Τα μιξογενή όντα στην τέχνη της Κρήτης και της Αιγύπτου την Εποχή του Χαλκού: Σφίγγα και Δαίμονας
Ασημίνα Τσιμόγιαννη Επιβλέπουσα καθηγήτρια: κα Μαντζουράνη Ελένη
1
Περιεχόμενα
Εισαγωγή…………………………………………..……. σελ. 3
1] Σφίγγα 1.1] Εισαγωγή…………………………………………… σελ. 4 1.2] Αίγυπτος……….…………………………………… σελ. 7 1.3] Κρήτη……………………………………………... σελ. 11
2] Δαίμονας 2.1] Εισαγωγή…..……………………………………… σελ. 13 2.2] Αίγυπτος………………...………………………… σελ. 16 2.3] Κρήτη…………………………..………………….. σελ. 18
3] Συμπεράσματα………………………………..…….. σελ. 21
Συντομογραφίες………………………………………... σελ. 24 Κατάλογος εικόνων…………………….……………… σελ. 25 Εικόνες…………………………………………………. σελ. 29 Βιβλιογραφία…………………………………...……… σελ. 53 2
Εισαγωγή Στην παρούσα εργασία θα εξεταστούν τα μιξογενή όντα στην Κρήτη και την Αίγυπτο και πιο συγκεκριμένα η σφίγγα και ο δαίμονας. Δεν περιλαμβάνονται οι γρύπες διότι προέρχονται κυρίως από την Εγγύς Ανατολή. Στην Αίγυπτο υπάρχουν ελάχιστες παραστάσεις με γρύπες και οι περισσότερες είναι μεταγενέστερες, ενώ πρόκειται ουσιαστικά για γρύπες μινωικού τύπου. Εισχώρησαν δηλαδή στην Αίγυπτο διαμέσου της Κρήτης. Η πλειοψηφία του υλικού στο οποίο έχει στηριχθεί η εργασία αυτή είναι εικόνες των εκθεμάτων του Μητροπολιτικού Μουσείου Τέχνης της Νέας Υόρκης από την επίσημη ιστοσελίδα του μουσείου. Για αυτό το λόγο δεν υπάρχουν αντίστοιχες βιβλιογραφικές παραπομπές για ένα μεγάλο μέρος του υλικού που παρουσιάζεται. Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι έχει γίνει ενδεικτική και καθαρά δειγματοληπτική επιλογή και παρουσίαση του υλικού τόσο από την τέχνη της Αιγύπτου, όσο και από την τέχνη του Μινωικού πολιτισμού. Θα μπορούσαν να αναφερθούν δεκάδες ακόμα παραδείγματα, αλλά το εγχείρημα αυτό το εμποδίζει η περιορισμένη έκταση την οποία πρέπει να έχει αυτή η εργασία. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω μερικά άτομα, χωρίς τη βοήθεια των οποίων θα ήταν αδύνατη η σύντομη και όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη δουλειά την οποία έχω προσπαθήσει να αποδώσω. Την αρχαιολόγο-αιγυπτιολόγο, Κατερίνα Κολτσίδα, για την προθυμία της να με βοηθήσει τόσο στα αρχικά στάδια της εργασίας όσο και κατά τη διάρκεια αυτής με συμβουλές όσον αφορά τον αιγυπτιακό πολιτισμό και τη θρησκεία αυτού. Την αρχαιολόγο, Ελένη Τζιράκη, η οποία με μεγάλη προθυμία μου έστειλε τον κατάλογο της έκθεσης Κρήτη-Αίγυπτος. Την φίλη και αρχαιολόγο, Πέγκυ Ρίγγα, η οποία μου έδωσε την ιδέα και την πρώτη βοήθεια να ξεκινήσω ψάχνοντας στις φωτογραφίες των εκθεμάτων του Μητροπολιτικού Μουσείου Νέας Υόρκης. Την επίσης φίλη και αρχαιολόγο, Εύη Τσώτα, για τη στήριξη και την παραχώρηση από το αρχείο των φωτογραφιών της των λαρνάκων της Τανάγρας, οι οποίες βρίσκονται στις αποθήκες του μουσείο της Θήβας. Και, τέλος, ευχαριστώ την αρχαιολόγο και καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο του Nottingham, Χρυσάνθη Γάλλου, για την βοήθειά της και την προθυμία της να μου στείλει υλικό (τόσο την διατριβή της Ευγενίας Ζουζούλα όσο και να αφιερώσει χρόνο και να σκανάρει άρθρο που δεν μπορούσα να το βρω στις βιβλιοθήκες που έχω πρόσβαση. 3
1. Σφίγγα 1.1 Εισαγωγή Η σφίγγα είναι ένα μυθικό τέρας το οποίο συνήθως απεικονίζεται με σώμα λιονταριού και κεφάλι ανθρώπου. Συχνά φοράει το αυτοκρατορικό κάλυμμα κεφαλής (nemes), όπως στην περίπτωση της μεγάλης Σφίγγας στη Γκίζα. Αγάλματα σφιγγών παρουσιάζονται αρκετές φορές με κεφάλια αιγών (criosphinxes) ή γερακιών (hierakosphinxes). Σε μία ασυνήθιστη περίπτωση από το νεκρικό ναό του Amenhotep III (1390-1352 π.Χ) μία σφίγγα έχει αποδοθεί με ουρά κροκοδείλου αποδεικνύοντας την απομίμηση ενός τέρατος που σχετίζεται με έναν από τους αιγυπτιακούς αστερισμούς. Γυναίκες σπάνια αναπαρίστανται με την αμφίεση της Σφίγγας και ακόμα και η Hatshepsut (1473-1458 π.Χ) προτίμησε να υιοθετήσει την ανδρική αναπαράστασή της παρά αυτήν μιας γυναίκας. Παρόλο που στα αρχαία ελληνικά ο όρος σφίγγα σημαίνει αυτόν που στραγγαλίζει κάποιον, έχει προταθεί ότι η αρχική λέξη μπορεί να ήταν η αιγυπτιακή φράση «shesep ankh», δηλαδή ζωντανή εικόνα, το οποίο είναι ένα επίθετο που περιστασιακά χρησιμοποιείται με την έννοια της σφίγγας. Η αιγυπτιακή σφίγγα σχετίζεται και με το βασιλιά και με τον Θεό Ήλιο, η οποία ήταν πολύ διαφορετική από την εχθρική θηλυκή σφίγγα που απαντάται στους ελληνικούς μύθους, όπως στις ιστορίες του Οιδίποδα και του Περσέα. Ακόμα κι όταν οι αιγυπτιακές σφίγγες απεικονίζονται σε δράση να ποδοπατούν τους ξένους εχθρούς η σφαγή έχει αποδοθεί ξεκάθαρα ως απλά μια αρχέτυπη εκδοχή της κυριαρχίας του βασιλείου. Το θέμα ήταν δημοφιλές και στην κοσμηματοποιία, όπως στην περίπτωση της 12ης δυναστείας στο θώρακαεπιστήθιο του Mereret από το Dahshur, το οποίο εμφανίζει μία σκηνή από δύο αετοκέφαλες σφίγγες να συντρίβουν τους εχθρούς του φαραώ. Η μεγάλη σφίγγα της Γκίζας (εικ. 1), βρίσκεται στο δρόμο δίπλα στο ναό της κοιλάδας του πυραμιδικού συμπλέγματος του Χεφρήνου (Κχαφρά 2558-2532 π.Χ) και παραμένει το πιο γνωστό παράδειγμα. Έχει 73μ. μήκος και μάξιμουμ 20μ. ύψος και ήταν σκαλισμένη από ένα βουναλάκι ενός πετρώματος που κατέληξε μετά από την λατόμησή του στο άγαλμα αυτό. Το πρόσωπό της αναπαριστά τον Χεφρήνο, παρόλο που έχει προταθεί ότι ίσως πρόκειται για τον προηγούμενο φαραώ, τον Djedefra. Η κεφαλή της σφίγγας είχε θαφτεί στην άμμο, ήδη από την αρχαιότητα. Στην περίφημη στήλη των ονείρων «dream stele», που τοποθετήθηκε, ακριβώς μπροστά από την σφίγγα, από τον Τούθμωση IV (1400-1390 π.Χ), περιγράφεται η 4
