Μύρτιλο λογοτεχνικό περιοδικό Τεύχος 1ο

Page 1

μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ

ΕΤ ΑΙ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2012 Περ. Α’

ΔΩ

ΡΕ

ΑΝ



ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΔΙΑΜΟΝΗΣ ΣΑΣ • SELFPUBLISHING

ΑΥΤΟΕΚΔΟΣΗ • ΕΚΔΩΣΤΕ ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ ΤΟ ΔΙΚΟ

μύρτιλο

ΣΑΣ ΒΙΒΛΙΟ ΣΕ ΚΟΣΤΟΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΑΝΤΕΞΕΤΕ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΟ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 • 210 6431137 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com

www. ocelotos. gr

Μύρτιλο Λογοτεχνικό Περιοδικό ISSN: 2241-3685 Τεύχος 1ο, Φθινόπωρο 2012 Ιδιοκτήτης

20 ºE™TIBA§ NEøN §O°OTEXNøN

1

Ελένη Λ. Παντοπούλου Εκδόσεις Οσελότος Διευθυντής σύνταξης

Μ. Κ. Μανδραγόρας Συνεργάτες

Η ημερομηνία θα ανακοινωθεί σύντομα!

Αιμιλία Σκουφάκη Νατάσα Μπελεζάκη διορθωσεισ - επιμελεια

Αιμιλία Σκουφάκη

Οργaνωση: Εθνικo κeντρΟ ΒιΒλiΟυ (ΕκΕΒι) | iδρυμα μιχaλη κακΟγιaννη

Έχουμε πολλά να πούμε…

Σχεδιασμός

Ocelotos Publishing ΕΚΤΥΠΩΣΗ

Δεκάλογος ΕΠΕ

Να διαβάσουμε, να ανακαλύψουμε, να δούμε…

Επικοινωνία :

      6983 423378 • 210 6431137 periodiko.myrtilo@gmail.com myrtilo.mandragoras@gmail.com

facebook

Λογοτεχνικό Περιοδικό Μύρτιλο ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ

http://www.ocelotos.gr Διεύθυνση

Βατάτζη 55, 11473 – Αθήνα To περιοδικό Μύρτιλο διατίθεται ΔΩΡΕΑΝ στα βιβλιοπωλεία και ηλεκτρονικά στο www.ocelotos.gr

www.ekebi.gr advert oselotos1.indd 2

17-10-12 12:52:25


μύρτιλο

2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ελένη Εφορακοπούλου

4 Ταξίδεψα, Έβρεχε, Θυμήθηκα Μαίρη Λ ακουμέντα 6 A votre santé Δέσποινα Μαλαξιανάκη 8 Αφήνω, Σπασμένη κούκλα, Vastille Θανάσης Λιακόπουλος 10 Η συναυλία Μήνα Μητροπούλου 15 Απουσία Έλσα Παντοπούλου 16 Στον ψυχίατρο Βασιλική Λεβεντάκη 17 Απόσπασμα από το βιβλίο «Για μια χούφτα αστέρια» Δέσποινα Νεζτεκίδου 18 Ψυχής απείκασμα Μαριάννα Κ απετανίδου 19 Ακροστοίχιση, Γύρισα αλλά, Πέμπτη φάλαγγα Δημήτρης Πολίτης 20 Μην ξεχάσεις να ταΐσεις τον σκύλο! Χ αράλαμπος Ρίσβας 23 Έξοδος Κ άκια Ξύδη 24 Το ρολόι της εκκλησίας, Απόσπασμα από το βιβλίο Ταξίδι στην Ομίχλη» Άγγελος Κωτσιόπουλος 26 Αναγέννηση, Σταγόνες ματαιότητας, Παράσταση, Ο καμβάς των ενστίκτων, Παγερά χαμόγελα Α λεξία Κ αλογεροπούλου 28 Τα φαντάσματα της Άννας Αντώνης Τσόκος 30 Τριάντα αργύρια κάλπικα, Υπνοφαντασία Σήλια Νικολαΐδου 31 Ταξιδεύω, Δανεισμένη καρδιά Χριστίνα Κόλλια 32 Φωτοσύνθεση Μιλτιάδης Ζέρβασ 33 Ο έφηβος των Αντικυθήρων Βασιλεία Σπηλιά 34 Απόσπασμα από το βιβλίο «Μάθημα αγάπης» Γεωργία Χ αϊδεμενοπούλου 36 Il canto dell’mor Δέσποινα Λουλουδάκη 37 Ένα γράμμα στο Θωμά Σταύρος Γκιργκένης 38 Το χρώμα του νόστου Μανόλης Ρουσσάκης 39 Απόσπασμα από το βιβλίο «Κινέζικες δουλειές με γεύση μεταξιού» Λένα Νέστορα 40 Απρόσμενος επισκέπτης, Θα ’θελα Μαρία Γιαννάκη 41 Προδημοσίευση από το παιδικό παραμύθι «Νεφέλη, ταξίδι στη Γη» Λίνα Βαλετοπούλου 42 Η γυναίκα της Οδού Γ΄ Ορεινής Ταξιαρχίας


μύρτιλο

Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης

44

Τραπέζι, Δουλειά, Περίπατος, Abraxas, Ζηλεύω, Ξένοι Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα 46 Απόσπασμα από το βιβλίο «Lapis lazuli, η πέτρα που λείπει» Ευγενία Τσίτσα 50 Αβυσσαλέα πάθη Ματίνα Κ αράμπαλη 53 Mr. Pear, The black veil Βασίλης Τσαπαλιάρης 54 Διαθήκη «μετα-ανθρώπου», Λόγος τρίτης ηλικίας Παντελής Χούλης 57 Ασέλγεια Κωνσταντίνα Τασσοπούλου 58 Θωριά Κωνσταντίνος Θεοδούσης 60 Ποίηματα Ευγενία Βουτσινά-Βασιλειάδου 62 Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ψάχνοντας τα σημάδια» Βεατρίκη Χ αβαράνη 64 Ήμασταν μαζί τότε που έγινε, Όταν η νύχτα και η μέρα ανταμώνουν, Μήπως και μ’ απορρίψεις Ελένη Κ αρακατσάνη 66 Honey Pepper Nemiroff Α λέξανδρος Πλάτων Δέλτα 72 Σκοτάδι στον ήλιο, Ελλάδα Κυράνη Γεράνη 74 Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Σύννομον άστρο» Α σημίνα Ξηρογιάννη 77 Αναλογία Κωνσταντίνος Τζαρδής 78 Πικρό χάραμα Ναταλία Ηλία 80 Για σένα, μάνα... Luis Gomezbeck 84 Τι είναι ποίηση, Νέα λουλούδια, Η μεταθανάτια ζωή, Η ζωή περνά, Ο αδερφός μου: ο άνθρωπος Γιώργος Σκύβαλος 85 Απόσπασμα από το βιβλίο «Αγάπη και cuba libre» Δ άφνη Υακίνθου 86 Η Συννεφόκαρδη Ανδρέας Αντωνίου 88 Ο Ποιητής και ο Στρατηγός, Εξορία Φώτης Γροντάς 90 H Μουσική του Κόσμου Γιώργος Τσαμίλης 92 Κριτική για το βιβλίο του Βασίλη Πισιμίση «Βούρλα – Τρούμπα, μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (18401968)»

3


4

μύρτιλο

Ελένη Εφορακοπούλου Ταξίδεψα Ταξίδεψα πολύ σε μέρη που ποτέ μου δεν είδα και τ’ αγάπησα σαν χίλιες φορές κοντά τους να πήγα Ταξίδεψα πολύ σε μέρη που περπάτησα μα πάντα ξαναγύριζα στα δικά μου ταξίδια...

Έβρεχε Απλά έβρεχε Όχι πως έκλαιγα Όχι πως μάτωνα Όχι πως πονούσα Όχι πως ήμουνα γυμνή μες στη βροχή Όχι... Απλά έβρεχε...


μύρτιλο

Θυμήθηκα Θυμήθηκα ότι κάπου είχα αφήσει μισοτελειωμένο τον πρώτο πίνακα της ζωής μου ...μου έλειπαν τα χρώματα. Θυμήθηκα ότι κάπου είχα αφήσει μισογραμμένο το πρώτο ποίημα της ζωής μου ...μου έλειπαν τα συναισθήματα. Θυμήθηκα ότι κάπου είχα αφήσει μισοκλεισμένο το πρώτο βιβλίο της ζωής μου ...μου έλειπαν οι ήρωες. Και τώρα που τα βρήκα όλα, θυμήθηκα ότι μου έλειπε εκείνη η ορμή που έχεις όταν αρχίζεις τη ζωή σου κι ήταν το βασικότερο...

ZZ Η Ελένη Εφορακοπούλου έχει σπουδάσει πολιτικός μηχανικός και έχει λάβει μέρος σε πολλούς ποιητικούς διαγωνισμούς.

5


6

μύρτιλο

Μαίρη Λακουμέντα Α votre santé

Ο

ι τοίχοι γεμάτοι με κάδρα. Aσυνήθιστες απεικονίσεις διαφόρων θεμάτων, έδεναν με το σoμόν χρώμα του τοίχου. Τα φώτα, χαμηλωμένα, έφτιαχναν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και τα δακτυλίδια καπνού από τα τσιγάρα στριφογύριζαν προς το ταβάνι. Στην οροφή, μάτια ζωγραφιστά σε έντονα χρώματα, παρατηρούσαν τους θαμώνες. Κατέβασα μια γουλιά από το ποτό μου και κοίταξα τη Σούζη δίπλα μου που έπινε σαν νεροφίδα. Το πλούσιο ντεκολτέ της ανεβοκατέβαινε λαχταριστά. «Είμαι ερωτευμένη, αγάπη μου, με τον Τόνυ, τον παίδαρο», μου είπε ξαναμμένη. «Ξέρεις, με λαχταράει αλλά δεν έχει λεφτά. Με δάνειο θα έρθεις αγόρι μου, του είπα, μη σε νοιάζει τίποτε». «Μην είσαι ανόητη, χρυσή μου! Εγώ παίζω επικίνδυνα και δεν αφήνω τον εαυτό μου σε τέτοιες ευαισθησίες. Πάω με όποια ή με όποιον πληρώνει καλύτερα και δεν έχω ενδοιασμούς, Σούζη. Με θεωρούν πόρνο ή ζιγκολό; Δεν με νοιάζει καθόλου! Έτσι μου έρχεται να μηνύσω την εκκλησία για συκοφαντική δυσφήμηση, ψυχική οδύνη και ό,τι άλλο κατεβάσει ο δικηγόρος μου». Ρούφηξα άλλη μια γερή γουλιά. Τα μάτια μου έπεσαν στον καθρέφτη πίσω από τον πάγκο του μπαρ όπου η επιγραφή à votre santé έριχνε πράσινες φωτοσκιάσεις. Ο καθρέφτης έδειχνε δύο τύπους να μπαίνουν, κάπως λαχανιασμένους και με σηκωμένους γιακάδες. Έκατσαν δίπλα μας, παρήγγειλαν ποτά και όλο κοίταζαν γύρω-τριγύρω. «Γιάννη, άκουσε με, η κλιμάκωση της πάλης της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι μονόδρομος, μπροστά στην ολομέτωπη επίθεση κυβέρνησης και κεφαλαίου». «Αιμίλιε, μη φωνάζεις, οι μπάτσοι ίσως είναι ακόμη απ’ έξω και μας ψάχνουν. Κοίτα το ζευγάρι δίπλα μας... Έχουν στήσει αυτί». «Τους ξέρω αυτούς τους τύπους ανθρώπων. Μας κατηγορούν πως είμαστε υπέρ της κοινοκτημοσύνης των γυναικών. Στο μανιφέστο, όμως, τα λόγια του Μαρξ και του Ένγκελς αποδεικνύουν πως, με την κατάργηση των σημερινών σχέσεων παραγωγής, εξαφανίζεται και η κοινοκτημοσύνη των γυναικών που απορρέει από αυτές, δηλαδή η επίσημη και η ανεπίσημη πορνεία... Με ακούς, Γιάννη;» Το ένα ποτό έφερε το άλλο, το άλλο έφερε το επόμενο, και τα μάτια του Αιμίλιου γυάλισαν, ενώ φλογίτσες χόρευαν δίπλα του, με φιγούρες που μια έφθαναν κοντά του και μια απομακρύνονταν. Ένας τύπος με μπράτσα σφυριά και τατουάζ στον λαιμό, τους κοίταζε από τη στιγμή που έκατσαν στη μικρή γωνία πίσω από την κολόνα. Δίπλα του, ένας ώριμος άντρας με γυαλιστερό κρανίο και πεταχτά αφτιά τον σκούντησε. «Βάζω στοίχημα, Τζίμη, ότι αυτοί ή αναρχικοί ή κυνηγημένα κομούνια είναι. Κοίτα τα μυξιάρικα. Άρχισαν να κου-


μύρτιλο

δουνίζουν τα κεφάλια τους από το μεθύσι και κουνιούνται σαν μπαλαρίνες. Πού να αντέξουν τα... βουτυρόπαιδα τα μεθύσια και τις κραιπάλες; Παρακρατικούς και αντιεξουσιαστές γνωρίσαμε στην τελευταία θητεία μας στις φυλακές. Θυμάσαι που τους είχε πλευρίσει εκείνο το πρεζόνι, ο Φανούρης; Και εκείνοι με στόμφο του είπαν: “Ένα ακόμη μέσο, για την επιβολή της κυριαρχίας και το προχώρημα των σχεδιασμών του πόρνου καπιταλισμού”». Το δυνατό γέλιο του Τζίμη γέμισε τη σάλα και σκέπασε τις φωνές. Γύρισαν όλοι και τον κοίταξαν. Όταν είδαν τον Τζίμη να σηκώνεται, ένα βουνό από μύες, με ένα μπουκάλι στο χέρι, αποφάσισαν ότι το καλύτερο που θα είχαν να κάνουν ήταν να σηκωθούν και να φύγουν πριν αρχίσει ο καβγάς. Πήρα τη Σούζη από το χέρι και βγήκαμε έξω. Μας ακολούθησαν τα αναρχοκομούνια και, πίσω, ο γίγαντας με το μπουκάλι και η παρέα του. Ο Γιάννης πρόλαβε και βγήκε με τον Αιμίλιο που παραπατούσε, έστριψε στη γωνία, αλλά ο Αιμίλιος δεν πρόλαβε να αποφύγει την κολόνα που ξεφύτρωσε μπροστά του, γύρισε, την αγκάλιασε κι έπεσε ξερός. Η Σούζη, όπως πάντα πονόψυχη, έτρεξε να τον σηκώσει, μπερδεύεται με το ψηλοτάκουνο και πέφτει επάνω στον δύστυχο Αιμίλιο. Προσπαθούσα να σηκώσω τη Σούζη, που καθισμένη επάνω στον νεαρό, έμοιαζε σα να ήθελε να του πάρει την παρθενιά, όταν, ο Τζίμης μας έφτασε τρικλίζοντας και ουρλιάζοντας. Άρπαξε τη Σούζη και τη σήκωσε με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο σήκωσε τον Αιμίλιο που συνερχότανε. Τους έδωσε... δύο φιλιά στα μάγουλα και απομακρύνθηκε με την παρέα του, φωνάζοντας: «Πόρνη κοινωνία, φτου σου!»

ZZ Η Μαίρη Λακουμέντα είναι συγγραφέας και έχει εκδώσει το βιβλίο «Ίσως ναι... ίσως όχι...» (εκδ. Οσελότος). Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

7


8

μύρτιλο

Δέσποινα Μαλαξιανάκη Αφήνω Αφήνω πολλά να πέσουν κάτω. Κάποια εκσφενδονίζονται στον απέναντι τοίχο. Κάποια άλλα χτυπούν, αναπηδούν και καρφώνονται –αυτά είναι τα πιο επικίνδυνα. Δηλητηριάζουν αυτοστιγμή με κακία, από τις φλέβες ως τα νεύρα, ως τις αρθρώσεις. Άλλα παγώνουν αμέσως την οποιαδήποτε ροή σαν βαθιά ψύξη και παραχώνονται μέσα. Σπάνια θα τα σηκώσω, μα τότε γυρίζουν πίσω και αδειάζω, λες, σε μια στιγμή. Λόγια...

Σπασμένη κούκλα Στον καθρέφτη κοιτάω το είδωλο, μια σπασμένη κούκλα. Πώς να ενωθώ; Λείπει το χέρι εκεί ψηλά που έσπρωξε την ημέρα του θυμού. Λείπει η αριστερή παρειά εκείνη που, όπως μάντευα, ήθελε να αγγίξει. Τα πόδια όμως, αυτά τα πόδια τα γρήγορα, είναι ακόμα εδώ. Συνωμοτούν μεταξύ τους. Γιατί δεν φεύγουν;


μύρτιλο

Vastille Είναι μια γριά τυφλή και αντιπαθητική που προχωρεί ψηλαφιστά και ψάχνει θύματα –ποτέ πραγματικούς ενόχους. Είναι δεμένη με την αφορμή παραχώνει τα κίνητρα κυνηγά μόνο τους εμφανείς. Σε μια ατέρμονη τυφλόμυγα, τις μάζες συγκεντρώνει γύρω της. Η δύναμή της κύμα βουβό, αέριο που καταλαμβάνει κάθε δωμάτιο όταν ανοίξεις την πόρτα. Άλλοτε πιάνει στα νύχια της έναν Σωκράτη, έναν Νταντόν. Άλλοτε προχωρά πιο μπροστά· δείχνει με το δάκτυλο τον Αλέξιο, το κουτσό παιδί των Ρομανόφ, ή σπρώχνει στο απόσπασμα τους έξι. Πάντα για «ιερό» σκοπό για το τέλος μιας παραμυθώδους εκστρατείας για το καλό της πόλης για τον θρίαμβο της Δημοκρατίας για να είναι μεγαλειώδης η νίκη των εκλεκτών. Κάθε Βαστίλη είναι μια γριά που δείχνει με το δάκτυλο την γκιλοτίνα...

ZZ Η Δέσποινα Μαλαξιανάκη είναι δικηγόρος και ζει στην Αθήνα. Στο παρόν τεύχος, δημοσιεύονται ποιήματά της για πρώτη φορά.

9


10

μύρτιλο

Θανάσης Λιακόπουλος Η συναυλία

Η

παρακολούθηση της συναυλίας προέκυψε απ’ το πουθενά. Είχαν να βρεθούν πάνω από δυο μήνες. Φίλοι και κουμπάροι κι όμως είχαν χαθεί. Δουλειές, δουλειές, δουλειές. Ο ένας μια διατροφή στην πλάτη του και δυο κουτσούβελα. Ο άλλος να βαράει διπλοβάρδιες. Το κερδισμένο εισιτήριο απ’ τον ραδιοφωνικό σταθμό για τη συναυλία των Ska Cubano, φαινόταν τουλάχιστον μια καλή ευκαιρία να βρεθούν, να τα πουν, να διασκεδάσουν, να ξεφύγουν. Αν και κάτι, απ’ την αρχή, φαινόταν παράταιρο. Δώσαν ραντεβού έξω απ’ το σπίτι του ενός. Καβάλα σε μια μηχανή, φορώντας σαλιβάρια κι οι δυο, αθλητικά παπούτσια, μπλούζες από κάνναβη, χωρίς κράνη, έφερναν λίγο από τζόβενα. Αλλά ποιος μπορεί να τους κατηγορήσει γι’ αυτό; Το ’θελε το μέρος κι ο κόσμος. Δεν έπεσαν έξω. Νεολαίοι η πλειονότητα των θεατών, είχαν γεμίσει τον χώρο μπροστά απ’ την εξέδρα στο θέατρο Βράχων. Ευτυχώς, τα καθίσματα ήταν ακόμα άδεια. Δεν ήταν διατεθειμένοι να την βγάλουν όρθιοι. Κάθισαν κάπου στο μέσον, ούτε ψηλά, ούτε χαμηλά, και λίγο προς τα πλάγια. Με μια γρήγορη ματιά δεν ξεχώριζαν απ’ τον κόσμο. Σχεδόν τσακώθηκαν για το ποιος θα πάει για μπύρες. «Πάρε και κάτι να τσιμπήσουμε. Έχω να βάλω μπουκιά στο στόμα μου από χθες». Ο Νάσος κατέβηκε βαριεστημένα. Η ουρά στο πιο κοντινό κυλικείο θα ’φτανε τα είκοσι μέτρα. Καθυστέρησε αρκετά. Η μπύρα ζεστή – αηδία – κι από φαΐ τίποτα. Τα nachos δεν του άρεσαν. Του Φώντα όμως; Τελικά δεν πήρε. Στην αναμονή παρατηρούσε τον κόσμο που συνεχώς κατέφθανε. Ο πλέον πολυποίκιλος. Ράστα, πρεζάκια, φοιτητές, έφηβοι, μεσήλικες, κλασάτα ζευγάρια, πιτσιρίκια. Άρχισε να αισθάνεται κάπως περίεργα μέσα στη στολή του. Του χάλασε η διάθεση. Πέραν και της ζεστής μπύρας. Ανεβαίνοντας στην εξέδρα ξέχασε που καθόταν. Είχε πληθύνει ο κόσμος. Είχε μεταφερθεί κι ο Φώντας πιο πλάγια για να βρει μια άκρη χωρίς συνωστισμό. Τελευταία καθίσματα στο μεσαίο διάζωμα και η μπροστά τους κερκίδα άδεια. Απλώθηκαν. Πίσω τους στον διάδρομο πηγαινοερχόταν λαός περίεργος. Άλλοι ψάχνοντας θέση κι άλλοι απλοί περαστικοί να θαυμάσουν το ανθρώπινο τοπίο. «Δεν είχε κάτι φαγώσιμο. Μόνο nachos. Κι οι μπύρες ζεστές». Ο Φώντας δοκίμασε. Έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. «Κατρουλιό. Δεν έχω φάει και τίποτα…» Χάζεψαν τον κόσμο κάτω πίνοντας αργά τη ζεστή μπύρα που δεν κατέβαινε με τίποτα. Ούτε τη μισή δεν άντεξε ο Φώντας. «Πάω να πάρω κάτι φαγώσιμο. Να φέρω κι άλλη;» «Πήγαινε στο έξω κυλικείο, μπορεί να ’χει και τσιπς». Έφυγε. Τη συναυλία θ’ άνοιγαν οι Locomondo, Έλληνες που ’παιζαν και Ska μουσική. Τους είχαν ακουστά. Τίποτα παραπάνω. Το πλήθος κάτω παρέμενε στάσιμο, ενώ μεγάλωνε στα άκρα – το μόνο σημείο που ’χε και την περισσότερη κίνηση. Κάποιοι απ’ τους κεντρώους είχαν κάτσει οκλαδόν.


