1
2
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
2ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΜΑΘΗΣΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΜΟ ΤΓΓΡΑΥΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ως την άκρη του ονείρου<» 1ος ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΜΟ ΤΓΓΡΑΥΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΟΤ ΑΠΟ ΕΚΠΑΙΔΕΤΣΙΚΟΤ ΜΕ ΘΕΜΑ: «την άκρη του ονείρου;»
3
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΑΡΒΑΝΙΣΙΔΟΤ ΒΙΡΓΙΝΙΑ – ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ Website: http://diktyoparamythia.blogspot.com/ ΦΕΔΙΑΜΟ – ΔΙΟΡΘΩΕΙ-ΗΛΕΚΣΡΟΝΙΚΗ ΕΛΙΔΟΠΟΙΗΗ: ΜΙΖΑΜΙΔΟΤ ΚΤΡΙΑΚΗ Website: http://storytellerdome.blogspot.com/ Έργο εξώφυλλου: Μιζαμίδου Κυριακή
Ηλεκτρονική διεύθυνση: diagonismosparamythiou@gmail.com Website: https://contestfairytale.wordpress.com/home/
ΕΚΔΟΕΙ: ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
ISBN: 978-618-5359-18-8 Copyright@2019
4
ΤΛΛΟΓΗ ΠΑΡΑΜΤΘΙΩΝ
ΕΚΔΟΕΙ: ΔΙΕΤΘΤΝΗ ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
5
6
ΠΕΡΙΕΦΟΜΕΝΑ 1. 2.
«Ως την άκρη του ονείρου το βραχιόλι της ειρήνης αναζητώ! -Μήπως πέρασε από εδώ;» Ως την άκρη του ονείρου<
9-10 11-13
3.
Σο καπέλο που ήθελε να αγαπηθεί
14-15
4.
Ως την άκρη του ονείρου<
16-18
5.
Ως την άκρη του ονείρου<
19-21
6.
Ως την άκρη του ονείρου<
22-25
7.
« Ο λαγός και η ονειρεμένη χώρα »
26-28
8.
Ως την άκρη του ονείρου< το εγωιστικό μυρμηγκάκι
29-32
9.
Ως την άκρη του ονείρου< το ταξίδι της αγάπης.
33-36
10.
«Ως την άκρη του ονείρου< με πυξίδα την αγάπη»
37-40
11.
Ως την άκρη του ονείρου< ενός χρονικού επιρρήματος.
41-45
12.
«Ως την άκρη του ονείρου< » Η Αυτοβιογραφία ενός τρατηγού
46-48
13.
Ο Μετροσκεπαστής
49-52
14.
«Ως την άκρη του ονείρου< »- Σα χρωματιστά μπαλόνια
53-55
15.
Ο μυστηριώδης καθρέφτης και τα γκρίζα παιδιά
56-59
16.
την άκρη του ονείρου;
60-63
17.
την άκρη του ονείρου;
64-67
18.
Σο αρμυρίκι και το όνειρό του
68-70
7
8
«Ως την άκρη του ονείρου το βραχιόλι της ειρήνης αναζητώ! -Μήπως πέρασε από εδώ;» Κίτρινη κλωστή βαμμένη/ μέσα σε κουτί κρυμμένη. Δώσ’ της τζιπάκι να οδηγήσει/ ιστορία να αρχινήσει! Σρεις φορές κι έναν καιρό, ζούσε μια νεράιδα, που έσωζε τους ανθρώπους από το κακό. Είχε δώδεκα βοηθούς ιππότες κι ένα βραχιόλι μαγικό, της ειρήνης φυλαχτό! Ζούσε σε ένα κάστρο με φτερά, ψηλά στον ουρανό, πάνω σε ένα σύννεφο χρωματιστό. Είχε κι έναν φίλο, γελωτοποιό. Ήταν πιθηκάκι, που φορούσε ένα αστείο, ροζ μαγιό. Μα μια μέρα ένα σύννεφο πειρατικό, με καράβι και κανόνια, πολύ τρομαχτικό, τράκαρε με το σύννεφο το χρωματιστό. Κατέβηκαν οι πειρατές με σπαθιά και βέλη. Σους ιππότες υπνωτίζουν με ένα μαγεμένο μέλι. Απ’ την νεράιδα ζητούν το μαγικό βραχιόλι. Αρνείται να το δώσει και το κρύβει μέσα σε
ένα πορτοφόλι. Αλλά οι πειρατές ανοίγουν το πορτοφόλι και παίρνουν το βραχιόλι. Πω, πω τι συμφορά! ε όλη την γη πέφτουν βροντές κι αστραπές, οι άνθρωποι κάνουν πράξεις κακές. Σα ζώα μαλώνουν και κάνουν ζαβολιές. Απ’ τα δέντρα πέφτουν τα λουλούδια και χάνονται όλες οι ευωδιές. 9
Η νεράιδα τραγουδάει κι οι ιππότες μας ξυπνούν, το βραχιόλι παντού αναζητούν. Με τηλεσκόπιο τους πειρατές καταζητούν. Σο μαγικό βραχιόλι που θα βρουν; τη θάλασσα με τα δελφίνια συζητούν και τις γοργόνες τις ρωτούν. -Μήπως πέρασε από εδώ; Μήπως είδες πειρατή με βραχιόλι μαγικό; Και αυτές τους απαντούν. -Τπάρχει ένα αρχηγείο μυστικό, μες της θάλασσας το βυθό. Οι πειρατές εκεί μέσα το κρατούν. τέλνουν τον γελωτοποιό, την μαϊμού με το μαγιό, και τους γαργαλάει. Σις μπάλες στον αέρα η μαϊμού πετάει, πέτρες τα μάτια τους κρατάει. Κι οι ιππότες ψάχνουν, ψάχνουν, με μανία, μεσ’ τα βυθισμένα πλοία. Όποιο ψάρι συναντούν, κάθονται και το ρωτούν. Ρωτούν για το βραχιόλι: -Μήπως πέρασε από εδώ; Μήπως το έκρυψαν εδώ; Κι εκείνα απαντούν, δίχως να πολυσκεφτούν: -Χάξτε σε όλα τα κασόνια, στα κανόνια, στα παγώνια, μες τα χιόνια, σε ένα πιάτο μακαρόνια, στα κίτρινα λεμόνια και πεπόνια, στου τρένου τα βαγόνια. Επιτέλους βρήκαν ης ειρήνης το βραχιόλι, μέσα σε ένα κατσαρόλι! Σο φέρνουν στην νεράιδα κι εκείνη το φοράει, στη γη η αγάπη κι η χαρά ξαναγυρνάει. Οι άνθρωποι είναι πάλι γελαστοί, τα ζώα μονιάζουν στη στιγμή. τα δέντρα τα λουλούδια ανθίζουν κι όλα όμορφα μυρίζουν. Σο κουκί και το ρεβίθι, τέλειωσε το παραμύθι! Παντρεύτηκε κι η κίτρινη την κόκκινη κλωστή και κάνανε παιδιά πορτοκαλί! 10ο Νηπιαγωγείο Αμπελοκήπων Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Νιώτη Βάϊα 10
Ως την άκρη του ονείρου< Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένα σκιουράκι, ο Μάρκος με την οικογένειά του σε μια βελανιδιά. Σο δάσος τους ήταν ξεραμένο και σκοτεινό. Δεν πήγαινε σχολείο γιατί ήταν άρρωστος πολύ. Γιατροί του είχαν δώσει φάρμακα, γλυκά και πικρά. «Σο μόνο φάρμακο που θα τον βοηθήσει είναι το ΔΑΠΗΘΑ-ΡΡΟΑ-ΓΑΛΕΠΙ, μα κανείς δεν ξέρει που να το βρει» έλεγαν. Οι φίλοι του, ο καντζόχοιρος, η Φελώνα και ο Συφλοπόντικας, τον επισκέπτονταν, του διάβαζαν τις περιπέτειες του ήρωά τους, του Καπετάν Ατρόμητου. ε μια τέτοια ιστορία διάβασαν ότι ο Καπετάν Ατρόμητος θα έφτανε Ψ ΣΗΝ ΑΚΡΗ ΣΟΤ ΟΝΕΙΡΟΤ, γιατί εκεί μπορούσε να βρει ο καθένας ότι αναζητούσε. Οι τρεις φίλοι, αποφάσισαν να πάνε Ψ ΣΗΝ ΑΚΡΗ ΣΟΤ ΟΝΕΙΡΟΤ μήπως βρουν το φάρμακο για τον φίλο τους. Σην επόμενη ημέρα ξεκίνησαν< πέρασαν βουνά, ποτάμια. Έφτασαν σε ένα δάσος που έμοιαζε πολύ με το δικό τους. Αντίκρισαν ένα παλάτι με μια μεγάλη τρύπα στην σκεπή του. Βρήκαν εκεί μια γέρικη κουκουβάγια, με μαύρη στάχτη στα φτερά της. «Μήπως γνωρίζεις που είναι Η ΑΚΡΗ ΣΟΤ ΟΝΕΙΡΟΤ;» ρώτησαν.
«Δεν θυμάμαι, το μόνο
που
θυμάμαι
είναι
φλόγες
να
διώχνουν τα ζώα. Σο
μόνο
που
μπορώ να κάνω είναι
να
δώσω
αυτά
σας τα
φτερά, τα μόνα που
μου
θυμίζουν την παλιά μου ζωή» και δίνει στους τρεις φίλους τα τρία μοναδικά άσπρα πούπουλα από το κεφάλι της.
11
Δίπλα ήταν ένας γεράκος τυλιγμένος με κουβέρτα, ο Ουρανός. «Σι θέλετε τόσο μακριά από τον τόπο σας; Εδώ και πολλά χρόνια δεν μας επισκέπτεται κανένας γιατί μας έχουν ξεχάσει.» τους είπε με βραχνιασμένη φωνή και αναστέναξε.
«Ποτέ κανείς δεν το βρήκε αυτό το μέρος. Άδικα ψάχνετε, γυρίστε πίσω, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας δώσω το πιο μικρό από τα παιδιά μου που δεν είναι άρρωστο». Και τους δίνει ένα μικρό άσπρο σύννεφο. Εκεί βρήκαν και τον Ήλιο με τις αχτίνες του δεμένες με χοντρή αλυσίδα. «Σο μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας δώσω την πιο μικρή ηλιαχτίδα μου. Είναι η μόνη που δεν βγαίνει από την τρύπα της σκεπής και δεν καίει τους ανθρώπους». Οι τρεις φίλοι μετά από πολύ δρόμο έφτασαν σε μια γέφυρα που την φιλούσε ο ακοίμητος Δράκος-Υόβος. Έβγαλαν το πουπουλένιο σύννεφο από το σακούλι τους και ο Δράκος-Υόβος αμέσως κοιμήθηκε πάνω του. Έφτασαν σε μια καλύβα, και είδαν μια παγωμένη Νεράιδα. Άφησαν την μικρή ηλιαχτίδα να παίξει γύρω της και αμέσως η Νεράιδα ξεπάγωσε. Σους εξήγησε πως ήταν η Νεράιδα-Ελπίδα και πως ο Δράκος-Υόβος την είχε παγώσει με την ανάσα του. «Θα πάμε Ψ ΣΗΝ ΑΚΡΗ ΣΟΤ ΟΝΕΙΡΟΤ!» της είπαν. «Υτάσατε στην ΑΚΡΗ ΣΟΤ ΟΝΕΙΡΟΤ. Αυτό που αναζητάτε γενναίοι ταξιδιώτες είναι μέσα στην καλύβα». Μπήκαν μέσα και βρήκαν την Πριγκίπισσα-Αγάπη, να κλαίει και τα δάκρυά της να πέφτουν μέσα σ΄ ένα μπουκαλάκι. Σης είπαν ότι ψάχνουν φάρμακο για τον φίλο τους, να γίνει καλά. Έσκυψε, τους φίλησε και τους είπε... ένα μυστικό. Σους έδωσε το μπουκαλάκι με τα δάκρυά της λέγοντας πως είναι πολύτιμο και μοναδικό. Δεν έπρεπε να σπάσει. Οι φίλοι το τύλιξαν με τα πούπουλα που τους είχε δώσει η γριά κουκουβάγια και ξεκίνησαν για το δάσος τους.
12
Σο φάρμακο το έδωσαν στον μικρό
Μάρκο
κι
αμέσως
ξαναζωντάνεψε, ζωήρεψε το τρίχωμα, τα μάτια, τα μάγουλά του. Σότε άλλαξε η ζωή, το δάσος τους, άρχισαν όλοι να χαμογελούν, να παίζουν, να τραγουδούν. Κανείς δεν έμαθε το μυστικό της Πριγκίπισσας
-
Αγάπης.
Μόνο
ο
αέρας, που φύσηξε εκείνη τη στιγμή. Και το είπε: «ΔΑΠΗΘΑ-ΡΡΟΑ-ΓΑΛΕΠΙ» σε όλη τη γη. Ο Ουρανός δάκρυσε, ο Ήλιος χάρηκε, η φύση πρασίνισε. ΔΑΠΗΘΑ-ΡΡΟΑ-ΓΑΛΕΠΙ: ΘΑΡΡΟ – Να αλλάξουμε αυτό που δεν μας αρέσει ΑΓΑΠΗ - για όλη τη φύση ΕΛΠΙΔΑ – ότι θα ομορφύνουν όλα. 14ο Νηπιαγωγείο Νεάπολης Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Φασαπίδου ωσάννα
13
Σο καπέλο που ήθελε να αγαπηθεί Πριν από πολλά πολλά χρόνια τότε που δεν υπήρχαν άνθρωποι επάνω στη γη, ζούσε ένα όμορφο χάρτινο καπέλο. Σα χαρτιά που ήταν φτιαγμένο είχαν όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Ξαφνικά όταν ένας αέρας φύσηξε δυνατά, σήκωσε το καπέλο ψηλά και το άφησε πάνω σ ένα δέντρο. Εκεί συνάντησε ένα λουλούδι. Ένα κάτασπρο λουλούδι με κόκκινο άνθος. «Θέλεις να γίνουμε φίλοι;» ρώτησε το καπέλο και το λουλούδι απάντησε: «Όχι, εγώ έχω φίλους, τα φύλλα από τα δέντρα». Σο καπέλο λυπήθηκε πολύ και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του κι έπεσε στο χώμα. Ο ήλιος που άκουσε τη συζήτηση τους, πλησίασε και ρώτησε αν μπορεί να τους διηγηθεί μια ιστορία. Σο λουλούδι και το καπέλο δέχτηκαν να ακούσουν την ιστορία και έτσι ο ήλιος ξεκίνησε: «Πριν από πολλά πολλά χρόνια, τότε που υπήρχαν άνθρωποι επάνω στη γη, ζούσε ένα όμορφο ψάθινο καπέλο. Ήταν στολισμένο με χρωματιστά υφάσματα και πολύχρωμα φτερά και στόλιζε το κεφάλι ενός κοριτσιού. Όταν όμως φύσηξε ένα δυνατό αεράκι, άρπαξε το καπέλο από το κεφάλι του κοριτσιού το σήκωσε ψηλά στον ουρανό και το άφησε στο κεφάλι μιας γιαγιάς. Μόλις το καπέλο ακούμπησε το κεφάλι της γιαγιάς, ένιωσε μια λύπη να το διαπερνάει. «Γιατί είσαι λυπημένη;» ρώτησε τη γιαγιά. «Έχασα το ουράνιο τόξο και όλα τα χρώματά του. Πως θα ζήσω τώρα;» απάντησε η γιαγιά. Σότε το καπέλο τραγούδησε μια μελωδία καλώντας τη βροχή να έρθει. Όπως όλοι γνωρίζουμε, μετά από τη βροχή βγαίνει πάντα το ουράνιο τόξο! Σόσο μεγάλη ήταν η χαρά της γιαγιάς που φίλησε το καπέλο και του έδωσε μια ευχή: «ου εύχομαι να αγαπηθείς πολύ». Καθώς προχωρούσε η γιαγιά, πέρασε από δίπλα της ένα μικρό κοριτσάκι και η γιαγιά του έδωσε το καπέλο. «Είσαι σκεφτική, τι σου συμβαίνει;» τη ρώτησε το καπέλο. Σο κορίτσι ήταν σκεφτικό και προβληματισμένο γιατί έχασε τη σκιά της και δε μπορούσε πια να παίξει με τις σκιές των άλλων παιδιών. Αμέσως το καπέλο ζήτησε από τα σύννεφα να φύγουν από τον ουρανό και ένας υπέροχος λαμπερός ήλιος εμφανίστηκε ψηλά και όπως όλοι γνωρίζουμε, όπου υπάρχει φως υπάρχει και σκιά! Σόσο μεγάλη ήταν 14
η χαρά του κοριτσιού που φίλησε το καπέλο και του έδωσε μια ευχή: «ου εύχομαι να αγαπηθείς πολύ» του είπε και περνώντας δίπλα από ένα τοιχάκι, το ακούμπησε επάνω και έφυγε. Μια γυναίκα είδε το καπέλο κάθισε επάνω στο τοιχάκι, το πήρε στα χέρια της, το περιεργάστηκε και το φόρεσε. Η γυναίκα ήταν πολύ χαρούμενη. Μόλις είχε αγοράσει ένα παντελόνι ριγέ με κάθετες ρίγες και ένα σακάκι ριγέ με οριζόντιες ρίγες. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και το καπέλο είδε τις ρίγες να γίνονται κυματιστές και γέλασε από ευτυχία. Μαζί του γέλασε και η γυναίκα και δίνοντάς του ένα φιλί του ψιθύρισε: «σου εύχομαι ν’ αγαπηθείς πολύ». Σο καπέλο ευτυχισμένο πέταξε στο ουρανό και χάθηκε. Κάποιοι είπαν ότι έγινε φωλιά για τα πουλιά στα κλαριά ενός δέντρου. Κάποιοι άλλοι είπαν ότι το είδαν στην καπελοχώρα όπου είχε αγαπήσει ένα μαύρο καπέλο. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγινε το ψάθινο καπέλο το σίγουρο είναι όμως ότι<. αγαπήθηκε πολύ. Αυτή ήταν η ιστορία μου» είπε ο ήλιος στο λουλούδι και στο χάρτινο καπέλο. «Σώρα φεύγω και σας εύχομαι μέσα από την καρδιά μου<. Ν’ αγαπηθείτε πολύ!». Σο λουλούδι και το καπέλο κοιτάχτηκαν αμίλητοι. Σο χάρτινο καπέλο χαμογέλασε πέταξε όλα τα χρώματα από πάνω του, έμεινε μαύρο κατάμαυρο και είπε στο λουλούδι: «θέλεις να γίνεις το λουλούδι μου;». Εκείνο λικνίστηκε και κάθισε απαλά επάνω στο μαύρο καπέλο. Κανείς δεν ξαναείδε το μαύρο καπέλο με το λευκό λουλούδι από τότε αλλά ακούγεται, ότι πρέπει να<. αγαπήθηκαν πολύ.
