ΑΣ ΠΛΕΞΟΥΜΕ ΕΝ ΑΚΑΛΑΘΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Page 1

ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

2οσ Διαγωνιςμόσ ΢υγγραφήσ παραμυθιού «Ασ πλέξουμε ένα καλϊθι παραμύθια!»




ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ, Τπεύθυνη Πολιτιςτικών θεμϊτων diktyoparamythia.blogspot.gr ΢ΦΕΔΙΑ΢ΜΟ΢ – ΔΙΟΡΘΩ΢ΕΙ΢ -ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΢ΕΛΙΔΟΠΟΙΗ΢Η: ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ storytellerdome.blogspot.gr ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΥΗ΢Η: ΑΓΓΕΛΟΤ ΢ΩΣΗΡΗ΢ ΓΙΑ ΣΟ ΠΑΡΑΜΤΘΙ «Σο κουβϊρι τησ ζωήσ» ΕΚΔΟ΢ΕΙ΢: ΔΙΕΤΘΤΝ΢Η ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ΢ ΕΚΠΑΙΔΕΤ΢Η΢ ΔΤΣΙΚΗ΢ ΘΕ΢΢ΑΛΟΝΙΚΗ΢

E-mail: politismos@dipe-v-thess.thess.sch.gr, mizki4@yahoo.gr

ISBN:


Γερακίνα Ζαφειρίου

2οσ Διαγωνιςμόσ ΢υγγραφήσ Παραμυθιού


Μια φορϊ κι έναν καιρό ήταν η Ζωή. Η Ζωή αγαπούςε το ροζ χρώμα, τισ τςιχλόφουςκεσ και τον Πίπη. Σο κίτρινο αςχημόπαπό τησ, που μια μέρα του φόρεςε ένα αςτείο παπιγιόν κι έγινε ομορφόπαπο. Μα πιο πολύ απ’ όλα η Ζωή αγαπούςε τα παραμύθια. Ειδικϊ τα παραμύθια του ΢αββϊτου που έβγαιναν κατευθείαν από το ςτόμα τησ γιαγιϊσ παςπαλιςμένα με μπόλικη αγϊπη. Όμωσ, ασ πϊρουμε τα πρϊγματα από την αρχή. Η Ζωή έμενε μαζί με τουσ γονείσ τησ ς’ ένα ςπίτι, που ήταν μέςα ςε μια πόλη, που ήταν μέςα ςε μια χώρα, κϊπου ςτον κόςμο. Κϊθε μέρα πήγαινε ςτο ςχολείο και κϊθε ΢αββατοκύριακο ςτο ςπίτι τησ γιαγιϊσ.


-Λυπϊμαι Ζωή μου μα… που και που πρέπει κι εμείσ να το ρίξουμε λίγο έξω, έλεγε η μαμϊ. Η Ζωή δεν καταλϊβαινε τι ήταν αυτό που έριχναν κϊθε ΢ϊββατο έξω, μα δεν την ένοιαζε κιόλασ. Όχι μόνο δε λυπόταν, αλλϊ τα γαλϊζια ματϊκια τησ ϊςτραφταν από χαρϊ. Η γιαγιά από τθν άλλθ, ζμενε ς’ ζνα ςπίτι που ιταν μζςα ςτο δάςοσ, που ιταν μζςα ςε μια κοιλάδα, κάπου μζςα ςτον κόςμο. Και ιταν 1000 χρονών. Έτςι τθσ είχε πει, όταν θ μικρι τθ ρώτθςε πόςα κεράκια κα βάλει πάνω ςτθν τοφρτα τθσ. Γιατί εκείνο το Σάββατο θ γιαγιά είχε γενζκλια και κα τα γιόρταηαν οι τρεισ τουσ. Η μικρι Ζωι, θ μεγάλθ Ζωι κι ο Μαυροφλθσ. Ένασ γάτοσ πειναλζοσ. Ένασ γάτοσ υπναράσ. Το μόνο που ζκανε όλθ μζρα ιταν να νιαουρίηει, να γλείφεται και να ροχαλίηει. Μα το καλφτερο απ’ όλα ιταν πωσ αυτι τθ φορά δεν κα ζμενε μονάχα το Σαββατοκφριακο εκεί, αλλά για τζςςερισ ολόκλθρεσ μζρεσ!


