ΜΕΓΆΛΩΣΑ ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ
ΣΤΗΝ
ΚΎΠΡΟ,
ΡΕ!
ΔΈΚΑ ΜΙΚΡΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ
ΧΡΙΣΤΌΦΟΡΟΣ ΘΕΟΔΏΡΟΥ ΜΑΡΊΑ ΙΩΆΝΝΟΥ ΚΛΕΆΝΘΗΣ ΚΛΕΆΝΘΟΥΣ ΣΤΑΎΡΟΣ ΛΑΜΠΡΆΚΗΣ ΕΛΈΝΗ ΞΈΝΟΥ ΑΙΜΊΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΎ ΓΙΏΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΊΔΗΣ ΚΏΣΤΑΣ ΧΆΡΠΑΣ ΙΩΆΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΎΛΟΥ ΜΙΧΆΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΎΛΟΥ
ΜΕΓΆΛΩΣΑ
ΣΤΗΝ
ΚΎΠΡΟ,
ΔΈΚΑ ΜΙΚΡΈΣ ΙΣΤΟΡΊΕΣ
ΧΡΙΣΤΌΦΟΡΟΣ ΘΕΟΔΏΡΟΥ ΜΑΡΊΑ A. ΙΩΆΝΝΟΥ ΚΛΕΆΝΘΗΣ ΚΛΕΆΝΘΟΥΣ ΣΤΑΎΡΟΣ ΛΑΜΠΡΆΚΗΣ ΕΛΈΝΗ ΞΈΝΟΥ ΑΙΜΊΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΎ ΓΙΏΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΊΔΗΣ ΚΏΣΤΑΣ ΧΆΡΠΑΣ ΙΩΆΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΎΛΟΥ ΜΙΧΆΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΎΛΟΥ
ΡΕ!
«ΜΕΓΆΛΩΣΑ ΣΤΗΝ ΚΎΠΡΟ, ΡΕ!» «Μεγάλωσα στην Κύπρο, ρε!» © a bookworm publication, 2014
ISBN 978-9963-2055-1-6 Πρώτη έκδοση 2014 Σχεδιασμός: Κυριακή Σοφοκλέους Επιμέλεια κειμένων: Mαρία Mηνά
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου 48, 1015 Τ.Θ. 22831, 1524 Λευκωσία, Κύπρος T: +357 22347797, F: +357 22495604 www.abookwormpublication.com
7 ΧΡΙΣΤΌΦΟΡΟΣ ΘΕΟΔΏΡΟΥ ΠΡΩΙΝΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ
15 ΜΑΡΊΑ A. ΙΩΆΝΝΟΥ SINGER
21 ΚΛΕΆΝΘΗΣ ΚΛΕΆΝΘΟΥΣ TΈΛΟΣ ΕΠΟΧΉΣ
27 ΣΤΑΎΡΟΣ ΛΑΜΠΡΆΚΗΣ ΕΓΚΖ ΕΝΤ ΜΠΕΪΚΟΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ
33 ΕΛΈΝΗ ΞΈΝΟΥ ΔΊΧΡΩΜΕΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΈΣ
39
ΑΙΜΊΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΎ O ΚΤΩΡΉΣ ΠΟΥ ΤΗΝ ΙΣΤΙΝΤΖΙΌΝ…
47 ΓΙΏΡΓΟΣ ΤΡΙΛΛΊΔΗΣ ΓΡΆΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΡΧΗΓΌ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΉΣ ΦΡΟΥΡΆΣ
53 ΚΏΣΤΑΣ ΧΆΡΠΑΣ ΕΊΚΟΣΙ ΧΡΌΝΙΑ ΜΕΤΆ
59 ΙΩΆΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΎΛΟΥ ΛΙΚΈΡ ΚΙΟΎΛΙ
67 ΜΙΧΆΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΎΛΟΥ ΟΙ ΘΡΉΝΟΙ ΠΟΥ ΚΛΗΡΟΝΌΜΗΣΕΣ
Ο Χριστόφορος Θεοδώρου γεννήθηκε το 1974 στο Φρέναρος Αμμοχώστου. Είναι δικηγόρος. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία. Το 2012 κυκλοφόρησε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Κύκλος, την οποία παρουσίασε στη Λευκωσία και την Αθήνα.
