Δευτέρα 19 Μαΐου 2014
Ένθετο Αφιέρωμα Στη γενοκτονία των Εšήνων του Πόντου
Μα ΐο υ
ΤΙΜΟΥΜΕ ΤΗΝ
ημέρα εθνικής μνήμης µε το διήγηµα της Κυριακής
Μιζαµίδου, «Η τελευταία νύχτα»
Α2 • ÐáñáôçñçôÞò ôçò ÈñÜêçò I ÄåõôÝñá 19 ÌáÀïõ 2014 ÐáñáôçñçôÞò ôçò ÈñÜêçò
Ένθετο Αφιέρωµα
Η τελευταία νύχτα Διήγηµα της Κυριακής
Μιζαµίδου
Γυναίκα πρόσφυγα
ς µε τα παιδιά της
Η
Κυριακή Μιζαµίδου είναι παιδαγω-
γός. Εργάστηκε για χρόνια ως δασκάλα-εµψυχώτρια στο πρόγραµµα «Μονάδων Κινητών Βιβλιοθηκών και Αισθητικής Αγωγής» του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης. Της αρέσει να αφηγείται, να γράφει και να ζωγραφίζει ιστορίες για παιδιά, τα οποία θεωρεί µικρούς ανθρώπους γι’ αυτό και ποτέ δεν τους µιλά γλυκανάλατα, αρνούµενη ότι το παιδικό ύφος ταυτίζεται µε την χρήση υποκοριστικών. Έχει µέχρι σήµερα ζωγραφίσει ή γράψει τα παραµύθια: • «Η γαλάζια κινητοβιβλιοθηκούλα», ΥΠΕΠΘ, Θεσσαλονίκη 2005, σε κείµενα της Μαρίας Γκαβέζου και ζωγραφιές δικές της • «Ο Πλατανουλίνος Τανουλίνος», ΥΠΕΠΘ, Θεσσαλονίκη 2006, µε κείµενα και ζωγραφιές δικές της • «Το φουστάνι της κυρα-Φύσης», Παρατηρητής της Θράκης, Κοµοτηνή 2009, σε ζωγραφιές της Έλενας Χηνιτίδου και κείµενα δικά της • «Καλά Χριστούγεννα και όχι πάλι τις ίδιες ευχές...», Παρατηρητής της Θράκης, Κοµοτηνή 2009, σε ζωγραφιές της Έλενας Χηνιτίδου και κείµενα δικά της.
Η συζήτηση
κυλούσε µε σχόλια για την Ελένη. Γειτόνισσα και φίλη της Παρθένας. Της συµπαραστάθηκε σε δύσκολες καταστάσεις. Βράχος… Μόνο που και ο βράχος σπάει καµιά φορά. Ήταν άρρωστη βαριά. Πήγαινε κάθε µέρα και την έβλεπε. Σήµερα όµως είχε αποφασίσει να µην πάει. Ήταν κακοδιάθετη από το πρωί. Καθώς κοιτούσε την Αναστασία, αναστέναξε. ― ―
Δε λες πολλά σήµερα, της είπε η Αναστασία και την κοίταξε επίµονα. Τόση ώρα δε συζητάµε; Σου τα είπα όλα για την Ελένη.
Σταµάτησε απότοµα. Σηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα, αλλά κοντοστάθηκε. ―
Τι σκέφτεσαι; Κάτι έχεις εσύ. Παρθένα, τι είναι;
―
Δε θα την ξαναδώ. Η απόφαση αυτή µε βαραίνει. Μου είπε πολλά χθες στο νοσοκοµείο. Στεναχωρέθηκα. Όλο το βράδυ έκοβα βόλτες. Με πήρε ο ύπνος όταν άρχισε να φέγγει.
Κάθισε στο σκαµνί και τύλιξε τα γόνατα µε τα χέρια της. Ένας κόµπος την έπνιγε. Δεν ήθελε να κλάψει. ―
Παρθένα, βγάζεις την ψυχή του αλλονού. Λέγε.
