monkie #05: Remember the future?

Page 1

6:35 min


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Τhe missing link

Κοίτα, με τι παραγεμίζουν τις μπάλες..

Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη Ένα διήγημα του Γιάννη Παλαβού.

Warren Ellis

Οι λιγότερο γνωστές δουλειές του σπουδαίου σεναριογράφου.

Φοβίες

Για την επιβολή της κουλτούρας της ψυχοθεραπείας στη δημόσια σφαίρα.

Πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα

Σημειώσεις και φωτογραφίες απ’ τα στρατόπεδα προσφύγων του Κοσόβου.

The eXile: Η μόνη εναλλακτική λύση για την ανθρωπότητα απ’ το 1997 Η αμερικάνικη γκόνζο δημοσιογραφία ξαναγεννιέται στη Μόσχα.

Flâneur: περπατώ, περπατώ μες την πόλη, όταν ο χρόνος δεν είναι εδώ Για τον περιηγητή ως χαρακτήρα και τη σημερινή μετενσάρκωσή του.

Let’s just be friends

Η γνωστή ιστορία και μια ασυνήθιστη πατάτα.

pdf / issue 05 Εκδότης – Διευθυντής: Γιώργος Τσιούκης Αρχισυνταξία: Λουκάς Τσουκνίδας Κωστής Αλεξανδρόπουλος Αλέξης Γαγλίας Διαφημιστικό Τμήμα: Σόλωνας Χουλιαράς Ελένη Πασπαρδάνη Artwork: Γιώργος Τσιούκης Νεκτάριος Ματσίκας / Βασίλης Λαμπρόπουλος (λογότυπο) Εικονογράφηση: Αφροδίτη Ιωάννου (“Φοβίες”) Φωτό: Στεφανία Μιζάρα Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος Ελίνα Γιουνανλή, Βενετία Σακελλαρίου Αλέξης Μητρογιώργος Συνεργάτες: Γιάννης Παλαβός Γιώργος Πασχαλίδης Μαρέττα Σιδηροπούλου Αστέρης Μασούρας Φρανκ Φουρέντι Κωνσταντίνα Κάλφα Γκέλυ Μαδεμλή Μαρία Δόγια Δημήτρης Δρένος Βάσω Μπελιά Νάνος Βαλαωρίτης Τάσος Ζαφειριάδης Νίκος Σιδέρης Χάρης Κότσογλου Ανδρέας Παύλου Αποστόλης Ξυδιάς Πάνος Αλιβιζάτος Υπεύθυνος λογιστηρίου: Αποστόλης Πασχάλης Υπεύθυνος μηχανογράφησης: Παναγιώτης Τζελέπης Περιοδικό monkie / διμηνιαία έκδοση Πίνδου 69, 11141 Πατήσια / τηλ: 210 2112506 e-mail: monkiemagazine@gmail.com / www.monkie.gr www.myspace.com/monkiemag / www.youtube.com/user/monkiemag Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: Τσιούκης Γιώργος Ιδιοκτησία: Τσιούκης Γιώργος 6:35 min


6:35 min


the missing_link

του Λουκά Τσουκνίδα

Κοίτα, με τί παραγεμίζουν τις μπάλες You can observe a lot just by watching... Yogi Berra, baseball legend

6:35 min


Για κάποιο λόγο που μου διαφεύγει η σοβαρότητά του, η ευρύτερη κοινότητα της διανόησης και της εναλλακτικής κουλτούρας έχει αγκαλιάσει, τα τελευταία χρόνια, το ποδόσφαιρο. Όχι όλα τα σπορ, αλλά συγκεκριμένα το ποδόσφαιρο, τον υποτιθέμενο βασιλιά αυτών. Αυτό που με προβληματίζει στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το να βλέπω τύπους με γκρίζες αλογoουρές, πουκαμίσες και παντοφλέ μοκασίνια να περιφέρονται στα γήπεδα ψάχνοντας τον Μαρξ ή χοντροκώληδες ρασταφάριανς με διχάλα 1-4 να μιλούν με στόμφο για τα κατορθώματα του τάδε φτωχόπαιδου απ’ το Καμερούν, αγνοώντας το σκλαβοπάζαρο που τον παρήγαγε. Και καταλαβαίνω απόλυτα την ιστορική ανάγκη να διεκδικήσουμε πίσω, ως λαοί, το άμοιρο αυτό σπορ απ’ τις απανταχού χούντες που το χρησιμοποίησαν για λογαριασμό τους. Αναρωτιέμαι μόνο αν κάποιοι νεοφώτιστοι οπαδοί-φίλαθλοι, όσο κι οι παλιοσειρές, βλέπουν μέσα κι έξω απ’ το γήπεδο αυτά που γίνονται ή αυτά που θα ήθελαν να γίνονται... Ο Φέρντι Πατσέκο, ο γιατρός του μποξ, που πέρασε τα καλύτερα του χρόνια δίπλα στο ρινγκ για λογαριασμό του Μοχάμεντ Άλι, έχει ασχοληθεί επιτυχώς με πολλά, τελείως διαφορετικά, πράγματα στη ζωή του. Εδώ και κάπου 60 χρόνια, μοιράζεται ανάμεσα σε ιατρική, λογοτεχνία, ζωγραφική, τηλεόραση, κινηματόγραφο και φυσικά πυγμαχία. Σε μια συνέντευξή του δέχτηκε την εξής ερώτηση από κάποιον Μπρους Κόουλ: «[...] Η Τζόις Κάρολ Όουτς γράφει ότι ένα πολύ καλό ματς πυγμαχίας, είναι σα μια τέλεια εκτέλεση του Μπαχ. Τρέφει ιδιαίτερη αδυναμία για μποξέρ όπως ο Τζο Λούις, ο Μπίλι Κον, ο Τζο Φρέιζερ, ο Μοχάμεντ Άλι,ο Μάρβιν Χάγκλερ κι ο Τόμι Χερνς. Ποια ματς θυμάστε που ν’ ανταποκρίνονται στην περιγραφή της Όουτς;»

Το λάθος της συγγραφέως εδώ, είναι πως ένα τέλειο μήλο δε μπορεί να συγκριθεί μ’ ένα τέλειο πορτοκάλι, παρά μόνο, για να καταλάβουν οι λάτρεις των πορτοκαλιών δια της αναγωγής στη δική τους εμπειρία, την αντίστοιχη ενός μηλολάτρη. Παρ’ ότι και τα δυο τρώγονται, δεν τρώγονται με τον ίδιο τρόπο, ούτε περιμένει κανείς την ίδια εμπειρία από άποψη γεύσης ή υφής. Άλλο Λωζάνη κι άλλο Κοζάνη. Εγώ ας πούμε, που δεν έχω ακούσει ποτέ μου Μπαχ, αδυνατώ ν’ αντιληφθώ τον συσχετισμό του με το μποξ, εκτός κι αν ανασύρω απ’ την άκρη του μυαλού μου το στερεότυπο που λέει ότι ο Μπαχ είναι καλός, σκέψου δηλαδή να ‘ναι και τέλειος. Εντάξει, ο Μπαχ είναι πολύ καλός και μια μουσική εκτέλεση απαιτεί, προετοιμασία, πειθαρχία, συντονισμό, έχει στιγμές αναμονής και στιγμές έκρηξης κοκ, αλλά το ότι η Όουτς χρησιμοποιεί αυτή την παρομοίωση δείχνει ότι ίσως δεν έχει κατανοήσει τους λόγους που κάνουν έναν αγώνα μποξ καλό. Χρειάζεται απαραιτήτως να κάνει την αναγωγή σε κάτι που της είναι πιο οικείο. Δεν μπορεί να δεχτεί, ίσως, ότι της αρέσουν κάποια πράγματα που δεν έχουν σχέση με εξευγενισμένες αναλύσεις, πράγματα (π.χ γυμνασμένοι, τσαμπουκαλεμένοι κι ιδρωμένοι άντρες) που λείπουν από μια εκτέλεση του Μπαχ. Όπου, φυσικά, δεν υπάρχει κοκορομαχία, παρά συντονισμένες προσπάθειες συναδέλφων για το μέγιστο δυνατό αισθητικό αποτέλεσμα. Σ’ έναν αγώνα μποξ, όπως και σ’ έναν αγώνα ποδοσφαίρου, ο καθένας (ή η κάθε ομάδα) αγωνίζεται πρωτίστως για τη νίκη και όχι οι δυο μαζί για το καλύτερο δυνατό θέαμα, άσχετα αν αυτό επιτευχθεί. Και στο κοινό, υπάρχουν νικητές και ηττημένοι κι όχι αμέτοχοι εστέτ. Όποιος δεν αντιλαμβάνεται αυτό το βασικό στοιχείο, τον καθαρό, εντατικό ανταγωνισμό που κάνει μια αναμέτρηση απρόβλεπτη (κι όχι πάντα θεαματική) είναι ξένος προς αυτό που παρακολουθεί ή σχολιάζει.

the missing_link

Ο Πατσέκο λοιπόν, αφού αράδιασε έτσι για την πλάκα του μερικούς αγώνες που θεωρεί ότι πλησίασαν αυτή την αόριστη τελειότητα, άρπαξε την ευκαιρία να δώσει και μια απάντηση που αφορά το θέμα μου: «Από πότε η Τζόις Κάρολ Όουτς έχει άποψη για το μποξ; Δε νομίζω να έχει πάει ποτέ σε αγώνα. Αυτοί οι τύποι δε γνωρίζουν τίποτα, όπως ο Τζορτζ Πλίμπτον ή ο Νόρμαν Μέιλερ που περιφέρεται και επιβάλλει τον εαυτό του σε ότι συμβαίνει. Δεν είναι αυθεντικοί. Δεν ανήκουν στο μποξ. Είναι εισβολείς που αγόρασαν μια θέση και θρονιάστηκαν. Η ταινία του Πλίμπτον (When We Were Kings) για το ματς στην Αφρική ήταν φρικτή. Ακούγεται η φωνή του Μέιλερ, να λέει: “Ήμουν στ’ αποδυτήρια κι είδα το φόβο στα πρόσωπα των προπονητών.” Ήταν στ’ αποδυτήρια; Δεν ήταν. Εγώ, προσωπικά, τον κράτησα εκτός. Άφησα να μπει ο Μπαντ Σούλμπεργκ, που είναι άνθρωπος του αθλήματος. Είπα: “Να μπει ο Σούλμπεργκ, αλλά όχι ο Μέιλερ.” Όταν χτύπησε κουδούνι για πρώτο γύρο ο Άλι είχε υποστεί αρκετά χτυπήματα. Ο Μέιλερ λέει πως κοίταξε ψηλά στον ουρανό και παρακάλεσε τους αφρικανούς θεούς να τον φροντίσουν επειδή ο ίδιος οσμίστηκε το θάνατο. Τι σχέση έχει αυτό; Ο Άλι διαβάζει το Κοράνι. Αν έπρεπε να τον φροντίσει κάποιος, ήταν ο Αλλάχ.» Προφανώς οι άνθρωποι του μποξ, όπως ο γιατρός, δεν είχαν σε εκτίμηση τους περιστασιακούς θιασώτες του, οι οποίοι έψαχναν ν’ απομυζήσουν συγκινήσεις κι εμπειρίες κι ύστερα ν’ αποσυρθούν στα λοφτς ή τα εξοχικά τους και να τις πουλήσουν ως μυθιστορήματα. Για τις αντιφάσεις στην αφήγηση του Μέιλερ, ο Πατσέκο λέει: «Γράφει έτσι επειδή είναι συγγραφέας. Ουσιαστικά, δε γνωρίζει καν τι είναι αυτό που βλέπει. Το περιγράφει όπως θα ήθελε να είναι παρά όπως είναι.» Όσο για την Όουτς, η ίδια έχει πει, σύμφωνα με τον Κόουλ, πως δεν πηγαίνει σε αγώνες, αλλά τους βλέπει σε μαγνητοσκόπηση. Γνωρίζοντας από πριν ότι κανείς δεν πληγώθηκε, μπορεί να απολαύσει την αρτιστίκ πλευρά του ματς (!!!). Κι ο ιταλός επιβήτορας Ρόκι Μπαλμπόα; «Το Rocky έγινε επιτυχία, πολύ απλά, επειδή το κοινό προτιμά την αντιστροφή της πραγματικότητας. Προσμένει το δράμα, που είναι κατασκευασμένο και διογκωμένο. Η πραγματικότητα δεν είναι τόσο συναρπαστική.» Ο βετεράνος Φέρντι είναι ξεκάθαρος.

Όταν ο κόουτς της παιδικής επαρχιακής μου ομάδας, ρώτησε έναν συμπαίκτη μου τι έχει μέσα η μπάλα εκείνος απάντησε «Αέρα!». «Τι αέρα βρε μαλάκα!», του είπε ο ποδοσφαιρικός μας μέντορας, «η μπάλα έχει λεφτά, αυτοκίνητα, γαμίσια.» Κανείς απ’ τους δυο, δεν μπόρεσε να το εξακριβώσει... * Η φωτογραφία τραβήχτηκε κάτω απ’ τη σκηνή του Rastavibe Festival, το καλοκαίρι του 2004 στην Ασπροβάλτα.

6:35 min


6:35 min


Ο Γιώργος βγαίνει στη σύνταξη διήγημα: Γιάννης Παλαβός

Το φράγμα το τέλειωσαν το εβδομήντα ένα. Ο πατέρας μου δούλευε στα συνεργεία καθαρισμού. Ήταν δεκαεννιά χρονών. Τέλειωναν τη βάρδια με την παρέα του και βουτούσαν στο ποτάμι. Αν τους έκανε κανείς παρατήρηση, του αντιγύριζαν «Μπάρμπα, άσ’ τα λόγια και πέσε. Ίσα που προλαβαίνεις». Τη μέρα των εγκαινίων ήρθε ο Παπαδόπουλος. Αυτός γύρισε τη στρόφιγγα, αεροπλάνα πέρασαν από ψηλά, το τάγμα της περιοχής στάθηκε «Παρουσιάστε». Κι απ’ το ίδιο απόγευμα, αν καθόσουν στο λόφο στην είσοδο του χωριού, έβλεπες κιόλας το νερό να φουσκώνει, τον κάμπο να γεμίζει σαν δεξαμενή, τα σπίτια και τις αχυρώνες να βουλιάζουν σαν παιχνίδια σε μπανιέρα. Όταν δεν υπήρχε πια δουλειά στο φράγμα, ο πατέρας μου έκανε αίτηση για αγροφύλακας. Ο θείος του, ο αδερφός της γιαγιάς μου, ήταν αστυνομικός. Καθεστωτικός, μ’ ένα μουστακάκι λεπτό, φροντισμένο με ακρίβεια χιλιοστού. «Εγώ κωλόπαιδα δε θέλω στην Υπηρεσία» είπε στον παππού μου κι ο πατέρας μου έμεινε άνεργος. Γυρνούσε με το μηχανάκι του, μια αυτοσχέδια συρραφή από σίδερα και ρόδες. Κι ύστερα, όταν κάποιος από την παρέα τού ’πε ότι θα ’φευγαν στη Σαουδική Αραβία, «ένα-δυο χρόνια μόνο και μετά εδώ να νοικοκυρευτούμε», έπνιξε τις κότες του θείου και το επόμενο πρωί ανέβηκε στο ΚΤΕΛ για τον Πειραιά. Σε έξι μήνες ήταν πίσω. «Πολλή σκόνη» είπε στον παππού μου. Εκείνος τον έστειλε στα χωράφια. «Να ξυριστείς. Να κουρευτείς». Τα γνωστά. Ο πατέρας μου τον έγραφε στ’ αρχίδια του. Ό,τι λεφτά μάζεψε, τα ’δωσε κι έραψε κοστούμι. Λουστρίνια και Καζαντζίδης, το πρωί στα φλιπεράκια, το βράδυ στις ταβέρνες. Επιβίωνε κάνοντας θελήματα, κάνα μεροκάματο εδώ, καμιά ψευτοδουλειά εκεί. Σπίτι δεν πατούσε. Τα ’φτιαξε με μια κοπέλα, κούκλα, απ’ το διπλανό χωριό, κοιμόταν εκεί. Όποτε εμφανιζόταν, ο θείος τον κυνηγούσε, μια-δυο φορές τον έπιασε, έβαλε και τρεις λακέδες απ’ το Τμήμα και τον έδειραν. Ένα πρωί ο θείος ξύπνησε και μισή ντουζίνα κότες κρέμονταν πάλι ψόφιες απ’ την κερασιά του μπαχτσέ. Ώσπου η φίλη του πατέρα μου πέθανε. Έπασχε από μια αρρώστια, κάτι σπάνιο, δεν είχε παρουσιαστεί σύμπτωμα. Κάτι είπαν οι γιατροί για φύσημα στην καρδιά. Αν ζούσε στην πόλη, αν το είχε ψάξει νωρίτερα, μπορεί και να γλίτωνε. Η ασθένεια, είπαν, θα μπορούσε να ’χε χτυπήσει όταν ήταν πέντε χρονών, τριάντα πέντε ή ποτέ. Η κοπέλα ήταν είκοσι δύο. Σαν τον πατέρα μου. Κανείς δεν τον είδε για ένα μήνα. Ο παππούς μου έβαλε τον κουνιάδο με τα πρωτοπαλίκαρά του να ψάχνουν. Μαζί κι η παρέα του. Πουθενά ο Γιώργος. Όταν γύρισε, ένα σαββατιάτικο απόγευμα, ισχνός, με γένια, με βλέμμα αλλόκοτο, η γιαγιά μου έκανε να τον αγκαλιάσει, αλλά ο παππούς έβγαλε τη ζώνη και του ’πε να σκύψει. Ο πατέρας μου χαμήλωσε, κι όπως η απομίμηση δέρματος χαράκωνε το αληθινό δέρμα, έκλαιγε σιγά, το ίδιο κι ο παππούς που χτυπούσε, το ίδιο κι η γιαγιά, στην άκρη της αυλής. Τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη μάνα μου. Η αδερφή μου γεννήθηκε λίγο μετά το γάμο. Εγώ ύστερ’ από δυο χρόνια. Η Χούντα είχε πέσει, ο θείος ήταν συνταξιούχος. Ο πατέρας μου έπιασε δουλειά στο Ταχυδρομείο. Στην αρχή μοίραζε γράμματα, μετά προαγωγή στο γκισέ. Κι εκεί έμεινε. Θα γινόταν προϊστάμενος, αλλά του ’λειπαν τα πτυχία, μέχρι την έκτη δημοτικού είχε φτάσει. Ένας πιτσιρικάς Αθηναίος, με διδακτορικό, που γούσταρε να μένει σε χωριό και να κατεβάζει καθαρό τσίπουρο, του ’δινε διαταγές μέχρι χτες. Σήμερα, τώρα, ο πατέρας μου κάθεται στην άλλη άκρη του τραπεζιού, κερνάει ρετσίνα, καμιά δεκαριά άτομα είναι ’δω, φίλοι του, οι ίδιοι που τον γύρευαν τότε στα βουνά και την απριλιανή λίμνη, όσοι τουλάχιστον ζουν, όσοι δεν είναι τάβλα από αρθριτικά, από τσακισμένες μέσες και πλάτες έπειτ’ από σαράντα χρόνια στις οικοδομές, στις σκαλωσιές, στα λατομεία. Χτες ήταν η τελευταία μέρα στη δουλειά κι ο πατέρας μου το γιορτάζει. Σηκώνω το ποτήρι μου, τον κοιτάζω, είμαι ο γιος του κι είμαι το ίδιο μπερδεμένο κουβάρι, μου χαμογελάει και ξέρει πως θέλω να χαθώ για ένα μήνα στο βουνό, στην τεχνητή λίμνη, κι όταν γυρίσω θα μου πει «Παιδί μου, έχει φαΐ», κι αν η ζωή του ήταν ένα λάθος, αυτό είναι το κέρδος. Του λέω μπροστά σ’ όλον τον κόσμο ότι τον αγαπάω και βουρκώνει.