μύρτιλο

Ο Νάσος είχε περάσει το τσαντάκι-μπανάνα στον ώμο. Συνεχώς χάζευε διάφορα φρίκουλα κι είχε τον νου του πίσω, στη ραχοκοκαλιά. Όλη του η ζωή ως Έλληνα πολίτη ήταν εκεί μέσα. Ταυτότητες, διπλώματα, κάρτες. Χρήματα δεν είχε μέσα. Αλλά αν χάνονταν όλα τ’ άλλα, δεν θα ’χε ούτε αυτό. Κι οπωσδήποτε υπήρχε και ο φόβος, με τόσους περίεργους που περιφέρονταν τριγύρω. Τι δουλειά είχε ένας γιάπης με στολή παραλλαγής μέσ’ στα ζάκια και τους ράστα; Η συναυλία άρχισε. Οι Locomondo βγήκαν στη σκηνή. Κάτι τύποι ρασταφάρες. Ψιλοφτιαγμένοι φαίνονταν. Έπαιζαν τα πάντα. Συνδύαζαν διάφορους ρυθμούς με βασικό χτύπημα το ρέγγε και καραϊβικούς ήχους. Πρώτη φορά άκουγαν Βαμβακάρη σε ρυθμό ρέγγε. Ήταν κάτι κι αυτό. Ο Φώντας γύρισε φορτωμένος. Δυο μπύρες παγωμένες και nachos. Του ’δωσε. «Φά’ τα μόνος σου». Κατέβασε γρήγορα όση ζεστή μπύρα είχα απομείνει και άνοιξε τη φρέσκια. Η μπάντα έκανε τα δικά της στην σκηνή. Κάτω τα πνεύματα δεν είχαν ανάψει ακόμα. Μόλις τώρα, τα πρώτα τσιγαριλίκια έπαιρναν φωτιά. Τα support groups είναι ή μεγάλη κατάρα ή μεγάλη ευλογία για τις συναυλίες. Εντωμεταξύ οι όρθιοι πίσω τους πλήθαιναν. Όλο και πιο πολλοί περίεργοι τύποι περιφέρονταν. Ο Φώντας πλακώθηκε στα nachos κι άρχισε την κουβέντα. Ο Νάσος άκουγε κι είχε τον νου στην μπανάνα. Στο κέντρο της ραχοκοκαλιάς του. Την είχε ψιλοακούσει απ’ το γρήγορο κατέβασμα της μπύρας. Κι αυτός δεν είχα φάει τίποτα όλη μέρα. Οι Locomondo αποχώρησαν. Το πλήθος κραύγασε. Περισσότερο σαν κραυγή ανακούφισης ακούστηκε. Ο Φώντας, χορτασμένος πλέον, συνέχισε εντονότερα την λογόρροια. Η πρώην γυναίκα του, που του ζήταγε όλο και περισσότερα φράγκα, τα μικρά που δεν προλάβαινε να τα δει, οι δυο δουλειές που έκανε, τα enduro, οι δυο γκόμενες, εκεί κόλλησε, η θείτσα με τα θεσπέσια πισωκολλητά κι η πιτσιρίκα η πρόθυμη για όλα. Δύσκολη επιλογή. Ο Νάσος κολλημένος στην ραχοκοκαλιά του, με άλλα δυο μάτια στην πλάτη. Στα συνεχόμενα πισωγυρίσματα –για να ελέγχει τον κόσμο– είχε μπανίσει ένα δίδυμο με κάτι γκομενάκια μούρλια. Μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια… και πολλούς περίεργους. Το μεσοδιάστημα μέχρι να βγουν οι Ska Cubano, έμοιαζε πολύ άδειο. Μάλλον οι Loco είχαν καταφέρει να φτιάξουν το κέφι, οι δυο τους όμως χαμπάρι δεν είχαν πάρει. Ο Φώντας έκανε παύση, με αποτέλεσμα ο Νάσος να καταφέρει να ελέγξει πάλι την κατάσταση πίσω του. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Τα γκομενάκια που του τραβούσαν όλο και περισσότερο την προσοχή δεν είχαν μετακινηθεί, ενώ ο περισσότερος κόσμος ψαχνόταν σε μια προσπάθεια για καλύτερη θέση, κι οι περίεργοι συνέχιζαν να περιφέρονται. Ανέβηκαν οι Ska Cubano στη σκηνή. Η κουβέντα που εντωμεταξύ είχε ξεκινήσει, διακόπηκε τώρα από πολεμικές ιαχές και κραυγές, στριγκλιές αμάχων και δάκρυα στα μάτια. «Δεν ήξερα ότι είχαν τόση πέραση…». Ο Φώντας έγνεψε καταφατικά κι άρχισε να συμμετέχει στις φωνές συνοδεύοντάς τες με παλαμάκια. Το πρόγραμμα άρχισε. Οι κοπελιές παρέμεναν στη θέση τους, η κουβέντα συνεχίστηκε μετά το πρώτο τρίλεπτο, αφού οι Ska Cubano δεν τους έλεγαν και κάτι (ή μάλλον έλεγαν αλλά κι οι δυο τους ήταν ήδη πολύ κουρασμένοι για να παρακολου-

11


12

μύρτιλο

θήσουν με προσοχή), οι περίεργοι είχαν σταματήσει τα πολλά πήγαινε-έλα, το τσαντάκι παρέμενε στην θέση του, η συζήτηση συνεχιζόταν με διαλείμματα, ώσπου μια τσιριχτή φωνή, ακριβώς από πίσω, επιβλήθηκε, παραδόξως, των ντεσιμπέλ: «Ηηηηηηη…. κλέφτης!!!» Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Ούτε ότι με παρακολουθούσε ο τύπος, ούτε το πώς με πλησίασε και άπλωσε το χέρι του, ούτε πως άνοιξε το φερμουάρ της μπανάνας, τίποτα απολύτως. Και να σκεφτείς πως είχα και τον νου μου εκεί. Ας είναι καλά η κοπέλα που κρυφοκοίταζα πίσω. Μάλλον τον είχαν δει τον τύπο που ψαχνόταν. Τον έδωσαν στεγνά. Μεγάλη εντύπωση μου ’κανε... Πολύ περίεργο. Μέσα στη φούντα και τα συναφή, μια ληστεία εις βάρος μου, που αποφεύχθηκε. Ευτυχώς που πετάχτηκε αμέσως ο Φώντας, τον άρπαξε, τον ακινητοποίησε, τον έριξε στην εξέδρα, ήρθαν κι οι σεκιουρητάδες… Και δεν του φαινόταν του κουμπάρου μου… Κι εγώ, απ’ την θέση μου, χαμπάρι! Κάτι όμως η κουβέντα με τον Φώντα, κάτι το θέαμα πίσω απ’ τη σκηνή… Εξαίσιο backstage. Σίγουρα δεν είχαν προβλέψει κάτι τέτοιο, αφού απαγορεύεται ρητά η κίνηση πίσω απ’ τη σκηνή. Κάτι η, τελικά, όχι και τόσο μεγάλη προσέλευση, κάτι η αδιαφορία των υπευθύνων εξαιτίας του πρώτου, κι έγινε. Κουρασμένος κι απογοητευμένος απ’ τις όλες εξελίξεις της βραδιάς, το πίσω θέαμα μου φαινόταν μαγικό. Και ήταν πράγματι! Μια παρέα από πιτσιρίκια, δυο ζευγάρια για την ακρίβεια, δεν ξέρω αν ήταν και στην πραγματικότητα ζευγάρια, χτυπιόνταν στους ρυθμούς των Ska Cubano με απίθανες χορευτικές κινήσεις. Δεν τους βλέπαμε άμεσα. Το φως των προβολέων, έτσι που ’χαν τοποθετηθεί να φωτίζουν τη σκηνή με τους μουσικούς και το backstage των βράχων, έκαναν το θαύμα τους. Τα ζευγάρια από πίσω, σχεδόν κολλημένα στο πίσω μέρος της εξέδρας, κι οι σκιές τους να χορεύουν πάνω στους βράχους. Εκπληκτικό, ερασιτεχνικό θέαμα. Σίγουρα δεν κατείχαν την τέχνη του χορού, ούτε του αντίστοιχου μα ούτε και γενικότερα. Και δεν χρειαζόταν. Είχαν άλλα φόντα. Το νεαρό της ηλικίας τούς επέτρεπε ν’ αφεθούν ελεύθερα στους ρυθμούς, ν’ αυτοσχεδιάσουν, με μεγάλη επιτυχία, να κάνουν δύσκολες χορευτικές κινήσεις… Έβλεπες καθαρά το πάθος και την ένταση που ’χαν μέσα απ’ τις σκιές, τη στιγμή που ζούσαν, που ξέδιναν, που ευχαριστιούνταν, που κουράζονταν και συνέχιζαν. Τους ζήλεψα. Ιδίως το ένα ζευγάρι, που ήταν και το μόνο που δεν σταμάτησε λεπτό. Το άλλο έφευγε κι επανερχόταν, είτε μόνο του είτε με συνοδεία πολλών άλλων, που προφανώς θα κάθονταν κάπου παράμερα χωρίς να φαίνονται ως σκιές, κι επενέβαιναν στην κίνηση της ζωής κατά βούληση. Οι κινήσεις του πρώτου ζευγαριού ήταν πιο έντονες, με μεγαλύτερο πάθος. Άραγε να ’ταν ζευγάρι; Θα ’ταν πολύ ταιριαστό. Αλλά πού να το καταλάβαιναν, αν δεν ήταν; Η κοπέλα, απ’ την φιγούρα της, φαινόταν λίγο παχουλή. Ο νέος το ίδιο. Η ευλυγισία τους όμως ήταν απίστευτη. Ζήλεψα τον νεαρό. Δεν μ’ ενδιέφερε πια το παραλίγο κλεμμένο μου τσαντάκι, ούτε οι Ska στη σκηνή που μαλακίζονταν. Είχα κολλήσει το βλέμμα και το μυαλό μου στις σκιές πάνω στους βράχους. Για μένα μόνο αυτές υπήρχαν. Και πιο συγκεκριμένα εκείνο το ζευγάρι. Πώς την πέταγε ψηλά, πώς την έπιανε στη συνέχεια, πως αγκαλιά-


μύρτιλο

ζονταν και χοροπηδούσαν, πώς η μικρή τον ερέθιζε με τις κινήσεις της, να την ακολουθήσει, να την πιάσει, πώς τον ξεσήκωνε όταν έβλεπε τον νεαρό της καβαλιέρο να κουράζεται. Κι εκείνος, υπάκουο εν δυνάμει αρσενικό, προσηλυτιζόταν πολύ εύκολα στη νέα θρησκεία ως πιστός ακόλουθος. Ενώ εκείνη, ανέμελη, τον μετακινούσε σε διάφορα δόγματα της αρεσκείας της, που όλα πάλι είχαν μία και μοναδική κατάληξη. Αυτή την ίδια. Χωρίς να ξέρει τι ακριβώς κάνει στον καβαλιέρο της˙ με ένα ένστικτο όμως αλάνθαστο. Η συναυλία γενικά ήταν βαρετή. Με εξαίρεση αυτή την ακτίνα φωτός. Έδειξα στον Φώντα το όλο σκηνικό, αλλά δεν φάνηκε να ενθουσιάζεται. Αυτό τον έκανε να πάει γι’ άλλον έναν γύρο μπύρες. Πότε επέστρεψε ούτε που το κατάλαβα. Την κατέβασα μαγεμένος απ’ το πίσω θέαμα των σκιών. Ζαλίστηκα λίγο. Μ’ άρεσε. Ξανάπα στον Φώντα για τις σκιές τη στιγμή που δοκίμαζαν ένα αεροπλανικό αρκετά δύσκολο. Χαμογέλασε αδιάφορα, περισσότερο με την επιμονή μου. Βαριόταν και φαινόταν. Τα απανωτά χασμουρητά του προμήνυαν τη λήξη της βραδιάς. Θα τον αποδέσμευα άνετα. Ήθελα, όμως, πρώτα να δω και τα πρόσωπα των μάγων μου. Σηκωθήκαμε σιγά-σιγά. Το ζευγάρι μου δεν είχε σταματημό. Μια ολόκληρη ώρα και παραπάνω. Πλέον τους θαύμαζα. Οι αντοχές μου, όμως, απ’ το πουλημένο θέαμα εξέλιπαν. Κι οι σκιές συνέχιζαν τον τσάμπα ερωτισμό τους. Άραγε είχαν καταλάβει τι μου παρείχαν τόση ώρα; Ότι τουλάχιστον άξιζαν περισσότερο απ’ τους επί σκηνής; Τους τόσο ξένους προς εμένα, την ηλικία μου και τα ενδιαφέροντά μου; Απ’ τους άλλους που χόρευαν στους ρυθμούς τους; Ο Φώντας σερνόταν. Τον παρακάλεσα, πριν φύγουμε, να περάσουμε πίσω απ’ τη σκηνή. Έτσι, να έβλεπα τους πραγματικούς ανθρώπους που βρίσκονταν πίσω απ’ τις σκιές. Δεν είχε πρόβλημα, του αρκούσε ότι θα φεύγαμε. Κι εμένα το ίδιο, αλλά όχι με άδεια χέρια. Με τράβηξες απότομα. Σχεδόν μου γκρέμισες τη γη κάτω απ’ τα πόδια. Εκεί που χόρευα ξεθεωμένη, ιδρωμένη και στον κόσμο μου, μου ’κοψες τη ζωή της στιγμής. Μ’ έπιασες απ’ το χέρι και με τράβηξες στα πλάγια. Το παιδί που χορεύαμε μαζί δεν έκανε καμιά κίνηση να σε σταματήσει. Τον μαλάκα κι αυτόν… Παραλίγο κάποια στιγμή να με χάσει απ’ τα χέρια του σε μια φιγούρα. Σ’ ακολούθησα. Όχι γιατί τα ’χασα. Έτσι μπορεί να νόμιζες. Ότι μ’ αιφνιδίασες. Όχι. Αλλά φαινόσουν ωραίος και σχετικά νέος. Ζαλισμένη ακόμα απ’ τον χορό, θολωμένη, σε είδα να πετάς με παρόμοια θολό μάτι μια κουβέντα στον φίλο σου από δίπλα, κάτι σαν πάρ’ τα κλειδιά και φύγε, θα ’ρθω πιο μετά. Έκανα πως δεν κατάλαβα. Γιατί έτσι ήθελα να νομίζεις. Αυτό να πιστέψεις. Με τράβηξες απότομα προς τα έξω. Σ’ ακολούθησα τρεκλίζοντας. Όπως όταν χόρευα. Κι ας μην είχα πιει τίποτα. Εσύ άλλα φανταζόσουν. Αν φανταζόσουν κάτι δηλαδή. Δεν ήξερα ακριβώς πού με πήγαινες. Ήξερα όμως τι ήθελες. Και θα στο ’δινα. Πολύ εύκολα. Γιατί; Γιατί εσύ το θεωρείς σπουδαίο κι εγώ ανούσιο. Όσο μ’ έσερνες πίσω προσπαθούσα να δω το πρόσωπό σου. Πιο καθαρά. Να βεβαιώσω πως δεν είσαι τέρας. Και φυσικά δεν ήσουν. Όσο τουλάχιστον αμυδρά έβλεπα.

13


14

μύρτιλο

Ο νους μου γύρισε στον καβαλιέρο μου. Ήθελα να χορέψω κι άλλο. Θα προλάβαινα άραγε να συνεχίσω με τον χαζούλη παρτενέρ μου άμα τέλειωνα μ’ εσένα; Θα με περίμενε αυτός; Σίγουρα να χτυπιέται μόνο ξέρει. Αλλά κι αυτό ωραίο είναι. Με πήγες πίσω απ’ το θέατρο. Πίσω από κάτι ψηλά βράχια. Τέλειο σκοτάδι. Άραγε είχες πάει κι άλλες εκεί; Δεν έβλεπα τίποτα. Είχα προλάβει, όμως, να συγκρατήσω το πρόσωπό σου. Όλα τα άλλα θα τα ’νοιωθα. Μ’ έριξες πάνω στα βράχια. Κι ενώ περίμενα να πέσεις επάνω μου, συ προσπαθούσες να δεις μέσ’ στο σκοτάδι. Δεν τα κατάφερες. Μούγκρισες κι όρμησες. Άρχισες να με φιλάς παντού. Να με γλείφεις και να με δαγκώνεις απαλά. Φοβόσουν μη με πονέσεις. Αλλά εγώ ήμουν έτοιμη. Μόνο όταν μπήκες μέσα αποδείχθηκε πως δεν ήμουν. Εκεί που δεν με σκέφτηκες καθόλου. Εκεί πόνεσα. Εκεί έγινες άγριος. Σ’ αυτό αφέθηκα. Μου ’παιρνες το σώμα. Χωρίς να καταλαβαίνεις ότι εγώ δεν ήμουν σώμα. Για σένα ήμουν το πολύ μια σκιά που ίσα που αχνόφεγγε μέσα στο σκοτάδι. Άκουγα από μακριά τη μουσική κι εσένα να χτυπιέσαι μέσα μου στον ρυθμό της. Όσο μπορούσες. Όσο άντεχες. Δεν το ’κανες επίτηδες. Απλά, παρέσυρε κι εσένα. Ήταν ωραία. Πράγματι. Αυτό που μου ’κανες όμως ήταν ωραίο; Για σένα… Μετά από λίγο τέλειωσες. Ίσα που τραβήχτηκες. Ντύθηκα πιο γρήγορα από σένα. Πού να καταφέρεις να με πιάσεις. Με κοίταζες ξέπνοος. Δεν καταλάβαινα αν ήθελες να πεις κάτι. Αν ήθελες, θα ’λεγες. Δεν είπες τίποτα. Δεν θα μπορούσες. Σε λυπήθηκα. Γι’ αυτό έφυγα. Με καλούσε από μέσα η μουσική. Πήγα να χορέψω κι άλλο. Εγώ είμαι σίγουρα πολύ νεότερή σου. Κι εσύ έχεις τα διπλάσιά μου χρόνια. Πού να καταλάβεις; Άντε να σε συναντούσα άλλη μια φορά. Και μετά τι; Μόνο ο χορός μου μένει. Προς το παρόν. Α, κι ο χαζούλης καβαλιέρος μου.

ZZ Ο Θανάσης Λιακόπουλος είναι συγγραφέας. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφορεί το βιβλίο του «Ημέρες της καρέκλας» (2010).


μύρτιλο

Μήνα Μητροπούλου Απουσία Η σιωπή σου πόνος πικρός, η απουσία σου δωμάτιο είν’ άδειο. Ψάχνω, μα έγινες μικρός, και στην καρδιά λέω κουράγιο. Λέξεις που δεν σου ’πα κατακλύζουν το μυαλό, κι άλλες που σου είπα με στοιχειώνουν. Μέρες που δεν σ’ είδα μπαίνουν σ’ άγριο χορό, νύχτες που είμαι μόνη με ματώνουν. Μη μιλήσεις αν τα λόγια είναι καρφιά, άσε να νομίζω πως κοιμάσαι. Πριν να φύγω να με πάρεις αγκαλιά τ’ όνειρό μου πάρε, μη φοβάσαι.

