ΓΕ.Λ ΚΡΕΜΑΣΤΗΣ ΤΑΞΗ Α’ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ « ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ »
Ρόδος, Ιανουάριος 2013
«Παραδοσιακά επαγγέλματα», ΓΕ.Λ. Κρεμαστής, Τάξη Α’ Λυκείου, Ρόδος: Ιανουάριος 2012. 2
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η παρούσα έρευνα πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος της Ερευνητικής Εργασίας. Για την πραγματοποίηση της οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τη Διευθύντρια του Λυκείου μας κα Κοντάκη Βασιλική και το Σύλλογο των εκπαιδευτικών
του
σχολείου.
Ιδιαίτερα
ευχαριστούμε
το
βοτσαλωτή
και
ψηφιδογράφο κ. Κελεπέρα Νίκο που πρόθυμα ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση μας, την οικογένεια Χατζημανέττα και τον κ. Γιαννούτσο Παναγιώτη για την φιλοξενία στους χώρους δραστηριοποίησής τους.
3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Πρόλογος…………………………………………...……………………………..σελ.5 Ομάδα εργασίας…………………………………………………………………..σελ.6 Εισαγωγή………………………………………………………………………….σελ.7 Α΄ΜΕΡΟΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ 1. Αγγειοπλάστης……………………………………………………………….σελ.10 2.
Αγροφύλακας………………………………………………………………..σελ.11
3. Αγωγιάτης …………………………………………………………………...σελ.12 4.
Γαλατάς……………………………………………….…………………….σελ.13
5.
Γανωτής…………………………………………………………………..…σελ.14
6. Γυρολόγος……………………………………………………………...…….σελ.15 7. Δερμάτινα είδη …………………………………………………………...…σελ.16 8. Κλαθοποιός…………………………………………………………………..σελ.20 9. Καμπανοποιός…………………………………………………………….…σελ.22 10. Καρεκλάς…………………………………………………………………….σελ.23 11. Κεντήτρια……………………………………………………………………σελ.24 12. Κουρέας……………………………………………………………………...σελ.24 13. Λούστρος…………………………………………………………………….σελ.25 14. Μυλωνάς……………………………………………………………….…….σελ.25 15. Νερουλάς ……………………………………………………………………σελ.27 16. Ντελάλης…………………………………………………………………….σελ.28 17. Ντενεκετζής………………………………………………………………….σελ.28 18. Παγοπώλης…………………………………………………………………..σελ.29 19. Παγωτατζής………………………………………………………………….σελ.31 20. Πεταλωτής……………………………………………………………..…….σελ.33 21. Ρασοπατητής……………………………………………………..…………..σελ.36 22. Σιδεράς………………………………………………………………...……..σελ.36 23. Σωμαράς …………………………………………………………………….σελ.37 24. Τζαμπάζης…………………………………………………………………...σελ.38 25. Τσαγγάρης…………………………………………………………………...σελ.40 26. Σφουγγαράς………………………………………………………………….σελ.41 27. Υφάντρα……………………………………………………………………..σελ.43 4
28. Φανοποιός…………………………………………………………………σελ.44 29. Χτίστης…………………………………………………………………….σελ.46 Β΄ΜΕΡΟΣ Δράσεις ………………………………………………………………………..σελ.49
5
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Αναπόσπαστο κομμάτι της λαογραφικής κληρονομιάς κάθε τόπου είναι τα επαγγέλματα που ασκούσαν για αιώνες ολόκληρους οι κάτοικοι του. Κοινωνικοί, οικονομικοί και πολιτισμικοί μετασχηματισμοί επέδρασαν άμεσα πάνω στα παραδοσιακά επαγγέλματα και οδήγησαν στην εξαφάνιση τους. Με αυτήν την ερευνητική εργασία περιγράφονται και αναλύονται τα παραδοσιακά επαγγέλματα και οι τέχνες που αναπτύχθηκαν παλαιότερα και αυτά που συνεχίζουν να ασκούνται ακόμα αναλλοίωτα στο πέρασμα των χρόνων ή έχουν υιοθετήσει στοιχεία της σύγχρονης εποχής.
6
Ομάδα εργασίας Ακάη Κατερίνα Αναστάση Ανδριάνα Γιαννούτσος Χρήστος Γκιούντιτσε Δραμουντανή Σέβα Καϊκη Σταματία Καράλλα Δέσποινα Κεβάνη Παναγιώτης Κεϊβάνης Μάριος Κλαδάκη Πόπη Κονόμη Έλενα Κουδούνης Βαλάντης Μαυρή Ζωή Μιχέλη Μαίρη Νάνο Πάολα Ξάνθος Νικήτας Πατάκας Μιχάλης Παυλίδης Γιώργος Χειμωνέτττος Κώστας Χρυσοβέργη Αναστασία Υπεύθυνη καθηγήτρια: Φωτάρα Ευδοκία
7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Τα διάφορα επαγγέλματα των ανθρώπων, δημιουργούνται για να καλύψουν κάποιες ανάγκες που υπάρχουν στις διάφορες εποχές. Έτσι στα αρχαία χρόνια μπορεί να υπήρχε κάποιος τεχνίτης που θα ήταν πολύ σημαντικός για την κοινωνία της εποχής γιατί έφτιαχνε τόξα και βέλη, όμως στη σημερινή εποχή θα ήταν τελείως άχρηστος αφού κανένας δεν χρειάζεται βέλη και τόξα. Τα επαγγέλματα επομένως εξαρτώνται από την εποχή και τις ανάγκες της. Το θέμα της Ερευνητικής Εργασίας είναι τα παραδοσιακά επαγγέλματα στην Ελλάδα. Οι μαθητές που συμμετείχαν ταξιδεύοντας σε παλιότερες εποχές, βρήκαν επαγγέλματα τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν ή τείνουν να εκλείψουν κι αυτά όπως και πολλά άλλα ακόμα στοιχεία της παράδοσής μας. Ανάμεσα στα επαγγέλματα που παρουσιάζονται στην εργασία, αρκετά δεν υφίστανται στην εποχή μας και όσα εξακολουθούν να αποτελούν ακόμη αντικείμενο ενασχόλησης ορισμένων, ασκούνται με διαφορετικό τρόπο, πιο ξεκούραστα και με σύγχρονες μεθόδους και τεχνικές. Στις μέρες μας, η οικονομική κρίση, με όλες τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει, έχει κάνει πολλούς κατοίκους αστικών περιοχών να σκέφτονται σοβαρά την επιστροφή στον τόπο καταγωγής τους και την ενασχόληση τους με παραδοσιακά επαγγέλματα. Ο προβληματισμός των μαθητών για το μελλοντικό τους επάγγελμα και οι πληροφορίες που έχουν οι μαθητές για το παρελθόν του τόπου μας υπήρξαν τα κριτήρια επιλογής του θέματος. Στόχοι τη εργασίας υπήρξαν:
Γνωριμία με τα παραδοσιακά επαγγέλματα Κατανόηση της αξίας και της συμβολής των παραδοσιακών επαγγελμάτων στην ανάπτυξη της κοινωνίας παλιότερα.
Κατανόηση της αξίας τους ως στοιχεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Συσχετισμός παλιότερων επαγγελμάτων με επαγγέλματα στην εποχή μας.
Σύγκριση των παλιότερων τρόπων παραγωγής με σύγχρονους, κυρίως σ’ένα παραδοσιακό επάγγελμα που εξακολουθεί να υφίσταται.
Απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων.
Διαμόρφωση συνεργατικής συμπεριφοράς.
Διαμόρφωση κώδικα αξιών, στάσεων. 8
Όλοι οι παραπάνω στόχοι επιτεύχθηκαν μέσα από: βιβλιογραφική έρευνα έρευνα στο διαδίκτυο επικοινωνία με παραδοσιακούς τεχνίτες (επισκέψεις, συνεντεύξεις) συνεργασία και ανταλλαγή ιδεών και πληροφοριών των ομάδων συζητήσεις στην ολομέλεια της ομάδας αξιολόγηση της πορείας των εργασιών τους Οι μαθητές χωρίστηκαν σε ομάδες και μετά από αναζήτηση στο διαδίκτυο επέλεξαν τα παραδοσιακά επαγγέλματα που ερεύνησαν. Κάθε ομάδα ανέλαβε συγκεκριμένες δραστηριότητες και αρμοδιότητες, ενώ προς το τέλος συνεργάστηκαν όλοι οι μαθητές μαζί προκειμένου να ταξινομήσουν και να αξιοποιήσουν το υλικό τους. Το υλικό που συνέλεξαν (πληροφορίες, φωτογραφίες) το συγκέντρωσαν σε ένα αρχείο word ώστε να χρησιμοποιηθεί για τη σύνταξη της ερευνητικής έκθεσης και δημιούργησαν παρουσιάσεις (power point) προκειμένου να ενημερωθούν οι υπόλοιπες ομάδες. Στο υλικό τους οι ομάδες πρόσθεσαν τις εντυπώσεις και τις πληροφορίες που άντλησαν από συνεντεύξεις που πήραν από παραδοσιακούς τεχνίτες. Η εφευρετικότητα και η φαντασία τους υπήρξε εμφανής όταν δημιούργησαν και μας παρουσίασαν διαφημιστικές αφίσες υποθετικών παραδοσιακών επιχειρήσεων προκειμένου να αυξήσουν τους πελάτες τους. Η παρουσίαση της εργασίας και η διάχυση των αποτελεσμάτων οργανώθηκε από τους μαθητές – μέλη της ομάδας και πραγματοποιήθηκε σε προγραμματισμένη ημερίδα στο χώρο του σχολείο. Τέλος, οι μαθητές ευχαρίστησαν μέσα από την εφημερίδα Ροδιακή όσους βοήθησαν στην υλοποίησή της εργασίας τους. Στο α΄μέρος της εργασίας παρουσιάζονται τα παραδοσιακά επαγγέλματα τα οποία οι μαθητές ερεύνησαν και στο β΄μέρος οι δράσεις της ομάδας.
9
Α΄ΜΕΡΟΣ
10
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ 1. Αγγειοπλάστης Το επάγγελμα του αγγειοπλάστη το εξασκούσαν σε ορισμένες περιοχές της Δωδεκανήσου (Αρχάγγελος) όπου υπήρχε κατάλληλο χώμα και όπου είχε αναπτυχθεί η σπουδαία παράδοση στη δημιουργία αγγειοπλαστικών αντικειμένων. Έτσι κατασκεύαζαν όλα τα μεγέθη μαγειρικών σκευών και πιατικών, κούπες με χερούλι και χωρίς χερούλι ακόμα κατασκεύαζαν κανάτια κρασιού διάφορα μικροσκεύη, όπως θυμιατήρια κ.α. Στα έργα τους ακόμα συγκαταλέγονται σταμνιά που μετέφεραν νερό, πιθάρια διαφόρων μεγεθών για λάδι, για κρασί, για ψωμί, καπνοδόχους και πολλά άλλα. Ως πρώτη ύλη οι αγγειοπλάστες χρησιμοποιούν το «χώμα» δηλαδή όλα τα είδη των αργίλων μεμονωμένα ή σε μείγμα για τη δημιουργία των ειδών της Κεραμικής και Αγγειοπλαστικής τέχνης. Τα είδη των υλικών που χρησιμοποιούνται σήμερα με βασικές ιδιότητες την ελαστικότητα και την υδραυλική τους ιδιότητα, είναι η λεπίδα με γκρι-μπλε ή βαθύ καφεκόκκινο χρώμα, το κόκκινο χώμα που είναι κόκκινος άργιλος με λεπτούς κόκκους και που απορροφά εύκολα και ομοιόμορφα το νερό, το πιθαρόχωμα που έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, και τέλος τον άργιλο που ονομάζουν στην Κρήτη Κουμουλιά που έχει συνήθως κιτρινωπό χρώμα και θεωρείται καλής ποιότητας. Μετά την εξόρυξη του καταλλήλου χώματος ακολουθούν οι επόμενες εργασίες: Το σπάσιμο των βώλων, το κοσκίνισμα, η υγροποίηση και η επεξεργασία του πηλού ο οποίος με την εμπειρία του αγγειοπλάστη και την συμβολή των χεριών και των ματιών του μετατρέπεται με την ίδια σχεδόν μέθοδο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, σε όμορφα και χρήσιμα αντικείμενα. Απαραίτητα εργαλεία για την κατασκευή των πιθαριών και των λοιπών σκευών είναι ο τροχός, το σφουγγάρι, και το χτένι. Ο παραδοσιακός ποδοκίνητος τροχός και το τροχί όπου κατασκευάζονται τα πιθάρια, αποτελούνται από ξύλο. Ο τροχός αποτελείται από το αρδάχτι, το πλιθί, το σκαμνί, τη κεφαλαριά, το διαζύλι, και το κολοσάνιδο. Το αρδάχτι είναι ο άξονας περιστροφής του τροχού, ενώ το πλιθί μια 11
επίπεδη πέτρα στρωμένη στο έδαφος, στο κέντρο της οποίας
δημιουργείται μια εσοχή όπου
περιστρέφεται το ένα άκρο του αρδαχτιού. Το σκαμνί είναι ένας ξύλινος δίσκος που περιστρέφει ο αγγειοπλάστης με το πόδι του δίνοντας έτσι την κίνηση σ' όλον τον τροχό, ενώ κεφαλαριά είναι ο δίσκος
τον
τροχού
πάνω
στον
οποίο
κατασκευάζονται τα αγγεία. Το διαζύλι, τέλος είναι μια σανίδα μέσα από την οποία περνά και στηρίζεται κάθετα το αρδάχτι, ενώ το κολοσάνιδο χρησιμεύει για να κάθεται ο δημιουργός αγγειοπλάστης την ώρα της εργασίας του. Πηγή: http://ctsrv2.aegean.gr/epaggelmata/present_photo.php?photo=118501963679234.jpg &lng=Z3JlZWs=&cntr=22&un=a0062
2. Αγροφύλακας Ο Αγροφύλακας η αλλιώς Δραγάτης, ονομάστηκε έτσι επειδή δραγάτες ονόμαζαν τα χωράφια. Σκοπός
του
αγροφύλακα είναι η φύλαξη των αγρών, η πρόληψη, η δίωξη
και
τιμωρία
κάθε
αγροτικού
αδικήματος
