γέρο τρελλό. Δεν σκέπτεται παρά τον πίθηκό του. Έγώ βρίσκομαι πάνω άπ" αυτά τά γελοία πράγματα. Είμαι ύπεράνω δλων! Κυριαρχώ στήν ανθρωπότητα! Ό Μισελό έπενέβη:
34
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ
— "Από την στιγμή πού βρήκαμε τον φτωχό Ντυμουλέν πεταγμένο κοντά στο σπίτι τοΰ καθηγητοΰ, άρ χισα νά αμφιβάλλω σοβαρά. Δεδομένου μάλιστα, δτι 6 καθηγητής Ρισάρ, δεν έχει αυτοκίνητο. 'Ο Κλωντέν συλλογιζόταν τήν γκάφα του. Κύτταζε τον Μισελό μέ θαυμασμό. — Στο Παρίσι, συνέχισε ό Μισελό, έμαθα από τήν "Ιατρική "Ακαδημία, πώς ό Αερουά, όπως κι" ό καθη γητής Ρισάρ, είχε μείνει πολύν καιρό στις αποικίες. "Έμαθα, επίσης, ότι ό Αερουά ήταν γνωστός γιά με ρικά περίεργα πειράματα που έκανε σέ νεαρά άγρια ανθρωποειδή. Χθες, μετά τον θάνατο του έπιθεωρητου Ντυμουλέν, δεν κόπιασα πολύ νά μάθω πώς ή έπίσκεψις τού καθηγητοΰ Ρισάρ στήν κλινική ήταν πολύ σύν τομη γιά νά τοΰ δώση τον χρόνο νά διαπράξη ένα τέ τοιο έγκλημα.... Τά υπόλοιπα, τά ξέρετε... 'Όσο γιά τό τερατώδες πλάσμα τοΰ Αερουά, 8ά τό βρήτε νεκρό μέσα σ’ ένα δωμάτιο, στο βάθος τοΰ εργαστηρίου του. Οί σφαίρες μας προκάλεσαν τελικά τό θάνοιτό του... ΤΕΛΟΣ
Τό ΕΚΤΟ ΒΙΒΛΙΟ τής σειράς μας, πού κυ κλοφορεί τήν ερχόμενη εβδομάδα μέ τον τίτλο:
$
$ &
<?
■
είναι ένα εκλεκτό αστυνομικό ρομάντσο, πού θά γοητεύση καί θά έκπληξη τον αναγνώστη μέ τήν άπροο'δόκητη πλοκή του!
ΓΕΝΙΚΑ! ΕΚΔΟΤΙΚΑ! ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο. Ε. Γραφεία: Λέκκ-α 22, ’Α&ηναι.—Δημοσι ογραφικό ς Διευθυντής: Στέλιος Ά νεμοδουρας — Ο|κονομικος Διευθυντής: Γεώργιος Πεωργιάδης
«ΤΟ ΜΑΤΙ» ΒΙΒΛΙΟ 5
ΤΑ
ΕΚΛΕΚΤΑ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟ ΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΊΌΝ ΜΙΑΣ ΣΟΒΑΡΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ο ΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Π0Ι0ΤΗΤ0Σ ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ϋΡΑΧΜΑΙ 2 ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 0. Ε. ΛΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑΙ
ΙΒΛΙ/
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΡΟΜΑΝΤΖΟ Άιτόδοσις:
Κ. ΝΗΣΙΩΤΗ
2
ταμ άτηκτε για «χιά στιγμή, πνιγμένος άπο άγανάκτησι, και ξανάρχισε μέ μεγαλύτερη φάρα: ' — Σού λέω πώς μάς εξευτελίζεις μ5 αυτό που κάνεις. 35μάς που ή δουλειά μας είναι νά πιάνουμε εγκληματίες μέ σάρκα καί οστά! "Έτσι που τά γράφεις, ό τελευταίος αναγνώστης σου φαντάζεται πώς θά τά κατάφερνε καλύτε ρα από μάς καί δείχινει μιά βαθειά περιφράνησι γιά την αστυνομία, άν τύχη νά μείνη άδιαλεύκαντο κάποιο έγκλη μα... Βλέπεις.. έσυ έχεις συνειθίσει τον αναγνώστη νά βλέπη μπροστά του μόνο υπεράνθρωπους,, που λύνουν καί τά πιο φανταστικά αινίγματα... ’Έ, λοιπόν, θά σε ήθελα νά κατόπι αστης καμμιά μέρα μέ κάποιο αυθεντικό μυστήριο, μέ κάποιον άγνωστο δολοφόνο, καί νά βλέπαμε τί τούμπανο θά γινόταν τό κεφάλι σου! Αυτή τη Φορά σταμάτησε Υΐά κοολά, γιάτί είχε λοοχα-
4
ΣΤΟΝ
ΙιΣ/ΚιΙ 0 ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
νιασει, και γέμισε ένα μεγάλο ττοίτηρι μέ σαμπάνια. — Θέλεις; ρώτησε τον Παρισέλ, Δεν πρόκειται να κρυώση περισσότερο ή σαμπάνια. 'Ο Λωζιέ κΓ ό Σέργιος Παρισέλ.. ό συγγραφεύς, ^σαν καθισμένοι στην ταράτσα μιας συμπαθητικής έπαρχιακης βιλλί'τσας, στις όχθες του ποταμού Βάρ., που την σκέπαζε ολόκληρη μια κλημοααριά, που μέσα απ’ τά πυκνά Φυλλώιματά της διακρίνονταν οι στερνές ακτίνες του ήλιου. 'Ο Λωζιέ ήταν πάνω - κάιτω πενηντάρης, καστανός.,, μέ νευρικές κινήσεις κΓ έκδιηλη μεσημβρινή προφορά στην ό* ιμιλιία του. 5Αντίκρυ του., ό Σέργιος, ψηλός καί λπετοκαμωιμένος, μέ πλατύ πρόσωπο, τόσο ηλ σκαμμένο που τά μαλ λιά του Φαίνονταν σάν ξεβαμμένα μπρος σ' αυτό. Αυτό ή ταν και τό μόνο σημείο πού τον έδειχνε για άνθρωπο πού ακολουθεί τη μόδα.- γιατί τά ρούχα του είχαν φοβερά χά λια. Φορούσε ένα παντελόνι ξεφτισμένο στις άκρες κΓ ένα παληό πουκάμισο δίχως κολλάρο. 'Ο Λωζιέ.. ό αστυνομικός επιθεωρητής., άνασηκωσε τούς ώμους του κΓ έξακολούθησε: — Τόσες Φορές σου έχω διηγηιθη πραγματικά ενδια φέρουσες υποθέσεις κΓ όμως δεν έβγαλες τίποτα από ιδαϋτες. — Αυτό εΐν’ αλήθεια. Κράτησα μερικές σημειώσεις, ιμά τά θέματα δεν ταίριαζαν στο είδος πού γράφω. Λεν 6ά είχαν πέραση, ζ,έρω καλά τί « θέλει τό κοινό πού μέ διαβάίζει. — Είσαι βέβαιος γΓ αυτό πού λες; "Ώστε δέν υπάρχει κοινό πού νά διαβάζει αληθινές ιστορίες; Νά ένδιαφέρεται γιά πραγματικά γεγονότα; ■’Έχεις., νομίζω, αρκετό ταλέν το γιά νά περιγραφής ένα πραγιματικό έγκλημα, άιντί νά ικάθεσαι καί ν' άοαδιάζης ό.τι σού κατεβαίνει στο κεφάλι. — Μά. διάβολε, δόσε μου τέλος πάντων μιά Ιδέα σάν τί θέλεις νά μέ δης νά γράψω! Έξηγη.σε μου τι καί πώς! θέλεις μήπως νά γράψω κσμμιά μελέτη γιά την ψιυχολογία τού δολοφόνου; Πώς όμως; 'Έχεις κανένα δολοφόνο νά μου υπόδειξης; , — Θά μπορούσες., παραδείγματος χάριν. νά περιγραΛ ψης ένα έγκλημα πού έγινε άλλοτε, νά τό άναλύσης.. να προσπαθησης νά έξετάσης τά ελατήρια καί τά τεχνάσματα τού δολοφόνου. Μια τέτοια ύπόθεσις θά άξιζε, γιατί του λάχιστον την έχει ζησει κάποιος... Νά, εδώ δά, στο χωριουδάκι αυτό τού Άσπρειμόντ., πριν πέντε χρόνια, δυο νεαπ ιραΐ λήστεψαν τον συμβολαιογράφο κΓ αυτός τούς κατήγ γειλε. Την ^άλλη μέρα βρήκαν τό πτώμα τού ένός απ’ τούς δυό. Τον είχε σκοτώσει ό συνένοχός του. Ό φονιάς έγινε
ΪΤΟίΝ ΙιΣΚ.10 ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
6
ιδοφ-αντος. Περίεργο πράγμα, ε; "Ήμουν τότε οίκο μ η στο Πα ρίσι. Διάβασα* όπως όλος 6 κόσμος. την ιστορία αυτή στις εφημερίδες. "Αργότερα., όταν ήρθα 8ώ για τις διακοττές μου* ρώτησα για να μάθω περισσότερα, μά 6 καιρός δεν μ" έπαιρνε νά τελειώσω τις έρευνες μου αυτές. Μόλις ιΦετος... 'Ο Λωζιέ έρριξε μια θυμωμένη ματιά στο αριστερό του πόδι, που το γόνατό του, σπασμένο από μια χειροβομβίδα δταν πήγε νά πιάση τό ληστή Παϊνζολά, δεν λειτουργούσε [όπως πρώτα. — "Άν δεν μέ πονοΰΐσε τούτο τό έρημο καί μπορούσα ιν ά κινηθώ ελεύθερα* τό είχα μεράκι νά ξαναβάλω μπρος αυτή την ύπόθεσι.^ — Κι" ασφαλώς 8ά μου την ανέθετες εμένα; — "Εγώ; Δεν θάιθελα νά σου αναθέσω τίποτα. Μόνο σοί) προτείνω ένα θέμα αληθινό γιά νά απαλλαγής από τούς λωποδυτεε σου πού υπάρχουν μόνο στο χαρτί. "Εντάξει! Μου Φαίνεται πώς αρκετά μου τά έψαλες ιγιά σήμερα! Που μένει ό συμβολαιογράφος σου; — Στο πιό όμορφο σπίτι* στην είσοδο του χωριού, πά νω στο δημόσιο δρόμο. Τό είδαμε χ,τές* όταν είχαμε πάει ιβόλτα ως έκεΐ. —* "Ά! "Εκείνο πού έχει τις τριανταφυλλιές καί τό α γιόκλημα; — Και την όμορφη κοπέλλα πού έγραφε οτη γραφομηίχα’νη, στο ισόγειο. — Ώραια* λοιπόν* αγαπητέ μου* θά κάνω μιά προσ πάθεια, θά πάω νά δώ τό φιλαράκο και θά τον παρακαλέσω νά μου διηγηιδη τί έγινε. "Άν Π ιστορία αύτη αξίζει τον κόπο... Κύτταξε απότομα τό Φίλο του σάν «άτι νά υποψιά στηκε: — Γιά πες μου* Τόνυ, μπας κΓ έχεις κανόναν απώτε ρο σκοπό πού μέ σπρώχνεις νά ανακατευτώ στην υπόιθεσι αυτή; — Κανένα άλλο* παρά νά ξεκαθαρίσω μερικά σκοτεινά ισημεΐα της. Μη σου διαφεύγει πώς ό κύριος ένοχος έμεινε ατιμώρητος. Ό Παρισέλ έμπηξε τά γέλια: — Κατάλαβα. Δέν μού υποδεικνύεις θέμα γιά μυθιστό ρημα, αλλά μιαν έρευνα στην όποια θά σπάσω τά μούτρα μου! "Οπως* άλλωστε* τά έσπασες καί σύ, παλιηοκστεργάρη, γιατί σίγουρα θά την εξέτασες την υπόθεσι αύτη πρίν άπό μένα. "Ά! "Έτσι* λοιπόν, θέλεις νά μέ μπλέξης σ’ ένα άληθτνό μυστήριο; Θά δούμε ποιος θά βγη ζημιωμένος!
6
ΣιΤΟιΝ IΣιΚ;Ι.Ο ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
τ
;0 Λωζιέ μέ τη σειρά του χαμογέλασε μέ κάποιαν είρω ν ί α:
Α........................................................................................................................Λ
-ΟΙ- πο^ την πρώτη
'
'
μέρα* που ήρθε να μεινη για λίγο διάστημα μέ τό φίλο του Λωζιέ, ό μυθιστοριογράφος Παρισέλ περνούσε ζωη χαρισάμενη. Σηκωνόταν στις δέκα, κατέβαινε για μπάνιο στον ποταμό Βάρ, πού κυλούσε πλάι στη βιλλίτσα, κλειδωνόταν έπειτα καί τό έστρωνε στον ύπνο μέ τό πρόσχημα πώς διώρθωνε τα χειρόγραφά του καί περνούσε τον υπόλοιπο^ καιρό του σέ τραπέζια, σέ χωιρατά μέ τό φίλο του καί σέ συζητήσεις Υιά τό Φούτ μπώλ μέ τούς παίκτες τού χωριού. "Ομως την άλλη μέρα* μετά τη συζητησι πού άναφέραμε, 6 Παρισέλ ξεκίνησε., αμέσως μετά τό δείπνο, για τό σπίτι τού συμβολαιογράφου, γκρι χιάζοντας για τη ζέστη κΓ επικαλούμενος τη μαρτυρία τού φίλου του για τις Θυ σίες πού έκανε για να τον ικανοποίηση. Σύντομα., έφτασε στην βίλλα πού βρισκόταν στην άκρη τού δρόμου. Χτύπησε καί τού άνοιξε μια υπηρέτρια μέ άσπρηι πο διά. Μά σταν ό Σέργιος Θέλησε να εξήγησή σ’ έναν υπάλ ληλο, πού παρουσιάστηκε αμέσως* πώς ερχόταν για νά ζή τησή πληροφορίες^ Υιά κάποια κλοπή πού είχε γίνει πριν πέντε χρόνια, εκείνος τον κυτταξε σαστισμένος. — Ό κύριος είναι... της αστυνομίας; ρώτησε μέ δι σταγμό. — Κάθε άλλο. Ένδιαφέρομαι προσωπικά γΓ αυτή την ύπόθεσι. "Οπως φαινόταν, δεν άρεσε στον ^υπάλληλο η έπίσκεψις αυτή, μά μπρος στην επίμονη τού Σέργιου υποχώρη σε καί τον έμπασε σ5 ένα μικρό γραφείο, όπου εργαζόταν ίμια νέα κοπέλλα. "Ενας άνθρωπος καμιά έξη νταριά χρόνων μπήκε καί τόν χαιρέτησε μέ συγικροπ-ημένη ευγέ νεια.
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
?
— Ό υπάλληλός μου δεν κατάλαβε καλά την αίτια της ΐέίπ ισκέψεώ ς σας. κύριε... — Λέγομαι Σέργιος Παρισέλ, είμαι συγγραφεύς και φίλος τού έπιθεωρητοΰ Λωζιέ. Μένω στο σπίτι του για ικάμποσες μέρες. λ — 'Ά! Σπουδαία! Τό όνομά σας μου είναι γνωστό. ΚΓ ή άνηψιά μου, η Ζανέ,τ, κυριολεκτικώς τά ρουφάει τά (βιβλία σας.... Τό πρόσωπο της νεαρά ς κοπέλλας έγινε κοτταικόικικινο. — Τ άγω δλα διαβάσει ! „ είπε. — Είμαι ευτυχής... καί κολακεύομαι πολύ πού βλέπω πώς τά φτωχά μου βιβλιαράκια ήταν τό μέσο νά γνωρισθώ μαζί σας, είπε μέ χαμόγελο 6 συγγραφεύς. ΚΓ επειδή σκο πεύω νά γράψω ένα νέο βιβλίο, πήρα τό θάρρος νάρθω νά σάς ρωτήσω κάτι. Τού είπε μέ λίγα λόγια τη συζητησι πού είχαν κάνει μέ τον Λωζιέ. Πρόσθεσε^ πώς άρχη του ήταν νά χρήσιμο» ποΊη πάντοτε σάν θέματά του αληθινά γεγονότα κι* η τρα γωδία, πού είχε συ,μβη στο Άσπρεμόντ, του φάνηκε πώς θά ήταν ένα έξαιρετικό θέμα για μυθιστόρημα. ιΌ συμβολαιογράφος Μπερνός περιωρίστηκε νά χαμογελάση καί στο χαμόγελό του διακρινάταν μ-ιά σκιά οίκτου για τίς επιπόλαιες αυτές άπασχολησεις τού συνομιλητή του. Πάντως, τόν διειβεβαίω,σε δτι ήταν στη διάθεισί του για νά τού βωση κάθε πληροφορία που νόμιζε πώς τον ένδιέφερε. Μιλούσε μέ κάποιο μικρό στόμφο, πού έκανε τό Σ έργ ι ο νά ν ευ ρ ι άζη. Ή Ζανέτ όμως φαινόταν στενοχωρημένη γιά την περι έργεια πού έδειχνε ό επισκέπτης. "Άρχισε νά δίορθώνη τά έγγραφα, πού είχε γράψει στη γραφομηχανή, χωρίς νά Φαίνεται δτι την ένδι έφερε η συζητησις πού γινότανε. — Εκείνος πού υπήρξε καί δράστης καί θύμα* είπε ό Μπερνός μέ τον πομπώδη τρόπο του, ήταν υπάλληλος έπΐ δύο χρόνιια στο γραφείο^ μου. Λεγόταν Πιέρ Άύμάρ κΓ ή ταν, απ’ δ/τι έβλεπα, έξυπνος καί δραστήριος. Τού είχα εμπιστοσύνη και σήμερα ακόμη επιμένω νά πιστεύω πώς τόν παρέσυρε 6 συνένοχός του, πού ήταν Υυιός τού γιατρού τού χωριού μας. 5Ηταν ένα χρόνο μεγαλύτερος άπό τόν Άϋμάρ κΓ ήσαν συμμαθηταί στο σχολείο. Τούς έβλεπαν πάντα μαζί καί φαίνονταν πώς διασκέδαζαν σάν αθώα παιδιά. "Έπειτα μαθεύτηκε πώς τό σκάζαίνε συχνά γιά. τη ιΝίκαιά καί πώς έπαιζαν κι* οι δυό τους στο καζίνο. Κσντολογης, πρέπει κανείς νά πιστέψη πώς εΐχαν άνάγικη α πό λεφτά καί δέν θά δίσταζαν ώς προς, τά μέσα νά τά βρούνε*
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ — Δέν είδατε ως τότε κορμιά υπόνοια; Κανένα καυγαδάκι με τον υπάλληλό σας που νά εξήγηση τά ελατήρια της πράξεώς του αυτής; — Ποτέ, κύριέ μου. ·*Άν είχα κάν υποπτευθή την αλή θεια, ό μικρός ^αύτός κακοποιός δέ θά έμενε ούτε στιγμή πια στο γραφείο μου. Τον έμπασα στην οικογένεια μου, τον άφησα νά παίζη< μέ τη Ζοανέτ, πού ήταν1 ακόμη παιδά κι. Ή δύστυχη γυναίκα μου τον αγαπούσε πολύ και πολ λές φορές έρχομαι νά πιστέψω πώς τό αναπάντεχο αυτό δράμα την έφερε μιά ωρα άρχήτερα στον τάφο. Τά μάτια τής Ζανέτ γέμισαν δάκρυα. — Θά τής είμαι πολύ άντιπαθητικός πού τής ξανα φέρνω όλες αυτές τις αναμνήσεις, σκέφτηκε στενοχωρημέ νος ό Σέργιος. 5 Εντ ο ύτ ο ι ς ρώτ η σε ξανά: — Μπορείτε νά μου πήτε την ακριβή ημερομηνία πού έγινε η κλοπή; ς— Στις 30 Σεπτεμβρίου 1948, απάντησε ό συμβολαι ογράφος. Και νά πώς έγινε: Ή γυναίκα μου κι1 ή άνηψιά μου κοιμουνταν στο πρώτο πάτωμα., ή υπηρέτρια στη σο φίτα. Εργαζόμουν μόνος γιά νά τελειώσω ένα βιαστικό συμβόλαιο. Είχε μεγάλη θύελλα εκείνο τό βράδι. Θά ήταν κοντά μεσάνυχτα όταν μου χτύπησαν την πόρτα. Παραξε νεύτηκα πολύ. Στό χωριό δέν έχουμε κακούς ανθρώπους, δηλαδή μάλλον δέν ειχοίμιε, γι’ αυτό κι5 άνοιξα αμέσως την πόρτα. Βρέθηκα μπρος σέ δύο άγνωστους μασκοφόρους. ώπλισμένους μέ περίστροφα. Κοκκάλωσσ, άφησα νά μέ δέ σουν και τούς είδα νά ψάχνουν τό χρηματοκιβώτιό μου. *'ιΟσο έψαχναν, είχα την ευκαιρία ν* αναγνωρίσω τον Άυΐμάρ άπ’ τά χέρια του κι* όταν είδα άπό κοντότερα τό συ νένοχό του τον άνεγνώρισα καί κείνον καί τούς είπα πώς θά τούς καταγγείλω. Μά κείνοι έβαλαν μόνο τά γέλια. ιΟ Άϋμάρ, πού ήταν^ μπασμένος στις δουλειές μου, ήξερε πώς είχα στό γραφείο μου δεκαπέντε εκατομμύρια, πού μου είχε αφήσει ό κόμης ντέ Μεάϊγ, γιά μιά δουλειά, πού θά γινόταν την άλλη^ μέρα. Αυτός, φυσικά, ήταν κι5 ό λόγος πού είχε αποφασίσει νά κάνη την κλοπή τη νύχτα εκείνη. — Δηλαδή, μέ^ λίγα λόγια σάς άφησαν δεμένο κι1 ανί κανο νά κάνετε τό παραμικρό. — Καί Φιμωμένο, κύριέ μου, λες καί ήσαν οί άσσοι τών λωποδυτών. Τό πρωί, ή υπηρέτρια μου μέ βρήκε μισο λιπόθυμο καί, μόλις μπόρεσα νά μιλήσω, ειδοποίησα την αστυνομία γιά τούς δυο κλέφτες. Ευτυχώς, ό είσπράκτωρ τών φόρων,^ πού έπέστρεφε άπό τό Ντίν κι3 έπαθε κάποια βλάβη μπρος στό σπίτι μου, είχε δή τούς δυο νέους νά
ΣΤΟΝ ΙΣΚιίίΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
9
βγαίνουν από δώ καί μπόρεσε να υπόδειξη την κατεύθυνσι που πήραν. "Άρχισαν νά τους αναζητούν, μα μόιλις το βρά^ 6ι αργά βρήκαν τό πτώμα του ’Αομάρ μέσα στο δάσος του Μπουαγκαστόλ. ^Ηταν σκοτωμένος με δυο σφαίρες πε ριστρόφου. , 3, — Κι5 άπέδωκαν το έγκλημα αυτό στο συνένοχο του. ε; — Μάλιστα, κύριε, τά ίχνη των ποδιών πού βρήκαν, ησαν, φαίνεται, σαφέστατα. Οί 6υό^ συνένοχοι είχαν φτά σει εκεί μ’ ένα αυτοκινητάκι πού ανήκε οπό γυιο τού για τρού. Είχαν αφήσει τό αυτοκίνητο σέ κάποιον πλάγιο δρο μάκο, για νά μοιράσουν, σίγουρα, τά κλεμμένα, τσακώθη καν, φαίνεται, μεταξύ τους, έγινε δ,τι έγινε κι* ό φονιάς έφυγε κι* έγινε άφαντος. — Προς ποια κοττεύθυνσι; — Προς το δημόσιο δρόμο, όπως πιστεύουν, μά ήταν στρωμένος μέ χαλίκι καί δέν μπόρεσαν, φυσικά, νά βρουν τά ίχνη του. "Ο αστυνόμος έβγαλε το συμπέρασμα ότι α σφαλώς θά πήρε τό τραίνο γιά τη Νίκαια. 7Ηταν ήμερα παζαριού. Ό σταθμάρχης έλειπε σέ άδεια κι* ό αναπλη ρωτής του, πού δέν ήταν ντόπιος, δέν ήταν σέ θέσι νά Υνωρίζη κανένα. — Δέν βρήκαν χρήματα πάνω στο ο'κοτωιμένο; — Ούτε πεντάρα. — Κατοίλαβαίνω πόσο θά σάς ήταν αισθητή ή κλοπή εκείνη, άς άφήσουμε βέβαια τήν τραγωδία αυτή καθ’ έαυτή. — Καί βέβαια, κύριέ μου, παρ’ όλο πού ό κόμης φέρ θηκε πολύ γενναιόδωρα. Θά μπορούσε νά μέ καταστρέψη. Ξέρω τά καθήκοντα μου καί μια παρακαταθήκη είναι πάντα παρακαταθήκη. Μά... — Συγνώμην. 4Ο Πιέρ ’Αϋμάρ ήταν από δω; — "Όχι, τον είχαν πάρει από τό Δημόσιο Όρφανοτροφεΐο. Γι’ αυτό καμμιά Φορά κάθομαι καί σκέφτομαι πώς δέν θάπρεπε νά θεωρηθή απόλυτα υπεύθυνος γιά τήν πράξι του. *Ήταν σίγουρα ό άτταβισμός πού έπαιξε κι’ αυτός τό ρόλο του. Πάντως, μάς είχε όλους ξεγελάσει γιά καλά. ^ Ή μικρή Ζανέτ μίλησε ξαφνικά μέ φωνή καθαρή σάν κρύσταλλο: — "Αν ό κύριος Παρισέλ θέλη πιο λεπτομερείς πληρο φορίες γιά τόν... Πιέρ, θά μπορούσε ν’ άπευθυνθή στον κόμητα ντέ Μεάϊγ, γιατί στο σπίτι του μεγάλωσε. — Μου φαίνεται πώς τού είπα πιά αρκετές λεπτομέ ρειες, μουρμούρισε μέ τόνο δυσαρείστηιμένο ό θείος της;, ώστε θάταν ανώφελο νά ένοχλήση τόν κύρια κήμητα. — Δέν κατάλαβα καλά, διέκοφε ό Σέργιος. Ό κόμης
ΣΤΟιΝ ΙιΣιΚΙΟ ΤΟΥ ΒΠΚιΛΗΜΑΤΟΣ
10
μεγάλωσε τό παιδί αυτό του ορφανοτροφείου; Ύπό ποιαν (ιδιότητα; — Μά δεν τον μεγάλωσε ό ίδιος. Ή Ζανέτ δέν έκφ,ράσθηκε καλά. ιΟ Άϋμάο ήταν κηδεμονευόμενος του γέρο Μπωλιάς, του πρώτου κηπουρού του πύργου των Μιεάϊγ. Καί έργάσθηκε έπειτα για λίγο καιρό σάν κηπουρός στον πύργο, μά ό κόμης τον είδε πολύ έξυπνο, με παρακάιλεσε να τό*ν πάρω κοντά μου κι* ή ιδέα του αυτή μου φάνηκε τό τε έξαίρετη,. — Αγαπητέ μου κύριε Μπερνός, σάς είμαι υπόχρεος για την ευγένεια σας. ^Εχω τώρα, δ.,τι μου χρειάζεται για ν* αρχίσω τό μυθιστόρημά μου καί θά προσπαθήσω νά του βάλω με τή φαντασία μου ένα τέλος πολύ συγκινητι κό. Μέ συγχωρήτε καί σας ευχαριστώ ακόμη μιά Φορά. 'Ο Παρισέλ έσφιξε τό χέρι του συμβολαιογράφου, έκα νε μιά ύπάκληισι στη Ζανέτ καί βγήκε. Περνώντας πάλι α πό τον τοΐχο πού ήταν στρωμένος μέ τριαντάφυλλιές δια φόρων χρωμάτων, δεν μπόρεσε νά συγκρατηθή καί σήκωσε τά μάτια του προς τό παράθυρο του γραφείου. Μά ή νέα κοπέλλα δεν βρισκόταν πιά έκεΐ. Αντί γι' αυτή, είδε ένα μικρό καρτάικι νά πρρβάλη από τις γρίλλιες του παραθύ ρου του πρώτου πατώματος καί νά πέφτη μπρος στά πό δια του. ^Εσκυψε καί τό πήρε προσέχοντας νά μην τόν δούνε. Εκατό μέτρα πιο πέρα, τό άνοιξε καί διάβασε: Νά πάτε νά δήτε τόν κόμητα Μεάϊγ. Είναι ανάγκη».
ο
κόμης κατοικούσε σ’ ένα πύργο, πού βρι σκόταν σέ άπόστασι δυο χιλιομέτρων, ψηλά στο λόφο τού Βάλμόντ, κι* ήταν ένα είδος πελώριου πέτρινου κτιρίου, πού έδέσποζε σ’ όλη τήν περιοχή. ^Εφτανε κανείς έκεΐ από ένα έλικοειδή δρόμο, πού η ασπράδα του έλαμπε κάτω απ’ τις ακτίνες τού ήλιου άκό,μα κι·* όταν έδυε. Μόλις έφτςχσε αντίκρυ στόν^ πύργο/ τόν ξεπέρασε ένας άντρας, πού βάδιζε μέ βήμα πιο γρήγορο κι* από τούς αν θρώπους τού βουνού. Παρά την φοβερή ζέστη, φορούσε ένα κοστούμι από βελούδο κι* ένα κασκέττο μέ γείσο. Είχε κρε μασμένο στον ώμο του ένα τουφέκι, πού τό κοντάκι του γυάλιζε άπ’ τήν πολλή χρήσι, κι* ένα πέτσινο κυνηγετικό
ΣΤΟΝ ΙΣιΚΤΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
Μ
σάκκο, μ’ όλο πού άκρμα δεν είχε άρχίσει ή περίοδος του κυνηγιού. 'Ο Σέργιος τον κύτταξε κΓ άνοιξε τό στόιμα νά τόν χαιρειτηιση* κοιτά τον τρόπο που χαιρετούσαν οι χωρι κοί, μά η έκφρασις του ΛΥνώστου πάγωσε τις λέξεις πάνω στα χείλη του. Ή κτηνώδης μορφή του* μέ το χαμηλό μέ τωπο κρυμμένο κάτω από τα πυικνά καστανά μαλλιά του, ήταν ζαρωμένη από τό_θυιμό κΓ εξέφραζε μιαν άγρια εχθρό τητα γιά τό κάθε τι. ξέχωρα όπ5 αυτό* ό άνθρωπος έκεΐνος έβγαζε μιά φοβερή μπόχα από Ιδρώτα και άπλυσιά που έμενε γιά πολύ στην ατμόσφαιρα γύρω του. «Δεν είναι καθόλου ευγενικός ό φιλαράκος, σκέφτηκεΏό Παρισέλ πειραγιμόνος. Σίγουρα θά του ήρθε στο νου κορ μιά παληά του έχθρα, γιατί εμένα δεν μπορεί νά μέ ξέρει, δέν τόν είδα καν στά μάτια μου όσο είμαι στο χωριό». Μόλις πέρασε την καγκελωτή πόρτα, που ήταν ορθάνοι χτη, τό τοπίο άλλαξε απότομα. Αντί γιά τσουρουφλισμέ νους απ’ τόν ήλιο θάμνους* έβλεπε κανείς όλόδροσες πε λούζες, με πελώρια τριαντάφυλλα καί άσπρες μαργαρίτες, μεγάλα δέντρα πού μπροστά τους έτρεχε ένα ρυάκι. Μέ λί γα λόγια: μιαν όασι στην έρημο του Βαλμόντ. 'Ο Σέργιος ανέβηκε μιά μαρμάρινη σκάλα καί χτύπη σε τό κουδούνι μιας πόρτας μέ περίεργα σκαλίσματα. Ό υπηρέτης πού τού άνοιξε τόν παρακάλεσε νά περιίμένη σ’ ένα γραφείο στο ισόγειο. — Θέλατε νά μέ δήτε. κύριε; 'Ο κόρης ντε Μεάϊγ* υψηλός., λεπτός, μέ άσπρα σγου ρά μαλλιά., μέ γκρίζο μουστάκι* προχώρησε προς τόν επι σκέπτη μέ ύφος πού πρόδινε έκπληξι, αλλά καί πολλήν ευ γένεια. "Οταν ό Παρισέλ τού εξήγησε ξανά όσα εΐχε έξηγήσει στον συμβολαιογράφο* ό κόμης άνοιξε την τοομπακιέρα του καί τού πρόσφερε τσιγάρο: — Θά σάς δώσω ευχαρίστως κάθε πληροφορία, κύριε, μόνο πού δέ βλέπω τί μπορείτε^ νά βγάλετε άπό μιά .τόσο θλιβερή ιστορία. "Ωστε ό καημένος ό Μπερνός κάθησε καί σάς διηγήθηκε όλο τό περιστατικό τής κλοπής; Είναι θέ μα, ξέρετε, πού μου διηγείται κάθε Φορά πού θά τόν συ ναντήσω, πράγμα δηλαδή πού συμβαίνει πολύ σπάνια. Ό θάνατος τής γυναίκας του* πού μεσολάβησε* τόν έχει κά νει νά νάση τό νερά του* πιστεύω. Τί μπορώ, λοιπόν, νά σάς πώ; — Θα ήθελα* είπε ό Παρισέλ* νά μού περιγράφετε όσο τό δυνατόν ακριβέστερα τή μορφή τού Πιέρ ’Αϋμάρ* πού* όπως μου είπε ό κύριος Μπερνός.. ήταν μάλλον θύμα παρά ένοχος. Τόν είχατε γνωρίσει άπό παιδάκι, έ; 'Ο ντέ Μεάϊγ ζάρωσε ελαφρά τά φρύδια του.
12
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟιΣ
— Ναι. Τον είχαν δώσει στον επιστάτη μου τον λιάς γιά νά τον μεγαλώση^ — Μένει στο κτήμα πού είδα^ πριν απ’ τον πύργο■ σας; Ακριβώς. 'Ο μικρός Άϋμάρ μάς έκανε τά θελήματα αντί για τόν θετό ποττέρα του. Ή ζωή μας εδώ είναι πολύ οικογενειακή κι ο μικρός αυτός φαινόταν υπάκουος, επι δέξιος, ευγενικός, ίσως μάλιστα κάπως πολύ ευγενικός. Δέν συμφωνώ μέ τις φαντασιοπληξίες τού Μπερνός ως προς τις Ικανότητές του, μά οφείλω νά αναγνωρίζω πώς ήταν πραγματικά έξυπνος. Μέ λίγα λόγια., δέχτηκα νά τόν πά"ρω στην υπηρεσία μου σαν κηπουρό,, μά γρήγορα αντεληφθην πώς η χειρωνακτική εργασία δέν τόν ένδιέφερε καί τόν συν έστησα στον Μπερνός. ’ΊΕπειτα, δυο ολόκληρα χρό νια, δέν ακόυσα πιά νά μιλούν γι’ αυτόν, -έρετε. ό γέροεπιστάτης μου 6 Μπωλιάς δέν είχε κατορθώσει νά του έμφυσηση ούτε τήν ειλικρίνεια, ούτε την τιμιότητά του. 'Ο Άϋιμάρ ήταν ένα χαμίνι των πόλεων καί, χωρίς βέβαια νά προ μαντεύσω τι Θά συνέβαινε, έννοιωθα κάπως συγκε χυμένα μέσα μου πώς δέν ήταν από την καλή πάστα τών χωρικών μας καί δέν τόν είχα σέ κοολό μάτι. — Μπορείτε νά μέ πληροφορήσετε καί γιά τόν δολο φόνο του, τό γυιό τού γιατρού; — Τόν γνώριζα πολύ λίγο. Μέ τό γιατρό Μονεστιέ δέν έχω παρά τυπικές σχέσεις. γυλιός του μοΰ έδινε την έντύπωσι κακΌιμαθηιμένου παιδιού. 9Ηταν ένας ώμορφονιός πού δυο φορές έμεινε στην ίδια τάξι καί αναγκάστηκε νά συνέχιση, τις σπουδές του στη Μασσαλία. Τόν έβλεπαν νά κάνη συντροφιά πάντα μέ τόν Πιέρ Άύμάρ κι’ αργότερα μου είπαν οτι χαρτόπαιζαν καί πήγαιναν στίς γυναίκες, ,μά, καθώς καταλαβαίνετε γιά άλα αυτά δέν έχω προσωπι κή άντίληψι. -— Μήπως άνέφεραν μέ ποιά γυναίκα συγκεκριμένως είχαν σχέσεις; Γιατί ασφαλώς τά δυο αυτά παιδιά έκλε ψαν γιά χάρ·ι μιας μαιτρέσσας; — Δέν ακόυσα τίποτα σχετικώς. Γιά πρώτη φορά στη φωνή τού κόμητος διέκιρινε κανείς κάποιαν ανησυχία. — 'Ο αστυνόμος Γκράς, τού Πωλέ - Τενιέρ, είπε., θά σάς πληροφορήσπ πάνω σ’ αυτό καλύτερα από μένα. Έγώ δ/Π ήξερα σάς τό είπα. — Σάς^ ευχαριστώ, κύριε κόιμη, είπε ό Παρισέλ καί σηκώθηκε νά φύγη. 'Ο ντε Μεάίγ, σαν νά μετάνοιωσε πού έδειξε πολύ στο συνομιλητή του τήν επιθυμία του νά τόν δη μιά ώρα άρχητερα νά Φεύγη, τόν συνώδευσε ώς την εξώπορτα, ρωτώντας
ΣΤΟιΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
13
τον για τά έργα του., πού είχε την ειλικρίνεια νά του όμολογήση πώς τά αγνοούσε όλότελα. Μέσα σέ μιαν άλλέα, έ τη βλέποντας μέ αγριωπές διαθέσεις ένα παιδί που πότιζε την πελούζα., στεκόταν ό άνθρωπος που είχε προσπεράσει τον Σέργιο στο δρόμο. "Οταν είδε τόν κόμη. έβγαλε το κασκέττο του. Μόλις έφτασαν στην εξώπορτα., είδαν νά πλησιάζη ένα ζευγάρι, πού δίχως άλλο γύριζε από έναν πε ρίπατο. 'Ο Σέργιος., βλέποντας πώς ό κόμης κάθε άλλο παρά διάθεσι είχε νά τόν παρουσίαση σ" αυτούς., χαιρέτησε μέ μια κλίσι τού κεφαλιού κΓ άπομακρύνθηικιε με γρήγορο βήμα. Στο πρόσωπο τής νεαρής κοπέλλας είχε αναγνω ρίσει το πρωτότυπο ένός πορτραίτου., πού βρισκόταν πάνω στο γραφείο τού κόμητος. ΤΗταν μιά κοπέλιλα πάνω στο άνθος τής ομορφιάς της,^ γεμάτη χάρι και δροσιά. Μά ή θέα του συνοδού της χτύπησε περισσότερο στά μάτια τού συγγραφέα. ^Βταν ένα είδος γο.οίιλλα μέ τό κάτω σαγόνι του ασύμμετρα αναπτυγμένο και μέ μακρυά χέρια. ^Ηταν τουλάχιστον εξηντάρης καί πραγματικά άσχημος, παρά τό καλοδιατηρημένο πρόσωπό του καί τη γεροντική κοκκεταρία του. πού την μάντευε κανείς από τά κατσαρωμένα κατά γελοία τρόπο μαλλιά του καί την κακοδιαλεγμένη γραβάτα του. «Θεέ μου! Τί τέρας!,, σκέφτηικιε ό Παρισέλ. Μά ποιος ναναι; Κανένας γείτονας; Κανένας πολύ έπιστήθϊος.. ασφα λώς, αφού κάνει ^περίπατο μαζΐ^ μέ τή^ νεαρή αυτή καλλονή πού πρέπει νά είναι η μοναχοκόρη τού κό,μητος; Θά ρωτή σω τόν Λωζιέ». "Οταν έφτασε στούς πρόποδες τού λόφου, έσπρωξε τήν ξεχαρβαλωμένη πόρτα τού μικρού νεκροταφείου καί μπηικε μέσα. Οι τάφοι, ώς επί τό πλεΐστον από απλές πλάκες μέ σταυρούς στο πάνω μέρος τους., ήταν άραδιασμένοι σέ παράλληλες γραμμές. Πολύ λίγα λουλούδια βρίσκονταν πάνω τους. "Ακόμη κι* ό οικογενειακός τάφος τών Μεάϊγ, πού ήταν άπό^ συμπαγή γρανίτη, δέν είχε στά βάζα του άλλο από νεοό ^ της βροχής καί μερικά ξερά γαρύφαλλα. Λίγο πιο πέρα όμως, μπρός^ σ’ ένα ξύλινο σταυρό., τό μάτι τού συγγραφέα διέκρινε δυο ολόδροσα μπουκεττα μέ χτυ πητά χρώματα. Πάνω^ στο σταυρό διάβαζε κανείς μέ σκαλι στά ^γράμματα: «Πιέρ "Αϋμάρ 1928—1948». Τά λουλού δια ήσαν τριαντάφυλλα καί άσπρες μαργαρίτες. * * *
17
.Μβ.^αΐτε'βαί νοντα ς τήν τελευταία κορδέλλα τού δρόμου, πού οδηγούσε στο χωριό, ό Σέργιος πάτησε πά νω σ’ ένα χαλίκι, γλύστρησε καί στραμπούληξε λίγο τό πό
14
ΣΤΟΝ
IΣΚ,ΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
δι του. Άραδιάζοντας όλο τό λεξιλόγιό του σέ βλαστήμιες, ικάθησε σέ μια πέτσα κΓ άρχισε να τρίβη τό πσνεμένο πό δι του. Μα ξάφνου σταμάτησε κι5 ένα χαμόγελο φώτισε τή μορφή του: — Μά την πίστι μου. ψιθύρισε.- λαμπρή είναι αυτή ή Ιδέα πού μου κατέβηκε και ό Θεός ίσως έβαλε τό χαλίκι εκείνο στο δρόμο μου Περνώντας από τού Φούρναρη, τον ρώτησε για τή διεύθυνσι τού γιατρού Μονεστιέ... γιατρός Μονεστιέ θά ήταν πάνω - κάτω έξήντα χρό νων. 7Ηταν ψηλός, καμπουριασμένος. Τά άνοικτόχρωμα γαλανά μάτια του. πού καθρέφτιζαν κάποια κρυφή λύπη, καρφώθηκαν στον πελάτη του χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον. "Ακούσε τό ιστορικό τού ατυχήματος του, ψηλάφησε τό πόδι του. τού έκανε ένα μασσάζ και τού συνέστησε κομπρέσσες μέ παγωμένο νερό. Ό Σέργιος, κάπως στενοχω ρημένος, τού μιλούσε πολύ. Στο τέλος τού είπε τό όνομά του μέ ύφος τόσο πικραμένο που έκίνησε τήν προσοχή τού γιατρού. — Λέγομαι Σέργιος Παρισέλ. γιατρέ μου. Φοβάμαι πώς τό όνομά μου σάς είναι πολύ γνωστό; — Παρισέλ.. ρώτησε ό γιατρός Μονεστιέ. Είσθε μήπως συγγενής τοΰ δολοφόνου τής Λυών; *Η εΤδησις μιας δολοφονίας στη Λυών είχε κάνει κρό το καί τρεις βδομάδες τώρα οί στήλες τών έφημερίδων γράφαν καί ξαναγράφαν περιγραφές της. 40 Σέργιος κα τέβασε τό κεφάλι κΓ έκανε πώς κοκκίνισε από ντροπή: — Δυστυχώς., γιατρέ μου! ντροπή τού αθλίου αυ τού αντανακλά σ' όλη μας τήν οικογένεια. *0 Γκιύ Παρισέλ είναι αδελφός μου καί* παρά τό έγκλημά του. τον αγαπού σαμε τόσο πολύ! — "Ετσι είναι !* είπε ό γέρος γιατρός μέ πίκρα. "Ετσι είναι, πολλές φορές τά πρόσωπα πού αγαπούμε περισσό τερο μένουν πάντα για μάς ένα μυστήριο. Πόσες φορές δέν είπαμε πώς θά προτιμούσαμε^νά τά είχαμε δή νεκρά παρά νά βουτηχτούν στο βούρκο τής ντροπής; Κατάλαβε ξαφνικά πώς ήταν πολύ σκληρός καί δικαιο λογήθηκες — Σάς ζητώ συγγνώμη, κύριε, γιατί ίσως αυτό πού. σάς είπα σάς φαίνεται Φοβερό. Νά σάς εξηγήσω όμως... Καί γώ ό ίδιος πληγώθηκα στά πιο βαθειά μου αισθήμα τα. 'Ο γυιός μου* ό μοναδικός μου γυιός.. πού ήταν ή χαρά κι* ή έλπίδα τών γερατειών μου... "Ω, είναι στιγμές πού δέν μποοώ νά τό πιστέψω!