υπόσχεση που έδωσε η σφίγγα σε αυτόν σε ένα όνειρο, ότι εάν καθάριζε το μνημείο από την άμμο, θα γινόταν βασιλιάς. Μία λεπτομερής μελέτη της μεγάλης σφίγγας έγινε από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Mark Lehner στη δεκαετία του 1980, ο οποίος κατέληξε στην υπόθεση ότι ανάμεσα στα πέλματα της Σφίγγας, στο Νέο Βασίλειο, είχε προστεθεί ένα άγαλμα του βασιλιά. Ήδη από τη 18η δυναστεία (1550-1292), η σφίγγα αποκαταστάθηκε με την επένδυση ασβεστόλιθου αφού είχε αυξηθεί η ανησυχία για τη σταδιακή φθορά του μνημείου, το οποίο είχε χάσει τη μύτη του, τη βασιλική κόμπρα (uraeus) που κοσμούσε το κάλυμμα κεφαλής του (nemes) και την θεϊκή του γενειάδα.1 Στο Νέο Βασίλειο η σφίγγα είχε ταυτιστεί με τον Horemakhet (horus in the horizon) και ένας νέος ναός είχε αφιερωθεί σε αυτόν στο Edfu. Αυτός ο ναός είχε επίσης αφιερωθεί στη λατρεία του Hauron, ενός χαναανιτικού θεού της ερήμου, που ίσως ταυτίσθηκε με τη μεγάλη σφίγγα, επειδή η τελευταία είχε «θαφτεί» στην έρημο. Από το Νέο Βασίλειο, τουλάχιστον, οδοί λιτανειών περιστοιχιζόμενες από σφίγγες οδηγούσαν σε πολλούς ναούς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Καρνάκ και του Λούξορ (Θήβες). Πρόκειται για τον δρόμο που ξεκινά από το Καρνάκ και καταλήγει στο Λούξορ. Η κύρια είσοδος στο ναό του Άμμωνα στο Καρνάκ πλαισιώνεται από σειρές αιγοκέφαλων σφιγγών, ενώ ο πυλώνας στο ναό του Λούξορ, προσεγγίζεται διαμέσου μίας οδού από σφίγγες με ανθρώπινα κεφάλια φορώντας το cartouche της 30ης δυναστείας του κυβερνήτη Nectanevo I (380-362 π.Χ). (Shaw I and Nicholson P, 2003, 276-277) Οι ελληνικές πηγές αναφέρονται συχνά στη σφίγγα. Στον Παυσανία, στα Βοιωτικά του (κεφάλαιο 26, παράγραφοι 2-32) αναφέρεται ότι η Σφίγγα βρισκόταν στη Θήβα και όποιος κατέβαινε από το βουνό του έθετε ένα ερώτημα- αίνιγμα. Την απάντηση στο αίνιγμα αυτό την έδωσε ο Οιδίποδας. Ο Απολλόδωρος στη βιβλιοθήκη Γ
1
Θραύσματα από τα δύο τελευταία (τον uraeus και της γενειάδας) βρίσκονται στο βρετανικό και στο αιγυπτιακό μουσείο του Καΐρου αντίστοιχα. 2 [2]προελθόντων δὲ τὸ ὄρος ἐστὶν ὅθεν τὴν Σφίγγα λέγουσιν ὁρμᾶσθαι ἐπ' ὀλέθρῳ τῶν ἁρπαζομένων αἴνιγμα ᾄδουσαν: οἱ δὲ κατὰ λῃστείαν σὺν δυνάμει ναυτικῇ πλανωμένην φασὶν αὐτὴν ἐς τὴν πρὸς Ἀνθηδόνι σχεῖν θάλασσαν, καταλαβοῦσαν δὲ τὸ ὄρος τοῦτο ἁρπαγαῖς χρῆσθαι, πρὶν ἐξεῖλεν Οἰδίπους αὐτὴν ὑπερβαλόμενος πλήθει στρατιᾶς ἣν ἀφίκετο ἔχων ἐκ Κορίνθου. [3]λέγεται δὲ καὶ ὡς νόθη αίου θυγάτηρ εἴη, καὶ ὡς τὸν χρησμὸν τὸν Κάδμῳ δοθέντα ἐκ Δελφῶν διδάξειεν αὐτὴν κατὰ εὔνοιαν ὁ άιος: ἐπίστασθαι δὲ πλὴν τοὺς βασιλέας οὐδένα ἄλλον τὸ μάντευμα. ὁπότε οὖν τῇ Σφιγγὶ ἀμφισβητήσων τις ἀφίκοιτο τῆς ἀρχῆς--γενέσθαι γὰρ τῷ αίῳ ἐκ παλλακῶν υἱοὺς καὶ τὰ χρησθέντα ἐκ Δελφῶν ἐς Ἐπικάστην μόνην καὶ τοὺς ἐξ ἐκείνης ἔχειν παῖδας--, τὴν οὖν Σφίγγα χρῆσθαι σοφίσμασιν ἐς τοὺς ἀδελφούς, ὡς τὸν Κάδμῳ γενόμενον χρησμὸν εἰδεῖεν ἂν αίου γε ὄντες
5
(κεφάλαιο 5, παράγραφος 83), πληροφορούμαστε ότι η μητέρα της σφίγγας ήταν η Έχιδνα και πατέρας της ο Τυφώνας, ότι είχε πρόσωπο γυναίκας, στήθος, βάση και ουρά λιονταριού και φτερά όρνιθας. Ζούσε επί της βασιλείας του Κρέοντα, ήταν θεόσταλτη από την Ήρα, κάθονταν στο Φίκιο όρος και έθετε ένα αίνιγμα στους Θηβαίους που τύχαινε να περάσουν από τα μέρη της και το οποίο της το είχαν μάθει οι Μούσες. Τέλος, στην τραγωδία του Ευρυπίδη, Φοίνισσαι, στους στίχους 102710534 ο χορός την αποκαλεί αρπάχτρα, πολυστέναχτη, πολύνεκρη, θεριό, τέρας πολεμόχαρο. Όλα αυτά τα επίθετα δηλώνουν την ξεκάθαρη εχθρική φύση του όντος αυτού στους ιστορικούς χρόνους στις ελληνικές πηγές. Απέχει πολύ η αντίληψη για την σφίγγα από το αιγυπτιακό πρότυπό της. Η παρουσία της σφίγγας γίνεται πιο έντονη στην Κρήτη κατά την ΥΜΙΙΙΑ περίοδο, κατά την οποία υιοθετείται ο γνωστός κρητομυκηναϊκός τύπος της σφίγγας που γνωρίζουμε και η παρακμή του τύπου αυτού αρχίζει ξαφνικά κατά την ΥΕΙΙΙΒ περίοδο και γίνεται αισθητή, εκτός από την Ηπειρωτική Ελλάδα και την Κρήτη και στην περιοχή του Αιγαίου και της Κύπρου, αλλά και της Αιγύπτου. Εξαίρεση και επιβεβαίωση του κανόνα αυτού αποτελούν και οι σαρκοφάγοι από την Τανάγρα (εικ. 2-5) που βρίσκονται στο μουσείο της Θήβας και χρονολούνται στην ΥΕΙΙΙΒ-Γ περίοδο. Όπως παρατηρείται, οι σφίγγες είναι αρκετά κακότεχνες και καθόλου
3
Γ 5,8] άιον μὲν οὖν θάπτει βασιλεὺς Πλαταιέων Δαμασίστρατος, τὴν δὲ βασιλείαν Κρέων ὁ Μενοικέως παραλαμβάνει. τούτου δὲ βασιλεύοντος οὐ μικρὰ συμφορὰ κατέσχε Θήβας. ἔπεμψε γὰρ Ἥρα Σφίγγα, ἣ μητρὸς μὲν Ἐχίδνης ἦν πατρὸς δὲ Τυφῶνος, εἶχε δὲ πρόσωπον μὲν γυναικός, στῆθος δὲ καὶ βάσιν καὶ οὐρὰν λέοντος καὶ πτέρυγας ὄρνιθος. μαθοῦσα δὲ αἴνιγμα παρὰ μουσῶν ἐπὶ τὸ Φίκιον ὄρος ἐκαθέζετο, καὶ τοῦτο προύτεινε Θηβαίοις. ἦν δὲ τὸ αἴνιγμα· τί ἐστιν ὃ μίαν ἔχον φωνὴν τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται· χρησμοῦ δὲ Θηβαίοις ὑπάρχοντος τηνικαῦτα ἀπαλλαγήσεσθαι τῆς Σφιγγὸς ἡνίκα ἂν τὸ αἴνιγμα λύσωσι, συνιόντες εἰς ταὐτὸ πολλάκις ἐζήτουν τί τὸ λεγόμενόν ἐστιν, ἐπεὶ δὲ μὴ εὕρισκον, ἁρπάσασα ἕνα κατεβίβρωσκε. πολλῶν δὲ ἀπολομένων, καὶ τὸ τελευταῖον Αἵμονος τοῦ Κρέοντος, κηρύσσει Κρέων τῷ τὸ αἴνιγμα λύσοντι καὶ τὴν βασιλείαν καὶ τὴν αΐου δώσειν γυναῖκα. Οἰδίπους δὲ ἀκούσας ἔλυσεν, εἰπὼν τὸ αἴνιγμα τὸ ὑπὸ τῆς Σφιγγὸς λεγόμενον ἄνθρωπον εἶναι· γίνεσθαι, γὰρ τετράπουν βρέφος ὄντα τοῖς τέτταρσιν ὀχούμενον κώλοις, τελειούμενον δὲ δίπουν, γηρῶντα δὲ τρίτην προσλαμβάνειν βάσιν τὸ βάκτρον. ἡ μὲν οὖν Σφὶγξ ἀπὸ τῆς ἀκροπόλεως ἑαυτὴν ἔρριψεν, Οἰδίπους δὲ καὶ τὴν βασιλείαν παρέλαβε καὶ τὴν μητέρα ἔγημεν ἀγνοῶν, καὶ παῖδας ἐτέκνωσεν ἐξ αὐτῆς Πολυνείκη καὶ Ἐτεοκλέα, θυγατέρας δὲ Ἰσμήνην καὶ Ἀντιγόνην. εἰσὶ δὲ οἳ γεννηθῆναι τὰ τέκνα φασὶν ἐξ Εὐρυγανείας αὐτῷ τῆς Ὑπέρφαντος 4 Ήρθες, ήρθες, φτεροφόρα,-/ Ω ξελόχεμα της Γης/ Και της Έχιδνας στον Άδη!-/ Των Καδμείων αρπάχτρα/ Πολυστέναχτη, πολύνεκρη, / Θεριό και παρθένα, / Τέρας πολεμόχαρο!/ Με φτερών ανεμοζάλη/ Και μ’αετόνυχα ωμοφάγα/ Που απ’τη χώρα τη Διρκαία / Τους νιους άρπαζες ανάερα!/ Μ’ακιθάριστο τραγούδι / Και μ’αφανισμού κατάρα/ Στην πατρίδα βάσανα έφερνες,/ Έφερνες του φόνου συ./ Και φονιάς που τάπραξε / Τούτα, απ’τους θεούς σταλμένος./ Μυρολόγια από μητέρες,/Μυρολόγια από παρθένες/ Αναστέναζαν τα σπίτια/ Σύθρηνο το κλάμα, κλάμα,/ Σύθρηνο το βόγγο, βόγγον,/ Άλλος άλλον έσκουζε/ Με τη σειρά στην πόλη. / Και είταν όμοιος με βροντή/ Ο αχός κι οι στεναγμοί τους,/ Απ’τη χώρα κάποιον άντρα σαν αφάνιζε / Η παρθένα η φτερωτή.