Νηπιαγωγείο Νέας Υιλαδέλφειας Τπεύθυνοι Εκπαιδευτικοί: Υουντουκίδου Ζακελίνη ταματίου Γεσθημανή Μαυρίκου Θεανώ
15
Ως την άκρη του ονείρου< Ήταν μια συνηθισμένη μέρα στο σχολείο για τον Πέτρο< Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε! Η δασκάλα του τούς έβαλε μία πολύ δύσκολη εργασία! «Ανοίξτε το τετράδιο παραγωγής λόγου και εξηγήστε μου τι σημαίνει ‚Ψς την άκρη του ονείρου<‛.» «Ψχ! Πάλι δύσκολη εργασία! Δε γινόταν να μας βάλει μία πιο εύκολη;» Κι ενώ ο Πέτρος σκεφτόταν τι να γράψει, ξαφνικά τον πήρε ο ύπνος πάνω στο θρανίο του με το μολύβι στο χέρι! «Πέτρο! Ξύπνα! Ψχ< Κοιμάσαι πολύ βαριά! Ξύπνα βρε ονειροπόλη!» και το μολύβι άρχισε με την μύτη του να ξύνει την μύτη του Πέτρου για να ξυπνήσει! «Ε! Ποιος με ενοχλεί; ταμάτα! Ψχ! Μάνα μου; Ένα μολύβι που μιλάει!!! Ααα!» φώναξε ο Πέτρος μόλις ξύπνησε. «ταμάτα! Μη φωνάζεις! Χιθυριστά! Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω να γράψεις το καλύτερο όνειρο<» «Αλήθεια; Θα το κάνεις αυτό για μένα;» «Ναι! Ξεκίνα να γράφεις και οι ιδέες σου θα κατέβουν στη στιγμή!» «Μια φορά κι έναν καιρό σ’ έναν κόσμο μαγικό κάπου στον συννεφοουρανό ζούσαν τα γράμματα της αλφαβήτας, μεγάλα και μικρά, αγαπημένα και ζωηρά! Μία έμπαινε το ένα μπροστά για αρχηγός, μία έσπρωχνε το άλλο για να μπει στο τέλος, άλλο κολλούσε πάνω σε άλλα γράμματα γιατί ήθελε αγκαλίτσα και κάποια φώναζαν άλλη φωνή από αυτή που ήταν γραμμένη για να μπερδέψουν τους υπόλοιπους! Μία μέρα όμως, ήρθαν τα πάνω κάτω! Σα γράμματα θύμωσαν και άρχισαν να μαλώνουν όλα τα φωνήεντα με τα σύμφωνα! Σο Μ μάλωνε με το Α και του πετούσε μακαρόνια! Σο Β βουρλίστηκε και κλώτσησε το Τ ως την Βουλγαρία! Σο Γ γρύλιζε στο Όμικρον κι εκείνο φώναζε «ΟΟΟοοοο»! Σο Κ κορόιδευε το Ε ότι μοιάζει σαν ελέφαντας. Μόνο το Ρ δεν κατάλαβε τίποτα γιατί κοιμόταν και ροχάλιζε… Κάποια στιγμή η φασαρία ξύπνησε και το Ρ, που μόλις βγήκε από τη ρόδα του κι ενώ έτρωγε το ρόδι του, είδε τα φωνήεντα όλα να μαλώνουν με τα σύμφωνα. Σα φωνήεντα πετούσαν με οργή τόνους πάνω στα σύμφωνα και τα κορόιδευαν ότι αυτά φωνάζουν πιο πολύ! Σα σύμφωνα έμπαιναν δύο δύο μέσα στα κανόνια 16
και πετάγονταν δίψηφα πάνω στους εχθρούς τους! Μόλις μάλιστα είδαν το Ρ του φώναξαν «Έλα κι εσύ να μας βοηθήσεις!». Κι εκείνος είπε «Όχι! Καλύτερα θα πάω για ύπνο!». «Μα τι υπναράς είναι αυτός!» είπαν τα σύμφωνα και συγκεντρώθηκαν πάλι στη μάχη τόσο που δεν πρόσεξαν πως το Ρ δεν μπήκε στη ρόδα του, αλλά έφυγε για πιο μακριά… Σο Ρ πήγε στην κυρία Γραμματική για να ζητήσει τη βοήθειά της γι’ αυτόν τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει! «Κυρία Γραμματική, σε παρακαλώ βοήθησέ μας! Η χώρα μας βρίσκεται σε
πόλεμο! Σα φωνήεντα και τα σύμφωνα χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα και πετάνε ο ένας στον άλλον τόνους και δίψηφα! Έλα να με βοηθήσεις να τους βάλω στη σειρά και να έρθει πάλι η ειρήνη!». «Μπράβο, παιδί μου Ρο! Εσύ είσαι σοβαρό! Κατάλαβες πως με τον πόλεμο δε βγαίνει ποτέ καλό! Θα σε βοηθήσω αφού το θες να σταματήσουν οι κανονιές!» Κι έτσι το Ρ μαζί με την κυρία Γραμματική πήραν το δρόμο για τη χώρα των γραμμάτων. Από μακριά άκουγαν «Ααααα», «ΕΕεεεε», «Ιιιιι», «Οοοοο» και ένα ξώφαλτσο «μπ» έπεσε πάνω στο κεφάλι της κυρίας Γραμματικής! Θυμωμένη η κυρία Γραμματική τους πλησίασε και με δυνατή φωνή είπε: «ταματήστε στη στιγμή! Η φωνή μου να ακουστεί! Οι καβγάδες δε βοηθάνε και τον πανικό σκορπάνε! Θα σας βάλω στη σειρά, η Αλφαβήτα θα είστε παιδιά, θα ενώνεστε μαζί για να κάνετε συλλαβή. Ρόλο σας δίνω σημαντικό να φτιάχνετε λέξεις στο λεπτό, να τις βάζετε στη σειρά και να δίνετε μηνύματα μοναδικά! Να είστε αγαπημένα για πάντα και να τραγουδάτε σαν μπάντα! Και να θυμάστε στην καρδιά πως είστε όλα ίσα παιδιά και αν κάποιο χαθεί, λέξη δε μπορεί να φτιαχτεί!» Κι έτσι η κυρία Γραμματική έβαλε τα γράμματα στη σειρά κι έφτιαξε την γνωστή σε εμάς Αλφαβήτα! το τέλος, τα γράμματα μονιασμένα πιάστηκαν χέρι – χέρι και τραγούδησαν και χόρεψαν με τη σειρά. Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Ξ,Ο,Π,Ρ,,Σ,Τ,Υ,Φ,Χ,Ψωω «Ψω! Πάλι κοιμήθηκες Πέτρο; Ξύπνα! Ξύπνα!» φώναξε η δασκάλα μόλις κατάλαβε πως ο Πέτρος είχε αποκοιμηθεί και τον κούνησε για να τον ξυπνήσει. «υγγνώμη κυρία, μα πώς θα έγραφα για όνειρα, αν δεν κοιμόμουν για να δω κανένα;» της απάντησε ο Πέτρος. 17
«Α, ναι; Και μπορείς τώρα να μας εξηγήσεις τι σημαίνει ‚Ψς την άκρη του ονείρου‛;» είπε η δασκάλα θυμωμένη. «Να κυρία< Έφτασα στην άκρη< του ονείρου μου< μόλις τώρα< Επειδή με ξύπνησες!» είπε ο Πέτρος και όλη η τάξη έσκασε στα γέλια!
Α΄τάξη Εκπαιδευτήρια Κ. Ανδρεάδης Α.Ε. Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Ασλάνογλου Περσεφόνη-Αναστασία
18
Ως την άκρη του ονείρου< Σο παραμύθι μας αρχίζει, κόκκινη κλωστή γυρίζει< ε μια πόλη σταματάει, στέκει και κρυφοκοιτάει< Ήταν μια όμορφη πόλη με μουσεία, πινακοθήκες, δάση, αθλητικά κέντρα, μεγάλες πλατείες στολισμένες με λουλούδια και αγάλματα, σπουδαία σχολεία και πνευματικά κέντρα. Ο Δήμαρχος καμάρωνε και φρόντιζε για την πόλη του και οι άνθρωποι ζούσαν καλά. Δεν ήταν όμως ευτυχισμένοι. Κάτι έλειπε από αυτήν την πόλη< και γι αυτό έφταιγε ο Δήμαρχος. Μισούσε τα ζώα και είχε απαγορέψει στους κατοίκους να έχουν ζώα στο σπίτι τους< ε αυτήν την πόλη είχε την ατυχία να βρεθεί ο Όσκαρ, ένα καφετί σκυλάκι με μακριά αυτιά. Θυμόταν τα αδελφάκια του, τη μαμά του και δυο σκληρά χέρια να τον αρπάζουν, να τον παίρνουν μακριά, να τον πετούν σε ένα μέρος γεμάτο αγκάθια και πέτρες. Ένας άνθρωπος του είπε: - Μικρέ να ψάξεις να βρεις άλλο σπίτι. Αν σε κρατήσω ο Δήμαρχος θα μου βάλει πρόστιμο. Είσαι μεγάλος και θα τα καταφέρεις! Ο Όσκαρ φοβήθηκε πολύ! Άρχισε να κλαίει, να κλαίει< Μα όσο δυνατά κι αν φώναζε , η μαμά του δεν ήρθε, ούτε τα αδερφάκια του< Εμφανίστηκε μόνο μια μαύρη τεράστια αράχνη - Πάψε! Μην κλαις! Με ζάλισες! Θα σε τσιμπήσω αν συνεχίσεις! είπε η αράχνη και πλησίασε απειλητικά. Ο Όσκαρ έτρεχε να γλιτώσει από το φοβερό αυτό τέρας! Διέσχισε το δρόμο και βρέθηκε έξω από αυλές σπιτιών. Με αγωνία κοίταζε πότε μέσα από τα κάγκελα να βρει τη μαμά του και πότε πίσω του, μην φανεί η αράχνη. Ένα παιδάκι τον είδε και ζήτησε από τη μαμά του να τον κρατήσουν. Όμως η μαμά του φοβόταν το Δήμαρχο και το πρόστιμο! Σον άρπαξε και τον πέταξε βιαστικά μακριά από το σπίτι τους! Άρχισε να βρέχει< Πόσο φοβόταν ο Όσκαρ! Όταν σταμάτησε η βροχή στον ουρανό φάνηκε το ουράνιο τόξο. -Πρέπει να ανέβω πάνω σε αυτήν την χρωματιστή σκάλα , εκεί θα είναι το σπίτι μου, σκέφτηκε και ξεκίνησε να φτάσει το όνειρό του και να γίνει ευτυχισμένο! Έτρεχε για να το φτάσει, άλλα όσο πλησίαζε, τόσο το ουράνιο τόξο απομακρυνόταν. Φωρίς να το καταλάβει είχε μπει σε ένα ζωολογικό κήπο και βρισκόταν μπροστά σε ένα κλουβί. Μπήκε μέσα κι ένιωσε μια ζεστή ανάσα πάνω του. Ήταν ένα μικρό τιγράκι που του είπε: - Υύγε γρήγορα πριν ξυπνήσει η μαμά μου! - Χάχνω να βρω ένα σπίτι. Μήπως μπορώ να μείνω εδώ μαζί σου; είπε.
19
-
Αν ξυπνήσει η μαμά μου θα σε κάνει μια χαψιά. Υύγε γρήγορα! - Μήπως ξέρεις πως θα ανέβω εκεί πάνω είπε ο Όσκαρ και έδειξε στο τιγράκι το ουράνιο τόξο. - Δεν ξέρω, είπε εκείνο. Ίσως να ξέρει ο σοφός παπαγάλος που ζει στη βελανιδιά. Πρόσεξε όμως! Μην σε δει ο Μπόγιας ,γιατί θα σε βάλει στο μεγάλο κλουβί που βάζουν όλα τα σκυλιά πριν τα σκοτώσουν. Ο Όσκαρ ευχαρίστησε το τιγράκι, περπάτησε και έφτασε στη βελανιδιά. Εκεί μέσα σε ένα κλουβί βρήκε το σοφό παπαγάλο. - Μήπως ξέρεις πως θα ανέβω σε αυτήν τη χρωματιστή σκάλα; τον ρώτησε. - Να ανέβεις στην ουράνια σκάλα; Εκεί ζούνε τα όνειρα, είναι πολύ δύσκολο να πας. - Πρέπει να πάω! Εκεί ίσως βρίσκεται το σπίτι μου. - Θα σε βοηθήσω με έναν όρο, του είπε ο παπαγάλος. Όταν φτάσεις στην άκρη του ονείρου θα είσαι παντοδύναμος. Θα μπορείς να κάνεις 3 ευχές. Θέλω να υποσχεθείς πως θα με ελευθερώσεις. - Τπόσχομαι! Πες μου τώρα τι πρέπει να κάνω. - Για να ανέβεις στην σκάλα που ζουν τα όνειρα πρέπει να βρεις το μαγικό ιστό. Σον μαγικό ιστό τον έχει η μεγάλη μαύρη αράχνη. Πρέπει να τον κλέψεις! Σο σκυλάκι μας απογοητεύτηκε! - Σην ξέρω τη μεγάλη, μαύρη αράχνη και τη φοβάμαι πολύ, είπε κοιτώντας κάτω. - Πρέπει να νικήσεις το φόβο σου! Αλλιώς ξέχνα τη σκάλα των ονείρων και να ξεχάσω κι εγώ την ελευθερία μου! Ο Όσκαρ πήρε το δρόμο για το μέρος που είχε συναντήσει την αράχνη. Κρύφτηκε ανάμεσα στα χόρτα και η καρδιά του χτυπούσε πολύ δυνατά! Έκλεισε τα μάτια του για να μην βλέπει, αλλά τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Θυμήθηκε τα λόγια του σοφού παπαγάλου. Πρέπει να νικήσω το φόβο μου, 20
-
-
-
-
σκέφτηκε κι άνοιξε τα μάτια του. Σότε είδε κάτι να λαμπυρίζει σε ένα θάμνο. Ήταν ο ιστός της μαύρης αράχνης! Θα νικήσω το φόβο μου, είπε και προχώρησε προς τα κει. Η αράχνη τον είδε και ετοιμάστηκε να τον τσιμπήσει. Ο Όσκαρ όρμησε με δύναμη, αποφασισμένος και ο ιστός μπλέχτηκε στη μουσούδα του! Έτρεχε, έτρεχε και δεν σταμάτησε παρά μόνο όταν μπήκε σε ένα σύννεφο με πολλά χρώματα. Σα κατάφερα , φώναξε και προχώρησε χαρούμενος! Είμαι πάνω στη σκάλα που ζουν τα όνειρα. Θα φτάσω στην άκρη του ονείρου και θα γίνω παντοδύναμος! Σα χρώματα τον τύλιξαν και κάποια στιγμή του κόπηκε η ανάσα. Είχε βυθιστεί σε μια χρωμοουρανοπισίνα. Είχε φτάσει στην άκρη του ονείρου! Άρχισε να κάνει ευχές! Να ζουν ελεύθερα κι ευτυχισμένα όλα τα πλάσματα στη γη, είπε και μεμιάς ο σοφός παπαγάλος βρέθηκε ψηλά και πέταξε ελεύθερος και το μικρό τιγράκι με τη μαμά του έτρεχαν στη ζούγκλα. Να αγαπούν οι άνθρωποι τα ζώα, είπε και είδε από ψηλά το Δήμαρχο να παίζει με ένα γατάκι. Οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι συντροφιά με τα ζώα. Να βρω ένα σπίτι, φώναξε και βρέθηκε σε ένα κήπο και στην αγκαλιά δυο παιδιών. Είχε σπιτάκι, φαγητό, νερό, αγάπη και φροντίδα. Ήταν πια ένα ακόμη μέλος σε αυτήν την ευτυχισμένη οικογένεια.
Σέλος του παραμυθιού! Κόκκινη κλωστή παντού! Και για να ζήσουμε καλά, αγάπη μέσα στην καρδιά !
Α΄τάξη 2ο Δημοτικό χολείο κάλας Ωρωπού και Νέων Παλατίων Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Μπαλόκα Μαρία
21
«Ως την άκρη του ονείρου<» Πριν από πολλά-πολλά χρόνια σε μια μακρινή χώρα ζούσε με την οικογένειά του ένας μικρούλης πιγκουίνος, ο Πίγκο. Σσαλαβουτούσε κάθε μέρα στην ακροθαλασσιά μαζί με τα αδέλφια και τους φίλους του και μάθαινε να πιάνει νόστιμες θαλασσινές λιχουδιές, όπως γαρίδες, καλαμάρια και λογιών- λογιών ψαράκια. Γεμάτος υπερηφάνεια τα πήγαινε στη μαμά του κι εκείνη καμάρωνε που είχε ένα τόσο έξυπνο και άξιο παιδί. Οι μέρες του κυλούσαν ευτυχισμένα δίπλα στη θάλασσα ίδιες και απαράλλαχτες. Μέρες ίδιες και απαράλλαχτες< Αυτό ακριβώς ήταν και το πρόβλημα του μικρού μας ήρωα. Άρχισε σιγά- σιγά να βαριέται τα μακροβούτια και το ψάρεμα. «Πίκο, πλατσουρίσουμε
έλα στο
νερό»
να του
λέγανε οι φίλοι του. «Δεν μπορώ τώρα, θα έρθω αργότερα», τους απαντούσε για να τους αποφύγει. Και φυσικά δεν πήγαινε ποτέ. Προτιμούσε να κάθεται κάτω από ένα δέντρο και να κοιτάζει με τις ώρες τον ουρανό. Έβλεπε τα άλλα πουλιά να κουνάνε τις φτερούγες τους και αυτές να τα σηκώνουν ψηλά. Αχ, πώς τα ζήλευε που μπορούσαν να πετάξουν και να δουν τον κόσμο από εκεί πάνω! Πόσο διαφορετικά θα φαινόταν όλα από την κορυφή του φοινικόδεντρου! Σότε τον έπιανε το παράπονο. Αφού του είχαν πει οι μεγαλύτεροι πως και οι πιγκουίνοι ήταν πουλιά, γιατί τα φτερά τους ήταν τόσο μικρά και αδύναμα; υχνά, όταν δεν τον έβλεπε κανείς, ανέβαινε σε μια μεγάλη πέτρα και τα δοκίμαζε. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Έπεφτε φαρδύς πλατύς στο χώμα. Παρ’ όλα αυτά δεν το έβαζε κάτω. Κάποτε μάλιστα δοκίμασε να πετάξει με κάτι τεράστια φτερά από χαρτόνι που είχε φτιάξει μόνος του. Είχε κολλήσει μάλιστα επάνω τους και αληθινά φτερά πουλιών που μάζευε για μήνες. Σίποτα. Η μαμά του στενοχωριόταν που τον έβλεπε να υποφέρει. Πολλές φορές προσπάθησε να του εξηγήσει πως οι πιγκουίνοι μπορεί να μην πετάνε, ξέρουν όμως να κολυμπάνε για να πιάνουν την τροφή τους που βρίσκεται στη θάλασσα. Ο Πίγκο όμως 22
δεν έπαιρνε από λόγια. Σης έλεγε πως αυτός ήταν διαφορετικός και κάποτε θα κατάφερνε να πετάξει. Σότε αυτή τον αγκάλιαζε τρυφερά και του έδινε ένα γλυκό φιλί. Δεν ήθελε να σκοτώσει το όνειρο του παιδιού της. Ένα πρωινό, την ώρα που ήταν ξαπλωμένος κάτω από το αγαπημένο του φοινικόδεντρο και κοίταζε τα σύννεφα, είδε κάτι μαύρα σημάδια. την αρχή ήταν μικρά, αλλά, καθώς πλησίαζαν, κατάλαβε πως ήταν πουλιά, μικρά παράξενα μαύρα πουλιά με άσπρη κοιλιά, που για πρώτη φορά τα έβλεπε στη ζωή του. Ο Πίγκο μέχρι τότε γνώριζε τους πολύχρωμους παπαγάλους και τα κάτασπρα θαλασσοπούλια. Οι γονείς του, βέβαια, του είχαν μιλήσει και για κάτι τεράστια και επικίνδυνα πουλιά, που, αν τα συναντούσε ποτέ του «θα τον έκαναν μια χαψιά», όπως αυτός καταβροχθίζει τα μικρά ψαράκια. Όμως αυτά ήταν μια σταλιά, άσε που έδειχναν ακίνδυνα. «Ε, ψιτ, πού πάτε; Πάρτε με κι εμένα μαζί σας! Φελιδόνι είμαι κι εγώ!» άκουσε μια ψιθυριστή φωνή πίσω από έναν θάμνο. Πλησίασε και τι να δει; Ένα ασπρόμαυρο πουλάκι πεσμένο στο χορτάρι. Μόλις αντίκρισε τον Πίγκο, άρχισε να τρέμει από το φόβο του. «Μη φοβάσαι, θέλω να σε βοηθήσω», είπε ο Πίγκο. «Πες μου μόνο τι θέλεις να κάνω».