(αγροζημιώσεις, κλοπές, φθορές, παράνομη βοσκή ζώων, ζωοκτονίες κλπ). Το Σώμα της Αγροφυλακής υπάρχει από το 1935 και προστατεύεται νομοθετικά από την πολιτεία. Υπάρχουν ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν κατά κατηγορίες τα αγροτικά αδικήματα. Οι αγροφύλακες έχουν δικαίωμα να οπλοφορούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το επάγγελμα του αγροφύλακα ήταν αρκετά δύσκολο, γιατί ήταν υποχρεωμένος να γυρίζει όλη τη μέρα στα χωράφια και να ελέγχει να μη γίνονται αγροτικά αδικήματα. Δεν είχε συγκεκριμένο ωράριο, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, πάντα στο καθήκον. Ο αγροφύλακας πρέπει να φοράει πάντα τη στολή του και να γυρίζει στην περιοχή ευθύνης του. Η δουλειά του αγροφύλακα ήταν δύσκολη και για έναν ακόμη λόγο, επειδή
12
συνεχώς ήταν υποχρεωμένος να ελέγχει και να τιμωρεί όσους κάνουν αδικήματα, βρισκόταν σε αντιδικία και φιλονικίες με αυτούς που δεν δέχονταν τα αδικήματα. Οι αγροφύλακες, εκτός από τον έλεγχο, προσέφεραν και άλλες υπηρεσίες. Για παράδειγμα, την περίοδο της άνοιξης, έπαιρναν μαζί τους "μπόλια" και εμβολίαζαν τα άγρια δέντρα, που υπήρχαν στους αγρούς ή σε δρόμους. Αυτό το βλέπουμε κι εμείς όταν περπατάμε στο ύπαιθρο. Ο αγροφύλακας ήταν ο φύλακας άγγελος της περιουσίας των αγροτών. Γνώριζε με κάθε λεπτομέρεια, τίνος ήταν το χωράφι, πόσα στρέμματα ήταν, τι καλλιέργεια είχε. Είχαν το ελεύθερο να κινούνται με οποιοδήποτε μέσο, εφ' όσον ο δρόμος το επέτρεπε. Διαφορετικά κινούνταν με τα πόδια. Πηγή : http://www.ecomuseum.gr/index.php/agrofulakas
3. Αγωγιάτης Τα παλιά τα χρόνια που δεν υπήρχαν τα αυτοκίνητα, οι μετακινήσεις ήταν δύσκολες αφού και μια απόσταση μικρή για τα σημερινά δεδομένα φαινόταν πολύ μεγάλη. Έπρεπε οι άνθρωποι να πάνε με τα πόδια ή με τα γαϊδούρια και τα μουλάρια. Έτσι έχαναν πολύ χρόνο αλλά και κουράζονταν. Σκεφτείτε τώρα τις δυσκολίες που είχαν για να μεταφέρουν τα προϊόντα τους. Γι αυτό υπήρχαν κάποιοι που έκαναν το επάγγελμα του αγωγιάτη. Χρησιμοποιώντας τα μουλάρια ή τα γαϊδούρια τους δεν έκαναν άλλη δουλειά παρά μόνο το καθημερινό δρομολόγιο από ένα χωριό σε άλλα κουβαλώντας ανθρώπους και εμπορεύματα. Οι "αγωγιάτες", είναι επάγγελμα που συναντάμε προπολεμικά. Είναι οι "πρόδρομοι" των αυτοκινητιστών. Πραγματοποιούσαν επί πληρωμή ιδιωτικές μεταφορές εμπορευμάτων, κρασιών (σε ασκιά), διακινούσαν ταξιδιώτες, ιδιώτες, γιατρούς για επίσκεψη σε ασθενείς, κρατικούς λειτουργούς για την εκτέλεση υπηρεσίας. Κυρίως μετέφεραν δημητριακά (σιτάρι, καλαμπόκι) ή όσπρια ή πατάτες, κρέας για τον ανεφοδιασμό των κατοίκων. Επίσης, μετέφεραν και επισκέπτες στις απομακρυσμένες γειτονιές. 13
Λόγω των μεγάλων αποστάσεων μεταξύ των οικισμών, η μετακίνηση των ανθρώπων και η διακίνηση των προϊόντων με τα ζώα ήταν ο κυρίαρχος τρόπος μεταφοράς. Κι αυτό μέχρι τη δεκαετία του '20, που δεν υπήρχαν πολλά μεταφορικά μέσα, ενώ η έλλειψη δρόμων εμπόδιζε τις μεγάλες μετακινήσεις. Η αμοιβή του "αγωγιάτη" ήταν σχετικά καλή για κείνα τα χρόνια, όμως η δουλειά ήταν δύσκολη και εξαντλητική. Πηγή: http://www.psagiosilias.gr/history-paradosiaka.htm
4. Γαλατάς Ο γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από αρκετές χώρες της Ευρώπης. Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος. Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλων γαλακτομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια. Το μεταφορικό
του
μέσο
ήταν
ένα υποζύγιο
(γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο. Στην Ελλάδα και ειδικότερα στα αστικά κέντρα του 18ου αιώνα, το επάγγελμα αυτό ασκούσαν μικροποιμένες που περιφέρονταν γύρω από τις πόλεις με τα αιγοπρόβατά τους τα οποία και άρμεγαν οι ίδιοι προ του αγοραστή ή κάποιοι βοηθοί τους. Το επάγγελμα αυτό ασκούσαν αρχικά, κατά μεγάλο ποσοστό, Αλβανοί από την περιοχή των Σκοπίων, που απαντιόνταν κυρίως στην Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη και νότια μέχρι τη Θεσσαλία και πολύ σπάνια σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας. Με τον καιρό όμως οι πλανόδιοι αυτοί γαλακτοπώλες εκτοπίστηκαν από τους εγχώριους "γαλατάδες" που προέρχονταν κυρίως από τη Δωρίδα, (που ήταν τότε, επίσημα, επαρχία της Φωκίδας). Στα
μέσα
του 19ου
αιώνα το
επάγγελμα
του
γαλατά
ασκούσαν
κυρίως
Στερεοελλαδίτες που κατάγονταν κυρίως από τα χωριά Λιδωρίκι, Αρτοτίνη, 14
Μουσουνίτσα, Γρανίτσα, Βοστινίτσα, Κοσταρίτσα κ.ά. Απ΄ αυτούς προήλθαν και τα σημαντικότερα γαλακτοπωλεία που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια, ειδικά στην Αθήνα και τον Πειραιά. Πηγή: http://morfoyla.blogspot.gr/2011/01/blog-post_2154.html
5. Γανωτής ή γανωτζής ή γανωματής Γανωτής ή γανωτζής ή γανωματής είναι ο τεχνίτης που επικαλύπτει τα χάλκινα σκεύη με κασσίτερο και το επάγγελμα αυτό ανήκει σ’ αυτά που απαιτούν χειρωνακτική εργασία. Το επάγγελμα του γανωτή είναι από τα πιο παλιά που υπάρχουν.
Γάνωση χάλκινου σκεύους Λένε ότι καθιερώθηκε στην εποχή του Βυζαντίου και ήταν χρήσιμη η δουλειά τους, γιατί έσωζαν τους ανθρώπους από το θάνατο που προκαλούσαν τα αγάνωτα χάλκινα σκεύη. Τα παλιά χρόνια, τα περισσότερα σκεύη που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι για τις καθημερινές τους δουλειές και ιδιαίτερα στη μαγειρική ήταν χάλκινα (μπακιρένια). Αυτά με τον καιρό και με τη μεγάλη χρήση οξειδώνονταν και γινόταν επικίνδυνα για δηλητηριάσεις. Έπρεπε λοιπόν να γανωθούν, να περαστεί δηλαδή η επιφάνειά τους για προστασία με ένα ειδικό μέταλλο, το καλάι (κασσίτερος). Ο γανωματής αφού καθάριζε καλά τα σκεύη, άλειφε το εσωτερικό τους με σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ ) και το έτριβε με τριμμένο κεραμίδι ή άμμο. Ύστερα ζέσταινε καλά το χάλκινο σκεύος και έριχνε μέσα το χλωριούχο αμμώνιο για να στρώσει καλύτερα το καλάι. Στη συνέχεια, το σκούπιζε καλά και μετά άπλωνε το λιωμένο καλάι στην επιφάνεια του σκεύους με τη βοήθεια ενός χοντρού βαμβακερού υφάσματος. Στο τέλος το σκούπιζε με καθαρό βαμβάκι για να γυαλίσει. Τα τελευταία χρόνια το επάγγελμα του γανωτή τείνει να εξαφανιστεί αφού τα μαγειρικά σκεύη είναι πλέον ανοξείδωτα και δεν χρειάζονται γάνωμα (επικασσιτέρωση).Το γάνωμα γινόταν από ειδικούς τεχνίτες τους γανωτήδες. Δεν σπούδαζαν πουθενά. Αυτοδίδακτοι οι περισσότεροι, μετέδιδαν 15
την τέχνη τους από γενιά σε γενιά. Μετά το 1975, η δουλειά άρχισε να φθίνει· δεν υπάρχουν πια πολλά τέτοια σκεύη. Τη θέση τους πήραν τα ανοξείδωτα, τα πλαστικά, τα εμαγιέ. Σήμερα ό,τι υπάρχει το κρεμούν για ομορφιά στους τοίχους των σπιτιών. Ελάχιστοι άνθρωποι διατηρούν ακόμη χάλκινα σκεύη, κυρίως οι κτηνοτρόφοι και εκείνοι που έχουν ρακοκάζανα. Γι’ αυτό ο γανωτής δεν κάνει τόσο αισθητή την παρουσία του σήμερα στα χωριά μας. Η φωνή του έσβησε και μόνο στη μνήμη των μεγαλύτερων, καθώς και στα λαογραφικά κείμενα διατηρείται το πέρασμα του. Έμεινε όμως η μαντινάδα: Σαν το χαλάι έλιωσα, σαν το χεράκι λιώνω για σε ‘λιωσα και χάθηκα μα δεν το μετανιώνω.
6. Γυρολόγος (πραματευτής) Οι άνθρωποι που ζούσαν τα παλιά χρόνια στην ύπαιθρο,
δεν
είχαν
τη
δυνατότητα
να
μετακινηθούν εύκολα από τόπο σε τόπο. Λίγοι διέθεταν κάποιο μεταφορικό μέσο για την εξυπηρέτησή τους. Δεν υπήρχαν ούτε κατάλληλοι δρόμοι, αλλά ούτε και συγκοινωνιακά μέσα. Έτσι, η μετακίνησή τους γινόταν με κάρο ή ζώο, αν φυσικά διέθεταν. Σπάνια θα πήγαιναν και στο παζάρι, αφού κι ο χρόνος που τους απέμενε από τις πολλές δουλειές ήταν ελάχιστος. Η εξυπηρέτησή τους σε ρουχισμό και άλλα παρόμοια γίνονταν από γυρολόγους, πλανόδιους έμπορους δηλαδή, που γύριζαν όλα τα χωριά. Οι γυρολόγοι ξεκινούσαν απ' τα χαράματα με το κάρο τους φορτωμένο με ό,τι μπορούσε να φανταστεί κανείς: πουκάμισα, μπλούζες, εσώρουχα, πετσέτες, κάλτσες, κλωστές, κουμπιά, βελόνες, σούστες, καρφίτσες, παραμάνες, κόπιτσες, καρούλια, λάστιχο, κουβαρίστρες, μασουρίστρες, τσατσάρες, χτένια για τις ψείρες, χρώματα για να βάφουν οι νοικοκυρές τα νήματα, υφάσματα, και κυρίως κάμποτο με τον πήχη (χοντρό βαμβακερό ύφασμα που το μέτραγε χρησιμοποιώντας σαν μονάδα μήκους την απόσταση από τον αγκώνα ως το άκρο του χεριού), και πολλά ακόμη. Όλα με τάξη και σειρά βαλμένα μέσα σε χάρτινα κουτιά. Για να χωράνε όλα αυτά, μεγάλωναν σε
16
ύψος την καρότσα του κάρου, προσθέτοντας σανίδες, και τη σκέπαζαν με καραβόπανο. Όταν υπήρχε σε καμιά κωμόπολη ή σε κάποιο κεφαλοχώρι παζάρι, τα πρωινά πήγαιναν εκεί κι έστηναν τον πάγκο τους. Έπειτα έπαιρναν γύρα τα χωριά, με κρύο ή με ζέστη, σε δρόμους λασπωμένους και αδιάβατους. Και όταν γύριζαν αργά το βράδυ σπίτι τους, ήταν πτώμα από την κούραση. Η πληρωμή τους γινόταν συνήθως σε είδος. Πού να βρουν χρήματα οι άνθρωποι! Τους έδιναν σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια κ.ά. Έστηνε ο γυρολόγος το κοντάρι και ζύγιζε. Τα έβαζε έπειτα σε τσουβάλια, το κάθε είδος χωριστά και τα πουλούσε. Κι αν ήταν περίοδος που δεν είχαν και γεννήματα, τότε έβγαζε το τεφτέρι του κι έγραφε τα βερεσέδια (χρωστούμενα) . Σήμερα, θα συναντήσουμε σε χωριά πλανόδιους έμπορους να πουλούν τα ίδια πράγματα. Μόνο που αντί για κάρο χρησιμοποιούν σύγχρονα μέσα μεταφοράς. Πηγή: ''Παραδοσιακά επαγγέλματα, ταξίδι στο χτες'', Μαλλιάρης παιδεία
7. Δερμάτινα είδη Τα Δερμάτινα Είδη ξεκίνησαν να εξελίσσονται ως επάγγελμα στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αρκετοί Μικρασιάτες, που γνώριζαν αυτό το επάγγελμα, ήρθαν στην Ελλάδα ως πρόσφυγες. Αυτό ήταν μία από τις αιτίες της εξέλιξης των Δερμάτινων Ειδών στην Ελλάδα. Στα μέσα του 20ου αιώνα και μετέπειτα υπήρχε ραγδαία εξέλιξη του επαγγέλματος και γενικότερα σε όλα τα παραδοσιακά επαγγέλματα εκείνης της εποχής. Δυστυχώς τη τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα το επάγγελμα άρχισε όπως τα περισσότερα παραδοσιακά επαγγέλματα να παρακμάζει, με αποτέλεσμα στις αρχές του 21ου αιώνα αυτό το επάγγελμα να μην έχει τόσο μεγάλη ζήτηση, και να είναι πάρα πολύ λίγα τα άτομα, τα οποία ασχολούνται γενικώς με τα Δερμάτινα Είδη. Η εξέλιξη του επαγγέλματος στην Ελλάδα Το 1950 αρχίζει η ραγδαία εξέλιξη των Δερμάτινων Ειδών στην Ελλάδα. Ανοίγουν βιοτεχνίες Δερμάτινων Ειδών εκείνη την εποχή και οι περισσότερες από αυτές στο Μοναστηράκι (Πλατεία Ψυρρή) στην Αθήνα. 17
Τα άτομα που εργάζονταν από το 1950 έως το 1990 στις βιοτεχνίες, θεωρούνταν ως οι καλύτεροι σε αυτό το είδος, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς απόκτησαν μεγάλη εμπειρία γύρω από τα συγκεκριμένα επαγγέλματα. Το 1988 ιδρύεται το ΕΛ.ΚΕ.ΔΕ (ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΔΕΡΜΑΤΟΣ), όπου οι νέοι κυρίως, μπορούσαν
