Παπαδόπουλος Γιώργος Παπαδόπουλος Γιώργος
ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΕΣ ΣΠΙΤΙ ΜΑΧΗΤΗ!
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ε λ ότ ο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Copyright© 2012 Πρώτη Εκδοση ISBN
Καλώς ήλθες σπίτι μαχητή Γιώργος Παπαδόπουλος Βιογραφία [1059]0312/04 Γιώργος Παπαδόπουλος Αθήνα, Απρίλιος 2012 978-960-9607-44-5
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Η
ιστορία μας αρχίζει σε μια μικρή πόλη, κάπου στη Βόρεια Ελλάδα ένα ηλιόλουστο πρωινό του Ιουνίου του 1953. Ήτανε Σάββατο και την ημέρα αυτή γινότανε Λαϊκή αγορά, το λεγόμενο παζάρι, όπου οι παραγωγοί και έμποροι από όλη την ύπαιθρο και τα γύρω χωριά μαζευότανε στην πόλη και διαθέτανε, τόσο τα αγροτικά προϊόντα τους, όσο και τα κάθε λογής εμπορεύματα στους κατοίκους της πόλης. Ένα σωστό πανηγύρι που εξυπηρετούσε τους πάντες τόσο αυτούς που πουλούσανε όσο και αυτούς που αγοράζανε. Ευχαριστούσε όμως και τα παιδιά γιατί βρίσκανε την ευκαιρία να τρέξουν, να χαθούν μέσα στην πολυκοσμία και να απολαύσουν την ποικιλία των προϊόντων και την πολυχρωμία ανθρώπων και εμπορευμάτων. Ανάμεσα σ’ αυτό το μελίσσι των ανθρώπων που πηγαινοερχότανε, οι περισσότεροι φορτωμένοι με τα λογής-λογής ψώνια τους, άλλοι παζαρεύοντας με τους εμπόρους, προκειμένου να επιτύχουν καλύτερες τιμές, ήτανε και δυο παιδιά, ένα κοριτσάκι μόλις δεκατριών χρονών, η Σούλα και ένα αγοράκι έντεκα χρονών, ο Γιώργος, Φτωχοντυμένα, φορώντας κάτι μισολιωμένα πεδιλάκια, περιφερότανε σχεδόν αμήχανα και αδιάφορα για τα προϊόντα στους πάγκους, μιλώντας χαμηλόφωνα, λες και συνωμοτούσανε για κάτι σπουδαίο που δεν θέλανε να ακούει ο κόσμος. — Τι λες, θα το κάνουμε; Έλεγε το κοριτσάκι, κοιτώντας στα μάτια το αγοράκι, λες και κρεμότανε το μέλλον τους από την απάντησή του. — Ξέρω γω; Και πού θα πάμε; — Δεν έχει σημασία. Κάπου θα μας βγάλει ο δρόμος. Θα δούμε. Βλέποντας και κάνοντας. Φοβάσαι; — Δεν φοβάμαι, αλλά δεν ξέρουμε ούτε το δρόμο. Αν χαθούμε; — Αποκλείεται να χαθούμε. Εξάλλου, θα ρωτούμε στο δρόμο για το επόμενο χωριό. Θα δεις. Θα τα καταφέρουμε. Αν φοβάσαι, εγώ θα φύγω μόνη μου. — Όχι, δε θα σ’ αφήσω μόνη σου. Αλλά δεν έχουμε τίποτε μαζί μας. Ούτε ρούχα, ούτε λεφτά. Τι θα τρώμε; Καλώς ήλθες σπίτι μαχητή! ™5
— Είναι καλοκαίρι. Θα τρώμε ότι βρίσκουμε στα χωράφια. •
Μ
ετά από τα τελευταία «πειστικά επιχειρήματα» της Σούλας, έμεινε για λίγο διστακτικός ο Γιώργος, κοιτάζοντας στα μάτια την αδελφή του. Ήταν δύο από τα πέντε αδέλφιατα μικρότερα-μιας μικροαστικής οικογένειας. Το κοριτσάκι η Σούλα, ήδη πήγαινε στην Α΄ τάξη του Γυμνασίου, ενώ ο μικρός αδελφός Γιώργος, μόλις πριν δύο μέρες είχε δώσει εξετάσεις και πέρασε από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και μάλιστα με άριστα. Και τα δύο αδελφάκια ήταν λεπτοκαμωμένα με σχετικά αδύνατα χεράκια και ποδαράκια, αυτό όμως δεν τα εμπόδισε ούτε στιγμή να π άρουν τη μεγάλη απόφαση, να δραπετεύσουν κρυφά από τους γονείς, αλλά και τα υπόλοιπα μεγαλύτερα αδέλφια τους, άλλες δύο αδελφές και έναν αδελφό. Μοναδικό μέλημά τους η ΦΥΓΗ. Χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο, χωρίς καθόλου εφόδια, χωρίς ούτε έστω μία δραχμή-πού θα τη βρίσκανε άλλωστε-αφού την εποχή εκείνη και σε μια αρκετά απομακρυσμένη ακριτική και κατά το πλείστον αγροτική περιοχή τα χρήματα σε πάρα πολλούς αποτελούσανε είδος πολυτελείας, αφού στα περισσότερα χωριά οι προμήθειες από τον μπακάλη γινότανε ή με πίστωση (στ’ αλώνια τον