Gennithika Enan Aprili - Eleni Xenou

Page 1

ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ ΞΕΝΟΥ ΕΛΕΝΗ

ΥΓ. γεννήθηκα γεννήθηκα έναν ένα απρίλη ΥΓ. απρίλη



ΕΛΕΝΗ ΞΕΝΟΥ

ΥΓ. γεννήθηκα έναν απρίλη


ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ Απρίλιος 2012 Πνευματικά δικαιώματα © Ελένη Ξένου Σχέδια © Πόλυς Πεσλίκας

Τα κείμενα δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο έντυπο «Υστερόγραφο» της εφημερίδας «Ο Φιλελεύθερος» από το 2006 μέχρι το 2010. Σχεδιασμός έκδοσης: Κυριακή Σοφοκλέους Σχεδιασμός εξωφύλλου και σχέδια: Πόλυς Πεσλίκας Διόρθωση κειμένων: Λένια Καρατζιά Εκτύπωση: Proteas Press Ltd

ISBN 978-9963-7449-0-9


στην ιδιόρρυθμη οικογένειά μου



ΥΓ. μια μέρα της άνοιξης



Η ΠΕΡΟΥΚΑ ΤΗΣ ΜΑΜΑΣ

Γεννήθηκα στις 11 του Απρίλη. Άνοιξη. Η μάνα μου δεν θυμάται την ώρα. Το μόνο που θυμάται είναι πως τράβαγε τα μαλλιά της. Που δεν ήταν ακριβώς τα μαλλιά της. Ήτανε μια μακριά, ξανθιά, υπέροχη περούκα. Έτσι ήτανε της μόδας τότε. Και όταν οι πόνοι έγιναν αφόρητοι, άρχισε να την τραβάει υστερικά, φωνάζοντας. Η νοσοκόμα έτρεχε στους διαδρόμους της κλινικής πανικόβλητη και τσίριζε στο γιατρό «ελάτε γρήγορα, μια κυρία βγάζει τα μαλλιά της». Δεν έβγαλε όμως τα μαλλιά της. Έβγαλε εμένα. Με μια νοσοκόμα που τη λέγανε Αγάπη (αυτό ήτανε το όνομά της). Το πρώτο φως που είδα, λοιπόν, ήταν της άνοιξης και η πρώτη φάτσα της… Αγάπης. Κανείς δεν θυμάται, ωστόσο, την ώρα. Γι’ αυτό δεν μπόρεσα ποτέ να μάθω τον ωροσκόπο μου. Και έτσι ξέμεινα στην πορεία από προβλέψεις. Τα χρόνια πέρασαν. Με τη μάνα μου να διηγείται

-9-


κάθε Απρίλη την ιστορία μιας εκτοξευμένης περούκας που σημάδεψε τη γέννα μου. Κι ύστερα μου αποκάλυψαν πως δεν ήταν μόνο αυτό. Γεννήθηκα με ένα κεφάλι μακρόστενο. Σαν πεπόνι. Έτσι το αποκάλεσε ο πατέρας μου. Ένα κεφάλι που έμοιαζε με φρούτο. Ήταν από το σφίξιμο. Φυσιολογικό φαινόμενο αλλά δεν το ’ξεραν. Νόμιζαν πως γέννησαν ένα τέρας. Ο πατέρας μου πήρε το αυτοκίνητο και χάθηκε στους δρόμους για 24 ώρες, με την ελπίδα να συμβιβαστεί με τη μοίρα του. Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να συμβιβαστεί. Το κεφάλι μου ίσιωσε. Αλλά μου ’μεινε σαν καταδίκη. Να διακρίνω τα «φρούτα» με την πρώτη ματιά. Ίσως γιατί υπήρξα κάποτε πεπόνι. Κι ύστερα σκεφτόμουνα πώς να ’ναι άραγε αυτό το συναίσθημα, το να συμβιβαστείς με τη μοίρα σου. Το ’χα από πολύ μικρή σαν απορία και μου έπεφτε βαριά γιατί με έκανε λιγότερο αθώα. Αλλά δεν έφταιγα εγώ. Έφταιγε το κεφάλι μου, που κάποτε ήτανε λίγο πιο μακρύ. Κάποια στιγμή έμαθα και το ζώδιό μου. Κριάρι είσαι εσύ, μου είπανε. Ζώδιο, λέει, της φωτιάς. Εγώ δεν ήξερα από ζώδια. Ούτε και τώρα ξέρω. Είχα μόνο ένα μενταγιόν στο λαιμό με μια αλυσίδα χρυσή και ένα κεφάλι κριαριού. Ούτε από φωτιές ήξερα. Στα χρόνια, όμως, το αισθάνθηκα. Πως ήτανε στη φύση μου να καίγομαι και να ψάχνω να βρω τι σώθηκε από τις στάχτες. Να χαζεύω τους καπνούς και να διερωτώμαι αν τα σύννεφα είναι πολλές φωτιές μαζί, που έφυγαν για