-6-
ΧΡΙΣΤΌΦΟΡΟΣ ΘΕΟΔΏΡΟΥ
Πρωινή διαδρομή
Η νύχτα λησμοσύνη αντηχεί καθρεφτίζοντας ουρανό και φόνο στα πέπλα, στο δέρμα και στη γη των άλλων. Όσα δεν είδα, τα ’νιωσα, στα ανεμόδαρτα δρομολόγια. Λυσσομανούσαν άστρα ίχνη αφήνοντας στο κορμί, σκουριά κι αλμύρα από κύμα αλεξανδρινό, απ’ της Μαγδαληνής τα μύρα. Έτσι όπως φέγγαν παρελθόν, που μου ’βαλε κανόνες απαράβατους, απ’ την ανατολή ορμώμενα σε δυτική πορεία. Μου ζητήθηκε να γράψω κάτι με τίτλο «Mεγάλωσα στην Κύπρο, ρε». Νόμιζα ότι τώρα που κλείνω τα σαράντα θα είχα χίλια πράγματα να γράψω για τον τόπο που μεγάλωσα. Προσπαθώ να κάνω το μέτρημα όσων αξίζουν. Τίποτε. Μόνο φοβικές συμπεριφορές, ημιτελή βήματα και η θέα των ντεποζίτων, των ηλιακών και των τηλεοπτικών κεραιών που βλέπω από το ανοιχτό παράθυρο. Απέναντι μια τεράστια φωτεινή σημαία, σαν φώτα νυχτερινού μαγαζιού, να μου θυμίζει μια αδιάγνωστη αναπηρία κι ένα χαμένο τυχερό παιγνίδι. Για μια στιγμή σκέφτηκα να γράψω κάτι για την ιστορία της. Ποια ιστορία; Ουσιαστικά επιβίωση ήταν. Με λίγη Ελλάδα, λίγη -7-
MΕΓΆΛΩΣΑ ΣΤΗΝ KΎΠΡΟ, ΡΕ!
Τουρκία, λίγη Αγγλία και τίποτε συγκεκριμένο. Σαν πιτόγυρος με απ’ όλα που τον φάγαμε μετά τα σαράντα και μας έπεσε βαρύς στο στομάχι. Τώρα δεν μας πιάνει ο ύπνος. Στα Ηλύσια αραχνιάζουν θεμελιοί ήχους ανταλλάσσουν με πέλαγα χαρτιά προσπαθώντας ορίζοντες να σπάσουν και τον κύκλο τους να κλείσουν. Λόγχη το πρώτο φως, πάλλεται δόνηση αρχαία ελληνική, ακατανόητη κι αντιληπτή. Αποδομείται η μνήμη κι ανασυντίθεται, λόγχη το πρώτο φως τον πρώτο που το κοίταξε καρφώνει. Εδώ γεννήθηκα γυμνός αντίδωρο ανίσκιωτης ήττας κι υποχρεωτικής θητείας. Προσπάθησα να σκεφτώ τι θα έκανα αν γεννιόμουν σε άλλο τόπο. Πιο μεγάλο. Πιο πολυσύχναστο. Για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό ότι η πολυκοσμία εμπεριέχει ελευθερία. Θα περπατούσα ένας στους πολλούς και θα νόμιζα πως είχα φτερά. Θα έβαζα τα γραπτά μου σε μια βαλίτσα, θα τα έδειχνα δεξιά κι αριστερά ώσπου να βγάλουν τα δικά τους φτερά και να ταξιδέψουν μόνα προς τον ιδεατό αναγνώστη. Οι δρόμοι μου θα ήταν άλλοι και η μοναξιά θα ήταν άλλη. Ο τόπος ο μικρός είναι φυλακή και ό,τι γίνεται στις φυλακές ο έξω κόσμος δεν θέλει να το ξέρει. Η νύχτα ξέβαψε. Οι στοίβες με τα τετράδια φτιάχνουν περίεργες σκιές. Ανοίγω τυχαία ένα τετράδιο με εξώφυλλο από χειροποίητο
-8-
ΧΡΙΣΤΌΦΟΡΟΣ ΘΕΟΔΏΡΟΥ