καιρό) ή με ανταλλαγή προϊόντων (αυγά-σιτάρι-καλαμπόκι), όταν υπήρχαν. Ποιος όμως ήτανε ο λόγος που ανάγκασε τα δύο αδελφάκια να πάρουν μια τόσο σπουδαία απόφαση, διακινδυνεύοντας σχεδόν τα πάντα και να τολμήσουν μια τέτοια περιπέτεια στο άγνωστο; Η οικογένεια καταγόταν από ένα ακριτικό χωριό, δεκαπέντε χιλιόμετρα μακριά από την πόλη, όπου μετακόμισαν πριν από οκτώ χρόνια, όταν πέθανε η μητέρα και ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε την Δασκάλα του χωριού, η οποία είχε τότε μαζί της και τις δύο αδελφές της ορφανές από γονείς πριν πολλά χρόνια. Ο πατέρας που, την εποχή εκείνη, ήτανε και ο Πρόεδρος του χωριού για αρκετά χρόνια, κατά προτροπή της καινούργιας μητέρας, η οποία και σταμάτησε τις εκπαιδευτικές της δραστηριότητες, θεώρησε σκόπιμο να μετακομίσει η οικογένεια στην πόλη, για να είναι προσιτή η προώθηση των μικρών τουλάχιστον παι6™ παπαδοπουλοσ γιωργοσ
διών στην εκπαίδευσή τους. Βέβαια, οι αγροτικές του ασχολίες δεν του επιτρέπανε να βρίσκεται στην πόλη μαζί με την οικογένειά του, ιδιαίτερα άνοιξη, καλοκαίρι και φθινόπωρο, έκανε ακόμη και μήνα να κατέβει. Ο δε μεγάλος γιος, ηλικίας πάνω από δεκαπέντε χρονών, προτίμησε να παραμείνει στο χωριό με τον πατέρα, παρά να κατέβει στην πόλη. Οπότε, μόνο τα υπόλοιπα αδέλφια, τρεις αδελφές και ο Βενιαμίν της οικογένειας Γιωργάκης ζούσανε στην πόλη, υπό την επιτήρηση-φροντίδακαι διαπαιδαγώγηση των τριών ΜΗΤΕΡΩΝ αδελφών. Ο μικρός Γιωργάκης ήτανε ο μόνος από τα αδέλφια του, που δεν πρόλαβε να γνωρίσει ή τουλάχιστον να έχει μια εικόνα από την βιολογική του μητέρα. Έτσι, η δεύτερη μητέρα του, η οποία δεν απέκτησε δικά της παιδιά, τον (θεωρούσε) σαν δικό της παιδί και σαν επαγγελματίας εκπαιδευτικός, θέλησε να τον αναθρέψει και να τον διαπαιδαγωγήσει με τη δική της εκπαιδευτική μέθοδο και νοοτροπία. Άβυσσος, όμως, η ψυχή των παιδιών. Δεν αρκεί μόνον η καλή πρόθεση. Η αφορμή, γιατί η αιτία ήτανε με πολλές προεκτάσεις, ήτανε ένα άνευ σημασίας γεγονός, που έκανε όμως το ποτήρι να ξεχειλίσει και να αναγκάσει τα δύο παιδιά να πάρουν τη μεγάλη απόφαση της φυγής. Επειδή υπήρχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων στα περισσότερα σπίτια, η κατανάλωση των αγαθών διατροφής γινότανε ελεγχόμενη από τους γονείς, για να μπορεί να υπάρχει επάρκεια, αλλά στην προκείμενη περίπτωση, υπήρχε περισσότερο από τις ελλείψεις και ο έλεγχος λόγω τάξης των πραγμάτων, οπότε, υπήρχε ένα ντουλάπι, που ήτανε μονίμως κλειδωμένο, επειδή περιείχε διάφορα τρόφιμα, πιο δυσεύρετα, όπως κονσέρβες, γάλατα, μαρμελάδες και άλλα, στο οποίο είχανε πρόσβαση και κλειδί οι μητέρες μόνο και κανείς άλλος. Κάποια φορά, όμως, ξεχάστηκε αυτό το ντουλάπι ξεκλείδωτο, με αποτέλεσμα, η Σούλα και ο Γιώργος να το ανακαλύψουν και φυσικά να το ανοίξουν και να γνωρίσουν το περιεχόμενό του. Αφού ανοίξανε και φάγανε λίγη κονσέρβα κρέατος που βρήκανε, κλείσανε απλώς το καπάκι και κλείσανε πάλι το ντουλάπι. Όταν μετά από μερικές ημέρες έγινε αντιληπτή η κλοπή ή μάλλον η χρησιμοποίηση του ανοικτού ντουλαπιού, διαπιστώθηκε ότι η υπόλοιπη κονσέρβα που έμεινε και ήτανε αρκετή ποσόΚαλώς ήλθες σπίτι μαχητή! ™7