- 10 -


τον ουρανό. Έτσι έμαθα να κοιτάω τον ουρανό. Από τη φωτιά. Και την άνοιξη. Και κείνη την Αγάπη, που από όνομα είχε γίνει πια ζητούμενο. Γεννήθηκα στις 11 του Απρίλη. Ενός Απρίλη Ψεύτη. Μ’ άρεσε να τον αποκαλώ έτσι, από κείνο το τραγούδι που τραγουδούσα όταν σπούδαζα κι έφευγα με ένα πλοίο για τη Σαντορίνη. Μου άρεσαν και τα απριλιάτικα δειλινά. Με κείνα τα πορτοκαλιά και μοβ χρώματα που ήτανε γεμάτα μυρωδιές. Ένιωθα πάντα με μια παιδική αφέλεια πως η άνοιξη μου ανήκε. Λες και το ότι γεννήθηκα Απρίλη μου εξασφάλιζε ένα προνόμιο. Να πεθυμώ εκδρομές και να χαίρομαι απλά γιατί ο καιρός ήταν υπέροχος. Να νιώθω ξανά παιδί, κάθε που μεγάλωνε η μέρα και να αφήνω τις εικόνες να μου υπαγορεύουνε τις επιθυμίες μου. Ένιωθα πως έφταιγε η άνοιξη που ό,τι ζούσα ήθελα να το συνδέω με έναν ήχο και που ό,τι με συνόψιζε το άφηνα να απλωθεί στην άμμο μόλις ο ήλιος γινότανε πιο ζεστός. Κι ύστερα πέρασαν τα χρόνια. Και είναι τώρα. Ανοίγω τα παράθυρα να μπούνε οι μέλισσες, φοράω φαρδιά πουκάμισα και βάζω δυνατά τραγούδια στο αυτοκίνητό μου. Και κάνω την ίδια υπόσχεση: Πως τα πισωγυρίσματα θα τα αφήνω για τις μέρες του φθινοπώρου, που ο φραπές σε κάνει να κρυώνεις και τα ανοιχτά παράθυρα καδράρουνε μονάχα το γκρίζο. Και κάποτε γελώ. Όταν θυμάμαι την περούκα της

- 11 -


μαμάς μου. Και κάποτε ανάβω τσιγάρο. Όταν θυμάμαι πως μια Αγάπη φώναζε, μια κάποια μέρα της άνοιξης, για μένα.

- 12 -




ΑΥΤΉ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΆ ΈΜΑΘΑ

Μικρή ήμουνα η πιο ψηλή στην τάξη. Αλλά πολύ μικρή. Δηλαδή στην πρώτη δημοτικού. Η μάνα μου ήταν ενθουσιασμένη. Έλεγε πως είχα ψηλά πόδια και σε κάθε οικογενειακή σύναξη, αφού μελετούσαν γιαγιάδες και θειάδες τα πόδια μου αποφαίνονταν σύσσωμες, πως όταν μεγαλώσω θα γίνω μοντέλο. Εγώ δεν είχα ιδέα τι πάει να πει μοντέλο. Ούτε για τον εαυτό μου είχα ιδέα. Είχα μόνο μακριά καστανόξανθα μαλλιά κι αυτό μ’ άρεσε και είχα και καστανά μεγάλα μάτια αλλά αυτό δεν μ’ άρεσε, γιατί του αδελφού μου, που ήταν μεγάλα και γαλάζια, ήταν πιο ωραία. Μετά, όσο περνούσανε τα χρόνια, σταματούσα σταδιακά να είμαι η πιο ψηλή στην τάξη, πράγμα που μου φαινότανε περίεργο γιατί τα πόδια μου παρέμεναν ψηλά, αλλά όχι και γω μαζί τους. Έτσι στις οικογενειακές συνάξεις το ύφος της μαμάς, των γιαγιάδων και των θειάδων άρχισε να μεταλλάσσεται από ενθουσι-