―
Λέγαµε για τα χρόνια που περάσαµε µαζί. Γελούσαµε. Εκείνη τη στιγµή µπήκε ο γιος της, ο Θόδωρος. Μόλις µε είδε κατέβασε µούτρα. Μου ζήτησε να φύγω. «Τι συµβαίνει;», ρώτησα κοιτώντας την Ελένη. Η απάντηση ήρθε από τον Θόδωρο. «Να µην ξανάρθεις. Έχει εµάς να την προσέχουµε. Τουλάχιστον αυτή έχει παιδιά να τη φροντίζουν». Πικράθηκα. Έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα. «Ναι, έχει παιδιά», σκέφτηκα. «Ενώ εγώ;».
Οι αναθεµατισµένες αναµνήσεις γέµισαν το νου και το σώµα µου. Τα πόδια µου βάρυναν. Τα στήθη µου πρήστηκαν από τον καηµό. Έκανα µία ώρα για να φτάσω στο σπίτι. Το σπίτι. Στεκόταν εκεί έρηµο και µόνο σαν κι εµένα. Με περίµενε. Μόνοι κι δύο, στεγνοί και γκρίζοι. Προσπαθούµε να αντέξουµε τα ξεσπάσµατα της µοίρας. Μόνοι … προσδοκώντας τη λύτρωση από τη σκόνη του παρελθόντος. Τρεις γάµοι, τρεις κηδείες κι ένα σπίτι. Αυτό που πρόσµενε να έρθει δεν ήρθε ποτέ. Έτσι ξεράθηκε η ελπίδα µέσα της. Άλλαξε η µορφή της. Εκείνα τα µάτια που έλαµπαν και χαµογελούσαν, τώρα ήταν µόνιµα σκοτεινά και υγρά. Πάντα στεκόταν ένα δάκρυ στην άκρη σαν να µην ήθελε να αποχωριστεί τη λύπη που το προκάλεσε.
ÐáñáôçñçôÞò ôçò ÈñÜêçò I ÄåõôÝñá 19 ÌáÀïõ 2014 • Α3 ÐáñáôçñçôÞò ôçò ÈñÜêçò
στη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου «Ο Θεός µε τιµώρησε» έλεγε πάντοτε στον εαυτό της. «Δεν έπρεπε να την αφήσω», σκεφτόταν κι αναστέναζε βαθιά. Αυτό το φορτίο όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν ασήκωτο. Δεν το συζητούσε µε κανέναν. Όλοι όµως γνώριζαν πως κάτι είχε συµβεί. Εκείνο το βράδυ, µετά την κουβέντα του Θόδωρου, το παρελθόν έγινε παρόν. Ο ύπνος τιµωρός. Το πάπλωµα βαρύ φορτίο. Το έριξε κάτω. Προσπάθησε να ανάψει το φως όταν άκουσε: «Μην µε αφήνεις εδώ θεία. Μη σε παρακαλώ. Πάρε µε µαζί σου…». Πετάχτηκε πάνω. «Φύγε Μαριώ. Τι θέλεις από µένα; Δεν µ’ άφησε» είπε, κρατώντας το κεφάλι της. Προσπαθούσε να σταµατήσει τη φωνή αλλά αυτή δυνάµωνε όλο και πιο πολύ. Το σπίτι γέµισε χιόνι και κρύο. Στην γωνιά του δωµατίου καθόντουσαν αγκαλιά πέντε µικρά παιδιά και η Μαριώ όρθια να την κοιτάει θλιµµένη. Έτρεξε να την αγκαλιάσει. «Μαριώ µου, συγχώρεσε µε». Ξύπνησε από το κρύο. Ήταν ξαπλωµένη στη µέση του δωµατίου. Η σόµπα είχε σβήσει. Σηκώθηκε αργά. Είχε πιαστεί όλο της το σώµα. Άναψε τη σόµπα µε λίγα ψιλά κλαδιά που είχε