χαρτί. Το αγόρασα, θυμάμαι, όταν ήμουν φοιτητής στο Λονδίνο. Διαβάζω αραδιασμένους στίχους. Σαν να τους έγραψε κάποιος άλλος. Δεν ήμουν εγώ. Έσφαξε η ανατολή του ήλιου τα γελάδια κι ήρθε το άστρο του βορρά να δείξει, να θυμίσει πως κόβεται στα δύο η γη και ο καιρός. Το ασκί του Αιόλου σκίστηκε σκορπίστηκ’ η στάχτη απ’ τον βωμό έγινε σκόνη και τυφλώνει, ανάκατη με άμμο της Σαχάρας, κι ούτε μνήμη έμεινε, δρόμο επιστροφής να στρώνει. Μ’ αρέσει το πρώτο φως της μέρας. Έχει χρώμα ξανθού μελιού. Ακόμα δεν ξύπνησε κανείς. Καλύτερα. Όλος ο τόπος δικός μου. Φόρεσα μια φόρμα, μακό μπλουζάκι άσπρο, αθλητικά παπούτσια και βγήκα έξω. Η υγρή γη κρατούσε ακόμα τις μυρωδιές του ουρανού που κάθε βράδυ έπεφτε πάνω της σαν βαρύς εραστής. Είναι αυτή η μυρωδιά και το φεγγάρι που προκαλεί ορμονικές εκρήξεις στους ανθρώπους και οι συνέπειες των πράξεών τους δεν μαζεύονται το πρωί. Περπάτησα στους άδειους δρόμους. Σπίτια κτισμένα πάνω από κακόγουστα καταστήματα και μικρές πολυκατοικίες των δύο ορόφων πάνω σε κολόνες δημιουργούν το αστικό περιβάλλον. Τα πεζοδρόμια στενά και κακοσυντηρημένα σταματάνε απότομα στο άκτιστο οικόπεδο με τις ξεραμένες μολόχες και τις μαργαρίτες. Υπάρχει ομορφιά σε αυτό. Στη μέση του οικοπέδου μια χαρουπιά ρίχνει τον βαρύ της ίσκιο. Η εικόνα της χαρουπιάς είναι μια όμορφη ανάμνηση από
-9-
MΕΓΆΛΩΣΑ ΣΤΗΝ KΎΠΡΟ, ΡΕ!
το παρελθόν. Τότε που παιδιά ακόμα του δημοτικού φτιάχναμε σπίτια στα κλαδιά της τους αυγουστιάτικους μήνες και όταν πεινούσαμε τρώγαμε χαρούπια. Σαν άσωτοι υιοί. Άσωτος έμεινα μα βαριέμαι να επιστρέψω. Θύμωσε ο ήλιος κι έριξε φως να φανερώσει και να δείξει Μέδουσα αντίκρυ απ' τον καθρέφτη. Εικόνα δεν έμεινε ξοπίσω μόνο η επιβίωση του πεινασμένου ψεύτη στη θύρα εμπρός του πεπρωμένου δίπλα σε απάτριδες νομάδες. Όσοι δεν μπήκαν σε ομάδες κοιτιούνται με μάτια κουρασμένα τραγουδώντας μόνοι τους τη δίψα και το μολυσμένο αίμα. Άρχισε ο κόσμος να ξυπνά. Το καταλάβαινες από τα φώτα που άναβαν στα διαμερίσματα. Στους δρόμους άρχισαν να κινούνται κάποια αυτοκίνητα. Οδηγούσαν κάποιοι κλασικοί τύποι που βιάζονταν να πάνε στη δουλειά να μην πήξουν στην κίνηση. Πλάι πρόβαλαν και κάποιοι άλλοι που περπατούσαν με αθλητικές φόρμες. Κλασικές περιπτώσεις καρδιοπαθών που τους συνέστησε ο γιατρός πρωινή γυμναστική. Άναψα τσιγάρο. Δίπλα μου πέρασε βιαστική μια Φιλιππινέζα με το ποδήλατό της. Πήγαινε να καθαρίσει κάποιο σπίτι. Η καθαριότητα είναι η μισή αρχοντιά. Η άλλη μισή κάπου αλλού θα βρίσκεται. Ούτε που κατάλαβα πως πλάκωσε κίνηση στους δρόμους. Λεωφορεία τεράστια και άδεια προκαλούσαν τα νεύρα των αγουροξυπνημένων οδηγών. Θα υπάρχει κάποιος λόγος που έπρεπε να αγοραστούν και να κυκλοφορούν σε δρόμους χωρίς λωρίδες λεω-
- 10 -
ΧΡΙΣΤΌΦΟΡΟΣ ΘΕΟΔΏΡΟΥ
