pdf / issue 03 Εκδότης – Διευθυντής: Γιώργος Τσιούκης Αρχισυνταξία: Λουκάς Τσουκνίδας Κωστής Αλεξανδρόπουλος Αλέξης Γαγλίας Artwork: Γιώργος Τσιούκης Νεκτάριος Ματσίκας / Βασίλης Λαμπρόπουλος (λογότυπο) Φωτό: Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος Ελίνα Γιουνανλή, Βενετία Σακελλαρίου Αλέξης Μητρογιώργος Συνεργάτες: Γιώργος Πασχαλίδης Γιάννης Παλαβός Γκέλυ Μαδεμλή Μαρία Δόγια Δημήτρης Δρένος Βάσω Μπελιά Νάνος Βαλαωρίτης Τάσος Ζαφειριάδης Μαρέττα Σιδηροπούλου Νίκος Σιδέρης Χάρης Κότσογλου Ανδρέας Παύλου Αποστόλης Ξυδιάς Πάνος Αλιβιζάτος Υπεύθυνος λογιστηρίου: Αποστόλης Πασχάλης Υπεύθυνος μηχανογράφησης: Παναγιώτης Τζελέπης Περιοδικό monkie / διμηνιαία έκδοση Πίνδου 69, 11141 Πατήσια / τηλ: 210 2112506 e-mail: monkiemagazine@gmail.com / www.monkie.gr Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: Τσιούκης Γιώργος Ιδιοκτησία: Τσιούκης Γιώργος
φωτό εξωφύλλου: Βασίλης Λαμπρόπουλος
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τhe missing link Zoo Polizei
Ο Καλλιτέχνης... Ήταν Ανιψιός του Γκαλερίστα Τι μπορεί ν’ αξιώσει ένα ανυπόγραφο έργο;
Mor Ve Otesi
Οι τούρκοι ρόκερς που δε σνόμπαραν τη Eurovision.
Germans Go to Hollywood!
Πως ο Χίτλερ, απογείωσε το αμερικάνικο σινεμά.
Aubrey De Grey
Έχεις 50% Πιθανότητες Να Ζήσεις 1.000 Χρόνια.
Jack Johnson
Για τον μεγάλο πυγμάχο, αλλά κι αμετανόητο ατομιστή.
Σπιρτόκουτο: Πόλεμος σε τέσσερις τοίχους
Μια κοινωνιολογική προσέγγιση του ομώνυμου θεατρικού.
1 Λέξη Όσο 1000 Εικόνες
Μια απαρίθμηση των ελληνικών χρήσεων μιας ιταλικής λέξης.
the missing_link
Zoo Polizei Αλέξης Γαγλίας (fiasko.info@gmail.com)
(975000 mW*)
Η φωτογραφία απεικονίζει τα πρόθυρα ενός αστυνομικού τμήματος στο Βερολίνο, στην περιοχή του Tiergarten, πολύ κοντά στον περίφημο ζωολογικό κήπο της πόλης. Είναι μια κακή, πρόχειρη φωτογραφία, απ’ αυτές που κόβονται πρώτες και δεν έχουν καμιά πιθανότητα δημοσίευσης. Τραβήχτηκε βιαστικά, από έναν άνθρωπο (εμένα) που δε θα έκανε ποτέ κάτι ανάλογο, δηλαδή να φωτογραφήσει ένα αστυνομικό τμήμα, στην Αθήνα. Λόγω του φόβου για τις συνέπειες που μπορεί να είχε το γρήγορο “κλικ”, αν κάποιος απ’ το εσωτερικό του κτιρίου καταλόγιζε δόλο ή τάση “δολιοφθοράς” στην πράξη μου. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου προβληματικά καχύποπτο. Ούτε αφύσικα δειλό. Χρησιμοποιώ την προσωπική μου εμπειρία στο κείμενο, θεωρώντας πως η αίσθηση μου τη στιγμή της φωτογραφίας, προσεγγίζει τον ελληνικό μέσο όρο, αυτό που πάνω-κάτω θα νιώθατε και ‘σεις σε μια ίδια περίπτωση. Έτσι εκπαιδευτήκαμε —η “κουλτούρα” μας περί αστυνομίας και αστυνόμευσης είναι αντανακλαστικά ελαστική. Ενδεικτικό παράδειγμα: Η εικόνα μιας διμοιρίας των ΜΑΤ να δέρνει “on camera” συλληφθέντες πολίτες, δεν αρκεί ώστε ο ανώτατος άρχοντας να διακόψει τη μπουκιά του στην εξοχική κατοικία του και να σηκώσει το τηλέφωνο. Μια πραγματική —και όχι εξευτελιστική των “θεσμών”— απόδοση ευθυνών σε όργανα της πολιτείας που φορώντας το εθνόσημο στο πέτο συμμαχούν σε οδομαχίες με ναζί, θα ήταν αρκετή. Οι δυνατότητες της ΕΛ.ΑΣ σε προληπτικές συλλήψεις και τραβήγματα για πλάκα στη ΓΑ.ΔΑ., βρισίδια σε μανάδες από κουρασμένες διμοιρίες των ΜΑΤ, πλαστικές χειροπέδες πισθάγκωνα, χαστούκια και κλωτσιές στα μούτρα “τσουβαλιασμένων” ανθρώπων, δε γνωρίζω πόσο εξελίχθηκαν απ’ το πρόσφατο παρελθόν αλλά παραμένουν, τουλάχιστον, σημαντικές. Όποιος αμφιβάλλει γι’ αυτές τις “υπερβολές”, ας δοκιμάσει την άποψη του (και την τύχη του). Θα διαπιστώσει ότι για να τις “φας” απ’ την ΕΛ.ΑΣ., συχνά αρκεί να βρεθείς κοντά της ενώ “κάτι τρέχει”… Οι “συνήθεις ύποπτοι” μετατρέπονται τότε αντανακλαστικά σε πρώτους τυχόντες.
Στο Βερολίνο δεν αντιλήφθηκα ότι πλησίαζα σε Α.Τ., παρά μόνο στην απόσταση που φαίνεται και στην εικόνα. Μερικά αραγμένα βανάκια, πράσινα κιόλας, —στην “Ελλαδάρα” ούτε η αγροφυλακή δε θα ‘χει τόσο “φιλικά” μπατσικά— η κίτρινη ταμπέλα “polizei” με το καπελωμένο ανθρωπάκι και τέλος. Γερμανικός μινιμαλισμός; Ενθύμιο απ’ την (πρώτη σύγχρονη) δημοκρατία της Βαϊμάρης; Λίγα μέτρα μέσα απ’ την εξώπορτα του κτιρίου, πίσω από ένα γκισέ, έστεκε ένας άνθρωπος με πράσινη καζάκα. Παρότι έμοιαζε περισσότερο με θυρωρό τραπέζης, παρά με “μάτσο” αστυνομικό υπάλληλο, δε ρίσκαρα να συζητήσω την απορία μου μαζί του. Περίεργη πόλη άλλωστε το Βερολίνο —κι οι βερολινέζοι του μαζί. Πέντε μέρες έμεινα στην πόλη και τις τέσσερις έβρεχε επί 24 ώρες. Κι όμως, οι φιγούρες που βημάτιζαν στο δρόμο, δούλευαν ή έπιναν καφέ, φορούσαν χαμόγελα… Στην παγωμένη ρουτίνα τους, στην επίπεδη χώρα τους, έδειχναν 100% πιο ήρεμοι απ’ ότι οι περισσότεροι εξ ημών —κι ας τελούμε διαρκώς, ακόμα και μες τις κακοφτιαγμένες πόλεις μας, σε μια εν δυνάμει αισθησιακή πανδαισία. Σε απόσταση βολής απ’ τον ήλιο και μιας αναπνοής από τη θάλασσα. Τα φράγκα που λείπουν απ’ την τσέπη μας, θα πει κάποιος, ή το μετρό, που δεν πάει ακόμα παντού… Σπάσαν τα νεύρα μας. Μπορεί. Πάντως το παράδειγμα του Βερολίνου εμμένει. Μια πόλη με τόσο φορτισμένο πολιτικό παρελθόν —που η Αθήνα έχει να νιώσει από την εποχή του Περικλή— όπου συνυπάρχουν οι ουρανοξύστες της Potzdamerplatz με τα σοβιετικά μπλοκς και συμβιώνουν άνθρωποι απ’ όλον τον κόσμο, πάνκηδες, νεοναζί και καλλιτέχνες, ως εκ θαύματος, δε νιώθει την ανάγκη κρανοφόρων διμοιριών σε κεντρικές της λεωφόρους. Στις εισόδους των Α.Τ. δεν υπάρχουν σκοπιές “κομάντος” που σε (αμφιλεγόμενες) καταστάσεις έντασης πυροβολούν στον αέρα, ούτε “αντάρτες πόλεων” εκστρατεύουν εναντίον τους. Τη νύχτα, οι δρόμοι που περνούν έξω από αυτά δεν αποκλείονται, διαμορφώνοντας οδούς-νεκρές ζώνες, όπως αυτές που σίγουρα λειτουργούν έως τα ξημερώματα και στη Βασόρα. Πετάξαμε απ’ το Βερολίνο την πρώτη μέρα που είδαμε λίγο ήλιο. Πήραμε τη βροχή μαζί μας και γυρίσαμε στην Αθήνα. Τη φωτογραφία που ντύνει το κείμενο θα την “έκαιγα” αφού όταν παίχτηκε πάλι στην Πανεπιστημίου το ντέρμπυ “ΜΑΤ και Χρυσαυγίτες vs Αναρχικών και Αριστεριστών” αυτή αναπαυοταν στο φάκελο “Berlin-petama”. Διασώθηκε την τελευταία στιγμή. Το επέβαλλε η τηλεοπτική εικόνα του επελαύνοντος μικτού αποσπάσματος αστυνομικών και ακροδεξιών, στο (επί)κεντρο μιας ευρωπαϊκής χώρας, το χειμώνα του 2008. Καταρχήν σκόπευα να γράψω ένα κείμενο γεμάτο στοιχεία και περιστατικά για τη γνωστή, σε κάθε ζώο του κήπου μας πλην της στρουθοκαμήλου, σχέση αλληλοεκτίμησης και ενίοτε συνεργασίας που πάντα συνέδεε την αστυνομία μας με ακροδεξιούς σχηματισμούς. Η φωτογραφία ελπίζω ότι μπορεί, μόνη της σχεδόν, να κάνει κάτι πιο ενδιαφέρον, να στοιχειοθετήσει μια ενστικτώδικη σύγκριση της κοινωνικής “ατμόσφαιρας” και του πολιτικού πολιτισμού των δύο χωρών. Το πρωινό των συγκρούσεων στο κέντρο, όταν είδα τις πρώτες εικόνες, άρχισα να βάζω τα παπούτσια μου. Απ’ το σπίτι μου έως το Πανεπιστήμιο με τα πόδια δεν είναι περισσότερο από 20 λεπτά. Όταν έβαλα τη μηχανή στον ώμο, το μετάνιωσα. Δε φοβήθηκα, ένα παράλογο παιχνίδι είναι. Κι έχω δει τόσες φορές να το παίζουνε, που θα μπορούσα πια να συμμετάσχω κιόλας σε μεγάλη “πίστα” —αντίπαλοι μου, μπάτσοι που αντιγράφουν τοίχο τοίχο τις κινήσεις του Ράμπο στη ζούγκλα, ψυχικά άρρωστοι που πίνουν σιρόπια στην υγειά του Ες και τύποι που χτυπούν το σύστημα σπάζοντας “τσικουετσέντο” με δοκάρια. Μπήκα στο αυτοκίνητο κι ανέβηκα στην Ακροκόρινθο, με μια στάση στο χωράφι που κλείνει το κείμενο. Τις τελευταίες γραμμές τις έγραψα εκεί, κάτω απ’ το δεντράκι και ατάραχος σα μοσχάρι στον ήλιο. Τις μεταφέρω “copy paste” λοιπόν, απ’ το μπλοκάκι. “...όπως ο τζόγος, η σιέστα, το τσιγάρο, ίσως μας είναι συλλογικά αναγκαία η απλή αναλογική, ο δικομματισμός που παράγει ισχυρές κυβερνήσεις και μια αστυνομία που δέρνει πιο άγρια απ’ τους κουκουλοφόρους... κάποτε είχαμε βρεθεί στη δύσκολη θέση να χρειαζόμαστε μια Χούντα “για να γίνουμε Κράτος”, για να φτιάξουν δρόμους και χέστρες στα χωριά... τώρα, όντας ο χώρος της Γης με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση σχιζοφρένειας στα μόρια του κι αφού τα οικονομικά μας δεν το επιτρέπουν, να πληρώσουμε να πάει στο διάολο και να ομαδοψυχοθεραπευτούμε, ίσως το ξύλο και η μαγκιά να βγαίνουν εσαεί από τον παράδεισο. σ’ αυτήν τη νότια, μικρή, πρώτη Δημοκρατία...” Καλή ανάγνωση του τέταρτου monkie μας.
*mW=milli-Words, μονάδα μέτρησης κειμένου
Ο Καλλιτέχνης...
Ήταν Ανιψιός Του Γκαλερίστα
Κωστής Αλεξανδρόπουλος
Έναν χρόνο περίπου πριν, σημειώθηκε επίθεση με ρουκέτα στο κτήριο της αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, καμία οργάνωση δεν ανέλαβε την ευθύνη και καμία προκήρυξη δεν εμφανίστηκε, όχι τόσο για να μας διαφωτίσει σχετικά με τα προφανή αίτια, αλλά για να πραγματοποιηθεί κι “επισήμως” η τελετή αναλήψεως και το συμβάν να αποκτήσει ολοκληρωμένο χαρακτήρα. Άνευ της υπογραφής το έργο παρέμενε ημιτελές και δόθηκε κατά συνέπεια χώρος σε θεωρίες συνομωσίας, να κάνουν την αναπόφευκτη εμφάνιση τους σαν σαλιγκάρια μετά τη βροχή, ύαινες μετά τη σφαγή, ξυλοκόποι πάνω απ’ την πεσμένη δρυ. Αργότερα βέβαια, εμφανίστηκε κι η προκήρυξη, έτσι όμορφα και παστρικά μπήκε η υπόθεση στο χρονοντούλαπο. Ευτυχώς που επετειακά σκεπτόμενοι οι αμερικάνοι, φρόντισαν ν’ αντιληφθούμε τα γενέθλια, υπενθυμίζοντάς μας τα περί επικηρύξεως.
Ζω στη Πλειστόκενο εποχή της μουσειολογίας. Στέκομαι αραχνιασμένος σ’ ένα διάδρομο, ψάχνοντας απεγνωσμένα με τα μάτια τριγύρω απ’ τη νεοκλασική κάσα της πόρτας ν’ ανακαλύψω το καρτελάκι με το περιεχόμενο της αίθουσας που ακολουθεί. Δεν υπάρχει όμως πουθενά και πρέπει να υποθέσω ότι εξακολουθεί να ισχύει η αφηρημένη λακωνική πινακίδα που είδα πριν από ώρα στο κεφαλόσκαλο: “Αναπαραστάσεις Φύσης”… Εκνευρισμένος, κλοτσάω με το πόδι το λεπτεπίλεπτο κυματιστό σοβατεπί κι ένα κομμάτι σπάει και χάνεται, καθώς το στέλνω με μια ακόμη, βιαστική τώρα, κλωτσιά στην άλλη μεριά του διαδρόμου. Με ταπεινωμένο ύφος μπαίνω στην αίθουσα, ντροπιασμένος, αντιμέτωπος με την άγνοιά μου, αναγκασμένος να παραδεχτώ τελικά το αναπόφευκτο —δεν είμαι τόσο καλλιεργημένος όσο θα ‘θελα να νομίζουν οι άλλοι. Είμαι γνώστης και φωτεινός παντογνώστης, όσο τα πράγματα κι οι συζητήσεις γύρω απ’ αυτά, κινούνται κι ακολουθούν τον “ορθόδοξο” τρόπο… Το ζήτημα δεν είναι μόνο η δημοκρατικότητα της παρουσίασης των εκθεμάτων ενός μουσείου σε σχέση με το κοινό. Το έργο-έκθεμα αποκτά πλέον αυτόνομη οντότητα και διεκδικεί, αυτού καθ’ αυτού, τη δημοκρατικότητα της παρουσίασής του. Για ν’ αποσαφηνιστεί ότι “εννοείται”, θα πρέπει να επαναληφθεί το βασικό αξίωμα της δεοντολογικής δημοκρατίας —ίσες ευκαιρίες σε όλους. Τα υπόλοιπα έπονται του ορισμού, υπονοούνται κι είναι υποσημειώσεις. Ίσες ευκαιρίες σ’ όλους! Αυτό, απομονωμένο το αξίωμα, αν εφαρμοστεί στον κόσμο του μουσείου θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα στους μεταμοντέρνους τρόπους εκθέσεως, όπου προτάσσεται η έννοια έναντι του πλαισίου. Τα δωμάτια κι οι πτέρυγες καθορίζονται από θεματικές ενότητες, που αποδομούν τα έργα απ’ τη χρονική σχετικότητά τους, σε μια επιχείρηση προσέγγισης του ουτοπικού, της αποτίμησης του έργου αυτού καθ’ αυτού. Μια θεωρία που αναγγέλλει μεν ίσες ευκαιρίες σ’ όλα τα έργα τέχνης, χωρίς μεσάζοντες, χωρίς τον εξαναγκαστικό, λόγω παιδείας, θαυμασμό σε κάποια θεωρούμενα κλασικά, αλλά που απομονώνει το ίδιο το έργο. Το πλαίσιο χρειάζεται ώστε οι καινοτομίες του έργου να γίνουν μέρος μιας αλληλουχίας που ξεκίνησε απ’ το Lascaux (1). Ν’ αποκαλυφθούν οι συναρπαστικές αγωνίες του καλλιτέχνη, οι Σειρήνες, οι Λαιστρυγόνες κι οι Κύκλωπες που είχε να αντιμετωπίσει μέχρι να φτάσει στην Ιθάκη, που εμείς βλέπουμε σαν τοπίο που θα μπορούσε να ΄ναι ένα οποιοδήποτε τοπίο. Κι η Πηνελόπη; Χωρίς τους μνηστήρες και τον αργαλειό θα ‘ναι μια μεσήλικη ελληνίδα, που κανείς δε θα γυρίσει να κοιτάξει δεύτερη φορά. Ίσες ευκαιρίες σ’ όλους! Ναι, αλλά ένας Pollock θα χάνει πάντα δίπλα σ’ έναν van Gogh και τα τοπία του Monet ή του Turner, θα καταβαραθρώνουν πάντα την αρμονική διχρωμική αναπαράσταση του συναισθήματος σύμφωνα με τον Rothko. Ειδομένη χωρίς πλαίσιο η, εν προκειμένω, ζωγραφική, θα ευνοήσει αναπόφευκτα τους ρεαλιστές στα μάτια του κοινού, μετατρέποντας τους σύγχρονους σε μια εικαστική παρέμβαση νηπιακού χαρακτήρα. Απονενοημένες πράξεις. Ορφανές εμπνεύσεις ή αυνανισμοί παθολογικών περιπτώσεων εγωπάθειας και ναρκισσισμού. Ίσες ευκαιρίες σ’ όλους! Η γνωστή κίνηση της εκάστοτε ελίτ. Ο χαμαιολεοντισμός κι η υποκρισία σ’ όλο τους το μεγαλείο. Προφανώς κάποια στιγμή, οι ιθύνοντες νόες αποφάσισαν ότι τα πράγματα έγιναν πολύ εύκολα, πως η μάζα τελικά (δυστυχώς) είχε τη δυνατότητα να μορφωθεί. Η τέχνη ήταν το έσχατο οχυρό που όπου να ‘ναι θα ‘πεφτε, γιατί υπήρχαν τα βιβλία. Γιατί αποδεικνυόταν ότι δεν ήταν θέμα αίματος, όσο διάθεσης κι όταν όλοι είχαν ίδιες ευκαιρίες στη μόρφωση, τότε όλοι θα εκτιμούσαν και την τέχνη. Αλλά τι θα ‘κανε η ελίτ; Πολιορκημένη σε βίλες και μεζονέτες, προσπαθούσε απεγνωσμένα να οργανώσει την αντίστασή της. Πούρα, κονιάκ και τραβηγμένα παντζούρια. Μετά από έτη σκέψεως έφτασαν στο συμπέρασμα, ότι αν τα “πλαίσια” είναι ορατά είναι κι απτά και τελικά προσπελάσιμα.