να
μάθουν
το
επάγγελμα,
αλλά
μπορούσαν και οι βιοτέχνες να πάρουν το πτυχίο από αυτή τη σχολή, έτσι ώστε να έχουν πιο καλό βιογραφικό
και
να
αποκτήσουν
περισσότερες
επιστημονικές γνώσεις σχετικά με τη δουλειά τους. Τα δερμάτινα είδη στη Ρόδο Το 1970 περίπου αρχίζουν να ανοίγουν βιοτεχνίες με Δερμάτινα Είδη και στην Ρόδο. Μέχρι το 2000 η Ρόδος έχει αρκετές βιοτεχνίες και η παραγωγή είναι αυξημένη στο νησί. Όμως μετά το 2000, με το άνοιγμα του διασυνοριακού εμπορίου, είχε ως αποτέλεσμα οι μαζικές εισαγωγές στα Δερμάτινα Είδη από τρίτες χώρες
να
αφανίσουν σε μικρό χρονικό διάστημα την τοπική παραγωγή. Έτσι έκλεισαν οι περισσότερες τοπικές βιοτεχνίες. Τα θετικά του επαγγέλματος Υπήρχαν πάρα πολύ λίγες βιοτεχνίες και πολύ λίγοι άνθρωποι που γνώριζαν αρκετά καλά αυτό το επάγγελμα. Επίσης η παραγωγή ήταν πολύ μικρή και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα Δερμάτινα Είδη να έχουν μεγάλη ζήτηση. Από το 1950 έως το 1995 τα Δερμάτινα Είδη είχαν εξελιχθεί πάρα πολύ στην Ελλάδα και εκείνη την εποχή η χώρα έκανε και εξαγωγές σε εξελιγμένες χώρες όπως Γερμανία, Γαλλία, Αμερική και σε άλλες χώρες . Η εξαφάνιση του επαγγέλματος Το 1995 η Ε.Ε. αποφάσισε να υπάρχει ελεύθερη διακίνηση των εμπορευμάτων. Μειώθηκαν οι δασμοί στις εξαγωγές και τελικά τα εισαγόμενα Δερμάτινα Είδη στην Ελλάδα δεν πλήρωναν σχεδόν καθόλου δασμούς. Έτσι υπήρχαν μεγάλες ποσότητες στα είδη αυτά. Οι Έλληνες στη συνέχεια (2000-2005) δεν στήριξαν τις ελληνικές παραδοσιακές βιοτεχνίες, αλλά 18
αγόραζαν τα εισαγόμενα Δερμάτινα Είδη, με αποτέλεσμα σχεδόν όλες οι βιοτεχνίες να κλείσουν. Δυστυχώς από τις 3.000 περίπου βιοτεχνίες Δερμάτινων Ειδών είναι ζήτημα να έχουν μείνει περίπου 200 βιοτεχνίες σε ολόκληρη τη χώρα. «Γι’ αυτό πρέπει να υποστηρίζουμε τα δικά μας είδη και όχι τα εισαγόμενα αν θέλουμε να βοηθήσουμε να αυξηθούν τα έσοδα της Ελλάδας. Αγορά πρώτων υλών και κατασκευή διαφόρων εμπορευμάτων σημαίνει παραγωγή πλούτου για τη χώρα μου». (δήλωση του βιοτέχνη Γιαννούτσου Παναγιώτη). Πηγή: ΝΕΑ δέρμα περιοδικό
Συνέντευξη από το βιοτέχνη Γιαννούτσο Παναγιώτη Αλήθεια, τι καλύτερο σε μια ερευνητική εργασία όπως αυτή να υπάρχει και μία συνέντευξή από κάποιον, ο οποίος να είναι επαγγελματίας στα δερμάτινα είδη. Πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με αυτό το επάγγελμα; Ξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτό το επάγγελμα το 1975, σε ηλικία 15 ετών και συγκεκριμένα στα δερμάτινα είδη. Ποιος ήταν ο λόγος ενασχόλησης σας μ’αυτό το επάγγελμα; Ο λόγος που ασχολήθηκα με αυτό το επάγγελμα ήταν βιοποριστικός, δηλαδή αισθανόμουν την ανάγκη να συμβάλω και εγώ στα έξοδα της οικογένειας όπως και η πλειοψηφία των νέων εκείνης της εποχής. Η αλήθεια είναι ότι μου κέντρισε το ενδιαφέρον αυτό το επάγγελμα και γι’ αυτό και ασχολήθηκα με ζήλο στη συνέχεια. Σε πολλούς νέους της εποχής εκείνης , επικρατούσε η λογική: αφού δε θα σπουδάσω και δε θα εξελιχθώ μέσα από τα γράμματα, πρέπει να ακολουθήσω κάποιο ελεύθερο επάγγελμα ή θα ασχοληθώ με το εμπόριο. Εγώ συγκεκριμένα ασχολούμαι στο κλάδο των δερμάτινων ειδών και είμαι εξειδικευμένος στην κατασκευή γυναικείων τσαντών, ζωνών και πορτοφολιών. Υπήρξε εξέλιξη σ’ αυτό το επάγγελμα και πότε; Το 1975, όταν πρωτοξεκίνησα να ασχολούμαι με αυτό το επάγγελμα, θυμάμαι να έχουν ξεκινήσει τα πρώτα στάδια της εξέλιξης του επαγγέλματος, δηλαδή σύγχρονος μηχανολογικός εξοπλισμός τόσο στα εργαστήρια που κατασκευάζαμε τα δερμάτινα είδη όσο και στα εργοστάσια και βυρσοδεψεία παραγωγής πρώτων υλών. Να φανταστούμε μερικές εκατοντάδες βιοτεχνίες σε όλο τον ελλαδικό χώρο την εποχή του 1975 και ήταν τέτοια ραγδαία η εξέλιξη που μέσα στη δεκαετία του 1990 το 19
συγκεκριμένο επάγγελμα αριθμούσε περίπου 3.000 βιοτεχνίες. Σαν αποτέλεσμα όλη αυτή η εξέλιξη να έχει δεκαπλασιάσει την παραγωγή των δερμάτινων ειδών, αλλά και να υπάρχει ανάπτυξη και οικονομική ευρωστία, όχι μόνο στο κλάδο αυτό, αλλά και σε όλους τους τομείς.(αυτό ονομάστηκε και λεγόταν κατά περιόδους
η
σπονδυλική στήλη της ελληνικής οικονομίας). Αντιμετωπίσατε δυσκολίες; Ποιες ήταν αυτές; Η αλήθεια είναι ότι πέρα από τη ραγδαία ανάπτυξη που αναφέραμε προηγουμένως υπήρχαν και πολλά προβλήματα σοβαρά. Δηλαδή αρκετοί βιοτέχνες προσπάθησαν να κάνουν εξαγωγές σε όλο τον κόσμο. Δυστυχώς στην πορεία η προσπάθεια τους έπεφτε στο κενό, γιατί μοιραία ανακαλύψαμε την αδιαφορία του κρατικού μηχανισμού. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπήρχε ούτε το ενδιαφέρον και η στήριξη απέναντι στις προσπάθειες των βιοτεχνών, με αποτέλεσμα η δραστηριοποίηση των επαγγελμάτων αυτών να έχει
αποκλειστικά και μόνο ενδιαφέρον στην εγχώρια
αγορά. Ποια είναι η σημερινή κατάσταση του επαγγέλματος; Στα μέσα της δεκαετίας του 2010 δημιουργήθηκαν πολλά και σοβαρά προβλήματα στην ελληνική βιοτεχνία και ειδικότερα στο κλάδο των δερμάτινων ειδών. Από την ένταξη στο Ευρώ είχαμε ραγδαίες και δυσάρεστες εκπλήξεις δυστυχώς γύρω στο επάγγελμα μας . Δυστυχώς οι συμφωνίες και οι υπογραφές που έγιναν ελευθέρωσαν την εύκολη διέλευση εισαγόμενων δερμάτινων ειδών στην Ελλάδα από τις λεγόμενες τριτοκοσμικές χώρες. Όλα αυτά δημιουργήσανε ένα τεράστιο τσουνάμι στο κλάδο μας με αποτέλεσμα από το 2005 μέχρι και σήμερα να μας έχει αφανίσει ολοσχερώς. Αυτό είναι το αποτέλεσμα του ελεύθερου διασυνοριακού εμπορίου. Τι συμβουλή θα δίνατε στους νέους; Η συμβουλή που μπορώ να δώσω στους νέους με φέρνει σε πραγματικά πολύ δύσκολη θέση, διότι αισθάνομαι μεγάλη ευθύνη και είναι ένα από τα σοβαρότερα θέματα της ζωής κάθε νέου η εξέλιξη και η επιβίωση μέσα από ένα επάγγελμα που θα επιλέξει. Μέσα από τα πολλά και μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπισα στο συγκεκριμένο επάγγελμα πιστεύω ότι αξίζει το κόπο να προσπαθήσουν να μάθουν ένα χειρονακτικό επάγγελμα και να ασχοληθούν με αυτό επαγγελματικά. Αλλά για να επιτύχουν αυτές οι προσπάθειες και να υπάρχει συνέχεια, η γνώμη μου είναι ότι πρέπει το ελληνικό κράτος και συγκεκριμένοι φορείς που έχουν στην ευθύνη τους τις
20
ελληνικές βιοτεχνίες να ασχοληθούν με ευθύνη και σοβαρότητα απέναντι στους επαγγελματίες βιοτέχνες αν θέλουμε να υπάρξει συνέχεια σε αυτά τα επαγγέλματα.
8. Καλαθοποιός Από τα πολύ παλιά χρόνια μέχρι και σήμερα, οι χωρικοί χρησιμοποιούσαν τα καλάθια για να μαζεύουν, να μεταφέρουν, να αποθηκεύουν και να φυλάνε διάφορα αγροτικά προϊόντα, εμπορεύματα, φορτία ή διάφορα υλικά του νοικοκυριού τους όπως ρουχισμό
και
τρόφιμα.
Οι
αγρότες
χρησιμοποιούσαν τα καλάθια, για το μάζεμα των καρπών και τα κοφίνια για την μεταφορά τους με τα ζώα τους, π.χ. καπνό, βαμβάκι, στάρι, σύκα, καλαμπόκια, σταφύλια, φρούτα κ.α. Τα καλύτερα τσαμπιά από σταφύλια και φρούτα τα έβαζαν στην κορυφή των κοφινιών, και σε κάθε γνωστό ή συγγενή που συναντούσαν στο διάβα τους, τον τρατάριζαν και εκείνος τους ευχόταν για του χρόνου καλή σοδιά. Οι μανάβηδες χρησιμοποιούσαν τα καλάθια και τα κοφίνια σε μεγάλη κλίμακα γιατί μετέφεραν τον παλιό εκείνο τον καιρό τα φρούτα τους και τα κηπευτικά τους, διαλαλώντας το είδος και την ποιότητά τους από ρούγα σε ρούγα. Οι
αυγουλάδες
χρησιμοποιούσαν
μικρότερα
καλαθάκια με μεγάλο καμπυλωτό χερούλι, με στρώσεις από άχυρα για να μην σπάζουν τα αυγά. Οι ψαράδες με πανέρια καλαμένια στο κεφάλι, γεμάτα ολόφρεσκα από την τράτα αφρόψαρα, διαλαλούσαν τα προϊόντα τους. Οι έμποροι χρησιμοποιούσαν τα καλάθια, τα κοφίνια και τις κόφες για την μεταφορά και αποθήκευση των προϊόντων τους. Οι αγωγιάτες για το αγώϊ από την πόλη στο χωριό ή το αντίθετο, καθώς και τις παραγγελίες των χωρικών, χρησιμοποιούσαν κοφίνια. Τα καλάθια ήταν πολλών ειδών, διέφεραν σε μέγεθος, σχήμα και στο υλικό κατασκευής τους. Την άνοιξη και το φθινόπωρο οι καλαθάδες ή καλαθοποιοί, πήγαιναν στις όχθες των ποταμιών ή στα ρυάκια από πηγές, εκεί έκοβαν τα ευλύγιστα κλαδιά της λυγαριάς, της λυγιάς, βούρλα, καλάμια, σχοίνα, τα σφένταμνα, τις βέργες από φουντουκιές, μυρτιές και βέργες από λυγιά μακρυές ή κοντές. Με την βοήθεια 21
του κοφτερού μαχαιριού τις βέργες τς έσχιζαν στα δύο και τα καλάμια τα έσχιζαν σε μακριές λουρίδες. Την δουλειά αυτή την έκαναν οι άνδρες. Οι γυναίκες φτιάχνανε τον σκελετό και εν συνεχεία πλέκανε τις σχισμένες λουρίδες. Σιγά σιγά εμφανιζόταν το αποτέλεσμα τις εργασίας τους, είτε αυτό λεγόταν πανέρι, καλάθι ή οτιδήποτε άλλη κατασκευή σε διάφορα μπόγια και σχήματα. Οι λουρίδες από λυγιά ή μυρτιά που περίσσευαν από τον σκελετό, τις γύριζαν στο επάνω μέρος του καλαθιού κατασκευάζοντας τα χείλη και τις λαβές. Ανάλογα με το σχήμα τους και την κατασκευή τους είχαν και τις ονομασίες τους. Οι ψαροκαλαθούνες με σκέπασμα, να βαστάνε τα ψάρια ζωντανά στη θάλασσα ή στα ποτάμια. Οι κιούρτοι παγίδες για τα ψάρια σε σχήμα τετράγωνο ή στρογγυλό με πιο αραιό πλέξιμο. Τα πετροκόφινα κατασκευάζονταν αποκλειστικά από λυγαριά ή λυγιά και μυρσίνη. Τα μπουγαδοκόφινα για την μπουγάδα του σπιτιού, στρώνανε ένα σεντόνι και βάζανε μέσα τα λευκά ρούχα με στάχτη, μετά ρίχνανε βραστό νερό και έτρεχε από κάτω κόκκινη κόκκινη η αλισίβα, τα ρούχα έβγαιναν κάτασπρα σαν το χιόνι. Άλλες κατασκευές ήταν τα “τουπιά”, κοφίνια από λεπτές βέργες λιγιάς ή μυρσίνης για τυριά ή μυτζήθρες, μπορούσαν να φτιαχτούν και από λεπτές λουρίδες καλαμιού. Οι καλαθούνες με σκέπασμα και ένα χερούλι, για το ψωμί, το κρεμάγανε από το ταβάνι να μην το φτάνουν τα ποντίκια. Τα καλάθια με τα μεγάλα κυρτά χερούλια για αυγά. Κλουβιά για πουλιά, πουλερικά και μικρά ζώα για μεταφορά στα διάφορα παζάρια για πούλημα. Μέχρι σεντούκια πλεκτά από λυγιά, βαλίτσες ταξιδίου. Τσάντες πλεκτές από ψαθί και άλλες κατασκευές παρόμοιες. Στην εποχή μας, τσιγγάνοι στα γύρω χωριά τις Μεσσηνίας, ασχολούνται με την κατασκευή καλαθιών και την μεταφορά στα τοπικά παζάρια για πώληση. Οι τιμές είναι λίγο τσιμπημένες αλλά με το παζάρεμα μένουν και ο πωλητής και ο αγοραστής ικανοποιημένοι. Τα μεγάλα κοφίνια τα αγόραζαν με το ζευγάρι συνήθως, ένα για την κάθε πλευρά του ζώου. Πηγή: komianos.wordpress.com
22
9. Καμπανοποιός Ο κύριος Τάσος ή αλλιώς «Καμπανοποιός του Αιγαίου», είναι ένας από τους έξι εναπομείναντες παράδοση συγκεκριμένα
καμπανοποιούς
ξεκίνησε το
επί
1863
Αναστάσιος, ίδρυσε
της
Ελλάδας.