23
«Είμαι πολύ αδύναμος και πονάει η δεξιά μου φτερούγα» ψέλλισε
το μικρό
χελιδόνι πριν χάσει τις αισθήσεις του. Ο Πίγκο κατατρόμαξε. «ε παρακαλώ, μην πεθάνεις» του είπε, καθώς το έβρεχε με λίγο νερό. Ευτυχώς το χελιδόνι άνοιξε τα μάτια του. «Νιώθω κουρασμένος. Ερχόμαστε από πολύ μακριά. Από τις χώρες του βορρά που τώρα έχουν χειμώνα. Ο πρωινός αέρας με παρέσυρε και χάθηκα. Σι θα κάνω τώρα;» είπε κι έβαλε τα κλάματα. «Έλα, μην κλαις. Θα τους βρούμε τους δικούς σου. Υάε, όμως πρώτα λίγο ψαράκι να δυναμώσεις». «Ευχαριστώ, είναι πολύ νόστιμο. Πρώτη φορά τρώω τέτοια λιχουδιά. Βλέπεις, εμείς τα χελιδόνια τρεφόμαστε με σκουλήκια και έντομα». Για πρώτη του φορά ο Πίγκο χάρηκε που είναι πιγκουίνος και δεν είναι υποχρεωμένος να τρώει τέτοιες σιχαμερές τροφές. Α, όλα κι όλα. Σα λαχταριστά ψαράκια του δεν τα αλλάζει με τίποτα! Ο Πίγκο φιλοξένησε στο σπίτι του το νέο του φίλο. Έμαθε πολλά πράγματα σχετικά με το ταξίδι των χελιδονιών και εξομολογήθηκε στο χελιδόνι το κρυφό του όνειρο: να πετάξει και να δει μια μέρα τον κόσμο από ψηλά. Αλλά και όλη του η οικογένεια πιγκουίνων φέρθηκε πολύ ευγενικά στο μικρό χελιδόνι, που από την επόμενη κιόλας μέρα ένιωθε πολύ καλύτερα και άρχισε να πετάει δειλά- δειλά. 24
Λίγες μέρες αργότερα το χελιδόνι βρήκε τους δικούς του. Δεν ξέχασε όμως πως χρωστούσε τη ζωή του στο ευαίσθητο πιγκουινάκι, γι’ αυτό θέλησε να του κάνει ένα δώρο. Έτσι, με τη βοήθεια ενός πελαργού ο μικρός Πίγκο κατάφερε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο: πέταξε στον ουρανό παρέα με το φίλο του το χελιδόνι και, επιτέλους, είδε τον κόσμο από ψηλά!
Β΄Σάξη Δημοτικό χολείο Νέων Μαλγάρων Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Πεχλιβανίδου Διονυσία
25
« Ο λαγός και η ονειρεμένη χώρα » Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας λαγός, που ήταν πολύ στενοχωρημένος γιατί οι γονείς του είχαν πεθάνει και ήταν μόνος. Εκεί λοιπόν που καθόταν λυπημένος, ήρθε σιγά-σιγά μια χελώνα και του είπε: - Ξέρω γιατί είσαι λυπημένος. Θα σε βοηθήσω να βρεις την «Ονειρεμένη χώρα». Εκεί θα ζήσεις χαρούμενος και θα βρεις πολλούς φίλους. - Πώς θα πάω χελώνα μου; Είναι μακριά αυτή η «Ονειρεμένη χώρα»; - Μακριά είναι, μα αν το θες πολύ, θα το καταφέρεις. Για να φτάσεις εκεί όμως, θα πρέπει να περάσεις από τρία μεγάλα εμπόδια: Θα πρέπει να περάσεις από τη «Γέφυρα του θανάτου». Μετά, ακολουθεί το «Δάσος του τρόμου» και τέλος το τρομακτικότερο το «Υαράγγι του δράκου». Αν καταφέρεις να περάσεις κι απ’ αυτό θα αντικρίσεις την «Ονειρεμένη Φώρα». Εκεί δεν θα φοβάσαι τίποτα πια, θα είσαι ευτυχισμένος για πάντα. - Σο θέλω πολύ< Είμαι γενναίος και θα πάω να τη βρω! ΄ ευχαριστώ, χελώνα μου, για τη βοήθεια, δε θα σε ξεχάσω ποτέ. - Καλή τύχη, λαγέ μου. Θα τη χρειαστείς. Εύχομαι να τα καταφέρεις. Σότε, ο λαγός πήρε το μεγάλο σάκο του και ξεκίνησε για το δύσκολο ταξίδι< Μετά από λίγες μέρες έφτασε στην τεράστια «Γέφυρα του θανάτου». Η γέφυρα και από τις δυο μεριές είχε τεράστιους κορμούς και στηριζόταν σ΄ αυτούς με μεγάλα σκοινιά. Δεν ακουγόταν τίποτα εκεί. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Με μεγάλα πηδήματα πέρασε τη μισή γέφυρα, κοιτώντας συνέχεια δεξιά και αριστερά. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας μεγάλος θόρυβος και τα σκοινιά της γέφυρας άρχισαν να σπάνε ένα-ένα! Η γέφυρα θα κοβόταν στα δύο, και ο λαγός θα έπεφτε στο ποτάμι! Για καλή του τύχη, όμως, σε έναν τεράστιο κορμό στεκόταν μια κουκουβάγια, που κατάλαβε, ότι ο λαγός κινδύνευε. Αμέσως του πέταξε ένα μεγάλο σκοινί, που ο λαγός έπιασε με ένα μεγάλο πήδημα. Έτσι κατάφερε να περάσει το ποτάμι, και ευχαρίστησε την κουκουβάγια, που πέταξε χαρούμενη στη φωλιά της. Αφού ξεκουράστηκε για λίγο, ο λαγός, συνέχισε το δρόμο του. ε λίγο μπροστά του έβλεπε το φοβερό «Δάσος του τρόμου», που θα ήταν πιο δύσκολο εμπόδιο από το πρώτο. Παντού υπήρχαν τεράστια δέντρα με καρπούς που έφταναν μέχρι το χώμα. Η μυρωδιά τους τον έκανε να φτερνίζεται! Μπροστά του έβλεπε ένα δύσκολο μονοπάτι με σπηλιές δεξιά και αριστερά. Νυχτερίδες μπαινόβγαιναν στις σπηλιές και έκαναν πολύ θόρυβο. Πήγε να μπει σε μια σπηλιά, αλλά φοβήθηκε! Γι΄ αυτό πήρε φόρα και με μεγάλα
26
πηδήματα γύρισε πίσω στο μονοπάτι, ώσπου κουράστηκαν τα πόδια του και σταμάτησε να ξαποστάσει σε μια λιμνούλα. Ξαφνικά ο λαγός είδε ένα φως που τον τύφλωνε. Ήταν μια χρυσή πεταλούδα που του έκανε νόημα να την ακολουθήσει για να βρει το σωστό μονοπάτι, που θα τον έβγαζε από το δάσος. Καθώς έτρεχε, πίσω από την πεταλούδα, έβλεπε γύρω του σκελετούς από ζώα, έντομα και φίδια να προσπαθούν να τον εμποδίσουν. Ευτυχώς όμως ήταν μπροστά η πεταλούδα και τα θάμπωνε. Μετά από πολλές ώρες στο σκοτάδι αντίκρισε επιτέλους τον ήλιο. Σότε η χρυσή πεταλούδα του είπε: - Δεν κινδυνεύεις πια, γενναίε μου λαγέ. Εγώ φεύγω πρέπει να γυρίσω στο δάσος που είναι το σπίτι μου. - ΄ ευχαριστώ πολύ πεταλούδα μου, που μ΄ έσωσες. Μήπως γνωρίζεις πώς θα πάω στο «Υαράγγι του Δράκου»; - Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό που πας να κάνεις. Εύχομαι να το σκέφτηκες καλά, γιατί το φυλάει ένας φοβερός δράκος! Θα σου δώσω όμως έναν χάρτη και μια πυξίδα για να το βρεις. - Ευχαριστώ πολύ, μα ελπίζω να τα καταφέρω. Δεν έχω και τίποτα να χάσω αφού έχασα τους γονείς μου. - Καλή σου τύχη λοιπόν, γενναίε μου λαγέ, εύχομαι να τα καταφέρεις. Περπατούσε, δυο μέρες, ώσπου επιτέλους είδε από μακριά το μεγάλο φαράγγι: δυο τεράστια βουνά και ανάμεσά τους ένα ποτάμι. Ο ουρανός ήταν γκρίζος, γεμάτος σύννεφα. Από παντού ακούγονταν φωνές διάφορων ζώων. Η καρδούλα του άρχισε πάλι να χτυπάει δυνατά, αλλά ήταν πολύ πεισματάρης και τολμηρός, για να σταματήσει. ε λίγο ακούστηκαν οι κραυγές του δράκου. Πετούσε παντού φωτιές από το στόμα του. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ο λαγός δεν ήξερε από που να προφυλαχτεί! Πηδούσε όσο ψηλά μπορούσε για να ξεφύγει από τις φλόγες του δράκου και από τα άλλα ζώα που θα τον έτρωγαν «ψητό», καθώς θα ήταν μια τέλεια μπουκιά. Ενώ είχε χάσει κάθε ελπίδα, πως θα γλυτώσει, ξαφνικά κοιτάζει ψηλά στον ουρανό και βλέπει έναν μεγάλο αϊτό με τεράστιες φτερούγες, σαν μικρό αεροπλάνο έμοιαζε. Άπλωσε τα τεράστια πόδια του και τον έπιασε από το λαιμό, τόσο που νόμιζε, πως θα τον πνίξει. Αλήθεια αυτή τη φορά είχε φοβηθεί πολύ. Ευτυχώς ο αϊτός τον άφησε αφού τον πέρασε από το φαράγγι. Μετά του είπε:
27
-Ησύχασε μικρέ μου λαγέ, δε θα σου κάνω κακό. Κατάλαβα ότι είσαι πολύ γενναίος, αφού κατάφερες να φτάσεις ως εδώ, γι΄ αυτό και σε βοήθησα. ου εύχομαι από εδώ και πέρα να ζήσεις μια όμορφη ζωή. -΄ ευχαριστώ πολύ, αϊτέ μου. Σι θα έκανα χωρίς τη βοήθειά σου. Ο δράκος θα μ΄ έψηνε ζωντανό. Υτουφτου. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Αντίο. Ήταν απίστευτο, είχε καταφέρει, μετά από πολλές δυσκολίες, να κάνει το όνειρό του αληθινό. Να πετύχει το σκοπό του, να βρει την «Ονειρεμένη Φώρα». Αυτός θα ήταν τώρα ο τόπος που θα ζούσε ειρηνικά με τα άλλα ζώα και θα έκανε τη δική του οικογένεια. Γι΄ αυτό λοιπόν πρέπει κι εμείς στη ζωή μας να είμαστε γενναίοι και δυνατοί, όπως ο λαγός. Να πιστεύουμε στον εαυτό μας και σ΄ αυτά που θέλουμε να κάνουμε. Να μη σταματάμε στην πρώτη δυσκολία. Να συνεχίζουμε τον αγώνα μας. Έτσι θα ζούμε εμείς καλά και ο λαγός καλύτερα στην « Ονειρεμένη Φώρα» του, που τόσο αγωνίστηκε για να τη βρει. Β΄τάξη 2ο Δημοτικό Σχολείο Κουφαλίων Υπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Σαραφίδου Πανδώρα
28
Ως την άκρη του ονείρου< το εγωιστικό μυρμηγκάκι Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε ένα μακρινό χωριό ένα τεμπέλικο μυρμηγκάκι. υγκατοικούσε σε μία αποικία μυρμηγκιών που ήταν πολύ εργατικά και φιλότιμα. Μόνο αυτός διέφερε από τους άλλους. Δεν του άρεσε να δουλεύει και τα ήθελε όλα έτοιμα. Σα ήθελε όλα για τον εαυτό του. Όταν πήγαιναν για δουλειά ήταν πάντα τελευταίος στη σειρά και προσποιούταν πως
δούλευε, αλλά στην πραγματικότητα δεν έκανε απολύτως τίποτα. Προσπαθούσε να βρει διάφορες πονηράδες για να μην δουλεύει και να ξεγελάσει τους υπόλοιπους έτσι ώστε να τους κλέψει τα τρόφιμα που μάζευαν με πολύ κόπο όλη μέρα. Μία μέρα, έβαλε ψεύτικο γύψο στο χέρι του για να μείνει σπίτι και να βλέπει τηλεόραση αραχτός. Η μαμά του δυσαρεστημένη τον υπηρετούσε. Σου έφερνε έτοιμα φαγητά στο τραπέζι και πάντα την μεγαλύτερη μερίδα από τα άλλα αδέλφια. Όταν τελείωνε το φαγητό, την φώναζε να έρθει να μαζέψει το τραπέζι. Δεν κούνησε ποτέ το δαχτυλάκι του για να τη βοηθήσει. Σα δαχτυλάκια του ήταν για να κουβαλήσουν τις προμήθειες των άλλων μυρμηγκιών. Με αυτά κι άλλα πολλά του ήρθε μία λαμπρή ιδέα, γιατί τέτοιοι τεμπέληδες εγωιστές πάντα βάζουν το μυαλό τους να δουλέψει για το δικό τους συμφέρον. κέφτηκε λοιπόν να κάνει έναν ‚Διαγωνισμό Υαγητού‛. Έφτιαξε μία αφίσα που προσκαλούσε όλα τα μυρμήγκια να διαγωνιστούν σε αγώνες δρόμου και το έπαθλο θα ήταν ένα μεγάλο καλάθι φαγητό! Αυτό ήταν πολύ δελεαστικό για τα καημένα τα μυρμηγκάκια που δούλευαν ασταμάτητα, χωρίς να μπορούν να χαρούν λίγη ξεκούραση ή να πάνε μία βόλτα με τους φίλους τους. Η ζωή τους ήταν δουλειά και πάλι δουλειά. Δεν ένιωθαν 29
δυσαρεστημένοι όμως, αγαπούσαν πολύ να δουλεύουν αλλά ξέρετε....λίγη ξεκούραση που και που θα τους έδινε περισσότερες δυνάμεις να δουλέψουν. Άπιαστο όνειρο όμως. Ένα μεγάλο καλάθι φαγητού θα ήταν αρκετό για τις ανάγκες μιας εβδομάδας. Δήλωσαν συμμετοχή όλα τα μυρμήγκια του χωριού. Δεν ήξεραν όμως ότι το πονηρό μυρμηγκάκι τα είχε σχεδιάσει όλα λεπτομερώς για να βγαίνει νικητής μόνο αυτός. Ήταν πάντα ο πιο δυνατός και ο πιο ξεκούραστος, αφού δεν δούλεψε ποτέ στη ζωή του. Επίσης δεν έδινε νερό στα άλλα μυρμηγκάκια όταν έτρεχαν και ίδρωναν. Σους πίεζε να κάνουν όλο και πιο γρήγορα για να βγουν πρώτοι. Όμως ήξερε μέσα του ποιος ήταν ο νικητής. Βδομάδα με βδομάδα, ενώ οι διαγωνισμοί συνεχίστηκαν, τα φαγητά λιγόστευαν στις αποικίες των μυρμηγκιών. Σο εγωιστικό μυρμηγκάκι είχε χτίσει δέκα μεγάλες αποθήκες φαγητού, από τον κόπο των άλλων. Ήταν σε κρυφό σημείο, δεν το ήξερε κανείς. Εντωμεταξύ στο χωρίο, το φαγητό λιγόστευε και τα μυρμηγκάκια άρχισαν να χάνουν δυνάμεις και να αρρωσταίνουν. Σο εγωιστικό μυρμηγκάκι δεν τους λυπόταν. Σα ήθελε όλα δικά του. Δεν ήταν καθόλου ευαίσθητος ούτε απέναντι στα συγγενικά του πρόσωπα. Μία μέρα, ένα μυρμηγκάκι τον είδε στο δρόμο μέρα
μεσημέρι,
ενώ όλοι ήταν τα σπίτια τους ανήμποροι
να
δουλεύουν. Σου φάνηκαν ύποπτες
οι
κινήσεις του και το
μέρος
που
κατευθυνόταν. Ήταν έξω από το χωριό και απορούσε τι πήγε να κάνει εκεί το εγωιστικό μυρμηγκάκι. Έτσι τον ακολούθησε μέχρι που έφτασε μπροστά σε δέκα μεγάλα βουνά από φαγητό. Είχε μείνει άναυδος με αυτό που έβλεπε. Δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Όλα τα φαγητά του χωριού ήταν μαζεμένα σ' αυτές τις αποθήκες. Σώρα συνειδητοποίησε τι πραγματικά συνέβη. Γύρισε λαχανιασμένος στο χωριό για να πει τα νέα στα υπόλοιπα μυρμηγκάκια.
30
Όταν έφτασε στο χωριό άρχισε να φυσάει δυνατός αέρας και να ψιχαλίζει. Η μικρή Εύα ξύπνησε από δυνατούς ήχους που έρχονταν από το παράθυρό της. Ήταν τα κλαδιά του δέντρου που ακουμπούσαν στο παράθυρό της από τον δυνατό αέρα. Πήδηξε αμέσως από το κρεβάτι για να πάει να μαζέψει τα κουνελάκια της από την αυλή. Έβαλε τις γαλότσες
της και εκεί που περπατούσε ακούμπησε πάνω σε κάτι μικρά λοφάκια από χώμα και φύλλα. Ήταν οι αποθήκες φαγητού του εγωιστικού μυρμηγκιού. Με μία πατημασιά κατεδαφίστηκαν δέκα ολόκληρες αποθήκες φαγητού. Δέκα μεγάλα όνειρα που ήταν οι κόποι κάποιων άλλων. Σα έχασε όλα μέσα σε μία στιγμή. Δεν είχε σκεφτεί ότι ο καιρός έχει γυρίσματα. Όταν ο καιρός έφτιαξε, το μυρμηγκάκι που είχε στείλει τα νέα στο χωριό, γύρισε με τους φίλους του στο μέρος με τις αποθήκες. Εκεί είδε το εγωιστικό μυρμηγκάκι να είναι σε απόγνωση και να φωνάζει ‚όοοχι, οι αποθήκες μου! Όοοχι...το φαγητό μου. Όχι , όχι, όχι.‛. Έπιασαν ξανά δουλειά μεταφέροντας στο χωριό τα φαγητά που ήταν στις αποθήκες. Έτσι επικράτησε ξανά ευημερία στο χωριό και ήταν όλοι ευτυχισμένοι, εκτός από έναν....το εγωιστικό μυρμηγκάκι που ένιωθε τόσο ντροπιασμένος. Όμως τα άλλα μυρμηγκάκια δεν του κράτησαν κακία. Σου έδωσαν την ευκαιρία να ξανασκεφτεί για το κακό που τους έκανε και του άνοιξαν το σπιτικό τους για να του προσφέρουν φαγητό. Δεν θα του επέτρεψαν όμως ποτέ ξανά να τους ξεγελάσει γιατί τότε θα έμενε μόνος του για 31
πάντα. Πράγμα το οποίο δεν συνέβη γιατί το εγωιστικό μυρμηγκάκι κατάλαβε το λάθος του και έβαλε μυαλό. Κατάλαβε πόσο πολύ ανάγκη έχει τους φίλους και την οικογένειά του στις δύσκολες στιγμές και έτσι έκανε τα πάντα για να μην τους πικράνει.
Γ΄ τάξη 3ο Δημοτικό χολείο Ιτέας Υωκίδας Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Μπακιάϊ Άλμα
32
Ως την άκρη του ονείρου< το ταξίδι της αγάπης.