µέσα στον τενεκέ και κουλουριάστηκε στο κρεβάτι ώσπου να ζεσταθεί. Έκλεισε για λίγο τα µάτια. Ένα τραγούδι γάµου σήκωσε την άκρη των χειλιών της σε αδρό χαµόγελο. «Ποιος παντρευόταν;» Κοίταξε γύρω της. Ο κόσµος χόρευε. Έπινε. Συζητούσε. Δεν έβλεπε όµως τη νύφη. «Μα που είναι;» Γέλιο άνοιξης ακούστηκε δίπλα της. Γύρισε και είδε το όµορφο ξανθό κορίτσι µε τα κρινάκια στο κεφάλι της. «Εσύ µοιάζεις στη Μαριώ» ψιθύρισε κι όλα έγιναν µαύρα. Οι γυναίκες µοιρολογούσαν, οι άνδρες καθόντουσαν σαν άψυχα κουφάρια στις καρέκλες. «Όχι», φώναξε ξυπνώντας µε κοµµένη την ανάσα από τον ύπνο. Κατέβηκε κάτω. Ντύθηκε και κίνησε για την εκκλησία. «Κεριά για όλα τα παιδιά ν’ ανάψω» µονολογούσε. Τα άναψε και τράβηξε για το σπίτι της Αναστασίας, συµπεθέρα και φίλη της. Δεν το είχε σκεφτεί. Η στιγµή γέµισε.Ο χρόνος ξεχείλισε από πόνο. Άνοιξε τα µάτια. Κοίταξε την Αναστασία, σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Η Αναστασία την κοιτούσε αποσβολωµένη. ―
―
Τι σου συνέβη κακοµοίρα µου; Άσε τις σκέψεις να λύσουν τη γλώσσα, της είπε ψιθυριστά. Τη χρονιά που µας έδιωξαν από την πατρίδα µας…Το χωριό µας, Αναστασία, την κοίταξε χαµένη µέσα στις αναµνήσεις, µια χούφτα. Γαντζωµένο σε µια πλαγιά, ξεδιψούσε από το ποτάµι που το διέσχιζε και χάριζε ζωή.
Ζωή που χάθηκε από τα σχέδια των Κεµαλικών και των τσέτηδων. Όλοι ήµασταν Έλληνες σε κείνον τον τόπο. Ζούσαµε ειρηνικά. Ο πατέραµ ήταν µυλωνάς στο επάγγελµα. Δούλευε σκληρά για να θρέψει την οικογένεια του. Ξηµεροβραδιαζόταν στο νερόµυλο για να προλάβει το άλεσµα και ζηµιές που µπορεί να προέκυπταν. Τον αγαπούσαν τον Λάζαρο. Ήταν ντόµπρος άνθρωπος, πεισµατάρης, δουλευταράς. Όλη µέρα ασχολιόταν µε τον µύλο του. Εκεί µεγάλωσαν και τα παιδιά του. Δίπλα του. Να µαθαίνουν τη δουλειά. Χρειαζόταν χέρια. Ο Γιάννης ο πρωτότοκος ήταν αυτός που θα συνέχιζε το επάγγελµα του. Του άρεσε πολύ να ακούει τον ήχο του νερού. Το σπάσιµο του σιταριού. Όταν ξεκινούσε η µυλόπετρα να αλέθει, µας έλεγε: «Σωπάστε… Ακούστε το τραγούδι της µυλόπετρας. Προσέξτε τον στριφογυριστό χορό της». Κι εµείς στεκόµασταν προσοχή! Προσπαθούσαµε να ακούσουµε. Το γέλιο του Κοσµά και τα πειράγµατά του δεν µας άφηναν. «Γιάννη… µήπως παίζει και λύρα καθώς αλέθει;» έλεγε ο Κοσµάς και πηδούσε από το ένα σακί στο άλλο, προσπαθώντας να αποφύγει τα σπόρια