- 15 -


ασμό σε απογοήτευση, του στιλ «είναι ομορφούλα μεν, αλλά κοντούλα», σκέψη που αποτυπωνόταν στο βλέμμα τους με πολύ συγκεκριμένες γκριμάτσες. Από αυτό ακριβώς το βλέμμα αντιλήφθηκα ότι το επάγγελμα του μοντέλου είχε αποκλειστεί από τον επαγγελματικό μου προσανατολισμό. Προσωπικά δεν με πείραζε, γιατί ήτανε και μια εποχή, όπου τίποτα δεν με πείραζε. Κι ύστερα πέρασαν τα χρόνια μέχρι που αποφάσισαν σύσσωμα και πάλι τα ιερά θηλυκά της οικογενείας, πως έμπαινα, λέει, στην εφηβεία και ναι μεν ήμουνα συμπαθητικούλα, αλλά μου έλειπε η χάρη. Εγώ δεν καταλάβαινα τι πάει να πει να σου λείπει η χάρη, το μόνο που ήθελα ήταν να μου κάνουν τη χάρη να σταματήσουν να ασχολούνται με μένα και το μέλλον μου. Δεν σταμάτησαν. Αντ’ αυτού αποφάσισαν πως έπρεπε να πάω σε μια σχολή μοντέλων για να μάθω να περπατώ και να πηγαίνω και να έρχομαι με χάρη, παρόλο που δεν θα γινόμουνα μοντέλο. Πήγα, λοιπόν, και ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπη με ένα τσούρμο κοριτσάκια της ηλικίας μου, τα οποία αγωνιούσαν πώς να γίνουνε όμορφες στη ζωή τους. Εμένα οι δικές μου φίλες δεν είχαν αυτή την αγωνία, όχι γιατί ήτανε όλες τους κουκλάρες, αλλά γιατί μας έτρωγαν άλλες πολύ πιο σοβαρές, θεωρούσαμε, αγωνίες. Όπως αν ο Κώστας θα μας πάρει τηλέφωνο ή αν ο Τάκης θα μας ζητήσει ραντεβού. Σε κείνη τη σχολή, που λέτε, η κυρία καθηγήτρια πάσκιζε να μας δείξει πώς πρέπει, ως μελλοντικές γυναίκες, να περπατάμε

- 16 -


για να μην τα βρούμε, έλεγε, σκούρα μετά που θα χωνόμασταν επιδεικτικά στα στιλέτα και θα ανακαλύπταμε στο ύψος μιας γόβας τη γυναικεία μας γοητεία (νάτο πάλι το θέμα του ύψους). Εγώ προσωπικά τα έβρισκα φοβερά αστεία όλα αυτά και μάλιστα γελούσα πάρα πολύ που έπρεπε να περπατώ σαν πιγκουίνος πάνω σε μια υποτυπώδη πασαρέλα. Μετά από μερικά μαθήματα σταμάτησα να γελάω και επαναστάτησα ανακοινώνοντας στην οικογένεια ότι εγώ έχω καλύτερα πράγματα να κάνω από το να περπατώ σαν πιγκουίνος. Στην επόμενη οικογενειακή σύναξη οι γιαγιάδες και οι θειάδες και τα λοιπά, άρχισαν να τα βρίσκουν σκούρα με τη δική μου περίπτωση και αποφάσισαν, μετά από πολλή σκέψη και προβληματισμό, πως μια καλή λύση θα ήταν να με στείλουν ολυμπιακή γυμναστική. Εγώ και η γυμναστική ουδέποτε είχαμε ιδιαίτερη σχέση, αλλά δεν με πείραζε. Την οικογένεια προφανώς την πείραζε. Έτσι με τραβολόγησαν στα ολυμπιακά γυμναστήρια, όπου έπρεπε να παίρνω φόρα και να πηδώ ένα ίππο, να κρέμομαι, σαν τσαμπί σταφυλιού, από ένα μονόζυγο και να κάνω τις άπειρες τούμπες. Έβλεπα τα άλλα κορίτσια να γίνονται λάστιχα και φιόγκοι και διάφορα άλλα παράξενα και αντιλαμβανόμουνα ότι η ευελιξία δεν θα ’πρεπε ποτέ να συμπεριληφθεί στα στοιχεία της ταυτότητάς μου. Ευτυχώς το διέγνωσε και ο γυμναστής και δήλωσε στην οικογένεια πως δεν ήταν ακριβώς το πεδίο, όπου θα μπορούσα να διαπρέψω. Πάνω που πήγα να ησυ-