φορείων αυτά τα τέρατα. Δεν το έψαξα κι ούτε με ενδιέφερε. Έτσι κι αλλιώς έπρεπε να επιστρέψω σπίτι, να ντυθώ και να πάω στη δουλειά. Στα ερείπια και στα φτηνά κτίσματα βρίσκονται κρυμμένα αραχνοΰφαντα φτερά μισολιωμένα από το πάτημα του χρόνου κι από του πόθου τ’ αέρινα λικνίσματα. Η σκόνη που στοιβάχτηκε, πρόπλασμά τους σαν τοίχος προστασίας, ξεραμένη λάσπη δεν καθαρίζει πια, των μυρμηγκιών φωλιά τίποτε πια δεν πετά εκτός από τα όνειρά τους. Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Στο ράδιο πολιτικοί μιλούν για το Κυπριακό. Από τότε που θυμάμαι αγχώνονται μην τυχόν και λυθεί. Ακόμα κι όταν ο κόσμος ψήφισε ότι δεν θέλει λύση παραμυθιάζονταν με τους ψηφοφόρους τους ότι δεν είναι αυτό που εννοούσαν. Στην Κύπρο μεγαλώσαμε όλοι. Εννοούμε πάντα κάτι άλλο από αυτό που λέμε και από αυτό που κάνουμε. Διασχίζω τη Μακαρίου. Τα καταστήματα στη γραμμή άδεια. Όλοι το έχουνε απορία πώς ο εμπορικότερος δρόμος της Λευκωσίας έχει αυτό το χάλι. Το γεγονός ότι πάντα ήταν ένα χάλι, μα τώρα βρήκε τη φύση του δεν περνά κανενός από το μυαλό. Πέρασα από το πάλαι ποτέ «Da Capo», από το «Le Café». Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή τους. Μεγάλωσαν, γέρασαν, πέθαναν. Μαζί με τη Μακαρίου. Κοίταζα γύρω γύρω και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί αυτός ο δρόμος ήταν κάποτε εμπορικός. Στενά πεζοδρόμια κι όλα τα κτίσματα διαγωνίζονταν ποιο ήταν πιο αντιαισθητικό. Το «City Plaza» κερδίζει το βραβείο. Προχώρησα εκεί που ήταν κάποτε ο
- 11 -
MΕΓΆΛΩΣΑ ΣΤΗΝ KΎΠΡΟ, ΡΕ!
«Μύθος». Η πρώτη μου μπυραρία. Ένα σπίτι, παλιό αρχοντικό. Θυμήθηκα ότι εκεί έμαθα να παίζω πιλότα σκαστός από το σχολείο, εκεί έμαθα μπιλιάρδο, εκεί έκανα και το πρώτο μου τσιγάρο. Δίπλα ήταν η «Έλλη», το πιο βρώμικο και ωραίο σαντουιτσίδικο του κόσμου σ’ ένα τροχόσπιστο βγαλμένο από cult αμερικάνικη ταινία. Παραδίπλα το «Μετροπόλ». Το πρώτο σινεμά που πήγα. Αυτά είχαν μια αισθητική τουλάχιστον. Δεν βαριέσαι. Γίναν’ όλα πάρκιγκ. Κι ό,τι καλό είχε η Μακαρίου χάθηκε μαζί τους. Πολύ το χάρηκα που και το πάρκιγκ έχασκε άδειο. Εκεί πάρκαρα. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο φτιάχνοντας το σακάκι του κοστουμιού μου και τη γραβάτα. Για μια στιγμή μού πέρασε η σκέψη να φύγω σκαστός. Σαν τότε. Μεγάλωσα όμως. Δεν κάνω τέτοια πράγματα. Θα πάω στη δουλειά. Όπως έμπαινα στο ασανσέρ να πάω στο γραφείο, κοίταξα τη φάτσα μου στον καθρέφτη. Ξαναθυμήθηκα τον τίτλο που μου έδωσαν για να γράψω κάτι. «Μεγάλωσα στην Κύπρο, ρε». Ρεπάνια. Δεν μεγάλωσα. Απλώς γέρασα.