σιταριού που του έριχνε ο Γιάννης, δήθεν θυµωµένος. Τα γέλια και τα χωρατά έδιναν κι έπαιρναν σε τούτο το µέρος. Τα δίδυµα ήταν ζωηρά αλλά και τελείως διαφορετικά. Ο Κοσµάς ήθελε τα γράµµατα και δεν έχανε µέρα από το σχολείο του. Στον Δαµιανό άρεσε ο περίγυρος του σχολείου. Όλη µέρα ήθελε να τρέχει και να κάνει άλµατα. «Έτρεχε τόσο γρήγορα που βόλι δεν τον έπιανε», έλεγε ο πατέραµ αλλά κι όλοι όσοι τον είχαν δει. Τα παιδιά τον φώναζαν «γοργοπόδη». Εξαιτίας αυτής του της φήµης ο πασάς της περιοχής κατέβηκε µία µέρα στον µύλο για να τον γνωρίσει. Η επίσκεψη τάραξε τον πατέραµ. Τούρκος ποτέ δεν πατούσε στο χωριό τους. Πόσο µάλλον ο πασάς. Τον καλοδέχτηκε όµως και του τράταρε ό,τι καλό είχε εκείνη την ώρα στον µύλο του. Ο πασάς τού ζήτησε να γνωρίσει τον Δαµιανό. Δεν πραγµατοποιήθηκε όµως η επιθυµία του. Αφού τον περίµενε για καµιά ώρα περίπου, έφυγε χωρίς να τον γνωρίσει ποτέ. Ο Δαµιανός επιστρέφοντας από το σχολείο άκουσε τους στρατιώτες του πασά να συνοµιλούν µπροστά στο κατώφλι. Αθόρυβα ανέβηκε πάνω στη σκεπή του µύλου. Η κρυψώνα που είχε φτιάξει µαζί µε τον Γιάννη ήταν το παρατηρητήριό τους όταν ένιωθαν τον κίνδυνο. Μπορούσαν να βλέπουν αυτούς που µπαινοβγαίνουν στον µύλο χωρίς κανείς να τους αντιλαµβάνεται. Από εκεί είδε και τον πασά µε τους συνοδούς του. Περίµενε κι όταν αποµακρύνθηκαν αρκετά κατέβηκε. Είδε τον πατέραµ να κρατά το κεφάλι του κι έτρεξε κοντά του. ―
Τι συµβαίνει µπαµπά; Σου είπε κάτι
«Ο Θεός με τιμώρησε» έλεγε πάντοτε στον εαυτό
της. «Δεν έπρεπε να την αφήσω», σκεφτόταν κι αναστέναζε βαθιά. Αυτό το φορτίο όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν ασήκωτο. Δεν το συζητούσε με κανέναν. Όλοι όμως γνώριζαν πως κάτι είχε συμβεί
άσχηµο ο πασάς; Ήρθαν για να µας πάρουν; Άκουσες τι είπε χθες ο Γιάννης. Μας σκοτώνουν. Θέλουν να µας αφανίσουν. Θα µας πάνε σε στρατόπεδα και θα µας εξαφανίσουν. Η φωνή του Δαµιανού έτρεµε φανερώνοντας την ανησυχία του µα και τον φόβο του. Ο Γιάννης το προηγούµενο βράδυ τους µίλησε για τους Έλληνες αντάρτες που προστάτευαν τους συµπατριώτες τους και την απόφασή του να πάει κι αυτός µαζί τους. «Πατέρα πρέπει κάτι να κάνουµε. Ο Φώτης από το Έρµπαα µου είπε ότι το ελληνικό µέτωπο κατάρρευσε και σταδιακά αποχωρούν. Θα µείνουµε µόνοι µας. Κάτι πρέπει να φτάγοµεν για να προστατευθούµε».