6
φυσιοκρατικές, ενώ το σώμα και τα πόδια τους σε τίποτα δεν θυμίζουν πλέον σώμα και πόδια λιονταριού. 1.2 Αίγυπτος (εικ. 6) Στην Αίγυπτο παρατηρούνται πολλά είδη- μορφές- σφίγγας, πέρα από τα τρία βασικά που αναφέρθηκαν παραπάνω (σφίγγες με κεφάλι ανθρώπου, γερακιού ή κριού). Υπάρχει η σφίγγα με κεφάλι Αφρικανού άνδρα που έχει μία και μοναδική παράσταση (εικ. 7) από την περιοχή που λέγεται Armant του Νέου Βασιλείου και η τωρινή της τοποθεσία είναι άγνωστη. Επίσης υπάρχει η καθιστή (εικ. 8) και η όρθια σφίγγα με κεφάλι γερακιού, η πρώτη από το Καρνάκ που έχει σκαλισμένο πάνω το όνομα του Amenhotep II και η δεύτερη που βρέθηκε στο Κομόμπο (εικ. 9) και η οποία στόλιζε έναν κίονα στο εξωτερικό υπόστυλο τμήμα του ναού. Οι σφίγγες με γυναικείο κεφάλι ήταν πολύ στη «μόδα» κατά την περίοδο του Νέου Βασιλείου. Στη συλλογή Abbott βρίσκεται τώρα σφίγγα με το όνομα της Hatshepsut σκαλισμένο πάνω της και ήταν επίθετη σε κάποια πυξίδα (εικ. 10). Είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις που παρατηρεί κανείς την ύπαρξη φτερών στις αιγυπτιακές σφίγγες. Αντίστοιχη είναι και μία σφίγγα που διακοσμούσε ένα αγγείο του Seti I (1294-1279 π.Χ) της 19ης δυναστείας (1295- 1186 π.Χ) (εικ. 11). Υπάρχουν επίσης δύο πανομοιότυπες σφίγγες οι οποίες έχουν τη μορφή του Amenhotep III να ποδοπατά τους εχθρούς του (εικ. 12). Η κάθε μία διακοσμούσε μία πλευρά του θρόνου στον τάφο του Kha’emhet. Μία σφίγγα ακόμα ήταν αντιγραμμένη από ένα μεγάλο βάθρο από το μεγάλο ναό του Καρνάκ και αναπαριστά είτε τον Ψαμμήτιχο τον Α’ (664-610 π.Χ) είτε τον βασιλιά Apries (589-570 π.Χ) (εικ. 13), αλλά τώρα πια έχει χαθεί. Τέλος, υπάρχει μία σφίγγα που αναπαριστά τον Hekau (εικ. 14), τον θεό της ερήμου και χρονολογείται από την Ύστερη Περίοδο Ι- 26η δυναστεία (664-525 π.Χ) (Prise d’ Avennes E, 2000, 99). Ξεκινώντας χρονολογικά απαντώνται οι ακόλουθες σφίγγες5: το κεφάλι ενός αγάλματος του Djedefra ή Ρατζετζέφ (2566-2558 π.Χ) της 4ης δυναστείας (εικ. 15), το οποίο ανακαλύφθηκε στο πυραμιδικό του σύμπλεγμα στο Abu Roash και φαίνεται πως είναι η πρωιμότερη επιβίωση θραύσματος σφίγγας και τώρα βρίσκεται στο Λούβρο. Στην ίδια θέση ήρθε στο φως ένα μικρό άγαλμα σφίγγας από ασβεστόλιθο. Αμέσως μετά ξανασυναντά κανείς σφίγγα στο Μέσο Βασίλειο και την 11η δυναστεία (2055-1985 π.Χ) στην οποία χρονολογούνται τα εξής: ένα φυλακτό από αμέθυστο 5
Όπου δεν αναφέρεται ο τόπος στον οποίο εκτίθενται σήμερα τα ευρήματα αυτά, εννοείται πως αναφέρομαι στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
7
(εικ. 16), 1,7 εκ και ένα ξύλινο ειδώλιο σφίγγας από τις Θήβες (εικ.17). Τέλος, από την 11η δυναστεία υπάρχει στο μουσείο του Λούβρου η μεγάλη σφίγγα του Tanis (εικ. 18) ύψους 1.83μ. από το ναό του Άμμωνα στο Tanis, στο δέλτα του Νείλου. Στη 12η δυναστεία (1985-1795 π.Χ) υπάρχει μία εξαιρετικής κατασκευής σφραγίδα από στεατίτη (εικ. 19), το στέλεχος της οποίας έχει τη μορφή σφίγγας, το κεφάλι του φαραώ Amenemhat I (1985-1955 π.Χ) από άγαλμα σφίγγας (εικ. 20) και η σφίγγα από γνευσίτη του φαραώ Senwosret III από τις Θήβες (εικ. 21) με μήκος 73εκ. και ύψος 42.5εκ. Έχει βρεθεί ακόμα, και μία σφραγίδα από στεατίτη, η οποία στο σφραγιστικό της τμήμα, έχει μία πολύ αφαιρετικά αποδοσμένη και σχηματοποιημένη σφίγγα (εικ. 22). Εύκολα μπορεί να παρατηρηθεί ότι κατά τη διάρκεια της 12ης δυναστείας, του Μέσου Βασιλείου, δεν τηρείται ένα συγκεκριμένο είδος τεχνοτροπίας. Διαφέρει αρκετά ο τρόπος απεικόνισής της και οι λεπτομέρειες που της αποδίδονται από εύρημα σε εύρημα. Ωστόσο, υπάρχουν και οι περιπτώσεις των σφραγίδων που δεν συνηθίζονται πριν από αυτή την περίοδο και είτε το στέλεχός τους έχει το σχήμα σφίγγας είτε είναι το θέμα της σφραγιστικής τους επιφάνειας. Αντιθέτως, απαντάται πολύ συχνά η σφίγγα ως θέμα της σφραγιστικής επιφάνειας στην 18η δυναστεία. Ίσως τα παραπάνω να’ ναι και τα μοναδικά παραδείγματα ως αυτή την περίοδο, δηλ. το Μέσο Βασίλειο και την 12η δυναστεία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι συνηθίζεται η απεικόνιση της εκάστοτε σφίγγας να ταυτίζεται με τον βασιλεύοντα Φαραώ και να του αποδίδονται μαγικές και λοιπές θεϊκές ιδιότητες κατ’ αυτόν τον τρόπο. Συνεχίζοντας στο Νέο Βασίλειο και πιο συγκεκριμένα στη 18η δυναστεία (15501295 π.Χ) οι παραστάσεις σφίγγας στην τέχνη της Αιγύπτου αυξάνονται με γεωμετρικούς ρυθμούς. Και πάλι πρόκειται για αναπαραστάσεις των Φαραώ που ταυτίζονται με τα μαγικά-μυθικά αυτά όντα, οπότε αποδίδεται επιπλέον θεϊκή δύναμη και υπόσταση στον αναπαριστάμενο μονάρχη. Κατά τη 18η δυναστεία σημαντικό γεγονός είναι ότι μεταφέρεται η πρωτεύουσα από τη Μέμφιδα (σημερινό Κάιρο) στις Θήβες, που όπως δεν γίνονται ποτέ η πραγματική- διοικητική πρωτεύουσα του κράτους, αλλά μετατρέπονται σε θρησκευτική πρωτεύουσα, διότι δεν μπορούσε από την Άνω Αίγυπτο και το σημείο αυτό να ελεγχθεί όλη η επικράτεια της Άνω και Κάτω Αιγύπτου- σημειώνεται ότι το Άνω για τους Αρχαίους Αιγυπτίους είναι η σημερινή κάτω και η Κάτω Αίγυπτος είναι στο Δέλτα του Νείλου και αυτό γιατί ο Νείλος ρέει από το νότο προς βορρά οπότε ο κόσμος τους ήταν αντεστραμμένος.
8
Η μεταφορά όμως της πρωτεύουσας είχε και μία σημαντική επίπτωση στη θρησκεία: ο τοπικός πολιούχος θεός των Θηβών, Άμμωνας, αποκτά τώρα παναιγυπτιακή εμβέλεια. Πρώτος χρονολογικά φαραώ της 18ης δυναστείας στην τέχνη της Αιγύπτου για τον οποίο μπόρεσε η γράφουσα να βρει σφίγγα είναι η Hatshepsut (1473-1458 π.Χ) μαζί με τον γιο της τον Thutmose III (1479- 1425 π.Χ). Έτσι, υπάρχει μία σφίγγα της οποίας έχουν σωθεί μόνο οι ώμοι και το κεφάλι και απεικονίζεται η Hatshepsut με ανδρική γενειάδα (εικ. 23), όπως συνήθιζε σε όλες της τις απεικονίσεις. Η σφίγγα αυτή είναι κατασκευασμένη από γρανίτη και έχει ύψος 1.20μ. Βρέθηκε στο νεκρικό ναό της Hatshepsut στο Deir el Bahri. Έχουν βρεθεί άλλες δύο ανάλογες σφίγγες της Hatshepsut από τον νεκρικό της ναό στο Deir el Bahri, η μία κατασκευασμένη από ασβεστόλιθο (εικ. 24), η οποία έχει μήκος 1.07μ. και ύψος 63.5εκ., καθώς και μία από γρανίτη (εικ. 25) με ύψος 1.64μ. και μήκος 3.43μ. Τέλος, από τη βασιλεία της Hatshepsut υπάρχει μία στήλη, η οποία εκτίθεται στο μουσείο Fitzwilliam, από ασβεστόλιθο (εικ. 26) (Κ-Α, 2000, Αρ. Κατ. 146), με ίχνη κονιάματος και βαφής και έχει διαστάσεις 27x26εκ και πάχος 3εκ. Σε αυτή τη στήλη υμνείται η λατρεία της φαραώ, η οποία φοράει το αυτοκρατορικό κάλυμμα κεφαλής (nemes) και από πάνω φέρει δύο φτερά στρουθοκαμήλου (σύμβολα της θεάς Maat, που αντιπροσωπεύει την ισορροπία και την τάξη), τον ηλιακό δίσκο και βασιλικές κόμπρες. Πίσω από την σφίγγα θα εικονιζόταν η δέλτος με το όνομα της φαραώ, αλλά δεν σώζεται διότι οι μετέπειτα φαραώ κατέστρεψαν το όνομά της από παντού και έτσι σε εκείνο το σημείο η στήλη είναι σπασμένη. Από την περίοδο βασιλείας του Thutmose III (1479-1425 π.Χ) υπάρχουν τα ακόλουθα αντικείμενα με αναπαραστάσεις σφιγγών: Α) Δύο πλακίδια από κορναλίνη ύψους μόλις 1.5εκ, που αναπαριστούν τον Thutmose III να κυνηγά λιοντάρια και να καταπατά τον εχθρό του με άρμα (εικ. 27), στο ένα πλακίδιο, και να καταπατά τον εχθρό του έχοντας τη μορφή σφίγγας στο δεύτερο πλακίδιο. Β) Ένα πλακίδιο από στεατίτη, ύψους 1.1εκ, στο οποίο απεικονίζεται ο Thutmose III ως σφίγγα να καταπατάει τον εχθρό για τον οποίο είμαστε σίγουροι ότι είναι αυτός, διότι είναι χαραγμένο το όνομά του στη δέλτο μπροστά του ακριβώς, αποκαλώντας τον με το όνομα της βασιλείας του, Menkheperre (εικ. 28). Γ) Αντίστοιχη είναι η απεικόνισή του και σε ένα ακόμα πλακίδιο (εικ. 29), ενώ Δ) υπάρχει και ένα ολόκληρο γλυπτό ομοίωμά του ως σφίγγα από χαλαζίτη (εικ. 30) με μήκος 35εκ και ύψος 23εκ με
9
χαραγμένο το όνομά του στη δέλτο μπροστά στο στήθος του και χωρίς γένι, πράγμα σπάνιο για τις αιγυπτιακές σφίγγες. Από την περίοδο βασιλείας του Thutmose IV (1400-1390) από τις πάμπολλες αναπαραστάσεις του φαραώ ως σφίγγα, πιο ενδιαφέρουσα είναι κυρίως μία ξύλινη επένδυση από τελετουργικό θρόνο (εικ. 31) στην οποία βλέπουμε τον φαραώ ως σφίγγα να καταπατάει στον εχθρό και πίσω του να πετά ο Ώρος με τη μορφή γερακιού. Από τη βασιλεία του Amenhotep III (1390-1352 π.Χ) τέλος, ιδιαίτερη αίσθηση αφήνει στον θεατή μία σφίγγα από φαγεντιανή (εικ. 32), μήκους 25εκ και ύψους 13εκ., από τις Θήβες. Δεν υπάρχει δεύτερη απεικόνιση σφίγγας από γαλαζωπή φαγεντιανή στην Αίγυπτο. Αντίθετα, η Taweret, όπως θα αναλυθεί στο επόμενο κεφάλαιο, απεικονίζεται συχνότατα σε φυλακτά από φαγεντιανή. Ένα ακόμα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι τα δύο σφαιρικά αγγεία που κρατάει με τα μπροστινά χέρια, σα να κάνει ένα είδος προσφοράς προς κάποιον θεό. Ανάλογο είναι το άγαλμα του Amenhotep II, από ροζ γρανίτη, ύψους 1.52μ. το οποίο εκτίθεται στο Αιγυπτιακό μουσείο του Τορίνο (εικ. 33), και στο οποίο εικονίζεται ο φαραώ γονατιστός να κρατάει δύο αντίστοιχα αγγεία. Για τα αγγεία αυτά έχουν γίνει πολλές μελέτες και οι ερευνητές έχουν καταλήξει στην άποψη ότι πρόκειται για αγγεία με τα οποία έκαναν προσφορές στους θεούς και τα οποία περιείχαν εκτός από κρασί, γάλα και νερό και έχουν πάντα το συγκεκριμένο σχήμα και ακριβώς το ίδιο μέγεθος. Τέλος, σε τοιχογραφία υπάρχει μία παράσταση από τον τάφο του Nebamun και της Ipuky (Τt6 181), από τις Θήβες (εικ. 34), που χρονολογείται γύρω στο 1380π.Χ. Σε αυτή την τοιχογραφία απεικονίζεται ένα βασιλικό εργαστήριο με διάφορους τεχνίτες και λοιπούς καλλιτέχνες να κατασκευάζουν διάφορα αντικείμενα κοινωνικού και θρησκευτικού κύρους. Έτσι, λοιπόν, στην πάνω ζώνη διακρίνονται οι τεχνίτες να κατασκευάζουν με σκεπάρνια και σμίλες μικρά ομοιώματα των συμβόλων djed (σύμβολο της ισορροπίας) και tayt (σύμβολο που σημαίνει «προστασία» και μοιάζει αρκετά με το μινωικό ιερό κόμβο), ενώ στην κάτω ζώνη, στο κέντρο αυτής, ένας τεχνίτης σμιλεύει τα πιο λεπτά χαρακτηριστικά στο κεφάλι μίας σφίγγας (Wilkinson, 1983, 36-37). Με αυτό τον τρόπο δίνεται η ευκαιρία να επιβεβαιώσει κανείς ότι η κατασκευή σφιγγών όχι μόνο ήταν υπό την επιρροή του φαραώ, αλλά και ότι η εικόνα της σφίγγα καθεαυτό ενείχε θεϊκή υπόσταση.