6:35 min


6:35 min


Warren Ellis Του Αστέρη Μασούρα

Ευγνωμονούμε τον Warren Ellis γιατί δημιούργησε τον Spider Jerusalem, τον απόλυτο δημοσιογράφο του κόσμου των κόμικς. Οι υπόλοιπες δουλειές του, είναι εξίσου αξιόλογες. «Η τηλεόραση υπάρχει για να σε ταΐζει σκατά. Σήκω απ’ την καρέκλα και βρες κάτι καινούριο.» O Warren Ellis είναι ένας απ’ τους πιό παραγωγικούς, ιδιοσυγκρατικούς κι αμφιλεγόμενους συγγραφείς κόμικς της τρέχουσας γενιάς, επάξιος συνεχιστής της βρετανικής —με την ευρεία έννοια— παράδοσης στο μέσο, η οποία περιλαμβάνει φημισμένους δημιουργούς, όπως τον Alan Moore, τον Neil Gaiman, τον Grant Morrison, τον Garth Ennis και τον Jamie Delano. Ειδικότητά του, η αποδόμηση και ανακατασκευή της τυπικής φόρμουλας του κόμικ υπερηρώων, με στοιχεία απ’ τη mainstream επιστημονική φαντασία, την pop —αλλά και την geek— κουλτούρα, το πολιτικό θρίλερ, τα anime και τις πολεμικές περιπέτειες. Ο Claude Lalumière, στο σχετικό κείμενό του για το περιοδικό Locus (www.locusmag.com), απαριθμεί τα συνήθη θέματα του Ellis: «Υπερφόρτωση πληροφοριών, κυνικοί, καμένοι ήρωες με κρυφές τάσεις συμπόνοιας, διάβρωση των συμβατικών ταμπού της κοινωνίας, μετα-ανθρώπινη τεχνολογία σε αμόκ, δυσλειτουργικές σχέσεις μεταξύ της ανθρώπινης συνείδησης απ’ τη μια και της τεχνολογίας/κουλτούρας απ’ την άλλη, εξερεύνηση των έμφυτων αντιφάσεων της φιλοσοφίας του τρανσουμανισμού (φιλοσοφικό ρεύμα που θεωρεί ότι η εξέλιξη του ανθρώπινου είδους θα συνεχιστεί με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας), πρωταγωνιστές με προβλήματα κατάχρησης ουσιών, επείγουσα επιθυμία για ουτοπία μπροστά σε σαρωτικές δυστοπικές τάσεις και μια προκλητικά ακραία αίσθηση του χιούμορ. Αν και πολλοί θεωρούν πως τα μεγάλα projects —όπως το πολυβραβευμένο προσωπικό του magnum opus, Transmetropolitan— αποτελούν πιό πρόσφορα σχήματα για την ανάπτυξη των περίπλοκων ιδεών και των μυθοπλασιών του, κάποιες απ’ τις μικρότερες και λιγότερο γνωστές δουλειές του, κυρίως για ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους, είναι εξίσου αξιόλογες.»

6:35 min


6:35 min


Ruins (Marvel, 1995) «Washington DC. Σιχαίνομαι αυτή την πόλη. Εδώ ήταν που το αμερικανικό όνειρο αποφάσισε ότι του άρεσε η γεύση του εμετού που το ‘πνιγε. Κι απλά γύρισε ανακούρκουδα κι ούρλιαξε για περισσότερα ναρκωτικά. Δεν πέθανε.» Ο Ellis γράφει εδώ το τελευταίο κεφάλαιο σε μιά εναλλακτική ιστορία βασισμένη στο Marvels του Alex Ross (που αποτελεί το ίδιο μιά εναλλακτική ιστορία των υπερηρώων της Marvel). Ο δημοσιογράφος Philip Sheldon, γερασμένος και με καταπονημένη την υγεία του, προσπαθεί πριν πεθάνει να ανακαλύψει τα αίτια που έκαναν τους μεταλλαγμένους μάστιγα και κοινωνικό πρόβλημα αντί για καταλύτες μιας λαμπρής εποποιίας, σε μια Αμερική που μοιάζει πολύ με την σημερινή (μόνο που το ρόλο του φοβήτρου έχουν πάρει οι μεταλλαγμένοι αντί για τους τρομοκράτες). Στα πλαίσια δύο μόλις τευχών, στηριγμένος στο εντροπικό σκίτσο των Cliff και Terese Nielsen (που θυμίζει τη σκηνοθεσία των πιό σκοτεινών επεισοδίων των X-Files), ο Ellis ξεπαστρεύει με συνοπτικές διαδικασίες και φρικτούς τρόπους όλους σχεδόν τους διάσημους υπερήρωες της Marvel.

Dark Blue (TPB Avatar, 2001) Ένα αστυνομικό θρίλερ που εξελίσσεται σε μεταφυσικό, με υπόθεση που φέρνει στο νου το Se7en και το Thirteenth Floor. Ο σαδιστικά βίαιος ντετέκτιβ Frank Christchurch, κυνηγά ένα ψυχωτικό δολοφόνο με τη βοήθεια της, προσκολλημένης στο γράμμα του νόμου, συναδέλφου του, σε μιά πραγματικότητα που αποσυντίθεται. Μόνο που ο δολοφόνος δε μπορεί να πεθάνει γιατί είναι ήδη νεκρός. Για να τον πιάσει, ο Frank θα πρέπει να κάνει την υπέρτατη θυσία. Ο Ellis αναφέρει σαν έμπνευσή του για το Dark Blue τα πειράματα του Terence McKenna με ψυχοτρόπες ουσίες που προκαλούν διαμοιρασμένες παραισθήσεις.

Ministry of Space (Image, 2001) «Jodrell, εδώ στόλος του Άρη. Άπασες οι 700 ψυχές παρούσες κι έτοιμες να ξεκινήσουν για τη μεγαλύτερη περιπέτεια της Αγγλίας. Η Εξερευνητική Αποστολή του Άρη είναι έτοιμη για αποβίβαση...» 1948: ο πρώτος τηλεπικοινωνιακός δορυφόρος. 1950: η πρώτη υπερηχητική πτήση με αεροπλάνο. 1953: οι πρώτοι άνθρωποι σε τροχιά. 1957: προσελήνωση. 1969: επανδρωμένη αποστολή στον Άρη. Έχοντας προλάβει, μετά την παράδοση των γερμανών, να τρυγήσουν τα μυστικά του Πεενεμίντε (γερμανικό χωριό, έδρα βάσης στρατιωτικών ερευνών του ναζιστικού καθεστώτος) πριν από τους ρώσους και τους αμερικάνους, οι βρετανοί γίνονται μπροστάρηδες της λαμπρής διαστημικής εποποιίας της ανθρωπότητας κι επεκτείνουν την αυτοκρατορία της Αλβιόνας... ad astra, με εμπνευστή τον χαρισματικό, φλεγματικό και αδυσώπητο στρατιωτικό John Dashwood. 56 χρόνια μετά, όμως, η επικείμενη αποκάλυψη της αλήθειας για τον ανορθόδοξο, μαύρο προϋπολογισμό του Υπουργείου Διαστήματος απειλεί να γκρεμίσει το έργο του Sir John. Κι όπως μας αποκαλύπτει, ύπουλα, ο συγγραφέας στα τελευταία καρέ, το τίμημα για τις κοινωνικές κατακτήσεις της ξέφρενης κούρσας προς το διάστημα ίσως να είναι πολύ μεγάλο.

Red (Homage, 2003) «Έκανα αυτά τα πράγματα γιατί μου εξήγησαν ότι αλλιώς η Αμερική δεν θα έμενε ασφαλής. Αυτές είναι οι δύσκολες επιλογές. [...] Όμως δεν είμαι τέρας επειδή σκοτώνω. Ο φόνος είναι εύκολος. Είμαι τέρας γιατί αποδέχομαι τις δύσκολες επιλογές, επειδή βλέπω ότι οι πράξεις μου στην υπηρεσία του λαού μου θα προκαλέσουν μόνο τρόμο και πόνο. Και τις κάνω έτσι κι αλλιώς. Είμαι καλός στο να προκαλώ τρόμο και πόνο.» Μια ελεγεία για τους ενσυνείδητους στρατιώτες του συστήματος και την αχαριστία του τέρατος που υπηρετούν. Ο νέος, πολιτικά διορισθείς DCI αποφασίζει να εξαλείψει το ενοχοποιητικό παρελθόν της «Εταιρείας», αρχίζοντας με τον Paul Moses, τον καλύτερό της δολοφόνο —που θυμίζει έναν πιό γερασμένο Spider Jerusalem— ο οποίος έχει πλέον αποσυρθεί και ζει σαν ερημίτης, προσπαθώντας να ξορκίσει τις προσωπικές του Ερινύες. Big fucking mistake... Η κινηματογραφική εικονογράφηση του Cully Humner απαθανατίζει με πιστότητα την απολαυστική δράση: το κόκκινο αναβλύζει από τα καρέ κι απ’ όλους, σχεδόν, όσους βρίσκονται στο δρόμο του Moses κι η κατάληξη της ιστορίας είναι τόσο αναπόφευκτη όσο κι αυτή των τροχιών από τις σφαίρες του. Τον Ιούνη που μας πέρασε, ανακοινώθηκε ότι υπάρχουν σχέδια για την μεταφορά του Red στη μεγάλη οθόνη.

Reload (Homage, 2003) «Γιατί δεν τα δημοσιεύεις όλα αυτά, να προκαλέσεις πραγματική πολιτική αλλαγή;» «Ναι, καλά. Να εμπιστευτώ τον κόσμο να χρησιμοποιήσει σωστά την ψήφο του. Τα δικαστήρια να πάρουν τις σωστές αποφάσεις. [...] Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να προκαλέσεις πραγματική πολιτική αλλαγή. Κι αυτός είναι να τους σκοτώσεις όλους και να ξαναρχίσεις.» Το δίδυμο αδελφάκι του Red, από άποψη θεματικής και φόρμας κι ίσως η πιό πολιτικά ανατρεπτική δουλειά του Ellis μέχρι σήμερα, σε μόλις 66 σελίδες. Στο πολύ κοντινό μέλλον, ένας πράκτορας της Μυστικής Υπηρεσίας βρίσκεται να πολεμάει στο πλευρό της δολοφόνου του αμερικάνου προέδρου, για να λυτρώσει τον αμερικανικό λαό απ’ τα πλοκάμια της Μαφίας που έχει κυριέψει το Λευκό Οίκο.

6:35 min


6:35 min


Orbiter (Vertigo, 2003) «Αυτό είναι ένα βιβλίο για την επιστροφή μας στο διάστημα παρά το φόβο και τις αντιξοότητες [...] επειδή μας περιμένει, κι είναι εκεί που θα ‘πρεπε να είμαστε. Δε μπορούμε να επιτρέψουμε να περάσει στην ιστορία η ανθρώπινη διαστημική εποποιία.» Το Orbiter βρίσκονταν στο στάδιο σχεδιασμού όταν, όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο, η τραγωδία του Columbia έκανε επιτακτική την έκδοσή του: γράφτηκε σε μιά εποχή, που ίσως εκ των υστέρων κριθεί ως η απαρχή του μεσαίωνα των διαστημικών προγραμμάτων, για να βοηθήσει στο να κρατηθεί ζωντανό το όνειρο της διαστημικής εποποιίας της ανθρωπότητας. Παρά τα ευγενή «ελατήρια» του συγγραφέα και της εικονογράφου Colleen Doran και το συγκινητικό πρόλογο, το Orbiter είναι ίσως το πιό άνισο από τα πρόσφατα δημιουργήματα του Ellis, ακριβώς γιατί επενδύει με υπερβολικό συναισθηματισμό την προσέγγισή σ’ ένα αίτημα που μόνο με ορθολογικά επιχειρήματα μπορεί πραγματικά να στηριχτεί, στη σημερινή εποχή των παγκόσμιων κρίσεων, της ανασφάλειας και του ατομισμού. Το εγχείρημα δεν αποτυγχάνει τελείως πάντως, αφού καταφέρνει να μιλήσει στην καρδιά όσων μεγάλωσαν με μπούσουλα για το μέλλον την επιστημονική φαντασία και με φτερά της φαντασίας τους τις πτέρυγες των διαστημικών λεωφορείων.

Angel Stomp Future, Frank Ironwine, Quit City, Simon Spector (Apparat, 2004) «Έτσι θα ήταν, νομίζω, τα κόμικς περιπέτειας σήμερα, αν σβήναμε τα τελευταία 60 χρόνια των κόμικς με υπερήρωες.» Είναι αλήθεια ότι οι υπερήρωες, μιά μορφή χαρακτήρων που γεννήθηκε στη δεκαετία του ‘40 (και κατά πολλούς, έπρεπε να παραμείνει εκεί) είναι αυτοί που χάρισαν στα κόμικς την εμπορική επιτυχία, που επέτρεψε στη συνέχεια στους δημιουργούς να εξερευνήσουν πιό καθημερινούς προβληματισμούς και ώριμα θέματα, διατηρώντας την απήχηση του μέσου. Ταυτόχρονα, πολλοί δημιουργοί, μεταξύ των οποίων κι ο ίδιος ο Ellis, επανακαθόρισαν τους κόσμους και τους ρόλους των υπερηρώων σε πιό ρεαλιστικές βάσεις. Υπάρχουν όμως και πολλοί αναγνώστες που σνομπάρουν τα κόμικς γιατί, ακόμα και σήμερα που έχουν ωριμάσει, κουβαλάνε τα συμπλέγματα των χαρακτήρων με τις μπέρτες και τα κολάν και των ιστοριών τους, καθώς οι εκδοτικές εταιρείες δημιουργούν συχνά crossovers και προσπαθούν να διατηρούν την συμβατότητα των νέων κόσμων τους με τους παλιούς ώστε να μεγιστοποιήσουν τις πωλήσεις. Επίσης, δεν είναι εντελώς άδικη και η κατηγορία ότι το μέσο έχασε την επαφή με τις λογοτεχνικές ρίζες του —τις περιπέτειες του Edgar Rice Burrows, τις ιστορίες μυστηρίου του Arthur Conan Doyle και το noir του Chandler και του Hammett, τα «επιστημονικά ρομάντζα» του H. G. Wells και την πρώιμη επιστημονική φαντασία του Amazing Stories— κι απομακρύνθηκε σε ύφος απ’ τα δημοφιλή pulp αναγνώσματα, όπως ο Doc Savage κι ο Shadow, που αποτέλεσαν τους φυσικούς προγόνους του. Ο Ellis προσφέρει μιά μικρή υπηρεσία σ’ αυτή τη μερίδα του κοινού, προσπαθώντας με τα «Apparatics» να σκιαγραφήσει την εναλλακτική πραγματικότητα των σημερινών κόμικς, χωρίς τη μεσολάβηση της εξηκονταετούς μυθολογίας των υπερηρώων. Το αποτέλεσμα είναι πολύ ενδιαφέρον, αν και κάπως άνισο και τα σημειώματα του Ellis, που καταγράφουν τις προθέσεις και τις επιρροές του απολαυστικά όσο και διδακτικά, σε σχέση με την δημιουργική διαδικασία του μέσου.