Μια φορά κι έναν καιρό ένα μικρό αγόρι κι ένα μπαλόνι είχαν γίνει αχώριστοι φίλοι. Σο αγόρι και το μπαλόνι «γνωρίστηκαν» στο πάρτι γενεθλίων του αγοριού που έκανε για τα 8 του χρόνια. Ήταν το μοναδικό μπαλόνι που δεν έσπασε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού του αγοριού με τους καλεσμένους του. Έτσι, ο μικρός Αλέξανδρος, αυτό είναι το όνομα του αγοριού ο οποίος είναι αρκετά γενναίος και ιδιαίτερα ευαίσθητος, αποφάσισε να το δέσει μ’ ένα σχοινάκι στο κρεβάτι του ώστε να μην το χάσει ποτέ. Σο μπαλόνι, αν και θα έμενε δεμένο για όλη του τη ζωή, ήταν πολύ χαρούμενο με τον καινούριο του φίλο. Από την πολλή του τη χαρά σαν να είχε κοκκινίσει περισσότερο και είχε φουσκώσει κι άλλο από ζωντάνια και υπερηφάνεια. Κάθε μέρα που το αγόρι επέστρεφε από το σχολείο, το μπαλόνι περίμενε με ανυπομονησία ν’ ακούσει τα νέα του Αλέξανδρου. Να του διηγηθεί τι παιχνίδια έπαιξε, τι σκάρωσαν με τους συμμαθητές του, ακόμη και πόσο γρήγορα έτρεξε στο διάλειμμα. Όλο το απόγευμα ο Αλέξανδρος και το κατακόκκινο μπαλόνι έπαιζαν ασταμάτητα. Πότε χοροπηδούσαν στο κρεβάτι, πότε ξάπλωναν αγκαλιά στο πάτωμα και κάποιες φορές έφθαναν όσο πιο ψηλά μπορούσαν. Όσο κι αν τεντωνόταν στις μύτες των ποδιών του ο μικρός Αλέξανδρος δεν κατάφερνε να νικήσει το κατακόκκινο μπαλόνι. Κάποια πρωινά που το μπαλόνι έμενε μόνο στο σπίτι, σκεφτόταν: «Ευτυχώς που ο Αλέξανδρος δεν έχει άλλα παιχνίδια και του είμαι πολύτιμος φίλος». Ένα μεσημέρι όμως, μόλις ολοκλήρωσε το μπαλόνι τη σκέψη του, μπήκε ο Αλέξανδρος στο δωμάτιό του εκνευρισμένος και φανερά στενοχωρημένος. Άρχισε να κλωτσάει το μπαλόνι και να το χτυπά στον τοίχο κλαίγοντας. -Ηρέμησε Αλέξανδρε, του φώναζε το μπαλόνι, τι σου έκανα και με χτυπάς έτσι; -Δεν είσαι πραγματικό παιχνίδι, είπε τότε ο μικρός Αλέξανδρος. Όλοι μου οι φίλοι έχουν βιντεοπαιχνίδια, επιτραπέζια παιχνίδια κι εγώ έχω ένα μπαλόνι που δεν κάνει τίποτα, συμπλήρωσε το αγόρι. 33
Περνούσαν οι μέρες χωρίς ο Αλέξανδρος να μιλάει και να παίζει με το μπαλόνι. Υαινόταν και οι δύο πολύ στενοχωρημένοι, όμως κανείς δεν έκανε κάποια κίνηση επανασύνδεσης και συμφιλίωσης. Ένα βράδυ, πικραμένο καθώς ήταν το μπαλόνι προσπάθησε να ξεκουραστεί για λίγο, μάταια όμως, παρατηρούσε τον καλύτερό του φίλο να κοιμάται και τσουπ< κατάφερε να τρυπώσει στο όνειρό του! Σο όνειρο του Αλέξανδρου αποτελούσε ένα νέο ταξίδι για το κατακόκκινο και ανυπόμονο για το τι θα συναντήσει το μπαλόνι. Καθώς τριγυρνούσε το μπαλόνι μέσα στο όνειρο συνάντησε κάθε λογής ανθρώπους, παιχνίδια, βουνά και θάλασσες. Πρώτα πρώτα συνάντησε τους φίλους του Αλέξανδρου και τους έβλεπε να παίζουν χαρούμενοι και να πειράζονται. κέφτηκε να μην τους ενοχλήσει και διακόψει το παιχνίδι τους. Μετά συνάντησε όλη την οικογένεια του μικρού του φίλου, τους γονείς, τους παππούδες, θείους, θείες και ξαδέρφια. Υαινόταν όλοι τους ευτυχισμένοι και το μπαλόνι δίστασε να τους ενοχλήσει, μην τυχόν μ’ αυτήν την κίνηση διαταράξει τον ύπνο του Αλέξανδρου. Σο μπαλόνι συνέχιζε το ταξίδι του και είδε ξαφνικά πολλά παιχνίδια να πετάνε. Έβλεπε μπάλες, αυτοκίνητα, ρομπότ, ιππότες με άλογα, ηλεκτρονικά παιχνίδια, τηλεχειριστήρια, πειρατές, τουβλάκια και πολλά άλλα. Παρατηρώντας όλα αυτά τα παιχνίδια το μπαλόνι σκέφτηκε: «Δεν τα έχω δει τα συγκεκριμένα παιχνίδια ποτέ στο δωμάτιο του Αλέξανδρου, μάλλον θα είναι τα κανονικά παιχνίδια που ονειρεύεται ν’ αποκτήσει» και κοκκίνισε ακόμη περισσότερο που εκείνο δεν είναι ένα κανονικό παιχνίδι και δεν κατάφερε να κάνει χαρούμενο τον φίλο του. Σο μπαλόνι ήταν αποφασισμένο να φθάσει ως την άκρη του ονείρου του Αλέξανδρου για να δει τι βρίσκεται στο όνειρά του, μήπως και όταν ξυπνήσει καταφέρει να ξανακερδίσει τον φίλο του κάνοντας πραγματικότητα ένα από τα όνειρά του. Σότε τόλμησε να ρωτήσει έναν ιππότη με το άλογό του που φαινόταν πολύ γενναίος: «Μήπως γνωρίζεις πού είναι η άκρη του ονείρου;» και ο ιππότης απάντησε πως δεν υπάρχει αυτό που λέει το μπαλόνι, γιατί τα όνειρα δεν έχουν αρχή και τέλος. τη συνέχεια του ταξιδιού στο όνειρο, το μπαλόνι συνάντησε ένα ιπτάμενο αυτοκίνητο το οποίο φαινόταν να είναι γρήγορο και να έχει κερδίσει πολλούς αγώνες. Έτσι, το ρώτησε μήπως εκείνο γνωρίζει πού είναι η άκρη του ονείρου. Η απάντηση που 34
πήρε το μπαλόνι το στενοχώρησε, το αυτοκίνητο του είπε ότι θα πρέπει να ταξιδέψει πολύ ακόμα για να φθάσει ως την άκρη του ονείρου και το πιο πιθανό είναι να μην προλάβει να φθάσει γιατί ο Αλέξανδρος θα ξυπνήσει και το όνειρο θα πάψει να υπάρχει. Σο αγαπημένο μας μπαλόνι όμως έβαλε τα δυνατά του και άρχισε να πετά πιο γρήγορα για να προλάβει να φθάσει ως το τέλος. Ήταν πολύ περίεργο να δει τι υπάρχει μέσα σε όλο το όνειρο και αν είναι και το ίδιο ένας από τους πρωταγωνιστές στην ονειρεμένη ζωή του Αλέξανδρου. Αποφάσισε να μην ξαναρωτήσει κανέναν και τίποτα για να μη χάσει χρόνο και για να μη στενοχωρηθεί άλλο κι αυτό δεν επιτρέψει στο μπαλόνι να πετύχει τον στόχο του. Με μεγαλύτερη ταχύτητα και κατακόκκινο όπως ήταν το μπαλόνι προσπέρασε πολλές όμορφες «εικόνες» μέσα στο όνειρο, οικογενειακές στιγμές, παιχνίδια με φίλους, ακόμη και τοπία, πανύψηλα βουνά με χιόνι, ήρεμες θάλασσες με γλάρους να πετούν και απέραντα λιβάδια με ζώα να τρέχουν και να απολαμβάνουν τη φύση. Ξαφνικά όμως το μπαλόνι σταμάτησε κι άρχισε να κλαίει, «Ο ιππότης και το αυτοκίνητο είχαν δίκιο, δεν θα καταφέρω να διασχίσω όλο το όνειρο». Σότε είδε το μπαλόνι η δασκάλα του Αλέξανδρου, η κυρία οφία και αφού συζητήσανε για το τι στενοχώρησε και προβλημάτισε το μπαλόνι, εκείνη του είπε: «την άκρη του ονείρου κατοικεί η αγάπη, ό,τι αγαπάμε περισσότερο εκεί βρίσκεται πάντα. Μην εγκαταλείπεις την προσπάθειά σου, συνέχισε το ταξίδι σου».
35
Μάζεψε το μπαλόνι τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει και γρήγορα γρήγορα πάλι προσπερνούσε ό,τι ονειρευόταν ο αγαπημένος του φίλος ώσπου ξαφνικά βλέπει τον εαυτό του μπροστά του! Σι όμορφα που είναι εδώ στο όνειρο! Ο Αλέξανδρος παίζει και μιλάει με το μπαλόνι, το αγκαλιάζει συνέχεια και δεν το αποχωρίζεται καθόλου. Οι γονείς του Αλέξανδρου είναι κι αυτοί πολύ χαρούμενοι που βλέπουν τον γιο τους να χαμογελά ξανά. «Αχ! Μακάρι να ήταν έτσι και στην πραγματικότητα, να μπορούσα να τον κάνω να χαμογελάσει πάλι», σκέφτηκε το μπαλόνι και ξάφνου χάθηκαν όλα< Ο Αλέξανδρος είχε μόλις ξυπνήσει και είχε ένα περίεργο χαμόγελο, ήταν σαν μπερδεμένο με ευτυχία και έκπληξη. Αντίκρισε το μπαλόνι, το αγκάλιασε σφιχτά και του είπε: «Είσαι το αγαπημένο μου παιχνίδι, δεν θα σε αφήσω να φύγεις». Σο μπαλόνι θυμήθηκε τότε τα λόγια της κυρίας οφίας, η αγάπη δε σβήνει ποτέ, αρκεί να ταξιδέψει κανείς ως την άκρη του ονείρου του για να τη βρει. Δ΄ τάξη-Σμήμα Τποδοχής 8ο Δημοτικό χολείο Ελευθερίου- Κορδελιού Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Βλάχου Ευθυμία
36
«Ως την άκρη του ονείρου< με πυξίδα την αγάπη»
Έναν καιρό και μια φορά σε μια ήσυχη και όμορφη πολιτεία ζούσαν δυο αδέρφια, η Αλκμήνη κι ο Ανδρέας. ΄ αυτή την ήσυχη πολιτεία υπήρχαν μεγάλοι, καθαροί δρόμοι με φαρδιά πεζοδρόμια, μεγάλα πάρκα με παιδικές χαρές, όλων των ειδών τα δέντρα και άνθιζαν πολύχρωμα, μυρωδάτα λουλούδια. Σα σπίτια της πόλης όμως ήταν μικρά με μεγάλες αυλές και κήπους στους οποίους ζούσαν πανέμορφα λουλούδια και δέντρα φορτωμένα με κάθε λογής καρπό. την άκρη της πόλης βρισκόταν το σπίτι των δύο παιδιών, μακριά από το θόρυβο και τη φασαρία. Γύρω από το σπίτι υπήρχε μια αυλή με πολλά δέντρα και πυκνό καταπράσινο γρασίδι. την άκρη του αυλόγυρου βρισκόταν μια ζαχαρένια πόρτα. Από εκεί μπαινόβγαινε ο φίλος τους ο Ζαχαρίας, ένας σκανδαλιάρης λαγός. Μια μέρα, που ήταν όμοια με όλες τις άλλες, ο λαγός τούς προσκάλεσε για πρώτη φορά στο σοκολατένιο σπίτι του. Μόλις άνοιξαν την πόρτα της αυλής αντίκρισαν έναν
παράξενο και διαφορετικό κόσμο. Είδαν τα δέντρα γεμάτα με γλειφιτζούρια και μαλλί της γριάς. Οι δρόμοι ήταν φτιαγμένοι από ζελέ και τα πεζοδρόμια από κομμάτια σοκολάτας. Σα σπίτια είχαν κεραμίδια από μπισκότα και τοίχους από παντεσπάνι. Έξω από την πόλη βρισκόταν και μια λίμνη από χυμό πορτοκάλι, που περιτριγυριζόταν από καραμελένιο φράχτη. Όταν έφτασαν στο σπίτι του λαγού, αυτός τους υποδέχτηκε με χαρά και τους εξήγησε γιατί τους κάλεσε. Ήθελε τη βοήθειά τους. Σους μίλησε για μια παράξενη και περίεργη γυναίκα, που κανείς δεν ήξερε πού έμενε. Αυτή η γυναίκα, η Γκριζέλα, απειλούσε να μεταμορφώσει με το ραβδί της την όμορφη και γλυκιά πόλη τους σε μια 37
άσχημη κι άχρωμη πόλη. Ο λαγός πίστευε ότι οι δυο φίλοι του μπορούσαν να πείσουν τη Γκριζέλα να αλλάξει γνώμη. Ξεκίνησαν λοιπόν οι τρεις φίλοι να ψάξουν και να βρουν το σπίτι της Γκριζέλας. Καθώς περπατούσαν, είδαν ξαφνικά μπροστά τους μια μεγάλη πύλη. Δεν πρόλαβαν να σταματήσουν και η πύλη άνοιξε και τους τράβηξε μέσα. Οδηγήθηκαν σε μια σκοτεινή και γκρίζα πόλη, που δεν έμοιαζε σε τίποτα με τις δικές τους πόλεις. Εκεί δεν υπήρχε καθόλου χρώμα. Όλα ήταν άχρωμα και μουντά. Σα σπίτια ήταν άσχημα και βρόμικα. Δεν υπήρχαν πάρκα με δέντρα. Κάποια δέντρα που υπήρχαν στους δρόμους ήταν μαραμένα και χωρίς φύλλα. Σα δάση στους λόφους γύρω από την πόλη ήταν καμένα. Ξαφνιασμένοι από το θέαμα, δεν κατάλαβαν πώς βρέθηκαν μπροστά στο σπίτι της περίεργης γυναίκας. Όταν το αντίκρισαν, δεν περιγράφεται η έκπληξη που ένιωσαν. Σο σπίτι ήταν μεγάλο, σιωπηλό και τυλιγμένο σε ένα πέπλο ομίχλης. Άνοιξαν την εξώπορτα με μεγάλη προσοχή και μπήκαν μέσα. Δεν ακουγόταν τίποτα. Μάλλον η Γκριζέλα έλειπε. Μετά από λίγο ακούστηκαν βήματα και μια πόρτα που έτριζε. Οι τρεις φίλοι ανατρίχιασαν. Επέστρεφε η Γκριζέλα. Σα παιδιά έτρεξαν γρήγορα να κρυφτούν. Δεν είχαν σκεφτεί ακόμα πώς να την αντιμετωπίσουν. Δε γνώριζαν όμως πως η Γκριζέλα είχε την ικανότητα να εντοπίζει τους ανεπιθύμητους επισκέπτες. Σους βρήκε αμέσως. -Ποιοι είστε εσείς; -Σι θέλετε μέσα στο σπίτι μου; τους ρώτησε θυμωμένη. -Βρήκαμε την πόρτα ανοιχτή και νομίσαμε ότι το σπίτι είναι ακατοίκητο, δικαιολογήθηκαν οι τρεις φίλοι. -Θέλουμε να γνωρίσουμε την κυρία Γκριζέλα και να την παρακαλέσουμε να αφήσει την πόλη του φίλου μας του λαγού γλυκιά, όπως είναι, συνέχισαν τα δυο παιδιά. -Εγώ είμαι η Γκριζέλα, θα κάνω ό,τι θέλω, θα κάνω την πόλη του λαγού γκρίζα και πικρή, θέλετε δε θέλετε. Και επειδή θα τα καταφέρω, έτσι θα μείνει για πάντα. -Υύγετε τώρα αμέσως από το σπίτι μου, πριν θυμώσω περισσότερο. Οι τρεις φίλοι απογοητευμένοι ξεκίνησαν να φύγουν. Έφτασαν στο σπίτι του λαγού για να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης τους. Αποφάσισαν ότι, όταν θα κοιμόταν η Γκριζέλα, θα έριχναν μέσα στα φίλτρα της ζάχαρη και πολλά χρώματα. Σο πρόβλημα ήταν πώς θα ξεγελάσουν τη Γκριζέλα, έτσι ώστε να ρίξει το φίλτρο της στη δικιά της πόλη. 38
Σο ίδιο βράδυ λοιπόν πλησίασαν πάλι στο σπίτι και μπήκαν μέσα από το παράθυρο. Κατέβηκαν στο υπόγειο, όπου βρισκόταν το εργαστήριό της, και βρήκαν τα φίλτρα της. Ένιωθαν αγωνία κι ανησυχία για το αν θα πετύχει το σχέδιό τους. Έπρεπε να τα καταφέρουν. Έριξαν με προσοχή τη ζάχαρη και τα χρώματα στα φίλτρα και ετοιμάστηκαν να φύγουν. Από τη φασαρία όμως, που έκαναν άθελά τους, ξύπνησε η Γκριζέλα και πετάχτηκε από το κρεβάτι της σαν ελατήριο. Ο θόρυβος ακούστηκε από το υπόγειο κι έτρεξε γρήγορα να δει τι συμβαίνει. Μόλις τους είδε φώναξε εξαγριωμένη: -Πάλι εσείς εδώ; Σι δουλειά έχετε στο σπίτι μου βραδιάτικα; -Υύγετε αμέσως, πριν πάρω το ραβδί μου και μεταμορφώσω κι εσάς. -Κι επειδή η υπομονή μου έχει φτάσει στα όριά της, φεύγω τώρα κιόλας μαζί με τα φίλτρα μου για την πόλη του φίλου σας του λαγού. Θα την μεταμορφώσω τώρα, αυτή τη στιγμή. Λέγοντας αυτά τα λόγια, βγήκε τρέχοντας από το σπίτι. Οι τρεις φίλοι ανήσυχοι την ακολούθησαν. -ας παρακαλούμε, σταματήστε! Μην το κάνετε αυτό! Περιμένετε! Η Γκριζέλα, χωρίς να σταματήσει, έστρεψε το κεφάλι της και απάντησε: -Όχι, δε σταματώ, δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη με τίποτα! Εκείνη τη στιγμή, δεν πρόσεξε μια μεγάλη πέτρα μπροστά της και σκόνταψε. Πέφτοντας κάτω, κάποια από τα φίλτρα που κρατούσε, έπεσαν πάνω της και τα υπόλοιπα χύθηκαν στους δρόμους της πόλης της. Αμέσως η πόλη μεταμορφώθηκε σε μια όμορφη, πολύχρωμη και ζαχαρωτή πόλη, όπως του λαγού. Η ίδια άλλαξε κι έγινε μια γελαστή και πανέμορφη νεράιδα, η Φρωματένια, που αγαπούσε τα παιδιά. Θυμήθηκε ποια ήταν παλιά και μετάνιωσε για ό,τι είχε κάνει. Σα παιδιά ενθουσιάστηκαν με τις αλλαγές που είδαν και της είπαν: -Δες τι όμορφη που έγινε η πόλη σου και πόσο ωραία έγινες κι εσύ! -Έχετε δίκιο, έπρεπε να σας ακούσω από την αρχή. Όταν έχεις καλή καρδιά, είσαι όμορφος κι εξωτερικά.
39
Από τότε έγιναν αχώριστοι φίλοι και η Φρωματένια τους επισκεπτόταν συχνά. Με το πέρασμα του χρόνου οι τρεις πόλεις ενώθηκαν σε μια μεγάλη, πολύχρωμη, καθαρή κι ευτυχισμένη πόλη. <..με πυξίδα την αγάπη για τη φύση. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς ελπίζουμε να ζήσουμε καλύτερα σε ένα καλύτερο περιβάλλον.
Γ΄ τάξη 15ο Δημοτικό χολείο ερρών Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Σσεσμετζή οφία
40
Ως την άκρη του ονείρου< ενός χρονικού επιρρήματος.
Ποιος θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι η αγάπη μας για τη Γραμματική θα μας χάριζε την πιο όμορφη περιπέτεια της ζωής μας. Είμαστε ο Πέτρος και η Ανθούλα, δύο πολύ καλοί φίλοι. Φτες το απόγευμα σκεφτήκαμε να ανοίξουμε το βιβλίο της Γραμματικής της Ε’ και τ’ Δημοτικού στη σελίδα 163 και να κάνουμε μία επανάληψη τα επιρρήματα. Κάτι περίεργο όμως παρατηρήσαμε στη σελίδα αυτή. το κίτρινο πλαίσιο υπήρχε μόνο ένα επίρρημα< το «Κιόλας» και όλα τα υπόλοιπα είχαν εξαφανιστεί. Ξαφνικά το βιβλίο άρχισε να κουνιέται και να βγάζει φως. ε κλάσματα δευτερολέπτου βρεθήκαμε σε ένα κενό με εικόνες και γράμματα γύρω- γύρω όπου στο τέλος αντικρίσαμε ένα περίεργο πλασματάκι, το οποίο μόλις μας είδε φώναξε «Κιόλας έπιασε το ξόρκι;;; Σο παράξενο πλασματάκι το έλεγαν «Κιόλας» και άρχισε να μιλάει ασταμάτητα.