143 × 210

SPINE: 2

FLAPS: 80

ΜΗΝΑ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ

Τ

α ερωτικά ξόρκια παίρνουν την δύναμή τους από τη σελήνη. Κάθε ξόρκι έχει τη δική του ζωή, που κρατά μονάχα για μια μέρα. 28 ημέρες αρκούν για την περιστροφή της σελήνης γύρω από τη Γη, 28 ερωτικά ποιήματα είναι επίσης αρκετά για να μας ταξιδέψουν σε ένα ταξίδι ερωτικό, να μας φέρουν αντιμέτωπους με τις φοβίες μας και να μας αποκαλύψουν τις ομορφιές της ζωής. Το «Ξόρκια ερωτικά» είναι μια ποιητική συλλογή που συμβαδίζει με τους ρυθμούς της σελήνης και της ίδιας της ζωής. Τα ξόρκια του έρωτα λένε την ιστορία μιας σχέσης, της κάθε σχέσης που είναι τόσο μοναδική και ταυτόχρονα τόσο κοινή… Κάθε ιστορία έχει μια αρχή, μια πορεία και ένα τέλος ωστόσο κάθε τέλος αποτελεί ταυτόχρονα και μια αρχή για έναν ακόμη κύκλο και τελικά αυτή είναι η μαγεία της ζωής, αυτή είναι η μαγεία του έρωτα…

ξόρκια ερωτικά ΠΟΙΗΣΗ

ZZ Η Μήνα Μητροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από τις εκδ. Οσελότος κυκλοφορεί η ποιητική της συλλογή «Ξόρκια ερωτικά».

Η Μήνα Μητροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Γνωρίζει Αγγλικά, Γαλλικά και Ιταλικά. Εξαιτίας της αγάπης της για τις τέχνες παρακολουθεί μαθήματα χορού και πιάνου, σεμινάρια υποκριτικής, φωνητικής και μουσικής. Σήμερα ζει στο Πολύδροσο Παρνασσού όπου έχει δημιουργήσει μια παιδική-νεανική θεατρική ομάδα, προκειμένου να βοηθήσει τα παιδιά, που δεν έχουν τόσες ευκαιρίες, να έρθουν σε επαφή με την τέχνη. minamitropoulou@yahoo.gr

ISBN 978-960-9607-78-0 ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος 7/22/2012 3:26:18 PM

15


μύρτιλο

16

Έλσα Παντοπούλου Στον ψυχίατρο

Τι γίνεται σ’ αυτήν την πόλη, στις κατ’ ιδίαν σχέσεις των ανθρώπων της; Τι υποπίπτει στην αντίληψή µας και τι όχι; Τι οµολογείται και τι όχι; Τι είναι όνειρο και τι πραγµατικότητα, τι ζωή και τι φαντασία, τι παρόν και τι µέλλον; Ένα πλέγµα από στιγµές και εικόνες όπως αποτυπώνονται από µια παρέα που γράφει και συν-γράφει στο ισόγειο της οδού Μασσαλίας.

Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν

— Πώς είσαι, Μαρία; — Πολύ καλά. Δεν μπορώ να πω πως έχω κάποιο πρόβλημα... Θα έλεγα συμπαθητικά. Τρώω καλά... Πρέπει να έχω πάρει ένα δυο κιλά, δεν ξέρω αν φαίνεται... Επίσης, κοιμάμαι καλά. Ξυπνάω, βέβαια, κάπως κουρασμένη. Γενικά, αυτές τις μέρες, νιώθω μια ατονία. Με τριγυρνάει καμιά ίωση; Τι να πω... — Με το θέμα μας, πώς τα πας; — Με το θέμα μας... καλά. Καλύτερα κάπως. — Βγήκες καθόλου αυτές τις μέρες; — Ναι, πολύ! Πήγα σινεμά, πήγα για φαγητό, για ψώνια... Είδα διάφορους ανθρώπους. Μέχρι και σεξ έκανα! — Καλό αυτό. Κάτι ενδιαφέρον; — Μπα, όχι. Τίποτε σπουδαίο. Ένας παλιός μου γνωστός... Είχα πολλά χρόνια να τον δω. Επέμεινε μάλιστα να ξαναβρεθούμε, αλλά δεν θα το σκεφτόμουν... Έχει κάνει λίγο κοιλίτσα κι επιπλέον έχει κάτι σαν φετίχ με τις κάλτσες. Εκτός που φόραγε μια κάλτσα κίτρινη και μια μαύρη, στο τέλος επέμεινε να κρατήσει και τις δικές μου τις κάλτσες, γιατί του άρεσαν πολύ. Ξέρετε, έχουν επάνω κάτι χαριτωμένα καγκουρό... Και το μάρσιπο είναι πραγματική τσέπη, άχρηστη βέβαια... Μου τις είχε φέρει μια θεία μου από την Αυστραλία... Τέλος πάντων, προτίμησα να μη δώσω συνέχεια. Δεν νομίζω να τον ξαναδώ. — Και πώς συναντηθήκατε ξανά μετά από τόσα χρόνια; — Δεν σας είπα; Είχα πάει με μια παρέα για φαγητό και παρήγγειλα φιλέτο πάπιας με σάλτσα φράουλας. Αυτό, όμως, πρέπει να ήταν κάποιο ειδικό πιάτο του σεφ, γιατί, πρώτον, μου είπαν ότι θ’ αργήσει –μάλιστα τότε σκέφτηκα πως θα πληρώσω μια περιουσία– και, δεύτερον, το έφερε ο ίδιος ο σεφ. Οι τύπου σαλούν πόρτες της κουζίνας άνοιξαν, και εμφανίστηκε ο σεφ, κρατώντας περήφανος το πιάτο. Πλησίασε το τραπέζι μας και απευθυνόμενος σε καθέναν από εμάς ρώτησε Το φιλέτο πάπιας; Και τότε είπα εγώ Σ’ εμένα! Και... έγινε η αναγνώριση. Δηλαδή, αυτός ήταν ο εν λόγω γνωστός, και μετά μου είπε να τον περιμένω, και πως δεν είχε πολύ δουλειά, δεν θα αργούσε, και πως ήθελε οπωσδήποτε να τα πούμε κ.λπ, κ.λπ. — Και πώς είπαμε τ’ όνομά του; — Τ’ όνομά του δεν το είπαμε. Τώρα θα το πούμε. Αλέξανδρος Ραγκαβής. Του Νικολάου. — Κι από πού γνωριζόσασταν στο παρελθόν; — Αυτός είχε μια αδερφή, τη Ροζάριο, που όταν ήταν πέντε χρονών έπαθε αμυγδαλές. Εγώ τη γνώρισα στο νοσοκομείο. Είχα πάει να δω τη δική μου αδερφή που είχε πάθει μια σπάνια ασθένεια. Είχε γεμίσει παντού κοκκινίλες. Νομίζω πορφύρα είχαν πει οι γιατροί, ενώ στην αρχή έλεγαν Καβασάκι... Ή μήπως Ναγκασάκι; Δεν θυμάμαι... Εκεί γνωρίστηκαν οι μαμάδες μας και γίναμε οικογενειακοί φίλοι. Κάναμε παρέα, επισκεψούλες και τέτοια... Βέβαια, αυτοί μετά έζησαν μια τραγωδία, γιατί ο πατέρας οργάνωσε μια κλοπή και διέφυγε με κάποια Βραζιλιάνα στη νότια Αμερική μαζί με τα κλοπιμαία... — Όπως στο προηγούμενο βιβλίο σου... — Ναι, έχετε δίκιο. Μόνο που εδώ, η μητέρα δεν είχε εραστή τον τραπεζίτη. Έτσι, έμειναν στους πέντε δρόμους... — Ωραία! Κάνε τώρα μια γενναία προσπάθεια, Μαρία, και πες μου, ανήκει κάτι απ’ όσα μου είπες στην πραγματικότητα; — Κοιτάξτε, το φιλέτο πάπιας με φράουλα ήταν πραγματικά υπέροχο. Πώς θα σας φαινόταν σαν τίτλος; Ροδούλα Ζορμπά Ελένη Καρακατσάνη Ελευθερία Μπαφαλούκα Έλσα Παντοπούλου Κίρκη Ραφαηλίδου Ρόη Σκάρα

7:30 μ.μ. στην οδό

Μασσαλίας

...Πάνω του καθόταν ο Μωυσής και έδινε στο Θεό – που έμοιαζε με το Σατανά – δέκα εντολές χαραγμένες σε πλάκα... ...Ο βαρύς του σκελετός και τα μεγάλα του ρουθούνια τον έκαναν να μοιάζει με νονό της νύχτας κι ας ήταν ένας απλός περιπτεράς... ..Όταν η κυρία Μυρσίνη πέταξε τα υπολείμματα από το φάρμακο και τη σύριγγα, έβαλε από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και στους δυο τους... ...Δεν ξέρω ποιος τρόμαξε περισσότερο όταν εμφανίστηκε ξαφνικά από την μπαλκονόπορτα, εκείνη πάντως μίλησε πρώτη...

7:30 μ.μ. στην οδό Μασσαλίας

Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν

...Ήταν νύχτα αργά όταν έφτασε ο Κ. Εσείς την ίδια στιγμή κολυμπούσατε στην ανυπαρξία του χρόνου... ...Με τη γεύση ενός υπέροχου επαγγελματικού φιλιού που δεν ανήκε σε μένα, γύρισα έντρομος να αντικρίσω την « Ώρα της Κρίσεως» εκφρασμένη στα μάτια της κόρης μου...

ISBN 978-960-98931-5-2

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσελότος

ZZ Η Έλσα Παντοπούλου συμμετέχει με διηγήματα στον συλλογικό τόμο με τίτλο «7.30 στην Οδό Μασσαλίας» (εκδ. Οσελότος, 2009).


μύρτιλο

Βασιλική Λεβεντάκη Απόσπασμα από το βιβλίο «Για μια χούφτα αστέρια»

Μ

α που χάθηκαν όλα τ’ αστέρια; «Μα δεν μπορεί... Κάπου εκεί πάνω πρέπει να ’ναι... κάπου εκεί κρύβονται, ανάμεσα στα σύννεφα, ψηλά στον ουρανό! Πρέπει να τα βρω! Πρέπει οπωσδήποτε να τα δω να λαμπυρίζουν, όπως στις εικόνες των βιβλίων ή στις ταινίες... Ναιαιαιαιαιαι! Χιλιάδες αστέρια απλωμένα, ν’ αστράφτουν σαν ασημένια φωτάκια αναμμένα για την πιο όμορφη γιορτή του κόσμου! Τόσο κοντά μου, που αν θελήσω, μπορώ ν’ απλώσω το χέρι, να μαζέψω μια χούφτα από δαύτα, και προσεχτικά να τα φυλάξω κάτω απ’ το μαξιλάρι μου για να σκορπίζουν φως στα όνειρά μου και να πραγματοποιούν όλες μου τις επιθυμίες... Αρκεί μονάχα να τα βρω...» Η Ηλέκτρα, πατώντας στις μύτες των ποδιών της, προσπαθούσε να διακρίνει μέσα απ’ το τζάμι του παραθύρου της τ’ αστέρια να φεγγίζουν μέσα στη νύχτα, στολίζοντας το σκοτάδι με την ιδιαίτερη λάμψη τους. Μήνες τώρα η ίδια ιστορία. Καρτερικά να περιμένει, παριστάνοντας την κοιμισμένη, να πέσουν όλοι για ύπνο, ώστε εκείνη να γλιστρήσει απ’ το κρεβάτι της, αθόρυβα και προσεχτικά, μην ξυπνήσει και τον αδελφό της τον Κίμωνα, στο παράθυρο να στηθεί, λαχταρώντας να τα αντικρίσει. Τα φανταζόταν απλωμένα σ’ ολόκληρο τον ουρανό, να την περιμένουν να τα συναντήσει, έτοιμα να γίνουν το μυστικό πέρασμα που θα την οδηγήσει σ’ έναν κόσμο φανταστικό, αλλιώτικο απ’ αυτόν που όλοι γνωρίζουν. Γιατί ήταν σίγουρη πως πίσω απ’ αυτή τη λάμψη, μια παραμυθένια πόλη κρυβόταν. Μια πόλη γεμάτη παιχνίδια και ζαχαρωτά, χαρούμενα παιδιά που έπαιζαν ανέμελα στους δρόμους ή που κυλιόνταν στο χορτάρι, ζαλισμένα απ’ τα αρώματα των λουλουδιών και των λαχταριστών καρπών που κρέμονταν απ’ τα δέντρα. Εκεί, δεν υπήρχαν αυστηρά ωράρια, ούτε ανύπαρκτος χρόνος για παιχνίδι. Τα παιδικά χαχανητά δεν πνίγονταν πίσω απ’ τους τσιμεντένιους τοίχους, παρά έσκιζαν τον αέρα με τη δύναμη της έντασής τους. Εκεί, η άνοιξη είχε χρώματα και μουσικές απ’ τα πουλιά, που ελεύθερα πετούσαν ανάμεσα στα δέντρα, σκορπώντας λογιών λογιών τιτιβίσματα. Ναι, όλα τούτα κι άλλα πολλά συλλογιζόταν κάθε βράδυ, κολλημένη πίσω απ’ το τζάμι, όπως κάθε παιδί που λαχταρά την ξεγνοιασιά για οδηγό στα βήματά του.

140 × 210

FLAPS: 60

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΒΕΝΤΑΚΗ

ZZ Η Βασιλική Λεβεντάκη γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου ζει και εργάζεται. Το βιβλίο «Για μια χούφτα αστέρια» (Εκδ. Οσελότος, 2012) είναι το πρώτο της παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά. Κυκλοφορεί επίσης το βιβλίο της «Οι Δαιμονισμένες» από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.

Η Βασιλική Λεβεντάκη γεννήθηκε στον Πειραιά, όπου ζει με την οικογένειά της και εργάζεται. Για Μια Χούφτα Αστέρια και το ταξίδι στην περιπέτεια ξεκινάει, με αφετηρία το πρώτο της παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά, που φιλοξενούν οι εκδόσεις ΟΣΕΛΟΤΟΣ. Κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημά της Οι δαιμονισμένες από τις εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ.

ΓΙΑ ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΑΣΤΕΡΙΑ

Κι η περιπέτεια ξεκινάει… Η Ηλέκτρα, η Νεφέλη, ο Τζίμης και ο Κίμωνας παίρνουν τη μεγάλη μα και επικίνδυνη απόφαση να ταξιδέψουν ως τον Όλυμπο με την ελπίδα πως ο Δίας θα τους βοηθήσει στην προσπάθειά τους να λύσουν το μυστήριο γύρω απ’ την εξαφάνιση των αστεριών. Θα πετύχουν άραγε τον σκοπό τους; Θα θελήσει ο Δίας και οι άλλοι θεοί να σταθούν στο πλευρό των παιδιών; Θα καταφέρουν τα θαρραλέα παιδιά να ξεπεράσουν τα εμπόδια που προσμένουν στο δρόμο τους, ώστε στο τέλος να επιστρέψουν τ’ αστέρια στον ουρανό;

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΛΕΒΕΝΤΑΚΗ

«Μα πού χάθηκαν τ’ αστέρια;» αναρωτιέται τα βράδια η Ηλέκτρα, κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό! «Ποιος τα πήρε; Πού τα έκρυψε; Γιατί;»…

SPINE: 5

ISBN 978-960-9607-58-2 ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ:

Εμμανουέλα Κακαβιά

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΣΟΥ ΦΙΛΟΣ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος

5/3/2012 10:44:58 PM

17


μύρτιλο

18

Δέσποινα Νεζτεκίδου

Ψυχής απείκασμα Το σκοτεινό, μυστηριώδες, καταλαμβάνον την κυρίαρχη θέση. Άγνωστο(ς) αιώνιο(ς) νικητής της επ-εγνωσμένης συνείδησης. Σαν ασυγκράτητο υγρό διαχέεται παντού. Παραμένο(-ω)ν άγνωστο(ς), παρασύρει και παρασύρεται. Αιωνίως θ’ αντιστέκεται το σκοτεινό στην αυτοφανέρωσή του. (;) Αίτιο(ς) παντοτινό(ς) της πιο ανάρμοστης και κωμικής αυταπάτης. ΚΕΝΤΡΟ - ΤΟ ΟΠΙΣΘΙΟ ΣΚΟΤΑΔΙ Οι γκρίζες περιρρέουσες αποχρώσεις, άλλο τίποτε παρά αντανακλάσεις του. Κάποιες φορές ασπρίζουν: Ένα πομπώδες αίσθημα καδραρισμένης αγνότητας. Έλεγχος και εν λευκώ αθωότητα: Η τριάδα της πλήρως δι-εγνωσμένης συνείδησης. Ανάμεικτα μηνύματα του κόσμου... Πιεστικές εγωτικές επιταγές... Μαζί, σε φόντο γκρίζο. ΤΟ ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ - ΤΟ ΕΜΠΡΟΣΘΙΟ ΦΩΣ Έρωτας. Η ξαφνική φυγή απ’ το «ξάστερο φως της λογικής». Η εκστατική αποκάλυψη των μυστικών του σκοτεινού. Η νοσταλγική συνάντηση του άγνωστου με το καθαγιασμένο άσπιλο λευκό. Μαζί, σε φόντο κόκκινο. Να συνενώνει το εγώ με το εγώ. Και τα εγώ με τα εσύ. ΚΑΡΔΙΑ - Η (+)Α[ΠΑ]ΝΤΗΣΗ

ZZ Η Δέσποινα Νεζτεκίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχει παρακολουθήσει εκπαιδευτικά σεμινάρια Φροϋδικής και Λακανικής Ψυχανάλυσης σε Ελλάδα και Αγγλία.


μύρτιλο

Μαριάννα Καπετανίδου Ακροστοίχιση Αντιλαλούν συνθήματα εχθρικά. Φτάνει, δεν αντέχω να τ’ ακούω. Άλλοι αντέχουν και τα στηρίζουν. Τα βάζουνε μπροστά κι ακολουθούν. Τα αφτιά τους σφαλίζουνε στο λογικό. Στα άκρα η σκέψη τους αποκοιμιέται. Τα σώματά τους στην αγριότητα ξυπνούν. Στα άκρα της βιαιότητας στοιχίζονται.

Γύρισα... αλλά... Δεν ξέχασα το χθες. Ήσουν εκεί στη δύσκολη στιγμή. Με στήριξες στα βράδια δίχως αύριο. Δεν έκλεισες τα αυτιά στις δυνατές κραυγές μου. Έδωσες αγκαλιάς θέρμη και ζεστασιά στην απόγνωση. Με έσπρωξες στη δίκαιη ανταμοιβή της προσπάθειάς μου. Πήρες το ρίσκο της φυγής, έφυγες μοναχικά, δεν άπλωσες το χέρι. Γύρισα... αλλά δεν σε βρήκα πουθενά.

Πέμπτη Φάλαγγα Όταν η ζήλεια σε κυνηγά, χάνεις τον έλεγχο. Σε αδιέξοδα συμπεριφοράς οδηγείσαι. Η κατάκριση γίνεται η μόνη σου άμυνα. Η τόλμη της αυτοπραγμάτωσης χάνεται και χάνεσαι κι εσύ. Μένεις άδειος να περιμένεις την αποτυχία του άλλου. Η επιτυχία ποτέ δεν θα σε βρει. Θα μπερδευτεί και θα χαθεί στην Πέμπτη Φάλαγγα. ZZ Η Μαριάννα Καπετανίδου ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι μεταφράστρια και καθηγήτρια ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα κάνει μεταπτυχιακές σπουδές θεωρητικής και εφαρμοσμένης γλωσσολογίας στο Α.Π.Θ.

19


μύρτιλο

20

Δημήτρης Πολίτης Μην ξεχάσεις να ταΐσεις τον σκύλο!

