ΠΡΩΣΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΤΗ ΔΤΣΙΚΗ ΘΕΑΛΟΝΙΚΗ
Θεματικόσ κύκλοσ επιμορφωτικών βιωματικών ςεμιναρύων με τύτλο: «Σϋχνη και Λόγοσ»
Η Διεύθυνςη Π.Ε. Δυτικόσ Θεςςαλονύκησ δια τησ Τπεύθυνησ Πολιτιςτικών Θεμϊτων, κασ Βιργινύασ Αρβανιτύδου ςε ςυνεργαςύα με το 2ο Δημοτικό χολεύο Πεύκων, δια του Διευθυντό κου ωτηρύου Αγγϋλου και τησ εκπαιδευτικού κασ Κυριακόσ Μιζαμύδου πραγματοποιόςε θεματικό κύκλο επιμορφωτικών ςεμιναρύων με θϋμα: «Σϋχνη και Λόγοσ» και ειςηγότριεσ: την εκπαιδευτικό – ςυγγραφϋα κα Αλεξϊνδρα Μητςιϊλη, την εκπαιδευτικό – ςυγγραφϋα κα Κυριακό Μιζαμύδου,
την εκπαιδευτικό – ηθοποιό κα Μαγδαληνό Μπεκρό και τη θεατρολόγο – ςυγγραφϋα κα Θεοδώρα Καραθανϊςη.
χεδιαςμόσ-ελιδοπούηςηΗλεκτρονικό φωτοςτοιχειοθεςύα: Μιζαμύδου Κυριακό
Κεύμενα από τουσ/τισ εκπαιδευτικούσ που ςυμμετεύχαν ςτο ςεμινϊριο. Οι κούκλεσ ςτισ φωτογραφύεσ καταςκευϊςτηκαν από τισ μαθότριεσ του τ1 του 2 ου Δ.. Πεύκων
Μια γυναύκα, δεν μπορούςε να κϊνει παιδύ και αποφϊςιςε να πλϊςει ϋνα μόνη τησ. κϋφτηκε να το φτιϊξει με αλεύρι, να το ζωγραφύςει, να το ρϊψει, αλλϊ τελικϊ το ϋπλαςε με ϊμμο και νερό θαλαςςινό.
Σο ονόμαςε Αμμουδονειρεμϋνο. Και το λϊτρευε. Σου ϋφτιαξε κϊςτρα, ρούχα και αμμουδϋνια παιχνύδια. Σο κύμα όμωσ που ζόλεψε τη χαρϊ τησ, ϋβαλε τα δυνατϊ του να τον φτϊςει και τον βύθιςε ςτα πιο βαθιϊ νερϊ. Η γυναύκα όταν απαρηγόρητη. Έκλαιγε μϋρα νύχτα. Σα δϊκρυϊ τησ ϋκαναν τη θϊλαςςα μεγαλύτερη, τόςο που όλοι αναρωτιόντουςαν τι ςυμβαύνει. Σότε η γοργόνα που καταλαβαύνει τουσ ανθρώπουσ, τη λυπόθηκε κι αποφϊςιςε να τη βοηθόςει. Έψαξε μϋςα ςτα βϊθη τησ θϊλαςςασ και ςτουσ ωκεανούσ και τον ϋφερε πύςω. Από τότε η γυναύκα δεν πληςιϊζει τα μεγϊλα κύματα.
Ο Αμμουδονειρεμϋνοσ Σι καλϊ που θα’τανε, να εύχα ϋνα παιδϊκι, να του γελώ να μου γελϊ και να με αγαπϊει. Να φτιϊξω ϋνα τόςο δα από νερό και ϊμμο και να το παύρνω αγκαλιϊ ςτα χϋρια μου επϊνω.
Σο ’πε και το ’κανε η κυρϊ, τη ζόλεψε το κύμα και τησ το πόρε μακριϊ, ςτησ θϊλαςςασ το κρύμα.
Σο θρόνο των δακρύων τησ ϊκουςε η γοργόνα κι απ’ το βυθό τον ϋφερε ςτησ μϊνασ του το γόνα. Και η κυρϊ απ’ τη χαρϊ τον παύρνει αγκαλιϊ τησ κι ϋδωςε όρκο ιερό απ’ την οργό τησ θϊλαςςασ να μεύνει μακριϊ τησ. Δόβρολη Λύνα Καμπϊνταη Αθαναςύα Μηνδρινού Ευαγγελύα Παπαγεωργύου Ανθούλα Παπαδόγιαννη Παναγιώτα Σςϋλλιου Θεοδώρα Υρϊγκου Ελϋνη Φριςτοδουλύδου Ελϋνη
ΓΛΤΚΙΑ ΥΑΝΣΑΙΨΗ Μια φορϊ κι ϋναν καιρό, μϋςα ς’ ϋνα μαγειρειό, εύχε υλικϊ πολλϊ για ϋναν νόςτιμο χαλβϊ.
Ϊνασ νεαρόσ γλυκόσ, όμορφοσ και γελαςτόσ, τατουϊζ εύχε πολλϊ και κοτςύδα τα μαλλιϊ. Λϊδι βγϊζει απ’ το ντουλϊπι, ςιμιγδϊλι και αλϊτι, ζϊχαρη κρυςταλλικό και μια λϋξη μαγικό.
Όλα αυτϊ μαζύ μπερδεύει και αργϊ τ’ ανακατεύει, πού ϊραγε ο νουσ του ταξιδεύει; Ασ γινόταν ο χαλβϊσ, μια γυναύκα να τη φασ… Μα ποια λϋξη μαγικό ϋχει τη δύναμη αυτό;… Η ςυγγραφικό ομϊδα:
Γουτακόλη Δόμητρα Κουτςανοπούλου Μαρύα Μαλϊτου Μαρύα Μαρκαντωνϊκη Φρυςούλα Μπαρζύγκα Ευαγγελύα Μουτςύδησ Νύκοσ Σζιώτζιου Βαςιλικό Χαρρϊ Αγγελικό
H ΑΛΑΜΑΝΣΡΑ Μια κόρη που όλο ζύμωνε να παντρευτεύ γυρεύει Με ςιμιγδϊλι και νερό τον ϊντρα τησ ςμιλεύει. Μα η κακιϊ βαςύλιςςα τον ϊντρα τησ τον κλϋβει. Κι αυτό παντού ολημερύσ ψϊχνει και τον γυρεύει. Σρύα ζευγϊρια ϋλιωςε παπούτςια ςιδερϋνια για να τον βρει κα να χαρεύ και να τησ φύγει η ϋννοια.
Πολλϋσ φουρτούνεσ πϋραςε κι ϋγινε ζητιϊνα όπωσ την εςυμβούλεψε των αςτεριών η μϊνα. Σ΄αςτϋρια τη βοόθηςαν τον ϊντρα τησ να εύρει και η κακιϊ απ’ τη ζόλια τησ αγόραςε αλεύρι. Με ζϊχαρη και αμύγδαλα θϋλει να φτιϊξει ϊντρα μα απ’ την πολλό κακύα τησ τησ βγόκε ςαλαμϊντρα.