«Κιόλας»
- Είμαι απελπισμένος. Σα χρονικά επιρρήματα, οι μοναδικοί μου φίλοι, εξαφανίστηκαν<. και ξέρετε ποιος φταίει;< ΕΓΨ! <ΕΓΨ! «Παιδιά» - Και πώς εξαφανίστηκαν (είπαν τα παιδιά χορωδιακά). «Κιόλας» - Ήθελα να εντυπωσιάσω τους φίλους μου και χρησιμοποίησα το βιβλίο με τα 100 απαγορευμένα ξόρκια. Άνοιξα σε μια τυχαία σελίδα και διάβασα δοκιμαστικά ένα ξόρκι που έλεγε: «Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον, πράσινο, μπλε πορτοκαλί, πάρε με σε 41
μια καινούρια γη». Γυρνώντας πίσω διαπίστωσα ότι όλα τα επιρρήματα είχαν εξαφανιστεί. Σο μόνο που βρήκα ήταν ένα σημείωμα κάτω από το μεγάλο δέντρο της πλατείας που έλεγε: «Μόνο ο Πέτρος και η Ανθούλα μπορούν να σε βοηθήσουν. Κάλεσέ τους με το ξόρκι: «Άμπρακατάμπρα, έλα εδώ να σώσεις την κατάσταση, σε αυτό το χωριό» Επειδή το ξόρκι που διάβασα ανέφερε τις λέξεις ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ και ΜΕΛΛΟΝ υποθέτω ότι τα επιρρήματα διακτινίστηκαν σε αυτές τις τρεις χρονικές βαθμίδες. Η μόνη μας λύση είναι να χρησιμοποιήσουμε τη χρονομηχανή που κάποτε κατασκεύασε ο παππούς μου και να πάμε να τα βρούμε. Μπήκαμε μέσα στη χρονομηχανή και ξαφνικά βρεθήκαμε στη χαμένη Επιρρηματίδα (Ατλαντίδα). Μόλις βγήκαμε αντικρίσαμε μπροστά μας όλα τα χρονικά επιρρήματα του παρελθόντος τα οποία μας είπαν ότι η Επιρρηματίδα πρόκειται να καταστραφεί σε 10 λεπτά λόγω της έκρηξης του ηφαιστείου. Αυτό φυσικά θα είχε σαν αποτέλεσμα την καταστροφή της γλώσσας και της γραμματικής. «Κάποτε» -Αχ!... Κάποτε ζούσαμε στην Επιρρηματούπολη ευτυχισμένοι<! «Φτες» - Μέχρι χτες< «Προχτές» - <και προχτές «Φτες» - <ήμασταν χαρούμενοι στην παραδεισένια πόλη μας! «Πριν» - Πριν από λίγο νιώθαμε απόλυτα θλιμμένοι αλλά τώρα που σας βλέπουμε άναψε μία σπίθα ελπίδας! «Σότε» - Σότε ας φύγουμε πριν γίνουμε πραγματικό παρελθόν. «Ανθούλα» - Φρονικά επιρρήματα του παρελθόντος< μπείτε όλοι μέσα στη χρονομηχανή. (Μέσα στη χρονομηχανή…) «Πέτρος» - Πού πάμε τώρα; «Πρόπερσι» - Ελπίζω να μην πάμε στο μέλλον. «Πέρσι» - Μας τρομάζει το μέλλον. Εγώ, ο Πέρσι, και ο αδερφός μου, ο Πρόπερσι, νιώθουμε πολύ μακριά από το μέλλον. «Άλλοτε» - Άλλοτε φοβόμουν το μέλλον. Σώρα χαίρομαι που θα πάω γιατί θα σώσω τους φίλους μου. (18.000 μ. Φ. - Πλανήτης Φ) «Πέτρος» «Κιόλας»
- Υτάσαμε στο μέλλον<. ευτυχώς! - Να τα χρονικά επιρρήματα του Μέλλοντος<! 42
«Πριν» «Πέτρος»
- Πάμε να τους πάρουμε πριν να είναι πολύ αργά! - Επιτέλους σας βρήκαμε!
«Φρονικά -Γεια σας εί- μα- στε τα χρο- νι- κά ε- πιρ- ρή- μα- τα Επιρρήματα του μέλ- λο- ντος. ας πε- ρι- μέ- νου- με. Ρομπότ»
«Πέτρος»
- Μα γιατί μιλάτε συλλαβιστά;
«Πραγματικά – Απομακρυνθείτε< είναι ρομπότ! Φρονικά Επιρρήματα» (Υώναξαν τα πραγματικά επιρρήματα του Μέλλοντος που ήταν κρυμμένα μέσα σε μία σπηλιά) «Αύριο» «Μεθαύριο» «Κιόλας»
«Μετά» «Ύστερα»
- Άντε παιδιά< ας πετάξουμε τους τοξικούς μετεωρίτες για να είμαστε αύριο ελεύθεροι. - Δίκαιο έχει ο Μεθαύριο γιατί έτσι θα είμαστε και μεθαύριο ελεύθεροι. -Μπράβο Αύριο αν και συνήθως είσαι αναβλητικός σήμερα βλέπω ότι ξεπέρασες τα όριά σου για να σώσεις τους φίλους σου. Αλλά και εσύ Μεθαύριο ξεπέρασες ακόμη περισσότερο τα όριά σου γιατί ξέρουμε όλοι ότι είσαι πιο αναβλητικός από τον αδερφό σου τον Αύριο κατά μία μέρα! - Πετάξτε τους μετεωρίτες να τελειώνουμε. Και μην πει κανείς «ΜΕΣΑ»< αμέσως τώρα όπως θα έλεγε και ο Δήμαρχός μας. - Και ύστερα η ιστορία θα γράψει για τα κατορθώματά μας< για τα μελλοντικά χρονικά επιρρήματα που σώσανε τη Γραμματική. 43
«Πέτρος»
Ένα-δύο-τρία-ΠΤΡ< (ΜΠΑΜ… ΑΠΟΛΤΣΗ ΚΑΣΑΣΡΟΥΗ)
«Πέτρος» «Κιόλας»
- Όλοι μέσα στη χρονομηχανή< φεύγουμε! - Ένα κουμπί μας έμεινε. ίγουρα οδηγεί στο Παρόν. (Μεταφορά στο Παρόν)
«Ανθούλα» «Πέτρος» «Κιόλας»
«Υωνή»
«Κιόλας»
- Πού βρισκόμαστε; - Γιατί όλα είναι πορτοκαλί; - Κάτι έχω στο μυαλό μου. Ελπίζω να μην είναι αυτό που φοβάμαι! Από ένστικτο νιώθω ότι είμαι κοντά στην οικογένειά μου< τα χρονικά επιρρήματα του Παρόντος. Αλλά κάτι δεν πάει καλά. Σο βιβλίο με τα 100 απαγορευμένα ξόρκια ήταν πορτοκαλί< και φοβάμαι πως είμαστε μέσα σε αυτό. - ωστά μάντεψες Κιόλας< καλωσορίσατε!! Φα< χα< χα (γελώντας ειρωνικά). Αν θέλετε να βρείτε τους φίλους σας, τα χρονικά επιρρήματα του Παρόντος θα πρέπει να απαντήσετε σε δύο από τους τρεις γρίφους που θα σας πω. Αν δεν καταφέρετε θα κρατήσω τους φίλους σας για εδώ μέσα< και έτσι η Γραμματική θα χάσει τα
επιρρήματα του Παρόντος για πάντα. Πείτε μου, πότε αρρωσταίνει ένα επίρρημα; - Σο ξέρω< το ξέρω< το έχω πάθει. Όταν δεν το χρησιμοποιούν. 44
«Υωνή»
- (ειρωνικά). Ευτυχώς το έχεις πάθει και< δυστυχώς το έχεις βρει. ας δίνω πίσω τον Δήμαρχό σας< τον Αμέσως Σώρα. «Αμέσως Σώρα» - Πόσο χαίρομαι που σας βλέπω!!! Πάμε αμέσως τώρα να λύσουμε και τον επόμενο γρίφο. Ο δεύτερος σας γρίφος είναι: Ποια επιρρήματα, όταν μαγειρεύουν, μετράνε το υλικό που βάζουν στο φαγητό; «Αμέσως - Επειδή, λόγω της ιδιότητάς μου ως Δήμαρχος, γνωρίζω Σώρα» και τους άλλους επιρρηματόκοσμους ξέρω την απάντηση< είναι τα ποσοτικά επιρρήματα. «Υωνή» - Όχι< Σο βρήκατε< πάρτε και τους τελευταίους φίλους σας, τον ήμερα και τον Υέτος. Ta χρονικά επιρρήματα πήραν όλους τους φίλους τους. Σο βιβλίο εξαφανίστηκε. Η Γραμματική σώθηκε!!! Ένα σύννεφο γεμάτο γράμματα εμφανίστηκε και επέστρεψε τον Πέτρο και την Ανθούλα πίσω. Όσο για τον Κιόλας… πήρε ένα σημαντικό μάθημα και κατάλαβε ότι πρέπει να είσαι ο εαυτός σου και να χρησιμοποιείς τις δικές σου δυνάμεις και τα δικά σου χαρίσματα για να κερδίσεις την εκτίμηση των άλλων!
Ε΄ τάξη 1ο Δημοτικό χολείο Πλαγιαρίου Τπεύθυνη Εκπαιδευτικός: Καραγιάννη Φρυσούλα
45
«Ως την άκρη του ονείρου< » Η Αυτοβιογραφία ενός τρατηγού
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπελίτσα που την έλεγαν Λουίζα. Η Λουίζα είχε μια σκυλίτσα, τη Λούση, που μια μέρα γέννησε πέντε κουταβάκια. Η Λουίζα μαζί με την αδερφή της την Ελβίρα έγιναν οι νονάδες κι οι νταντάδες των κουταβιών. Καθώς η Λούση ήταν απασχολημένη με τα μωρά της, τα κορίτσια δεν μπορούσαν να την πάρουν μαζί τους στις βόλτες τους. Ούτε βέβαια τα κουτάβια. Κι ήταν οι βόλτες τους πραγματικά πολλές! Ένα απόγευμα, στη διάρκεια των ατέλειωτων περιπλανήσεών τους, τα δυο κορίτσια βρέθηκαν σ’ ένα εγκαταλειμμένο στρατόπεδο. Ήταν πολύ εύκολο να μπει κανείς μέσα, γιατί το συρματόπλεγμα σε κάποια σημεία ήταν τελείως κατεστραμμένο. Σότε βρήκαν ένα μυστήριο βιβλίο που έγραφε στην ετικέτα του ‘Η Αυτοβιογραφία ενός τρατηγού’. Ξεφυλλίζοντάς το, έφτασαν σε ένα σημείο που έγραφε: «Έτσι, τον Ιούλιο, έγινε ο πόλεμος για πολύτιμους λίθους. Εγώ δημιούργησα τα πάντα. Έστησα τα κανόνια, τα οπλοπολυβόλα, τις βάσεις ηλεκτροσόκ και τις βάσεις επισκευής.» Μη μπορώντας να διαβάσουν άλλο καθώς είχε αρχίσει να νυχτώνει, τα παιδιά επέστρεψαν σπίτι μαζί με την αυτοβιογραφία του στρατηγού. Σο άλλο πρωί, όλο αγωνία, άνοιξαν το βιβλίο και διάβασαν τη συνέχεια. «Έγιναν 14 νικηφόρες μάχες. Δυστυχώς, στην 15η χάσαμε.» Δεν πρόλαβαν να διαβάσουν περισσότερο γιατί η μητέρα τους τις φώναξε να κατεβούν κάτω. Πήραν μαζί τους και το βιβλίο. «Σι είναι αυτό που κρατάτε;» ρώτησε η μητέρα τους. Σα κορίτσια της είπαν ότι είναι ένα βιβλίο που τους το έδωσε η κυρία τους. «Μας είπε να το διαβάσουμε και να το επιστρέψουμε αύριο, μαμά. Μπορούμε να πάμε στο πάρκο για να το διαβάσουμε με την ησυχία μας;» Δεν είχε αντίρρηση η μητέρα τους και τα παιδιά έφυγαν γρήγορα για το πάρκο. Μόλις άνοιξαν το βιβλίο, βρέθηκαν ξαφνικά μέσα στην ιστορία και απέναντι στον τρατηγό που πολεμούσε την πρώτη απ’ τις 15 μάχες του. «Ποιες είστε; Πώς βρεθήκατε εδώ;» τους
46
ρώτησε ξαφνιασμένος ο τρατηγός. Μόλις του είπαν τα ονόματά τους, ο τρατηγός τις διέταξε να μπουν μέσα σε μια βάση επισκευής. Η Ελβίρα, με το που μπήκε στη βάση, είχε τύχη βουνό: βρήκε κατευθείαν ένα τεράστιο κόκκινο διαμάντι. Η πολύτιμη αυτή πέτρα την έκανε πανίσχυρη αλλά και πολύ κακιά. Έτσι, εγκατέλειψε την αδερφή της και πήγε στο στρατόπεδο των κακών. Εκεί τους είπε ότι θα τους βοηθούσε να κερδίσουν στις μάχες τους, όμως για αντάλλαγμα αυτοί θα τη βοηθούσαν να βρει το μπλε διαμάντι. Σο μπλε διαμάντι ήταν χιλιάδες φορές πιο ισχυρό απ’ το κόκκινο κι ήταν κρυμμένο μέσα στο δάσος. Για να το βρει κανείς, έπρεπε να έχει έναν μυστικό χάρτη. «Ξέρουμε πού είναι αυτός ο χάρτης, αλλά στο δρόμο υπάρχουν επικίνδυνοι εχθροί που δεν μπορεί ένα κοριτσάκι να τους αντιμετωπίσει μόνο του,» της είπε ο στρατηγός των κακών. «Γι’ αυτό θα σε βοηθήσουμε να τον βρεις.» Ο στρατηγός έδωσε διαταγές να ετοιμάσουνε αυτοκίνητα, τανκς, πυρομαχικά, ό,τι όπλο είχε και δεν είχε στο στρατόπεδο. Η Ελβίρα αναρωτήθηκε γιατί άραγε να ετοιμάζουν τόσα πολλά πολεμικά μέσα. Σότε ο στρατηγός της απάντησε ότι οι εχθροί ήταν παντοδύναμοι κι ότι ήταν πολύ δύσκολο να τους νικήσει κανείς. «Μέσα σ’ αυτούς είναι κι η αδερφή σου.» Όσο διάστημα γινόντουσαν αυτά στο στρατόπεδο των κακών, η Λουίζα πήγε στον στρατηγό των καλών και του είπε ότι η αδερφή της η Ελβίρα μολύνθηκε από ένα κόκκινο διαμάντι. Ο στρατηγός της είπε ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα για την Ελβίρα. «Μην στενοχωριέσαι, όμως, η αδερφή σου μπορεί να σωθεί μόνο με το μπλε διαμάντι,» την καθησύχασε. «Γι’ αυτό πρέπει να βρεις τον χάρτη που θα σε οδηγήσει σ’ αυτό.» Η Λουίζα, μην μπορώντας να κάνει διαφορετικά, ανακοίνωσε στον στρατηγό ότι θα πάει να βρει τον χάρτη. Αυτός της υποσχέθηκε ότι θα την βοηθήσει. Έδωσε αμέσως διαταγές και ετοιμάστηκε στρατός, κανόνια, οπλοπολυβόλα, βάσεις ηλεκτροσόκ και βάσεις επισκευής. Ξαφνικά κι αναπάντεχα όμως κάποιος έκλεισε το βιβλίο. Σο αποτέλεσμα ήταν ότι όλοι παγιδεύτηκαν μέσα. Οι σελίδες ενώθηκαν και τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ γρήγορα. Για πότε οι δυο στρατοί και τα δυο κορίτσια βρεθήκανε αντιμέτωποι, δεν το κατάλαβε κανείς. Η Ελβίρα, κάτω απ’ την επίδραση του κόκκινου διαμαντιού, ήταν μεσ’ στην κακία και την στρίφνα. «Εγώ θα πάρω το διαμάντι κι όχι εσύ,» είπε στην αδερφή της απότομα. ΗΛουίζα προσπάθησε να τη συνετίσει και της μιλούσε όσο πιο γλυκά γινόταν. Σότε η Ελβίρα της πρότεινε η καθεμιά τους να ακολουθήσει με τα πόδια διαφορετικό δρόμο για να είναι πιο δίκαιος ο ανταγωνισμός.
47
Σην ώρα που η αδερφή της δεν έβλεπε, η Ελβίρα πήρε ένα απ΄τα τανκς των κακών κι έφτασε πολύ πιο γρήγορα στον χάρτη. Με τον χάρτη στα χέρια της, ήταν πλέον θέμα χρόνου να βρει και το μπλε διαμάντι. Ο στρατηγός των καλών όμως, βλέποντας αυτήν την εξέλιξη, πλησίασε την Λουίζα και της είπε το μεγάλο του μυστικό. «Αφού η αδερφή σου δεν φέρεται τίμια, τότε κι εγώ θα σου πω ότι ξέρω πού είναι το μπλε διαμάντι. Αυτή η πέτρα είναι παντοδύναμη. Μπορεί αυτός που την έχει στα χέρια του να κάνει ό,τι θέλει. Εγώ είμαι χρόνια στρατηγός και δεν σου κρύβω ότι έχω σιχαθεί και τον στρατό και τα κανόνια, τα οπλοπολυβόλα, τις βάσεις ηλεκτροσόκ και τις βάσεις επισκευής. Έχω βαρεθεί να ετοιμάζομαι για μάχες.» Η Λουίζα δεν μπόρεσε να μην προσέξει ότι τα μάτια του στρατηγού είχαν αρχίσει να βουρκώνουν. «Γι’ αυτό,» συνέχισε ο καλός αυτός άνθρωπος, «θα πρέπει να μου υποσχεθείς ότι μόλις βρούμε το μπλε διαμάντι, θα το χρησιμοποιήσουμε για να γίνει η αδερφή σου πάλι καλή και να διαλύσουμε τον στρατό και τα κανόνια, τα οπλοπολυβόλα, τις βάσεις ηλεκτροσόκ και τις βάσεις επισκευής.» Η Λουίζα έδωσε αμέσως την υπόσχεσή της. Ούτε που την ένοιαζε ο πόλεμος. «Σότε, έλα μαζί μου,» της είπε ο στρατηγός. Οι δυο τους κατάφεραν κι έφτασαν πρώτοι στο πανίσχυρο μπλε διαμάντι και το κρατούσαν σφιχτά στα χέρια τους. ε λίγο έφτασε κι η Ελβίρα πάνω στο τανκ. Κατάλαβε αμέσως ότι είχε χάσει. Φωρίς πολλά-πολλά, άγγιξε το διαμάντι, έγινε πάλι καλή και τα δυο κορίτσια, χωρίς να προλάβουν ούτε μια κουβέντα να πουν στον στρατηγό που χαμογελούσε φαρδιά-πλατιά απ’ την ικανοποίηση, βρέθηκαν πάλι στο εγκαταλειμμένο στρατόπεδο που είχε αρχίσει να καταρρέει.
Ε΄ τάξη 6ο Διαπολοτισμικό Δημοτικό χολείο Ελευθερίου Κορδελιού Τπεύθυνη εκπαιδευτικός; Μαλιβίτση Ζωή
48
Ο Μετροσκεπαστής
Μια φορά και έναν καιρό πέρα μακριά, λίγο πριν φτάσεις στα ρίζα των βουνών της καταχνιάς, λίγα σπίτια διάσπαρτα γύρο από ένα καμπαναριό σχημάτιζαν ένα μικρό χωριό. χεδόν κανέναν δεν τον έπιανε ο ύπνος αμέσως. Ούτε τον Μπομπιρίσκο. Έτσι τον φώναζαν τα άλλα παιδιά. Μπομπιρίσκο. Γιατί ήταν ο πιο μικροκαμωμένος. Καθόταν κουκουλωμένος κάτω από την κουβέρτα του και ζεσταινόταν με τα χνότα του. Κάτω στα πόδια του, επάνω στην κουβέρτα, ήταν ραμμένη η χρονολογία. 1912. Ο Κώστας από την μεγαλύτερη τάξη είπε πως οι κουβέρτες έρχονται από τον πόλεμο και ότι κι αυτοί από κει είχαν έρθει. Ο Μπομπιρίσκος δεν θυμόταν από που είχε έρθει οπότε δεν τον πίστευε. Σο μόνο που ήξερε ήταν πως από τον πόλεμο έρχονταν μόνο φαντάροι. Όχι παιδιά. Οι καλόγριες έσβηναν τα φώτα μόλις το ρολόι στον τοίχο δείξει εννιά ακριβώς. Σώρα που το χιόνι είναι μέχρι το παράθυρο του κάτω ορόφου πέφτουνε μία ώρα πιο νωρίς για ύπνο. Η σόμπα στο κέντρο του δωματίου άνοιξε για τελευταία φορά και η ηγουμένη έβαλε ένα ξύλο. Ο Κώστας έλεγε πως οι σόμπες καταπίνουν ξύλα. Μετά η ηγουμένη την έκλεισε και μαζί της έκλεισε και το φως. Κρύο. Όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου σκεπάζονταν μέχρι πάνω και προσπαθούσαν να ζεσταθούν με τα χνότα τους. Μόνο ο Μπομπιρίσκος έμενε ξύπνιος ως αργά. Περίμενε να δει τον φίλο του.