Το Δεκέµβριο του 1916, οι Τούρκοι στρατηγοί Εµβέρ και Ταλαάτ σχεδιάζουν την εξόντωση του άµαχου ελληνικού πληθυσµού του Πόντου
Ο Λάζαρος, ο πατέρας µας τον κοιτούσε χωρίς να µιλά. Ήξερε εδώ και πολύ καιρό τι γινόταν στις άνω πόλεις. Ένα βράδυ µαζεύτηκαν όλοι οι άντρες του χωριού και συζήτησαν τα γεγονότα. Ο καθένας κάτι διαφορετικό είχε ακούσει. Μίλησαν για την κτηνωδία του τουρκικού στρατού αλλά και την ανεξέλεγκτη ληστρική θηριώδη συµπεριφορά των τσέτηδων. Πήραν την απόφαση να προστατεύσουν τις οικογένειές τους µε κάθε µέσο. Να είναι έτοιµοι, όταν φτάσει ο κίνδυνος στη γύρω περιοχή, να φύγουν. Σχεδίασαν και τον τρόπο διαφυγής τους. Τα µονοπά-
τια που έπρεπε να ακολουθήσουν για να φτάσουν στη Σαµψούντα χωρίς να πέσουν πάνω σε Τούρκους. Τους πήρε το ξηµέρωµα ώσπου να τακτοποιηθούν όλα τα θέµατα. Και τώρα είχε τον γιο του να του ζητά να φύγει. Τα φρύδια του σκέπασαν τα µάτια του. Η σκιά γέµισε τη µατιά του. Τόσο µαύρα δεν τα είχα ξαναδεί. Φοβήθηκα και κόπηκε η ανάσα µου. Τα χέρια µου µούδιασαν. Έπεσαν ξερά στο πλάι της καρέκλας. Τα δίδυµα χλόµιασαν. Η µητέρα µου έσκυψε το κεφάλι προσπαθώντας να κρύψει τον πόνο της. Η φωνή του ακούστηκε σαν γροθιά που θέλει να αφανίσει ότι κακό υπάρχει σε τούτο δω τον τόπο. ―
Ο δικός µου ο γιος δεν θα πάει στα βουνά. Έχεις τη δική σου οικογένεια να προστατέψεις κι ένα κοριτσάκι που σε κοιτά στα µάτια κι δεν καταλαβέν τίποτε. Τι θα του πεις; Πώς θα του εξηγήσεις το δικό σου φευγιό; Κι άµα πάθεις κάτι; Τι θα γίνοµεν εµείς. Τι θα κάνει η γυναίκα σου και το ορφανό σου; Πέσε κοιµήσου. Αύριο έχειν ο Θεός. Το συζητάµε στο φως της µέρας.
Σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του. Τον κοιτούσα κι ένιωθα πως κάτι είχε αλλάξει εκείνο το βράδυ στο σπιτικό µας.
Α4 • ÐáñáôçñçôÞò ôçò ÈñÜêçò I ÄåõôÝñá 19 ÌáÀïõ 2014 ÐáñáôçñçôÞò ôçò ÈñÜêçò
Ένθετο Αφιέρωµα
Μια πολυάριθµη οµάδα εξορίστων Ελλήνων από το Χαρπούτ (φωτ. National Geographic Magazine)
Ο φόβος και η αγωνία ενός ολόκληρου λαού είχε κουρνιάσει µέσα µας. ―
Τρεις χιλιάδες χρόνια έµνες εµείς αδά και τώρα θέλουν να µας κλέψουν τον τόπο µας αφανίζοντάς µας. Η βραχνή φωνή και το σκυµµένο κεφάλι έδειχναν το λύγισµα του κυπαρισσιού. Μπήκε στο δωµάτιό του χωρίς να γυρίσει να µας καληνυχτίσει.
του τρελού στα µάτια του. Γύρισε στον Κοσµά τον γιο του και του ζήτησε να τους φωνάξει όλους. Είχε να τους ανακοινώσει κάτι πολύ σοβαρό. Μαζεύτηκαν όλοι. Ο πατέραµ κάθισε δίπλα στο τζάκι περιµένοντας να καθίσουµε κι εµείς γύρω του. ―
Ο Κοσµάς σήκωσε τότε το βιβλίο του και διάβασε φωναχτά: «Στη Ραµά ακούγονταν κραυγές, θρήνοι και κλαυθµοί και µεγάλοι οδυρµοί. H Ραχήλ θρηνούσε τα παιδιά της και δεν ήθελε παρηγοριά, γιατί δεν υπήρχαν πια». ―
Τι είναι αυτά που µας διαβάζεις βραδιάτικα; Πήγαινε για ύπνο του είπε ο Γιάννης και ξέχασε ό,τι συζητήθηκε απόψε µε τον πατέραµ».