- 17 -


χάσω έπεσε στο τραπέζι των οικογενειακών διαβουλεύσεων, η ιδέα να με στείλουν να μάθω τένις. Αγοράσαμε τη ρακέτα, τη φουστίτσα και όλα τα συμπράγκαλα και κατέφθασα στο Ελαιών, που ήτανε και της μόδας και είχε και πισίνα. Μετά από δυο τρεις μπαλιές ο δάσκαλος με προέτρεψε να παίζω, αραιά και πού, ρακέτες στη θάλασσα να περνάει η ώρα μου, παρά να ξοδεύομαι στα γήπεδα μήπως δω άσπρη μέρα γιατί δεν θα την έβλεπα. Έτσι ησύχασα και γω και παρέδωσε και η οικογένεια τα όπλα. Επίσης θέλω να αναφέρω πως όταν ήμουνα μικρή είχα μανία με τις σοκολάτες, όπως επίσης είχα μανία και μετά που μεγάλωσα. Η γιαγιά μου είχε ένα κατάστημα, όπου πουλούσε όλα τα γλυκά του κόσμου και με θυμάμαι να χώνομαι κυριολεκτικά μέσα στις μεγάλες σακούλες με τις καραμέλες, τρώγοντας ακατάπαυστα, νιώθοντας πανευτυχής που γεννήθηκα σε μια οικογένεια με μια γιαγιά που πουλούσε γλυκά. Βέβαια, οι θειάδες και οι λοιποί συχνά-πυκνά έκαναν παρατηρήσεις, πως εκτός από κοντή θα χαλούσαν και τα δόντια μου και όχι μόνο δεν θα γινόμουν μοντέλο αλλά δεν θα έβρισκα ούτε και άντρα να με παντρευτεί, λόγω χαλασμένης οδοντοστοιχίας. Εγώ τότε δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να θυσιάσω τη χαρά που αισθανόμουνα για έναν άντρα που ούτε γνώριζα και ούτε ήθελα να γνωρίσω, άμα ήτανε να μου κάνει σχόλιο για τα δόντια μου. Και έτσι πάλι πέρασαν τα χρόνια με εμένα και τις σοκολάτες μου και τις