¨Θα
έρθει
και
σήμερα¨
σκέφτηκε.
Είμαι
σίγουρος. Ήταν ο μόνος που τον είχε δει εδώ και χίλια χρόνια! Αυτό δεν το είπε ο Κώστας. Αυτό το είπε η ηγουμένη. Ήταν μόλις πριν από δύο μήνες. Ο χειμώνας ήταν κοντά και ο Μπομπιρίσκος θυμάται πως συνέχεια έβρεχε και φύσαγε. Και μετά ήρθε εκείνο το 49
βράδυ που δε θα ξεχάσει ποτέ στη ζωή του. Πολλές φορές, όταν όλα τα άλλα παιδιά κοιμόντουσαν του άρεσε να σηκώνεται και να κάθεται δίπλα στο τζάμι χαζεύοντας την βροχή που έλουζε τα πάντα. Εκείνο το βράδυ δε σκεπάστηκε μέχρι πάνω. Συλίχτηκε την κουβέρτα και σύρθηκε μέχρι το παράθυρο. Ο τεράστιος κήπος ακριβώς μπροστά είχε μετατραπεί σε μία τεράστια γούρνα με λάσπη. Αύριο σίγουρα η ηγουμένη θα τους έβαζε να καθαρίσουνε μετά το πρωινό και την προσευχή. Ακριβώς μπροστά και πέρα από τον κήπο ισιώνονταν οι λεύκες. Ήταν τόσα τα βράδια που στεκόταν στο παράθυρο, ώρες ατελείωτες και τις θαύμαζε να χορεύουν ακούγοντας τον άνεμο, που τις είχε δώσει και όνομα. Ρόζα, όπως το ξανθό κορίτσι με τα γαλάζια μάτια στην εκκλησία. Πόπη, όπως η κοκκινομάλλα με το άσπρο δέρμα που μένει δυο στενά πιο κάτω. Και η Ζακλίν, όπως το κορίτσι που ήρθε πέρσι στο χωριό και μιλά μία άλλη γλώσσα< πολύ όμορφη, κρίμα όμως που δεν την καταλάβαινε. Ήταν τόσο ψηλές οι λεύκες που ο Μπομπιρίσκος πίστευε πως έφταναν ως την άκρη του ‘ρανού. Από εκεί ερχόταν κι εκείνος που δεν επιτρεπόταν να μιλήσουν. ¨σσς< άλλαξε σκέψη Μπομπιρίσκο¨ σκέφτηκε. Μέχρι τις ρίζες τους επιτρεπόταν να πάνε. Εκεί ήταν τα σύνορα του ορφανοτροφείου. Δεν είχαν δει τίποτα πέρα από κει. Δεν ήξεραν πως είναι ο κόσμος πέρα από κει. Μονάχα κάποια βράδια σαν εκείνο που άστραφτε στον ουρανό και ο κόσμος γέμιζε φως, έστω και στιγμιαία έβλεπαν από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου τα βουνά πέρα μακριά. Ένα τέτοιο βράδυ λοιπόν τον είδε! Ήταν σίγουρα μετά τα μεσάνυχτα γιατί το μικρό μαύρο στο ρολόι έδειχνε πλέον στο ¨ένα¨ και όχι στο ¨δώδεκα¨. Σον είδε. Αυτόν που δεν επιτρεπόταν να λένε το όνομά του. Σον είδε! Εμφανίστηκε ανάμεσα στη Πόπη και την Ζακλίν και τις παραμέρισε με τα τεράστια χέρια του. ηκώθηκε όρθιος και ήταν< Ο Θεέ μου! Πιο ψηλός κι από τις λεύκες. Αυτός ήταν. Ο γίγαντας που λέγανε τα μεγάλα αγόρια και αυτός που η ηγουμένη μαζί με όλες τις άλλες καλόγριες δε τους άφηναν να μιλήσουν. Ήταν τεράστιος. Πιο τεράστιος κι από τεράστιος. Ήταν γίγαντας και ήταν τόσο καλός. Ήταν < Ο Μετ< ¨σσς<
άλλαξε
σκέψη
Μπομπιρίσκο¨
ξανασκέφτηκε. 50
ίγουρα ήταν αυτός. Με το ένα του χέρι παραμέρισε την Ζακλίν και στο άλλο κρατούσε< Ο Θεέ μου! Σον Γνώμονα. «Ο Μετροσκεπαστής!!» τα χείλη του τελικά δεν άντεξαν και ψιθύρισαν την απαγορευμένη λέξη ενώ τα μάτια του δε χόρταιναν να τον κοιτάζουν. Όλοι ξέρανε πλέον την ιστορία του Μετροσκεπαστή. Ένας πελώριος γίγαντας, πιο γίγαντας κι από γίγαντα, με μακριά άσπρη γενειάδα και έναν τεράστιο γνώμονα στο χέρι να μετρά τις σκεπές των σπιτιών αν είναι γερές και αν θα αντέξουν το χιόνι του χειμώνα. Σέτοια εποχή εμφανίζονταν. Με το γνώμονα στο χέρι πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και έλεγχε. Πολλές ήταν οι σκεπές των γύρο χωριών που θέλανε επιδιόρθωση αλλιώς το βάρος του χιονιού που θα έρχονταν σε λίγους μήνες θα τις γκρέμιζε. τη συνέχεια ανέβαινε στην κορυφή των βουνών της καταχνιάς και άνοιγε τα μαγικά βάζα των ονείρων. Σα όνειρα ταξίδευαν πίσω στα χωριά και βρίσκανε τους ιδιοκτήτες
των
σπιτιών
που
οι
στέγες
τους
ήταν
χαλασμένες. Μπαίνανε από τη μύτη την ώρα που κοιμόντουσαν,
σαν
φωτεινή
αστερόσκονη
και
τους
έδειχναν ακριβώς το σημείο που έπρεπε να διορθωθεί. Σο πρωί όλοι ξέρανε τι έπρεπε να κάνουν< -
Σον είδα! Ήμουν σίγουρος πως τον είδα. Και τη γενειάδα< και τον γνώμονα. Μόνο το βάζο με τα όνειρα δεν είδα. Και< Και με είδε και αυτός. Και με είδε ότι τον είδα. Και ξαφνιάστηκε και πήγε να φύγει γρήγορα και έτσι όπως έστριψε χτύπησε με τον γνώμονα την καμινάδα του αγίου Πέτρου δίπλα μας. Και την έσπασε< «ταμάτα», φώναξε η ηγουμένη και ανάγκασε τον Μπομπιρίσκο να ανοίξει τις
παλάμες του. «Σο ψέμα είναι ένα από τα δέκα μεγαλύτερα αμαρτήματα» τρίκλισε μέσα από τα δόντια της καθώς ο ξύλινος χάρακας συναντούσε τις παλάμες του παιδιού. Μία, δύο, τρεις, τέσσερεις< Η πόρτα χτύπησε και ο επίτροπος Ησίοδος του Ιερού ναού του Αγίου Πέτρου απέναντι από το ορφανοτροφείο μπήκε μέσα. -
υγνώμη για την ενόχληση ηγουμένη.
-
Ευλογείτε. ε τι θα μπορούσα να σας φανώ χρήσιμη πάτερα Ησίοδε;
-
Ο αιδεσιμότατος ζητά τη βοήθειά σας. 51
-
Ναι<
-
Η καμινάδα του ναού< έσπασε. Ο Κύριος το έδειξε στον αιδεσιμότατο στο όνειρό του, Ηγουμένη. Μεγάλη η χάρη του. Και πρέπει να βιαστούμε. Σα χιόνια έρχονται! Ε΄& Σ΄ τάξη Δημοτικό χολείου Σοιχίου Καστοριάς Τπεύθυνος Εκπαιδευτικός: Κυπαρισσόπουλος Φρήστος
52
«Ως την άκρη του ονείρου< » Σα χρωματιστά μπαλόνια
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα γλυκό, μικρό κοριτσάκι που ζούσε με τον πατέρα της στο δάσος. Σο λέγανε οφία. Μια μέρα, καθώς περιπλανιόταν στο δάσος, έφτασε σ’ ένα σημείο γεμάτο μπαλόνια, άπειρα μπαλόνια όλων των αποχρώσεων και μέσα στο καθένα υπήρχε μια κινούμενη εικόνα. Γρήγορα η οφία κατάλαβε πως ήταν τα όνειρα χιλιάδων παιδιών. κέφτηκε να μπει σ’ ένα. Διάλεξε ένα τεράστιο τουρλωτό κίτρινο μπαλόνι. Όταν μπήκε, είδε ένα αγοράκι και κρύφτηκε. Αυτός όμως είδε την σκιά της και φώναξε δυνατά ‘Ποιος είναι;’ Η μικρή διέκρινε στη φωνή του αγοριού κάποια ανησυχία, ίσως και φόβο, όμως χαμογέλασε πειραχτικά κι έφυγε γρήγορα πριν την δει χωρίς να του απαντήσει. Λίγο αργότερα, βλέποντας τα διάφορα μπαλόνια, αποφάσισε να μπει σ’ ένα ακόμα, όμως για να μην την αναγνωρίσει το επόμενο παιδί που θα συναντούσε στο μπαλόνι, είπε φωναχτά ‘Ας μπω πρώτα σε εκείνο το δωμάτιο με την ταμπέλα που γράφει «τολές Ονείρων»’. Όντως μπήκε και διάλεξε μια στολή λύκου, που ήταν το αγαπημένο της ζώο. ειρά είχε ένα πορτοκαλί μπαλόνι. Ντυμένη από πάνω ως κάτω λύκος, η οφία μπήκε τώρα σ’ αυτό και με το έμπα αντάμωσε ένα κορίτσι. ‘Ευκαιρία να δοκιμάσω τη δύναμή μου,’ σκέφτηκε η οφία και ρώτησε το κορίτσι με βαριά κι άγρια λυκίσια φωνή: ‘Εσύ πού πας κοριτσάκι;’ Σο μικρότερο παιδί είπε φοβισμένα ‘Βο< βολ< βόλτα. Εσύ;’ Η οφία γέλασε και το γέλιο της ήταν λίγο ύποπτο λες κι είχε σκοπό να κάνει κάτι πραγματικά πονηρό. Όμως πριν προλάβει να μιλήσει ή να κάνει το οτιδήποτε, κάποιος την έβγαλε απ’ το μπαλόνι. αστισμένη που δεν έβλεπε πουθενά τα μπαλόνια των ονείρων, γύρισε να δει ποιος ήταν. Είδε τότε έναν κύριο ντυμένο στα μαύρα που της είπε ‘Μικρούλα μου, ανακατώνεις τα όνειρα των παιδιών. Ξέρεις ότι είναι χιλιάάάάδες παιδιά στον κόσμο που βλέπουν εφιάλτες; Εσύ από πού είσαι; Από τον Εφιάλτη;’
53
Η οφία έβαλε τα κλάματα και του απάντησε ‘Φίλια συγνώμη για το ανακάτεμα, πώς μπορώ να επανορθώσω;’ Ο κύριος σοβαρός-σοβαρός της είπε ‘Μπες σ’ αυτό το πράσινο μπαλόνι και θα δεις τι εστί να βλέπεις εφιάλτες.’ Σο παιδί χωρίς να ξέρει τι έμελλε να συμβεί, μπήκε μέσα. Βρέθηκε, όπως συνήθως, να περπατάει στο δάσος, όμως ξαφνικά ένιωσε μια σκιά από πίσω της. Υοβισμένη φώναξε ‘Ποιος είναι;’ Η σκιά χαμογέλασε και με κάτι μεγάλες δρασκελιές εξαφανίστηκε. Η οφία τρομοκρατημένη, το έβαλε στα πόδια. Δεν ήξερε τι την περίμενε κι αυτό την γέμιζε ακόμη περισσότερο φόβο κι αγωνία. Ξαφνικά, εμφανίστηκε ένας πραγματικός λύκος που της είπε με πονηριά στο μάτι: ‘Εσύ πού πας λυκοκοριτσάκι;’ Σότε η οφία θυμήθηκε ότι φορούσε και σ’αυτό το μπαλόνι τη στολή του λύκου. ‘Να πάρει,’ σκέφτηκε, ‘Σην πάτησα. Ξέχασα να βγάλω τη στολή. Σώρα; Πώς θα το πάρει αυτός που φοράω τη στολή της ράτσας του;’ ‘Βο< βολ< βόλτα. Εσύ;’ του είπε φοβισμένα και θυμήθηκε το κοριτσάκι στο πορτοκαλί μπαλόνι. Σότε, στο πορτοκαλί μπαλόνι, η οφία ήταν ο λύκος και το κοριτσάκι ήταν η οφία. ‘Πώς τα φέρνει η ζωή!’ σκέφτηκε η οφία. ‘Φα χα’ ήταν η απάντηση του λύκου. ‘Πολύ ύποπτο αυτό το χα χα,’ σκέφτηκε η οφία. Ο λύκος τότε την πίεσε να διαλέξει έναν δρόμο, τον σκοτεινό ή τον φωτεινό. κέφτηκε, σκέφτηκε, έσπασε το κεφάλι της απ’ την σκέψη και πριν προλάβει να απαντήσει, είδε πίσω απ’ τον λύκο και μέσα απ’ την στολή του λύκου που φορούσε έναν κλέφτη, έναν διαβόητο ληστή, τον φόβο και τρόμο του δάσους. Όπως σε κάθε ιστορία, τα πράγματα γινόντουσαν όλο και χειρότερα. Διότι μόλις αποφάσισε να το βάλει στα πόδια, διαπίστωσε ότι όλοι οι δρόμοι είχαν καταστραφεί. υνέχισε να τρέχει ξέροντας καλά ότι κάποιος την παρακολουθούσε. Έψαχνε απελπισμένα για άλλα μπαλόνια, μα πουθενά δεν έβλεπε τίποτα. Υυσικά, όπου και να ήθελε να πάει, ο δρόμος, ο καταστραμμένος δρόμος, ήταν ατέλειωτος. Ξαφνικά ακινητοποιήθηκε κι έβγαλε μια δυνατή φωνή ‘Σι έχω κάνει; Γιατί μου το κάνεις αυτό; Δεν ήθελα ποτέ μου να πληγώσω κάποιον.’ Αμέσως μετά το παιδί ξέσπασε σε κλάματα και μεταφέρθηκε σ’ ένα μέρος φαντασμαγορικό. ‘Α, ένα παλάτι! Επιτέλους κάτι καλό!’ σκέφτηκε η οφία. Σο παλάτι όμως ήταν γεμάτο νυχτερίδες, αράχνες, φίδια, και ό,τι τρομαχτικό κι αηδιαστικό μπορούσε να βάλει ανθρώπου νους. Σι να κάνει; Μπήκε μέσα η οφία και βρέθηκε στο σχολείο της! ‘Επιτέλους!’ αναφώνησε. ‘Επιτέλους, τελείωσαν όλα!’ 54
Πριν καλά-καλά προλάβει να πει την λέξη ‘όλα’, βρέθηκε δίπλα στην κυρία των αγγλικών με τη βαριά κι άγρια λυκίσια φωνή. Είπαμε, σε κάθε, μα σε κάθε ιστορία, όλα γίνονται όλο και χειρότερα. ‘Αυτό εννοούσε άραγε ο λύκος όταν έλεγε για φωτεινό και σκοτεινό δρόμο;’ αναρωτήθηκε η μικρή. ‘Σώρα; ποιος με σώζει;’ Είδε από απόσταση κάποιες φίλες της κι άρχισε να φωνάζει ‘Κορίτσια, κορίτσια, εδώ είμαι. Φέλοου;’ Πλησιάζοντας περισσότερο αντιλήφθηκε ότι αυτές ήταν οι κανονικές της φιλενάδες και στη μέση ήταν το κοριτσάκι απ’ το πορτοκαλί μπαλόνι. Δυστυχώς για τη οφία, αυτές όλο και απομακρύνονταν ώσπου έγιναν αραιός καπνός. ‘Κορίτσια, συγνώμη, ΤΓΝΨΜΗ σας λέω!’ φώναξε τόσο δυνατά που μάλλον την άκουσε όλο το δάσος. Σότε, ξύπνησε κι η ίδια. Η τρομάρα της ήταν απερίγραπτη, την είχε κυριολεκτικά λούσει ο κρύος ιδρώτας της ανησυχίας. Ένιωθε λες και είχε κάνει κάτι κακό, κάτι μοχθηρό, αν και καταλάβαινε ότι ήταν απλώς ένα όνειρο. Πήγε στη βρυσούλα να πλυθεί και κατευθείαν πήγε να τσιμπήσει κάτι, ο εφιάλτης την είχε κάνει να πεινάει σαν < λύκος! Κατάλαβε πως ό,τι δεν θέλουμε να μας κάνουν δεν πρέπει να το κάνουμε εμείς στους άλλους και εννοείται βέβαια ούτε οι άλλοι σε μας. Επίσης κατάλαβε ότι έπρεπε αμέσως να αγοράσει ονειροπαγίδα για τους εφιάλτες. Και, τέλος, κατάλαβε φυσικά ότι τα πράσινα δεν ήταν τα αγαπημένα της μπαλόνια!
Σ΄ τάξη 6ο Διαπολοτισμικό Δημοτικό χολείο Ελευθερίου Κορδελιού Τπεύθυνη εκπαιδευτικός; Μαλιβίτση Ζωή
55
Ο μυστηριώδης καθρέφτης και τα γκρίζα παιδιά Κάποτε, σε ένα καταπράσινο λιβάδι υπήρχε ένα ταπεινό ξύλινο σπιτάκι που το χώριζε από την πόλη ένα ποτάμι με μια γέφυρα. το σπίτι αυτό ζούσε ένα πάμφτωχο κοριτσάκι με τους γονείς του και τα λίγα ζωντανά τους. Σο κοριτσάκι ήταν πολύ έξυπνο και εργατικό και βοηθούσε τους γονείς του στις δουλειές του σπιτιού. Μια μέρα ο δήμαρχος της πόλης διοργάνωσε ένα διαγωνισμό ζωγραφικής για παιδιά με σκοπό να στολίσει το εμπορικό κέντρο. Έτσι το ανακοίνωσε παντού. Σο κορίτσι μόλις το έμαθε κλείστηκε στο δωμάτιό του για τρεις μέρες και άρχισε να ζωγραφίζει. Όταν τελείωσε τη ζωγραφιά ο πατέρας του την πήγε στην πόλη. Ο δήμαρχος προσκάλεσε όλους τους διαγωνιζόμενους να παραβρεθούν στην μεγάλη αίθουσα του δημαρχείου, όπου θα ανακοίνωνε τον νικητή. Έτσι το κοριτσάκι φόρεσε την κόκκινη ζακέτα του και πήγε με τον πατέρα του στην πόλη. Υτάνοντας εκεί έβλεπε πράγματα που δεν είχε ξαναδεί στη ζωή του. Έβλεπε βιτρίνες με παιχνίδια, βιτρίνες με ρούχα και παπούτσια, ζαχαροπλαστεία με πεντανόστιμα γλυκά, αρτοποιία, ψηλά κτίρια και θαύμαζε τα πάντα γύρω του. Μόλις έφτασαν έξω απ’ το δημαρχείο αντίκρισε
ένα
εντυπωσιακό
φωταγωγημένο κτίριο. Ανέβηκαν τις μαρμάρινες σκάλες και μπήκαν στην μεγάλη αίθουσα, όπου όλοι οι καλεσμένοι ήταν καλοντυμένοι. Η ώρα έφτασε και ο δήμαρχος πήρε στα χέρια του τον φάκελο με το όνομα του νικητή. -Έχω να σας ανακοινώσω ότι ο νικητής ή η νικήτρια του διαγωνισμού είναι< η Ιουλία Καλού. Παρακαλώ να έρθει κοντά μας. Σην ίδια στιγμή αποκαλύφθηκε και η ζωγραφιά του κοριτσιού. Αμέσως ακούστηκαν χειροκροτήματα και επιφωνήματα θαυμασμού από τον κόσμο. Σο κοριτσάκι ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Δεν πίστευε ότι αυτό ήταν η νικήτρια του διαγωνισμού. -Εσύ είσαι η Ιουλία Καλού; Παρακαλώ, πλησίασε κοντά μας να παραλάβεις το βραβείο σου. Μόλις η Ιουλία ανέβηκε στην εξέδρα άκουσε κάποιους να την κοροϊδεύουν. -Λοιπόν, πες μας πώς εμπνεύστηκες αυτήν την ζωγραφιά.