Η ΚΟΤΚΛΑ Εύχε φτιαχτεύ με πολύ μερϊκι και ιδιαύτερη φροντύδα! Σο ςώμα τησ από μαλακό ύφαςμα όταν γεμϊτο με απαλό βαμβϊκι. το πϊνινο κεφαλϊκι τησ το ςτόμα όταν κεντημϋνο με κατακόκκινη κλωςτό, τα μϊτια όταν δυο όμορφα γυαλιςτερϊ κουμπιϊ και τα μαλλιϊ δυο όμορφεσ πλεξούδεσ από κόκκινο μαλλϊκι. Σα παιδιϊ όταν την εύδαν ςτη τϊξη ξετρελϊθηκαν. Όλα όθελαν να την πιϊςουν και να χαώδϋψουν τα μαλλιϊ τησ. ύντομα κατϊλαβαν τον τρόπο που θα την παύζανε. Καθϋνασ που όθελε να τησ εξομολογηθεύ κϊτι, την ϋπαιρνε ςτα χϋρια του και πόγαινε ςτη γωνιϊ τησ κούκλασ. Εκεύ τησ μιλούςε ςιγανϊ, ϋλεγε όλα αυτϊ που δε μπορούςε να πει ςε κανϋναν ϊλλο και η κούκλα κρατούςε καλϊ το μυςτικό. Αν όθελε να μοιραςτεύ με την τϊξη τουσ προβληματιςμούσ του η κούκλα όταν εκεύ για να τον βοηθόςει να μιλόςει. Πόςα πρϊγματα εύχε ακούςει, πόςεσ παιδικϋσ καρδούλεσ εύχε ανακουφύςει! Ϋταν η κούκλα τησ ΣΑΞΗ! ΓΟΤΣΑΚΟΛΗ ΔΗΜΗΣΡΑ
ΜΙΑ ΚΟΤΚΛΑ ΑΛΛΙΩΣΙΚΗ ΑΠΟ ΣΙ ΑΛΛΕ Ο Νικόλασ ςτϊθηκε μπροςτϊ ςτην κούκλα. Σην κούταξε ύςια ςτα μϊτια και τησ εύπε: «Ξϋρεισ, εύμαι πολύ λυπημϋνοσ, νομύζω ότι δεν με ακούει και δεν αςχολεύται κανεύσ μαζύ μου. Η μαμϊ φροντύζει ςυνϋχεια το μικρό μασ. Ο μπαμπϊσ βοηθϊει μόνο τον μεγϊλο μου αδερφό. Εγώ; Πού εύμαι εκεύ μϋςα; Δεν υπϊρχω για αυτούσ; Η κούκλα τον ϊκουςε, χαμόλωςε το βλϋμμα, κούταξε προσ το μϋροσ τησ Νικολϋτασ, τησ χαμογϋλαςε και τησ ϋκλειςε το μϊτι. Η Νικολϋτα χωρύσ δεύτερη ςκϋψη τον πληςύαςε και τον κϊλεςε
ςτο πϊρτυ γενεθλύων τησ. Μετϊ το ςχολεύο, όταν ο Νικόλασ επϋςτρεψε ςτο ςπύτι ανακούνωςε διςτακτικϊ το νϋο ςτουσ γονεύσ του, τι
θα γινόταν ϊραγε; Ομϊδα
Μουτςύδησ Νύκοσ, Μπαρζύγκα Ευαγγελύα εχύδου Μαργαρύτα, Μαρκαντωνϊκη Φρυςούλα
ωτόρχου Αγγελικό, Μαλϊτου Μαρύα
Σο γρϊμμα τησ Ναώρύν ςτην κούκλα τησ Λι Αγαπημϋνη μου Λι, επιτϋλουσ όρθε η ώρα να ςου μιλόςω. όμερα όταν μια πολύ κουραςτικό μϋρα. Μόλισ ςχόλαςα και εύναι όδη βρϊδυ. Όλη μϋρα ϋφτιαχνα κούκλεσ όπωσ πϊντα. Ξανθϋσ, μελαχρινϋσ, ψηλϋσ, όμορφεσ. Καμιϊ μα καμιϊ δεν ϋχει το ςτόμα ςου που εύναι ϋτοιμο να μιλόςει, ούτε τα μϊτια ςου που φτϊνουν ςτην ψυχό μου, ούτε καν την κόκκινη κορδϋλα ςου. Εύμαι ςύγουρη ότι δεν κρυώνεισ όπωσ εγώ ςόμερα ςτη δουλειϊ και ςύγουρα κϊποια χϋρια βρϋθηκαν να ς’ αγκαλιϊζουν. Κι αυτό ζεςταύνει την καρδιϊ μου. Θα όθελα όμωσ να ς’ ϋχω εγώ, εδώ, μαζύ μου. Να ςου μιλώ και να μου μιλϊσ, να με κοιτϊσ, να με ακούσ, να ςε φροντύζω, να ςου λϋω πόςο πολύ ς’ αγαπϊω. Να εύςαι η παρϋα μου, η φύλη που θα με περιμϋνει μετϊ τη δουλειϊ. Όμωσ δεν παραπονιϋμαι, ύςα ύςα χαύρομαι. Γιατύ το ξϋρω, το νιώθω ότι παύρνεισ την αγϊπη που ςου αξύζει. Εξϊλλου όςο μακριϊ κι αν εύςαι, η αγϊπη μου ϋρχεται ςε ςϋνα κϊθε ςτιγμό. Κι αυτό εύναι το δικό μασ μυςτικό. Ϊτςι όπωσ βαραύνουν τα βλϋφαρϊ μου, θα ςε πϊρω πϊλι αγκαλιϊ και θα ςου τραγουδόςω πϊλι το νανούριςμϊ μασ. Καληνύχτα κουκλύτςα μου Αύριο πϊλι… Ομϊδα: Δόβρολη Λύνα, Καμπϊνταη Αθαναςύα, Μηνδρινού Ευαγγελύα, Παπαγεωργύου Ανθούλα, Παπαδόγιαννη Παναγιώτα, Υρϊγκου Ελϋνη
ΣΟ ΔΙΛΗΜΜΑ Ϊνα αςημϋνιο τριαντϊφυλλο όταν κρεμαςμϋνο πϊνω ςτο ςτόθοσ τησ. Καθώσ περπατούςε με γρόγορο ρυθμό, αυτό κουνιόταν πϋρα δώθε ςαν εκκρεμϋσ θαρρεύσ και όθελε να υπνωτύςει την καρδιϊ τησ. Γιατύ η καρδιϊ τησ από μϋςα, χτυπούςε ξϋφρενα όχι ςτο ρυθμό του τικ-τακ, τικ-τακ, αλλϊ ςτο ρυθμό του ναι-όχι, ναι-όχι. Ϊτςι όπωσ εύχε ςκυμμϋνο το κεφϊλι τησ, το βλϋμμα τησ ϋπεςε πϊνω ςτη ζώνη τησ. Η πόρπη τησ, ϋνασ όλιοσ. Ϋλιοσ, ανατολό, φωσ, γϋννηςη, ζωό. Η μια λϋξη μετϊ την ϊλλη χτυπούςαν την πόρτα του μυαλού τησ ώςπου η ζωό κατϊφερε και μπόκε μϋςα. Σότε όταν που η καρδιϊ τησ Όλγασ ϊρχιςε να χτυπϊει ςτο ρυθμό του ναι-ναι, ναι-ναι όρεμα και χαλαρϊ. Θα το κρατούςε κι ασ όταν 46 χρόνων. Σ’ αγαπούςε πολύ τα παιδιϊ. Μαρύα Κουτςανοπούλου