Ε

ίχε ήδη σκοτεινιάσει για τα καλά. Προσπάθησα να κοιτάξω προς τα έξω μέσα από τα θολωμένα τζάμια του παραθύρου. Ζάρωσα τα μάτια μου. Αμέτρητες σταγόνες από υγρασία δημιουργούσαν χοντρά δάκρυα που είχαν κολλήσει επίμονα στην εσωτερική επιφάνειά του, κόβοντας εντελώς οποιαδήποτε οπτική επαφή με το εξωτερικό του κτιρίου. Κι όταν το βάρος τους γινόταν πια ανίκανο να αντισταθεί στη βαρύτητα, αφήνονταν να τρέξουν αργά προς τα κάτω, σχηματίζοντας βρόμικες, καφετιές λιμνούλες ακαθόριστου σχήματος, εδώ κι εκεί στο σκονισμένο πρεβάζι. Το παραμελημένο δωμάτιο ήταν μισοσκότεινο και καταπαγωμένο. Τα σημάδια μιας ολοκληρωτικής εγκατάλειψης ήταν έκδηλα παντού. Οι ολόγυμνοι τοίχοι του, βαμμένοι με πράσινη ξεφτισμένη λαδομπογιά, έφερναν στον νου περισσότερο αίθουσα από κάποιο ψυγείο σφαγείου. «Το μόνο που λείπει είναι τα τσιγκέλια με τα παγωμένα σφαχτά να κρέμονται από το ταβάνι», σκέφτηκα κάποια στιγμή. Ήμουν πεπεισμένος ότι η θερμοκρασία στο εσωτερικό του κτιρίου ήταν κοντά σ’ αυτήν ενός καταψύκτη. Σίγουρα πολύ χαμηλότερη από αυτήν που επικρατούσε έξω. Χαμήλωσα με απόγνωση το κεφάλι και κοίταξα άσκοπα τα χέρια μου. Φορούσα ακόμα τα μαύρα δερμάτινα γάντια μου, προσπαθώντας να προστατευτώ από το κρύο και την υγρασία που τρυπούσε τα κόκαλα και τα έκανε να πονάνε. Κι αυτή η ρημάδα κι ετοιμόρροπη καρέκλα όπου καθόμουν, δεν βοηθούσε την κατάσταση. Προσπαθούσα να ισορροπήσω άβολα πάνω της εδώ και πολλή ώρα, με τον μόνιμο φόβο ότι θα διαλυόταν σε χίλια κομμάτια από στιγμή σε στιγμή. Τα ξεχαρβαλωμένα πόδια της έτριζαν απειλητικά στην παραμικρή μου κίνηση. Η άβολη αυτή ισορροπία πάνω της, έκανε τα μέλη μου να μουδιάζουν και το κορμί μου να αισθάνεται ακόμα εντονότερα την υγρή ατμόσφαιρα του δωματίου. Ο αδύναμος γυμνός γλόμπος που κρεμόταν από το ταβάνι, ακριβώς από πάνω μου, δεν έφτανε για να φωτίσει τις θλιβερές λεπτομέρειες του δωματίου. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι. Όσο λιγότερα βλέπει κανείς εδώ μέσα, τόσο καλύτερα» ξανασκέφτηκα. Γύρισα και κοίταξα το σιδερένιο κρεβάτι δίπλα μου. Ίσα που φωτιζόταν. Κάτω από τις χοντρές κουβέρτες, ένας ακίνητος απροσδιόριστος όγκος, κάτι σαν παραπεταμένο κουβάρι από άπλυτα, μου θύμιζε τις αθώες αταξίες των παιδικών μας χρόνων και τις προσπάθειές μας να κοροϊδέψουμε τη μητέρα μας. Τότε που στοιβάζαμε ένα σωρό από ρούχα κάτω από τα κλινοσκεπάσματα και φωνάζαμε δήθεν πανικόβλητοι ότι τάχα κάποιος άγνωστος κρυβόταν από κάτω τους. Κι εκείνη, αν κι έμπαινε αμέσως στο νόημα, αν και καταλάβαινε αμέσως το μάλλον άτεχνο κόλπο μας, έκανε ότι σκιαζόταν κι ότι ταραζόταν στην αρχή. Κι ύστερα, κουνώντας το κεφάλι της με νόημα ξεσπούσε σε τρυφερά γέλια συγχώρεσης για την αταξία μας. — Όλα εντάξει, μαμά; Γύρισα κι απευθύνθηκα στον όγκο που προεξείχε άγαρμπα από το κρεβάτι. Η ασήκωτη στοίβα από χοντρές μάλλινες κουβέρτες μόλις που φανέρωνε από κάτω της μια τούφα από σταχτιά, αχτένιστα μαλλιά και δυο μάτια που γυάλιζαν παρανοϊκά στο μισοσκόταδο. Με κοίταξε με βλέμμα άψυχο κι απλανές. Έσκασε ένα στραβό χαμόγελο. Ένα χαμόγελο που μου φάνηκε νεκρό. Ήταν ολοφάνερο, ότι δεν έκρυβε κανένα απολύτως ανθρώπινο συναίσθημα πίσω του εκείνο το χαμόγελο. Περισσότερο σα σύσπαση του προσώπου της ήτανε.


μύρτιλο

— Μην ξεχάσεις να ταΐσεις τον σκύλο!... μου απάντησε με φωνή κουρασμένη κι απόκοσμη. Φωνή που ίσα που βγήκε από μέσα της, σαν ελαφρύ βογγητό. Την κοίταξα για λίγο χωρίς να πω τίποτα. Πετάχτηκα απότομα όρθιος... Βγήκα έξω φρενών από τον θάλαμο και χύθηκα έξαλλος στον έρημο διάδρομο της κλινικής. Η μια και μοναδική νοσοκόμα του ορόφου με πρόσεξε από το βάθος. Με πλησίασε στο μισοσκόταδο σα σκιά, κουκουλωμένη με τη χοντρή μάλλινη ζακέτα της. Βήμα και ύφος καταβεβλημένο, φωνή κουρασμένη. — Υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Θέλετε τίποτα; — Φυσικά κι έχω πρόβλημα! Τι κατάσταση είναι αυτή, να βρισκόμαστε στο καταχείμωνο και να μην υπάρχει θέρμανση στην κλινική! Φώναξα τρέμοντας, παρόλη την προσπάθειά μου να ελέγξω τον θυμό μου και την ένταση της φωνής μου. Το βρίσκω εντελώς απάνθρωπο να έχουν αφεθεί όλοι οι ασθενείς της ψυχιατρικής πτέρυγας στο έλεος του χιονιά και της μοίρας τους! Κι εσείς, οι νοσοκόμες κι οι γιατροί, έχετε πάρει όρκο, για όνομα του Θεού! Κάντε κάτι επιτέλους! ύψωσα ακόμα περισσότερο τη φωνή μου. — Έχετε δίκιο ό,τι και να πείτε, απάντησε χαμηλόφωνα. Έστρεψε το πρόσωπό της προς το πάτωμα, αποφεύγοντας να με κοιτάξει σα να ντρεπόταν να μ’ αντικρύσει στο πρόσωπο. Δεν μπορούμε δυστυχώς να κάνουμε τίποτα, όπως γνωρίζετε... Έχουμε ρητές εντολές, συμπλήρωσε. Οι προμήθειες για πετρέλαιο και τα οικονομικά της κλινικής μάς επιτρέπουν μόνο μια ώρα καλοριφέρ την ημέρα... Συνήθως το ανάβουμε το πρωί, όταν οι ασθενείς σηκώνονται για να μπορέσουν να πλυθούν λιγάκι και να βγουν από τα κρεβάτια τους. Να πάνε στην τουαλέτα. Όπως καταλαβαίνετε τις περισσότερες ώρες τις περνάνε στα κρεβάτια τους. Προσπαθούμε να τους παρακολουθούμε όσο μπορούμε και να βεβαιωνόμαστε ότι είναι καλά σκεπασμένοι, προστατευμένοι από το κρύο και ζεστοί στα κρεβάτια τους... Την κοίταξα για λίγο. Με μια απότομη κίνηση της γύρισα την πλάτη κι αφήνοντάς την σύξυλη στο αφόρητο κρύο του διαδρόμου, επέστρεψα αμίλητος στο θάλαμο. Ήξερα ότι έλεγε την αλήθεια. Δεν μου ανακοίνωνε δα και τίποτα καινούργιο. Κι ούτε είχα την ψευδαίσθηση ότι οι φωνές κι οι διαμαρτυρίες μου θα έφερναν κάποιο αποτέλεσμα. Απλά, το παράπονο με έπνιγε κι η φούρκα μου έκανε τα σωθικά μου να βράζουν. Έπρεπε κάπως να ξεσπάσω, κάπου να βγάλω από μέσα μου το άδικο που μ’ έκανε ν’ ασφυκτιώ. Ξανακάθισα στη μοναδική παραπονιάρα καρέκλα που βόγγηξε ακόμα μια φορά, τρίζοντας από το βάρος του κορμιού μου. Έσκυψα να πιάσω το χέρι της μητέρας μου για να το χαϊδέψω. Το τράβηξε απότομα κάτω από τις κουβέρτες. Ίσως η αίσθηση των δερμάτινων γαντιών που φορούσα να την ξένισε, να την τρόμαξε. — Μην ξεχάσεις να ταΐσεις τον σκύλο! Επανέλαβε με όση διαύγεια είχε αφήσει στο μισερό της μυαλό η καταραμένη νόσος του Αλτσχάιμερ. Την κοίταξα και προσπάθησα να της χαμογελάσω. Αισθανόμουν τόσο απελπιστικά άχρηστος δίπλα της. Οι γιατροί όμως ήταν κατηγορηματικοί. Η κατάστασή της έχρηζε συνεχούς παρακολούθησης. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή από το να είναι κλεισμένη σε κάποια κλινική, κάτω από συνεχή επιτήρηση και χορήγηση ηρεμιστικών. Το να μείνει στο σπίτι, μόνο με τη φροντίδα των παιδιών της, ήταν εκτός συζήτησης. Δεν μπορούσαμε να της προσφέρουμε τίποτα περισσότερο. — Μην ξεχάσεις να ταΐσεις τον σκύλο! Μην ξεχάσεις να ταΐσεις τον σκύλο!... ψιθύριζε κατά διαστήματα, παρατείνοντας άσκοπα αυτό τον περίεργο μονόλογο του παραλόγου. Το κρύο, το μισοσκόταδο κι ο πόνος της ψυχής μου, έκαναν τους δείχτες του ρολογιού να φαίνονται κολλημένοι. Έτσι γινόταν πάντα όταν πήγαινα να τη δω. Τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα περνούσαν βασανιστικά, αφόρητα αργά. Κάποια στιγμή, αποφάσισα ότι ήταν πια ώρα να φύγω. Σηκώθηκα, έβγαλα τα γάντια μου κι έσκυψα πάνω από το κεφάλι της. Τη φίλησα τρυφερά

21


22

μύρτιλο

στο μέτωπο και της χάιδεψα τα μαλλιά με μεγάλη προσοχή μην τυχόν ακουμπήσω τη σάρκα της με τα ξυλιασμένα χέρια μου και την τρομάξω. Η αίσθηση της επαφής με μια παγοκολόνα ήταν το τελευταίο που χρειαζόταν. — Μην ξεχάσεις να ταΐσεις τον σκύλο! Επανέλαβε άψυχα για μια τελευταία φορά. — Εντάξει, μητέρα. Εντάξει, μην ανησυχείς. Τώρα μόλις τον τάισα! της είπα κάνοντας μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσω τα δάκρυα στα μάτια μου. Είχαν συσσωρευτεί αφόρητα και πίεζαν τις κόχες έτοιμα να ξεχυθούν και να πλημμυρίσουν το πρόσωπό μου. Γύρισα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα με βήματα αργά, χωρίς να κοιτάζω πίσω μου πια. Δευτερόλεπτα αργότερα, ξεκλείδωσα το αυτοκίνητό μου και κάθισα στο παγωμένο κάθισμα του οδηγού. Έβγαλα τα γάντια και χουχούλιασα τα χέρια μου. Άναψα τη μηχανή να ζεσταθεί λίγο κι έσπρωξα τον διακόπτη του θερμού αέρα στο φουλ. Κάρφωσα το βλέμμα μου αόριστα στο πηχτό σκοτάδι που επικρατούσε έξω από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου. «Η μητέρα μου ήταν ένας άνθρωπος που δούλεψε τόσο σκληρά όλη της τη ζωή», σκέφτηκα. «Μετά από τριάντα χρόνια υπηρεσίας σε ένα νοσοκομείο, κατόρθωσε και πήρε μια πενιχρή σύνταξη. Αλίμονο, δεν πρόλαβε να τη χαρεί. Η νόσος του Αλτσχάιμερ τη χτύπησε μόλις ένα χρόνο αργότερα. Η εξέλιξή της ήταν ραγδαία και τη σμπαράλιασε. Και τώρα, με το μυαλό της περίπου νεκρό, είναι καταδικασμένη να περνάει τις τελευταίες μέρες της πάνω σ’ ένα βρόμικο στρώμα αυτής της καταραμένης, κρατικής ψυχιατρικής κλινικής. Στην κλινική ενός κράτους ανίκανου, υπερχρεωμένου, διαλυμένου και ξοφλημένου. Πεταμένη σ’ έναν θάλαμοκατάψυξη σα σφαχτό, να πληρώνει ακριβά για λάθη όχι δικά της, αλλά κάποιων άλλων... Χωρίς τη φροντίδα που πραγματικά της αξίζει, χωρίς καν το ανθρώπινο δικαίωμα της θέρμανσης καταμεσής ενός φοβερού χειμώνα». Το παράπονο ήρθε ακόμα μια φορά έτοιμο να ξεχειλίσει, καθώς ένας πνιχτός λυγμός με τράνταξε σύγκορμο. «Γιατί να πληρώνει αυτή; Και γιατί να πληρώνει με αυτόν τον απάνθρωπο κι απαράδεκτο τρόπο;» ξέσπασα με αγανάκτηση, ενώ ένας δεύτερος λυγμός συγκλόνισε το κορμί μου. Αισθάνθηκα τα χέρια μου σα να ζεστάθηκαν λίγο. Σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου, έβαλα ταχύτητα, πάτησα γερά το γκάζι κι εξαφανίστηκα στους έρημους και παγωμένους δρόμους κάπου στα βόρεια προάστια της πόλης.

ZZ Ο Δημήτρης Πολίτης είναι συγγραφέας και έχει σπουδάσει κλασικές επιστήμες και ιταλική φιλολογία. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην επιστήμη των Πληροφοριών και τις Ευρωπαϊκές Δημόσιες σχέσεις στο Trinity College του Δουβλίνου. Έχει ζήσει σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Το βιβλίο του «Η κλεμμένη ζωή ενός εύθυμου ανθρώπου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οσελότος.


μύρτιλο

Χαράλαμπος Ρίσβας Έξοδος Τον χειροκροτούν. Εκείνος όμως δεν χειροκροτεί τον εαυτό του. Υποκλίνεται και χαιρετά αυτούς, που με στοργή τον υποδέχονται. Ανασυντάσσεται με αυτοσυγκέντρωση. Σκέφτεται όλα όσα λαχταρά να μεταγγίσει. Κοιτά χαμηλά και οι χτύποι της καρδιάς του ακούγονται δυνατοί. Θέλει να αντικρίσει τους βασιλιάδες του. Σκύβει και αντικρίζει τον ασπρόμαυρο κόσμο των πολύχρωμων συναισθημάτων... Τα χέρια του τρέμουν. Τα βυθίζει απολαυστικά στον ασπρόμαυρο κόσμο. Και αντικρίζει αυτό που ενδόμυχα αναζητά. Ταλαντεύεται και αισθάνεται να χάνεται από τα εγκόσμια. Χαϊδεύει τα διαχρονικά τους πρόσωπα... Φινάλε... Με την υπόκλιση αισθάνεται μια αύρα πίσω του... Γυρίζει το βλέμμα...

Οι συνθέτες τον καλούν στην αιώνια Έξοδο!

143 × 210

SPiNe: 1

FlaPS: 80

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΡΙΣΒΑΣ

Κέλευθος Ρήξεων

ΠΟΙΗΣΗ

ISBN 978-960-9607-85-8 ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

ZZ Το ποίημα του Χαράλαμπου Ρίσβα «Έξοδος» περιλαμβάνεται στην ποιητική του συλλογή «Κέλευθος ρήξεων» (εκδ. Οσελότος, Αύγουστος 2012).

Ο Χαράλαμπος Ρισβάς γεννήθηκε το 1995 στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στη Σαντορίνη. Παιδί φιλολόγων ασχολήθηκε από νωρίς με τον κλασικό λόγο και έδειξε την αγάπη του για τα πεζά και ποιητικά δημιουργήματα. Είναι αριστούχος μαθητής της B’ Λυκείου με ποικίλα ενδιαφέροντα. Ταυτόχρονα είναι σπουδαστής πιάνου στο Εθνικό Ωδείο Παράρτημα Θήρας στη Β΄ Ανωτέρα Τάξη. Ήταν υπότροφος του Ωδείου για το έτος 2008-2009, έχει τιμηθεί δις με το βραβείο του Παραρτήματος «Νίκος Παπαγεωργίου» και το Μάιο του 2012 τιμήθηκε με το τρίτο βραβείο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών (Π.Ε.Λ) για το ποίημα Αντίλαλος, που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή που κρατάτε στα χέρια σας. Γνωρίζει Αγγλικά και Γαλλικά. Η Κέλευθος Ρήξεων είναι η πρώτη του ποιητική συλλογή, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε το πρώτο του μυθιστόρημα Γνῶσις.

23


24

μύρτιλο

Κάκια Ξύδη

Ο

Το ρολόι της εκκλησίας

ι χτύποι του με ακολουθούσαν παντού. Όπου κι αν πήγαινα αναζητούσα τον χαρακτηριστικό ήχο της καμπάνας που σήμαινε κάθε μισή ώρα. Άλλοτε χτυπώντας μια φορά, για να δηλώσει τη μισή ώρα, και άλλοτε περισσότερες. Το μπέρδεμα προέκυπτε κάθε που ώρα έφτανε μία. Χτυπούσε μία φορά για τις δώδεκα και μισή. Ξαναχτυπούσε μία φορά για να δείξει ότι ήταν μία. Μισή ώρα αργότερα ακολουθούσε ένας ακόμα χτύπος για να δείξει ότι ήταν μία και μισή... Τότε έπρεπε να πάω μέχρι την πόρτα, να ανοίξω το μικρό παραθυράκι της και να κοιτάξω απέναντι το μεγάλο ρολόι της εκκλησίας για να δω τι ώρα ήταν. Το καμπαναριό, ψηλό, επιβλητικό, διακρινόταν από όλες τις μεριές του χωριού και όχι μόνο. Το ξεχώριζες ακόμα και από τα άλλα χωριά. Οι χτύποι του δεν σταματούσαν ούτε τη νύχτα. Τα σπίτια ήταν παλιά και χωρίς ιδιαίτερη μόνωση. Έτσι, όταν χτυπούσε, νόμιζες ότι η καμπάνα ήταν δίπλα στο αυτί σου. Όσοι έμεναν γύρω από την πλατεία το είχαν συνηθίσει και δεν τους ενοχλούσε, σχεδόν δεν το άκουγαν πλέον. Το αστείο ήταν όταν είχαμε επισκέψεις. Όταν κοιμούνταν στο σπίτι μας οι «Αθηναίοι». Δεν έκλειναν μάτι όλη τη νύχτα και πετάγονταν ως απάνω τρομαγμένοι κάθε τόσο. Εμένα ποτέ δεν με ενόχλησε, αντίθετα μου άρεσε να το ακούω. Ίσως να το είχα συνηθίσει γιατί αυτός ο ήχος με συνόδευε σχεδόν από την ημέρα που γεννήθηκα. Όταν εγκατέλειψα το πατρικό μου, εκτός από τη μητέρα μου, μου έλειπε πολύ και ο κτύπος του ρολογιού. Ήμουν τυχερή όμως. Δίπλα από το διαμέρισμά μου, στην Αθήνα, έμενε μια θεία μου που είχε ένα ρολόι κούκο. Έτσι, με χαρά αντικατέστησα τη βαριά καμπάνα του ρολογιού του χωριού μου με τη φωνή του κούκου. Φρόντιζα πάντα να την επισκέπτομαι όταν η ώρα πλησίαζε ακριβώς, για να έχω τη χαρά να βλέπω τα δύο μικρά πορτάκια να ανοίγουν, να πετάγεται έξω από το σπιτάκι το ξύλινο κεφάλι του πουλιού και να φωνάζει δυνατά για πολλή ώρα «κούκου, κούκου, κούκου»... Όταν άλλαξα σπίτι, η καλή μου η μανούλα κοιτούσε το ρολόι της εκκλησίας και, όταν οι δείχτες κόντευαν ακριβώς, με έπαιρνε τηλέφωνο για να έχω την ευκαιρία να ακούσω την καμπάνα. Ο ήχος του δεν έφυγε ποτέ από μέσα μου. Εκείνο το ρολόι μετρούσε και μετράει με ακρίβεια τις μέρες μου, τις ώρες, τα δευτερόλεπτα της ζωής μου. Μου θυμίζει συνεχώς τι ονειρεύτηκα, τι κατάφερα, τι προσπέρασα, τι άφησα πίσω μου. Έχει γίνει ένα με την παιδική, την εφηβική, τη νεανική και τη μετέπειτα ζωή μου. Συνοδεύει μέχρι τώρα τις σκανταλιές μου, τα πρώτα ερωτικά μου σκιρτήματα, την ακρίβεια στα λεγόμενά μου, τη συνέπεια στη δουλειά μου. Είναι εκεί, σταθερό, για να μου θυμίζει τον χρόνο που περνάει, τους ανθρώπους που έφυγαν από τη ζωή μου, τα καινούργια παιδιά που συντροφεύει, τις επιθυμίες που γεννάει για φυγή. Ακόμη και σήμερα, όπου και αν βρίσκομαι, τεντώνω τ’ αυτιά μου μήπως κάποιο παλιό ρολόι σημάνει, και φτάσει ο παιδικός και εφηβικός ήχος του μέχρι τη διψασμένη μου ψυχή, που λαχταράει να κολυμπήσει στην ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν άλλαξε, ότι ο χρό-


μύρτιλο

νος είναι ένας ευγενικός νέος που με πρόσεξε ιδιαίτερα, καθώς πέρασε από πάνω μου χωρίς να αφήσει τα σημάδια του στην ψυχή και στο κορμί μου, και εγώ είμαι μια παιδούλα που κάθε φορά ξεχνάει να μετρήσει τους χτύπους του ρολογιού της εκκλησίας και χάνει την ώρα της επιστροφής στο σπίτι...