Αν τα όρια μπορούν να είναι κάτι που η “πλέμπα” μπορεί ν’ αντιληφθεί τότε δεν τα χρειαζόμαστε κι όλοι σηκώσαν τα ποτήρια ενθουσιασμένοι. Ανακάτεψαν, σακάτεψαν την τράπουλα και με τα νέα φύλλα έφτιαξαν τον ενοιολογικό καταμερισμό των εκθεμάτων του μουσείου, διακηρύττοντας πλέον πως η ανωτερότητα δεν είναι θέμα παιδείας αλλά ενστίκτου. Γενικά, κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει τη θέση του έργου τέχνης δια μέσου των αιώνων, την αδιαμεσολάβητη αισθητική αποτίμηση που απελευθερώνει, εκδημοκρατικοποιεί το έργο. Ένα έργο όμως κατά τ’ άλλα απομακρυσμένο απ’ το δημιουργό, ο οποίος θα πεθάνει από φυματίωση ή σκορβούτο και κανείς δε θα ενδιαφερθεί να μάθει για ‘κείνον, πούθε ήρθε δηλαδή και για πού τραβούσε, μετατρέποντας έτσι σε θεωρία της τέχνης το “κάθε έργο είναι ένα νησι”. Μια πράξη όμως αποστερημένη από το ιστορικό της πλαίσιο, γυμνή από κίνητρα, αιτιάσεις και ελπίδες, δεν προξενεί αυτό που η ίδια ως ζωντανό παράγωγο μιας εποχής επιθυμεί. Έχει ανάγκη το πλαίσιο που εξηγεί, δημιουργεί απαιτήσεις, ανασκαλεύει τη λίμπιντο, το νοούμενο που κρύβεται, το κεκαλυμμένο. Η μαγεία, ο πόθος, η έξαψη της προσμονής ενός μακρόσυρτου “στριπ-τιζ”, μιας πιθανής διείσδυσης και κατανόησης. Το μόνο που μένει, σα σαπισμένη σανιδα καλυμμένη με πεταλίδες που βολοδέρνει στο πέλαγος, ειν’ η υπογραφή κάπου παραχωμένη. Αυτό που για κάποιους συνιστά αδιαφιλονίκητη ένδειξη ματαιοδοξίας, τελικά αποκαλύπτεται ως από μηχανής θεός, που σώζει την παράσταση ντύνοντας το αποσκελετωμένο νοούμενο με, έστω και μία, ταυτότητα, Αυτή είναι που το δένει άρρηκτα με ό,τι ήταν και ό,τι θα ΄ναι, που εγγυάται τη δέσμευση του δημιουργού ως προς το δημιούργημά και το κοινο του, μια φωνή στη βαβούρα του βαβελικού εννοιολογικού μουσείου, το οποίο καταπίνει βουλημικά ό,τι βρει στο πέρασμά του. Η υπογραφή είναι που κάνει το “Μαύρο Τετράγωνο σε Άσπρο Φόντο” του Μάλεβιτς αυτό ακριβώς —ή έστω περίπου— που δηλώνει ο δημιουργός του. Η μουτζούρα του Rothko δίπλα στον Rembrandt σώζεται λόγω της υπογραφής, ακόμη κι όταν η αποκρυπτογράφηση της θά ‘ναι αντικείμενο των ειδικών που θα τη διασταυρώνουν με γεγονότα και χαμένα στην άγνοια της υπερπληροφόρησης όνειρα. Σε τελική ανάλυση, όταν κάποιος επιλέγει (ή τον επιλέγει) μια πορεία “εκτός”, όταν έχει ν’ αντιμετωπίσει όλη τη κοινωνία, όταν οι θυσίες είναι καθημερινότητα κι όχι μεγαλόκαρδος συμβιβασμός ανωτερότητας, τότε η υπογραφή είναι αναμενόμενη. Όταν κάποιος διακυβεύει τη ζωή του όλη στοχεύοντας επί της Βασ. Σοφίας την αμερικάνικη πρεσβεία μ’ ένα RPG (που δεν σου πέφτει τυχαία στα χέρια απ’ το πουθενά και λες “Τι κάνω απόψε; Δεν το ρουκετάρω στην πρεσβεία;”), τότε πρέπει να υπάρξει υπογραφή. Το πεπερασμένο της ανθρώπινης ζωής έχει την υπογραφή ενσταλαγμένη σε κάθε μόριο. Όταν ο τζόγος είναι τέτοιος, θέλεις να το μάθουν, έστω και με κωδικοποιημένη μορφή επαναστατικών ακρωνυμικών, όλοι. Κανείς δεν είναι άμοιρος της ματαιοδοξίας κι ο αναμάρτητος πρώτος το λίθο βαλέτω. Χωρίς υπογραφή, η πράξη είναι μια μουντζούρα, μια φάρσα. Εκτός αν δεν υπήρξε τελικά το απαραίτητο “ρίσκο”, εκτός κι αν ήταν μια περίπτωση γόνου καλής οικογένειας που έχει εξ ορισμού τις κατάλληλες διασυνδέσεις και το παίζει επαναστατημένος καλλιτέχνης, ενώ ο γκαλερίστας είναι θείος του. Υ.Γ.: Κανένας ακέραιος καλλιτέχνης εντωμεταξύ, δεν κάνει σφυγμομέτρηση τριών εβδομάδων αφού έχει εκθέσει το έργο του, για ν’ αποφασίσει να βάλει επιτέλους την υπογραφή του. Εκτός κι αν ο γκαλερίστας έχει το χρόνο με το μέρος του. Επεξηγήσεις: (1) Lascaux: Σύμπλεγμα σπηλαίων στη Νοτιοδυτική Γαλλία, διάσημο για τις περίπου 2000 ζωγραφικές παραστάσεις του, εκτιμούμενης ηλικίας 16000 ετών.
:
mor ve otesi
«Ούτε για μας είναι εύκολο να εξηγήσουμε
γιατί συμμετέχουμε στη Eurovision»
Οι Mor Ve Otesi («Πέρα από το Μοβ») είναι μία από τις κορυφαίες ροκ μπάντες της Τουρκίας. Από το 1995 ως σήμερα κυκλοφόρησαν πέντε δίσκους, ο τέταρτος εκ των οποίων (Dünya Yalan Söylüyor, «Ο Κόσμος Ψεύδεται», 2004) έχει χαρακτηριστεί ως ο καλύτερος τούρκικος ροκ δίσκος που κυκλοφόρησε ποτέ. Δεδηλωμένοι υποστηρικτές της τουρκικής Αριστεράς, συγκρότημα με γνώσεις και ενδιαφέρον για το μουσικό παρελθόν της Τουρκίας και αγαπημένα παιδιά της κριτικής, οι Mor Ve Otesi εξέπληξαν το σύμπαν όταν αποφάσισαν να συμμετάσχουν στον ερχόμενο διαγωνισμό της Eurovision. Ο Γιάννης Παλαβός, στην πρώτη συνέντευξη της μπάντας στην Ελλάδα, συζήτησε με τα μέλη της για την απόφασή τους να πάρουν μέρος στο διαγωνισμό, τη σχέση τους με την παράδοση και τις ομοιότητες ανάμεσα στην ελληνική και την τουρκική κουλτούρα.
Μετά την απόφασή σας να πάρετε μέρος στη Eurovision, εισπράξατε αρνητικά σχόλια από μερίδα των ακροατών σας, ειδικά τους πιο σκληροπυρηνικούς. Προφανώς ήσασταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό, σωστά; Είναι γεγονός ότι πολλοί από τους ακροατές μας, ειδικά τους πιο αφοσιωμένους, είχαν πρόβλημα με την επιλογή μας. Για να πούμε την αλήθεια, δεν είναι εύκολο να εξηγήσουμε την επιλογή αυτή —δεν είναι εύκολο ακόμα για μας τους ίδιους— δεδομένου ότι το συγκρότημα είναι ένα από το πιο δημοφιλή στην Τουρκία. Αλλά δεν απογοητευτήκαμε. Ξέρουμε τις αντιρρήσεις γύρω απ’ το ότι τέχνη και ανταγωνιστικές διοργανώσεις δεν συμβαδίζουν. Και συμφωνούμε. Παρόλ’ αυτά, έστω κι αν ένας ερμηνευτής ή μια μπάντα δεν είναι, φυσικά, εκτός του καλλιτεχνικού πεδίου, μέρος της δουλειάς τους είναι κι η διασκέδαση. Και στη δουλειά που λέγεται διασκέδαση, υπάρχει το ανταγωνιστικό στοιχείο —είτε μας αρέσει είτε όχι. Προτιμούμε να μην αντιμετωπίζουμε τη Eurovision απλώς και μόνο σαν έναν διαγωνισμό τραγουδιού. Είναι ένα μεγάλο και παραδοσιακό τηλεοπτικό σόου, κι είναι και μια μεγάλη παραγωγή. Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν η επιλογή που κάναμε ήταν καλή. Το τραγούδι «Deli» («Τρελός») γράφτηκε ειδικά για τη Eurovision ή είχε γραφτεί παλιότερα και το ξαναδουλέψατε για το διαγωνισμό; Το «Deli» γράφτηκε στα τέλη του 2007, πριν αποφασίσουμε να λάβουμε μέρος στη Eurovision. Αληθεύει ότι η κρατική τηλεόραση της Τουρκίας σας πίεσε να αλλάξετε τον ήχο του τραγουδιού, ώστε να ακούγεται πιο «ανατολίτικο»; Πάντως, μια και αρκετά από τα κομμάτια σας έχουν παραδοσιακά στοιχεία, γιατί δεν στείλατε στο διαγωνισμό ένα τραγούδι πιο κοντά στον τούρκικο ήχο; Κατ’ αρχάς, δεν υπήρξε καμιά πίεση. Για τον ήχο, είναι αλήθεια ότι θα μπορούσαμε να το είχαμε ηχογραφήσει διαφορετικά. Πάντως, είναι σημαντικό να καταλάβει κανείς ότι κάθε τραγούδι, κάθε δίσκος και κάθε ηχογράφηση έχουν τη δική τους αξία. Κι όπως και να χει, εμείς νομίζουμε ότι το τραγούδι έχει πολλές διαστάσεις που είναι πολύ περισσότερο «ανατολίτικες» από άλλα μας κομμάτια. Πάρτε για παράδειγμα κάποιες ιδέες στους στίχους του, τη μελωδία του κουπλέ και το τελικό του μέρος. Υποβάλατε τρία τραγούδια στην επιτροπή της Eurovision. Είχαν και αυτά τούρκικο στίχο; Γιατί επιλέχτηκε το «Deli»; Τ’ άλλα δύο θα περιληφθούν στον ερχόμενο δίσκο σας; Τ’ άλλα δύο τραγούδια ήταν κι αυτά στα τούρκικα. Εμείς έχουμε τα κριτήριά μας, που κι αυτά δεν είναι εύκολο να τα εξηγήσουμε, και η επιτροπή τα δικά της. Αλλά την επιτροπή την αποτελούσαν και άλλοι, οπότε τα δικά μας κριτήρια δεν ίσχυσαν στο ακέραιο. Πάντως, τα άλλα δύο κομμάτια θα είναι πράγματι στο επόμενο άλμπουμ. Η έδρα της μπάντας είναι η Ισταμπούλ. Κατά ποιο τρόπο η πολυπολιτισμική, πολυεθνική παράδοση και ατμόσφαιρα της πόλης επηρέασε τη μουσική σας; Νιώθετε μέρος της παράδοσης αυτής; Η Ισταμπούλ είναι μια πολύτιμη, τεράστια, παλιά, χαοτική, πολυπληθής και πολύχρωμη πόλη. Μας είναι πραγματικά αδύνατο να πούμε με ποιο τρόπο έχουμε επηρεαστεί απ’ αυτή τη μαγευτική πόλη. Τα ελληνικά Μέσα, ιδίως τα πιο συντηρητικά, τονίζουν συνεχώς ότι η Τουρκία είναι μια χώρα που δεν προστατεύει επαρκώς την ελευθερία έκφρασης και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όντας μια μπάντα που υποστηρίζει ανοιχτά την Αριστερά, είχατε ποτέ προβλήματα; Ποτέ δεν δεχτήκαμε άμεση πίεση από το κράτος. Ωστόσο, θεωρούμε πως θα έπρεπε πράγματι να διαθέτουμε μια υγιέστερη δημοκρατία και προσπαθούμε με όλες τις δυνάμεις να συμβάλουμε σ’ αυτό τον σκοπό. Πρέπει να επισημάνουμε ότι, εξ’ όσων γνωρίζουμε, τα ελληνικά και τουρκικά Μέσα αγνοούν τις εκπληκτικές ομοιότητες
ανάμεσα στους δύο λαούς και τις κοινές ιστορίες τους. Αντίθετα, επικεντρώνονται στις διαφορές. Η αμφισβήτηση και κριτική των Μέσων είναι απολύτως απαραίτητες στην εποχή μας, τόσο απαραίτητες όσο και η αμφισβήτηση της πολιτικής —αν όχι και παραπάνω. Γιατί οι Mor Ve Otesi δεν περιλαμβάνονταν στην ταινία του Fatih Akin «Ο Ήχος της Πόλης»; Μάλλον πρέπει να ρωτήσετε τον ίδιο. Για να επανέλθουμε στη δεύτερη ερώτησή σας, ίσως διότι δεν θεώρησε ότι ο ήχος μας είναι αρκετά ανατολίτικος, μια και μιλάμε για μια ταινία που αναδείκνυε το ανατολίτικο χρώμα της περιοχής. Όπως και να χει, μάλλον δεν μπορούμε να απαντήσουμε. Πώς εξηγείται η μεγάλη δημοτικότητα της μπάντας, τη στιγμή που ο ήχος και η ρητορική της είναι αρκετά μακριά από το mainstream; Κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να σας το απαντήσουν άλλοι. Εμείς κάναμε το καλύτερο μπορούσαμε και δεν το βάλαμε κάτω. Δεν φοβηθήκαμε να μιλήσουμε, δεν κρύψαμε τις απόψεις μας και προσπαθήσαμε να μην επαναλαμβανόμαστε. Ποιες είναι οι τρεις πρώτες λέξεις που έρχονται στο μυαλό σας ακούγοντας τη λέξη «Ελλάδα»; Πλάτωνας, Αθήνα, είδος. Η αριστερόφρων ελληνική νεολαία έχει δύο κλασικά συνθήματα: «Το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του» και «Η Κύπρος είναι κινέζικη». Υπάρχουν ανάλογα συνθήματα στην Τουρκία; Δεν γνωρίζουμε σχετικά συνθήματα, αλλά αυτά ακούγονται πολύ ωραία! Ακούτε βαλκανική μουσική; Έχετε σχέση με τη βαλκανική μουσική παράδοση; Δεν ενδιαφερόμαστε ιδιαίτερα για κάποια συγκεκριμένη εθνική παραδοσιακή μουσική, αλλά η ίδια η τουρκική παραδοσιακή μουσική είναι επηρεασμένη από τη βαλκανική. Οπότε, κατά κάποιο τρόπο, συνδεόμαστε με τη βαλκανική παράδοση. Προτελευταία ερώτηση, με παιδική αφέλεια: όποιος έχει ταξιδέψει και στις δύο χώρες —Ελλάδα και Τουρκία— ξέρει πόσο πολύ μοιάζουν οι δύο κουλτούρες. Ποιος λοιπόν φταίει για την ένταση; Η σχολική παιδεία που διδάσκει μισαλλοδοξία; Οι πολιτικές σκοπιμότητες; Οι ΗΠΑ; Μια ερώτηση κάνουμε… Λίγο απ’ όλα, μάλλον. Όμως ένας πολιτισμικός παράγοντας, εγγενής και στις δυο κουλτούρες, είναι ίσως το κλειδί: μας αρέσει να μαλώνουμε. Να φωνάζουμε, να καυγαδίζουμε, να κατηγορούμε τους άλλους. Επίσης είναι και η γεωγραφική θέση, μιας και πάντα ψάχνουμε τον κοντινότερο εχθρό. Ούτως ή άλλως, η εποχή του Ψυχρού Πολέμου βασιζόταν σε πολλές εντάσεις και συγκρούσεις τοπικού χαρακτήρα παντού στον πλανήτη, και τα προβλήματα μεταξύ Τουρκίας κι Ελλάδας ανήκαν σ’ αυτήν την κατηγορία. Όμως πρέπει να δηλώσουμε ότι όσο προβληματικές κι αν είναι οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας σε επίπεδο κρατών, οι έλληνες και οι τούρκοι γενικά δεν μισούνται. Και η τελευταία ερώτηση: Ο Neil Young έλεγε «Rock’n’roll can never die», οι Rolling Stones «It’s only rock’n’roll but we like it», ο Marilyn Manson «Rock is dead» και οι Smashing Pumpkins «Let me die for rock’n’roll/let me die to save my soul». Ποιο είναι το μότο των Mor Ve Otesi; Εμείς θα λέγαμε: «Γιατί τόση εμμονή με τον τίτλο Rock’n’roll;» Abstract: Giannis Palavos talks to the popular Turkish rock group “Mor Ve Otesi”, about their music and their cultural background.