-—> Μά τή έγινε εγκληματίας;
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
16
— Δυστυχώς ναι. θά μάθετε σύντομα την Ιστορία του άν μείνετε δώ. "Έκλεψε... κΓ έξαφανίιστηκε. Ιον κατηγόρη σαν μάλιστα και για φόνο, μά αυτό δεν μιτο-ρω να τό πα ραδεχτώ. Ό Ζάν μπορούσε να δταν αλαφρόμυαλος. μά ποτέ δε θά έβαφε τά χέρια του στο αίμα. "Αρχισε νά του διηγείται την τραγωδία πού έζησε πριν πέντε χρόνια, πού ό Σέργιος ήθελε νά την άκούση απ’ τό ίδιο του τό στόμα. Κατά τη δίκη του εκδοχή τά δυο παιδιά σίγουρα είχαν παρασυιρθη από κάποιο συνένοχο πιο μεγάλο στά χρόνια κΓ αυτός είχε σκοτώσει τον μικρό Άϋμάρ. "Οσο γιά τό Ζάν.. είχε γίνει άφαντος και δεν τολμού σε από Φόβο νά γυρίση στο χωριό. — Καταλαβαίνετε., κύριε, δέν τό λέω αύτό γιατί είναι γυιός μου.- μά ξέρω πόσο αγαπούσε τον Πιέρ. Τά δυο παι διά σίγουρα κάποιος τά περέσυρε στο κακό αυτό. Αγα πούσαν τά γλέντιια. Ό Πιέρ δέν εΐχιε λεφτά κιαΐ γώ συχνά άρνηθηκα στο Ζάν νά τού δώσω δσα μου ζητούσε. Τί ηλί θιος πού ήμουν! Παραδέχομαι πώς μπορούσαν νά κάνουν την κλοπή οπό συμβολαιογραφείο., μά είμαι βέβαιος πώς ποτέ ό Ζάν δέ θά άγγιζε τό φίλο του κΓ οχι νά τον σκοτώση! — Ή αστυνομία παραδέχτηκε την ύπαρξι τρίτου προ σώπου; — Όχι κΓ αύτό γιατί απέδωσαν τό έγκλημα στο δύ στυχο τό Υυιό μου. Μά αυτός ό αστυνόμος τού Πωλέ είναι ηλίθιος. Ό δολοφόνος μπορούσε μιά χαρά νά έξαφανίση τά "ίχνη του. — Ασφαλώς. Τά μάτια τού Σέργιου ήταν στ η λ ωμ ένα στά μάτια τού συνομιλητή του.- όπου διέκρινε νά λάμπη μιά φλόγα ελπί δας. — ^Ηταν καί τά δυό καλά παιδιά, έξ ακολούθησε ό δυ στυχισμένος πατέρας^ μέ Φωνή θλιμμένη. Συμφωνούσαν με ταξύ τους τόσο πολύ! "Έρχονταν καί οι δυό καί μέ βοη θούσαν νά καλλιεργώ τό μικρό κηπάκο μου, έπειτα πήγαι ναν γιά μπάνιο στο ποτάμι. Αές κΓ ακόμα ακούω τά γέ λια τους!.., «Ναι., σκεφτόταν ό Παρισέλ.. ί^ταν δυό αθώα παιδιά, μά θά στοιχημάτιζα άτι στη ζωη τους είχε μπη κάποια κοπέλλα. Καί ίσως τό μυστικό της αντιζηλίας τους βρίσκε ται εκεί!» Προσπάθησε νά τον ρωτηση συγκεκριμμένα στο θέμα αύτό, μά ό γιατρός τού απάντησε κουνώντας αρνητικά τό κεφάλι: , ε — "Όχι, κύριε, αν ο Ζαν είχε κανένα δεσμό με γυναι-
ΣΤΟΠ I Σι Κι ΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
16
κα θά το ήξερα. Για τον Πιέρ.- βέβαια, δεν είμαι σίγουρος. Μήπως 6 γιατρός ήθελε κάτι νά του κούφη; Γιατί τα καθαρά, γαλανά του ματ ι α αττεφευγαν τα δικά του. Σηκώβήκε: — Μέ συγχωρπτε που σάς ξύπνησα τόσο θλιβερές- α ναμνήσεις, γιατρέ μου, είπε σχεδόν ταπεινά. ^Υπόσχεσ τε μου όμως πώς δέ θά πη,τε τίποτα γιά δ.τι σάς έκμυστηρευθηκα γιά την οικογένεια μου. Ξέρετε.- όταν μέ ρωτούν στο χωριό.- άρνιέμσι πώς έχω καί την παραμικρή συγγέ νεια μέ τον Παρισέλ της Λυών. Αέν ξέρω καί καλά γιατί τό έμπιστεύιθηικα τόσο εύκολα σέ σάς. Στο δρόμο, περπαιτουσί όσο μπορούσε πιο κουτσά ινοντας καί σταματούσε καίί'ε τοσο νά ναιρετηση τούς νέους του φίλους πού είχε γνωρίσει τις τέσσερες μέρες πού έ μενε στο νωσιό. Μόνο σάν^ μπήκε σ’ ένα έρημο δρόμο πού πήγαινε προς τό σπίτι του Λωιζιέ. τότε ξαναπηρε τό Φυσι κό του βάδισμα. «’Άν ποτέ ό αδελφός μου Έρβέ.. σκεφτόταν.- μάθαινε πώς τόν έκανα καί σαδιστή δολοφόνο, θά μέ τάραζε στις γροθιές! Περνώντας μπροστά απ’ τό σπίτι τού Μπερνός κοντοστάθηκε κι’ έρριξε μιά ματιά ποός τά έκεΐ. Πάνω στά πυ κνά Φυλλώματα., οι γρώλλοι είχαν αρχίσει τό νυχτερινό τους ικοντσέρτο, Αέν άκουγε κανείς παρά τό τραγούδι τους καί, σάν υπόκρουσι... τό κοντινό μουρμούρισμα του ποταμού καί:, κάπου - κάπου, τά κουδούνια κάποιου κοπαδιού προβάτων. Ζύγωσε προς τό σπίτι σιγά κι’ άφουγκράσβηικε. Ανα τρίχιασε ολόκληρος. Άπό ένα ανοιχτό., φωτισμένο παρά θυρο ακούσε τη Φωνή του κόμητος ντ·έ Μεάϊγ νά λέη καθα ρά καί σέ τόνο συγκροτημένης οργής: — Εΐσθε σίγουροι πώς είναι πραγματικά συγγραφεύς;
Ν
\
•Ο βάλω τίτλο: «'Ο δολοφόνος α του τυφρις», είπε ό Σέργιος. 'Ο Λωζιέ τον κύτταξε.- τρώγοντας ήσυχα τό του, καί τον ρώτησε περίεργα: τ— Καί γιατί;
ΟΛ δεν εχει φρούτο
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΒΠ ΚΛΗΜΑΤΟΣ
17
— Γιατί είναι της μόδας οι ττεριφραστικοί τίτλοι που άρχίζουν μέ τη λέξι: δολοφόνος. Λεν το πρόσεξες αυτό; — Λεν διαβάζω τις αρλούμπες τών συναδέλφων σου. 'ΜοΟ φτάνουν, δόξα τώ Θεώ οί δικές σου. Και γιατί δεν έχει τύψεις; — "'Ω! φίλε μου, μ ή μου φορτώνεσαι, άλλοιώς δέ σου λέιο κι5 έγώ^ τίποτα γ ιά δ,τι άνακάλυ ψα! — Τί μάς λ£ς!^ Έσύ ψοφάς για να μιλήσης κι5 είσαι τόο-ο ματαιόδοξος όσο κι* ό περίφηίμος "Άγγλος ήρωάς σου... Αλήθεια, δέ μου λες, γιατί τον έχεις κάνει Άγγλο; "Έλειψαν, αδελφέ, οι Γάλλοι ηοωες; — Είναι ζήτημα ατμόσφαιρας! Καί, ξέρεις, εκείνο πού δεν μοϋρχεται καλά σ" αυτήν εδώ την ιστορία είναι τό οτι γίνεται στο Νότο. Ποτέ δέ θά μπορέσω νά την κάνω καταθλιπτική, όπως 8ά την έκανα άν την είχα βάλει νά γίνεται μέσα στις καταχνιές τού Τάμεση η στις λίμνες της Σκωτίας... Τέλος! Άσε με νά σου εξηγήσω τί θά γράψω μέ τό δικό μου τρόπο. Κι5 ό Παιριισέλ διηγήθηκε τις συναντήσεις του μέ τον κύριο Μπερνός και τόν κομητα ντε Μεάϊγ. — Είχες τύχη που δέν σέ^ π έταξαν έξω μέ τις κλωτσι ές, είπε σαν σέ συμπέρασμα ό Αωζιέ. Τ ά μ ά,τ ι α λ το ύ συ γ γ ραφ έ α π έ,τ αξ α ν σπ ί 9 ε ς: χ— Ακριβώς φίλε μου, αυτό και γώ λέω καί ξαναλέω στον εαυτό μου: Γιατί δέν μέ π έταξαν έξω; — Γιατί... γιατί εί ν α ι ε υγενεΐ ς. —^ Μά μπες στη 9έσι, παραδείγματος χάριν, τού Μπερνός: νά σούρχεται νά σου ζητάει ένας «χτυπημένος στό^ μυαλό» νά μάθη τις κρυφές πτυχές μιάς κλοπής τής οποίας ήσουν τό θύμα. Θά άνοιγες ποτέ για χάρι του τό ερμάρι τών αναμνήσεων σου; Γιαιτί αυτή ή φιλοφρόνησις, πού, άν κρίνω ^άττ’ τή μορφή του, δέν τού είναι καί τόσο συνηθισμένη; Τί ήλ,τπζε νά πείτύχη από μένα μέ τις εκμυ στηρεύσεις του αυτές; "'Η γιά^ νά θέσουμε άλλοιώς τό ζή τημα: Τί: μπορεί νά φοβόταν άν δέν μου τις έκανε; — "'Ε, πολύ μου μπλέκεις την υπόδεσι! Τά "ίδια συμπερά,σματα θά διατύπωνες κι5 άν ό Μπερνός αρνί όταν νά σέ δεχθή. — Υπάρχει κάτι αλλο^ στη μέση. Νομίζω πώς. πριν πέντε χρόνια, ό Μπερνός είχε διηγη,θή στους δημοσιογρά φους πώς έγινε τό δράμα; —- Ναί, νομίζω^ πώς διάβασα αυτά είχε πει στην ε φημερίδα «Πετΐ Μπά - Άλττέν». Γιατί όμως; — Φαινόταν σαν νά μου έλεγε ένα καλό μελετη μένο μά θημα. Αυτό είναι ή τακτική όλων τών ανθρώπων πού έχουν
18
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
κάποιαν άλλη άνάμιξι σέ^ μια, υπόθεσι. Αρχίζουν τους θε ατρινισμούς χωρίς να το καταλαβαίνουν. "Οσο για τον κόμητα, αυτός απάντησε στις έρωτήσεις μου μέ τρόπο κά πως πιο ασυνάρτητο. μά κάτι άλλο μου έκανε έντύπωσι σ’ αυτόν: δεν έδειξε σχεδόν καμμιάν έκπληξι για την έπίσκεφί μου. — Αγαπητέ μου φίλε.- ό κό,μης είναι πιο συνηθισμέ νος απ’ τόν Μπερνός στα τερτίπια τών δημοσιογράφων καί στις μεθόδους των συγγραφέων (τό λέω μεθόδους για νά μη σου κακοφανή). Είναι ^ λοιπόν* πιο σέ θέσι νά νοιώση τό διάβημά σου. — Ναι... Δέ μου λές.. και έκεϊνο τό σίνθρωπόμορφο τέ ρας που είδα νά μπαίνη στόν πύργο; "Ενας μέ βελούδινο κουστοΰ|μι και τουφέκι; — "Ισως νά είναι ό δραγάτης., ό Άντρέ Μπωλιάς. — Είναι συγγενής του έπιστάτη πού μεγάλωσε τον Άϋμάρ; — Αδελφός του. Καί τί σου έκανε αυτός; — Τίποτε. Μόνο βρίσκω πώς είναι τελείως απολίτι στος. "Εχει κι3 άλλα μέλη η οικογένεια Μπωλιάς; — 3Απ’ δ.τι ξέρω όχι. 'Ο μπάρμπα - Μπωλιάς είιχε α φήσει μέ διαθήκη όλη την περιουσία του στον ’Αϋμάρ. Αέν είχε άλλωστε άλλο παιδί. Γιατί ρωτάς όμως; — Δέ μου λές. Ποιος νομίζεις πώς μπορεί νά πηγαίνη κάθε μέρα λουλούδια στόν τάφο τού Άϋμάρ; — Τί έκανε* λέει, λουλούδια!, είπε έκπληκτος ό Λωζιέ. — Ναι. "Ενα τί δυο πρόσωπα έβαλαν σήμερα φρέσκα λουλούδια στόν τάφο του νεαρού αυτού κακούργου καί τά λουλούδια αυτά ή σαν ίδιο είδος., ίδιο χρώμα. Τά είχαν βά λει σ’ ένα κάνιστρο πού προορίζεται γΓ αυτή τή χρήσι. Άναρρωτήθηκα άν μιά μητέρα ή μια κόρη άπ3 τούς Μπωλιάς διοετηρούσε την άνάμνησι τού Πιέ.ο; —· "Οχι. 'Ο Άντρέας είναι ό μόνος πού ζή άπ3 την οικογένεια τών Μπωλιάς. Μά ίσως ή μάκρη Ζανέτ νά πηγαίνη στο νεκροταφείο. Ξέρω πώς αυτή τον αγαπούσε τον Άϋμάρ. — Καί μένα μου ήρθε στο νοϋ μου κάτι τέτοιο. Κανέινας έρωτάκος μεταξύ τους, έ; — Είσαι τρελλός! 'Η κοπέλλα ήταν μόλις δώδεκα χρόνων κείνο τόν καιρό. — Κρίμα! Για πές μου* μήπως ό κόμης έχει κόρη; Μιά πολύ άμορφη μέ ξανθά μαλλιά καί μαύρα μάτια; Τί ηλικία είχε αυτή., όταν πέθανε ό Πιέρ; — 7Ηταν νομίζω δεκαοκτώ χρόνων. Παντρεύτηκε τόν άλλο χρόνο μέ ένα βιομήχανο* τόν Ούντινώ* πού έχει κτή-
ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
1$
ματα έδώ και μεγάλη, περιουσία στο Παρίσι... — Είναι νέος; — "Οχι* γέρος κΓ άσχημος. Γιατί; — "Ω! διάβολε!., είπε ό Σέ.ογιος^κΓ άναππδησε από το κάθισμά του. Μη μου πής πώς εκείνο τα φρικτό ραμο λιμέντο πού έκανε περίπατο μαζί της* είναι άντρας της! — Δεν είναι ραμοιλιμέντο., μα παραδέχομαι πώς έτσι Φαίνεται. — "Οταν βιλέπεις κάτι τέτοια., είναι να συναθής γιά πάντα τις γυναίκες! Κι" ή κυρία Μπερνός. πέθανε άπο τό μαράζι, όπως μου είπε ό άντρας της; — Τά παραλέει. Την στενοχώρησε πολύ η ιστορία αυ τή καί πήρε μια πολύ μεγάλη δόσι ναρκωτικών, των όπούων, άλλωστε* έκανε κατάχρησι. Τί νομίζει ς. δηλαδή; Πώς ήταν ερωτευμένη μέ τόν Πιέρ; — Αυτό θά τό δούμε. — "Ακούσε* Σέργιε., νά είμαστε κάπως μέσα στην πραγματικότητα. Μήπως έμαθες κάτι γιά τόν τρόπο που έγινε τό έγκλημα; Ό συγγραφεύς του άνέφερε την άποψι του γιατρού κΓ ό Λωζιέ κούνησε τό κεφάλι. — Πάνω σ’ αυτό δεν μπορώ τίποτε νά σου πώ. Δεν είχα γνωρίσει τό γυιό του γιατρού. ΓΓ αυτό κΓ έκανες καλά νά πας απ’ ευθείας στις πηγές. Μά. είλικρινά.. πές μου, δεν σου έδωσα μιά καλή ιδέα; *0 Σέργιος κύτταξε τό Φ-ίλο μου ειρωνικά: — Εξαίρετη. Γιά την ακρίβεια, μπορώ νά μετατρέφω τόν φρικ,τό ϋύντινώ σέ δολοφόνο. 'Η κεφάλα του μου στέ κεται εδώ! Καί., φυσικά* νά προσθέσω στην κλοπή καί στο έγκλημα μιά τρίτη απόπειρα γιά νά κάνω πιο περίπλοκη την υπόθεσι. Ή νύχτα ήταν σκοτεινή κΓ ενώ εξακολουθούσαν τη συζητησί τους, μιά δυνατή λάμψις φώτισε τό μικρό κήπο καί μιά βροντή αντήχησε μέ πάταγο. "Έπειτα άρχισε νά πέφτη βροχή. — Έπί τέλους., νά την η θύελλα!, άναστέναξε ό Αωζιέ καί σηκώθηκε. Αυτό μέ βοηθάει νά μην ποτίσω αύριο τις φασολιές μου. Καληνύχτα. Πηιγαινε νά κοιμηθης. * Άγ ★ Εκεί , Λ„£;, „ε^„ , ο<γράφος, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Τό ηλιόλουστο αυ τό τοπίο παθαίνει κάποτε απότομες μεταμορφώσεις. Τά στοιχεία της φύσεως* λες καί άμολιούνται τότε πιο σατα
10
ΪΤΟιΝ ΙΧΚίίΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
νικά άπ’ όσο όπου δήποτε άλλου. Μά τό ίδιο δεν συμιβαίνει και μέ τούς άνθρώπους; Είναι γελαστοί κΓ αξιαγάπη τοι κΓ έπειτα, κάποιο βράδι, πετσοκόβονται μέ τά μα χαίρια αναμεταξύ τους. Μέ^ τά μαχαίρια η με τά περίστρο φα; Αΐιάολε! Δεν κάνω για άστυνομίικός! Λεν ρώτησα καν τις υλικές λεπτοιμέρειες της δολοφονίας... Μά ό Μπερνός ,μού μίλησε για περίστροφα... Δηλαδή, όλων τά λεγάμενα συμφωνούν ώς προς την κλοπή καί τή φυγή. Τά σκοτεινά ση,μεΐα είναι ό καβγάς., ό φόνος. η έξαφάνισις του ενόχου... ή τού τρομαγμένου μάρτυρος;» Οί αστραπές διαδέχονταν ή μια την άλλη κανονικά σάν τις άναλαμπές^ ένός^ φάρου καί φώτιζαν τις χαραμά δες τών παντζουριών τού παραθύρου του. ιΟ κρότος των κεραυνών τίς ακολούθησε αργά. Μια Φοβερή θύελλα είχε ξεσπάσει καί τή νύχτα τού εγκλήματος, όπως είχε πή ο συμβολαιογράφος. Τί παλαβομάρα νά σταθούν νά λύσουν τίς διαφορές τους κάτω από μια τόσο γερή βροχή! ^ Μά πώς μπόρεσαν νά διακρίνουν τά ίχνη τους; Αυτό δεν ήταν ■κι* εύκολο, μόνο, βέβαια., άν σταμάτησε στο μεταξύ ή βροχή. 'Ο Σέργιος πήρε τήν καράφα, πού βρισκόταν πλάϊ του στο κο,μμοδίνο για νά πιή νερό καί τότε είδε μια μικρή δέσμη έφημερίδων μέσα στο μισάνοιχτο συρτάρι του. ιΟ Αωζιέ θά τής έβαλε σίγουρα γΓ αυτόν. Βρήικε τό φύλλο τής 2 "Οκτωβρίου 1943 τού «Πετί Μπτά - ΆΙλπέν», όπου σε τρεις στήλες ήταν γραμμένη ή άφήγησις τού εγκλήμα τος. Ψηλά στήν πρώτη στήλη ήταν μια φωτογραφία τού Πιέρ Άϋμάρ. «Παράξενη μορφή», συλλογίστηκε ό Παρισέλ μέ καρδιά σφιγμένη άπό κάποιαν αγωνία, καθώς έξήταζε τή φωτογραφία τού ωραίου εκείνου παλληκαριοΰ μέ τό φί νο πρόσωπο, τά κανονικά χαρακτηριστικά, τό περήφανο στόμα, τά βαθούλωσα μάτια καί τό πεισματάρικο μέτω πο. ^Ηταν αδύνατον νά πιστέψη πώς τό παλληικάρι αυτό δεν ήταν πλασμένο γιά νά εύτυχήση. "Ενας ζωγράφος θά τον διάλεγε γιά νά παραστήση τον Απόλλωνα, ένας κινημα τογραφιστής θά τον έβαζε στις ταινίες του γιά νά παί’ξη τον ιδεώδη εραστή. "Έπειτα, μια άλλη μορφή - πρόβαλε μπρος στα μάτια τού Σέργιου, μια μορφή πού έρριξε τή σκιά της στο ωραίο πορτραΐτο τού "Αϋμάρ. «Πιστεύω, σκέφτηκε άνατριχιάζοντας, πώς ίσως βρήκα τή λύσι τού αινίγματος "Αϋμάρ - Μονεστιέ!» -Α·
-Α-
*
Τήν άλλη μέρα κατά τό άπόγευιμα, ξεκίνησε γιά τό Πωλέ - Τερνιέ. Μέσα άπ’ τό μικροσκοπιικο τραινάκι είχε τήν
ΣΤΟΝ
ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
21
ευκαιρία ν’ απόλαυση τά έξοχα τοπία της περιοχής. 'Ο αστυνόμος Γκράς. που 6 Παριισέλ τον βρήκε στο σπίτι του. δέ φάνηκε τόσο πρόθυμος όσο την προηγούμενη ιμέοα οί κύριοι μάρτυρες του δράματος. Πειρθιγμένος γιατί δεν μπόρεσε νά άναικαλυψη τον δράστη, δεν μιλούσε μέ τό ση εύχαρίστησι για την υπόθεσι αυτό. Παρηγοριόταν όμως μέ την σκέψι πώς ό συνάδελφός του,, πού είχαν στείλει είβικώς από τη Μασσαλία, δέ στάθηκε πιο τυχερός απ’ αυ τόν. "Οσον αφορά τά ίχνη των βημάτων του δολοφόνου ή ταν απόλυτα κατηγορηματικός: — Φαινόταν ολοκάθαρα, κύριε. Τά δυο παιδιά είχαν φτάσει μαζί, μέ τό αυτοκίνητο, γυρίζοντας από του σύμ βολα ιογράφ ου. — Ποιος οδηγούσε; Ό Μονεστιέ; — Υποθέτω. 'Ο άλλος δέν ήξερε νά σωφάρει. όπως μου εΐπαν. Σταμάτησαν τό αυτοκίνητο σ’ ένα κάθετο δρό μο. — Μ’ εκείνη τη φοβερή βροχή; — Ναί, μά ή βροχή είχε πάφει^ κατά τις δώδεκα καί μισή περίπου. Τό χώμα λίγο πιο πέρα είχε βουλιάξει., γι ατί τό είχαν πατήσει μέ τά πόδια τους καθώς χτυπιούν ταν. "Επειτα Φαίνονταν τά πατήματα του Μονεστιέ πού πή γαινε πρός τό δημόσιο δρόμο. — Καί παρακολουθήσατε τά ίχνη τους ώς τό σταθμό;1 — "Α! όχι. κύριε. εΟ δημόσιος δρόμος είναι στρωμένος μέ χαλίκι καί δέν^ μένουν ίχνη., δέν είναι βλέπετε σάν τό β ρεμμένο χώμα του μονοπατιού. — Καί μέσα στο ίδιο τό δάσος είδατε τίποτε; Πού βρίσκεται ή λόχμη τού Μπουαγκαστώλ; — Σ,τή δυτική πλαγιά τού Βαλμόντ. Υπάρχει μόνο ένα μικρό μονοπάτι πού όδηγεΐ από τον ένα δοάμο στον άλλο. 5—; "Ενας ευκίνητος άνθρωπος θά μπορούσε νά βγή απ’ τον ένα δρόσο στον άλλο περνώντας ανάμεσα απ’ τό δάσος; — Δύσκολα, θά έπρεπε νά καταξεσκισθή από τά άγκάτ θια. Καί δέ βρήκαμε ούτε ένα κλαδί σπασμένο. Δέ μ-ιλώ βέβαια γ^ιά ίχνη από ττατή,ματια, γιατί στο μέρος αυτό τό έδαφος είναι σκεπασμένο από παχύ στρώμα πευκοβελόνες. "Αλλωστε, είχαμε τό τεκμήριο πώς ό ένας από τούς νέους είχε πάει πρός την κατεύθυνσι τού δημοσίου δρόμου κΓ όχι προ ο τήν κατεύθυνσι τού δάσους. — Καί γιά τήν ώρα πού έγινε τό έγκλημα; "Ακούσε κανείς τούς πυροβολισμούς; ~ Πολλοί, μά σκέφτηκαν πώς θά ήσαν κυνηγοί,
22
ΣΤΟιΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
— Βρήκατε τό περίστροφο ττοϋ σκοτώθηκε 6 ’Αϊ/μάρ; — Ναι. Και είναι εκείνο που ό δυστυχής αυτός είχε όίγοράσει ό ίδιος στη Νίκαια, δέκα μέρες νωρίτερα. — Διάβολε! Αυτό σημαίνει ότι ήταν προιμελετημένος ό φόνος. *0 Μ,ονεστιέ δεν είχε δικό του ττερίστρρφο·; — Ναί. 'Ο πατέρας του του είχε δώσει ένα. Μά χρη σιμοποίησε τό περίστροφο του συνενόχου του. "Ίσως νά του τό πήρε πάνω στην πάλη. — Σάς ευχαριστώ. Δε μου λέτε, κύριε άστυνόιμε, μή πως ερευνήσατε γύρω από τις συνήθειες που είχαν οι δύο νέοι; Μήπως τυχόγ είχαν κακές παρέες; 'Ο όστυνόιμος μόρφασε: — ’Έ, βέβαια, δέν έκαναν παρέα και μέ γκάγκστερς, απ’ όσα εξακρίβωσα. Μά ξέρετε πώς διασκεδάζουν οί ο-ηιμερινοί νέοι: παίζουν καμιμιά φορά στό καζίνο... — Και φιλενάδες; — Το,υς είδαν μερικές Φορές μέ κάτι πεταλουδίτσες και μπόρεσα νά βιρώ μιά απ’ αυτές, μιά έραισιτέχνιδα του πεζοδρομίου, μιά πωλίητιριούλα πουβγαινε τακτικά μέ τον Μονεστιέ. Κατά τη γνώμη μου όμως δέν. υπήρχε κανένα σοβαρό μπλέξιμο. — Κι’ όμως, αγαπητέ μου κύριε αστυνόμε, τό νά θέ λουν νά βρουν1 λεπτά σημαίνει πιθανότατα πώς θά ήθελαν και νά τά δώσουν σέ κάποιαν, ε; — Στις μέρες που ζού,με, είπε αποφθεγματικά ό Γκράς, οί νέοι προτιμούν νά πληρώσουν γιά νά αγοράσουν ιμιά κούρο-α παρά μιαν όμορφη κοπέλλα! «Δίκιο έχει, σκεφτόταν ό Παρισέλ βγαίνοντας στό δρόμο, όλοι τους έχουν δίκιο. Μιά άλλη έκδοχη δέν χωρεΐ, η παάξις είναι συνηθισμένη, τά έλατήοιά της αισχρά κι’ ό Ζάν Μονεστιέ σίγουρα θά έφυγε μέ τό τραίνο σέ μιάν ο ποί αδηποτε άλλη πόλι. Μά εκείνο πάλι, διάβολε, τό πορτραΐτο!...» Στό διάστημα τής επιστροφής μέ τό τραίνο, πήοε έναν υπνάκο καί, κατά τις ^ένδεκάμαση τη νύχτα, αποβιβάσθηκε στον έρηιμο σταθμό τού χωριού. Πέρασε τό ποτά,’μι^ οπό ένα σάπιο γεφυράκι κι’ έπειτα πήρε τό δρόμο, που άρχιζε καιμ;μιά έκατοστή μέτοα πιο πέρα καί περνούσε μπρος από τό σπίτι τού Αωζίέ. "Ολη τήν ημέρα ήταν καλός καιρός, μά τώρα, όπως καί την πε ρασμένη νύχτα, ό ουρανός ήταν κατάμαυρος από τά σύν νεφα. 'Ο Σ έογιος μέ δυσκολία διέκρινε στά δεξιά του τά σκοτεινά νερά τού μικρού ποταμιού καί μπρος του τή θα μπή σιλουέττα τού δρόμου. Δέν σκεφτόταν πιά τήν υπόθεσι. Είχε βυθιστή σέ όνειροπολήσεις. Βρισκόταν στό Παρίσι
ΣΤΌιΝ
23
ΙΣΧΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
μαζί μέ μια νεαρή φοιτήτρια. που είχε γνωρίσει στού άδελΦοΰ του και ττου είχε δεχτή νά βγουν παρέα μαζί πολ λές φορές. "Ήξερε πώς τώρα περνούσε τις διακοπές της στη Βρετάνη καί σχεδίοξε νά πάη κι* εκείνος νά ξεκουρασθη εκεί γιά κάμποσες μέρες όταν 6ά έφευγε απ’ του Λωζιέ. Ένα χαλίκι έτριξε πίσω του καί γύρισε βυθίζοντας το βλέμμα του στά σκοτάδια. 7 Ηταν σχεδόν κάτω απ’ τό σπί τι του φίλου του καί.- σηκώνοντας τδ κεφάλι είδε τδ φως που έκαιγε στο μικρό γραφείο, δπου κάθονταν τά βράδια, άταν έκανε ψυχρίτσα στη βεράντα. Θά ήθελε νά φωινάξη, μόνο γιά νά νοιώση την ευγαρίστησι νά τού απάντηση κά ποια Φωνή.- έπειτα όμως νόμισε πώς κάτι τέτοιο θά ήταν όλότελα παιδιάστικοι. Θά ήταν κουτό νά άνησυχηιση τον Λωζιέ μιά καί χρειαζόταν δυο λεπτά γιά νά φτάση στην πόρτα κΓ είχε πάνω του τδ κλειδί του σπιτιού. Γύρισε πάλι καί κύτταξε πίσω μέ ένα παράξενο αί σθημα ανησυχίας. Μά δεν είδε άπδ που του ήρθε τδ χτύ πημα, ούτε καί κατάλαβε αμέσως πώς τον είχαν πληγώ σει. Μόνο ένοιωσε πώς τον τραβούσαν στδ σκοτάδι., πώς έπεφτε, έπεφτε πάντα, καί στο στήθος του αισθανόταν ένα δυνατό πόνο. Γ/Οταν τά νερά του ποταμού έσμιξαν πάνω απ’ τδ σώμα του. ένοιωσε μιά κρυάδα κΓ αμέσως έχασε τίς αισθήσεις του.
Ε
' V
/Λ
<■/
Παρισέλ συζητούσε μέ τον αστυνόμο του Πωλέ. η Ζανέτ .____ έπαιρνε μιά μεγάλη άπόφασι. Την προηγούμενη μέρα., έμεινε κατάπληκτη δταν ό θει ος της. ευθύς μετά την^ άναχώρησι τού μυθιστοριογράφου1, τής είπε νά πάη νά βοή τδν Μπωλιάς στο καμπαρέ, δπου ήξερε πώς τδν ευ ρ ίσκιε κανείς συνήθως. 'Ο συμβολαιογρά φος θυμήθηκε πώς έπρεπε νά στείλη στον κόμητα ντέ Μεάϊγ κάποιο πωλητηριο καί σκέφτηκε νά τό δώση στον Μπωλιάς νά τδ πάη.. ανεβαίνοντας., στον πύργο. "Οταν έ πειτα η Ζανέτ είδε τον επιστάτη νά μπαίνη από την πόρτα, τής υπηρεσίας καί νά μέ οικειότητα στδ . .. θρονιάζεται γραφείο τού Μπερνός κΓ ακούσε νά δίνουν ραντεβού για
τδ άπόγευμα, κυριολεκτικώς ταχακτε·
24
ΣΤΟΝ Ι,ΣιΚιΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
5 Αϊτό μερικες μέρες από τότε πού που έκανε ένα διάβημα Λ που η άναμνηισις του την τρόμαζε άικό,μη.. είχε την αϊσθησι πώς μια ολόκληρη περίοδος της ζωής τη,ς είχε τελειώσει. Πώς είχε τελειώσει η αφροντισιά τών σχολικών της νοόνων κΓ ή λύπη που την κατείχε όταν ό καλύτερός της φίλος είχε σκοτω$η κι* η θεία της, η τόσο καλή θεία της είχε χαθη. Σήμερα, η Ζανέτ ήθελε νά ζήση καί νά δράση μόνη της, μά.. πριν καί περισσότερο απ’ όλα., ήθελε νά μάθη την αλήθεια γιά την τραγωδία πού είχε άλλοτε αναστατώσει τη ζωή της. Φόσεσε ενα καθαρό φουστάνι., κατέβηκε αθόρυβα τη σκάλα κι5 άρχισε ν3 άνηφορίιζη προς τό λόφο του Βαλμόντ. Προχωρώντας μάζευε απ’ τό δρόιμο ανεμώνες καί. περνών τας απ’ τό νεκροταφείο.- άφισε τό μπαυκειτάκι της πάνω στον τάφο του Πιέρ Άϋ,μάρ. Ή θέα τών άσπρων μαργαρι τών πού βρίσκονταν πάνω στον τάφο, της έφερε στά χεί λη ενα χαμόγελο. ’ΊΗξελε πώς ο! μαργαρίτες αυτές προ έρχονταν απ’ τον πύργο. 'Ό Πιέρ την είχε πάει πολλές Φορές, τίς Κυριακές στο ωραίο αυτό σπίτι κι’ η «δεσποι νίς ’Iρέν» τούς δεχόταν ατό μιικοό βασίλειό της πού βρι σκότανε ανάμεσα στον κήπο καί στο δάσος τών ελάτων. Ή μικρή Ζανέτ θαύμαζε την ωραία αυτή κσπέλλα.. πού τούς δεχόταν φιλικά, ρωτούσε τον Πιέρ γιά τίς σπουδές του καί τούς διηγόταν μερικά επεισόδια από τη ζωη της στο οικοτροφείο. ^Ηταν πιά άρραβωνιασμένη μέ τον Φελίξ Ούντινώ. ■"Εβλεπε κανείς στο αριστερό της χέρι ένα υπέ ροχο δαχτυλίδι. Πολλές φορές η κουβέντα έπαυε., σώπαιναιν όλοι τους γιά πολύ.- ένώ η Ζανέτ τάϊζε μέ ψίχουλα τά ψά ρια η έρριχνε χάρτινα καραβάκια μέσα στη μικρή δεξα μενή. Μετά τό δράμα δέν ξανάδε πιά την κυρία Ούντινώ.. μά τά λουλούδια πού άπό την άνοιξι.. μετά τό γυρισμό της στό Μεάϊγ.. εϋρισκε στο νεκροταφείο μαρτυρούσαν πώς κΓ εκείνη δέν είχε ξεχάσει τον κοινό τους φίλο. Ξαφνικά., απο φάσισε νά ζηιτηση^ νά δη την Ίρέν. Θά της αποκάλυπτε ■τό διάβημα πού είχε κάνει καί θά την παρακαλουσε, έν ό νο, μάτι τών αναμνήσεων τους, νά την βοηθηση στις προσ πάθειες της. Βαδίζοντας στην τύχη προχώρησε.. ξεχνώντας σχεδόν τον σκοπό της έπισκέψεώς της. "Ενας ζεστός αέρας της έρριχνε στό πρόσωπο τη σκόνη τού δρόμου. Ριγμένη σέ μιάν έκστασι.. φαντάζονταν πώς βρισκόταν πλάϊ στον Πιέρ, πώς του μιλούσε.- πώς άνασηκωνε τό κεφάλι της γιά ν’ άντικρύση τη ματιά του... Ή φωνή πού άκουσε ξαφνικά την έκανε νά βγη απ’ τό όνειρό της αυτό. 7Ηταν μιά αν τρική Φωνή., χοντρή καί γεμάτη θυμό., πού δέν την γνώριζα;
ΪΤΟιΗ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛιΗιΜΑΤΟιϊ
1$
— θέλω μόνο νά μάθη όλο τό χωριό πέος ό νέος αυτός ήταν ερωμένος σου. αγαπητή μου... — £0 Πιέρ δέ,ν ήταν ερωμένος μου. Αυτό τό ξέρεις εσύ καλύτερα απ’ τον καθένα, άπακρίθηκε ή ήρεμη φωνή τής ’ Ιρέν ντε Μεάΐγ. Τρέμοντας από συγκίνησι, ή Ζανέτ έμεινε μια στιγμή ακίνητη κι5 έπειτα κρύφτηκε πίσω από κάτι μεγάλους βράχους πού χώριζαν τον πύργο απ’ τό δρόμο. — Μέ πούλησαν σέ σένα., συνέχισε ή νεαρή γυναίκα, μέ πούλησαν όταν ήμουν ακόμη δεκαεφτά χρόνων. ιΟ Πιέρ δεν μέ φίλησε ποτέ παρά μόνο σαν οδελφούλα του. Νά είσαι βέβαιος πώς λυπούμαι γι’ αυτό τώρα, νά είσαι βέ βαιος πώς θά ήθελα μ’ όλη μου τήν ψυχή νά είχα γίνει δι κή του πριν έλθης εσύ νά μου μολύνης τό κορμί και τήν ψυχή! 'Ο άντρας έκάγχασε: — Ωραίες κουβέντες! Δέν είσαι μόνο φλύαρη όπως πάντα, μά σήμερα τ’ αποφάσισες ν’ άνοιξης χιά καλά τό βρωμόστομά σου; Αφού πουλήθηκες, ξέρεις τι πλήρωσα γιά νά σέ πάρω; — Είπα «,μέ πούλησαν» κι’ αυτό σημαίνει άλλο πραμμα. -— Αλήθεια; Έ,γώ πίστευα πώς σάν ίδια ήρωΐδια ρομάντσου, θυσιάστηκες γιά ν’ αποφυγή ό πατέρας σου τό -κυνηγητό των δανειστών του και τό ξεπούλημα τών Μεάΐγ; ’Έπειτα δέν ήσουν πιά και κανένα βυζανιάρικο, ήσουν ο λόκληρη κοπέλλα. -— Ναί% Κι’ ήξερα μάλιστα πώς πρέπει νά φερθή μιά κοπέλλα στο σύζυγό της. Μά δέν θά αποφάσιζα νά κάνω τό τελευταίο βήμα, νά σέ παντρευτώ, άν δέ μέ είχε τσα κίσει ή θλίφις... — ...Πού ανακάλυψες πώς ό αγαπημένος σου ήταν έ νας κοινός λωποδύτης; —- ’Όχι. Πού σκεφτόμουν πώς είχε κλέφει γιά χάρι -μου. ’Ήμουν δειλή, λυπόμουν τον πατέρα μου, πού ανακά λυψε πολύ αργότερα τήν αγάπη μου γιά τόν Πιέρ και μέ ίκέτευσε νά άποφύγω νά γίνη σκάνδαλο. •— 3/Ακούσε με. Θά παραδεχτής πώς δέν υπήρξα απέ ναντι σου απαιτητικός σάν σύζυγος. Τό μόνο πού σου ζη τώ είναι νά πάψης αυτή τή γελοία κωμωδία νάρχεσαι καί -νά φέρνηρ λουλούδια στον τάφο αυτού τού νέου. Ακόμη καί νά μήν άποδεικνυόταν κλέφτης, θά μοΰ ήταν δυσάρε στο νά σέ βλέπω νά εκδήλωσής έτσι φανερά τή λύπη σου γι’ αυτόν. ^ — Σού είπα τόσες Φορές πιά πώς θά κάνω δ,τι μού
26
ϊ,ΤΟιΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
αρέσει. "Οσο είμαι δω., θέλω τουλάχιστον νά απολαμβάνω ηρ&μα τις άνσμνησεις μου. — Καλά. 'Ο πατέρας σου ξέρει πώς θά σέ κάνη νά βάλης μυαλό. — 'Ο πατέρας μου δέν είναι άνθρωπος που θά μέ κά νη νά πονέσω. Γιά μιά στιγμή ό συνοδός της Ίρέν δέν είπε τίποτε. Ή Ζανέ,τ θά έδινε τό πάν νά μπορούσε νά δη τό πρόσωπό του. Ή σιωπή πού βασίλευε ήταν βαρεία, λες κΓ οι δυο αντίπαλοι αναζητούσαν τό ευαίσθητο σημείο ό ένας του άλλου γιά νά χτυπήσουν εκεί. "Επειτα άκούσθηκαν τά βή ματα του άντρα, πού _άπομακρυνόταν και πού κοντοστάθηικε έπειτα απότομα, ^αναγύρισε λίγα βήματα πίσω γιά νά ρίξη τό στερνό του βέλος. — Ζώον!, της είπε πρόστυχα. ΚΓ άρχισε νά βαδίζη γρήγορα προς τον πύργο. ★
★
★
— "Αναρρωτιέμαι μήπως τό ζώο αυτό έχασε τό τραί νο!, μουρμούριζε γκρινιάρικα ό Αωζιέ. πού ανήσυχος όπως ητο3ν, πήγαινε ν* άνιοίξη γιά δεύτερη φορά τό παράθυρο του γραφείου του καί νά ρίξη μιά ματιά στο σκοτάδι πού βασίλευε έξω. — "Ισως νά τόιν κράτησε ό Πκράς. Μά αυτό μέ παρα ξενεύει. 'Ο Σέργιος είπε πώς οπωσδήποτε θά γύριζε... "Α! Νάτος! Σά ν’ άκούγσνται βήματα στο δρόμο... ?Ηταν πραγματικά βιαστικά βήματα πού αντηχούσαν πάνω στις πέτρες κΓ έπειτα ακούστηκε μιά γυναικεία φω νή νά ουρλιάζη μ5 δλη της τη δύναμι: -— Βοήθεια! Βοήθεια! 'Ο αστυνόμος, χωρίς νά δώση σημασία στο πονεμένο του πόδι, ώρμησε, κατέβηκε βιαστικά τη μικρή σκάλα, έτρεξε στο φράχτη τού κήπου, ^τόν πήδηξε μ" ένα σάλτο καί βρέθηκε στην χαμηλή όχθη τού ποταμού. "Ερριξε τό αδύνα το φώς τού ηλεκτρικού φαναριού του πάνω στις πέτρες χωρίς νά μπόρεση νά βρη στην αρχή τίποτα. "Επειτα μιά πολύ αδύναμη κραυγή τον ώδήγηισε. "Ερριξε ξανά τό φώς προς τά εκεί. Στη μέση τού ποταμού είδε δυο όγκους πού Φαίΐνονταν σάν νά πάλευαν. Ό Αωζιέ αναστέναξε καί μπήκε στο νερό. 'Ο Βάρ είναι ένας άστεΐος μικρός ποταμός, μιά λεπτή γκρίζα κλωστή πού τρέχει ανάμεσα από πελώριο στρώμα ξερολίθαρα, μά πλημμυρίζει όταν χύνονται μέσα του οί χείμαρροι άπό τά γύρω βουνά, όπως είχε γίνει μετά τή χτεσι,νή θύελλα. Τό ρεύμα του ήταν όρμητικό κΓ είχε πολ
ΣΤΟΝ
1 ΣιΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
27
λές^ ρουφήχτρες. 'Ο Αωζιέ^ αν και σπάνια έκανε μπάνιο εκεί, ήξερε καλά τά κατατόπια’ του. "Άλλοτε βαδίζοντας^ κΓ άλλοτε κολυμπώντας, "έφτασε στο μέρος δττου τό ρεύμα είχε ρίξει τό δυο σώματα. Οί κραυγές τής γυναίκας γίνονταν ολοένα και πιο αδύναμες. "Οταν τήν άρπαξε στα χέρια του εκείνη έξακολουθούσε νά σφα'γγη μ5 όλες της τις δυνάμεις τό σύντροφό της. Μόνο άφοΰ τους τράβηξε και τους δυο πάνω σε ένα νησάκι από άμμο, τότε άνεγνώρισε τή Ζανέτ και τον Σέργιο. 'Ο τε λευταίος ήταν τελείως αναίσθητος καί δεν φαινόταν νά ζη. Ταραγμένος., ό Λωζιέ κύτταζε τό ματωμένο πρόσωπό του που ήταν σαν άψυχο, "Έβαλε τό χέρι του στήν καρδιά του κΓ ένοιωσε κάποιο υγρό πιο πηχτό από τό νερό. — Είναι πληγωμένος, τραύλισε ή κοπέλλα. Τόν μαχαί ρωσαν τη στιγμή πού περνούσε τό δοόμο... "Ώ, κύριε Λωζιέ, τί καλή ιδέα είχα νάρθω σέ σάς σήμερα τό βράδι καί νά πάρω τόν κάτω δρόμο για νά μή μέ δουν! Μόλις ακόυ σα τή Φωνή του. κατάλαβα τί συνέβη-. Είναι τέρατα., τέρα τα σωστά! — ' Η συ χάστε τήν συμβουλέυσε 6 αστυνόμος, θά μου τά διηγηθήιτε όλα αργότερα. Γιά τώρα, θά πρέπει νά τόν μεταφέρουμε στο σπίτι καί δέν νοιώθω τη δύναμι νά τόν περάσω στην απέναντι όχθη. Είναι οχληρό., βέβαια.. μά πρέπει νά φωνάξουμε κάποιον νά μάς βοηθήση. "Έβαλε τά χέρια του οπό οτόμα σαν χωνί κι* άρχισε νά Φωνάζη μ" δλη του τη δυναμι. Λίγα λεπτά αργότερα, έφτασαν ό σιδηρουργός κΓ ό Φούρναρης, έφωδιάσμένοι μέ σχοινιά, καί μετέφεραν τόν Παρισέλ καί τή Ζανέτ στήν α πέναντι όχθη. "Έπειτα έτρεξαν στον γιατρό, ενώ ό λωζιέ προσπαθούσε νά συνεφέρη τόν φίλο του. — Είναι^ λάθος δικό μου, όλα αυτά είναι λάθος δικό μου, μουρμούριζε απογοητευμένος. 'Η Ζανέτ έστεκε όρθια τουρτουρίζοντας κοντά του. δί χως νά δίνη σημασία στά βρεγμένα Φορέματα της. "Οταν ό αστυνόμος άντίκρυσε τό βλέμμα της τόν έπιασε ανατρι χίλα: μέσα σέ λίγες ώρες ή νεαρή κοπέλλα είχε αλλάξει όλάτελα. "Αντί τού ωραίου προσώπου μέ τά αβρά χαρα κτηριστικά πού^ τά πλαισίωνε ό φωτοστέφανος τών ξανθών μαλλιών της, είχε μπρος του μιά γυναίκα μέ μιαν ομορφιά σκληρή καί τραγική. — ^Κύριε Λωζιέ, τού είπε, μετά τό γιατρό θά πρέπει νά στείλετε νά καλέσετε καί μερικούς χωροφύλακες, κι* Α μέσως μάλιστα. Αέν ξέρω άν ό δολοφόνος μέ είδε σαν έ πεσα στο ποτάμι. Μπορεί νά τό είχε βάλει κιόλας στά ττόδια. "Άν όμως κατάλαβε κάτι, θά θελήση ασφαλώς νά
28
ΣΤΟΝ ΙΐΣίΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
ξεφύγη και 5έν θά τάν βρούμε ιτιά αύριο το πρωΐ. — Τον ξέρετε ποιος είναι ό δολοφόνος; Πώς τον ανα γνωρίσατε μέσα στο σκοτάδι; — Τον ξέρω ποιος εΐναιν συνέχισε η Ζανέτ.. και ξέρω και γιατί σκότωσε. — Μά δεν τον σκότωσε τό Σέργιο, κορούλα μου. Πι στεύω πώς τό τραΟιμα του δεν είναι και πολύ σοβαρό καί θά τόν σώσουμε. — Μιλώ γιά το,ν Πιέιο κι5 οχι γιά τόν Σέργιο, άποκρίθπκε ή κοπέλλα σφίγγοντας τά δόντια. — ’Ά, ώστε ό δολοφόνος τοΟ Άομάρ μαχαίρωσε καί τό Σέργιο; -— Ναί. 'Ο άστυνόμος ξαπλώθηκε στην πολυθρόνα του μέ ύφος Ικανοποιημένο. — Μπράβο σας! Φαίνεται πώς μάθατε αρκετά πράγ ματα από χτες ώς σήμερα. Κατά βάθος, άναρρωτιέμαι γιατί ήρθατε νά μέ βρήτε προχθές καί νά μου ζητήσετε νά εξετάσω ξανά την ύ πόθε σι αυτή. Είστε απολύτως ικανή νά την ξεκαθαρίσετε καί μόνη σας! Σταμάτησε λίγο καί.- βλέποντας τέλος την κατάστασι στην οποία βρισκόταν ή κοπέλλα: — Προς Θεού.- της είπε., πηγαίνετε ν’ αλλάξετε τά ρού χα σας% Ηάρτε ενα πουκάμισο καί ένα φόρεμα από την υ πηρέτρια μου. Σάς εγγυώμαι πώς δέ θά είσθε ντυμένη μέ την τελευταία μόδα, αλλά κι" έτσι θά είναι καλύτερα από τό ν’ αρπάξετε καμιμιά πνευμονία! ιΟ συγγραφεύς στο μεταξύ συνερχόταν σιγά - σιγά καί βογγούσε γιατί πονουσε πολύ. Μά χαμογέλασε σαν είδε τό ταραγμένο πρόσωπο τοΟ Λωζιέ: — Σάς τό είχα πη.- φίλε μου.- μουρμούρισε, πώς θά έπρεπε νά γίνη καί μιά άλλη απόπειρα γιά νά άλοκληρωθη ή ιστορία* μας!...
ωρίς την άλλη μέρα., ό κόιμης ντε ΜεάϊΥ παρουσιάστηκε στο σπίτι του αστυνόμου γιά νά μάθη νέα γιά τόν πληγωμένο. Εΐχε μάθει την εΐδησι στο χωριό καί δεν μπόρεσε ν’ άντισταθη στην έπιθυιμία νά πληροφορηιθη
ί.ΤόιΝ' ΙΣΧΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
20
μόνος του., μά κοντ ο στάθηκε όταν είδε τον κύριο Μπερνός νά^ κάθεται, με ύφος στενοχωρημένο.. μέσα στο σαλονάκι τού Λωζι-έ. — ΤΗρθα, μουρμούρισε ό συμβολαιογράφος, γιατί ή άνηψιά μου μου είπε πώς ό αστυνόμος ήθελε νά μέ δη. μά ακόμη δεν μοΰ εξήγησε τι μέ θέλει. — Μια στιγμή. είπε έπεμβαίνοντας ό άστυνομικός μέ πολύ ευγενικό τόνο., ό γιατρός τέλειωσε την έπίδεσι της πληγης του κι* ό κύριος Παρισέλ θά σάς άφηγηθη ό ίδιος την περιπέτεια του. 'Ο γιατρός, όταν τελείωσε τη δουλειά του.- έμεινε πλάϊ στον πληγωμένο. Κι5 όταν ό κόμης είδε ποιος βρισκόταν κοντά στο προσκέφαλο τού Σέργιου.- σούφρωσε δυσαρεστημένος τά φρύδια. ^Ηταν 6 αστυνόμος Γκράς, από τό Πωλέ - Τενιέρ. — "Αν μοΰ έπιτρέπετε. είπε ό Λωζιέ. θά σάς εξηγήσω πώς έγινε η όλη ιστορία. ^Ε,χει βέβαια σχέσι„ όπως α σφαλώς 9ά καταλάβατε όλοι σας., μέ τό δράμα πού στοί χισε τη ζωή τού Πιέρ Άϋμάρ. Σ" αυτήν εδώ την κοπελλίτσα ανήκει η τιμή ότι υποπτεύτηκε ποια ήταν ή αλήθεια. *Η άνηψιά σας, κύριε Μπερνός, υποστήριζε πάντα πώς ό Πιέρ ήταν αθώος. Κατά τά έτη πού πέρασαν μετά τό φό νο του. έκρυβε μέσα της τό μυστικό της αυτό., γιατί δέν είχε κανένα νά την βοηιθηση μιά κι3 ή θεία της είχε πειθάνει κι* η δεσποινίς ντε Μεάϊγ είχε παντρευθη στο Παρίσι... — Τί σχέσι έχει τό όνομα της κόρης μου μ’ αυτά πού λέτε; ρώτησε μέ αγέρωχο ύφος ό κόμης. — Ή κόρη σας., κύριε., έπαιζε όταν ήταν παιδί μέ τον Πιέρ Άϋμάρ, μιά λεπτομέρεια πού παραλείψατε νά πητε στον Παρισέλ. "Π! τό ξέρω καλά πώς δέν σάς άρεσε αυ τή η οίικειάτης μεταξύ τους., μά η κορ-ούλα σας ήταν δυστυ χισμένη όταν την εμπόδιζαν νά κάνη παρέα μέ τό φίλο της. Συναντιόνταν επίσης καί στο κτήμα τού μπάρμπα Μπωλιάς. "Έκαναν ένα ευχάριστο^ ζευγάρι... Να μέ συγχωρήτε, δέν κάνω άλλο παρά νά επαναλαμβάνω ότι έλεγαν οί συγχωριανοί σας όταν τούς έβλεπαν μαζί. 'Όταν η δε σποινίς ντέ Μεάιγ έγινε πια κοπέλλσ, έπαψαν νά πηγαί νουν μαζί", μά ό νεαρός Πιέρ έφερνε πού καί πού τη Ζανέτ στο πύργο. ΛυποΟιμαι πού έπεκτείνομαι τόσο πολύ. Γιά νά έρθουμε τώρα στά γεγονότα τών ηυερών αυτών, η άνηψιά τού κυρίου Μπερνός, σάν έμαθε πώς έμενα στο "Ασπρεμόντ, είχε τήν καλωισυνη νά μοΰ ζητηση νά την βοη θήσω. "Επειδή όμως φοβόμουν πώς τό έπάγγελμά μου θά εμπόδιζε κάθε αυθόρμητη έκμυστήρευσι σκέφτηκα νά ζη τήσω τή συμπαράστασι τού Παρισέλ.
ΪΓΓόιΗ ΙίΙιΚ:! 0 ΤΟΥ ^ΠΚΛΗΜΑΤΟιϊ — "Ωστε, λοιπόν, ό κύριος εχύτος δεν ήρθε νά μέ δη υπό την Ιδιότητα τού μυθ ιστοριογράφου; ρώτησε μέ ειρω νικό τόνο ό Μπερνός. Πολύ αμφέβαλα, άλλωστε για την ιδιότητά του αυτή! Ό Σέργιος έμπηξε τά γέλια. — Άπατάσθε, κύρΐιε Μπερνός, είπε. Αυτός ό πονηρός ό Λωζιέ μου υπέβαλε μέ τρόπο το Θέμα ένός ρομάντσου κι3 ήρθα για νά σάς δώ μέ την ιδέα νά σκαρώσω ένα μικρό σενάριο, άλλά^ μερικά σημεία στην άφήγησί σας μέ σοκάρισαν. Δηλαδή, ή ακρίβεια^ μέ την αποιία θυμόσαστε και τις παραμικρότερες λεπτομέρειες και ή φανερή προσπά θεια σας νά βγάλετε τον κάμηιτα ντε Μιεάϊγ έξω απ’ αώτή τήν υπόθεσι.... Κι3 έπειτα στό νεκροταφείο πρόσεξα τά Φρέ σκα λουλούδια, τις μαργαρίτες πού φαίνονταν λ πώς προ έρχονταν από τόιν πύοΥο... και τήν έπίσκεψι πού ό κύριος ντέ Μεάϊγ έκρινε καλό νά σάς κάνη ευθύς αμέσως μετά τήν άναχώρησί μου, μ3 όλο πού σε μένα εΐιχε πή πώς σάς έβλεπε πολύ σπάνια^ — Μπορώ να σάς βεβαιώσω, είπε ό κόμης, πώς ή ε πί σκιεψις αυτή δεν είχε καμμίαν σχέσι μέ σάς. — Τό ξέρω. "Εχετε πολλές υποθέσεις νά κανονίσετε μέ τον κύριο Μπερνός; Γι’ αυτό καί μόλις έφυγα άπ3 τό σπίτι του, σάς έστειλε ένα σημειωματάκι μέ τον επιστάτη σας; Καλό παληκάρι αυτός ό Μπωλιάς. Στο χωριό τον νομίζουν ανίκανο γιά κάθε τι. Καί σεις τον κρατάτε στήν υπηρεσία σας σάν επιστάτη από γενναιοδωρία, έ; Στήν ουσία όμως, αυτός βέν_ κληρονόμησε τό κτήμα πού έπρεπε νά πάρη ό Άϋμάρ; I ιατί ό αδελφός του είχε κάνει διαθήκη καί τό άφινε στον Πιέρ, δεν εΐν3 έτσι; — Λεν ξέρω τίποτε σπ’ αυτά. -— 'Ο κύριος Μπερνός όμως πρέπει νά τό ξέρη αυτό. — Ναί, πράγματι!, ψέλλισε μέ φωνή σβυσμένη ό συμ βολαιογράφος. — "Ωστε τό δράμα αυτό, πού παρά λίγο εσάς νά νας καταστρέψη, ήταν μια «καλή δουλειά» γιά τον Μπωλιάς; Κ αι μ αυτό; —- Καί μ3 αυτό; Ακριβώς αυτό καί γώ ρωτούσα τον εαυτό μου. Υπήρχε κάτι σ’ όλη τήν Ιστορία πού μου εί πατε πού δεν μου καλ οπήγ αίνε, μά δεν μπορούσα νά δια κρίνω τί. 5Εξ άλλου, μιά^ φρά,σις τού γιατρού μοΰ - έκανε έντύπωσι: δέν θά μπορούσε ένας τρίτος συνένοχος νά σκστώση τόν^ 3Αϋμάρ, ν’ Οΰφήιση νά Φαίνωνται τά ίχνηι τού Μονιεστιέ καί νά έξαφανίση τά δικά του; "Αμέσως ήρθα στ ή σκέψι πώς κάποιος πού ήξερε καλά τά κατατόπια θά μπορούσε νά ξεφυγη άπό τό δάσος καί νά φτάση στον
Λ
5
5
'
ΣΤΟΝ
Ι,ΣΚΙιΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
31
πύργο. Τά ελατήρια δμως του εγκλήματος τά φαντάστηκα, στην ουσία, όταν είδα για πρώτη φορά μια φωτογραφία του Πιέρ ’Αύμάο. 4Ο Σέργιος άνασηικώθηκε στους αγκώνες του καί, καρ φώνοντας μέ τό βλέμμα του τούς συνομιλητές του τον ένα μετά τον άλλο., εξακολούθησε: — Είναι περίεργο πώς κανείς άπδ σάς δέ μου άνεφερε ένα γεγονός: Τό δτι ό νέος αυτός ήταν εξαιρετικά όμορ φος, είχε εκείνη την παιδική κι' ανδρική συγχρόνως ομορ φιά, πού αναστατώνει τις γυναίκες. Είναι αδύνατο νά Φαντασθή κανείς πώς μιά μια κοπέλλα μπορούσε ν’ σιδιαφνορηση για τον έρωτα τού υπέροχου αύτου αγοριού, προπαντός... Σταμάτησε γιά λίγο καί πράσθεσε σιγά: — Προπαντός δταν διατρέχει τον κίνδυνο νά παντρευτή ένα πρότυπο ασχήμιας όπως είναι ό κύριος Ούντινώ! — Κύριε!, φώναξε έξω Φρένων ό κόμης καί σηκώθηκε. — Σωπάστε!, τον διέκοψε ό συγγραφεύς μέ τραχύ τόνο. Κυττάζοντας αύτη τη φωτογραφία κατάλαβα τή σκευ ωρία πού θύμα της είχε πέσει ό °Αϋμάρ, ό ’Αύμάρ κι* ό γυιός σας, γιοπρέ, γιατί ούτε ό ένας ούτε ό άλλος είχε κλέψει, ούτε ό ένας ούτε ό άλλος δεν σκέφτηκαν ν’ άλληλοσκοτωθούν, άλλα χτυπήθηκαν από τρίτους. Αυτοί ένα μό νο σχέδιο είχανε νά άπαγάγουν τή δεσποινίδα ντε Μεάϊχ! Καί πάλι ό κόμης θέλησε κάτι νά πή, μά ό Σέργιος τον σταμάτησε: — Μάθατε τό μυστικό των δύο νέων, Ξέρατε πώς ή κόρη σας ήταν αποφασισμένη νά διακινδυνεύση τό σκάνδα λο. Μά, άν τήν περιωρίιζατε, έξ άλλου, ποτέ δέν θά γινό ταν γυναίκα τού κυρίου Ούντινώ. ^Έπρεπε, λοιπόν, ταυ τόχρονα καί νά ατιμάσετε τον αγαπημένο της καί νά τον εξαφανίσετε. Νά σκηνοθετήσετε μιά κλοπή σέ σάς, ήταν τελείως αδύνατο. Προτιμήσατε νά άπευθυνθήτε στον κύριο Μπερνός, τό πειθήνιο όργανό σας, στον οποίο ύποσχεθήκατε μιά γενναία ανταμοιβή. αυτόν, πιστεύω, οφείλε ται ή σκηνοθεσία της Ιστορίας των λωποδυτών. Τή στιγμή πού ισχυρίζεται πώς τον έκλεβαν καί τον έδεναν, οι δυο νέοι περί,μεναν στή λόχμη τού Μπουαγκαστόλ νάρθη η δε σποινίς^ Ίρέν. Ό ’Αϋιμάρ τά είχε ασφαλώς εκμυστηρευθη δλα στο φίλο του, γιατί τού χρειαζόταν τό αυτοκίνητό του καί δέν ήξερε νά όδηγή. — Σάς ορκίζομαι, φώναξε^ ό Μπερνός, πού τό πρόσω πό του είχε παραμορφωθή από τό φόβο, σάς όρκίΐζσμαι πώς δέν ήξερα τίποτε για τό έγκλημα. — Πιθανόν, μά τό μάθατε ύστερα κι* όμως έξακολουθήσατ® νά σωπαίνετε. Καταλαβαίνετε, πρόσθεσε ό Σέργιος
Μ
ΣΤΟΝ ί’ΣιΚΙΟ ΤΟΥ ΕιΓΚΛΗΜΑΤΟ
γυρίζοντας στόν αστυνόμο Πκράς, ό Μπωλιάς αυτός είναι ένα κτήνος πού ανέκαθεν μισούσε τό παιδί τού 5Ορφανοτροφείου, πού τό είχαν έμπιστευθη στον άδλεφό του κΤ ήθελε δικό του τό κτη(μα. Δέχτηκε μέ χαρά τις οδηγίες τού ,κόμητος και την ημέρα πού ή δεσποινίς ντε Μεάϊγ Θά έφευγε μέ τον 5Αϋμάρ, έσκαψε ενα λάκα στον πύργο, γιατί έπρεπε νά βρεθη ένα μό νο πτώμα. 'Ο γιατρός άναστέναξε κΓ έκρυψε τό πρόσωπό του μέσα στίς παλάμες του. — Μέ συγχώρησε.. είπε πολύ σιγά ό συγραφεύς, ,μά έισεΐς μού είπατε πώς θά προτιμούσατε νά μαθαίνατε πώς ό Υυιός σας πείθανε από τό νά ζούσε μέσα στη ντροπή. ΚΤ ό γυιός σας ήταν ένα καλό παιδί, πού τό δολοφόνησαν οί ελεεινοί αυτοί γιά νά τού ρίξουν την ευθύνη γιά τό άλλο τους έγικληρ μα. "Ολα τά είχαν προβλέψει.. από την αγορά τού περιστρό φου από τον ίδιο τον Άϋμάρ* πού πιθανώς έκανε κατά δια ταγήν τού Μπερνός. ώς την έπίισκεψι πού ό ίδιος ό Μπερνός παρακάλεσε νά τού κάνουν οί δυο νέοι τη νύχτα εκείνη, μό νο καί μόνο γιά νά τούς δουν νά βγαίνουν απ’ τό σπίτι του την ύποπτη» εκείνη ώρα. Στο μεταξύ.- ό Μπωλιάς παραμό νευε στο δάσος. Είδε τον Πιέρ νά μπαίνη στο δάσος γιά νά συνάντηση την αγαπημένη του καί τον σκότωσε μέ δυο σφαί ρες. 'Ο Ζάν ώριμησε νά βοηθηση τό φίλιο του. τόν μαχαίρωσε καί κείνον μέ την ευχέρεια πού μπόρεσα κι3 εγώ ό ίδιος νά έίκ,τΐιμηισω χθες. ’Άν έρριιχνε περισότερους πυροβολισμούς, μπορούσε νά προκ,άλεση υπόνοιες., ενώ οί δυο μόνο πυροιβολισμοί άπεδόθησαν σέ κανένα κυνηγό.^Τότε ό Μπωλιάς. πού ήξερε πώς παρακολουθούν τά ίχνη των πατημάτων., φόρεσε τά παπούτσια τού Μονεστιέ καί βάδισε στον πλάγιο δρόμο ώς τό δημόσιο δρόμο. "Έπειτα έβαλε τά δικά του παπού τσια καί μέσα από τό δάσος πήγε στον πύργο όπου έθα ψε τό πτώμα τού δευτέρου θύματός του. — Δέν έχετε καμιάν άπόδειξι γι’ αυτά πού λέτε, διαμαρτυρηθηκε ό κόμης. — Συγγνώμην., ξεχνάτε τό μίικροεπεισόδιο πού είχα ε γώ προσωπικά. Μου φάνηκε., προχτές., καθώς συζητούσαμε μέ τόν Λωζιέ γιά την ύπόθεσι, πώς ακόυσα θόρυβο βημάτων κάτω απ’ τόν εξώστη*. Υποθέτω πώς ό Μπωλιάς κρυφάκουγε καί* τρομαγμένος από τά σχέδιά μου. αποφάσισε νά καταφέρη τό τελευταίο του κτύπημα. Τη στιγμή πού μέ μα χαίρωσαν, δεν μπόρεσα τίποτα νά διακρίνω., μέ χτύπησε όμως ή χαρακτηριστική μπόχα τού ιδρώτα καί της απλα σίας πού άιΦ-ίνει ό εκτελεστή,ς τών μεγάλων^ σας σχεδίωιν, κύριε κόμη. Κι* Α δεσποινίς Ζανέτ ένοιωσε την ίδια μπόχα.