Τουρκοκρατίας
όταν
ο
παππούς
Η και του,
το χυτήριο της οικογένειας
Αναστασιάδη. Με τα χρόνια το καμπανοποιείο πέρασε στα χέρια του πατέρα του, Δημήτρη, ενώ μέχρι πρόσφατα το λειτουργούσε ο ίδιος, ο οποίος παρέδωσε με τη σειρά του τα ηνία στο γιο του Φιλήμονα. «Είναι μία δύσκολη δουλειά» υπογραμμίζει ο κύριος Τάσος, ο οποίος μέχρι και σήμερα παρά τα 84 του χρόνια εξακολουθεί να βοηθάει και να δίνει τις πολύτιμες οδηγίες του στον γιο του. «Όταν ακούσεις για πρώτη φορά τον ήχο της καμπάνας, συνειδητοποιείς πως όλη η κούραση και οι θυσίες άξιζαν τον κόπο». Το πρώτο στάδιο της κατασκευής τους αποτελεί την προετοιμασία ειδικών καλουπιών, τα οποία είναι φτιαγμένα από κεραμίδι και χώμα μέσα στα οποία οι καμπανοποιοί ρίχνουν ένα μείγμα χαλκού (80%) και κασσίτερου (20%), τα οποία στη συνέχεια ψήνονται μέσα σε ξυλόφουρνο. Το μείγμα παίζει καθοριστική σημασία στο τελικό αποτέλεσμα, καθώς εάν θέλουμε η καμπάνα να έχει βαρύτονο ήχο, τότε αυξάνομε το ποσοστό του χαλκού και αντίστοιχα όταν θέλουμε υψίτονο ήχο, αυξάνουμε τον κασσίτερο. Οι χειροποίητες καμπάνες ζυγίζουν περίπου από 8 μέχρι 150 κιλά. Υπάρχουν και εξαιρέσεις βέβαια, όπως για παράδειγμα η καμπάνα της Μονής του Πανορμίτη Σύμης, την οποία κατασκεύασε ο πατέρας του και είναι βάρους 750 κιλών. Σήμερα βλέπει τη δουλειά του να συρρικνώνεται χρόνο με το χρόνο και αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα καμπαναριά γίνονται όλο και πιο λιτά. Συνάμα οι σύγχρονοι καμπανοποιοί χρησιμοποιούν τυποποιημένα καλούπια και έτσι η τέχνη του παραδοσιακού χειροποίητου καμπανοποιού εξαφανίζεται. Πηγή:΄΄Η Σύμη άλλοτε και τώρα΄΄εργασία ομάδας μαθητών Περιβαλλοντικής Εκπ/σης Λυκείου Σύμης
23
10. Καρεκλάς Στα παλιότερα χρόνια οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν για καθίσματα σκαμνιά από ξύλο και σκέτα κουτσούρια για τα μικρά παιδιά. Οι καρέκλες ήταν σπανιότερες και τις χρησιμοποιούσαν οι πλουσιότεροι «νοικοκύρηδες». Έτσι, με το επάγγελμα αυτό δεν ασχολούνταν πολλοί άνθρωποι. Οι καρέκλες γίνονταν από άγριο ξύλο συνήθως πλάτανο και ήσαν διαφόρων ειδών. Άλλες με κάθισμα και πίσω πλάτη άλλες χωρίς πλάτη και άλλες, που το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδέονταν με το πισινό πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο, που χρησίμευε για ακουμπιστήρι του καθήμενου (ραχατηλίδικες). Εκτός από τις καρέκλες για μεγάλους ο καρεκλάς έφτιαχνε και τα καθέγλια (ειδικά καρεκλάκια) για τα μωρά. Τα καθέγλια αυτά είχανε πισινό κουμπηστήρι και τα δυο μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένα και συνδεμένα με τα πισινά με πλάγια μπράτσα. Σε κατάλληλο ύψος τα μπροστινά πόδια είχαν τρύπες, απ’ όπου περνούσε ειδική περόνα, κατασκευαζόταν δε στο σύνολό της με τέτοιο τρόπο που να προστατεύει το μωρό από τα πεσίματα. Το κάθισμα του καθεγλιού είχε στη μέση μια ευρύχωρη στρογγυλή τρύπα, που χρησίμευε για την αφόδευση του μωρού. Στα ξύλινα μέρη ο καρεκλάς χρησιμοποιούσε άγρια ξύλα, ενώ τις ψάθες του καθίσματος έπλεκε με λεπτά σκοινιά βουρλιάς ή αφράτου των ποταμών. Τα εργαλεία του καρεκλά ήσαν ο σάρακας, το πριόνι, το σκεπάρνι, ο ξυλοφάς, το σκαρπέλο και τα αρίδια. Με τη χρησιμοποίηση ξύλων από πλάτανο ή από άλλα άγρια συνήθως δέντρα και με τη βοήθεια σχοινιών από βουρλιά ή αφράτου των ποταμών, ο καρεκλάς δημιουργούσε τις καρέκλες που ήταν τριών ειδών. Οι συνηθισμένες με κάθισμα και πλάτη πίσω, οι κοντούλες που δεν είχαν πλάτη και οι ραχατιλίδικες στις οποίες το ένα από τα μπροστινά πόδια ήταν υπερυψωμένο και συνδεόταν με το πίσω πόδι με πλάγιο ξύλινο μπράτσο ώστε να χρησιμεύει για να ακουμπάει αυτός που κάθεται.
24
11. Κεντήτρια Ένα παλιό επάγγελμα που σήμερα τείνει να εξαφανιστεί είναι της κεντήτριας. Και αυτό συμβαίνει γιατί αντικαταστάθηκαν τα εργατικά χέρια με τις μηχανές. Τα επιδέξια χέρια της κεντήτριας εκείνης της εποχής κατάφερναν να δημιουργούν πάνω στο ύφασμα, τέλεια σχέδια και καλλιτεχνικά δοσμένα, που ούτε και η τελειότερη μηχανή σήμερα δε θα μπορούσε να αποδώσει με τόση λεπτομέρεια, χάρη, ρυθμό και αρμονία. Όλα τα σχέδια των κεντημάτων, ήταν εμπνευσμένα από τη φύση και το περιβάλλον και έπαιρναν ιδιαίτερη μορφή με το συνδυασμό των βελονιών πάνω σε διάφορα υφάσματα. Αυτά τα έργα τέχνης, τα πουλούσαν και μ΄αυτό το τρόπο συντηρούνταν οικονομικά κάποιες οικογένειες. Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη και σήμερα τα εκκλησιαστικά κεντήματα.
Πηγή: Gnosi2dim.blogspot.gr/2011/04/b/09-post.htm
Δυστυχώς πολλά από τα παλιά σχέδια δε συνεχίζουν να γίνονται, λόγω της δυσκολίας στην εκτέλεση και του χρόνου που απαιτεί η κατασκευή τους, με κίνδυνο να εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου η τεχνική του παραδοσιακού κεντήματος.
12. Κουρέας (μπαρμπέρης) Η περιποίηση των μαλλιών αποτελούσε φροντίδα του ανθρώπου, ενώ οι αρχαίοι τοποθετούσαν τη δύναμη της ζωής στα μαλλιά. Το επάγγελμα του κουρέα είναι γνωστό πριν από τον 5ο π.Χ. αιώνα και στα κουρεία σύχναζαν αργόσχολοι που τους 25
άρεσε να φλυαρούν και να σχολιάζουν τα κοινωνικά. Γύρω στο 1918 άρχισαν να εκδίδονται οι πρώτες αστυνομικές διατάξεις που ρύθμιζαν την υγιεινή και την καθαριότητα
των
κουρείων.
Σήμερα
όλα
σχεδόν
άλλαξαν... Οι κουρείς, όπως και οι ράπτες και οι υποδηματοποιοί ήταν τεχνίτες απαραίτητοι ακόμα και στα πιο μικρά χωριά. Μέχρι τη δεκαετία του ΄30 τα μικρά κουρεία στεγάζονταν συχνά μέσα στα καφενεία. Πηγή: http://ermisaggelioforos.blogspot.gr/2011/03/blog-post_2840.html
13. Λούστρος Όταν ο κόσμος περπατούσε σε χωμάτινους δρόμους τα παπούτσια σκονίζονταν ή λασπώνονταν εύκολα. Τότε γνώρισε άνθηση και το επάγγελμα του λουστραδόρου. Αυτός με ένα κασελάκι μπροστά του, αληθινό κομψοτέχνημα, και γύρω του να κρέμονται οι βούρτσες και τα βερνίκια με τα διάφορα χρώματα, καθόταν σε ένα χαμηλό σκαμνάκι και περίμενε υπομονετικά. Για να προσελκύσει τους πελάτες γινόταν ταχυδακτυλουργός ή χτυπούσε ρυθμικά το κασελάκι. Ο πελάτης πλησίαζε κι άπλωνε, όπως ήταν όρθιος, πρώτα το δεξί πόδι πάνω στην ειδική μεταλλική θέση της κασέλας και έπειτα το άλλο. Έτσι άρχιζε η ΄΄ιεροτελεστία΄΄ του βαψίματος. Ασκείται από τα παλιά χρόνια και πιο συγκεκριμένα πριν από δύο αιώνες. Στην Ελλάδα πλέον το επάγγελμα του αυτό ασκείται από πολύ λίγους. Στη Ρόδο το επάγγελμα του λουστραδόρου δεν είχε αναπτυχθεί τόσο και τώρα πια δεν υπάρχει κανείς που να το ασκεί. Πηγή:www.Wikipedia.gr
14. Μυλωνάς Μυλωνάδες λέγονταν στα παλιά χρόνια αυτοί που εκμεταλλεύονταν τους μύλους και άλεθαν τα σιτηρά, για να παράγουν αλεύρι, με το οποίο παρασκεύαζε το ψωμί της η οικογένεια. Οι αλευρόμυλοι διακρίνονταν σε κείνους που κινούνταν με νερό τους 26
νερόμυλους, και σε κείνους που κινούνταν με τον αέρα, που λέγονταν ανεμόμυλοι. Οι περισσότεροι νερόμυλοι
λειτουργούσαν
το
χειμώνα
και
ελάχιστοι
το καλοκαίρι και σε τόπους όπου
υπήρχαν τρεχάμενα νερά. Η λειτουργία ενός νερόμυλου
απαιτούσε
εγκαταστάσεις,
που
εξασφάλιζαν τη μεταφορά και την αποθήκευση του νερού, για την κίνηση του μύλου και μηχανισμούς έξω και μέσα στο κτίσμα του μύλου, με τους οποίους γίνονταν η εκμετάλλευση της υδατόπτωσης του νερού και η μετάδοση της κίνησης στη μυλόπετρα για το άλεσμα των καρπών. Οι ανεμόμυλοι κινούνταν με τη βοήθεια του ανέμου και γι’ αυτό οι περισσότεροι λειτουργούσαν μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες, που οι άνεμοι ήταν ήπιοι. Οι ανεμόμυλοι χτίζονταν τις πιο πολλές φορές ομαδικά στα λεγόμενα μυλοτόπια. Τα μυλοτόπια ήταν συνήθως τόποι με στρωτούς ανέμους όπως οι πλαγιές λόφων. Οι ανεμόμυλοι διακρίνονταν σε μονόκαιρους και σε στρογγυλούς. Οι μονόκαιροι ήταν προσανατολισμένοι αποκλειστικά προς βορρά και βορειοδυτικά, γιατί από την κατεύθυνση αυτή πνέουν συνήθως οι άνεμοι στην Κρήτη. Οι στρογγυλοί μύλοι μπορούσαν να κινούνται με όλους τους ανέμους, αφού μπορούσαν να περιστραφούν και
να
προσανατολιστούν
κάθε
φορά
στην
κατεύθυνση απ’ όπου έπνεε ο άνεμος. Το βασικό εξάρτημα του ανεμόμυλου, με το οποίο εξασφαλίζονταν η κίνηση του με την επενέργεια του ανέμου, ήταν η φτερωτή, που βρισκόταν μπροστά και έξω από το κτίσμα του μύλου. Και στις δυο περιπτώσεις ο βασικός κορμός του μύλου ήταν η πέτρα. Δυο πέτρινοι δίσκοι κινούνταν αντίθετα και τρίβοντας τον καρπό τον μετέτρεπαν σε αλεύρι. Η κίνησή τους γινόταν μέσα από ένα σύστημα αξόνων από τη ρόδα του νερόμυλου ή του ανεμόμυλου στους πέτρινους δίσκους. Η δουλειά του μυλωνά ήταν μοναχική, σκληρή, επίπονη αλλά προσοδοφόρα. Συνήθως δεν πληρωνόταν με χρήματα, αλλά με αλεύρι, ανάλογα με τη ποσότητα που άλεθε (αλεστικά). Πηγή:http://www.winefest-dafnes.gr/epaggelma.htm
27
Συνέντευξη – Αλευρόμυλοι ΄΄ΤΑ ΔΙΜΥΛΙΑ΄΄ 1. Πόσα άτομα ασχολούνται; 5 άτομα 2. Πόσες ώρες εργάζεστε την ημέρα; 8:00-15:00 3. Από που προμηθεύεστε το σιτάρι; Από την Νότια Ρόδο κυρίως 4. Πόσα κιλά αλεύρου παράγετε την ημέρα; Η δυνατότητα που υπάρχει είναι στους 15 τόνους με τα μηχανήματα (αναλόγως τις παραγγελίες). 5. Το αλεύρι που παράγετε το πουλάτε οι ίδιοι ή το δίνετε στα καταστήματα προς πώληση; Το πουλάμε οι ίδιοι σε φούρνους(κυρίως) αλλά και σε σουπερ μαρκετ 6. Πότε δημιουργήθηκε αυτός ο αλευρόμυλος; Το 2002 στην Ελεούσα & το 2010 στη Διμυλιά 7. Τι εργαλεία χρησιμοποιείτε; Κυλυδρόμυλο, Καθαριστική μηχανή (ξεχωρίζει τα σιτάρια), διατροχέας(για να ξεχωρίσουμε το πίτουρο από το αλεύρι), αμπάρια(αποθηκεύεται για 24 ώρες πριν αλεστεί), βούρτσα (βουρτσίζει το σπόρο για να καθαριστεί τελείως). 8. Η εργασία σας είναι βιολογική; Ναι, δεν υπάρχουν καθόλου φάρμακα.