τητα μούχλιασε και φυσικά έγινε για πέταμα. Άρχισαν οι ανακρίσεις για τους υπεύθυνους της κλοπής. Φυσικά, για αποφυγή μαζικής τιμωρίας, τα δύο αδέλφια, η Σούλα και ο Γιωργάκης, ομολόγησαν το έγκλημα και φυσικά υπέστησαν και τις συνέπειες για τη βδελυρή πράξη τους, με αρκετό ξύλο και περιορισμό σε δωμάτιο. Δεν κράτησε και πολύ η σιωπή και ο δισταγμός του Γιωργάκη. Τα δύο αδελφάκια, αφού κοιταχτήκανε για λίγα λεπτά στα μάτια, χωρίς να αρθρώσουνε ούτε λέξη, όπως ήτανε πιασμένα χέρι-χέρι, βγήκανε από το πλήθος της λαϊκής αγοράς και κατευθυνθήκανε προς τον κεντρικό δρόμο της πόλης. Μόνον όταν έσβησε το βουητό από την αγορά και συνειδητοποιήσανε ότι πλέον ΦΥΓΑΝΕ και όταν κοντεύανε να φτάσουν στα τελευταία σπίτια της πόλης, σαν μεγαλύτερη η Σούλα και σαν Αρχηγός, αφού και μεγαλύτερη ήτανε και εφαρμόζανε τη δική της ιδέα και πρόταση, πρότεινε. — Αν πάμε από το δρόμο, υπάρχει περίπτωση σε κάποια διασταύρωση να κάνουμε λάθος και να χαθούμε. Είναι καλύτερα να ακολουθήσουμε τις γραμμές του τρένου, που σίγουρα θα μας πάνε εκεί που θέλουμε. — Συμφωνώ. Λέει ο Γιωργάκης. Αλλά πού θέλουμε να πάμε; — Στην πρωτεύουσα του Νομού. Και από κει βλέπουμε. Του απαντά η Σούλα. Πάγωσε και κοντοστάθηκε ο Γιωργάκης. — Ξέρεις πόσο μακριά είναι η πρωτεύουσα; — Ναι, ξέρω. Εκατόν είκοσι χιλιόμετρα. Φοβάσαι; — Όχι. Δεν φοβάμαι. Αφού ξεκινήσαμε, θα φτάσουμε. Απάντησε λίγο μουδιασμένα, αλλά χωρίς να το δείχνει ο Γιωργάκης. Και ακολούθησε την αδελφή του γεμάτος αυτοπεποίθηση, ότι αφού αποφασίσανε και ξεκινήσανε κάτι, σίγουρα θα τα καταφέρουνε. Τα υπόλοιπα ήτανε λεπτομέρειες, που θα τις αντιμετωπίζανε όταν θα παρουσιαζότανε. Και δεν αργήσανε να εκδηλωθούν πραγματικές και αρκετά οδυνηρές για την ηλικία και την απειρία τους. Δεν αργήσανε να φτάσουνε στις γραμμές του τρένου και αφού προσανατολίσθηκαν, όσον αφορά ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσουνε, ξεκινήσανε την πορεία προς το άγνωστο. Στην αρχή, το αντιμετωπίσανε σαν παιχνίδι και μάλι8™ παπαδοπουλοσ γιωργοσ
στα σιγοτραγουδώντας. Σ’ αυτό τους ενθάρρυνε το ευχάριστο πρωινό, ο ήλιος που ήτανε ακόμη χαμηλά και τον δεχόσουνα με κάποια ευχαρίστηση. Έπειτα ήτανε και η φύση και τα εκατοντάδες πουλάκια που τους συνοδεύανε σαν μια οργανωμένη ορχήστρα, σκαρφαλωμένα στα δέντρα που πλαισιώνανε τις γραμμές και από τις δύο πλευρές τους, λες και κάποιο αόρατο χέρι τα φύτεψε, με θαυμαστή ακρίβεια το ένα δίπλα στο άλλο, σε όλο το μήκος των γραμμών. Οι γραμμές του τρένου, στο περισσότερο μήκος τους, ακολουθούσανε το μεγάλο ποτάμι, εκτός από ορισμένα σημεία τους, που το ποτάμι ακολουθώντας την κοίτη του, απομακρυνότανε από τις γραμμές για να ξανακάνει την εμφάνισή του μερικά χιλιόμετρα παρακάτω. Στο ποτάμι οφειλότανε και η πυκνή βλάστηση, καθώς και οι εύφορες καλλιεργημένες εκτάσεις, που ξεδιπλωνότανε σαν ένα πολύχρωμο χαλί από την κάτω πλευρά και κατά μήκος του ποταμού. Ήτανε ο εύφορος κάμπος, που χαρακτήριζε την αφθονία των αγροτικών προϊόντων της περιφέρειας και οι κάτοικοι το θεωρούσανε ευλογία θεού. Εν τω μεταξύ, από την πάνω πλευρά των γραμμών, σε ορισμένα σημεία, ο δρόμος κινούνταν παράλληλα με τις γραμμές κι έτσι μπορούσες να βλέπεις να κινούνται, ιδιαίτερα όταν περνούσες κοντά από χωριά, ανθρώπους-αυτοκίνητα-κάρα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Έσπαγε έτσι η μονοτονία της απόλυτης ηρεμίας των σιδηροδρομικών γραμμών. Χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες στην αρχή, τα δύο αδέλφια καταπίνανε τα χιλιόμετρα. Όσο περνούσε όμως η ώρα και ο ήλιος ανέβαινε σιγά-σιγά στον ουρανό, τα πράγματα αρχίσανε να φαίνονται πιο δύσκολα, γιατί η καλοκαιρινή ζέστη πύρωνε τις σιδηροτροχιές κι αυτό το καταλαβαίνανε ιδιαίτερα όταν πατούσανε πάνω τους, γιατί τα μισοφαγωμένα πεδιλάκια τους δεν ήτανε αρκετά ικανά να τους προφυλάξουν από τη ζέστη. Σ’ αυτό σιγά-σιγά άρχισε να προστίθεται τόσο η κούραση, αλλά και η πείνα πού σιγά-σιγά κι αυτή άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία της. Άλλο μαρτύριο ήρθε να προστεθεί, οι χιλιομετρικοί δείκτες, που υπήρχανε ανά πεντακόσια μέτρα κατά μήκος των γραμμών, αλλά και πόσα ακόμα σε περιμένουν να περπατήσεις. Από όσα γνωρίζανε από τη γεωγραφία που κάνανε στο σχολείο και θυμότανε ιδιαίτερα ο Γιωργάκης, γιατί η Γεωγραφία, η Ιστορία και τα Νέα ΕλληνιΚαλώς ήλθες σπίτι μαχητή! ™9