Freak Angels (2008) «Το Λονδίνο πνίγεται κι εγώ / εγώ ζω δίπλα στο ποτάμι» The Clash, London Calling

Το πιό πρόσφατο δημιούργημα του Ellis είναι ένα webcomic σε εβδομαδιαίες συνέχειες των 6 σελίδων, με post-apocalyptic υπόθεση κι εξαιρετικό σκίτσο του Paul Duffield. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στο πρώτο ιντερλούδιο, ήθελε πάντα να κάνει ένα βρετανικό εβδομαδιαίο κόμικ στο στυλ του 2000AD. Με το Freak Angels, ο Ellis αποτίει φόρο τιμής στον John Wyndham. Οι Midwich Cuckoos του δεύτερου ήταν μιά ομάδα παιδιών που γεννήθηκαν ταυτόχρονα κι ανέπτυξαν τηλεπαθητικές ικανότητες, ενώ οι Angels έχουν παρόμοιες δυνάμεις κι έχουν πρόσφατα βγει από την εφηβεία. Το σκηνικό παραπέμπει στον ενστικτώδη φόβο των λονδρέζων για τον κίνδυνο πλημμύρας του Τάμεση, με έντονες οπτικές επιρροές από το steampunk και άλλες post-apocalyptic δημιουργίες, όπως το Mad Max. Από ενοχή για την καταστροφή που προκάλεσαν, οι Freak Angels χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους για να προστατέψουν τους εναπομείναντες κατοίκους του πλημμυρισμένου Whitechapel από εισβολείς, αλλά και τις μεταξύ τους έριδες, που απειλούν να καταστρέψουν την εύθραυστη κοινότητα τους. «Κάθε φορά που εφευρίσκω κάτι τελευταία, σκάει μύτη στις ειδήσεις μετά από έξι μήνες. Και μετά πρέπει να γκαζώσω κι άλλο και να βγάλω κι άλλα απαίσια σκατά απ’ το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Είναι πιθανό ότι οδηγώ την ανθρωπότητα ολοταχώς στον πλήρη αφανισμό της.» Abstract: A short look at some of Warren Ellis’s lesser known comics and characters, by Asteris Masouras.

6:35 min


6:35 min


Φοβίες Του Φρανκ Φουρέντι Μετάφραση: Κωστής Αλεξανδρόπουλος Εικονογράφηση: Αφροδίτη Ιωάννου www.myspace.com/afrouli

Ο Φρανκ Φουρέντι είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Κεντ. Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο βρετανικό διαδικτυακό περιοδικό www.spiked-online.com (στη στήλη Really Bad Ideas) και στο www.frankfuredi.com τον Μάιο του 2007.

Επικρατεί μια τάση τελευταία, να χαρακτηρίζονται οι πολιτικές ή πολιτιστικές απόψεις ως φοβίες, οι οποίες χρίζουν θεραπείας. Κάτι βρωμάει σ’ αυτή την υπόθεση. Ο Φρανκ Φουρέντι εξηγεί. Στις μέρες μας, γίνεται όλο και περισσότερη συζήτηση γύρω απ’ την έννοια της «φοβίας» και τη χρήση της. Προσεγγίζεται κυρίως σα μια υπερβατική δύναμη, που μπορεί να μεταμορφώσει τους ανθρώπους σε φανατικούς και τελικά να τους οδηγήσει σε εκδηλώσεις λεκτικής ή φυσικής βίας. Είναι πολλές πλέον οι κοινωνικές ομάδες, που ισχυρίζονται ότι «πληρώνουν» τις φοβίες των υπολοίπων και πως η θυματοποίησή τους είναι αποτέλεσμα της «φοβικής» στάσης των άλλων. Η ομοφοβία και η ισλαμοφοβία είναι δυο απ’ τις πρόσφατες κατασκευές τέτοιου είδους —αν κι υπάρχουν πολλές ακόμη ομάδες που χρησιμοποιούν τη «ρητορική της φοβίας» για να αυτοπροσδιοριστούν, ως θύματα, στην κοινωνία. Μοιάζει να ‘χουν περάσει αιώνες από τότε που οι φοβίες μας περιορίζονταν στο φόβο των φιδιών, των αραχνών ή του ύψους. Στην ιστοσελίδα The Phobia List (www.phobialist.com) υπάρχει ένας αναλυτικός κατάλογος με περισσότερες από 500 διαφορετικές φοβίες, απ’ τη διδασκαλοφοβία (ο φόβος του σχολείου) ως τη ξυραφοβία (ο φόβος των ξυραφιών) (1). Ιστορικά, η λέξη φοβία έκανε την εμφάνιση της προς τα τέλη του 18ου αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε, αρχικά, για να υποδηλώσει το φόβο απέναντι σε κάποια φανταστική απειλή ή τον εξαιρετικά υπερβολικό φόβο απέναντι σε κάποια πραγματική απειλή. Εν συντομία, προσδιόριζε την παράλογη αντίδραση φόβου, ή αποστροφής, απέναντι σε κάποιο συγκεκριμένο αντικείμενο ή κατάσταση. Ο όρος απορροφήθηκε απ’ την ανερχόμενη επιστήμη της ψυχιατρικής στις αρχές του 20ου αιώνα και σταδιακά, έγινε μέρος της ιατρικής ορολογίας. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, χρησιμοποιείται ως κατάληξη (-φοβία), για να υποδηλώσει αρνητική στάση προς συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων. Η λέξη ξενοφοβία λειτούργησε ως πρότυπο για την επέκταση της χρήσης του όρου, αλλά και της έννοιας που θα μπορούσε να ονομαστεί «φοβική φαντασία», στη σφαίρα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και σχέσεων. Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η υποδήλωση φόβου ή θυμού απέναντι στους άλλους μέσω της λέξης φοβία, έχει γίνει μέρος της κοινής καθομιλουμένης.

Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, η λέξη hydrophobia (κυριολεκτικά ο φόβος του νερού, η υδροφοβία, αλλά επίσης ένα άλλο όνομα για τη λύσσα) λειτούργησε ως πρότυπο για το μεταγενέστερο σχηματισμό των αγγλικών λέξεων με το δεύτερο συνθετικό -phobia. Κατά τον 17ο αιώνα, υπήρχαν λίγοι σχετικά τέτοιοι «φοβικοί όροι». Μερικοί ακόμη εμφανίστηκαν κατά τον 18ο, ο αριθμός τους όμως αυξήθηκε σημαντικά κατά τον 19ο κι εκτινάχθηκε κατά τον 20ο αιώνα. Η φοβική φαντασία αναπτύχθηκε παράλληλα προς την ψυχαναλυτική/θεραπευτική προσέγγιση, που τείνει να εξηγεί τη ροπή προς τη σύγκρουση και τη δυσλειτουργική συμπεριφορά γενικότερα, μέσα απ’ το πρίσμα της ψυχολογίας. Σήμερα, οι συναισθηματικές δυσλειτουργίες θεωρούνται πιθανές αιτίες κοινωνικών προβλημάτων. Σύμφωνα μ’ αυτή την προσέγγιση, τα καταπιεσμένα κι απωθημένα συναισθήματα είναι η ρίζα πολών κακών της κοινωνίας μας. Ακόμη και στη βία μεταξύ εθνών, στον ίδιο τον πόλεμο, έχει συχνά αποδοθεί συναισθηματικό υπόβαθρο. Ο όρος ξενοφοβία των αρχών του 20ου αιώνα δεν χρησιμοποιείται πλέον αποκλειστικά, για να υποδηλώσει την στάση ενός συγκεκριμένου ατόμου απέναντι στους ξένους. Παίρνει τη θέση ιατρικής διάγνωσης, η οποία περιγράφει και την ψυχοσύνθεση του ατόμου αυτού. Οι διάφοροι παράλογοι φόβοι, που καλύπτονται απ’ τον όρο φοβία, εξετάζονται τώρα απλώς σαν μια υποκατηγορία των ψυχικών διαταραχών που κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή. Η διάγνωση της φοβίας έχει κεντρικό ρόλο στη ψυχαναλυτική/θεραπευτική προσέγγιση, που θεωρεί ως κυρίαρχα στοιχεία της ανθρώπινης εμπειρίας το άγχος, την οργή, το τραύμα, την χαμηλή αυτοεκτίμηση ή τον εθισμό. Η κατασκευή του όρου «ομοφοβία» έβαλε τα θεμέλια, στα τέλη του 20ου αιώνα, για την επινόηση κι άλλων φοβιοκεντρικών προκαταλήψεων. Πρέπει να σημειωθεί ότι έως την δεκαετία του ‘60, η ομοφοβία δήλωνε φόβο ή αποστροφή προς το ανδρικό φύλο (2). Σύμφωνα με το Oxford English Dictionary, η σύγχρονη ερμηνεία της λέξης ως φόβος

6:35 min


6:35 min


ή προκατάληψη απέναντι στους ομοφυλόφιλους, χρονολογείται κάπου στον Οκτώβρη του ‘69. Ο κλινικός ψυχολόγος Τζορτζ Γουάινμπεργκ, ο οποίος ισχυρίζεται ότι εφηύρε τον όρο, τον όρισε ως εξής: «Η ομοφοβία είναι αυτό που λέει η λέξη, μια φοβία. Ένας νοσηρός παράλογος τρόμος που προκαλεί αντίστοιχα παράλογη συμπεριφορά, τάση φυγής ή την επιθυμία καταστροφής του γεννεσιουργού ερεθίσματος και των παρεμφερών του (3).» Ο επαναπροσδιορισμός της ομοφοβίας ως ψυχική διαταραχή, ως παράλογος φόβος των ερωτικών σχέσεων μεταξύ ομόφυλων ατόμων, είχε σα συνέπεια τη δημιουργία μιας παράλληλης, ευρύτερης τάσης, ν’ αποδίδονται η προκατάληψη κι η επιθετική συμπεριφορά κάποιου στον προβληματικό εσωτερικό του κόσμο (4). Όταν, τον Ιανουάριο του ‘06, το ευρωκοινοβούλιο πέρασε το ψήφισμα για την «Ομοφοβία στην Ευρώπη», έγινε σαφές πως η ομοφοβία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας παράλογος φόβος, μία παράλογη αποστροφή, απέναντι στην ομοφυλοφιλία, τους γκέι, τις λεσβίες, τους αμφιφυλόφιλους ή όσους έχουν αλλάξει φύλο, που βασίζεται σε προκαταλήψεις αντίστοιχες του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του αντισημιτισμού και του σεξισμού. Η έμφαση που δίνεται στην «παράλογη» φύση της ομοφοβίας συμβαδίζει με την σημερινή τάση, να θεωρείται οποιαδήποτε συζητήσιμη μορφή συμπεριφοράς ως κάποιο είδος διαταραχής της προσωπικότητας. Επίσης, η διάγνωση της ομοφοβίας δεν περιορίζεται μόνο σε διαταραγμένα άτομα, αλλά ακόμη κι ολόκληρα έθνη, μπορεί να διαγνωστούν με την ίδια ασθένεια. Τον Απρίλιο του ‘07, το ευρωκοινοβούλιο χαρακτήρισε την Πολωνία «επιθετική» και «αποκρουστική» εξαιτίας της, υποτιθέμενα, ομοφοβικής πολιτικής της κουλτούρας. Η επιτυχής εξομοίωση της επιθετικής, προς τους ομοφυλόφιλους, συμπεριφοράς με την ψυχική διαταραχή που ορίζεται ως φοβία, έχει ενθαρρύνει κι άλλες ομάδες ανθρώπων να αυτοπροσδιοριστούν ως θύματά της. Η εφεύρεση του όρου «ισλαμοφοβία» είναι η πιο διαδεδομένη ανάμεσα στις πρόσφατες προσπάθειες οικειοποίησης της ταμπέλας «ομοφοβία» από μια άλλη ομάδα ανθρώπων. Εν προκειμένω, τους μουσουλμάνους. Ο όρος ισλαμοφοβία έγινε επίκαιρος τη δεκαετία του ‘90. Το 1996 στην Μ. Βρετανία, μια έκθεση της επιτροπής The Runnymede Trust (ένα βρετανικό think tank γύρω από θέματα εθνοτήτων και πολυπολιτισμικότητας) σχετικά με το ζήτημα των βρετανών μουσουλμάνων και της ισλαμοφοβίας έπαιξε κομβικό ρόλο στο να οριστεί η αντι-ισλαμική προκατάληψη ως μορφή έκφρασης ενός παράλογου συναισθήματος, δηλαδή φοβία. Στις αρχές της νέας χιλιετίας, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο όρος άρχισε ν’ αποκτά ευρύτερη κοινωνική αποδοχή και χρήση. Διεθνείς οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων του ΟΗΕ και της ΕΕ, αποδέχτηκαν την ισλαμοφοβία ως μια ακόμη καταδικαστέα προκατάληψη. Ο Κόφι Ανάν, σε συνδιάσκεψη του ΟΗΕ το ‘04, δήλωσε: «Ο κόσμος αναγκάστηκε να εφεύρει ένα νέο όρο που ν’ ανταποκρίνεται στην αυξανόμενη μισαλλοδοξία, η οποία αποτελεί ένα θλιβερό και ανησυχητικό φαινόμενο. Αυτό ισχύει στην περίπτωση της ισλαμοφοβίας (5).» Στην πραγματικότητα βέβαια, ο «κόσμος», με την ευρεία έννοια, σπανίως εφευρίσκει νέους όρους. Συνήθως, αυτοί επινοούνται από δίκτυα συνηγόρων και οργανισμούς υπεράσπισης δικαιωμάτων, που κινούνται με βάση την προσωπική τους ατζέντα. Ο «κόσμος» δεν είχε την ανάγκη ενός καινούργιου όρου. Θα τα κατάφερνε μια χαρά με ήδη υπάρχουσες εκφράσεις, όπως αντί-ισλαμιστής ή αντί-ισλαμική προκατάληψη. Παρ’ ολ’ αυτά, ακολουθώντας το επιτυχημένο παράδειγμα της επινόησης της ομοφοβίας, οι υπερασπιστές του νέου όρου της ισλαμοφοβίας είχαν στη διάθεσή τους ένα ευρύ κοινό, με παγιωμένη, γύρω απ’ τις «πολιτικές της ταυτότητας» και την πολυπολιτισμικότητα, γνώμη. Επιπλέον, όπως κι εκείνοι που επαναπροσδιόρισαν τον όρο ομοφοβία, μπορούσαν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους την πανίσχυρη νοοτροπία της «ψυχανάλυσης» που κυριαρχεί σήμερα στον αγγλοαμερικάνικο κόσμο. Στην κουλτούρα της ψυχανάλυσης/θεραπείας, όλες οι μορφές λεκτικής σύγκρουσης αποδίδονται στην αδυναμία κάποιων ατόμων να ελέγξουν τα συναισθήματά τους, με αποτέλεσμα να προκαλούν ψυχικό πόνο στους άλλους.