ΣΤΟΚ ΙιΣ,ΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
33
όταν πήγε ν’ άρπάξη μέσα στο σκοτάδι τό δολοφόνο που έφευγε. —Μά, άν ό δυστυχισμένος αυτός τρελλάθηκε και θέλη σε νά σάς μαχαιρώση, δέ βλέπω γιατί άνακοτΓεύετε εμένα, είτε και τον κύριο Μπερνός! —Υπάρχει μια άλλη απόδειξις έναντίον σας, κύριε κό μη, καί μου την πρόσφερε σήμερα τό πρωΐ ή δεσποινίς Ζανέτ. "Ακούσε χτες έναν καυγά πού είχε ή κυρία Ούντινώ μέ τον άντρα της κΓ είναι φανερός απ’ ό.τι είπαν., πώς η κόρη σας παντρεύτηικε τον άνθρωπο αυτό για ν’ άπο φύγετε έσεΐς την χρεωκοπ^α. Αέν είχατε τότε πεντάρα τσακιστή καί τό κτήμα σας ήταν υποθηκευμένο. —Κι’ αυτό τί σχέσι έχει; —’Άν ήσαστε κατεστραμμένος., είπε ό Σέργιος, δέ μπο ρούσατε νά είχατε καταθέσει δεκαπέντε εκατομμύρια στο συμβολαιογράφο σας. "Έγινε μια μεγάλη σιγή., έπειτα τό λόγο πήρε ό αστυ νόμος Πκράς: —"Ολα αυτά.. κύριοι.- πρέπει νά διευκρινισθούν καί θά ζητήσω από τον εισαγγελέα νά έπαινεξεταισθη ή υπόθιεσις. —Μπορείτε νά προσθέσετε.- μουρμούρισε κουρασμένα ό Σέργιος, δτι ό ’Αντρέ Μπωλιάς συνελήφθη σήμερα τιό πρωΐ από τον Αωζιέ καί π,οοέβη σέ ομολογίες!.. ·& * Ά "Ο κόμης ντέ Μεάίγ αυτοκτόνη,σε τό ίδιο βράδυ καί μά ταια ή κόρη του κι" ό γαμπρός του παρακάλεσαν τον αστυ νόμο νά μη Φανέρωση τό ρόλο που είχε παίξει στην ύπόθεσι Μπωλιάς. "Άλλωστε., ο! δυο άλλοι συνένοχοί του έρριξαν πάνω του όλη την ευθύνη για τό κοινό τους έγκλημα. -—Καί^δέν είμαι βέβαιος άν κΓ αυτός ό απαίσιος Ούντινώ δέν ήταν κΓ ό ίδιος εν γνώσει όλων, παρετήρησε ό Σέργιος, που συζητούσε τό ζήτημα μέ τον Αοοιζιέ καί τον Πκράς. Στη λογομαίχία πού ακούσε ή δεσποινίς Ζανέτ, δταν ή Ίρέν ντέ Μεάϊγ είπε πώς ό πατέρας της δέν θά την έκανε νά πονέση,^ ό Ούντ ινώ την είπε ναρακτήριστ ικά «ζώον». Μά αυτό θά μάς ώδηγούσε πολύ μακρυά.., όπως καί ή αυτοκτο νία ή τό ατύχημα τής κυρίας Μπερνός. Είχε μήπως κι* αυτή καταλάβει τόν αισχρό ρόλο του άντρος της καί θέλησε νά σκοτωθή μόνη της; "Ή αυτός μεταχειρίσθηκε τό μέσον αυτό για να τής κΐλείση τό στόμα; "Ολη αυτή ή σπείρα των κα κοποιών μοιάζει μέ φωλιά έχιδνών κι* αναρωτιέται κανείς άν τσάκισε δλα τά κεφάλια της! —ΛΊροσφέρατε, πάντως, μια μεγάλη, υπηρεσία στη δι καιοσύνη, κύριε Παρισέλ* είπίε ό αστυνόμος Πκράς. Καί νά
34
ΣΤΟΝ ΙΣιΚΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ
σκεπτωμαι πώς., την πρώτη φορά που σάς είδα., σάς πέρα> ) σα για ερασιτέχνη ντέντεκτιβ! —Μά ακριβώς επειδή είμαι ερασιτέχνης, μπόρεσα καί φαντάστηκα σ’ αυτή την ιστορία μια λύσι άλλη από εκείνη που είχαν χαλκεύσει οί δράστες της. Μά ώς εδώ και μη πα ρέχει, έ; άγαπητιέ μου Λωζιέ; 4Ο ρόλος μου είναι νά βάζω νά δίνουν φανταστικές μαχαιριές κι’ όχι νά δέχωμαι ό ίδιος πραγματικές! ’Άλλη Φορά θά περιορίζωμαι στά φανταστι κά μου πρόσωπα, χωρίς νά διακινδυνεύω τό τομάρι μου! —Κάθεσαι καί κάνεις τώρα τόσο σαματά γιά μιά γρατζουνιά, τόν είρωνεύθηικε ό Λωζιέ. 'Ο γιατρός λέιει πώς σέ τέσσερις μέρες θά είσαι πάλι στο πόδι. Καί την άλλη έβιδομάδα, άν τό λέη η καρδιά σου.. θά μπόρεσης νά Φυγής γιά τη Βρετάννη. Στόιν κήπο ακούστηκε η φωνή της Ζανέτ, πού ρωτούσε νά μάθη πώς πήγαινε η υγεία ταυ πληγωμένου. ’Έπειτα, αντήχησαν τά ελαφρά πατήματα της πάνω στά σκαλοπάτια. —Μά, ξέρεις.- απάντησε νωχελικά ό Σέργιος, δέ μου Φαίνεται νά θέλω καί τόσο πολύ νά πάω στη Βρετάννη με τά όσα έγιναν. Δεν είναι κΓ άσχημα εδώ!... Καλημέρα, Ζανέτ! ΤΕΛΟΣ
Τό βιβλίο 7.. πού κυκλοφορεί την ερχόμενη βδομάδα μέ τον τίτλο:
ε
είναι ενια περίφημο ρομάντσο κατασκοπείας καί μυστηρίου, πού θά κάνη την ανάσα τού άνοεγνώ^ στη νά κοπή από την αγωνία!
ΓΕΝ! ΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑ! ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο. Ε. Γραφεία: Λέκκα 22, ’Αθήιναι.—Δημοσιογραφικός Διευθυντής: Στέλιος *Ανεμοδουράς — Οικονομικός Διευθυντής: Γεώργιος Γεωργιάδης.
ΑΥΤΟΤΕΛΗ
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟ ΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΊΌΝ ΜΙΑΣ ΣΟ ΒΑΡΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ο ΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Π0Ι0ΤΗΤ0Σ ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ΔΡΑΧΜΑΙ
2
ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 0. Ε. ΛΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑΙ
ΕΚΛΕΚΤΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙ
Διαγωγή Νεκρού ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ
ΡΟΜΆΝΤΖΟ1
’Ατταδοσις: Κ.
κ
ΝΗΣΙΩΤΗ
ύριε αστυνόμε μου... 'Ο αστυνόμος Αεμόζ μελετούσε καπό ι ο φάκελλο. Χωρίς ινά δισκόψη τό διάβασμά του* έρριξε μια λοξή ματιά στο νεαρό υφιστάμενό του: —Τί τρέχει πάλι.- Λεό; ρώτησε. —Νά...κύριε αστυνόμε μου... Ξέρετε, εκείνη ή θεία μου ή Σιοτά.. είναι λίγο άρρωστη αυτές τις μέρες... — Ω!, την καημένη ! —Ναι! Και θά έπρεπε ίσως νά ττάω νά τή δώ... άς πούμε... σήμερα τό βράδυ. Θά μείνω όλη τή νύχτα καί θά γυρίσω αύριο πρωί. 'Ο ΛεΙμόζ κατάλαβε -ττώς ό Λεό κάτι ήθελε νά τού ζή τηση καί τού τό έιΦερινε μέ τρόπο. Θέλησε, λοιιπόν.. νά του γλενιτήίση: —Μπράβο σου! Καλά θά κάνης!, τού είπε. —'Κι* εγώ έτσΐ\ νομίζω.. κύριε αστυνόμε μου. "Ωστε... άν δεν σάς κάνη και πολύ κόπο...θά...θά μπορούσατε ίσως ινά μου δανεί,σετε τό αύτοικίίνητό σας; Χωρίς νά σηικώση τό κεφάλι, ό αστυνόμος συμφώνησε: —Αέ θέλει ρώτημα! Βεβαιότατα! Καί θά σε συνοδεύ σω μάλιστα.
ΑΠΑΓΩΓΉ ΝΕΚΡΟΥ
4
—”Ω!, 6χι... Τό έπι φώνημα αυτό ξ&φυγε άθελα άπ5 τά χείλη του νεα ρό 0. Θέλησε νά το κόλαση κάπως: —(Γιατί ινά κάνετε αυτό τόν κόπο. Θά είναι έκεΐ όλο· τό συγγενολόι μας κι* έπειτα δεν είναι κάτι τό ευχάριστο... 'Ο Αεμόζ γέλασε μ3 δλη του την καρδιά: —’Άντε, πάλι ©μπερμπάντη* πόσων χρόνων είναι ή.,.γρηά θεία σου; 'Ο νέος^ κοκκίνισε.- ανακάτωσε μέ τά χέρια του τά μαλ λιά του καί μέ στενοχωρημένο ύφος ώμολόγησε στο τέλος: —Είκοσι πέντε χρόνων, κύριε αστυνόμε μου. —Τη γινω ρ ί ζει ς άττό ^ πολυν κα ιμό; —Μιά εβδομάδα! Τη λένε Ζωσιάν. Τής ύποσχέθηκα νά πάμε αυτοκινητάδα μέ τή σελήνη... Είναι ή μοναδική μου αγάπη! 'Ο Αιεό έδειχνε πώς είχε ποιητική διάθεσι. 'Ο Αεμόζ όμως, τις ήξερε ευτυχώς πολυ^ καλά τις άμέτρητες αυτές «μοναδικές αγάπες» του νεαρού φίλου του. Δε διαρκούσαν περισσότερο από δεκαπέντε μέρες., ένα μήνα ή τό πολύ, ένα τρίμηνο. •—Καλά, λοιπόν!είπε. Μπορείς νά τό πάρης* λεβέντη μου, τό αμάξι* μά κύτταξε αύριο νά γυρίσης τουλάχιστον ως ^6 μεσημέρι. ☆ * * λ
Τό παλιό εκκρεμές του τοπικού ξενοδοχείου σημαινε αρ γά - αργά* τά μεσάνυχτα. 'Ο άστυνόμος Αεμόζ* ξαπλωμένος μέσα στά καθαρά σεντόνια του, ροχάλιζε του καλού καιρού. Τόν ξύπνησε ξαφνικά ένα παρατεταμένο κουδούνι σμα, πού αντήχησε στο διαμέρισμά του. Άνασηκώθηκε.. έι τρίψε τά μάτια Λτου...ιμά τό κουδούνισμα συνεχιζόταν επί μονα. Ποιος νά ήταν που τόν ενοχλούσε τέτοιαν ώρα; Βλα στημώντας, ό άστυνόμος πέρασε μιά ρόμπα, φόρεσε τις παντόφλες του καί* άγουροξύπνηΓΓος άκόιμα, πήγε στο πλαϊ νό δωμάτιο. Τό τηλέφωνο χτυπούσε πάντα μέ την ίδια επί μονη. 'Ο Αεμόζ πήρε τό ακουστικό. —“Εμπρός!, είπε άκεφα. Ποιος έκεΐ; Μιά Φωνή.- πού ή συγκίνησις την έκανε αγνώριστη, τού άπτάντησε: —Εμπρός, κύριε άστυνόμε, εσείς είστε; Έδώ Λεό... Αεό Μαρνιέ. Μοΰ συμδαίνει κάτι τρομερό... πρωτοφανές! Πρέπει νάρθετε.. άμέσως. —ιΜά τί συμβαίνει, γιά τό Θεό; * Εξηγήσου! —Ή Ζωσιάν* ξέρετε... Την συνώδευα πάλι στο σπίτι της καί... βρήκαμε τό σύζυγό της νεκρό μέσα στο σαλόνι!... Μέ δυο σφαίρες περιστρόφου κατάστηθα!... Αυτό πιά έλειπε! Συνήθως ο! ερωτικές περιπέτειες τού
ΑίΤΑΓΏΓΗ ΝΒΚιΡΟΥ Αεό ήσαν ά'νώδυνες, σνχνα, τολμηρές, μά χωρίς συνέπειες. Τώρα τά πράγματα άλλαζαν. 'Ο νεαρός συνέχισε: —Είμάστε στη βίλλα «Μιαροίνέτα»... στο σταυροδρόμι του Μερλάν, ή πρώτη βίλλαδεξισ* καθώς άνεβαίΐνουμε. Θιάριθηιτε, ε* κύριε αστυνόμε; Σάς περιμένω! 'Ο Λειμόιζ μουρμούρισε ένα «ναι» καί πρόσθεσε: —ιΜην άγγίξετε* προπαντός, τίποτε! Θά είμαι έκεΐ το άργοτερο σέ πέντε λεπτά. ^ Σέ πέντε λεπτά! Αυτό ήταν ίσως κάπως υπερβολικό. Προπαντός γιατί τό αμάξι του τό είχε 6 Αεό καί τό νά βίρή ταξί τέτοιαν ώρα, θα ήταν σωστό θαΟίμα...
'Ο άστυνόμος ντύθηκε γρήγορα* ^ χωρίς νά σκέπτεται; κιάν τό θέμα τού τηλεφωνήματος του Αεό. "Αλλωστε, τί συμπεράσματα μπορούσε νά βγάλη μέ τίς έλάχιστες πληρ ροΦορίες πού εΐχε^ ύπ3 σφι του; Σαν βγήκε στο δρόμο., τότε μόνο τού ήρθε στο νού δτι δεν είχε Φροντίσει νά ρω,τόση ούτε καί τό επώνυμο τής πε ρίφημης αυτής Ζωσιάν. Μά πού την είχε ξετρυπώσει πάλι καί δαυτη, εκείνος ό μπελάς, ό Λεό; Κατά τύχην βρέθηκε μπροστά του ένα ελεύθερο ταξί, τή στιγμή που ό άστυνόμος έστριβε τή γωνιά τού δρόμου. —Στο Μερλάν!, φώναξε στό σωφέρ. Στή βίλλα «Μαρινέτα». ίΚαί ξαπλώθηκε Φαρδύς - πλατύς στο κάθισμα. "Εφτασαν σέ δέκα λεπτά. 5Αναγνώρισε τή βίλλα τής -φίλης τού Λεό, από τά φωτισμένα παράθυρά της. ?Ηταν ένα χαμηλό κτίριο, χτισμένο στό βάθος ένός μικρού κήπου, οπωΐς συνηθίζεται στή Γαλλία.^ 'Ο Αεό στεκόταν στό κατώφλι τής εξώπορτας καί κά πνιζε. Πλάϊ του μιά νέα γυναίκα τυλιγμένη σ’ ένα πανω φόρι,, πηγαινοερχόταν σέ έναν πλατύ εξώστη. Μ’ όλο πού τό αδύνατο Φως τής σελήνης δέν τον βοηθούσε, 6 Λεμόζ την βρήκε ομορφή. Μόλις ό αστυνόμος έβαλε τό πόδι του στο πρώτο σκα λοπάτι, ή γυναίκα έκανε έξ ενστίκτου ένα βήμα προς τά πίσω. 'Ο Αεό ανατρίχιασε, μά„ όταν άνεγνώρισε τον προϊ στάμενό του, άναστέναξε μ3 ανακούφισι: —’Ώ!, εσείς είστε, κύριε αστυνόμε! 3Ελάτε νά βή,τε... Τάχω κυριολεκτικώς^ χαμένα! Χωρίς καν νά λάβηι τον κόπο νά συστήοτη τή συνοδό του* ώδήγησε τον άστυνόμο μέσα στή βίλλα. —Έδώ είναι, τού είπε, σπρώχνοντας μιά πόρτα. Στό χαλί ένός κατάφωτου σάλον ιού μοντέρνου ρυθμού, ήταν ξαπλωμένος ένας άντρας. Τό σακκάκι του ήταν ποτι σμένο μέ αίμα στό αριστερό μέρος τού στήθους τον* στό
Λ
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝιΕΚΡιΟΥ
ύψος τής καρδιάς. Τό αίμα είχε τρ-έξει και στο πάτωμα, όπου είχε σχηματίσει; μια σκούρα κηλίδσ. Ό νεκρός ηταν ως σαράντα πέντε χρόνων, ίά νεκρωμένα χαρακτηριστιικά τού προσώπου του δεν πρόδιδαν κανένα πόνο. Μια ματωμέ νη γραμμή αύλάκωνε τη Χωνιά του στόματός του. 'Ο Λεμόζ γύρισε στο Λεό. — Πες μου τώρα τί έγινε, του είπε κοφτά. —Να, κύριε σστυνό,με...ιή Ζωσιάν είχε τη σημερινή βρα διά της ελεύθερη., γιατί ό κύριος Μιεσμέν, 6 σύζυγός της, βρισκόταν από τό πρωί σέ ταξίδι καί θά γύριζε μάίλι,ς αύ ριο, αργά τό βράδυ. ^Ήρθα.. λοιπόν, από δώ καί την πήρα ικατά τις επτά. Μάλιστα μπήκα καί στη βίλΐλα καί σάς · βε βαιώνω πώς εκείνη τη στιγμή όλα εδώ μέσα ήσαν εν τάξει. Φύγαμε τότε μέ τό αμάξι, δειπνήσαμε στην ποιλι κι* έπειτα, ικατά τά μεσάνυχτα, την ξανάφιερα πίσω. Ή κυρία Μεσμέν στεκόταν στο κατώφλι του δωματίου, χωρίς νά λέη λ έξι, άπαφεύγοντας νά^ κ,υττάξη μέσα. —-Καί ποιος ανακάλυψε τό πτώμα; ρώτησε ό Λεμόζ σκύβοντας πάνω στο νεκρό γιά νά τον ψάξη. Γιά πρώτη Φορά ή νεαρή γυναίΐκα άνοιξε τό στόίμα της: —Έγώ, κύριε αστυνόμε. Είδα φώς στο σπίτι καί., επει δή δέν ήξερα τί συνέβαινε, μπηικα ολομόναχη, άφου παρακάλεσα τόν κύριο Μαρνιέ νά μείνη λίγο στον1 κήπο. Δέν ήξερα τί θά εύρισκα εδώ... 'ίΕνας λυγμός τη συγκλόνισε. '0 Λεό άνέλαβε νά συνέ χιση αντί γΓ αυτή: —"Έμπηξε μιά φωνή, μπηικα εγώ μέσα κΓ όμέσως σάς πήρα στο τηλέφωνο. 'Ο Λεμόζ έβγαλε από τις τσέπες τού νεκρού διάφορα ,μικροαντίικείμενα, χωρίς σημασία. Τά τοποθετούσε Φύρδηνμί-γδηιν πάνω σ’ ένα μικρό τραπεζάκι], πού ήταν έκ,εΐ κοντά. —'Ο σύζυγός σας είχε πάει ταξίδι γιά υποθέσεις του; Τις ξέρατε σείς τις υποθέσεις αυτές; 'Η Ζωσιάν κούνησε τό κεφάλι της αρνητικά. —"Όχι! 'Ο σύζυγός μου δέν μού μιλούσε ποτέ γιά τις έπαγγελματίικές του ασχολίες. —-Καί τί δουλειά έκανε; —ιΕΐχε κτηματομεσιτικό γραφείο, στο Καί - ντε - Μπέλζ, στην Παλιά Πύλη. —ιΕΐχε υπαλληλικό προσωπικό; —Μόνο μιά υπάλληλο, πού καθόταν στην αίθουσα ανα μονής. Εκείνη δεχόταν τους πελάτες, απαντούσε στο τηλέ φωνο, έβαζε τις αγγελίες γιά πούλησε ις καί ενοικιάσεις στη βιτρίνα. Εκείνη άνοιγε καί τό γραφείο κάθε πρωί. Εγώ δέν άππισχολούμην μέ τίποτε γιατί, σάς τό λέω καί πάλι.
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ ο σύζυγός μου μέ κρατούσε σέ άπάστασι άπ* τις δουλειές του. Γ0 Αεμόζ εξέταζε τώρα τό πορτοφόλι τού σκοτωμένου. Έκτος απ’ τά χαρτονομίσματα, τά συνηθη πιστοποιητικά ταυτότη,τος και μιαν άδειιοί οδηγού αυτοκινήτου, είχε μέσα σ’ αυτό κι* ένα ανοιγμένο φάκελλο. τσακισμένο μέ προσοχή στα δυο. Δέν είχε γραμματόσημο ούτε καί πλήρη, διεύθυνσι. "Εγραφε απλώς «ιΚύριον Ροζέ Μεσμέν», καί τίποτε όίλλο.. 'Ο Αεμόζ έβγαλε από μέσα του ένα γράμμα. 9 Ηταν γραμμένο σέ κοινό χαρτί της γραφομηχανής κΓ έλεγε μό νο αυτά: «Κύριε, »’Άν πάτε στο σπίτι σας σήμερα τό βράδυ στις δέκα., θά βρητε τη γυναίκα σας μέ ευχάριστη συντροφιά. Δέχεται ένα έρωμένο της στο ίδιο σας τό σπίτι καί μάλιστα κάθε Φορά πού φεύγετε. "Ενας φίλιος». Τό μήνυμα αυτό δέν ήταν καθόλου κολακευτικό για την ικ,οτάκτηισι του Αεό κι* από ντροπή ό αστυνόμος κράτησε τό περιεχόμενό του για τον έαυτό του. Μιά λεπτομέρεια τού τράβηξε την προσοχή: οίφοΰ ό φάκελλος δέν είχε ούτε γραμματόσημο, ούτε πληριη διεύθυνσι, αυτό έσημαινε ότι. παρεδόθη στον μακαρίτη Μεσμέν είτε προσωπικά, είτε μέ μέσον πού δέν είχε καιμμιά σνέσι μέ τίς ταχυδρομικές ύπη^· ρεσίες. ^ίσως καί νά τό είχαν απλώς ρίξει τό απόγευμα στο γραμματοκιβώτιο τού γραφείου του καί τό ταξίδι, του τότε νά ήταν μόνο ένα πρόσχημα... 'Ο Αεμόζ ξαναδιάβασε τό μήνυμα. Όιχι! 'Η άναχώρησίς του ασφαλώς είχε άποφασισθη νωρίτερα, γιατί 6 συν τάκτης της επιστολής φαίνεται ότι ήταν βέβαιος για την απουσία τού Μεσμέν τό βράδυ εκείνο. Τότε; Πού καί πότε τού έδωσε τό γράμμα; Οί τσέπες τού σκοτωμένου^ είχαν πια αδειάσει. Στο μικρό τραπεζάκι βρίσκονταν ανάκατα τά διάφορα πράγμα τα πού περιείχαν. "Ελειπε όμωις κάτι: τά κλειδιά του! —-"Οταν μπήκατε, ρώτησε ό Αεμόζ τη νεαρή Υυναίΐκα, ή πόρτα ήταν ανοιχτή η κλειστή; —9Ηταν κλειδωμένη, κύριε αστυνόμε. Την άνοιξα μέ τό δικό μου τό κλειδί. —Μήπως είδατε τά κλειδιά τού συζύγου σας, κάπου μέσα στο σπίιτι; —Ασφαλώς άχι, γιατί τό καρφί, όπου συνήθως τά κρε μούσε, είναι αδειανό. ^Αλλωστε θά έπρεπε τουλάχιστον νά έιχη τά κλειδιά τού γραφείου του. Αυτά δέν τά αποχωριζό ταν ποτέ.
ΑΠΑΓΩΓΉ ΝιΕΚΡΟΫ Ιίίττη ^στό σπίτι* του χωρίς τά περίφημα αυτά κλειδιά η, άν τά είχε χρησιμοποιήσει, που βρίσκονταν τώρα; 1Οβ Λεό έκοβε βόλτες μέσα στο δωμάτιο: —Τί γίνεται τώρα, κύριε άστυινοίμε; Φαινόταν συγικί'νηίμένος μάλλον γιατί ή βραδυά του τπυ ρε τόσο άδοξο τέλος, παρά γιά τό δράμα πού άντίκρυζε. 'Ο Λεμόζ _εΐχέ βυιθιστη σέ σκέψεις. —Ξέρετε άν υπάρχουν στο σπίτι δεύτερα κλειδιά; —Τιΐ, τού γραφείίου; Νομίίζω ναι. 'Ο άντρας μου τά είχε ττάντα σ" ένα απ’ τά συρτάρια του. Συγχρόνως Ζωσιάν πήγε σ’ ένα μικρό έπιπλο, που ιβριίσκάταν^ σέ μιά γωνιά, κΓ άνοιιξε ένα απ’ τά συρτάρια, —'Όρΐστε νά τα, κύριε άστυνόμε! Τέσσερα μικροσκοπικά κλειδιά κρέμονταν άπό ένα χαλ κά. 'Ο Λειμοζ τά έχωσε στην τσέπη του κΓ ύστερα γύρισε στο Λεό και τού έδωσε οδηγίες: —-Έσύ, Λεό, θά μείνης έδώ και θά κάνης δ,τι χρείαστή. Εσάς, κυρία, σάς συμβουλεύω, άν έχετε φίλους στη Μασσαλία, νά περάσετε έκεΐ τό υπόλοιπο της βράδυάς σας. Ή άστυνομία θά σάς κάλέση ασφαλώς αύριο γιά επίσημη κατάθεσ ι. Έγώ θά άναλάβω την ύπόθεσι καί θά σάς ήμουν πολύ υπόχρεος άν μου λέγατε άλα όσα ξέρετε, χωρίς νά κρύψετε τίποτα.^ · Ή Ζωσιάν έγνεψε^ σιωπηλά. Φάνηκε πώς έκανε κάποια προσπάθεια καί τού είπε: ρα. "Αλλωστε, δεν είχα καί κανένα λόγο νά σωπάσω. Θά κάνω όπως μου είπατε. Θά πάω νά^μείνω σέ κάτι φίλους. —Τότε* είπε 6 Άεμάζ, νά σάς πάω εγώ. Επιστρέφω κΓ έγώ στη Μάσσαλίία. Κύτταξε τον Λεό. που έδειχνε κάποια άπογούτευσι νι* αυτή την άπόφασι-: —Θά γυρίίσω ευθύς μόλις μπορέσω... 9 Αφού κάνω μιά νυχτερινή έπισκεφούλα στο γραο>εΐο τού Μεσμέν.
ΤΓ ϋ»- ατά τη διαδρομή, ό άστυνομικός κΓ η συν ταξιδιώτισσα του δεν άντήλλαιξαν ούτε λέξι κΓ δ καθένας τους σκεπτόταν δικά του πράγματα, πού άισφαλώς δσαν
έντελώς διαφορετικά,
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡιΟΥ
9
Άφοΰ άφησε τη Ζωσιάν σ' ένα Φιλικό της σπίτι, © Αστυ νομικός πήγε γρήγορα ώς τήν Παλιά Πύλη. Αντίκρυ στ© 'Κ-αί = ντε - Μπέλζ βρισκόταν τό γραφείο τού Μεσμέν, πού γγο βρήκε ευκολοα. "Ενα βαρύ, σιδερένια ρολό, σκέπαζε τήν πρόσοψί του. εΟ Λεμόζ σταμάτησε τό αυτοκίνητό του λίγα ρετρά πιό πέρα.. και πήγε ώς τήν είσοδο. Μέ τό ένα κλειδί μπήκε εύκολα στον προθάλαμο. Μέ τό άλλο άνοιξε τήν πόρ τα τού γραφείου. *Ηταν σκοτάδι εκεί μέσα. 'Ο άστ υνομι-» κός ξανάκλειίσε πίσω του τήν πόρτα κι* έπειτα.. ψηλαφών τας. βρήκε τον διακόπτη τού ηλεκτρικού. "Αναψε τό φώς ικοίϊ κύτταξε γύρω του. Βρισκόταν σ* ενα μικροσκοπικό γρα φείο εργασίας έπιπλωμενο η' ενα τραπέζι, δυο πολυθρόνες ικαι ενα μεγάλο δ,ούϊνο ντουλάπι. Στο βάθος ό Λεμόζ είδε ιμιά πόρτα, που ώδηγούσε στα ενδότερα τού καταστήματος. "Ολα, έκ πρώτης οψεως τουλάχιστον, φαίνονταν εν τάξει. Ηάινω στό γραφείο βρίσκονταν τά κλειδιά τοΰ Μεσμέν, έτσι, πού θά έλεγε κανείς πώς τά είχε ξεχάσει φεύγοντας. 7Ηταν τέσσερα μικρά κλειδιά, όμοια μ5 έκετνα πού κρατούσε στό χέρι του ό Λεμόζ κι5 ενα πέμπτο., ίδιο μ5 εκείνο πού είχε 8ή στην πόρτα τής εισόδου τής βίλλας «Μαρινέτα». *0 Μεσμέν τό χρειάστηκε σίγουρα γιά νά μπή στό σπίτι του και τό άτι τώρα βρισκόταν έικεΐ, αυτό σήμαινιε πώς κάποιος τό είχε ξαναφέοει. Μέ τή μοναδική αυτή ένδειξή ό άστυνοιμικός άναπαρίιστανε τώρα στό νου του τό τί είχε συμβή. Γιά κάποιαν αι τία, άγνωστη άκόιμα.. ό δολοφόνος, πού ήξερε πώς ή Ζωσιάν θά έλειπε έκείνη τή νύχτα., παρεσυρε μέ τό γράμμα τον Με~ σμέν ώς τή βίλλα, τον σκότωσε, πήρε τά κλειδιά και ξα° νάρθε στό γραφείο του γιά^ νά πάρη άπό έκει είτε χρήματα, είτε ώρισμένα χαρτιά., πού είχαν σημασία γΓ αυτόν, »\ ό έρωίμένος της Ζωσιάν δέν ήταν ό Αεό, οί υπόνοιες της άιστυνοιμίας, ένισχυμένες κΓ άπό τήν άνώνυιμη έπιστολή πού (βρέθηκε στον σκοτωμένο., θά στρέφονταν εναντίον τοΰ ερω τικού ζευγαριού. Τό ζήτημα τών κλειδιών θά περνούσε τότε απαρατήρητο ή θά έδιναν πολύ μικρή σηιμασίία. "Ομως, γιά τό Λεμόζ, τά κλειδιά αυτά ήταν ή ουσία τής ύποθέσεως. Δέν υπήρχε περιίπτωσις φόνου γιά λόγους μίσους, αλλά σί γουρα τά έλατήρια τού έγκλήμοττος ήσαν άλλα. Στό μεταξύ., ό Λεό.. βλέποντας νά μή φαίνεται ό άστυνόμος, έκοβε βόλτες στό σαλονάκι, βλαστημώντας θεούς καί δαίμονες που πήγε στά κούφια ή ερωτική αυτή περιπέτεια του. ΚΓ ή Ζωσιάν; Τί άπέγινε; Μπόρεσε νά κλείση μάτι ή δύστυχη; "Οσο Υιά τον αστυνόμο, εκείνος, ούτε καν λογάριαζε νά κοκμηθή πιά. Μέ τά δυο κλειδιά πού είχε άκόμα, μπόρεσε
ϊιΟ
ΑΠΑΓΩΓΉ ΝΕΚΡΟΥ
ιν5 άνοιξη πρώτα τό ντουλάπι κι9 έπειτα μιά μετάλλινη αρ χειοθήκη, πού βρισκόταν μέσα σ9 αυτό. Βρήκε έκεΐ μια σει ρά καρτέλλες, τοποθετημένες μέ άλφαβηιτική τά'ξι. Ό Λεμόζ τούς έρριξε μια ματιά στά πετακτά. τΗσαν όνόμαιτα από βίλλες, ιδιοκτήτες καί ένοιικιαστές, πού φαινομενικά δεν είχαν καμμιά σημασία. Τά δάχτυλά του ετρειχαν απάνω στις καρτέλλες, όταν σταμάτησε απότομα στο Ψηφίο Φ. "Ολες οι καρτέλλες του έλειπαν. Μήπως αυτές ιηρθε νά πάρη ό δολοφόνος; ’Ή μήπως ήρθε νά πάρη τά φύλλα πού Φαινόταν πώς είχαν σκιστή από ένα ημερολόγιο πού βρήκε πάνω στο γραφείο; Καθώς έβαζε τό ημερολόγιο στην τσέπη του., άρχισε νά χτυπά τό τηλέφωνο δαιμονισμένα. "Ο αστυνομικός πήρε τό ακουστικό. ^Η,ταν μιά γυναικεία φωνή, πού μιλούσε: —Εμπρός! Έσύ είσαι.. Ροζέ; Ό Αεμόζ θυμήθηκε αμέσως πώς αυτό ήταν τό μικρό άνομα του Μιεσμέν. "Έβγαλε γρήγορα - γρήγορα τό μαντή λι του καί τό έβαλε πάνω στο μικρόφωνο γιά νά κάνη τη Φωνή του πνιχτή καί αλλοιωμένη. —ιΝαί! "Εδώ Ροζέ Μεσμέν. Ποιος έκεΐ; "Ακούσε ένα δυνατό επιφώνημα: —ιΠοιός έκεΐ; Τί.. κοροϊδεύεις κιόλας;... Ή Κάρμεν εί μαι... καί σέ περιμένω., κύριέ μου., τρεις ολόκληρες ώρες πια... Μπάφιασα... Φεύγει ό κύριος γιά πέντε λεπτά κι" έπειτα ξεχνάει νά γυρίση. ' Ορίστε μας! 4Ο αστυνομικός άρχισε νά μπαίνη στο νόημα. —Μά.,.ικι9 από πού μού τηλεφωνείς.: ρώτησε. —Άπ’ τό «Μαία μι», φυσικά! "Εκεΐ πού μ" άφησες! Δεν μπορώ καί νά Φυιγω γιατί μ" άφησες νωρίς λεφτά. Λοι πόν τί σκοπεύεις νά κάνης,^ θά,ο8ης η όχι; —Μήν ανήσυχης. Θάρθώ στη στιγμή... έχε λίγη υπο μονή. Γειά σου! :Κατέβαισε γρήγορα τό ακουστικό, άπο φεύγοντας κάθε άλλη περιττή εξήγησα. 'Η ουσία ήταν νά τρέξη τό γρηγορώιτερο ώς τό «Μαϊάμι» καί νά έχη μέ τήν Κάρμεν αυτή μιά μικρή συζητηισι πρόσωπο μέ πρόσωπο. Τό «Μαϊάμι» τό ήξερε πολύ καλά ό Αεμόζ. 7Ηταν ένα ιάπό τ" αναρίθμητα εκείνα νυχτερινά κέντρα, πού έβριθαν στή Μασσαλία. Μπορούσε έκεΐ κανείς νά φάη, νά πιή καί νά γλεντήση από κάθε πλευρά. Χωρίς νά συνέχιση τήν ερευνά του στο γραφείο—γιατί κατάλαβε πώς ό Επισκέπτης, πού είχε περάσει πριν από αυ τόν, είχε πάρει ό.τι του χρειαζόταν— ό αστυνομικός ξανάκλεισε προσεκτικά τίς πόρτες καί βγήκε στο δρόμο. Πήρε
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
/Μ
ξανά τό αμάξι του και σέ λίγα λεπτά βρισκόταν έξω απ" το καμπαρέ. 'Η Φωτεινή επιγραφή του έλαμπε μέσα στη νύκτα, φω τίζοντας μέ τό τρεμουλιαστό φώς μιάν επιβλητική σειρά από πολυτελή αυτοκίνητα. Τό «Μαϊά,μι» σίγουρα έκανε χρυ σές δουλειές ! 'Ο Λεμόζ δεν έδωσε καμμιά προσοχή στο χρυσοστολι σμένο θυρωρό που του άνοιξε την πόρτα καί προχώρησε γραμμή προς τό βάθος τοΰ διάδρομου. 'Η κοπέλλα πού κρα τούσε την γκαρνταρόμπα προθυμοποιήθηκε νά πάη νά βρη τη «δεσποινίδα Κάρμεν», πού φαινόταν πώς ηταν πολύ γνω στή στο κέντρο αυτό. Ή Κάρμεν έφτασε αμέσως κουνιστή ικαί λυγιστή και έδειξε κάποιαν έκπιληξι σάν βρέθηκε μπρο στά στον χοντρό αυτόν άγνωστο, πού την πλησίασε μέ ευ γένεια: —'Η ιδείσπο-Γνίς Κάριμεν; —ιΝαί, εγώ είμαι...κιύοιε...μά... —^Αστυνομικός έπιθεωρητης Λεμόζ,. της δικαστικής α στυνομίας. "Η νεαρή γυναίκα κοντοστάθηικιε έκπληκτη καί τρομαγ μένη. —^Αστυνομικός; Δεν σάς καταλαβαίνω. —>Θά τό καταλάβετε αργότερα. Εσείς ήσαστε μέ τον κύριο Μιεσμέν; —Μαί, δειπνήσαμε εδώ μαζί. Τώρα λείπει., μά τον πε ριμένω νά γυριίση ά,πό στιγμή σέ στιγμή. —Δέν πρόκειται νάρθη... 'Ο Λεμόζ σταμάτησε γιά λίγο καί πρόσδεσε: ,.. σ όν δοΙλ ο Φ όνη,σαν ! Οερίμενε κάθε άλλο παρά εκείνο πού συνέβη. 'Η νιεαρη γυναίκα άφησε ένα στεναγμό καί τά γόνατά της λύγισαν. 'Ο αστυνομικός μόλις πρόλαβε νά τεντώση τό χέρι του καί νά την πιάση γιά νά μην πέση. "Έμεινε, καρφωμένος έικεΐ, κατάπληκτος, κρατώντας στην αγκαλιά του τη λιπόθυμη γυναίκα. Κάποιος κύριος ντυμένος επίσημα πλησίασε βιαστ ιικά: —Τί συμβαίνει., κύριε;... Είμαι ό διευθυντής καί... Μέ τό ελεύθερο χέρι του ό αστυνομικός έβγαλε την ταυ τότητά του: —"Έχετε κανένα ήσυχο μέρος νά πάμε την κυρία από δω; "Έχω νά^ μιλήσω μαζί της. —ιΒέβαια, κύριε αστυνόμε. Στο γραφείο μου. Νά σάς βοηιθησω κ Γ εγώ... Σιγά - σιγά, η Κάρμεν συνήλθε. Κύτταζε μέ έκπληξή τούς αγνώστους πού την περιστοίχιζαν.
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ —-Ελάτε, είπε 6 Αειμόζ. ’Ακουμπώντας ό ένας στον άλλο, άκολούβησαν τον δι«υιθυιντη τού .καμπαρέ ώς ένα δωμάτιο, πού φαινόταν μάλ λον σάν Ιδιαίτερο^ παρά σαν έπαγγελματικό γραφείο. Ή Κάρμεν, πού είχε πια συνελθεί εντελώς, κάθησε σ’ έναν καινοίιτέ κι* ό Αεμόζ, αφού έδιωξε τον διευθυντή, ήρθε καί κά θησε σέ μιά καρέκλα άπένανιτί της. —Λοιπόν, της είπε ήρεμα, σάν^ καλά είμαστε τώρα. Μπορείτε ν’ άπαντησετε στις ερωτήσεις μου; —Μά, κύριε αστυνόμε, αφού τοΰ τηλεφώνησα μόλις πριν πέντε λεπτά. —-Σάς απάντησα όμως εγώ. Τί ώ,ρα έφυγε από κοντά σας ό Μεσμέν; —Εύ,Θύς αμέσως μειτά τό δείπνο, κατά τις εννιά καί μίση. Τό γκαρσόνγ του έφερε ένα γράμμα. Ό Ροζέ τό διά βασε κι5 έφυγε αμέσως. —ηΣάς είπε που θά πήγαινε; —"Όχι! Μου ζητησε απλώς συγγνώμη καί μέ παραικάλεσε νά περιμένω λίγο. 7Ηταν άναστοίτωμένος, μπορώ νά πώ θυμωμένος. "Οταν τόν ρώτησα που πήγαινε, μ’ έκοψε πολύ άπότομα. . —-Άπό πάτε... γνωρίζετε τόν Μεσμέν; —^Είναι μερικές μέρες μόνο. Θά περνούσαμε τις δυο αυτές μέρες μαζί. *0 Αεμόζ άρχισε τώρα νά κατολαβαίνη την αιτία του άποτΐιθεμενου ταξιδίίου του Μεσμέν. Κατά τά φαινόμενα, ό Μεσμέν δέν ήταν παστρικώτερος από τη γυναίκα του κι* η Ζωσιάν, χωρίς νά τό ξέρη, δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά νά τόν πληρώνη μέ τό ίδιο νόμισμα. Πραγματικά ή Ζωσιάν ίΐταν τόσο κουτή η έκλεινε απλώς τά μάτια μπρος στη δια γωγή τού συζύγου της; Κι5 η Κάρμεν; Αύτη τί ρόλο έπαιζε σ’ όλα αυτά; Μετά την έκπληξι καί τόν τρόμο, άρχισε τώρα νά ζωγραφίζεται, στά μάτια της κάποια ανησυχία: —Γιά πέστε μου, μήπως θά έχω τίποτα μπελάδες; ιΟ Αεμόζ την καθησύχασε: —·Άβ μπά! *'Αν πητε ολα όσα ξέρετε, όχι! Ένθυμεισθε ποιος έφερε τό γράμμα στον Μεσμέν; —"Ενα από τά γκαρσόνια, εκείνος πού τόν λένε Τζίίμμυ. *0 αστυνομικός άναψε ένα τσιγάρο. Πράσφερε κι* ένα στην Κάρμεν, πού τό δέχτηκε. —-Καπνίστε μέ την ησυχία σας τό τσιγάρο σας. Γυρί ζω σέ ένα λεπτό. Βγήκε στό διάδρομο. *0 διευθυ'ντη^. Φοβούμενος τό
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
<13
σκάνδαλο, βημάτιζε απ’ εξω. Μόλις είδε τόν αστυνομικό, έτρεξε κοντά του: —Αοιπόν; Έν τάξει δλα; Μπορώ νά σάς φανώ χρήσι μος σέ κάτι; —Θά ήθελα νά μιλησωμε μέ τόν Τζίμμυ. Μπορείτε ινά μού τόν στείλετε έδώ; —-Αμέσως, κυρΐιε αστυνόμε. Μέ προθυμία πού πλησίαζε τη δουλικότητα τσακίστηκε νά βγη από μιά πόρτα καί γύρισε σέ μερικά λεπτά μ* ένα υψηλό καστανό γκαρσόνι. πού φορούσε άσπρο σακικάκι. Τό γκαρσόνι^ Φαινόταν πολύ παραξενεμένο γΓ αυτή την πρόσκλησι καί ρωτούσε μέ τά μάτια τόν άστυνοιμικό. —·Ένθυμεΐσθε, τόν ρώτησε έκεΐνος, κάποιο γράμμα πού Φέρατε σ’ έναν Ροζέ Μεσμέν, πού δειπνούσε έδώ σήμερα τό ;βιράδυ; Τό γκαρσόνι σκέφθηκε γιά λίγο... —-Θυμάμαι, είπε στο τέλος. ^Ηταν μόλι.ς είχε φάει, με ταξύ εννιά καί δέκα. —ίΠοιός σάς τό είχε δώσει; -—ιΚάποιος πελάτης. Καθόταν δίπλα στον πάγκο καί. καθώς περνούσα, μού έβαλε στο χέρι τό γράμμα. μαζί μ3 ένα χαρτονόμισμα τών εκατό φράγκων. Ούτε είδα καν τί όψι είχε. "Επειδή ό κύριος Μεσμέν είναι γνωστός στο μα γαζί, τού έφερα τό γράμμα αμέσως. —>'0 κύριος Μεσμέν ερχόταν έδώ συχνά; Στην έρώτησι αυτό, απάντησε ό Υδιος ό διευθυντής: —Είναι τακτικός πελάτης μας, κύριε. Φέρνει- έδώ συχνά τις φιλεναδούλες του καί τρώνε... —«Ή Κάρμεν είναι μιά άπ3 αυτές; —ιΝομίζΐω^ ναί. 3Εν ^τάση περιπτώσει είναι ή πρώτη Φορά πού τρώνε μαζί εδώ. Πρίν άπ3 τόν Μεσμέν, ή Κάρμεν ιείχε κάποιον πλούσιο έμπορο. Οί αΙσθημοοΊικές ιστορίες της Κάρμεν, δεν ένδι έφεραν ικαίθάλου τόν Αεμόζ. "Έδιωξε τό γκαρσόνι καί ξαναγύρισε πάλι στη νεαρή γυναίικα. —Λοιπόν,^ είπε, ντυθητε καί πηγαίνετε στο σπίτι σας. Είναι τό καλύτερο πού έχετε νά κάνετε. "Αλήθεια, πού μέ νετε; —Στην οδό Ζοζέζ - Τιερύ, αριθμός 31. λ—’Από έκει θά περάσω κι3 εγώ... ’Άν θέλετε, σάς πη γαίνω μέ τ’ αμάξι μου. 4Η Κάρμεν δίστασε: —Θα τό ήθελα πολύ... μά ό λογαριασμός; 'Ο Αεμόζ την έπιασιε άπ" τό μπράτσο:
14
ΑΠΑΓΩΓΗ ΜΕΚΡΙΟΥ
—ιΜγπ σκοτίζεσθε ττιά γι’ αυτόν. 'Ο διευθυντής τόν εγράφε στη μερίδα «Κέρδη και Ζνί ίες». Περνώντας απ’ την γκαιρνταρό,μπα, ή Κάρμεν πη.οε τό υπέροχο γούνινο παίλ,τό της και βγήκαν κι’ οί δυο μαζί στο δρόμο. Ή νεαρή γυναίκα εΐχε πια συνελθεί εντελώς. Θρο νιάστηκε εύθυμη σχεδόν στο μπροστινό κάθισμα τού άμαξ.ιου’ πλάϊ στον Λεμόζ και στρίιμώχθηκε πάνω του. Σ5 δλη τη διαδρομή, ώς την οδό Ζοζέφ - Τιερύ. ένοιωθε εκείνος πά νω στη γάμπα του, τη γλυκεία θέρμη, τού άμορφου ποδιού της. Σκεφτόταν πόσο καλά εΐχε κάνει να πάη ό ίδιος στο «Μαϊάιμι» γιατί., αν στη θέσι του εΐχε πάει· ό Λεό.. ένας Θεός ξέρει πότε θά γύριζε, έχοντας κοντά του ένα τόσο ισκανδαλιστίικό πλάσμα. Κι’ ό ίδιος., άν καί κουρασμένος πια απ’ τις γυναίκες, δεν μπόρεσε νά καταπνίξη κάποια θλΐψι, όταν η Κάρμεν καιτέβηικε από τό αμάξι καί χάθηκε στην είσοδο τού σπιτιού της. "Έπρεπε διμως προπαντός νά γυρίση στο Με,ρλάν. δπου ό νεαρός υφιστάμενός του θά εΐίχε πιά άπσκάμει περί,μένοντας τον. ....Πράγματι, διταν έφθασε, τόν βρήκε κ ατάιστε νοχωρηψένο, νά κάθεται πλάι στο σκοτωμένο. —Τίποτα νεώτερα, Λεό; —Τίποτα, κύριε αστυνόμε! 'Ο Μεσμέν είναι πάντα πε θαμένος! Τηλεφώνησα στη Δικαστική Αστυνομία, ό ιατρο δικαστής θάρθη οσο γίνεται πιο γρήγορα. Γιά την ώρα. περιμένω το αυτοκίνητο του νοσοκομείου για να παρη το πτώμα. Καί σεις, κύριε άστυνόιμε.. είχατε κανένα νέο; *Αντί άπαντησεως, ό Λεμόζ τού έδειξε τό ανώνυμο γράμ μα κι’ ό Λεό έγινε κατσκόκκινος: —Τί μπελ ίδιες !,^ ψιθύρισε. Καί απότομα, ξέσπασε: —Τό κάθαρμα! "Αν μού πέση στα χέρια εκείνος που έγραψε τό γράμμα αυτό, θά τόν κάνω τόπι στο ξύλο... Φάνηκε σαν νά έκανε μια βίαια προσπάθεια νά σκεφθη: —Μά τι σχέσι έχει αυτό μέ τό έγκλημα; ρώτησε. 'Πσότου φτάση τό νοσοκομειακό αυτοκίνητο, ό Λεμόζ διηγηιθηκε στο νέο τις αποκαλύψεις πού είχε κάνει τη νύχτα καί τόν ένημέρωσε για τις πρώτες ενδείξεις πού είχε. —Τό γεγονός είναι ένα!., συνεπέρανε, ενώ στην πόρτα τού κήπου ακούστηκε τό πλάξον ενός αυτοκίνητου. 'Ο δο λοφόνος βεβαιώθηκε από πριν άτι είχατε φύγει κι* έπειτα, με τό γράμμα αυτό, παρέσυρε ώς έδώ τόν Μεσμέν για νά τόν σκοτώση. Τότε τού πηοε τα κλειδιά, πήγε στο μεσιτικό γραφείο του καί βρήκε κάποιο αντικείμενο η έγγραφο που ήθελε νά έξαφανίση. Ο! δυο άντρες., προχωρούσαν προς την έξοδο.
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
1(5
—Λοιπόν, είπε ό Αεμόζ. Φρόντισε εσύ για τό πτώμα. Έγώ πάω νά ξεκουραστώ λιγάκι.