6
Tt= Theban Tomb
10
1.3 Κρήτη Η σφίγγα εισάγεται στην εικονογραφία της παλαιοανακτορικής περιόδου με καθαρά αιγυπτιακά χαρακτηριστικά ως ανδρική μορφή με γένι και εμφανίζεται πάντα άπτερη. Έτσι υπάρχει μία σφίγγα από τα Μάλια (κτήριο D, δωμάτιο 4) και η οποία χρονολογείται στη ΜΜΙΙ περίοδο (εικ. 35). Είναι από ερυθρό πηλό, φέρει λευκό επίχρισμα και λευκή βαφή. Εικονίζεται άπτερη, γενειοφόρος και καθιστή. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου και του σώματός της είναι αποδοσμένα με πολύ λεπτότεχνο και λεπτομερή τρόπο: ευθύγραμμη μύτη, αμυγδαλόσχημα μάτια, πλούσια χαίτη και κόμη με σπειροειδείς βοστρύχους. Αποτελούσε πιθανότατα τμήμα επίθετης διακόσμησης αγγείου, όπως και σε άλλη μία περίπτωση από τα Μάλια (κτήριο D) με επίθετη διακόσμηση γάτας (εικ. 36) (Κ-Α, 2000, Αρ. Κατ. 31). Το κεφάλι της σφίγγας είναι μινωικής τεχνοτροπίας, ενώ η ουρά και η γενειάδα ανήκουν στην εικονογραφία του Όσιρι. (Κ-Α, 2000, Αρ. Κατ. 33) Στη ΜΜΙΙ περίοδο παρατηρείται πως δεν έχει εισαχθεί εδώ και πολύ μεγάλο διάστημα η σφίγγα γιατί ακόμα απεικονίζεται άπτερη, παρότι έχει δεχθεί τις πρώτες μετατροπές των χαρακτηριστικών της σύμφωνα με τη μινωική τεχνοτροπία. Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση της σφραγίδας από ίασπη από τις Αρχάνες και εκτίθεται στο Ashmolean Museum (CMS VI 128) (εικ. 37). Η απεικόνιση της σφίγγας, ειδικά με τα χαρακτηριστικά του προσώπου της, μοιάζει πάρα πολύ με τον σφραγιδόλιθο από αμέθυστο που βρέθηκε στις Μυκήνες, στον ταφικό κύκλο Β και σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Επιπλέον, έχει έρθει στο φως από τα Μάλια, ένα ένθεμα σε μορφή σφίγγας (εικ. 38) από γαλαζοπράσινο λίθο και κιτρινωπό επίχρισμα ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ περιόδου (Κ-Α, 2000, Αρ. Κατ. 145 και Cline, 1994, 133). Η σφίγγα σε αυτή την περίπτωση εικονίζεται κατ’ ενώπιον, μπροστά από κίονα. Διακρίνεται η κεφαλή και τα δύο πρόσθια λεοντοπόδαρα. Φοράει το αυτοκρατορικό κάλυμμα κεφαλής των Φαραώ και τεχνοτροπικά εντάσσεται στην 13η δυναστεία (18ος-17ος αι π.Χ) σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Πρόκειται για καθαρά εισηγμένο αντικείμενο. Αντιθέτως, στην ΥΜΙΙ-ΙΙΙΑ1 περίοδο, όπως στον σφραγιδόλιθο από αχάτη από την Αγία Τριάδα (CMS II 3-118) (εικ. 39), η σφίγγα δεν θυμίζει πλέον σε τίποτα το αιγυπτιακό πρότυπό της. Δεν φοράει το nemes, τώρα πια έχει φτερά και όλα της τα χαρακτηριστικά είναι καθαρά μινωικά. Η κεφαλή της είναι ενός περίεργου και 11
ασαφήνιστου όντος και οι αρθρώσεις πλέον δηλώνονται με μία βούλα, ένα χαρακτηριστικό καθαρά ελλαδικό, κυρίως από την ΥΜ/ΥΕΙΙΙ περίοδο και μετά. Στην ΥΜΙΙΙΑ1 περίοδο εντάσσεται και ένας σφραγιδόλιθος από σχιστόλιθο από τον Μόχλο (CMS VS3-352) (εικ. 40) στον οποίο παρατηρείται πως τα χαρακτηριστικά του προσώπου τη σφίγγας θυμίζουν αρκετά τις ανθρώπινες μορφές στις τοιχογραφίες της ίδιας περιόδου. Τέλος, διακρίνεται στον σκαραβαίο σε τεχνοτροπία της 25ης δυναστείας (746- 655 π.Χ), από την Ελεύθερνα (Κ-Α, 2000, Αρ. Κατ. 352) (εικ. 41), από τη νεκρόπολη της Ορθής Πέτρας- ο οποίος εκτίθεται στο μουσείου του Ρεθύμνου-ότι ενώ στον ελλαδικό χώρο είχε εδώ και αρκετούς αιώνες αποκρυσταλλωθεί η εικόνα της σφίγγας με φτερά, στην Αίγυπτο (γιατί πρόκειται για εισηγμένο σκαραβαίο) συνεχίζεται η προηγούμενη παράδοση και απεικονίζεται ακόμα άπτερη και με μούσι.
12
2. Δαίμονας 2.1 Εισαγωγή Η Taweret είχε ταυτιστεί ως το πρωτότυπο του μινωικού δαίμονα, από τον Arthur Evans, στο Palace of Minos I, ήδη από το 1921 (PMI, 1921, 19, 200), ενώ στο Palace of Minos IV, το 1935, κάνει μία λεπτομερή αναφορά στη σχέση της θεάς με τον μινωικό δαίμονα και την μεταμόρφωσή της (PMIV, 1935, 431-467). Στην Αίγυπτο η Taweret, που έχει μορφή ιπποπόταμου παρουσιαζόταν ενίοτε με χέρια και πόδια λιονταριού και με πλάτη και ουρά κροκοδείλου (πολλές φορές εικονίζεται ακόμα και ολόκληρος κροκόδειλος να βρίσκεται σκαρφαλωμένος στην πλάτη της). Τα κρεμασμένα στήθη της και η φουσκωμένη κοιλιά της, ξεκάθαρα παραπέμπουν στην ιδέα της εγκυμοσύνης. Η κόμμωσή της αποτελούνταν από έναν χαμηλό μόδιο, ενώ μερικές φορές εικονίζεται με κέρατα ταύρου και τον ηλιακό δίσκο ανάμεσα τους. Συχνά κρατούσε ένα φυλακτό προστασίας το Sa (Lurker, 1986, 102) και μερικές φορές ένα ankh (Lurker, 1986, 27), το σύμβολο της ζωής. Ως αποτέλεσμα του μεσογειακού εμπορίου, η εικόνα της απορροφήθηκε στην εικονογραφία του μινωικού πολιτισμού στην Κρήτη, όπου τελικά και μεταμορφώθηκε στον μινωικό δαίμονα (Shaw and Nicholson, 2003, 283). Η θεά- ιπποπόταμος πιστοποιείται από το Αρχαίο Βασίλειο κιόλας, όταν πήρε τρία βασιλικά ονόματα: Opet ή Ipy (“harim”= ευνοημένο μέρος), Taweret (μεγάλη θεά) και Reret (χοιρομητέρα) (Shaw and Nicholson, 2003, 283). Ο αρσενικός ιπποπόταμος θεωρούνταν ένα καταστρεπτικό ζώο και έτσι σχετίζεται με τον «κακό θεό» Σεθ. Έχει υποτεθεί πως υπήρχε αυτή η σύνδεση στο μυαλό του Ρωμαίου ιστορικού, του Πλούταρχου, ο οποίος περιέγραψε την Taweret ως «παιδί» του Σεθ, αλλά στην πορεία έγινε μία από τους «οπαδούς» του Ώρου (Shaw and Nicholson, 2003, 283). Μερικές φορές παρουσιάζεται με τη μορφή της Ίσιδας, ωστόσο, η σύνδεση ανάμεσα στις δύο θεότητες δεν είναι πάντα σαφής. Πιο συχνά παρουσιάζεται με τη μορφή και τα χαρακτηριστικά της Hathor, η οποία μερικές φορές φέρει την ίδια κόμμωση. Στο σχέδιο του παπύρου Ανχάι από το βιβλίο των νεκρών, στο κεφάλαιο 186 (εικ. 42) η Taweret στέκεται μαζί με την Hathor που εμφανίζεται με τη μορφή αγελάδας και φαίνεται να ταυτίζεται με τη θεά άμεσα καθώς μόνο η Hathor αναφέρεται στον ψαλμό (Wilkinson, 2003, 185-186). Μία ασυνήθιστη στήλη 13
βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, η οποία δείχνει την Taweret (εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά της Tiye, σύζυγο του Amenhotep III) να δίνει προσφορές μπροστά από την εικόνα της Mut (εμφανίζεται με τα χαρακτηριστικά της Hathor) (εικ. 43). Η Tiye φαίνεται να σχετίζει τον εαυτό της με τη θεά ιπποπόταμο για κάποιο άγνωστο σε εμάς λόγο. Τέλος, φαίνεται πως η Taweret ήταν σύζυγος του Bes (Wilkinson, 2003, 185-6). Δεν πρόκειται για καμία από τις κύριες αιγυπτιακές θεότητες που σχετίζονταν με τη δημιουργία ή την κοσμική τάξη, ούτε είχε θέση στην επίσημη λατρεία της Αιγύπτου. Ήταν μία καθαρά λαϊκή θεότητα, ένας «δαίμονας» που λατρεύονταν από τους απλούς ανθρώπους (κυρίως τις γυναίκες) για τη βοήθεια που τους παρείχε στις καθημερινές τους ανάγκες. Τους προστάτευε, για παράδειγμα, από τα φίδια, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Αιγυπτίων σε όλες τις εποχές. Ο τοκετός ήταν επίσης ένας μεγάλος κίνδυνος στις κοινωνίες του παρελθόντος. Η ζωή και η υγεία της μητέρας απειλούνταν, ενώ η επιβίωση του βρέφους ήταν αμφίβολη. Επρόκειτο δηλαδή για περίσταση που απαιτούσε μαγική παρέμβαση. Μία από τις πρώιμες ονομασίες της Taweret, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ήταν Ipy, δηλαδή «παραμάνα», και ίσως αναφέρεται στον αρχικό ρόλο της θεάς. Στα κείμενα των πυραμίδων (Pyr7 381 και 382) ο νεκρός φαραώ λέει: «Ipy, μητέρα μου, δώσε μου το στήθος σου να το φέρω στο στόμα μου και να βυζάξω το λευκό, κρυστάλλινο και γλυκό γάλα σου. Και στη χώρα προς την οποία βαδίζω δεν πρόκειται να πεινάσω ούτε να διψάσω ποτέ» (Weingarten, 1991, 10). Σε δύο σαρκοφάγους του Μέσου Βασιλείου (Cairo 28083 και J 37566) η ιπποποτάμια θεότητα προφέρει έναν ψαλμό: «Εγώ είμαι η πολυπρόσωπη θεά που δημιούργησε τη βροντή, που ανεβαίνει στον Ρα και νικά τον Απέπ, που σκίζει τον ουρανό και διώχνει την καταιγίδα και που τρέφει το πλήρωμα του Ρα» (Weingarten, 1991, 10). Σε αυτόν τον ψαλμό η Taweret προστατεύει το νεαρό θεό Ήλιο και κατατροπώνει τους εχθρούς του, τον Apep=Apopis, το φίδι με το οποίο παλεύει κάθε βράδυ ο Ρα και ελευθερώνει τα νερά του Nun, του πρωταρχικού ωκεανού. Έτσι η ιπποποτάμια θεά καταλήγει ως προσωποποίηση του υγρού χάους, από το οποίο γεννήθηκε ο κόσμος και τα νερά αυτά στις τελετουργίες μεταμορφώνονται σε ύδατα καθαρμού και εξαγνισμού. Υπάρχει ένας ναός στο Καρνάκ, χρονολογούμενος στην
7
Pyr= Pyramid texts
14
Ύστερη και την Πτολεμαϊκή περίοδο, και στον οποίο κατά τη διάρκεια του Opet (φεστιβάλ) υπήρχε η λατρεία του να προσφέρει κανείς γάλα. Υποθετικά μία προσπάθεια να ενσταλάξει επιπλέον ισχύ στο υγρό στοιχείο. Έτσι, η Taweret, μετατρέπεται σε θεά των καθαρμών, η οποία εποπτεύει τους εξαγνισμούς που συνοδεύουν τις καθημερινές πράξεις ευλάβειας και τις τελετές, όπως τον τοκετό. Σώζονται μεταγενέστερα ειδώλια της Taweret με οπή για την απορροή υγρών σταγόνα σταγόνα. Σε δύο κείμενα σαρκοφάγων της 12ης δυναστείας, η ιπποποτάμια θεά φέρει επίσης το όνομα «Δεξαμενή Καθαρμών» (spell 10628 και spell 10709) (Weingarten, 1991, 11). Είναι μία από τις πρωιμότερες αναγνωρίσιμες αποτρεπτικές θεότητες και εμφανίζεται ευρέως σε φυλακτά από το Αρχαίο Βασίλειο και εξής. Εμφανίζεται σε κρεβάτια, σε προσκέφαλα κρεβατιών, και άλλα μικρά αντικείμενα, όπως επίσης και κοσμητικά είδη: αγγεία για αλοιφές και κουτάλια, και άλλα αντικείμενα με σημασία γονιμότητας, όπως οι επονομαζόμενες paddle dolls (Wilkinson, 2003, 186). Ενδιαφέρον είναι ένας μεγάλος αριθμός από φυλακτά στο σχήμα της Taweret που βρέθηκαν στην πρωτεύουσα του Akhenaton, στην Αμάρνα και επιπλέον οι απεικονίσεις του Bes και της Taweret διακοσμούσαν μερικά από τα δωμάτια εκεί. Αντίστοιχα σε μερικά από τα σπίτια στο χωριό των εργατών στη Deir el Medina, στις δυτικές Θήβες, υπήρχε ένα δωμάτιο με έναν βωμό σε σχήμα κρεβατιού και τοιχογραφίες που απεικονίζαν τον Bes, την Taweret και γυμνές γυναίκες οι οποίες σχετίζονταν με τελετές του τοκετού (Koltsida, 2006). Ωστόσο, οι περισσότερες αναπαραστάσεις της Θεάς χρονολογούνται στην 18η δυναστεία, και πιο συγκεκριμένα όταν φαραώ ήταν ο Amenhotep III (1390-1352 π.Χ). Οι εμπορικές και διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών φαίνεται ότι κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας των μεγάλων φαραώ: Thutmose III, Amenhotep II και κυρίως κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Amenhotep III, σε σημείο που πολλοί ισχυρίζονται πως κάποιοι Αιγύπτιοι είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην περιοχή της Κνωσού, γεγονός που υπαινίσσεται κιόλας η πήλινη πινακίδα 8
Spell 1062: His name is Hippopotamus-face, bellowing of power, it is his lustral basin. Spell 1070: O Hippopotamus-face, wakeful of power, recognize him, for this is his face; “Lustral Basin” is his name. 9
15
γραμμικής β’ από την Κνωσό (Db 1105) της ΥΜΙΙΙΑ περιόδου (εικ. 44) και η οποία καταγράφει κοπάδι 52 προβάτων και 28 προβατίνων, το οποίο ανήκει στο βοσκό (a3ku-pi-ti-jo) που μεταγράφεται ως «Αιγύπτιος» και τοποθετείται γεωγραφικά στην περιοχή που ονομάζεται su-ri-ma Σύλαμο, η οποία βρίσκεται στην ευρύτερη περιφέρεια της Κνωσού κατά τον 14ο αι που οι σχέσεις Κρήτης-Αιγύπτου ήταν πολύ στενές. Πρόκειται για τη μοναδική αναφορά του επιθέτου Αιγύπτιος σε πινακίδες γραμμικής Β’ (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 254). Φαίνεται ότι οι Μινωίτες γνώριζαν εξαρχής αυτόν τον ρόλο της θεάς και έδωσαν έμφαση στον καθαρτήριο ρόλο της, με διαφορετικό όμως τρόπο: απεικόνισαν το καθαρό της νερό να χύνεται από μία πρόχου. Πιθανόν, λοιπόν, αυτός ο εξαγνιστικός ρόλος της Taweret να εξηγεί την παρουσία της πρόχου που κρατάει ο μινωικός δαίμονας, στα πλαίσια μίας νέας ερμηνείας του θέματος με τα δεδομένα του μινωικού κόσμου (Weingarten, 1991, 12). 2.2 Αίγυπτος Ξεκινώντας χρονολογικά, τρία φυλακτά σώζονται από το Αρχαίο Βασίλειο και από την 1η μεταβατική περίοδο (εικ. 45). Και τα τρία είναι από ελεφαντόδοντο. Το ένα, είναι και το πρωιμότερο (2181-2055 π.Χ), ενώ τα άλλα δύο χρονολογούνται από το 2110 ως το 1985 π.Χ. Η χρήση των φυλακτών ήταν κατά πάσα πιθανότητα η πιο διάσημη μορφή μαγείας στην Αρχαία Αίγυπτο. Τα αιγυπτιακά φυλακτά εξάγονταν ή αντιγράφονταν σε όλο τον τότε γνωστό αρχαίο κόσμο. Έχει διασωθεί πολύ μεγάλος αριθμός από αυτά. Ένας κατάλογος αναφέρει ότι υπάρχουν 275 κύριοι τύποι φυλακτών, αλλά μάλλον πρόκειται για πολλούς περισσότερους. Η λειτουργία μερικών από αυτά περιγράφεται στο βιβλίο των νεκρών. Τα φυλακτά που βρίσκονται σε πιο ταπεινούς τάφους, πιθανότατα να βοηθούσαν ή να προστάτευαν το νεκρό στην άλλη ζωή. Φυλακτά έχουν επίσης βρεθεί σε σπίτια, σε ναούς ή βωμούς. Ωστόσο, η χρήση των φυλακτών στην καθημερινή ζωή έχει μελετηθεί ελάχιστα σε σχέση με αυτά που έχουν καθαρά ταφικό χαρακτήρα. Ένα φυλακτό, γενικά, ορίζεται ως ισχυρό ή αντικείμενο προστασίας το οποίο και φορούσαν ή κουβαλούσαν μαζί τους οι άνθρωποι. Ο σκοπός του είναι να προστατεύσει αυτόν που το φέρει (Pinch, 1994, 105-119).