Germans Go to Hollywood! Γκέλυ Μαδεμλή
Θα μπορούσε να είναι σενάριο χολιγουντιανής ταινίας. Οι σκηνοθέτες που εγκατέλειψαν τη δεκαετία του ‘30 την Κεντρική Ευρώπη και δή τη Γερμανία που γνώριζε τότε τη χρυσή εποχή της κινηματογραφικά, είχαν πολύ καλούς λόγους για να το κάνουν. Η Ευρώπη σκεπαζόταν από μαύρα σύννεφα, ενώ στην προέκταση της Πόλης των Αγγέλων η λιακάδα δεν ήταν ελκυστική μόνο επειδή ευνοούσε τα εξωτερικά γυρίσματα κι εξοικονομούσε ενέργεια. Προεξοφλούσε την επιτυχία μιας πληθώρας ανθρώπων, που έψαχναν την ελευθερία τους όσο πιο μακριά γίνεται απ’ τη χώρα τους, η οποία έμοιαζε με ηφαιστιογενή ζώνη. Ακούγεται σαν american dream; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή... Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αν και προϊόν ήττας, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο για την πολιτιστική κίνηση του Ράιχ —ήταν κι αυτό μια κάποια νίκη! Στον κινηματογράφο, που στον Α’ Παγκόσμιο έτυχε εργαλειακής μεταχείρισης από το βασικότερο χρηματοδότη του, δηλαδή το κράτος, ως το λαϊκότερο σε πρόσβαση μέσο διακίνησης ιδεών, αυτή η πολιτιστική άνθιση απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Βέβαια, όταν μιλάει κανείς για την κινηματογραφική παραγωγή της Γερμανίας στο διάστημα του μεσοπολέμου, μπορεί να χρησιμοποιήσει ως συνώνυμο ένα αρκτικόλεξο: την UFA. Η Universum Film AG ιδρύθηκε στο Μπάμπελσμπεργκ το 1917 για να εξυπηρετήσει σκοπούς προπαγάνδας. Σύντομα όμως, μετά τη λήξη του Μεγάλου Πόλεμου, απεγκλωβίστηκε από αυτή τη δέσμευση, συγχώνεψε όλες τις μικρές εταιρείες παραγωγής (ακόμα και τη μεγαλύτερης κλίμακας Nordisk της Δανίας), προσέλαβε 2.500 χιλιάδες υπαλλήλους μέσα σε δύο χρόνια, έχτισε δύο μεγάλες αίθουσες στο μητροπολιτικό κέντρο του Βερολίνου, δικτυώθηκε σε 3.000 κινηματογράφους ανά τη χώρα και το 1921 ιδιωτικοποιήθηκε, διεκδικώντας και μεγαλύτερη καλλιτεχνική ελευθερία. Έτσι κι αλλιώς, η γλώσσα δεν αποτελούσε πρόβλημα στην εποχή του βωβού. Με μια μικρή επέμβαση στους μεσότιτλους, οι γερμανικές ταινίες μπορούσαν να ταξιδέψουν οπουδήποτε ανά την κατακερματισμένη υφήλιο. Ωστόσο οι νόμοι της εποχής, προκειμένου να προστατεύσουν το γερμανικό “προϊόν” επέβαλλαν να γυρίζεται και να εξάγεται μόνο μία ταινία για κάθε μια που εισάγεται —ένας έλεγχος ποσοτικός, αλλά όχι ποιοτικός και τελικά επιζήμιος. Κι αυτό, γιατί ο βασικός ανταγωνιστής της UFA σε παγκόσμιο επίπεδο, δούλευε με ακριβώς τους αντίστροφους όρους. Στην Αμερική το κόστος της κάθε παραγωγής, έπρεπε να καλυφθεί από τα κέρδη που θα έφερνε η ταινία στις 54 πολιτείες, αλλά το πλεόνασμα έβγαινε από τις πωλήσεις των ταινιών στην Ευρώπη. Αυτή η κινηματογραφική πολιτική στη Γερμανία θα ήταν και η αρχή του τέλους. Η διακεκομμένη ροή της παραγωγής, η κακή διαχείριση, η είσοδος του ήχου που επενέβη στη φύση του μέσου, άρα και στους ανθρώπους που ασχολούνταν ποιοτικά με αυτό, έφεραν το μόνο αντίπαλο δέος του Hollywood κοντά στη χρεωκοπία και ξεκίνησαν τη διαρροή του δημιουργικού ανθρώπινου δυναμικού του, που θα ολοκληρωνόταν με τον προσεταιρισμό της UFA από τους Ναζί.
Τι ειρωνεία λοιπόν, η “μετανάστευση των διαννοουμένων”, όπως έμελλε να μείνει στο χρόνο, με άλλα λόγια η αθρόα προσέλευση ανθρώπων του κινηματογράφου, του θεάτρου και της μουσικής απ’ την Ευρώπη (και μάλιστα περισσότερο απ’ τη Γερμανία και την Αυστρία) στη Νότια Καλιφόρνια από το τέλος της δεκαετίας του ‘20 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ‘30 ήταν κι η βασική μεταβλητή που μεταμόρφωσε το Χόλιγουντ, που στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, θύμιζε περισσότερο μια εξελιγμένη “βιομηχανική” περιοχή. Από τους πρώτους κιόλας μήνες, το τοπίο άλλαξε άρδην, καθώς αυτό το νέο κύμα συμπλήρωσε στο παζλ τα κομμάτια που έλειπαν. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ 1933 (το έτος ανάληψης της εξουσίας από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα) και 1952, περισσότεροι από 1.500 Αυστριακοί και Γερμανοί δούλευαν στα μεγάλα στούντιο. Ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων που δούλευαν στα στούντιο ήταν αμερικανικής καταγωγής, αυτοί αναλάμβαναν να καλύπτουν τις χαμηλόμισθες, επικουρικές θέσεις: ξυλουργοί, ελαιοχρωματιστές, δακτυλογράφοι, κουβαλητές, εργάτες “γενικών καθηκόντων”. Αντίθετα, τα μεγάλα ονόματα των παραγωγών, των σκηνοθετών, ακόμα και των πρωταγωνιστών, είχαν ξενική, εξωτική κατάληξη —οι αδερφοί Warner, ο Sam Goldwyn, ο Lewis B. Mayer, παραγωγοί κάποιων από τις μεγαλύτερες επιτυχιές της εποχής, ήταν κι αυτοί μέτοικοι. Οι Marlene Dietrich, Hedy Lamarr κι άλλες σιωπηλές βαμπ έφεραν μιας άλλης κοπής φωτογένεια. Οι Josef von Sternberg, Max Ophüls, Otto Preminger, Fritz Lang, Billy Wilder και Fred Zinnemann, ήταν μερικοί μόνο από τους δεκάδες σκηνοθέτες που αναδείχθηκαν στη χώρα τους και βρήκαν στα “μεγάλα μεγέθη” της δυτικής ακτής το ιδανικό πεδίο δράσης τους. Ο καθένας για διαφορετικούς λόγους (1), αλλά όλοι με το ίδιο αποτέλεσμα. Οι Γερμανοί δεν έφεραν στις αποσκευές τους για την Αμερική απλώς τεχνική κατάρτιση. Βέβαια αυτή βοήθησε, καθώς οι αμερικάνοι που ασχολούνταν με το σινεμά δεν φημίζονταν για την εφευρετικότητά τους, αλλά για τον πραγματισμό τους. Δε θα δίσταζαν να δώσουν διαβατήριο σε οποιαδήποτε ιδέα κι ευρεσιτεχνία, από οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, που θα μπορούσε να τους φανεί χρήσιμη στο μέλλον. Περισσότερο δε, οι άνθρωποι αυτοί άρχισαν να καλλιεργούν την αντίληψη πως η παραγωγή μιας ταινίας αποτελεί εξ ορισμού και μια καλλιτεχνική έκφραση. Στις γραμμές μιας απόλυτα μηχανοποιημένης παραγωγής, οι θεμέλιες λίθοι, όχι μόνο της γερμανικής κουλτούρας, αλλά και σύσσωμης της ευρωπαϊκής τέχνης της περιόδου του Μεσοπολέμου που επέστρεψε στον ανθρωποκεντρισμό, άνοιξαν το δρόμο για μία και μόνη αρχή: το θρίαμβο της υποκειμενικότητας. Για παράδειγμα, η παράδοση του βωβού γερμανικού κινηματογράφου ήθελε την κάμερα να δημιουργεί την εντύπωση της υποκειμενικής ψυχολογικής κατάστασης. Η πεμπτουσία του εξπρεσσιονισμού στηριζόταν στην επιμονή στη φόρμα ως υποβολείο των σκέψεων των ηρώων. Μέσα από αυτό το φίλτρο, το κινηματογραφικό “βλέμμα” δεν ήταν πια μια μηχανική κίνηση, η ματιά του θεατή προς την οθόνη, αλλά εντοπιζόταν και μέσα στο φιλμικό “κείμενο”. Συνήθη μοτίβα της τέχνης του Μεσοπολέμου στην Ευρώπη ανανέωσαν θεματικά το χολιγουντιανό ρεπερτόριο: η αναζήτηση του ηδονισμού, η εξύψωση του ατόμου, η ειρωνεία, το γύρισμα της τύχης, χρωμάτισαν σε άλλους τόνους κάποιες πολυειπωμένες κατά τ’ άλλα ιστορίες, ώσπου να φτάσουν στις αποχρώσεις του μαύρου —γι’ αυτό και οι ταινίες του τέλους του ‘30 συγχέονται συχνά ως noir. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια πρόβα τζενεράλε. Αν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για την επίγευση του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σε σχέση με αυτήν του Δεύτερου...
Μια πινελιά ειρωνείας συμπληρώνει τον καμβά: Για όσο διάστημα το Hollywood δεχόταν τις σωτήριες ενέσεις του από την ομάδα των γερμανοαυστριακών σκηνοθετών, οι γερμανοί διαννοούμενοι που φτάνουν παράλληλα στην Αμερική, εκπρόσωποι του “Ινστιτούτου Κοινωνικής Έρευνας” (γνωστότεροι ως τα μέλη της “Σχολής της Φρανκφούρτης”), έρχονται για πρώτη φορά σε επαφή με το πεδίο που στην πορεία θα αποτελέσει πυρήνα της κριτικής τους, τη μαζική κουλτούρα. Την ίδια περίοδο που οι μεν στρέφονται σε έναν βασικό μηχανισμό της μαζικής κουλτούρας στην Αμερική, τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας, οι δε αποστρέφονται οποιασδήποτε κοινωνικής εκδήλωσης σχετίζεται με αυτήν και ορίζουν (έστω κι αποφατικά) την περιβόητη “κριτική θεωρία” τους. Είναι η πρώτη φορά που ένα φιλοσοφικό ρεύμα διαπιστώνει την παθογένεια που έπεται της γιγάντωσης των μέσων επικοινωνίας και της εξέλιξης της τεχνολογίας της εικόνας. Δεν πρόκειται για αντίφαση. Ο κινηματογράφος, ως κατεξοχήν μέσο όπου οι αντιθέσεις συναντιούνται, συνέστησε το ιδανικό πεδίο παρατήρησης για τους σκεπτόμενους της εποχής, είτε αυτοί στέκονταν εντός είτε εκτός των τειχών των στούντιο. Σήμερα, στα credits των πιο επιτυχημένων αμερικάνικων blockbusters μπαίνουν οι υπογραφές των γερμανών Roland Emmerich και Wolfgang Petersen. Κι “έξω από τα τείχη”, εκτείνονται ορδές ανθρώπων που δηλώνουν θεσμικά ή εξω-θεσμικά, αλλά και με επιπολαιότητα και ευκολία τον αντι-αμερικανισμό τους και τους τρόπους με τους οποίους καταδικάζουν τον ναζισμό. Οι συγκρίσεις, δικές μας. Σημειώσεις: (1) Ο αυστριακός Οtto Preminger, παρά την εβραϊκή του καταγωγή, δέχτηκε να αφήσει τη χώρα του περισσότερο για μια επικερδή πρόταση που του έγινε από την 20th Century Fox. Αργότερα μάλιστα, σε ένα διάλειμμα αναδουλειάς, θα έκανε κι ένα πέρασμα από το Braodway ως ηθοποιός, όπου παραδόξως έγινε γνωστός παίζοντας τον ναζί. Ο δανός Douglas Sirk (βαπτίστηκε Claus Detlev Sirk) επέλεξε να ζήσει στη χώρα του Goethe γιατί αγαπούσε το γερμανικό ρομαντισμό. Σύντομα θα τοποθετούνταν το ίδιο ρομαντικά στο χώρο της αριστεράς, αλλά το 1937 έφυγε από τη Γερμανία, κυριολεκτικά νύχτα, ως φυγάς —κατά φαντασίαν ασθενής σε ένα τραυματιοφορείο μαζί με τη δεύτερη (κι εβραία) γυναίκα του (η πρώτη προσχώρησε από νωρίς στο πλευρό των εθνικοσοσιαλιστών). Ο Billy Wilder μπορεί να μην ήξερε καν αγγλικά όταν άρχισε να πουλά τα σενάριά του στο Hollywood το 1933, αλλά είχε προπολλού λάβει τα νάματα της αμερικανικής κουλτούρας, την τζαζ, το τσάρλεστον, παρεμφερείς ήχους και εικόνες της εποχής. Ο Ophüls έτσι κι αλλιώς άλλαζε με ευκολία περιβάλλον: μόνο στο Μεσοπόλεμο γύρισε τέσσερα φιλμ σε τέσσερις διαφορετικές χώρες και γλώσσες. Abstract: This article by Gelly Mademli, is a recollection of the german cultural and intellectual immigration between the two world wars, mainly on grounds of political differences, and how it shaped the great Hollywood of the years that followed.
Aubrey
De Grey Έχεις 50% Πιθανότητες Να Ζήσεις 1.000 Χρόνια
Αλέξης Γαγλίας /φωτό: Αλέξης Μητρογιώργος
Ο Aubrey de Grey είναι ένας ξερακιανός ερευνητής του πανεπιστημίου του Cambridge. Αντικομφορμιστής, όπως τουλάχιστον μπορεί εύκολα κανείς να συμπεράνει κι απ’ τη φωτογραφία-πορτρέτο που δημοσιεύουμε. Έχει μακριά, «αγιοβασιλιάτικα», πυρόξανθα γένια, φοράει ένα χιλιομπαλωμένο πουλόβερ και μιλάει δυσνόητα γρήγορα, βομβαρδίζοντας το συνομιλητή του με αναφορικές προτάσεις και βρετανικό φλέγμα. To όνομα του υπαινίσσεται γαλλική καταγωγή, αλλά όπως ο ίδιος μου είπε, θα πρέπει να ανατρέξει κανείς πολύ πίσω στην γαλλο-βρετανική ιστορία και το κοινό νορμανδικό τους παρελθόν για να δικαιωθεί αυτή η πρώτη, λογικοφανής εντύπωση. Ο κύριος de Grey είναι μεγαλωμένος στο Λονδίνο, “χίπης” φαινομενικά αλλά αρχετυπικός άγγλος στον τρόπο ζωής, τις συνήθειες, το “λέγειν” και το “σκέπτεσθαι”. Ζει στην πόλη-μουσείο του Cambridge, στα βρετανικά midlands, δεν οδηγεί παρά μόνο ποδήλατο, δεν καπνίζει παρά μόνο πίνει μπύρα, πολύ, κι όπως όλοι οι συμπολίτες του, συνηθίζει να κάνει βαρκάδα μ’ ένα ξύλινο πλεούμενο, σα γόνδολα ακατέργαστη απ’ την ιταλική φινέτσα, σ’ ένα από τα πιο γαλήνια μέρη όπου προσωπικά έχω βρεθεί, στον ποταμό Cam που διαπλέει την πόλη του. Αν κι ο ίδιος σπούδασε την επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών κι αρχικά εξειδικεύτηκε στην τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence), το πεδίο του ερευνητικού προγράμματος που “τρέχει” τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά μακρινό απ’ την αρχική του επιστημονική κατεύθυνση. Ο κύριος de Grey κάνει έρευνα “αιχμής” στην νεοσύστατη (sic) επιστήμη της βιογεροντολογίας. Δεν είναι καθηγητής στο Cambridge, έχει κάνει όμως το διδακτορικό του εκεί και τώρα το φημισμένο πανεπιστήμιο υποστηρίζει, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, την έρευνα του διαθέτοντας του και δύο μεταπτυχιακούς φοιτητές. Τον συνάντησα στο Cambridge, σαν απεσταλμένος της εκπομπής “Top Stories” της ΝΕΤ. Κι αυτό που μας τράβηξε εκεί δε συμπεριλαμβάνεται στο ανεπίσημο, μίνι βιογραφικό σημείωμα της πρώτης παραγράφου. Ο de Grey, ρισκάροντας απροκάλυπτα το επιστημονικό του κύρος, τοποθετεί