Η επινόηση ενός νέου όρου δεν οφείλεται πάντα στην απειλή για εμφάνιση νέων κρουσμάτων φανατισμού ή αποκλεισμού. Στις μέρες μας, πολλοί λομπίστες έχουν προσπαθήσει να παρουσιάσουν τις ομάδες στις οποίες ανήκουν σα θύματα κάποιας φοβίας. Αν όμως οι μουσουλμάνοι ισχυρίζονται ότι υποφέρουν από φαινόμενα φοβίας τι συμβαίνει με τους χριστιανούς; Κάποιοι σκληροπυρηνικοί ανακάλυψαν πρόσφατα τον όρο «χριστοφοβία». Υποστήριξαν με ανακοίνωσή τους, ότι «οι χριστιανοί στγματίζονται, γελοιοποιούνται, κατηγορούνται και διώκονται», κάτι που αποδεικνύει ότι «αναπτύσσεται καθημερινά σε πολλές χώρες, ο παράλογος φόβος και το μίσος ενάντια στον χριστιανισμό (6).» Ο καναδός αιδεσιμότατος Τριστάν Εμάνουελ π.χ ανησυχεί για την άνοδο της χριστοφοβίας. Πιστεύει πως «το είδος του μίσους που καταφέρεται ενάντια στους χριστιανούς του Καναδά, είναι ίσως ο προάγγελος διωγμών, όπως ακριβώς η μαζική αποπροσωποποίηση των εβραίων στη ναζιστική Γερμανία οδήγησε στο ολοκαύτωμα (7)». Κάποιοι πάλι, μιλούν και γράφουν για «εβραιοφοβία». Η Μέλανι Φίλιπς, αρθρογράφος της Daily Mail, αναφέρεται στο φαινόμενο της «αχαλίνωτης εβραιοφοβίας και του αντισημιτικού μίσους» Ο συνάδελφός της Πήτερ Χίτσενς, προτιμά τον όρο «ιουδαιοφοβία», παρ’ ότι αναγνωρίζει πως τον χρησιμοποιεί συνήθως για να ενοχλήσει όσους βλέπουν παντού θύματα ομοφοβίας ή ξενοφοβίας (8). Είναι αξιοσημείωτη, η μετάβαση από έναν «-ισμό» (αντισημιτισμός) σε μια φοβία (ιουδαιοφοβία). Στην Ευρώπη σήμερα κάποιοι καλούνται ν’ απολογηθούν για την «ευρωφοβία» τους —την πολιτική τους αντίθεση προς την ένταξη στην ΕΕ ή την υιοθέτηση του Ευρώ. Φαίνεται ότι ακόμη κι η ΕΕ μπορεί να παρουσιαστεί σαν το αδύναμο ανυπεράσπιστο θύμα παράλογων φόβων και προκαταλήψεων. Μ’ άλλα λόγια, όποιος είναι σκεπτικός κι επιφυλακτικός ως προς τις προοπτικές της ΕΕ, διακατέχεται, στα σίγουρα, από κάποιους ανεξήγητους φόβους.

Η φοβία: Κάτι παραπάνω από αυτοεκπληρούμενο γλωσσικό ιδίωμα Η τάση να περιγράφονται οι πολιτικές ή πολιτιστικές απόψεις ως φοβίες δεν είναι απλώς σύμπτωμα πνευματικής χρεωκοπίας. Μέσα απ’ το συγκεκριμένο πρίσμα, ζητήματα του δημόσιου βίου υποβαθμίζονται σε, ατομικής φύσεως, ψυχολογικά προβλήματα. Υπάρχουν πέντε πολύ σημαντικοί λόγοι για τους οποίους πρέπει να απορρίψουμε την εξάπλωση της ρητορικής της φοβίας. Πρώτον και κύριον, υποβαθμίζει σε προβλήματα ψυχολογίας του ατόμου, συμπεριφορές, που, στην πραγματικότητα, οφείλονται σε κοινωνικοπολιτικούς παράγοντες. Σύμφωνα με την ψυχαναλυτική/ θεραπευτική κοσμοθεωρία, οι σχέσεις ισχύος κι οι πολιτιστικές και κοινωνικές συγκρούσεις δεν παίζουν παρά δευτερεύοντα ρόλο σε σχέση μ’ εκείνον του φοβικού ατόμου. Σ’ αυτή την κατεύθυνση κινείται κι ο Μάρτιν Κάντορ στο βιβλίο του Homophobia: Description, Development and Dynamics of Gay Bashing, όπου ουσιαστικά επινοεί την παθολογία του φοβικού ατόμου. Παλιότερα, η ομοφυλοφιλία εκλαμβανόταν ως μια παθολογική εκδήλωση και προϊόν ψυχικής διαταραχής. Οι πρώτοι υπερασπιστές των ίσων δικαιωμάτων για τους ομοφυλόφιλους, έπρεπε να δώσουν ολόκληρο αγώνα ενάντια στην κρατούσα φαρμακολογική/θεραπευτική προσέγγιση. Σήμερα η κατάσταση έχει αντιστραφεί. Οι υποστηρικτές του όρου ομοφοβία, συχνά ομοφυλόφιλοι κι οι ίδιοι, θεωρούν πλέον ότι οι αντίπαλοι τους χρίζουν φαρμακευτικής αγωγής. Για τον Κάντορ, η ομοφοβία είναι αποτέλεσμα ψυχικών διαταραχών —ισχυρίζεται ότι σχετίζεται με τις εμμονές, τις μανίες, την κυκλοθυμική συμπεριφορά, τις φοβικές τάσεις και τις τάσεις φυγής, καθώς και ποικίλες άλλες διαταραχές προσωπικότητας. Τελικά, οι ομοφοβικοί είναι βαθιά διαταραγμένα και άρρωστα άτομα. Φυσικά και υπάρχουν αρκετοί προκατειλημμένοι άνθρωποι γύρω μας —καχύποπτοι κι επικριτικοί απέναντι σε ομοφυλόφιλους, μουσουλμάνους, μαύρους κτλ— αλλά η οποιαδήποτε προκατάληψη δεν συνιστά περίπτωση νοητικής διαταραχής.

6:35 min


6:35 min


Δεύτερον, ο χαρακτηρισμός του λόγου, της στάσης ή συμπεριφοράς κάποιου ως φοβία, βάζει τέρμα στη συζήτηση γύρω απ’ αυτά. Απ’ τη στιγμή που κάποιος διαγνωστεί ως φοβικός, τοποθετείται πλέον πέραν της λογικής και του διαλόγου. Όπως δήλωσε ο βρετανός συγγραφέας Κενάν Μαλίκ, αναφορικά μ’ αυτό που ονομάζει «μύθο της ισλαμοφοβίας», η λέξη ισλαμοφοβία «δεν αποτελεί απλώς μια περιγραφή του αντί-ισλαμισμού, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια συνταγή για το τι μπορεί ή όχι, να ειπωθεί για το Ισλάμ (9)». Τα τελευταία χρόνια, ο όρος ισλαμοφοβία έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές για να αποσιωπήσει την κριτική απέναντι σε οποιαδήποτε όψη του Ισλάμ, η οποία θεωρείται ως μία νέα μορφή ρατσισμού. Στην πραγματικότητα βέβαια, όσοι την ασκούν αμφισβητούν κυρίως τις αξίες του ισλαμικού συστήματος παρά την κοινωνική/φυλετική θέση των μουσουλμάνων. Με το να προωθεί έτσι κάποιος την ιδέα της ισλαμοφοβίας, συνηγορεί σ’ ένα Ισλάμ που βρίσκεται πέραν οποιασδήποτε κριτικής. Οι πρόσφατοι δε ισχυρισμοί περί «ισλαμοφοβικής επιδημίας» βασίζονται σε μια υποκειμενική κι εντυπωσιοθηρική μεθοδολογία. Η έκθεση της επιτροπής The Runnymede Trust βρίθει σχολίων κι υποσημειώσεων, γραμμένων από κάθε λογής ενδιαφερόμενους και νεαρούς μουσουλμάνους. Οι εντυπώσεις αυτών των αυτόκλητων ομάδων ανθρώπων χρησιμοποιήθηκαν ως «στοιχεία» ή «πρωτογενείς πηγές». Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, απόψεις που είναι επικριτικές και που σε μια δημοκρατική κοινωνία θα έθεταν τις βάσεις για έναν έγκυρο διάλογο, χαρακτηρίζονται ως «στενόμυαλες όψεις του Ισλάμ» άρα μορφές ισλαμοφοβίας. Όσοι υποστηρίζουν ότι το Ισλάμ μένει απαθές μπροστά στις νέες πραγματικότητες ή ότι είναι σεξιστικό, ανορθολογιστικό κι ότι, λίγο-πολύ, αποτελεί πολιτική ιδεολογία, απαξιώνονται ως ισλαμοφοβικοί. Κυριολεκτικά πλέον, κάθε σχετική κριτική μεταφράζεται σε ισλαμοφοβία. Το χειρότερο; Η χρήση του όρου αυτού, θολώνει τις διαφορές ανάμεσα στην, ερχόμενη από κοσμικές πηγές, κριτική και τις προκαταλήψεις, που θεωρούνται πλέον παράγωγα της ίδιας φοβίας. Στην σύγχρονη φοβική φαντασία απαγορεύεται στους ανθρώπους, να έχουν αρνητική ή επιθετική άποψη σχετικά με τον τρόπο ζωής ή την κουλτούρα των άλλων. Ο όρος φοβία υπαινίσσεται ότι εάν έχεις αντιρρήσεις ως προς έναν τρόπο ζωής, τότε είσαι ένας διαταραγμένος μισαλλόδοξος. Υπό τέτοιες συνθήκες, η κριτική απέναντι σε μια θρησκεία μοιάζει με ιεροσυλία. Η ελευθερία του λόγου κι ο ανοιχτός διάλογος καθίστανται πολυτέλειες σ’ έναν κόσμο, όπου το να προσβάλλεις κάποιον θεωρείται ως μια απολύτως ασυγχώρητη αμαρτία. Τρίτον, η προώθηση της ρητορικής της φοβίας προσδίδει στις προκαταλήψεις έναν υποκειμενικό κι αυθαίρετο χαρακτήρα. Δεν μετρά το τι λες ή εννοείς, αλλά το πως εκλαμβάνεται ο λόγος ή η σκέψη σου και ποια είναι κατά συνέπεια η διάγνωση. Η διάγνωση όμως της φοβίας είναι εξαιρετικά υποκειμενική: έχει να κάνει με την ερμηνεία, ή την εικασία, περί των αληθινών κινήτρων κάποιου. Κι άπαξ και διαγνωστείς ως φορέας φοβίας, είναι σχεδόν αδύνατο να υποστηρίξεις το αντίθετο. Αναλογιστείτε τον ισχυρισμό της επιτροπής The Runnymede Trust ότι η ισλαμοφοβία στη Μ. Βρετανία είναι ευρέως διαδεδομένη. Ένας απ’ τους υπερασπιστές αυτής της άποψης, ο Δρ Αμπντουλτζαλίλ Σατζίντ, δήλωσε ότι η Βρετανία είναι «θεσμικά ισλαμοφοβική» (10). Η φράση «θεσμική ισλαμοφοβία» έχει μεγάλη σημασία: πατά συνειδητά στα χνάρια της φράσης «θεσμικός ρατσισμός», η οποία χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1999 στην έκθεση Μακφέρσον, τη σχετική με τον τρόπο που η αστυνομία χειρίστηκε την υπόθεση της δολοφονίας του Στίβεν Λόρενς (ο νεαρός βρετανο-τζαμαϊκανός, μαχαιρώθηκε στη στάση του λεωφορείου 1993 κι απ’ τους πέντε υπόπτους δεν καταδικάστηκε κανείς). Σύμφωνα πάντα με τη σύγχρονη τάση να εξετάζονται υπό το πρίσμα της ψυχολογίας όλες οι ανθρώπινες εμπειρίες, ο ρατσισμός θεωρείται πια ως μια ημί-συνειδητή ψυχολογική διαδικασία. Έτσι, η έκθεση Μακφέρσον με την επιρροή της κατάφερε να κωδικοποιήσει και να ενσωματώσει τ’ ανθρώπινα συναισθήματα μέσα στο σκεπτικό του νόμου. Ο Μακφέρσον όρισε τον «θεσμικό ρατσισμό» σαν διανοητικό πρόβλημα, δηλώνοντας ότι «μπορεί να γίνει αντιληπτός σε

διαδικασίες, στάσεις και συμπεριφορές που έχουν ως αποτέλεσμα τις διακρίσεις λόγω ακουσίων προκαταλήψεων, άγνοιας, απερισκεψίας και φυλετικών στερεοτύπων, κάτι που φέρνει σε δυσμενή θέση τις εθνοτικές μειονότητες». Η κεντρική λέξη εδώ είναι το «ακούσια»: μια ασυνείδητη αντίδραση, η οποία υπαγορεύεται από συναισθήματα που δεν μπορούν να ελεγχθούν ή να δαμαστούν. Σ’ έναν κόσμο όμως, όπου ο «ακούσιος ρατσισμός» αντικαθιστά τον πραγματικό, κάθε πράξη μπορεί, δυνητικά, να διαγνωστεί ως παράγωγο προκατάληψης ή φοβίας. Τέταρτον, η τάση να χαρακτηρίζονται οι αντίπαλοί μας βάσει μιας ψυχιατρικού τύπου διάγνωσης, έχει ως αποτέλεσμα τη «νοσοποίηση» της διαφωνίας και της αντιγνωμίας. Οι, ολοκληρωτικού χαρακτήρα, συνέπειες αυτού γίνονται κατανοητές αν εξεταστεί η περίπτωση της σταλινικής Ρωσίας, όπου οι διαφωνούντες φυλακίζονταν, συχνά, σε ψυχιατρικά άσυλα. Στις δυτικές κοινωνίες τα φοβικά άτομα δεν φυλακίζονται, μόνο στιγματίζονται κι απομακρύνονται απ’ τους κύκλους της αβροφροσύνης και των καλών τρόπων. Πόσο απέχουμε, όμως, απ’ το να προτρέπουμε τους «ακουσίως φοβικούς», να παρακολουθούν σεμινάρια διαχείρισης θυμού ή να τους πιέζουμε ν’ αυξήσουν την κοινωνική τους ευαισθησία και ν’ αναμορφωθούν; Πέμπτον, παρ’ ότι ο όρος φοβία υποβαθμίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε φόρμα ιατρικής κατάστασης, είναι κάτι περισσότερο από απλή διάγνωση: είναι κανονική δήλωση ηθικής καταδίκης. Ο ομοφοβικός ή ο ισλαμοφοβικός ειν’ ένα άρρωστο άτομο, του οποίου τα επιχειρήματα κι οι ιδέες δεν είναι για να τις παίρνει κανείς στα σοβαρά. Όσο για τους ακουσίως φοβικούς, είναι ξεκάθαρο ότι δεν ελέγχουν τη συμπεριφορά τους. Είναι σαφέστατα ηθικά κατώτερα άτομα, δίχως εκείνη τη συναισθηματική ευελιξία που είναι απαραίτητη στα μέλη μιας σύγχρονης κοινωνίας. Η στροφή στην «ψυχολογικοποίηση» της δημόσιας ζωής δεν κάνει κάτι, επί της ουσίας, ώστε να προστατέψει όσους είναι στόχοι του φανατισμού και της προκατάληψης. Η αντιμετώπιση της μισαλλοδοξίας ως ασθένεια, υποβαθμίζει ολόκληρο το σχετικό αγώνα κι αποθαρρύνει επιπλέον τους ανθρώπους, απ’ το να εκφράσουν τις σκέψεις τους και να πάρουν μέρος σε μία ανοιχτή συζήτηση.

Σημειώσεις: (1) Δες: http://www.phobialist.com (2) Δες: Oxford English Dictionary (3) Δες: George Weinberg, Love is Conspiratorial, deviant & magical (4) Το επιχείρημα αναπτύσσεται στα κεφάλαια 1 και 3 στο βιβλίο του Frank Furedi, Therapy Culture: Cultivating Vulnerability In An Anxious Age, Routledge, 2004 (5) Δες: United Nations Press Release, Secretary General: Addressing headquarters seminar on confronting Islamophobia (6)Δες: Frontline Fellowship (http://www.frontline.org.za/), Christophobia (7) Δες: Media Christophobia is destroying democracy (http://www.chp. ca/arc-CHP-Communique/communique_11_31.htm) (8) Δες: Peter Hitchens, Israel is our front line whether we like it or not, Mail on Sunday, 26 Ιουλίου 2007 (9) Δες: Kenan Malik (http://www.kenanmalik.com/), The Islamophobia Myth (10) Δες: Islamophia pervades UK – report, BBC News, 2 Ιουνίου, 2004

Abstract: There is something rotten in the trend to label political or cultural views as phobias that must be treated. Frank Furedi’s article on therapy culture, society and politics was first published at www.spikedonline.com on the 21 of May, 2007 under his “Really Bad Ideas” column. His work can also be found at www. frankfuredi.com.

6:35 min


Στάνα Γκιομπσίμοβιτς, 73 ετών. Η γυναίκα απ’ την Πρίστινα, βρέθηκε το ‘99 στο σπίτι του αδερφού της στο Κόσοβο-Πόλιε. 25 άτομα, αλβανοί, εισέβαλλαν στο σπίτι τη βίασαν και την πέταξαν απ’ τον 2ο όροφο. Σέρβοι αστυνομικοί την έσωσαν αλλά έχασε το ένα της μάτι. Σήμερα έχει καρκίνο του στήθους, διαβήτη και ψυχολογικά τραύματα. Ζει σε κοντέινερ και ξοδεύει όλη σχεδόν τη χρηματική βοήθεια σε φάρμακα.