Απόσπασμα από το βιβλίο Ταξίδι στην Ομίχλη» (εκδ. Οσελότος)

Σ

ε κάθε καταιγίδα της ζωής μας, όλοι έχουμε τον Φάρο μας που μας οδηγεί. Και για την Τάνια, ο δικός της φάρος είχε όνομα, τον έλεγαν «Ελευθερία».

«Σταμάτα, σταμάτα εδώ», φώναξε συνεπαρμένη στον Άρη. Εκείνος, υπακούοντας, σταμάτησε αμέσως μόλις το επέτρεψε ο στενός δρόμος και χωρίς δεύτερη σκέψη η Τάνια άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και ξεχύθηκε προς τη θάλασσα. Τρέχοντας στην αρχή, και μετά πιο σιγά, πατούσε από βράχο σε βράχο και έφτανε όλο και πιο κοντά στη θάλασσα. Το τοπίο άγριο, απρόσιτο και γι’ αυτό πανέμορφο. Ο αέρας μαστίγωνε τα μαλλιά της που τη χτυπούσαν στο πρόσωπο και από την υγρασία κολλούσαν στα μάγουλα, στο στόμα, στα μάτια της. Τι έρωτας ήταν αυτός Θεέ μου! Το αιώνιο δέσιμο του νερού με τον άνθρωπο. Αυτό ξεπήδησε για πρώτη φορά από μέσα της και συμπλήρωνε όλο της το είναι, με το θαλασσινό νερό να έρχεται πάνω της με τη μορφή σταγονιδίων που δημιουργούνταν από την αντάρα των κυμάτων και εμφάνιζαν ένα είδος ομίχλης που οριοθετούσε το άγριο τελείωμα της θάλασσας στο σμίξιμό της με τη στεριά. Το στόμα της είχε ξεραθεί και έφερε τη γλώσσα της στα χείλη. Έγλειψε την αλμύρα και ένιωσε σα να βρίσκεται σε δικό της τόπο. Παραπάτησε, λίγο έλειψε να πέσει και να τσακιστεί στα κοφτερά βράχια. Κατάφερε με ένα λίκνισμα του κορμιού, ζυγίζοντας τα χέρια στον αέρα να ξαναβρεί την ισορροπία της. Άφησε το βλέμμα της να πλανιέται γύρω. Τα κύματα σε κείνη τη μεριά της ακτογραμμής έφταναν τα τρία μέτρα και χτυπούσαν με περισσότερη λύσσα τα ανυπότακτα βράχια. Μια παρέα από λευκόγκριζους γλάρους έκανε χαμηλές πτήσεις παίζοντας με τα κύματα, προσπαθώντας να βρει κάποιο ξενερισμένο ψάρι, κρώζοντας δυναμικά, έδινε στην ελευθερία ένα άλλο νόημα.

140 × 210

Σε ελεύθερη πτώση

ISBN 978-960-9607-47-6

FLAPS: 60

Κάκια Ξύδη

Ένα τηλεφώνημα σε ανύποπτο χρόνο, μια δίκη που μοιάζει αδιάφορη και μια γυναίκα καθισμένη στο έδρανο, άλλοτε κριτής μα συνήθως κρινόμενη στα μάτια της μητέρας της. Μεγαλωμένη σε μια τυπική ελληνική οικογένεια, η Βασιλική τόλμησε να ανοίξει τα φτερά της και να ζήσει. Σπούδασε, ερωτεύτηκε, βίωσε τον πόνο αλλά και την ευτυχία, και κάπου εκεί πριν το τέλος… Η μοίρα παίζει τελικά παράξενα παιχνίδια και ο χρόνος πάντα συνηγορεί υπέρ της. Κι εκεί που όλα φαντάζουν ιδανικά, έρχεται η ανατροπή. Γιατί το παρελθόν βρίσκει πάντα τρόπο να πατήσει στο παρόν και να ανατρέψει το μέλλον. Πώς είναι δυνατόν αυτό που κάποτε φάνταζε ονειρεμένο να μετατρέπεται σε εφιάλτη δίχως τέλος; Κι όταν η ζωή σου όλη καταρρέει, είναι δυνατόν να σηκωθείς ξανά όρθιος και να οικοδομήσεις τα πάντα από την αρχή σε νέα θεμέλια; Την ελεύθερη πτώση λίγοι την τολμούν, μα ακόμα λιγότεροι επιβιώνουν από αυτήν. Αν όμως τα καταφέρεις, στέφεσαι νικητής για πάντα…

SPINE: 18

Η Κάκια Ξύδη γεννήθηκε στη Σελλασία Λακωνίας, όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Τελείωσε το Λύκειο στη Σπάρτη και το St. George College στην Αθήνα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα, όπου παρέχει γραμματειακή υποστήριξη σε ιδιώτες. Το μυθιστόρημα «Σε ελεύθερη πτώση» είναι το δεύτερο βιβλίο της. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφορεί επίσης το «Ταξίδι στην ομίχλη», που εκδόθηκε το Δεκέμβριο του 2010.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

facebook: Κάκια Ξύδη (Kakia Xidi)

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος

4/21/2012 2:13:26 PM

ZZ Η Κάκια Ξύδη γεννήθηκε στη Σελασία Λακωνίας. Τελείωσε το Λύκειο στη Σπάρτη και αποφοίτησε από το St George College. Το τελευταίο της βιβλίο «Σε ελεύθερη πτώση» κυκλοφόρησε τον Απρίλιο 2012, από τις εκδόσεις Οσελότος. Έχει προηγηθεί το «Ταξίδι στην Ομίχλη» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.

25


26

μύρτιλο

Άγγελος Κωτσιόπουλος Αναγέννηση Αποτύπωση πάνω στο σώμα, μαχαίρι χαϊδεύει μελωδικά την καρδιά, σφυροκοπά το μυαλό με απανωτά φιλιά, χαράζει τα τοιχώματα της ψυχής. Σύντομη πομπή συνόδευσε τη σορό μου, συγκινητική μέχρι το αποκορύφωμα, επαναλαμβανόμενη στις πληγές που μένουν ανοιχτές. Όνειδος για το παρελθόν Αφύπνιση για το παρόν Επιδίωξη για το μέλλον

Σταγόνες ματαιότητας Φωνές κουρασμένες Μνήμες τραυματισμένες Χαμόγελα ξεθωριασμένα Βλέμματα μολυσμένα Νοσταλγία μελαγχολίας Ανάμνηση ευχαρίστησης Ελπίδα ευτυχίας Αυταπάτη εκπλήρωσης

Παράσταση Κάθε πρωινό εισβάλλουμε στην αγκαλιά της ζωής που μας αφήνει να γευτούμε τους καρπούς της νέας μέρας. Κάθε συναίσθημα, η μελωδία της μοίρας. Κάθε δάκρυ, η δοκιμασία στις εσωτερικές μας αντοχές. Κάθε γέλιο, ένας χορός από ακατέργαστα ένστικτα. Κάθε χαμόγελο, το άνθισμα ενός λουλουδιού.


μύρτιλο

Ο καμβάς των ενστίκτων Χρόνος που ξύνει την ψυχή, απρόσωπες σκιές αιχμαλωτίζουν τις στιγμές, χαρούμενες ψευδαισθήσεις καίνε το μυαλό. Μίλησα τόσο πολύ αλλά δεν είπα λέξη, μόνο σιωπές ανέδειξα. Άκουσα τη σιωπή μου και την άκουσα καλά, την άκουσα δυνατά, βαθιά. Σκορπώ τα αισθήματα σε χίλια κομμάτια, τόση ευτυχία δεν την αντέχω, τόση συγκίνηση με πνίγει μα ο ψυχολογικός πολιτισμός δεν ανέχεται παρεκτροπές.

Παγερά χαμόγελα Γιορτή με επικηδείους. Πρόσωπα χαρούμενα, εξουθενωμένα απ’ το πένθος. Συγκέντρωση μεταξύ φίλων. Τα φτερά της έκστασης αγκαλιάζουν τους πιστούς της θλίψης. Νότες εκπλήρωσης και ευχαρίστησης από ρέκβιεμ. Κιθάρα τραυματισμένη, αναπολεί τον καιρό που χάριζε μελωδίες.

140 × 210

SPINE: 2.3

FLAPS: 80

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΩΤΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΓΓΕΛΟΣ ΚΩΤΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

ΣΚΙΕΣ ΣΙΩΠΗΣ

σκιές σιωπής

ΠΟΙΗΣΗ

ISBN 978-960-9607-46-9

ZZ Ο Άγγελος Κωτσιόπουλος σπούδασε Κοινωνική Πολιτική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και σκηνοθεσία στο New York College, με την οποία και ασχολείται. Τα ποιήματα προέρχονται από την ποιητική του συλλογή «Σκιές σιωπής», εκδόσεις Οσελότος.

Ο Άγγελος Κωτσιόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει σήμερα. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Τρίπολη. Ακολούθησε σπουδές Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο πανεπιστήμιo και εν συνεχεία σπουδάσε στο New York College Σκηνοθεσία με την οποία και ασχολείται. Η συλλογή «σκιές σιωπής» αποτελεί την πρώτη ποιητική του απόπειρα.

Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ

οσ ελότος

3/22/2012 1:53:39 PM

27


28

μύρτιλο

Αλεξία Καλογεροπούλου Τα φαντάσματα της Άννας

Ή

ταν η τρίτη φορά που επισκεπτόταν το Μουσείο. Χαμένη στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, κοιτούσε συμπονετικά τα αγάλματα. Τα άγγιζε σχεδόν βουρκωμένη κι ας τις είχαν κάνει οι φύλακες αμέτρητες παρατηρήσεις, δείχνοντάς της με αυστηρότητα την κόκκινη ταμπέλα «παρακαλώ, μην αγγίζετε», που ήταν τοποθετημένη μπροστά από κάθε έκθεμα. Εκείνη δεν έλεγε να καταλάβει. Κούναγε καταφατικά το κεφάλι, ψιθύριζε ένα «συγγνώμη» μέσα από τα δόντια της κι ύστερα, έκανε πάλι το ίδιο. Δεν τα άγγιζε μόνο τα αγάλματα. Τους μιλούσε κιόλας! Με λόγια συμπόνιας και αγάπης, συγκινητικά, αν και κάποιες φορές ακατάληπτα, δεν κουραζόταν να τα παρηγορεί. Το είχαν αντιληφθεί αυτό οι φύλακες του Μουσείου, αλλά δεν τολμούσαν να της πουν κάτι. Εξάλλου, δεν έγραφε πουθενά «παρακαλώ, μη μιλάτε στα αγάλματα» ώστε να την επιπλήξουν γι’ αυτό που έκανε. Ούτε το παρουσιαστικό της τους επέτρεπε να σχηματίσουν κακή γνώμη: ήταν μια όμορφη, περιποιημένη γυναίκα, παρότι είχε κλείσει τα εξήντα. Τα μαλλιά της ήταν βαμμένα ξανθά, ώστε να κρύβονται οι άσπρες τρίχες, καλοχτενισμένα και φουντωτά. Φορούσε πάντοτε μαύρα ρούχα, καλοσιδερωμένα, που μύριζαν φρεσκάδα απορρυπαντικού. Τα νύχια της πάντα φροντισμένα, βαμμένα ροζ περλέ, το αγαπημένο της χρώμα, από τα νιάτα της ακόμα. Τα αυτιά της στόλιζαν δυο στρογγυλά, χρυσά σκουλαρίκια και τα χέρια της η βέρα και δυο χρυσά πανάκριβα δαχτυλίδια, ό, τι μπόρεσε να περισώσει από τη μεγάλη περιουσία που είχε φτιάξει ο άντρας της πριν φύγει από τη ζωή, ένα χρόνο πριν... «Πέρασε κιόλας ένας χρόνος», σκέφτηκε και κοίταξε τον δρόμο έξω από το παράθυρο του Μουσείου. Ο κόσμος πήγαινε κι ερχότανε βιαστικά, περπατούσε ο καθένας κλεισμένος στον κόσμο του, φορτωμένοι με τσάντες και μ’ ένα κινητό στο χέρι. «Πολυάσχολοι», σκέφτηκε. «Αν ήξεραν, όμως, αν ήξεραν τι πραγματικά αξίζει στη ζωή...» Τη ρέμβη της ξύπνησε η φωνή του φύλακα: «Κυρία, κλείνουμε σε δέκα λεπτά. Αν θέλετε, κάντε πιο σύντομα». Γύρισε ξαφνιασμένη, σχεδόν ντροπιασμένη, σα να φοβόταν ότι ο φύλακας, αυτός ο άγνωστος άντρας που στεκόταν απέναντί της, διάβασε τις σκέψεις της. «Ναι, κύριε, με συγχωρείτε», απάντησε σκυθρωπά και άρχισε να περπατά αργά προς την έξοδο. Από τότε που έχασε τον άντρα της όλο συγγνώμη ζητούσε από τον κόσμο. Ένιωθε να περισσεύει, να ενοχλεί μόνο και μόνο που υπάρχει. Βγήκε στον δρόμο, περπάτησε μέχρι την Ακαδημίας, πήρε το λεωφορείο και γύρισε σπίτι. Κάθισε για μια βραδιά ακόμα στο σαλόνι του σπιτιού της, στην αγαπημένη χρυσαφιά πολυθρόνα του άντρα της, μπροστά στην τηλεόραση. «Με έφαγε η μοναξιά», αναστέναξε. Δεν είχε μάθει να ζει έτσι. Σαράντα χρόνια παντρεμένη, έζησε μια υπέροχη ζωή στο πλάι του συζύγου της. Παιδιά δεν είχε. Ζούσε όμως άνετα, πλουσιοπάροχα. Τα βράδια το σπίτι γέμιζε κόσμο, γλέντια, γιορτές, γέλια που την έκαναν να ξεχάσει ακόμα και τα δραματικά παιδικά της χρόνια, τότε που ζούσε στην ένδεια. Η πατρική της οικογένεια, φτω-


μύρτιλο

χή, ανήμπορη, ταπεινωμένη, πάλευε με τις αντίξοες συνθήκες της καθημερινότητας. Κάθε μέρα κι ένας αγώνας. Η πείνα έκανε τα στομάχια τους να χορεύουν και η υγρασία του χειμώνα πιρούνιαζε τα κόκκαλά τους, ιδίως όταν έπεφτε ο ήλιος. Μια χρονιά, μάλιστα, το κρύο ήταν τόσο τσουχτερό, που η μικρή της αδερφή δεν άντεξε και πέθανε στην κούνια της. Έτσι τη βρήκαν το πρωί, μέσα στα λιγοστά της ρούχα. «Αν φορούσε ένα μάλλινο ρουχαλάκι, δεν θα είχε συμβεί αυτό», είχε πει ο γιατρός που έγραψε το πιστοποιητικό θανάτου. Αυτά τα λόγια ποτέ δεν τα ξέχασε η Άννα, τα έθαβε όμως πάντα στα τρίσβαθα της ψυχής της και γλένταγε τη ζωή παρέα με τον άντρα της, τον σωτήρα της, αυτόν που την έβγαλε από τη φτώχεια. Τι κι αν ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της! Γι’ αυτήν ήταν ο άντρας και ο πατέρας της μαζί. Ο προστάτης, ο ευεργέτης της... Και τώρα που τον έχασε, έχασε τα πάντα... Και την περιουσία του. Γιατί ο μακαρίτης δεν τα ’χε λογαριάσει καλά τα πράγματα. Τελευταία δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του και έφτασε να χρωστάει παντού. Μετά τον θάνατό του οι πιστωτές κατάσχεσαν τα χρήματα και την περιουσία του. Το μόνο που κατάφερε να περισώσει η Άννα ήταν μερικά μετρητά που κρατούσε σε έναν τραπεζικό λογαριασμό που είχε στο όνομά της, το σπίτι που έμενε και μερικά κοσμήματα. Στο μυαλό της Άννας, ξύπνησαν θύμησες παλιές, που κοιμόντουσαν βαθιά μες στην ψυχή της. Φαντάσματα μιας άλλης ζωής, των παιδικών της χρόνων, εμφανίστηκαν μπροστά της, τρομακτικά, ανάλγητα και με τα φοβερά ουρλιαχτά τους δεν άφηναν τον νου της να ησυχάσει. Άκουγε τις φωνές τους συνέχεια στο κεφάλι της. «Όχι, δεν θα το αφήσω να γίνει αυτό. Όχι πάλι!» φώναξε και τίναξε το χέρι της δυνατά, σαν να έσπρωχνε έναν αόρατο επισκέπτη. «Τώρα θα δεις», είπε και σηκώθηκε νευρικά από την πολυθρόνα. «Δεν θα καθίσω πάλι με σταυρωμένα χέρια». Πήγε στο δωμάτιό της και έβγαλε από το πατάρι της ντουλάπας της ένα μεγάλο, πολύχρωμο κουτί. Εκεί φύλαγε τις βελόνες και τις μάλλινες κλωστές της για το πλέξιμο. Τ’ άνοιξε προσεκτικά, έβγαλε τα σύνεργά της και, με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη, κάθισε πάλι στην πολυθρόνα και στρώθηκε στη δουλειά. «Έχω πολλή δουλειά να κάνω. Τόσοι άνθρωποι είναι γυμνοί εκεί μέσα. Πρέπει να τους ντύσω, δεν θα αντέξουν το κρύο. Θα πεθάνουν κι αυτοί, σαν τη μικρή μου αδερφή. Το κρύο δεν αντέχεται...», έλεγε και ξανάλεγε σε ένα παραλήρημα. Και στο μυαλό της έμπλεκε τα αγάλματα με τη μικρή της αδερφή, όλο και περισσότερο, όλο και πιο περίπλοκα...

ZZ Η Αλεξία Καλογεροπούλου είναι υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών με βασικό ερευνητικό αντικείμενο τις ανθρώπινες σχέσεις και συγγραφέας του βιβλίου «Είσαι το κάρμα μου» (Εκδ. Εμπειρία Εκδοτική).

29


30

μύρτιλο

Αντώνης Τσόκος Τριάντα αργύρια κάλπικα Λείπεις τόσα χρόνια που ξέχασα γιατί σ’ αγάπησα. Μάταια ψάχνω στη θαλάμη της νοσταλγίας να βρω μια χαραγμένη με τη μορφή σου σφαίρα. Έπαψες να μονοπωλείς τις Πέμπτες μου κι ο κάλπικος ήχος των κερμάτων κούρνιασε παντοτινά στις τσέπες των περαστικών. Οπτασιάζομαι έναν κόσμο όπου η γεύση των χειλιών θα παραμένει αναλλοίωτη στο φίλημα των χρόνων. Τα κίτρινα μπολερό θα χαϊδεύουν τις νύχτες τα ολόλευκα σημάδια του ήλιου. Στην αγριότητα κάθε μεσημεριού θα είμαι ικανός να δροσιστώ στην ανερμήνευτη σκιά της άδολης κοπέλας... Αποζητώ την επιπολαιότητα του περσινού Αυγούστου. Τους μώλωπες των έσχατων βημάτων του Ιούλη. Τη θύμηση. Είναι άκομψο να σ’ αγαπώ για τις στιγμές που έζησα μακριά σου...

Υπνοφαντασία Τα πόδια του λευκού ντιβανιού γαργαλούσαν απροκάλυπτα τα χαλίκια του θερινού κινηματογράφου. Οι σκουριασμένες του κλειδώσεις ανοιγόκλειναν βασανιστικά αργά. Σε τόνο μεταλλικό. Στο βουλιαγμένο καραβόπανο σάρκινα σχηματισμένο το σώμα του μεσημεριού. Μ’ ένα βουνό μανταρινόφλουδες να σπινθηρίζουν στο προσκεφάλι του. Καταμεσής της έβδομης τέχνης, πέντε θαμώνες κρεμασμένοι σε μια αχτίδα κατηγορούσαν τον ήλιο με λόγια ακατάληπτα. Απ’ το κουβούκλιό του ο προβολατζής άστρα εφημερεύοντα μετρούσε. Χαρίζω την εφεδρική ματιά μου σε όποιον κόψει την ανάσα του χωρίς να στάξει αίμα, φώναζε η ταξιθέτρια. Υπνολαλιά αμετάφραστη σε σιέστα θερινού μεσημεριού...