- 18 -


φίλες μου που βρισκόμασταν τα απογεύματα και τρώγαμε τις σοκολάτες και μιλούσαμε για αγόρια. Μετά αρχίσαμε να καπνίζουμε και να μιλάμε για αγόρια και μετά αρχίσαμε να πίνουμε ποτά, τα οποία καμουφλάραμε σε φλιτζάνια του καφέ, και να μιλάμε για αγόρια. Γενικώς μιλάγαμε για αγόρια και δεν θυμάμαι ποτέ, μα ποτέ, να μιλήσουμε για τη διατροφή μας ή για το σώμα μας ή για τις ενυδατικές και όλα αυτά. Τα περιοδικά τα φυλλομετρούσαμε για να κοιτάμε φουστάνια και για να διαβάζουμε τα ζώδια τα δικά μας και των αγοριών που μας απασχολούσαν. Κι ύστερα πάλι πέρασαν τα χρόνια και κάποιοι μου είπανε ότι «εσύ γράφεις όμορφα» και ότι «πρέπει να κάνεις κάτι γι’ αυτό». Φτάνει που δεν θα χρειαστεί να κάνω τούμπες στον αέρα σκέφτηκα και ό,τι άλλο χρειαστεί δεν νομίζω ότι θα ’ναι τόσο δύσκολο. Έτσι έφυγα για να σπουδάσω και να μάθω να γράφω γιατί μου είπανε ότι έγραφα ωραία. Εγώ δεν ήξερα τι πάει να πει αυτό. Ήξερα μόνο ότι μου άρεσε να γεμίζω τετράδια με τις σκέψεις μου και να επιδίδομαι σε βαρύγδουπα και μελοδραματικά γραφούμενα. Και έτσι βρέθηκα να είμαι δημοσιογράφος. Και να δουλεύω για τα περιοδικά. Πέρασαν κάποιοι μήνες για να αντιληφθώ ότι αυτό πρέπει να ήτανε η εκδίκηση των γιαγιάδων και των θειάδων και των λοιπών συγγενών. Που βρέθηκα μέσα στις ιλουστρασιόν σελίδες, να ’ρχομαι κάθε μέρα φάτσα - κάρτα με όλα τα μοντέλα του κόσμου και να

- 19 -


διαβάζω σωρηδόν οδηγίες ομορφιάς. Ποια κρέμα να βάλεις, τι να φας για να λεπτύνεις, ποια άσκηση θα σου φτιάξει κοιλιακούς, πώς να βάψεις τα μαλλιά σου, πώς να μεγαλώσεις τα βυζιά σου και πώς να σταθείς στο ύψος των περιστάσεων. Εγώ, ως γνωστόν, με το ύψος θεώρησα ότι το ’χα λυμένο το θέμα από πολύ νωρίς, δεν είχα υποψιαστεί ότι θα ’πρεπε κάποια στιγμή στη ζωή μου να αναμετρηθώ ξανά με ένα άλλο ύψος. Εκείνο των περιστάσεων. Και ποιες ήταν οι περιστάσεις; Όλες αυτές οι οδηγίες των περιοδικών. Πως άμα δεν ρουφάς κοιλιά τι σημασία έχει να ρουφάς εικόνες και μυρωδιές και όλα αυτά που νόμιζα πως με κάνανε πιο όμορφη. Μη σας τα πολυλογώ, με κείνα και μ’ αυτά πέρασαν ξανά τα χρόνια χωρίς να μάθω ποτέ τι πάει να πει ομορφιά με την ερμηνεία των περιοδικών και των λαιφστάιλ οδηγιών. Δεν κατάλαβα ποτέ τι μπορεί να προσθέσει στη ζωή μου. Γιατί, όπως κι αν το έβλεπα, κατέληγα πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: Πως όμορφο ήτανε το κορμί που μπορούσε να μου χαρίσει την πιο ζεστή αγκαλιά. Πως όμορφα ήτανε τα μάτια που μ’ άφηναν μέσα τους να ταξιδεύω. Πως όμορφο ήτανε το χαμόγελο που μ’ έκανε να αισθάνομαι ήσυχη. Μόνο αυτή την ομορφιά έμαθα. Που με πήγαινε στη θάλασσα και με ταξίδευε με τα καράβια. Που μου χάριζε μουσικές και χρώματα και μου χάιδευε τη ζωή. Που με μάθαινε να μαλακώνω, να αγαπάω και να αγα-

- 20 -


πιέμαι. Μόνο αυτή την ομορφιά έμαθα. Τίποτα άλλο δεν έμαθα.