Η Μόιρα χαιρετά τον Άνγκελ που ζει σε κοντέινερ έξω απ’ τη Γκρακάνιτσα, στον προσφυγικό καταυλισμό που έγινε για τους εκδιωχθέντες σέρβους το 1999.

6:35 min


Πρόσφυγες

στην ίδια τους τη χώρα

Κείμενο και φωτογραφίες: Στεφανία Μιζάρα Πρόλογος κι επιμέλεια: Λουκάς Τσουκνίδας

Μοιάζει εντελώς παράλογο να ζεις την εμπειρία της προσφυγιάς μέσα στον τόπο σου. Στο Κόσοβο, που διεκδικεί άγαρμπα το δικαίωμα στην πολιτική σταθερότητα, οι καταυλισμοί των εσωτερικών προσφύγων αποτελούν μια σκληρή πραγματικότητα. Τον Φεβρουάριο που μας πέρασε, είχαμε ακόμα μία εξέλιξη στην περιοχή των Βαλκανίων. Το Κόσοβο, μήλον της έριδος εδώ και πολλά χρόνια μεταξύ της Σερβίας και των ντόπιων αλβανών (που αποτελούν και την συντριπτική πλειοψηφία), κυρήχθηκε ανεξάρτητη δημοκρατία απ’ τους τελευταίους. Η διακύρηξη αυτή αναγνωρίστηκε από κάποιους και καταγγέλθηκε ως παράνομη από κάποιους άλλους (ανάμεσά τους φυσικά κι οι σέρβοι), όπως ήταν αναμενόμενο μετά από μια τόσο μακροχρόνια και συζητήσιμη διαμάχη. Όποιο κι αν είναι το τελικό αποτέλεσμα σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο, πίσω απ’ τις διεθνείς διαιτησίες και τις υπό-εξέλιξη σχέσεις μεταξύ των άμεσα ενδιαφερομένων, σημασία έχει οτι πολλοί άνθρωποι ξεριζώθηκαν νύχτα απ’ τον τόπο τους χωρίς να τους δώσει κανείς εξηγήσεις. Κάποιοι απ’ αυτούς, πρόσφυγες μέσα στα όρια της χώρας όπου μεγάλωσαν, μεταφέρθηκαν πλέον σε οικισμούς όπου τους παρέχονται πιο ανθρώπινες συνθήκες. Κάποιοι άλλοι, λιγότερο τυχεροί, συνεχίζουν να ζουν σε τέσσερις προσφυγικούς καταυλισμούς κάτω από συνθήκες που ποικίλλουν σε αθλιότητα. Η φωτογράφος Στεφανία Μιζάρα βρέθηκε εκεί, λίγο μετά τη διακύρηξη της ανεξαρτησίας και μοιράζεται σήμερα μαζί μας τις εικόνες και τις παρατηρήσεις της.

Ένα κορίτσι κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο ενός εγκατελλειμένου σπιτιού, δίπλα στο εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας στο Όμπιλιτς.

6:35 min


Προς τη Μιτρόβιτσα, Φεβρουάριος ‘08 (3η μέρα μετά τη διακύρηξη) Φεύγουμε μεσημέρι από Θεσσαλονίκη. Το φως είναι τελείως φλατ, το τοπίο συνδυασμός βουκολικού με βιομηχανικό. Μεγάλα εργοστάσια κι άχαροι κάμποι κάτω απ’ τον ασπριδερό χειμωνιάτικο φωτισμό. Η υποψία οτι θα χιονίσει δεν φέρνει καμία αισιοδοξία ούτε χαρά. Σύνορα με Σκόπια. Μουντό βαλκανικό τοπίο, ανησυχητικό… Μοιάζει επίπεδο ακόμα κι όταν διασχίζει κανείς τα βουνά. Η πόλη των Σκοπίων ξεπροβάλει χωρίς να προκαλεί καμία ιδιαίτερη εντύπωση, εκτός απ’ τα δείγματα πολύ γρήγορου εξευρωπαϊσμού στα μαγαζιά και τις πινακίδες. Σε συνδυασμό με την βαλκανική προχειρότητα των κτιρίων και των δρόμων, δημιουργούν μια αίσθηση ματαιότητας. Μετά από ‘κει, βουνά κατάλευκα, ο καιρός γίνεται πιο κλειστός και το χιόνι αρχίζει να πέφτει.

σμένη πολη που χωρίζεται στην μέση απ’ τον ποταμό Ίμπαρ. Μια μοντέρνα γέφυρα, καλατραβίσια, έχει αντικαταστήσει την, πολύπαθη και βομβαρδισμένη, παλαιότερη. Στρατιώτες κι οχήματα σε ετοιμότητα και στις δύο πλευρές της. Νέα ανησυχητικά αρχίζουν να διαδίδονται με ύπουλο τρόπο κατά την ηλιόλουστη αυτή μέρα, σαν πετραδάκια που πέφτουν στο νερό φτιάχνοντας όλο και μεγαλύτερους κύκλους. Πούλμαν με σέρβους κατεβαίνουν απ’ τα σύνορα, δύο συνοριακά φυλάκια καίγονται, εξαγριωμένοι σέρβοι σπάσαν στο ξύλο έναν ξένο ανταποκριτή... Κι ως συνήθως, οι ιστορίες παραλλάσονται, η σημαντικότητα τους αυξάνει ή φθίνει ανα πεντάλεπτο. Το μεσημέρι, μια βόλτα ως τα σύνορα μας αποδεικνύει οτι, ναι, τα φυλάκια έχουν καεί και βανδαλιστεί κι οι στρατιώτες των Ηνωμένων Εθνών παίρνουν κομπιούτερ, καίνε έγγραφα και φεύγουν, χωρίς βέβαια ν’ απαντούν σε καμία ερώτηση. Ένας κοσοβάρος αστυνομικός που μας σταματά για έλεγχο πιο κάτω, ρωτά τα νέα. «Α, δεν είναι πιά κανείς στα σύνορα. Α, και δεν φοράω το αλεξίσφαιρο γιλέκο μου…»

Στα σύνορα, οχήματα KFOR ή UN κι ένστολοι διαφόρων ειδών κι εθνικοτήτων σε κάνουν να καταλάβεις ότι μπαίνεις σ’ έναν τόπο περίπλοκο και βασανισμένο. Φτάνουμε στην Πρίστινα το βράδυ. Φώτα και σημαίες παντού. Νιφάδες χιονιού στροβιλίζονται μπροστά απ’ τα φώτα των οχημάτων που περνούν κορνάροντας, φορτωμένα ανθρώπους με σημαίες στα χέρια. Η χαρά είναι έντονη, περνά έξω απ’ το τζάμι του αυτοκινήτου και σε διαπερνά, ακόμα κι αν είσαι ξένος προς την ιστορία του τόπου. Και ακόμα κι αν είσαι παγωμένος απ’ το κρύο βγαίνεις έξω να πάρεις μέρος στο πανηγύρι.

Μετά τις πρώτες αντιδράσεις των σέρβων στην διακύρηξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, οι αλβανοί άρχισαν να παίρνουν θάρρος. Ένα μήνα μετά, οι σέρβοι αστυνομικοί παραιτήθηκαν για να μην υπηρετούν στην κοσοβάρικη αστυνομία. Προσελήφθησαν στη θέση τους αλβανοί και δύο μέρες μετά άρχισαν να παρενοχλούν και να εκφοβίζουν τους κατοίκους της Γκρακάνιτσα. Μπλόκα, εξακριβώσεις στοιχείων κτλ.

Το πρωί, μια βόλτα στην παγωμένη πόλη σε κάνει να νιώθεις σαν σε σπίτι που ετοιμάζεται για μια μεγάλη γιορτή. Πάγκοι με μπύρες, πορτοκαλάδες και διάφορα σνάκ στήνονται στον κεντρικό πεζόδρομο που οδηγεί στο Κοινοβούλιο, προσφορές εταιρειών και καταστημάτων. Ο κόσμος περνάει με σακούλες και φορτώνεται πράγματα κρατώντας ή φορώντας σημαίες. Ενάς πάγκος με μαγιονέζες και κέτσαπ τραβά την προσοχή μου λόγω του παραλόγου. Η μέρα τραβά με την ίδια ευφορία, παρότι ο κόσμος που συνεχίζει να μαζεύεται κι οι κόκκινες σημαίες με τον δικέφαλο αετό δημιουργούν μια αίσθηση επιθετικότητας. Αυτήν όμως, την κατανευάζει η υπέρμετρη χαρά των ντόπιων. Οι εορτασμοί τελειώνουν με πυροτεχνήματα, που κρατούν μέχρι αργά την νύχτα.

Στη βόρεια πλευρά της Μιτρόβιτσας (δηλαδή τη σερβική), σ’ ένα παλιό σχολείο, μένουν από το ‘99 σέρβοι πρόσφυγες απ’ την νότια μεριά της πόλης (την αλβανική). Το σχολείο χρησιμοποιήθηκε σαν προσφυγικός καταυλισμός απ’ την Ύπατη Αρμοστεία των Ενωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR, www.unhcr. org), αρχικά σαν προσωρινή λύση, αλλά μέχρι σήμερα οι 68 αυτοί ανθρωποι μένουν σε διαδρόμους κι αίθουσες διδασκαλίας πρόχειρα διαμορφωμένες, χωρίς τουαλέτες, μπάνια κτλ.

Η ατμόσφαιρα επηρεάζει και τους ανθρώπους των ΜΜΕ που βρίσκονται για πολλοστή φορά στην προβληματική αυτή γωνιά των Βαλκανίων. Χαιρετιούνται, θυμούνται ιστορίες και μοιάζουν να μην το πιστεύουν οτι τα προβλήματα λύθηκαν. Και δικαίως, διότι απ’ την επόμενη κιόλας μέρα, οι πληροφορίες μας στέλνουν σε διάφορα σέρβικα χωριά γύρω απ’ την Πρίστινα, όπου διαδηλώνουν ενάντια στην ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου απ’ τη Σερβία. Κι ενώ στην πρωτεύουσα οι βόλτες με τις σημαίες συνεχίζουν, τα κορναρίσματα και οι κραυγές χαράς σβήνουν καθώς τριγύρω δυναμώνουν οι φωνές διαμαρτυρίας. Οι εικόνες των πυροτεχνημάτων στα διεθνή μέσα αντικαθίστανται από εικόνες βίας στο Βελιγράδι. Την επόμενη μέρα, κάναμε μια βόλτα στη Μιτρόβιτσα, τη διχα-

6:35 min

Στην απέναντι όχθη είναι το σπίτι τους

Συνεργάζομαι με την Υπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες εδώ κι έναν χρόνο και οι δύσκολες συνθήκες ζωής των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, δε μου είναι άγνωστες. Πολυμελείς οικογένειες που ζουν σ’ ένα και μοναδικό δωμάτιο, με κοινή κουζίνα, χωρίς θέρμανση, μπάνια και τουαλέτες, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, δίχως δυνατότητα να βρουν εργασία, σε χώρες εχθρικές, όπου τους αντιμετωπίζουν σαν πολίτες β’ κατηγορίας. Αλλά η περίπτωση των σέρβων και των τσιγγάνων του Κοσόβου είναι αρκετά ιδιόμορφη γιατι είναι πρόσφυγες στον ίδιο τους τον τόπο. Οι κάτοικοι του παλιού σχολείου στην Μιτρόβιτσα μπορούν να περάσουν την γέφυρα του ποταμού Ίμπαρ και να επισκεφθούν το σπίτι τους στο οποίο τώρα μένουν αλβανοί. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους πρόσφυγες είναι ηλικιωμένοι, αναλφάβητοι ή άτομα με διανοητικά προβλήματα και δεν μπορούν να δουλέψουν στο, έτσι κι αλλιώς, χτυπημένο απ’ την ανεργία Κόσοβο. Η σέρβικη κυβέρνηση τους χρηματοδοτεί για να μείνουν στην περιοχή και χτίζει οικισμούς για να τους μεταφέρει στην Γκρίζα Ζώνη (συγκεκριμένα στη βόρεια όχθη του ποταμού) αλλά οι πιο


Γιεφτίμιγια και Μπρόνισλαβ Κόστιτς, 63 και 35 ετών αντίστοιχα. Μητέρα και γιος πάσχουν και οι δύο από διανοητική στέρηση. Ζουν με επιδόματα ενώ απ’ το 1999 έχουν μετακομίσει πίσω στη νότια πλευρά της Μιτρόβιτσα. (άνω & κάτω φώτο)

6:35 min


Ζόριτσα και Ράντομιτς Μιλαντίνοβιτς, 68 και 78 χρονών αντίστοιχα. Όλη η ακίνητη περιουσία των δυο αγροτών απ’ τη Ζλάτινα Μαγκιόρα κάηκε. Για 2 χρόνια ζουν στο μοναστήρι της Γκρακάνιτσα ενώ ο γιος τους ζει στη Σερβία. “Θα μπορούσα να πάω στη Σερβία αλλά δε με περιμένει τίποτε εκεί. Ούτε κι εδώ έχω, αλλά εδώ είναι ο τόπος μου, οι φίλοι μου.” (άνω & κάτω φώτο)

6:35 min


πολλοί, είναι ακόμα στη λίστα αναμονής. Οι τσιγγάνοι πάλι, που είχαν εκδιωχθεί προς τη βόρεια πλευρά, έχουν στην πλειοψηφία τους επανεγκατασταθεί σε οικισμούς στην παλιά τους συνοικία. Κατά την επίσκεψή μου στο Κόσοβο, έψαξα να βρω που αλλού μένουν εσωτερικοί πρόσφυγες. Υπάρχουν δύο ακόμα προσφυγικοί καταυλισμοί, οπου οι άνθρωποι ζουν σε κοντέινερ στο σέρβικο χωριό Γκρακάνιτσα, 20χλμ απ’ την πρωτεύουσα Πρίστινα. Υπάρχει κι άλλος ένας καταυλισμός, άτυπος, στην Πλεμέτινα, δίπλα στο εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας του Όμπιλιτς (25χλμ απ’ την Πρίστινα), όπου μέσα σ’ εγκατελλειμένα σπίτια ζουν τσιγγάνοι που αναγκάστηκαν κι αυτοί ν’ αφήσουν άρον άρον τα χωριά τους.

Λίγες πληροφορίες για τα εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα (Internal Displaced Persons) στο Κόσοβο Η Σερβία και το νεοσύστατο ανεξάρτητο κράτος του Κοσόβου διαθέτουν το μεγαλύτερο αριθμό εσωτερικών προσφύγων στην ευρύτερη περιοχή. Η αφομοίωσή τους στις νέες περιοχές είναι προβληματική, λόγω έλλειψης υποδομών, στρατηγικών ανάπτυξης και πόρων. Η σημερινή κατάσταση στο Κόσοβο, μετά τη διακύρηξη της ανεξαρτησίας, είναι πιο αβέβαιη, καθώς η ένταση μεταξύ των δύο κρατών και των, εντός Κοσόβου, αντίστοιχων κοινοτήτων έχει αυξηθεί. Η Ύπατη Αρμοστεία παρέχει την απαραίτητη βοήθεια σε μέλη μειονοτήτων που επιστρέφουν στον τόπο τους, περίπου 21.000 ανθρώπους μέσα στο Κόσοβο. Η ελευθερία κίνησης κι η πρόσβαση σε υπηρεσίες, στέγη, εργασία, πολιτικά δικαιώματα, σωστή πληροφόρηση, νομική και ιατρική βοήθεια παραμένουν πρώτες ανάγκες για τους πρόσφυγες εκεί. Έρευνες του ‘06 και ‘07, έδειξαν ότι, άσχετα με την εθνότητα, το πιο δύσκολο πρόβλημα για τους εσωτερικούς πρόσφυγες είναι η έλλειψη ευκαιριών για καλύτερη διαβίωση. Επιπλέον, πολλοί πρόσφυγες ζουν σε προσωρινά καταλύματα κι είναι εκτεθειμένοι, με αποτέλεσμα ν’ αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας. Η επαρκής περίθαλψη δεν είναι προσβάσιμη από ηλικιωμένους και παιδιά. Οι γυναίκες ανησυχούν περισσότερο για την παροχή ρεύματος, νερού, θέρμανσης και μεταφορών ενώ οι άνδρες ζητούν περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Το γενικότερο κλίμα ανασφάλειας, είναι συνέπεια, παλαιότερων και πρόσφατων, δυσάρεστων περιστατικών κατά των μειονοτήτων κι αντικατοπτρίζει την έλλειψη εμπιστοσύνης, από μέρους τους, σε κάθε είδους κυβέρνηση ή οργανισμό. Abstract: Photographer Stefania Mizara visited the refugee camps in the new independent state of Kosovo. These are some of her images and notes.