- 12 -
Η Μαρία Α. Ιωάννου γεννήθηκε το 1982 στη Λεμεσό. Σπούδασε Aγγλική Λογοτεχνία και Λογοτεχνία του 20ού αιώνα στο Ηνωμένο Βασίλειο και εργάζεται ως καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας, λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής. Διηγήματά της έχουν βραβευτεί σε τοπικούς και διεθνείς διαγωνισμούς συγγραφής και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά, ουγγρικά και σέρβικα. Τον Ιούλιο του 2011 εξέδωσε την πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο Η γιγαντιαία πτώση μιας βλεφαρίδας (Γαβριηλίδης, Αθήνα). Η συλλογή τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας Κύπρου και επελέγη να παρουσιαστεί στο διεθνές φεστιβάλ Πρώτου Βιβλίου Βουδαπέστης 2014. Σε συνεργασία με την εικαστικό Μαρίνα Γεραλή γράφει μικρές ιστορίες στο «ΣΗΜΕΙΟ ΣΤΙΞΗΣ», ένα project στο «Παράθυρο» της εφημερίδας «Πολίτης», ενώ μαζί με την ομάδα aRttitude έχει δημιουργήσει το φεστιβάλ εναλλακτικών λογοτεχνικών αναγνώσεων «ΣΑΡΔΑΜ».
- 14 -
ΜΑΡΙΑ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ
Singer*
Έκανε τα πάντα για να την πείσει να σπουδάσει μόδα. Να αναλάβει το μαγαζί, να φτιάχνει ωραία φορέματα, να ντύσει επιτέλους τις γυμνές, καταθλιπτικές κούκλες της βιτρίνας. Να περνούν οι Νεοκύπριες και να πληρώνουν για ένα πετσοκομμένο τραπεζομάντιλο μια περιουσία. «Μα αυτό είναι τραπεζομάντιλο!», να σκέφτονται. Κι εσύ να τους λες πως σπούδασε υψηλή ραπτική στο Παρίσι. Αυτές να σ’ ακούνε με προσοχή. Να φέρνουν και τις φίλες τους από το διπλανό κομμωτήριο, λουσμένες και βαμμένες, να αγοράζουν κι αυτές τα τραπεζομάντιλά σου. Να κάνει η Νίκη το τραπεζομάντιλο μόδα. Τι ευτυχία! Αλλά όχι. Αυτή τον χαβά της, γκουχ. Ψυχολογία. Τι να την κάνεις την ψυχολογία σε μιαν αψυχολόγητη εποχή, σ’ έναν αψυχολόγητο τόπο; Γκουχ. Με τι λεφτά να πληρώνεις την ψυχολόγο; Και μετά η Νίκη με τι όρεξη να σου κάνει τρία με τέσσερα εγγόνια να σου κρατούν συντροφιά σ’ αυτόν τον βόθρο; Ναι βόθρο. Βρομάει καπνίλα μέρα νύχτα. Και πίσσα. Και καμένες κλωστές. Και μούχλα. Αυτή κι η Μούχλα μείνανε στο μαγαζί. Μόνο που η Μούχλα ούτε λογαριασμούς μπορεί να πληρώσει ούτε συντροφιά να κρατήσει. Δεν της αξίζει το κεφαλαίο, μούχλα. Τρυπά δάχτυλα και σήμερα, γκουχ. Ούτε ο Χριστός, επίχρυσος στον τοίχο, δεν τρυπήθηκε τόσο. Ούτε το ζωντανό που χτες * Αμερικάνικη μάρκα ραπτομηχανής που πρωτοκυκλοφόρησε το 1851
- 15 -
MΕΓΆΛΩΣΑ ΣΤΗΝ KΎΠΡΟ, ΡΕ!