- 21 -



TΑ ΕΦΤΆ ΑΜΑΡΤΉΜΑΤΑ ΜΟΥ

Η γιαγιά μου ζούσε σε ένα σπίτι δίπλα από την Αρχιεπισκοπή. Εκεί, στην εκκλησία του Άη Γιάννη βαφτίστηκα, εκεί παντρέψαμε την αδελφή μου, εκεί ανάβαμε κάθε Πάσχα τις λαμπάδες μας, εκεί αργότερα κάναμε την κηδεία της γιαγιάς μου. Όσο ζούσε, κρατούσε πάντα την ίδια θέση στην εκκλησία. Εκείνη δίπλα από το παράθυρο. Ένα τεράστιο παράθυρο σε μια σκοτεινή και γεμάτη από τοιχογραφίες εκκλησία. Εγώ νύσταζα -από μικρή δεν μπορούσα να ξυπνώ το πρωί- μα εκείνη επέμενε να μου φοράει την ίδια άσπρη κορδέλα και να με ανεβάζει στην καρέκλα για να παρακολουθώ τη λειτουργία. Δεν παρακολουθούσα τη λειτουργία. Παρακολουθούσα τι γινόταν έξω από το παράθυρο και σκεφτόμουνα πότε θα τελειώσει ο ιερέας το κήρυγμά του για να χωθώ, όπως κάθε Κυριακή, στην αποθήκη της, εκεί, όπου φύλαγε σε σακούλες τις σοκολά-

- 23 -


τες και τους ξηρούς καρπούς, το εμπόρευμα, δηλαδή, του καταστήματος που είχε ο παππούς μου και το ’χε κληρονομήσει μετά το θάνατό του. «Άμα κάτσεις φρόνιμα», μου ’λεγε, «μετά θα σου δώσω να φας ένα μικρό σοκολατάκι». Έτσι μου ’λεγε και παρίστανα πως υπάκουα, χωρίς βέβαια τότε να καταλαβαίνω, πως τελικά ο μόνος τρόπος για να παραμείνω πιστή, ήταν μονάχα με την προσδοκία να απιστήσω, διαπράττοντας το πρώτο μου αμάρτημα. Τότε ήταν της λαιμαργίας. «Θα χαλάσουν τα δόντια σου», μου ’λεγε η μάνα μου, «θα βγάλεις σπυριά και θα ’σαι άσχημη» μου ’λεγε ο πατέρας μου, «σταμάτα να κρύβεσαι και να τρως καραμέλες, θα γίνεις γουρούνι», με κορόιδευε ο αδελφός μου. Μα έμενα, αυτή ήταν η κυριακάτική μου λατρεία. Να με αφήνουν εκεί κλεισμένη στην παλιά αποθήκη των πειρασμών και να βουτάω στις σακούλες, όπως ο Σκρουτς, στα αγαπημένα μου Μίκι Μάους, βουτούσε στην πισίνα με τα φλουριά του. Και όταν όλα τα «φοβιστικά» τους δεν έβρισκαν έδαφος τότε η γιαγιά έριχνε τη χαριστική ατάκα: «Θα θυμώσεις το Θεό αν δεν σταματήσεις». Εγώ δεν καταλάβαινα γιατί ο Θεός θα θύμωνε που έκανα βουτιές στις σοκολάτες και μου φαινότανε παράξενο που είχε αυτή τη σκασίλα, όπως επίσης μου φαινότανε και παράλογο, αφού όλα τα παιδάκια που ήξερα το ίδιο πράγμα κάνανε. Άρα ο Θεός θα ήτανε θυμωμένος με όλα τα παιδάκια, πράγμα που επίσης δεν καταλάβαινα, πως δηλαδή ένας Θεός μπορεί