Η Πλεμέτινα είναι τμήμα της περιφέρειας του Όμπιλιτς, βορειοδυτικά της Πρίστινα πάνω στον δρόμο προς Μιτρόβιτσα. Σήμερα, φιλοξενεί ακόμα πρόσφυγες σε κοντέινερς κι εγκατελλειμένα σπίτια. Γύρω στις 50 οικογένειες, τοποθετήθηκαν σ’ αυτό το κτίριο που έχτισε η σερβική κυβέρνηση γι’ αυτούς.

6:35 min


6:35 min


του Λουκά Τσουκνίδα

So nice that it’s nasty so bangin’ it’s bustin’ so sweet that it’s sick so dope, it’s disgusting So Sick B.E.N.E.F.I.T.

Η μόνη εναλλακτική λύση για την ανθρωπότητα απ’ το 1997

Πριν η Μόσχα γίνει η πιο ακριβή πόλη στον κόσμο ήταν ο Νο1 σταθμός για δυτικούς σωτήρες, καιροσκόπους δηλαδή και τυχοδιώκτες, όλων των μεγεθών. Δύο παράξενοι αμερικάνοι έκαναν πλάκα μ’ αυτούς κι όλο το ρωσικό σύστημα για 11 χρόνια πριν τους κλείσουν τελικά το στόμα... όχι όμως για πολύ. Όσο ο κόσμος κλαίγεται για την παραπληροφόρηση και την υπερπληροφόρηση, τη χειραγώγηση των ΜΜΕ και από τα ΜΜΕ, τα τζούφια DVD των εφημερίδων και τις τζούφιες απόψεις τους, τα δημοσιογραφικά καρτέλ και τις κατευθυνόμενες δημοσκοπήσεις, την ελευθερία του Τύπου και την αδυναμία του να την εφαρμόσει... όσο ο κόσμος πάει κατά διαόλου, υπάρχει μία μόνη εναλλακτική λύση, μια εφημερίδα που γράφει τα πάντα στ’ αρχίδια της και πάνω απ’ όλα τους αναγνώστες της. Η εκδίκηση του ψυχρού πολέμου, λέγεται The eXile (με το X μεγάλο) κι εκδιδόταν μέχρι το πρόσφατο εκβιαστικό κλείσιμό (1) της από έναν αμερικάνο αυτοεξόριστο... στη Μόσχα!

Κάποτε στη Μόσχα Το Πάσχα του 1990 βρέθηκα σε μια οργανωμένη εκδρομή στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Ήταν οι πρώτες ημέρες της ιστορικής αλλαγής και το ταξίδι περιλάμβανε τρεις σταθμούς, το Λένινγκραντ ή Αγία Πετρούπολη, το Κίεβο και τη Μόσχα. Σήμερα, 18 χρόνια μετά, δε θυμάμαι και πολλά, πέρα απ’ το Ερμιτάζ, τις άδειες βιτρίνες των μπακάλικων, το Κρεμλίνο, τ’ απείραχτα ραδίκια στους δρόμους του Κιέβου, το μαυσωλείο του Λένιν και τα ποντίκια να σπινιάρουν στη βρώμικη μοκέτα του μεγαλύτερου, τότε, ξενοδοχείου στον κόσμο. Άντε και το πανόραμα της μάχης του Μποροντίνο, τον γηραιό αγωνιστή του γκρουπ με το γούνινο καπέλο που αρνιόταν να δεχτεί την παρακμή (μάλλον ήττα) της ουτοπίας του, τους μαλάκες νεόπλουτους που τον κορόιδευαν σε κάθε ευκαιρία, τους μαυραγορίτες σερβιτόρους και τις πόρνες στο φουαγιέ.

Και φυσικά, τα ολοκαίνουργια (31/1/1990) μεγαλύτερα Μακντόναλντς του κόσμου, το στολίδι της Μόσχας. Μετά τα τζιν, η πρώτη αυθεντική διείσδυση στη ρωσική καθημερινότητα, αφού τα υπόλοιπα εισαγόμενα προϊόντα δεν ήταν διαθέσιμα, παρά μόνο στους ξένους και την ντόπια νομενγκλατούρα (σπουδαία λέξη). Τα Μακντόναλντς δέχονταν ρούβλια και περιποιούνταν τους πάντες χωρίς ταξικές διακρίσεις. Όπως παλιά... Μιας και είμασταν αρκετό καιρό πριν την εποχή του supersize, το μόνο υπερμεγέθες στα Μακντόναλντς της Μόσχας ήταν η ουρά των πελατών, που τύλιγε τη μισή περίμετρο της πλατείας Πούσκιν. Δεν μπορώ να περηφανεύομαι ότι έγραψα ιστορία ως ο πρώτος έλληνας που έφαγε Μπιγκ-Μακ πίσω απ’ το παραπέτασμα, αφού οι ουρές ήταν κάτι που δεν είχαμε συνηθίσει να υπομένουμε, πόσο μάλλον για πλαστικά μπιφτέκια. Οι ντόπιοι πάντως είχαν άπειρο χρόνο κι ήταν πρόθυμοι να τον πετάξουν στο περίμενε, όσο οι αρχιμάγιστροι της οικονομικής αναμόρφωσης έμπαιναν ένας-ένας απ’ τη δυτική πύλη. Βρετανοί, γερμανοί, βέλγοι, ολλανδοί, γάλλοι και κυρίως αμερικάνοι. Πολλοί αμερικάνοι. Λίγους μήνες και μερικές χιλιάδες μιλκ-σέικ μετά, ακόμα δυο έποικοι έσκασαν μύτη στη Ρωσία.

Ο σύντροφος Μαρκ Έιμς... ...γεννήθηκε, μεγάλωσε κι έμαθε να μισεί την πατρίδα του στην Καλιφόρνια, «το μέτρο με το οποίο όλες οι κουλτούρες του κόσμου συγκρίνουν τον εαυτό τους.” Ως φοιτητής στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, ανέπτυξε τις πρώτες τάσεις ριζοσπαστισμού, επαναστατικότητας και δημιουργικής αντίστασης μέχρι ν’ αποφοιτήσει και ν’ αντιληφθεί ότι εκτός πανεπιστημιούπολης, είναι ακόμα ένας ξοφλημένος πριν την ώρα του, ακυρωμένος απ’ την πραγματικότητα, αντικομφορμιστής: «Μετά από 5 χρόνια στο Μπέρκλεϊ, είχα μια διαστρεβλωμένη και άχρηστη αντίληψη της αμερικάνικης πραγματικότητας. [...] Το κολέγιο ήταν ένα πάρκο για προστατευμένα είδη, μια βιτρίνα διαφωνούντων, μια καλοκαιρινή κατασκήνωση, ένας χώρος άκακου ριζοσπαστισμού, μια πανεπιστημιούπολη γεμάτη από είρωνες κι ευφυολόγους κολεγιόπαιδες .»

6:35 min


6:35 min


Μετά το πανεπιστήμιο, το ‘91, ο πτυχιούχος πλέον Έιμς, αδρανής πολίτης και υποτιμημένο (κατά τον ίδιο πάντα) συγγραφικό ταλέντο, αποφάσισε να κάνει ένα ταξίδι στην Ευρώπη μ’ ένα δεκαπενθήμερο σταθμό στην Αγία Πετρούπολη. Εκεί, ήρθε σ’ επαφή μ’ έναν τρόπο ζωής, που οι συγγραφείς αρέσκονται να μυθοποιούν μέσα απ’ τα κείμενά τους αλλά, πολύ συχνά, δε θα τολμούσαν να βιώσουν. Πλήρες χάος, ναρκωτικά, πορνεία, διαφθορά, τραμπουκισμοί και γενικά μια κοινωνία σε τεντωμένο σχοινί, ότι πιο ακραία ζωντανό έζησε ποτέ του το αμερικανάκι απ’ την προαστιακή δυτική ακτή. Κάτι άλλαξε μέσα του κι ορκίστηκε να επιστρέψει. Έτσι, το ‘93, μετά από ένα ταραχώδες (όσο κι άσκοπο) πήγαιν’ έλα Καλιφόρνια-Πράγα-Καλιφόρνια κι ένα αφροδίσιο (ενθύμιο απ’ την Πετρούπολη) που τον καθήλωσε για σχεδόν ένα χρόνο, έγινε επιτέλους κάτοικος Μόσχας. Το σχέδιό του ήταν να μπορέσει μέσα σ’ αυτό το γοητευτικό χάος, κάποια στιγμή, να επιβιώσει γράφοντας. Μέχρι τότε όμως, έμπλεξε με διάφορες δουλειές γνωρίζοντας έτσι τι σήμαινε ξένος, επενδυτής ή τυχοδιώκτης, στη Ρωσία. Η πρώτη του φουλ-τάιμ δουλειά ως δημοσιογράφος ήταν στο Living Here, μια εφημερίδα που φιλοδοξούσε να γίνει η εναλλακτική λύση έναντι των δύο άλλων αγγλόφωνων της Μόσχας. Μιας και διοικούνταν από γελοίους που έστηναν ψιλοκομπίνες ενώ αδυνατούσαν να πληρώσουν τους εργαζόμενους, έφτασε γρήγορα στα πρόθυρα της διάλυσης. Ο Έιμς και κάποιοι άλλοι τράβηξαν την πρίζα κι έφυγαν. Αν ήθελαν να τα σκατώσουν, μπορούσαν και μόνοι τους. Ίδρυσαν μια νέα εφημερίδα με τ’ όνομα The eXile. Στο μεταξύ, τα πρώην αφεντικά τους έβαλαν μπρος την επανέκδοση του Living Here. Άρχισε ένας βρώμικος αγώνας δρόμου για το ποια εφημερίδα θα κυκλοφορήσει πρώτη. Ο Έιμς κέρδισε στο νήμα, αλλά η κόντρα δεν τελείωσε εκεί. Οι αντίπαλοι είχαν ακόμα ένα όπλο... τον νέο αρχισυντάκτη.

Ο σύντροφος Ματ Ταΐμπι... ...εμφανίστηκε (ξανά) στη Μόσχα ως ο άνθρωπος που θα εξολόθρευε τον Μαρκ Έιμς για λογαριασμό των παλιών αφεντικών του. Παρά τον άστατο χαρακτήρα του, ήταν ικανός για συνεπή δημοσιογραφία και σε συνδυασμό με το δηκτικό του χιούμορ, αποτελούσε μια πιο σοφιστικέ εκδοχή της κατακίτρινης καφρίλας του Έιμς. Ο τελευταίος το ήξερε πολύ καλά κι έπρεπε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Του τηλεφώνησε στην Αμερική για να τον αποτρέψει. Απέτυχε. Ο Ταΐμπι ήταν αποφασισμένος να γυρίσει. Είχε ήδη διανύσει μια πορεία μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, πολύ πιο τρελή απ’ του Μαρκ Έιμς. Παιδί της προαστιακής Βοστόνης και γόνος δημοσιογράφων, ο Ταΐμπι ανέπτυξε από μικρός μια απέχθεια προς τις έννοιες της εγκατάστασης, της τακτοποίησης και της στοχευμένης επικερδούς κοινωνικοποίησης (ή δημοσίων σχέσεων). Το αποτέλεσμα ήταν μανιοκατάθλιψη και τάσεις φυγής, που τον έκαναν να αυτομολήσει σε κυνήγι δουλειάς στην Αγία Πετρούπολη το ‘92, μετά την αποφοίτησή του. Είχε ήδη επισκεφθεί την πόλη ως φοιτητής δυο χρόνια πριν και βρήκε το μωσαϊκό απελπισίας και χάους, ιδιαίτερα γοητευτικό. Έγινε ο δικός του μυθικός προορισμός και το κοινό του σημείο με τον Μαρκ Έιμς. Λίγο μετά τη δεύτερη άφιξή του, βρέθηκε να δουλεύει ως δημοσιογράφος στο Ουζμπεκιστάν. Ένα επικριτικό άρθρο για τον πρόεδρο, έφτανε για ν’ απελαθεί και να μετακομίσει στη Μόσχα, ως αθλητικογράφος πια για τους Moscow Times. Από εκεί και πέρα η παράλογη πορεία του έχει, επιγραμματικά, ως εξής: επιστρέφει στην Αμερική - μπλέκει με μια παντρεμένη και διαλύει το γάμο της - γυρίζει στη Ρωσία για να παίξει επαγγελματικό μπέιζμπολ - ξαναφεύγει για λογαριασμό της διαζευγμένης και γίνεται ιδιωτικός ντετέκτιβ - βαριέται κι επανέρχεται στη Μόσχα ως ρεπόρτερ - επαναλαμβάνει το πήγαιν’ έλα για τρίτη φορά και για την ίδια γυναίκα - της υπόσχεται για τέταρτη φορά ότι θα γυρίσει κοντά της, αλλά μπλέκει στο πραξικόπημα του ‘96 - αποφασίζει να παίξει

επαγγελματικό μπάσκετ στη Μογγολία - κοντεύει να πεθάνει από μια πολύ σοβαρή περίπτωση πνευμονίας - επιστρέφει επειγόντως στη Βοστόνη για περίθαλψη - γίνεται καλά, βρίσκει τον παλιό εαυτό του κι αρχίζει να ονειρεύεται τη φυγή - καλείται να γίνει αρχισυντάκτης στη νέα έκδοση του Living Here... «Έπρεπε να είναι κάποιος παρόν όταν έφτασα στη Μόσχα, για να καταλάβει με τι απελπισμένο τσούρμο ξοφλημένων έμελλε να συνεργαστώ. Ήταν μια παράλογη συνωμοταξία ανθρώπων: ένα μάτσο αποτυχημένων, άεργων εποίκων, που μάζευαν ψιλολόγια απο ‘δω κι απο ‘κεί για ν’ ανοίξουν μια ασήμαντη “εναλλακτική” εφημερίδα, σε μια πόλη, όπου ο κάθε αγγλόφωνος που δεν του έτρεχαν τα σάλια σε δημόσια θέα, μπορούσε να βγάλει 50 χιλιάρικα σε μια νύχτα από ένα κάρο δουλειές.»

Τα μεγάλα μυαλά συναντιούνται Ο Μαρκ Έιμς ήταν τρομοκρατημένος απ’ την έλευση του Ταΐμπι. Μετά το αποτυχημένο τηλεφώνημα, αποφάσισε να το τραβήξει κι άλλο. Αν δεν μπορείς να νικήσεις κάποιον (ή τουλάχιστον έτσι νομίζεις) πάρ’ τον με το μέρος σου. Κάλεσε τον Ταΐμπι σε συνάντηση με σκοπό να του ζητήσει να παρατήσει τους μαλάκες για τους οποίους δούλευε και να γίνει αρχισυντάκτης στο eXile. Ο Ταΐμπι δέχτηκε να το συζητήσει. Ήταν απελπισμένος κι ας μην το ήξερε ο Έιμς. Δεν ήθελε να καλύπτει με τη δουλειά του τους άχρηστους που βρήκε στο Living Here, αλλά και το eXile ήταν βουτηγμένο στην κιτρινίλα και τα κακόγουστα χτυπήματα στην τοπική κοινότητα των δυτικών καπιταλιστών. Όχι βέβαια ότι δεν τους άξιζε. Η νέα Ρωσία είχε ανοίξει τις μπουκαπόρτες της και μαζί με τους μεγαλοκαρχαρίες μπήκαν κι ένα σωρό παρασιτικά, βρωμερά πατόψαρα, ικανά για κάθε λογής μικροκομπίνα κι εκμετάλλευση των άπειρων ευκαιριών γι’ ανήθικο βίο. Κατά τον Έιμς, «Το να πέσεις θύμα ενός δυτικού αποδεικνύει ότι αν κι έχουν μεγαλώσει στο καπιταλιστικό σύστημα, (οι δυτικοί) αντιλαμβάνονται τα λεπτά σημεία του λιγότερο απ’ τους ρώσους. Οι τελευταίοι, έχοντας κάνει συμφωνίες με τους χειρότερους γκάνγκστερ για να επιβιώσουν, ξέρουν ότι ακόμα κι αν μπορείς να κλέψεις κάποιον ατιμώρητα, κάτι τέτοιο παραμένει κακό για την πιάτσα. Κι έχουν δει αρκετά στη ζωή τους για να ξέρουν πως, ειδικά στη Ρωσία, ο καιρός ΕΧΕΙ γυρίσματα. Ο τυπικός ξενόφερτος απατεώνας όμως, είναι ένα άθλιο σπασικλάκι, που πέρασε τον ωκεανό για ξεφύγει από τους νόμους εκείνους της φύσης που τον κατέστησαν αποτυχημένο εξαρχής. Δεν καταλαβαίνει έννοιες όπως αιτία και αποτέλεσμα γιατί έχει ξοδέψει μια ζωή για ν’ αναπτύξει άμυνες κατά της αποδοχής των ευθυνών του.» Ο Ταΐμπι τα ήξερε ήδη ολ’ αυτά. Το πάλεψε για λίγο μέσα του αλλά η ανωριμότητα του eXile έμοιαζε απείρως πιο διασκεδαστική. Δέχτηκε την προσφορά του Έιμς και συστρατεύθηκε στο ξεμπρόστιασμα της ντόπιας και ξενόφερτης διαφθοράς με όπλα την καφρίλα, τις φάρσες, τη μετα-δημοσιογραφία, το αυθεντικό μίσος κατά των ανθρώπων και κυρίως, το ανορθόδοξο ρεπορτάζ για θέματα που δεν πλησιάζουν όσοι έχουν κάτι να χάσουν. Ο Έντβαρντ Λιμόνοφ, συνεργάτης τους κι αμφιλεγόμενη φιγούρα του ρωσικού λογοτεχνικού και πολιτικού κόσμου, τονίζει ότι, «Ο Έιμς κι ο Ταΐμπι δεν έχουν συλληφθεί ακόμα, επειδή δρουν σε μια ουδέτερη ζώνη μεταξύ δύο νόμων. Ο αμερικάνικος δεν έχει ισχύ στη Ρωσία κι ο ρωσικός, δε διαβάζει αμερικάνικες εκδόσεις.»