Τα µαντάτα από τις σφαγές και τους διωγµούς έφταναν κάθε µέρα. Ο Γιάννης έφυγε στα βουνά µε τον Φώτη κι άλλους Έλληνες που αρνούνταν να περιµένουν στωικά το θάνατο από τους στρατιώτες του Κεµάλ ή τους τσέτηδες του Τοπάλ Οσµάν. Ο πατέραµ έπαψε να χαµογελά και οι δουλειές του ήταν πλέον λίγες. Ο χειµώνας έφτασε βαρύς µαζί µε το σκοτωµό του Γιάννη. Η µητέρα µου δε το άντεξε. Ο χαµός του πρωτότοκου γιου της την λύγισε. Πριν τα εννιάµερα άφησε την τελευταία της πνοή, εκεί στην κούνια που µεγάλωσε και άντρωσε το παλληκάρι της. Μετά από τον διπλό θάνατο ο πατέραµ είχε χαθεί στις σκιές των αναµνήσεων, στα µονοπάτια της θλίψης χωρίς επιστροφή. Έπαψε να πηγαίνει στον µύλο. Όλη µέρα καθόταν στο παράθυρο και κοιτούσε οξουκά. Το βλέµµα του έδειχνε σαν κάτι να περίµενε. Όταν βράδιαζε κοιµόταν στην καρέκλα. Αρνιόταν να πάει να ξαπλώσει. Κανείς µας δε µπόρεσε να τον πείσει. Μόνο η εγγονή του µια µέρα καθώς τον κοιτούσε του είπε: «Παππού τώρα που ο µπαµπάς είναι εκεί ψηλά µας προστατεύει καλύτερα έτσι δεν είναι;». Ο πατέραµ την κοίταξε, χάιδεψε τα µαλλιά της, τη σήκωσε ψηλά και τη φίλησε. Ύστερα χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν, πήρε το παλτό του, φόρεσε το καπέλο του και έφυγε από το σπίτι βιαστικός. Γύρισε αργά το βράδυ. Από το απόγευµα είχε αρχίσει να χιονίζει. Δεκέµβριος. Μπήκε µέσα, τίναξε το χιόνι από το παλτό και µας κοίταξε όλους έχοντας τη χλοµάδα του νεκρού στο πρόσωπό του αλλά και τη λάµψη
Παρθένα, Κοσµά, Δαµιανέ η ώρα γέµισε. Το ποτήρι ξεχείλισε και το αίµα γίνηκε ποτάµι. Απόψε µαζεύουµε αυτά που θα µας χρειαστούν για το δρόµο. Μόλις σταµατά να χιονίζει θα ξεκινήσουµε για την Σαµψούντα. Εσύ νύφη ετοίµασε τη Μαριώ. Μετά βοήθησε την Άννα, την αδερφή µου, να συµµαζέψει τα πράγµατα που θέλει να πάρει µαζί της. Δεν είναι καλά εδώ και µέρες. Βαριανασαίνει. Δυσκολεύεται να κάνει δουλειές. Πες και την άλλη αδερφή µου την Σοφία να ετοιµαστεί.
Την άλλη µέρα πριν ξηµερώσει όλοι ήµασταν στο πόδι. Ο πατέραµ ασφάλισε το σπίτι, έδωσε τα κλειδιά σε έναν συγχωριανό του, που δεν θα έφευγε για την πατρίδα λόγω ηλικίας, και κινήσαµε για τον µύλο όπου µας περίµεναν οι υπόλοιποι. Το πολύ χιόνι δυσκόλευε την πορεία µας. Όταν φτάσαµε στο µύλο η Άννα µας περίµενε µαζί µε την Σοφία και τέσσερα-πέντε παιδιά (το πέµπτο το παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ-αναφέρεται πιο πάνω). ―
Τίνος είναι αυτά; Ρώτησε ο πατέραµ, ο Λάζαρος, µε φωνή γεµάτη απορία.