- 24 -


να ’ναι θυμωμένος με όλα τα παιδάκια… Στο δημοτικό την κολλητή μου την έλεγαν Κλίτσα. Έμενε κοντά στο σπίτι μου, δυο δρόμους δηλαδή παραπέρα και η μάνα της, θυμάμαι, μαγείρευε καταπληκτικές μαρίδες που εμείς τις καταβροχθίζαμε, καθισμένες σε ένα σκούρο καναπέ απέναντι από την τηλεόραση. Επίσης η μάνα της έραβε πάρα πολύ ωραία ρούχα και γω ζήλευα όταν η φίλη μου φορούσε πιο ωραία ρούχα από μένα και πιο ωραία παπούτσια αλλά δεν το ’λεγα. Πήγαινα σπίτι με τα μούτρα κατεβασμένα και δάγκωνα τα χείλη μου (αυτό έκανα όταν ήμουνα παραπονεμένη, δάγκωνα τα χείλη μου) και έλεγα στη μάνα μου πως «εγώ δεν έχω ωραία παπούτσια». Τότε εκείνη θύμωνε και έλεγε πως αν ο Θεός έμπαινε στην ντουλάπα μου και έβλεπε πόσα παπούτσια είχα, θα έριχνε κεραυνούς να με κάψει. Εγώ δεν καταλάβαινα πως θα κατέβαινε ο Θεός και μου φαινότανε τρομερά αστείο να τον φαντάζομαι να ανοίγει τις ντουλάπες μου αλλά καλού κακού τις κλείδωνα, όντας βέβαιη πως αδύνατον να έμπαινε στον κόπο (ο Θεός) να κάνει αντικλείδι, προκειμένου να με τιμωρήσει. «Δεν πρέπει ούτε να ζηλεύεις, ούτε να θες πολλά», μου ’λεγε η γιαγιά μου, όταν η μάνα μου της προλάβαινε τα κατορθώματά μου, «γιατί όλα αυτά -έλεγε- είναι αμαρτία». Δηλαδή σήμαινε ότι εγώ δεν θα πήγαινα στον παράδεισο αλλά υποθέτω πως και όλες μου οι φίλες δεν θα πήγαιναν, οπότε δεν με πείραζε γιατί τουλάχιστον, εκεί στην κόλαση θα είχα παρέα.

- 25 -


Στα 16 μου άρχισα να καπνίζω συνειδητά και να λέω ψέματα, επίσης συνειδητά. Ήμουν ερωτευμένη με ένα αγόρι της γειτονιάς μου, με το οποίο ήταν ερωτευμένα όλα τα κορίτσια και τον συναντούσα κλεφτά σε ένα σπίτι που ανακαλύψαμε στον πιο πίσω δρόμο και που ήτανε ερειπωμένο. Τα βράδια έκλεβα το μηχανάκι του πατέρα μου και μερικές φορές έκλεβα και κάποια ψιλά από το πορτοφόλι του και το ’σκαγα από την ανεμόσκαλα, που ήταν ακριβώς έξω από το δωμάτιό μου. Ήταν τα χρόνια που αισθανόμουνα θυμωμένη για πολλά πράγματα αλλά δεν το ομολογούσα, μα το ’νιωθα και διερωτώμουνα αν ποτέ θα έφευγε από μέσα μου αυτή η οργή. Αντί, λοιπόν, να φωνάζω και να νευριάζω, άρχισα να γράφω και τώρα που το σκέφτομαι μάλλον κι αυτό σαν αμαρτία πρέπει να μου καταχωρηθεί γιατί ξεκίνησε εν μέρει από ένα θυμό. Ίσως ο Θεός να με τιμώρησε καταδικάζοντάς με να παραμείνω στο παίδεμα των λέξεων, για να ξορκίσω τα αμαρτήματά μου. Κι ύστερα ήρθανε τα άλλα χρόνια. Τα λιγότερα θυμωμένα και τα περισσότερο συνειδητοποιημένα. Με τους φίλους και τους έρωτες και τα «ποτέ» και τα «πάντα» και τα τραγούδια και τις εκδρομές και τα ξενύχτια με τις βότκες και τους χορούς στα υπόγεια. Τα ταξίδια, τις συζητήσεις και τις αναζητήσεις. «Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό», αυτό ήταν το σλόγκαν και ήμουνα έτοιμη να πληρώσω τις ζημιές χωρίς βέβαια να υποψιάζομαι ότι η σταδιακή απώλεια της αθωότητας θα ήταν