ο
€ ήλιος ήταν πια ψηλά στον ουρανό., όταν Ο Αεμόζ σταματούσε και πάλι τό αμάξι του μπρος στό^ με σιτικό γραφείο τοΌ Μεσμέν. Τή φορά αυτή, τά ρολά ή σαν άνεβασμένα κι»* έβλεπε κανείς, μέσα απ’ τό κρύσταλλο τής βιτρίνας, μιά κοπέλλα που έγραφε σέ μιά γωνιά του γρα φείου. 'Ο αστυνομικός μπήκε και νωρίς περιστροφές δήλω σε την ιδιότητά του. Μέσα σέ λίγα λεπτά., ενημέρωσε την υπάλληλο για τό δράμα που είχε συμβή. Έικιειίνη πρώτα έδειξε κστάπληιξι.. μά υστέρα φάνηικε πώς έδειχνε μιά άΐκατ α ν όητ η άδ ι αΦο ρ ία. —Δέ Φαίνεται νά άγαπούσατε και πολύ τον προϊστά μενό σας., είπε ό Αεμόζ. Έικείνη, άναισήκωσε τους ώμους: —Μπά! ΤΗταν μιά μένα αφεντικό και τίποτε παρα πάνω...καί μάλιστα όχι καλόβολο αφεντικό. Εΐιχιε κακό χα ράκτη ρα, ήταν ψηλομύτης και απαιτητικός και κοντά σ’ αυτά... υποπτευόταν τό παν. —Τι; Δέν είχε εμπιστοσύνη σέ σάς; —«Δέν τό ξέρω. Δέ μ’ άφινε ποτέ νά διαπραγματευθώ μιά σηιμαντική δουλειά. Δεχόταν ώρισμένους από τους πε λάτες του μέσα στο δικό του τό γραφείο και κλεινόταν μα ζί τους έκεΐ. Στις περιπτώσεις αύτές, ποτέ δέ μου έλεγε τ ί άποφά,σε ι ς έπα ι ρ νε. —Τί ρόλο λοιπόν, παίζατε έδώ μέσα; —Έ,κτός από τις τρέχουσες δουλειές, απαντούσα στά γράμματα καί έγραφα τις αγγελίες. —Αέν σάς γεννήθηκε ποτέ καμμιά υπόνοια ότι ό προϊ στάμενός σας έκανε κΓ άλλες δουλειές., εκτός απ’ αύτές που προέβλεπε τό μεσιτικό του γραφείο; —Μ* όλους αυτούς τούς ανθρώπους πού δεχόταν και τό μυστήριο πού τούς περί έβαλλε...πολύ πιθανόν κι* αυτό. Μιά Φορά μάλιστα... "Ενα διακριτικό κτύπημα στο κρύσταλλο τής βιτρίνας, τούς διέκοψε. Πάνω στο πεζοδρόμιο.- ένας κοντούλης άγνω στος είχε κολλήσει τό μούτρο του στο γυαλί. Φαινόταν πώς
16
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
περίμε'νε κά-π και κώτταιζε προ παντός τή νεαρή κοπέλλα. Εκείνη χαμογέλασε καί μέ τό δάκτυλό της του έκανε ένα αρνητικό σημείο. ιΟ Λεμόζ παρακολουθούσε τή σκιηΐνή αυτή 'μέ ύφος διασκεδαστικό καί έρωτη,ματικό. —(Ποιος εΐν’ αύτός; ρώτησε κυττάζοντας τον άνβροο-ι πάκο που απομακρυνόταν. —Κάποιος πού έχασε έναν πελάτη: ό λούστρος πού βρίσκεται απέναντι, εκεί πέρα. (0 κύριος Μεσμέν είχε τη συνήθεια νά γυαλί ζη κάθε πρωί σ’ αυτόν τά παπούτσια του. ^Ηταν κι* αυτό μια άιπό τις λόξες του. γυάλιζε δηλαδή τά παπούτσια του κάθε μέσα, ακόμη κΓ όταν ήταν καθαρά καί δεν ήταν ανάγκη,. Ό Λε,μόζ ξανάφερε τη συζήτησι στο σημείο πού την είχε δισκόψει ό λοΰστρος: —Μου λέγατε πώς κάποια φορά... —ΝαΠ Κάποια Φορά έγινε έξω φρένων μόνο καί μόνο γιατί μπήκα στο γραφείο του. ένώ συζητούσε μέ κάποιίον απ’ τούς πελάτες του. Τό κάθε τι. άλλωστε, πού βρισκόταν στο γραφείο του, ήταν ιερό καί απαραβίαστο. "Ολα τά κλείδωνε καί δεν εΤ,χα τό δικαίωμα νά ρίίξω καί μιά ματιά άκόμα σέ τίποτα απολύτως απ’ όσα είχε εκεί μέσα. —"Ωστε δεν μπορείτε νά μου πήτε τίποτα συγκεκριμέ νο; Γιά σκεφθήτε όμως: μιά λεπτομέρεια άσημαντη γιά σάς θά μπορούσε νά είχε μεγάλη σημασία γιά μένα. ιΗ υπάλληλος σκέψηκε μιά στιγμή κΓ έπειτα κούνησε αρνητικά τό κεφάλι: —Λυπούμαι πολύ. Έκτος απ’ αύτά πού σάς είπα, δεν ξέρω τίποτ’ άλλο. €,0 Λεμόζ τέλειωσε τό τσιγάρο του. —Τότε λοιπόν, είπε ρίχνοντας μιά ματιά απ’ τή μισά νοιχτη πόρτα, δέ σάς μένει άλλο, παρά νά κλείσετε τό μα γαζί, νά γυρίσετε στο σπίτι σας καί νά περιμένετε την έξέλιξι της ύποθέσεως αυτής. 'Η νεαρή κοπέλλα σηκώθηκε, πήρε τήν τσάντα καί τά γάντια της καί άκολούθησε τον άστυνοιμικό έξω στο δρόμο. Εκείνος τή βοήθησε νά κατεβάση τό ρολό κΓ έπειτα πήρε τό κλειδί καί τό έβαλε στην τσέπη του. —Μιά στιγμή, δεσποινίς..., τής είπε καθώς έκείνη έ φευγε, μπορείτε νά μού δώσετε τό όνοιμά σας καί τή διεύθυνσί1 σας; —Δεσποινίς Νταλέστ. Μένω στήν όδό Δημοκρατίας, αριθμός 15. ’Ωρεβουάρ, κύριε άστυ'νόιμε. 'Ο άστυνοιμικός την κύτταζε καθώς έστριβε τή γωνία τού δρόμου καί, επειδή στο αναμεταξύ τού ήρθε στο νού η σκηνή μέ τό λούστρο, πήγε άπένσντι καί βάδισε προς ένα
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
.17
μικρό υπόστεγο, που χρησίμευε για μαγαζί του περίεργου αώτου άνθρωπάκου. Δυο καθίσματα ί|σαν ελεύθερα. Ό Αειμόζ κάθησε στο ένα. Μέ τη βούρτσα στο χέρι ό λούστρος άρχισε τη δουλειά: του. "Απ’ τό κάθισμά του ό αστυνομικός έβλεπε όλη την πρόσοψι του μεσιτικού γραφείου καί το κλειστό παράθυρο του ιδιαιτέρου γραφείου του Μεσμέν. Τό υπόστεγο του λούστρου ήταν έξοχο παρατηρητηρι σ για νά έπιβλέπη την είσοδό του. Καθώς του γυάλιζε τα παπού τσια, ό όινθρωπάκος, που φαίνεται πώς ιεΤχε αναγνωρίσει τον Λεμάζ, δέ μπόρεσε νά συγκράτηση την περιέργειά του: —"Ωστε, ό κύριος Μεσμεν λείπει; —Ναι, είπε ό αστυνόμος, είναι ταξίδι...για πολύν και ρό. Πηγαίνατε και τον φωνάζατε έτσι κάθε πρωί, έ; —"Ω!, όχι, κύριε! Συνήθως ό πελάτης μου έρχεται μό νος του στην ώρα του. Μά σήμερα ό κύριος Μαρσέλ... —Ποιος είναι ό κύριος Μαρσέλ; —"Ενας από τούς πελάτες μου. ιΟ κύριος Μεσμεν κι* αυτός συναντιούνται εδώ κάθε πρωί. Αυτό είναι κανονισμέ νο σαν ρολόι. "Οταν ό κύριος Μαρσέλ έρχεται, 6έν προ φταίνει νά κάτση και χάσου και Φτάνει κι* ό κύριος Μεσμεν. ιΕύτυχώς, όπως όλοι οι μεσημβρινοί, ό άνθρωπάκος ή ταν φλύαρος: — Σήμερα τό πρωί ήρθε ό κύριος Μαρσέλ κι* επειδή ό φίλος του δεν ερχόταν, μου είπε νά πάω νά τόν φωνάξω. Ή όλη Ιστορία άρχισε νά ένδιαφερη τον Αεμόζ. —Μά είχε τίποτα τόσο σπουδαίο νά τού πη; 'Ο λούστρο ς κόντευε νά τελείωση τό γυάλισμά του: —Δεν τό πιστεύω. 9Ηταν, νομίζω, μάλλον μιά συνή θεια που είχαν νά συναντιούντοπ εδώ... * Ορίστε, κύριε, εΤ σθε έτοΐιμος. ’Έν τάξει, είπε ό Αεμόζ, θαυμάζοντας τά καλογυαλισμέ να παπούτσια του. Μπράβο! Αυτό λέγεται καλό γυάλισμα! Σηκώθηκε και κατέβηκε από τό μικρό βάθρο όπου βρι σκόταν ό καρέκλα του. —Καί γιά τί μιλάνε, λοιπόν; πρόσθεσε δήθεν αδιάφορα. —’Ώ! Γιά όλα καί γιά τίποτα. Ξέρετε, δεν μπορώ ν* ακούσω καί πολλά όταν είμαι σκυμμένος καί γυαλίζω τά παπούτσια. ιΟ Αεμόζ τού έδωσε ένα γερό πουρμπουάρ, πού ό φλύα ρος λούστρο ς τό έβαλε στην τσέπη του μέ μεγάλη χαρά... —>Καμμιά Φορά έδιναν καί ραντεβού γιά τά βράδυα σε κάποιο καμπαρέ, πού έχει ένα άλλάκατο όνομα... "Ενα όνο μα αμερικάνικο, μου Φαίνεται. —Τό «Μ αία μι» ίσως; —.Ακριβώς, έτσι τό λέγανε. Τό ξέρετε σείς;
18
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
9 Αντί άπαντήσεως ό Αεμόζ του έδωσε ένα χαοτονάμισμα των έκατό φράγκων. 4Ίώς είναι αυτός ό κύ.οιος Μαρσελ; -Νά! "Οπως όλοι οι άνθρωποι. Είναι καιμμια σαρανμαΰρα φοράει ταρια χρόνων., εχει μαύρο μουστάκι και γυαλιά. 'Ο Αεμόζ κατάλαβε πώς δεν μπορούσε νά μάθη τίποτα περισσότερο. Τον ευχαρίστησε και μπη,κε ξανά στο αμάξι. Εκείνο που του φαινόταν παράξενο ήταν ή καθημερινή αυτό συνάντησι. Του φάνηκε πολύ ύποπτο τό ότι δεν έδιναν τό ραντεβού τους αυτό στο γραφείο τού Μεσμέν μια καί ή ταν εκεί δίπλα. Ό αινιγματικός αυτός κύριος Μαρσελ έ δειχνε μάλιστα πώς απέδιδε μεγάλη σημασία στη συνάντησι αυτή., αφού τό ίδιο π.οωΐ είχε στείλει εΐιίδικώς άνθρω πο νά φωνάξη τό φίλο του! Καί ύστερα, γιατί, αντί νά στείλη τό λούστρο., νά μην πάίη νά τον δή ό ίδιος; Μαά άπάντηΐσι μόνο μπορούσε νά εξήγηση τη στάσι του αυτή: Γιά έναν όποιο νδηποτε λόγο, ό Μαρσελ ήταν υποχρεωμέ νος νά συναντά κάθε μέρα τον Μεσμέν καί μάλιστα μέ τρό πο αρκετά μυστικό, άιφοΌ ή σαν υποχρεωμένοι νά καταφεύ γουν κΓ οί δυό τους σ" αυτό τό μικρό στρατήγημα. Άπ’ αυτό ώς τό νά υπόθεση κανείς πώς ό επιχειρηματίας Μεσμέν είχε, έκτος άπ5 τις δουλειές του, άναίκατευτή σε κά ποια μυστηριώδη υπόθεσι, δέν υπήρχε παρά ένα μικρό βή μα! 'Ο Αεμόζ βεβαιώθηκε γΓ αυτό μόίλις τό αυτοκίνητό του στάθηκε μπρος στό κτίριο της Αιικαστικής Αστυνομίας. Δέν πρόφτασε νά μπή μέσα, γιατί ό Αεό, πού φαίνεται πώς από ώρα περίμενε τον προϊστάσενό του, έτρεξε αμέσως κοντά του. Κινούσε μέ ορμή τά μακρυά του χέρια: —ξέρετε τί συνέβη, κύριε άΐστυνόμε; "Εκλεψαν τό πτώ μα τού Μεσμέν! Τό γεγονός αυτό ήταν τόσο απροσδόκητο, ώστε ό Αεμόζ έμεινε μ’ ανοιχτό τό στόμα. Πριν ακόμη συνέλθη. από την έκπληξί του, ό Αεό τον παρέσυρε καί πάλι προς τό αμάξι: —Άνεβήτε, κύριε αστυνόμε, θά σάς τά πώ όλα στό δρόμο. Ό αστυνομικός ανέβηκε στό αμάξι καί ρώτησε αμέσως ανυπόμονα: —-Εξηγήσου, λοιπόν! Πού πάμε τώρα; —Πεντακόσια μέτρα έξω από τό Μερλάν. Εκεί όπου βρήκαν τό νοσοκομειακό αυτοκίνητο. —Ποιο νοσοκομειακό αυτοκίνητο; —-Εκείνο πού ήρθε χτές τό βράδυ για νά πάρη τό πτώ-) μα τού Μεσμέν. Σήμερα τό πρωί ένας ποδηλατιστής αστυ νομικός, πού έκανε τή βάρδια του, βρήκε τό αμάξι έγκα-
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ τοΰλελειμμένο μέσα σ5 ενα χωράφι. Παραξενιεύτηικε, ζύγωσεί 'ΐοον.τά και βρήκε.. εκτός από τό πτώμα, τους δύο νοσοκόμους δεμένους καΛι φιμωμένους. ?Ηταν ακόμη υπό την έπίδιριασι του χλωροφορμίου μέ τό οποίο τους είχαν ποτίσει. "Οταν συνήλθαν, δεν θυμόνταν τίποτε, έκτος από τό οτι όταν έ φτασαν χτες βράδυ στο Μερλάν, ένας άνθρωπος τους έκανε σινιάιλσ νά στ αμ αιτήσουν και σταμάτησαν γιατί νάμ ισαν πώς ήταν κάποιος της υπηρεσίας τους. Νομίζοντας δτι εί χαν Φτάσει στον προορισμό τους.- κοίτέβηικαν άπ’ τό άμάΐξι καί τότε δέχτηκαν μια ξαφνική επίθεσι από πολλά άτομα. 5Από τη στιγμή εκείνη καί πέρα δέν θυμόνταν τίποτε. —<Μ* άλλα λόγια., οί δυο άνθρωποι πού παρουσιάσθη^* σαν στή βίλλα «Μαρινέτα», ήταν «Ψευτο-νοισοικόμοι; —Ακριβώς, κύριε αστυνόμε! 'Ο Αεμόζ δέν μπορούσε νά κατα,λάβη ποιά ήταν ή αίτια τής απαγωγής αύιτή,ς^ του νεκρού. Γιατί, διάβολε., νά κλέ ψουν τό πτώμα κΓ έπειτα νά τό έγκαταλείψουν; Τή λυισι τού αινίγματος αυτού τή βρη,κε όταν έφτασαν επί τόπου. "Ερριξε μια ματιά στο νεκρό. Τό ένα του σαγόνι ήταν σπα-1 σμένο καί μπορούσε κανείς νά βι ακρινή πώς τού έλειπαν αρκετά δόντια. Τά ρούχα του. πού τό προηγούμενο βράδυ ήσαν άθικτα, τώρα ήσαν κομματιασμένα κΓ οι φόδρες τους είχαν άλες ξηλωθή. Δέν μπορούσε νά βγάλη κανείς άλλο συμπέρασμα, παρά ότι ό δολοφόνος του Μεΐσμέν, άρκέσ'θηικε στην αρχή στο νά κλέψη τά κλειδιά του γραφείου του., ελ πίζοντας δτι εκεί μέσα θά ευρισκε οτι ζητούσε. Κατά πά σα πιθανότητα όμως, ή έρευνα πού έκανε εκεί ήταν μάταιη ικαί ξαναγέμισε στή βίλλα «Μαρινέτα» γιιά νά ψάξη πιο προσεκτικά τό θύμα του. Ό Λεό άκουγε μέ ύφος σκεφτικό τά συμπεράσματα τού προϊσταμένου του. Μιά στιγμή τού έδειξε τό νοσοκομεια κό αυτοκίνητο καί τον ρώτησε: —Μά γιατί νά κάνουν τήν έπίίθεσι αυτή, αφού τους ήταν εύκολώτερο νά μπούν στή βίλλα; —Γιατί εσύ κι* η Ζωσιάν γυρίσατε πολύ συντομώτερα απ’ όσο υπολόγιζαν! Σίγουρα, θά παραφύλαγαν έξω απ’ τό σπίτι καί σ’ ακόυσαν πού τηλεφωνούσες στο ξενοδοχείο. Μιά φευγαλέα λάμψις εξυπνάδας άστραψε στα μάτια τοΰ Λεό: —(Κατάλαβα τώρα. "Εκλεψαν τό πτώμα γιατί νόμιζαν πώς θά βρούνε πάνω του εκείνο πού δέν μπόρεσαν ν’ άναικ'αλύψουν στο γραφείο. —ιΟί ξηλωμένες φόδρες αυτό άποδεικνύουν. "Οσο Ύ'ΐά τά βγαλμένα δόντια... Ό Αεμόζ θυμήθηκε κάποια παλιά ύπόθιεσι. Κατά τον
2/0
ΑΠΑΓΩΓΉ ΝΕΚΡΟΥ
πόλεμο, όταν ήταν στο Β' Γραφείο του Επιτελείου, είχε δη κάποιο συνάδελφό του που έφερε απ’ τό εξωτερικό ένα έγ γραφο φωτογραφημένο σε μικρογραφία, πού τό είχε βγάλει μέσα από μια λεπτή θήκη πού έκρυβε σ’ ενα κούφιο ψεύτι κο δόντι. Τό ξερίζωμα των δοντιών του Μεσμέν, δεν μπο ρούσε να είχε γίνει χωρίο λόγο... Θά έπρεπε σμω^ς νά συιμπεράνη απ' αυτό ότι οί δολοφόνοι τού Μεσμέν τον θεωρού σαν Ικανό νά μεταχειριστη ένα τέτοιο τέχνασμα; —Στην περίπτωσι αυτή., τό αντικείμενο πού ζητούσαν οί δολοφόνοι, θά άπρεπε νά είναι ένα έγγραφο πάρα πολύ μικρού σχήματος, μ<ά πολύ μεγάλης σημασίας, άν κρίνουμε από τά μέσα^ πού μεταχειρίστηκαν γιά νά τό πάρουν στά χέρια τους, είπε μέ σκεπτικό ύφος ό Αεμόζ. —Τί έγγραφο, κύοιε αστυνόμε; ρώτησε ό Αεό, πού τά είχε κυ,ριολεκτιικώς χαμένα. 'Ο αστυνομικός άνασήκωισε τούς ωμούς του: —Δέν τό ξέρω ακόμα, μά αυτό μοιάζει, κατά σατανική σύμπτωσι, μέ ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ κατασκό πων. Θά άνακατευθή ή Υπηρεσία ’Αντικατασκοπείας καί τότε τίποτα πιά δέ θά μείνη σκοτεινό. Τά μάτια τού Αεό έλαμπαν: —"Ωστε είναι ύπόθεσις κατασκοπείας; —"Οπως μου φαίνεται, ναι! Έν πάση περιπτώσει. Κράτησε τη γλώσσα σου. άν αγαπάς τη ζωη σου. Προτιμώτεοο είναι νά μή καταλάβουν οί δολοφόνοι πώς ξέρουμε τηιν αίτια γιά τηιν όποια έκαναν τό έγκλημά τους αυτό. 'Ο Αεμόζ δέν άνέφερε τά συμπεράσματά του αυτά ούτε καί οπούς προϊσταμένους του γιατί, άν. Καί μόνο τη λέξι «κατασκοπεία» πρόφερε, σίγουρα θά τού έπαιρναν αμέσως την υπόθεσι από τά χέρια του. ΚΓ ή ύπόθεσις αύτη, ίσως γιατί κατά κάποιο τρόπο ήταν ανακατεμένος ό Αεό. τον ένδιέφερε άκόμα περισσότερο. "Επειτα ήταν μιά ύπόθεσις εν τελώς διαφορετική από τίς κλασσικές σινακρίσεις πού τού ανέθεταν συνήθως. Τό υπόλοιπο πρωινό του τό πέρασε συμπληιρώνοντας τίς συνηθισμένες διατυπώσεις.
Ϊί. ατά τίς δύο τό απόγευμα, ό Αεό τού έφερε τη Ζωσιάν. Μ’ όλο πού την προηγούμενη μέρα τού είχε δη λώσει ότι δέν ήξερε τίποτα γιά τίς δουλειές πού έκανε ό
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
21
σύζυγός της, ό Αεμόζ έπεχείρησε και πάλι νά τη ρωτήιση πάν&5 σ* αύτό τό θέμα. 7Ηταν καθισμένη άντίκρυ του με σεμνό, άλλα όχι συντετριμμένο ύφος. ι0 θάνατος τού συ ζύγου της δέν φαινόταν νά την είχε κάνει νά πόνεση και τόσο... ιΟ άστυνομικός άναψε Ενα τσιγάρο κι* άρχισε τίς Εοωτήσει ς του: —Λυπούμαι πολύ, κυρία μου. που σάς υποβάλλω σέ μιά συζήιτησι που, χωρίς αμφιβολία, σάς κάνει νά υποφέ ρετε, μά είναι άνάγκη! Η Ζωσιάν έκανε μιά χειρονομία σάν νά ελεγε «εΐμαι έτοιμη νά σάς απαντήσω». —5Από πότε εΐσθε παντρεμένη; —Πάνε πέντε χρόνια, κύριε αστυνόμε. Γνώρισα τον Ρο ζέ στο Παρίσι. "Ημουν τότε υπάλληλος σέ μιά τράπεζα. ’Εκιεΐ τον συνάντησα. —Εργαζόταν κι* αυτός έκεΐ; ^—"Οχι! 7Ηταν πελάτης της. •—Τί έπάγγλεμα εκανε τότε; —5Από τότε εκανε διάφορες επιχειρήσεις, ταξίδευε πο λύ και δέν τον εβλεπα παρά πολύ άραιά. —Μετά τό γάμο σας ήρθατε άμέσως και μείνατε στη Μασσαλία; —"Οχι! 'Ο Ροζέ Εξακολούθησε την ίδια Εκείνη δουλειά περισσότερο άπό δυο χρόνια. Πήγαινε συχνά στο Εξωτερικό καί μ5 άφηνε ολόκληρες βδομάδες ^ ολομόναχη. Είναι τρεις •μήνες μόνο που αποφάσισε ν’ άνοιξη τό μεσιτικό γραφείο κι* έτσι Εγκατασταθήκαμε μονίμως Εδώ. Ή κυρία Μεσμέν Φαινόταν άνθρωπος που ελεγε την άληιθεια, γΓ αυτό κΓ ό Αεμόζ είδε πώς δε θά μπορούσε νά μάθη απ’ αυτή κάτι περισσότερο γιά τίς δουλειές τού συ ζύγου της. Πέρασε, λοιπόν, σ* άλλο θέμα: —Είχατε κοινές γνωριμίες μέ τό σύζυγό σας, στην πά λι; ξέρατε τούς φίλους του; Ή Ζωσιάν άνασηκωσε τούς ωμούς της: —"Οχι, κύριε άστυνάμε! Σάς είπα ότι ό άντρας μου μέ κρατούσε σέ άπόστασι άπό κάθε τι πού τον άφωρούσε ιδιαιτέρως κΓ άν κάποτε ετυχε νά συναντήσω μερικούς απ’ τούς γνωρίμους του, αύτό γινόταν έντελώς κατά τύχην. —Μήπως θυμόσαστε τά ονόματα τους η τουλάχιστον τά Επαγγέλματά τους;^ ^ ;ά μιά Φορά ή νεαρή γυναίκα εκανε ενα αρνητικό κΓίνηιμα. λ —"Οχι, ό άντρας μου δέν μου τούς γνώριζε ποτέ! —ϊΚσί ο! άνθρωποι όπου σάς πήγα χθές βράδυ;
22
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
—'Ο κύριος κΓ η κυριία Μπάκελεϋ; Αυτοί είναιι δικοί μου φίλοι μόνο. 'Ο Ροζέ δέν τούς ήξερε. 'Ή ώρα^ είχε περάσει. 4Ο Αεμόζ σηκώθηκε.- δείχνοντας έτσι πώς δεν είχε κάτι άλλο νά ρωτήση. — Σάς ευχαριστώ., κυρία Μεσμέν. Μπορείτε νά πάτε νά συνεννοηθήτε μέ τό νοσοκομείο για την κηδεία. ’Άν Π άνάικρϋσις αυτή δέν του είχε δώσει κάτι τό σπου δαίο, έν τούτοις τού είχε έπιβειβαιώ,σει έξ αντιθέτου τό συμ πέρασμα πού ό αστυνομικός εΐχε βγάλει τό πρωί. Οι αό ριστες αυτές υποθέσεις. μέ τις όποιες άπησχολιεΐτο τό θύ μα, τά ταξίδια του στο εξωτερικό., τό μυστήριο πού σκέ παζε τήν όλη δράσι του και τις σχέσεις του., ήταν δ.ιτι έ πρεπε για νά στηρίξουν τήν υπόνοια τής κατασκοπείας. IΚαθώς ό Αεμόζ άναβε καί δεύτερο τσιγάρο.. 6 Λεό πού έλειπε σ" όλη τή διάρκεια τής καταθέσεως τής Ζωισιάν, μπή κε τρεχάτος στο γραφείο: —Πήρα τίς πληροφορίες πού μου ζητήσατε., κύριε α στυνόμε. Οί φίλοι., στους οποίους ή κυρίία Μεσμέν έμεινε χθές βράδυ., είναι μιά παλιά οικογένεια τής Μασσαλίας. Είναι λοιπόν ανώτεροι κάθε υποψίας... Τό ίδιο κΓ ή Μαντελέν Νταλέστ, ή υπάλληλος τού γραφείου τού Μεσμέν. Εί ναι μυά κοπέλλα πού μένει μέ τούς γονείς της. ανθρώπους Υιά τούς όποιους δλη ή γειτονιά μιλάει μέ πολύ σεβαΐσμόι. ’Έτσι, σιγά-σιγά, κάποιο φώς φαινόταν στή σκοτεινή αυτή ύπόθρσι. 'Ο Αεμόζ έδιωξε τον Λεό καί όταν βρέθηκε μόνος, άρχισε νά σκέπτεται τί απτές αποδείξεις είχε στα χέρια του. Έν πρώτοι ς.. τόν τόπο τού εγκλήματος : τή β ίλλα «Μαρινέτα», όπου είχαν βρή τό πτώμα,, έπειτα τό «Μ'αϊάιμι» όπου ό Μεσμέν. κατά τά Φαινόμενα., ήταν τακτικός 8αμών, τέλος τό μεσιτικό γραφείο., πού δέν έδειχνε νά χρη σίμευε παρά σαν πρόσχημα. "Υστερα έρχονταν οί ήρωες τού δράματος: ή κυρία Μεσμέν κΓ η υπάλληλος, πού δέν είχαν καμιμιά σχέσι μέ τήν ύπόθεσι. Έμεναν ή Κάρμεν κΓ ό μυστηριώδης κύριος Μα,οσέλ. 'Η πρώτη ήταν βέβαιο πώς ήταν γνωστή στό «Μαϊάμι». "Οσα για τόν δεύτερο.- δέν θά έπρεπε νά είναι άγνωστος κι* αυτός, μιά καί ό Μεσμέν τόν συναντούσε τακτικά έκεϊ. 'Ο αστυνομικός, λιοιπόιν, είχε στα χέρια του μόνο ένα στοι χείο χιά μιά σοβιαοή έξόρμησι: τό νυκτερινό αυτό κέντρο* ΚΓ επειδή δέν άνοιγε πριν από τίε εννιά τό βράδυ, τού έ μενε τό υπόλοιπο απόγευμα, χωρίς νά έχη νά κάνη τίποτε. Τό πέ,οασε τακτοποιώντας τά διάφορα στοιχεία τού φακέλλου τής ύποθέσεως αυτής καί διαβάζοντας άλλη μιά Φορά ώρισμένα απ’ αυτά, έτσι ώστε νά μπόρεση νά καταλάβη κατά βάθος τά ελατήρια τού εγκλήματος. "Αποτελείωσε καί
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
23
την αναφορά του που είχε αρχίσει.. προσθέτοντας και τά συμπεράσματα του για την όπόιθεσι Μεσμόν. Κατά τις έπτά, μέ ξεικούρα'στο πια τό μυαλό του. έφυγε, μαζί μέ τον Λεό, αποκτά γραφιεΐα της δικαστικής άστυ'νοφίας καί πήγε για τό δε,ΐπνο. Οϊ δυο άντρες έφαγαν μέ ορείξι. 'Ο Λειμόζ επωφελήθηκε της ευκαιρίας καί ενημέρωσε τό νεαρό φίλο του για τά σχέδιά του. πού τά έβαλε σ’ εφαρμογή δυο ώρες άργότε,οα. όταν πήγε στο «Μαϊάιμι». Ό Λεό θέλησε νά τον συνοδεύση μέσα στο καμπαρέ. Μά ό Λειμόζ του έκοφε τη φόρα. —Θά μείνω μόνο γιά πέντε λεπτά τό πολύ. Περίδενε με στο αμάξι. Θά μπω καί θά βγω στη στιγμή. Άφίνοντας τόν Λεό.. μπήκε στο καμπαρέ. Πίσω από τον πάγκο ένας μπάρμαν μέ άσπρο σοακικάικι. τακτοποιούσε τις μπρυκάλες μέ τά ποικιλόχρωμα περιειχόιμενα. 'Ο Λειμόζ σκαρφάλωσε σέ ένα σκαμνί: —-Ή Κάρμεν είναι δώ; ρώτησε τόν μπάρμαν πού ζύ γωσε νά πάιοη παραγγελία. —’Όχι, κύριε.- δέν ήρθε άκόιμα. 'Ο αστυνομικός παράγγειλε ένα τζίν καί. περιδένοντας νά τόν σερβίρουνε, ρώτησε ξανά: —Τόν ξέρετε τόν κύριο Μαρσέλ; 'Ο μπάρμαν χαμογέλασε: — Καί βέβαια, κύριε. Σίγουρα θά έχετε ραντεβού κΓ οί τρεις σας γιατί κΓ εκείνος ρώτησε γιά τη δεσποινίδα Κάρμεν. —’’Αλήθεια; έκανε ό Λεμόζ. Έδώ είναι κΓ αυτός; 'Ο μπάρμαν χαμογέλασε πάλι: —’Έιφυγε μόλις ποίν από ένα λεπτό. Υποθέτω πώς πή γε νά την βρη.. γιατί μοΰ είπε νά την παρακσλέσω νά τόν περιιμένη σέ περίίπτωσι πού θά γύριζε εκείνη ποίν απ’ αυτόν. "Ενα είδος ανησυχίας κυρίευσε τόν αστυνομικό. Άπό κάποιο κρυφό ένστικτο ένοιωθε πώς πραμηνύονταν ένα νέο δράμα. ’Ήπιε τό πιοτό του. πλήρωσε καί βγιηικε νά συνάν τηση τόν Λεό. —Τελειώσατε κιόλας; κύριε άστυνόιμε. Την είδατε την Κάρμεν; —’Όχι! Πάμε στο σπίτι της...στην οδό Ζοζέφ - Τίερί. Τό αμάξι ξεκίνησε ολοταχώς καί λίγες στιγμές αργό τερα σταματούσε στη γωνιά τού σπιτιού τής Κάρμεν.. μπρος στο μπάο «Σαπίτρ». —-Περίιμενέ με στο αμάξι.- διέταξε ό αστυνόμος... Θά πάω ώς εκεί μόνος... 'Ο αριθμός 31 είναι, πολύ κοντά. Πέρασε γρήγορα τά εκατό μέτρα πού τόν χώριζαν άπό την είσοδο τού σπιτιού όπου είχε άΦησει την περασμένη
24
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
νύκτα την Κάρμεν. Δίπλα στο κουμπί του τρίτου κουδου νιού, έγραφε: «Κάρμεν Έρμοζά»^ Ή νεαρή κοπέλλα έμενε στο τρίτο πάτωμα. 'Ο Αεμόζ ανέβηκε τρεχάλα τις σκάλες, παρακινημένος ακόμη περισσότερο από το κακό προαίσθη μα που τόν κατείχε. 'Η μοναδική πόρτα του τρίτου πατώ ματος, που είχε κΓ αυτή τήν επιγραφή τής Κάρμεν, ήταν μισάνοιχτη. Κανένας θόρυβος δέν άκουγσταν μέσα από το διαμέρισμα, που ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. <0 Αεμόζ προχώρησε, άναφ:ε ένα σπίρτο και τέλος βρήκε έναν διακό πτη. Μια κομψή πλαφονιέρα σκόρπισε το φώς της σ’ ένα ιμίικροισκοπικό χώλ.. που είχε τρεις πόρτες γύρω. Ή πρώτη ώδηίγούσε στήν κουζίνα.- ή δεύτερη σ’ ένα κοκικέτικο μπου ντουάρ. "Οταν άναψε το φώς στο τρίτο δωμάτιο., ό αστυ νομικός άντίκιρυσε μέ φρίκη τό μισόγυμνο κορμί τής Κάρ μεν ξαπλωμένο πάνω σ’ ένα διπλό κρεββάτι. που τά σεν τόνια καί ©>ί κουβέρτες του ήσαν μισοριγμένα πάνω στο πάτωμα. Πάνω στον άσπρο., ντελικάτο λαιμό τής νεκρής, διακρίνονταν μεγάλες μπλάβες εκχυμώσεις. "Αν καί περίιμενε καί χειρότερα., ό Αεμόζ στάθηκε μια στιγμή πολύ συγκινημένος. Στήν ουσία στενοχωρήθηκε πιο πολύ, παρά λυπήθηκε τήν Κάρμεν. Τό νήμα που άκολουθούσε για τήν έξιχνίασι τής υποθέσεως Μεσμέν. κοβόταν άπότοιμα. 'Ο κύριος Μαρσέίλ τήν σκότωσε;... "Ισως!... Μά ποιος ήταν ό κύριος Μαρσέλ; Είχε τώρα κάθε λόγο, αν βέβαια αυ τός ήταν ό δολοφόνος.- νά μήν ξαναφανή πια ούτε στο «Μαϊάμι» ούτε καί σ’ όλη τήν περιφέρεια. Ρίχνοντας άπό έπαγγελματικό καθήκον μια ματιά στα έπιπλα καί τα συρτάρια του δωματίου., ό Αεμόζ άρχισε νά ξεκαθαρίζη τό ρόλο πού είχε παίζει τό θύμα. 7Ηταν ένα συμπέρασμα πού τό έβγαλε πρόχειρα, μά πάντως τού φαινότανε άληθινό: οι δολοφόνοι τού Μεσμέν είχαν χρησιμοποιήσει τήν Κάρμεν γιά νά τόν παρασύρη νά λείψη μιά νύχτα άπό τή βίλλα «Μαρι-νέτα». Καί μέ τή σειρά της κΓ αυτή είχε ύποστή τήν ίδια τύχη, γιατί άσφαλώς ήξερε ποιοι ήταν οι δολοφόνοι· του... Ακολουθώντας τις σκέψεις του αυτές., ξαναμπήικε^ στο μπουντουάρ, έπειτα στό χώλ, προσπαθώντας νά βρή τό τηλέφωνο τού διαμερίσματος, μά δυστυχώς δεν υπήρχε. 'Ο Αεμόζ δεν είχε σκοπό νά περάση τήν υπόλοιπη νύχτα του στο μοιραίο αυτό σπίτι. Θά έπρεπε καλύτερα νά πάη ως τό μπαρ «Σαπίτρ» καί νά στείλη τόν Αεό νά ζητήση ενι σχύσεις άπό τό πλησιέστερο άστυνομικό τμήμα. Μέ τό κλειδί πού είχε μείνει πάνω στήν κλειδαριά., ό αστυνομικός έκλεισε τήν πόρτα τής εισόδου καί βγήκε στον κεντρικό διάδρομο. Κατέβηκε γρήγορα τά σκαλί α καί βγήκε οπό Βρόιμο,
ΑΛΑΛ1Ρ-Η Ν&ΚιΡΌΥ
2ι5
κλείνοντας πίσω του τήν κεντρική πόρτα του σπιτιού. Προ χώρησε κάτω άπό τά Ψηλά πλατάνια, που πλαισίωναν τον έρημο και σκοτεινά δρόμο, και βάδισε προς την κατεύθυνσι του μπαρ «Χαπίτρ». Μόλις είχε κάνει μερικά βήματα, άκουσε πίσω του ένα ελαφρά κλείσιμο πόρτας, που αντήχησε ιμέσα στη σιγαλιά τής νύχτας. 'Ο Λεμόζ δέ γελιόταν: ό χαρακτηριστικός αυ|τ·ός κρότος προερχόταν άπό την κειντρική πόρτα του σπιτιού., πού πριν λίγη ώρα είχε κλιείσεΐι Φεύγοντας. Θέλησε νά γυρίση πίσω.· μά, κατανικώντας την επιθυμία του αυτή, βιάστηικε νά συνέχιση την πορεία του, χωρίς νά βραδύ1 νη ή νά ταχύνη το βήμα του. Τά βήματα του άγνωστου αντηχούσαν τώρα πίσω του, λες καί κανονίζον ταν στο ρυθμό των δικών του... Σέ λίγο έφτασε μπρος στο μπάρ, όπου τον περίμενε ό Λεό. Εξακολούθησε όμως την πορεία του. προσπέρασε τό αυτοκίνητο καί προχώρησε.. Φροντίζοντας νά β'αδίζη πάντα στη σκιά, έτσι πού νά μήν τον άντιληφθή 6 νεαρός φίλος, του καί τόν Φωνάιξη... Τά βήματα του αγνώστου αντηχού σαν πάντα πίσω του... Δεν υπήρχε πιά άμφιβολία: κάποιος τόν παρακολουθούσε, χωρίς μάλιστα νά παίρντγ καί την προφύλαξι νά κρυφτή. ■"Εβγαλε ήσυχα ένα τσιγάρο, τό ά ναψε καί συνέχισε τό δρόμο του. "Ενα καφενείο βρέθηκε μπροστά του, σαν έστριψε τή γωνία. Είχε καρέκλες στο πεζοδρόμιο. 'Ο Λεμόζ πλησίασε, μισάνοιξε την πόρτα καί παρήγγειλε ένα λιικέρ. Κάθηισε λίγο^ σέ μιά γωνιά. τελείωσε τό τσιγάρο κι5 έπειτα πολύ Φυσικώτατα πήγε καί κλείστη κε στον τηλεφωνικό θάλαμο. Βρήκε σ’ ένα φθαρμένο τηλε φωνικό κατάλογο τόν αριθμό τού μπάρ «Σαπίτρ», τόν πήρε κι’ όταν απάντησαν σιπ’ την άλλη πλευρά, παρακάλεσε: —Εμπρός, είπε μπορείτε νά φωνάξετε τόν κύριο Μα ο ν ιέ, βρίσκεται στο κέντρο σας. —Αμέσως, κύριε. "Ακούσε μιά Φωνή πού καλοΟσε, ένα τρίξιμο καρέκλας πού μετακινείται κΤ έπειτα ή Φωνή τού Λεό άντήχησε στο άκουστ ιικό: —’Εδώ Μαρνιέ. Ποιος τηλεφωνεί; —Λεμόζ! —"Α, εσείς εϊσαστε, κύριε αστυνόμε! —ιΣώπαινε κι5 άκου! Αυτή τή στιγμή βρίσκομαι στο καφενείο πού είναι πιο κάτω δεξιά προς τή λεωφόρο. Κά-, ποιος μέ παρακολουθεί απ’ τή στιγμή πού βγήκα από τής Κάρμεν. "Ελα καί σύ εδώ. Φαίνεται πώς θά έχουμε σπου δαίο κυνήγι άπόψε! Πρόσεξε! Θά κάνης πώς δεν μέ ξέρεις. Αυτός πού μέ παρακολουθεί δεν ξέρω αν θά μ,πη στο κα~
ΑιΠΛΓίΙιΓΗ ΝΕΚΡΟΥ Φενείο, η θά μέ περιμένη άπ5 έξω. Κατάλαβες; —Ασφαλώς, κύριε αστυνόμε! 'Ο Λεμόιζ κράμα,σε τό ακουστικό κι* ήρθε και κάθησε στο τραπέζι του. όπου ήπιε αργά - άιργά τό λικέρ του. Αίγα λεπτά αργότερα., κατέφθασε ό Λεό... 'Ο αστυνομικός περί δενε νά καθηση στο τραπέζι του. νά πάρη κάτι,1 νά πλη ρώ: σ η κι5 έπειτα, χωρίς νά τού ρίξη κάν μιά ματιά, σηκώ θηκε και προχώρησε στο δρόμο. Μέ υπολογισμένη βραδύ τητα άναψε ακόμα ένα τσιγάρο, φωτίζοντας επίτηδες τό πρόσωπό του μέ τη φλόγα του αναπτήρα του. "Αν 6 άνθρωπος που τον παρακολουθούσε τον περίμενε στο σκοτάδι, θά μπορούσε έτσι νά τον άινοΰγνωρίση. Τό τσιγάρο είχε καλή γεΰσι, ή νύχτα δέν ήταν ούτε κρύα ούτε και ζεστό, μιά ελαφρά αύρα κουνούσε αργά τά φυλλώματα τών υψηλών δέντρων. 'Ο αστυνομικός εΐχε την έντύπωσι ότι έκανε ένα μ<ικρό περίπατο γιά νά χωνέψη. "Ακουγε πίσω του θόρυβο βημάτων.,. Μά δέν ανησυχούσε καθόλου, γιατί όταν βέβαιος γιά την αφανή μά σίγουρη παρουσία τού Λεό, πού μέ τη σειρά του θά παρακολουθούσε τον άγνωστο. Περ πατούσε μ’ αδιάφορο βήμα γιά κάμ,ποσα λεπτά, ώσπου έ φτασε στη γωνιά ένας έρημου δρόμου. Τότε, έστριψε απότο μα τη γωνιά καί έτρεξε καί χώθηκε στην προεξοχή μιας πόρ τας. "Ακούσε τά βήματα εκείνου πού τον παρακολουθούσε νά γίνωνται γρηγορώτερα κι" έπειτα φάνηκε κάποιος άνθρω πος. "Έμεινε γιά μιά στιγμή ακίνητος, σαν νά δίσταζε ποιά κατεύθυνσι έπρεπε νά πάρη. Τό άμυδρό φώς ένός ηλεκτρι κού, πού ήταν έικιεΐ κοντά, φώτιζε λίγο τάν άγνωστο έτσι που ό Λεμόζ μπόρεσε νά διακρίνη τό πρόσωπό του, πού τό μισόκρυβε ένα φραδύ γκρίζο καπέλλο. Παρά τό σκοτάδι ό άνθρωπος αυτός φορούσε μαύρα γυαλιά. Τό πάνω του χείλος στόλιζε ένα λεπτό μακρύ μουστάκι. «'Ο Λεό σίγουρα δέν θά βρίσκεται μαικ,ρυά» είπε μέσα του ό Λεμόζ αποφασισμένος νά δράση πριν ό άγνωστος προλάβη νά πάρη την άπόφασί του. Βγήκε άπ" τη σκιά καί προχώρηισε άπο φ ασ ι >σ τ ι κ ά. —ιΚόριε Μαρσέλ.... άρχισε νά λέη. Δέν μπόρεσε νά συνέχιση. 'Ο άλλος ρίχτηκε πάνω του, καί τού έδωσε μιά γερή κλωτσιά στη μέση. 'Ο πόνος ήταν τόσο δυνατός ώστε παρά λίγο ό αστυνομικός νά κυλιστή χάμω. "Οταν μπόρεσε νά συνέλθη απ’ τό κτύπημα, ό Μαρ σέλ τό είχε βάλει στά πόδια. Χωρίς νά διστάση ό χοντρός αστυνομικός ρίχτηκε ξοπίσω του. Δέν υπήρχε βέβαια πιθ'ανότης νά τάν πιάιση, γιατί ήταν πολύ γριηγορώτερος. «"Ώ! θεέ μου! Μά τί κάνει ό Λεό;» σκεπτόταν βλέπον-
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚιΡΟΥ
27
τας την άπόστασι, που τον χώριζε από τόν Μαρσέλ, νά μεγαιλώνη από λεπτό σέ λεπτό. Οι σκέψεις του δ,μως σταμάτη σαν ώς εδώ.
αφνιικά ακούστηκε ξοπίσω του τό μουγγρητό ένός^ μοτέρ. Μ:ά άεροδυναΐμ.ιικη Αιιμουζίνα τόν προσπέραισε κι’ ήρθε και σταμάτησε είκοσι μέτρα μακρυά του. μπρος ιστόν άνθρωπο πού κατεδίωκε και πού σταμάτησε έκπλη κτος.. Τό μιικρό αυτό διάλειμμα ίιταν αρκετό για τον Λεμόζ νά τόν φτάση. Την στιγμή όμως πού έτονμαζόταν νά τόν συλλάβη, δυο άγνωστοι ώπλισμένοι με οπλοπολυβόλα σαν από τό αύτοικινητο. —Μπητε μ,έσα, διέταξε ξερά ό ένας άιπό αυτούς και νω ρίς νά φαίνεται δτι έκανε καμμιά διάικρισι μεταξύ τού Μαρ σέλ καί του άστυνοίμιικοΰ. 'Ο Μαρσέλ υπάκουσε αμέσως χωρίς νά πη λέξκ μά 6 Λειμόζ προσπαθούσε νά κερδίση χρόνο. —Λοιπόν, τί περιμένεις; είπε θυμωμένα 6 οπλοφόρος σπρώχνοντας τον μέ τό αυτόματο πού κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του. "Οταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, ό ένας από τούς οπλο φόρους κάθησε ανάμεσα στόν Μαρσέλ καί τόν Λεμόζ καί ό άλλος κάθηισε δίπλα στόν σωφέρ, μέ την κάννη τού όπλου του στραμμένη προς τό μέρος τους. Κανείς δεν άνοιγε τό στόμα του κΓ όταν ό Λεμόζ θέλησε κάτι νά πη, μια άγρια φωνή σά γάβγισμα σκύλου τόν διέκοψε: —Σκασμός! Σώπασε κΓ ένώ τό αυτοκίνητο διέσχιζε μέ ίλιγγιώδη ταχύτητα τούς δρόμους της Μασσαλίας., δεν τού έμενε άλ λο παρά νά σκέπτεται μέ πίκρα ότι τό «σπουδαίο κυνήγι» του δεν είχε καθόλου πετύχει. «Μά, γιά τό Θεό. τί είχε γί νει 6 Λεό!...». 5Απ’ ό.τι μπορούσε νά δη μέσα στο σκοτά δι κατάλαβε πώς πήγαιναν έξω άπ’ την πόλι. Μόνο τό μουγγρητό του μοτέρ άκουγόταν μέσα στη σιγαλιά. 'Ο Λεμόζ έρριξε στα κλεφτά μιά ματιά σ’ εκείνον πού τού είχε έπιτε-
28
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
0η και τώρα ήταν σύντροφός του στήν ατυχία του. ΚΓ αυ» τός δέν φαινόταν ευχαριστημένος. Στη φυσιογνωμία του 6ιακρινόταν η ίδια ανησυχία και απορία απως και στοΰ αστυ νομικού. Τώρα είχαν βγή όητό την πόλι^ και έτρεχαν στο δρόμο, που βρισκόταν γύρω από την ακτή. Τό αυτοκίνητο., που ως τώρα έτρεχε μέ μεγάλη ταχύτητα^ άρχισε να προχωρή άργότερα, έστριψε σ’ ένα κάθετο δρόμο κι5 η.οθε και στάθηκε ιμπρός σ’ ένα σπιτάκι κρυμμένο στο βάθος ένός πευκώνα. 4Ο σωφέρ χτύπησε τό κλάξον τρεις φορές ρυθμικά και μια πόρτα άνοιξε. Στο άνοιγμα τής Φωτισμένης πόρτας φάνηκε ένας άν τρας υψηλού αναστήματος. Ό οπλοφόρος που στεκόταν δί πολα στο σωφέρ.- πήδησε έξω κι5 ήρθε κΓ άνοιξε τή μια πόρ τα του αυτοκινήτου. —Κ ατεβήτε!, πρόσταξε. Ύπό την απειλή των δυο οπλοπολυβόλων., ό Αεμόζ κΓ ό κύριος Μαοσέλ υπάκουσαν. Συγχρόνως ό όδηγός τού αυτο κίνητου τους ζύγωσε και τούς έκανε έρευνα. —Προχωρήστε, φώναξε ό ένας από τούς κακοποιούς. "Οταν έφτασε κοντά στήν πόρτα τής βίλλας. ανήγγειλε ειρωνικά: —Σάς φέρνουμε μουσαφίρηδες., αφεντικό. 4Ο Αεμόζ μπήκε πρώτος. Στο νώλ τον υποδέχτηκε ό... διευθυντής τού «Μαϊάμι» χαμογελώντας μέ ειρωνική ευγέ“ νεια. —Χαίρω πολύ πού σάς ξαναβρίσκω.- κύριε αστυνόμε. Τό χαμόγελό του έγινε έντονώτερο όταν είδε νά μπαίνη’ 6 κύριος Μαοσέλ: —Μπά! Καί σείς! "Έχουμε απαρτία απόψε! 4Η Φυσιογνωμία του πήρε έξαφνα μιαν έκφρασι μεγάλης σκληράτητος: —Τούς έρευνησοοτε; ρώτησε τούς ανθρώπους του. -—Ηαί, αφεντικό. Αέν έχουν όπλα. —Καλά, δέστε τους καί κλείστε τους χωριστά τον ένα από τόν άλλο. Χαμογέλασε καί.- γυρίζοντας στους δυο αιχμαλώτους: —Θά χρει,αστή νά έχετε λιγάκι υπομονή. θά αποφασί σουμε τί θά γίνη μέ σάς απόψε... Σταμάτησε απότομα. "Απ’ έξω άκούγονταν φωνές. Κά ποιος καλό ύσε βοηθε1 α. "Ολοι έμειναν ακίνητοι κΓ άφουγίκράζονταν. -^πΠηγαινε νά δής τί τρέχει, Αουΐ, διέταξε εκείνος πού Φαινόταν σαν αρχηγός, τόν όπλοψόρο που στεκόταν κοντά στήν πόρτα.