Ήταν ήδη μεςημέρι όταν ςταμϊτηςε η ςακαρϊκα του μπαμπϊ έξω απ’ το ςπίτι κι έμοιαζε λαχανιαςμένη από τον τόςο δρόμο που περπϊτηςε κι απ’ το τόςο βουνό που ςκαρφϊλωςε. Η γιαγιϊ ϊνοιξε την πόρτα και προτού προλϊβει να χαιρετήςει τουσ υπόλοιπουσ, η Ζωή όρμηξε ςτην αγκαλιϊ τησ και παραλίγο να την ξαπλώςει κϊτω. Σο τραπέζι ήταν ςτρωμένο και το φαγητό ςτα πιϊτα. Μετϊ το γεύμα είχε ςειρϊ το γλυκό και τι γλυκό!

Μια τούρτα με χίλια κερϊκια! Μέχρι και ο Μαυρούλησ ςκιϊχτηκε από την απότομη λϊμψη που πλημμύριςε το δωμϊτιο μόλισ ϊναψαν τα κεριϊ.


Σο δίχωσ ϊλλο όμωσ, η ωραιότερη ςτιγμή τησ ημέρασ ερχόταν πϊντα το βρϊδυ. Έτςι και εκείνο το ΢ϊββατο. Μόλισ ο ήλιοσ ξϊπλωςε κουραςμένοσ πίςω απ’ το βουνό κι έδωςε τη θέςη του ςτο φεγγϊρι και τ’ αςτέρια, η μικρή Ζωή πήρε το ςκαμνϊκι τησ και βολεύτηκε δίπλα ςτην παλιϊ πολυθρόνα τησ γιαγιϊσ. Εκείνη την πρϊςινη πολυθρόνα, που ςτο δεξί τησ μπρϊτςο είχε χαθεί το χρώμα απ’ τα χρόνια. Μα κϊποτε είχε αναλϊβει μόνη τησ η Ζωή να τη φρεςκϊρει λιγϊκι. Πήρε λοιπόν το πιο ζωηρό πρϊςινο μαρκαδόρο που βρήκε και την έκανε ςαν καινούρια! Μα ούτε και τότε η γιαγιϊ την είχε μαλώςει.


Η γιαγιϊ Ζωή είχε ένα ολοςτρόγγυλο πρόςωπο με δυο κόκκινα μαγουλϊκια και κϊτι μεγϊλα μϊτια. Μϊτια ςαν ολόχρυςουσ ήλιουσ που ακτινοβολούςαν αγϊπη και ζέςταιναν την καρδούλα τησ μικρήσ. Είχε και μια χοντρή κοιλιϊ. ΢ίγουρα για να ςτηρίζει τα χέρια τησ όταν έπλεκε με εκείνεσ τισ τερϊςτιεσ βελόνεσ. Σο βρϊδυ λοιπόν, η γιαγιϊ έπαιρνε τισ βελόνεσ τησ, έπαιρνε και το καλϊθι με τισ κλωςτέσ και καθόταν δίπλα ςτο τζϊκι. Κι όπωσ ϊρχιζε να ξετυλίγει το κουβϊρι για να πλέξει, έτςι ξεδιπλώνονταν ςιγϊ ςιγϊ και τα πιο όμορφα παραμύθια από το ςτόμα τησ. Ο Μαυρούλησ τρύπωνε κι αυτόσ ανϊμεςα ςτα πόδια τησ και γουργούριζε από ικανοποίηςη ςε κϊθε χϊδι από το απαλό χερϊκι τησ Ζωήσ. Εκείνη λοιπόν τη χειμωνιϊτικη νύχτα, η γιαγιϊ έβγαλε απ’ το καλϊθι τησ το τελευταίο κουβϊρι. Ένα πανέμορφο, πολύχρωμο κουβϊρι με μπόλικο ροζ.


-Αυτό θα γίνει ένα ζεςτό καςκόλ για εςένα Ζωή μου. Θα το φορϊσ και θα με θυμϊςαι.