Αυτό που βλέπεις ειν’ αυτό που παίρνεις Τα γραφεία του eXile ήταν απ’ την αρχή ο καθρέφτης του ύφους της ύλης του. Το μότο του Έιμς για το δημιούργημά του, αλλά και τη ζωή, είναι: «Χέζουμε στα μούτρα όλων.» Δεν υπάρχει κανένα μέτρο και κανένα όριο στο πόσο προσβλητικό, αισχρό και παιδαριώδες

6:35 min


6:35 min


μπορεί να γίνει το περιεχόμενο της εφημερίδας κι αναρωτιέμαι αν υπάρχει αντίστοιχο προηγούμενο, μια παρομοίως αποκρουστική κραυγή χλευασμού που ν’ άντεξε όσο το eXile: έντεκα ολόκληρα χρόνια εν μέσω απειλών, οικονομικών προβλημάτων, υπερβολικών δόσεων, δημιουργίας νέων εχθρών, φόβου και παράνοιας στην Κόκκινη Πλατεία. Ο ακραίος (ηγέτης του, παράνομου σήμερα, Κόμματος των Εθνικιστών Μπολσεβίκων) Λιμόνοφ με τα σπαστά αγγλικά του να τυπώνονται αδιόρθωτα, ο εθισμένος στην εφαρμοσμένη αντικοινωνικότητα Έιμς κι ο κυνικός μισάνθρωπος Ταΐμπι πλαισιώθηκαν από, ψευδεπώνυμους και μη, γραφιάδες που είχαν το ελεύθερο να επιτίθενται προς κάθε κατεύθυνση κι αυτό δεν άλλαξε μέχρι σήμερα. Τελευταία τρανταχτή προσθήκη, ένας τύπος ονόματι Γκάρι Μπρέκερ, που υπογράφει μια στήλη με τίτλο, The War Nerd. Ο Μπρέκερ δηλώνει συντηρητικός, κάτοχος μιας θανατηφόρα βαρετής δουλειάς γραφείου σε μια αντίστοιχα βαρετή κωμόπολη της Καλιφόρνια. Αυτό τον έκανε να εντρυφήσει στο παιδικό πάθος του, την πορνογραφική, φετιχιστική ενασχόληση με τον πόλεμο. Ως αυτοδημιούργητος αναλυτής, σχολιάζει τα πολεμικά τεκταινόμενα, κάνει συσχετισμούς μεταξύ ιστορικών περιόδων κι εκφράζει άποψη που εκτείνεται πέραν του στενού αντικειμένου του. Με λίγα λόγια, ίσως και να’ ναι ο πρώτος σχολιαστής του είδους παγκοσμίως, που κινείται άνευ ατζέντας, οικονομικής, πολιτικής ή ηθικολογικής. Είναι ο μοναδικός ουδέτερος φίλαθλος του πιο παλιού σπορ στην ιστορία και κρίνει τα τρέχοντα γεγονότα με την ψυχραιμία και την αποστασιοποίηση που του δίνει αυτή η ιδιότητα. Ακόμα κι αν είναι απλά ένας ρόλος, αφού η πραγματική ταυτότητα του Μπρέκερ είναι προς συζήτηση, είναι ανορθόδοξος, πρωτότυπος και βέβηλος, πιστός στο δόγμα του eXile. Ένα δόγμα, που εγώ αντιλαμβάνομαι κάπως έτσι: Μέσα απ’ την απόλυτη υποκειμενικότητα και τον ανένδοτο χλευασμό κάθε σοβαροφάνειας, έρχεται στην επιφάνεια η αλήθεια του καθενός, που αποτελεί μέρος μιας άλλης, γενικότερης. Όταν γράφεις συνεχώς είσαι καταδικασμένος να εκτεθείς, γιατί λοιπόν να μην είσαι εκτεθειμένος απ’ την αρχή; Η κοινοτοπία, η λογοκλοπή, το μισθοφοριλίκι και το αναμάσημα απόψεων χωρίς σκέψη, είναι μια αναπόφευκτη πληγή στον κόσμο των ΜΜΕ και για να καταπολεμηθεί χρειάζεται ένα αντίπαλο δέος. Κάποιον να φυλάει τους φύλακες δηλαδή, κάποιον που έχει βουτήξει στη λάσπη πριν αναμετρηθεί με τους «καθαρούς» κι «αξιοπρεπείς» αντιπάλους του και δεν έχει πια τίποτε να χάσει. Ο Έιμς κι ο Ταΐμπι, είναι ότι πιο κοντινό έχει ο 21ος αιώνας στον Χάντερ Τόμπσον, τον μοναδικό Δρ. της δημοσιογραφίας που αναγνωρίζω. Ο δεύτερος μάλιστα, διατηρεί πλέον την πολιτική στήλη του Rolling Stone, που άφησε κενή ο Τόμπσον όταν αυτοκτόνησε πριν από λίγα χρόνια.

Επιστρέφοντας απ’ τη Μόσχα Σ’ εκείνο το ταξίδι μου ως δεκαπεντάχρονος, είδα εικόνες που συγκρατώ μέχρι σήμερα κι άκουσα τις κουβέντες των μεγαλύτερων γύρω από τις πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις των γεγονότων που οδήγησαν στην αλλαγή. Είδα τους πολίτες μιας υπερδύναμης να μην έχουν στοιχειώδη αγαθά ενώ οι άνθρωποι του κόμματος ψώνιζαν από πριβέ σούπερ-μάρκετ και σκούπισα τον κώλο μου με κάτι σα γυαλόχαρτο, στο καλύτερο ξενοδοχείο της Μόσχας. Το μεγαλύτερο όμως μάθημα για τους ανθρώπους, το πήρα σε ελληνικό έδαφος, μετά την προσγείωση. Εξηγώ ότι επειδή το γκρουπ ήταν από Θεσσαλονίκη, ένα πούλμαν έπρεπε να μας περιμένει στο αεροδρόμιο για μας μεταφέρει απ’ την Αθήνα στα σπίτια μας. Όπως αναμενόταν, κάποιος μας κάλεσε, φορτωθήκαμε τα μπαγκάζια και κινήσαμε για το πάρκινγκ. Καθώς πλησιάζαμε, δίπλα στα μεγάλα πούλμαν, διακρίναμε κι ένα μικρότερο, καμπυλωτό με τη σκάλα πίσω, σαν κι αυτά που καβαλάν οι πακιστανοί και κρέμονται σαν τσαμπιά στη διαδρομή Ισλαμαμπάντ-Λαχώρη (υποθέτω). «Αυτό πρέπει να είναι», αστειεύτηκε ο θείος μου κι εγώ συμφώνησα, έτοιμος να διασκεδάσω μ’ αυτή την απίθανη εκδοχή. Όσο πηγαίναμε προς τα ‘κει όμως, ο οδηγός ζύγωνε επικίνδυνα το χαριτωμένο (μ’ έναν εθνίκ τρόπο) λεωφορειάκι. Μέχρι που σταμάτησε μπροστά του και μας είπε στεγνά αυτό που κοροϊδεύαμε λίγο πριν. Αμέσως μετά το πρώτο σοκ κι ενώ κάποιοι ετοιμάζονταν να οργανωθούν για ν’ απαιτήσουν κανονικό λεωφορείο, η ανθρώπινη φύση και το ένστικτο της αυτοσυντήρησης (των υπολοίπων) κυριάρχησαν. Δεν έχασαν καιρό, πέταξαν τις βαλίτσες τους όπου βρήκαν και θρονιάστηκαν στις πρώτες θέσεις που είδαν κενές, σηκώνοντας τους ώμους μπρος στις προτροπές για διεκδίκηση των στοιχειωδών δικαιωμάτων μας ως πελάτες κι άνθρωποι. Και τότε ξέσπασα. Ξέσπασα σε ασυγκράτητα γέλια, νευρικά και σαρκαστικά, σαν εκείνα στους εφιάλτες των ασπρόμαυρων ταινιών του Φώσκολου, γέλια που έκαναν τον θείο μου ν’ αγανακτήσει και να με αποκαλέσει βλάκα που δεν αντιλαμβάνομαι τη σοβαρότητα της στιγμής. Κι όμως την είχα αντιληφθεί. Δεν ήταν τόσο η προοπτική να ταξιδέψουμε 500 χιλιόμετρα μ’ αυτή τη σακαράκα (που δικαίως τον απασχολούσε), όσο η απάθεια κι ο φιλοτομαρισμός των μισών και βάλε συνταξιδιωτών μας, με τους οποίους είχαμε περάσει δέκα δύσκολες μέρες σε μια αφιλόξενη χώρα. Η μόνη αντίδραση που βρήκα ήταν να γελάσω με την καρδιά μου, γιατί κατά βάθος ήθελα να τους πλακώσω όλους στο ξύλο. Να τους δέσω πίσω απ’ το λεωφορείο και να τρέξουν, ή μάλλον να συρθούν σε όλη τη διαδρομή μέχρι να ξεράσουν τ’ άντερά τους στο πέταλο του Μαλλιακού ή να κολλήσουν στα διόδια των Μαλγάρων και το όχημα να κάνει μπρος-πίσω μέχρι να περάσουν όλοι. Ή έστω κι οι μισοί... Σκατά! Τι θα έκαναν άραγε ο Έιμς με τον Ταΐμπι;

Σημειώσεις: (1) Φαίνεται ότι το ρωσικό ΕΣΡ (που, εύλογα, είναι απείρως πιο τρομαχτικό απ’ το δικό μας), πήρε εντολή (Ιούνιος 2008) να κάνει εξονυχιστικό έλεγχο στο eXile λίγο μετά τις εξαγγελίες του Μεντβέντεφ για το πόσο αναγκαία είναι η ελευθεροτυπία στον τόπο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να φοβηθούν όσοι επιχειρηματίες διαφημίζονταν στην εφημερίδα και ν’ αποσύρουν την οικονομική τους στήριξη. Με έρανο μεταξύ των αναγνωστών, ο Ames κατάφερε να διατηρήσει την online έκδοση προσθέτοντας ένα τεράστιο «D» στο τέλος της λέξης «exile» και μεταφέροντάς την, βέβαια, σε καινούργιο server. Απ’ το www.exile.ru στο www.exiledonline.com.

Βιβλία: The eXile: Sex, Drugs and Libel in the New Russia, των Mark Ames και Matt Taibbi. Going Postal: Rage, Murder and Rebellion in America, του Mark Ames. War Nerd, του Gary Brecher. Spanking the Donkey: On the Campaign Trail with the Democrats, του Matt Taibbi.

Abstract: Loukas Tsouknidas recounts, in short, the story of the american newspaper based in Moscow, the eXile, up until its recent shut down. 6:35 min


6:35 min


Ποιος ακριβώς είναι ο flâneur, ο περιηγητής της πόλης; Μήπως ο traceur, ο παρκουρίστας, ειν’ η σημερινή μετεμψύχωσή του; Το πέρασμα απ’ τον διαβάτη στον ακροβάτη. Το να μη βρίσκεις το δρόμο σου μες την πόλη, μάλλον, δεν σημαίνει και πολλά. Πράγματα αρχίζουν να σημαίνουν και να συμβαίνουν όταν χάνεις το δρόμο σου. Κάποτε, στο γύρισμα του 19ου αιώνα, έγινε τέχνη: η τέχνη του να χάνεις το δρόμο, η τέχνη του να προσπερνάς. Κάποιοι έγιναν καλλιτέχνες στο είδος. Ή μάλλον, απλώς, προχώρησαν. Στο Παρίσι τους είπαν flâneurs. Ήταν αρκετοί, αλλά πάντα μόνοι. Θα ακολουθήσουμε έναν μετρώντας τα βήματα ενός αστικού ήρωα που, όσο περπατά ακόμα, συνεχίζει να βλέπει το δημόσιο χώρο σαν αχανή παιχνιδότοπο και να ψυχαγωγείται απ’ το ανθρώπινο θέαμα. Ο flâneur δεν έχει πατρίδα. Κι αν είχε, θα την έθαβε. Είναι πάντα κι από παντού περαστικός. Μέσα στο θολό πλήθος βρίσκει τον εαυτό του και είναι ο εαυτός του όταν χάνει την ταυτότητά του. Μπερδεμένος; Ναι, φυσικά. Όλες αυτές οι συγκινήσεις που συγχρονίζονται, ο ίλιγγος του πλήθους, το φαντασμαγορικό αλλά προσωρινό αστικό θέαμα, η ελευθερία και η ανωνυμία του, τον ρίχνουν σε μία ακαθόριστη μελαγχολία: στο «spleen» (στη γαλλική γλώσσα, η κατάσταση της ακαθόριστης μελαγχολίας). Της Μαρέττας Σιδηροπούλου

Flaneur:

περπατώ, περπατώ μες την πόλη, όταν ο χρόνος δεν είναι εδώ

6:35 min


6:35 min


Η νέα μητρόπολη κι οι λουφαδόροι πρίγκιπες 19ος αιώνας, βιομηχανική επανάσταση. Και η πόλη γίνεται μητρόπολη. Ακολουθούν τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές κι οι άνθρωποι αφήνουν την ύπαιθρο και τις πατρίδες τους. Με όρους κοινωνιολογίας μιλάμε για βιομηχανική αστικοποίηση στη Δυτική Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο σκηνικό της ταχύτατα αναπτυσσόμενης μητρόπολης, εμφανίζεται μια νέα, κάπως εκκεντρική μορφή, αυτή του flâneur. Ο flâneur (στα ελληνικά ίσως η καλύτερη απόδοση θα ήταν περιηγητής ή πλάνητας) είναι ένας διαβάτης που παρατηρεί τη μητρόπολη, ένας gentleman που περιπλανιέται στο αστικό τοπίο. Εθισμένος στην περιπλάνηση, διαβαίνει τους δρόμους ανώνυμος μέσα στο πλήθος με μοναδικό σκοπό να απολαύσει την παρατήρηση διαρκώς εναλλασσόμενων σκηνών. Είναι ένας παθητικός θεατής των αστικών δρωμένων. Βεβαίως, τα λεξικά της εποχής του 19ου έχουν την άποψη τους. Εκεί ο flâneur, παγιδευμένος αναπόδραστα στο λήμμα του, θα οριστεί ως «αρχιτεμπέλης, λουφαδόρος, άνθρωπος αθεράπευτης οκνηρίας ο οποίος δεν ξέρει πώς να υποφέρει τα προβλήματα και την ανία του». Αρχικά, ο flâneur, όπως εμφανίζεται στη μητροπολιτική σκηνή και παράλληλα στη λογοτεχνία, συνδέθηκε με την πρωτεύουσα του Παρισιού βρίσκοντας στα ποιήματα και τα κείμενα του Baudelaire την ταυτότητα και το εγκώμιό του, αλλά κι έναν «οδηγό διαβίωσης». Η (παρ)ουσία της μοντέρνας μητρόπολης (και του αστικού υποκειμένου) είναι αυτή ακριβώς η μορφή του περιφερόμενου παρατηρητή ο οποίος ατενίζει, αλλά δεν συμμετέχει στα θεαματικά δρώμενα της πόλης. Στο Paris Spleen, που γράφεται το 1869, ο Baudelaire περιγράφει λεπτομερώς τον flâneur ο οποίος, όταν αναγκάζεται να δουλέψει, γίνεται δημοσιογράφος και ζει γράφοντας σε επιφυλλίδες. Φαίνεται πως είναι ιδανικός για το επάγγελμα αυτό, καθώς είναι μια ανώνυμη φιγούρα στο αστικό πλήθος, σχεδόν αόρατος, ένας πρίγκιπας με ψηλό καπέλο, φράκο, μπαστούνι ή πούρο στο χέρι που απολαμβάνει παντού το incognito του. Είναι ο ίδιος ένας ζωντανός οδηγός πόλης. Ο flâneur δεν είναι της κλασικής παιδείας, δεν ξέρει λατινικά ή μαθηματικά, σπουδάζει μια «αστική επιστήμη» που γνωρίζει κάθε δρόμο της πόλης, κάθε ύποπτο ή απαστράπτον μαγαζί, κάθε διεύθυνση, κάθε σοκάκι. Διαβαίνει, παρατηρεί και γράφει στο περιθώριο της καπιταλιστικής ζωής. Τα κείμενά του είναι θραυσματικά, ακολουθούν κι υπαγορεύονται απ’ το ρυθμό της μητρόπολης. «Παρατηρητή, φιλόσοφο, πλάνητα —αποκαλέστε τον όπως επιθυμείτε» λέει ο Baudelaire, αλλά ο flâneur είναι κάτι περισσότερο: «ένας ζωγράφος της περαστικής στιγμής και όλων των ιχνών αιωνιότητας που περιλαμβάνει». Τι είναι λοιπόν ο flâneur, αν όχι αυτός που επιδίδεται στη flânerie… Γιατί πέρα απ’ την προφανή ταυτολογία, flânerie σημαίνει περιπλάνηση, διαφέρει όμως (όχι κατά τα λεξικά του 19ου αιώνα, σίγουρα!) απ’ την άσκοπη περιπλάνηση. Κι αυτό, γιατί συμβαίνει σε συγκεκριμένους δημόσιους χώρους της πόλης, εσωτερικούς κι εξωτερικούς: σε πάρκα, πλατείες, εμπορικές στοές κι εμπορικά κέντρα, σ’ εστιατόρια, βουλεβάρτα, σε κήπους. Με λίγα λόγια, συμβαίνει όπου συνωστίζεται κόσμος, γιατί η περιπλάνηση μπορεί να φαίνεται ατομική, αλλά έχει δημόσιο χαρακτήρα.