56
-Ξέρετε δεν είχα χρώματα< Εκεί που μένω έχει μόνο σκουπίδια που πετούν οι άνθρωποι της πόλης. Έτσι ζωγράφισα μ’ αυτά. Ο κόσμος γύρω του ξέσπασε σε ειρωνικά γέλια. Ο δήμαρχος φανερά αμήχανος είπε: -Λοιπόν, Ιουλία Καλού σου δίνω τα συγχαρητήριά μου. Σο έργο σου θα στολίσει το εμπορικό κέντρο κι εσύ θα πάρεις υποτροφία για το καλύτερο σχολείο της πόλης. Αυτή είναι η απόφαση της καλλιτεχνικής επιτροπής. Η Ιουλία κατέβηκε από την εξέδρα και τότε ένα χέρι τη σταμάτησε. -υγχαρητήρια για τη ζωγραφιά! Είναι πραγματικά πρωτότυπη! Με λένε Πέτρο. Είμαι ο γιος του Δημάρχου. Θα τα πούμε στο σχολείο. -’ ευχαριστώ, είπε η Ιουλία και πήγε κοντά στον πατέρα της. Σην επόμενη μέρα η Ιουλία πήγε χαρούμενη στο σχολείο. χεδόν πετούσε απ΄ τη χαρά της, γιατί θα γνώριζε από κοντά το σχολείο των ονείρων της. Πέρασε την μεγάλη σιδερένια πόρτα του σχολείου και πήγε κατευθείαν στο γραφείο της διευθύντριας. Παρέλαβε την τσάντα με όλα τα απαραίτητα και πήγε στην τάξη της. Ανυπομονούσε να κάνει καινούργιους φίλους. Η δασκάλα της την σύστησε στα παιδιά και αμέσως χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα. Ευτυχώς που ο Πέτρος ήταν συμμαθητής της .Οι κουβέντες μαζί του ήταν πολύ ευχάριστες τόσο που ο χρόνος στο σχολείο πέρασε γρήγορα. Η τελευταία ώρα ήταν η ώρα της γυμναστικής. το σχόλασμα τα παιδιά πήραν τα πράγματά τους όμως η Ιουλία δεν έβρισκε την τσάντα της. Κάποιος βγαίνοντας από την τάξη της ψιθύρισε: «κουπίδι». Κι αμέσως ακούστηκαν χαχανητά. Η Ιουλία βγήκε βουρκωμένη απ΄ την τάξη. Έτρεξε έξω στην αυλή για να ρίξει νερό στο πρόσωπό της. Ένα δάκρυ κύλησε απ΄ τα μάτια της κι έπεσε στη βρύση. «Γιατί;» σκέφτηκε. Ο Πέτρος την πλησίασε και της έδωσε την τσάντα της που τη βρήκε πεταμένη στον κάδο των σκουπιδιών. Σην επόμενη μέρα το πρωί τα παιδιά του σχολείου αντίκρισαν έκπληκτα ένα παράξενο θέαμα. τις βρύσες του σχολείου εμφανίστηκε ένας πανέμορφος καθρέφτης από πάγο. Από περιέργεια τα παιδιά έτρεξαν να δουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη. Σότε ακούστηκαν τσιρίδες. Η εικόνα κάποιων παιδιών ήταν αποκρουστική. Ο καθρέφτης τα έδειχνε κακάσχημα, σχεδόν τερατόμορφα. Κάποια άλλα πάλι
τα έδειχνε ιδιαίτερα
όμορφα με μια παράξενη λάμψη γύρω τους. Η διευθύντρια βλέποντας αυτό το θέαμα αμέσως φώναξε τον επιστάτη να τον γκρεμίσει και να καθαρίσει το χώρο. Σην επόμενη μέρα ο καθρέφτης ήταν πάλι εκεί. Και πάλι ο επιστάτης τον γκρέμισε. Κάτι μυστήριο συνέβαινε. Ένα απ΄ τα άσχημα παιδιά πρότεινε να μη κοιτάνε τον καθρέφτη, 57
γιατί απλά μόνο αυτός τους έδειχνε άσχημους. Αυτό συνεχίστηκε για μια εβδομάδα μέχρι που μια μέρα τα άσχημα παιδιά άρχισαν να γίνονται στην πραγματικότητα
άσχημα
και
γκρίζα.
Μεγάλη
αναστάτωση ξέσπασε στο καλλιτεχνικό σχολείο. Σώρα πια ήταν φανερό ότι αυτός ο καθρέφτης δεν θα έφευγε με τίποτα. -Δε σου κάνει εντύπωση ότι μόνο κάποια παιδιά ο καθρέφτης τα δείχνει άσχημα και γκρίζα; Εσένα κι εμένα για παράδειγμα, γιατί μας δείχνει φωτεινούς; ρώτησε η Ιουλία τον Πέτρο. -Αν
είναι
άσχημα
και
γκρίζα
εξαιτίας
του
χαρακτήρα τους τότε μάλλον ο καθρέφτης έχει κάποιο λόγο που είναι εδώ. Βλέπεις κάποιοι δεν δέχονται ότι ένα παιδί σαν κι εσένα τους κέρδισε στο διαγωνισμό. Αμέσως μια σκέψη άστραψε στο μυαλό της Ιουλίας. Σην άλλη μέρα εμφανίστηκε στο σχολείο μ’ ένα πανέμορφο καπέλο. Τποσχέθηκε στον εαυτό της ότι θα το χάριζε στο πρώτο γκρίζο κορίτσι που θα το ήθελε. Έτσι κι έγινε. -Σι ωραίο καπέλο! Μπορώ να το δοκιμάσω; είπε ένα γκρίζο κορίτσι. -Μπορώ να σου το χαρίσω. Σο έφτιαξα μόνη μου. -Αλήθεια; Θα το έκανες αυτό για μένα; ’ ευχαριστώ πολύ! Άρπαξε γρήγορα το καπέλο και το φόρεσε. Αμέσως ένα ροδοκόκκινο χρώμα εμφανίστηκε στα μάγουλά του. Η Ιουλία πρόσεξε αυτήν τη μικρή διαφορά κι έτσι την ίδια μέρα στρώθηκε στη δουλειά. Σην άλλη μέρα το γκρίζο κορίτσι ήρθε χαρούμενο στο σχολείο και αγκάλιασε την Ιουλία.
58
Δεν ήταν πια τόσο γκρίζο. -’ ευχαριστώ! Θέλω να σε βοηθήσω σε ό,τι κάνεις. Σο νέο μαθεύτηκε παντού. Σα παιδιά αντιλήφθηκαν ότι μια αληθινά καλή κουβέντα ή ένα δώρο χαρισμένο με αγάπη είχε την δύναμη να αλλάξει την ασχήμια και την κακία τους. Έτσι όσο περνούσε ο καιρός όλα τα γκρίζα παιδιά έγιναν όμορφα και φωτεινά και πραγματικοί φίλοι μεταξύ τους. Όσο για τον καθρέφτη έλιωσε κι αυτός μαζί με την κακία των παιδιών και δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Σ΄ τάξη Δημοτικό χολείο Ξυλούπολης Τπεύθυνη εκπαιδευτικός: Κωνσταντινίδου Αναστασία
59
την άκρη του ονείρου; -Θα ερχόσουν μαζί μου; -Πού; -Παντού. -Θα ερχόμουν. Σο χελιδόνι πετάρισε τα μικρά μαύρα φτερά του και επανέλαβε: - Θα ερχόμουν παντού. Η αχυρένια καρδιά του σκιάχτρου χτύπησε δυνατά∙ τόσο δυνατά που τα χορτάρια ένα γύρω σάλεψαν και τα σταφύλια κόντεψαν να πέσουν από τα τσαμπιά τους. Σο χελιδόνι πέταξε ως τη γούρνα με το νερό κι έφερε μες στο ράμφος του δυο σταγόνες: μια για το ίδιο και μία για το σκιάχτρο. Έπειτα κάθισε στον ώμο του. Κοίταζαν το ηλιοβασίλεμα. -ήμερα έδυσε πιο νωρίς, είπε το σκιάχτρο. -Ναι, κάθε φορά και πιο νωρίς, είπε το χελιδόνι. Πήρε να σκοτεινιάζει. Σο χελιδόνι χώθηκε κάτω από το παλιό πουκάμισο που φορούσε το σκιάχτρο και κούρνιασε στο μέρος της καρδιάς. Σο καλοκαίρι τελείωνε, οι μέρες μίκραιναν, εκείνο είχε κιόλας αρχίσει να κρυώνει. Ήταν έτοιμο να παραδοθεί στον ύπνο, όταν άκουσε τη φωνή του σκιάχτρου, σιγανή σαν την ανάσα των φύλλων: -Ακόμα και στην άκρη του ονείρου; -Σι; -Λέω, θα ερχόσουν μαζί μου ακόμη και στην άκρη του ονείρου; -Ναι, ακόμη και στην άκρη του ονείρου, μουρμούρισε το χελιδόνι, ενώ τα μάτια του έκλειναν< Ξύπνησαν και τα δυο από τη βροχή το ξημέρωμα. -Σώρα είναι η στιγμή, είπε το σκιάχτρο. -Πάμε, είπε το χελιδόνι. Προχώρησαν για λίγο σιωπηλοί. -Πού είναι η άκρη του ονείρου σου; ρώτησε το χελιδόνι. -Δεν ξέρω, στ’ αλήθεια. Κάθε βράδυ βλέπω το ίδιο όνειρο. Απέραντο γαλάζιο νερό κι εγώ τρέχω κατά πάνω του. Ξέρω πως είναι αλμυρό κι ας μην το έχω δοκιμάσει. Μα μόλις φτάνω στην άκρη του, ξυπνάω. -την άκρη του νερού ή στην άκρη του ονείρου; -Και στα δυο, μουρμούρισε το σκιάχτρο. -Εντάξει, θα το βρούμε το αλμυρό νερό σου, είπε το χελιδόνι. Περπάτησαν μέρες και περπάτησαν νύχτες. Και όσο περπατούσαν οι νύχτες μεγάλωναν και γίνονταν όλο και πιο κρύες. Ένα πρωί βρέθηκαν έξω από ένα κήπο. Πολύχρωμα χρυσάνθεμα έστρεφαν τα κεφαλάκια τους προς τον ήλιο. -Ψωω, καλώς ήρθατε, είπαν με μια φωνή. -ήμερα είναι η τελευταία πρόβα της χορωδίας μας. Καθίστε να μας ακούσετε. -Και για ποιον τραγουδάτε; ρώτησε το χελιδόνι. 60
-Μα για το φθινόπωρο, φυσικά. Έρχεται από στιγμή σε στιγμή. Δεν το καταλάβατε; Πώς θα μπορούσαν να μην το έχουν καταλάβει; Κάθε βράδυ το χελιδόνι χωνόταν όλο και πιο βαθειά μες στο πουκάμισο του σκιάχτρου, όλο και πιο κοντά στην αχυρένια καρδιά του. Σο σκιάχτρο δεν κρύωνε. Ένιωθε όμως την ανάσα του χελιδονιού και του ερχόταν δάκρυα στα μάτια. Αλλά τα σκιάχτρα δεν κλαίνε< -Είμαστε βιαστικοί, είπε το χελιδόνι. -Και για πού το βάλατε; Οι δύο φίλοι δεν απάντησαν. -Λοιπόν; Πού πάτε; ξαναρώτησαν. -την άκρη του ονείρου, ψιθύρισε το σκιάχτρο. Σα χρυσάνθεμα έβαλαν τα γέλια. -Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος. -Και όμως υπάρχει, ψιθύρισε πάλι το σκιάχτρο. -Ούτε εσύ δεν το πιστεύεις. Αλλιώς θα το ’λεγες δυνατά, μα τώρα η φωνή σου ίσα που ακούγεται. Κι εμείς ξέρουμε από φωνές. ταγόνες βροχής έπεσαν πάνω στο χελιδόνι∙ σήκωσε το κεφάλι του για να σιγουρευτεί. Και τότε είδε ένα κοπάδι χελιδονιών να πετάν ψηλά μες στη βροχή∙ έφευγαν για τις ζεστές χώρες. «Έλα» του έγνεψαν. Γύρισε και κοίταξε το σκιάχτρο. Γονατισμένο μπροστά στη χορωδία των χρυσανθέμων, μουσκεμένο ολάκερο∙ τα αχυρένια του αυτιά ήταν ανυπεράσπιστα μπροστά στις κοροϊδίες των λουλουδιών. «Πάμε» είπε το χελιδόνι και του έδωσε μια γερή τσιμπιά για να το συνεφέρει. «Πάμε, έχουμε δρόμο ακόμα». Έτσι, άφησαν πίσω τους τη χορωδία των χρυσανθέμων και το φθινόπωρο. Δεν ήξεραν για πόσο καιρό περπατούσαν. Σο πουκάμισο του σκιάχτρου είχε κομματιαστεί, αλλά εκείνο δεν κρύωνε, γιατί τα σκιάχτρα δεν κρυώνουν< Σο χελιδόνι, όμως, τουρτούριζε διαρκώς. Και πεινούσε. Σο σκιάχτρο πονούσε με έναν παράξενο πόνο, όταν έβλεπε το χελιδόνι να υποφέρει. -Έπρεπε να είχες φύγει, του είπε ένα πρωί που ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που έπαιρνε την ανάσα τους μέσα από το στόμα. 61
Κάτω από το πουκάμισο του σκιάχτρου είχε κρύο∙ ακόμη και στο μέρος της καρδιάς. «Αν χαθεί, θα φταίω εγώ» έλεγε μέσα του. υνέχιζε να προχωράει, με το χελιδόνι πάνω στην καρδιά του. Και να, μια μικρή καλύβα γεμάτη φως. -Να περάσουμε; -Περάστε, περάστε, ακούστηκε μια φωνή. Μόλις μπήκαν μέσα, η ζέστη τους τύλιξε από παντού. Σο χελιδόνι άνοιξε τα μάτια του, στο μυαλό του ήρθε το αγαπημένο του αφρικανικό καλοκαίρι∙ αμέσως ένιωσε καλύτερα. -Λοιπόν; Η κυρία με τα κόκκινα μαλλιά και τα παράξενα λαμπερά χέρια τους κοιτούσε από πάνω ως κάτω. -Πώς από τα μέρη μας; -Χάχνουμε κάτι, είπε το σκιάχτρο. -Σην άκρη του ονείρου, την άκρη του νερού, συμπλήρωσε το χελιδόνι. -Να μην ακούω για νερό! ούρλιαξε η κυρία και από τα μάτια τις πετάχτηκαν αληθινές σπίθες. Ύστερα γλύκανε ξανά: -Σο ξέρετε ότι βρίσκεστε στον χειμώνα, έτσι; Όχι, δεν το ήξεραν. -Λοιπόν, μπορείτε να μείνετε εδώ με ένα μικρό αντάλλαγμα, είπε η κυρία και πλησίασε προς το σκιάχτρο. -Σι αντάλλαγμα, κυρία; -Ση μικρή αχυρένια σου καρδιά. Για σένα είναι άχρηστη, τα σκιάχτρα δεν έχουν αισθήματα< -Ε, τότε να σας τη δώσω. -Μη, φώναξε το χελιδόνι και πέταξε ανάμεσά τους. Μην την ακούς! Πετάχτηκαν και οι δυο έξω από την καλύβα. Όλα γύρω ήταν άσπρα. Έτρεχαν χωρίς σταματημό. ταμάτησαν ξέπνοοι μπροστά σε μια ανθισμένη αμυγδαλιά. -Κοίτα! Ο χειμώνας τελείωσε, είπε το χελιδόνι. -Η άνοιξη πράγματι ξεκινά, ακούστηκε να λέει η αμυγδαλιά. -Πού πάτε; συνέχισε. -το νερό, στο όνειρο, απάντησε το σκιάχτρο. -Μήπως ξέρεις τον δρόμο; -Όχι. Ξέρω, όμως, ότι το νερό υπάρχει. Και αφού υπάρχει νερό θα υπάρχει και όνειρο. Η αμυγδαλιά χαμογέλασε, μα αμέσως το χαμόγελό της έσβησε. -Ο φίλος σου δε θ’ αντέξει. Έδειξε το χελιδόνι. -Να ξέρεις, θα πεθάνεις χωρίς φωλιά. Όλα τα χελιδόνια χρειάζονται μια φωλιά την άνοιξη. 62
Η καρδιά του σκιάχτρου βάρυνε από τη θλίψη. -Μείνε μαζί μου, χελιδόνι, να κάνεις τη φωλιά σου στα κλαριά μου, είπε η αμυγδαλιά. Η καρδιά του σκιάχτρου βάρυνε κι άλλο. Ένας μικρός κόμπος βρέθηκε ξαφνικά στον λαιμό του. το χελιδόνι δεν είχε απομείνει άλλη φωνή. Μονάχα λίγη δύναμη στα μικρά φτεράκια του. Πέταξε ως τη συνηθισμένη του θέση, στην καρδιά του σκιάχτρου, και του έγνεψε «πάμε». Περπατούσαν πάνω στο πράσινο χορτάρι, πλάι στα καρπισμένα δέντρα. Γύρω τους τα χωράφια θύμισαν στο σκιάχτρο το χωράφι από όπου είχαν ξεκινήσει το ταξίδι τους. Ο κόμπος στον λαιμό μεγάλωνε. το βάθος υψωνόταν ένας λόφος. -Θέλεις να ανέβουμε; Μπορεί να δεις και τους παλιούς σου συντρόφους να γυρίζουν πίσω. Σο χελιδόνι έγειρε το κεφαλάκι του∙ ήθελε. Όχι να δει τους παλιούς του συντρόφους, να αναπνεύσει τον ουρανό μαζί με το σκιάχτρο. Και εκείνο κατάλαβε. Σώρα βρίσκονταν στην κορυφή του λόφου. -Να, κάνε τη φωλιά σου εδώ, είπε το σκιάχτρο δείχνοντας την καρδιά του. -Και το όνειρό σου; Ρώτησε το χελιδόνι. Είχε κρατήσει λίγη φωνή, ακριβώς για να κάνει αυτήν την ερώτηση. Σο σκιάχτρο χαμογέλασε: -Σο όνειρο έχει αξία μόνο όταν το μοιράζεσαι. Και, θαρρώ, πως φτάσαμε στην άκρη του. Άνοιξε τότε μια τρύπα στην αχυρένια καρδιά του. Έβαλε το χελιδόνι μέσα. Ήταν ζεστά και μαλακά. Εκείνο βολεύτηκε και άφησε να του φύγει ένας αναστεναγμός∙ ένας αναστεναγμός που κουβαλούσε μέσα του από το προηγούμενο καλοκαίρι. Σο σκιάχτρο βύθισε τα πόδια του βαθειά μέσα στη γη και ύστερα άφησε την καλοκαιρινή αύρα να το λικνίζει απαλά, πέρα-δώθε σαν νανούρισμα. Όταν φύσηξε ο άνεμος, ένιωσε αυτό που το χελιδόνι έλεγε ρίγος και στα μάτια του γυάλιζε για πρώτη φορά μια παράξενη αλμυρή σταγόνα. Σα έκλεισε και αφουγκράστηκε τη σιωπή. Πέρα από τον λόφο κυμάτιζε η θάλασσα< Εκπαιδευτικός: Τσίγγου Στυλιανή 2ο Δημοτικό Σχολείο Αιγινίου Ζωγραφιές: Μιζαμίδου Κυριακή
63
την άκρη του ονείρου; (Ένα αλληγορικό παραμύθι για τους κυνηγημένους από τον τόπο τους ανθρώπους)