ΣΑ ΕΛΑΥΙΑ Από την πρώτη ςτιγμό που τον εύδα το βλϋμμα μου μαγνότιςαν αυτϊ τα παρϊξενα ζώα, που φαύνονταν να τρϋχουν ανϋμελα γύρω από το λαιμό του. Ζώα παιχνιδιϊρικα, χρωματιςτϊ, χαρούμενα! Πόςο διαφορετικό η μορφό του απ’ αυτϊ. Αυτόσ ςκυφτόσ πϊνω από ϋνα ποτόρι κραςύ να μετρϊ τα χρόνια που τον βϊραιναν (ςύγουρα, όχι πϊνω από ςαρϊντα πϋντε), ςα να αναπολεύ χαρούμενεσ ςτιγμϋσ, να νοςταλγεύ αγϊπεσ ανεκπλόρωτεσ… Η περιϋργεια νύκηςε τουσ διςταγμούσ μου. Σον πληςύαςα και δεύχνοντασ το μαντόλι που εύχε ριγμϋνο γύρω από το λαιμό του, εύπα: «Ψραύα κουνϋλια!». Αργϊ ςόκωςε τα μϊτια του από το ποτόρι και τα ϋριξε πϊνω μου. «Ϊχαςεσ» μου λϋει, ςτεγνϊ και ϊχρωμα, ςηκώνοντασ το ποτόρι του για να πιεύ μια γουλιϊ κραςύ. «Εύναι ελϊφια!» εύπε και ακούμπηςε το ποτόρι ςτο τραπϋζι. «Πού εύναι τα κϋρατϊ τουσ;», ρώτηςα και χαμογϋλαςα αμόχανα. Με κούταξε ςτα μϊτια και ϋνα πικρό χαμόγελο διαγρϊφτηκε ςτο πρόςωπο του. « Εύναι θηλυκϊ…. λαφύνεσ!» εύπε. « Παρϊξενο μαντόλι! Σόςα ελϊφια και το καθϋνα με ϋνα λουλούδι ςτο ςτόμα!»
Με αργϋσ κινόςεισ ϋβγαλε το μαντόλι από το λαιμό του και το κούταξε. «Μια λαφύνα μου το χϊριςε ςτη εβύλλη κι από τότε δεν τ’ αποχωρύζομαι ποτϋ.» Σο βλϋμμα του ςτρϊφηκε ϋξω από το μικρό καφενεύο προσ τη θϊλαςςα. «Αχ, η θϊλαςςα… αυτό η πλανεύτρα… Φρόνια ςτην αγκαλιϊ τησ. Με τα κύματα και τ’ αλϊτι ζυμωμϋνο το κορμύ μου. Αυτό όταν η ζωό μου κι αυτό μου ‘δινε ζωό. Κι όμωσ… για χϊρη τησ λαφύνασ μου την πρόδωςα κι αυτόν.» Ξανακούταξε το μαντόλι που κρατούςε με λατρεύα ςτα χϋρια του. Οι μνόμεσ ερχόταν ολοζώντανεσ μπροςτϊ του. «Μόλισ την εύδα όλα τα ξϋχαςα και βϊρκα και δύχτυα και θϊλαςςα… Πόγαινα όπου με πόγαινε. Μϋχρι τη εβύλλη. Σρύα χρόνια μαζύ, τρύα χρόνια ςτον παρϊδειςο! Και μετϊ…» Σα μϊτια του βούρκωςαν και ϋνασ λυγμόσ κατϊπιε την φωνό του. «Μόνο αυτό το μαντόλι μου ‘μεινε να μου θυμύζει τη λαφύνα μου… Κι ασ με πρόδωςε… Κι ασ ζει με ϊλλον.. εγώ θα την κουβαλϊω πϊντα…» . Με αργϋσ κινόςεισ τύλιξε το μαντόλι γύρω από το λαιμό του, ϊφηςε ϋνα χαρτονόμιςμα ςτο τραπϋζι και με το ςώμα ςκυφτό βγόκε από το καφενεύο. ΓΟΤΣΑΚΟΛΗ ΔΗΜΗΣΡΑ
Τα παιχνίδια του Νικολάκη -Ουφ…πως στριμώχτηκα εδώ μέσα…Είναι και σκοτεινά, δεν βλέπω τίποτα, ποιος μου πατάει την ωραία μου φορεσιά…Πως θα ξαναπετάξω στον ουρανό, να εντοπίσω τα άσχημα και να επέμβω να σώσω τους ανθρώπους από το κακό… Ένας Σούπερμαν πρέπει να είναι πάντα έτοιμος για όλα κι εγώ βρίσκομαι τώρα κλειδωμένος σε ένα σκοτεινό χώρο, δεν ξέρω πότε και αν θα ξαναβγώ από εδώ, και το χειρότερο είναι ότι κάποιος μου πατάει, με κίνδυνο να σκίσει, την στολή μου και να την κάνει κουρέλι. Κουνήσου λίγο και αποδέσμευσέ με… Ουφ… ποιος είσαι… -Εγώ είμαι ο δεινόσαυρος, ο φίλος του μικρού Νικόλα. Δεν φταίω εγώ που πατάω με το πόδι μου την ωραία σου στολή. Ούτε που κατάλαβα κι εγώ πως βρέθηκα εδώ… Πριν λίγες μέρες ήμασταν όλοι ελεύθεροι και χαιρόμασταν το παιχνίδι στα χέρια του μικρού Νικόλα και ξαφνικά μια μέρα μετά τα γενέθλιά του, βρεθήκαμε σε αυτό το σκοτεινό ντουλάπι, στιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλο, μόνοι και δυστυχισμένοι. -Ε… είμαι κι εγώ εδώ… εμένα δεν θα μου μιλήσει κανείς… -Ποιός είσαι εσύ δηλαδή… -Είμαι ο χαρταετός, που πριν λίγο καιρό ήμουν ο βασιλιάς του ουρανού, έτσι που με κρατούσε στα χέρια του ο μικρός Νικόλας και ανέμιζα πλάι στα σύννεφα…