την έρευνα του στη βιογεροντολογία κάτω από βαρύγδουπους τίτλους, εκκωφαντικούς όσο και εξωφρενικούς στην πρώτη τους ανάγνωση. “Σε 30 χρόνια οι άνθρωποι θα είναι δυνατόν να ζούνε έως και 1.000 έτη”, επαναλαμβάνει σε κάθε διάλεξη, απέναντι σε κάθε κασετοφωνάκι, μπλοκάκι και κάμερα. Δελεαστικός τίτλος για κάθε ΜΜΕ, κάθε εν δυνάμει τηλεθεατή ή αναγνώστη. Με την περίπτωση de Grey και τη “μέθοδο αναζωογόνησής” του έχουν ασχοληθεί μέσα μαζικής ενημέρωσης απ’ όλον τον κόσμο και τηλεοπτικά δίκτυα, απ’ την ισπανική τηλεόραση έως το “βικτοριανό” BBC. Ο ίδιος ο de Grey είναι απίστευτα εξοικειωμένος στη σχέση του με τα ΜΜΕ, πρόθυμος να “δανείσει” το χρόνο του και “προπονημένος” σ’ αυτά που θα πει —είναι χαρακτηριστικό ότι “on camera” δεν έχασε τα λόγια του ούτε μια φορά, πιθανώς δεν κόμπιασε καν. Αυτό συμβαίνει γιατί ο ίδιος κι η έρευνα του, μόνο όφελος μπορεί να έχουν απ’ την επαφή με τα μέσα —κάθε πρωτοπόρος επιστημονική έρευνα χρειάζεται γερή χρηματοδότηση. Η οικονομική υποστήριξη που αναζητά ο de Grey και (πραγματικά) απαιτεί η έρευνα του, προϋποθέτει την προβολή της. Μη σπεύσετε να τον θεωρήσετε “πονηρό” —ο de Grey αφήνει την εντύπωση μιας ιδιόρρυθμης ευφυΐας, παρά ενός “λαμόγιου”. Ένας έλληνας φίλος, μεταπτυχιακός καρδιολόγος στην Αγγλία, που με βοήθησε στην μετάφραση επιστημονικών όρων κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, εντυπωσιάστηκε απ’ το επιστημονικό υπόβαθρο του de Grey κι ανακάλεσε όλη την αρχική του προκατάληψη ―την οποία μάλλον μετέτρεψε μετά τη συζήτηση μας, σε γνήσια εκτίμηση της έρευνας του άγγλου επιστήμονα. Γιατί όσο τρελό κι αν ακούγεται αυτό που ο de Grey προβλέπει, η ανθρώπινη διάνοια έχει πολλές φορές επιβεβαιώσει παρόμοιες “επιστημονικές φαντασίες” σε πείσμα της κοινής λογικής. Ο τίτλος “Έχεις 50% πιθανότητες να ζήσεις 1.000 χρόνια”, στις αρχές του προηγούμενου αιώνα ίσως ισοδυναμούσε με την πρόταση “Σε λίγα χρόνια ο άνθρωπος θα ταξιδεύει από την Ευρώπη στην Αμερική σε 7 ώρες…”
Κύριε de Grey έχετε γίνει γνωστός απ’ τη θεωρία σας ότι στο μέλλον ο άνθρωπος θα μπορεί να ζει περισσότερο από χίλια χρόνια. Είμαι σίγουρος ότι οι άνθρωποι θα μπορούν να ζουν πολύ περισσότερο από τώρα, περίπου έως και χίλια χρόνια στο μέλλον. Πιθανότατα θα αναπτύξουν την απαραίτητη τεχνολογία σχετικά σύντομα. Κι αυτό δεν είναι μια προσωπική μου φαντασίωση. Θα συμβεί σίγουρα. Αυτό που λέτε φαντάζει κάπως μαγικό, πως είναι δυνατόν να συμβεί; Είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί αυτό δεν είναι μαγικό, αν απλώς θυμηθούμε ότι το ανθρώπινο σώμα είναι μια μηχανή. Μια περίπλοκη μηχανή της οποίας δεν έχουμε τ’ ακριβή αντίγραφα του σχεδίου κατασκευής. Παρ’ όλ’ αυτά, το ανθρώπινο σώμα παραμένει μια μηχανή κι είναι παραδεκτό πως μπορεί να επισκευαστεί όπως και οτιδήποτε άλλο κατασκεύασε ο άνθρωπος, ένα αυτοκίνητο ή ένα σπίτι για παράδειγμα. Ξέρουμε ότι τα κτίρια, π.χ η Ακρόπολη, μπορούν να μείνουν ανέγγιχτα για πολλές εκατοντάδες χρόνια. Ένα αυτοκίνητο μπορεί να δουλεύει έως 100 χρόνια, ακόμα κι αν σχεδιάστηκε να λειτουργεί μόνο για δέκα. Η σωστή επισκευή κι η συνεπής συντήρηση μπορούν να διατηρήσουν μια μηχανή λειτουργική για όσο χρόνο θέλουμε. Ποιος είναι ο χρονικός ορίζοντας για την πραγμάτωση της έρευνάς σας; Είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε πότε θα πραγματωθούν όλες οι νέες και φιλόδοξες τεχνολογίες. Παραδείγματος χάριν, όταν οι άνθρωποι ξεκίνησαν την προσπάθεια τους να πετάξουν, μεσολάβησαν πολλοί αιώνες από το Λεονάρντο Ντα Βίντσι μέχρι τους αδερφούς Ράιτ. Δε μπορούμε λοιπόν να ξέρουμε πόσο χρόνο ακριβώς θα πάρει, αλλά μια καλή εκτίμηση μπορεί να γίνει απ’ το πόσο λεπτομερειακά κατανοούμε τον τρόπο που θα το επιτύχουμε. Προς το παρόν γνωρίζουμε αρκετές λεπτομέρειες —πως γερνάμε και ποιες είναι οι μοριακές και κυτταρικές αλλαγές κατά τη διάρκεια της γήρανσης. Επίσης, κατέχουμε πια αρκετά λεπτομερώς το πως θα επιδιορθώσουμε τα προβλήματα που δημιουργεί ο χρόνος. Νομίζω ότι έχουμε 50% πιθανότητες ν’ αναπτύξουμε την απαραίτητη τεχνολογία μέσα σε 2530 χρόνια. Ο μόνος λόγος για τον οποίο κάτι τέτοιο δε θα συμβεί, είναι αν συναντήσουμε απρόβλεπτα εμπόδια ή δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να υποστηρίξουν την απαιτούμενη έρευνα. Τι είναι τελικά η γήρανση; Ένα φυσιολογικό βιολογικό φαινόμενο ή μια ασθένεια που μπορεί να θεραπευτεί; Η γήρανση είναι σαφέστατα ένα φυσιολογικό βιολογικό φαινόμενο. Είτε το ονομάζουμε ασθένεια είτε όχι, αυτό είναι μόνο ένα ζήτημα ορολογίας. Εξαρτάται λοιπόν απ’ το πώς ορίζουμε τη λέξη ασθένεια. Αλλά η γήρανση είναι σίγουρα μια ανθυγιεινή κατάσταση. Σου κάνει κακό. Είναι αλήθεια ότι τα κύτταρά μας όσο γερνάμε, όλο και πιο αργά πολλαπλασιάζονται; Τα γερασμένα κύτταρα διαιρούνται με πιο αργό ρυθμό απ’ ότι συμβαίνει στις νεότερες ηλικίες. Και πρέπει να αναζητήσουμε αυτό που “φταίει” στο περιβάλλον των κυττάρων. Πάντως, είτε συμβαίνει μέσα είτε έξω από το κύτταρο, εξακολουθεί να είναι μια αλλαγή στη δομή του σώματος, την οποία εμείς θα επισκευάσουμε. Για παράδειγμα, ένα κύτταρο μπορεί να διαιρείται πιο αργά γιατί υπάρχει μέσα του πέψιμο υλικό κι αυτό επιβραδύνει το μεταβολισμό του ή γιατί το περιβάλλον του, το υγρό που περικλείει το κύτταρο, δεν ενθαρρύνει την αναπαραγωγή. Τέτοιες είναι οι βλάβες που πρέπει να επισκευάσουμε. Θα δείχνουμε κιόλας νέοι; Αν αυτές οι “βλάβες” κάποτε επισκευαστούν; Όταν αναπτύξουμε τις θεραπείες αναζωογόνησης που προτείνω, δε θα έχει σημασία πόσο γερασμένος είσαι. Γιατί αν επωφελείσαι από
αυτές, θα είσαι για πάντα νέος. Είτε λοιπόν κάποιος είναι τριάντα, είτε εκατό, είτε τριακοσίων ετών, θα έχει νεανική εμφάνιση και θα παραμένει νέος κι εσωτερικά, τόσο από πλευράς πνευματικής λειτουργίας όσο και σωματικής. Θα σταματήσουμε λοιπόν να πεθαίνουμε από γηρατειά ή αρρώστιες; Θα καταστούμε αθάνατοι; Τουλάχιστον δε θα έχουμε πια κανένα λόγο να πεθάνουμε από γηρατειά. Μ’ άλλα λόγια, η πιθανότητα να πεθάνουμε κάποια στιγμή δε θ’ αυξάνεται όσο γερνάμε. Φυσικά θα εξακολουθούν να υπάρχουν άλλες αρρώστιες που, όπως και σήμερα, θα σκοτώνουν νέους ανθρώπους. Θα εμφανίζονται λόγω της εξέλιξης των βακτηρίων και των ιών. Και πολλές άλλες αιτίες θανάτου, όχι βιολογικές αλλά πάντως υπαρκτές, όπως να σε χτυπήσει ένα φορτηγό ή να σε πυροβολήσουν στον πόλεμο. Σίγουρα λοιπόν δε θα γίνουμε αθάνατοι. Αθανασία σημαίνει να μην έχεις καμιά πιθανότητα να πεθάνεις από οποιαδήποτε αιτία. Δε θα το καταφέρουμε αυτό. Πόσο εμπλέκονται στην έρευνα και τη θεωρία σας όροι όπως γενετική , κλωνοποίηση, νανοτεχνολογία; Η κλωνοποίηση έχει πολλαπλά νοήματα, αλλά το πιο ενδιαφέρον “παρακλάδι” της είναι η “θεραπευτική κλωνοποίηση”. Είναι η πιο συγγενική εκδοχή της με την ιατρική επιστήμη. Η μεταφορά πυρήνων που προτείνει, είναι ένας έξυπνος τρόπος να θεραπεύσεις κύτταρα χωρίς να κεντρίσεις την προσοχή του ανοσοποιητικού συστήματος. Η θεραπεία γονιδίων θ’ αποδειχτεί σίγουρα πολύ σημαντική στο μέλλον. Η κεντρική ιδέα είναι να εισάγουμε νέα γονίδια στα κύτταρά μας, ενώ σε μερικές περιπτώσεις πρέπει ν’ αφαιρούμε άχρηστο υλικό απ’ αυτά, ώστε να διατηρούμε το σώμα μας στην κατάλληλη κατασταση. Η νανοτεχνολογία πιθανόν να γίνει πολύ σημαντική στις δεκαετίες που έρχονται, αλλά στις πρώτες γενιές τεχνολογιών που θα επισκευάζουν και θα συντηρούν το ανθρώπινο σώμα, δε νομίζω ότι θα χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα. Θα μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει τα 1000 χρόνια απ’ τον καναπέ του; Πίνοντας καπνίζοντας και τρώγοντας χωρίς κανένα αυτοέλεγχο; Ένα απ’ τα πιο σημαντικά σημεία στη θεραπεία αναζωογόνησης είναι ότι θα μπορούμε να επισκευάσουμε τη ζημιά που προκαλείται από τη γήρανση, ακόμα κι αν αυτή είναι ασυνήθιστα γρήγορη. Σήμερα, αν κάποιος τρώει ανθυγιεινά ή δεν ασκείται, θα υποφέρει κι ίσως τελικά δε ζήσει πολύ, γιατί μπορεί να πάθει διαβήτη ή οτιδήποτε ανάλογο. Αλλά οι θεραπείες αναζωογόνησης θα μπορούν να σταματήσουν τέτοιες περιπλοκές. Αν οι άνθρωποι που ζουν ανθυγιεινά, έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν απ’ αυτές τις θεραπείες συχνότερα από κάποιον που κάνει μια υγιεινή ζωή, τότε πιθανόν η διαφορά στη διάρκεια ζωής τους ν’ αποδειχτεί πολύ μικρή. Αν πήγαινες στην Αφρική τον προηγούμενο αιώνα, ίσως πέθαινες από ελονοσία. Τώρα όποιος σκοπεύει να ταξιδέψει μέχρι εκεί, κάνει μια ένεση κι είναι ασφαλής. Ανάλογα, στο μέλλον θα κάνεις μια ένεση και θα είναι απολύτως ΟΚ να φας στα McDonald’s. Οι συμπεριφορές αγάπης, το γέλιο, η καλή καρδιά, πόσο βοηθάνε στη μακροζωία; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν ρόλο στον έλεγχο του ρυθμού γήρανσης. Όταν εξετάζουμε υπερήλικες πάνω από 100 χρονών, σχεδόν πάντα αποδεικνύονται πολύ καλοί στην αντιμετώπιση αγχωδών καταστάσεων. Δε στρεσάρονται υπερβολικά κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Όταν οι άνθρωποι αγχώνονται, απελευθερώνονται κάποιες ορμόνες που είναι αρνητικές για την υγεία κι επιταχύνουν τη γήρανση. Αλλά η διαφορά τελικά είναι πολύ μικρή συγκριτικά με τις τεχνολογίες που περιγράφω. Ίσως 1-2 χρόνια. Η τεχνολογία που θέλω να εξελίξω, θα κρατά τους ανθρώπους νέους και υγιείς οριστικά.
Τι σας έκανε να στραφείτε στην, ευρέως άγνωστη ακόμα, επιστήμη της βιογεροντολογίας; Το κυριότερο που με ώθησε να γίνω βιογεροντολόγος, ενώ σπούδασα κι εργαζόμουν σαν επιστήμονας των Η/Υ, ήταν ότι ανακάλυψα πως πολύ λίγοι επιστήμονες ασχολούνται σοβαρά με το πρόβλημα της γήρανσης. Οι άνθρωποι νομίζουν ότι δε μπορείς να την καταπολεμήσεις και γι’ αυτό δεν αξίζει καν ν’ ασχοληθείς. Ακόμα και κάποιοι που προσπάθησαν να καταλάβουν τη διαδικασία της γήρανσης, δεν προσπαθούσαν να την καταπολεμήσουν, δεν είχαν την αναβολή της σαν κύρια προτεραιότητά τους. Εγώ εργαζόμουν ήδη πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη, την επιστήμη που προσπαθεί να εξελίξει τους υπολογιστές, ώστε να μπορούν να κάνουν αυτόματα κάποια βαρετά πράγματα. Και να μην είναι αναγκαίο για εμάς τους ανθρώπους να συναρμολογούμε αυτοκίνητα ή να εργαζόμαστε μέσα σε ορυχεία. Η τεχνητή νοημοσύνη είναι λοιπόν μια ανθρωπιστική επιστήμη. Στράφηκα στη βιογεροντολογία όταν συνειδητοποίησα ότι αυτή (η βιογεροντολογία), είναι μια άλλη, ακόμα περισσότερο ανθρωπιστική επιστήμη γιατί προσπαθεί να σώσει ανθρώπινες ζωές. Οι απλοί άνθρωποι πόσο σκεπτικιστές είναι απέναντι στις απόψεις σας; Όπως σου είπα, πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η γήρανση δεν μπορεί να καταπολεμηθεί. Γιατί τη θεωρούν μια ειδική περίπτωση, πολύ διαφορετική από αρρώστιες που έχουμε επιτυχώς καταπολεμήσει με την ιατρική. Στην πραγματικότητα κάνουν λάθος. Γιατί δεν υπάρχει καμία βιολογική διαφορά ανάμεσα στις διαδικασίες της γήρανσης ή ασθένειες που σχετίζονται με τη γήρανση, όπως η αρτηριοσκλήρωση κι η νόσος αλτσχαιμερ. Σε ποιο σημείο βρίσκεται σήμερα η έρευνά σας; Υπάρχουν ευρήματα, προτείνετε μοντέλα; Το ερευνητικό μου σχέδιο αποτελείται από πολλά επιμέρους σκέλη και εξειδικευμένα προγράμματα. Υπάρχουν λοιπόν πολλά εργαστήρια ανά τον κόσμο που δουλεύουν πάνω στο κάθε πρόγραμμα. Μερικά έχουν προχωρήσει περισσότερο από άλλα στην έρευνά τους, κάποια μάλιστα βρίσκονται ήδη στο στάδιο να κάνουν τεστ σε ανθρώπους. Κάποια εργαστήρια κάνουν πειράματα σε ποντίκια, ενώ άλλα βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της καλλιέργειας κυττάρων. Σίγουρα υπάρχουν ακόμα πολλές καινοτομίες που πρέπει να γίνουν. Τα καλά νέα είναι ότι για κάθε μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις έχουμε μια ξεκάθαρη κατεύθυνση, ένα σαφές ερευνητικό πρόγραμμα. Κατανοούμε ποιο είναι το επόμενο πρόβλημα που κάθε φορά πρέπει να λύσουμε, γι’ αυτό και παραμένω αισιόδοξος σχετικά με τα χρονοδιαγράμματα της έρευνας μας.