Κι έπειτα ϊρχιςε να λέει το παραμύθι τησ. «Τπϊρχει μια χώρα όχι πολύ μακριϊ από εδώ, όπου όλα είναι ϊςπρα. Σα ςπίτια είναι φτιαγμένα από ϊχνη ζϊχαρη, ςτα ποτϊμια κυλϊει γϊλα αντί για νερό, τα δέντρα μοιϊζουν χιονιςμένα και ςτον ουρανό πετούν μόνο γλϊροι. Αυτή είναι η ςυννεφοχώρα. Αν κοιτϊξεισ ψηλϊ ίςωσ καταφέρεισ να τη δεισ. Εκεί λοιπόν κατοικούν όλοι οι παππούδεσ. Μϊλλον όχι όλοι. Μόνο αυτοί που έχουν ϊςπρα μαλλιϊ. Γι΄ αυτό κι αν κοιτϊξεισ ποτέ δεν ξεχωρίζεισ ςπίτια, δέντρα ή ανθρώπουσ. Μα πώσ ϊραγε βρέθηκαν όλοι εκεί; θα ρωτήςεισ. Αυτό είναι ένα μυςτικό που ήρθε η ώρα να το μϊθεισ μικρή μου. ΢αν φτϊςει η ςτιγμή για το ταξίδι των παππούδων, κατεβαίνει ςτη γη ένασ ϊγγελοσ και τουσ χαρίζει τα φτερϊ του. Έτςι κι αυτοί πετούν ψηλϊ και φτϊνουν ςτη ΢υννεφοχώρα. Από εκεί πϊνω βλέπουν πϊντα τουσ αγαπημένουσ τουσ και τουσ προςέχουν. ΢υχνϊ μϊλιςτα τρυπώνουν ςτα όνειρϊ τουσ και διηγούνται τισ περιπέτειέσ τουσ.»


Πριν προλϊβει όμωσ η γιαγιϊ να τελειώςει το παραμύθι τησ, τα μϊτια τησ Ζωήσ είχαν ςφαλίςει και το κεφαλϊκι τησ βρήκε για μαξιλϊρι τα γόνατα τησ γιαγιϊσ. Μοναχϊ ο Μαυρούλησ δεν έλεγε να κοιμηθεί. Περίμενε πρώτα να ξαπλώςουν όλοι κι έπειτα περπατώντασ ςτα νύχια των ποδιών, ϊρχιςε να ξηλώνει με μανία το μιςοτελειωμένο καςκόλ. Μϊλιςτα. Ο γνωςτόσ νυςταλέοσ Μαυρούλησ, που εκείνη τη νύχτα δεν του κολλούςε ύπνοσ. Κι αυτή η ιςτορία ςυνεχίςτηκε και το επόμενο βρϊδυ. Μόλισ ϊκουγε την ανϊςα τησ γιαγιϊσ να ημερεύει, έτρεχε γρήγορα να χαλϊςει το καςκόλ. Πέραςαν έτςι και μία και δύο μα και τρεισ νύχτεσ, ώςπου ςτο τέλοσ δεν ϊντεξε ϊυπνοσ και αποκοιμήθηκε πλϊι ςτο τζϊκι πριν καλϊ καλϊ τελειώςει το παραμύθι.


Όταν πια ξημέρωςε και ϊνοιξε τα μϊτια τησ η μικρή Ζωή, βρήκε δίπλα ςτο μαξιλϊρι τησ ακουμπιςμένο ένα πολύχρωμο καςκόλ. Έτρεξε γρήγορα ςτην κουζίνα για να ευχαριςτήςει τη γιαγιϊ. Μα…δεν ήταν εκεί. Κοίταξε ςτο δωμϊτιό τησ. Μα …δεν ήταν ούτε εκεί. Σα μϊτια τησ είχαν αρχίςει να γεμίζουν δϊκρυα, όταν ένιωςε τον Μαυρούλη να τραβϊει με δύναμη το πόδι τησ. Φωρίσ να το πολυςκεφτεί τον ακολούθηςε. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε ςτην αυλή. Κϊτι αμυγδαλιέσ είχαν ανθίςει και αχνομύριζαν. Έμοιαζε ϊνοιξη. Ακόμη και ο ήλιοσ έπαιζε κρυφτό με τα ςύννεφα. Σότε κοίταξε ψηλϊ και την είδε. Ήταν η γιαγιϊ τησ. Η δική τησ γιαγιϊ. Πϊνω ς’ ένα ολόλευκο ςύννεφο. Σησ χαμογελούςε και τησ έκλειςε το μϊτι.