-Και πωσ βρϋθηκεσ εδώ… -Εκεύ που πετούςα, όπωσ ςασ εύπα πριν πλϊι ςτα ςύννεφα, ξαφνικϊ ϋνασ δυνατόσ αϋρασ με ϋριξε ςτα βρϊχια και ϋχαςα την ουρϊ μου… Μετϊ ο μικρόσ με ϋφερε ςτο ςπύτι με τη ςκϋψη να μου ξαναφτιϊξει την ουρϊ, αλλϊ δυςτυχώσ με πρόλαβαν τα γενϋθλια και βρϋθηκα κι εγώ εδώ μαζύ ςασ ςτο ςκοτεινό ντουλϊπι αιχμϊλωτοσ και λαβωμϋνοσ... -Υαύνεται πωσ ο μικρόσ πόρε ςτα γενϋθλιϊ του πολλϊ δώρα παιχνύδια, και τώρα εμϊσ μασ ξϋχαςε και παύζει με αυτϊ. Ωδικοσ που εύναι ο κόςμοσ και η ζωό. Και μόπωσ εύναι το μοναδικό ϊδικο πρϊγμα που ςυμβαύνει ςε αυτό τη ζωό. -Φαρταετϋ, πεσ μασ, ςτα ταξύδια ςου εκεύ ψηλϊ ςτον ουρανό, τι εύδεσ, πωσ εύναι να βλϋπεισ τον κόςμο από ψηλϊ. Πεσ μασ ςε παρακαλώ, πεσ μασ. -Σι να ςασ πρωτοπώ και τι να πρωτοθυμηθώ. Εύναι ωραύο πρϊγμα να νιώθεισ ελεύθεροσ, μα να ςου πω την αλόθεια περιςςότερο νοςταλγώ την τελευταύα μου βόλτα ςτα μονοπϊτια του ουρανού, τότε που βοόθηςα το μικρό Νικολϊκη και την παρϋα του να καταλϊβουν πόςο κακό κϊνουν πολλϋσ φορϋσ οι ϊνθρωποι ςτη φύςη, με την απεριςκεψύα τουσ. Η δαςκϊλα του Νικολϊκη λοιπόν τουσ ϋβαλε μύα εργαςύα για την καταςτροφό που προκαλεύ ο ϊνθρωποσ με τη ςυμπεριφορϊ του ςτη φύςη, και τι θα γινόταν αν αυτό η ςυμπεριφορϊ ϊλλαζε. Ο Νικολϊκησ δεν όξερε πώσ να δουλϋψει την εργαςύα και τότε εγώ τον ϋβγαλα από τη δύςκολη θϋςη, προτεύνοντϊσ του να τον βοηθόςω. Σου εύπα λοιπόν, πωσ εγώ, από εκεύ ψηλϊ μπορούςα να δω, να φωτογραφόςω και να ςυζητόςω μαζύ του για όποια ανθρώπινη επϋμβαςη ϋβλεπα, που όμωσ να προκαλεύ ζημιϊ ςτη φύςη. Ϊτςι κι ϋγινε…
Σην ϊλλη κι όλασ μϋρα το πρωύ, μετϊ από ϊλλη μύα φανταςτικό βόλτα ςτον ουρανό, ϊφηςα δύπλα ςτην τςϊντα του Νικολϊκη ϋνα φϊκελο με φωτογραφύεσ, που ϋδειχναν πόςο καταςτρεπτικό εύναι πολλϋσ φορϋσ η ανθρώπινη επϋμβαςη ςτη φύςη. Αλλϊ εύχα κι ϊλλη μύα ϋκπληξη για τον μικρό Νικόλα. ΄Εβαλα δύπλα ςτην τςϊντα του κι ϊλλον ϋνα φϊκελο με όμορφεσ εικόνεσ από τη φύςη, όπωσ αυτό θα γύνονταν αν οι ϊνθρωποι αποφϊςιζαν να αλλϊξουν ςυμπεριφορϊ απϋναντύ τησ και να τη δουν φιλικϊ. Αυτϊ όλα ϋγιναν αφορμό να ξεκινόςει ο Νικολϊκησ ϋναν αγώνα ςωτηρύασ τησ φύςησ και βελτύωςησ των ςυνθηκών ζωόσ των ανθρώπων, πρϊγμα που τον γϋμιςε και τον μεταμόρφωςε ςε καλύτερο ϊνθρωπο και πολύτη αυτού του κόςμου. Σο παρϊδειγμϊ του το ακολούθηςαν και οι φύλοι του, οι γονεύσ του και τα αδϋρφια του. Σώρα οι ςυνθόκεσ εύναι ςαφώσ καλύτερεσ από πριν, αλλϊ εγώ δυςτυχώσ που όμουν ο πρωταγωνιςτόσ ςε αυτό τη δρϊςη, βρύςκομαι κλειδωμϋνοσ μϋςα ςε αυτό το ντουλϊπι, να θυμϊμαι τισ παλιϋσ καλϋσ μϋρεσ και να δακρύζω από θυμό και πύκρα για την κατϊντια μου αυτό. Σι να γύνει όμωσ, ο κόςμοσ εύναι γεμϊτοσ αδικύεσ, κι εγώ όπωσ κι εςεύσ , ζούμε τώρα μύα από αυτϋσ. ωπϊςτε όμωσ γιατύ ακούω θόρυβο, κϊποιοσ μπόκε ςτο δωμϊτιο. -Νικολϊκη, πόρεσ πολλϊ παιχνύδια ςτα γενϋθλιϊ ςου, όμωσ δεν παύζεισ πια με το δεινόςαυρο, ούτε με τον ούπερμαν και το χειρότερο δεν ξαναπϋταξεσ τον αγαπημϋνο ςου χαρταετό… -Βρε μαμϊ, ξϋχαςεσ ότι την τελευταύα φορϊ που τον πϋταξα, με τον δυνατό αϋρα, γκρεμοτςακύςτηκε και ϋχαςε την ουρϊ του…
-Ευκαιρύα λοιπόν ςόμερα να του φτιϊξεισ μύα καινούρια ουρϊ και να δοκιμϊςεισ να τον ξαναπετϊξεισ. Ϊχει ωραύο αερϊκι και θα ανϋβει γρόγορα ψηλϊ. -Και με τα καινούρια παιχνύδια ποιοσ θα παύξει. -Νικολϊκη μου πρϋπει να καταλϊβεισ ότι όταν μασ χαρύζουν κϊτι καινούριο δεν αςχολούμαςτε μόνο με αυτό και ξεχνϊμε το παλιό. Εύναι ϊδικο για τα παιχνύδια που ςου κρατούςαν ςυντροφιϊ όλο το προηγούμενο διϊςτημα. Κι αν πϊλι νιώθεισ ότι ϋχεισ πολλϊ παιχνύδια και δεν προλαβαύνεισ να παύξεισ με όλα, τι λεσ να χαρύςουμε μερικϊ ςτο αγορϊκι που μετακόμιςε πριν λύγεσ μϋρεσ ςτη γειτονιϊ μασ, και από ότι βλϋπω, δεν ϋχει και πολλϊ παιχνύδια για να παύξει. -Ϊχεισ δύκιο μαμϊ, ϋτςι και τα παιχνύδια μου θα εύναι χαρούμενα και το αγορϊκι που θα του τα χαρύςω, επύςησ. Μϊλιςτα λϋω, να του ζητόςω να γύνουμε φύλοι και να παύζουμε μαζύ. Ϊτςι δεν θα χϊςω κι εγώ τα αγαπημϋνα μου παιχνύδια που τα παραμϋληςα λύγο τον τελευταύο καιρό. Πϊω αμϋςωσ να τα βγϊλω από το ντουλϊπι. -Σελικϊ οι αδικύεσ μπορούν με καλό διϊθεςη και θετικό ςκϋψη να διορθώνονται. Κι εμεύσ τα παιχνύδια εύμαςτε ςτην ευχϊριςτη θϋςη τώρα να ζούμε μύα από αυτϋσ τισ αδικύεσ που ευτυχώσ διορθώθηκαν.