15. Νερουλάς Στην παλιά Αθήνα που δεν υπήρχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, ο νερουλάς αναλάμβανε την τροφοδότησή τους με νερό. Υπήρχε συνήθως ένας νερουλάς σε κάθε γειτονιά και είχε σταθερή πελατεία . Έκανε πολλά κοπιαστικά δρομολόγια και αμειβότανε περίπου 1 δεκάρα τον τενεκέ. Το επάγγελμα του νερουλά διατηρήθηκε μέχρι το 1930, οπότε ιδρύθηκε η ΟΥΛΕΝ.
28
16. Ντελάλης Η λέξη είναι μάλλον τούρκικη και σημαίνει ΄΄αυτός που ανακοινώνει τα μαντάτα΄΄, ο δημόσιος κήρυκας. Οι ντελάληδες
διαλαλούσαν
στους
κατοίκους
των
κωμοπόλεων και των χωριών τα νέα που έφταναν με τον τηλέγραφο ή τα εμπορεύματα που έφερναν στις πλατείες των χωριών οι πραματευτάδες. Η δυνατή φωνή και κυρίως ο τρόπος που παρουσίαζαν συνοπτικά τα νέα ή διαφήμιζαν τα προϊόντα, τους καθιστούσε γνωστούς στην τοπική κοινωνία. Έβαζε την παλάμη στο στόμα, σαν χωνί, κι έπαιρνε τις γειτονιές φωνάζοντας . Η αμοιβή του ήταν ένα ποτηράκι τσίπουρο ή λίγο κολατσιό. Η ευρεία διάδοση των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης υποκατέστησε σταδιακά τους ντελάληδες σε όλα τα χωριά του νησιού. Πηγή: daskalosjf.bolgspot.gr
17. Ντενεκετζής Ντενεκετζής ήταν ο κατασκευαστής διαφόρων ντενεκεδένιων (λαμαρινένιων) σκευών για οικιακή, αγροτική, κτηνοτροφική και βιομηχανική χρήση. Το επάγγελμα αυτό εξασκούνταν κυρίως στις πολιτείες και στα κεφαλοχώρια, απ’ όπου εξυπηρετούνταν οι κάτοικοι των γύρω χωριών. Τα κυριότερα σκεύη, που κατασκεύαζε ο ντενεκετζής, ήταν οι κουβάδες του νερού, οι αλουσουδιάστρες (λάντζες), τα τσιγκάκια, οι σταυροί και τα σκαφάκια για τον τρύγο, τα χωνιά, οι λύχνοι, τα κάρτα, τα φανάρια, τα ποτιστήρια, τα δοχεία μεταφοράς νερού και γάλατος, τα μαγκάλια, οι απυριάστρες (θειφιστήρες), οι κουτσουνάρες κ.α. Για την κατασκευή αυτών των σκευών ο ντενεκετζής μετρούσε και σημάδευε με το μέτρο και το κουμπάσο (διαβήτη) πάνω στο ντενεκεδένιο φύλλο το κομμάτι που χρειαζόταν για το σκεύος, το έκοβε με ειδικό ψαλίδι και το έφερνε πάνω στο αμόνι, όπου το επεξεργάζονταν με ξύλινο σφυρί. Για τις κολλήσεις ο ντενεκετζής χρησιμοποιούσε καλάϊ. Εκτός από τα παραπάνω είδη, ο ντενεκετζής κατασκεύαζε τα κόσκινα, τις βολίστρες 29
και τις κνισάρες χοντρές και ψιλές. Για να κατασκευάσει αυτά τα σκεύη έπαιρνε έτοιμους ξύλινους γύρους, τους κοσκινόγυρους, τους οποίους εφάρμοζε και στερέωνε στο ένα τους άνοιγμα το ντενεκεδένιο πάτο. Τον πάτο αυτό τρυπούσε κατόπιν με
κατάλληλους
ζουμπάδες
σε
συμμετρικούς
κύκλους μέχρι να γεμίσει ολόκληρη η επιφάνεια του πάτου. Στις βολίστρες οι τρύπες αυτές ήσαν μεγαλύτερες και στρογγυλές, ενώ στα κόσκινα ήσαν και μικρότερες και δύο ειδών, που εναλλάσσονταν στους εσωτερικούς κύκλους πότε με τις μικρές στρογγυλές τρύπες και πότε με τις μακρουλές. Στις κνισάρες χρησιμοποιούσαν για πάτους τα κνισαρόπανα, που στις χοντρές κνισάρες χρησιμοποιούνταν πολύ ψιλότρυπα μεταλλικά υφάσματα, ενώ στις ψιλές κνισάρες ο πάτος γινόταν με λεπτό μεταξωτό ύφασμα, που για επαύξηση της αντοχής του έμπαιναν εξωτερικά και στενές ισχυρότερες λουρίδες, που σχημάτιζαν σταυρό στην εξωτερική επιφάνεια του πάτου της κνισάρας. Πηγή: http://www.winefest-dafnes.gr/epaggelma.htm
18. Παγοπώλης Το επάγγελμα του παγοπώλη υπήρχε μέχρι το 1960. Από τότε καταργήθηκε γιατί εφευρέθηκαν τα ηλεκτρικά ψυγεία. Ο παγοπώλης είχε ξεχωριστή θέση τα παλιά χρόνια επειδή ήταν πλανόδιος. Το επάγγελμα του παγοπώλη ήταν εποχιακό, το όποιο άρχιζε από τον Απρίλιο και διαρκούσε μέχρι τον Οκτώβριο, σε γενικές γραμμές. Το μεροκάματο ήταν σκληρό. Η σούστα ή ένα τρίτροχο καρότσι ή ένα γαϊδουράκι ήταν το μεταφορικό τους μέσον προκειμένου να μεταφέρουν τις κολόνες από τα παγοποιεία της πόλης. Για να μη λιώνει ο πάγος τον σκέπαζαν με άχυρα, με τσουβάλια ή χοντρά πανιά και φυσικά ο διανομέας έπρεπε να κινείται γρήγορα, να είναι σβέλτος στη δουλειά του. Για να μη παγώνουν τα χέρια του, φορούσε χοντρά γάντια και για εργαλεία είχε ένα πριόνι να κόβει τον πάγο και ένα γάντζο με τον οποίο χτυπούσε την κολόνα για να ανοίξει και να τη μεταφέρει στον προορισμό της, σπίτια ή μαγαζιά ανάλογα. 30
Οι νοικοκυρές μόλις έπαιρναν τον πάγο τον τύλιγαν αμέσως με πανιά και τον τοποθετούσαν στην παγωνιέρα(ξύλινο ορθογώνιο κατασκεύασμα επενδυμένο εσωτερικά με αλουμίνιο). Πηγή : http://dkoutseliou.blogspot.gr/2011/10/blog-post_1415.html
Η αφίσα που δημιούργησε η μαθήτρια Δραμουντανή Σέβα
Κατάστημα Πώλησης Πάγου WHITE ICE Αγοράστε Τυποποιημένο Πάγο Για : Επαγγελματική Χρήση Οικιακή Χρήση Ο Καλύτερος Πάγος Στην Αγορά! Ακόμη Και Με Θεραπευτικές Ιδιότητες! Μας Βρίσκετα Παντού Και Πάντα. Όλες Τις Ώρες Και Όλες Τις Ημέρες. Αρκεί Ένα Τηλεφώνημα Στο 21090-10900
31
19. Παγωτατζής Οι Παγωτατζήδες βράζανε το γάλα και προσθέτανε ζάχαρη, αυγά, κακάο ή βανίλια, ανάλογα με τη γεύση που θέλανε να φτιάξουν. Όταν έβραζε το μείγμα, το κατέβαζαν από τη φωτιά και το τοποθετούσαν σε ένα μεταλλικό κάδο, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε ένα ξύλινο βαρέλι. Στο κενό που υπήρχε ανάμεσα στο ξύλινο βαρέλι και στο κάδο, τοποθετούσαν πάγο και συνέχιζαν να ανακατεύουν το μείγμα μέχρι να πήξει. Φορτώνανε το βαρέλι στο καρότσι και με μια ειδική μεταλλική κουτάλα και τα χωνάκια ξεκινούσαν τη δουλειά τους. Κατά διαστήματα έριχναν κομμάτια πάγου εξωτερικά για να μη λιώσει το παγωτό. Κάποτε για να φάει κανείς παγωτό έπρεπε να περιμένει να ακούσει τον παγωτατζή της γειτονιάς να περνά από το δρόμο του... ". Με το τρίτροχο ποδήλατο ή το μηχανοκίνητο καροτσάκι, ο παγωτατζής έκανε μία βόλτα στα δημοτικά σχολεία, στις εκκλησίες τις Κυριακές και στα πανηγύρια και όπου ήξερε πως θα βρει πολύ κόσμο. Τώρα, δεν το κάνουν αυτό. Παρόλο που σήμερα υπάρχουν παγωτατζήδες, λίγοι έχουν επιβιώσει.
Αν μπορούμε να συναντήσουμε κάποιον, θα δούμε ότι έχει ένα ποδήλατο-καρότσι με το οποίο μεταφέρει το ψυγείο για να διατηρείται το παγωτό. Επίσης μπορούμε να τους δούμε να μεταφέρουν τα παγωτά τους με φορτηγάκια. Τα περισσότερα παιδιά μόλις τους ακούνε τρέχουν αμέσως να προλάβουν ένα χωνάκι από αυτό το δροσιστικό και απολαυστικό γλύκισμα. Υπάρχουν και παγωτατζήδες φυσικά που έχουν μόνιμα ένα χώρο πώλησης των παγωτών τους. Πηγή:http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%B3%CF%89%CF%84 %CF%8C 32
Πώς φτιάχνονται τα παγωτά σήμερα; Το παγωτό είναι παγωμένο γλύκισμα, το οποίο φτιάχνεται συνήθως από κρέμα και γάλα. Το παγωτό χωρίς γάλα ονομάζεται γρανίτα, και καλύπτει συνήθως τις γεύσεις φρούτων, όπως λεμόνι ή βερίκοκο. Σε καταστήματα προσφέρεται συνήθως σε κυπελλάκι με σαντιγί, ενώ σε περαστικούς πωλείται σε χωνάκι. Το αγοράζουμε κυρίως το καλοκαίρι, αφού είναι δροσερό, γιατί τότε κάνει ζέστη. Στην εποχή μας, οι παγωτατζήδες χρησιμοποιούν αναμεικτήρες, σπάτουλες, εξοπλισμό μέτρησης, κουτάλια και για την παρασκευή παγωτού εργάζονται σε εργαστήρια παγωτού. Πηγή:http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A0%CE%B1%CE%B3%CF%89%CF%84 %CF%8C http://gnosi2dim.blogspot.gr/2011/04/blog-post.html http://www.esoft.gr/gwo/POVOL/1407.HTM Εταιρείες που φτιάχνουν παγωτό στην εποχή μας
Nestle Δέλτα ΕΒΓΑ Algida Κρι-Κρι
Παγωτατζήδες σήμερα
33
Παγωτατζής στη Ρόδο
20. Πεταλωτής Παλιά οι πεταλωτές ήταν απαραίτητοι αφού κάθε σπίτι στο χωριό είχε και ένα ζώο για τις δουλειές του, γαϊδούρι ή μουλάρι. Ο πεταλωτής έβαζε λοιπόν στις οπλές των
ζώων τα πέταλα. Τα εργαλεία που
χρησιμοποιούσε ο πεταλωτής ήταν τα πέταλα, το σφυρί, η τανάλια, το σαράκι και τα καρφιά. Το πετάλωμα γινόταν και στα τέσσερα πόδια του ζώου. Αυτό γινόταν για να μπορεί να περπατάει στους κακοτράχαλους δρόμους χωρίς να πληγώνονται τα πόδια του και για να διατηρεί την ισορροπία του. Τρόποι που έβαζαν τα πέταλα στα ζώα Το αφεντικό κρατούσε λυγισμένο το πόδι του ζώου προς τα πάνω και ο πεταλωτής αφού με κοφτερό εργαλείο (το σαντράνι), καθάριζε την οπλή ώστε να γίνει επίπεδη, διάλεγε το πέταλο ανάλογα με το μέγεθος. Στη συνέχεια έβαζε το καρφί χτυπώντας το λοξά προς τα έξω, ώστε να βγει δύο έως τρία εκατοστά πλάγια της οπλής.