16
Από το Μέσο Βασίλειο (12η δυναστεία: 1985-1795) υπάρχει ένα ειδώλιο από φαγεντιανή, ύψους 8εκ, το οποίο βρέθηκε μέσα στο μασταμπά του Senwosret-ankh στο el Lisht (εικ. 46). Στο Νέο Βασίλειο συναντάται πληθώρα φυλακτών που αναπαριστούν την Taweret, γιατί όπως ειπώθηκε και παραπάνω, ήταν δημοφιλής θεότητα της λαϊκής θρησκείας. Τα περισσότερα φυλακτά αυτής της περιόδου είναι φαγεντιανή (εικ. 47), εκτός από ένα που είναι κατασκευασμένο από κορναλίνη (εικ. 48) και ένα από σχιστόλιθο (εικ. 49) τα οποία βρέθηκαν στο παλάτι του Amenhotep III στη Malqata. Ιδιαίτερο είναι το φυλακτό από lapis lazuli της 18ης δυναστείας (εικ. 50). Τα χαρακτηριστικά της θεάς, παρότι αρκετά σχηματικά, είναι αποδίδονται με σαφή τρόπο. Lapis lazuli έχει μόνο το Αφγανιστάν. Για να γίνει εισαγωγή από ένα τόσο μακρινό μέρος και να κατασκευάσουν ένα φυλακτό, αυτομάτως σημαίνει κάτι παραπάνω για τον ιδιοκτήτη του φυλακτού αυτού. Εξαιρετικά σπάνιο είναι το θέμα του περίαπτου που εικονίζεται στο κέντρο ο θεός Bes, ο οποίος έχει αρκετά όμοια χαρακτηριστικά, ως προς την λατρεία του, με την Taweret, θεωρείται αποτρεπτικό πνεύμα της γονιμότητας και της προστασίας, την βοήθεια του οποίου ζητούσαν πολύ οι έγκυες, οι επίτοκες και οι λεχώνες. Αριστερά και δεξιά αυτού, βρίσκεται η Taweret (εικ. 51). Δεν υπάρχει άλλη παράσταση που να έχουμε την εμφάνιση της Taweret δύο φορές συμμετρικά γύρω από μία άλλη θεότητα. Αρκετά ενδιαφέρον είναι ένας σκαραβαίος, που χρονολογείται επί της βασιλείας του Amenhotep III στον οποίο πλέον αποδίδονται πολύ φυσιοκρατικά τα χαρακτηριστικά της Taweret (εικ. 52), η οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση κρατάει το ankh. Ακόμα έχει βρεθεί μία πήλινη μήτρα (εικ. 53) για την κατασκευή φυλακτών της Taweret, η οποία βρέθηκε στη Malqata και χρονολογείται στην 18η δυναστεία (1550-1295 π.Χ). Πέρα από όλες τις απεικονίσεις της θεάς σε φυλακτά, την βλέπουμε και σε τοιχογραφίες. Υπάρχει μία ημιτελής τοιχογραφία από την οροφή του τάφου του Senenmut, αρχιτέκτονα του ναού της Hatshepsut (εικ. 54). Είναι αρκετά σαφές ότι πρόκειται για αστρονομικό ρολόι αποδοσμένο με εξαιρετικό τρόπο. Ο τάφος βρίσκεται στο Deir el Bahri και χρονολογείται στον 15ο αι. Τι ρόλο έπαιζε σε αυτή 17
την παράσταση η Taweret; Δεν μπορεί να δοθεί μία, μοναδική και ξεκάθαρη απάντηση. Ωστόσο, διακρίνεται η Taweret σε μεγαλύτερη κλίμακα από τους υπόλοιπους θεούς που έπονται (Ώρος, Άνουβις κ.ά). Άρα, στην συγκεκριμένη παράσταση θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο καλλιτέχνης θέλει να δείξει την υπεροχή της (Wilkinson, 1983, 31). 2.3 Κρήτη Το πρωιμότερο παράδειγμα του μινωικού κόσμου με παράσταση δαίμονα, είναι ένας σκαραβαίος από τον θολωτό τάφο Β του Πλατάνου (εικ. 55), ο οποίος χρονολογείται, βάση των λοιπών κτερισμάτων του τάφου, στα τέλη της ΠΜΙΙΙ ή τη ΜΜΙΑ ως την ΜΜΙΙ περίοδο (CMS II 1-283). Ο δαίμονας παριστάνεται όρθιος, έχει εξογκωμένη κοιλιά και ένα «έξαρμα» στην πλάτη. Λόγω και του υλικού του, που είναι μία αδιάγνωστη λευκή ύλη, και το σχήμα, δηλαδή ο σκαραβαίος, αλλά και ο ίδιος ο δαίμονας που είναι καθαρά αιγυπτιακής τεχνοτροπίας, σημαίνει ότι πιθανότατα πρόκειται για εισηγμένο σκαραβαίο απευθείας από την Αίγυπτο (1η μεταβατική περίοδος: 2100-2025 π.Χ) (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 296 και Weingarten, 1991, 7). Από τον 19ο-18ο αι και τη ΜΜΙΙ περίοδο, επόμενο παράδειγμα είναι ένα ημικυλινδρικό πλακίδιο- ίσως ένθεμα ξύλινης κυλινδρικής πυξίδας- από όστρεο (τρίτωνα) από το ανάκτορο της Φαιστού, το οποίο φέρει παράσταση τεσσάρων δαιμόνων (εικ. 56). Από αριστερά: χοίρος (;), σκύλος, αίγαγρος, πτηνό. Οι δαίμονες αυτοί βαδίζουν προς τα αριστερά και με το δεξί τους χέρι κρατούν ράβδο. Ίσως συμμετέχουν σε κάποια πομπή θρησκευτικής φύσης. Υπάρχουν ίχνη κυανού χρώματος (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 137 και Nilsson, 1950, 372-373). Στη ΜΜΙΙβ περίοδο ανήκουν δύο σφραγίσματα, από το ανάκτορο της Φαιστού (δωμάτιο 25) (εικ. 57). Το πρώτο είναι ελλιπές αποτύπωμα ωοειδούς σφραγίδας. Ήταν τοποθετημένο σε ξύλινη λαβή και σφράγιζε τη θύρα αποθηκευτικού δωματίου. Παρότι φαίνεται πως έχει καθαρά χρηστικού τύπου ιδιότητα, είναι ξεκάθαρο πως ο δαίμονας κρατάει μόνωτη πρόχου. Ο τρόπος που αποδίδεται το σώμα και το κεφάλι του δαίμονα παραπέμπει στην Taweret των αρχών της 13ης δυναστείας (1800-1750 π.Χ), του Μέσου Βασιλείου, σύμφωνα με όσα γράφηκαν παραπάνω (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 130 και CMS II 5-321). Επίσης, σε ένα κομμάτι πηλού βρέθηκαν επτά αποτυπώματα από χρυσό σφραγιστικό δαχτυλίδι, σε σφράγισμα που ήταν 18
τοποθετημένο στο χείλος πίθου. Ο δαίμονας είναι λεοντοκέφαλος και κρατά μόνωτη πρόχου και σε αυτή την περίπτωση. Κλαδιά και βράχοι υποδηλώνουν υπαίθριο μινωικό τοπίο (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 131 και CMS II 5-322). Από τα πιο διάσημα αντικείμενα με μινωικούς δαίμονες, είναι ο τρίτωνας από οφίτη, που βρέθηκε στα Μάλια, με ανάγλυφη και εγχάρακτη διακόσμηση (εικ. 58). Έχει μήκος 27εκ και πλάτος 12,5εκ. Σε χαμηλό ανάγλυφο υπάρχουν δύο αντωποί μινωικοί δαίμονες με όμοια χαρακτηριστικά που διαφέρουν όμως ως προς το ύψος και τη στάση. Ο δεξιός κρατάει πρόχου (εικ. 59), το περιεχόμενο της οποίας αδειάζει στα ανασηκωμένα χέρια του αριστερού μεγαλύτερου δαίμονα. Ίσως ο αριστερός δαίμονας να είναι η θεότητα και ο δεξιός να προσφέρει σπονδές σε μία τελετή (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 143). Βάση αυτής της σκηνής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι υπήρχαν ανώτερες και κατώτερες τάξεις και ανάμεσα στα φανταστικά μιξογενή όντα. Ο ίδιος ο τρίτωνας είναι σχεδόν απόλυτα βέβαιο ότι πρόκειται για σπονδικό αγγείο (Marinatos, 1993, 199). Στο Ashmolean εκτίθενται δύο ακόμα σφραγίσματα από την Κνωσό (CMS VI 309 και CMS VI 310), ΥΜΙ-ΙΙ περιόδου, στα οποία οι δαίμονες πλέον φέρουν στην πλάτη το όστρακο χελώνας (;) και με αγκάθια πάνω του. Εικονίζονται δύο-δύο αντωποί και ανάμεσά τους υπάρχει πάντα κάτι (εικ. 60). Στην πρώτη περίπτωση κάτι που μοιάζει με πεσσό (;) και στη δεύτερη ένα μεγάλο κλαδί, το οποίο λόγω ύψους ίσως να πρόκειται για σχηματοποιημένο δέντρο και συνεπώς οι σκηνές αυτές να παραπέμπουν στην κιονολατρεία και την δενδρολατρεία αντίστοιχα. Εμφανής είναι ο θρησκευτικός χαρακτήρας στο σφραγιδόλιθο από lapis lacedaemonius της ΥΜΙΙ-ΙΙΙΑ2 περιόδου, από την θέση Πύργο Ψιλόνερου στην Κρήτη (CMS SV 201) (εικ. 61). Στο κέντρο του σφραγιδόλιθου εικονίζεται μία ανδρική μορφή. Ο άνδρας αυτός στέκεται πάνω από κέρατα καθοσιώσεως, αριστερά του ένα φτερωτό ελαφοειδές ον και δεξιά του ένας μινωικός δαίμονας που κρατάει πρόχου. Χαρακτηριστικός είναι ο σφραγιδοκύλινδρος από το Παλαίκαστρο (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 142 και CMS II 3-282), από μελανό στεατίτη, ΥΜΙΙ-ΙΙΙΑ1 περιόδου, ο οποίος φέρει έναν μινωικό δαίμονα ανάμεσα σε δύο γυναικείες μορφές και δύο κιονόσχημα αντικείμενα κατά κάποιον ή φοινικόδεντρα κατά άλλους (εικ. 62). Στοιχεία που παραπέμπουν και πάλι στην κιονολατρεία ή την δενδρολατρεία. Ο ίδιος ο δαίμονας απεικονίζεται σε λατρευτική στάση με τα χέρια λυγισμένα προς το πρόσωπο. Τα 19
φοινικόδεντρα είναι οι αποδέκτες των προσφορών των δαιμόνων προς αυτά και στην περίπτωση του κατόπτρου από το Παγκαλοχώρι Ρεθύμνου (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 144), από θαλαμωτό τάφου ΥΜΙΙΙΑ2 περιόδου . Στη μία όψη οι δαίμονες κρατούν πρόχους (εικ. 63) και στην άλλη όψη υπάρχουν δύο μεγάλοι δαίμονες και ένας μικρότερου μεγέθους στο κέντρο (εικ. 64). Οι δαίμονες αυτοί με τις πρόχους που κρατούν ετοιμάζονται να κάνουν σπονδές προς τον φοίνικα ο οποίος πιθανότατα ήταν η λαβή του κατόπτρου. Έχει σωθεί μόνο η επίστεψη από τα ανώτερα καμπυλωμένα κλαδιά. Σύμφωνα με την Ναννώ Μαρινάτου τα δέντρα δεν ήταν αντικείμενο λατρείας αυτά καθεαυτά, αλλά οι διαμεσολαβητές ανάμεσα στους «ιερείς» και στη λατρευόμενη θεότητα (Marinatos, 1993, 151-152). Δύο τελευταία παραδείγματα, σφραγιδόλιθων με μινωικούς δαίμονες της ΥΜ ΙΙΙΑ1-2 περιόδου είναι από τους τάφους των ευγενών στα Καλύβια και πιο συγκεκριμένα από τον τάφο 9 (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 139α και CMS II 3-112) και τον τάφο 7 (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 139β και CMS II 3-105). Ο σφραγιδόλιθος από τον τάφο 9 είναι από πορτοκαλόχρωμο αχάτη και εικονίζονται δύο μινωικοί δαίμονες με κεφαλή λιονταριού και δέρμα κροκόδειλου στη ράχη (εικ. 65). Έχουν στενή μέση και αρκετά τυποποιημένα κρητομυκηναϊκά χαρακτηριστικά της ΥΜΙΙΙ περιόδου. Ο πεπιεσμένος κυλινδρικός σφραγιδόλιθος από τον τάφο 7 είναι από σάρδιο με έναν μινωικό δαίμονα με κεφαλή ιπποπόταμου που κρατάει αιγοειδές ή ζαρκάδι για θυσία (εικ. 66). Επειδή παρατηρείται σημαντική διαφορά στη απόδοση ανάμεσα στα δύο είδη δαιμόνων, πιθανότερα ο δεξιά αποτελεί ΥΜΙΙΙ αντίγραφο μεσομινωικής παράστασης ή, σύμφωνα και με την άποψη της γράφουσας, μεσομινωικό κειμήλιο.