Tςϋλλιου Θεοδώρα
Οι κούκλες δεν μιλάνε Ση μϋρα που τησ ϋφερε η μαμϊ τησ την κούκλα ακόμα τη θυμϊται... Δεν εύχε περιτύλιγμα, ούτε κουτύ, δεν όταν καν μϋςα ςε μια ςακούλα. Η μαμϊ την κρατούςε από το ϋνα τησ χϋρι κι ϋμοιαζε ςαν η κούκλα να κρατϊει τη μαμϊ. Σα μϊτια τησ ϋλαμψαν. Σησ μαμϊσ τησ εύχαν πϊψει από καιρό να λϊμπουν. Όταν όμωσ την κοιτούςαν ϋςταζαν αγϊπη… και κϊτι ϊλλο που η Ειρόνη δεν μπορούςε να προςδιορύςει. Η μαμϊ γονϊτιςε μπροςτϊ τησ, χαμογϋλαςε αχνϊ –μια ιδϋα χαμόγελου φϊνηκε και ςτα μϊτια τησ- και τησ εύπε: -Κούτα τι ςου ϋφερα! -Μανούλα μου, εύναι υπϋροχη! εύπε η Ειρόνη και αγκϊλιαςε με λαχτϊρα μαμϊ και κούκλα. -Αυτό η κούκλα μωρό μου δεν εύναι μια απλό κούκλα. Εύναι αυτό που θα ςου κϊνει παρϋα, θα ςε αγκαλιϊζει, θα ςου μιλϊει ακόμα, όταν εγώ δε θα μπορώ. Γιατύ γυϊλιςαν ϋτςι τα μϊτια τησ μαμϊσ; Η Ειρόνη δε ρώτηςε. Δε χρειαζόταν. Μόνο ϋςφιξε πιο πολύ την αγκαλιϊ τησ. Από τότε η κούκλα αυτό όταν η καλύτερη παρϋα τησ… ειδικϊ όταν η μαμϊ δεν μπορούςε. Κι ο μπαμπϊσ τησ, τησ εύχε φϋρει κούκλεσ. Πολλϋσ κούκλεσ. Αλλϊ αυτό, αυτό εύναι ϊλλο… Η μαμϊ εύχε δύκιο. Ϋταν βραδϊκι όταν η Ειρόνη ϋτρεξε ςτον καναπϋ, ανϊμεςα ςτη μαμϊ και ςτον μπαμπϊ. Εύχε όρεξη για παιχνύδια. Κανονικϊ ϋπρεπε να εύναι όδη ςτο κρεβϊτι τησ. Σο όξερε. Η μαμϊ ϊνοιξε την αγκαλιϊ τησ. Ο μπαμπϊσ την κούταξε λύγο ϊγρια. -Πόγαινε ςτο κρεβϊτι ςου, τησ εύπε.
-Λύγο μπαμπϊκα, λύγο ακόμα. Και όρμηςε ςτην αγκαλιϊ του. Ο μπαμπϊσ όμωσ δεν ϊνοιξε τα χϋρια να την αγκαλιϊςει. Ωπλωςε μόνο το ϋνα και την ϋςπρωξε. -Σι ςου εύπα; Δεν εύναι ώρα για παιχνύδια, βλϋπω τηλεόραςη. -Ϊλα κορύτςι μου να ςε πϊω ςτο κρεβατϊκι ςου, εύπε η μαμϊ. Μα η μικρό εύπε να κϊνει μια προςπϊθεια ακόμα. Ωρχιςε να χοροπηδϊει πϊνω ςτον καναπϋ και να παρακαλϊει: -Λύγο, λύγο… Ξαφνικϊ ο μπαμπϊσ ϋγινε ακόμα πιο ϊγριοσ. όκωςε το χϋρι του και τησ ϋδωςε μύα ςτα πόδια. Σησ κόπηκαν λύγο τα φτερϊ. -Μα γιατύ μπαμπϊ; -Α! εςύ δεν καταλαβαύνεισ από λόγια. Γρόγορα εύπα, ςτο κρεβϊτι ςου! Κι αυτό τη φορϊ, το χϋρι ϋπεςε με δύναμη ςτο μϊγουλό τησ! Η Ειρόνη τα ’χαςε. Ωρχιςε να κλαύει. Η μαμϊ πρόλαβε να πει: -Μα τι κϊνεισ; -καςμόσ κι εςύ. Εςύ την ϋκανεσ ϋτςι, φώναξε ο μπαμπϊσ -Μα τι ϋπαθεσ ςτα καλϊ καθούμενα; τόλμηςε να πει η μαμϊ Σο χϋρι που ϋπεςε ςτο μϊγουλο τησ μαμϊσ, την πόνεςε πιο πολύ απ’ το προηγούμενο που ϋπεςε ςτο δικό τησ. -Μια φορϊ θα μιλϊω, φώναζε τώρα ο μπαμπϊσ. Αυτό όταν η πρώτη φορϊ. Η πρώτη φορϊ η δικό τησ! Από τότε πολλϋσ φορϋσ, μια ωραύα και χαλαρό ςτιγμό κατϋληγε ςτα ύδια. Και οι ςτιγμϋσ ςιγϊ-ςιγϊ ϋπαψαν να εύναι χαλαρϋσ.