ΑΠΑΠ'ΪΓΉ ΝΕΚΡ0Ϋ 4 Ο Λουΐ δίστασε για μια στιγμή. 1 Ολοιμ όναχοο, άφεντ ι κό; —Τί, φοβάσαι; —"Οχι! Πηγαίνω. Άνασηκωσε τούς ωμούς του, άνοιξε την πόρτα καί χάκε μέσα στο σκοτάδι. Τά λεπτά περνούσαν... Στα μάτια τού διευθυντού τού «Μαϊάιμι» ήταν ζωγραφισμένη η άινησυχΐία. ΠηιΥα11νοερχόταν μέσα στο χώλ* ενώ ό συνένοχός του κρατούσε πάντα τό όπλο του στραμμένο προς τούς δυο αι χμαλώτους. Κι* οί τέσσερις τους άγωνιούσαν καί φαίνονταν σάν_νά πιερίμεναν κάτι. Ξαφνικά, ό αρχηγός δέ βάσταξε πιά. Μια βλαστήμια ξέΦυγ-ε άπ’ τό στ άμα του: —Τί στο δ ιάολο κάνει ό Λουΐ5 ΚΤ ό σωφέρ* που τον αφήσατε; —Στο γκαράζ* πήγε νά κλείση τό άμάιξι. Θέλετε νά πάω νά δώ; 4Ο διεθυντης του «Μαϊάιμι» έβγαλε άπ* την τσέπη του έ να πελώριο αυτόματο. —Κάνε γρήγορα. Σου δίνω καιρό τρία λπετά. 4Ο δεύτερος κακοποιός έτοιίιμάσθηκιε νά βγη. "Ανοιξε προφυλαχτικά την πόρτα της εισόδου* κι* έβγαλε τό ένα πό δι του έξω. Σάν νά τον τράβηξε όμως κάποια άάρατη δόναμις. γλύστρησε* έχασε την ισορροπία του καί έπεσε μπρού μυτα μέσα στο σκοτάδι πού βασίλευε έιξω. Ακούστηκε μια ριπή όττλοπολυβόλου. Μ’ ένα πήδημα ό διευθυντής τοΰ «Μαϊάμι» στράφηκε προς τό μέρος των αιχμαλώτων μέ τό όπλο του προτεταμένο. Αλλά ό κύριος Μαρσέλ, γρήγορος σάν α στραπή, ρίχτηκε στά πόδια του καί τον έρριξε χάμω. Κυ λίστηκαν κι* οί διυό οπό πάτωμα κι5 άρχισε .μια σκληρη πά λη μεταξύ τους. Δέν διήρικιεσε όμως για πολύ* γιατί ό Λεμόζ δέν έχασε την ευκαιρία. "Αρπαξε τό όπλο πού ξέφυγε από τά χέρια τού κακοποιού καί τον χτύπησε μέ δύνα,μι κα τακέφαλα. Ευθύς αμέσως άνοιξε ή πόρτα της εισόδου, αυτή τη Φορά μέ μεγάλο κρότο. 4Ο Λεό ώρ,μησε μέσα στη βίλλα κρατώντας στό χέρι ένα όπλοπολυβόλο: —Ψηλά τά χέρια!, ούρλιαξε. Σταμάτησε ξαφνιασμένος γιατί είδε πώς δλα ήσαν έν Τάξει. 'Ό κύριος Μαρσέλ σηκωνόταν ξεφυσσώντας καί χα μογελούσε ευχάριστη μένος. —ιΟύφ! "Εσκασα! "Αν ήξερα πώς είστε άξιωματικός τήε άστυνοίμίαςν 4Ο Αεμόζ δέν κατέβαζε τό ρεβόλβερ του. ^Μιά στιγμή, εΐπε. Κοά σεις ποιος εΐσθε;
Βΰ
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
Ό κύριος Μαρσέλχ χωρίς νά τοορο^χίθ'Π- γονάτισε κοντά στο λιποίθ'υ,μισμένο ακόμα σώ,μα τού διειθμντού τού «Μαίάιμι» και πήρε άιπ’ την τσέπη του το πορτοφόλι που του εί χαν πάρει πρίν. Τό άνοιξε κΓ έδειξε στον κατάπληκτο Λεμόζ μ,ιά ταυτότητα ίδια μέ τη δική του: —Επιτρέψτε μου νά παρουσιασθώ. Είμαι ό ταγματάρ χης Μαρσέλ "Πρπέν του 8' Γραφείου 5 Αντί κατασκοπεί ας και βοίσκομ,αι σέ είδ,ικη αποστολή! —"Έ, αυτό πιά είναι απ’ τ" άγραφα!... είπε ό Λεό εκ δηλώνοντας την έκπληξί του. ένώ ό Αείμόζ τά είχε κυριολε(Κιτικως χαμένα. —Μά γιατί δέν μού τό είποιτε νωρίτερα; Ό ταγ,ματάρχης σήκωισε τους ωμούς του: —Εϊιμαστε υποχρεωμένοι νά δουλεύουμε πολύ μυστικά, ξέρετε. "'Επειτα, όταν σάς παρακολούθησα που βγήκατε α πό της Κάρμεν. δον ήξερα πώς είστε της αστυνομίας. Μό νο όταν ό Δελαπίνα... Σκούντησε μέ τό πόδι του τό διευθυντή του «Μ'αϊάιμι», που αναστέναξε σιγανά. —Τότε που ό Δελαπίνα.. εξακολούθησε., σάς φώναξε «α στυνόμο», τότε μόνιο κατάλαβα τί είστε. Μά μιλάμε τώρα γΓ αυτά σάν «νά μήν είχαμε κάτι κοίλύτερο νά κάνουμε. Γύρισε στον Αεό καί ρώτησε: —Οι άλλοι τρεις, πού είναι; —Μην ανησύχησε γΓ αυτούς! Τον έναν τον γάζωσα στην κοιλιά μέ τό αυτόματο κΓ οι άλλοι δυο είναι γερά δεμένοι «μέσα στο γκαράζ. "Έτριψε τά χέρια του μέ ίκανοποίησι, και πρόσθεσε: —Μεγαλείο δουλειά σήμερα τό βράδυ! "Έδειξε τό Δελαπίνα.. που ήταν ακόμη λιπόθυμος, καί ρώτησε: —Πιοιό εΐν" αυτό τό μούτρο; —"Οσο ξέρεις εσύ τόσο ξέρω κι" εγώ. ειΐπιε ό Αεμόιζ. "Ε σείς τό,ν ξέρετε^ ταγματάίρχσ; —Τό Δελαπίνα; Είναι ένας από τους πιό επικίνδυνους άρχισυμμορίτες! Κάθαρμα μέ πολυποίκιλη: δράσι: λαθρειμπόιριο όπλων καί ναρκωτικών, γενικό λαθρεμπόριο σέ μεγά λη κλίμακα καί. τον τελευταίο καιρό, κατασκοπεία. Αυτό καί τον έφαγε! —ΚΓ ό Μεσμπέν; —«Διπλός πράκτωρ μέ τον οποίο βρισκάμουν σέ επαφή, Οι τρεις άντρες στέκονταν πάντα στη μέση τού χώλ. Στα πόδια τους, ό διεθυντης του «Μαϊάμι» άρχισε νά συ νέρχεται. Αυτό τούς έκανε όλους νά σκεφτούν τά πιό επεί γοντα,
ΑΠΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ *Ό ταγματάρχης ’Ωμπέν είπε: —Τις εξηγήσεις θά τις δώσουμε άργότερα. —Λάπιτρέφτε μου νά τηλεφωνήσω στην Υπηρεσία Άντι•κατασκοπιείας νάοθουν νά παραλάβουΐν αυτά τά καθάρματα1. * * * ... Μέσα σ’ ενα φωτεινό ^ γραφείο της Υπηρεσίας Άντικατάσκοπείας της Μασσαλίας. πού τό είχαν θέσει στη διάθεσί τους., ό ταγματάρχης Ώμπέν.. ό Αεμόιζ και ό Αεό κα ταβρόχθιζαν ό καθένας τους απτό ένα πελώριο σάντουιτς. ?Ηταν σχεδόν μεσάνυχτα και οι συγκινήσεις εκείνης της βραδυάς τούς είχαν αδειάσει τό στομάχι. —Άρΐίττόν, είπε ό Αε;μόζ καταπίνοντας τη μπουκιά του, κι5 οι δυό σας μου οφείλετε μια εξηγησι! Πρώτα εσύ. Αεό, έξηγησέ μου γιατί εξαφανίστηκες την ώρα πού μέ παρακο λουθούσαν κι5 έπειτα ξεφύτρωσες ώς έκ θαύματος στη βίλλα τών κατασκόπων; —'Απλούστατα, κύριε άστυνόιμε. "Οταν έφυγα από τό •καφενείο ξοπίσω σας είδα, βέβαια., τόν κύριο Μαριθέλ...συγγίνώμη, τόν κύριο ταγματάρχη ήθελα νά πώ... που σάς πή ρε τό κατόπι. Πήγα νά τόν πάρω, κι* έγώ μέ τή σειρά μου, τό κατόπι., όταν παρατήρησα άπό τόν άλλη, πλευρά της λεω φόρου ένα μεγάλο αυτοκίνητο., πού προχωρούσε σιγά Καί μέ σβυΐσμένα τά φώτα. Κοαάΐλαβα πώς εκείνο σάς παραικολουίθούσε καί τούς δυο σας. Τότε πήδησα στο αμάξι καί σά(ς πήρα όλους σας άπό πίσω. *0 νέος τέντωσε ,μέ περήφανε ια τό αθλητικό του κορμί. —Δέν τά κατάφερα άσχηιμα, πιστεύω; 'Ο ταγματάρχης ’Πίμπέν τόν συνεχάρη... —Χωρίς την έπέ,μβασί σας., τώρα ίσως νά ήμαστε κι* οΐ δυό μας μακαρίτες. 'Η τύχη τού Μεσιμέν καί της Κάριμεν είναι μιά άπόδειξις του πόσο λογαριάζουν τη ζωή τών ανθρώπων αυτοί οί κα κούργοι. Σκότωσαν τόν πρώτο για νά τού κλέψουν κάποιο σπουδαίο έγγραφο πού., ευτυχώς μοΰ τό είχε παραδώσει τό Τδιο πρωί. "Οσο για τή δεύτερη, αυτή την είχε χρησιιμοποιήσει. ό διευθυντής τού «Μαίάμ,ι» για νά παρασύρη- τόν Μιεσμέν έξω απ’ τό σπίτι του. 7Ηταν απλώς ένα όργανο κι* α φού τή μετάχειρίσθηικαν, την έξώντωσαν! Την είχα βρη νε κρή όταν σάς είδα νά μπαίνετε σπίτι της καί σάς πέρασα Υιά άνθρωπο τού Δελαπίνα... 'Ο Αεμόζ^ τέλειωσε τό σάντουιτς του. *—(Καί γώ* είπε, νόμιζα πώς εϊσαστε ό δολοφόνος!
ΑίΤΑΓΩΓΗ ΝΕΚΡΟΥ
3Ϊ
"Εμπηξαν τά γέλια. Πρώτος 6 Αεό ξαναπήρε τό σοβαρό του υΦος. —Δεν μου λέτε* κύριε αστυνόμε., είπε. μια κΐαί τώρα ό λα τελείωσαν μια χαρά, 0ά μπορούσα νά πάρω λίγο τό άμάξι για.. "Εχω μιά μικρή περιπέτειας. Την σοβαρότερη της ζωής μου!... Τη λένε Όντέτ.. Είναι σερβιτόρα στο ιμττάο «,Σοοπίτρ».., ΤΕΛΟΣ
ΕΙΙΔΟ@ΗΙΑΝ (και πωλουντοα στα γραφεία μας, Λέκκα 22 (υπόγειο) 1) Τό Αίνιγμα των Τριών 2) 'Ο Δραπέτης 3) Τό Κόικίκινο Τριφύλλι
4) Ξανθός Σατανάς Ι5ι) Τό Μυστικό του Σοφοί) 6) Στόν ίσκιο τού Εγ κλήματος
Οι άνΟΥνώσται μας μπορούν νά αγοράσουν όλα τά προη γούμενα τεύχη στά γραφεία μας* Λέκκα 22 (υπόγειον) Ά0ηναι, και στά κάτωίθι καταστήματα: ιΠιΕΙΡΑΙΕΥΣ: Κατάστημα ’Αθαν. Τουφεξή, όδός Βενι* ζέλου και Εύριπίδου (γωνία), έναντι τής Εμπορικής Σχο λής. Τηλέφ. 42-966. ΛΡΑΠΕΤΣΠΝΑ: Βιβλιοπωλεΐον όδός 'Αγίου Παντελεπμονος 30. ΝΙΚΑΙΑ: Βιβλιοπωλεΐον 4ΑΥ ίου Ν ι κολαο υ.
Παναγ.
ΙΠΛΑ,ΚΑ: Καπνοπωλείο ν Ίωάν. β,ριανού και Θέσπιδος γωινία. ΔΑΦΝΗ: Άθήναι.
Μιχαήλ
Χαραλ.
Δημητριάδη,
Χρηστάρα, Δημητριάδη,
Ραυτόπουλος*
πλατεία όδός
Βουλιαγμένης
*Α« 160,
ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ: Βιβλιοπωλεΐον Αγγέλου Ααρόζα, οδός Σωκράτους και Άγγίλης (γωνιά) Τηλ. 91-955. ΠΑΓΚΡΑΤΙ: Πρακτορείο ν Εφημερίδων άδελφ. Χασομέ ρη. οδός Χρεμωνίδου 12. ΑΓIΟI ΑΝΑΡ ΓΥΡ ΟI (5Αττ ικης): Αυγερινού, όδός 4Αγίων 1 Αναργύρων 8β
Β ι βλ ι οπωλεΐον
θεσ.
Την Παρασκευή, 4 Νοεμβρίου κυκλοφορεί τό πρώτο βιβλίο μιας νέας σειράς μυ θιστορημάτων μέ τό γενικό τίτλο
ΤΙ
Δ
Πρόκειται για μια σειρά από αυτοτελή, εβδο μαδιαία βιβλία τής τσέπης μέ συναρπαστικές ΕΞΩΤΙΚΕΣ ΑΙΑΠΛΑΝΗΤΙιΚΕΣ
!
.
ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΚΕΣ ΕΞΕΡ ΕΥΝΗΤIΚΈΣ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ Κάθε
βιβλίο
μόνο
2
βραχίμές
ΓΕΝΙΚΑ!
ΕΚΔΟΤΙΚΑ!
Ε.
Γραφεία:
Αέκκα 22/ *Α-Θίγινσει.-—Δημοσιογραφικός Διευθυντής:
Στέλιος Ά-
νεμοδουρας
Γεωργιάδης.
—
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
Ο&κανοιμικος
Διευθυντής:
0.
Γεώργιος
«ΤΟ ΜΑΤΙ» ΒΙΒΛΙΟ 7
ΤΑ
ΕΚΛΕΚΤΑ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟ ΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΊΌΝ ΜΙΑΣ ΙΟ ΒΑΡΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ο ΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Π0Ι0ΤΗΤ0Σ ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ΔΡΑΧΜΑΙ2 ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 0. Ε. ΛΕΚΚΑ
22 — ΑΘΗΝΑΙ |
5
πατωμένο
ΔΙΑΔΗΜΑ
Εκ™ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ
9
"Άπόδοσις :
ΠΑΝ. ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΑΟΥ
γ........................................................... Λζιέ τό (μέγαρο της μαρκησίας ντε Σατινέλ. εκεί νο τό (βράδι, δινόταν μεγάλη δεξίωσις καί στα φωτισμένα σαλόνια συνωστιζόταν μιά λαμπρή και εκλεκτή κοινωνία. Τό πλήθος τών καλεσμένων είχε παντού σκορπίσει. Στην αίθουσα του χοίρου τά σμόκιν καί οί έξωμες τουαλέττες των κυριών στροβιλίζονταν στους μουσικούς τό'νους μιας μον τέρνας ορχήίστρας. Γύρω στον μπουφέ, πού ήταν φορτωμέ νος μέ ορεκτικά καί λιχουδιές., σχηματίζονταν μικρές ομά δες. Τό ίδιο καί στα άλλα μακρά σαλόνια. Μά ή έκπληξις καί τό ενδιαφέρον τής βραδυάς, δ,τι είχε προσελικύσει την προσοχή τού κόσμου, ήταν ενα διάδημα. Τό ξακουστό διά δημα τών Σατινέλ.. πού κάποιος βασιλικός πρίγκιψ τό είχε προσφέρει σ' έναν πρόγονο τής οικογένειας εις άναγνώρισι ύπηιρεσιών πού είχε προσφέρει. — Είναι ένα ιστορικό κόσμημα, έλεγε ή οίκοδέσττοινα μέ αύταρέσκεια, πού δεν τολμώ νά τό Φορώ. Τό διάδημα είχε έκτεθή στην πιο μεγάλη αίθουσα καί οί καλεσμένοι περνούσαν μέ τή σειρά καί τό θαύμαζαν. 7Ηταν πράγματι υπέροχο αυτό τό κόσμημα. Πετοΰσε χίλιες σπίθες,
4
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
— Στοιχίζει, πολλές δεκάδες εκατομμύρια, ψιθύρισε ένας καλεσμένος στο αυτί μιας ωραίας γυναίκας. "Όλοι οι καλεσμένοι είχαν καταφτάσει. "Ενας πελώριος' υπηρέτης στην καρνταράμπα έπαιρνε τό παλτό καί τό καπέλλο από τον τελευταίο καλεσμένο, σφιγμένος στη στενή στολή του κ,αί χωμένος μέσα στις διάφορεο γούνες καί τά παλτά. Στα κρυφά έπινε μια γουλιά άπό ένα μπουκάλι, ό ταν μιά Φωνή τον τρόμαξε: — Ζοζό!^ "Έχωσε τό μπουκάλι στην πίσω τσέπη. — "Ά, εσείς είσθε. κύριε; Θέλετε τίποτα; *0 νεοφερμένος Φορούσε σμόκιν. · — "Όχι. "Ολα πηγαίνουν καλά; — Ναι. ^ — Καί η Κλοκλό; ρώτησε 6 επισκέπτης. — "Έχει άναμιχθή μέ τούς άλλους. Μόνο που εγώ στε νοχωριέμαι έδώ που είμαι περιωρισμένος. — Τί νά πώ έγώ που καπνίζω αυτά τά βρωμοεγγλέζικα τσιγάρα κι5 έχει ξεραθη τό λαρύγγι μου; Ύποιμονη. "Απομακρυνόταν, όταν ό Ζοζό —ό σωματώδης υπηρέτης τής καρνταρόμπας— του θύμησε: — Στάσου, αφεντικό! "Άν λάχη καί σου πέση, στά χέ ρια κανένα μπουκάλι μέ καλό ποτό... νά μέ θυιμιηθης. Τ" ακόυσες; Χωρίς ν" απάντηση, ό Πώλ Μερσιέ, ό νεαρός διευθυντής του ιδιωτικού αστυνομικού πρακτορείου που έφερε τή σύντο μη καί χαρακτηριστική έπωνυμία «ΣΤΟΠ»., άπομακρύνθηκε στην πρώτη μεγάλη αίθουσα. \Η δούκισσα ντε Σατινέλ τού είχε αναθέσει την έπίβλεψι τού περίφημου διαδήματος. — "Απαιτώ, κύριε, τού είχε συστήσει, η έπιτηρησίς σας νά είναι αποτελεσματική καί διακριτική. Κανείς νά μην άντιληφθή τό ελάχιστο. Μην κουβαλήσετε στά σαλόνια μου ντέτεκτιβς, ώστε οί καλεσμένοι μου νά νομίσουν πώς τούς υποπτεύομαι καί δεν τούς εμπιστεύομαι. — Δεν θά είμαστε, κυρία δούκισσα, την πληροφόρησε ό Μερσιέ, παραπάνω άπό τρεις. Καί νά είσθε βειβαία πώς κα νείς δεν θ’ άντιληφθη την παρουσία μας καί την ιδιότητά μας. Πράγματι τό προσωπικό τού πρακτορείου «ΣΤΟΠ» ήσαν τρεις όλοι - όλοι. "Ο Μερσιέ, ό σωματώδης Ζοζό καί η γραμινατεύς Κλοκλό. Τόν Ζοζό τον είχε έγκ,σταστησει στο βεστιάριο, κι" αυτός μέ την Κλοκλό είχαν άναμιχθή μέ τό πλήθος των καλεσμένων.^ ιΟ Πώλ την έβλεπε πού πηγαινο ερχόταν κατακόκικινη άπό τη χαρά της μέσα στην τουαλέττα της,, πού την είχε ράψει ή καλύτερη μοδίστρα. Πότε-
Λ_·^.
ΜΑΤΩΜιΒΝΐό ΔίιΑΑΗΜΑ
5
πότε του Εκανε νόημα σά νά τουλεγε: «"Ολα πάνε κοίλα». "Οταν η Κλοκλό απομακρύνθηκε από τό «στέκι» της — στο μέρος όπου οί άλλοι θαύμαζαν τό δ^ιάδηιμα— πλησίασε έκεΐ ό Μ-ερσιέ. Εκείνη τη στιγμή, τά φώτα έσβυΐσαν ξαφνι κά. Τό απροσδόκητο καί γενικό σβήσιμο των φώτων έφερε μια βρισιά στα χείλη του Πώλ. Για μια στιγμή έμεινε ακί νητος, ευθύς κατόπιν όμως ώριμηΐσε μπροστά. "Άντρες καί γυναίκες δημιούργησαν έναν μικρό πανικό μέ τίς ,μικροκοαυγές τους καί τά ελαφρά σπρωξίματα. Μέσα στην αίθουσα του χορού η ορχήστρα διέκοφε τό παίξιμο. Μιά φωνή α κούστηκε. — Πάλι τό κόλπο το,ύ σβυσίματος των φώτων. Τό βα ρέθηκα ! 'Ο Πώλ όμως άνησυιχουσε. — Νά είναι τυχαίο η σκόπιμο; μονολογούσε. ΚΓ άν έξαφανιστη τό διάδημα; Αέν πρόλαβε νά κάνη αυτή τη σκέψι καί τά φώτα άνα ψαν ξανά. Ζωηρές κραυγές χαράς καί άνακουφίσεως τά υπείδέχθησανί
ην ίδια αίσθιησι δοκίμασε κι* ό Πώλ.. γιατί τό διάδημα βρισκόταν στη θέσι του. λαμπρό και άκτινοβό λο, όπως πρίν. "Ωστε,, λοιπόν, δέν έπρόικειτο γιά κανένα κόλπο. 'Η διακοπή δέν είχε κρατήσει παραπάνω άπό ένα λεπτό, άλλα είχε ρίξει τό νεαρό ντέτεκτιβ σέ μιεΥάλη απελ πισία. Πήρε μιά βαθειά αναπνοή καί πλησίασε τη Κλοκλό που είχε χάσει τό χρώμα της. — Φοβήθηκα πολύ, κύριε Μερσιέ. τού ψιθύρισε. — Δέν έπρεπε νά Φοβηθης καθόλου άφοΰ βρισκόμουν ε δώ. Πήγαινε τώρα νά κάνης μιά βόλτα στο βεστιάριο. Πι θανόν ό Ζοζό νά έχη κάτι νά μάς πη γΓ αυτή τη διακοπή. Την παρακολουθούσε πού άπομακρυνόταν καί άναψε^ ένα τσιγάρο. Τό απρόοπτο αυτό γεγονός τόν είχε συγκινήσει. Σέ λίγο ή νεαρή γραμματεός του έπέστρεΨε. Φαινόταν
6
ΜΑΤΩΜΕΝΟ * ΔΙΑΔΗΜΑ,
•πολύ ταραγμένη και η ώχρότης του προσώπου της είχε μιε^ γαλώσει. ^ — Κύριε Μερσιέ, τραύλισε τραβώντας τον παράμερα. *0 Ζοζό... εξαφανίστηκε! — Τί είπες; — Δεν βρίσκεται στην καρνταρόμπα! Λεν είναι κανείς στη θέσι του! — Αδύνατον!, γρύλλισε ό Πώλ. Του είχα άπαγ ορέψη νά μετακινηιθη από τη θέσι του! Δεν μπορεί νά έχη φύγη κά που εκεί γύρω θά είναι! Δέν μπορούσε νά χώνεψη αυτή την ανυπακοή τού βοηθού του. Μιά ανησυχία τον κυρίευσε. — Μείνε εδώ εσύ!, τη διέταξε. Καί τό νού σου στο δι άδημα. Νά μην τό χάσης άπο τά μάτια σου! νΑν τυχόν καί ξανιασβύσουν τά φώτα νά πόσης μπροστά και νά τό άιγκαλιάσης! ^ Έγκατέλειφε βιαστικά τίς ζωηρές αίθουσες καί σε λί γο βρέθηκε στόν έρημο καί ήσυχο προθάλαμο τού μεγάρου που ώδηγοΰισε στην έξοδο. Πίσω άπο τον πάγικο της μεγάλης καρνταρόμπας δεν υπήρχε κανείς. — Ζοζό! "Εινα υπόκωφο μιουγγρητό τοΰ άπάντηισε. Προερχόταν άπό μέσα από τό χώρο της καρνταρόμπας. πίσω από τά κρε μασμένα ρούχΙά.^ 'Ο Πώλ μπήκε μέσα, Παραμέρισε παλτά καί γούνες Δυο πόδια φάνηκαν τότε μπροστά του κι* εύθυς κατόπιν έ< να ξαπλωμένο σώμα. — Ζοζό!, φώναξε ξανά ό Πώλ καί γονάτισε. Διέκρινε ένα τραύμα στο κεφάλι του. Τό χέρι του έψαξε στην τσέπη όπου ήξερε πώς είχε τό μπουκάλι μέ τό πιοτό. Τού έδωσε νά πιη λίγο καί ό Ζοζό κάπως συνήλθε. — Δόσε μου κι* άλλο νά πιώ, ψιθύρισε 6 Ζοζό. Κι* όταν συνήλθε τελείως καί άνοιξε τά μάτια, έφερε τό χέρι στο χτυπημένο του κεφάλι καί μουρμούρισε. — Μου την έδωσαν γιά καλά.· αφεντικό. Μιά ανησυχία έκανε τη φωνή του νά βραίχνιάση. — Καί τό διάδημα μέ τά διαμάντια; ρώτησε. — Μείνε ήσυχος. Βρίσκεται στη θέσι του. Έσυ όμως πές μου: Τί σού συνέβη; 'Ο Ζοζό στηρίχτηκε μέ^ κόπο στά πόδια του. — Μήπως ξέρω ακριβώς; Καθόμουν στό πόστο μου ό ταν ένας από τούς καλεσμένους, όπως μοΰ φάνηκε, μέ πλη σίασε καί ζήτησε τό παλτό του. Κι* όπως γύρισα την πλά-
ΜΑ1ΏΜ&Ν0 ΔΙΑΔΗΜΑ
"'Ηπιε δ..,τι είχε άπο μείνει στο μπουκάλι καί συνι&πέρανε. — Ούτε ξέρω τί επακολούθησε κατόπιν. "Έχασα τις αι σθήσεις μου... "Απορώ δ;μως τί εΐχιε αυτός υιοοζί μου καί τί σκόπευε νά σκαρώσηι. 4 Ο Πώλ του άρπαξε το μπράτσο. — Κύτταξε! "Έδειξε τό ηλεκτρικό ρολόϊ, κάτω από τό όποιο βρισκό ταν ό γενικός διακόπτης. — Νά τί σκόπευε νά κάνη! Βλέπεις; Αυτός που σε χτύ πησε σκόπευε νά διακόψη τό ηλεκτρικό φως καί νά τό έπαναφέρη όπστε αυτός ήθελε. — Σύμφωνοι, έκανε ό ΖοιζόΛ. αλλά γιατί νά κόψη, τό Φως. άφου τό διάδημα μέ τά διαμάντια βρίσκεται στη θέσι του. όταν φανερό δτι.. άν η διακοπή του ηλεκτρικού ρεύματος είχε προικληιθη γιά νά κίλαπη τό διάδημα., τό κόλπο είχε άποτύχει. Κι" δμως είχε τό αόριστο συναίσθημα πώς κάτι ειχέ συμβη. Κι" αυτό τό διαπίστωσε δταν ^είδε τη μαρκησία ντε Σατινέλ νά μπαίνη στο χώλ. Περπατούσε με ζωηρά βήματα, τά μάτια της ησαν ανήσυχα σαν ν’ αναζητούσε κάποιον. — "Ά, έδώ εΐσθε φώναξε κι" έτρεξε κοντά στο νεαρόν ντετεκτιβ. Πρέπει κάτι νά κάνετε. ^ . 4Η φωνή της ήταν αλλαγμένη καί πρόδινε μιά μεγάλη συγκίνησι. Προσπαθούσε ωστόσο νά φαίνεται ψύχραιμη, δ-1 πως άρμοζε σέ μιά μεγάλη κυρία. — "Έκλεψαν τό διάδημα!
«Στοπ» άλλαξε μέ μαάς έκφρασι. Ή εΐδηισις τού φαινόταν άπιστευτη. Μέ τη διακοπή τού ρεύματος δέν είχε παρατη ρήσει τίποτα τό άνώμαλο. Καιμμιά ύποπτη κίνησι, κανένα ιμιικροπαντκό, "Εξ άλλου, ένα λεπτό πριν, τό πολύτιμο κό σμημα βρισκόταν στη θέσι του. Τό είχε 6η μέ τά μάτια του.
0
ΜΑΤΛΜΙΒΝ,Ο ΔΙΑΔΗΜΑ
Ένώ ό Μερσιέ σώπαινε, ή μρακηισία χαμογέλασε κα! συνέχισε: —- Υπάρχει στη θέσι του ένα άλλο διάβημα, μα αυτό δέν είχα ι τ ό ίδ ι ο... —- θέλετε νά ττβτε ατι... — Θέλω νά πώ πώς αυτό είναι ψεύτικο. Νάί! ιΗ άπομί,μησις όμως είναι τόσο τελεία* ώστε κανείς ώς τώ,οα δεν άντεληφθη την κλοπή. Ούτε εγώ. Εκείνος που μέ πληροφό ρησε για την ανταλλαγή ήταν ό κύριος Βάν "Οουντερνταμ, ό μεγάλος άδαμαντοπωλης. Αυτός έτρεξε καί μέ αναστάτω σε. Είναι πια βέβαιο πώς ή άντιικατάστασις δέν μπορούσε νά γίνη παρά την ώρα που διακόπηκε τό ρεύμα. — Εΐσθε βέβαια; ριψοκινδυνέυσε την έοώτησι 6 Ζοζό. Μήπως συνέβη προηγουμένως; Ή μαρκησία ύψωσε τό ανάστημά της. — Κύριε!... Μόνη μου τό είχα τοποθετήσει εκεί ©που βρισκόταν. Δέν πιστεύω νά θεωρητε έμενα ένοχο; Ξέσπασε ένα μικρό νευρικό γέλιο. — "Εγώ σάς πληρώνω γιά νά προσέχετε τά κοσμη,μοοτά ίέιου κι* εσείς μου κάνετε προσβλητικές ερωτήσεις; Αναπήδησε δμως, μόλις είδε τό ματωμένο κεφάλι τού Ζοζό. —- Μά... έσείς είσθε τραυματισμένος; ιΜέ λίγα λόγια ό Μερσιέ διηγήθηκιε στην μαρησία την έπιίθεσι. — Μην άνησυχεΐτε όμως. Δέν είναι τίποτε. 'Ο βοηθός μου έχει πάθει χειρότερα. Λογαριάζετε μήπως νά καλέσετε την αστυνομία; -— Κυρίως πρέπει ν* άποφύγω τό σκάνδαλο. Δέν θ3 α ναφέρω την κλοπή παρά μετά τό τέλος της δεξιώσεως, κι* αφού φύγει όλος ό κόσμος. ^Ηταν φανερό πώς ό κλέφτης είχε βάλει στη θ'έΐσι τό ψεύτικο διάδημα γιά νά καθυστέρηση την άνακάλυψι της κλοπή,ς τού πραγματικού κα3 δτι τώρα πιά θά είχε μεταβι βάσει τό κλεμμένο διάδημα στά χέρια κάποιου συνενόχου του. 3ΊΙσως σ* εκείνον πού χτύπησε τον Ζοζό. Φαίνεται οτι η έπίθεσι θά είχε υπολογιστή μ3 επιμέλεια καί θά είχε προετοιμαστή μέ κάθε δυνατή λεπτομέρεια. Γ ι3 αυτή τη δουλειά χρειάζονταν οπωσδήποτε δυο άτομα, κι* όταν ό ένας θά εκορ βε τό ρεύμα, ό άλλος θά έκανε την άνταλλαγη στο σκοτάδι. Τη σκηνη αυτή μέσα στο σκοτάδι ό Πώλ προσπαθούσε νά την άναπαραστηση στο μυαλό του, όταν ξαφνικά τού ήρθε ή Ιμπνευσι. — 3Έχω μιά ίδέαΓ, φώναξε. 4 Η μαρκησία τού έρριξε μιά λοξή ματιά,
ΜΑΤΠΜΒΝ-0 ΔΙΑΔΗΜΑ
9
— Ήταν καιρός!, είπε μέ ειρωνία. 'Κότταξε προς την είσοδο τόοιν σάλον ιών, δπου Φαινόταν ενα περ ίέργο κεφάλ ι. απουσία μου πού παοατείνεται. Σας δίνω την έντολη να ενεργήσετε όπως νομίζετε καλύτερα. Περιττό όμως να σάς έπαναλάβω ότι δέν μου αρέσουν τά σκάνδαλα και πρέπει νά τ’ σπο φύγετε. τηρούσε τόσο καλά καί προσεκτικά την ψυχραιμία της., μο λονότι είχε χάσει τόσα εκατομμύρια. Μόλις έφυγε η οικοδέσποινα, ό Πώλ γύρισε και είπε στον βοηθό του:
δλιες αυτές οί κινήσεις τοιυ έπρεπε νά γίνουν χωρίς κανείς νά παρατήρηση ότι μετέφερε τό διάδημα πού δταν μάλιστα καί ογκώδες. — Πράγματι!, συμφώνησε ό Ζοζό. — 'Η περίπτωσις ότι μπορούσε ένας από τούς υπηρέ τες νά τό κάλυψη κάτω από μιά πετσέτα πρέπει ν* άποκλιειστη. Γύρω άπό τό διάδημα εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κα νείς υπηρέτης. Επίσης πρέπει νά άποκλείσουιμε δτι την κλο πη την έκανε κάποιος άπό τούς καλεσμένους. "Ολοι φορού σαν βραδινά κοστούμια —σμόκιν— πού έφαρμόζουν στο σώμα καί δέν είναι δυνατόν νά κρύψουν ένα παρόμοιο πολύ τιμο καί εύμεγέθες αντικείμενο. — Απομένει, λοιπόν, την κλοπή νά την έκανε μιά γυ ναίκα! — Μιά γυναίκα καί αδιάφορο ποια. 3Αρκεί νά φορούσε μιά κατάλληλη τουαλέ,ττα, δπου νά μπορη νά κρυφτή ένα άντικείιμ'ενο σαν τό κλεμμένο διάδημα. Καί τέτοιες τοοαλέττες μέ περίτεχνες κρύπτες υπάρχουν πολλές. Κατάλαβες;
ο
νεαρός
καί σωματώδης Ζοζό
κούνησε τό κε-
10
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
Νοοί^ ναί... Λες όμως ή μαρκησία. συνέχισε.. νά εΐΛ χε έκθέσει τό ψεύτικο διάδημα για νά ίστχυριστη κατόπιν πώς έχασε τό πραγματικό καί νά είσπράίξη το ποσό της άσφαλίσεώς του; — Αδύνατον! 'Ο Ζοζό ωστόσο δυσπιστοΰσε άκόμα. "'Εμεινε σκεφτικός. — Συνήθως, είπε ό Πώλ, τό διάδημα βρίσκεται φυλαγ μένο σ’ ένα χρηματοκιβώτιο, στην Τράπεζα τής Γαλλίας. Πρίν από τη δεξίωσι της κυρίας ντε Σατινέλ, πήγαμε καί τό πήραμε από εκεί, έγώ μαζί μ" ενα ειδικό υπάλληλο της 5Α σφαλιστικής Εταιρίας. Άν άπό τότε τό διάδηιμα εκείνο ή ταν ψεύτικο., ό ειδικός της ασφαλιστικής εταιρίας θά τό εί χε άντιληφθη άμέσως, "Έπειτα τό διάδημα έμεινε στην δίκη μου απόλυτη φύλαξι ώς τη στιγμή που έξετέθη στό μεγάλο σαλόνι. "Άναψε ενα άλλο τσιγάρο καί κατόπιν ρώτησε: — Πώς ήταν τό άτομο που σου έπετέθη; — Δεν έδωσα καί μεγάλη προσοχή. Πάντως θαρρώ πώς ήταν ψηλός, σωματώδης, καστανός, περίπου σαράντα χρό νων. Τόν πέρασα γιά καλεσμένο. — "Ο,τι καί νά ήταν τώρα θά βρίσκεται μακρυά. Τό μόνο, λοιπόν, που μάς Απομένει είναι νά σταθούμε τυχεροί καί νά βρούμε τη γυναίκα. Στράφηκε στις φτέρνες του κι* έτρεξε νά συνάντηση την 1 Κλοκλό, τη μόνη πού θά μπορούσε νά είχε παρατηρήσει την ειδική τουαλέττα κάτω άπό την όποια η κλέφτρα θά μπο ρούσε νά κρύψη τό διάδημα. ■Ατ * * Με την αιχμή ένός μαχαιριού ό κ. Βάν "Όουντερνταν έξυσε τό εσωτερικό τού διαδήματος. "Αμέσως τότε φάνηκε ή μεταλλική λάμψι μπρουτζου. — Είναι ψεύτικο, άποφάνθηκε ό άδαμαντοπώλης. Αέν χωρεΐ η παραμικρή αμφιβολία. Με τό ίδιο μαχαίρι έβν,αλε άπό τη θέσι του έναν πολύ τιμο λίθο πού τόν κράτησε καί τον εξέτασε γιά μια στιγμή. — Οί πέτρες έχουν κάποια άξία. αλλά χίλιες φορές μι κρότερη άπό εκείνην πού είχαν οι δικές σας κυρία μαρκησία. ιΗ εργασία του άντιτυπου είναι επιμελημένη;, έγινε όμως βιαστικά. Ή μαρκησία, 6 άδαμαντοπώλης καί ό Μερσιέ βρίσκον ταν μέσα στό μπουντουάρ της οικοδέσποινας, μακρυά άπό τίς θορυβώδεις αίθουσες του μεγάρου. 'Η δεξίωσι πλησίαζε στό τέλος της καί η κ. ντε Σατινέλ βρήκε την άίφορμη καί πήρε τό διάδημα άπό τη θέσι του μέ την αυστηρή έπίβλεψι
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΜΑΔΗΜΑ
11
του Με όσιέ και τό έφερε έδώ γιά νά τό έ,ξετάση καλύτερα ό κ. Βάν "Όουντερνταν. Τώρα ό νεαρός ντέτεκτιτβ είχε πεισθή ότι η άλλαγή έ λαβε χώρα τη στιιγμή πού 5ιεκόπη τό ρεύμα. Αέν τόν ένδιέ φερε, λοιπόν* η περαιτέρω έξέτασις του ψεύτικου διαδήμα τος κι5 ετρεξε νά συνάντηση την Κλοκλό. — Αυτή είναι* κύριε Μερσιέ. Μια νεαρή γυναίκα* κομψή και ωραία, διέσχιζε τη με γάλη ατθουσα. Φορούσε μέ χάρι μια τουαλέττα κατάλληλη νά κρύψιη σέ μιά τσέπη της ένας αντικείμενο. — Είσαι βεβαία; ρώτησε 6 Μερσιέ. — Απολύτως! ^Ηταν η μόνη γυναίκα πού* την ώρα πού έσβυσαν τά φώτα., βρισκόταν κοντά στο διάδημα. Την κύτταζα μάλιστα., γιατί μου είχε κάνει έντύπωσι ή τουαλέττα της, αρχαίου ελληνικοί) ρυθμού μέ μεγάλες πιέττες.^ Μόλις ετοιμαζόταν ν’ άπομακρυνθή από τή μικρή ομάδα των θαυ μαστών τού διαδήματος., όταν κόπηκε τό φως. — Μην την χάσης από τά μάτια σου καί φρόντισε νά μάθης τ’ όνομά της. Ή μικρό φτιαγμένη γρσιμματεύς του πρακτορείου «Στοπ» άποκρίθηκε: — Τό ξέρω κιόλας. Είναι ή δεσποινίς Ρουσώ* ιδιαίτερη γραμματεύς τής κυρίας ντε Σατινέλ. Δέν πιστεύω δέ νά μάς ξεφύγη γιατί μενη μέσα στο μέγαρο. Κυττάτε. Άφίνει τις άίθουσες. Πιθανόν νά πηγαίνη νά ξεκουραστή στο διαμέρι σμά της. Πράγματι ή νεαρή γυναίκα κατευθυνόταν στήν κεντρική εσωτερική σκάλα., πού ώδηιγούσε στον πρώτο όροφο. — "Ακούσε.. είπε ό Μερσιέ. Πρέπει μέ κάθε θυσία νά τής πάρουμε τήν τουαλέττα γιά νά έξετάσουμε. Βασίζομαι σέ σένα., μικρή μου. Προσποιήσου λ.χ. πώς είσαι μιά κα μαριέρα πού θέλεις νά δής άπό κοντά τήν τουαλέττα της. Ή Κλοκλό δέν χρειαζόταν νά τής ττή περισσότερα ό προ ϊστάμενός της. "Αφησε τήν ύποπτη, νά φτάση στο κεφαλό σκαλο κι’ ετρεξε ξοπίσω της. Σιγά - σιγά* οί καλεσμένοι αποχαιρετούσαν τήν οικο δέσποινα καί πλησίαζαν σέ ομάδες στό βεστιάριο γιά νά πάρουν τά ρούχα τιους πού τούς έδινε μέ τάξι ό Ζοζό. Πέρασε μασή ώρα ώσπου νά φανή ξανά ή Κλοκλό. — Λοιπόν; Είδες τήν τουαλέττα; ρώτησε αμέσως ό. Πώλ. — "Οχι ακόμα. Μόλις ή δεσποινίς Ρουσω άλλαξε όμως. Φόρεσε μαύρο ταγιέρ καί τό μικρό της μπερέ. Είμαι βέβαια πώς άλλαξε γιά νά βγή έξω.
12
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙίΑΔΗΜΑ
— Μεΐνε έδώ! τη διέταξε ό Μερσιέ. Περίιμενε διαταγές ιμιου! ^ ; Διέσχισε τδ^ χώλ κάνοντας ^νόημα στον Ζοζό νά τον συ νάντηση στον κήπο. ιΟ τελευταίος άφησε τη δουλειά του στη μέση κι* έτρεξε κάτω. — Τρέξε γρήγορα στο αυτοκίνητο, διέταξε ό Μερσιέ. Και φέρε το από την έξοδο τής υπηρεσίας. Χωρίς νά π ερωμένη άπάντησι, ό Πώλ έτρεξε στο πίσω μέρος του μεγάρου πεπεισμένος πώς., άν ή δεσποινίς Ρουσώ έβγαινε έξω, δεν 8ά έβγαινε από την κεντρική είσοδο.
κ
άποιο ρολόϊ χτυπούσε δυο. Ή είσοδος της υπηρεσίας άρχιζε μέ μιά συνηθισμένη, μικρή πόρτα πού ε βλεπε σέ μιά μια έρημη περιοχή. Ό "Ο Πώλ, φορώντας τό σμόκιν το του κρύφτηκε σέ μιά σκοτεινή γωνιά, στο άντιικίρυνό πεζο δρόμιο. "Από εκεί είδε τον Ζοζό πού μανουβράριζε τό μι κρό αυτοκίνητο καί τό στάθμευε κάπου κοντά περιμένοντας νέεο οδηγίες από τον προϊστάμενό του. Σέ λίγο ή μικρή πόρτα άνοιξε μέ προφύλαξι καί μιά σκιά προχώρησε δειλά οπό κατώφλι. Ή δεσποινίς Ρουσώ, όπως του την είχε περιγράφει ή Κλοκλό, κυτταξε δεξιά καί αριστερά καί κατόπιν προχώρησε βιαστική στο σκοτεινό πεζοδρόμιο καί αντίθετα από τό μέρος τού στάθμευε τό αυ τοκίνητο. Στή γωνιά του δρόμου τάχυνε τό βήμα της. — Παρακολούθησε τή γυναίκα! διέταξε ό Μερσιέ μπαί νοντας στο αυτοκίνητο. — Αυτή είναι πού πήρε^ τό διάδημα; ρώτησε ό Ζοζό. — Τίποτα ακόμη δεν είναι βέβαιο, αλλά πρέπει νά ξέρουμε που θά πάη. Στό εσωτερικό τού αυτοκινήτου τά φώτα ήταν σβυσμέ-
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
13
να. Οί δυο άντρες προσπερνώντας την πεζή μπόρεσαν να την εξετάσουν χωρίς τον κίνδυνο νά τούς αναγνώριση. Ή ιδιαίτερη γραμμοπεύς τής μαρκησίας βάδιζε μέ τα» χύ καί σταθερό βήμα χωρίς νά δώση προσοχή στο ανώνυμο αυτοκίνητο πού την έπιτηιροΰσε. Ό Μερσιέ πού τή,ν κύτταζε από τό πίσω παραθυράκι την είδε νά κατευθύνιεται στον σταθμό των ταξί. — Σ τάσου! δι έταξε τον Ζοζό. Ή δεσποινίς Ρουσώ μπήκε σ’ ένα ταξί πού ξεκίνησε ά·» μέτως. ^Ετσι άρχισε μια κανονική παρακολούθησς πού ήταν τώρα πια εύκολη. "Η νέα παρέσυρε τούς δυο Ιδιωτικούς άστυνομφκούς στούς κεντρικούς δρόμους του Παρισιού, πού άρχιζε νά ξυπνά, ως τήν πλατεία τής Βαστίλης. *Εκεΐ κοοτέβηικε από τό ταξί. Αιέτρεξε εκατό μέτρα μέ τά πόδια καί κατόπιν έξαφανίστηκε στο χώλ ενός ξενοδοχείου. -—- Περίμιενέ με εδώ! είπε 6 Μερσιέ πηδώντας κάτω. Βρισκόταν κιόλας πίσω της. ^Από τό πεζοδρόμιο τήν είδε νά ξεκρειμά από τό ταμπλώ ένα κλειδί, χωρίς νά τήν άντιληφθή ό υπάλληλος του ξενοδοχείου πού κοιμόταν, καί ν5 άνεβαίνη τή σκάλα πού ώδηιγοΟσε στά δωμάτια. Μπήκε μέσα. Τό σμόκιν του έδινε τήν έντύπωσι γλεντζέ πού γύριζε από κάποιο κέντρο διασκεδάσεως. Μ* ένα γεν ναίο φιλοδώρημα, ό υπάλληλος θά δεχόταν νά ξυπνήση καί ν* άπαντήση στις ερωτήσεις του. — Πες μου φίλε. Γνωρίζεις τήν κοπέλλα πού μόλις άνέβηκε τή σκάλα; *0 υπάλληλος τσέπωσε τό χαρτονόμισμα τών πεντακοσίων Φράγκων^ — "Όχι·. Ξέρετε εγώ είμαι νυκτερινός. — Μπορείς νά μάθης τ* όνομά της; Ό υπάλληλος κύτταξε τό βιβλίο... "Ήξερε σέ ποιο δωιμάτιο νά κυττάξη γιατί ήξερε ποιο κλειδί βρισκόταν στο ταμπλώ καί έλειπε τώρα. 7Ηταν τό δωμάτιο 14. "Έτσι ό Μερσιέ έμαθε ότι στο δωμάτιο αυτό έμενε κάποια Ρανίν, πληροφορία πού έσήμαινε ότι ή γραμμστεύς τής κυρίας ντέ Σατινέλ έμενε έδώ μέ ψευδώνυμο. Αυτό ήταν πολύ ενδιαφέ ρον γιά τον ντέτεκτιβ. — Μήπως έχετε κανένα δωμάτιο ελεύθερο; — Τό 27. "Άν θέλετε όμως νά μείνετε θά πρέπει νά συμ πληρώσετε τό δελτίο. ιΟ νεαρός ντέτεκτιβ δέν έφερε όιντίρρησι. — Μήν ενοχλείσαι, είπε κατόπιν παίρνοντας τό κλειδί. Θά τό βρώ μόνος μου τό δωμάτιο. Ό υπάλληλος ύπεχώρησε. Καλύτερα έτσι άλλωστε, για τί νύσταζε καί βαρύ όταν νά κρυνηθη από τή θέσι τρυ,
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔιΙΑΑΗΜΑ
14
ταμπλώ. ^Ηρθΐε στο νου του ξαφνικά η μέθοδος πού μεταχειρί ζονται μερικοί παράνοιμοι έρασταΐ γιά νά συναντιούνται κουφά: Νοικιάζουν δυο δωμάτια και κατόπιν συναντώνται στο ένα. "Εφτασε στον πρώτο όροφο, όπου εκτεινόταν ένας δι άδρομος με αρκετές πόρτες κλειστές και από τις δυό^πλευ ρές. Τον διέσχισε. "Ενα παχύ χαλί έσβυινε τον ήχο των β τ ράτων του. "Εφτασε στο 0ω\μάτιο 14. Κανένα φώς δεν φαι νόταν από τις χαραμάδες. Νά έπεσε κιόλας και νά κοιμήθη κε; ^Ηταν δυνατόν; Πιο λογικό θά ήταν νά σκεφθή πώς δεν βρισκόταν μέσα σέ αυτό τό δωμάτιο. Κάποιο λάθος θά είχε συμβη. "Η σκόπιιμα η τυχαίο. Μέ προφύλαξι χούφτωσε τό πόμολο και τό έστριψε ελαφρά. Ή πόρτοτ_ άνοιξε αθόρυβα και ό Μιερσιέ γλύστρηισε στο εσωτερικό. Ξαφνικά πάγωσε. Παρέλυσε από μιά άπεοίγραπτή αγωνία. Μιά κιάννη περι στρόφου άκουμποΰισε πίσω στην πλάτη του, ένώ μιά Φωνή ψιθύρισε στ,ό αυτί του: —* Μιά λέξι, μιά κίνησι καί είσαι νεκρός!
Η κάνη την παραμικρή κίνησι. — Ψηλά τά χέρια!, είπε ό άγνωστος. Τό σκοτάδι ήταν απόλυτο καί ό Μερσιέ ένοιωθε πίσω του την ανάσα ενός άινθρώπου. Τό πιστόλι στηρίχτηκε πιο δυνατά επάνω του κι5 ενα χέρι άρχισε νά έρευνα τά ρούχα του. — Μεγάλη παράλειψι γιά έναν ιδιωτικό ντέτεκτιβ νά (μην είναι ώπλισμένος!, ψιθύρισε ό άγνωστος. Θά ήρθες ασφαλώς νά κουβεντιάσης ήσυχα μέ τή δεσποινίδα Ρουσώ; Την είδα από τό παράθυρο που έμπαινε στο ξενοδο χείο κ.ι* έσένα πού ερχόσουν από πίσω. «Καί ό Ζοζό;» σκέφτηκε μέ μιας 6 Πώλ. Πιθανόν ό ά γνωστος νά μην γνώριζε ότι 6 σωματώδης βοηθός του 6οι-
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
15
σκόταν κάτω στο δρόμο. Τουλάχιστον νά μπορούσε να τον ειδοποίηση! 'Ο Μερσιέ τόλμησε νά κινηθή ελαφρά για νά σφιγγ ο μέτρηση τις διαθέσεις τοΟ αντιπάλου του. — Μην κουνιέσαι γιατί πυροβολώ., έπαν έλαβε ό άλλος. — Λεν θά πυροβόλησης, απάντησε ατάραχος ό Πώλ. Ή έκπτυρσοκρότησις θά είναι η καταστροφή σου. — Δέιν θ’ ακουστή καμμιά έκπυρσοκρότησι! Τό ρεβόλβερ χαλαρώθηκε στη μέση και συγχρόνως ή κάννη του.· χτύπησε μέ δύιναμ.ι τό κεφάλι του. *Έινα ζεστό υγρό κύλησε στο μήκος του λαιμού του, τά πόδια του παρέλυσαν, τό μυαλό του ζοίλίστηκε... "Έχασε τις αισθήσεις του κι3 έ πεσε βαρύς στο χαλί. Μέσα στο σκοτάδι ό άγνωστος πήρε μιά βαθειά άναπνοη και σκούπισε τό ματωμένο πιστόλι του στο σμόκιν του θύματός του. Κατόπιν τό έβαλε στην τσέπη του, άνοιξε την πόρτα κι3 εξαφανίστηκε. ★ ★ ★ Μέσα στο φωτισμένο δωμάτιο 6 Ζοζό τώρα έβρεχε τό τραύμα τού Πώλ στο κεφάλι μ3 ένα μαντήλι. — "Ωστε σέ πέτυχε για καλά, αφεντικό; είπε βλέποντας τον επιτέλους ν3 άνοίγη τά μάτια του. 'Πλάϊ του στεκόταν σαστισμένος ό θυρωρός του ξενοδο χείου. Ό Μερσιέ συνήλθε κι3 άνακάθησε. — Τόν είδες; — Ναι. 3Αλλά ήταν αργά, πολύ αργά. Βοήθησε τόν Πώλ νά σηκωθη αρθιος καί διηιγήθηκε: — Μόλις σέ είδα νά μπαίνης στο ξενοδοχείο, άφησα τό αυτοκηνη,το λίγο πιο πέρα καί πήγα καί κρύφτηκα κάπου άπ3 οπού νά μπορώ νά επιτηρώ δλο τό δρόμο. "Ήμουν έτοιμρς νά σφυρίξω, όταν βλέπω τόν φιλαράκο πού μέ είχε χτυ πήσει στην γκαρνταρόμπα τής μαρκησίας νά βγαίνη από τό ξενοδοχείο. Τί θά έκανες στη θέσι μου; "Έτρεξα πίσω του. 'Ο άλλος γυρίζει, μέ αναγνωρίζει καί άρχιζες νά τρέχη κι3 εκείνος. Φτάνει στο αυτοκίνητό μας, μπαίνει μέσα καί, πριν τόν προφτάσω, ξεκινά μέ τέταρτη ταχύτητα. Δεν υπήρχε κα νένα άλλο αυτοκίνητο για νά τόν καταδιώξω. Δέιν μού έμενε νά κάνω τίποτ3 άλλο παρά νά γυρίσω καί νά μπώ στό ξενο δοχείο. 3Εξάλλου, είχα κι3 ένα προαίσθημα πώς είχες πάθει κακό. Σταμάτησε χιά νά βγάλη άπό την πίσω τσέπη του ένα μπουκάλι μέ ουΐσκιυ. — Πιές! Τό προμηθεύτηκα άπό τή γειτονική ταβέρνα... Μπαίνω, λοιπόν, στό ξενοδοχείο κι3 εξηγώ στό θυρωρό τί θέλω. Εκείνος τότε με ώδήγησε στό δωμάτιο 27. Φυσικά φκεί δέν βρήκαμε κανέναν. Τότε θυμήθηκε καί μού είπε πώς
16
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
ζητούσες την ενοίκιο του 14 δωματίου. Ερχόμαστε, χτυπά με στην πόρτα., αλλά δεν παίρνουμε κορμιά άιπάντησι. Την ανοίξαμε τέλος καί σέ βρήκαμε ξαπλωμένο στο χαλί. ιΟ Με.οσιέ ττονοΟσε^ τρομερά στο κεφάλι καί μόλις κατώρθωνε_ νά συγικετρωθη. — 9Ηταν μόνος του ό άντρας*; ρώτησε τέλος. — 'Όλομόναχος. — Καί μόνος όταν κατέβηικιε κάτω καί κρέμασε το κλειδί στο ταμπλώ. συμπλήρωσε ό Θυρωρός. ^ — Τότε θά ξερής ποιο ήταν το δωιμιάιτιο που είχε νοι κιάσει. — 9Ηταν τό 19.^ — Πρέπει νά τρέξουμε Αμέσως εκεί. 'Η άμεση δρασις ξύπνησε τό μυαλό του Πώλ. Παραμέ ρισε τους συντρόφους του καί ώρμησε στο διάδρομο. Τον ακολούθησε ό θυρωρός μέ Τό κλειδί στο χέρι. "Έφτασαν στην πόρτα του 19 καί την άνοιξαν. "Έμειναν Ακίνητοι μό λις μπήκαν μέσα καί άναψαν τό φως. Πάνω στο κρεβάτι βρισκόταν ξαπλωμένη καί ντυμένη ή δεσποινίς Ρουσώ. Πρώτος ό Μερσιέ συνήλθε από τό θέαμα της Αναίσθη της γυναίκας. Την πλησίασε κι" έττιασε τό σφτγιμό της. 9Η ταν ΑργΑ. 'Η ιδιαίτερη γραμματευς της μαρκησίας ντε Σατινέλ ήταν νεκρή. Τα μελανά σημάδια στο λαιμό της έδιναν την έξηγησ ι. — Την στραγγάλισαν!, ψιθύρισε ό ντέτεκτιβ. Την έπνι ξαν για να την εμποδίσουν νά μιληση. Ό θυρωρός τραύλισε μέ ταραχή: — Πρέπει νά καλέσου με την αστυνομία!