Γεώργιοσ Φατζίκοσ

2οσ Διαγωνιςμόσ ΢υγγραφήσ Παραμυθιού


Μια φορά κι έναν καιρό πριν πολλά χρόνια σε μια μακρινή όμορφη χώρα υπήρχε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που ζούσαν ευτυχισμένοι μέσα σε ένα μεγάλο παλάτι. Οι κάτοικοι της χώρας ήταν εργατικοί, χαρούμενοι και χαμογελαστοί. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα είχαν ένα γιο. Όλοι σ’ αυτήν τη χώρα χαμογελούσαν, ενώ ο γιος τους ήταν σκυθρωπός, έμοιαζε να είναι στενοχωρημένος και δε γελούσε όσες προσπάθειες και να έκαναν οι γονείς του. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα έκαναν πολλές προσπάθειες να κάνουν τον γλυκό τους πρίγκιπα να διασκεδάσει, να γελάσει και να δουν επιτέλους το χαμόγελο να ζωγραφίζεται στα χείλη του. Παρόλη τη στεναχώρια τους και την προσπάθεια που έκαναν οι γονείς του, τελικά πήραν την απόφαση ότι το παιδί τους δεν πρόκειται να ευτυχίσει και να δείχνει χαρούμενο. Τα χρόνια περνούσαν, το πριγκιπόπουλο μεγάλωσε, άντρας σωστός, έγινε εργατικός, φιλότιμος, καλοσυνάτος και βοηθούσε όσους είχαν ανάγκη. Οι κάτοικοι της χώρας τον λάτρευαν και είχαν να πουν μόνο καλά λόγια για τον πρίγκιπα τους. Στενοχωριούνταν και οι κάτοικοι της χώρας αυτής, που ο πρίγκιπας τους, ενώ ήταν τόσο καλός, έδειχνε στενοχωρημένος και κατσούφης.


Μια μέρα ο πρίγκιπας, άντρας πια, ανέβηκε στο άσπρο καμαρωτό άλογο του και πήγε να επιθεωρήσει τα χωράφια του βασιλιά και να δει τους εργάτες που δούλευαν σ’ αυτά και να τους καλημερίσει. Όλο το πρωί γυρνούσε στα χωράφια, έφτασε το μεσημέρι, ο ήλιος καυτός, κάθε ζώο ήταν κρυμμένο στον ίσκιο του δάσους. Δίψασε και θυμήθηκε πως εκεί κοντά υπάρχει μια πηγή με δροσερό και γάργαρο νερό. Οδηγεί το άλογό του να τον πάει στην πηγή να ξεδιψάσει, ο πιστός και καλός του φίλος, αλλά και ο ίδιος που ήταν κουρασμένος και ταλαιπωρημένος από τον καυτό ήλιο. Όσο πλησίαζε προς την πηγή άκουγε το γάργαρο νερό να κυλάει μέσα στο δάσος και η επιθυμία του να φτάσει στην πηγή όλο και μεγάλωνε όσο μεγάλωνε κι η δίψα του.


Φτάνοντας στην πηγή κατεβαίνει γρήγορα-γρήγορα στο μέρος που έβγαινε το νερό και βρίσκεται μπροστά σε μια απρόσμενη και αναπάντεχη έκπληξη. Μία όμορφη και χαμογελαστή κοπέλα του φωνάζει και του προσφέρει ένα κύπελλο νερό. Ο πρίγκιπας σαστισμένος από αυτή τη συνάντηση, ρώτησε την κοπέλα τι κάνει μόνη της μέσα στο δάσος. Εκείνη του απάντησε ότι ζήλεψαν οι νεράιδες του δάσους την ομορφιά της όταν ήταν ακόμα μικρή και την καταδίκασαν να είναι από το πρωί μέχρι το βράδυ στην πηγή και να δίνει νερό σε κάθε περαστικό διαβάτη. Ο πρίγκιπας όμως βλέποντας την κοπέλα τη ρώτησε ποιο είναι το όνομά της. Εκείνη του απάντησε ότι είναι η κόρη του άρχοντα της διπλανής χώρας και το όνομά της είναι Ηλιοστάλαχτη.