Η Ειρόνη δεν όξερε ποια λϋξη, ποια κύνηςη, ποιο βλϋμμα θα πυροδοτούςε μια καινούρια ϋκρηξη. Γι’ αυτό ςιγϊ-ςιγϊ ςταμϊτηςε να μιλϊει… Κι ϋτςι όταν όρθε η κούκλα, η Ειρόνη ϋλεγε ς’ αυτόν όλα τησ τα βϊςανα, τα παρϊπονα αλλϊ και τισ χαρϋσ τησ. Και η κούκλα την κούταζε μεσ ςτα μϊτια. Ϋταν ςύγουρη ότι την ϊκουγε η κούκλα τησ. Σην αγκϊλιαζε κι ϋνιωθε μια απϋραντη ζεςταςιϊ. Κϊποιεσ φορϋσ, όταν υπόρχε γύρω-γύρω πολύ ηςυχύα, νόμιζε ότι την ϊκουγε κιόλασ να τησ μιλϊει. Αλλϊ όχι με το ςτόμα. -Εγώ τουλϊχιςτον ϋχω εςϋνα, τησ ψιθύριζε η Ειρόνη. Η μανούλα μου εύναι μόνη τησ. -Γιατύ δεν κϊνει κϊτι; Ωκουγε τότε την κούκλα τησ να λϋει. -Γιατύ δεν μπορεύ, απαντούςε η Ειρόνη. Ο μπαμπϊσ εύναι πολύ δυνατόσ. Εύςαι καλϊ; Σι μπορεύ να κϊνει η μαμϊ; -Να μιλόςει. -Σι να πει; -Να ζητόςει βοόθεια. Γιατύ δεν ζητϊει βοόθεια από κϊποιον; Η Ειρόνη δεν εύχε όμωσ ϊλλη απϊντηςη. Κϊθε φορϊ τα χτυπόματα όταν περιςςότερα και πιο ϊγρια. Η μαμϊ ϋμπαινε πϊντα μϋςα ςτη μϋςη να τη ςώςει. Κι ϋτςι κατϋληγε πιο χτυπημϋνη από την ύδια. Κι η Ειρόνη ϋτρεχε ςτην κούκλα τησ, να τησ πει τα καινούρια, να την αγκαλιϊςει, να θεραπεύςει τισ πληγϋσ τησ. Αυτϋσ που δεν φαύνονται.
-Εγώ ϋφταιγα πϊλι. Ϊςπαςα το ποτόρι, ϋλεγε ςτην κούκλα -Δεν φταισ εςύ Ειρόνη μου. Δεν το όθελεσ. Εγώ το ξϋρω. -Ούτε η μαμϊ μου φταύει, ϋλεγε πϊλι Αλλϊ η κούκλα δεν μιλούςε. Σην τελευταύα φορϊ, όταν η κούκλα εύδε την Ειρόνη με πρηςμϋνα χεύλια και κομμϊτια την καρδιϊ, με μϊγουλα κατακόκκινα και μαύρη την ψυχό, γούρλωςε τα μϊτια τησ. Ϋθελε να φωνϊξει, να ουρλιϊξει, να ζητόςει το λόγο, να κϊνει κϊτι. Αλλϊ μια κούκλα δεν μιλϊει… Κι η μαμϊ όμωσ, που ϋμενε κουλουριαςμϋνη ςτα πλακϊκια τησ κουζύνασ με μελανιϋσ ς’ όλο το ςώμα τησ και πρηςμϋνα μϊτια, κι αυτό το ύδιο. Δεν μιλούςε…
Μηνδρινού Ευαγγελύα
ΟΙ ΚΕΧΕΙ ΣΗ ΚΟΤΚΛΑ ΜΕ ΣΑ ΓΑΛΑΝΑ ΜΑΣΙΑ Σησ αρϋςει να κϊθεται και να βλϋπει με τισ ώρεσ μακριϊ τον ορύζοντα, εκεύ που ενώνεται ο καταγϊλανοσ ουρανόσ με τη γαλϊζια θϊλαςςα. Γαλϊζιο χρώμα, καταγϊλανο ςαν τα δυο κουκλύςτικα γαλανϊ τησ μϊτια. Φαζεύει το απϋραντο γαλϊζιο με τισ ώρεσ και ςκϋφτεται. Ωλλεσ πϊλι φορϋσ, δε ςκϋφτεται τύποτα, θϋλει μόνο να αγναντεύει και να ξεκουρϊζει το βλϋμμα τησ και το μυαλό τησ. Η ζωό τησ όταν γεμϊτη με πολλϋσ φροντύδεσ, εύχε φορτωθεύ μεγϊλεσ ευθύνεσ. Σησ πονούςαν ςυχνϊ οι ώμοι τησ γι αυτό ϋκανε με τα χϋρια τησ μια χαρακτηριςτικό κυκλικό κύνηςη προσ τα πύςω ςαν να όθελε να ξεφορτωθεύ για λύγο το φορτύο που την βϊραινε και να ξελαφρώςει από το βϊροσ. Κϊπου εύχε διαβϊςει ότι οι πόνοι ςτο ςώμα εύναι τα ςυμπτώματα από τουσ πόνουσ τησ ψυχόσ. Τπερβολϋσ, δε ςυνϋβαινε κϊτι τϋτοιο με την ύδια. Η δικό τησ η ψυχό δε γύνεται να πονϊει, ύςα-ύςα που πϊντα εύχε χώρο πολύ να ακούει τουσ πόνουσ των φιλενϊδων τησ. Γνώριζε καλϊ πωσ η καλό φύλη πρϋπει να ξϋρει να εύναι και καλό ακροϊτρια. «Προβλόματα που ϋχει ο κόςμοσ!» μουρμούριζε και ςταυροκοπιόταν. «Ευτυχώσ εμεύσ δεν ϋχουμε τϋτοια προβλόματα. Δόξα τω Θεώ», ϋλεγε και αναςτϋναζε με ανακούφιςη καμιϊ φορϊ. «Ε, τώρα, τα προβλόματα τησ καθημερινότητασ δεν εύναι τύποτα, ϊντε καλϋ, ςημαςύα να μη δύνεισ! Σι εύναι αυτϊ, τύποτα!» Σα ϋλεγε ςτουσ ϊλλουσ για να τα ακούει η ύδια και πιανόταν από μια λϋξη και ςτη ςυνϋχεια ςυνειρμικϊ κρεμότανε από ολόκληρο τραγούδι. Ύςτερα, το ϋνα τραγούδι ϋφερνε το ϊλλο και τραγουδώντασ όλα περνούςανε και τα ξεχνούςε όλα.