Αυτή η έρευνά σας, είναι τελικά μια προσπάθεια ενάντια στο βιολογικό θάνατο ή στοχεύει περισσότερο στη βελτίωση της ποιότητας της ανθρώπινης ζωής; Ο κύριος σκοπός της δουλειάς μου είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής των ανθρώπων. Σκοπεύει να βελτιώσει την υγεία τους και να τους κρατήσει νέους για όσο ζουν. Το γεγονός ότι οι άνθρωποι θα είναι λιγότερο πιθανό να πεθάνουν σε οποιαδήποτε στιγμή, είναι μια παρενέργεια του κύριου στόχου της θεραπείας αναζωογόνησης που προτείνω και προσπαθώ να εφαρμόσω. Πόσο κοντά είμαστε στη θεραπεία και το εμβόλιο κατά του καρκίνου; Είναι γνωστό ότι ο καρκίνος είναι μια αρρώστια που εξελίσσεται συνεχώς. Τα ίδια τα καρκινικά κύτταρα εξελίσσονται “ενστικτωδώς”, ώστε να βρουν νέους τρόπους για να μας σκοτώσουν. Νομίζω όμως ότι είμαστε πολύ κοντά στο να νικήσουμε τον καρκίνο. Σαφώς και πρέπει να αναπτύξουμε πολύ πιο πολύπλοκες κι εξελιγμένες θεραπείες απ’ αυτές που υπάρχουν σήμερα. Πιστεύω ότι αυτό θα συμβεί σε 20-30 χρόνια από σήμερα. Η “μέθοδος αναζωογόνησής” σας θα είναι εξίσου προσβάσιμη από φτωχούς και πλούσιους; Θα πρέπει να γίνουν αυτές οι θεραπείες διαθέσιμες στον καθένα το συντομότερο δυνατόν. Και δε νομίζω ότι αυτό θα αποδειχθεί ιδιαίτερα δύσκολο. Νομίζω πως, όταν θα έχουμε μια ικανοποιητικώς διεξοδική θεραπεία, που θα μπορεί να αναβάλει όλες τις ασθένειες της γήρανσης για πολύ καιρό, τότε η κοινωνία θα μας πάρει στα σοβαρά. Και με τον ίδιο τρόπο που σήμερα η κοινωνία παρέχει δωρεάν βασική εκπαίδευση, θα είναι διαθέσιμες στους ανθρώπους κι οι θεραπείες αναζωογόνησης. Στο μεσοπρόθεσμο μέλλον, η μέθοδος αναζωογόνησης θα είναι ένα στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Οι φαρμακευτικές εταιρείες θα ζημιωθούν ή θα κερδίσουν; Οι φαρμακευτικές εταιρείες θα κερδίσουν από τη μέθοδο αναζωογόνησης. Θα πρέπει βέβαια να παράγουν διαφορετικά φάρμακα. Γιατί τα περισσότερα απ’ αυτά που παράγουν σήμερα, απλώς κρατούν τους “εύθραυστους” ανθρώπους, ζωντανούς για λίγο ακόμα. Σύντομα δε θα υπάρχουν πια ασθενικοί άνθρωποι. Οι περισσότεροι θα είναι κιόλας νέοι. Όμως τα φάρμακα που θα τους διατηρούν νέους θα παρασκευάζονται από τις ίδιες εταιρείες που υπάρχουν και σήμερα. Στην Ελλάδα προσπαθούμε χρόνια τώρα να επιλύσουμε το “ασφαλιστικό πρόβλημα”. Αν επιβεβαιωθείτε, εδώ τουλάχιστον θα έσπαγαν τα ταμεία... Οι συντάξεις θα ‘ναι εντελώς διαφορετικές όταν πια δεν θα υπάρχει γήρανση. Και το θέμα της ασφάλισης θα είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ότι σήμερα. Προς το παρόν όταν συνταξιοδοτείσαι, παίρνεις σύνταξη για πάντα γιατί η κοινωνία σε λυπάται —πηγαίνεις απ’ το κακό στο χειρότερο και τελικά, πολύ σύντομα πεθαίνεις. Όταν πια δε θ’ ανησυχούμε για τη γήρανση, θα μπορούμε να έχουμε συνταξιούχους μόνο προσωρινά. Μετά από… ας πούμε είκοσι χρόνια στη σύνταξη, θα επιστρέφουν στην εργασία. Ίσως μάλιστα να μετεκπαιδεύονται και να ξεκινούν μια διαφορετική δουλειά για τα επόμενα 10-20 χρόνια. Θα συνταξιοδοτούνται πάλι και πάει λέγοντας. Κι επειδή θα εργάζονται στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους, με κενά όποτε οι ίδιοι το επιθυμούν, θα ‘ναι πιο χρήσιμοι και θα συνεισφέρουν περισσότερο πλούτο στην κοινωνία απ’ ότι σήμερα. Έτσι το συνταξιοδοτικό πρόβλημα θα εξαφανιστεί. Οι θρησκευόμενοι άνθρωποι πως σας αντιμετωπίζουν; Μήπως θεωρούν ότι το παίζεται λίγο θεός; Επειδή ο σκοπός της έρευνας μου, η ανθρώπινη ζωή, είναι έργο θεού, θα έλεγα ότι η πραγματική αμαρτία είναι να μην εργάζεσαι
πάνω σ’ αυτό. Κι είναι εύκολο να εξηγηθεί ακόμα και σε αμόρφωτους ανθρώπους ότι η γήρανση είναι πραγματικά φρικτή. Δε σκοτώνει απλά τους ανθρώπους, το κάνει με φρικτό κιόλας τρόπο. Αν μπορούμε αυτό να το σταματήσουμε, τότε κάνουμε και το θέλημα του θεού. Η μεταμόσχευση, σαν ιατρική πρακτική, τι θέση έχει στην έρευνα σας; H μεταμόσχευση οργάνων μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο σε ορισμένες πτυχές της γήρανσης. Όταν ένα ανθρώπινο όργανο σταματήσει να λειτουργεί, μπορούμε να επιλέξουμε: να το επισκευάσουμε διορθώνοντας μερικά απ’ τα κύτταρα και καθαρίζοντας τα “σκουπίδια” απ’ το εσωτερικό του ή να το αντικαταστήσουμε μ’ ένα άλλο όργανο. Είναι πολύ δύσκολο να κατασκευάσουμε ένα νέο όργανο έξω απ’ το ανθρώπινο σώμα κι έτσι προς το παρόν χρησιμοποιούμε τα όργανα ήδη νεκρών ανθρώπων. Αλλά, υπάρχει ένα μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα που τρέχει σ’ όλο τον κόσμο, η “μηχανική ιστών”, που προσπαθεί να αναπτύξει τρόπους ώστε να κατασκευάζουμε νέα όργανα έξω απ’ το ανθρώπινο σώμα και μετά να τα τοποθετούμε σ’ αυτό με τη μεταμόσχευση. Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε περισσότερα όργανα διαθέσιμα κι έτσι θα είναι πολύ φθηνότερο κι απλό, να δίνουμε στους ανθρώπους νέα όργανα. Ο ρόλος της μεταμόσχευσης λοιπόν μπορεί να είναι πολύ σημαντικός. Είμαι σήμερα 27 χρονών. Πόσες πιθανότητες έχω να προλάβω την πραγμάτωση της έρευνάς σας και να ζήσω για πάντα; Οι πιθανότητές σου να ζήσεις αρκετά ώστε να επωφεληθείς από τις νέες θεραπείες, εξαρτώνται απ’ το πόσο γρήγορα θα τις αναπτύξουμε. Κι αυτό με τη σειρά του σχετίζεται με την επιστημονική δυσκολία του εγχειρήματος και το πόσο σκληρά θα προσπαθήσουμε ή πόσα χρήματα θα δαπανήσουμε στην αρχική έρευνα. Ελπίζω ότι θα κινηθούμε γρήγορα για να χρηματοδοτήσουμε επαρκώς την έρευνα. Σ’ αυτή την περίπτωση πιστεύω ότι οι άνθρωποι που είναι σήμερα στα 20 τους έχουν 50% πιθανότητες να ζήσουν αρκετά ώστε να δουν αυτές τις θεραπείες να πραγματοποιούνται. Πως θα μπορούσε ο καθένας μας να βοηθήσει εσάς στην έρευνά που κάνετε, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό, για την προσωπική του υγεία; Προς το παρόν δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι ώστε να επεκτείνουν τη ζωή τους σημαντικά. Εκτός από τα προφανή που ο καθένας γνωρίζει —να μην καπνίζει, να μην είναι υπέρβαρος κλπ. Έτσι, για τους περισσότερους ανθρώπους, εκτός αυτών που λόγω κάποιας γενετικής ασθένειας γεράζουν σε νεαρή ηλικία, αυτό που μένει να κάνουν είναι να υποστηρίξουν την έρευνα αυτή. Κι ο καλύτερος τρόπος γι’ αυτό είναι να κάνουν την κοινωνία να ενδιαφερθεί περισσότερο για την έρευνα κατά της γήρανσης και τις θεραπείες αναζωογόνησης. Να σκεφτούν, να μιλήσουν και να γράψουν γι’ αυτή. Ο ίδιος έχετε τη φιλοδοξία να ζήσετε για πάντα; Θα ήθελα να ζω για πολλά χρόνια ακόμα. Αλλά δεν ξέρω πόσα ακριβώς και σίγουρα δε γνωρίζω αν θα ‘θελα να ζήσω 1000 χρόνια. Δεν ξέρω καν αν θέλω να φτάσω στα 100. Αυτό όμως που σίγουρα ξέρω, είναι ότι θέλω να έχω τη δυνατότητα της επιλογής όταν θα είμαι 99 ετών. Αντί η παρακμάζουσα, φθίνουσα υγεία μου σταδιακά να μου αφαιρεί κάθε δυνατότητα επιλογής. Και μπορώ να σου πω ότι και 999 ετών να ήμουν, ακριβώς το ίδιο θα ίσχυε… Abstract: Alexis Gaglias interviews the famous British biogerontologist Aubrey de Grey at Cambridge, England.
Jack Johnson
Ο Μεγάλος Ατομιστής Λουκάς Τσουκνίδας
Have you heard about Jack Johnson, he’s a hero in this land. i don’t like to sing about boxing but i hope you’ll understand. it was the 1st year they gave the heavyweight to a black man and in 1908 it ain’t so easy. he was born right after slavery died, right after reconstruction died, born right after none of that stuff really died at all. he would walk down the streets wearing gold & diamonds, always hold his head up high, and he never had to say yes sir or no sir to the white folks as they passed him by, or as he passed them by. so the great white hope was pulled out of retirement to nurse the bruised & shattered white pride. & when johnson beat him down there wasn’t a man around at his side. when the fight was over there was beatings & murders, the worst race riot this country has seen. all because they didn’t want a black man winning in their ring. who said heroes had to be role models anyway. “Jack Johnson” This Bike Is A Pipe Bomb Three Way Tie For a Fifth LP 2004
Στις ΗΠΑ των αρχών του 20ού αιώνα, λίγο μετά τον πετυχημένο (για τους Βόρειους) εμφύλιο και την αποτυχημένη (για όλους) Αναδόμηση (1), σε μια κοινωνία τυπικά ομόσπονδων, αλλά ουσιαστικά άσπονδων συμπατριωτών, τρεις ήταν οι σπουδαιότεροι τίτλοι: ο πρόεδρος, ο αρχιστράτηγος κι ο παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών της επαγγελματικής πυγμαχίας. Ο δυνατότερος άνθρωπος του κόσμου δηλαδή, ένα πρωτόλειο ποπ ίνδαλμα μαζικής αποδοχής και λατρείας. Έναν ακριβώς αιώνα πριν από σήμερα (Σίδνεϋ 1908), που η φράση “μαύρος αμερικανός πρόεδρος” συνοδεύεται από γκριμάτσες δυσπιστίας κι ίσως γέλια, ο Τζον Άρθουρ “Τζακ” Τζόνσον έσπασε το “φράγμα της ράτσας” κι έγινε ο πρώτος μαύρος πρωταθλητής στην ιστορία της πιο βαρύνουσας πυγμαχικής κατηγορίας. Διέλυσε έτσι το στερεότυπο του δειλού νέγρου και συγκέντρωσε το μίσος της λευκής Αμερικής κι όχι μόνο. Η απροθυμία του να γίνει ήρωας της φυλής κι ο έκλυτος τρόπος ζωής του, τον κατέστησε κηλίδα στον μακροχρόνιο αγώνα των μαύρων για ισότητα κι ισονομία. Το έγκλημά του ήταν πως ότι έκανε, το έκανε για τον εαυτό του...
Προς την 4η 4η Ιουλίου Ιουλίουτου του1910 1910 Ρίνο, - Ρίνο,Νεβάδα Νεβάδα Ο Τζόνσον είναι ήδη παγκόσμιος πρωταθλητής εδώ και δυο χρόνια. Αφού ξυλοφόρτωσε τον Τόμι Μπερνς (2), δε βρήκε μπροστά του κανένα σοβαρό αντίπαλο. Ο μόνος που θρυλείται ότι μπορεί να βάλει τον πομπώδη μαύρο στη θέση του, είναι ο πρώην πρωταθλητής, ο αήττητος Τζιμ Τζέφρυζ, που ζει πλέον σαν αγρότης. Με τα λόγια του ανταποκριτή της New York Herald στο Σίδνεϋ, του λογοτέχνη και σοσιαλιστή Τζακ Λόντον: “[...] Μένει όμως μία εκκρεμότητα. Ο Τζέφρυζ πρέπει ν’ αφήσει τη φάρμα του, για να σβήσει απ’ το πρόσωπο του Τζόνσον αυτό το χαμόγελο. Τζεφ, από σένα εξαρτάται. [...]” (3) Σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα για την (βάσει “επιστημονικών” τοποθετήσεων (4)) ανώτερη φυλή κι ενώ ο Τζόνσον ξέρει πως πρέπει να υποτάξει και το θρύλο του Τζιμ Τζέφρυζ για να βουλώσει τα στόματα των αρνητών, ο λευκός γίγαντας πείθεται κι αρχίζει προετοιμασία για την αναμέτρηση. Η New York Herald στέλνει στο κακόφημο Ρίνο τον συνήθη ύποπτο Τζακ Λόντον, που με καθημερινές ανταποκρίσεις (χωρίς δίκτυο και λάπτοπ), αναπαράγει επί δέκα μέρες το κλίμα, όπως αυτό διαμορφώνεται μέχρι την τιτανομαχία. Όταν αυτή τελειώνει με τον “Παιχνιδιάρη Αιθίοπα” να ‘χει κυριαρχήσει επί του “Πρωταθλητή”, το τελευταίο κείμενο του συγγραφέα σχοινοβατεί ανάμεσα στο θαυμασμό του για τον Τζόνσον και την απελπισία του για την εύκολη, σε βαθμό γελοιότητας, ήττα της μεγαλύτερης έως τότε “Λευκής Ελπίδας” (5): “Άλλη μια φορά ο Τζόνσον οδήγησε στην ήττα τον εκπρόσωπο της λευκής φυλής, μάλιστα τώρα τον εκλεκτότερό της. Κι όπως πάντα το παιχνίδι ήταν του Τζόνσον [...] Η αναμέτρηση του αιώνα αποδείχτηκε ένας μονόλογος του χαμογελαστού νέγρου προς τους είκοσι χιλιάδες θεατές, που στιγμή δεν αμφέβαλλε για τον εαυτό του και που δε μπόρεσε να μείνει σοβαρός πάνω από ένα λεπτό. [...] Ο Τζόνσον είναι ένα θαύμα. Κανείς δεν καταλαβαίνει τον άνθρωπο που διαρκώς χαμογελά. Λοιπόν, η αναμέτρηση αυτή ήταν όλη ένα χαμόγελο. Η προσπάθεια που κατέβαλλε ο Τζόνσον για να νικήσει, περιορίστηκε σ’ ένα χαμόγελο. [...] Και τώρα που θα βρεθεί ο πρωταθλητής που θα εξαναγκάσει τον Τζόνσον να υπερβεί τις δυνάμεις του, που θα θολώσει το αστραφτερό του βλέμμα, θα σβήσει το χαμόγελο και θα σιωπήσει το χρυσολάλητο στόμα του;” (3) Το χαμόγελο, η οξυδέρκεια κι η ευχέρεια λόγου του Τζόνσον επισκιάζουν την πυγμαχική του ικανότητα ακόμα και στα λόγια του Λόντον. Ενός πραγματικού μύστη του αθλήματος με σχετικά μετριοπαθή, από ρατσιστικής άποψης, δημοσιογραφικό λόγο. Όσο οι πρωταθλητές ήταν λευκοί, οι αναλύσεις περιστρέφονταν γύρω απ’ το στιλ, την αμυντική ή επιθετική προσέγγιση, την αντοχή στα χτυπήματα, την ταχύτητα και τη δύναμη. Μόλις ο Τζόνσον ράγισε με το κροσέ του τα ταμπού, εκείνα μαζεύτηκαν στη γωνία, συσπείρωσαν τις δυνάμεις τους κι αντεπιτέθηκαν, μετατρέποντας την καριέρα του σε ζήτημα ράτσας ή, ακόμα χειρότερα για τη φυλή του, εξαίρεσης.
Όχι βία στα στα γήπεδα γήπεδα Στη διάρκεια των επικρατήσεων του Τζόνσον επί των αντιπάλων του, ακούστηκαν υβριστικά επίθετα και ρατσιστικές προσβολές, αλλά δεν άνοιξε ούτε μύτη πλην εκείνων του μικρόσωμου Τόμι Μπερνς και του αργοκίνητου Τζιμ Τζέφρυζ. Και στις δυο περιπτώσεις τα ματς διακόπηκαν για να μη συνεχιστεί ο εξευτελισμός. Τ’ απογοητευμένα πλήθη διαλύθηκαν εν μέσω βοής. Το κακό όμως είχε γίνει από πριν και σχεδόν ερήμην των δυο ικανών πυγμάχων. Το ζήτημα φυλετικής ανωτερότητας που καπέλωσε τον αγώνα, υπ’ ευθύνη φυσικά του Τύπου (λευκού και μαύρου), αποτέλεσε τη βάση για το ιστορικού μεγέθους ξέσπασμα της 5ης Ιουλίου. Ενώ κι οι πνευματικοί άνθρωποι εκατέρωθεν, αποστρέφονταν μεν το βάρβαρο σπορ, αλλά έσπευδαν με χαρά να διογκώσουν τις ρατσιστικές, μα βολικές, συνδηλώσεις
του. Την επομένη του ιστορικού αγώνα, οι αφρο-αμερικάνοι σε όλη τη χώρα οργάνωναν παρελάσεις και γλεντοκόπια επειδή ο λευκός Τζιμ Τζέφρυζ έφαγε το ξύλο της χρονιάς του απ’ τον μαύρο Τζακ Τζόνσον. Η καταπιεσμένη μαύρη κοινότητα χρειαζόταν μια βαλβίδα αποσυμπίεσης, μια ένεση αυτοπεποίθησης κι υπερηφάνειας, που τη βρήκε σ’ αυτή την περιστασιακή νίκη. Οι λευκοί των χαμηλών τάξεων στον αντίποδα, που η μόνη υπεροχή που τους είχε παραχωρηθεί ήταν εκείνη έναντι του μαύρου, δε θ’ άφηναν τα πανηγύρια να περάσουν έτσι. Αντέδρασαν βίαια και τα επεισόδια κλιμακώθηκαν σε μια από τις μεγαλύτερες διαφυλετικές ταραχές στην ιστορία των ΗΠΑ, με πάρα πολλούς νεκρούς. Τα λόγια του αφρο-αμερικάνου καθηγητή Γουίλιαμ Πίκενς, φανερώνουν την “κάψα” της φυλής του για μια, συμβολική έστω, επικράτηση: “Ήταν καλύτερα που νίκησε ο Τζόνσον και μερικοί νέγροι υπέστησαν φυσικό θάνατο, παρά να έχανε κι όλο το νέγρικο πνεύμα να πέθαινε απ’ τα κυρήγματα ανωτερότητας στον λευκό Τύπο.” Το άτοπο της απάντησης σε μια ανυπόστατη θεωρία ανωτερότητας, δεν ήταν τόσο προφανές όσο το γεμάτο αίματα και μόλωπες κορμί του λευκού πρωταθλητή κι έτσι η μαύρη φυλή έπαιξε ευχαρίστως “τις κουμπάρες” με τη λευκή προπαγάνδα. Εντωμεταξύ, στην κορυφή της μαύρης διανόησης μονομαχούσαν, σαν σε καναβάτσο, δυο διαφορετικές σχολές σκέψης, εκείνη του επιθετικογενή (όπως κι ο Τζόνσον στη ζωή του) Γουίλιαμ Ε.Μπ. Ντι Μπόις: “Διεκδικούμε κάθε πολιτικό και κοινωνικό δικαίωμα που αντιστοιχεί σε κάθε ελεύθερο αμερικανό και μέχρι να μας αναγνωριστούν αυτά τα δικαιώματα, δε θα σταματήσουμε να διαμαρτυρόμαστε και να εξαπολύουμε επιθέσεις στ’ αυτιά της Αμερικής.” Κι εκείνη του αμυντικογενή (όπως κι ο Τζόνσον στο ρινγκ) Μπούκερ Τ. Γουάσινγκτον: “Οι πιο σοφοί απ’ τη φυλή μου καταλαβαίνουν ότι η πρόκληση μέσω αιτήσεων για κοινωνική ισότητα είναι ανοησία του εξτρεμιστή και πως η πρόοδος προς την απόλαυση όλων των μελλοντικών μας προνομίων, πρέπει να είναι προϊόν ενός αυστηρού και διαρκούς αγώνα, παρά ενός τεχνητού εξαναγκασμού.” Ο Τζακ Τζόνσον πάλι, ούτε διεκδικούσε ούτε αιτούνταν. Όταν πίστευε πως δικαιούται κάτι, απλά το έπαιρνε.