κά ήτανε από τα πιο αγαπημένα του μαθήματα, έπρεπε με περίπου ίδιες αποστάσεις να προσπεράσουν δύο μεγάλες πόλεις και μετά να φτάσουν στην πρωτεύουσα του Νομού, που ήτανε και ο προορισμός τους. Και ενώ αρχίσανε να αισθάνονται τα πρώτα σημάδια της κούρασης, χωρίς όμως να διαμαρτύρονται, είδανε από μακριά να διακρίνονται τα πρώτα κτίρια, από την πρώτη πόλη που θα συναντούσανε μετά τη δική τους. Τους φάνηκε μεγάλη και επιβλητική, γιατί στη μέση περίπου της πόλης και σε σχετικά υψηλό σημείο δέσποζε ένα μεγάλο τουρκικό τζαμί, κατάλοιπο της εποχής της τουρκοκρατίας, το οποίο βέβαια αποτελούσε πλέον αρχαίο μνημείο, σημάδι μιας εποχής που έγραψε τη δική της ιστορία, επιβεβαιώνοντας ότι η πόλη αυτή έχει να διηγηθεί λαμπρές σελίδες δόξης, ακόμη και επί βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πολύ θα ήθελε ο Γιωργάκης να περνούσανε από μέσα για να θαυμάσει, από κοντά έστω, αυτό το μεγάλο τζαμί. Στη δική τους πόλη δεν υπήρχε τέτοια πράγμα, γιατί η πόλη τους ήτανε πολύ νεότερη από αυτή. Ήτανε η πρώτη φορά που έβγαινε από τη δική του πόλη και γι’ αυτό αισθανότανε λίγο μειονεκτικά. Δεν εξέφρασε όμως την επιθυμία του αυτή, γιατί ήξερε ότι αυτό ήτανε έξω από τις προσδοκίες της παρούσας στιγμής. Κοιταχτήκανε τα δύο αδέλφια και χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, σαν να προσπαθούσανε να δώσουν κουράγιο ο ένας στον άλλον και χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, λες και φοβότανε να πούνε κάτι, συμφωνήσανε σιωπηλά ότι πρέπει να συνεχίσουν. Όπως άρχισε σιγά-σιγά να διαγράφεται η φιγούρα της πόλης, έτσι άρχισε να σβήνει ο όγκος των επιβλητικών κτιρίων και τα τείχη που κλείνανε, όσα είχανε απομείνει, το ψηλότερο μέρος της. Μέχρι που χαθήκανε τελείως. Έτσι σταμάτησε να κοιτάει πίσω του ο Γιωργάκης, αν και υποσχέθηκε κρυφά στον εαυτό του, πως κάποια μέρα θα επισκεπτότανε αυτή την πόλη, για να θαυμάσει από κοντά, αυτό που δεν μπόρεσε να κάνει σήμερα. Δεν άργησε όμως να τα ξεχάσει όλα αυτά, γιατί εκτός από την κούραση που ένιωθε, άρχισε να τον βασανίζει έντονα η πείνα. Το χειρότερο και για τους δυο ήτανε, παρά τις αρχικές προσδοκίες τους, ότι δεν θα είχανε πρόβλημα φαγητού και ότι θα βρίσκανε άφθονο στα χωράφια, διαπιστώνανε ότι οι καλλιέργειες που συναντούσανε, δεν 10™ παπαδοπουλοσ γιωργοσ
προσφέρανε τίποτα για φαγητό. Μερικά μποστάνια που έτυχε να συναντήσουνε, οι καρποί τους ή ήταν ανύπαρκτοι ή το μέγεθός τους ήτανε μόνο συμβολικό. — Πεινάω. Εσύ; Τόλμησε να ρωτήσει την αδελφή του. — Κι εγώ. Αλλά τι να φάμε. Δεν βλέπω τίποτε φαγώσιμο. Του απάντησε. — Μήπως πρέπει να φύγουμε από τις γραμμές; Στα χωριά που συναντούμε έχω δει κάτι περιβόλια με φρουτόδεντρα. Όλο και κάτι θα βρούμε. Μετά ξαναγυρίζουμε πάλι από τις γραμμές. — Αν και είναι λίγο επικίνδυνο μήπως μας αναγνωρίσουν, δε βλέπω άλλη λύση. Στο επόμενο χωριό, ας δοκιμάσουμε. Εξάλλου, έχουμε απομακρυνθεί αρκετά για να μας δει κανένας γνωστός. •
Ε