- 26 -


η μεγαλύτερη ζημιά με την οποία θα ’πρεπε, κάποια στιγμή, να λογαριαστώ. Ο Θεός, υποθέτω, εκείνα τα χρόνια μάλλον θα ’λειπε ταξίδι για δουλειές, γιατί διαφορετικά, αν είχε δίκαιο η γιαγιά μου, τότε δεν μπορεί να τη γλίτωσα τόσο φτηνά. Δεν ξέρω αν λεγόταν απληστία αλλά εγώ ένιωθα πως δεν χόρταινα αρκετά μ’ αυτά που ζούσα, πως εκεί έξω (κάπου, οπουδήποτε) υπήρχε κάτι περισσότερο και ήθελα να το ανακαλύψω για να δοκιμάσω τα όρια (τα δικά μου και του κόσμου). Δεν ξέρω αν λεγόταν αλαζονεία που δεν με ένοιαζε τι λέγανε οι άλλοι, εκείνοι που βιάζονταν να με κρίνουν, αλλά δεν τους λογάριαζα γιατί τους θεωρούσα λιγότερο εκτεθειμένους στη ζωή. Δεν ξέρω αν το λέγανε λαγνεία που ήμουνα έτοιμη να τσαλακώσω τα σεντόνια μου αρκεί να ρουφούσα τον έρωτα με ένταση ακόμα κι όταν εκείνος, όσο περνούσαν τα χρόνια, ερχόταν ασυνόδευτος από υποσχέσεις και προσδοκίες. Δεν ξέρω αν λεγόταν τεμπελιά που ξέμεινα εδώ και δεν έφυγα, δεν ξέρω αν είναι από οκνηρία που δεν παιδεύτηκα πιο πολύ να ανακαλύψω μέχρι πού μπορεί να φτάσω κι αν υπάρχει εκεί έξω ένα όγδοο (και ένατο και δέκατο και πάει λέγοντας) αμάρτημα που με περιμένει για να με ξεκλειδώσει. Μικρή αισθανόμουνα ενοχές κάθε φορά που η γιαγιά μου ’λεγε πως θα με τιμωρήσει ο Θεός που δεν υπάκουα και χωνόμουνα μέσα στις τεράστιες σακούλες με τις σοκολάτες. Μεγαλώνοντας ξεμπέρδεψα με τις ενοχές και ήθελα να χώνομαι σε οποιαδήποτε σα-

- 27 -


κούλα έκρυβε κάποιο πειρασμό. Γιατί πια βεβαιώθηκα, πως ο μόνος τρόπος να απαλλαγείς από τις αμαρτίες σου, είναι να τις ζήσεις. Και sorry Θεέ μου που θα το πω αλλά έχω μια πολύ σοβαρή υποψία πια πως υπάρχει και όγδοο αμάρτημα: Το να μην κάνεις τα υπόλοιπα εφτά. Γιατί αλλιώς πώς θα μάθεις να μετράς και να μετριέσαι σ’ αυτή τη ζωή μ’ αυτή τη ζωή;

- 28 -


- 29 -



ΣΤΗ ΧΏΡΑ ΤΩΝ ΘΑΥΜΆΤΩΝ

«Αύριο θαρθεί η κ. Μόνικα. Θα μαζευτούμε, μετά το μάθημα της γυμναστικής στο αμφιθέατρο, όπου θα μας συναντήσει όλους εκεί. Να ’στε καλά παιδιά και φρόνιμα». Η κ. Ισμήνη έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο «φρόνιμα» και αμέσως μετά την έμφαση, γύρισε στον πίνακα, όπου με άσπρη κιμωλία έγραψε την ακριβή ώρα συνάντησής μας με την κ. Μόνικα ώστε -όπως είπε- να το σημειώσουμε όλοι στο τετράδιό μας, σαν καλά παιδιά και φρόνιμα. Το σημειώσαμε όλοι, αλλά εγώ ήξερα, πως οι άλλοι δεν ήξεραν ποια ήταν η κυρία Μόνικα, και επίσης καθόλου δεν τους ένοιαζε. Εκείνο που τους ένοιαζε ήταν που θα χάναμε, ευτυχώς, μια ώρα από το μάθημά μας. Εγώ, όμως, που ήξερα ποια ήταν η κ. Μόνικα είχα αγωνία να μάθω γιατί θα ερχόταν στο σχολείο μας και ποιος ήταν αυτός ο λόγος, για τον οποίο, ακόμα και η κ. Ισμήνη συγκατάνευσε να παραχωρήσει μια ώρα από

- 31 -


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.