Ο πρίγκιπας συστήθηκε στην Ηλιοστάλαχτη και δέχτηκε το νερό που του πρόσφερε. Την ώρα που έπαιρνε το κύπελλο από τα χέρια της, πρόσεξε το πόσο όμορφη είναι, που θα έκανε ακόμη και τον ήλιο να κοκκινίσει από θαυμασμό για τη λάμψη της ομορφιάς της, αλλά και το υπέροχο χαμόγελό της που ήταν όμοιο με τη χαρά και την ξεγνοιασιά μικρού παιδιού. Η ομορφιά, το χαμόγελο, η καλοσύνη της μάγεψαν τον πρίγκιπα. Ο ιδρώτας πλέον που έτρεχε από το μέτωπο του ήταν ιδρώτας αγάπης και ενδιαφέροντος για την όμορφη Ηλιοστάλαχτη και όχι ιδρώτας της ζέστης του καλοκαιριού. Το χαμόγελο για πρώτη φορά εμφανίστηκε στα χείλη του, όπως ο ήλιος, όταν βγαίνει την ανατολή πίσω από τα ψηλά βουνά και η χαρά πλημμύρισε όλη την ύπαρξη του σαν το ποτάμι που ξεχύνεται μέσα στην πεδιάδα και δροσίζει την άνυδρη καλοκαιρινή γη και δίνει νερό σε κάθε τι ζωντανό που ζει μέσα της. Έκατσε λοιπόν μαζί της. Ζήτησε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτήν και πως μπορεί να την απαλλάξει από την «καταδίκη» της. Δεν μπορούσε να αντέξει πως μια τόσο όμορφη κοπέλα σαν αυτή να βρίσκεται κάθε μέρα μέσα στο δάσος, να κινδυνεύει κάθε στιγμή, να είναι μόνη της και να σκέφτεται τι χάνει κάθε μέρα μακριά από τον κόσμο. Να μαραζώνει σαν το λουλούδι που ενώ είναι δίπλα στην πηγή, οι ρίζες του δε φτάνουν μέχρι το νερό για να ανθίσει και να μεγαλώσει.



Η Ηλιοστάλαχτη είπε στον πρίγκιπα πως μόνο οι τρεις νεράιδες του δάσους που την καταδίκασαν, μόνο εκείνες μπορούν να την αφήσουν ελεύθερη να ζήσει ξέγνοιαστα τη ζωή της μακριά από τη σκλαβιά της πηγής, να ζήσει το χρόνο σε κάθε στιγμή του, να γευτεί το ποτήρι της ζωής και της ευτυχίας, το χαμόγελό της να γίνει ηλιόλουστο και όχι συννεφιασμένο, να ονειρευτεί την αγάπη όπως δεν της χαρίστηκε μέχρι τώρα, να ξανακερδίσει ο άγγελός της τα φτερά που έχει χάσει από τη ρουτίνα της ζωής της, να δει τον ήλιο να ανατέλλει στα βάθη της ψυχής της. Τότε λοιπόν ο πρίγκιπας σηκώνεται όρθιος και σαν πάνοπλος στρατιώτης ετοιμάζεται να βοηθήσει την Ηλιοστάλαχτη και είναι διατεθειμένος να κάνει ότι χρειαστεί για να τη βοηθήσει και να μπορέσει να της πει έπειτα ότι την αγάπησε και θέλει να την κάνει βασίλισσα του παλατιού του, την πρώτη κυρία που θα υποκλίνονται όλοι οι κάτοικοι της χώρας του και θα έρθει το χαμόγελο στα χείλη και στην καρδιά του επιτέλους. Της λέει ότι θα πάει να βρει τις τρεις νεράιδες του δάσους, να τις παρακαλέσει και να «πληρώσει», ότι αντάλλαγμα θέλουν για να σπάσει τα δεσμά της «καταδίκης» της που η απαράμιλλη ομορφιά της την στερεί τη ζωή. Φεύγει τότε σαν τον άνεμο και χάνεται μέσα στο πυκνό δάσος δίνοντας υπόσχεση στην όμορφη νεράιδα της πηγής ότι θα γυρίσει σύντομα κοντά της απαλλαγμένη από την τιμωρία της και ότι θα την πάρει να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους μαζί.