πατήθηκε από ένα πειραγμένο «Citroen». Έξω ακριβώς απ’ το μαγαζί. Άλλο κι αυτό. Ν’ ακούει τη ραπτομηχανή τ...τ...τ, να φαντάζεται τον ήχο ενός γιοτ στη μαρίνα, ένα γραμμωμένο μελαμψό αγόρι να την πασαλείβει με λάδι τροπικό, τη Νίκη να φορά ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο και να παίζει πολύ με το «iPhone» και λίγο με τα μωρά, γκουχ, να κλείνει τα μάτια, να τραβά μια τζούρα απ’ το τσιγάρο της κι αντί να βλέπει την τέλεια οικογενειακή φωτογραφία σε κατάσταση διακοπών να αντικρίζει ένα ζωντανό με τα έντερά του έξω! Μετά να θέλει να τυλιχτεί με τη στάχτη που γέμισε και πάλι το μαγαζί, την πίσσα που στάζει πηχτή απ’ το ταβάνι, ν’ αυτοκτονήσει με μια κλωστή ή ένα καρούλι. Γίνεται; Γιατί δε γίνεται; Ας την αφήσουν επιτέλους όλοι ήσυχη να κάνει τη δουλειά της! Να σταματήσουν να πατάνε γάτες και σκυλιά μέρα μεσημέρι. Να μη σπάζουν μπουκάλια μπίρας στη βιτρίνα της τα βράδια. Να μην περνούν τα ζευγαράκια χέρι χέρι και να την κοιτούν σαν εξωγήινο. Τι δεν καταλαβαίνουν δηλαδή; Αυτό που τώρα αγκαλιάζει δεν είναι ούτε διαστημόπλοιο ούτε χορτοκοπτική. Ραπτομηχανή είναι! ΓΚΟΥΧ. Να την και πάλι στο κέντρο ακριβώς του μαγαζιού. Μεταξύ βιτρίνας και ραπτομηχανής. Θα μπορούσε να ήταν μια άψογη αναγεννησιακή κολόνα. Σκέφτεται τη λέξη κολόνα και θυμάται τον μεθυσμένο που της φώναξε πως έχει έναν κώλο να! Χωρίς καν να την ξέρει. Χωρίς καν να έχει δει τον κώλο της. Ήταν ωραίος και στητός κάποτε. Σαν πορτοκάλι. Σέρνει τα τσόκαρα. Είναι έτοιμη για τον μονόλογό της. Αρκετά ράκος ώστε να τον αποδώσει σωστά. Ανοίγει το στόμα. Αντί λέξεις φτύνει και πάλι στάχτη, στάχτη που πρέπει οπωσδήποτε να καθαρίσει. Οι αναθυμιάσεις απ’ τα καθαριστικά κοκκινίζουν τα μάτια της. Τα μάτια της τρέχουν. Κοι-
- 16 -
ΜΑΡΙΑ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ
τάζοντας προς τα πάνω ψάχνει μια απάντηση, έστω μια αντίδραση στο παράπονό της. Η στρογγυλή λάμπα αναφλέγεται στιγμιαία, ρίχνει και πάλι στάχτη στο πρόσωπό της. Βουτά το ξεσκονόπανο στον κουβά με το καθαριστικό κι αρχίζει να τρίβει τα πάντα πάλι από την αρχή, γκουχ, γκουχ, ανοίγει το παράθυρο, γκουχ, αντί αέρας μπαίνει και πάλι στάχτη, γκουχ, γκουχ, γκουχ, της βάφει τα υφάσματα γκρίζα, της λερώνει τις κουρτίνες, γκουχ, γκουχ, είναι παχιά, σκούρα, σήμερα ρέει κι απ᾽ το στόμα. Ποιο απορρυπαντικό σας καθαρίζει πιο αποτελεσματικά; (βάλτε √ στο κουτάκι της προτίμησής σας) «Dettol» «Famoso» «Fairy» Ψυχοφάρμακο Δε βάζει √ σήμερα. Δεν έχει όρεξη. Σκύβει ξανά πάνω απ’ τη ραπτομηχανή τ...