υτυχώς, δεν τους βασάνιζε η δίψα. Γιατί σχεδόν σε κάθε χωριό που συναντούσανε και ο δρόμος πλησίαζε τις γραμμές, στο σημείο του σταθμού του τρένου πάντα υπήρχανε φυσικές βρύσες, που τρέχανε γάργαρο κρύο νερό, που κατέβαινε από το βουνό και αποθηκευότανε μέρος απ’ αυτό σε τσιμεντένιες λεκάνες, χτισμένες η μια δίπλα στην άλλη διαδοχικά, για να χρησιμεύουν και ως ποτίστρες για τα ζώα των διερχόμενων αμαξιών, αλλά και του υπάρχοντος ζωικού βασιλείου του χωριού. Ήτανε τόσο απολαυστικά δροσερό αυτό το νερό, γιατί έτρεχε συνέχεια, παρά την αφόρητη ζέστη που ήδη επικρατούσε, αφού ο ήλιος ήδη μεσουρανούσε, που τα πεινασμένα αδελφάκια, τις είχανε τιμήσει σχεδόν όλες. Τουλάχιστον γέμιζε λίγο η κοιλιά, έστω με νερό. Ευτυχώς, τα διάσπαρτα χωριά δεν απείχανε πολλά χιλιόμετρα μεταξύ τους κι έτσι αυτή η συχνή εναλλαγή ήτανε και ένα ανακουφιστικό σπάσιμο ρουτίνας, στα δύο ήδη καταπονημένα αδελφάκια, που όμως δεν εννοούσανε να το βάλουνε κάτω. Δεν άργησαν να φανούν τα πρώτα σπιτάκια πλινθόκτιστα τα περισσότερα. Αφήσανε τις γραμμές και περάσανε στο δημόσιο δρόμο. Η κίνηση, λόγω του καταμεσήμερου, ήτανε σχεδόν ανύπαρκτη. Άνθρωποι δεν κυκλοφορούσαν πουθενά, λες και κρυφτήκανε περιμένοντας Καλώς ήλθες σπίτι μαχητή! ™11
να περάσουν τα παιδιά, για να ξαναεμφανιστούν. Αυτό εξυπηρετούσε τα δύο αδελφάκια, γιατί σίγουρα δεν χρειαζότανε μάρτυρες για την επιχείρηση που σχεδιάζανε να εκτελέσουνε μέσα στο καταμεσήμερο. Φαίνεται πως ο Θεός, μέχρι στιγμής, ήτανε με το μέρος τους. Γιατί μετά τα πρώτα σπίτια και σχεδόν απομονωμένα από τα άλλα, βρήκανε ένα περιβόλι με διάφορα δένδρα μηλιές, αχλαδιές, βερικοκιές, κυδωνιές. Βέβαια, δεν είχανε όλα τα δένδρα φρούτα. Οι κυδωνιές τίποτε, οι αχλαδιές είχανε, αλλά ήτανε μικρά και άγουρα. Οι μόνες ευσπλαχνικές φανήκανε οι μηλιές. Βρήκανε αρκετά μήλα, που τα γευτήκανε επιτόπου. Τόση ήτανε η πείνα τους, που δεν μετρήσανε πόσα φάγανε. Το πρόβλημα όμως, που με λύπη τους διαπιστώσανε, ήταν ότι δεν διαθέτανε ούτε τσέπες για να αποθηκεύσουνε και για αργότερα, ούτε και καμιά τσάντα. Τους παρηγόρησε το γεγονός, ότι μπορούσανε να επαναλάβουνε το ίδιο και αργότερα σε άλλο χωριό. Αφού χορτάσανε την πείνα τους, καθισμένοι κάτω από την ίδια μηλιά, που σχεδόν την ξετινάξανε, ξεκουραστήκανε κιόλας για αρκετή ώρα, αφού δεν κινδυνεύανε να τους δει κανένας, γιατί δεν κυκλοφορούσε κανείς με τέτοια ζέστη καταμεσήμερο. Αφού ξεκουραστήκανε αρκετά κάτω από τον ίσκιο της μηλιάς, αποφασίσανε να συνεχίσουνε, γιατί προορισμός τουλάχιστον εκείνης της ημέρας, ήτανε η δεύτερη πόλη και αυτή δυστυχώς, σύμφωνα με τα χιλιόμετρα που παρακολουθούσανε στις γραμμές, πρέπει να ήτανε αρκετά μακριά. Έπρεπε πριν τους προλάβει το βράδυ, να φτάσουνε εκεί. Σε καμιά περίπτωση δεν θέλανε να διανυκτερεύσουνε στην ύπαιθρο. Ακόμη και που το σκεπτότανε τους έπιανε ένας φόβος και ένας πανικός. Με τονωμένο το ηθικό, παρά την αφόρητη ζέστη που επικρατούσε, προχωρούσανε με σταθερό βήμα, γιατί ήδη είχανε συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε οπωσδήποτε να φτάσουν στον στόχο τους. Πού και πού, όταν τα βήματά τους τούς έφερναν κοντά το ένα στο άλλο, αυθόρμητα σφίγγανε τα χέρια, δίνοντας δύναμη και κουράγιο, υποδηλώνοντας έτσι την συμπαράστασή τους ο ένας για τον άλλον. Φαινότανε σαν να είχανε ξεχάσει ότι πριν μερικές ώρες είχανε αφήσει πίσω τους τα πάντα, γονείς, αδέλφια, σπίτι,
12™ παπαδοπουλοσ γιωργοσ