―
Τα µάζεψε χθες το βράδυ η Άννα, είπε η Σοφία θέλοντας να προλάβει τον θυµό του αδερφού της αλλά και την άρνησή του σε αυτό που θα του ζητούσαν.
―
Πήγα στην εκκλησία χθες αργά, συνέχισε η Άννα, ν’ ανάψω κεριά για τη µητέρα και τον Γιάννη. Βγαίνοντας από την εκκλησία άκουσα φωνές. Μέσα στο σούρουπο και το χιόνι δύσκολα ξεχώριζες το κουβάρι από τέσσερα σωµατάκια που προσπαθούσαν να ζεσταθούν στο υπόστεγο που είχε φτιάξει ο παπά-Γιώργης για να στοιβάξει τα ξύλα για τη σόµπα του ναού. Πλησίασα και είδα αυτά τα παιδιά. Τα πήρα µαζί µου στο σπίτι για να ζεσταθούν. Μου είπαν ότι οι γονείς τους έχουν σκοτωθεί. Δεν ήξεραν που βρίσκονται. Είδαν την εκκλησία και κούρνιασαν για να σωθούν από τους τσέτηδες αλλά και από το κρύο. Λάζαρε θα έρθουν µαζί µας.
Ο Λάζαρος κοίταξε τα ορφανά. Σήκωσε το κεφάλι του κοιτώντας την αδερφή του και
ξεκίνησε για το µονοπάτι. Τον ακολουθήσαµε χωρίς να ξαναπούµε κουβέντα. Το κρύο, το χιόνι που σε µερικά σηµεία είχε ξεπεράσει το µισό µέτρο µας δηµιουργούσε προβλήµατα. Όταν φτάσαµε κοντά στη κορυφή του λόφου, γυρίσαµε όλοι και κοιτάξαµε για τελευταία φορά το χωριό µας. Η σιωπή του χιονιού έγινε και δική µας σιωπή. Το κρύο φώλιασε στις καρδιές µας. Το δάκρυ πάγωσε στο µάγουλο µας καίγοντας το από τον καηµό της εγκατάλειψης, από τον πόνο του φόβου, του αβέβαιου. Συνεχίσαµε χωρίς άλλη ενδιάµεση στάση. Ο πατέραµ βιαζόταν. Έπρεπε να διανύσουµε πολλά χιλιόµετρα µέσα από τα βουνά για να φτάσουµε στον προορισµό µας χωρίς να µας εντοπίσουν οι Τούρκοι. Τρεις µέρες περπατούσαµε χωρίς να κοιµηθούµε. Ξαποσταίναµε λίγο για να φάµε, να πιούµε νερό και έπειτα συνεχίζαµε. Η κούραση άρχισε να µας καταβάλλει.
Η θεία µου έµεινε να τον κοιτά µε ανοικτό το στόµα. Σαν να µην άκουγε τον αδερφό της. ―
Κάποιο λάθος κάνεις Κοσµά, του είπε ξέπνοα. Τα παιδιά δε µας φταίνε. Να µείνουµε και εµείς εδώ. Μόλις ανοίξει ο καιρός ξεκινάµε για την Τραπεζούντα.
―
Δε γίνεται. Ο κίνδυνος τρέχει πιο γρήγορα κι από τον άνεµο που λυσσοµανάει οξουκά. Ξύπνα τους άλλους. Τα παιδιά άστα να κοιµούνται. Άσε τους όλα τα τρόφιµα. Όσο αντέξουν.
Η θεία µου σάστισε. Αφού ξύπνησε τους υπόλοιπους, είπε στον αδερφό της: ―
Κοσµά, εγώ θα µείνω µε τα παιδιά. Είµαι άρρωστη. Δε µπορώ να σας ακολουθήσω. Κάποιος πρέπει να τα φροντίζει…
―
Τι είναι αυτά που λες, Άννα; Θα έρθεις µαζί µας, της είπε.