Π
ϋ ράγμ απι αυτό ήταν τό^ μόνο που έπρεπε νά κάνη. *0 Μερσιέ σκέφτηκε Αμέσως τον* Αστυνομικό έπιθεω ρητή Κλεμαν που ήταν φίλος του. "Άφησε τον Ζοζό να προσέχη τό πτώμα της νέας γυναίκας κι" Ακολούθησε τό θυρωρό ικάτω στο γραφείο όπου βρισκόταν τό τηλέφωνο. Είχε πιά ξημερώσει. 'Ο Πώλ συνέθεσε τον Αριθμό του φίλου του. — Τί' σου συνέβη πάλι; ρώτησε άκεφος καί κοιμισμένα ό Κλεμαν Από την άλλη άκρη του σύρματος.
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΜΑΔΗΜΑ
17
— "Ελα αμέσως. άποκρίθηικε 6 διευθυντής του αστυνο μικού πρακτορείου «Στοπ». Κρατώ στήν αγκαλιά μου ένα πτώμα. — Ενα... τι; — Πτώμα! Σε περιμένω στο ξενοδοχείο... Είπε τή διεύθυνσι και κρέμασε τδ ακουστικό. Κατόπιν κάλ&σε την Κλοκλό. Πίστη στην εντολή του διευθυντοΰ της, ή μικρό Φτιαγμένη γραμματεύς του περίμενε τηλεφώνημα του στο μέγαρο της μιαιρκησίας. Απάντησε πρώτη στην ικλη'σι τού Μερσιέ. Εκείνος την ένημέρωισε πρόχειρα καί ποάαθεσε: — Ειδοποίησε την κυρία ντε Σατινέλ καί πάρε τό φό ρεμα πού φορούσε Π δεσποινίς Ρουσώ στη δεξίωσι... Ραν τεβού στο γραφείο... Παρ5 όλη τη δραματική κατάστασή στην οποία βρισκό ταν, ό Πώλ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάση όταν επέστρεφε στο δωμάτιο 14. Ό Ζοζό είχε βολευτή σ’ ένα κάθισμα κοντά στο πτώμα της γυναίκας. Είχε αδειάσει τό / μπουκάλι καί τώρα ροχάλιζε. Χωρίς νά τον ξυπνήση ό Πώλ έσκυψε πάνω από τό κρεββάτι. Πριν έρθη ή αστυνομία νά κάνη την αυτοψία^ ήθελε νά κάνη τη δίκη του. Οί τσέπες τής δεσποινίδας Ρουσώ δεν άπεικάλυψαν τίποτε τό ενδιαφέρον. Μήπως θά έβρισκε τί ποτα στην τσάντα της πού ήταν πεσμένη στο πάτωμα; Κι5 εκεί μέσα όμως τίποτε, εκτός από τά κλασικά σύνεργα του μακιγιάζ, ένα στυλό κι* ένα καρνέ. Επίσης είσητήρια του υπόγειου σιδηρόδρομου. καί άλλα δελτία ένός εστιατορίου από εκείνα πού προμηθεύουν μερικά λαϊκά εστιατόρια στούς πελάτες τους. Τί ζητούσε, λοιπόν, τό θύμα μέσα σέ αυτό τό ικ ακόφημ ο ξεινοδ οχεί ο; 'Ο Μερσιέ τακτοποίησε τά πράγματά της στην τσάντα καί στις τσέπες, καί κράτησε τά καρνέ καί τά δελτία. Κα τόπιν ξύπνησε τρν υπναρά Ζοζό... Σέ λίγα ή συμπαθητική καί βροντερή φωνή του έπιθεωρητοΰ Κλεμάν αντήχησε στη σκάλα... ★ ★ ★ Τό πρωί πέρασε μέ τηλεφωνήματα καί διαβήματα. Με τά τον ερχομό του Κλεμάν μπήκε σέ κίνησι όλος ό μηχανι σμός τής Ασφαλείας του Παρισιού. Ό Μερσιέ πρώτα πή γε στην 5Ασφάλεια, κατόπιν στήν κατοικία τής μαρκιησίας ντέ Σατινέλ καί τέλος στα γραφεία τής Ασφαλιστικής Ε ταιρίας. "Επειτα έπεστρεψε στα γραφεία τού Αστυνομικού του Πρακτορείου. 'Η Κλοκλό είχε άποθέσει στο τραπέζι τό φόρε μα τής δεσποινίδας Ρουσώ.
18
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΚΑΔΗΜΑ
— Τό έξήταισα λειπτοιμιερώς καί δεν βρήκα καμμιά μυ στική τσέπη. ^ 'Ο Πώλ ως τώρα ήταν τόσο βέβαιος ηά τήν ΰπαρξι αυτής τής τσέπης, πού ή αντίθετη διαβεβαίωσι τής γο«μ~ ματέως του τον άφινε κατάπληκτο. Για νά πειστή άπόλι/τα εττανέλαβε κΓ ό ίδιος την έξέτασι. Τότε η κλεφτόα δέ/ν ή ταν ή δεσποινίς Ρουισώ. Και όμως... —- Και όμως... φώναξε ο Μερσιέ, είναι ανακατωμένη στην υττόθεσι αφού τηιν δολοφόνησαν Υιά να μή μιλήοη! Τό πρόβλημα γινόταν άλυτο. Πριν διακοπή τό ηλεκτρικό ρεύμα τό διάδημα που είχε έκτεθή στή μικρή φορητή βιτρίνα ήταν πραγματικό. Γι’ αυτό δέν υπήρχε ή παραμικρή αμφιβο λία. Μετά τή διακοπή όμως, ένα ψεύτικο άντικατ έστησε τό αληθινό. Τό μοναδικό χρονικό διάστημα πού είχε διακοπή ή έπιτήρησι ήταν τότε πού κόπηκε τό ρεύμα καί μεσολάβησε τό άπόλυτο σκοτάδι. Ή ανταλλαγή, λοιπόν, δεν .μπορούσε νά λάιβη χώρα παρά αυτό τό σκοτετνό λεπτό τής ώρας. Μια ιδέα ωρίμαζε μέσα στο μυαλό τού άιστυνσμακιού. Μια ιδέα πού ακόμα ήταν ασχημάτιστη καί δεν μπορούσε νά την δια τύπωση. Τήν παραμέρισε προσωρινά καί συνέχισε τις άλλες επείγουσες ασχολίες του. *0 επιθεωρητής Κλεμάν συνέχιζε παράλληλα τις ανα κρίσεις του. Έπεσκέφθηκε τήν κυρία ντε Σατινέλ μαζί μέ τον ντέτεκτιβ τής Ασφαλιστικής Εταιρίας, πού είχε υποσχεθή αμοιβή 300.000 φράγκων σ’ εκείνον πού θά ανακάλυ πτε πού βρισκόταν τό πολύτιμο κόσμημα τής μαρκησίας. — Τριακόσια μπουκάλια καλό κρασί!, ξεφώνισε ό Ζοζό μόλις ακούσε τή δήλωσι αυτή. Προς τό παρόν ετρεξε νά παραλάβη τό κλεμμένο αυτοκί νητο, πού κάποιος αστυφύλακας είχε βρή εγκαταλειμμένο σ’ έναν δρόμο. Δέν περίμενε νά βρή κανένα ενοχοποιητικό ση μάδι μέσα στο αυτοκίνητο. Έν τούτοις ό Μιερσιέ κρατούσε κάποιο ίχνος.' ΚΓ αυτό ήταν τα δελτία τού έστιατορίου πού είχε βρή στην τσάντα τής δεσποινίδας Ρουσώ. ^Ηταν τού έστιοοτορίου «Φαιζάν Ντοοέ».
ι
ό κατάστημα έκεΐνο βρισκόταν στήν περιοχή τού Πασύ καί, γιά νά φτάσουν έκεΐ, ό Πώλ μέ τόν Ζοζόυ χρειάστηκε νά διατρέφουν όλη σχεδόν τήν πόλι.
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
19
Σταθμέυσαν το αυτοκίνητο πιο κάτω και ό Μέρα ιέ κα·» τέβηκε και προχώρησε μέσα στο έστιατόιριο. Πρόλαβε όμως και τον έμπόδισε ό Ζοζό. — Μην μπης μέσα, αφεντικό! —- Γιατί; Τιί συμβ αίνει; — Κυτταξε το άτομο πού τρώει σ* έκεΐνο τό παράμερο τραπέζι. Τό νου σου! Σηκώνει τό κεφάλι! 'Καί, πριν ττρολάβη ό Πώλ νά δη από την βιτρίνα, στο εξωτερικό τού έστ ιατορίου, τόν ύποπτο, ό βοηθός του τον τράβηξε πίσω κι" έτσι καλύφθηκε άπό τόν τοίχο.^ — Λεν μάς είδε!, αναστέναξε ό Ζοζό μέ άνακούφισι. 7Ηταν αυτός, σάς λέω! Ό άνθρωπος πού μέ χτύπησε! Ο ίδιος πού είδα νά βγαίνη άπό τό ξενοδοχείο! 'Ο δολοφό νος της δεσποινίδος Ρουισώ! ΧΌ Μειοσιέ δεν τολμούσε νά ξεΐμυτίση γιά νά δη τον κακοποιό. "Ανυπόμονος, ό Ζοζό τόν ρώτησε: — Νά μπω νά τόν αρπάξω; — Υπομονή! Ή δουλειά μας δεν είναι νά πιάσουμε τό δολοφόνο, αλλά νά βρούμε τό διάδημα. Πρέπει νά μάθουμε πού κατοικεί ό φίλος μας. Νά γνωρίσουμε τούς συνενόχους του, άν έχη. — Πάλι παρακολιούιθησι θά έχουμε; — Πάλι. Αυτή τη φορά όμως νά είναι προσεκτική, γιατί ό φίλος μας είναι επικίνδυνος. Θά ήθελε νά τόν παρακολουθούσε ό ίδιος, μά δεν ήταν σωστό νά ριψοκινδυνεύση, γιά νά τόν γνωρίση. κυττάζοντάς τον άπό την πόρτα τού εστιατορίου. "Εξάλλου, μπορούσε ο Ζοζό νά τόν παρακολούθηση μόνος άπό μακρυά. Επίσης έ πρεπε ένας άπό τούς δυό' ν" άπομακρύνη τό στ συστημένο αυτοκίνητο μήπως τό έβλεπε ό κακοποιός κι" έμπαινε σέ υποψία, επειδή τό γνώριζε. — Πηγαίνετε, άφεντικό. Τό βράδι θά έχετε πληροφορίες
μου. 'Ο Μερσιέ έπέστρεψε στο Πρακτορείο όπου πέρασε με την Κλοκλό ένα πληκτικό άτέλειωτο άπόγευμα. Δέχτηκε καί την έπίσκεψίι τού έπιθεω,ρητού Κλεμάν. πού ^ταν ενοχλητική με τις σχολαστικότηιτές του. "Επί τέλους, αργότερα φάνηκε ό Ζοζό. Φαινόταν χαρούμενος. — "Έπειτα άπό λίγη ώρα, άφεντικό, άρχισε, ό φίλος μας βγήκε άπό τό έστιατόρια καί κατευθύνθηικε μέ τά πό δια στο σπίτι του. Είναι μιά μικρή έπαυλι όχι πολύ μακρυά άπό τό Πασύ. 'Ο κύριος ονομάζεται Πιέο Μοντέλ. Αυτό τό όνομα είδα μόνο στην γραμμιατοθυρίδα της πόιρτας τού κόλ που. Στο σπιτάκι αυτό δεν κατοικεί άλλος ένοικος. Ούτε
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
20
γυιναίικα, ούτε παιδιά παρά μόνο ό Μοντέλ. Τις πληροφορί ες αυτές τις πήρα από ένα γειτονικό μαγαζάκι.
σηίμερι. Έίδω σταμάτησε πάλι γιά νά πιή λιΥΌ κρασί από τό ατομικό του φορητό μπουκάλι, όπως τό συνήθιζε. -— Για νά είμαι πιο σίγουρος ζήτησα και πήρα πληρο φορίες και γΓ αυιτόν την παραδουλεύτρα. Όνοιμάζεται Ντυιμπουά και είναι μητέρα τριών παιδιών. Τίμια σύζυγος ε νός έργάτη. Δέν τήν βρήκα σέ τίποτε ύποπτη. Ό Μερσιέ σώπαινε.- βυθισμένος στις σκέψεις του. — Ξέρεις τή σύστασι τού σπιτιού αυτηνής τής παρα δουλεύτρας; ρώτησε. — Ναί. Κάθεται στην οδό Ντουγκουσλέν, άρτθ. 15. Ε πιμένω όμως πώς είναι σέ όλα άμέτοινη. 'Ο Πώλ χαιμογέλασεΛ — Τό έλπίζω. Σηκώθηκε και στράφηκε στην Κλοκλό. — ’Έίχω δουλειά γιά σένα, μιικρή μου. ’Άκουσέ με... Ανέπτυξε τό σχέδαό του και στους δυο συνεργάτες του, κ,Γ επειδή ήταν αργά, τούς έδιωξε κΓ έμεινε μόνος στο γραφείο. Είχε πολλά πράγματα νά σκεφθή καί νά κάνη.
Π Α.1 κυρία Ντυιμπουά —ή παραδουλεύτρα— άρ χιζε τή δουλειά της στο σπίτι τού Μοντέλ στις όκτώμιση. σπίτι της. 'Η γραμιματεύς του αυτή τή φορά ήταν ντυμένη
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
21
πολύ απλά χωρίς ίχνος μακιγιάζ. Μεταμορφωμένη έτσι, έ μοιαζε μέ Φτωχή εργάτρια. — Περίίμενέ με κρυμμένη στο αυτοκίνητο, της παράγγειλε ό Μερσιέ. Πέντε λεπτά θά λειψω μόνο. Προχώρησε, μπήκε στη σαθρή πολυκατοικία και στο χώλ πληροφορηθιηικ,ε χιά το διαμέρισμα της κυρίας Ν,τυμπουά. Χτύπησε την πόρτα της και σέ λίνο φάνηκε ατό κατώφλι η ίδια. ΓΈνα παιδάκι έστεκε πλάϊ της. — ΕΤσθε η κυρία Ντυμπουά πού περιποιείται το σπίτι του κυρίου Μοντέλ; Χωρίς νά περιμένη άπάντη,σί της της έίξηγησε: — "Έρχομαι έκ μέρους του. Θά λείψη απρόοπτα γιά δέκα μέρες και νά μην έλθετε σπίτι αυτό τό διάστημα. Μου είπε νά σάς προικαταιβάλω τον κόπο σας μ<ιάς έβδομάδος κι* όταν έπι στρέψη, θά σάς ειδοποίηση,. "Έβγαλε από τό πορτοφόλι του πέντε χιλιάδες φράγκα. — Μά μου δίνετε τρεις χιλιάδες παραπάνω!, φώναξε ή γυναίκα. — Λεν έχει σημασία. Αυτό θά τό κανονίσετε μέ τον ίδιο μιετά την έπι στ ροφή του. Ή κυρία Ν,τυιμπουά τσέπωσε τά λεφτά μέ χαρά καί ίκανοποίησι, κι5 ευχαρίστησε μέ υποκλίσεις τον έπισκέπτη της. — 5Εν τάξει, είπε οπήν Κλοκίλό. μόλις γύρισε κοντά της. 'Η κυρία Ντυμπουά δεν θά πη,γαίινη άπό σήμερα στο σπίτι τού Μονιτέλ, Στη θέσι της θά πάς έσύ. Κοπάλαβες τώρα τό ρόλο σου; ,., — Ναι. ΚΓ αποστήθισε ευθύς άμέσως τά λόγια πού την είχε δα σκαλέψει νά πη. — 'Η κυρία Ντυμπουά είναι άρρωστη καί μ" έστειλε έ μενα, την άνηψιά της, νά κάνω τη δουλειά της. Θά έπωφε ληθώ έτσι νά ερευνήσω σέ άλα τά ύποπτα μέρη τού σπιτιού καί νά πάρω αποτυπώματα άπό τις κλειδαριές καί την πόρ τα της είσόλου. — 'Ωραία. Προ παντός νά είσαι φυσική γιά νά μην καταλάβη τίποτε τό «άφεντίικό» σου. Σταμάτησε τό αυτοκίνητο ένα τετράγωνο μακρυά άπό τό σπίτι τού Μοντέλ. — Συνέχισε τώρα μόνη σου καί πήγαινε στο σπίτι τού Μοντέλ μέ τά πόδια. 'Η Κλοκλό πήρε τό σακκούλι της μέ τά σύνεργα της δουλειάς της καί τό Φαγητό της καί πήδησε στο πεζοδρόμιο. ★ ★ ★ Τό μεσημέρι Π γραμματεύς τού Μερσιέ έπέστρεψε σιτό Πρακτορείο,
22
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
πάτε. Μάλιστα δτοον πολύ ευγενικός μαζί μου. — Πήρες τ3 αποτυπώματα των κλειδαριών; — Νάτα! 'Η Κλοκλό άφη!σε πάνω στο τραπέζι τρία κομμάτια βου λοκέρι μέ διαφορετικά χρώματα. Στο κόκκινο βουλοκέρι είναι το αποτύπωμα της πόρ τας του κήπου., Στο μπλέ της πόρτας της εισόδου., και τό πράσινο... —- Πρέπει όμως να σας πώ, έξπγησε ότι ό Μοντέλ μό νον σ’ ένα δωμάτιο δέν μέ άφησε νά μπω. Έκεΐ όπου ίιταν ικλεισμένος την περισσότερη ώρα. Κι3 όταν έκανα την άφηΓ ιρη,μένη και πη,γα νά μπω έκεϊ μέσα, μ3 έμπόδισε. ^Ωστόσο πήρε τό μάτι μου τό εσωτερικό του Υιΐά μιά στιγμή. Μου φάνηκε σάν έργαστηριο. Μ,ετά την άναχώρησί του. τό άφη σε κλειδωμένο. Μπόρεσα διμωο νά πάρω τό άποτόπωιμα της κλειδαριάς. 'Ο Ζοζό όλη αυτή την ώρα παρακολουθούσε την αναφορά της συναδέλφου του χωρίς νά μιλά. — Μπράβο.- Κλοκλό!. είπε 6 Πώλ. 3Έκανες καλά τη δου λειά σου. Τώρα θ3 άναλάβουμε υπηρεσία εγώ μέ τον Ζοζό. Η έξέλιξις των γεγονότων τόν ευχαριστούσε. — Πήγαινε νά περιποιηθής τον έαυτό σου., της είπε.
Τ. -1- ό
περισσότερο μέρος του απογεύματος, σι δυο ιδιωτικοί αστυνομικοί τόν πέρασαν σ3 ένα φίλο τους κλειδαρά που τούς^ έφτιαξε τρία κλειδιά, πού αντιστοιχού σαν μέ τ3 αποτυπώματα πού είχε πάρει η Κλοκλό. Τά πήραν έτοιμα καί πήγαν πρώτα σ3 ένα καφενείο. *Ήταν η ώρα έξη καί μίση τό βράδι. του. τοΰσε θά προφασίζονταν λάθος στον αριθμό. "Απάντησε ποάγίματι καί ό νεαρός ντέτεκτιβ συγγνώμη,.
ζη,τησε
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΚΑΐΔιΗΜΑ
23
*ΑγπΌ·φάσισαν τότε να παρακολουθήσουν τήν έξοδό του, βέβαιοι πώς θα έβγαινε για νά πάη να δειίπνήση στο έστιατόριο «Φαιζάν Ντορέ». Το μέρος άπ5 όπου παραμόνευαν τήν είσοδο τού σπιτιού ήταιν σκοτεινό και δεν φαίνονταν. Πέρασε αρκετή ώρα. Τέ λος τόν είδαν νά στέκη στο κατώφλι τής εξώπορτας. — Αυτός 'εΐναι!, ψιθύρισε ό Ζοζό. 'Ο Μιοντέλ άναψε ένα τσιγάρο καί κύτταίξε δεξιά καί αριστερά. Αιέσχισε ' κατόπιν τόν κήπο καί βρέθηκε στο πε ζοδρόμιο. "Έρριξε μιά ματιά γύρω καί προχώρησε μέ στα θερό βήμα. — "Ακολούθησε τον! ψιθύρισε ό Μερίσιέ στο αυτί του βοηθού του. "Ασφαλώς Θά πάη γιά φαΐ. "Αν κάνη πώς γυρί ζει στο σπίτι του νωρίτερα από τή μιά ώρα τηλεφώνησε μου. ζέρεις τόν αριθμό. — Μεΐνε ήσυχος,, αφεντικό. 'Ο Πώλ πειρίμιενε νά χαθούν κα;ι οι δυο στή γωνιά τής λεωφόρου. Κατόπιν,- χωρίς νά χάση καιρό, πλησίασε στή μικρή πόρτα του κήπου. Τό πρώτο κλειδί λειτούργησε πε ρίφημα. Τό δεύτερο άνοιξε χωρίς δυσκολία τήν πόρτα τής εισόδου. 'Ο Μεοισιέ βρέθηκε μέσα στο σπίτι. — "Άζ μπούμε τώρα στο ύποπτο δωμάτιο, σκάφθηκε, Χάοις στην περιγραφή τής Κιλοκλό δεν άργησε νά τό βρή. Τό κλειδί ταίριασε Αμέσως στην κλειδαριά έτσι πού δέν χρειάστηκε ν" Ανάψη τό ηλεκτρικό του φανάρι. Τό άνο^ Ψε όμως όταν βρέθηκε μέσα. Ό φωτεινός του κύκλος επιθε ώρησε τούς γυμνούς τοίχους, κατόπιν ένα ψηλό ερμάρι από καρυδιά καί τέλος στάθηκε σέ μιά έταζέρα όπου βρίσκονταν διάφορα εργαλεία καί όργανα από νίκελ. Κ,αί από κάτι άλλα εργαλεία πού είδε έπείσθη πώς βρισκόταν μέσα στό εργαστήριο ενός λιθογράφου. — "Ας κυττάξουμε μέσα στό ερμάρι, συλλογίστηκε ό Μερσιέ. 'Η μιίικ,ρή κλειδαριά δέν άιντιστάθηκε καί πολύ στις προσ πάθειές του. Μόλις τό άνοιξε, η καρδιά του άνεπήδησε, για τί εΐχε αντίκρυ του τό Αληθινό διάδημα! Οι πολύτιμοι λί θοι πού τό στόλιζαν Αστραποβολούσαν. Διέκοψε Αμέσως τήν παραπέρα ερευνά του, πήρε τό πολύτιμο διάδημα καί τό έρριξε στή μεγάλη τσέπη τού πολτού του. Δέν εΐχε καμ,μιά άλλη δουλειά πιά έδώ. Μέ μιας βρέθηκε στον κήπο πού τόιν διέσχισε γιά νά ξαναβρεθή στό δράμα. Ό μοναδικός του σκοπός ήταν ν? Απομακρυνθή τό συντομώτερο. νά παιραδώση στή δικαιούχο τό πολύτιμο κόσμημα καί νά πάρη
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΆΔΗΜΑ
24
τις αμοιβές πού είχαν ύποσχεθη ή κυρίά ντε Σατινέλ καί η "Ασφαλιστική Εταιρία. Πεντακόσια μέτρα τον χώριζαν από την έπαυλι. Τώρα διέσχιζε ένα μέρος τού δρόμου εξαιρετικά σκοτεινό καί έ ρημο. Ξαφνικά μ/ΐά σκιά υψώθηκε μπροστά του. — Φοβήθηκες, αφεντικό; "Εγώ είμαι! 'Η μυρουδιά του άλκοόλ τόν πληροφόρησε καλύτερα γιά την ταυτότητα τού κολοσού. — Τΐ κάνεις εδώ; Καί ό Μοντέλ; "Έδειξε την σκοτεινή έσοχ_η της πόρτας ένας κτιρίου. -— Βρίσκεται εκεί μέσα, ξέρεις., άφεντκκό: "Οταν προ χώρησε λίγο, μετάνοιώσε καί γύρισε πίσω. Φυσικά έγώ δεν μπορούσα νά τον αΦησω νά ξαναγυρίση στο σπίτι του. Έπωφεληθηκα τότε καί σ" αυτή τη σκοτεινή γωνία τού έκανα ο,τι μου έκανε εκείνος στο βεστιάριο. 'Ο καθένας μέ τη σειρά σου,, άφεντκκό, έ; Τόν τράβηξα στην εσοχή καί από τότε περιμένω τό γυρισμό σου... Βρήκατε τίποτε; 'Ο Μερσιέ χτύπησε χαρούμενος στο μιέρος της τσέπης του παλτού του. — Τό διάδημα τό έχω εδώ. "Ας κυττάξουμιε όμως σέ ποιά κατάστασι βρίσκεται ό άνθρωπός μας. Φώτισε τό διάδρομο μέ τό φανάρι του. 'Ο Ζο£ό έσκυψε πάνω από τόν ώμο του. — Μπά! Καλό καί τούτο! φώναξε ό Μερσιέ. Εξαφανί στηκε ! "Έτρεξαν στο εσωτερικό τού διαδρόμου. Συνάντησαν μιά σκάλα. Την ανέβηκαν. "Εψαξαν παντού. Πουθενά ό Μοντέλ. .0 Ζοζό τραβούσε τά μαλλιά του. —Κν άμως τόν είχα σωριάσει άναίσθητο. Φαίνεται θά έχη πολύ γερό κεφάλι. "Αντίθετα ό Μερσιέ δέν έχασε τό κέφι του. — Καλύτερα πού μάς έφυγε, είπε του Ζοζό. Ή σόλληψίς του είναι δουλειά τού Κλεμάν. 'Ο δικός μας ό ρόλος τελείωσε. ^ — Τώρα πρέπει νά είσπράξουμε την άμοιβη, αφεντικό; ρώτησε ό Ζοζό. — "Ακριβώς. Τίο 300.000 Φράγκα.
%
τ
ά γραφεία της "Ασφάλιστιικης Εταιρίας ήσαν κλειστά, αλλά ό διευθυντής βρισκόταν ακόμα έκεί, Τούς
ΜΛΤΑΜιΕιΝιό ΔΙΑΔΗΜΑ
ΪΒ
ικε μ' ευγένεια κι* όταν το Ο Ανήγγειλαν τδ κατόρθω μά τους η χαρά του ήταν μεγάλη. 5Αμέσως ειδοποιήθηκε και κατέφθασε ό ειδικός υπάλληλος.. ό οποίας. αφού το έξεαασε προσεκτ ικά, είπε : — Δέν χωρεΐ αμφιβολία δτι αυτό είναι το αληθινό δι άδημα πού μάς είχε έμπιστευθή και Ασφαλίσει η κυρία ντε Σατινέλ. "Υστερα άττδ αυτή την υπεύθυνη γνώμη ο Μερσιέ και ό Ζοζό έφυγαν. Στην τσέπη τώρα του πρώτου υπήρχε ένα τσεκ 300.000 φράγκων, ενώ το διάδημα σφέθηκε στο χρηματο κιβώτιο της 1 Εταιρίας. — Και τώρα πάμε ν’ αναγγείλουμε την ευχάριστη εΤδησι στη μαρκησία. — Και νά πάρουμε το δεύτερα τσεκ! συμπλήρωσε δ Ζοζό. Πριν μπουν στο μέγαρό της σταμάτησαν σ’ ένα καφε νείο. Ό Ζοζό έκανε... άνθράκευισι μ’ ένα μπουκάλι κρασί, ενώ ό Μερσιέ μπήκε στον τηλεφωνικό θάλαμο τού μαγαζιού νά κάνη ένα τηλεφώνημα στο γραφεία του. Πριν φύγη από έκεΐ, είχε δώσει μια μυστική εντολή στην Κλοκλό καί ήθελε νά ξερή τό αποτέλεσμα. — Είχατε δίκιο* τόν πληροφόρησε ή νεαρή γραμματεύς Του. Πήγα στη μ,οδίστα πού έρραψε την τουαλέττα. Ή κρυ φή τσέπη υπάρχει. .— Λαμπρά! Κι5 εμείς πήγαμε περίφημα. Βρήκαμε καί πήραμε τό διάδημα. Θά μάς συναντήσης στης κυρίας ντέ Σατινέλ. 'Ο Μερσιέ κρέμασε τό άκουστιικό. Πήρε τόν Ζοζό καί σέ λ,ίγο βρίσκονταν στής μαρικησίσς. Ό Ζοζό προτίμησε νά ιμείνη κάτω στο χώλ γιά νά πιη ανενόχλητος τό... φάρμα κό του. — Σάς συγχαίρω, πρόλαβε καί είπε στον νεαρό ντέτεκτιβ ή κυρία Σατινέλ. Μόλις μου τηλεφώνηισαν από τήν α σφαλιστική έταιρία για τό κατόρθωμά σας. Τά λόγια αυτά ή μαρκιησία τά πρόφερε τυπικά καί αδι άφορα. Ή δολοφονία τής νεαρής γραμματεως τη,ς τόν απα σχολούσε περισσότερο. 7Ηταν μάλιστα ώχρη. — Συλλάβατε επίσης καί τόν... δολοφόνο; — Δυστυχώς όχι. Μάς ξέφυγε μέσα από τά χέρια μας. Ή σύλληφί του ωστόσο αφοράς την αστυνομία. — 1Ορίστε., λοιπόν, τό τσεκ πού είχα ύποσχεθη σέ ό ποιον ξανάβρησικε τό διάδημσ. Ό Μερσιέ έρριξε μιά ματιά στο ποσό. — Κάνετε λάθος* κυρία. Εϊχατε ύποσχεθη 100.000 Φράγκα αμοιβή κι3 εσείς γράφατε 150.000.
26
ΜΑΤΩΜΕΝΟ
ΔιΙιΑΑιΗΜΑ
— Οί 50.000 έίναι πρόσθετη αμοιβή για την ταχύτητά σας καί την έχεμύθϊά σας. — Το Πρακτορείο «ΣΤΟΠ» σάς ευχαριστεί. 'Ο Μερσιέ πήρε τό τσεκ καί ρώτησε ξαφνικά αλλάζον τας ύφος: — Μπορώ νά εξετάσω την τουαλέττα που φορούσατε προχθές τό βράδι στη δεξίωσι; 'Η κυρία ντε Σατινελ ύψωσε τό ανάστημά της καί ώχρίασε περισσότερο. — Την τουαλέττα μου; Καί για ποτό λόγο; — Γιά νά δώ από κοντά τη μυστική τσέπη που επινοή σατε νά ράψετε. — Ποιά τσέπη; — Μην λέτε ψέμματα! 'Η γραμμστεύς μου πήγε στη [μιοδίστα σας κι* έξητασε. Στίς μιεγάλες πιέτες του κλός Φορέματος δώσατε εντολή καί σάς έρραψαν μιά μυστική, εσωτερική τσέπη. Ποιος ό λόγος που τη ράψατε., λοιπόν; — Δέν σάς δίνω τό δικαίωμα νά με ελέγξετε! 'Η μαρκησία ξανάπαι,ρνε την υπεροπτική της στάσι. Μά ό Πώλ συνέχισε χαμό γελώντας: — Μη θίγεστε. Σάς κάνω την έρώτησι επειδή φοβούμαι οτι θά σάς την κάνη, αύριο καί ό επιθεωρητής Κλεμάν. ιδί ως όταν τον πληροφορήσω ότι αυτή ή τσέπη εΐχε^ σκοπό στην άρχη νά κρυψη τό ψεύτικο διάδημα καί κατόπιν τό αληθινό. —- Ψεύδεστε!, φώναξε μέ θυμό ή μαρκησία. "Έχετε τό θράσος νά λέτε πώς είμαι έγώ ό κλέφτρα; — Τό βεβαιώνω καί τό άποδεικνύω. — Καί γιά ποιο λόγο. Θεέ μου; — Γιά νά πάρετε συγχρόνως τό ποσόν της άσφαλίσεώς του1 καί τό προϊόν της πωλησεως τοΰ διαδήματος άπό τον συνένοχό σας Μοντέλ. Στο άκουσμα αυτού τού ονόματος ή μαρκησί'α άνεπηδησε. Ωστόσο η ειιιρωνία της δέν την έγκατέλειψε. — Ή φαντασία σας σάς παραπλανεΐ. Θά έξηγησω στον επιθεωρητή Κλεμάν καί θά καταλάβη πώς, άν ήθελα νά ξε γελάσω την ασφαλιστική εταιρία.. θά τοποθετούσα άπό την άοχη στη φορητό βιτρίνα τό ψεύτικο διάδημα. — Δέν σάς συν έφερε νά τό κάνετε αυτό. — Καί γιατί παρακαλώ; — Γιατί έπρεπε οί υπόνοιες νά μην πέσουν έπάνω σας, καί ό κόσμος νά πεισθη ότι. είχε έκτεθη τό άληθινό διάδη μα. ΓΓ αυτό άλλωστε καλέσατε στη δεξίωσι καί τον πασί γνωστο άδαμαντοπώλη Βάν Όουέρνταν. Γιά νά κάνη την άναγνώριστ, πριν καί μετά κΓ έτσι νά πιστοποιηθη η άλλα-
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
27
γη. Ποιος μπορούσε νά Φαντοοστή τότε δτι έσεΐς είσσστε ή κλέφτρα; "Ακόμα και ή γραμ<ματεύς μου 8έν άντελήφθη την παρουσία σας έκεΐ κοντά που Φρουρούσε... "Εξάλλου...
Λ
ον μπόρεσε νά συνέχιση. 'Ένας πάταγος δό νησε την ατμόσφαιρα και η Φωνή του Ζοζό ακούστηκε: — "Αφεντ ικό! "Αφεντ ιικό! ιΟ Μερσιέ πετάχτηκε στον διάδρομο., άφίνοντας τη μαρ κησία πεσμένη σέ μια πολυθρόνα. "Εκεΐ, και κάτω στο χώλ είδε δυο άντρες νά συιμττλέικωνται. εΟ ένας ήταν ό βοηθός του και ό άλλος ό Μοντέλ. — Μην τόιν ξεμπερδέψεις, Ζοζό, του φώναξε, γιατί μάς χρειάζεται ζωντανός. — Αυτή τή φορά δεν μου γλυτώνει, αφεντικό, απάντησε ό Ζοζό ανεβαίνοντας τή σκάλα μέ τό ζωντανό φορτίο του. Σου τον φέρνω σηκωτό! Πράγματι ό Ζοζό κουβαλούσε τόιν άναίίσθητο Μοντέλ στον ώμο^ σάν^ ένα σακκί. — Σάς φέρνω καί τον συνένοχό σας. ανήγγειλε ό Μερ σιέ στην μαρκησία μπαίνοντας στήν αίθουσα. — Πήγε νάμοΰ ξεφυγη από τή σκάλα τής υπηρεσίας, εΐπε ό Ζοζό πετώντας τον αναίσθητο Μοντέλ πάνω στο χαλί. — "Ασφαλώς ερχόταν νά σάς ενημέρωση γιά την άπρόοπτή έπέμβασί μας, πρόσθεσε 6 Πώλ. 'Η Μαρκησία κρατούσε τό κεφάλι της μέσα στις παλάιμες της χωρίς νά προφέρη λέξι. ιΗ σιωπή της ήταν ή ομο λογία της. 4 Ο Ζοζό εΐχε γονατίσει κοντά στον Μοντέλ καί ραντί ζοντας τον μέ κρασί προσπαθούσε νά τον ξοναφέρη στις αισθήσεις του. 'Ο Μοντέλ άνοιξε άμέσως τά πιάτια, ανα γνώρισε τον αντίπαλό του καί μέ μιά ένστικτώδη χειρονο μία έτοιμάστηκε ν" άίμυνθη... 4Ο Ζοζό τον άρπαξε από τό γιακά καί τον στήριξε στά πόδια του. Τότε ό Μοντέλ κυττάζοντας τον Μερσιέ καί κα τόπιν την ντε Σατινέλ κατάλοίβε κι* έσκυψε τό κεφάλι..
28
ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΔΙΑΔΗΜΑ
—Αυτή, μουρμούρισε. Ναι! Αάτη τά μηχανεύτηκε ©λα! ΚΓ έττειδη ή μαρκησία έμενε ακίνητη καί άμίλητη, εξή γησε στους άλλους: — Αύτη μ.* έβαλε νά κατασκευάσω μια άπομίμιησι του διαδήματος καί άνέλαβε την άντικατάστασί του... 'Η σιωπή των δύο αστυνομικών καί της συνενόχου του τό<ν έκανε έξαλλο. Μόλις καταλάβαιναν τά υπόλοιπα λόγια του. — Σχεδίαζε νά είσπραξη την ασφάλεια καί .κατόπιν νά πουλήση τις πολύτιμες πέτρες καί τά^ διαμάντια τού άληΓ Οίνου διαδήματος. Δέν μπορούσα νά κάνω διαφορετικά. Την υπάκουσα... — Καί ή δεσποινίς Ρουσώ; τον δ ι έκοψε ό Μερσιέ. Στο άκουσμα αυτού τού ονόματος 6 Μοντέλ γούρλωσε τά μάτια. Γιά πρώτη Φορά απτό τη στιγμή πού μπήκαν στο δωμάτιο οί τρεις άντρες, η ντέ Σατινέλ άνοιξε τό στόμα της. — Αέν^ τό^ έπΐίθυμούσα ποτέ αυτό, τραύλισε. — Ποιο ρόλθ( έπαιξε η γραμματεύς σας σε αυτή την υπόΟεσι; ρώτησε ό Πώλ. — Την χρησιμοποιούσα ώς σύνδεσμο. Αύτη ερχόταν σ’ επαφή μέ τον Μοντέλ... Ηρόφεονε αυτό τ* ονοιμα μέ άποστροφή. — Τόν συναντούσε σ’ ένα μικρό έστιατόριο... — Ξέρω... Τό «Φαιζάν Ντορέ». Καί κατόπιν; — "Οταν ό Μοντέλ τελείωσε την κατασκευή τού ψεύτι κου διαδήματος, η δεσποινίς Ρουισώ μού τό έφερε καί ώργάνωσα την κλοπή. Πράγματι εκείνο τό βράδι, δπως υπο ψιαστήκατε, Φορούσα ένα φόρεμα πού είχε μια κρυφή τσέ πη, όπου έβαλα στην άρχη τό ψεύτικο διάδημα. Στα_μάτησε νά πάρη αναπνοή καί κατόπιν συνέχισε: χ— Ξέρετε πώς έγινε η άντιτκατάστασι. Κατόπιν έδωσα στη γραμματέα μου τό άληθινό διάδημα πού είχε ραντεβού μέ τον Μοντέλ στο ξενοδοχείο δπου έλαβε χώρα ή Φριχτή δολοφονία... 'Ο δολοφόνος έστεκε ατάραχος. -— Γιατί την έπνιξες; ρώτησε ό Μερσιέ. Εκείνος δέν άπαντοΰσε. Κύτταξε μέ μίσος τη μαρκησία. — Εκείνη σ* έβαλε; ρώτησε ξανά. Κι* επειδή δέν έπαιρνε άπόκρισι από κανέναν, πλησία σε στο τηλέφωνο καί κάλεσε τόν έπιθεωρητη Κλεμάν. -— Καλύτερα πού 6έν μιλούν, μουρμούρισε. Νά έχη κΓ ό φίλος μου ό Κλεμάν κάτι νά ξεδιάλύνη, ΤΕΛΟΣ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Βρισκόμουν χωιρίς δουλειά και κάθε φορά πού ποΐ συνέβαινε αυτό, εμιενα μέ τον Τζέραλντ στο ίδιο σπίτι: Στο σπίτι αυτό πού έπρεπε νά είναι δικό μου καί πού ό έξάδελφός έξά μου Τζέραλντ ίΛ»εριαΐΛνΓΓ το τό είχε εΐίχε κληρονομήσει υυπυ από τον πατέρα ποατέρι μου. 'Ονποατέρα ιμολογώ ότι μοΰ άξιζε αύτη η τιμωρία γιατί ποτέ δεν είχα ευχαριστήσει τον πατέρα μου όταν ζοΰσε. "Βν τούτοις αύτη η στέρησι των δικαιωμάτων μου μοΰφερνιε τό αίμα στο κε φάλι. "Ήξερα ότι &ν ό Τζεραλιντ πέθαινε ανύπαντρος, θάμιενα ό μόνος κληρονόμος τη,ς μεγάλης περιουσίας του πα τέρα μου. Γ'Πς πότε όμως θά περίιμενα νά γίνη αυτό; Ήταν εκείνο τό βγήκα γιά ήταν Φεβρουάριος. ^εορουαριος. Κι5 μ το βράδυ οραου που αγηκ,α γ --------------_ ---------------- άθλιος. -ΟΛ--- "Ήθελα όμως -------- νά —: ξεεναν περίπατο, ό καιρός ήταν ί τ' σκάσω γιατί ή συζήτησις που είχα κάνει μαζί του μοΰ είχε εΐ ί"· Γ \ δώσει
ιιμετρων, δυνατός φτελιά— καί άνεμος στο κεφάλι. πετυιχ,η ^ παρά />*! λίγο /V [Λ V υ * νν ννΛ ό Κρΐμα!, συλλογίστηκα αμέσως. Νά μη βρίσκεται β Τζέραλντ κάτω από αυτό τό πεσμένο δέντρο. Μονομιάς ινομιάς όμως τότε βρήκα καί τη λύισι στο αγωνιώδες έ ρώτημα του πώς ν* απαλλαγώ άπό τον Τζέραλντ
ΤΟ
ΔΙιίΙιΛιό ΧΤΥΠΗΜΑ
—ΣοΟ αξίζει* Τζέραλντ* μια τέτοια τιμωρία* αφού δεν μου δίνεις τις εκ,ατό λίρες πού σου ζήτησα! Σφετεριστή της περιουσίας του πιότερα μου! Κύτταξα γύρω. Σκοτάδι και έ'ρημιά. Μπορούσα,, λοιπόν, •Ιΐιιά χαρά να σκαρώσω τό «,δυστύχηίμα». "Ολοι ήξεραν ότι με τον έξάδελφό μου διατηρούσαμε καλές σχέσεις. Δέν ήξεραν ότι οι σύντομες διαμονές μου στο σπίτι είχαν σκοπό νά δανείζωμαι άπό αυτόν λεπτά... Ό γέρο - Τζάκομπ —ο κηπουρός— και ή κυρία Λοΰνετ — ή οικονόμος— ήσαν παλιοί* δικοί μου φίλϊοτ. Και οι δυο δ ι οίνυχτέρευαν στο χωριό —στα σπίτια^ τους. Και τώρα 6 Τζέραλντ θά βρισκόταν στο σπίτι μέ μόινη συντροφιά τό σκύλο του. τον Τζάκυ. Ή ευκαιρία μου παρουσιάστηκε άκριβώς στις έννιά τό ιβράδι. Ό Τζέραλντ έπινε τό ουί’σκυ του κοντά στο μισοσβυσμένο τζάκι. Μέ τη δικαιολογία.. λοιπόν., νά ζωηρέψω τη Φωτιά έπιασα τό^χοντρό ξύλο πού μεταχειριζόταν γιά σκα λιστήρι και πού ήταν κι5 αυτό άπό φτελιά! Τό σήκωσα και όπως στεκόμουν πίσω του τό κατάφερα μέ δύναμι στο κε φάλι του! Ή πρώτη μου φροντίδα φυσικά* ήταν νά ρίξω αυτό τό φονικό κούτσουρο στη φωτιά και νά καή. "Υστερα έβαλα τόν νεκρό Τζέραλντ μέσα στο άδιάβροιχό του* του φόρεσα τό καπέλλο και σηκώνοντας τον στον ώμο μου τον μετέφερα έξω. "Εβρεχε και φύσαγε άγρια, Σε λίγο έφτασα στο μέρας απου είχε πέσει τό δέντρο. Έικεΐ, πλάι στο δέντρο* τόν ξάπλωσα μπρούμυτα. Μάζεψα υστέρα μερικά σπασμένα κλα διά πού υπήρχαν σκόρπια ένα γύρω και τά έρριξα στην πλάτη του. ^ ^ ^ * "Ετρεξα πίσω στο σπίτι μέ νευρικότητα έπειδη τό είχα άφίσει ανοικτό. Ευτυχώς τό βρήκα έν τάξει. Συγύρισα τό δωμάτιο δπως νόμισα σωστό και κατόπιν πλύθηκα και κύτ ταξα τά ρούχα μου. Δέν υπήρχε τίποτε τό ανώμαλο ή τό ύ ποπτο σ5 αυτά. Τέλος φώναξα τόν Τζάκυ καί τού πέρασα στο λαιμό τό λουρί. "Ανοιξα την πόρτα καί ώδήγησα^ τό καημένο ζώο έ ξω στο σκοτάδι* κρατώντας το λίγο στη βροχή. "Ετσι μιουσκέφτηικε καί τό λουρί υγράινθηκε. ^ Πήρα μ>ιά βαθειά αναπνοή καί τηλεφώνησα στόν άστυνόμο τοΰ χωριού* αναφέροντας την έξαφάνιισί του. Αγωνία μέ κυρίεψε όλη την ώρα που περίμεΐνα... Είχα πράγματι κοοταστρώ,σει στην εντέλεια τό έγκλημά ιυιον η μήπως είχα ξεχάσει κάμμιά λεπτομέρεια που Θά μέ
ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
31
ένσχοποιουισε; Μια σύντομη έρευνητικη ματ ιά στο περιίβάλον του δωιματ ίου μου μαρτύρησε το ρήγμα: Τό μπου κάλι τού ουΐσκυ ί|ταν μισό γεμάτο στο τραπέζι. 'Όιλιοι ήξεραν ότι 6 Τζέραλντ έπινε πολύ. "Έπρεπε, λοιπόν, για να διικαίιολογη'θη έπαρκώς η έξοδός του αυτή την ώρα καί μέ αυτόν τον άθλιο καιρό να έχη πιη αρκετά, "Αρπαξα τό μπουκάλι κΓ ετρεξα έξω καί τό αδέιασα. Κράτησα όμως λίγο για νά δώσω την έντύπωσι ότι είχε παραπιη και δεν μπορούσε νά πιη άλλο.- καί τό έχυσα στο ποτήρι του. 'Έ,ρριξα καί λίγη σόδα καί δυο - τρία κομμάτια, πάγο όπως τό συνηθϋζε. (Ευτυχώς μόλις πρόλαβα γιατί εκείνη τη στιγμή άκούστηικε ό θόρυβος μιας μοτοσυκλέτας. ^Ηταν 6 άστυνάμος. Μούρ ο ιξε μια σοβαρή ματιά καί μέ ρώτησε: — Είναι συγγενής σας ό κύριος Γουάλλας; — Τάν βρήκατε; ρώτησα μέ ανησυχία. — Καί, έκανιε ό άστυνάμος πιάνρντας στο χέρι τό άδειο μπουκάλι του ουΐσκυ. Τί γύρευε όμως εξω μ’ αυτόν τον πα λιόκαιρο; ρώτησε ευθύς άυέσως. Γέλασα άδέξια. — Είχε παραπιη. είπα... Είναι καλά; — Του τσάκισε τό κεφάλι ένα δέντρο πουρριξε η θύελλα. Βρέθηκε άπό κάτω την ώρα που έπεφτε. "Έπιασε τό ποτήρι μέ τό ουΐσκυ καί τό κούνησε στο χέρι του. — Δικό του είναι αυτό τό ποτήρι η δικό σας; — Δικό του* είπα αμέσως. Έγώ δεν πίνω οινοπνευμα τώδη. — Τί ώρα βγήκε εξω; —- Μά θά είναι τώρα τρεις ώρες περασμένες. Κύ,τταξε τό ρολόϊ του. τΗταν μεσάνυχτα. ■— Δηλαδη στις έννηά. — Περίπου. "Ηθελε νά κάνη του σκύλου του έναν περί πατο. Θά πήγαινα κΓ εγώ μαζί^ του, επειδή ήταν μεθυσμέ νος μά ό καιρός ήταν άθλιος. Πάντως περίμένα νά έπιστρέφη τό πολύ σέ δέκα λεπτά πράγμα όμως πού δεν έγινε καί άνησύχησα. Στις δέκα περίπου γύρισε μόνος του ό σκύλος τραβώντας πίσω του τό λουρί. Τότε βεβαιώθηκα πώς κάτι είχε πάιθεΐ ό Τζέραλντ καί σάς τηλεφώνησα. — Δέιν είναι περίεργο, έκανε ό άστυνάμος κουνώντας μέ νευρίικότητα τό ποτήρι μέ τό ουΐσκυ στο χέρι του. τό ότι 6 σκύλος δεν σάς ώδηγησε στο μέρος πού βρισκόταν ό κύ ριός του; — Καί, πολύ περίεργο.- άπάντησα με ταραχή, -— Τό βρομόσκυλο! "Έκανε ό άστυνάμος. Μέ κύτταξε μ5 ένα μυστηριώδες βλέμμα καί πρόσθεσή:
&2
ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΧΤΥΠΗΜΑ
— Νομίζω, κύριε πως τελειώσατε. Θδόχετε τήν καλοσύνη ινάρβήίτε μαζί μου; ’ Οπισθοχώρησα κεραυνοβολημένος. — Μά·. τραύλισα. Δέν^ σάς καταλαβαίνω... — Κι* εγώ τό ίδιο., είπε^ με ήρεμη φωνή ό αστυνόμος. 'Εΐναι 5>υό μικροπράγματα που δέν τά καταλαβαίνω. Το, ένα γιατί δέν έλυωσε ό πάγος ακόμα μέσα στο ποτήρι μέ τό ©υΐσκύ... Καί το άίλιλο πώ,ς μπορεί ένας κορμός δέντρου ή τό χοντρό κλαδί του νά τσακ ίση τό κρανίο έινός ανθρώπου χωρίς νά τοί/ πειράξη τό καπέλλο που Φορούσε... Ελάτε £άς παρακαλώ.
οΟο
Τό Βιβλίο 9, πού κυκλοφορεί τήν έβδοιμάδα μέ τον τίτλο:
έρχάμθνη
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ είναι ένα υπέροχο άστυνοιμίικό ροιμάντσο γεμάτο αινίγματα καί αγωνία, όπου ένας άθεα,τος καί μυστηριώιδη*: δολοφόνος δρά, συντρίβει καί τ κμ/ωρεΐται!
οΟο
7ή*ν Παρασκευή 4 Νοεμβρίου
κυκλοφορεί τό πρώτο βιβλίο μιας νέας σειράς μυ θιστορημάτων
μέ τό γενικό τίτλο:
Δ Πρόκειται
για
μια
σειρά από
αυτοτελή,,
ΕΞΓ.7 5ΚΕΣ ΔIΑ,ΠΛΑΝΗΤI Κ Ε Σ ΔΡΑΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΚΕΣ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΙΚΕΣ ΝΑΥΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ Π Ε Ρ
I Π Ε Τ Ε I
Κάθε βιβλίο
Ε Σ
μόνο 2 δραχμές
έβδο-
ΙΕΕΔΟβΗΖΑΝ
(καί πωλουνται αττά γραφεία μας, Αίκκα 22 (υπόγειο) 1) 2) 3) 4)
δ>) Τό Μυστικό τού Σοφού
Τό Αίνιγμα των Τριών 'Ο Αραττέτ η ς Το Κόκκινο Τριφύλλι Ξανθό ς Σ ατανα ς
6)
Στόιν ίσκιο του κλήματος
Εγ
7) "Απαγωγή Νιθκρον.
Οϊ άναγνώσται μας μπορούν νά αγοράσουν ολα τά προη γούμενα τεύχη στα γραφεία μας.. Λεκικα 22 (υπόγειον) "Αθήναι, καί στα κάτωθι καταστήματα: ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ:^ Κατάστημα ’Αθαν. Ταυφεξή, οδός Βενιζέλου και Εύριπίδου (γωνία), έναντι τής Εμπορικής Σχο λής. Τηλέφ. 42-966. ΔΡΑΠΕΤΣΏΝΑ: Βιβλι απώλειαν 68ος Αγίου Ηαντελεήμονος 30. ΝΙΚΑΙΑ: ΒιβΑιοπωλεΐον Αγ ίου Η ι κολάου.
Παναγ.
ΠΛΑΚΑ: Καπνοπωλεΐον "Ιωάν. δοιανού και Θέσπιδος γωνία. ΔΑΦΝΗ: "Αθήναι. ,
Μιχαήλ
Χαραλ.
Δημη^ριάδη,
Χρηστάρα,
Δηιμητριάδη,
Ραυτόπουλος.,
πλατεία
οδός
Βουλιαγμένης
Α-
160,
ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ: Βιβλιοπωλεΐον "Αγγέλου Λαρόζα, οδός Σωκράτους και Άγγίλης (γωνία) Τηλ. 91-955.
^ΠΑΓΚΡΑΤΙ :· Πρακτορείον "Εφημερίδων άδελφ. Χασομέ ρη. οδός Χρεμωνίδου 12. ΑΓIΟ 3 ( ΑΝΑΡΓΥΡΟI (*Αττικής): Αυγερινού, οδός "Αγίων "Αναργύρων 8. ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ: Μαρινόπουλος 182, Τηλ. 493-090.
Βιβλιοπωλεΐον
Ευάγγελος,
Π.
Θεσ.