Πϊντα τησ ϊρεςε να τραγουδϊει και η αλόθεια εύναι ότι το τραγούδι τησ ερχόταν πολύ εύκολα ςτα χεύλη. Σραγουδούςε χαμογελαςτϊ, με ϊνεςη και ϋβγαινε η φωνό τησ ωραύα και δυνατό και απελευθερωνόταν μαζύ με την ψυχό τησ και χαιρόταν και γαλόνευε. Θυμϊται τα γλϋντια ςτο ςπύτι τησ με ςυγγενεύσ και φύλουσ, με κιθϊρα, κραςύ και πολύ κϋφι. Εκεύνα τα γλϋντια που ξεκινϊνε από το μεςημϋρι και φτϊνουν ωσ το βρϊδυ απρογραμμϊτιςτα και τόςο αληθινϊ, τόςο γεμϊτα. Γϋλια, χορόσ, φωνϋσ, τςιμπολογόματα και ευχϋσ. Ολοόμερο γλϋντι χωρύσ ιδιαύτερο λόγο. Αιτύα όταν μόνο το κϋφι και αφορμό η ύδια η ςυνϊντηςη. Μη χϊνεισ την ευκαιρύα να περνϊσ καλϊ. Η διαςκϋδαςη εύναι θεραπεύα. Δε θϋλει πολλϊ ο ϊνθρωποσ για να περνϊει καλϊ. Κϊνε αυτό που ςε ευχαριςτεύ τώρα, μην το αναβϊλλεισ. Κούκλα να την ϋχεισ την ψυχό ςου, καλοντυμϋνη, χαμογελαςτό, να ςου φτιϊχνει το κϋφι, για να ϋχεισ καλό διϊθεςη. Ϊχεισ δει ποτϋ κούκλα μουτρωμϋνη; Όταν βλϋπεισ το πρόςωπο τησ κούκλασ αλλϊζει η ϋκφραςη ςτο δικό ςου πρόςωπο και γύνεται ςαν τησ κούκλασ. «Σα καλϊ ςυναιςθόματα εύναι μεταδοτικϊ ςαν το γϋλιο». Θυμϊται που το ϋλεγε αυτό η μϊνα τησ. οφό γυναύκα η μϊνα τησ με ψυχικό πλούτο. Θα όθελε πολύ να τησ ϋχει μοιϊςει αλλϊ πού τϋτοιο μεγαλεύο. Σϋτοιεσ κούκλεσ ςτην ψυχό και ςτο μυαλό ζούνε μια φορϊ ςτα χύλια χρόνια. Αυτό η εςωτερικό ομορφιϊ πώσ βγαύνει ςτο πρόςωπο, ςτην κύνηςη, ςτο λόγο και ςε κϊνει μια κούκλα ζωντανό. Σι ωραύα που θα όταν να όμαςταν όλεσ τϋτοιεσ κούκλεσ! Θα κϊναμε τον κόςμο μασ όλο κουκλύςτικο. Γιατύ πύςω από κϊθε ϊνδρα που θα κρύβεται μια γυναύκα κούκλα και εκεύνον κούκλο θα τον κϊνει και τα παιδιϊ τουσ θα τα κϊνουν κουκλϊκια. Αυτϊ τα κουκλϊκια θα κϊνουν τα δικϊ τουσ κουκλϊκια και ϋτςι όλοσ ο κόςμοσ θα εύναι κουκλύςτικοσ.
«Ϊλα κούκλα μου, κϊθιςε!», «Πώσ εύςαι κούκλε μου ςόμερα;», «Σι κουκλύςτικο το ςπύτι ςασ!», «Κούκλα ϋγινεσ!». Θα ζούςαμε μια ζωό κουκλύςτικη εμεύσ οι κούκλεσ, οι κούκλοι μασ και τα κουκλϊκια μασ. Πόςο εύκολο εύναι! Σησ ϋρχονται ςτο μυαλό οι φύλεσ τησ οι κούκλεσ. Μαζεμϋνεσ ςτην αυλό ςτο φωσ του όλιου, δύπλα ςτο γιαςεμύ που ςκαρφϊλωνε και ϋμπλεκε τα ϊνθη του με τα ϊνθη τησ ροδιϊσ. Σϋλειοσ ςυνδυαςμόσ! Σα γιαςεμϊκια απαλϊ και δροςερϊ ϋγερναν πϊνω ςτα ϊνθη τησ ροδιϊσ φωτύζοντασ την ομορφιϊ τησ. Όπου ςκιζόταν το δϋρμα τησ ώριμησ ροδιϊσ εκεύ χωνόταν το γιαςεμύ, την ϋκρυβε και την ομόρφαινε. Όμορφεσ όταν και οι κουβϋντεσ των φιλενϊδων που απολϊμβαναν το πρωινό καφεδϊκι τουσ ςτην αυλό. Υώτιζε η μϋρα τισ ςκϋψεισ τουσ και το φωσ διϋλυε το ςκοτϊδι τησ ανηςυχύασ και τουσ ςτεναγμούσ τησ καθεμιϊσ. Μοιρϊζονταν τισ χαρϋσ και τισ ϋκαναν πολλϋσ. Μοιρϊζονταν και τισ ςτεναχώριεσ ςε μικρϊ κομματϊκια που τα ςόκωνε ελαφρϊ το απαλό αερϊκι και ϋφευγαν μακριϊ. Σουσ ϋμενε ϋτςι μόνο η χαρϊ. Με εκεύνη τη χαρϊ ςηκώνονταν και ξεκινούςαν τισ δουλειϋσ τησ ημϋρασ. Ϋταν όλεσ νοικοκυρϋσ πιςτϋσ ςτισ υποχρεώςεισ τησ οικογϋνειασ και του ςπιτιού τουσ. Πόςο γρόγορα περνούν τα χρόνια! Καμιϊ φορϊ νομύζεισ ότι περνϊνε πιο γρόγορα κι από τισ ημϋρεσ. Να! Αυτό η δαμαςκηνιϊ μπροςτϊ τησ, φορτωμϋνη με ροζ ϊνθη, τόςεσ μϋρεσ, πολλϋσ μϋρεσ, ςυνεχόμενεσ, δεν ϊλλαξε ακόμα, ύδια ςτϋκεται. Ϊνα δϋντρο αλλϊζει όλο το ςκηνικό! Προςπαθεύ να την αφαιρϋςει με τη φανταςύα τησ, μα δεν μπορεύ. Σι δυνατό εικόνα! Όλα εύναι αυτό το δϋντρο! Όλα τα ϊλλα εύναι πύςω απ’ αυτό, μικρϊ και μακρινϊ. πουδαύα αυτό η δαμαςκηνιϊ! Σησ αρϋςει που την ϋχει μπροςτϊ ςτο παρϊθυρό τησ, ϋτςι πειςματικϊ που ςτϋκεται εκεύ ευθυτενόσ, ςύγουρη, ωραύα, ςαν τη ζωό τησ. Σην βλϋπει και χαύρεται, ϋχει ςυνϋχεια, περιμϋνει να τη δει να ρύχνει τα ϊνθη τησ και να πιϊνει καρπό και να πραςινύζει.