τ...τ, πάλι το τρύπησε! Η δέκατη φορά για σήμερα. Το ίδιο δάχτυλο. Αν οι τρύπες μετριούνταν σε ευρώ, με ένα σωστό οικονομικό πλάνο, θα μπορούσε κάποια στιγμή να ξεπληρώσει επιτέλους τις σπουδές της Νίκης στο κολέγιο. Αν προλάβει. Αλλιώς θα φορτώσει στη Νίκη τα χρέη της. Και μετά θα περιφέρεται σαν στοιχειό στο μαγαζί. Θα το έχει έγνοια. Δε θα μπορεί με τίποτα να αναπαυτεί, γκουχ. Όμως πόσο να καθαρίζει! Πόσο να ράβει εκεί μέσα! Χειμώνες. Καλοκαίρια. Αργίες. Εθνικές εορτές. Και δε λέει να τελειώσει το άτιμο! Mε τίποτα δεν τελειώνει! Σαν να μη θέλει. Σαν να αντιστέκεται. Κι έτσι όπως ενώνονται οι ραφές μεταξύ τους, τόσο σωστές και μετρημένες... γαλήνη. Τώρα το τ…τ…τ ακούγεται σαν εμβατήριο! Της κάνει και το εμβατήριο. Μαζί με το τεράστιο γκρίζο σύννεφο που παρελαύνει
- 17 -
MΕΓΆΛΩΣΑ ΣΤΗΝ KΎΠΡΟ, ΡΕ!
πάνω απ’ το κεφάλι της νιώθει πως βρίσκεται σε εμπόλεμη ζώνη. Της έρχεται να ράψει σημαίες. Και να ουρλιάξει απ’ τα κόκαλα βγαλμένη ή κάποιον καινούργιο ύμνο που να ταιριάζει σε μια ομοσπονδία. Τίποτα δεν τη σταματά. Βλέπει τον σκελετό της στον καθρέφτη και πεισμώνει ακόμη περισσότερο. Πρέπει επιτέλους να το τελειώσει! Δεν πάει άλλο! Ίσως χρειαστεί να μην κοιμάται πια, να μην τηλεφωνά στη Νίκη τόσο συχνά, να κρατά τα ούρα της λίγο περισσότερο, ακόμη και να καταπίνει τον εαυτό της για να χορτάσει. Το εμβατήριο συνεχίζει. Ο σκελετός της ακόμη στον καθρέφτη. Ανοίγει και κλείνει το στόμα κροταλίζοντας. Πυροβολισμοί και κραυγές ακούγονται στις ειδήσεις των οκτώ, πυροβολά κι αυτή, γκουχ, γκουχ, τ...τ...τ, δεν ξέρει ποιον ή τι, παλεύει με πτώματα και χημικά, παλεύει γιατί έτσι πρέπει, γιατί έτσι έμαθε, πυροβολεί ακόμη και τα δάχτυλά της! Αν δεν ήταν άνθρωπος θα βουτούσε μέσα σ’ εκείνο το σύννεφο πάνω απ’ το κεφάλι της. Ενάντια στη βαρύτητα. Θα συναντούσε κάπου εκεί και τον άντρα της. «Γιατί πέθανες;», θα τον ρωτούσε. «Τη Νίκη δεν την σκέφτηκες; Εμένα δεν με σκέφτηκες; Άκου να πεθάνεις! Θυμάσαι τον κώλο μου; Ήταν στητός. Σαν πορτοκάλι». Γκουχ. ΓΚΟΥΧ. «Πελάτης δεν πατά στο μαγαζί! Τι στο διάολο ράβεις τόσο καιρό;», τη ρώτησε κάποια στιγμή η Νίκη. Αυτή συνέχισε, δε σήκωσε κεφάλι απ’ το καρούλι. «Σάρκα! Τη σάρκα μου ράβω...», απάντησε. Η Νίκη μπερδεύτηκε. Σάρκα; Ράβεται η σάρκα; Ένα βράδυ έκανε να πλησιάσει. Βρήκε τη μάνα της ακόμη εκεί, να ροχαλίζει. - 18 -
ΜΑΡΙΑ Α. ΙΩΑΝΝΟΥ
Μα σάρκα δεν είδε. Μόνο κάτι κόκαλα, να κρέμονται σαν τραπεζομάντιλο πάνω απ’ τη ραπτομηχανή.
- 19 -