Ράλλη
ΓΕΝΙΚΑ! ΕΚΔΟΤΙΚΑ! ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο. Ε. Γραφεία: Λέκκα 22, Αθήινσι.—Δημοσιογραφικός Διευθυντής: Στέλιος Άνεμοδουράς —· Οικονομικός Διευθυντής: Γεώργιος Γεωργιάδης.
««ΤΟ ΜΛΪΙ» ΒΙΒΛΙΟ 8
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΎΟΝ ΜΙΑΣ ΣΟΒΑΡΑ! ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ Ο ΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ Π0Ι0ΤΗΤ0Σ ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ΔΡΑΧΜΑΙ2 ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο.Ε. ΑΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑΙ
1
*****
}
/ΜΤΟΤΕΛΪ^ΑΪΤΥΝΟΜ/ΚΑ_Β]ΒΑ[Α
~
3
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΡΟΜΑΝΤΖΟ /* .*
'
*’Αττόδοσι ς:
ΜΙΝΌΥ ΝΙΟΚΟΠΟΥΑΟΥ
π ερίιμενα
εδώ και τρεις ώρες καί όόρχιζα κιό λας νά βρίσκω ττώς η καθυστέρησις ήταν κάττως μεγάλη. Στο διάστημα αυτό, είχα καταναλώσει μέσα σέ ,μτά θρη,σκευτιΐκη σιωτπΐ.. έξη ουΐσκυ της καλύτερης ,μάρκας. Ή έτπιμσνη μου νά ττεριμένω ξεκινούσε άττό την αώστηρη άρχη ττου είχα νά μην κάνω τίττοτα τό μισό κΓ άζ^ ττερίιμεινα στο βά θος του μττάρ αώτου ακόμη άλλες τρεις ώρες! 'Ο νους μου γυρνοώσε διαρκώς, στον Ρόλλς. ^Εβγαλα νά καπνίσω ένα άκάιμη «ιΚρέΐβεν». ττου θά μέ βοηθούσε νά τακτοποιήσω τις σκέψεις μου. Για νά μου δώση ό Ρόλλς ραντεβού απόψε εδώ. θά έ πρεπε νά έχη την ανάγκη μου. —Αλήθεια, τί νά υιέ ηθιελε; Τί μαγείρευε; Πρέπει, άσφαλώς νά ξέχασε τό ραντεβού που μου έδω σε, σκυμμένος έπάνω στά χαρτιά του,, ονειροπολώντας τους κόσμ ου ο που του άνο ιγαν. Δεν είχα ττοτέ συνανίτηΐσει στη ζωη μου έναν τύπο σαν τον Τζάκ Ρόλλς. Στά πενήντα του χρόνια, διατηρούσε μιά Ψυχή άγνοΰ τταιΐδιου. 7Ηταν ανίκανος νά κάνη κακό καί δεν σκεπτόταν παρά μόνο τις δουλειές, σ^ΐς όπιοΐες συμμετείχε κι’ ό φίλο9 ταυ 6 Ντέϊβυ, δουλειές ττου δέιν ίτσαν διόδου ά-
4
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
στείες, όπως έβλεπε κάνει ς άητδ τα αποτελέσματα τους. "Οταν συνάντησα τον Ρόλλς. ένα χρόνο ττρίν.. πίστεψα πώς εΐχα νά κάνω μ" έναν τρελλό! Αλλά, σιγά^σιγά. κατά λαβα πώς βιάστηκα στις κρίσεις μου καί προ παντός όταν έβαλε χέρι στο διαμάντι του Γκάρ Κόικ! Άλλα για νά Φτάση ώς εκεί., τί περιπέτειες! Κι5 η περιπέτεια είναι—άς πούμε—ή μεγάλη μου άδυνσμία.. μετά από...τις γυναίκες, βέβαια! 'Ο Ρόλλς μιού είχε πή την υπόθεσι μέ δυο λόγια.- ένώ ό Ντέϊβυ, που ήταν τόσο φαλακρός όσο ό Ρόλλς μαλλιαρός, κούναγε τό κεφάλι του μέ ίκσνοποίηισι. 'Ο Ρόλλς καί ό Ντέϊβυ ασχολούνταν μέ αρχαιολογικές άνοίζητήσεΐις κι5 ό ρόλος ό δικός μου στην καινούργια τους περιπέτεια θά ήταν νά έχω τά μάτια ανοιχτά καί γιά τους τρεις, άιφου.- γιά νά Φτάσουμε στο μέρος του διαμαντιού, έπρεπε νά διανύσουμε τεράστιες άποστάσεις στις άχανείς Ινδίες, ανάμεσα όπτό επικίνδυνες περιοχές, όπου οί κακο ποιοί σέρνονταν σάν φίδια γιά νά σέ χτυπήσουν. Ή απο στολή μας είχε πάει καλά, μολονότι παραλίγο ν’ αφήναμε στις "Ινδίες τά τομάρια μας... Τό τσιγάρο μου τελείωσε καί, άφου πλήρωσα τά ποτή ρια μου.- σηκώθηκα νά Φύγω, έχοντας ένα σκοπό μονάχα: Νά πάω εγώ στον Ρόλλς. άφιού ο Ρόλλς δέν ήρθε σέ μένα! Δέν ήμουν καθόλου βιαστικός. "Οταν κανείς έγη χάσει τρεΐς ώρες σέ μιά μάταιη αναμονή, μπορεί νομίζω νά κάνη έναν περίπατο χωρίς νά λογαριάζη την ώρα. "Ήμουν σί γουρος, άλλωστε., ότι ό Ρόλλς. βλέποντας με νά φτάνω., θά ιμου ζητούσε νά τον πληροφορήσω Υιά τό σκοπό τής έπισκέψεώς μου, μέ τούς παράξενους τρόπους που είχε. «Τρόπος τού λέγειν.. βέβαια, γιατί ό Ρόλλς μου είχε τηλεφωνήσει1 γιά νά μού ζητήση επειγόντως ραντεβού!», σκέφτηκα. Τώρα θυμήθηκα ότι ή φωνή του στο τηλέφωνο είχε κά ποιο άδιόρατο τόνο ανησυχίας κι" όταν του ζήτησα νά μάθω άν συνέβαινε τίποτε σοβαρό, υιέ διέκοψε λέγοντάς μου ότι θά τά λέγαμε στο μπάρ, όπου τόν περί μ ενα τόσες ώρες. Καί όπου περνούσα τις Υτερισσότερες ώρες από τίς άδειες μου μέρες. "Έφτασα μέ τ’ αργό μου βήμα ώς τή γέφυρα τού Γουεστμτνστερ καί κιάλεσα ένα ταξί γιά νά μέ πετάξη ώς τό σπίτι τού Ρόλλς. ιΜόλις τό ταξί ξεκίνησε, μιά σκέψις πέρασε σάν άστοαπή από τό .μυαλό μου καί παραδέχτηκα ότι ήμουν τό γνη σιότερο είδος τού ηλιθίου καί ότι θά έποεπε νά τ.οέξω νω ρίτερα στον Ρόλλς„ αντί νά κάθωμαι στο μπάρ καί νά άτ
6 &Η,ΣΑΫ!Ρι0ίΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
β
δειάζω ποτήρια. Άφου ό Ρόλιλς ήταν ανήσυχος., δπως 5ιαισθάνθηκα, θά υπήρχε κάποιος βάσιμος λόγος και είχα διαπιστώσει πώς δεν ήταν τρελλός γιά νά πάσχηι άπό παρ αισθήσεις. Μια έκτη αίσθησιςΛ ανεπτυγμένη σέ μεγάλο βαθμός τον ■εικΐοινε νά αντιλαμβάνεται πράγματα που σέ άφηναν κατάπΙλη<κτο. ’ΒκιεΤ στις *Ινδίες.. πολλές φορές προέβλεπε τον κίνδυνο, πρΐιν καλά - καλά έρθη ή μυρωδιά του στά πολύ ευαίσθητα ρουθούνια μου! Κι’ αυτή τή Φορά.. μήπως έβλεπε τίποτα πάλι; 'Ο Ρσλλς κατοικούσε σέ μιά ιδιόκτητη βίλλα, σέ «ΐιΐά συνοικία μοντέρνα κϊαΐ πολύ ήσυχη. Έλάτρευε τήν ήσυχία, αλλά αυτή τή νύχτα τό σπίτι ήταν τόσο ειρηνικό. που μου προξένησε ένα παράξενο συναίσθημα! Πλήρωσα τον σωφέρ και προχώρησα στον κήπο. Οϋτε μί;ά γάτα δεν υπήρχε στο δρόμο. Κι" ©λα ήσαν σκοτεινά. Καμμιά φωτεινή άκτΐνα δέν έβγαινε από τά κλειστά παρά θυρα. "Ενας σκώλοις ούρλιαζε άπό μακρυά: —Τί νά συμβαίνη; άναρωτήθηικ,α.
χ
τύπησα τό κουδούνι πολλές φορές, αλλά τί ποτε δέν έδειχνε δτι κάποιος άπό μέσα τό άκοιυγε. Μηχα νικά γύρισα τό πόμολο τής πόρτας κι* αυτή άνοιξε. Ψηλά φησα τόν τοίχο στά αριστερά μου και αίισθάνιθηικα στά δά κτυλά μου ένα διακόπτη. Τόν γύρισα και άναψα τό φώρ. —Κύριε Ρόλλς!„ φώναξα. ιΚαμμ,ιά οΙπάντησιρ. Μια μεγάλη^ σιωΐπή βάραινε όλόκληρη τήν κατοικία. "Άρχισα ^νά νοιώθω σάν παρείσακτος! Στήν τύχη μπήκα στο πρώτο δωμάτιο πού βρήκα μπρο στά μου. 7 Ηταν ένα μιίικρό σαλόνι τακτοποιημένο μέ γού στο, στο όποιο δέν παρατήρησα τίίποτα τό ιδιαίτερο. Εξα κολούθησα τις άναζητήσεις μου, άναλογιζόμενος δτι ποτέ ό Ρόλλς.. άπό αμέλεια η άπό αφηρημάδα, δέν θ’ άφηνε τήν ιέ ξώπορτα ξεκλείδωτη πίσω του φεύγοντας. "Έφτασα στο δωμάτιο πού χρησιμοποιούσε για γραφείο κιαι τού όποιου η πόρτα ήταν μισάνοιχτη,! Μπήκα μέσα κι" άναψα τό φως. —Νά πάρη ό διάβολος !„ μου ξέφυγε μέσα άπ’ τά δόν τια. Νά μιά βιρώμ ιικη ύπάθεσις!
6
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΈΘΡΟΥ
Ό Ρόλλς ήταν καθισμένος στην καρέκλα του γραφείου του μέ τά χέρια άπλωμένα^ έτηάνω σ’ αυτό και μέ τό μέτωπο ακουμπισμένο στ’ άριστερό τοιυ μπράτσο* σαν νά κοιμόταν. Άλλα σπανίως γελιέμαι. Καί,% χωρίς νά τον πλησιάσω, κα τάλαβα πώς ήταν νεκρός! Δύσπιστος όμως από έπαγγελμιατική άρχή,Λ έπλησίασα νά εξετάσω τό σώμα. ΤΗταν σχε δόν κρύο. Δεν παρατήρησα κανένα εξωτερικό τραύμα. Τό γραφείο ήταν τακτοποιημένο και δεν έδειχνε καιμμία άναστάτωσι. Σέ μια γυάλινη θήκη, δίπλα άπό τους σωρούς των βιβλίων, τό διαμάντι του Γκάρ^Κόκ έλαμπε ρίχνοντας τρι γύρω τίς μεγαλοπρεπείς άνταύγειές του. ιΚάθησα σέ μιά καρέκλα, πήρα ί ακουστικό του τηλε φώνου καί κάλιείσα βιαστικά τόν Ντέϊβυ. Τού έξήγησα μέ λίγες λέξεις τί είχε συμβη„ άλλα δεν θά είχε καλοξυπνηίτει ακόμη, γιατί άνιαγκάστηκα^ νά του έπαναλάβω τά ίδια ϊνόγια δυο φορές, πριν μού πη ότι έρχεται νά μέ βρη ά με σως. "Οταν τελείωσα μέ τον Ντέϊβυ, άρχισα νά σκεπτωιμαι βαθειά πάνω στο θάνατο του Ράλλο, πού, όσο κΤ άν Φαινόταν φυσικώτατος, άνοιγε μπροστά μου ένα δρόμο γεμάτο ερωτήματα σχετικά μέ τίς αιτίες του. —Μου είχε δώσει ραντεβού κΤ άντί νά έλθη σ’ αυτό, προτίμησε νά τέρμα ί-ίση τί, ζωή του ήσυχα _ ήσυχα κλει όμενος στο γραφείο^ του; Στο σταχτοδοχείο, πού ήταν έπάνω στο γραφείο προς τή μεριά όπου καθόμουν, παρατήρησα υπολείμματα ένας μικρού πούρου, τό όποιο Φαινόταν ότι κάηκε χωρίς νά σ*ν κωθή καθόλου άπό κεΐ, γιατί ή φόρμα του άπό στάχτη· διετηρεΐτο καθαρά μέσα στο σταχτοδοχείο. Κι* ένα μικρό παιδί ακόμη, θά καταλάβαινε^ πώς ηταν μισοκαπνισμένο,ι>·πού είχε άφε'3'ή στο σταχτοδοχείο^ χωρίς νά ξανασηκωιθή απ’ αυτό, ώστε νά καή μέχρι την άκρη του. —'Ο Ρόλλς δέν κάπνιζε ποτέ του! Τό παρατηρούσα έκπληκτος καί τό μόνο συμπέρασμα ήτου έβγαζα ήταν πώς ό Ρόλλς είχε δεχτή κάποια έπίσκεψι πριν πεθάνη. —Μήπως^ αυτή ή έπίσκεψις ήταν κΤ ή αιτία τού θανά του του; σκάφθηκα. Άπό τις σκέψεις μου μ’ έβγαλε ή φωνή τού Ντέϊβυ ιστόν προθάλαμο. ^ Σηκώθηκα νά τόν υποδεχτώ. Φαινόταν ώ χρας καί τό σαγόνι του έτρεμε έλαφρά. —Λοιπόν; μού είπε. Τού έπανέλαβα ό.τι έγνώριζα καί δέν παρέλειψα νά τού πώ ό,τ ι είχα^ παρατηρήσει. Φάνηκε έκπληκτος άπό τή λε πτομέρεια τού σταχτοδοχείου» 3
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
?
—Αέν γνωρίζω ποιος θά μπορούσε νά έπισκεφίθή τον Ρόλλς. Ζουισε τόσο μόνος του. —Πώς εξηγείτε τό ραντεβού που μού έδωσε; μουρμού ρισα. —Είχαμε αποφασίσει να Φύγουμε γιά τό Γκάρ - Κόκ, στις 30 τού μηνό ς και τόν είχα παρακαλέσει νά σάς πλ,ιν ιροφοιρηιση σχετικώς, μού άπάντησε μελαγχολι,κά. «’Έ,χει την όφι ένός ανθρώπου πού τόν βασανίζει κάτι», στέφτηκα. —-Τά έχω χαμένα! Αέν θά έπρεπε νά ειδοποιήσαμε την Αστυνοιμία; Αναστέναξε ό Ντέϊβυ. Είχε δί·κηο. Πήρα Αμέσως τό τηλέφωνο, ένώ αυτός έπεσε σχεδόν σέ μιά πολυθρόνα, Απέναντι άπό τόν μακαρίτη Ρόλλς. ^ ^ ^ —Μά, λοιπόν. τί προσφέρει η έπιστήμη μας,, είπε. Ερ γάζεται κανείς ολόκληρη τή ζωή του, 8 ίνει τό παν σ’ αυ τήν κοπιάζει ν’ ανακαλύφη πράγματα πού Ανήκουν σ’ έναν ϊίάσιμσ πού πέθανε πιά και έπάνω πού ανακαλύπτει έναν πλούσιο θησαυρό πού θά τόν Ανάδειξη μιά μέρα^ ξαφνικά ένα κράικ... καί τίποτε πιά! Γιατί έπρόκειτο πραγματικά περί θησαυρού. ’Αναίρεσα στά έρείπια ένός να,ού, στο Γκσ^-Κάκ, οι έρευνες τού Ρόλλς καί τού Ντέϊιβν είχαν Ανακαλυ φ*. ι κάτω άπό τά έκπληκτα ιμάτια μου, όχι μ οίνο τό διαμάντι τού Πκοορ-Κόκ, άλλα καί ένα αληθινό θησαυρό αντικειμένων τέχνης. Κι* οί δυο τους αποφάσισαν ν’ άφήσουν όλα τά πράγματα έκεΐ, έκτος άπό τό διαμάντι, νά έλθουν πίσω στο Λονδίνο, νά κάνουν τις (ανακοινώσεις τους καί μετά νά επιστρέφουν καί νά φρον τίσουν γιά την μεταφορά του υπόλοιπου θησαυρού. Έγώ στη θέσι τους δεν θ’ άφηνα νά πέραση ούτε ένα λεπτό, αλ λά μέ είχαν προπλάθει νά αγρυπνώ γιά την ασφάλεια τους καί όχι γιά νά δίνω συμβουλές. «ιΚαί έπρεπε νά ξαναφύγουιμε στις 30 τού μηνάς, δηλα δή σέ οκτώ μέρες άπό σήμερα, σκέφτηκα. Αυτός ό θάνα τος μέ βάζει σέ μεγάλη περιέργεια». 'Ο Κτέϊβυ χαΐδευε τό μούσι του σάν νά μετρούσε τις τρίχες του. Αμίλητος συνωφρυωμένος. Μιά μεγάλη νευρικότης τόν καΐτείχε άπό την ώρα πού ήρθε. Μήπως έγνώριζε τίποτε; "Οταν οί χωροφύλακες τής περιοχής ήλθαν, πάλι ό Ντέϊβυ έμεινε κλεισμένος στον έαυτό του. "Οσο γιά μένα, Αναγκάστηκα γιά τρίΐτη φορά νά έπαναλάβω οσα έγνώριζα. Αλλά, επειδή ό Αστυνόμος μέ κύτταζε μέ κάποια ^υπεροψία, ούτε έκανα συζήτησι γιά τό σταχτοδοχείο. 5Αφού ήταν τόσο Ψηλομύτης, άς τά έβγαζε πέρα μόνος του. Έξ Αλλου, δεν
6
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
χωνεύω καθόλου τούς άνδρες της αγγλικής χωροφυλακής. Προτιμώ τούς ντέτεκτιβ της Σκότλαντ - Γυάρντ, πού είναι εύγενικώτεροι, ακόμη και στις κακές στιγμές τους! "Οταν ή έξέτασις τελείωσε., ρώτησα αν μέ χρειάζονταν τίποτ" άλλο και ιτηιγα σπίτι μου. Αισθανόμουν μια τέτοια δίψα, πού θά έπινα ολόκληρο τον Τά;μιεσι, άν τά νερά του ήταν ουΐσκυ. "Έπεσα στο κρεββάτι μου. άναψα ένα τσιγά ρο κΓ άρχισα νά σκέπτωμαι. * ★ * Κάτι μου έλεγε πώς κάποια βρομοδουλειά υπήρχε στο θάνατο τού Ρόλλς. Αλλά καλύτερα θά ήταν νά μη βιάζωμαι στις σκέψεις μου* και νά περιμένω τά άποτελέσματα της αυτοψίας. Και άν υποθέσουμε πώς ό Ρόλλς έδολοφονήθη, ποιός θά είχε συμφέρον από τη δολοφονία του; *Ό Κτέϊβυ καί ό^ σύντροφός του είχαν κάνει μιά σειρά διαλέξεων σχετικά μέ^ τις άνακαλύψεις τους, πού εΐχαιν δημοσιευθη καί στον τύπο. ιΟ θησαυρός τού Γικάρ-Έόκ μπο ρούσε νά δελεάση κανένα χασομέρη, που νά σκέφτηκε νά βγάλη από τη μέση τον Ρόλλς γιά νά οίκειοποιηθη τά πο λύτιμα έργα τέχνης; Οά ήταν πολύ^ βλάκας όμως, γιατί τό Γκάρ-Κόκ ήταν μόνο ενα όνομα. Καί γιά νά βρή στο χάρτη τό όνομα αύτόΛ θά έπρεπε νά γνωρίζη^ αυτά πού ό Ντέϊβυ, ό Ρόλλς κι" έγώ γνωρίζαμε σχετικά μέ τό δρομολόγιο. πού θά έπρεπε ν* άκολουθήση. "Έτσι λοιπόν. ό θάνατος τοΰ Ρόλλς δέν θά είχε νά τού προσφέρη τίποτε! Την έπομένη^ σηκώθηκα νωρίς κι" άγόρασα όλες τίς ε φημερίδες. Μιλούσαν γιά τό θάνατο τού Ρόλλς κι" έλεγαν Υιά δήθεν μαγική ενέργεια τού διαμαντιού. Στ" άλήθεια, αυτές οι κουταμάρες θά έκαναν νά σκάση στά γέλια ακόμη κι" ένα παιδί έξη έτών!^ Πήγα στό^ σπίτι τού Ντέϊβυ, πού μέ πληροφόρησε ότι ή αυτοψία τού φίλου του δόκτορος Ζέλλεϋ, άπέδειξε ότι ό θάνατος ώφείλετο σέ έμβολή. Ούτε δηλητήριο ούτε κανένα εσωτερικό τραύμα! Φουκαρά Ρόλλς! Κότταξα τον Ντέϊβυ. 7Ηταν περισσότερο ώχι^ός από κάθε άλλη Φορά καί μ’ έκανε νά τον λυπηθώ. —Κι" έγώ πού έκανα τόσες κουτές υποθέσεις, είπα φαι δρά γιά νά τού δώσω κάποια παρηγοριά. "Αλλά, γιά πέστε μου, θά φύγουμε όπωσδήποτε στις τριάντα τοΰ μηνός; —Βεβαίως. —-Εντάξει. Μέ χρειάζεστε τίποτε;
—Θά σάς^ ειδοποιήσω μόλις σάς χρειαστώ. —Σέ περίπτωσι
ανάγκης, τηλεφωνήστε μου στό «Πάκ-
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
9
Μπάρ», ένα μικρό κεντράκι πολύ συμπαθητικός όπου μέ γνωΤον άφησα και πήγα νά προγευματίσω μέ μεγάλη όρε» ξι. 40 «φυσικός» θάνατος του Ρόλλς.. μέ είχε άναστατώσει. Δεν είχα κανένα λόγο ν’ αμφιβάλλω για την έπιστημσνική κατάρτισι του ίατοοδικαστοΰ. αλλά...
καλύτερα, γρύλλιισα., καθώς πήρα τό μαχαίρι καί^ τό πηροΰνι κι’ ετοιμάστηκα νά επιτεθώ στις καλοψημένες μου κοτολέττες.
Τό
έστ νοτάριο
όπου είχα
καταφύγει
ήταν ά-
κριβώς απέναντι από τό οίκημα που έμενε ό Ντέϊβυ. Και μπήκα σ' αυτό* γιατί εκείνη τή στιγμή ένοιωσα τό στομά χι μου Φοβερά άδειο. "Οπως έτρωγα, προσπαθούσα στο μυαλό μου νά δημι ουργήσω μια υπόίθεσι γιά τό ζήτημα που τόσο πολύ μέ ά^ πασχολοΰσε. Τό μόνο όμως που κατάφειρα ήταν νά δημιουρ^ γήσω ένα ολόκληρο αστυνομικό μυθιστόρημα, από τό όποιο μέ τράβηξε τό γκαρσόνι^ πού μου σερβίρισε την πουτίγκα μου. Παρατήρησα τό δρόμο πού ήταν μπροστά μου. Καμμία κίνησις δέν υπήρχε σ’ αυτόν. Πλησίαζε μεσημέρι κι* όί "Άγγλοι έχουν τή συνήθεια νά βρίσκωνται στό τραπέζι τήν ώρα αυτή, όπως και όλοι οι λαοί τής Ευρώπης. Ή χωρίς καμμιά σημασία^ παρατήρησις πού έκανα, μου έπέτρεψε νά 8ώ ένα μικρό μπεζ αυτοκίνητο, πού σταμάτησε μπροστά οπό σπίτι του Ντέϊβυ. ^Ηταν ένα Ρίλλευ, πού δέν θυμόμουν πότε είχε περάσει ή μόδα του και πού τό πισινό του αριστερό φτερό ήταν στραπατσαρισμένο, ίσως από κά ποια σύγκρουσί. "Ενας άντρας καμμιά τριανταριά χρόνων κατέβηκε άπ* αυτό. ’Ηταν ψηλός, λιμνός και λίγο φαλα κρός. Μπήκε μέσα στό κτίριο κι* εγώ βάλθηικα νά άποτελειώσω τή,ν πουτίγκα μου.
ΊΟ
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
Στα Λονδίνο.- ένα ΡίΙλλεϋ περνά συνήθων άπαρατήρητο και δεν ένδιαφέρει κανένα αν αυτός πού τδ όδηιγεΐ είναι κακός οδηγός καί στραπατσάρει τα φτερά του αυτοκίνητου του η ακόμα άν είναι υψηλός, λιγνός και Φαλακρός. Οί λε πτομέρειες αυτές δεν έχουν κάτι πού μπορεί νά σου τρα βήξουν την προσοχή. Άντιθέτως όμως, δταν ένα όμορφο κορίτσι σοΟ χαμογέ λαση μέ τό πιό γλυκό του χαμόγελο, είναι κάτι του ξεφεύ γει άττό τό συνηθισμένο. Κι* αυτή τη στιγμή βρέθηκα στη βέσι νά έκτιμήσω την άληθεια της διαπιστώσεως αυτής, γιατί μιά θελκτική γυναικεία υτΤαρξις πέρασε μπρος από τό παράθυρο καί μιπήκε μέσα στο μπαρ, αφήνοντας ένα ύπεροχο άρωμα πίσω της. Κάθησε σ’ ένα υψηλό σκαμνί μπροστά στον μπάρμαν καί παρήγγειλε ένα χυμό φρούτων φραπέ. Φορούσε ένα φό ρεμα τόσο εφαρμοστό έπάνω της,, πού καί ό πιό ατζαμής ζωγράφος θά μπο^ρούσε^ νά τή ζωγραφίση γυμνό., χωρίς νά τού ξεφύγη καμιμιά άπό τίς πλούσιες γραμμές της. "Άναψε ένα τσιγάρο κι" άρχισε νά ρουφά ηδονικά τό ποτό της., μέ χαριτωμένες κ·νήσεις ερωτευμένης γάτας. Την κύτταζα μέ τό πιό ζωηρό ένδιαφέρον κι* εύοισκα ότι αυτό ήταν πολύ πιό ευχάριστο από τό νά κυττάζω τον έρημο δρόιμο καί τό Ρίλλεϋ μέ τό τρακαρισμένο φτερό., που είχε σταματήσει Απέναντι. Δέν είμαι άγιος κι* έχω μεγάλη, άδυναμία στο γυναικείο φύλο. *Εξ άλλου δεν είχα τίποτα νά κάνω ως τίς τριάντα τού μηινός πού θά έφευγα μέ τον Μτέϊβυ, κι* αυτή την προ σωρινή ελευθερία μπορούσα νά τή;ν χρησιμοποιήσω γιά τις άτο,μ.ικές μου υποθέσεις. Έκανα λοιπόν τούς υπολογισμούς "μου καί πήγα νά καθήσω στο μπάρ, δίπλα στό χαριτωμένο εκείνο πλάσμα., γιά νά δοκιμάσω τήν τύχη μου. —Ωραίος καιρός σήμερα, είπα παραγγ^λνονίτας ένα σκέτο ούΐσκυ. Αυτή βάλθηκε νά Υελάση. Είχε κάτι δόντια υπέροχα. Καί τά χείλη της λές καί καλούσαν τό φιλί, όπως τό μέλι τρα βάει τίς μέλισσες. Τόσο όμορφα ήσαν! —(Κάνατε μεγάλη προσπάθεια νά βρήτε αυτές τίς λέ ξεις; μέ ειρωνεύθηκε.^ —Μπορώ νά βρω καί καλύτερες, χωρίς προσπάθεια! ——<Πως; ^ —’Άν πάρετε μαζί μου ένα ποτήρι ούίσκυ. θά δήτε! "Οταν τής τό είπα αυτό, φαντάστηκα ότι θά μέ άπόπαιρνε, άλλά αυτή σέ τόνο σοβαρό μού απάντησες —Μήπως πιστεύετε ότι δέν είμαι ικανή νά πιω ένα πο τήρι ούΐσκυ σάν άντρας;
Ο ΟΗιΣΑΥ,ΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
11
—Δεν έχετε παρά νά μου το άποδείξετε! ;—ιΒείβαίως. ΚΓ αν θελήσετε νά συναγωνισθούμε.- θά σάς μεθύσω. —Δέν ξέρετε^ τί ευχάριστο μεθύσι κάνω, επτά. Στό μεταξύ ό μπάρμσν μάς είχε σερβίρει. Κότταξε τό -ποτήρι της., έπειτα τό δικό μου^ καί μου έρριξε ένα βλέμμα άπ* αυτά πού κάνουν την καρδιά νά κλωτσά σάν άλογο και τό αΐιμα νά κυκλοφορή αναμμένο σ’ όλο τό σώμα. —Στις χαρές σου, άγόρι μου, μου εΐπε αρπάζοντας τό ποτήρι της. Και κατάπιε τό περιεχόμενό του με μιά άπληστία πού μ* άφησε κατάπληκτο. —Καί στις δικές σου* είπα^ πίνοντας τό δικό μου και κάνοντας ενα μορφασμό ασυγχώρητο άπό τό πρωτόκολλο, αλλά αρκετά εκφραστικό* γιά νά δείξω την Ικανοποίησί μου. ——ιΒλέπω, δεν τά καταφέρνετε άσχημα!* πρόσθεσα. ^έσπασε σέ γέλια καί έσκυψε λίγο προς τό μέρος μου, προσφέροντας στά έκπληκτα μάτια μου ένα τολμηρό ντε κολτέ. —Θά είστε στό Λονδίνο καιρό; ρώτησε διασκεδάζοντας μέ την ταραχή πού μου προξένησε ή κίνησίς της αυτή. —'Ναί... Αυτό έξαρτάται όμως. ’Άν σάς άπαγάγω. Φεύ γω άπόψε. ( , —Βλέπω πώς πάτε κατ’ ευθείαν στό· ψητό! Λεν είχα κανένα λόγο νά κρατώ τούς τόπους μαζί της, μιά κι* ήταν τόσο προκλητική μαζί μου. "Αλλωστε* ό καιρός του Κολλεγίου είχε περάσει κι5 ή πείρα πού είχα αποκτήσει στό μεταξύ., δέν μπορούσε νά με γελάση.^'Η μικρή* χωρίς καμμιά αμφιβολία., ανήκε στήν κλάσι αυτών των κοιριτσιών πού τό ελαφρό τους φόρεμα τό παίρνει άπό πάνω τους ό άνεμος, πού κάνει ένα Υεμάτο πορτοφόλι όταν άνοίγη. Βέ βαια, τό παρουσιαστικό της έκ πρώτης όψεως δέν έδειχνε τίποτα τέτοιο* αλλά ή πείρα μου μου έλεγε πώς τό βάθος διέφιειρε. Έξ άλλου δέν είχα τήν άξίωσι νά βρω τήν τύιχη μου μέ τήν κόρη ένας Λόρδου!
κ
όντευε τρεις, όταν, έχοντας μερικά σχέδια στό μυαλό μου* σχέδια ιδιαίτερα καί προσωπικά, πού δέν είχαν καμμιά σχέσι μέ τήν ιστορία του διαμαντιού, άφηνα τό έστιοτόριο έχοντας πλάί' μου τήν ξανθή μου κατάκτησι.
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δένεται κανείς τόσο εύκολα καί, αταν τδ βράδυ φάγΊχμε μαζί, αίσθάνθηκα αρκετά ικα νοποιημένος άπδ τήιν γνωριιμία της. Μέχρι αυτή την ώρα, δεν ήξερα ακόμη τδ δνομά της κι’ δταν την ρώτησα μου είπε στι την έλεγαν ^Τζέννυ. Υπάρχουν όμως πολλές που έχουν το ίδιο ονοιμα καί που τρέχουν στους δρόμους του Λονδίνου. Κι* έχουν όλες τον ίδιο προορισμό. Μέ λίγα λόγια., τίποτα βέν θά άλλαζε άν την έλεγαν Ελισάβετ, Μαί,ρη η Πόλλυ. Πριν τραβήξουμε για τδ σπίτι μου. πέροο'α μέ την Τζέινινυ από τδ «ΠάκπΜπάρ», γιά νά ρωτήσω μήπως μου είχε τηλεφωνήσει δ Ντέϊβυ, για να έχω τή συνείδησί μου ήσυχη. ιΟ μπάρμαν μέ διαβεβαίωσε πώς κανένας δεν μέ εΐιχε ζητήσει και έμεινα ευχαριστημένος άπδ την άπάιντησί του. Αύτδ έδειχνε δτι τίποτα δέν μέ εμπόδιζε νά απολαύσω τή νύχτα μου. ^ Άλλα δπως έπινα ένα ούΐσκυ, μια σκέψις πέιρασε απ’ τδ μυαλό μου καί μ’ άφησε κατάπληκτο. Στ’ αλήθεια, ήμουν άσυγιχώρητος βλάκας νά μ ή σκεφθώ τόση ώρα αυτό τδ πράγμα! —’Έπρεπε νά είχα ρωτήσει τον Ντέϊβυ έάν αυτός κρα τούσε τις σημειώσεις σχετικά μέ τδ δρομολόγιο του ΓκάρΚόκ, εΐπα.^ Τδ πράγμα ήταν απλό. Άν υποθέσουμε δτι - ό Ρόλλς ιδολοφονήθηικε, ό δολοφόνος άσφοολώς δέν θά ενεργούσε χω ρίς λόγο. Καί γτά νά περιφρονήση τδ διαμάντι, που ήταν πάνω στο γραφείο, πάει νά πή δτι κάτι άλλο 6ά τον ένδιεΦερε. Κι’ αυτό τδ άλλο δεν μπορούσε νά ειγχχι παρά οί σημειώσεις πού είχαν κοατηθή γιά τδ δρομολόγιο. —Μά δέν πρόσεξα καμμιά άταξία στο γραφείο τού Ρόλλς, πού νά έδειχνε δτι κάποιος έψαξε, είπα μέσα μου. Πρέπει λοιπόν νά παραδεχτώ δτι τίς σημειώσεις τίς κρατάει ό Ντέϊβυ καί ό δολοφόνος τδ γνωρίζει! Γι’ αυτό καί δέν έψαξε. ΚαΓ σ’ αυτή την πειοίπτωσι.;. "Ενας κρύος ιδρώτας μέ περιέλουσε καί αδέιασα τδ ποτήρι μου χωρίς αναπνοής —Τί σου συμβαίνει; ρώτησε, ή Τζέννυ άνήσυχη. "Όπως ήταν καθισμένη, ή Φούστα της είχε άνεβή λίγο πιο πάνω άπδ τδ γόνατο, ξυπνώντας μέσα μου την επιθυ μία νά τήν πάρω καί νά φύγω,με άπδ εκεί τδ γρηγορότερο! —Τίποτε. Δέν έχω τίποτε. Θυμήθηκα μόνο πώς ξέχασα νά τηλεφωνήσω σέ κάποιο Φίλο. Θά μέ συγχωρήσης ένα λε πτό, Τζέννυ; ’Έιρχομαι αμέσως. Τδ σχέδιό μου ήταν^ απλό. Θά τηλεφωνούσα στον Ντέϊβυ καί θά τδν καθιστούσα προσεκτικό. Ασφαλώς 8ά μ’ έ^· παίρνε γιά τρελλό καί θά ώρκιζοταν στους μεγάλους θεούς
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
13
του δτι αυτή τη φορά είχα τπη παραπάνω, αλλά έγώ θά ή ξερα δτι είχα δίκη ο. ^ Ζήτησα λοιπόν το νούμερο του Ντεϊβυ κι8 ακόυσα τδ κουδούνισμα της κλήσεως άπδ τήιν άλλη άκρη του σύρματος,, πού εκανε σαν νά έπεφτε ψιλό χαλάζι·: «Ντρ...Ντρ...Ντρ...». Δεν απαντούσε κανένας. «' Ο πωσδηττοτε* είχε τδ δικαίων μα νά βγη έξω% χωρίς νά μου ζητούσε την άδεια», σκέφτηκα κρεμώντας τδ άκουστικό. Ξαναπήγα στην Τζέννυ σκεπτικός. —'Τι μούτρα είναι αυτά; μου είπε. Την κύτταξα προσεκτικά. 7Ηταν πολύ ωραία ή Τζέννυ καί ήμουν πολύ έκνευ,ρΐισμένος. Πλήρωσα καί πέρασα τδ μπράτσο μου στδ δικά της. —Πάμε, Τζέννυ; —Που; —'Στδ,ν παπά., της είπα τραβώντας την προς την έξοδο. ’Έμιεινα δυο βήΐματα άπδ εκεΐ* σ’ ένα βωιμάτιο που θά μπορούσε^ νά χαρακτηρισθη ωραίο* άν συγυριζόταν τακτικά καί αν δεν είχα την ελεεινή μανία νά πετώ στην τύχη τις γραβάτες μου., τά παπούτσια μου καί τά ρούχα μου. Δεν μπορούσα νά ζήσω σέ τέσσερις τοίχους. Χρειαζόμουν μεγά λο χώρο, δπου η αταξία φαίνεται λιγώτερο καί τδ δωμάτιό μου ήταν τόσο μακροσκοπικό. —"Εινας ελέφαντας θά πέρασε τον καιρό του στδ δωμά τιό σας, είπε η Τζέννυ μπαίνοντας μέσα καί βλέποντας την...τάξι που βασίλευε. —Τού τηλεφώνησα νά^ τδν ειδοποιήσω δτι Ιρχόιμαστε καί έφυγε κάπως βιαστικά* άπάιντησα. Συγχώρεσέ τον... ^ * ☆ * Τιό έπόιμενο πρωί* ξύπνησα αργά. Θά ήταν έντεκα ή ώ ρα. Ή λ Τζέννυ είχε φύγει χωρίς νά την άντιληφθώ. Γύρω /μου υπήρχαν τά σημάδια^ μιας νύχτας πολύ συνταρακτικής. Μ,ιά κόπωσις γενική μου έπεβεβαίωσε την ακρίβεια της ΐμνηίμης μου. Σηκώθηκα καί πήγα στδ ντους, μέ την ελπίδα νά εξα λείψω την ταπεινωτική ^ αυτή άποκτήνωσι άπδ πάνω μου... Σ’ ένα τέταρτο ξαναβρήκα την αυτοκυριαρχία μου καί ντύ θηκα γρήγορα. Πήγα νά προγευματίσω σ’ ένα γειτονικά εστιατόριο καί θυμήθηκα δτι είχα ραντεβού μέ τή Τζέννυ τδ βράδυ στδ <^Πάκ-ιΜπάρ». Θά μπορούσα νά καταπιώ ένα ασκί ούΐσκυ καί νά απελευθερωθώ άπδ τις χίλιες έννοιες μου* άλλα δεν χρειάστηκε^ γιατί εύκολα αναλαμβάνω καί οί έντυπώσειις ιμου άπδ την βραδυά^ πού πέρασε ή σαν νωπές ακόμα.
Θυμήθηκα τον Κτέϊβυ»
Μ
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
—Πρέπει νά τον βρω καί νά του πώ τις σκέψεις μ<ου, σκέφτηκα. Αποτελείωσα γρήγορα το φαγητό μου. πήρα ένα ταξί καί πετάχτηκα στο σπίτι τοΟ συντρόφου του μακαρίτη Ρόλλς. ιΒρέθηκα μύτη μέ μύτη μέ έναν ψηλό άστυφύλακα, πού μέ κύτταξε μέ μάτι φιίλύποτττο. —Ποιος είστε; —Είμαι φίλος τού κ. Ντέϊβυ καί έτπθυιμώ νά τον δώ. Αώτός σήκωσε τούς ωμούς του. —Είναι στο νεκροτομείο. Βρέθηκε νεκρός... Π“ς; —Είπα, οπό νεκροτομείο! Τά χαρτιά σας., παρακαλώ! —
Ύ............................................................. .χλ. ωρίς νά ξέρω τι κάνω, τού έδωσα αυτό πού ζητούσε. Σημείωσε τό όνομά μου., τη διεύθυνσί μου καί μου τά έδωσε πίσω, λέγοντας μου ότι μπορούσα νά φύγω. Έγώ όμως δέν σάλεψα. —ϊΠιιστεύω ότι δέν είσαι τόσο χοντροκέφαλος, ώστε νά ,μήν καταλαβαίνης ότι δέν μ’ ένδιαφέρει ό κ. Ντέϊβυ. "Εχω σοβαρούς λόγους νά μπω μέσα! Λοιπόν; ιΚαί, όπως μέ κύτταζε σκυθρωπός, πρόσθεσα: —Δέν είμαι έγώ ό ένοχος, αλλά ούτε καί τό πτώμα άναστημένο Υιά νά μέ κυττάς έτσι. Θέλω νά δώ έναν επι θεωρητή. Είναι κανένας μέσα; —Περάστε,^ μιου είπε ό άστυφόλακας κλονισμένος. Θά βρήτε ό,τι ζητάτε στο γραφείο! Σήκωσα τούς ώμους καί προχώρησα θορυβημένος. Στο δωμάτιο βρήκα δύο κυρίους, πού συζητούσαν σοβαρά μπρο στά στο γραφείο τού Ντέϊβυ. Στην αρχή, μέ πήραν Υιά δη•μοισιοιγράφο! —Ποτέ στη ζωή μου δέν έκανα αυτό τό έπάγγελμα!, διαμαρτυοήθηκα. Είμαι ^ μέλος τής άποστολής Ρόλλς Καί ήρθα νά μάθω γιά τό θάνατο τού Ντέϊβυ. —Δέν γνωρίζουμε τίποτε. Τραύμα δέν σημειώθηκε. Κα τά πάσαν πιθανότητα αιφνίδιος θάνατος! —"Οπως ό Ρόλλς, έ; Μά δέν σάς εκπλήττει αυτό; —Φυσικά, έσπευσαν νά απαντήσουν. Καί, άν έχετε κάτι ύπ’ όψιιν σας, νά μάς τό πήτε.
Ο ΘΗΣΑΥΡΌΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
15
—Χθές τό βράδυ ήταν κιόλας νεκρός., είπε ό ένας από τους δύο επιθεωρητές. Μάλιστα* ό Ιατροδικαστής τοποθε τεί τό Φυσικό θάνατό του γύρω στο μεσημέρι. Αναπήδησα μόλις τ’ ακόυσα αυτό. Χωρίς νά ξέρω. "Ί σως γιατί αυτή τήν ώρα τσούγγριζα τα ποτήρια μου μέ τήν Τζέννυ.. ένώ... —Μεσημέρι; έπανέλαβα μηχανικά. Και δεν βρήκατε τί ποτα; —"Όχι. "Άναψα ένα τσίιγάρο και κότταζα τό γραφείο μέ αμηχα νία. Ό Ρολλς στην άρχή.. ό Ν,τέϊβο μετά... —Θά ήθελα νά ξέρω άν τό καρνέ που περιλαμβάνει τις σημειώσεις σχετικά μέ τό βαθμολόγιο.- βρίσκεται άκόμη έδώ, μουρμούρισα. Πρέπει νά είναι σ" ένα Φάκελλο σ’ αυτό Το συρτάρι. —ιΚυττάξτε μόνος σας. Μ" ενδιαφέρον οί δύο άστυ-ναμΊκοί παρακολουθούσαν τίς κινήσεις μου. Βρήκα στο συρτάρι τό φάκελλο μέ τις ση μειώσεις των άνακοινώσεων τού Ρολλς καί του Ν,τέϊβυ. άλλα πουθενά τό καρνέ. —ιΚί* όμως ούτε στοϋ Ρολλς ήταν. Αυτό πού ζητώ εί ναι ένα καρνέ μέ κάλυμμα από κόκκινο δέρμα. —Έγώ έχω κάνει έρευνες στοϋ Ρόλλς^ είπε ό ένας από τούς δύο. Μπορώ νά σάς διαβεβαιώσω δτι δεν βρήκα τίποτε παρόμοιο έκιεΐ. Έκλεισα τό συρτάρι άπογοητευιμένος. —Πού βρήκατε τό πτώμα τού Ντέϊβυ; —7 Ηταν καθισμένος μπροστά στο γραφείο του. Καμμιά ηίληγή δέν υπήρχε., τίποτα τό βίαιο δεν παρατηρήσαμε καί Ιολο τό διαμέρισμα ήταν τακτοποιημένο. —Αιφνίδιος θάνατος., έ; —Ό ιατροδικαστής στήν έκθεσί του λέει δτι ό θάνα τος οφείλεται σέ έμβολό.- όπως στην πε.οίπτωσι Ρόλλς. —(Παράξενο!, ψιθύρισα. —ίΠοάγνστ!. Κάτι εΐδα νά λάμπη οπό πάτωμα., κοντά στην καρέκλα άπαυ είχαν βρή τον Ντέϊβυ νεκρό. "Έσκυψα καί τό σήκωσα. Έταν μιά βελόνα. πέντε πόν τους περίπου μακρυά, πολύ μυτερή. —Τί εΐναι αυτό; Τήν παρουσίασα στους δύο αστυνομικούς, πού τήν έκύτταζαν μέ περιέργεια. —Μου φαίνεται οτι εΐναι μιά βελόνα απ’ αύτές που χρησιμοποιούν στά χειρουργεία γιά νά ράβουν τίς πληγές, είπε ό ένας άπό τούς δύο. Μά... γιά κυττάξτε λοιπόν εδώ!.
16
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
πρόσθεσε δείχνοντας μιά κηλίδα επάνω στο γραφείο. Σκύψαμε και κυττάξαίμε προσεκτικά. 7Ηταν μια κηλίδα ι'μέ χρώμα προς το κόκκινο .σκούρο. —Αίμα; είπα έοκτηματικά. —Αυτό θά τό^ δούμε στο εργαστήριο. Αμέσως μού ήρθε μιά σκέψις στο μυαλό μου. ιΟ Ντέϊβυ δεν χρησιμοποιούσε ποτέ τέτοιες βελόνες. Καί, άλλωστε, αύτό θά μπορούσε νά έξακριβωθη. Τότε λοιπόν, ή βελόνα αυτή δεν μπορούσε νά ήρθε μόνη της εκεί μέσα! —Πρέπει νά παραδεχτούμε ότι κάποιος θά έχη δηλη τηριάσει τούς άνθρώπρυς αυτούς μέ μιά ένεσι. μουρμούρισε ό ένας άστυινομιικό,ς. ζέρω ένα δηλητήριο που προκαλεΐ άκιαριαΐο θάνατο μέ απλή έπαφή, χωρίς" νά μπή βαθειά στο σώμα! —"Ωστε έτσι, έ; Αρχίζετε νά πιστεύετε πώς κάποιος τούς βοήθησε νά το σκάσουν άπό τον όμορφο πλανήτη μας. Λοιπόν, κύριοί μου.- αρχίζω νά καταλαβαίνω τί συμβαίνει. Δηλητήριο η έμβολη γιά μένα,, είναι τό ίδιο πράγμα. —·Έιξη γηιθηιτε, π αρ αΐκαλώ.
—Μπορούμε ν’ άγρυπνούμε γιά σάς. —Σάς ευχαριστώ, ·άλλά είμαι αρκετά μεγάλος γιά νά σάς έπαλλάιξω άπ’ αύτη τη φροντίδα καί σάς όρκίζομαι πώς μπορώ νά τά καταφέρω μιά χαρά. Αντίο, κύριοι !
Ε
φυγα
απότομα,
αφήνοντας
τους
μέ
τη
βε-
πως ήμουν ικανός να παιςω οιΛα τα ατού μου, όταν υαμχαταν η στιγμή. λ ψ · —Θά ήθελα νά δώ τον αναιδέστατο αυτό κύριο πού έ χει τόση πείρα στις ενέσεις, νά έρχεται!, μουρμούρισα. Θά γ ι νότ αν μ εγάλο γλέ ντ 11
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
17
Τράβηξα για το «Ηάκ-Μπάρ», νά συνέλθω μέ τη βοήθεια του αγαπημένου μου ούΐσκυ. Κάθησα κι5 άρχισα νά σκέπτωμαι. Τί θά έκανα τώρα; 'Ο θάνατος του Ντέϊβυ, μετά από τό θάνατο του Ρόλλς. διέ λυσε την άττοστοίλή. Καί έξ αίτιας τών θανάτων αυτών, έ μενα χωρίς δουλειά. —Ή αλήθεια είναι πώς ξέρω την τοποθεσία του περί φημου θησαυρού καί θά μπορούσα, παρ’ άλα τά έμπάδια πού άσφαλώς θά μου παρουσιαστούν., νά τά καταφέρω, μουρ μούρισα. Ή ιδέα αυτή μέ τόνωσε καί πιαράγγειλα ένα ποτήρι α κόμη. Οί ώρες κυλούσαν χωρίς νά^ τις λογαριάζω καί είχα ξειχάσει τελείως τή Τζέννυ. όταν την είδα ξαφνικά νά μ π«χ η νη. 'ΗΗρθιε στο τραπέζι μου χαμογελώντας, άίλίλά αμέσως συνωφρυώιθηικε βλέποντάς με έτσι στενοχωρημένο. —Τ ί σάς συιμ βαίινει; —Τίποτε. —Μήπως έιχ-ετε καμμιά ανάγκη; Μήπως μπορώ νά σάς βοηθήσω; έπέμιενε παίζοντας μέ τό λουρί τής τσάντας της. —ιΣ* ευχαριστώ. Ασφαλώς θά νόμιζες άτι έχω ανάγκη από χρήματα. —"Οχι, αλλά... κάτι πρέπει νά σάς στενόχωρη. —"Ενας φίλος μου έφυγε χωρίς νά μ5 άφήση τή διεύθυνσί του, έκανα εγώ γκρινιάρικα. Καί τό κακό είναι άτι λογάριαζα σ’ αυτόν για νά κάνω ένα περίπατο... 5Αλλά. δέ βαίρυέσαι! Θά πάω και μόνος μου! —"Ωστε μπορώ νά ελπίζω άτι θά ξαναβρήτε τό κέφι σας πάλι; μου είπε ρίχνοντάς μου μιά ματιά άλο σημασία. —Είμαι στις διαταγές σου, της είπα. Μου προξένησε μεγάλη ευιχαρίστησι ό ερχομός της. Του λάχιστον, μαζί της 8ά ξεχνούσα για. λίγο τό πρόβλημα πού μου ζάλιζε τό κεφάλι. —Θά φάμε μαζί; την ρώτησα. —’Άν θέλετε. ’Έρριξε^ τό μάτι της στο σωρό από τά πιατάκια. πού έδειχναν πόσα ούΐσκυ είχα πιη. καί στο μισό γεμισμένο πο τήρι μου. —Πίνετε πολύ κ,αΐ θά σάς κάνη κακό! —’ΐονδιαφέρεσαι για την υγεία μου; —Γιατί οχι; Ελάτε τώρα., αφήστε τις άνοηισίες. Πάρτε μιά παγωμένη σόδα μαζί μου. Θά σάς κάνη καλό. —Τί! Νομίζεις πώς αυτά τά φάρμακα διώχνουν τη δίφα! "Έλα. Τζέννυ μου. πιές μαζί μου- ένα ποτηράκι καί ο-ού υπόσχομαι νά περάσουμε μιά άμορφη βραδυά άπόφε.
Ο ΘΗί ΑΥΡιόΐ ' ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ —*Έ·£ αίτιας αώτου του φίλου, πού έφυγε χωρίς νά σάς άφηση δ ι εύθυνσ ι; —Μά την πίστι μου, ναί! Καί προ παντός θέλω νά ξεχάσω στην αγκαλιά σου. άτι μπορεί νά Φύγω κι’ έγώ! —-Φεύγετε; έκανε μέ Φανερή έκπληξι. —Ναί, Τζέννυ. Πρόκειται σέ λίγο νά φύγω. Συμβουλεύτηκε τό ρολογάικιΐ της καί μου είπε: —Λογικευθήτε λιγάκι καί μην πίνετε άλλο. Θά Φάμε οί δυο μας μαζί καί., οτν κρατά άκιόμη ή δίψα σας.· αγορά ζουμε μιά μποτίλλια καί την παίρνουμε μαζί μας. —ϊΣύιμψωνοιΐ, Τζέννυ. Είναι σπουδαία ιδέα. Καί, όπως καταλα&αίνω, σ’ αρέσει καί σένα νά πίνης στο σπίτι. —Ξέρω ένα εστιατόριο, κοντά στο Κίνγκ,στον Πάρκ. εί πε αυτή, οπού θά φάμε μιά χαρά. —Μά γιατί δεν πάμε πιο κοντά; —"Ενα ταξί θά μάς πετάξη σ’ ένα λεπτό εκεί. Είδα ότι έπέμενε γιά τό έστιατόριό της καί σταμάτησα, γιατί δεν μ5 αρέσει νά πηγαίνω αντίθετα μέ τις επιθυμίες των γυναικών. Θά τρώγαμε λοιπόν μαζί, πλάϊ-πλάϊ καί θά είχε νυίχτώσει γιά καλά όταν θά τελειώναμε καί τότε... Παρ’ όλη μου την προσπάθεια νά φανώ ξένοιαστος, ή οκέψις μου γύριζε διαρκώς στο Ρόλλς καί τον Ντέϊβυ καί 'μου συνέφιαζε τό πρόσωπο, χωρίς νά θέλω. 'Η Τζέννυ τό άντελήφ'Βη.^ —Πάιλι τά ΐδια; μου είπε ψυχρά. —’Όχι, άχι, διαμαρτυρηίθηκα. Χωρίς αμφιβολία, τό πράγμα αύ^ό τη στενοχωρούσε *Ικαί είχε δίκη,ο,. "Ενας εύγενης κύριος δέν επιτρέπεται ν’ άΦη,νη τη σκέψι του νά τρέ,χη στα κεραμίδια όταν ' πρόκειται νά συνοδεύσ:. μιά κυρία σέ δείπνο! —-Αφού είναι έτσι, πηγαίνω σπίτι μου. μου είπε. (Καί σηκώθηκε. "Ωσπου νά κανονίσω τό λογαριασμό, είχε προχωρήσει. Την πρέφτασα στο πεζοδρόμιο καί την επιασα άπό τό μπράτσο. —Γιατί1 τό κάνεις αυτό. Τζέννυ; —Τ ί κάνω; Προχωρούσε μ’ ένα γρήγορο, αποφασιστικό βήμα, πού μ5 έκανε νά γελάσω. —Τζέννυ, έρχομαι μαζί σου, της είπα. —Λεν 8ά^ είστε πιά συλλογισμένος; —Τό υπόσχομαι. Γέλασε ικανοποιημένη, καί δέν άπάντησε. *—Πού μένεις; τη ρώτησα.