ZZ Ο Αντώνης Τσόκος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1976. Σπούδασε τεχνικός Η/Υ & δικτύων. Με τη συγγραφή ασχολείται εντατικά τα τελευταία πέντε χρόνια, γράφοντας πεζά, ποίηση, στίχους και παραμύθια. Τα ποιήματα και άλλα κείμενά του βρίσκονται στο blog http:// sterianizali.wordpress.com


μύρτιλο

Σήλια Νικολαΐδου Ταξιδεύω, με το καράβι που σου χάρισα, βαθειά εντός, αόρατη κι ανάλαφρη από τα κύματα της επιφάνειας. Η σιωπή είναι απόλυτη. Όταν λείπουν οι ήχοι, ανακαλύπτεις τις κρυμμένες ομορφιές των χρωμάτων. Παίζεις με το φως και τις ανταύγειες. Ακολουθείς τα χρώματα, από το χρυσαφί ως το γαλάζιο, τραβώντας κουπί σε όλες τις αποχρώσεις του γκρίζου. Όταν ταξιδεύεις εντός, ανακαλύπτεις την απεραντοσύνη του βάθους, μία κατάδυση άνευ ορίων. Γίνεσαι ένα με το νερό, σαν μία σταγόνα που ανακαλύπτει τη νερένια της υπόσταση. Σαν μια σταγόνα που πλάθει και ξαναπλάθει το είναι της, καθώς γλιστρά και ξεγλιστρά , ατελείωτα. Μία τόση δα σταγόνα. Τώρα θα διαχυθεί σκέφτεσαι και αυτή, χαδιάρικα και ανέμελα, κατρακυλά και σου τη σκάει... Μια σταγόνα μες στο νερό ποτέ δε χάνεται.

Δανεισμένη καρδιά Με ξένα μαχαίρια, δανεικά, σκοτώνουν. Όλα θα τα αντέξω. Δανεισμένα μάτια, άδεια χέρια, άχρηστα στόματα. Αλλά όχι δε θα μπορέσω να αγαπήσω δανεισμένη καρδιά. Z

ISBN 978-960-564-001-9

120 × 150

SPiNe: 7

FlaPS: 60

Έργα της ίδιας:

Υπό έκδοση:

«Η μέρα μου, η νύχτα σου», Μυθιστόρημα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ZZ Η Σήλια Νικολαΐδου, για σαράντα χρόνια δίδαξε Κοινωνιολογία στο Ε.Μ.Π. και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Ο θεατρικός της μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Οσελότος τον Νοέμβριο του 2012.

«Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή «Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή

ΣΗΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ • ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ

Καθηγήτρια Πανεπιστημίου για σαράντα χρόνια, διδάχτηκα περισσότερα απ’ όσα δίδαξα. Οι δρόμοι της γνώσης ανοίγουν ορίζοντες και προετοιμάζουν διαδρομές. Από το Ε.Μ.Π. στη Σορβόννη και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, από το Παρίσι του ’68 στην Αθήνα του 2012, οι διαδρομές μου εντός και εκτός ύλης εναλλάσσονται. Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φιλοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης διαδρομές σας.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

12/3/2012 11:45:24 AM

31


32

μύρτιλο

Χριστίνα Κόλλια Φωτοσύνθεση Είπες Θέλω. Σταθερά. Ειρηνικά. Αμετάκλητα. Τι κραταιός αντίλαλος! Σεισμός απρόβλεπτων κλυδωνισμών. Νεφέλες αγαπημένες άστοργα κι αμείλικτα σε κατατρέχουν. Διεκδικώντας την πεπερασμένη εξουσία στο ασθενές σου Συναινώ. Αστραπομαχία προβλέψιμων κατακλυσμών. Όμως, εσύ μόνο θέλεις. Την ευεργεσία της βροχής. Την παλιννόστηση της φωτοσύνθεσης. Την απειρότητα της μικρής παλάμης που χωράς φιλόξενα. Σαν σπόρος νέας εσοδείας. Κοσμογονία. ZZ Η Χριστίνα Κόλλια είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Έχει εκδώσει τέσσερα βιβλία, δύο ατομικά και δύο συλλογικά, και έργα της έχουν βραβευθεί. Μελέτες της για συγγραφείς και ποιητές έχουν δημοσιευθεί στον έντυπο τύπο. Διδάσκει δημιουργική γραφή σε παιδιά και οργανώνει εργαστήρια λογοτεχνίας. Είναι μέλος του «Ελληνικού Κύκλου Παιδικού βιβλίου».


μύρτιλο

Μιλτιάδης Ζέρβας Ο έφηβος των Αντικυθήρων Ενώ όλα κυλάνε αμέριμνα κι ήσυχα, προβάλλει αίφνης, από χαλκό κι από μάρμαρο, ένας άλλος λαός, με μιαν εκτυφλωτική ομορφιά, που θαμπώνει. Έτσι και εσένα, σε απόσπασαν από τον βυθό Συμιακοί Σφουγγαράδες, σε ανασύραν σε θραύσματα, για να σε δωρίσουν εκ νέου στο φως. Ξεπροβάλλεις χυτός, αναδύεσαι μπρούτζινος, η αποθέωση των ανθρωπίνων χεριών, απαθανατισμένη στον χαλκό και στο σμάλτο. Πατάς σταθερά στο αριστερό σου σκέλος, ενώ στην πραγματικότητα είσαι χτισμένος, πάνω σε μιαν ισορροπία αβέβαιη, ίσα που να αγγίζεις το έδαφος. Αναπτυγμένος μπροστά ο βραχίονας με μιαν άγνωστη χάρη, ενώ η παλάμη μένει μισόκλειστη, έτσι που να λες πως κάτι μέσα της λείπει. Άραγε σε ποιαν ωραιότητα, να μας δείχνει το απλωμένο σου χέρι, που αιωρείται ανάλαφρα; Όρθιος, με απολλώνειο ήθος, ντυμένος την πανσέληνη λάμψη, επικοινωνείς με των προσκυνητών σου το πλήθος, ατάραχος, με μιαν ομορφιά κλειδωμένη πέρα απ’ του χρόνου τα κλάσματα. Θρίαμβε εσύ της αφής, με των μελών την απαράμιλλη μελωδία, πανανθρώπινο σέβασμα, αστείρευτη ηδονή των ματιών. Χάλκινε Θεέ, αξεπέραστου κάλλους, εσύ που αναγεννάς διαρκώς τη νεότητα, Άραγε σε ποιαν ασύλληπτη ομορφιά, να δείχνει το απλωμένο σου χέρι, ποιους αδιανόητους κόσμους να κρατάς στην παλάμη σου, για ποιες άφατες χάρες και μυστήρια, να μας δείχνεις τον δρόμο; Δεν σε χωρά εσένα, κανένας χώρος περιφραγμένος, Πρίγκιπα εσύ που σμιλεύτηκες, για τους ανοιχτούς τους ορίζοντες. Δεν σε χωρά εσένα, κανένα κλειδωμένο δωμάτιο, εσένα που σε κρατάνε καθηλωμένο, στην αίθουσα Είκοσι Οχτώ του Αρχαιολογικού Μουσείου. Εσένα που ταυτοποιείσαι προσωρινά με τον αριθμό Χ.13396, ανάμεσα στα άλλα εκθέματα. Μιλτιάδης Ζέρβας

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΖΕΡΒΑΣ˛ Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

Η Ηγεμονία των Βράχων

ΠΟΙΗΣΗ

ISBN 978-960-9499-21-7

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος ΑΘΗΝΑ 2010

ZZ Ο Μιλτιάδης Ζέρβας γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου. Ασχολείται με την ποίηση από το 1971. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί και διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς. Η ποιητική συλλογή «Ηγεμονία των βράχων» (εκδ. Οσελότος, 2010) είναι το δεύτερο βιβλίο του.

33


34

μύρτιλο

Βασιλεία Σπηλιά Απόσπασμα από το βιβλίο «Μάθημα αγάπης»

Μ

ακριά σου η ζωή μου μοιάζει μ’ ένα μελαγχολικό παραμύθι που δεν έχει τέλος. Tα σύννεφα δεν λένε να φύγουν απ΄ τον ουρανό. T’ αστέρια έχουν πάψει να φαίνονται τις νύχτες. H εικόνα σου με τον καιρό ξεθωριάζει, γίνεται ολοένα και πιο θολή, και το χαμόγελό σου παγώνει και σιγά-σιγά χάνεται κι αυτό. Oι μέρες περνούν, ο χρόνος κυλά. Όμως, για μένα, είναι σαν όλα να συμβαίνουν την ίδια ημέρα. Δεν αισθάνομαι να κρυώνω ούτε να ζεσταίνομαι, δεν αισθάνομαι να λυπάμαι ούτε να χαίρομαι, και η μόνη ανάγκη που έχω τώρα πια είναι να σε συναντήσω. Να σε κοιτάξω, να χωθώ για λίγο στην αγκαλιά σου, να σου μιλήσω. Να σου πω πώς με έκανες να νιώθω τόσο καιρό, και εσύ να μου φερθείς τόσο γλυκά που όλα να τα ξεχάσω. Να μη θυμάμαι τίποτα πια. Να νομίζω πως ήταν το όνειρο που είδα μια νύχτα και πως τώρα πια έχω ξυπνήσει και είμαι ασφαλής μέσα στα προστατευτικά σου χέρια. Αν ερχόσουν εσύ, τότε θα άλλαζαν τα πάντα και μόνο εσύ θα μπορούσες να το κάνεις αυτό... Μόνο εσύ θα μπορούσες να πείσεις τ’ αστέρια να εμφανιστούν ξανά στον ουρανό, τα σύννεφα να φύγουν. Μόνο εσύ θα έκανες τη γη πάλι να γυρίζει και θα έφερνες τις εποχές. Θα μ’ έκανες να σκεπαστώ με την κουβέρτα μου τις κρύες νύχτες και να ανάψω τον ανεμιστήρα τα ζεστά μεσημέρια. Μόνο εσύ θα με έκανες να αισθάνομαι ξανά, να θυμηθώ πώς είναι να γελάς, πώς είναι να χαίρεσαι, πώς είναι να ζεις. Η απουσία σου έχει κάνει όλα τα τοπία που κάποτε γέμιζαν την ψυχή μου με χρώματα, ξεθωριασμένα, βουβά, ασπρόμαυρα... Τώρα πια, το ηλιοβασίλεμα είναι μια ώρα όπως όλες οι άλλες. Ο χρόνος παραμένει ακίνητος και όλα μου μοιάζουν στατικά. Σαν τίποτα να μην αλλάζει. Τίποτα να μην εξελίσσεται. Όλα σωπαίνουν. Όλα είναι αδιάφορα. Τίποτα δεν έχει αξία... Γιατί τα λέω τώρα όλα αυτά, ούτε εγώ δεν ξέρω. Ίσως γιατί έχω φορτώσει τόσο πολύ την καρδιά μου με τ’ όνομά σου, που κυνηγάω ακόμη έναν τρόπο για να σε ξεχάσω. Να κλείσω τις πόρτες μου σε αυτή την ιστορία, που τελικά μόνο κακό μου κάνει. Και πρέπει να απαλλαγώ επιτέλους από την ανάγκη μου για σένα. Να γίνω ξανά ελεύθερη. Να περπατώ δίπλα στη θάλασσα, χωρίς να σκέφτομαι πως κάποια μέρα σ’ αυτήν θα περπατήσουμε μαζί, να ακολουθώ ξανά τα ίχνη που αφήνει ο ήλιος μέχρι να χαθεί την ώρα του ηλιοβασιλέματος, χωρίς να μου αιχμαλωτίζει τη σκέψη η πορεία της δικής σου φυγής και εξαφάνισης από τη ζωή μου, να κοιτάζω στον δρόμο τα παιδιά χωρίς να φαντάζομαι το προσωπάκι που θα είχε ένα δικό μας, χωρίς να σκέφτομαι πόσο τρυφερός θα ήσουν μαζί του, πόσο πολύ θα το αγαπούσες και θα το προστάτευες. Να ακούω το όνομά σου και να μη θυμάμαι εσένα, να περπατήσω ξανά στον δρόμο σου, χωρίς τον φόβο μήπως περάσεις δίπλα μου. Να πάω ξανά στον σταθμό να περιμένω το τρένο, χωρίς να ελέγχω πρώτα όλους όσους στέκονται εκεί, μήπως είσαι κι εσύ ένας από αυτούς. Τίποτα να μη σε θυμίζει πια. Να σε δω μπροστά μου και ούτε καν να σκέφτομαι πως από κάπου σε ξέρω. Να νομίζω πως ίσως είσαι κι εσύ ένας από τους πολλούς περαστικούς που περνούν δίπλα μας κάθε μέρα. Ναι, τότε θα είμαι καλά. Δεν θα έχω πια ανάγκη κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό μου. Και θα νιώθω ασφαλής τότε. Γιατί μόνο με τον εαυτό του μπορεί τελικά κανείς να νιώσει σίγουρος και ασφαλής. Και ακόμα και με αυτόν, όχι πάντα.


μύρτιλο

Σημασία έχει πως θα σε έχω ξεπεράσει. Κάθε ανάμνηση θα έχει σβήσει, καμία ελπίδα πια δεν θα υπάρχει για να με κοιμίζει με ψέματα. Ο καιρός θα περνάει, κι εγώ δεν θα μετρώ τις μέρες που έχω να σε δω, δεν θα ανοίγω τον φάκελο εκείνον με τα τετράδια, δεν θα κάνω σχέδια για μας. Δεν θα αγγίζω τις σελίδες με τα γράμματά σου, δεν θα παρατηρώ κάθε λέξη σου, μήπως και ανακαλύψω κάποιο μήνυμα που μου άφησες κρυμμένο εκεί. Δεν θα σε βλέπω στον ύπνο μου, δεν θα σε φαντάζομαι. Ούτε καν περαστικός δεν θα περνάς απ΄ το μυαλό μου. Για μένα, ούτε καν θα υπάρχεις. Θα είναι πάλι όπως πριν σε συναντήσω, προτού μάθω πως υπάρχεις κι εσύ σε αυτόν τον κόσμο. Προτού αποφασίσω να σε κυνηγήσω, προτού απογοητευτώ, προτού σκλαβωθώ στο ψέμα αυτό, που το πίστεψα πιο πολύ απ’ όσο πίστεψα στον Θεό... Φύγε μακριά και μην ξαναγυρίσεις. Αφού δεν θα ’σαι εδώ με το σώμα σου, με τη φυσική σου παρουσία, με την υλική σου υπόσταση, τότε εξαφανίσου από κάθε άλλη εκδοχή και διάστασή σου. Ούτε τη φαντασία μου δεν θέλω να επιστρατεύω στο εξής, ούτε τη σκέψη μου. Όλα αυτά δεν είναι αληθινά και δεν τα θέλω τώρα πια. Δημιουργούν κόσμους που ζουν μακριά από κάθε προέκταση των ανθρωπίνων δυνατοτήτων μας, που κανένας ποτέ δεν μπορεί να τους φτάσει και να ζήσει μέσα σε αυτούς. Εγώ ήθελα εσένα και αφού δεν σε έχω, τότε εξαφανίσου από παντού και για πάντα. Αρκετά πια. Ένα είδωλο ήσουν. Να μην είσαι πια αρκετός για να με στοιχειώνεις. Να γελάω όταν διαβάζω αυτές τις σελίδες και να λέω «κοίτα τι χαζή που ήμουν!» Και πήγαινε όσο πιο μακριά μπορείς, καθόλου δεν θα μου λείψεις. Όλα στο μυαλό μου ήταν τελικά. Ένα παραμύθι που δημιούργησα, και στο χέρι μου είναι να του δώσω ένα τέλος. Και να αφήσω ένα αληθινό να αρχίσει τώρα πια. Ένα που να ξεκινάει με «μια φορά κι έναν καιρό...» Μόνο που τώρα, το «μια φορά» θα είναι το σήμερα και το «έναν καιρό» το τώρα...

Z

143 × 210

SPINE: 6

FLAPS: 80

Μια συγκινητική ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, με απαλές μεταφυσικές προεκτάσεις, στην οποία μπορεί να αναζητήσει παραμυθία κάθε ευαίσθητη και πληγωμένη ψυχή.

ISBN 978-960-9607-90-2

ΒΑ ΣΙ ΛΕΙ Α ΣΠΗ Λ Ι Α

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

μάθημα αγάπης

«Άραγε αυτό το αστέρι που κοιτάζω με θαυμασμό επειδή με εκπλήσσει το έντονο φως του, να το κοιτάζεις κι εσύ αυτή τη στιγμή; Υπάρχει μια μικρή πιθανότητα γι’ αυτό. Γιατί, όπου κι αν είσαι, ο ουρανός είναι ο ίδιος. Αν κοιτάξεις ψηλά, θα δεις ό,τι βλέπω κι εγώ. Και αν το κάνεις, τότε αμέσως αισθάνομαι πως ερχόμαστε πιο κοντά. Σα να είμαστε μαζί νιώθω. Δεν έχει σημασία που βρισκόμαστε σε διαφορετικές γωνιές. Σημασία έχει ότι ο χώρος ξαφνικά αποκτά μικρότερες διαστάσεις απέναντι απ’ τον απέραντο κι ατέλειωτο ουρανό. Άρα αυτή τη στιγμή είμαστε πολύ κοντά, αν συγκρίνουμε την απόσταση που μας χωρίζει με την απόσταση του καθενός μας από το τελευταίο σημείο του Σύμπαντος... Ίσως και από έναν μακρινό πλανήτη να φαινόμαστε σα να ακουμπάμε ο ένας στον άλλο [. . .] Δεν με νοιάζει αν με αυτόν τον τρόπο θα έχω κοροϊδέψει τον εαυτό μου. Ίσως, τελικά, αυτός να είναι ο μόνος τρόπος για να λυτρωθώ. Με την ιδέα της εκπλήρωσης».

μάθημα αγάπης Β ασ ι λεί α Σπηλι ά

Η Βασιλεία Σπηλιά γεννήθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουλίου του 1993. Είναι το μικρότερο παιδί μιας τετραμελούς οικογένειας. Σπουδάζει Κλασική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της Αθήνας. Από τα παιδικά της χρόνια, η καλλιτεχνική της φύση ήταν έκδηλη. Μόλις έμαθε τα πρώτα της γράμματα, άρχισε να γράφει μυθιστορήματα μικρής έκτασης αλλά και τραγούδια. Το παρόν μυθιστόρημα το έγραψε σε ηλικία δεκαέξι ετών. vasiliaspilia@gmail. com

ZZ Η Βασιλεία Σπηλιά σπουδάζει Κλασική Φιλολογία στο Ε.Κ.Π.Α. Το βιβλίο της «Μάθημα Αγάπης» εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος.

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

10/2/2012 1:12:05 AM

35


36

μύρτιλο

Γεωργία Χαϊδεμενοπούλου Il canto dell’ amor J’aime darti un beso lo so molto bene ότι σου αρέσω. Vorrei diariamente chiamarti, j’ai la pasión de parlarti. Amore amore, dammi un bacione, sulla bocca mia, ho trovato la vera ευτυχία! I would like to give you un fiore. Cuando no te veo me siento dolore. Έχω για σένα αισθήματα πολλά, desidererei fare con te πράγματα τρελά. Amore amore, dammi un bacione sulla bocca mia, το φιλί σου είναι αμαρτία! Είσαι il mio grande amore. Notre amor puó diventare superiore. Όταν δεν με κοιτάς βαθιά στα μάτια, il mio cuore γίνεται κομμάτια. Amore amore dammi un bacione, sulla bocca mia, το κορμί σου είναι αμαρτία!

ZZ Η Γεωργία Χαϊδεμενοπούλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι πτυχιούχος του τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ισπανικά. Το βιβλίο της «Ένας κύβος παραμύθια» (εκδ. Ωρίωνας, Νοέμβριος 2011) κέρδισε το Α’ Βραβείο στα Σικελιανά 2012 και βραβεύθηκε από το Καφενείο των Ιδεών και τον Όμιλο Ουνέσκο ΝήσωνΠειραιώς. Στον ετήσιο διεθνή διαγωνισμό ποίησης 2011 του περιοδικού ΚΕΛΕΝΩ βραβεύθηκε μια μικρή ποιητική της συλλογή γραμμένη σε διάφορες αρχιτεκτονικές στίχου.