σχολείο, φίλους, σαν να μην υπήρξαν όλα αυτά ποτέ. Άραγε, αν κάποιος τους ρωτούσε εκείνη τη στιγμή, γιατί φύγανε και πού πηγαίνανε, αμφιβάλλω αν θα μπορούσαν να απαντήσουν. Ιδιαίτερα, ο Γιωργάκης. Αυτός δεν ήτανε σε θέση να προβάλει καμιά δικαιολογία, απλώς και μόνο, ότι έπρεπε να συμπαρασταθεί στην αδελφή του. Ήτανε πολύ δεμένα αδελφάκια, ίσως γιατί δεν είχανε μεγάλη διαφορά ηλικίας, μόνο δύο χρόνια και στο σπίτι κάνανε παρέα και στα παιχνίδια τους, όσο τους επιτρεπότανε. Γιατί η διαπαιδαγώγηση από το σπίτι ήτανε συγκεκριμένη, σαφής και απαρέγκλιτη. Σπίτι-σχολείο, σχολείο-σπίτι. Για το Γιωργάκη, τα τελευταία τρία χρόνια, στο δρομολόγιο αυτό προστέθηκε κάθε γιορτή και Κυριακή η Εκκλησία. Επειδή είχε παππού παπά, από τον οποίο κληρονόμησε και το όνομά του, η καινούργια μητέρα του φιλοδοξούσε να τον αφιερώσει στην εκκλησία, με απώτερο σκοπό, ίσως και Δεσπότη. Γι’ αυτό το σκοπό, και έχοντας γνωριμίες με την εκκλησία, τον τοποθέτησε δίπλα στον δεξιό ψάλτη, για να ξεκινήσει με πρώτη εμπειρία ψαλτική. Αυτό βέβαια δεν ενθουσιάζει και τόσο ένα παιδί των οκτώ χρονών, όταν του στερείς για οποιονδήποτε λόγο τις παιδικές του δραστηριότητες, μετά το σχολείο και δεν είναι άλλες από το παιχνίδι με τους συνομηλίκους του. Θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει έναν αρκετά σοβαρό λόγο να δικαιολογήσει το σημερινό του εγχείρημα ο Γιωργάκης; Μπορεί. Υποσυνείδητα τουλάχιστον. Δεν ήθελε όμως ούτε να το παραδεχθεί, ούτε να το τολμήσει. Στο μικρό του μυαλουδάκι κατέληγε, ότι άσχετα με το τι πίστευε αυτός, έπρεπε να μείνει δίπλα στην αδελφούλα του. Και αυτό θα έκανε ως το τέλος. Το μάτι του έπεσε στην πέτρα που αριθμούσε τα χιλιόμετρα. Εβδομήντα δύο. Έκανε με το μυαλουδάκι την προσθαφαίρεση. Θέλανε περίπου δώδεκα χιλιόμετρα μέχρι την πόλη. Σήκωσε το κεφαλάκι του στον ουρανό. Εδώ και αρκετή ώρα ο ήλιος άρχισε να κατηφορίζει. Η ζέστη λιγόστεψε. Άραγε, θα προλάβουν ή θα τους προλάβει η νύχτα. Εν τω μεταξύ, παρόλο που περπατούσανε στα πλάγια των γραμμών, το έδαφος δεν έπαυε να είναι ανώμαλο και οι πέτρες, μετά από τόσες ώρες περπάτημα, μερικές φορές τους σουβλίζανε τα ποδαράκια. Βλέπεις, και τα μισολιωμένα πεδιλάκια δεν μπορούσαν να προσφέρουν και τόση μεγάλη προστασία. Καλώς ήλθες σπίτι μαχητή! ™13
— Μήπως είναι καλύτερα να βγούμε στο δημόσιο δρόμο; Τόλμησε να πει ο Γιωργάκης. Δεν έχουμε τώρα φόβο να μας γνωρίσει κανένας, γιατί είμαστε πολύ μακριά. Στο δρόμο περπατάμε και πιο γρήγορα. — Δεν είναι άσχημη η ιδέα. Αρχίσανε να με πονάνε από κάτω τα πόδια μου. Απάντησε η Σούλα. Εξάλλου, ο δρόμος ξετυλιγότανε δίπλα στις γραμμές τόσο κοντά, που με δυο δρασκελιές βρεθήκανε πάνω. Είχε μια σχετική κίνηση από αυτοκίνητα και κάρα, γι’ αυτό έπρεπε να είναι πιο προσεκτικοί. Πήγανε στο δεξιό άκρο του δρόμου και έπρεπε κάθε τόσο να γυρίζουν τα κεφάλια για να βεβαιωθούν ότι δεν έρχεται κανένα αυτοκίνητο ή κάρο. Αυτό βέβαια και τούς κούραζε και τούς καθυστερούσε περισσότερο, άλλά τουλάχιστον περπατούσανε με περισσότερη άνεση. Ουδέν καλόν αμιγές κακού. Πέρα απ’ αυτό, έχασαν και το πλεονέκτημα της χιλιομετρικής ενημέρωσης, γιατί στο δρόμο δεν είχε πινακίδες. Οπότε, βαδίζανε στα τυφλά. Περνούσανε όμως μέσα από τα χωριά κι έτσι είχανε εναλλαγές του τοπίου. Ενώ από τις γραμμές το τοπίο είχε καταντήσει μονότονο. Γραμμές-δέντρα-πέτρες και πού και πού το ποτάμι, για λίγο. — Τι λες, θα προλάβουμε να φτάσουμε πριν νυχτώσει; — Σίγουρα. Δε βλέπεις που περπατάμε πιο γρήγορα από το δρόμο; Απάντησε η Σούλα. Μη φοβάσαι. Θέλουμε λιγότερο από δέκα χιλιόμετρα. Θα δεις. Βέβαια, ο ήλιος ακόμη ήτανε αρκετά ψηλά. Φυσικά, δεν μπορούσανε