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ -—Στην όδόν *Ελευΐθερίας 1 6, κατό μέτρα περιττού άπό εδώ.
ένα
μικρό δωιματιάκι,
1ι9 ε
V • τρίψαμε διειξιά και μπήκαμε σ* ενα λαβύρινθο όοττό δρομάκια., έρημα και σκοτεινά. Καθώς περπατούσαμε, δεν εΐχα χάσει το νήμα των σκέψεών μου καί περισσότερο σκεπτόιμουν τη βελόνοο πού βρήκα πίσω ά:πο την καρέκλα τού γραφείου του Κτέϊβυ. Ασφαλώς, όπως ό Ρόλλς, έτσι και ό Ντέϊβυ.· δολοφο νήθηκαν μέ τάν ΐδιο άπάνθρωπο τρόπο! Κι* εγώ... Έγώ που ήμουν πια ό μόνος που γνώριζε τό δρομολόγιο του ΓκάρΚόκ... 'Ο μόνος πού έμενε έκτος από τό δολοφόνο, ό οποίος κρατούσε τό καρνέ μέ τις σημειώσεις γιά την πορεία... Δεν είχα παρά νά τον π,εριιμένω. Ή Τζέννυ προχωρούσε πάντοτε σίγουρη για τό δρόμο της κι’ έγώ μέ τό χέρι περασμένο στο μπράτσο της., βάδιζα πλάϊ της. —Δεν είσαι καΐκός χαρακτήρας, Τζέννυ, κι* είσαι α σύγκριτη όταν τό θέληςΛ της είπα. **Ε,σήκωσε τούς ώμους της. —ιΚοντεύουμε; τη ρώτησα. — Στην άκρη τοΰ δρόιμου. Βαφνι'κά άΐνασικίίρτησαί ^ ΛίιΥο πιο πάνω,, έκίεί περίπου όπου ή Τζέννυ μου είπε πώς θά πάμε., είδα ένα αυτοκίνητο στοοματη,μένο, μέ τά φώτα άναίμιμένσ, ένα αυτοκίνητο μπεζ «ΜΕ ΤΟ ΠΙΣΙΝΟ ΑΡΙΣΤΕΡΟ ΦΤΕΡΟ ΣΤΡΑΗΑΤΣΑΡIΣΜΕΝΟ»! Τό αίμα μου σταμάτησε. Αμέσως μου ήρθε στη σκέφι: «Μεσηιμέρι. Τό μπεζ Ρίλλεϋ σταματά μπροστά στο κτί ριο πού έμενε ό Ντέϊβυ. "Ενας άντρας ύψηλός, λιγνός καί λίγο φαλακρός^ μπαίνει στο σπίτι. 'Ο Ντέϊβυ δολοφονεί ται. Καί την ώρα αυτή έγώ γνωρίζομαι μέ την Τζέννυ... Διάβολε...» * Πλησίασα τ' αυτοκίνητο. 7Ηταν άδεια. Ό δρόμος επί σης. Κύτταρα τριγύρω μου καί έκεΐ κοντά είδα ένα άδειο γιαπί. Αμέσως συνέλαβα τό σχέδιο τών ενεργειών μου. Ξαναγύρισα στη Τζέννυ. πού είχε μείνει μαρμσρωιμένη, την άρπαξα^ άπτό τη μέση μέ τ* αριστερό μου χέρι καί τη σήκωσα, ενώ μέ τό δεξιό τής έκλεινα τό οπάμα. Την έσυρα
20
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
ώς την πόρτα τού γιαπιού καί μ’ ένα πήδημα πού θύμιζε τίγρη μέσα στη ζούγκλα πού πηδάει μαζί με τή λεία της, μπήκα μέσα. Τό κτίριο ήταν άδειο, χωρίς πόρτες καί παράθυιρα. ιΠροχώρησα καί στο πρώτο δωμάτιο πού βρήκα μπρο στά μου.· "έρριξα τη Τζέννυ κάτω. Κύλησε στο πάτωμα ξαΦνιασμένη^ άπό την ένέργειά μου αυτή. —Κλείσε τό στόμα σου καί μην κουνηθής, γιατί σε πνί γω σαν μια βρωμερής οχιά πού είσαι!, γρύλλισα. —Σάς παρακαλώ! Μη μου κάνετε κακό!, μου εΐπε παραπονειμένα. Τί σάς έκανα καί μου Φερόσαστε έτσι; "Άναψα ένα τσιγάρο καί στο φώς του αναπτήρα μου την είδα γονατ ισμενη μέ τά χαρακτηριστικά του προσώπου της παραμορφωμένα άπό την άγωνία. —Πού μέ πήγαινες., έ; —Στο σπίτι μου. — Στο σπίτι σου, παληοθηλυκό. Στο σπίτι σου. όπου μέ περίμενε κάποιος πού ξέρεις, έ; —Σάς ορκίζομαι! Φορούσε ένα δαχτυλίδι στο δεξιό της χέρι, ένα δαχτυ λίδι πού ή πέτρα του ήταν φτηνή. ψεύτικη. . Άπό τή λάμψι της^ πέτρας κατάλαβα πώς τό χέρι της σάλευε καί μάντεψα τό σκοπό της. ^—"Άφησε ήσυχη την τσάντα σου. τής είπα άγρια. Πριν ακόμη βγάλης τό πιστόλι σου. θά είσαι ξεκοιλιασμένη. Κά τσε λοιπόν φρόνιμα! Κατάλαβες; 'Η πέτρα έλαμπε διαρκώς στο ημίφως καί μιά ξαφνι κή λάμψι.ς μού μαρτύρησε την βιαστική κίνησι τού χεριού της. Θυμωμένος, ωρμησε προς τό μέρος της. της άρπαξα τήν τσάντα καί τής κατάφερα δυο δυνατά χαστούκια, πού τήν ξαπόστειλαν στά πλακάκια του δωματίου για νά τά μέτρηση. Στήν τσάντα της μέσα βρήκα ένα μικρό πλσκέ πιστόλι, ένα ηλεκτρικό φαναράκι καί διάφορα άλλα αντικείμενα, πού δεν είχαν σημασία γιά μένα. ·& ☆ ☆ "Άναψα τό φαναράκι καί κύτταξα τήν Τζέννυ. Είχε σηκωθή μορφάζοντας καί στενάζοντας άπό τόν πόνο. —Τώρα θά μού δώσης μερικές σωστές απαντήσεις, της είπα, σημαδεύοιντάς την μέ τό πιστολάκι της. Σοΰ υπενθυ μίζω ότι άπό σένα έξαρτάται νά μή καταστρέψης τή χαρι τωμένη σου υπαρξι! —Μά, σάς ορκίζομαι ότι... —Γνωρίζεις τον άνθρωπο τού Ρίλλεϋ; —Τόν... "'Οχι!
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
21
—(Πώς οχι; Στοιχηΐμοίτιζω δτι αυτός σ’ έβαλε νά συναντηιθης μαζί μου έκιεϊ στο εστιατόριο, δη,θεν στην τύχη, χθες τό μεσημέρι. "Ενας υψηλός κρεμανταλάς.- ξερακιανός., πού ίχει χάσει λίγες απτό τις τρίχες τών μαλλιών του. Λοιπόν, μικρό μου, λέγε. Τό κερδίζω τό στοίχημα; "Οπως δέν απαντούσε., σήκωσα Τ’ αριστερό μου χέρι Απειλητικά. Αυτή έβαλε τον Αγκώνα της στο πρόσωπο κι* αρχίσε να κλαίη. ^Ακουγα τους λυγμούς της στο σκοτάδι πού βασίλευε τώρα, γιατί Από προφύλαξι είχα σβύσει τό φώς. —Λοιπόν; ξαναείπα. Αποφάσισες; ’Έιμετνε πάλι σιωπηλό. ^ —Λέγε!, έπανέλαβα μέ Θυιμό. Σ’ Ακούω! —Θά σάς τα πώ άλα.- τραύλισε. Δέν τόν είχα ξοονσδη αυτόν τόν άνθρωπο. Τόιν συνάντησα πριν λίγες μέρες και μ«ού πρότεινε μια δουλειά. Μου είπε ότι θέλει νά κάνη μιά φάρσα σ’ ένα φίλο του κι* εγώ Θά τόν βοηθούσα σ’ αυτό. 'Ο φίλος ήσαστε εσείς. Σάς έδειξε σέ μένα.. μιά μέρα πού βγαίνατε από τό σπίτι σας. — Κ.ι* έπειτα; —Μου έδωσε εκατό λίρες για ’ά γνωριστώ μαζί σας καί άλλες εκατό χθες τό βράδυ, για νά σας φέρω απόψε έδώ. —Στον ά'Ρίθμό 16; Μά δέν μένεις εσύ έδώ;1 —"Οχι. Μένω στην Οξφορντ - Στρητ 234, στο έκτο πάτωμα- σ:> ένα επιπλωμένο δωιμάτιο. —Τί είχατε κανονίσει γΓ Απόψε; —Μόλις 0ά μπορούσα, θά σάς έφερνε στο σπίτι, πού είναι στον Αριθμό 16 αυτού τού δρόμου. Είναι ένα σπίτι πολύ μοναχικό. —'ΚΓ έπειτα; —Θά σάς έξηγούσα δτι κατοικούσα μαζί μέ ένα άνδοό’ υνο φιλικό.- πού Θά μάς άνοιΥε μόλις Θά χτυπούσαίμε. "Ογ Ιταν Θά μπαίναμε μέσα., έγώ Θά προφασιζόμουνα κάτι καί Θά σάς άφηνα γιά μιά στιγμή., γιά νά ,μην ξανογυρίσω ποτέ πια! —Διάβολε! Αυτό είναι δλο; —Ναί.
Α
ναψα πάλι τό Φαναράκι καί έξητασα προσε κτικά τό πρόσωπό της,
22
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
—Λες ψέματα! —Σάς ορκίζομαι πώς λέω την αλήθεια! Δεν ξέρω τί ποτε άλλο. 5Εγώ., ξέρετε, δεν είμαι δύσκολη και από τη στιγμή που θά παίξω μια φάρσα σε κάποιον,, δέν ανησυχώ για τό τί θά γίνη μετά. Ποό παντός όταν έχω πληρωθή καλά γι5 αυτό! —Σπουδαία φάρσα, πράγματιΐ!„ μουρμούρισα. Ξέρεις τί ήταν αυτή ή φάρσα; —"Οχι... Δεν τον ρώτησα. —Έπρόκειτο νά τον βοηθήσης μ’ δλη σου την καρδιά, νά μέ στείλιη στους προγόνους μου, μικρή μου! Εΐδ'α ένα αίσθημα τρόμου νά διαστέλλη τις κόρες της Τζέννυ και κατάλαβα πώς ήταν ειλικρινής. Μου προξενούσε λύπη, νά βλέπω τά μάγουλά της κατακόκκινα άπό τά χα στούκια που της τράβηξα. ’Από τά κλάματα, τό ρίμμελ είχε διαλυθή άπό τά βλέφαρά της και εΐχε άπλω'θή γύρω. —Τί ώρα θά έπρεπε νά μέ πάς εκεί; —Δέν είχαμε ορίσει άκριβή ώρα. ΜοΟ είχε πή πώς θά μέ περίμενε δλη τη νύχτα άν χρειαζόταν. Και αυτό θά είχε έξαρτηθή άπό την ευκοΜα που θά μ5 αφήνατε νά σάς οδη γήσω. Κυτταξα τό ρολόϊ μου. Πλησίαζαν μεσάνυχτα. 'Η υπό δεσις ήταν αρκετά απλή. "Ημουν πια σίγουρος δτι ή Τζέννυ μου είπε την άλήθεΐα. Θά μέ άφηνε μόνο μέ τό δήμιό μου., ρ όποιος εκμεταλλευόμενος την άγνοιά μου. θά μ* έκτελουσε μ’ δλη του την ησυχία. Προσπάθησα νά μαντέψω τό σχέδιό του. Κατά πάσαν πιθανότητα ήταν ένας επιδέξιος έγκληματίας. Τό είχε άποδείξει, άιφαιρώντας τή ζωή τού Ρόλλς καί τού Ντέϊβυ. "Ε νας τύπος πού ενεργούσε χωρίς θόρυβο. Μπορούσα λοιπόν νά είμαι βέβαιος δτι θά μού έπετίθετο ύπουλα. Ασφαλώς δέν θά ώρμοΰσε επάνω μου νά μέ πιάση άπό τό λαιμό, μό λις θά έμπαινα μέσα. Θά χρησιμοποιούσε τό κόλπο του αι φνίδιου θανάτου. Καί θά εϋρίσκαν τήν έπομένη στον αριθμό 16 τού δρόμου αυτού ή κάπου άλλου, τό παγωμένο σώμα μου. Κι5 η διάγνωσις τού θανάτου μου ήταν γνωστή έκ των προτέρων: «εμβολή» ! —Μικρή μου., είπα στή Τζέννυ. Σου φέρθηκα άσχημος ιμά καταλαβαίνεις πώς ή ζωή είναι άμορφη και τήν αγαπώ πολύ. Θέλω νά μέ συγχώρησης που τίμουν σκληρός μαζί σου. —Φοβήθηκα πολύ., όταν ριχτήκατε έπάνω μου και μέ σύρατε σ’ αυτό τό έγκαταλελειμμένο μέρος. Βρήκαν τήν περασμένη εβδομάδα μ<ιά γυναίκα στραγγαλισμένη στο
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛιΕΘιΡΟΥ
23
Σόχο! Γι’ αυτό πήγα νά πάρω τό πιστόλι μου από την τσάντα μου. —ιΜά δέν φαίνομαι για σαδιστής! 3/ —Δεν ξέρει ποτέ κανείς τί μπορεί νά είναι ένας ανθρωπος. —’Έχεις δτι ποτέ σαδιστή; —Ποτέ! —5Έ, λοιπόν. σέ λίγο θά δΐης έναν. ώραίια μου. Καί γρήγορα μάλιστα., άφου πρόκειται νά πάμε έικιεΐ οπού έχεις συμφωνήσει άρχικώς. —Μά... θά πάτε έικεΐ όταν ό άνθρωπος αυτός... —Θά προσποιηθώ δτι πέφτω στην παγίδα του. Μάλι στα, κοπελλα μου! ,ΛΑ:ν όμως κάνης νεύμα μέ τά όμορφα μάτια σου. θά πέσης αμέσως νεκρή κΓ αυτός μαζί σου. Τώ ρα σήκιω καί πάρε τό έη αναληπτικό σου παιχνιδάκι, έγώ προτιμώ τό κόλτ μου. 5Ένω πολιλέζ αναμνήσεις άπ* αυτό. Της έρριξα τό πιστόλι της κΓ αυτή τό μάζεψε καί τό έβαλε μέσα στην τσάντα της αμέσως, Σηκώθηκε καί τίναξε τά σκονισμένα ρούχα της. —Φτ ι άξιου λ ίγο. Τζ έννυ. Της φώτισα γιά νά δη καλύτερα κι’ στ αν τά ίχνη της ιδιαιτέρας πε'ριποιησεως πού της είχα κάνει έξαιφανίστηκαν, την κύτταξα σκεπτικός. —Κατά βάθος., είσαι καλό κορίτσι. Τζέννυ. Θά έρθω νά σέ β,ρώ αύριο καί θά σέ πάω νά σου άγσράσω ένα καινούρ γιο ταγιέρ. Τώρα., άικουσε προσεκτιικά. Γιά περισσότερη α σφάλεια, θά προσποιηθής τη μεθυσμένη. Αυτό, κατά κά ποιον τρόπο, θά διικαιολογηση ώ.οισμένα ίχνη πού προέκ,υψαν από την ιδιαίτερη συνομιλία μας! Πάμε καί πρόσεχε όταν θά είσαι μπροστά του, άλλοιώς...τά είπαμε! Πήρα τό κόλτ μου από τη θήκη του καί τό έβαλα στη δεξιά τσέπη της καμπαρντίνας μου. Τώρα αισθανόμουν δτι ήμουν σέ φόρμα, πανέτοιμος νά δώσω ένα μάθημα στον έπιδέξιο αυτό δολοφόνο, πού είχε τό θράσος νά μου στηση παγ ίδα. —θά γελάω έπειτα άπό πέντε λεπτά, είπα. Κι’ αυτοί οι κύριοι της Σκότλαντ Γυάρντ.. θά τά χάσουν αύριο. 'Η Τζέννυ κι* έγώ άφησαμε τό γιαπί καί τραβήξαμε γιά τον προορισμό μας. —Θά έρθω αύριο νά σέ δω.- νά είσαι σίγουρη, της είπα. Γιά κάθε ένδεχσμενο όμως, πάρε τον αριθμό του Ρίλλεϋ πού είναι σταμοττημένο πίσω μας. Καί, αν αύριο δεν έρθω νά
24
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
σέ βρω. πήγαινε στο τμήμα της συνοικίας, καί πες τους δ /τι ξέρεις. Μου τό υπόσχεσαι, Τζέννυ; —;Σάς το υπόσχομαι.
π
ερπατούσε δίπλα μου κι* ακουγα την γρή γορη αναπνοή της στο σκοτάδι. Ξαφνικά, δπως πλησιάζαμε σ’ ένα σπίτι σκοτεινό καί μοναχικό, σταμάτησε για να πάρη ανάσα. —Αυτό εΐναι τό σπίτι, ψιθύρισε. Φοβάμαι όμως! Αι σθάνομαι μεγάλο φόβο για σάς! —Είσαι πολύ ευγενική! —Μην πηγαίνετε!^ —Δέ βαρυέσαι. Είμαι πολύ συνεπής στα ραντεβού πού μου δίνουν. Δεν έχω κανένα λόγο νά τον άφήσω νά μέ περιμένη. Λοιπόν, Τζέννυ., θάρρος! Τί διάβολο; Δέν πρόκειται νά σέ φάη 6 λύκος, απόψε! Έκτος εάν ό θελκτικός αυτός κύριος πού μάς περιμένει μέ αγωνία.- μέ καταφέρη, οπότε σίίγουρα θά έχη ύττ5 όψιν του νά σου κλείση Υιά πάντα τό φλύαρο στοματάκι„ σου. Αίίσθάνθηικα τό χέρι της νά τρέμη, καθώς ήταν περασμέ νο οπό μπράτσο, μου, καί κούνησα τό κεφάλι μου. —Συγκρατήσου, κούκλα μου. 7Ηρθε ή στιγμή* της είπα τρυφερά. Φτάσαμε μπροστά σέ μιά καγκελόπορτα, πού είχε μιά ταμπελίτσα μέ τόν αριθμό 16. Γύρω ήταν κήπος καί στη ιμέση υψωνόταν ένα σπίτι σχεδόν όμοιο μέ τού Ρόλλς. —Προχωρεί!, της είπα. 'Η Τζέννυ έσπρωξε την πορτούλα κΓ έγώ την άκολούθησα· Αίσθάνθηκα^ κάτι παγερό νά μέ^ διαπερνά. Νοιώθω πάντα αυτό τό πράγμα όταν πηγαίνω νά παίξω τη ζωή μου κορώνα,» γράμματα. Λ,Ισως νά μέ είδοποιή ό εαυτός μου άτι είναι πανέτοιμος χιά δράσι! Διασχίσαμε τόν κήπο καί φτάσαμε σ* ένα πλατύσκαλο. Ή Τζέννυ, πρύ την έσπρωξα, τρ ανέβηκε μέ φανερή προ« σπάθεια»
Ο ΘΗΣΑΥΡΌΣ ΤιΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
25
—’Έ, λοιπόν, αγάπη μου, παροπατάς!, είπα μέ δυνατή Φωνή. Και στο είπα νά μην πιής πολύ ουΐσκυ, απόψε! Αυτή είχε σημάνει κιόλας. Σιτή στιγμή, η πόρτα άνοΐιξε καί στο άνοιγμά της είδα τη σιλουέττα του ανθρώπου του Ρίλλεϋ! Μου φάνηκε όμως π:ό κοντός καί περισσότερο φαλα κρός από την άλλη Φορά. Μάς χαμογέλασε! —Πάλι τά ίδια άρχισες, Τζέννυ; ^εΐπε μ’ ένα ίίφος πατριικό. Περάστε, άλλα., σάς παρακαλώ, μην κάνετε θόρυβο, γιατί £ γυναίκα μου κοιμάται. Δέν τόν άφηνα καθόλου από τά μάτια μου. Άλλα κι’ αυτός μέ κύτταζε τόσο προσεκτικά που., άν η Τζέννυ του έκανε νόημα πίσω από την πλάτη μου, δέν θά έπαιρνε εΥδησι. Άλλωστε, ήμουν σίγουρος γι’ αυτήν όπως ήμουν σί γουρος δτι δέν θά μου κολλούσε την κάννη του πιστολιού της στα πλευρά. Εκείνη τη στιγμή ακόυσα τό κρίτς - κρίτς τών παπουτσιών της στο χαλίκι τής πρασιάς. "Εφευγε. Μπήκα σ’ ένα χώλ έλιφαρά φωτισμένο καί ό φίλος μας έκλεισε την πόρτα τής εισόδου πίσω μας. —4ΊοΟ πάει ή Τζέννυ; έκανα προσποιούμενος τόν έκ πληκτο. —Αυτός έβαλε τό δάχτυλό του στο στόμα. —Σσστ! Μή Φωνάζετε τόο'ο δυνατά. Σάς είπα πώς-ή γυναίκα μου κοιμάται. Προτιμώ νά μή μαθαίνη τις μπερ μπαντιές τής Τζέννυ. *Ηταν άσχημο έκ μέρους της που σάς έφερε εδώ! Περάστε στο σαιλόνι. σάς παρακαλώ. Ή Τζέννυ πήγε ασφαλώς νά κλείση την πόρτα του κήπου για νά μ ή μπουν σκυλιά. Θά έρθη αμέσως. Άνοιξε μιά τζαμένια πόρτα κι* έκανε τόπο νά περάσω. Γλύστρη,σα το χέρι μου στήν τσέπη τής καμπαρντίνας μου ικι’ έπιασα τό κόλτ μου. —"Επειτα από εσάς, παρακαλώ, εΐπα. "Ενα ευγενικό χαμόγελο στόλισε τό πρόσωπό του καί μέ προσπέρασε μπαίνοντας στο σαλόνι, μέ τό πιο αθώο ύφος του κόσμου! Φαινόταν πολύ σίγουρος γιά τόν έαυτό του και εΐίγε α σφαλώς εμπιστοσύνη στον αλάνθαστο τρόπο μέ τόν όποιον έστελνε ανθρώπους στον άλλο κόσμο. Τοποθέτησε μιά πολυθρόνα κοντά σέ μιά ροτόντα καί μου την έδειξε μέ μεγάλη φιλικότητα. —ιΚαθήστε. *Η Τζέννυ έρχεται αμέσως. Πρέπει όμως νά παραδεχθήτε ένα πράγμα. Αέν θά ήθελα νά σάς απογοη τεύσω, αλλά ή Τζέννυ δέν έχει καθόλου βάθος καί πιστεύω
26
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
σοβαρά πώς θά σάς άιηδιάση έπειτα ά,πο τη συνάντησί σας. —Βλέπω... πώς^ την ξέρετε καλά! —«Βεβαίως... Είναι βλέπετε κουνιάδα ιμου καί μετάξι) άνδρών πρέπει νά μη κρύβουμε τίποτε. Διασκεδάστε λοιπόν άσο μπορείτε μαζί ττκ* άλλα μην σκέπτεσθε τίποτε τό ιμόν ιιμο! —Γ ι ά σκιεφθητ ε!.. ά ναστ έν αξ α λ ί,γ ο άπ ο γ ο ητευιμ έν ο ς. Περί,μένα την έπίθίεσί του κι5 άρχισα νά νευριάζω πού αργούσε τόσο. Δέν μπορούσα νά κάνω τίποτα, ποίν εκδή λωση τις προθέσεις του., μι* αυτό έκανε τά νεύρα μου νά τεντώνωνιται περισσότερο κάθε λεπτό πού περνούσε! Μού προσέφερε ένα ποτηράκι λιικέρ, ξέχειλο. Γέμισε καί τό δικό του καί σηικώινοντάς το. μού ευχήθηκε: —Στούς έρωτές σας! —Ευχαριστώ... "Έφερα τό ποτηράκι έως τά χείλη μου. αλλά, δύσπιστος, δ'έν τό ήπια. Υποψιαζόμουν ότι ήθελε νά μέ κοίμηση.. Λύτη τη στιγμή, ή Τζέννυ θά πήγαινε σπίτι της. αφού ξεσήκωσε τον άσιθ,μό τού Ρ ίλλεϋ. "Έπρεπε λοιπόν νά βασίζωμαι >μόνΌ στον εαυτό μου! Γλύστρησα, χωρίς νά ,μέ άντιληφθη, ώς την άκρη της πολυθρόνας:, χιά νά είμαι έτοιμος νά πεταχτώ άμέσως ε πάνω, μόλις ερχόταν η στιγμή. Δέν ξεχνούσα τό ρόλο πού είχε παίξει ή πολυθρόνα καί στην περίπτωσι τού Ρόλλς καί στην περίπτωσι του Ν,τέϊβυ. Δέν ήθελα νά παίξη τό ρόλο της καί χιά μιά τρίτη φορά. —Σάς ζητώ ένα λεπτό συγγνώμην, αγαπητέ μου κύριε, είπε. Θά πάω νά δώ τί κάνει η Τζέννυ καί δέν έρχεται τόση ώρα. Μέ μιας, κατάλαβα τό κόλπο του. Γιά νά Φυγη^ από τό σαλόνι, έπρεπε άναγκαστικά νά περάση πίσω άπό εμένα. —- Σάς πα ρ ακαλ ώ!, εΐπ α.
ν, ηικωσα τά μάτια μου. Απέναντι μου στον τοΐχο κρεμόταν {μια άκουαρέλλα μέ τζάμι, μέσα στο οποί: καθρεφτιζόταν η εικόνα μου, καθώς καί ή σιλουέττα τοί ανθρώπου πού μέ φιλοξενούσε. Μαζεύτηκα έτοιμος νά όρ^
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
27
ιίΐ'ήισω και μέ τά μάτια καρφωμένα στο τζάμι της άκουαρέλλας. Είδα τό γατίσιο περπάτημα τού υποψηφίου δολοφόνου /μου, πού πήγαινε νά περάαη πίσω μου κι5 έπειτα ένα μικρό δισταγμό. ~αΦν ικά φάνηκε καθαρά τό μπράτσο του πού υ ψώθηκε. Μ' ενα πήδημα βρέθηκα όρθιος και γύρισα ποος τό μέ ρος του. Αυτός μέ κύτταξε έκπληκτος, αλλά πάντα χαμο γελαστός. —Είστε πολύ νευρικός, μουρμούρισε σέ ήσυχο τόνο. Σάς τσίμπησε καμιμιά μύγα; —"Ανοιξε τό δεξιό σου χέρι, αμέσως!, τον διέταξα προ» τείνοντας τό κόλτ μου πού τό είχα τραβήξει κιόλας. —Τό... δεξιό μου... χέρι; έπανέλαβε. Μά... —Άνοιξέ το! Υπάκουσε καί άνιάμεσα στα δάχτυλά του είδα νά λάμπη ιμιά βελόνα σάν έικιείνη πού είχα βρη στου Ντέϊβυ. —ιΠέταξε την αμέσως. —Δεν καταλαβαίνω! Σάς βεβαιώ ότι... Μέ^ μεγάλη ταχύτητα έκανε ένα βήμα προς τό μέρος μου καί, μέ μιά έπ.ι δεξιότητα, πού όμοια δεν είχα ξανασυναντησει ποτέ, κιατάφερε ένα χτύπημα στον καρπό του χεριού μου. Τό κόλτ μου ξέφυγε οπό τό χέρι καί κύλησε στο πά τωμα. "Επειτα ώριμη σε επάνω μου καί. πιάνοντάς με γερά, προσπάθησε νά μέ ρίξη ανάσκελα κάτω, γιά νά |μού κάνη την περίφημη ενεΐσί του. Τότε κι5 έγώ. βλέποντας τον κίν δυνο πού μ’ απειλούσε, χρησιμοποίησα ένα κόλπο τού ϊ ζιούντο, πού γνώριζα αρκετά καλά, άν κι* άπέφευγα νά τό (μεταχιειρίζωμαι. Μέ τό δεξιό μου γόνατο, τον χτύπησα ,μέ δύναμι σ' ώρισιμένο ευαίσθητο μέρος τού σώιματος. Διπλώ θηκε στα δύο, κραυγάζοντας από τον πόνο. Μέ μιά κλοατσιά τίναξα μακρυά του τό πιστόλι μου. πού πηγιε νά τ' άρπάξη και πήγα καί τό πήρα .μ’ όλη μου την ησυχία. "Ηξερα καλά ότι μέ τό χτύπημα πού τού κατάφερα. θά έκανε ένα τέταρτο Υιά νά ξανακινηθό! —Καί τώρα, ας μιλόσωιμε!, είπα ήσυχα. Σήκωσα τη βελόνα καί την κότταξα έκπληκτος. Καί σκε πτόμουν πώς αυτό τό ασήμαντο πραγματάκι, μπορούσε νά χρησιιμοποιηθη τόσο άποτελεσματικά! Τό σηιμιεΐον όπου θά έπρεπε νά χτυπηθη τό θύμα, όταν κόπου πίσω, αφού πήγε νά μέ χτυπηση όταν βρισκόταν πί σω άπό την πλάτη μου!... Τ στ ε κατ άλ αβα... —Τσιιμπάς μ' έπιδεξιότητα οπό πίσω μέρος τού κρα νίου, έ; Κι’ έπειτα, τίποτε πια... Αυτό όταν όλο! Αέν μου άπάντησε. "Αρχισε νά σηκώνεται αργά.
2ί8
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
Νευριασμένος του έδωσα μια σπρωξιά καί τόν ερριξα κάτω. Μούγγρισε ά,πό τον πόνο. —ίΠές μου την αλήθεια γρήγορα η στην μπήγω ί Καί, για να τόν φοβίσω, έκανα μια κίνησ ι με τη βε~ λόνα, πού τόν έκανε να χλω,μιάση. "Αλλά δεν εΐχα καιρό για χάσιμο. ’Έσχισα στα δύο μια κουρτίνα πού τράβηξα από τό παράθυρο και τόν έδεσα άσο πιο στερεά μπορούσα. ’Έπειτα, άρχισα νά επιθεωρώ τό δια μέρισμα. "0π&.>ς περίμενα, τό βρήκα τελείως άδειο. Τίποτε δεν υπήρχε πού νά δε ίχνη οτι ό δολοφόνος κατοικούσε μονίιμως σ’ αυτό. Μέ λίγα λόγια.- ήταν ό πιο κατάλληλος τό πος για νά μου χρησιμεύση ώς νεκρική κατοικία! Σκάφθηκα τό Ρίλλιεϋ, πού ήταν σταμ στημένο λίγο πιο κάτω, και αποφασιστικά Φορτώθηκα τόν παρά λίγο δολο φόνο μου στην πλάτη μου. "Εφτασα στο αμάξι χωρίς κα νένα εμπόδιο και τόν έτοποθέτησα στα πίσω καθίσματα, όπου διέκρινα δύο βαλίτσες. —Είχες καί τά μπαγκάζια σου έτοιμα, βλέπω!. εΐπα, "Ανοιξα τίς βαλίτσες κι* ανάμεσα σ* άλλα πράγματα, άνακάλυφα καί τό περίφημο καρνέ μέ κάλυμμα από κόκκι νο δέρμα. «"Ωστε ό φίλος είχε τακτοποιήσει τίς δουλειές του πε ρίφημα !, σκέφτηκα. Θά μέ κανόνιζε πρώτα κι* έπειτα θά έπαιρνε τό δρόμο γιά τίς Ινδίες, όπου μέ τη βοήθεια των οδηγιών τού καρνέ, 8ά έβαζε χέρι στο θησαυρό πού περί με ν ε τόν παραλήπτη, του!» "Ενα δελτίο φοιτητικής ταυτότητος, τράβηξε την προ σοχή μου. Άπ’ έξω έγραφε τό άνομα ένός κάποιου Τζών Μπουλλάϊ κι*’ από κάτω μιά χρονολογία δέκα ετών παλιά... —Νά, ή έξηγησις της συνήθειας τού κυρίου αύτού πού τσιμπά τόν αύχενικό λωιβό τ«ν θυμάτων του! Στην τελευταία σελίδα διάβασα αυτήν την ύπόιμνησι, αρκετά έπεξηγηματικη στο είδος της: «διαγραφή λόγω άτημωτ ικη ς συμπερ ι Φο ράς». *Ό Τζών Μπουλλάϊ, καθηγητής τού εγκλήματος, άλλοτε Φοιτητής της Ιατρικής Σχολής, διωγμένος άπ’ αυτήν.· θέ λησε νά πλουτίση πολύ γρήγορα. ΟΙ άνακοινώσειο, χωρίς αμφιβολία, τού Ρόλλς καί του Ντέΐβυ γιά τό μυθικό θηΚ σαυρο του Γκάρ^Κάκ, τού θόλωσαν τό νοΰ κι* έτσι γεννηθηικε στην έγκλημαίπκη αύτη Φυγή η τρελλη έπιθυμία νά βρέφη τόν καρπό τών προσπαθειών των δύο αρχαιολόγων, Γιά νά φτάση όμως στό Φρούτο, έπρεπε πρώτα νά έξασφολίση τό δρομολόγιο καί νά βγάλη άπο τη μέση τους ενδιαφερομένους—καί μαζί μ5 αυτούς κι* έμενα—που μποροΰσαν νά τού σταθούν έμπάδιο στη συγκομιδή!
Ο ΘΗΣΑΥΡΌΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ Ξεκίνησα και σέ λίγο έφτασα στη Σκότλαντ - Ηυάρντ. Όταν σταμάτησα μπροστά στα κτίριά της., γλύστρησα τό καρνέ στην τσέπη μου. Μου ανήκε, άλλωστε, κατά κά-? ποιον τρόπο καί έξ άλλου δεν ήταν σ οιστο νά τό άφήσω νά παραπέση. Αρκετές κιόλας καταστροφές είχε προξενήσει. Άτ * ★ "Άφησα τον λΑπουλλάΐ στ’ αυτοκίνητο καί παρουσιά στηκα στον άξιωματικό τής Υπηρεσίας, στον όποιο άν έ φερα όσο πιο καθαρά μπορούσα τους λόγους της έπισκέΦεώ'ς μου. ^Κάτω,
τσιμπά σάν σκαντζόχοιρος! "Οσο γιά στηιτε, μπορείτε νά μέ βρήτε στο Πάικ-Μπάρ... —5 Ε ργάζεστε έκεΐ; —’Όχι. Έκεΐ πίνω! Είναι τό μέρος όπου ξαναβρίσκω τον εαυτό μου!. πρόσδεσα ενώ αύτός μέ κύτταζε μέ έκπληξη Χωρίς νά ρίξω μιά ματιά στ’ «μάξι, που έγώ είχα φέβγήΐκα από την πύλη καί προχώρησα. Θά ήταν τρεΐς η ώρα κι* αισθανόμουν μιά πείνα τρομερή! Σ κόφτηκα κάπο*α δ; εώθυνσ στην ^Οξφορντ - Στρήτ, καί κύτταξα νά βρω ένα ταξί που Θά μέ πέταγε ώς έκεΐ. Στο έκτο πάτωμα πού ανέβηκα., στάθηκα άιναποφάσιστός, μην ξέροντας ποιά σιπό τίς δυο πόρτες που βρήκα ήταν αυτή ϊΓου θά έπρεπε νά χτυπήσω. Κανένα εξωτερικό σημάδι δέν υπήρχε γιά νά μέ βοηθήση. "Εβγαλα ένα σείλλίνι καί τό έστριψα στον αέρα., μά ε κείνη την στιγμή τά φώτα του κλιμακοστασίου., πού είχαν ανάψει ανεβαίνοντας καί πού σβήνουν αυτομάτως όταν πε ράσουν λίγα λεπτά., έσβυσαν κι* έτσι δέν μπόρεσα νά δώ άν ήρθε κορώνα ή γράμματα. "Ετσι, στην τύχη, χτύπησα τήν πόρτα δεξιά μου. Πίεοίμενα σιωπηλός τό αγουροξυπνημένο κεφαλάκι πού θά πρόβαλλε ατό άνοιγμα τής πόρτας. —Άν υποθέσουμε ότι έκανα λάθος καί χτύπησα σέ άλλη πόρτα.- δέν έχω παρά νά χτυπήσω στην άριστερή. στά σίγουρα πια!, σκέφτηικα. Έικ,τός άν ή Τζέννυ μου έδωσε ψιεύτ ι ικη, δ ι εύθυνσ ι. —-Εισεΐς! ^Ηταν αυτή., ντυμένη σέ μιά πράσινη άνοιχτή ράμπα δω ματίου, πού έκανε μιά όμορφη άντίθεσι μέ τά ξανθά της μαλλιά. Κατάλαβα ότι δέν είχε πέσει άκόμα οπό κρεββάτι, γιατί άνοιξε άμέσως μόλις χτύπηισα,
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΟΛΕΘΡΟΥ
30
—Έγώ, είπα απλά και πέρασα μέσα. —’Άν ξέρατε τί άγων ία πέρασα.- ψιθύρισε κυττάζοντάς (με έκπληκτη., σαν νά είχε μπροστά της ένα νέκραναστημένο! —<Γιατί ταράχτηκες τόσο. Τζέννυ; Χαμογέλασε, άνακιουΦ·καμένη. —"Ίσως γιαπί σάς έχω αντιπαθήσει! —"Ειχεας απόλυτο δίκηο, Τζέννυ. Μά, πες μου, έχεις τ ί,ποτε Φαγώσι μο; —>Έλάτε. Μέ κάθισε σέ μια πολυθρόνα, χωρίς αυτή τη φορά νά αίσθάνωμαι το φόιβο της έπιθέσεως. καί μέ σερβίρισε. —Πήγαιν σλα καλιά; μέ ρώτησε. —Γιά μένα, ναί! Αλλά γιά τον άλλο... (Καί δάγκωσα μια μεγάλη μπουκιά άπό το σάντουιτς που μου είχε φέρει. —Αύριο θά σου αγοράσω ένα ταγιέρ. Τζέννυ. Θά είναι ενα δωράικι που σου χρωστώ! Σκέφτηκα τόν Τζών Μπουλλάϊ καί την παρατηρησί του γι’ αυτήν: «Είναι ένα κορίτσι χωρίς καθόλου βάθος». Πράγματι, ήταν η μονή αλήθεια που είχε βγη άπό το στόμα του. Καί μένα αυτή τη στιγμή δέν μου χρειάζονταν έρωτες βάθους! —-Θά σου προσφέρω ένα ταγιέρ, γιοττί σου στραπατσά ρισα το άλλο, έπανέλαβία. κι έπειτα θά σηκώσω άγκυρα... —-Που θά πάτε; μέ ρώτησε μέ άγωνία. Δεν της απάντησα. Ή σκέψις μου πατούσε πέρα, μαικρυά στις Ίνΐδίες, στο ΓικάρΚσκ, σ’ ένα μυθικό θησαυρό... ΤΕΛΟΣ
ωτιο ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ
Η
ΔΙΗΓΗΜΑ
Αάγκ - Στρητ είναι ένας στενός δρόμος, στο Λονδίνο, μέ μικ^οιμάγαζα -^-τά περισσότερα ξενοίκιαστα—* καί μέ μια σειρά άπό λαϊκά διαμερίσματα. Ή έναρξις τής Φωτιάς σημειώθηκε άπό τόν σκοπό άστυ-
31 φύλακα στις δέκα τό βράδυ άκριβώς, Κι’ δταν έφτασε η πυροσβεστική υπηρεσία, μικρές φλόγες πετάγονταν άπό τό παράθυρο του μιικροΰ διαμερίσματος πού βρισκόταν πάνω άπό ένα άδετο μαγαζί. ιΕύτυχως πρόλαβαν τό χειρότερο: ή φωτιά πεμιωρίστηκε στο διαμέρισμα άλίλά θΰιμα της ήταν μιά γυναίκα—η κυρία Ρηβς—που τη βρήικαν νεκρή άπό ασφυξία κιαί τη μετέφεραν στο νεκροτομείο. 'Ο άντρας της —ό Τόνυ Ρηβς— έφτασε στο σπίτι την ώρα πού οι πυροσβέστες την είχαν πάρει άπό τό κρεββάτι της και την είχαν ξαπλώσει έξω στο δρόμο. νεκρή. Μόλις αναγνώρισε τό πτώμα της. έκλαιγε άπαρηγότητος. Τό άλλο πρωΐ. ό επιθεωρητής Ρόναλντ Πάτζ, μαζί μέ τόν προϊστάμενο της τοπικής πυροσβεστικής υπηρεσίας, έπεσκεφθηκαν τό κατεστραμμένο άπό τη φωτιά καί τά νερά διαμέρισμα του Τόνιυ Ρηβς.. γιά νά κάνουν αυτοψία στο πε1ριβάλλον καί νά συντάξουν την έκθεσί τους: χιά την αιτία της φωτιάς καί την αίτια καί τά περιστατικά του θανάτου τού θύματος.^ "Ολα εκεί μέσα είχαν καή. Επίσης είχαν πέσει οί σο βάδες των μεσότοιχων καί άφηναν μεγάλες τρύπες. —Δέν χωρεί αμφιβολία, άτι η φωτιά προήλθε άπό τσι γάρο, έπανέλαβε ό Προϊστάμενος της πυροσβεστικής υπη ρεσίας. Παρόμοιες αίιτίΐείς μάς συμβαίνουν συχνά: Είναι άπό την επίμονη καί την απροσεξία μερτικών ανθρώπων, πού · ξαπλώνονται στο κρεββάτι μέ τό τσιγάρο άνσμμένο. Τί λέει ό άντρας της; —Είχε Φύγει άπό τό γραφείο του πιο άργά άπό την κα νονική ώρα καί στάθηικιε στην ταβέρνα όπου συνάντησε με ρικούς φίλους του. Έφτασε σπίτι μετά τις δέκα, όπου είδε άπό μακρυά τη Φωτιά καί τό συγκεντρωμένο πλήθος. Κα τόπιν καί τη νεκρή γυναίκα του. Δήλωσε πώς η γυναίκα του ήταν μανιώδης καπνίστριία καί άτι συνήθιζε νά πέφτη στο ικρεββάτι μέ τό τσιγάρο αναμμένο. Τί γνώμη έχετε εσείς, γιά τη διπλή αυτή αί|τία, τής φωτιάς καί τού θανάτου; —Έτσι θά είναι, παραδέχθηκε ό άλλος. Βρήκαμε πολ λά αποτσίγαρα. "Υστερα παρατήρησα καί τά δάχτυλά της: Έταν κίτρινα άπό τή νικοτίνη. 'Η φωτιά δεν την είχε πει ράξει. Την ασφυξία, τής την είχαν επιφέρει οϊ καπνοί. Ετοιμάζονταν νά φύγουν δτοον άπό τό κομμένο χώρισμα τοΰ τοίχου πρόβαλε ένα γυναικείο κεφάλι. —■*Αληθεύει ή εΐδηισις ότι πέθανε ή κυρία Ρηβς; ρώτησε. —Ναί, άπάντησε ό έπιθεωρητής Πάτζ στην απρόοπτη αυτή έιμφάνισι. Την ξέρατε; —Ή γνωριμία μας ήταν τυπική.
—Πώς ονομάζεσθε; —Ποοτριίτσια Ντάρλινγκ. —■* Επ άγγελμα; —Χορεύτραα σέ καμπαρέ. Χθες τη νύκτα έμπλεξα μέ ζόρικους στο κέντρο πού δουλεύω και ξενοκοιμήθηκα. Μόλις τώοα ακόυσα Υιΐά τη Φωτιά. Τί θά γί'νη τώρα ιμέ τον τοίχο πού μάς χώριζε; Θά μέ κλέψουν, κύριε αστυνόμε! Θά μέ κλέψουν! —Ποια ώρα έγκατ αλείψατε το διαμέρισμά σας χθες τη νύχτα; ρώτησε ό επιθεωρητής Πάτζ. άγνοώντας τις άνησυ,χίες της για την άισφάλεια του σπιτιού της. —«Δεν θυμάμαι ακριβώς. Θαρρώ στις 9.30. Πέστε μου, λοιπόν. Τί συνέβη.; * Ο έπιθεω ρητης δέχθηκε νά την ενημέρωση. —'Ο κύριος Ρηιβς. έλειπε. Και πιθανόν ή κυρία Ρηβς νά κάπνιζε στο κρεββάτι καί ν’ άποκοαμηθηκιε. Πάντως τό διαμέρισμά της γέμισε άπό Φλόγες στις δέκα τη νύχτα κι* οί πυροσβέστες δεν πρόλαβαν νά τη σώσουν. Τά γαλανά μάτια τής χορεύτριας άφαιρέθηκαν. —Είπατε ατι κάπνιζε στο κρεββάτι/ ρώτησε. —«Ν·αίν —Κακώς σάς πληροφόρησαν, γιατί ή κυρία Ρηβς δεν «άίτίνιζε. 01 δυο άντρες άλληλσκυττάχθηκαν. Κι* ευθύς κατόπιν ό επιθεωρητής Πάτζ παρακάλεσε την Πατρίτσια Ντάρλινγκ νά έρθη στο δωμάτιο, νά της κάνη ώρισμένες ερωτήσεις. Τό γυναικείο κεφάλι άποσύρθηκε άπό τον τοίχο. Σέ λίγο η χορεύτρια βρισκόταν κοντά τους. —Πώς τό ξέρετε ότι ό κυρία Ρηβς δεν κάπνιζε; ρώτησε αμέσως ό επιθεωρητής Πάτζ. —-Μου τό είπε ή ίδια. —ΚΓ άν σάς τό είπε έτσι έπειδη δέν ήθελε νά ξέρετε άτι κάπνιζε; "Αλλωστε τά δάχτυλά της έφεραν τά γνωστά ίχνη της νικοτίνης. Στην παρατηρησι αυτή ό Πατρίτσια άφησε νά πέση τό σαγωνι της. —Ή κυρία Ρηβς. τραύλισε, είχε καστανόξανθα μαλλιά. —Δέν σάς καταλαβαίνω, είπε ό έπιθεωρηίτης Πάτζ. Τί σχέσι έχουν τά μαλλιά τηίς κυρίας Ρηβς μέ την υπόθεσι; —"Εχουν. Γιατί την τελευταία Φορά που τη συνάντησα, μου μίλησε για τά μαλλιά της, χωρίς νά την ρωτήσω. "Ι σως έπειδη ήθελε 6 κόσμος, καί μάλιστα οΐ γειτόνισσές της, νά παρατηρούν τά μαλλιά της καί νά τά θαυμάζουν. Συνέχισε κατόπιν αυτή τη συζητησι καί άφελέαπατα μου άπεκάίλυψε ότι τά είχε βάψει, ρωτώντας με κατόπιν άν μου
Η ΦΩΤίΙιΑ
33
άρεσε το βάψιμο. Της είπα «ναι» και άμεσως τότε μου εΐττε πώς όταν στενοχωρημένη,... Συγχρόνως μσϋδειξε τις άκρες των δακτύλων της και είδα δτι ίΐσαν βαμμένα μ* ένα ανοι κτό καστανόξανθο χρώμα. Τότε ώμολόγησε δτι το βάψιμο των μαλλιών της τό είχιε κάνει το προηγούμενο βράδυ. Επακολούθησε μικρή σιωπή. —"Ωστε πιστεύετε δτι τά δάχτυλά της ί^σαν βαλμένα άιττό τό χρώμα που εΐιχε βάψει τά μαλλιά της και δχ-ι άπό τη νικοτίνη; —Αυτό μπορεί νά σάς τό βεβαίωση ό άντρας της... —Τί εννοείς με αυτό; ρώτησε ό επιθεώρησης Πάτζ. —>Νά:· δτι την ώ,ρα που έφευγα χθες τό βράδυ, είδα τον κύριο Ρηβς, που ερχόταν. —Περίπου στις εννιά καί μίση; —Μάλιστα. ^ * —Ευχαριστώ, μις Ντάρλινγκ. 'Ίσως άργότερα ^ σάς χρειασθώ για νά υπογράψετε^ την κατάθεσί σας αυτή. Ή νεκροψία που έγινε στο πτώμα Της κυρίας Ρηβς, έ δειξε δτι υπήρχε σ5 αυτό μιά μεγάλη δόσις ναρκωτικού. Μιά έπισταμένη άνάκρισις στο περιβάλλον της ταβέρνας, άπεκάλυψε πρώτον δτι τό κέντρο αυτό απείχε από την Λάνγκ Στρηΐτ μόνον πέντε λεπτά, Καί δεύτερον δτι οί φίλοι τού Τόνυ Ρηβς, δταν πιέστηκαν, θυμήθηκαν δτι εΐχε μεσολαβή σει τό χρονικό διάστημα ενός τετάρτου που ό Ρηβς έλειψε απτό κοντά τους χθες τό βράδυ. Τον δολοφόνο σύζυγο τον βρήκαν στο ξενοδοχείο Ντέϊβις. Την ώρα εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο. Τό πρόσωπό του όμως έδειχνε κάποια έντονη ταραχή. "Οταν ό έπι θεωρητής του απήγγειλε την κατηγορία, ό Τόνυ Ρηβς τραύλισε μέ βραχνή φωινη: —?Ηταν μεγάλη η δόσις τοΰ ναρκωτικοί) καί πέθανε πριν ανάψω τη φωτιά. ΤΕΛΟΣ
Ό Τόμος τού «Μαποΰ» Μέ τό βιβλίο αυτό, κλείνει ό Τόμος τών αστυ νομικών ρομάντσων «ΤΟ ΜΑΤΙ» καί σΐ αναγνώστες μας μπορούν νά δέσουν τά εννέα βιβλία στά υρορφεΐα μας (Λέκκα 22, υπόγειο) προς 8 δραχμές. Ή ταχυδρομική αποστολή τού τόμου κοστίζει 2.50 δραχμές.
Την έρχόμενη ΠΛΡΑΣιΚΕΥΗ Αρχίζει η κυκλο φορία μιας νέας σειράς βιβλίων, μέ το γενικό τίτλο
πού θά πάρσυν τη θεσι τού «Ματιού». Πρόκειται για υπέροχα βιβλία ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΩΝ, διαλεγμένα ανάμεσα στα καλύτερα τού κόσμου! Το πρώτο Βιβλίο της σειράς αώτης, πού εχει τόν τίτλο
■είναι ένα συναρπαστικό .τεριπείτε ιώδες ροιμάντσο, πού δ ισδραιματίζεται στα νησιά τού Ειρηνικού Ω κεανού, γύρω από ενα μεγάλο θησαυρό κι" ενα τρο μακτικό μυστικό! Δράσις, αγωνία, συγκλονιστική πλοϊκή, άρι στσυστηματικά έπεισόβια, μυστήριο, πε ριπέτειες ! Τι μη μόνρ 2 δραχμές!
ΠΕΔΟβΗΣΑΝ (καί ιτωλουντοα στα γραφεία μας, Αέκκα 22 (υπόγειο) 1) 2) 3) 4) 5)
Τό Αίνιγμα των Τριών 'Ο Δραπέτη ς Τό Κόκκινο Τριφύλλι Ξανθός Σατανάς Τό Μυστικό τού Σοφού
6)
Στόν ίσκιο του Εγ κλήματος 7) * Απα γωγ ή Νεκρού.
3) Ματωμένο Διάδημα 9)
Ό Θησαυρό ς τού Όλέθρου
ΓΕΝΙΚΑ! ΕΚΔΟΤΙΚΑ! ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ Ο. Ε. Γραφεία: Αέκκα 22, ’ Αθήνα ι.—Δημοσιογραφικός Διευθυντής: Στέλιος *Αν&μοδονράς — Οικονομικός Διευθυντής: Γεώργιος Γεωργιόοδης.
ΤΑ
ΕΚΛΕΚΤΑ
ΑΥΤΟΤΕΛΗ
ΒΙΒΛΙΑ
ΤΟ ΜΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΊΌΝ ΜΙΑΣ ΣΟΒΑΡΑΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΦΕΡΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΟΙΝΟΝ
ΑΣΠΝΟΜΙΡ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΙΟΤΙΚΟΣ Μ1*
ΔΙΑΛΕΓΜΕΝΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΑΡΙ ΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟ ΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΑΥΤΑ ΨΥ ΧΑΓΩΓΟΥΝ ΚΑΙ ΤΕΡΠΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ ΜΟΡ ΦΩΝΟΥΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ.
ΑΡΑΧΝΙΑ) 2 ΓΕΝΙΚΑΙ ΕΚΔΟΤΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ 0. Ε. ΛΕΚΚΑ 22 — ΑΘΗΝΑΙ