Κρατώντας τις αποστάσεις Αν είσαι πραγματικός flâneur, είσαι μακριά απ’ το σπίτι κι αισθάνεσαι παντού σα στο σπίτι σου. Είσαι στο επίκεντρο του κόσμου κι είσαι αόρατος στο πλήθος. Ο δρόμος ανάμεσα στις προσόψεις των κτηρίων

σου παρέχει την ασφάλεια και τη θαλπωρή που νιώθει ο αστός μέσα στους τέσσερις τοίχους του. Για έναν flâneur το φιλικό περιβάλλον είναι πάντοτε έξω απ’ το σπίτι. Η μητρόπολη γεμάτη πιθανότητες κι εκπλήξεις λειτουργεί ως τοπίο της τέχνης και της ύπαρξής του. Αντιθέτως, βρίσκει τον ιδιωτικό κόσμο και την οικιακή ζωή βαρετά και πιθανώς αιτία ναυτίας. Χωρίς πρόσβαση στο δημόσιο θέαμα η ζωή του στερείται παντελώς την απόλαυση, γιατί η μεγαλύτερη απόλαυση για τον flâneur είναι ν’ ανακατεύεται με το πλήθος, με το χείμαρρο, το συμπτωματικό και το προσωρινό. Παρότι, όμως, η πόλη και τα πλήθη είναι απαραίτητα συστατικά της ηδονοβλεπτικής παρατήρησης, ο flâneur κρατάει απόσταση και από τα δύο. Έτσι, διαβάζει την πόλη όπως θα διάβαζε ένα κείμενο —από απόσταση. Βλέπει αλλά δεν αγγίζει, επιθυμεί αλλά δεν αγοράζει. Με αυτή τη λογική καταναλώνει την ίδια την πόλη απέχοντας οικονομικά και συναισθηματικά. Απολαμβάνει την έκθεση χωρίς δαπάνες κι αν και συχνάζει στις στοές των εμπορικών καταστημάτων, δεν θα βάλει ποτέ το χέρι στην τσέπη. Ο flâneur είναι στην ουσία αντικαταναλωτής, ο ιδανικός χρήστης της πόλης. Την ίδια φυσική απόσταση διατηρεί και από το πλήθος. Ενώ παραμένει συνειδητά ένας άνθρωπος που προέρχεται απ’ το πλήθος, δεν εξομοιώνεται μ’ αυτό. Διαφέρει και διαχωρίζεται απ’ τη μάζα και τον κυρίαρχο αστικό τρόπο ζωής.

Βοτανολογώντας στην άσφαλτο (αναζητώντας το νόημα) Ο flâneur είναι «εναλλακτικός» και του φαίνεται. Στην καθημερινότητά του αντιστέκεται στο ρυθμό του πλήθους και διαμαρτύρεται —εκκεντρικά όπως συνηθίζει— εναντίον του. Όταν πηγαίνει να «βοτανολογήσει στην άσφαλτο», έχει το βήμα του ρακοσυλλέκτη που κάθε στιγμή κοντοστέκεται στο δρόμο του για να περισυλλέξει τους θησαυρούς που συναντά. Ο ρυθμός αυτός αποτελεί μια σιωπηλή διαμαρτυρία του flâneur για το τοπικό και το οικουμενικό ρολόι της προόδου. Με το ρολόι ο flâneur είναι αρκετά άνετος κι έχει αφθονία χρόνου, ώστε να υιοθετήσει ένα αρκετά χρονοβόρο χόμπι (που είχε επικρατήσει γύρω στο 1840) να βγάζει βόλτα κατοικίδιες χελώνες στις στοές του Παρισιού. Ο flâneur άφηνε πρόθυμα τα βραδύκαυστα προσφιλή του τετράποδα να καθορίζουν το ρυθμό της βόλτας του. Σχόλιο κατά της παραγωγικής διαδικασίας; Ε, ναι. Αλλά ποια μπορεί να είναι η βαθύτερη αιτία της περιήγησης; Αυτό ίσως εξηγείται απ’ το γεγονός ότι ποιητής και flâneur συναντήθηκαν στο πρόσωπο του Baudelaire. Το να είναι κανείς ποιητής, ν’ αναζητά το νόημα της ζωής, νοηματοδοτεί την ιδιότητα του flâneur, καθώς η ποίηση είναι η βαθιά αιτία και η δικαιολογία της περιήγησης.

Ο Ρυθμός των Στοών Η περιπλάνηση με αυτή την ειδική έννοια της flanerie, όμως, δύσκολα θα είχε αποκτήσει τη σημασία της χωρίς τις εντυπωσιακές στοές της γαλλικής πρωτεύουσας —τις λεγόμενες arcades— που αποτέλεσαν το αποκορύφωμα της βιομηχανικής πολυτέλειας. Οι arcades ήταν περίτεχνοι διάδρομοι στεγασμένοι με γυαλί, επιστρωμένοι με μάρμαρο και περνούσαν μέσα από ολόκληρους όγκους σπιτιών. Κάτι μεταξύ δρόμου και εσωτερικού. Προστατευμένες απ’ τους ρυθμούς της μητρόπολης, έμοιαζαν οι ίδιες με μικρές ανεξάρτητες πόλεις, με σκεπαστούς κόσμους σε μικρογραφία. Χωρίς τις στοές αυτές ο flâneur θα ήταν δυστυχής, αλλά χωρίς τον flâneur κι οι στοές δεν θα είχαν την ίδια αίγλη. Περιδιαβαίνοντας έξω από αυτές, εκτεθειμένος στην κυκλοφορία της πόλης, μπορεί να έχασε κάτι από την αταραξία του, έγινε όμως περισσότερο ανθεκτικός στο περιβάλλον…

6:35 min


6:35 min


Έρωτας με την τελευταία ματιά Μέσα στη ροή της πόλης με το βλέμμα να διακόπτεται απ’ τους έντονους μητροπολιτικούς ρυθμούς ο flâneur βιώνει το σοκ και τη μέθη. Ευάλωτος όπως είναι απ’ τη μελαγχολία και την αβεβαιότητα, ο έρωτας τον βρίσκει παντού —φευγάτος και ανεκπλήρωτος, βεβαίως. Αλλά, όπως στην περιπλάνηση έτσι και στον έρωτα, σημασία δεν έχει ο τελικός προορισμός. Ανάμεσα στο πλήθος ο flâneur ερωτεύεται παράφορα και ζαλίζεται απ’ τον ρομαντισμό του τυχαίου, του προσωρινού και του ανώνυμου που απλόχερα προσφέρει η πόλη. Ο έρωτας του ανθρώπου της μητρόπολης είναι έρωτας με την τελευταία ματιά. Το «jamais» είναι το αποκορύφωμα της συνάντησης, όπου το πάθος, πάντα ματαιωμένο, αφήνει μόνο κατάλοιπο την έμπνευση στον ποιητή. Για τον flâneur, ο οποίος περιφέρεται στην πόλη ως τυχοδιώκτης κι εργένης, που δεν απασχολείται με τις κοινωνικές υποχρεώσεις, η γυναικεία ομορφιά θαυμάζεται σαν έργο τέχνης, ενώ οι γυναίκες κι ο έρωτάς τους αποτελούν «αντικείμενα προς κατανάλωση» μαζί με τα υπόλοιπα θεάματα που παρέχει η πόλη. Λατρεύει να τις παρατηρεί, να τις αποτιμά και με αυτό τον τρόπο να τις «κατέχει».

Εκκεντρικότητα και μελαγχολία Το σκηνικό της μητρόπολης είναι γεμάτο με ήρωες που παίζουν στη δημόσια σφαίρα: ο flâneur, ο ποιητής, ο συλλέκτης, ο χαρτοπαίκτης, ο εργάτης, ο ρακοσυλλέκτης και η πόρνη είναι μερικοί από αυτούς. Όλοι αυτοί είναι εκκεντρικές, αν όχι περιθωριοποιημένες, μορφές της αστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Ο flâneur όμως ανατρέπει την ταυτότητα του ήρωα που είναι μια μορφή που υπερβαίνει το καθιερωμένο. Γιατί στην περίπτωση του, η εκκεντρικότητα μετατρέπεται σε καθημερινή πρακτική. Για τον Baudelaire, ο τέλειος ήρωας της νεωτερικότητας ταυτίζεται με τον flâneur κι είναι η μορφή που αναζητά παντού προσωρινές εμπειρίες. Το σημάδι του ηρωισμού στον Baudelaire είναι, άλλωστε, να ζεις στην καρδιά της μη πραγματικότητας, μέσα στο έλεος της επίφασης και το τίμημα είναι πάντοτε η μελαγχολία: «…όσο για το κοστούμι, τη φλούδα του μοντέρνου ήρωα […] μήπως δεν είναι το απαραίτητο ένδυμα της εποχής μας, η οποία υποφέρει και κουβαλάει μέχρι και στους μαύρους, αδύνατους ώμους της το σύμβολο ενός διαρκούς πένθους; […] Μια τεράστια λιτανεία

νεκροπομπών —πολιτικών, ερωτευμένων ή αστών νεκροπομπών. Όλοι τελούμε κάποια ταφή». Charles Baudelaire

Απ’ το διαβάτη στον ακροβάτη Πόσο επίκαιρο είναι να μιλάει κανείς για την εκκεντρικότητα του αργού, φτωχού και μόνου, κι εντελώς αυτάρεσκου flâneur, όταν σήμερα η ακραία τάση να βιώνει κανείς την πόλη λέγεται parkour; Οι δικοί μας εκκεντρικοί είναι αυτοί που την εξασκούν και λέγονται traceurs ή —κατά το γνωστότερο— παρκουρίστες. Περισσότερο βιαστικοί, λίγο πολεμιστές και λίγο κομάντος, μετακινούνται με ταχύτητα κι ευελιξία απ’ το ένα σημείο στο άλλο υπερπηδώντας με ευκολία και στυλ εμπόδια όλων των ειδών. Η πόλη, που για τον flâneur έμοιαζε με σκηνικό φαντασμαγορικού θεάτρου, για τον traceur είναι πίστα κι έχει levels. Κάτι μοιάζει να τον κυνηγάει, κάτι μοιάζει να κυνηγάει ο ίδιος —πάντα έτοιμος για θεαματικές απογειώσεις κι ακροβασίες στο περίγραμμα της πόλης. Αν ο flâneur προσπερνούσε, ο traceur υπερπηδά κι αιωρείται βιώνοντας την προσωπική του πόλη όχι με την μακρόσυρτη flânerie, αλλά με το απαιτητικό σε μυς parkour. Κι αν η πόλη προστάτευε τον ευαίσθητο flâneur, τώρα αναμετράται με τον δυναμικό, οριακό και ριψοκίνδυνο traceur. Φαίνεται ότι όσο υπάρχουν πόλεις, οι χρήστες τους θ’ ακολουθούν παρέα με τις χρήσεις τους την εξέλιξη της αστικής ροής και η πόλη στην οποία κινείται ο traceur έχει ταχυπαλμία. Κι όπως ακριβώς ο Balzac έδινε το μότο της εποχής του 19ου αιώνα για τους flâneurs λέγοντας «to live is to stroll», μερικούς αιώνες αργότερα, οι ακροβάτες της σημερινής μητρόπολης αντιτείνουν το δικό τους : «I live parkour». Άραγε, αν ο flâneur ζούσε σήμερα, θα έκανε επικίνδυνα ακροβατικά ή θα έπαιζε με χελώνες; Κανείς δεν ξέρει. Άλλωστε οι διαβάτες δεν έχουν εκλείψει. Βγαίνουν στην πόλη κι ακολουθώντας αποθηκευμένες διαδρομές —πολεοδόμοι εν αγνοία τους— ελπίζουν να βρουν ή να ξαναβρούν ένα δρόμο, να γνωρίσουν ή να αναγνωρίσουν μία σκηνή. Και δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, γιατί η πόλη είναι φορητή (αν και μερικές φορές αφόρητη) κι εμείς είμαστε τα containers της. Είμαστε η (μετα)πόλη. Οπότε, την επόμενη φορά που θα χάσετε τα βήματά σας μέσα σε δρόμους της πόλης, σκεφτείτε ότι μόλις βρήκατε το δρόμο. Γιατί οι πιο ωραίες διαδρομές είναι αυτές που σε οδηγούν άλλού από εκεί που θες να πας.

Σχετικά βιβλία: The Flaneur, Keith Tester (edit), Routledge. Σαρλ Μπωντλαίρ, Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, Walter Benjamin, μτφρ. Γιώργος Γουζούλης, εκδ. Αλεξάνδρεια. Gender, Identity and Place, Linda McDowel, Cambridge Polity Press. Representation, Cultural Representation and Signifying Practices, Stuart Hall (edit), SAGE. Abstract: From the flâneur to the traceur. Maretta Sidiropoulou traces the origins of the romantic urban wanderer and suggests the possibility of his reincarnation in contemporary parcour culture.

6:35 min


Let’s Just Be Friends Του Γιώργου Πασχαλίδη μοντέλο: Apostolus / www.nikolov.ru

Τι σου είπε; Σε ρωτάω ρε χαλβά. Ότι θέλει να μείνετε φίλοι; Α, μάλιστα. Κι εσύ ρε ρομπ ξεκουμπωτέν πώς το εξέλαβες; Ότι σε γουστάρει κι ότι θέλει λίγο χρόνο είπες; Άκου να σου πω ευνουχισμένο κολεόπτερο. Κανένας δεν αφήνει να του φύγει κάτι όταν θεωρεί ότι αξίζει. Τέρμα. Εκτός κι αν είναι ψυχοπαθής σαδομαζόχας. Αλλά εδώ μιλάμε για νορμάλ ανθρώπους.

Έφαγες την πιο αριστοτεχνική χυλόπιτα από καταβολής κόσμου. Το περίφημο «θέλω να μείνουμε φίλοι». Τη χυλόπιτα που την κάνει να γυρίσει σπίτι της με τις όσο το δυνατόν λιγότερες τύψεις, αφού, διάολε, του είπα ότι τον θέλω σαν φίλο, οπότε δεν είμαι και τελείως κακιά, έ; τι λές κι εσύ Μαρία μου; Nαι, ναι, ωραία, το ήξερα ότι θα συμφωνήσεις, μ’ αυτόν τον Αλέκο που με γράφει στ’ αρχίδιατου τι να κάνω; α, όχι, αυτός είναι αλλιώς, ναι, λες να του στείλω μήνυμα; εντάξει, ναι, θα σου πω μετά τι έγινε, φιλιά. 6:35 min


Τι πάει να πει να μείνετε φίλοι ρε; Έχεις ανάγκη από φίλους; Αφού τη γουστάρεις ρε τη γκόμενα. Τι φίλοι; Mάζεψε λοιπόν όση αξιοπρέπεια έχεις και απάντησε όπως αρμόζει στην περίσταση. Με ένα μεγαλοπρεπέστατο «όχι, εγώ δεν θέλω». Και μην της ξαναμιλήσεις. Αν ξαναεπικοινωνήσει αυτή μαζί σου, υπενθύμισέ της ότι δεν χρειάζεσαι καινούριους φίλους. Με τα παραπάνω μπορεί να έχεις και μια πιθανότητα να πηδήξεις.

Αν όχι, πήγαινε για καμιά μπίρα με τους πραγματικούς φίλους σου. Αυτοί τουλάχιστον δεν θα κάτσουν σ’ εσένα, αλλά ούτε και στον Αλέκο. Φίλε. 6:35 min


6:35 min


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.