34
Απαιτούσε τέχνη το καλίγωμα γιατί έπρεπε το καρφί να μη βρει το ζωντανό μέρος της στροφής. Ο ήχος του πεταλώματος ήταν χαρακτηριστικός: ΄΄Μια στο καρφί και μια στο πέταλο΄΄ Τι εργαλεία χρησιμοποιούσαν Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν, ήταν το κλαδευτήρι (σαντράνι) για το καθάρισμα, η τανάλια για να κρατάει κόντρα και να κόβει το περίσσευμα του καρφιού (λόθρα) και το καλυγοσφύρι για να χτυπάει και να μπήγεται το καρφί. Τα πέταλα τα κατασκεύαζαν οι χαλκιάδες, πλάθοντάς τα στο αμόνι από κοκκινισμένο, στο καμίνι, σίδερο. Τα καρφιά ήταν παράξενα γιατί είχαν χοντρό κεφάλι σαν κόλουρη τετραγωνική πυραμίδα και αυτό για να μην γλιστράνε στα καλντερίμια και στις βουνίσιες στράτες. Πηγή: http://users.sch.gr/vaxtsavanis/kaligoma.html Δύο ειδών πέταλα χρησιμοποιούσαν τότε. Τα ευρωπαϊκά (αλτσάδες) που είχαν ημισεληνοειδές σχήμα τα οποία κάρφωναν στην περιφέρεια του πέλματος και τα ελληνικά που ήταν πλατιά (πλάκες) και κάλυπταν ολόκληρο το πέλμα για μεγαλύτερη
προστασία.
Με
τα
ευρωπαϊκά
πετάλωναν τα ζώα που έσερναν τα κάρα για να είναι πιο ευκίνητα και με τα ελληνικά τα ζώα που έκαναν μικρότερες, αλλά δυσκολότερες αποστάσεις. http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.gr/2011/10/blog-post_2105.html Με τι υλικό έφτιαχναν πέταλα; Το υλικό των πετάλων ήταν σίδηρος (μαλακός κυρίως). Συνήθως τα κατασκεύαζαν οι σιδεράδες, αλλά και οι ίδιοι οι πεταλωτές. Άλλωστε αρκετοί σιδεράδες
λειτουργούσαν
και ως
πεταλωτές.
Σήμερα προέρχονται από μαζική παραγωγή. Για την κατασκευή των πετάλων, χρειαζόταν καμίνι για τη θέρμανση του σιδήρου, ψαλίδι για μέταλλα ή καλούπι πέταλου (ανάλογα με τον 35
τρόπο κατασκευής), βαριά ή σφυρί για την επεξεργασία του πυρακτωμένου σιδήρου, καλούπι ή (και) καλέμι για τις οπές των καρφιών και νερό, που το χρησιμοποιούσαν όταν ήθελαν να «στομώσουν» το σίδερο για να σκληρύνει - αν και με αυτό τον τρόπο γινόταν επίσης και πιο εύθραυστο. Τα καρφιά («πεταλόκαρφα») με τα οποία στηριζόταν το πέταλο στη θέση του πάνω στην οπλή (νύχι) του ζώου, ήταν από σίδηρο, κατασκευάζονταν (σχεδόν πάντα) με καλούπι, είχαν μεγάλο «κεφάλι» και μήκος από 5 έως 8 εκατοστά περίπου, ανάλογα με το είδος του ζώου για το οποίο προορίζονταν. Τι είδους πέταλα χρησιμοποιούσαν στα ζώα; Τα είδη των πετάλων που χρησιμοποιούσαν, εξαρτιόνταν από το είδος και την ηλικία του ζώου, τη δουλειά για την οποία προοριζόταν (άρα και το έδαφος που θα πατούσε). Τα πέταλα των βοδιών, που προοριζόταν αποκλειστικά για αγροτικές δουλειές σε ανομοιογενές έδαφος, είχαν (συνήθως) σχήμα μισού κύκλου ακτίνας 6-8 εκατοστών με έξι περίπου οπές για τα καρφιά στο κυρτό μέρος τους. Αντίθετα, τα πέταλα των αλόγων, γαϊδάρων και μουλαριών είχαν είτε σχήμα αυγοειδές (ακτίνας 6-8 εκατοστών και 4-6 οπές για τα καρφιά, στις δύο κυρτές πλευρές) για πετρώδες έδαφος, είτε σχήμα ύψιλον - «υ»- (κοίλο, με ακτίνα 6-8 εκατοστά και 4-6 οπές για τα καρφιά, στις κυρτές πλευρές του). Σήμερα πεταλωτές δεν υπάρχουν γιατί οι άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν πια άλογα για τις μετακινήσεις τους και τις δουλειές τους, αλλά αυτοκίνητα. Στη Δυτική Μακεδονία και ιδιαίτερα στην περιφερειακή ενότητα Κοζάνης υπάρχει αυξητική τάση στη χρήση του αλόγου και οι πεταλωτές γίνονται περιζήτητοι. Το πετάλωμα είναι απαραίτητο να γίνεται κάθε έξι εβδομάδες για να προφυλάσσει το πέλμα του αλόγου, ώστε να του δίνει ευστάθεια. Η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει από μισή έως τρεις ώρες, αφού κάθε άλογο αντιδρά διαφορετικά. Πηγές: «http://www.enikos.gr/society/83274,Epaggelma_petalwths.html http://local.e-history.gr/pages/viewpage.action?pageId=11928018 http://morfoyla.blogspot.gr/2011/02/blogpost_462.html http://ctsrv2.aegean.gr/epaggelmata/present_prof.php?uniqueID=a0028&lng=Z3JlZWs=
36
21. Ρασοπατητής
Ο ρασοπατητής με τις φτέρνες των ποδιών του με σαπουνάδα και νερό στριφογύριζε και πατούσε μέσα σε ένα ανοιχτό κοίλο βόγδωμα (εργαλείο), που το έστηναν σχεδόν όρθιο ακουμπισμένο σε έναν τοίχο και πλαισιωμένο από μπροστά με δύο ξύλα στερεωμένα από τον πάτο ως την κορφή και που έφερναν στο κατάλληλο ύψος τρίτο ξύλο, ώστε να σχηματίζεται ένα ήτα κεφαλαίο. Στο τρίτο αυτό ξύλο ο ρασοπατητής στηριζόταν με τα χέρια του για να μπορεί να κινεί τις φτέρνες των ποδιών του πάνω στο πατούμενο χοντρό ράσινο ύφασμα (ράσα). Το πάτημα διαρκούσε αρκετές μέρες, ώσπου το πατούμενο να μαλακώσει και να βγάλει το απαιτούμενο χνούδι (πέλο). Το εργαλείο που χρησιμοποιούσε ο ρασοπατητής, ήταν ο γούβελος, ένα πολύ χοντρό κομμάτι άγριου κορμού δέντρου που ήταν κοίλο, για να μπορεί στην κοιλότητα αυτή να στριφογυρίζει το πατούμενο. Αντί για γούβελο μπορεί να χρησιμοποιούσαν και σκάφες από λαξεμένο κορμό άγριου δέντρου. Στο εργαλείο αυτό συμπεριλαμβάνεται και η κατεργωσά (κατασκευή), πoυ μπαίνει μπροστά στο γούβελο για να στηρίζεται με τα χέρια ο ρασοπατητής. Και στο πάρεργο αυτό επάγγελμα απασχολούνταν λίγοι άνθρωποι, επειδή και τα ρασοπατήματα δεν ήταν πολλά. Σήμερα το επάγγελμα του ρασοπατητή έχει εγκαταλειφθεί γιατί το πάτημα γίνεται με ειδική μηχανή. Πηγή: http://www.slh.gr/html/viewer.php?product_id=27&
22. Σιδεράς Αυτοί που ξεκίνησαν πρώτοι τη δουλειά στη χώρα μας ήταν οι γύφτοι. Η τέχνη του σιδερά ήταν δύσκολη και απαιτούσε σωματική ευρωστία. Σμίλευαν το σίδερο σαν τους γλύπτες και του έδιναν τη μορφή που ήθελαν. Οι τεχνίτες έπαιρναν συνήθως μαθητευόμενους βοηθούς, οι οποίοι μάθαιναν τη τέχνη δίπλα στους παλιούς μαστόρους και συνέχιζαν το επάγγελμα. Το φυσερό, το σφυρί και το αμόνι ήταν τα βασικά και απαραίτητα εργαλεία ενός σιδερά. Το φυσερό ήταν από δέρμα. Ένα ή δύο ασκιά ανάλογα, το οποίο μάζευε αέρα και τραβώντας την χειρολαβή από πάνω 37
τον έβγαζε, θέριευε τη φωτιά σε πολύ υψηλή θερμοκρασία κι εκεί μέσα πύρωνε το σίδερο, δηλαδή το μαλάκωνε κάνοντας πιο εύκολη την επεξεργασία του. Έφτιαχναν τσαπιά, σκαλιστήρια, δικούλια, υνιά, πέταλα, τσεκούρια, αλέτρια και ό,τι άλλο χρειαζόταν ο γεωργός, ο υλοτόμος και Παλαιές κλειδαριές
όλοι οι χωριάτες. Τη μεγάλη Πέμπτη όλοι οι σιδεράδες
γυρίζουν το αμόνι ανάποδα γιατί πάνω σ’ αυτό έφτιαχναν τα καρφιά που σταύρωσαν το Χριστό. Το επάγγελμα του σιδερά, άρχισε να φθίνει με τη μαζική βιομηχανική παραγωγή
σιδερένιων
αντικειμένων,
επισκευή
και
τοποθέτηση
σιδερένιων
κατασκευών. Ορισμένοι απασχολούνται στις οικοδομές κατά τη διάρκεια τοποθέτησης σιδηροδοκών. Πηγή: ΄΄Η Σύμη άλλοτε και τώρα΄΄ εργασία ομάδας μαθητών Περιβαλλοντικής Εκπ/σης Λυκείου Σύμης.
23. Σωμαράς Σωμαράς ήταν ο τεχνίτης που κατασκεύαζε σωμάρια για τα χοντρά και λιανά ζώα που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες για τις μεταφορές τους (μουλάρια, άλογα και γαϊδάρους). Τα σωμάρια, ανάλογα με το ζώο και τον ιδιοκτήτη τους μπορούσαν να είναι από πολύ φτωχά στην κατασκευή και διακόσμησή τους, μέχρι πολύ ακριβά και φανταχτερά. Το σωμάρι αποτελούνταν από τρία μέρη δηλ. από τον ξύλινο σκελετό, από το εσωτερικό γέμισμα και από τα δερμάτινα εξαρτήματα. Η κατασκευή του ξύλινου σκελετού ήταν η κύρια τέχνη του σωμαρά, που απαιτούσε μεγάλη επιδεξιότητα, γιατί όλα τα κομμάτια, που τον αποτελούσαν, πελεκούνταν από τον ίδιο με το κοφτερό σκεπάρνι και απαιτούνταν λεπτή δουλειά ώστε να μην διακρίνονται τα σκαψίματα στα ξύλα του σκελετού. Τον ξύλινο σκελετό του σωμαριού αποτελούσαν τα δυο πισινά και τα δυο μπροστινά μεριά, τα οποία συνέδεαν τρεις σπάθες από την κάθε μεριά. Το εσωτερικό γέμισμα ήταν ένα είδος στρώματος με εξωτερική επικάλυψη από ένα πολύ λεπτό δέρμα, το μεχίνι και από εσωτερική από ένα πίλημα λευκό μάλλινο, το 38
στρασούρι, με ενδιάμεσο γέμισμα από το χόρτο αφράτο. Το στρώμα αυτό ραβόταν από το σωμαρά με τη σωμαροβελόνα, διπλώνονταν και έμπαινε μέσα στον ξύλινο σκελετό. Η προσαρμογή και η στερέωση του σωμαριού πάνω στη ράχη του ζώου πραγματοποιείται με τα δερμάτινα εξαρτήματα, τα λεγόμενα μπιστοκαπλόδετα. Από τα μπιστοκαπλόδετα τα δυο είναι στερεωμένα στο πίσω μέρος του σωμαριού. Απ’ αυτά το ένα ο καπλοδέτης, μια πλατειά δερμάτινη λουρίδα, περιβάλλει τα μεριά του ζώου, το άλλο η μπισθιά, είδος καπλοδέτη, αλλά στρογγυλεμένου στη μέση, μπαίνει κατά το σωμάρωμα κάτω από την ουρά του ζώου. Στο μπροστινό μέρος του σωμαριού μπαίνει η μπροστελίνα, που αποτελείται από δυο δερμάτινες λουρίδες, τη μικρή και τη μεγάλη, που είναι στερεωμένες από τη μια και από την άλλη πλευρά του σωμαριού. Η μπροστελίνα περνά από το στήθος του ζώου και σφίγγεται μέχρι να τεντώσουν τα πισινά μπιστοκαπλόδετα. Για καλύτερο και ασφαλέστερο σωμάρωμα υπάρχει ακόμη η γίγλα, μια μακρά δερμάτινη λουρίδα που κατά το σαμάρωμα περνά λίγο πιο μπροστά από την κοιλιά του ζώου. Από τις πλαγιαστές σπάθες του σωμαριού κρέμονται σε κυκλικά αναδιπλωμένες δερμάτινες λουρίδες οι σκάλες (αναβολείς) του σωμαριού, όπου πατεί τα πόδια του ο αναβάτης για να καβαλικέψει το ζώο. Το σωμάρι χρησιμοποιήθηκε για να γίνονται οι μεταφορές σε ανθρώπους και πράματα με τα ζώα, που έπρεπε προηγουμένως να είναι μερωμένα (πειθαρχικάυπάκουα). Το όργανο για το πρώτο μέρωμα των φορτηγών ζώων και κυρίως των χοντρών, μπεγιργιών (αλόγων) και μουλαριών, ήταν το χαλινάρι, γιατί το ζωντανό πρώτα συνήθιζε το χαλινάρι κι ύστερα το σωμάρι. Το χαλινάρι αποτελούνταν από τρία μέρη, δηλ. το σιδερένιο τμήμα, τα δερμάτινα εξαρτήματα και το χαλιναρόσκοινο. Ανάλογη με την διακόσμηση του σωμαριού ήταν και η διακόσμηση του χαλιναριού με φούντες, σχέδια, τρύπες κλπ.