ε ένα όμορφο νησί ζούσε ένα μικρό καΐκι. Κάθε μέρα, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει, έβγαινε για ψάρεμα στην αγαπημένη του θάλασσα. Όταν ο ήλιος χάνονταν πίσω από τα ψηλά βουνά, εκείνο διέσχιζε όλο καμάρι τα γαλάζια νερά. Κολυμπούσε με περηφάνια ανάμεσα τους και καλωσόριζε με χαμόγελο όλα τα γλαροπούλια που συνόδευαν το ταξίδι του. Η δουλειά γι’ αυτό το καΐκι ήταν διασκέδαση, δεν κουραζόταν ποτέ. Ακόμα και όταν ξημέρωνε και επέστρεφε στο λιμάνι του, ήταν όλο ζωντάνια. Μόλις το φορτίο με τα ψάρια γέμιζε τις ψαροκασέλες και οι άνθρωποι απομακρύνονταν τότε< ξεκινούσαν οι συζητήσεις με τα άλλα καΐκια. - Και που πήγες εσύ σήμερα για ψάρεμα, ρώτησε ένα καΐκι; - τη Μπεϊκόζα. - Α, έχω πάει και εγώ εκεί, έχει καθαρά νερά και πολλά ψάρια, απάντησε ένα άλλο. Και έτσι κυλούσαν ήρεμα οι μέρες και οι νύχτες στο ψαροχώρι. Μια μέρα όμως, ένας εκκωφαντικός θόρυβος, ξύπνησε όλες τις βάρκες και τα καΐκια του λιμανιού. Από μακριά είδαν ένα μεγάλο κίτρινο πράγμα να πλησιάζει στο λιμάνι. Ο δρόμος σείονταν και ο αέρας γέμισε καπνούς και σκόνες. - Σι είναι αυτό; Ρώτησε μια βάρκα. - Δεν ξέρω, είπε το καΐκι, δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο. - Σο φοβάμαι, δείχνει θυμωμένο. 64
Από μακριά ακούστηκαν φωνές: - Πάμε παιδιά, ας ξεκινήσουμε από εδώ. Βάλτε μπροστά τη μπουλντόζα, σε λίγες μέρες πρέπει να φτιάξουμε ένα μεγάλο λιμάνι για το νησί μας, για να μπορούν να αράζουν τα κρουαζιερόπλοια. - Εεε< και εμείς που θα πάμε; Ρώτησε με δυνατή φωνή το καΐκι. - Δεν μας νοιάζει, να πάτε να αράξετε σε κάποιο άλλο νησί. Εδώ θα αρχίσουν να έρχονται μεγάλα πλοία, σαν αυτά που βλέπετε στις μακρινές θάλασσες, στους ωκεανούς. - Μα, δεν γίνεται να φύγουμε, είπε δειλά το καΐκι, εδώ είναι το σπίτι μας. - Φα χα χα, τα καΐκια δεν έχουν σπίτι, είπε γελώντας ο οδηγός της μπουλντόζας και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Η μπουλντόζα άρχισε να κινείται απειλητικά προς τις μεγάλες πέτρες που σχημάτιζαν το λιμάνι. Με μια κίνηση, άρχισε να τις πετά, μέτρα μακριά. Όλα τα καΐκια τρομοκρατήθηκαν από τη δύναμη της μπουλντόζας. - Να φύγουμε, είπε μια ψαρόβαρκα, αν μείνουμε εδώ κινδυνεύουμε. Και έτσι, όλες οι βάρκες βγήκαν από το λιμάνι, αλλά δεν ήξεραν που να πάνε. Μια ανεμότρατα είπε: - Εγώ, φίλοι μου, θα πάω στο διπλανό νησί, που αράζει ο ξάδερφος μου και θα με βοηθήσει να ξεκινήσω μια καινούργια ζωή. ας χαιρετώ και σας εύχομαι καλή τύχη. Και χάθηκε στα ανατολικά νερά του νησιού. Σο ίδιο έκανε και η ψαρόβαρκα και η μικρή βαρκούλα και η αδερφή της μικρής βαρκούλας, ώσπου στο τέλος έμεινε το καΐκι μόνο του. Έτσι λοιπόν και αυτό, ταξίδευε για μέρες στο πέλαγος, χωρίς προορισμό, χωρίς χαμόγελο. το πρώτο νησί που βρήκε μπροστά του, αποφάσισε να δέσει αλλά εκεί τα πράγματα δεν ήταν όπως στο δικό του μέρος. Εκεί τα καΐκια δεν ήθελαν άλλα καΐκια και βάρκες, ήταν ήδη αρκετά και έτσι το έδιωξαν. το δεύτερο νησί που συνάντησε, κουρασμένο και ταλαιπωρημένο, τα άλλα πλοιάρια το κοιτούσαν περίεργα. Αυτά δεν ήταν σαν εκείνο, ήταν όλα αστραφτερά, χωρίς κατάρτια, χωρίς δίχτυα. Όταν προσπάθησε να μπει στο λιμάνι αυτού του νησιού, μια μικρή, τόσο δα μικρή φουσκωτή βαρκούλα του είπε με αυστηρό ύφος: - Πού πας, εσύ; Εδώ δεν μπορείς να αράξεις. - Μα χρειάζομαι ένα λιμάνι για να ξεκουραστώ και να μείνω, είπε το καΐκι. - Εδώ μένουν μόνο κότερα και αυτό δεν είναι λιμάνι, είναι μια μαρίνα. Δεν επιτρέπονται καΐκια σαν εσένα που μυρίζουν ψαρίλα. Έτσι το καΐκι απογοητευμένο αναγκάστηκε να συνεχίσει το ταξίδι του ώσπου ξέσπασε μια σφοδρή καταιγίδα. Σεράστια κύματα το μαστίγωναν με μανία. Σο καΐκι θαλασσόδερνε στην άγρια θάλασσα και τα κύματα το σκέπαζαν. Αυτό πολεμούσε μαζί τους όσο πιο δυνατά μπορούσε γιατί ήταν ένα γενναίο καΐκι. Μετά από ώρα, εξαντλημένο είδε ένα πολύ μικρό νησί. «Πρέπει να προσπαθήσω να φτάσω ως εκεί», μονολόγησε. 65
Σο επόμενο πρωί, το καΐκι βρέθηκε σ’ ένα μισογκρεμισμένο και αφρόντιστο λιμανάκι. Ήταν τόσο εξαντλημένο που ο ήλιος και το λαμπερό φως του δεν το ξύπνησαν, παρά μόνο κάτι παιδικές φωνές: «Γρήγορα – γρήγορα, ελάτε να δείτε», άκουσε από μακριά και προτού προλάβει να καταλάβει τι συνέβαινε, ένιωσε ανθρώπινα παπούτσια πάνω του. Ήταν όμως ανάλαφρα και περπατούσαν χοροπηδώντας. - Πω, πω, τι μεγάλο και όμορφο καΐκι είναι αυτό, είπε ένα από τα παιδιά. - Δεν έχω ξαναδεί πιο ωραίο, είπε ένα άλλο. ε λίγη ώρα πέρασε όλο το χωριό για να δει από κοντά το θαλασσοδαρμένο καΐκι που είχε αράξει στο νησί τους. - Ας το πλύνουμε, είπε ένα παιδί. - Ναι και μετά να το βάψουμε, είπε ένα άλλο. Όλοι έπιασαν δουλειά αμέσως, το περιποιήθηκαν, του έβαλαν φωτεινά χρώματα, καινούργια πανιά, καινούργια δίχτυα, καινούργια άγκυρα. Όλο το χωριό ήταν χαρούμενο που ένα τόσο επιβλητικό καΐκι είχε αράξει στο μικρό τους λιμανάκι. Σο καΐκι ήταν τρισευτυχισμένο, το χαμόγελο του, είχε επιστρέψει γιατί είχε βρει καινούργιους φίλους, ανθρώπους που του έδειξαν ότι το αγαπούσαν, ανθρώπους που το δέχθηκαν όπως ήταν, ανθρώπους που κατάλαβαν τις ταλαιπωρίες που είχε υποστεί και το βοήθησαν. Μια μέρα, ο πύρος, ένα μικρό παιδί μαζί με τον πατέρα του, ανέβηκαν πάνω το καΐκι και κοιτούσαν τριγύρω το μισογκρεμισμένο λιμανάκι. «Μήπως να φτιάξουμε και ένα καινούργιο σπίτι, ένα καινούργιο λιμάνι για τον φίλο μας;» είπαν. Έπιασαν αμέσως δουλειά και σε λίγες εβδομάδες, με σκληρή εργασία, κουβαλώντας πέτρες έφτιαξαν ένα πολύ χαριτωμένο λιμανάκι.
- ου αρέσει; Σο ρώτησαν.
66
- Αν μου αρέσει λέει, είπε το καΐκι. Είναι ο, τι καλύτερο μου έχει συμβεί τους τελευταίους μήνες. - Μήπως, σκεφτόμασταν με τον πατέρα μου, μήπως, θα ήθελες να μείνεις εδώ μαζί μας, για πάντα; Να πηγαίνουμε μαζί για ψάρεμα κάθε πρωί; Ρώτησε ο πύρος. - Ναι, το θέλω πολύ. Πλέον έχω λιμάνι να αράζω και ανθρώπους που με αγκάλιασαν και με αγαπούν. Δεν μπορώ να φανταστώ περισσότερη ευτυχία. Σο μόνο που δεν έχω είναι< όνομα. - Και γι’ αυτό στενοχωριέσαι; Είπε ο πύρος και με δυο επιδέξιες κινήσεις πήδηξε από το καΐκι και σε λίγη ώρα επέστρεψε με ένα κουβά μπογιά στο ένα χέρι και ένα πινέλο στο άλλο. την πλώρη του καϊκιού έγραψε με έντονο μπλε χρώμα τη λέξη «Όνειρο». - Θα σε λέω «Όνειρο», είπε ο μικρός πύρος γιατί πάντα ονειρευόμουν ταξίδια στις θάλασσες με ένα περήφανο καΐκι σαν εσένα. Έτσι, το καΐκι με το νέο του όνομα πια, ξεκινούσε κάθε μέρα γεμάτο χαρά να διασχίζει τη θάλασσα μαζί με την καινούργια του οικογένεια, ως την άκρη του κόσμου, ως την άκρη του ονείρου.
Εκπαιδευτικός: Πατιού Ιωάννα 3ο Νηπιαγωγείο Μυτιλήνης
67
Σο αρμυρίκι και το όνειρο του Ήταν ψηλό. Όμορφο. Ξεχώριζε απ' όλα τα δέντρα σε εκείνη τη παραλία. Ήταν ένα χαρούμενο αρμυρίκι. Οι αχτίδες του ήλιου, έπαιζαν μαζί του, όταν το έβρισκαν στο δρόμο τους. Σο κύμα ερχόταν κοντά του και του έλεγε τα μυστικά της θάλασσας. Και το βράδυ! Αχ το βράδυ! Σα αστέρια φώτιζαν τα κλαδιά του και το φεγγάρι του έλεγε ιστορίες που έβλεπε από κει ψηλά. Εκείνη η παραλία ήταν το σπιτικό του. Από μικρό, ποτισμένο από τα χέρια του Θεού. Μεγάλωνε με την αλμύρα της θάλασσας και χόρευε στα χάδια του ανέμου. Κάποιες μέρες όμως, μια φορά το χρόνο, όταν πλησίαζαν εκείνες οι μέρες, στεναχωριόταν. Ξεχνούσε τους φίλους του, ακόμα και τον καλύτερο του. Σο κύμα, που συνέχιζε κάθε μέρα να έρχεται κοντά στις ρίζες του. - Σι έχεις αρμυρίκι μου; Γιατί είσαι λυπημένο; ρώταγε το κύμα. -Να, αυτές οι μέρες, όταν έρχονται, έρχεται μαζί και το όνειρό μου. Κουρνιάζει στα κλαδιά μου και με βαραίνει. - Πες μου, τι θέλεις; -Θα ήθελα να μπορούσα κι εγώ, να νιώθω γιορτινά, όπως εκείνα τα δέντρα, που βλέπω από δω ψηλά. Πόσα στολίδια λάμπουν στα κλαδιά τους. Πόσο φωτισμένα είναι. Έστω για μια φορά. Μόνο μία. Θα ήθελα αυτή η γιορτή, να με βρει και μένα λαμπερό. Πήρε την επιθυμία του φίλου του το κύμα και τη ταξίδεψε. Ση ψιθύρισε στα πουλιά, στον ουρανό, στη πόλη, στα χιονισμένα βουνά. Ακούστηκε το όνειρό του παντού. Παντού άκουγες ψιθύρους. "Σο αρμυρίκι ζητά αυτό" "Είναι λυπημένο" "Πρέπει να το βοηθήσουμε" Οι φίλοι του τα πουλιά, έκαναν την αρχή σ' αυτό το όνειρο. " Πόσες φορές μας άφησε να κάνουμε τις φωλιές μας στο φύλλωμα του" "Θυμάσαι, όταν κάναμε κούνια στο αγαπημένο μας κλαδί;" "Αμ, τότε που το μικρούλι βιαζόταν να πετάξει και έπεσε κάτω από τη φωλιά του; Εκείνο έριξε τα φύλλα του για να το σκεπάσει, μέχρι να έρθει η μαμά του." Αυτά σκεφτόντουσαν τα πουλιά που φτερούγιζαν, σχεδόν όλη την ημέρα στη πόλη, μήπως και βρουν κάτι. 68
Και το βρήκαν! Κοντά σε ένα σκουπιδοτενεκέ, μια κούτα με αφημένα στολίδια. Σρελάθηκαν από τη χαρά τους. Φωρίς να χάσουν ούτε λεπτό, ένα -ένα , με το ράμφος τους τα πήγαν κοντά στον φίλο τους. Πεταρίζοντας ανάμεσα στα κλαδιά του, τα κρέμασαν όλα. Μπάλες, αγιοβασίληδες, στρατιωτάκια, καμπανούλες, χιονάνθρωπο και μπισκοτένια ανθρωπάκια. τολίδια πραγματικά, σαν κι αυτά που είχε ονειρευτεί το αρμυρίκι. Έμεινε ακίνητο για να του τα κρεμάσουν και μετά άρχισε να κουνά απαλά τα κλαδιά του: -Ευχαριστώ, ευχαριστώ, έλεγε και ξανάλεγε. Σο φεγγάρι μάζεψε κοντά του, τα πιο λαμπερά αστέρια και έδωσε διαταγή. "Θυμάστε όταν παίζατε μαζί του κρυφτό;" Σότε που με τον ήχο των κλαδιών του, σας βοήθησε σε εκείνο το τραγούδι;" -Εμπρός λοιπόν, είπε το φεγγάρι. Απλώστε το φως σας πάνω του και κάντε να γίνει τι πιο γιορτινό απ' όλα. Σα αστέρια γαντζώθηκαν στα κλαδιά του και το αρμυρίκι δεν μπορούσε να κρύψει αυτό που αισθανόταν. Ευτυχία! Κάπως έτσι το λένε. Σα χιονισμένα βουνά έστειλαν, με τη βοήθεια του αέρα, τις αφράτες νιφάδες τους για να "ασπρίσουν" το χριστουγεννιάτικο πια αρμυρίκι. Αργά το βράδυ πια, ένιωθε το όνειρό του να ποτίζει τις ρίζες του και τη κούραση να κλείνει τα μάτια του. -Μα τι συμβαίνει; είπε το αρμυρίκι. Από που έρχονται αυτές οι φωνές; Σα φυλλοβλέφαρα του άνοιξαν και τρόμαξε μ' αυτό που είδε. Εκεί, στο βαθύ γαλάζιο, μέσα στη φουρτουνιασμένη θάλασσα και στο δυνατό φύσημα του ανέμου, μια βάρκα προσπαθούσε να κρατηθεί στην επιφάνεια. Μια βάρκα, σαν καρυδότσουφλο. Παλεύει να βγει στη στεριά, χωρίς κουπιά, μόνο με φωνές. -Θα χαθούν. Θα τους καταπιεί η θάλασσα, είπε το αρμυρίκι. -κέψου! κέψου! Κάτι πρέπει να κάνω, μονολογούσε. -τρατιωτάκια, κατεβείτε! Σρέξτε να βοηθήσετε. Σρέξτε να βγάλετε αυτή τη βάρκα έξω, είπε. Σα στρατιωτάκια, με θάρρος βουτούν στη θάλασσα. Παλεύουν με τα κύματα και καταφέρνουν να βγάλουν τους απελπισμένους ανθρώπους στην ακτή. Υοβισμένοι, βρεγμένοι σε μια σκοτεινή παραλία τέσσερις άνθρωποι. -Μαμά, κρυώνω, ακούει το κοριτσάκι να λέει κλαίγοντας. -Φιονάνθρωπε το κασκόλ σου. Και εσύ Άγιε Βασίλη το παλτό σου. κεπάστε το μικρό κορμάκι που τρέμει μες τη νύχτα, είπε το αρμυρίκι. -Μπαμπά πεινάω, ακούει να λέει το μελαχρινό αγόρι , με παράπονο. -Ανθρωπάκια μπισκοτένια, δώστε στη γλύκα σας στο πεινασμένο παιδί, ζήτησε το δέντρο. 69
- Να 'χαμε λίγο νερό να πιούμε ακούει τον ψίθυρο της μάνας. -Φιονονιφάδες λιώστε σιγά -σιγά και ξεπλύντε το στόμα της γυναίκας από της αλμύρα, παρακάλεσε το αρμυρίκι. -Πως θα μας βρουν εδώ που βγήκαμε; Δεν θα αντέξουμε όλη τη νύχτα, ακούει απελπισμένο τον πατέρα. Σο δέντρο μας δεν δίστασε καθόλου. Έγειρε τα κλαδιά του και άρχισε να τα κουνά με δύναμη. Οι καμπανούλες άρχισαν να χτυπούν ξανά και ξανά. Ζήτησε από τα αστέρια να 'ανάψουν" το πιο λαμπερό τους φως για να το δουν οι άνθρωποι. Να! Ακούει φωνές από μακριά. Κάποιοι έρχονται... -Κοίτα μπαμπά, ένα στολισμένο δέντρο κοντά στη θάλασσα. Πόσο όμορφο είναι. Και το παιδί αρχίζει να χορεύει γύρω από τον κορμό του. Που είναι ο πατέρας; Η μάνα; Σα παιδιά, αναρωτιέται το αρμυρίκι. Ανοίγει διάπλατα τα φυλλοβλέφαρα του και καταλαβαίνει. Όνειρο ήταν. Εκείνο ήταν εκεί, στην άκρη της θάλασσας και το κύμα μουρμούριζε το αγαπημένο του νανούρισμα. Σο αρμυρίκι τέντωσε τον κορμό του. Άνοιξε, όσο μπορούσε τα κλαδιά του, για να διώξει μακριά το άσχημο όνειρο. Σα άνοιξε ακόμα πιο πολύ, για να προσευχηθεί. Και λίγο παραπάνω, για να μπορέσει η προσευχή του να φτάσει στα πέρατα της γης. "Κάνε Φριστούλη μου, να μην υπάρξει καμιά βάρκα σε φουρτουνιασμένη θάλασσα. Κάνε να μην υπάρξουν χαμένες πατρίδες" Σα αστέρια- λαμπάκια άρχισαν να τρεμοπαίζουν και εκείνα ανάμεσα στα φύλλα του, σαν φάρος της ειρήνης. Εκπαιδευτικός; Ρόκα Ευαγγελία 3ο Νηπιαγωγείο Μύρινας, Ν. Λέσβου
70
«Σο να ζεις μόνο δεν είναι αρκετό, είπε η πεταλούδα. Πρέπει να έχεις λιακάδα, ελευθερία και ένα μικρό λουλούδι.» Φανς Κρίστιαν Άντερσεν
«Όμως οι ιστορίες δεν τελειώνουν ποτέ<»
71
72
73
ISBN: 978-618-5359-18-8
74