20
3. Συμπεράσματα Σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια, οι σφίγγες είναι, και βάση της ανατολίτικης και αιγυπτιακής θρησκείας, οι φύλακες των θεοτήτων σύμφωνα με τη Μαρινάτου (Marinatos, 1993, 196). Για να είναι αποτελεσματικοί ως υπηρέτες των θεών, όλα τα μιξογενή όντα, και όχι μόνο οι σφίγγες, οφείλουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να συνδυάζουν και ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Ωστόσο, στη μινωική θρησκεία αγαπήθηκαν περισσότερο οι γρύπες και για αυτό είναι ελάχιστες οι σκηνές στις οποίες συναντώνται οι σφίγγες. Οι δαίμονες, από την άλλη πλευρά, που έχουν την προέλευσή τους, από την αιγυπτιακή θεότητα της Taweret βρίσκονται σε αφθονία όχι μόνο στην Αίγυπτο, αλλά και στην Κρήτη. Οι βασικές λειτουργίες του δαίμονα είναι δύο: να κρατούν αγγείο (πρόχους) ή να κυνηγούν ζώα. Και οι δύο δραστηριότητες αυτές είναι συνδεδεμένες με διάφορα τελετουργικά. Ο «σπονδικός» δαίμονας, μερικές φορές εικονίζεται να συνοδεύει έναν κίονα ή ένα δέντρο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, παρότι η θεότητα δεν είναι παρούσα, ο θρησκευτικός-τελετουργικός χαρακτήρας των παραστάσεων είναι σαφής. Οι μινωικοί δαίμονες είναι ξεκάθαρα αρπακτικά όντα και δεν συνδέονται, σε καμία περίπτωση, με τον τοκετό στην εικονογραφία της Κρήτης. Υιοθετήθηκε η μορφή του δαίμονα και όχι η λειτουργία του. Ωστόσο, πρέπει οι μινωίτες να ήξεραν, όπως γράφηκε και στην αρχή, και τη μεταγενέστερη σύνδεση της θεάς με το υγρό στοιχείο. Σύμφωνα με την Ευγενία Ζουζούλα (Zouzoula, 2007, 40) η θρησκευτική φύση των φανταστικών όντων είναι αδιαμφισβήτητη και, σε μία πρώτη ματιά, ο συμβολισμός τους είναι στενά συνδεδεμένος με τη θρησκευτική και όχι με την κοσμική σφαίρα των πεποιθήσεων, όσο αυτά μπορούν να διαχωριστούν. Οι εικονογραφικές αλλαγές μπορούν να σχετιστούν με αλλαγές στη θρησκεία και στις πρακτικές της κατά τη διάρκεια της εποχής του χαλκού. Ο Νικόλαος Πλάτων συνόψισε τις απόψεις για τους δαίμονες και τα υπερφυσικά όντα του κρητομυκηναϊκού κόσμου (Πλάτων, 1970, 59-68 και Zouzoula, 2007, 4849). Οι δαίμονες είναι οι μεσάζοντες ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Παίρνουν μέρος σε τελετές, και λοιπές πρακτικές, και αντλούν τη δύναμή τους από τους θεούς. Εξέφρασε την γενική δυσκολία στην αναγνώριση των δαιμόνων ως πραγματικών όντων από τους ανθρώπους του Αιγαίου ή εάν αναγνωρίζουν ότι τα όντα αυτά υπάρχουν μόνο στη φαντασία των καλλιτεχνών με σκοπό την εγκαθίδρυση 21
ποικιλίας και μοναδικότητας των προϊόντων τους. Διακρίνονται σε αποτρεπτικά κεφάλια γοργονών, bull-men και δαίμονες, κυνοκέφαλοι και δαίμονες με κεφάλια πουλιών. Επίσης ανέφερε ότι οι γρύπες και οι σφίγγες αντιπροσωπεύουν τις επεκτάσεις των θεϊκών δυνάμεων που συνοδεύουν τους θεούς και τους εκπροσώπους τους (βασιλείς και αρχιερείς) ή συμβολίζουν την παρουσία των θεών. Ο Nilsson (Nilsson, 1950, 341-388 και Zouzoula, 2007, 47-48) μελέτησε την καταγωγή και την παρουσία των φτερωτών όντων στη μινωική και μυκηναϊκή θρησκεία και διατύπωσε την άποψη ότι τα υβριδικά όντα είναι δυνάμεις που προστατεύουν τους ανθρώπους και τα ξεχώρισε από τους μινωικούς δαίμονες, οι οποίοι δεν ήταν θεοί, αλλά υπηρέτες αυτών, ιερείς των τελετουργιών. Η Χαρά Τζαβέλλα-Evjen (Τζαβέλλα-Evjen, 1970, 101 και Zouzoula, 2007, 53) πρότεινε ότι η βασική διαφορά ανάμεσα στην Ανατολή και την Αίγυπτο με τις μινωικές αναπαραστάσεις των πτερωτών όντων είναι ότι οι παραστάσεις της Ανατολής είναι μυθολογικές, ενώ οι μινωικές είναι σκηνές λατρείας. Στο Αιγαίο οι γρύπες και οι σφίγγες εμφανίζονται σα σύμβολα της δύναμης των θεών, ενώ στην Αίγυπτο ενσαρκώνουν τη δύναμη των Φαραώ. Ο Dessene (Dessene 1957 και Zouzoula, 2007, 58) εξέτασε το μοτίβο της σφίγγας στην Αίγυπτο, το Αιγαίο και την Ανατολή και ερμήνευσε το ρόλο της ως την ενσάρκωση του παντοδύναμου φαραώ με θεϊκές ιδιότητες και εντόπισε την εξάπλωσή της στο Αιγαίο διαμέσου της Ανατολής. Ο Bernal (Bernal, 1991, 18-19 και Zouzoula, 2007, 50), τέλος, θεώρησε ότι η σφίγγα είναι μία απευθείας εισαγωγή από την Αίγυπτο και ως ένα ακόμα αποδεικτικό στοιχείο προσπαθεί να συνδέσει τη Θήβα της Βοιωτίας με τις Θήβες (Λούξορ) της Αιγύπτου κατά την ΠΕΙΙΙ περίοδο. Προσπάθησε να δείξει ότι υπήρχε αιγυπτιακή αποικία στην Θήβα εκείνη την περίοδο, επιχείρημα το οποίο στηρίζεται από τους τάφους του Αμφίου και του Ζήθου, την αποξήρανση της λίμνης της Κωπαΐδας και την σχέση της σφίγγας με τον θεό Ήλιο. Όσον αφορά το φύλο των όντων αυτών, η Weingarten (Weingarten, 1991, 16 και Zouzoula, 2007, 165) ισχυρίζεται ότι ο δαίμονας είναι πάντα θηλυκού γένους την περίοδο που εισάγεται από την Αίγυπτο (γεγονός που εξηγεί τα κρεμασμένα στήθη
22
στις πρώιμες απεικονίσεις του), αλλά στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού συνεχίζει ως asexual. Ίσως γίνεται asexual ήδη από την ΜΜΙΙΙ περίοδο και μετά. Ο Baurain (Baurain, 1985, 95-108, 110-111 και Zouzoula, 2007, 165), από την άλλη πλευρά, διατύπωσε την άποψη ότι από τις πράξεις του ο χαρακτήρας του δαίμονα αυτού ταιριάζει καλύτερα στην ανδρική φύση του όντος, ενώ ο Gill (Gill, 1970, 404-406 και Zouzoula, 2007, 165) πίστευε ότι οι δαίμονες είναι θηλυκοί εξαιτίας του άσπρου χρώματος στο δέρμα τους στις πολύ μετέπειτα απεικονίσεις τους στις τοιχογραφίες από τις Μυκήνες και την Πύλο. Συνοψίζοντας όσα ειπώθηκαν στην εργασία αυτή, η σφίγγα τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην Κρήτη έχει καθαρά θρησκευτικές ιδιότητες. Στην Αίγυπτο πρόκειται για την αναπαράσταση του φαραώ στον οποίο αποδίδονται θρησκευτικές και θεϊκές ιδιότητες. Στην Κρήτη εισάγεται και γρήγορα προσαρμόζεται με πρώτη και εμφανέστερη προσθήκη αυτή των φτερών. Εκτός από τα αντικείμενα που δεν είναι καθαρά εισηγμένα, οι σφίγγες εμφανίζονται μόνες τους. Η Taweret στην Αίγυπτο είναι θεότητα της λαϊκής θρησκείας με αποτρεπτικές ιδιότητες, προστάτιδα των εγκύων (και όσων αναφέρθηκαν στην εισαγωγή του κεφαλαίου 2). Υπάρχει ξεκάθαρη η σύνδεσή της με το υγρό στοιχείο (γάλα, νερό). Στην Κρήτη εισάγεται στη ΜΜΙ-ΙΙ περίοδο και γρήγορα μεταμορφώνεται στο μινωικό δαίμονα. Συνηθέστερα έχει κεφάλι λιονταριού, κέλυφος χελώνας στην πλάτη – αργότερα και με αγκάθια – και στις περισσότερες παραστάσεις εικονίζεται να κρατάει πρόχου ή σε σκηνές με δύο αντωπούς δαίμονες με κίονες ή δένδρα ανάμεσά τους. Υπάρχουν και δύο μοναδικοί σφραγιδόλιθοι από την Κνωσό και τα Ζάφερ Πάπουρα. Ο ένας με δαίμονα που κατατροπώνει ελαφοειδές και ο άλλος κουβαλάει ένα ζώο στους ώμους του. Από όλες τις απόψεις που έχουν ειπωθεί, η γράφουσα, τείνει να πιστεύει ότι σίγουρα ενέχουν θρησκευτικό συμβολισμό και κυρίως συναντάμε τους δαίμονες ως ιερείς ή μεσάζοντες ανάμεσα σε θεούς και ανθρώπους. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στη σφραγίδα από τον Πύργο Ψιλόνερου από τα Χανιά.