Τπϊρχει ςυνϋχεια ςτη ζωό τησ. Περνϊσ δύπλα τησ και εύναι αδύνατον να μην την προςϋξεισ. Ζει μαζύ τησ τη ςυνϋχειϊ τησ. Ακόμα και το βουνό απϋναντι το αλλϊζει. Υαύνεται κι εκεύνο διαφορετικό κϊθε φορϊ που αλλϊζει όψη η δαμαςκηνιϊ. Αυτό το κϊνει να φαύνεται πιο ςκούρο ό πιο φωτεινό, πιο μακρινό ό πιο κοντινό. Σο βουνό τησ θυμύζει τισ δυςκολύεσ τησ ζωόσ που φαύνονται πιο μακρινϋσ ό πιο κοντινϋσ ανϊλογα με το τι ϋχεισ μπροςτϊ ςου, δύπλα ςου, κοντϊ ςου. Μπορεύ να μην εύναι δαμαςκηνιϊ. Μπορεύ να εύναι ϊνθρωποσ ϋνασ, ό ϊνθρωποι πολλού. Ακόμα καλύτερα. πουδαύο πρϊγμα οι ϊνθρωποι ςτη ζωό μασ. Μασ δύνουν χαρϋσ ό ςτενοχώριεσ, ενθϊρρυνςη, ςτόριξη και υποςτόριξη, μα καμιϊ φορϊ και απογοότευςη. Μασ δύνουν και τα μϊτια τουσ, να δούμε μϋςα από αυτϊ. Μασ δύνουν και τη ςκϋψη τουσ, να ςκεφτούμε με αυτόν. «Πϊρε γνώμεσ αλλωνών κι από τη δικό ςου γνώμη μη φεύγεισ». Πϊλι λόγια τησ μϊνασ τησ όρθαν ςτο μυαλό τησ. Πώσ να ξεφύγει απ’ αυτϊ; Σησ ϋρχονται και τησ ξανϊρχονται τα λόγια τησ μαμϊσ τησ ςτο μυαλό! Έλεγε πολλϋσ ςοφϋσ κουβϋντεσ, όταν ϋξυπνη γυναύκα με χιούμορ, δυνατόσ ϊνθρωποσ και πϊντα καλοδιϊθετη και πρόςχαρη. Πού την ϋβριςκε τόςη αιςιοδοξύα; Ήταν φιλοςοφημϋνη γυναύκα, εύχε πιϊςει το νόημα τησ ζωόσ και όξερε να χαύρεται την κϊθε ςτιγμό τησ. Ση ςεβόταν τη ζωό, την εκτιμούςε, κι ασ μην όταν τόςο φιλικό η ύδια η ζωό μαζύ τησ. Ξεριζωμϋνη απ’ τουσ τόπουσ τησ, με προςφυγιϊ, απώλειεσ, δυςκολύεσ και φτου κι απ’ την αρχό την εύχε πϊρει τη ζωό ςτα χϋρια τησ δυναμικϊ. «Ση ζωό να μην τη φοβϊςαι. Ο ϊνθρωποσ όλα μπορεύ να τα κϊνει όταν ϋχει υγεύα και ευλογύα». Σην εύχε την αιςιοδοξύα ςτο DNA τησ, αλλϊ δεν τησ την ϊφηςε κληρονομιϊ.
Όχι πωσ η ύδια όταν απαιςιόδοξη, αλλϊ ϋνα ςφύξιμο όταν η καθημερινό τησ ςυντροφιϊ. Δεν όταν επιλογό τησ αυτό η ςυντροφιϊ, ούτε θυμόταν από πότε την εύχε φορτωθεύ. Προςπαθούςε να ξεφύγει, αλλϊ δεν τα κατϊφερνε, παρϊ μόνο για λύγεσ μϋρεσ. Εύχε ςυνηθύςει πια να ζει με αυτόν την παρϋα και ςχεδόν δεν την ενοχλούςε. Ϋταν μαθημϋνη ςτη ζωό τησ να μην ενοχλεύται εύκολα. «Βολικόσ ϊνθρωποσ», ϋτςι την χαρακτόριζαν όςοι την όξεραν καλϊ. Δεν ϋλεγε και πολλϊ για τον εαυτό τησ. Γιατύ να πει; Μόπωσ ξϋρουν οι ϊνθρωποι να ςϋβονται αυτό που τουσ λεσ; Γιατύ να κϊθεςαι να εξηγεύσ το πώσ και το γιατύ; Ωςε που όταν θϋλεισ να ξεχϊςεισ, τςουπ, ςου πετϊνε μια κουβϋντα απ’ το μυςτικό ςου ξαφνικϊ, και ταρϊζεςαι, κι ϊντε να εξηγόςεισ ότι εκεύνη τη ςτιγμό δε θϋλεισ να το ςυζητόςεισ. πϊνιο εύδοσ η διακριτικότητα! Βϋβαια, δεν εύμαςτε όλοι το ύδιο. Ωλλο ύφαςμα εύναι ανθεκτικό ςαν το τζιν κι ϊλλο εύναι ευαύςθητο ςαν το μετϊξι. Ωλλα ρούχα πλϋνεισ ςτουσ ενενόντα και ϊλλα ςτουσ τριϊντα βαθμούσ. Ωλλα μαζεύουν, ϊλλα ξεχειλώνουν κι ϊλλα ξεβϊφουν. Κι αυτϊ που ξεβϊφουν, τα ύδια δεν παθαύνουν τύποτα, τα ϊλλα βϊφουν απ’ αυτϊ και χαλϊνε. Μα τι ςκϋψεισ τησ ϋρχονται ςτο μυαλό! Πρϊγματα που ς’ όλη τη ζωό ςου τα δουλεύεισ αλλϊ δεν τα ςκϋφτεςαι. Αςχολεύςαι μ’ αυτϊ μηχανικϊ, από ςυνόθεια. Kι όμωσ, μϋςα ςτην ημϋρα, ϋχουν τόςα πολλϊ να ςου πούνε όλα, από το πρωύ ωσ το βρϊδυ.
Κϊτςε λύγο, ςταμϊτα και ςυλλογύςου. Περύμενε, ςτϊςου, ϊκου, μύλα, μύριςε, γεύςου, πϊρε μια βαθειϊ ανϊςα, κϊνε ϋνα διϊλειμμα, παρατόρηςε, ςκϋψου. Μην αφόνεισ τη ζωό να περνϊει δύπλα ςου χωρύσ να την αγγύξεισ, χωρύσ να την αγκαλιϊςεισ, να τη νιώςεισ, να την ζόςεισ. Ζόςε την κϊθε ςτιγμό με ευχαρύςτηςη, γιατύ απλϊ φεύγει και δεν ξανϊρχεται. Κι εςύ που τη δικαιούςαι, δεν πρϋπει να την αφόςεισ να χαθεύ χωρύσ να τη ζόςεισ. Να τη ζόςεισ! Να τη ζόςεισ κουκλύςτικα, ςαν κούκλα τησ ζωόσ που εύςαι. Σι ώρα εύναι ϊραγε; Μπερδεύτηκε ςτισ ςκϋψεισ τησ, μόνη τησ. Μα ποιοσ φωνϊζει; Γνωςτό αυτό η φωνό που ακούγεται να τησ μιλϊει πύςω τησ. Δεν κατϋβηκε λϋει ακόμα ςτην τραπεζαρύα για το μεςημεριανό γεύμα. Όλοι από την πτϋρυγϊ τησ ϋχουν κατϋβει. «Ναι, ϋρχομαι! Με ςυγχωρεύσ! Ξεχϊςτηκα ςτισ ςκϋψεισ μου, κούκλα μου!»
Παπαγεωργύου Ανθούλα