μύρτιλο

Δέσποινα Λουλουδάκη Ένα γράμμα στο Θωμά Αγαπημένε μου ανιψιέ, Θωμά, Να ξέρεις ότι πάντα σε αναζητούσα, σα μορφή στον κόσμο μου. Δεν ξέρω αν είσαι η ανάμνηση ή η ελπίδα μου. Ο φάρος που στέκει αγέρωχος στην γκρίζα τρικυμία. Ναι, έτσι σε φαντάζομαι. Εγώ, το γέρικο καράβι, κουρασμένο, χτυπημένο, ξεφλουδισμένη η μπογιά, με γνώση ακατάληπτη, κουβάρι μπερδεμένο, σαν αυτά που βλέπουμε εκεί στα ψηλά καρνάγια, με μπλε και κόκκινες μπογιές να κρέμονται τριγύρω. Μα το σκαρί γερό, ξύλινο, παλιό κι αγαπημένο. Και τώρα ξαποσταίνει εκεί, λουσμένο στο φως, χωρίς πατρίδα. Μα που είναι το καρνάγιο αυτό; Κάπου στη γη, στο σύμπαν. Παρέα με άλλα σκαριά, ποτέ μονάχο του. Και ξεχωρίζει. Είναι περήφανο, κι ας είναι τσακισμένο. Άλλη μια επισκευή λοιπόν. Ίσως να είναι η τελευταία, ίσως ο στόχος να επιτευχθεί, και φτάσει στον προορισμό του έστω κι αργά, με οδηγό το φάρο του, εσένα. Ποτέ δε πάλιωσε πραγματικά. Έχει ψυχή γερή και ζωντανή, που ψάχνει συνεχώς κι όλο και κάτι βρίσκει. Δεν ησυχάζει καταπώς θα του ’πρεπε. Κάπου είν’ η αλήθεια, η γαλήνη, και τα πολλά τα χρώματα. Κι εσύ εκεί, παιδί μου. Σταθερός. Γι’ αυτό σε διάλεξα να σου μιλήσω. Στο πράσινο το φως λουσμένος, σαν τίποτα να μην σ’ αγγίζει απ’ τα εγκόσμια. Περίτεχνος και λεπτός αλλά όχι αδύναμος, με τους αφρούς να γλείφουν γύρω-γύρω, αφρούς απ’ τα δικά μου απόνερα, που σ΄ έχουν τριγυρίσει. Ξέρεις, πολύ λίγες ήταν οι στιγμές που χάρηκα πραγματικά. Διαισθανόμουν πώς περίπου είναι η χαρά. Και όλο νόμιζα, και νόμιζα, και ψέματα έχτιζα και μπουνάτσες που έφτιαχνε το μυαλό, στημένες παραστάσεις άχρηστες θεατρικές, για τις ανάγκες του ρόλου των άλλων, για να είναι αυτοί τακτοποιημένοι, κι εγώ να βολοδέρνω χωρίς στόχο, και τη γαλήνη ποτέ πραγματικά δεν κέρδισα όπως θα μου άξιζε. Μ’ ακούς δυσάρεστα; Όχι, ευχάριστο είναι. Και τώρα ακόμα, που όλα αυτά ξυπνάνε, η παράδοξη ισορροπία της αντιφατικότητας, αυτή που έλεγες πάντα ότι με διακρίνει, εξουσιαστικά στρογγυλοκάθεται, γιατί αυτό έχει μάθει. Μεγάλη δύναμη η γνωσία... Ριζώνει και θεριεύει απ’ τα μικράτα μας ακόμα, μας κάνει ότι θέλει, κι άντε να την ξεφορτωθείς. Έτσι κι εγώ, καλέ μου. Σκουπίδια έμαθα να μαζεύω χτίζοντας παράλληλα το παραμύθι της λαμπερής βασίλισσας για να επιβιώσω. Το παράδοξο είναι τελικά ότι επιβίωσα. Σ΄ ένα τεράστιο παλάτι, απερίγραπτο πραγματικά. Σωροί τα πετράδια, σε αποθήκες άθλιες. Δεν υπήρξε ποτέ όμοιό του. Δεν θα υπάρξει ποτέ τέτοιος συνδυασμός λαμπρότητας και εξαθλίωσης. Αλάξευτες οι πέτρες γύρω-γύρω, αλλά τόσο αριστοτεχνικά βαλμένες, που θαύμαζες το αποτέλεσμα. Αγκαλιές τα λουλούδια κι η ευωδιά τους να σκεπάζει τη δυσοσμία της αλήθειας. Και γκρεμοί και αποτομιές, ατέλειωτες. Κι εκεί που έλεγες εδώ είναι το τέλος, θα με ρίξουν (δεν ήταν και λίγοι αυτοί που το προσπάθησαν) ή θα πέσω μόνη μου, με ευχαρίστηση πάντα, ανέτειλαν δύο θεσπέσια ζευγάρια μαύρα μάτια κι έλεγαν «όχι, μαμά, προχώρα». Γι’ αυτό και είμαι εδώ, γι’ αυτό σου γράφω, σε σένα, τον μόνο κατάλληλο. Ο καθένας πρέπει να συνεχίζει. Δικαιούται. Με το καράβι του, το φθαρμένο αλλά ζωντανό. Στο δικό του παλάτι, όπως κι αν είναι χτισμένο. Κι εδώ, θα κλείσω το γράμμα αυτό. Θα ακολουθήσουν κι άλλα, με σκέψεις ζωντανές και ιστορίες... Σ’ ευχαριστώ που μ’ άκουσες, παιδί μου...

ZZ Κείμενα της Δέσποινας Λουλουδάκη βρίσκονται στην ιστοσελίδα της www.grammatastothoma.gr

37


38

μύρτιλο

Σταύρος Γκιργκένης Το χρώμα του νόστου Στη μαύρη ρητίνη του βάθους πέφτει η φωνή μου, οι ήχοι βυθίζονται, άστρα στη λάσπη ασάλευτου ωκεάνιου χρόνου, δεν ακούγομαι πια και το χρώμα του νόστου έχει θαμπώσει. Κατεβαίνει εντός μου το βλέμμα της νύχτας, σαρώνει το είναι μου ως τον γρανίτη του αινίγματος. Σποδός ηφαιστείου σβηστού γύρω μου η στάχτη στιγμών που αναλώθηκαν άσκοπα, οι σκέψεις μου χιονίζουν πυκνές σαν τέφρα σε τοπία αμίλητα. Και μόνο η φωνή μιας μνήμης, από χρόνια λιωμένης στο ρευστό της λήθης το μέταλλο, επιστροφής επωδή ψιθυρίζει επίμονα: «Πίσω από το σκοτάδι οχυρώνεται ο φώσφορος». Την αξίνα μου ξαναβρίσκω και χτυπώ, στο τυφλό μάτι του σκότους στοές διανοίγω να στάξει σαν ήλεκτρο πεύκου το φως. Πρώτα πλημμυρίζει το νέο αυλάκι της νύχτας. Το Αλέτρι ξεκινά να οργώνει και να σπέρνει τα άστρα, ο οίκος του μαύρου χτίζεται εξαρχής διάστικτος μ’ ολοφώτιστα μάτια πανθήρων. Κι ύστερα είναι η ώρα του νόστου της μέρας. Στο αμόνι σφυρηλατώ το νέο σώμα του ήλιου. Στο στερέωμα της καρδιάς μου προσηλώνω την καρδιά του. Στο εξής μαζί θα χτυπούν οι σφυγμοί. Στο εξής μαζί θα ταλαντεύονται οι φωτεινοί παλμοί. Στο εξής μαζί θα γεννάμε την αιωνιότητα.

ZZ Ο Σταύρος Γκιργκένης είναι Διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και έχει εκδώσει σχολιασμένες μεταφράσεις αρχαίων ελληνικών κειμένων στις εκδόσεις Εξάντας και Ζήτρος. Το 2012 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Η Αναμενομένη» (εκδ. Βουνέ). Προς έκδοση είναι και μια συλλογή ιστοριών ερωτικού πάθους από την Αρχαία Ελλάδα, «Τα Ερωτικά Παθήματα του μυθογράφου Παρθένιου».


μύρτιλο

Μανόλης Ρουσσάκης Απόσπασμα από το βιβλίο «Κινέζικες δουλειές με γεύση μεταξιού» Ο σερβιτόρος, δέχτηκε με πλατύ χαμόγελο τις φιλοφρονήσεις του Φιν και γεμάτος ειλικρίνεια, του αποκρίθηκε: — Το πρώτο πράγμα, νεαρέ μου, και το σπουδαιότερο είναι ν’ αγαπήσεις το επάγγελμα που πρόκειται ν’ ασχοληθείς. Αφού μάθεις όλα του τα μυστικά και, βασικά, τις μεθόδους να το σπρώξεις προς τα μπρος, η επιτυχία είναι σίγουρη. Ο Ιδιοκτήτης του Ψιλικατζίδικου, από την πλευρά του, είχε εντελώς αντίθετη άποψη και την εξέφρασε δυνατά και καθαρά: — Διαφωνώ μαζί σας. Η αγάπη για ένα επάγγελμα εμφανίζεται στο τελικό στάδιο της εξελικτικής πορείας του και όχι στην αρχή. Το αίσθημα που κυριαρχεί στην αρχή θα το αποκαλούσα, Συμβιβαστική Έλξη. Το πρώτο πράγμα και το σπουδαιότερο είναι να σου αποφέρει έσοδα το επάγγελμα που πρόκειται ν’ ασχοληθείς, γιατί αν δεν σου αποφέρει έσοδα, απότομα ή σταδιακά, το σταματάς και, με την πάροδο του χρόνου, το ξεχνάς ολότελα. Έχεις ακουστά την αρχή της μεταβλητότητας των επαγγελμάτων για μια υγιή επιχειρηματικότητα; — Μεταβλητότητα των επαγγελμάτων; έκανε με απορία ο σερβιτόρος. — Αν το επάγγελμα που διάλεξες να κάνεις δεν σου φέρνει έσοδα, οφείλεις γρήγορα να το αλλάξεις, να το μετατρέψεις ή να το μεταμορφώσεις σε κάτι άλλο. Από την άλλη, γεννάται λανθάνουσα επιχειρηματική συμπεριφορά, όταν υπάρχει παρατεταμένη ενασχόληση μ’ ένα επάγγελμα το οποίο δεν φέρνει έσοδα, ή έστω δεν φέρνει αυτά που θα περίμενε ο επιχειρηματίας ότι θα εισέπραττε, ανέλυσε ο Ιδιοκτήτης του Ψιλικατζίδικου — Η αλήθεια είναι πως η τσαγερία ετούτη, από την πρώτη κιόλας στιγμή, μας έφερνε έσοδα. Δεν υπήρξε ποτέ παρατεταμένη ενασχόληση δίχως έσοδα, όπως το είπες, έκανε ο σερβιτόρος. — Ναι, γιατί κάποιος άλλος είχε κάνει ήδη την αρχή πριν από σένα και τον αδερφό σου. Πρωτόγνωρη δοκιμασία δεν υπήρξε, του απάντησε ο Ιδιοκτήτης του Ψιλικατζίδικου, διατηρώντας αμετάβλητη τη φιλοσοφική του διάθεση. Αγοράζοντάς την, λοιπόν, την τσαγερία και κάνοντας κάποιες διορθωτικές αλλαγές, όπως ανακαίνιση, μεγαλύτερη ποικιλία φαγητών και ποτών, χώρο φροντίδας και φύλαξης για τα άλογα των πελατών σας κ.ο.κ. και, το σπουδαιότερο, σωστό χειρισμό των εισπράξεων, η ανάπτυξή της ήταν αναμενόμενη. Επομένως, αν αξιοποιήσουμε ορθά ένα επάγγελμα για το οποίο ισχύουν όροι και κανόνες μιας προηγούμενης επιχειρηματικής δράσης, οι κίνδυνοι για αποτυχία ελαχιστοποιούνται. — Σαφώς, συμφώνησε ο σερβιτόρος. Φαίνεστε μορφωμένος άνθρωπος. Με τι ασχολείστε, αν επιτρέπεται; Ο Ιδιοκτήτης του Ψιλικατζίδικου, πήρε ύφος εμφανέστατα νοσταλγικό ετούτη τη φορά: — Έμπορος... από τα δώδεκά μου. Ιδιοκτήτης ενός μικρού ψιλικατζίδικου στο χωριό μου, κληρονομιά από τον πατέρα μου. Ούτε για μένα υπήρξε πρωτόγνωρη δοκιμασία στην επιχειρηματική μου δραστηριότητα. Ώρα, όμως, να πηγαίνουμε, γιατί ο κύριος Λι Μον Λι, θα μας περιμένει. Έχουμε ήδη αργήσει. Ο σερβιτόρος, δεν έχασε την ευκαιρία να επανέλθει δυναμικά στην προσπάθειά του να τους πείσει και γι’ άλλες προσφορές, μήπως κι έτσι αυξήσει κι άλλο τις εισπράξεις του. 140 × 210 SPINE: 10.5 FLAPS: 80

Μ Α Ν ΟΛ Η Σ Ρ Ο Υ Σ Σ Α Κ Η Σ

Κινέζικες δουλειές µε γεύση µεταξιού

Μ Α Ν ΟΛ Η Σ Ρ Ο Υ Σ Σ Α Κ Η Σ

ISBN 978-960-9607-02-5 Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

E-MAIL:

Κινέζικες δουλειές µε γεύση µεταξιού

Ο

Φιν, με βαρύ κεφάλι, προχώρησε σκυφτός προς την αυλόπορτα κι από ’κεί έξω στο δρόμο. Περπάτησε ως την πλατεία και τράβηξε το μονοπάτι που οδηγούσε στη λίμνη. Όχι το κανονικό, περίγυρα του λόφου, αλλά το πιο σύντομο, αυτό που είχαν ανοίξει τελευταία οι ψαράδες του Οσάρ, ακριβώς επάνω στην απότομη, γυμνή πλαγιά. Καθώς έφτασε στη λίμνη, έψαξε και βρήκε ένα ύψωμα, να την βλέπει σχεδόν όλη μπροστά του, και ξάπλωσε ανάσκελα στο χορτάρι, βάζοντας τα χέρια για μαξιλάρι πίσω από το κεφάλι του. Τριγύρω επικρατούσε εξαιρετική ηρεμία, με μοναδικά ακούσματα, τα γλυκά κελαϊδίσματα των πουλιών, που φτερούγιζαν από κλαρί σε κλαρί και κατά διαστήματα, τα βατράχια, που απαντούσαν στα πουλιά, μέσα από τα γαλήνια νερά της λίμνης, δίνοντας το δικό τους ρεσιτάλ...

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Oι ΄΄ΚΙΝΕΖΙΚΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ ΜΕ ΓΕΥΣΗ ΜΕΤΑΞΙΟΥ΄΄ ήρθαν ύστερα από ένα ταξίδι μου στις ΗΠΑ το 2004. Διαπίστωσα ότι τα καταστήματα της χώρας αυτής είχαν στην κυριολεξία κατακλυσθεί από κινέζικα προϊόντα, επώνυμα και μη, τα οποία έρχονταν πρώτα στις προτιμήσεις των καταναλωτών, λόγω και της χαμηλότερης τιμής τους αλλά και της πολύ καλής ποιότητάς τους. Όλοι μιλούσαν για μία οικονομία που αναπτυσσόταν με πολύ γρήγορους ρυθμούς και πως τίποτε δεν μπορούσε να ανακόψει την ξέφρενη πορεία της. Αξιοσημείωτο επίσης ήταν, η λέξη ΄΄Business΄΄ των αμερικανών, που συσχετίζονταν πολύ συχνά με την κινέζικη ανάπτυξη, τις κινέζικες επιχειρήσεις και τους κινέζους εμπόρους και αντιπροσώπους. Συγχρόνως, η σηματοδότηση του ΄΄made in china΄΄επάνω στις ετικέτες των προϊόντων απλώνονταν και στην Ευρώπη. Επώνυμα παιχνίδια, βιβλία, είδη νοικοκυριού, ηλεκτρικές συσκευές, ρούχα, παπούτσια, CD, DVD, αυτοκίνητα, αεροπορικές και ναυτιλιακές εταιρείες κ.ο.κ. είχαν σφραγίδα προέλευσης τους την Κίνα. Η βιομηχανία και οι εμπορικές δραστηριότητες των κινέζων, δίχως αμφιβολία, κυριαρχούν παγκοσμίως.

ZZ Ο Μανόλης Ρουσσάκης γεννήθηκε στην Κρήτη το 1969 και ζει μόνιμα στο Ηράκλειο. Τελείωσε λογιστική και εργάζεται ως ιδιωτικός υπάλληλος. Το βιβλίο με τίτλο «Κινέζικες δουλειές με γεύση μεταξιού», εκδ. Οσελότος, είναι η πρώτη του συγγραφική δουλειά.

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος

12/8/2011 5:18:48 PM

39


40

μύρτιλο

Λένα Νέστορα Απρόσμενος επισκέπτης —Απρόσμενε επισκέπτη, μαντάτο θα μου φέρεις; Κι αν κρίνω απ’ το χαμόγελο κάτι καλό θα ξέρεις. —Σου φέρνω μήνυμα καλό σαν απ’ τα παραμύθια κάτι από τόπο μακρινό... Μα το Θεό, αλήθεια! —Ευοίωνα τα λόγια αυτά πραγματικά φαντάζουν. Μπορώ να μάθω τελικά ποιοι λόγοι εδώ σε βγάζουν; —Πάρε, κυρά μου, να χαρείς, ετούτο το ραβάσι. Μονάχη πρέπει να το δεις κανείς μην το διαβάσει. Κάποιος σε λάτρεψε πολύ μαράζωσε μακριά σου και σου ’γραψε απ’ την ψυχή του λείπει η αγκαλιά σου. Η κόρη διάβασε λοιπόν με πόνο το ραβάσι. Το «αχ» των αναστεναγμών το δάκρυ θα κοπάσει.

Θα ’θελα Θα ’θελα να ’μουν ποιητής να γράψω λόγια της σιωπής να ταξιδέψω με το νου μέχρι την άκρη τ’ ουρανού κι η φαντασία μου να φτάσει ως των παραμυθιών τα δάση... Ν’ αποτυπώσω στο χαρτί μια ιστορία ερωτική ότι με σκέφτεσαι και μ’ αγαπάς και μέρα-νύχτα με ζητάς. Όμως δεν είμαι ποιητής είμαι της θλίψης εραστής κι όπου κι αν στρέψω τη ματιά μου βλέπω τα σκόρπια όνειρά μου...

ZZ Η Λένα Νέστορα έχει συμμετάσχει με ποιήματά της σε συλλογικές εκδόσεις ποιημάτων: α) «Οι ποιητές και ο έρωτας γιορτάζουν... την Άνοιξη!» (Ανθολογία ποίησης της Μ.Κ.Ο. για τον πολιτισμό «Αργοναύτες», εκδ. Υδρόγειος), β) «Ανθολογία ερωτικής ποίησης – Ερωτικός Μάιος της Θεσσαλονίκης» ΣΤ΄ τόμ. 2008 (υπό την αιγίδα υπουργείων Πολιτισμού και Μακεδονίας-Θράκης και με συνεργασία του Δήμου Θεσ/νίκης), γ) «Ανθολογία ερωτικής ποίησης – Ερωτικός Μάιος της Θεσσαλονίκης» Ζ΄ τόμ. 2011, Μουσική Εταιρεία Β. Ελλάδος (υπό την αιγίδα υπουργείων Πολιτισμού και Μακεδονίας-Θράκης και με συνεργασία του Δήμου Θεσ/νίκης).


μύρτιλο

Μαρία Γιαννάκη Προδημοσίευση από το παιδικό παραμύθι «Νεφέλη, ταξίδι στη Γη»

Η

Νεφέλη ακολούθησε το σπουργιτάκι, αφήνοντας πίσω τη λίμνη με τους κύκνους. Φωνές και τσακωμοί ακούγονταν από τα χωριά που περνούσαν. Το μίσος είχε απλωθεί παντού. Η αγάπη είχε χαθεί πια για πάντα. Η Νεφέλη λυπήθηκε πολύ και παρακάλεσε το πουλάκι να την πάει στον πύργο για να ελευθερώσουν τη Νεράιδα του Δάσους. Εκείνο, χαρούμενο με την απόφασή της, πέταξε ως τη φωλίτσα του, πήρε το μαγικό αντίδοτο και το έδωσε στη Νεφέλη. Έπειτα, μαζί ξεκίνησαν για τον πύργο. Περπάτησαν για αρκετή ώρα ώσπου βρέθηκαν μπροστά σε μια τεράστια ξύλινη πόρτα. Την έσπρωξαν με δυσκολία και αντίκρισαν έναν πύργο με αμπαρωμένα παράθυρα. Τριγύρω όλα τα λουλούδια έγερναν μαραμένα. «Κάποτε ήταν ανθισμένα, κι η ευωδιά τους που απλωνόταν παντού, ευχαριστούσε τους ανθρώπους», είπε το σπουργιτάκι, «αλλά με το μίσος που κυριάρχησε στον κόσμο, όλοι είναι λυπημένοι, ακόμα και τα λουλούδια!» Ο κακός μάγος είχε σφραγίσει όλες τις πόρτες και τα παράθυρα του πύργου, χτίζοντάς τα. Αναρωτήθηκαν πώς θα έμπαιναν μέσα. Έκαναν τον γύρο του πύργου, με την ελπίδα ότι θα έβρισκαν κάποια είσοδο. Ανάμεσα στα μαραμένα λουλούδια, ξεχώριζε μια τεράστια, κατακόκκινη παπαρούνα με κλειστά πέταλα. Πήγαν προς το μέρος της. Η Νεφέλη την άγγιξε, κι εκείνη άνοιξε διάπλατα τα πέταλα, και φανερώθηκε μια πέτρινη σκάλα. Δίχως να διστάσουν, η Νεφέλη και το σπουργιτάκι άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν σ’ ένα σκοτεινό υπόγειο. Πίσω τους η παπαρούνα έκλεισε και πάλι τα πέταλά της. Η Νεφέλη με το σπουργιτάκι προσπάθησαν να εξερευνήσουν τον χώρο γύρω τους, μήπως κι έβρισκαν κάποιον τρόπο για να μπει φως. Τους ήταν απαραίτητο, όχι μόνο για να βλέπουν, αλλά επειδή ήξεραν πως χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να δράσει το φίλτρο, κι έτσι, δεν θα κατάφερναν ποτέ να ελευθερώσουν την Καλή Νεράιδα του Δάσους, ώστε να επιστρέψει η Αγάπη στον κόσμο.