να ξέρουνε τι ώρα είναι. Εξάλλου δεν ήτανε πολύ εξοικειωμένοι με την ώρα, γιατί τα ρολόγια την εποχή εκείνη ήταν είδος υπερπολυτελείας, όπως και τα ραδιόφωνα. Στην πόλη που ζούσανε, δείγμα ευπορίας αποτελούσανε το ραδιόφωνο, το ρολόι στο χέρι, το ψυγείο του πάγου στο σπίτι και, φυσικά αργότερα, το αυτοκίνητο. Βέβαια αυτά μετριότανε στα δάκτυλα. Ρεύμα η πόλη διέθετε, αλλά μόνο τις νυκτερινές ώρες, μέχρι τις δύο τη νύκτα. Μετά σβήνανε τα φώτα και η πόλη βυθιζότανε στο σκοτάδι. Ηλεκτρικές συσκευές ακόμη δεν είχανε εμφανιστεί και τα ραδιόφωνα λειτουργούσανε με μπαταρίες. •
14™ παπαδοπουλοσ γιωργοσ
Τ
ώρα ο ήλιος είχε πάρει για καλά την κατηφόρα προς τη δύση του. Ο Γιωργάκης άρχισε να αισθάνεται την κούραση σιγά-σιγά σ’ όλο του το κορμί. Πρώτα από τα πόδια, που στιγμές-στιγμές τα αισθανότανε ασήκωτα. Δεν ήθελε όμως να παραδεχθεί ότι δεν αντέχει άλλο, γιατί αφενός έπρεπε να φανεί δυνατός, αλλά από την άλλη, έκανε υπομονή λίγο ακόμη, γιατί ήξερε ότι όταν σε λίγο φτάσουνε στην πόλη, θα κοιμηθούνε και θα ξεκουραστούνε. Αύριο βλέπουμε. Τα αυτοκίνητα σιγά-σιγά άρχισαν να αραιώνουν. Πού και πού πέρναγε από ένα. Το ίδιο και τα κάρα. Πού και πού τους έφτανε κανένα και τους προσπερνούσε νωχελικά, λες κι είχανε κουραστεί κι αυτά από το δρόμο. — Μήπως ήτανε καλύτερα να ρωτήσουμε κανέναν με το κάρο να μας πάρει μαζί του μέχρι την πόλη; Τόλμησε να ρωτήσει ο Γιωργάκης. Για να προλάβουμε πριν μας πιάσει η νύχτα. Βιάστηκε να συμπληρώσει. — Και τι θα του πούμε; Από πού ερχόμαστε και πού πάμε; Εγώ το βλέπω επικίνδυνο. — Θα του πούμε ότι ερχόμαστε από το προηγούμενο χωριό και πάμε σε ένα θείο μας στην πόλη. — Και άμα είναι από την πόλη και μας ρωτήσει ποιος είναι ο θείος μας, τι θα του πούμε, αφού δεν ξέρουμε κανέναν σ’ αυτή την πόλη; — Τότε θα του πούμε ότι πάμε στο επόμενο χωριό. Εγώ λέω να το διακινδυνεύσουμε. Αξίζει τον κόπο. Εξάλλου, δεν κουράστηκες; Εγώ εσένα σκέπτομαι. Δεν ήξερε αν τον πίστεψε η αδελφή του, αλλά το θεωρούσε ντροπή να παραδεχτεί πρώτος ότι κόντευε να πέσει κάτω από την κούραση. Αυτό δεν ήθελε να γίνει με τίποτα. Σαν να κατάλαβε την σκέψη του η Σούλα. Ίσως και αυτή να αισθανότανε το ίδιο, εξάλλου, ήτανε φυσικό, δύο σχεδόν δωδεκάχρονα παιδιά, σχεδόν ξυπόλυτα, νηστικά, να περπατήσουνε περίπου εξήντα χιλιόμετρα και σε συνθήκες όχι και τόσο ευνοϊκές. — Ας δοκιμάσουμε και ο Θεός βοηθός. Αποφάσισε η Σούλα. Κι έτσι μειώσανε τον βηματισμό τους, κοιτάζοντας πίσω συνέχεια, για το πρώτο κάρο πού θα τους πλησίαζε. Δεν άργησε να
Καλώς ήλθες σπίτι μαχητή! ™15
φανεί αργά-αργά ένα κάρο με δύο άλογα, μισοφορτωμένο, με κάτι ξύλινα κιβώτια σκεπασμένα με κάτι παλιές κουρελούδες. Από μακριά δεν ξεχωρίζανε τον οδηγό, αλλά δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία. Όταν πλησίασε αρκετά τον είδανε. Ήτανε ένας άνδρας μεσόκοπος, λίγο αδύνατος και φορούσε ένα σακάκι και μια τραγιάσκα. Μόλις τους έφτασε, σηκώσανε και τα δύο αδελφάκια το χεράκι τους, κάνοντας σήμα να σταματήσει. Πράγματι, σταμάτησε ο άνθρωπος, περισσότερο από περιέργεια, γιατί δεν μπορούσε να καταλάβει τι μπορούσαν να θέλουν δύο πιτσιρίκια τέτοια ώρα μέσα στο δημόσιο δρόμο. Μίλησε η Σούλα. — Δεν ξέρουμε πού πηγαίνετε. Εμείς πηγαίνουμε στην πόλη, σε ένα θείο μας. Βραδιάζει όμως και φοβόμαστε μην μας πιάσει η νύχτα. Αν ήτανε εύκολο, να μας παίρνατε μαζί σας. — Πολύ ευχαρίστως. Ανεβείτε πίσω που έχει και χώρο για να καθίσετε καλύτερα. Τα παιδιά πηδήξανε στην καρότσα του κάρου και βολευτήκανε. Ακουμπήσανε