Παίρνει μαζί του το χαμόγελό της, την εικόνα του προσώπου της και την υπόσχεση, ότι θα τον περιμένει όσο και αν χρειαστεί. Πάει για να ψάξει τις τρεις νεράιδες του δάσους. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει μέσα στο δάσος, φωνάζει τις νεράιδες να φανερωθούν μπροστά του, να τις μιλήσει, να τις παρακαλέσει να απαλλάξουν την όμορφη Ηλιοστάλακτη του. Κάποια στιγμή κουρασμένος από όλη την προσπάθεια πέφτει στις ρίζες ενός δέντρου για να κοιμηθεί. Όταν ξυπνάει, βλέπει από πάνω του τις τρεις νεράιδες με τα ολόχρυσα ρούχα τους και την λάμψη τους να αιωρούνται πάνω από τη γη. Ξαφνιασμένος από την παρουσία τους, καταλαβαίνει, ότι είναι οι νεράιδες που έψαχνε. Σηκώνεται όρθιος χωρίς φόβο και τις λέει πως είναι ο πρίγκιπας της χώρας αυτής και ότι αυτός είναι που τις καλούσε να φανερωθούν. Οι νεράιδες τον ρωτούν τι θέλει από αυτές, που τις φωνάζει, εδώ και ώρες μέσα στο δάσος. Εκείνος τις ζητά ευγενικά και τις εξηγεί, πόσο άδικο είναι αυτό που κάνουν στην όμορφη Ηλιοστάλακτη και πως είναι καιρός να ξεπεράσουν τη ζήλεια τους για την ομορφιά της, την τιμωρία που της έχουν επιβάλλει και ότι είναι πρόθυμος να κάνει οτιδήποτε για να την απαλλάξει από αυτήν την τιμωρία.



Οι νεράιδες, αφού άκουσαν τον πρίγκιπα, μίλησαν μεταξύ τους στην νεραϊδόγλωσσα τους και αποφάσισαν να ελευθερώσουν την όμορφη Ηλιοστάλακτη με έναν όρο. Ο όρος ήταν να πάει ο πρίγκιπας στο απέναντι κακοτράχαλο βουνό, ψηλά στην κορυφή και να τις φέρει από ένα μπλε σπάνιο λουλούδι που φυτρώνει μόνο εκεί ψηλά. Τα λουλούδια αυτά ήταν τόσο όμορφα και μοναδικά σε όλο τον κόσμο, που τα φυλούσε ένας δράκος, που ζούσε μόνος του εκεί ψηλά μέσα στην σπηλιά του, μόνος του, αποκομμένος από τον κόσμο μέσα στην πλήξη του και το μόνο που έκανε, ήταν να φυλάει, όπως του όρισαν οι Θεοί των δράκων τα μπλε σπάνια και όμορφα λουλούδια. Ο πρίγκιπας χωρίς να δειλιάσει ούτε μια στιγμή, ανεβαίνει πάνω στο άλογό του, φεύγει για το βουνό του δράκου για να εκπληρώσει την επιθυμία των νεραϊδών. Έπειτα από πολλές ώρες και πολλές δυσκολίες φτάνει στο βουνό και ανεβαίνει στην κορυφή. Από μακριά βλέπει τον δράκο μπροστά στην σπηλιά να φυλάει τα όμορφα λουλούδια. Να πλησιάσει τον δράκο και να τον κόψει με το κοφτερό σπαθί του είναι αδύνατο, γιατί ο δράκος θα τον σκοτώσει. Έτσι δεν του μένει, από το να σκεφτεί να ξεγελάσει τον δράκο με κάποιο τρόπο και να οδηγήσει στον κατήφορο του βουνού, ώστε να εξαφανιστεί μέσα στη χαράδρα και να μείνει ελεύθερος να κόψει τα πολυπόθητα λουλούδια, για να τα πάει στις νεράιδες και να ελευθερώσει την καλή του.