23
Συντομογραφίες Κ-Α: Καρέτσου Α και Ανδρεαδάκη- Βλαζάκη Μ (επιμ), 2000, Κρήτη- Αίγυπτος: Πολιτισμικοί δεσμοί τριών χιλιετιών, Κατάλογος, Ηράκλειο ΜΜΝΥ: Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης Νέας Υόρκης AJA: American Journal of Archaeology BAR: British Archaeological Report CMS: Corpus der Minoischen und Mykenischen Siegel PMI: Evans A, 1921: The Palace of Minos at Knossos, volume I, London
PMIV: Evans A, 1935: The Palace of Minos at Knossos, volume IV, London
Pyr: Pyramid Texts
Tt: Theban tomb
24
Κατάλογος εικόνων Εικ. 1: Μεγάλη σφίγγα της Γκίζας- 4η δυναστεία (2613-2494 π.Χ) Εικ. 2: Λάρνακα Τανάγρας, τάφος 15 (από το αρχείο της Εύης Τσώτα) Εικ. 3: Λάρνακα Τανάγρας, τάφος 115 (από το αρχείο της Εύης Τσώτα) Εικ. 4: Λάρνακα Τανάγρας, τάφος 15 (από το αρχείο της Εύης Τσώτα) Εικ. 5: Λάρνακα Τανάγρας, τάφος 51 (από το αρχείο της κ. Α. Χασιακού) Εικ. 6: Χάρτης Αιγύπτου (από το αρχείο της κ. Κ. Κολτσίδα) Εικ. 7: Σφίγγα με αφρικανικό κεφάλι από το Armant (Prisse, 2000, p99) Εικ. 8: Καθιστή σφίγγα από Καρνάκ με κεφάλι γερακιού (Prisse, 2000, p99) Εικ. 9: Όρθια σφίγγα από Κομόμπο με κεφάλι γερακιού (Prisse, 2000, p99) Εικ. 10: Σφίγγα με το όνομα της Hatshepsut (Prisse, 2000, p99) Εικ. 11: Σφίγγα από αγγείο του Seti I (1294-1279 π.Χ) (Prisse, 2000, p99) Εικ. 12: Σφίγγες Amenhotep III από τον τάφο του Kha’emhet (Prisse, 2000, p99) Εικ. 13: Σφίγγα 26ης δυναστείας (664-225π.Χ) από το Καρνάκ (Prisse, 2000, p99) Εικ. 14: Σφίγγα που αναπαριστά τον Hekau (Prisse, 2000, p99) Εικ. 15: Κεφαλή σφίγγας του Djedefra- 4η δυναστεία (Μουσείο Λούβρου) Εικ. 16: Φυλαχτό από αμέθυστο με μορφή σφίγγας-11η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 17: Ειδώλιο σφίγγας από ξύλο. Θήβες- 11η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 18: Μεγάλη σφίγγα του Tanis, Ναός Άμμωνα στο Tanis (Μουσείο Λούβρου) Εικ. 19: Σφραγίδα από στεατίτη σε μορφή σφίγγας. 12η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 20: Κεφάλι σφίγγας του φαραώ Amenemhat I- 12η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 21: Σφίγγα του Senwosret III- 12η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 22: Σφραγίδα από στεατίτη με θέμα τη σφίγγα- 12η δυναστεία (ΜΜΝΥ) 25
Εικ. 23: Hatshepsut- Deir el Bahri. Γρανίτης. 18η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 24: Hatshepsut- Deir el Bahri. Ασβεστόλιθος. 18η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 25: Hatshepsut- Deir el Bahri. Γρανίτης. 18η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 26: Ασβεστολιθική στήλη της Hatshepsut- Deir el Bahri, 18η δυναστεία (Μουσείο Fitzwilliam) Εικ. 27: Thutmose III- 18η δυναστεία- πλακίδια από κορναλίνη (ΜΜΝΥ) Εικ. 28: Thutmose III- 18η δυναστεία- πλακίδιο από στεατίτη (ΜΜΝΥ) Εικ. 29: Thutmose III- 18η δυναστεία- πλακίδιο (ΜΜΝΥ) Εικ. 30: Άγαλμα σφίγγας του Thutmose III από χαλαζίτη- 18η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 31: Thutmose IV- 18η δυναστεία. Ξύλο. Παράσταση σφίγγας (ΜΜΝΥ) Εικ. 32: Σφίγγα από φαγεντιανή του Amenhotep III, Θήβες (ΜΜΝΥ) Εικ. 33: Άγαλμα από ροζ γρανίτη του Amenhotep II (Μουσείο του Torino) Εικ. 34: Τοιχογραφία από τον τάφο του Nebamun και της Ipuky, 1380π.Χ, Θήβες (Wilkinson, 1983, σελ 37) Εικ. 35: Σφίγγα από αγγείο, Μάλια, Κτήριο D, ΜΜΙΙ (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 33) Εικ. 36: Κύπελλο με επίθετη διακόσμηση γάτας, Μάλια, Κτήριο D, ΜΜΙΙ (ΚΑ,2000, Αρ Κατ 31) Εικ. 37: Σφίγγα, σφραγίδα από ίασπη, Αρχάνες (CMS VI 128) Εικ. 38: ένθεμα σε μορφή σφίγγας, Μάλια, ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 145) Εικ. 39: Σφραγιδόλιθος από αχάτη, Αγ. Τριάδα, ΥΜΙΙ-ΙΙΙΑ1 (CMS II 3-146) Εικ. 40: Σφραγιδόλιθος από σχιστόλιθο, Μόχλος, ΥΜΙΙΙΑ1 (CMS VS3 352) Εικ. 41: Σκαραβαίος 25ης δυναστείας από Ελεύθερνα (8ος-7ος αι π. Χ) (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 352) Εικ. 42: Πάπυρος Ανχάι, Βιβλίο των Νεκρών, κεφάλαιο 186
26
Εικ. 43: Taweret ως Hathor μπροστά στη Mut, 18η δυναστεία (ΜΜΝΥ) Εικ. 44: Πινακίδα γραμμικής β’ από την Κνωσό (Db 1105), YMIIIA (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 254) Εικ. 45: 3 φυλαχτά της Taweret από ελεφαντόδοντο (ΜΜΝΥ) Εικ. 46: Ειδώλιο από φαγεντιανή, Μασταμπάς του Senwosret, el Lisht (MMNY) Εικ. 47: Φυλαχτά από φαγεντιανή, παλάτι Amenhotep III, Malqata (MMNY) Εικ. 48: Φυλαχτό από κορναλίνη, παλάτι Amenhotep III, Malqata (MMNY) Εικ. 49: Φυλαχτό από σχιστόλιθο, παλάτι Amenhotep III, Malqata (MMNY) Εικ. 50: Φυλαχτό από lapis lazuli, 18η δυναστεία (ΜΝΝΥ) Εικ. 51: Χρυσό περίαπτο με τον Bes και δύο Taweret (MMNY) Εικ. 52: Σκαραβαίος Amenhotep III, Malqata (MMNY) Εικ. 53: Πήλινη μήτρα για κατασκευή φυλακτών της Taweret, Malqata (MMNY) Εικ. 54: Τοιχογραφία από οροφή τάφου του Senenmut, 15ος αι π. Χ, Deir el Bahri (Wilkinson, 1983, σελ 31) Εικ. 55: Σκαραβαίος από θολωτό τάφο Β του Πλατάνου, ΠΜΙΙΙ/ΜΜΙΑ-ΜΜΙΙ (CMS II 1-283) Εικ. 56: Πλακίδιο από τρίτωνα με δαίμονες. Φαιστός, 19ος-18ος αι π. Χ (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 137) Εικ. 57: Σφραγίσματα από δωμάτιο 25 του ανακτόρου της Φαιστού, ΜΜΙΙΒ (Κ-Α, 2000, σελ 155) Εικ. 58: Τρίτωνας από οφίτη, Μάλια, ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 143) Εικ. 59: Σχέδιο της ανάγλυφης παράστασης δαιμόνων από τρίτωνα, ΜΜΙΙΙ-ΥΜΙ, Μάλια (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 143) Εικ. 60: Σφραγίσματα από Κνωσό ΥΜΙ-ΙΙ (CMS VI 309-310)
27
Εικ. 61: Σφραγιδόλιθος από lapis lacedaemonius, YMII-IIIA2, Πύργος Ψιλόνερου (CMS SV 201) Εικ. 62: Σφραγιδοκύλινδρος από μελανό στεατίτη, Παλαίκαστρο, ΥΜΙΙΙΑ1 (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 142) Εικ. 63: Κάτοπτρο από θαλαμωτό τάφο Παγκαλοχωρίου Ρεθύμνου, ΥΜΙΙΙΑ2 (ΚΑ, 2000, Αρ Κατ 144) – όψη 1 Εικ. 64: Κάτοπτρο από θαλαμωτό τάφο Παγκαλοχωρίου Ρεθύμνου, ΥΜΙΙΙΑ2 (ΚΑ, 2000, Αρ Κατ 144) – όψη 2 Εικ. 65: Σφραγιδόλιθος από πορτοκαλόχρωμο αχάτη, τάφος 9, Καλύβια, ΥΜΙΙΙΑ1 (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 139α) Εικ. 66: Σφραγιδόλιθος από σάρδιο, τάφος 7, Καλύβια, ΥΜΙΙΙΑ2 (Κ-Α, 2000, Αρ Κατ 139β)
28
Εικόνες
(εικ.1)
(εικ.2)
(Εικ. 3) 29
(εικ.4)
(Εικ. 5)
30
(Εικ. 6)
(Εικ. 7) 31
(Εικ. 8)
(Εικ. 9)
(Εικ. 10)
32
(Εικ. 11)
(Εικ. 12)
(Εικ. 13)
33
(Εικ. 14)
(Εικ. 15)
(Εικ. 16) 34
(Εικ. 17)
(Εικ. 18)
(Εικ. 19)
35
(Εικ. 20)
(Εικ. 21)
(Εικ. 22) 36
(Εικ. 23)
(Εικ. 24)
(Εικ. 25) 37
(Εικ. 26)
(Εικ. 27)
(Εικ. 28)
38
(Εικ. 29)
(Εικ. 30)
(Εικ. 31)
39
(Εικ. 32)
(Εικ. 33)
40
(Εικ. 34)
(Εικ. 35)
(Εικ. 36)
41
(Εικ. 37)
(Εικ. 38)
(Εικ. 39) 42
(Εικ. 40)
(Εικ. 41)
43
(Εικ. 42)
(Εικ. 43)
(Εικ. 44) 44
(Εικ. 45)
(Εικ. 46)
(Εικ. 47) 45
(Εικ. 48)
(Εικ. 49)
(Εικ. 50)
46
(Εικ. 51)
(Εικ. 52)
(Εικ. 53)
47
(Εικ. 54)
(Εικ. 55)
(Εικ. 56) 48
(Εικ. 57)
(Εικ. 58)
(Εικ. 59)
49
(Εικ. 60)
(Εικ. 61)
(Εικ. 62)
50
(Εικ. 63)
(Εικ. 64)
51
(Εικ. 65)
(Εικ. 66)
52
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Baurain C, 1985: “Pour une autre interpretation des jennies minoens”, Iconographie Minoenne, 95-118
Bernal M, 1991: Black Athena. The Afro-Asiatic Roots of Classical Civilization II: The Archaeological and Documentary Evidence, New Jersey
Cline E.H, 1994: Sailing the Wine Dark Sea: International Trade and the Late Bronze Age Aegean, BAR IS 591, Oxford
Dessene A, 1957: Le Sphinx: Etudes Iconographique des Origines a la Fin du Second Millenaire. Paris
Evans A, 1921: The Palace of Minos at Knossos, volume I, London
Evans A, 1935: The Palace of Minos at Knossos, volume IV, London
Gill M.A, 1970: “Apropos the Minoan Genius”, AJA 74 (4), 404-406
Καρέτσου Α και Ανδρεαδάκη- Βλαζάκη Μ (επιμ), 2000, Κρήτη- Αίγυπτος: Πολιτισμικοί δεσμοί τριών χιλιετιών, Κατάλογος, Ηράκλειο
Koltsida Α, 2006: Birth-Bed, Sitting Place, Erotic Corner or Domestic Altar? A Study of the So-Called "Elevated-Bed" in Deir el-Medina Houses, Studien zur Altägyptischen Kultur, Bd. 35, σελ 165-174
Lurker M, 1986: The Gods and Symbols of Ancient Egypt, German Democratic Republic
Marinatos N, 1993: Minoan Religion: Ritual, Image and Symbol, Columbia
Nilsson M, 1950: Minoan-Mycenaean Religion and its Survival in Greek Religion, Lund
Pinch G, 1994: Magic in Ancient Egypt, London
Πλάτων Ν, 1970: Κρητομυκηναϊκή Θρησκεία, Θεσσαλονίκη
Prise d’ Avennes E, 2000: Atlas of Egyptian Art, Egypt
Shaw I and Nicholson P, 2003: The British Museum: Dictionary of Ancient Egypt, Barcelona
Τζαβέλλα-Evjen Χ, 1970: Τα Πτερωτά Όντα της Προϊστορικής Εποχής του Αιγαίου, Αθήναι
Weingarten J, 1991: The Transformation of Egyptian Taweret into Minoan Genius: A Study in Cultural Transmission in the Middle Bronze Age, SIMA volume LXXXVIII, Partille
53
Wilkinson C. K, 1983: Egyptian Wall Paintings. The Metropolitan Museum of Art’s Collection of Facsimiles, New York
Wilkinson R, 2003: The Complete Gods and Goddesses of Ancient Egypt, New York
Younger J.G, 1988: The Iconography of Late Minoan and Mycenaean Sealstones and Finger Rings, Bristol
Zouzoula E, 2007: The Fantastic Creatures of Bronze Age Crete, Nottingham
54