Η φύση φύση της τηςαπειλής απειλής Το 1909 στην ελληνική συνοικία της Όμαχα στην πολιτεία της Νεμπράσκα, ένας έλληνας κατηγορήθηκε για σύναψη ερωτικών σχέσεων με “λευκή” γυναίκα. Όταν οι αρχές τον γλίτωσαν απ’ το λιντσάρισμα, ο όχλος έστρεψε την οργή του στη συνοικία, η οποία λεηλατήθηκε και κάηκε ολοσχερώς. Εκείνη την περίοδο (τη λεγόμενη Προοδευτική (6)) ο Τζακ Τζόνσον έσπαγε ανοιχτά ένα ταμπού πολύ σημαντικότερο απ’ τον τίτλο του πρωτοπυγμάχου, εκείνο των μικτών ερωτικών σχέσεων (7). Όσο προσεκτικός ήταν στο ρινγκ, όπου αμύνονταν μέχρι βαρεμάρας πριν αποφασίσει να τσακίσει τον κουρασμένο αντίπαλό του, τόσο επιθετικά ανεξάρτητος ήταν στην κοινωνική του ζωή. Το μόνο κοινό ήταν η τεράστια αυτοπεποίθησή του. Διαβασμένος κι ετοιμόλογος, οδηγούσε σε υπερβολικές ταχύτητες με “πειραγμένα” σπορ αυτοκίνητα (8), ντυνόταν φανταχτερά, έπαιζε μουσική και θέατρο, φερόταν σα σταρ και σύχναζε στα στέκια όπου η “καλή ζωή”, έδινε κι έπαιρνε. Συναναστρεφόταν και φλέρταρε με λευκές γυναίκες και πάντα σε δημόσια θέα, την ώρα που άλλοι, λιντσάρονταν μόνο και μόνο αν κοιτούσαν απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο. Αυτό ήταν κάτι που το ρατσιστικό κατεστημένο δεν μπορούσε να καταπιεί. Κι οι μαύροι όμως, το θεωρούσαν περιφρόνηση προς την ίδια του τη φυλή κι έμμεση δυσφήμισή της. Ο Μπούκερ Τ. Γουάσινγκτον πρώτος, φρόντισε να τον αποκυρήξει: “Είναι ατυχές, ένας άνδρας με τέτοια οικονομική άνεση να τη χρησιμοποιεί για να βλάψει τη φυλή του, ενώπιον όσων έχουν τη θέληση
να βελτιώσουν τη θέση της και τις συνθήκες ζωής της. Αντιπροσωπεύοντας με λάθος τρόπο τους έγχρωμους αυτής της χώρας, αυτός ο άνθρωπος βλάπτει, το λιγότερο, τον εαυτό του. Τονίζω ότι δεν εγκρίνω τις πράξεις του, όπως είμαι σίγουρος δεν τις εγκρίνει ολόκληρη η έγχρωμη φυλή.” Ο Ντι Μπόις πάλι διαφωνούσε με τις επιλογές του Τζόνσον, αλλά δήλωνε σεβασμό στο δικαίωμα του να ενεργεί αυτόνομα, σαν ελεύθερος αμερικάνος. Παλιότερα είχε πει κάτι, που ο πυγμάχος δεν έδειξε ποτέ να ενστερνίζεται: “Η ιστορία του κόσμου είναι ιστορία, όχι ατόμων, αλλά ομάδων, όχι εθνών, αλλά φυλών κι όποιος το αγνοεί και προσπαθεί να υπερβεί την έννοια της φυλής, τότε αγνοεί και υπερβαίνει την ουσία όλης της ιστορίας.” Ότι δεν έκαναν οι λευκές ελπίδες το ‘κανε τελικά η πολιτεία, πατώντας σ’ ένα νόμο, που είχε μόλις συσταθεί για να ελέγξει το ακμάζον εμπόριο λευκής σαρκός (9). Με βάση το γράμμα του νόμου αυτού, το κράτος κάθισε τον Τζακ Τζόνσον στο εδώλιο. Μία απ’ τις περιστασιακές συντρόφους του κατέθεσε εναντίον του, βοηθώντας στην καταδίκη του. Εκείνος τ’οτε, μ’ ένα κόλπο αντάξιο του θρύλου του, δραπέτευσε στο εξωτερικό με τη γυναίκα του. Θα ζούσε πλέον αυτοεξόριστος, αλλά κύριος της μοίρας του. Όμως η Ευρώπη βρισκόταν στο χείλος του πολέμου και δεν είχε πια χρόνο και χώρο για σελέμπριτιζ. Έτσι, πέρασε πολλές περιπέτειες μέχρι τελικά να υποκύψει στο τεράστιο κορμί του “κάου-μπόυ” Τζες Γουίλαρντ, το 1915 στην Κούβα, μετά από 26 γύρους κάτω απ’ τον καυτό ήλιο της καραϊβικής. Η κακή φόρμα του Τζόνσον ήταν αναμφισβήτητη κι ας δήλωνε αργότερα πως “έδωσε” τον αγώνα. Το κίνητρό του επίσης, είχε υποστεί τη φθορά της εξορίας, που για τον αυτοαποκαλούμενο ελεύθερο αμερικανό, ήταν ένας ψυχοφθόρος εξαναγκασμός. Εντωμεταξύ, πίσω στην πατρίδα, μία ταινία άλλαζε την ιστορία του κινηματογράφου, αντηχώντας παράλληλα την έξαρση της ρατσιστικής βίας. “Η Γέννηση Ενός Έθνους” (10) του Ντέιβιντ Γ. Γκρίφιθ, κατηγορήθηκε πως έφερε στη μόδα την παρηκμασμένη Κου-Κλουξ-Κλαν, απεικονίζοντας τους “ιππότες” της ως σωτήρες των λευκών γυναικών απ’ τις ακόρεστες σεξουαλικές ορμές των νέγρων. Ναι, ήταν απλοϊκή και βαθιά ρατσιστική, όπως κι η εποχή της. Όχι όμως περισσότερο από τις πρακτικές και τα λόγια διανοούμενων όπως ο Τζακ Λόντον ή την αντιμετώπιση του Τζόνσον απ’ τους ηγέτες της φυλής του. Το πρόβλημα ήταν κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό, αλλά είναι πιο εύκολο να καταγγείλεις μια ταινία ή έναν πυγμάχο κι αποκυρήσσοντάς τους, να θάψεις τα σκουπίδια κάτω απ’ το χαλάκι. Το 1920, ο Τζακ Τζόνσον επέστρεψε στις ΗΠΑ και παραδόθηκε στις αρχές για να υποστεί την τιμωρία του. Μόλις βγήκε, επέστρεψε στα ρινγκ προσπαθώντας να δελεάσει τον θρυλικό Τζακ Ντέμπσι σ’ έναν αγώνα τίτλου. Ο λευκός Τζακ δεν τον πήρε στα σοβαρά και κράτησε ακέραια τη διαχωριστική γραμμή, που θα ξανάσπαγε μια δεκαπενταετία αργότερα ο Τζο Λούις. Ο Τζόνσον παρ’ όλ’ αυτά, έμεινε στο προσκήνιο, ως σελέμπριτι κυρίως, κι απασχόλησε το δημόσιο βίο μέχρι το θάνατό του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1946 (8). Ο Τζον Λάρντνερ του Newsweek σχολίασε χαρακτηριστικά: “Ο Τζακ Τζόνσον, πέρασε τη λευκή διαχωριστική γραμμή για τελευταία φορά.” Είκοσι χρόνια αργότερα, μια σχηματική εκδοχή της ιστορίας του ανέβηκε στο θέατρο και γυρίστηκε για το σινεμά, με κοινό πρωταγωνιστή τον Τζέιμς Ερλ Τζόουνς (11). Ο πιο ένθερμος φαν του έργου ήταν ένας νεαρός μαύρος μποξέρ, διάσημος για την αυτοπεποίθηση, την εξωστρέφεια, τις πυγμαχικές του ικανότητες και τα προβλήματά του με την αμερικάνικη πολιτεία. Τ’ όνομά του, Μοχάμεντ Άλι.
Ανακεφαλαίωση Ανακεφαλαίωση Όταν ο Τζακ Τζόνσον χτυπιόταν στα συνοικιακά γυμναστήρια για πενταροδεκάρες, κάθε μέρα φρόντιζε να γίνεται καλύτερος μποξέρ.
Μόλις έγινε πρωταθλητής, ολόκληρη η “ράτσα” του επιχείρησε να κρυφτεί πίσω απ’ αυτόν, να βαφτίσει την επιτυχία του συλλογική, μια συμβολικής αξίας, αλλά κενή νοήματος, νίκη επί ενός αβάσιμου, αλλά δυστυχώς επικρατούντος, στερεοτύπου. Ο Τζακ δεν ανέλαβε το ρόλο κι αρνήθηκε να γίνει το πρότυπο που κι η ιστορική ανάγκη ίσως, εκτός απ’ τους ομόφυλούς του, τον πίεζε να γίνει. Όταν έλεγε ότι ήταν ένας ελεύθερος άνθρωπος δεν εννοούσε μόνο απέναντι στους λευκούς, αλλά κι απέναντι στους μαύρους: “Δεν έχω βρει καλύτερο τρόπο να υπερβαίνω τις προκαταλήψεις” έλεγε, “απ’ το να συμπεριφέρομαι στους ανθρώπους σαν αυτές να μην υπήρξαν ποτέ.” Η διανόηση κι ο Τύπος της φυλής του τον αποκύρησσαν, όσο εκείνος επέμενε να ζει προκαλώντας τη λευκή κυριαρχία με την εξωστρεφή προσωπικότητά του, κυρίως όμως, με την αμοιβαία έλξη που μοιραζόταν με τις λευκές γυναίκες. Ήταν ο Τζόνσον, ολ’ αυτά που ο “λευκός” φοβόταν μήπως ο “μαύρος” ανακαλύψει πως δυνητικά διαθέτει. Κι όμως, δεν τα εξέφραζε με την απαιτούμενη, απ’ τη νεοσύστατη μαύρη αστική τάξη, σεμνότητα. Κοινώς, δεν ήταν ο ήρωας που έψαχναν. Έτσι όταν κυνηγήθηκε άδικα απ’ την πολιτεία, οι “δικοί του”, που δε διέθεταν βέβαια επιρροή, δεν τον στήριξαν. Παρ’ ότι εκείνη ειδικά τη φορά, ήταν ξεκάθαρα θέμα ράτσας. Ο πρωταθλητής γύρισε τον κόσμο κι αποφάσισε ότι το σπίτι του είναι εκεί που κάποιοι τον αγαπούν και κάποιοι άλλοι, αγαπούν να τον μισούν. Αυτοπροσδιοριζόταν ως “ελεύθερος αμερικάνος” και δεν άντεξε να ζει αποκλεισμένος απ’ την Αμερική. Στην ήττα του απ’ τον μέτριο πλην ανθεκτικό Γουίλαρντ, φάνηκε ουσιαστικά πως η εξορία είχε αρχίσει να τον “γονατίζει”. Απόδειξη πως όταν γύρισε πίσω ξανάνιωσε, ακόμα και στη φυλακή, όπου σύμφωνα με τα ημερολόγια των φρουρών έκανε ότι ήθελε, όποτε ήθελε και χωρίς να ζητά την άδεια κανενός. Ο Τζόνσον ήταν αγαπητός στον απλό κόσμο, αλλά σίγουρα δεν ήταν καλό παιδί κι ας προσπάθησε ν’ αποδείξει κάτι τέτοιο με μια βιαστική και στρογγυλεμένη αυτοβιογραφία το 1927. Ήταν η στιγμή αδυναμίας που δικαιούται ο καθένας, αφού δεν ήταν στις συνήθειές του ν’ απολογείται για όσα έκανε. Όσο για το θέμα της ράτσας, δεν ήταν τελείως ανύπαρκτο για ‘κείνον μιας και, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, θα μπορούσε να έχει “τελειώσει” τον κάθε αντίπαλο πολύ νωρίτερα, αν δεν ήταν πρωτ’ απ’ όλα επαγγελματίας και άψογος σόουμαν. Άφηνε τους γύρους να περνούν, ώστε τα λευκά ακροατήρια να μην απογοητεύονται, ούτε από τον εξευτελισμό των πυγμάχων τους ούτε απ’ τη μικρή διάρκεια του θεάματος κι έτσι έφερνε χρήματα στους διοργανωτές και στο πορτοφόλι του. Ενδεικτικό του αντίκτυπου που είχε η παρουσία του στις σχέσεις μποξ και κοινωνίας, είναι πως ο επόμενος μαύρος κέρδισε μια ευκαιρία να διεκδικήσει τον τίτλο, ήταν το 1937 ο Τζο Λούις. Η τακτική που του επέβαλλαν οι μάνατζέρ του, ήταν να συμπεριφέρεται ακριβώς αντίθετα απ’ ότι ο Τζόνσον, να είναι δηλαδή ο “καλός νέγρος” που λευκοί και μαύροι, μαζί, φαντασιώνονταν. Το κόλπο πέτυχε, αλλά κι οι εποχές φαίνεται ότι άλλαζαν σιγά σιγά, αφού το ψευδώνυμο που δόθηκε στον Λούις απ’ τον Τύπο ήταν το δυναμικό “Καφέ Βομβαρδιστής”, σε αντίθεση με το κρυπτουποτιμητικό “Παιχνιδιάρης Αιθίοπας”, που απέδωσαν στον Τζακ, μάλλον για να ελαχιστοποιήσουν το μέγεθος μιας πιθανής μυθοποίησης. Το μεγάλο λάθος του Τζόνσον, ίσως κρύβεται στην παραπάνω διάσημη φράση του. Όσο κι αν θεωρούσε ότι είναι υπεράνω χρωμάτων, το δικό του δεν έπαψε στιγμή να ορίζει τη σημασία της συμπεριφοράς του και τον τρόπο που αντιδρούσαν οι άλλοι σ’ αυτήν. Χωρίς το βαθύ σοκολατί του δέρματός του, δε θα ήταν στον ίδιο βαθμό ανεξάρτητος, υποτιμημένος, προκλητικός, επαναστάτης, αμφιλεγόμενος, απόκληρος, απειλητικός, θριαμβευτής, άφοβος. Το ότι επέμενε να μην κρύβεται πίσω απ’ αυτό στις αποτυχίες του, αλλά και να μην μοιράζεται με τους ομόχρωμους τις επιτυχίες του, ήταν ο θρίαμβος της εγωιστικής φύσης ενός ανθρώπου με μεγάλες αρετές και αντίστοιχα ελαττώματα, ενός αμετανόητου ατομιστή.
Σημειώσεις: (1) Reconstruction Era (1865-1877): Η εποχή μετά τον αμερικάνικο εμφύλιο, κατά την οποία οι νικητές προσπάθησαν με μια σειρά νομοθεσιών ή και διά της βίας, ν’ αλλάξουν τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα στον ηττημένο Νότο και να εγκαθιδρύσουν ένα κοινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο για όλη την ομοσπονδία. Διαιρεμένοι σε μετριοπαθείς και ριζοσπάστες, απέτυχαν, ανοίγοντας το δρόμο για ένα νέο χάσμα στις φυλετικές σχέσεις που διατηρήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960 και την εμφάνιση του Κινήματος για τα Δικαιώματα των Πολιτών (Civil Rights Movement). (2) Ο Μπερνς δεν ήταν ένθερμος ρατσιστής όπως οι προκάτοχοί του. Κράτησε όμως τη διαχωριστική γραμμή δηλώνοντας ότι θα παλέψει με τον Τζόνσον μόνο για ένα υπέρογκο χρηματικό ποσό που θεωρούσε ότι κανείς δε θα ρίσκαρε. Πολύ πριν οι μποξέρ αποκτήσουν επικοινωνιακή πολιτική, ο Τζόνσον τον ακολούθησε σ’ όλο τον κόσμο παρενοχλώντας τον και δηλώνοντας στον Τύπο, ότι ο Τόμι φοβάται. Ο Τύπος τσίμπησε και μαζί ένας αυστραλός διοργανωτής που έβαλε τα χρήματα κι ο αγώνας έγινε. (3) Απ’ τις ανταποκρίσεις του Τζακ Λόντον για τη New York Herald. Jack London, Ιστορίες του Μποξ (μτφ Ανδρέας Αποστολίδης), Αθήνα: ΑΓΡΑ, 2006 (4) Ένας διάσημος γιατρός της εποχής, ο Σάμουελ Αντόλφους (τυχαίο;) Καρτράιτ επινόησε δυο ασθένειες που εμφάνιζαν αποκλειστικά οι αφρο-αμερικάνοι. Η εγκεφαλική βλάβη που ονόμασε “Δραπετομανία” (Drapetomania) ήταν η (ανεξήγητη πραγματικά) τάση να ξεφύγουν απ’ τα δεσμά τους, ενώ η κινητική δυσχέρεια που βάφτισε “Αιθιοπική Δυσαισθησία” (Dysaesthesia Aethiopica) ήταν αυτή που τους έκανε τεμπέληδες κι άτρωτους στον πόνο του μαστιγώματος. (5) Ο όρος “Μεγάλη Λευκή Ελπίδα” αποδόθηκε σε όσους θεωρήθηκαν ικανοί να πάρουν πίσω τον τίτλο απ’ τον Τζακ Τζόνσον, αποκαθιστώντας την ανωτερότητα της λευκής φυλής. Ο Τζιμ Τζέφρυζ, ο μόνος άξιος δηλαδή ν’ αποκαλείται έτσι, δήλωσε ότι σε όποια στιγμή της καριέρας του κι αν αντιμετώπιζε τον Τζόνσον, θα έχανε πιθανότατα με τον ίδιο τρόπο. (6) Progressive Era (1890s-1920s): Η περίοδος μετά την Αναδόμηση και τη σταδιακή ανάκαμψη των φυλετικών διακρίσεων, όταν και προωθήθηκαν πολιτικές για την βελτίωση της ζωής του “νομοταγούς” πολίτη απ’ τις ανερχόμενες μεσαίες τάξεις, με αμφιλεγόμενες όμως, φυλετικά διαχωριστικές αποχρώσεις. (7) Οι διαφυλετικές ερωτικές σχέσεις δεν ήταν ανύπαρκτες, αλλά έμεναν κρυφές, ακόμα και σε πιο ανοιχτές κοινωνίες. Σε πολλές πολιτείες ο μικτός γάμος απαγορευόταν διά νόμου, αν και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για όσους το τολμούσαν ήταν το λιντσάρισμα από εξτρεμιστικές ρατσιστικές ομάδες. (8) Πολύ καιρό πριν απ’ τον Xzibit στο “Pimp my Ride”, ο Τζακ Τζόνσον έκανε μετατροπές στα πολυτελή σπορ αυτοκίνητα που διατηρούσε και μετά τα οδηγούσε στα όριά τους. Ένας θρύλος λέει πως όταν μια μέρα περνούσε με υπερβολική ταχύτητα από τα σύνορα μιας πολιτείας κι ένας τροχονόμος του έκοψε πρόστιμο $50, εκείνος του έδωσε $100 δηλώνοντας πως θα επιστρέψει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ως αυτοδίδακτος μηχανικός, πατεντάρισε μια μετατροπή σ’ ένα ειδικό κλειδί που χρησιμοποιούσε στις “μόντες” του. Τράκαρε επικίνδυνα 6 φορές, με την τελευταία (φεύγοντας έξαλλος από ενα εστιατόριο όπου του είχαν πει να καθίσει πίσω, στις θέσεις των μαύρων) να είναι κι η μοιραία. (9) Οι αρχές του 20ού αιώνα βρήκαν πολλές λευκές γυναίκες να δελεάζονται στην πορνεία. Αν κι ως υπαίτιοι, με βάση τα ρατσιστικά αντανακλαστικά, δαιμονοποιήθηκαν οι κινέζοι και το όπιό τους (οι μαύροι δεν έκρυβαν κάποιο αντίστοιχο μυστήριο), οι νταβατζήδες ήταν στις περισσότερες περιπτώσεις λευκοί. Ο Τζακ Τζόνσον έγινε το πρώτο θύμα του νόμου αυτού. Παρ’ ότι παντρεύτηκε την πρώτη υποψήφια μάρτυρα κατηγορίας, την ερωμένη του Λουσίλ Κάμερον, οι κατήγοροι βρήκαν μία άλλη, την Μπελ Σράιμπερ, που κατέθεσε εναντίον του και τον έκαψε. Έλαβε τη μάξιμουμ ποινή του 1 χρόνου και 1 μέρας. Το 2005 ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Τζον Μακέιν, ηγήθηκε μιας άκαρπης πρωτοβουλίας να δοθεί αναδρομικά χάρη στον Τζακ Τζόνσον απ’ τον πρόεδρο Μπους, τονίζοντας ότι διώχθηκε για το χρώμα και την ελεύθερη βούλησή του, κάτι που αποτελεί ντροπή για το αμερικάνικο έθνος. (10) Ο Γκρίφιθ χρησιμοποίησε το μοντάζ στην αφήγηση της δράσης με τρόπο που δεν το είχε κάνει κανείς μέχρι τότε, θέτοντας τις βάσεις για τον σύγχρονο ψυχαγωγικό κινηματογράφο. Με την επόμενη ταινία του, την επίσης ιστορική “Μισαλλοδοξία”, προσπάθησε να εξιλεωθεί για τον αρνητικό αντίκτυπο της “Γέννησης ενός Έθνους” στις ταραγμένες διαφυλετικές σχέσεις της εποχής του, κάτι που γενικά του αναγνωρίστηκε. (11) Το βραβευμένο με Πούλιτζερ και Τόνι “The Great White Hype” γράφτηκε απ’ τον Χάουαρντ Σάκλερ κι είναι “χαλαρά” βασισμένο στη ζωή του Τζακ Τζόνσον. Το αντίστοιχο φιλμ σκηνοθέτησε ο Μάρτιν Ριτ. Και στις δυο εκδοχές τον κεντρικό ρόλο ερμηνεύει ο Τζέιμς Ερλ Τζόουνς. Αν κι όλοι το εξέλαβαν ως μια καταγγελία των διακρίσεων κατά των μαύρων, ο Σάκλερ δήλωσε πως πέρα απ’ το προφανές θέμα του ρατσισμού, εκείνος σκόπευε να ρίξει φως στον αγώνα ενός άνδρα απέναντι στον κόσμο γύρω του. Βιβλία: • Jack Johnson: In The Ring And Out, Jack Johnson • My Life and Battles, Jack Johnson, Christopher Rivers (Editor, Translator) • Unforgivable Blackness: The Rise and Fall of Jack Johnson, Geoffrey C. Ward • Papa Jack: Jack Johnson And The Era Of White Hopes, Randy Roberts • The Great White Hopes: The Quest to Defeat Jack Johnson, Graeme Kent • Jack Johnson vs. James Jeffries: The Prize Fight of the Century - Reno, Nevada, July 4, 1910, Robert Greenwood • The Fight of the Century: Jack Johnson, Joe Louis, and the Struggle for Racial Equality, Thomas R. Hietala Οπτικοακουστικά: • Unforgivable Blackness: The Rise and Fall of Jack Johnson (PBS 2004), Ken Burns (www.pbs.org/ unforgivableblackness) • Jack Johnson: Τhe Big Fights (1970), William Cayton • The Great White Hope (1970), Martin Ritt • A Tribute to Jack Johnson (1971, Reissued 2005), Miles Davis
Abstract: This article by Loukas Tsouknidas is a subjective look at Jack Johnson’s story, his rise to the first world heavyweight championship won by a black man, his fall from the throne and his struggles, living as an individualist.