24. Τζαμπάζης Τζαμπάζης λεγόταν ο έμπορος ζωντανών μεγάλων ζώων κυρίως μουλαριών, αλόγων, γαϊδάρων αλλά και βοδινών. Τα ζώα αυτά τα αγόραζαν και ή τα μεταπουλούσαν
ή
τα
αντάλλασσαν
με
άλλα
καλύτερα ή υποδεέστερα με καταβολή διαφοράς σε 39
χρήμα, με τελική κατάληξη τη μεταπώληση όταν εύρισκαν συμφέρουσα τιμή. Το μεγαλύτερο μέρος των εμπορικών πράξεων πραγματοποιούνταν στις ζωοπανηγύρεις και στα παζάρια όπου ο τζαμπάζης οδηγούσε τα αγορασμένα ή τραμπαρισμένα (ανταλαγέντα) ζώα για τελική πώληση ή νέα τράμπα (ανταλλαγή). Εκτός από τις αγοραπωλησίες και τις τράμπες οι τζαμπάζηδες έκαναν και την επιχείρηση των ξεχαρτζιστών. Κατά την επιχείρηση αυτή ο τζαμπάζης αγόραζε ένα χοντρό ζώο, συνήθως μια νέα αγελάδα, την οποία, ούτε μεταπουλούσε ούτε την αντάλλασε, αλλά την παράδιδε σε κάποιο φτωχό άνθρωπο έναντι ενός προσυμφωνημένου ποσού, το οποίο όμως δεν καταβαλλόταν, υπό τον όρο όπως μελλοντικά διανεμηθούν εξ ίσου τα κέρδη από τα γεννήματα και η αγελάδα, αφού πρώτα ξεπεστεί υπέρ του τζαμπάζη η προσυμφωνηθείσα αξία της αγελάδας. Το επάγγελμα του τζαμπάζη συνήθως ήταν πάρεργο, συμβάλλοντας στην συμπλήρωση του αγροτικού εισοδήματος, ενώ παράλληλα ήταν χρήσιμο για τους απλούς χωρικούς που ήθελαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν το ζώο τους, αφού δεν ήταν εύκολο και συμφέρον να τρέχουν στα παζάρια για το σκοπό αυτό.
Εικόνες από τα παζάρια και από τις ζωοπανηγύρεις Η δουλειά του τζαμπάζη - ματραμπαζή ήταν παρόμοια με τη δουλειά του μεταπράτη με τη διαφορά ότι η δραστηριότητα του τζαμπάζη - ματραμπάζη περιοριζόταν στο εμπόριο των ζωντανών μεγάλων ζώων μουλαριών, αλόγων, γαϊδάρων και βοδινών αγελάδων ταύρων μουσκαριών. Τα ζώα αυτά τα αγόραζαν και ή τα μεταπουλούσαν ή τα αντάλασσαν με άλλα καλύτερα ή υποδεέστερα με καταβολή διαφοράς σε χρήμα, με τελική κατάληξη τη μεταπώληση όταν εύρισκαν τη συμφέρουσα τιμή. Και στην περίπτωση αυτή υπάρχει γυρολόγος έμπορος, του οποίου οι περιοδικές τελευταίες πράξεις γίνονταν στα βδομαδιάτικα παζάρια, όπου οδηγούσε τα αγορασμένα ή τραμπαρισμένα (ανταλαγέντα) για τελική πούληση ή νέα ανταλλαγή.
40
Τα μεταπρατικά αυτά επαγγέλματα, παρά το ότι από πρώτη όψη εμφανίζονται παρασιτικά, ήσαν ωστόσο εξυπηρετικά και ωφέλιμα και σ’ αυτούς που τα ασκούσαν, επειδή συμπλήρωναν κατά κάποιο τρόπο το αγροτικό τους εισόδημα, αλλά και για τους άλλους
χωρικούς,
που
εξασφάλιζαν
τη
διάθεση
μικροποσοτήτων από τα προϊόντα τους, που τους ήταν ασύμφορη η μεταφορά και πώληση στην πόλη και τα παζάρια. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε και το λαϊκό γνωμικό, που λέει «άπου πουλεί στην πόρτα του πουλεί στη Βενετία». Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα ζώα που πουλιούνταν ή ανταλάσσονταν, γιατί δεν ήταν εύκολο και συμφέρον στον απλό χωρικό να τρέχει στα παζάρια για να πουλήσει ή ν ανταλλάξει το ζώο του. Επίσης και για το φτωχό ξεχαρτζιστή, που παρά την εκμετάλλευση που υφίστατο, του παρουσιάζονταν σαν μοναδικός τρόπος για ν αποκτήσει κάποιο κεφάλαιο με μόνη τη προσωπική του εργασία και προσπάθεια. Πηγές: http://www.typoskritis.gr/index.aspx?aid=220&cid=4 http://www.winefest-dafnes.gr/epaggelma.htm
25. Τσαγγάρης Σήμερα όταν λέμε τσαγκάρης εννοούμε τον τεχνίτη που επιδιορθώνει τα χαλασμένα μας παπούτσια. Πολλοί τσαγκάρηδες γύριζαν τις γειτονιές και μάζευαν παπούτσια για επιδιόρθωση.
Δηλαδή ήταν μπαλωματήδες Πριν χρόνια όμως, ο τσαγκάρης τα
έφτιαχνε ο ίδιος απ’ την αρχή. Το τσαγκαράδικο, ο χώρος όπου ήταν στημένος ο πάγκος του με όλα τα σύνεργα, ήταν ανοιχτό από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Στον πάγκο βρίσκονταν, βελόνες, σακοράφες, σουβλιά, σφυράκια, λίμες, τανάλιες, καλαπόδια, που έβαζε μέσα στο παπούτσι. Δεν υπήρχαν τότε κόλες και μηχανές. Εκεί, σκυμμένος πάνω από τον πάγκο του, δούλευε ώρες ατελείωτες φορώντας πάντα τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του. Εκεί δεχόταν και τις παραγγελίες των πελατών του.
41
Στις
μεγάλες
τσαγκαράδικα,
πόλεις όπου
υπήρχαν
μεγάλα
δούλευαν
πολλοί
τσαγκάρηδες, μαζί με καλφάδες και τσιράκια. Τα τσαγκαράδικα αυτά δέχονταν μεγάλες παραγγελίες και για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών, δούλευαν ασταμάτητα. Ένα ζευγάρι παπούτσια, τότε κόστιζαν σχεδόν μια χρυσή λύρα για να φτιάχνουν χρειάζονταν 2-3 ημέρες δουλειά. Είχαν φυσικά στη διάθεση τους και μερικά μέσα, όπως ποδοκίνητες μηχανές, για να ράβουν γρηγορότερα τα παπούτσια. Τα τσιράκια, που έκαναν βοηθητικές δουλειές, δούλευαν χωρίς αμοιβή. Μερικές φορές μόνο τους έδινε ένα συμβολικό ποσό το αφεντικό ή κάποιο χαρτζιλίκι το Σαββατοκύριακο. Κι όλα αυτά, αν ήταν υπάκουα και είχε πάει καλά ο τζίρος του μαγαζιού. Έπαιρναν όμως από τους πελάτες φιλοδωρήματα, ενώ οι καλφάδες έπαιρναν ένα μικρό μεροκάματο. Η κατασκευή τους ήταν εξ ολοκλήρου χειροποίητη. Ήταν ραμμένα και καρφωτά. Για να κατασκευάσει ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα. Τα δέρματα ήταν δυο ειδών, τα ψιλά που τα χρησιμοποιούσε για το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά, με τα οποία έφτιαχνε το κάτω μέρος, τις σόλες δηλαδή. Πηγές: www.kefalonitis.com 3lyk-n-filad.att.sch.gr
26. Σφουγγαράς Το επάγγελμα του σφουγγαρά έχει ως αντικείμενο την αλιεία και την επεξεργασία σφουγγαριών, καθώς και την
πώληση τους
στην
αγορά.
Ο σφουγγαράς
ασχολείται είτε με τον εντοπισμό και τη συλλογή σφουγγαριών στο βυθό της θάλασσας, είτε με το χειρισμό των βοηθητικών μηχανημάτων από την επιφάνεια του σκάφους για παροχή βοήθειας στους σφουγγαράδες-δύτες.
42
Οι δραστηριότητες του σφουγγαρά περιλαμβάνουν την κατάδυση και παραμονή 3-4 ώρες σε βάθος ως 18 μέτρα για τη συλλογή σφουγγαριών, σπανιότερα την κατάδυση σε βάθος μεταξύ 50-60 μέτρων και παραμονή 15 λεπτών για συλλογή σφουγγαριών, την ανάδυση σε αργούς ρυθμούς για να επιτευχθεί αποσυμπίεση, την ταξινόμηση των σφουγγαριών και την αρχική επεξεργασία τους πάνω στο σκάφος. Τα απαραίτητα εργαλεία και οι ειδικοί εξοπλισμοί που απαιτούνται για την άσκηση του επαγγέλματος είναι μηχανοκίνητο σκάφος, συνήθως καΐκι, καταδυτική στολή, μάσκα, σχοινιά, βαρούλκα, ραντάρ, ηχοβολιστικό, φτερά, βαρίδια, λάστιχο, μαρκούτσι, μηχάνημα παραγωγής και παροχής αέρα και ξύστρα για το ξερίζωμα των σφουγγαριών. Οι σφουγγαράδες της Καλύμνου Η Κάλυμνος, έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη σαν
τόπος
δυτών
και
σφουγγαράδων.
Η
σπογγαλιεία έχει μακραίωνη παράδοση στο νησί και συμβάλει στην οικονομική ευημερία του τόπου. Μαζί με την Κάρπαθο, την Κάσο, τη Νίσυρο, τη Σύμη και τη Χάλκη αποτελούν τις κύριες περιοχές καταγωγής των βουτηχτάδων (όπως λέγονται οι δύτες που βγάζουν από το βυθό της θάλασσας τα σφουγγάρια),που η δραστηριότητά τους απλώνεται σ' όλη την Ανατολική Μεσόγειο. Τα τελευταία χρόνια έχουν μεταφέρει την τέχνη τους ακόμη και στην Αμερική, στον Κόλπο του Μεξικού και στη Φλώριντα. Μέχρι και πριν λίγες δεκαετίες οι δύτες των Δωδεκανήσων καταδύονταν "γυμνοί", δηλαδή χωρίς να φορούν το ειδικό προστατευτικό σκάφανδρο και μάθαιναν την τέχνη τους
με
τρόπο
εμπειρικό.
Αυτοί
ήταν
οι
περίφημοι
βουτηχτάδες.
Τώρα πια, χρησιμοποιούν ειδικά σκάφανδρα και άλλες εκσυγχρονισμένες συσκευές, ενώ παράλληλα εκπαιδεύονται στην Κρατική Σχολή Δυτών της Καλύμνου, που είναι η μοναδική στο είδος της στην Ελλάδα που παρέχει στους απόφοιτους κρατικό επαγγελματικό δίπλωμα δύτη. Οι Καλύμνιοι δύτες είναι διάσημοι σε όλη την Μεσόγειο και δεν χρησιμοποιούνται μόνο
για
την
σπογγαλιεία,
αλλά
και
για
κάθε
καταδυτική
εργασία.
Για την ιστορία αναφέρουμε ότι οι παραδοσιακοί γυμνοί βουτηχτάδες, σταμάτησαν 43
τις καταδύσεις το 1895. Από τότε όλοι χρησιμοποιούν τα σκάφανδρα και τηρούν όλα τα μέτρα ασφάλειας. Το σφουγγάρι υπήρξε όχι μόνο
πλουτοπαραγωγική
πηγή που έδωσε ευρωστία στο νησί αλλά έκανε και τον Καλύμνιο να ταξιδέψει όλη τη Μεσόγειο με τα σφουγγαράδικα
καΐκια, να
γνωρίσει
λαούς
και
πολιτισμούς για να επιστρέψει στο νησί του γεμάτος εμπειρία
και
γνώση. Οι
Καλύμνιοι
ψάρευαν
τα
σφουγγάρια στα νερά του Αιγαίου, τις ακτές της Μ. Ασίας
και
της
Συρίας. Χρησιμοποιούσαν
τους
παραδοσιακούς
τρόπους
σπογγαλιείας (σκαντάλι, καμάκι). Οι πρώτοι σφουγγαράδες δεν είχαν στολή ή κανένα τεχνικό μέσο. Έπεφταν γυμνοί στην θάλασσα στηριζόμενοι στην αντοχή της αναπνοής τους. Το 1840 έφτασαν οι πρώτοι σφουγγαράδες στην Αίγυπτο ενώ την ίδια χρονιά οι πρώτοι σπογγαλιευτικοί οίκοι οργανώθηκαν στη Βενετία και το Λονδίνο. Πηγές πληροφοριών: http://www.ecomuseum.gr/index.php/sfouggarades http://www.gokalymnos.com/gr-gokalymnos/kalymnos/spoggaliia1.htm http://www.holiday.gr/gr/page.php?page_id=149
27. Υφάντρα Από τα αρχαία χρόνια οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν τον αργαλειό για να κατασκευάσουν αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Οι πρώτοι αργαλειοί ήταν όρθιοι
και
αργότερα
έγιναν
οριζόντιοι.