στα κασόνια και τότε μόνο καταλάβανε την κούραση που βγήκε με μια ανακούφιση από τα αδύναμα πια κορμάκια τους. Τόση ήτανε η κούρασή τους, που άρχισε να βαραίνει τα βλέφαρά τους. Χρειάστηκε προσπάθεια για να μην τα πάρει ο ύπνος. Ο ήλιος άρχισε το τελευταίο του ταξίδι της ημέρας. Ο δίσκος τους κατακόκκινος πια, άρχισε να παίζει κρυφτό με τις βουνοκορφές που σχηματίζανε μια τεθλασμένη γραμμή, μακριά στον ορίζοντα. Ευτυχώς που βρήκανε το θάρρος και σταματήσανε αυτόν τον άγιο άνθρωπο, που τους εξυπηρέτησε τόσο πρόθυμα και με τόση καλοσύνη. Πού και πού γύριζε και τους έβλεπε, προσπαθώντας ίσως να καταλάβει, τι ακριβώς συνέβαινε. Δεν τους έκανε καμιά ερώτηση. Στο δρόμο δεν ακουγότανε κανένας άλλος θόρυβος, εκτός από το θόρυβο που έκαναν οι ρόδες του κάρου και τα τριξίματά του, καθώς προχωρώντας έβρισκε καμιά λακκούβα και δυστυχώς υπήρχαν πολλές τέτοιες στο δρόμο. Ο ήλιος όλο ISBN 978-9607-44-5 και κατέβαινε προς τις βουνοκορφές, για να κρυφτεί, παραχωρώντας στο φεγγάρι ολόκληρο τον ουρανό, λες και αλλάζανε βάρδια. Όσο κατέβαινε, τόσο μεγάλωνε ο δίσκος του, λες και Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ ο σ εβουνά, λ ότ ο ς ότι είναι τόσο μεγάλος πού δεν θα κατααπειλούσε τα φέρουνε να τον κρύψουνε. Πόσο ωραίο θα ήτανε το ηλιοβασίλεμα, αν δεν υπήρχε η κούραση σ’ όλο το κορμί και η πείνα στα
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
16™ παπαδοπουλοσ γιωργοσ
μικρά στομαχάκια τους! Αλήθεια, πόσο ρομαντικός μπορεί να αισθάνεται ο άνθρωπος αν δεν υπήρχαν προβλήματα να τον βασανίζουν! Του άρεσε του Γιωργάκη το ηλιοβασίλεμα, αλλά πιο πολύ θα του άρεσε ένα πιάτο ζεστό φαγητό και ένα απλό κρεβατάκι, να δεχτεί το κουρασμένο κορμάκι του. Αλήθεια, πού θα κοιμότανε; Αυτό αν και τον βασάνιζε, απόφευγε να το σκέπτεται. Πού και πού γυρίζανε και βλέπανε στο δρόμο, για να δούνε αν φτάνουνε στην πόλη. Φανήκανε μερικά σπίτια, αλλά δεν φαινότανε να είναι πολλά. Μάλλον ήτανε κανένα χωριό. Αρχίσανε να ανησυχούνε. Τόλμησε ο Γιωργάκης να ρωτήσει. — Δεν είναι αυτή η πόλη; Βλέπω λίγα σπίτια και χαμηλά. — Όχι, αγόρι μου. Αυτό είναι ένα μικρό χωριό, όχι μακριά από την πόλη. Αλλά, μην φαντάζεσαι και την πόλη μεγάλη, ή με μεγαλύτερα σπίτια. Γιατί, αν θα ξέρεις από το σχολείο, η πόλη είναι και μικρή και παλιά. Κι αν δεν είχε και τα εργοστάσια με τους μεταξοσκώληκες, ένα μεγάλο χωριό θα ήτανε. Μην ανησυχείς όμως, γιατί κοντεύουμε να φτάσουμε. Δεν μου είπατε, όμως. Το σπίτι του θείου σας το ξέρετε; Ή μήπως δεν ξέρετε πού πάτε; Αυτό το τελευταίο, το τόνισε ιδιαίτερα, σαν να τους έλεγε, ότι ξέρει ότι δεν του λένε την αλήθεια. — Δεν το ξέρουμε, αλλά θα το βρούμε. Εσείς μόλις φτάσουμε, θα μας κατεβάσετε. Απάντησε η Σούλα, σαν μεγαλύτερη. — Εγώ θα διανυκτερεύσω απόψε εδώ. Τους είπε με κάποιο νόημα. Επειδή σας βλέπω πολύ κουρασμένα και ίσως να πεινάτε κιόλας, θα μου κάνετε λίγη παρέα; Δεν έχω αστακό, αλλά λίγο ψωμοτύρι και κανένα κρεμμύδι, όλο και υπάρχει, θα το μοιραστούμε. Φάνηκε τόσο δελεαστική η πρόταση, που τα αδελφάκια την δεχτήκανε χωρίς αντίρρηση. Αλλά μετά, θα φεύγανε. Δεν θέλανε να κινήσουνε υποψίες ότι δεν έχουνε θείο και ότι λέγανε ψέματα. •
Ε
ν τω μεταξύ, άρχισε να φαίνεται από μακριά και η πόλη. Όπως τους είχε πει και ο αμαξάς, δεν ήτανε και πολύ μεγάλη. Και τα σπίτια της ήτανε χαμηλά και παλιά. Δεν πρέπει να ευημερούσανε οι κάτοικοι. Η πόλη τελείωνε στις γραμμές του τρένου, ή άρχιζε από κει και έσβηνε στα μισά ενός μικρού Καλώς ήλθες σπίτι μαχητή! ™17