Μαρία Δόγια
Μια Κοινωνιολογική Προσέγγιση “Στο πεδίο της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας, της γλωσσολογίας ή της ιστορίας, το ανθρώπινο στοιχείο δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε έναν επιστημονικό κανόνα. Πάντα υπάρχει ένα υπόλειμμα μοναδικότητας το οποίο δε χωρά στις αφαιρέσεις και γενικεύσεις όπου θα ήθελε να το κλείσει ο επιστήμονας” (1). (Chiari J.1975, σ. 169)
Το “Σπιρτόκουτο” αποτελεί μια ιδιάζουσα περίπτωση καλλιτεχνικής δημιουργίας για την ελληνική φιλμογραφία κι εν προκειμένω, για τη θεατρική μεταφορά και απόδοσή του. Ο κυνισμός, ο άκρατος ρεαλισμός κι η λεκτική και συμβολική βία, στοιχεία διάχυτα στην εικόνα και το λόγο, το κατατάσσουν στην κατηγορία “στα-μούτρα θέατρο” (2), προβάλλοντας μια αποστασιοποίηση απ’ την ελληνική ηθικοπλαστική κοινωνία και τους κοινώς αποδεκτούς γλωσσικούς κανόνες του νεωτερικού (3) δυτικού πολιτισμού. Η λογική που διατρέχει τόσο την κινηματογραφική, όσο και τη θεατρική του εκδοχή είναι βαθιά πολιτική, συνεπώς ιδεολογική. Αυτό ήδη διαφαίνεται από τον τίτλο του έργου που συνιστά αλληγορία και προσδίδει στην παράσταση συμβολικό χαρακτήρα. Το έργο “Σπιρτόκουτο” είναι μια μικρογραφία της μικροαστικής τάξης: η αναπαράστασή της μέσα από το αντικείμενο σπιρτόκουτο, τονίζει την υλικότητά της, οριοθετώντας τη σε σχέση με τις υπόλοιπες κοινωνικές τάξεις με βάση τα διακριτά της χαρακτηριστικά και τις συγκεκριμένες κοινωνικές λειτουργίες της, θέτοντας όρια στα υποκείμενα-μέλη της. Πιο συγκεκριμένα, το έργο μας εισάγει στο εσωτερικό μιας οικογένειας η οποία διαμένει στον Κορυδαλλό, εστιάζοντας τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της οικογένειας όσο και στο ιδεολογικό υπόβαθρο της ελληνικής μικροαστικής τάξης στην οποία ανήκει η οικογένεια. Υπό αυτή την έννοια, το “Σπιρτόκουτο” μπορεί να θεωρηθεί ιδεότυπος (4) της τάξης αυτής και της μικροαστικής οικογένειας εν γένει. Ως ιδεότυπος δεν ταυτίζεται με ολόκληρη τη μικροαστική τάξη. Κάτι τέτοιο θα ήταν άτοπο και υπερβολικά παρακινδυνευμένο, εφόσον καμία κοινωνική τάξη δεν είναι ομοιογενής στο εσωτερικό της, αλλά υπόκειται σε διαβαθμίσεις και διαφοροποιήσεις. Η μικροαστική τάξη παρουσιάζεται μέσα από τον υπερτονισμό ορισμένων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της, τα οποία γίνονται εμφανή στην παράσταση, απ’ την έμφαση στο στοιχείο της υπερβολής, την ειρωνεία, τη σάτιρα και το φλεγματικό χιούμορ που κυριαρχεί φανερά ή με συγκαλυμμένο τρόπο στο λόγο των χαρακτήρων της. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Δημήτρης, ένας πενηντάρης μικροαστός, ιδιοκτήτης καφετέριας στον Κορυδαλλό και οικογενειάρχης, ενσαρκώνει τις φιλοδοξίες και τις προσδοκίες του μέσου νεοέλληνα για ατομική οικονομική ευημερία και κοινωνική ανέλιξη, ενώ ταυτόχρονα ταυτίζεται με το πρότυπο του παραδοσιακού συζύγου και
αρχηγού της οικογένειας. Η αντίφαση αυτή απορρέει από τη συνύπαρξη του νεωτερικού προτάγματος της καπιταλιστικής κοινωνίας, η οποία αποθεώνει τον ατομικισμό κι ανάγει το χρήμα σε υπέρτατη αξία, με τις παραδοσιακές δομές που εξακολουθούν να υφίστανται στην ελληνική κοινωνία. Αυτές, συντηρούν το μοντέλο της πατριαρχικής οικογένειας στην οποία το κεντρικό πρόσωπο, αρχηγός και φορέας της εξουσίας, είναι ο πατέρας. Ο μικροαστός ήρωας του “Σπιρτόκουτου” προσπαθεί να πετύχει την κοινωνική αναγνώριση και καταξίωσή του μέσα από την εργασία και τη συσσώρευση οικονομικού κεφαλαίου, ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής. Ταυτόχρονα όμως δε μπορεί να απεγκλωβιστεί από τη μικροαστική κουλτούρα και τα στερεότυπα περί ανδρικής κυριαρχίας και αυθεντίας (5). Η κοινωνική ανέλιξη της μικροαστικής τάξης συντελείται σε οικονομικό επίπεδο χωρίς να υπάρχει αντίστοιχη άνοδος σε μορφωτικό επίπεδο. Ο υβριστικός λόγος που εκφέρεται τόσο από τον Δημήτρη όσο και από τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας, συνιστά ένα παιχνίδι επιβολής στο οποίο αυτός που τελικά υπερισχύει έναντι των υπολοίπων αναλαμβάνοντας την εξουσία, δεν είναι εκείνος που εκφέρει το βέλτιστο επιχείρημα όπως αυτό ορίζεται από τη διαλογική διαδικασία (6), αλλά εκείνος που επιβάλλεται με τη δύναμή του. Ο ωμός λόγος προβάλλει τη βία ως μέσο για την εξασφάλιση συναίνεσης στις διαπροσωπικές σχέσεις και αντιπαραβάλλεται με την προσπάθεια αύξησης του κοινωνικού γοήτρου της μικροαστικής τάξης. Η επικοινωνιακή ανεπάρκεια κι η αδυναμία αποτίναξης του αυταρχικού μοντέλου συμπεριφοράς, έγκειται στην έλλειψη πολιτισμικού και μορφωτικού κεφαλαίου (7). Η έλλειψη αυτή, που γίνεται αντιληπτή μέσα από τη χρήση ενός περιορισμένου λεξιλογίου και τις συνεχείς επαναλήψεις ύβρεων, δηλώνει τη δυσκολία να αρθρωθεί συγκροτημένος λόγος και δεν ευνοεί την ανάπτυξη των πνευματικών και ηθικών καταστάσεων που απαιτούνται από τις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες. Αυτό καθίσταται εμφανές στο λόγο, μέσα από ρατσιστικές αναφορές για συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα, τους αλβανούς κι από χαρακτηρισμούς που διατυπώνονται για το γυναικείο φύλο. Ειδικά όσον αφορά τις γυναίκες, παρουσιάζονται είτε σαν αντικείμενα ηδονής που έχουν χρέος να ικανοποιήσουν τις σεξουαλικές ανάγκες των ανδρών, είτε ως νοικοκυρές οι οποίες επωμίζονται τις εργασίες του σπιτιού και φέρουν το ρόλο της μητέρας και της υπεύθυνης για την περιποίηση των άρρωστων μελών της οικογένειας, είτε ως υποκείμενα που το μοναδικό τους ενδιαφέρον είναι η εξωτερική τους εμφάνιση και η αποκατάστασή τους μέσα από το γάμο. Η γυναίκα ως ολοκληρωμένη προσωπικότητα που ξεφεύγει από το χώρο του ιδιωτικού και δραστηριοποιείται εκτός αυτού δεν υπάρχει στη μικροαστική τάξη, εφόσον ο δημόσιος χώρος παρουσιάζεται ως αποκλειστικό προνόμιο των ανδρών. Η συνύπαρξη δύο διαφορετικών ηλικιακών ομάδων στο “Σπιρτόκουτο”, σκιαγραφεί δύο διαφορετικές γενιές μικροαστών, τους γονείς και τα παιδιά κι επισημαίνει τόσο τις διαφορές σε επίπεδο κουλτούρας, αξιών και νοοτροπίας, ανάμεσα στην παλιά και στη νεότερη, όσο και τις επιμέρους μεταλλάξεις στην εικόνα και το ρόλο των δύο φύλων. Η οικογένεια και η εργασία ως αξίες, κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην παλιά γενιά των μικροαστών, η νοοτροπία της οποίας παραμένει άκρως συντηρητική ενώ η κοινωνική πραγματικότητα προσλαμβάνεται μέσα από στερεοτυπικά σχήματα. Η νέα γενιά φαίνεται να απαξιώνει τη σημασία της εργασίας και να στρέφεται στις υλικές και σωματικές απολαύσεις, αποθεώνοντας τον αμοραλισμό, τον ατομικισμό, το ναρκισσισμό και γενικότερα το “βόλεμα”. Η εικόνα του Λουκά (γιος) που αυνανίζεται μπροστά στον καθρέφτη, αναπαριστά τον απόλυτο έρωτα του ατόμου για τον εαυτό του, ενώ η εικόνα της Κικής (κόρη) που συνομιλεί στο τηλέφωνο με τη φίλη της βρίζοντάς τη, ακυρώνει την έννοια της φιλίας ως αξία κι επιβεβαιώνει την επικράτηση του ανταγωνισμού στις διαπροσωπικές σχέσεις.
Η διακωμώδηση του συμβιβασμένου μικροαστού, έρχεται μέσα από τη σύγκρουση των μελών της οικογένειας, την αποδόμηση του πατριαρχικού μοντέλου και την ολική ανατροπή της εύθραυστης ισορροπίας των σχέσεων. Η Μαρία (μητέρα) αμφισβητεί την ανδρική κυριαρχία του Δημήτρη (πατέρας) και καταγγέλλει την υποκρισία μιας σχέσης κατ’ ουσία νεκρής. Η πρόσβαση στην εκφορά υβριστικού λόγου, ο οποίος θεωρείται παραδοσιακά ανδρικό προνόμιο, απ’ τη Μαρία, λειτουργεί απελευθερωτικά κι υπερβαίνει τις κοινωνικές συμβάσεις και τα όρια μεταξύ επιτρεπτού και απαγορευμένου. Η διάλυση της “αγίας οικογένειας” έρχεται μέσα από το ξεγύμνωμα της Μαρίας μπροστά στον Δημήτρη, που συμβολίζει την απογύμνωση της οικογένειας, κι αποκαλύπτει το σαθρό συνεκτικό ιστό που μέχρι πρότινος ένωνε τα μέλη της και τη γενικευμένη ηθική της παρακμή. Ολοκληρώνεται δε, με την ακύρωση της πατρότητας, όταν η Μαρία αποκαλύπτει στον Δημήτρη ότι η Κική δεν είναι δικό του παιδί. Στο “Σπιρτόκουτο” η αλήθεια εναλλάσσεται με το ψέμα κι η ρήξη των οικογενειακών δεσμών είναι ολοκληρωτική. Η Μαρία, ο Λουκάς και η Κική απορρίπτουν τον Δημήτρη ως πρόσωπο κι ως ρόλο και τίποτα πλέον δε μπορεί να διασφαλίσει την ενότητα και τη συνέχεια των πραγμάτων. Ο μικροαστός που στο τέλος αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες και τον καριερισμό του, μην τολμώντας να αναλάβει το ρίσκο για μια νέα επιχείρηση που θα μπορούσε να του προσφέρει την πολυπόθητη κοινωνική άνοδο και προτιμώντας να παραμείνει βολεμένος, εμφανίζεται ως το θύμα των κοινωνικών καταστάσεων που ποτέ δε θα μπορέσει να κάνει την ουσιαστική υπέρβαση. Η φυγή του Δημήτρη στο τέλος, όταν έχει διαφανεί η υποκρισία κι έχουν βγει στην επιφάνεια τα αληθινά συναισθήματα, παραμένει φυγή σε φαντασιακό επίπεδο μέσα από το παραλήρημα και το ξέσπασμά του. Ακόμη κι όταν φτάνει σε οριακό σημείο, δε μπορεί να διαλύσει αυτό που ούτως ή άλλως δεν υφίσταται ουσιαστικά, στο οποίο ωστόσο έχει στηρίξει εξ ολοκλήρου την ύπαρξή του. Η εικόνα του ηττοπαθούς, αδύναμου μικροαστού προκαλεί τον οίκτο όσων αρέσκονται στο να κοιτάζουν τις ζωές των άλλων αφ’ υψηλού, αντλώντας ηδονή, προσπαθώντας να επιβεβαιώσουν εν τέλει ότι εκείνοι δεν ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, αρνούμενοι σε κάθε περίπτωση να προχωρήσουν στην αυτοκριτική και να αποδεχτούν τις δικές τους αδυναμίες. Η κριτική στη μικροαστική τάξη μέσα από την παρουσίαση των σχέσεων ως εμπόλεμη κατάσταση, επιβεβαιώνει την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της οικογένειας και των κοινωνικών αξιών εν γένει που τείνουν να παρουσιάζονται ως κάτι το δεδομένο και το αδιαπραγμάτευτο. Το “Σπιρτόκουτο” αποσκοπεί στο να καταδείξει την κοινωνική υποκρισία κι αποτελεί κατ’ ουσία ένα αίτημα γι’ απόλυτη ειλικρίνεια στις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται την οριστική ρήξη τους. Ο θεατής εισερχόμενος στο κλειστοφοβικό, ασφυκτικό περιβάλλον της παράστασης, βιώνει το άγχος και την απόγνωση των εγκλωβισμένων υποκειμένων στο μικρόκοσμό τους καθώς αφηγούνται το προσωπικό τους δράμα. Η φράση του Δημήτρη “Αφού ειν’ έτσι..., γιατί δεν το χαλάγαμε τόσα χρόνια;”, αποτελεί το ιδεολογικό διακύβευμα για το τι θα επιλέξει ο καθένας. Ο θεατής καλείται να εισέλθει σε μια διαδικασία ενδοσκόπησης, απολογισμού κι αυτοκριτικής, έχοντας δύο επιλογές: την ανώδυνη λύση να συμβιβαστεί με το ψέμα ή την επίπονη διαδικασία να ομολογήσει στον εαυτό του αν πραγματικά είναι ευτυχισμένος με τις επιλογές του κι αν οι διαπροσωπικές του σχέσεις στηρίζονται στην απόλυτη ειλικρίνεια, αναλαμβάνοντας έτσι τις ευθύνες του και προχωρώντας σε ριζικές αλλαγές ξεκινώντας από τον ίδιο. Ανεξάρτητα από την τελική του επιλογή, το κατά βάση ψυχαναλυτικό έρεισμα του “Σπιρτόκουτου” έρχεται να επιβεβαιώσει τη γνωστή ρήση του Jean-Paul Sartre, “Η κόλασή μας είναι οι άλλοι” και να συμπληρώσει ότι ενίοτε κι ο ίδιος μας ο εαυτός.