Από
παραστάσεις σε ελληνικά αγγεία μαθαίνουμε πως χρησιμοποιούνταν στην Ελλάδα από το 600 π.Χ. Στην πατρίδα μας, μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα και αρχές του 20ου, όλα τα μάλλινα και βαμβακερά είδη του σπιτιού γίνονταν στον ακόμα και σήμερα μπορεί να βρει κανείς τα περίφημα κρητικά υφαντά μοναδικά δείγματα λαϊκής τέχνης με τους 44
υπέροχους χρωματισμούς και τα πρωτότυπα σχέδια υφασμένα στον αργαλειό. Υπήρχαν πολλές υφάντρες που δούλευαν επαγγελματικά στα σπίτια τους που ήταν στημένος ο αργαλειός και δεχόταν παραγγελίες. Στην Κρήτη σε κάθε χωριάτικο σπίτι ο αργαλειός κατείχε ξεχωριστή θέση. Τα κρητικά υφαντά διακρίνονται για τη σφιχτή ύφανση, την αρμονία των χρωμάτων και την καλαίσθητη διακόσμησή τους. Οι γυναίκες της Κρήτης είναι γνωστές για την ιδιαίτερη δεξιοτεχνία τους στη κατασκευή υφαντών. Στον αργαλειό έφτιαχναν τα ρούχα, τα καθημερινά είδη του σπιτιού και την προίκα των κοριτσιών, όπως πατανίες, πετσέτες, χιράμια, χαλιά, ποδιές βούργιες, τραπεζομάντιλα κ.α. Ολόκληρες οικογένειες απασχολούνται συχνά με την υφαντουργία, από την εκτροφή των προβάτων ως την τελική ύφανση του μαλλιού. Οι χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες ήταν βαμβάκι, μαλλί, λινάρι, μετάξι, ανάλογα με το είδος και τη χρήση του υφαντού. Τις πρώτες αυτές ύλες οι γυναίκες της Κρήτης τις κατεργάζονταν μόνες τους. Επίσης μόνες έβαφαν τα νήματα, χρησιμοποιώντας φυτικές βαφές, όπως ρίζες φυτών, φύλλα, λουλούδια, καρπούς, φλοιούς δέντρων κ.ά. Το χρώμα που επικρατούσε ήταν το κόκκινο ενώ τα πλουμιά και τα ξόμπλια ήταν πολύχρωμα. Η σύγχρονη καταναλωτική κοινωνία έβαλε στο περιθώριο την παραδοσιακή υφαντική. Σήμερα το επάγγελμα της υφάντρας και η τέχνη του αργαλειού έχουν αντικατασταθεί
από
σύγχρονες μηχανές. Απέμειναν μόνο λίγες υφάντρες που δουλεύουν ακόμη στον παραδοσιακό αργαλειό και έτσι ακόμα και σήμερα μπορεί να βρει κανείς τα περίφημα Κρητικά υφαντά, μοναδικά δείγματα λαϊκής τέχνης με τα πρωτότυπα σχέδια και τους υπέροχους χρωματισμούς. Πηγή: www.winefest-dafnes.gr/epaggelmata.htm
28. Φανοποιός Ο Γιάννης Πατσάκης γεννήθηκε στη Ρόδο και από μωρό πήγε στη Σύμη από όπου και κατάγεται. Από μικρό παιδάκι θυμάται τον εαυτό του να κάθεται με τις ώρες στο παραδοσιακό εργαστήρι του παππού του και να παρατηρεί την κάθε του κίνηση. Το 45
παραδοσιακό εργαστήριο φανοποιείας λειτουργεί εδώ και τρεις γενιές, αφού και ο παππούς του Γιάννη επίσης, έμαθε την τέχνη από τον δικό του παππού, ο οποίος άνοιξε επίσημα το εργαστήριό του το 1954. Σήμερα, ο Γιάννης διατηρεί το εργαστήριο και αναλαμβάνει
την
κατασκευή
φαναριών
κάθε
μεγέθους, φαναριέρες για το καντήλι, απλίκες φανάρια, καθώς και τα παραδοσιακά «Φαναράκια της Λαμπρής» που ανάβουν το Πάσχα. Επίσης, κατασκευάζει και καμάκια για τους ψαράδες αλλά και τη «Γυάλα για το Ψάρεμα», η οποία είναι μία γυάλα από λαμαρίνα με γυάλινη βάση για να έχουν ίες μπορεί να είναι μπρίκια, δίσκος του καφέ, κουτάκια για τον καφέ και τη ζάχαρη ή ακόμα και καθρέπτες. Οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί στις κατασκευές του είναι κατά βάση η λαμαρίνα, ο μπρούτζος, τζάμια (απλά ή χρωματιστά) και το καλάι, μαλακός και εύπλαστος κασσίτερος που βοηθάει στη συγκόλληση των λαμαρινών. Πάντα δουλεύει χωρίς ρεύμα, χρησιμοποιώντας ως εργαλεία την ανοιχτή φωτιά, το σφυρί και το ξύλινο σφυρί, την λεγόμενη «Ματσόλα». Όλα τα κομμάτια είναι μοναδικά, γιατί βασίζονται στην έμπνευση και την καλλιτεχνία του Γιάννη. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα τέτοιο παραδοσιακό επάγγελμα είναι η τεχνολογία και οι μαζικές κινέζικες παραγωγές, οι οποίες από την μία έχουν ελκυστικές τιμές, αλλά από την άλλη δεν έχουν καλή ποιότητα και καλλιτεχνική ταυτότητα. Παρ’ όλα αυτά ο Γιάννης Πατσάκης συνεχίζει να ασκεί αυτό το επάγγελμα, χωρίς να λαμβάνει ικανοποιητικές οικονομικές απολαβές, γιατί το έχει αγαπήσει και τον εκφράζει, αλλά πάνω απ’ όλα γιατί έχει δεθεί συναισθηματικά με το επάγγελμα που έμαθε από τον παππού του. Πηγή: ΄΄Η Σύμη άλλοτε και τώρα΄΄ Εργασία ομάδας μαθητών Περιβαλλοντικής Εκπ/σης Λύκείου Σύμης
46
Διαφήμιση επιχείρησης από το μαθητή Κεβάνι Βασίλη
29. Χτίστης Για το χτίσιμο των σπιτιών στη Σύμη οι χτίστες χρησιμοποιούσαν: 1. Πέτρινες πλάκες από περιοχές της Σύμης (η περιοχή με πέτρες ονομάζεται νταμάρι) 2. Χώμα από τα οικόπεδα στα οποία έχτιζαν, κοκκινόχωμα και άμμο από θάλασσα 3. Ασβέστη. Στα Καμίνια της Σύμης υπήρχαν ασβεστόλιθοι. Ειδικοί πετράδες έπαιρναν αυτές τις πέτρες και ξεχώριζαν τον ασβέστη. Η Σύμη προμήθευε με ασβέστη και άλλα νησιά της Ελλάδας , όπως Κω κι έκανε εξαγωγές που έφτασαν μέχρι την Αίγυπτο. 4. Τούβλα, αργότερα, που τα έφερναν από άλλες περιοχές της Ελλάδας. 5. Πορσελάνη από τη Σαντορίνη, την Κω και τη Μαραθούντα (περιοχή της Σύμης) 6. Κεραμίδια από τη Θεσσαλονίκη, τη Γαλλία και τη Ρόδο 7. Ξύλο Σε περίπτωση που το οικόπεδο είχε χώμα έσκαβαν για να βρούν πέτρες και να χτίσουν πάνω. Ενώ σε περίπτωση που αυτό βρισκόταν σε περιοχή με βράχια, τότε ειδικοί πετράδες με δυναμίτη και χρήση χειρωνακτικής εργασίας, ισωπέδωναν την περιοχή για να χτίσουν. Πρώτα γινόταν μελέτη για τη στέρνα, γιατί ήταν αναγκαίο το βρόχινο νερό. Πριν υπάρξει το τσιμέντο την έφτιαχναν με πέτρα και λάσπη. Έπρεπε να χρησιμοποιήσουν καλά υλικά και σε σωστές αναλογίες. 47
Επίσης έφτιαχναν φούρνους στο χώρο της αυλής γιατί τότε ψωμιά, κουλούρια κι άλλα τέτοια προϊόντα ήταν σπιτικά. Μερικά υλικά που χρησιμοποιούσαν για το χτίσιμο ήταν: κοκκινόχωμα, πυρότουβλα από την Αθήνα και μαλτεζόπετρες. Στη συνέχεια για να φτιάξουν τα θεμέλια ενός σπιτιού έπρεπε πρώτα να είναι σίγουροι ότι το οικόπεδο ήταν τετράγωνο. Γι’αυτό έφερναν δύο διαγώνιες (που ονομάζονταν εσώρουχα) και όταν αυτές συνέπιπταν σε ένα συγκεκριμένο σημείο σήμαινε πως το οικόπεδο ήταν τετράγωνο. Μετά απ’αυτό άρχιζε το χτίσιμο με πέτρες τις οποίες είχε ήδη πελεκήσει ο ειδικός. Αυτές χρησιμοποιόντουσαν από χτίστες σε περιοχές που υπάρχουν παραπάνω. Τα <<κιρίτζια>> που έφτιαχναν οι χτίστες ήταν σημαντικό για τα σπίτια της Σύμης. Σε περίπτωση βροχής που μαζευόταν νερό στα κεραμίδια, έφτανε στη στέρνα μέσω ενός σωλήνα από λαμαρίνα που τον έφτιαχναν οι φανταρτζήδες. Υπήρχε ακόμη ένα σύστημα υδρορροής, ώστε όταν το νερό ξεπερνούσε το όριο να μη ξεχειλίζει. Τα σπίτια στη Σύμη τα έφτιαχναν με ξύλα και τα φουρούσια τα έκαναν είτε πέτρινα είτε με σιδερένιες ή ξύλινες τράβες. Στα τσιμεντένια φουρούσια τα σχέδια σχηματίζονταν εύκολα, με καλούπια. Ενώ, αντίθετα στην πέτρινη διακόσμηση γινόταν με πελέκημα κι επειδή ήταν βαριά και δύσκολη η μεταφορά της και η δουλειά της κόστιζε ακριβότερα και γι’αυτό λίγα σπίτια έχουν πέτρινα φουρούσια. Τέλος, στη πυραμίδα της σκεπής , σ’όλα τα σπίτια της Σύμης υπάρχει ένας φεγγίτης. Η στέγη γινόταν με κεραμίδια ή ξύλα. Ο φεγγίτης αυτός βοηθούσε στο φωτισμό, αερισμό και στη διακόσμηση του σπιτιού καθώς τα διάφορα σχήματα τα καθόριζε ο ιδιοκτήτης και τα υλοποιούσε ο φαναρτζής. Πηγή: ΄΄Η Σύμη άλλοτε και τώρα΄΄ Εργασία ομάδας μαθητών Περιβαλλοντικής Εκπ/σης Λύκείου Σύμης
48
Β΄ΜΕΡΟΣ
49
ΟΙ ΔΡΑΣΕΙΣ ΜΑΣ 1. Την Τρίτη 27/11/2012 οι μαθητές επισκέφθηκαν ‹‹ΤΑ ΔΙΜΥΛΙΑ››, μια οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής αλεύρου η οποία τα τελευταία χρόνια συνδυάζει την πολύχρονη εμπειρία των μεγαλύτερων με την επιστημονική κατάρτιση των νεότερων μελών της οικογένειας. Με ιδιαίτερη ευγένεια και υπομονή, τα μέλη της οικογένειας Χατζημανέττα ξενάγησαν τους μαθητές στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης και τους ενημέρωσαν για τη λειτουργία του σύγχρονου αλευρόμυλου και του παλιού αλευρόμυλουπετρόμυλου της οικογένειας, και στη συνέχεια τους συνόδευσαν στο μουσείοελαιοτριβείο του χωριού Διμυλιά.
2. Ο κ. Γιαννούτσος Παναγιώτης υποδέχθηκε με ιδιαίτερη ευγένεια και υπομονή τους μαθητές στο χώρο εργασίας του, το Εργαστήριο Δερμάτινων Ειδών στην Κρεμαστή και τους ενημέρωσε σχετικά με το επάγγελμα του.
3. Ο κ. Κελεπέρας Νίκος, βοτσαλωτής και ψηφιδογράφος, μετά από πρόσκληση του σχολείου, δέχτηκε πρόθυμα να συναντήσει τους μαθητές, με σκοπό να τους ενημερώσει για το επάγγελμα του και να δημιουργήσει με τα παιδιά μια παράσταση με βότσαλα στην αυλή του σχολείου μας.
50
Στάδια κατασκευής της βοτσαλωτής παράστασης στο χώρο του σχολείου μας. Στρώσαμε λίγη άμμο. Πάνω στρώσαμε μίγμα άμμου-ασβέστη-τσιμέντου. Στη μέση βάλαμε ένα καρφί, το δέσαμε με σχοινί και με το καρφί που είχε στην άλλη άκρη του σχεδιάσαμε έναν κύκλο. Με μαχαίρι σχεδιάσαμε τον ιβίσκο στο κέντρο του κύκλου. Τοποθετήσαμε άσπρα βότσαλα στο περίγραμμα του κύκλου. Γεμίσαμε με μαύρα βότσαλα τον ιβίσκο. Γεμίσαμε το εξωτερικό μέρος με άσπρα βότσαλα. Οι πέτρες μπαίνουν όρθιες, προς μία φορά και όχι πολύ βαθιά. Στο τέλος, χτυπάμε τα βότσαλα με ένα εργαλείο για να στερεωθούν και να είναι όλα στο ίδιο ύψος. Ρίχνουμε λίγο νερό πάνω για να καθαρίσουν. 4. Στην ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο χώρο του σχολείου οι μαθητές παρουσίασαν τις δραστηριότητες των επιμέρους ομάδων και διένειμαν έντυπο υλικό στην σχολική κοινότητα και στην κοινωνία της Ρόδου (power point, αφίσες, ομιλίες). Η οργάνωση της παρουσίασης και η πρόθυμη συμμετοχή όλων των μελών της ομάδας αξιολογήθηκαν θετικά. Οι πολύ καλές κριτικές από το κοινό επιβράβευσαν την προσπάθεια των μαθητών. 5. Βρείτε τα παραδοσιακά επαγγέλματα σύμφωνα με τους ορισμούς. 1) A _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ 2) Μ _ _ _ _ _ _ 3) B _ _ _ _ _ _ _ _ _ 4) Κ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ 5) Ν _ _ _ _ _ _ _ 6) Τ _ _ _ _ _ _ _ _ 7) Σ _ _ _ _ _ _ _ _ _ 1. Δουλεύει με πηλό και φτιάχνει αριστουργήματα. 2. Παλιότερα δούλευε σε πέτρινους αλευρόμυλους. 51
3. Συντηρεί ή δημιουργεί εκ νέου όμορφες παραστάσεις στις αυλές των εκκλησιών μας. 4. Χρησιμοποιεί καλαμιές. 5. Τροφοδοτούσε με νερό τα σπίτια. 6. Επιδιορθώνει παπούτσια. 7. Τα νησιά που κυρίως προώθησαν αυτό το επάγγελμα είναι η Σύμη και η Κάλυμνος. 6. Βρείτε τα 11 παραδοσιακά επαγγέλματα που υπάρχουν στο παρακάτω κρυπτοσταυρόλεξο Α Κ Ρ Τ Ι Τ Ν Α Φ Γ
Χ Α Υ Ν Α Τ Ω Χ Δ Α
Γ Μ Τ Β Ψ Χ Λ Ζ Π Λ
Τ Π Σ Ω Μ Α Ρ Α Σ Α
Ζ Α Α Λ Ρ Ε Π Σ Ζ Τ
Α Ν Γ Α Ν Ω Τ Η Σ Α
Π Ο Γ Φ Σ Π Σ Ρ Γ Σ
Α Π Α Γ Ο Π Ω Λ Η Σ
Τ Ο Ρ Λ Α Ρ Δ Α Τ Ο
Ζ Ι Η Σ Α Ε Ρ Υ Ο Κ
Η Ο Σ Α Λ Υ Ο Ρ Ε Ν
Σ Σ Η Τ Α Ι Γ Ω Γ Α
Ο Ω Α Μ Κ Ο Ρ Π Α Ο
Υ Κ Ν Τ Ε Λ Α Λ Η Σ
52