Τα τρόφιµά µας άρχισαν να τελειώνουν. Ο αέρας, το χιόνι, η νύχτα έκανε το περπάτηµα πάνω στο βουνό πολύ δύσκολο. Έπρεπε να φτάσουµε στο Έρµπαα για να ξεκουραστούµε στο σπίτι ενός δικού µας.
Την άρπαξε από το µπράτσο..
Τα παιδιά έκλαιγαν. Τα κορµάκια τους έτρεµαν. Δεν µπορούσαν να περπατήσουν. Το χιόνι είχε φτάσει µέχρι τη µέση τους.
―
Ο πατέραµ τα κοίταξε χωρίς να πει κουβέντα. «Προχωράτε. Σε λίγο θα φτάνοµεν σε µια καλύβα. Θα µείνοµεν εκεί απόψε και αύριο το πρωί θα ξεκινήσουµε».
Παππού θα φύγουµε; τον ρώτησε τρίβοντας τα µατάκια της. Κοίταξε γύρω της και έτρεξε κατευθείαν στην αγκαλιά µου.
―
Θεία Παρθένα, να ξυπνήσουµε και τα άλλα παιδιά, είπε η Μαριώ κοιτώντας την µε βουρκωµένα µάτια.
Όλοι µας χαρήκαµε για την απόφασή του. Τα πόδια µας µεµιάς αλάφρυναν.
―
Όχι, γιαβρίµ. Είναι νύχτα. Εσείς θα µείνετε εδώ µε την γιαγιά Άννα. Εµείς θα πάµε να… φέρουµε. Θα πάµε να βρούµε λίγο φαγητό. Θα γυρίσουµε να σας πάρουµε.
Η καλύβα ήταν γεµάτη άχυρα. Το µαζέψαµε. Θα ήταν το στρώµα µας απόψε. Ξαπλώσαµε ο ένας δίπλα στον άλλον για να ζεσταθούµε. Ο ύπνος δεν άργησε να µας πάρει. Άκουσα κάποιους να µιλούν. Ήταν ο πατέραµ. Μιλούσε στην αδερφή του.
―
Το φορτίον εν πολλά, του είπε. Τα µάτια της θάλασσα φουρτουνιασµένη.
Εκείνη τη στιγµή ξύπνησε η Μαριώ.
Η φωνή µου έσπασε. Η καρδιά µου σκεπάστηκε µε µαύρο πέπλο.
―
Είναι ώρα να φύγουµε, της είπε
Οι υπόλοιποι ήταν ήδη έξω. Ο πατέραµ µε κοίταξε άγρια. «Άφησε την. Πρέπει να φύγουµε».
―
Να ξυπνήσω τα παιδιά, είπε η θεία Άννα.
Μια πνιχτή κραυγή βγήκε από το στόµα της Μαριώς.
―
Όχι, µην τα ξυπνήσεις. Δε θα έρθουν µαζί µας. Φαγητό δεν έχοµεν αρκετό. Το κρύο εν πολλά. Το χιόνι πέρασε το ένα µέτρο. Δε µπορούν να µας ακολουθήσουν. Θα µας καθυστερήσουν. Οι τσέτες θα µας βρουν και θα µας σκοτώσουν. Θα µείνουν εδώ. Ο Θεός έχει… Ίσως να τα βρει κάποιος να τα φροντίσει.
―
Όχι, θεία… όχι, µη µε αφήσεις εδώ. Σε παρακαλώ. Πάρε µε µαζί σου. Μπορώ να περπατήσω...
Την κοίταξα και το δάκρυ στάθηκε στην άκρη του µατιού. Ο πατέραµ µε τράβηξε και χαθήκαµε στο σκοτάδι. Ένα σκοτάδι όπου το φως δεν µπόρεσε να βρει ποτέ µια χαραµάδα για να φωτίσει την ψυχήµ.