Επεξηγηματικές Αναφορές και Βιβλιογραφικές Παραπομπές (1) Το παράθεμα του J.Chiari (Twentieth Century French Thought: From Bergson to Levi-Strauss, London: Elek, 1975, s.169) έχει αντληθεί από το βιβλίο του: Plummer Ken, Τεκμήρια Ζωής, Αθήνα: Gutenberg, 2000, σ. 15. (2) Ο όρος “στα-μούτρα θέατρο”, μετάφραση του αγγλικού “In-Yer-Face-Theatre”, χρησιμοποιείται στην παρούσα ανάλυση για να υποδηλώσει την άμεση αναπαράσταση σκηνών βίας, με τη διαφορά ότι στο “Σπιρτόκουτο” η βία γίνεται αντιληπτή σε ένα καθαρά συμβολικό επίπεδο μέσα από τον εκφερόμενο λόγο των υποκειμένων. Η απουσία παραστατικών σκηνών βίας μέσα από εικόνες και πράξεις, δε μετριάζει τον πολεμικό χαρακτήρα της παράστασης. Αντιθέτως, ο διάχυτος, ακραιφνώς βίαιος λόγος, όπως αυτός συγκροτείται μέσα από τις αφηγηματικές τεχνικές (ένταση, συνεχής ροή του λόγου, χειρονομίες, επαναλήψεις, παραλήρημα, υστερία) και το γλωσσικό περιεχόμενο (ύβρεις, απουσία στοιχειωδών γλωσσικών κανόνων διαλόγου) υποδηλώνει το συμβολικό πέρασμα από τον πολιτισμό σε μια κατάσταση βαρβαρότητας, την οποία ο νεωτερικός δυτικός πολιτισμός συγκαλύπτει με την πρόφαση της κοινωνικής συναίνεσης και της τυπικής κι όχι ουσιαστικής ισορροπίας. Η πρωτοκαθεδρία της βίας μέσα από λεκτικές εικόνες μετατρέπει τον θεατρικό λόγο σε πολιτική διαμαρτυρία. Αποκαλύπτει τις δυσλειτουργίες και τα αδιέξοδα των διαπροσωπικών σχέσεων, την αποξένωση και την αλλοτρίωση των νεωτερικών υποκειμένων και τη στρεβλή επικοινωνία, η οποία αρθρώνεται ως ελλειμματικός λόγος που στηρίζεται σε υπονοούμενα κι όχι στην εκφορά της αλήθειας του καθενός υποκειμένου, συντηρώντας ένα καθεστώς υποκρισίας. Ο υβριστικός λόγος καταγγέλλει την υποκρισία της ελληνικής ηθικοπλαστικής κοινωνίας και την κατ’ επίφαση ηθική συνοχή σε αξιακό και επικοινωνιακό επίπεδο ενός θεσμού, ο οποίος λειτουργεί ακόμη και σήμερα βασιζόμενος στο παραδοσιακό πρότυπο της αντρικής κυριαρχίας, επικαλούμενος σε μεγάλο βαθμό την πατρική εξουσία μέσα στο θεσμό της οικογένειας. Το θέατρο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, λειτουργεί ως μικρογραφία και καθρέφτης του κοινωνικού αντίστοιχου. Εν τέλει, μέσα από το “Σπιρτόκουτο” καταδεικνύεται μια κατάσταση γενικευμένου πολέμου στο χώρο της κοινωνίας. (για περισσότερα στοιχεία, βλ. http://www.inyerface-theatre.com/what.html και http://en.wikipedia. org/wiki/In-yer-face_theatre). (3) Ιστορικά, αν σκεφτούμε ποιο ήταν το γεγονός εκείνο που επέφερε τις σημαντικότερες αλλαγές στην ανθρώπινη σκέψη και στο χώρο των επιστημών, τότε αναντίρρητα, υποδεικνύουμε το Διαφωτισμό ως την περίοδο που ευθύνεται για την εγκαθίδρυση των συστημάτων (γνώσης, εξουσίας, ηθικής) που χαρακτηρίζουν τη νεωτερική εποχή. Ορμώμενοι από τον ορισμό που δίνει για το Διαφωτισμό ο γερμανός φιλόσοφος Immanuel Kant, ότι «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος», αναγνωρίζουμε τις αλλαγές που εντοπίζονται κυρίως σε επίπεδο λόγου και κατά συνέπεια σε επίπεδο κοινωνικής πρακτικής και δράσης. Mιλάμε πλέον για ένα λόγο πολύπλοκο, ο οποίος εμπεριέχει το διαφωτιστικό πρόταγμα, όπως αυτό διατυπώθηκε στη φιλοσοφική σκέψη των στοχαστών της εποχής εκείνης. Ο λόγος αυτός προσλαμβάνει κριτική διάσταση και διαχωρίζει την αλήθεια από τη γνώση, διαφοροποιείται σε δημόσιο και ιδιωτικό ανάλογα με το χώρο στον οποίο εκφέρεται και υποβάλλει κάθε τι σε έλεγχο, αναζητώντας μορφές ορθολογικότητας. (πιο αναλυτικά, βλ. Foucault Michel, Τι είναι Διαφωτισμός; (εισαγωγή -μτφρ.) Σ. Ροζάνης, Αθήνα: Έρασμος, 1988, σ. 11, 21-22, 36, 40-41 και Immanuel Kant, Δοκίμια, μτφρ. Ε. Π. Παπανούτσος, Αθήνα: Δωδώνη, 1971, σ. 42). (4) Ο “ιδεότυπος” είναι όρος τον οποίο εισήγαγε ο γερμανός Κοινωνιολόγος Max Weber. Πρόκειται για μία πνευματική κατασκευή που προκύπτει από τον τονισμό ή την υπερβολή επιμέρους στοιχείων, η σύνθεση των οποίων προσδίδει ομοιογένεια κι εσωτερική ενότητα σε ένα κοινωνικό φαινόμενο ή σε μία κοινωνική δράση. Αυτό όμως δε συνεπάγεται πλήρη ταύτιση των φαινομένων όπως αυτά παρατηρούνται στην πραγματικότητα με τον ιδεότυπό τους. Ο ιδεότυπος είναι ένα μεθοδολογικό εργαλείο που επιτρέπει τη σύγκριση ή και τη διερεύνηση των φαινομένων αυτών με πραγματικές καταστάσεις. βλ. N.S. Timasheff, G.A. Theodorson, Ιστορία Κοινωνιολογικών Θεωριών (μτφρ. Δ. Τσαούσης), Αθήνα: Gutenberg, 1997, σ.262-263. (5) Η ανδρική κυριαρχία εκφράζεται μέσα από λόγους και πρακτικές που ενδυναμώνουν την υπεροχή των ανδρών στο κοινωνικό πεδίο, καθιστώντας τη γυναίκα υποδεέστερη και κυριαρχούμενη. Αυτό επισφραγίζεται με τον αποκλεισμό της από το δημόσιο πεδίο και με τον περιορισμό της στο χώρο του ιδιωτικού, στον οποίο αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει τους παραδοσιακούς ρόλους της μητέρας και της νοικοκυράς. Η βιολογική διαφορά των δύο φύλων παγιώνεται ως ανισότητα στο κοινωνικό πεδίο και συγκροτεί σχέσεις κυρίαρχων (ανδρών) και κυριαρχούμενων (γυναικών). βλ. Pierre Bourdieu, Η Ανδρική Κυριαρχία (επιμ. Ν. Παναγιωτόπουλος), Αθήνα: Στάχυ, 1999, σ. 15-37. (6) Ο διάλογος είναι μία απαιτητική και ανώτερη μορφή επικοινωνίας, η οποία προϋποθέτει την αποδοχή ορισμένων κανόνων και αξιών, όπως είναι η ορθή χρήση του λόγου, η ύπαρξη ενός γενικού κανόνα που θα μεσολαβεί στην επικοινωνία των ατόμων για να επιτευχθεί το δέον, δηλαδή η συνεννόηση κι ο σεβασμός των επιμέρους υποκειμένων που συμμετέχουν στη διαλογική διαδικασία. βλ. Jurgen Habermas, H ηθική της επικοινωνίας. Ηθική του διαλόγου –Σημειώσεις για ένα πρόγραμμα θεμελίωσης (μτφρ. - εισ. Κ. Καβουλάκος ), Αθήνα: Εναλλακτικές εκδόσεις, 1997. (7) Το “πολιτισμικό κεφάλαιο” υποδηλώνει τη μεταβίβαση γνώσεων και αξιών από το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον και τη συσσώρευση εμπειριών που μετατρέπονται σε έξεις, δηλαδή εσωτερικεύονται και σωματοποιούνται από το άτομο που τις οικειοποιείται. Το πολιτισμικό κεφάλαιο αποτελεί μέρος της κουλτούρας του ατόμου. Πιο αναλυτικά, βλ. Pierre Bourdieu, Η Διάκριση. Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης (μτφρ. Κ. Καψαμπέλη), Αθήνα: Πατάκης, 2002.
Abstract: Maria Doyia examines, in a sociological manner, the socioeconomical themes and explorations brought up by the theatrical play “Matchbox”, which is a greek example of “in-yer-facetheatre” based on a much controversial film by Vasilis Economides.
1 Λέξη Όσο 1000 Εικόνες Γιώργος Πασχαλίδης
Όσο και να ψάξεις το θησαυρό της νεοελληνικής γλώσσας, δε θα βρεις πιο πολυδιάστατο λήμμα απ’ τη λέξη “πουτάνα”. Εισήλθε στη γλώσσα μας μέσω ιταλικής γειτνίασης ή/και κατοχής (παρουσίας για τους πολιτικά ορθούς), αλλά κι απ’ το (ούτως ή άλλως διεθνές) υβρεολόγιο των ηρωικών, αν και αθυρόστομων, ελλήνων ναυτικών. Ενσωματώθηκε αβίαστα ως κανονικότατο κλιτό ουσιαστικό και πλούτισε το λεξιλόγιό μας με ένα ακόμα σημαίνον και πολλά σημαινόμενα. Όλοι γνωρίζουμε ότι η λέξη πουτάνα αποτελεί τη συνηθέστερη νεοελληνική βρισιά, μετά τον πολύπαθο μαλάκα. Σε απλή κλητική πτώση (“πουτάνα!”) αλλά και σε φράσεις όπως “α! την πουτάνα!”, “γαμώ την πουτάνα μου!”, “πουτάνα φυματίωση!” και “πουτάνα θάλασσα που σε γαμούν τα ψάρια!”, η θρυλική αυτή βλαστήμια χαϊδεύει τ’ αυτιά μας επί καθημερινής βάσης. Αποτελεί επίσης, συνθετικό για πολλές ευφάνταστες εκφράσεις της πιάτσας όπως πουτανόπαιδο, πουτανόσπερμα, πουτανογέννημα, όλα συνώνυμα της περιφραστικής ύβρεως πουτάνας γιε (ή κόρη), ενώ συχνά απαντώνται και τα υποκοριστικά πουτανάκι ή πουτανίτσα. Η μοναδική πρωτοτυπία ωστόσο της λέξης πουτάνα, έγκειται στο πλήθος των ερμηνειών που επιδέχεται, όταν χρησιμοποιείται αναφορικά. Όποτε ο νεοέλληνας, ειδικότερα ο αρσενικός, χαρακτηρίζει μια γυναίκα πουτάνα μπορεί να εννοεί πρακτικά οτιδήποτε. Εδώ να σημειωθεί ότι αν την αποκαλέσει πουτάνα σε κλητική πτώση, η πολυσημία ελαχιστοποιείται σε αμφισημία: είτε (σπανίως) το λέει χαϊδευτικά, είτε για πλάκα (κατ’ αναλογία με το μαλάκα που προαναφέραμε), είτε τη βρίζει στυγνά. Αν όμως η λέξη χρησιμοποιηθεί ως προσδιορισμός, πχ. “η Κούλα είναι πουτάνα”, τότε μόνο τα συμφραζόμενα μπορούν να οδηγήσουν το συνομιλητή σε ασφαλές συμπέρασμα. Η πρόταση ως έχει, επιδέχεται δεκάδες ερμηνειών, εκ των οποίων οι μισές αλληλοσυγκρουόμενες. Και πόσα διαφορετικά συναισθήματα μπορεί να κρύβει. Ων ουκ έστιν αριθμός, φίλοι μου. Πιο συγκεκριμένα λοιπόν, η λέξη πουτάνα ενδέχεται να σημαίνει:
1) Επαγγελματίας ιερόδουλη, πόρνη.
πχ: Ποια Λάουρα ρε, αυτή είναι πουτάνα στη Φυλής, την έχω πηδήξει. Χωρίς ιδιαίτερη χροιά, δηλώνει απλώς επάγγελμα. Ο αντίστοιχος αρσενικός όρος, ο πόρνος, χρησιμοποιείται σπάνια κι η έννοια συνήθως εκφράζεται περιφραστικά και ψιθυριστά (ο Τάσος πηδιέται για φράγκα, στήνει κώλο σε ανώμαλους)· προσέξατε πώς εδώ η κοινωνική κατακραυγή μεταφέρεται σ’ αυτόν που πληρώνει, ε;
2) Επιδέξια στο κρεβάτι.
πχ: Και που λες, γδυνόμαστε και μου αρχίζει κάτι κόλπα η πουτάνα... Εκφέρεται με δέος, γλυκιά νοσταλγία, μια υποψία τρόμου (όσο και να φαντασιώνεσαι το ακραίο, άμα το βρεις μπροστά σου κάπου αγριεύεσαι) και προεόρτια στύσης. Μια γυναίκα που θα ’θελε να περιγράψει αντίστοιχη εμπειρία μ’ έναν άντρα, συνήθως δε χρησιμοποιεί προσδιορισμό, αλλά επιφωνήματα. Κι εκατοστά.
3) Άπιστη γυναίκα, μοιχαλίδα.
πχ. Ο κακομοίρης δουλεύει μέρα νύχτα κι η πουτάνα η γυναίκα του πηδιέται με τον υδραυλικό. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι ο ομιλητής συμπάσχει με τον παθόντα κερατά. Η κολλητή της, φερ’ ειπείν, θα ξεκινούσε τη διατύπωση με το: “ο μαλάκας ο άντρας της δεν πατάει σπίτι μέρα νύχτα…” Ο μοιχός πάλι, αποκαλείται συνήθως μπερμπάντης, περισσότερο χαϊδευτικά παρά επιτιμητικά.
4) Ελκυστική γυναίκα (ειδικά αν φοράει οτιδήποτε λιγότερο ανδροπρεπές από χλαίνη, παραλλαγή και άρβυλα). πχ: – Ε μαλάκα , την έκοψες την γκομενίτσα που πέρασε με το μίνι; – Ναι, την πουτάνα! Και πάλι συγχέονται η επιδοκιμασία με την αποδοκιμασία και φυσικά την έλξη. Τελικά, οι μεσογειακοί λαοί είναι πολύ πουριτανοί .
5) Γυναίκα με έντονη σεξουαλική ζωή (κυρίως με διαφορετικούς εραστές).
πχ: Η πουτάνα η Ευλαμπία έχει ξεπετάξει ολόκληρο τον Κολωνό. Ο αρσενικός ομιλητής εξανίσταται ελαφρώς με το ότι η Ευλαμπία πηγαίνει με πολλούς αντί για έναν, βαρέως που δεν είναι αυτός ο ένας κι αβάσταχτα αν ειδικά σ’ αυτόν δεν κάθεται (βλέπε ερμηνεία Νο6). Αν πάλι πρόκειται για γυναίκα, φουρκίζεται που δεν έχει ξεπετάξει η ίδια ολόκληρο τον Κολωνό. Τα αρσενικά αντίστοιχα γαμίκουλας, πηδηχταράς είναι προφανώς κοσμητικά, ενώ το σαβουρογάμης δηλώνει έλλειψη επιλεκτικότητας. Για την Ευλαμπία δεν υπάρχουν τέτοιες αποχρώσεις.
6) Γυναίκα που δεν κάθεται στον ομιλητή.
πχ: Της την έπεσα κι η πουτάνα μού ’ριξε χυλόπιτα. Εδώ δε μας απασχολούν τα λοιπά της κατορθώματα. Μα να μην κάτσει σ’ ΑΥΤΟΝ; Αρσενικό αντίστοιχο, ο γνωστός και μη εξαιρετέος μαλάκας.
7) Λεσβία.
πχ: – Τα ’μαθες; Η Τασία κάνει πλακομούνια με τη Σούλα! – Α, τις πουτάνες! Για ανεξιχνίαστους λόγους, ταυτίζονται δύο αντικρουόμενες έννοιες. Το μόνο κοινό είναι το ότι πρόκειται για πράγματα “ανεπίτρεπτα”, αν κι εδώ κρύβεται και μια λανθάνουσα λαγνεία, αφού η συνηθέστερη φαντασίωση του νεοέλληνα είναι να πηδήξει δυο γκόμενες ταυτόχρονα. Σε βαγόνι τρένου. Το αντίστοιχο αρσενικό είναι ο πούστης κι αυτό είναι, επιτέλους, λογικό.
8) Γυναίκα έξυπνη κι αποτελεσματική (κατηγορία με υποπεριπτώσεις). α) Που δεν πιάνεται εύκολα κορόιδο. πχ: Μην προσπαθήσεις να της φας λεφτά. Στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε. Όπως θα λέγαμε ότι ένας άντρας είναι μάγκας ή ξύπνιος.
β) Μπασμένη στα κόλπα (συνήθως ψιλοπαράνομα). πχ: Είσαι 24ο εξάμηνο και θες πάσο; Τράβα βρες τη Μαρία, είναι πουτάνα σ’ αυτά. Η φράση κατ’ εξαίρεση χρησιμοποιείται καμιά φορά και για άντρες. Έχει συνώνυμα τα: μανούλα, μαφία, μάρκα.
γ) Επινοητική. πχ: Μα καλά, πού το σκέφτηκε η πουτάνα; Εκφράζει απορία, θαυμασμό και ζήλια. Για άλλη μια φορά, ο πούστης είναι ο αντίστοιχος χαρακτηρισμός για αγοράκια.
9) Κακή ψυχή, γυναίκα υστερόβουλη και ψεύτρα.
πχ. Μην την εμπιστεύεσαι, είναι μεγάλη πουτάνα. Η κλασσικότερη ατάκα, σύμφωνη με την πεποίθηση ότι η πουτάνα ενσαρκώνει όλα τα αρνητικά της γυναικείας φύσης. Με την ίδια λογική, ο πούστης που λέγαμε είναι το κατακάθι της αντρικής, εξ ου και οι θρυλικές φράσεις “πουτάνα ζωή”, “πούστη Δία”. Αυτές είναι λίγες μόνο από τις πιθανές ερμηνείες κι ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Να σημειώσουμε εδώ, ότι αν τα περισσότερα παραδείγματα που φέραμε δηλώνουν αρσενικό ομιλητή, αυτό δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι οι γυναίκες είναι πιο επιεικείς με τις ομόφυλές τους. Για την ακρίβεια, είναι χειρότερες. Εν αντιθέσει με τους άντρες, σχεδόν ποτέ δεν αναφέρουν τη λέξη πουτάνα για καλό. Εννοούν το χειρότερο και το εκφράζουν με λιγότερο δέος (για τους περισσότερους άντρες οι γυναίκες είναι ένα άλυτο μυστήριο μέχρι τα βαθιά τους και ξεκουτιασμένα γεράματα), με περισσότερη ζήλια (“γιατί αυτή κι όχι εγώ”, ένα παράπονο που ποτέ δεν ξεστομίζεται), αλλά πάντα με την ίδια χολή. Αν πρέπει να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα απ’ αυτό το γλωσσολογικό χάος, θα αρκεστούμε στα εξής: Πρώτον, ότι η λέξη πουτάνα είναι ίσως το πολυτιμότερο δάνειο της ελληνικής γλώσσας. Η έκφρασή μας θα ήταν πολύ φτωχότερη χωρίς αυτήν. Δεύτερον, ότι στη λέξη πουτάνα αποδίδεται τελικά όλη η σαπίλα αλλά κι όλη η μαγκιά της ανθρώπινης ψυχής. Τρίτον, ότι άντρες και γυναίκες είναι, όχι με τον ίδιο τρόπο, αλλά οπωσδήποτε εξίσου ηλίθια πλάσματα. Και τέταρτον, ότι οι αυθεντικές πουτάνες, εκείνες του πεζοδρομίου, έχουν φορτωθεί τις πιο άδικες κατηγορίες εξαιτίας του υποκριτικού μας καθωσπρεπισμού. Κουβαλάνε τη χειρότερη ρετσινιά, ενώ αν το καλοσκεφτείτε, απαρτίζουν την πιο έντιμη και ειλικρινή ομάδα ανθρώπων από κτίσεως κόσμου.