Πράγματι έβαλε το μυαλό του να δουλέψει, πως θα ξεγελάσει τον δράκο και να τον βγάλει από τη σπηλιά του. Σκέφτηκε πως μόλις νυχτώσει και ο δράκος θα είναι στη σπηλιά του, θα μαζέψει φρούτα από το διπλανό δάσος, θα τα βάλει λίγο μακριά από τη σπηλιά και ένα σχοινί από πέρα ως πέρα στην είσοδο της σπηλιάς, ώστε όταν ο δράκος, που είναι λιχούδης, δει τα φρούτα, να ορμήσει σ’ αυτά, να χάσει τον βηματισμό του από το σχοινί, να πάρει φόρα, να κατρακυλήσει και να πέσει μέσα στη χαράδρα του βουνού. Έτσι λοιπόν πάει στο βουνό, κόβει πολλά φρούτα να δελεάσει τον δράκο και μόλις νυχτώσει και ο δράκος μπει στη σπηλιά του για να κοιμηθεί, θα βάλει το σχέδιό του σε δράση. Ετοιμάζει τα φρούτα όλα μαζεμένα σε ένα μέρος και απλώνει ένα σχοινί χαμηλά στην είσοδο της σπηλιάς και περιμένει να ξημερώσει. Όταν άρχισε να ξημερώνει και ο ήλιος να χαμογελά στην καινούρια μέρα, μέσα στην σπηλιά ξυπνά ο δράκος, βρυχάται και με βαριές κινήσεις που σείεται όλο το βουνό, προβάλει μπροστά στην είσοδο για να φυλάξει τα λουλούδια. Φτάνοντας στην είσοδο της σπηλιάς ο δράκος νηστικός και αγουροξυπνημένος, όπως ήταν, βλέπει τα φρούτα και παίρνει φόρα να πάει να τα φάει, χωρίς να δει το σχοινί, χάνει την ισορροπία του και αρχίζει να κατρακυλά στις πλαγιές του βουνού και μετά από λίγο χάνεται στην χαράδρα του βουνού φωνάζοντας. Ο πρίγκιπας τότε ξεπροβάλει από την κρυψώνα του και κόβει τρία λουλούδια από τον κήπο του δράκου για να τα πάει στις νεράιδες, όπως τις είχε υποσχεθεί με το μυαλό του πάντα στην όμορφη Ηλιοστάλαχτη, γιατί ότι κάνει το κάνει μόνο για εκείνη.



Έχοντας τα λουλούδια στα χέρια του ανεβαίνει στο άσπρο άλογο του και πηγαίνει κατευθείαν για το δάσος που είναι οι τρεις νεράιδες, για να δώσει στην καθεμιά από το σπάνιο μπλε λουλούδι, που ζήτησαν για να ελευθερώσουν την καλή του. Ύστερα από ώρες πάνω στο άλογο του φτάνει στο μέρος που είχε συναντήσει τις νεράιδες. Εκείνες βλέποντας τον, εμφανίζονται μαγικά μπροστά του και εκείνος τις προσφέρει από ένα λουλούδι. Κρατώντας την υπόσχεση τους οι νεράιδες τον λένε, ότι από αυτή την στιγμή η όμορφη Ηλιοστάλαχτη, είναι ελεύθερη να ζήσει κάθε τι που στερήθηκε μέχρι τώρα. Ο πρίγκιπας με ζωγραφισμένο χαμόγελο και την ψυχή του να φτερουγίζει σαν το πιο άτακτο και ζωηρό πουλί, φεύγει για την όμορφη Ηλιοστάλαχτη. Ιδρωμένος και κουρασμένος, αλλά με πολλή αγάπη στην καρδιά του και προσπάθεια, φτάνει στην πηγή, όπου λέει στην Ηλιοστάλαχτη, ότι είναι ελεύθερη να ζήσει ότι δεν έζησε και ότι την αγαπάει τόσο πολύ, που θα ήθελε να την κάνει γυναίκα του.



Η όμορφη Ηλιοστάλαχτη λάμπει ολόκληρη από την τύχη της που ο πρίγκιπας την απάλλαξε από την τιμωρία της, θαύμασε τον ηρωισμό και την προθυμία του χαμογελαστού πλέον πρίγκιπα και είδε μέσα στα μάτια του την αγάπη του γι’ αυτήν, του έδωσε το χέρι της και του υποσχέθηκε ότι η ζωή της από εδώ και εμπρός ανήκει και στους δύο και ότι θα κάνει, ότι είναι δυνατό για να τον κάνει ευτυχισμένο. Έτσι λοιπόν ο πρίγκιπας μαζί με την πριγκίπισσα της καρδιά του ανεβαίνουν πάνω στο άλογο και φεύγουν μακριά να ανακοινώσουν στους γονείς τους την αγάπη τους και να ζήσουν επιτέλους τη ζωή τους μαζί, να δουν τις εποχές και τα χρόνια να περνούν μαζί χέρι με χέρι και να μυρίζουν τον υπέροχο «αέρα» της ζωής δίπλα-δίπλα. Έτσι έζησαν αυτοί καλά, αλλά εμείς είναι σίγουρο, θα ζήσουμε καλύτερα!



Παραμύθια 1. «Το κουβάρι της ζωής» της Γερακίνας Ζαφειρίου, σελ. 6 - 14 2. «Η αγάπη του πρίγκιπα» του Γεώργιου Χατζίκου, σελ. 16 - 34


ISBN:


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.