ZZ Το παιδικό παραμύθι της Μαρίας Γιαννάκη «Νεφέλη, ταξίδι στη Γη» θα κυκλοφορήσει τον Νοέμβριο του 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος.

41


42

μύρτιλο

Λίνα Βαλετοπούλου Η γυναίκα της Οδού Γ΄ Ορεινής Ταξιαρχίας

Έ

μενα πολλά χρόνια σ’ αυτόν τον δρόμο. Στου Ζωγράφου. Παράξενος δρόμος. Κατ’ αρχήν από το όνομα. Σ’ όλη την περιοχή δρόμοι στρωτοί, ανθισμένοι. «Ρόδων», «Χρυσανθέμων», πλατεία «Γαρδένια». Ο δικός μου, «Γ΄ Ορεινής Ταξιαρχίας». Από χαμηλά, ίδιος με ύψωμα. Περιμένεις τους αντάρτες να φανούν να το καταλάβουν. Τέτοια ανηφόρα. Πράσινο πουθενά. Ήξερα τους κατοίκους της γειτονιάς με τα μικρά τους ονόματα. Πολυκατοικίες της δεκαετίας του εβδομήντα. Οι περισσότεροι μεροκαματιάρηδες. Τα διαμερίσματα πνιχτά το ένα δίπλα στο άλλο. Στον αριθμό 12 έμενε η κυρία Κούλη. Στο ρετιρέ. Χήρα εδώ και χρόνια, η μισή οικοδομή δική της. Κάτω απ’ αυτήν έμενε ο γιος με τη νύφη της και τα δυο τους παιδιά. Πριν λίγο καιρό νοίκιασε το δυάρι του πρώτου σ’ ένα ορφανό κορίτσι. Ήρθε από την επαρχία να σπουδάσει δασκάλα. Κανένας άλλος δεν ταίριαζε απόλυτα με την ονομασία του δρόμου όσο η κυρία Κούλη. Όλη η ταξιαρχία μαζί. Το σώμα της φαρδύ, τεράστιο. Ξεχείλιζε από παντού. Όταν σήκωνε τους γιακάδες να κατέβει στην πλατεία, ίδιος αντάρτης. Την έβλεπαν κι άλλαζαν πεζοδρόμιο. Μην πέσουν στο στόμα της. Περπατούσε κουτσαίνοντας, προφασιζόμενη προβλήματα με τη μέση. Το έκανε επίτηδες για να τη λυπούνται. Το κεφάλι της σαν ταψί. Πλακουτσωτό. Μαλλιά αραιωμένα, κοντά, πάντοτε λιγδιασμένα. Δυο κρεατοελιές φύτρωναν στο δεξί μάγουλο και μια στο κέντρο της μύτης. Τα μάγουλά της ρυτιδιασμένα. Τα δόντια της σουβλερά, ακονισμένα απ’ το καταβρόχθισμα. Και το βλέμμα της μίζερο, σβηστό. Πάντοτε ξινισμένο κι ανικανοποίητο. Η ασχήμια της απωθούσε. Κι από το στόμα της, όταν το άνοιγε, νόμιζες ότι θα πεταχτούν φίδια. Φαρμακερά. Καλό λόγο δεν είχε για κανέναν. Τη νύφη της δεν ήθελε να τη δει ούτε ζωγραφιστή. Στα εγγόνια, όταν την επισκέπτονταν, δεν έδινε ούτε μπαγιάτικο ψωμί. Κι από τον γιο της όλο ζητούσε. Και γκρίνιαζε. Με τη γειτονιά ήταν στα μαχαίρια. Δεν την επισκέπτονταν ούτε στις γιορτές. Δεν είχε μια γνωστή να πιει έναν καφέ. Όλες την απέφευγαν γιατί ήταν κουτσομπόλα, επικριτική και ύπουλη. Τις πλησίαζε και μετά διέδιδε ψεύτικες ιστορίες ή πράγματα που της είχαν πει. Και τις έβριζε κι από πάνω. Το ορφανό του πρώτου ορόφου ήταν κόρη μιας ξαδέρφης από το χωριό. Την είχε στείλει ήσυχη ότι θα είναι σε καλά χέρια. Πού να ’ξερε ότι την έριχνε στο στόμα του λύκου; Η κυρία Κούλη έτριβε τα χέρια της από χαρά. Νέο θύμα για να ξεπαστρέψει. Το διαμέρισμα σε άθλια κατάσταση. Δεν δέχτηκε να το βάψει και να το καθαρίσει. Το κορίτσι μόνο του ανέλαβε να τα κάνει όλα. Αδιαμαρτύρητα. Αυτό ήταν το λάθος της. Από κει και πέρα άρχισαν οι εκβιασμοί. Την πρώτη αργοπορία στο ενοίκιο έπρεπε να την ξεπληρώσει με δουλειές στο ρετιρέ. Θελήματα την έστελνε να κάνει καθημερινά μια και η κυρία


μύρτιλο

Κούλη δύσκολα μπορούσε να μετακινείται. Και το κακόμοιρο το παιδί υπέφερε πολύ. Της έλεγαν κι από το χωριό να κάνει υπομονή. Μεγάλη γυναίκα ήταν η θεία της. Τα μαθήματα στη σχολή άρχισαν να γίνονται πιο απαιτητικά. Και η κυρία Κούλη το ίδιο. Έλεγε το κορίτσι ότι έχει διάβασμα, κι εκείνη άνοιγε το στόμα της και την έβριζε. Ότι την ένοιαζε μόνο το καθισιό και οι αγαπητικοί. Αυτό είχε έρθει να κάνει στην Αθήνα; Και δωσ’ του απειλές ότι θα τα πει όλα στη μάνα της. Να τη μαζέψει. Αναγκαζόταν λοιπόν να ικανοποιεί τις ιδιοτροπίες της θείας για να μη βρει μεγάλο μπελά και σταματήσει τις σπουδές της. Τα χρήματα που της έστελναν από το χωριό ήταν λιγοστά. Πού να τα βγάλει πέρα στην πρωτεύουσα; Τα πάντα ακριβά. Μαγείρευε της κυρίας Κούλης, κι εκείνη δεν της έδινε ένα πιάτο φαΐ. Δήθεν το κράταγε για τα εγγόνια. Και το ορφανό αδυνάτησε πολύ. Στο τέλος αρρώστησε. Ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει. Κανά δυο φορές πήγε η νύφη να τη δει. Κουνούσε το κεφάλι. Δεν έπρεπε να στείλουν το κορίτσι σ’ αυτήν. Καλύτερα να μη σπούδαζε. Χρειάστηκε επειγόντως νοσοκομείο. Και χρήματα. Η μάνα έτρεξε από το χωριό και ζήτησε τη βοήθεια της ξαδέρφης. Της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Χρωστούσε το τελευταίο νοίκι. Πήρε το κορίτσι και το έτρεξε στους γιατρούς. Να το σώσει. Μετά θα έβλεπε. Η εισαγωγή έγινε αμέσως. Λευχαιμία. Αδυνατούσε ο νους της μάνας να χωνέψει το κακό που τη βρήκε. Πήρε δανεικά από παντού. Μόνο από την κυρία Κούλη, που είχε το κορίτσι της χειρότερα κι από υπηρέτρια, δεν πήρε δεκάρα τσακιστή. Μερόνυχτα πάλεψαν μάνα και κόρη, ολομόναχες, στο κρύο δωμάτιο του νοσοκομείου. Κι η κυρία Κούλη δεν λύγισε ούτε μια στιγμή. Αντί γι’ αυτό, έβαλε άνθρωπο να αδειάσει το διαμέρισμα. Τύλιξε σε έναν μπόγο τα λιγοστά πράγματα και τα έχωσε σε μια αποθήκη. Το διαμέρισμα το νοίκιασε σε έναν φοιτητή της ιατρικής. Δεν έδωσε λόγο σε κανέναν για την πράξη της αυτή. Η ίδια είχε το σχέδιό της. Η γειτονιά αηδίαζε να τη βλέπει. Το κορίτσι κάποτε συνήλθε. Το πήρε η μάνα κοντά της στο χωριό να το προσέχει. Δασκάλα δεν έγινε ποτέ. Είναι καιρός που έφυγα από την «Γ΄ Oρεινής Tαξιαρχίας». Έμαθα από κάποιους γείτονες ότι η νύφη της κυρίας Κούλης πέθανε από την «κακιά αρρώστια». Ο γιος μεγαλώνει μόνος του τα δυο παιδιά. Το διαμέρισμα του πρώτου δεν μένει ποτέ ξενοίκιαστο.

ZZ Η Λίνα Βαλετοπούλου έχει συμμετάσχει στο διαδικτυακό site «Δημιουργικής Γραφής, www. dimiourgikigrafionline.com. Με έργο της θα συμμετέχει σε συλλογή διηγημάτων που είναι υπό έκδοση από τις εκδόσεις Οσελότος.

43


44

μύρτιλο

Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης Τραπέζι Καθίσαμε γύρω από το τραπέζι, που κάποιοι θεοί το θεωρούν αγιασμένο, το φαγητό ήταν στρωμένο και χωρίς προσευχή, η πείνα ήταν μεγάλη. Σηκώσαμε το πιρούνι για να βάλουμε την πρώτη μπουκιά στο στόμα Το καλαμπόκι μας κοίταζε με κάτι μάτια μικρά σαν του ποντικού και φώναζε, ΟGΜ, ΟGΜ... Τι να σημαίνει άραγε; Το μαρούλι, πεθαμένο, δε μύριζε το χώμα που το έθρεψε, αλλά οργανοφωσφορικό δηλητήριο, και το κρέας μάς λέει την ιστορία του και πώς ήταν όταν γεννήθηκε στο εργαστήριο βιοτεχνολογίας κάπου στην Αυστραλία. Μας κόπηκε η όρεξη, η ιστορία ήταν συγκινητική, νηστικοί αλλά ζωντανοί, ως πότε; Τα χρήματα δεν τρώγονται και δεν το καταλαβαίνουν οι μανιακοί συλλέκτες τους.

Δουλειά Καθισμένος σ’ ένα γραφείο, τα πόδια μου έχουν βγάλει ρίζες, τρύπησαν το ψεύτικο τσιμέντο και έφτασαν στο δηλητηριασμένο χώμα, νεκρό. Τα φυτοφάρμακα έχασαν την αξία τους και η ανία περιφέρεται στην ατμόσφαιρα με άρωμα κοπριάς. Η συνάδελφος, με χέρια που έβγαλαν φύλλα, κλαδιά αναρριχητικά και έπνιξαν το πληκτρολόγιο στην οργή της παραγγελίας και των δύστροπων πελατών, η φωνή της ένα ρομπότ που την κατάπιε, τα μάτια της δυο καλώδια ενωμένα με την οθόνη του υπολογιστή. Το αίμα ρέει άφθονο και η φωνή του αφεντικού, σαν κόμης Δράκουλας, σου ξυπνά το φόβο της πείνας.

Περίπατος Και καθώς το σκοτάδι κυρίευε την πόλη, έκλεισα την πόρτα του διαμερίσματος και το χαιρέτισα σα να ήταν η τελευταία φορά που το έβλεπα. Έπιασα από το χέρι τη μοναξιά μου και της υποσχέθηκα περίπατο στην πόλη. Πόρνες universali φύλαγαν τις γωνιές των παλαιών πολυκατοικιών περιμένοντας τον επόμενο πελάτη, κι ας, το ξέρω καλά, μου το είπαν τα μάτια τους, ήθελαν με τα νύχια τους να γραπωθούν στον τοίχο και να γίνουν κομμάτι του. Μεθύστακες με το μισογεμάτο μπουκάλι αγκαλιά μου χαμογελούν, αλλά ακούω δυνατά το κλάμα της καρδιάς τους. Τρελοί καρφωμένοι στα παγκάκια, έτσι δεν τους φοβίζει η σκιά τους, πιάνουν κουβέντα με το τίποτα ή είναι ο εαυτός τους; Τα πουλιά ψάχνουν φωλιά για λίγη ηδονή και εγώ ανοίγω το λαβύρινθο της ψυχής μου για να μπουν μέσα. Όλα είναι μάταια και πονάει και οι εφιάλτες, σαν τις αρρώστιες, γίνονται μόνιμοι και σε συντροφεύουν μια ζωή, όπως η μοναξιά.


μύρτιλο

Abraxas Σε δωμάτιο σκοτεινό, που ο χρόνος για μια στιγμή το ξέχασε, τα κεριά τρεμοπαίζουν, οι φλόγες σχηματίζουν νύμφες της Αφροδίτης, που ξεσπούν σε όργια αυτοϊκανοποίησης, οι σκιές μας από το παραλήρημα του πόθου ενώθηκαν πριν από τα σώματά μας, το κρεβάτι χάθηκε στη δίνη της συνουσίας, τα κορμιά μας γυμνά, ταξιδεύουν στο άπειρο και παλεύουν για την ένωση χρησιμοποιώντας δαγκωματιές και φιλιά, αρσενικό και θηλυκό δεν υφίστανται πλέον, αλλά εναλλάσσονται ώσπου μια ομοούσια και αδιαίρετη ύπαρξη θα πάρει τη θέση των που θα μεταλλαχθεί στο φως του οργασμού και θα φτάσει στη θέωση. Abraxas...

Ζηλεύω Με τις λέξεις θέλω να υφάνω λευκό φόρεμα και να ντύσω το γυμνό σου κορμί για να το βλέπω μόνο εγώ άλλα μάτια αντρικά να μη σε θωρούν, γιατί Ζηλεύω. Και με τα χέρια μου να το σκίσω για να σου κάνω έρωτα. Με τα απομεινάρια του να φτιάξω ποιήματα που θα ’χουν πάρει το άρωμά σου.

Ξένοι Γύρω από το ξύλινο τραπέζι, που το χρώμα του είχε ξεφτίσει αλλά κανέναν δεν ένοιαζε, κάθισαν οι παλιόφιλοι που ξεκίνησαν από κάθε γωνιά της, αλλαγμένοι από το πέρασμα του χρόνου, καρικατούρες της νιότης τους. Γέμισαν το τραπέζι με ποτά, τσιγάρα και χασίσια, ήπιαν, κάπνισαν, θυμηθήκαν τα παλιά, γέλασαν, έκλαψαν για τους απόντες. Ο καπνός στο ντουμανιασμένο δωμάτιο τους ξεγελούσε και οι αναθυμιάσεις του εγκεφάλου τούς πήγαιναν στο κοινό τους παρελθόν, πολύ μακριά από τον τόπο που βρίσκονταν. Όταν η ώρα πέρασε, όπως κάνει πάντοτε, φανερώνοντας το παρόν, παγωμένη σιωπή απλώθηκε και η θλίψη ζωγραφίστηκε στα πρόσωπά τους. Με σκυμμένο το κεφάλι πήραν το δρόμο της επιστροφής, χωρίς να χαιρετηθούν. Η σιωπή αντικατέστησε το αντίο. Ήταν πια ξένοι... ZZ Ο Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1977. Έζησε σε διάφορες πόλης της Ελλάδας και για εννιά χρόνια στην Ιταλία (Reggio Calabria) όπου και σπούδασε. Ζει και εργάζεται στη Λευκωσία. Ασχολείται με την ποίηση, την πεζογραφία και διαχειρίζεται τα blogs: http://logoskaitexni.blogspot.gr, http://bibliokaibiblio. blogspot.com και http://mousiko-therapeia.blogspot.com. Τα ποιήματα προέρχονται από τις ποιητικές συλλογές «Άρα έχει δίκιο ο Μπωντλαίρ» (εκδ. Αρμάδα) και Anima (Ta.Ti.editions)

45


46

μύρτιλο

Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα Απόσπασμα από το βιβλίο «Lapis lazuli, η πέτρα που λείπει»

Κλαίρη

Ν

α λοιπόν που το μέλλον είναι ήδη εδώ! Να που ό, τι φοβήθηκα, ό, τι κρατούσα ερμητικά κλεισμένο στα ντουλαπάκια του μυαλού μου, σαν απειλή και σαν φοβέρα, μου έχει ήδη συμβεί. Και τώρα; Τώρα που έχω διανύσει όλη την απόσταση ως το τέρμα, δεν ξέρω τι συναισθήματα πρέπει να έχω. Αν νιώσω πόνο, θα πει πως ο Τάκης και η ζωή μου πλάι του, τα παιδιά μου, όλα όσα αυτά τα χρόνια έχω κάνει, δεν είναι ικανά να καλύψουν το κενό της απουσίας. Της απουσίας του Λεωνίδα, της απουσίας της Άννας και του Γεράσιμου, της απουσίας της Σχολής. Αν νιώσω τύψεις θα πει πως ήξερα πως ό, τι έγινε ήταν λάθος, ανήθικο, χονδροειδές ολίσθημα. Όμως εγώ καθόλου δεν το ζύγισα για λάθος. Όσες ζωές και να ζούσα, πάλι θα ήθελα το οδυνηρό κομμάτιασμα του έρωτα να νιώσω. Η ζωή μου κομμάτια. Η ψυχή μου το ίδιο. Ποιος όρισε ποιος είναι ποιανού; Για νύχτες ξαγρυπνούσα με τη μυρωδιά του άφτερ σέιβ σου. Ακόμα την έχω στο νου μου. Την κουβαλώ στα κύτταρά μου, την αποθέτω μυστικά στο βαθούλωμα της μασχάλης μου και την αφήνω εκεί. Να μη χαθεί. Να μην μπερδευτεί με την κολώνια του Τάκη, τη μυρωδιά του φαγητού, την οσμή των σωμάτων που αγαπώ. Ήταν αλήθεια όσα έζησα; Όσα ζήσαμε; Ή μήπως ήταν απλά μια ταινία, ένα έργο όπου ήταν ένα καπρίτσιο του σκηνοθέτη να κάνει την ηρωίδα τρελή από έρωτα; Τρελαίνεται κανείς από έρωτα; Θυμάσαι σε είχα κάποτε ρωτήσει. Εσύ με κρατούσες αγκαλιά με την πλάτη μου κολλημένη στο στήθος σου κι εγώ σου έλεγα πως θέλω να βλέπω τα μάτια σου. Μου απάντησες τότε πως πρέπει να προσέξω γιατί η τρέλα αυτή είναι ανίατη. Και πράγματι είναι. Έξω ο κόσμος συνεχίζει να ζει με θόρυβο. Οι ήχοι φθάνουν ως το παράθυρο, μου σφυροκοπούν το τζάμι κι ύστερα φεύγουν και χάνονται σαν πουλιά που χτυπούν τις φτερούγες και απομακρύνονται τρομαγμένα. Να ’ναι η ψυχή μου μαζί τους; Ονειρεύτηκα. Αυτό είναι. Όλα τα ονειρεύτηκα. Γιατί εγώ αλλιώς είχα μεγαλώσει, αλλιώς είχα σχεδιάσει να ζήσω. Με τον Τάκη, ομπρέλα ανοιχτή πάνω απ’ το κεφάλι μου, με τη γλυκιά τυραννία των παιδιών μου, με τη δουλειά μου, τους φίλους, τα κυριακάτικα οικογενειακά τραπεζώματα, με ό, τι οι γονείς μου δίδαξαν πως είναι ζωή. Οι κανονικές μάνες δεν κλαίνε για έναν άντρα, δεν αναστενάζουν από το βάρος της ανάμνησής του, παρά


μύρτιλο

μαγειρεύουν κοκκινιστό σε πεντακάθαρες κουζίνες για να βρουν τα παιδιά έτοιμο φαγητό όταν γυρίσουν από το σχολειό τους. Οι κανονικές μάνες περιμένουν με ανοιχτές αγκαλιές να χαϊδέψουν παιδικά κεφαλάκια και ξαναμμένα μάγουλα. Δεν κοιτούν με ανυπομονησία το ρολόι τους κάθε Τρίτη για να χωθούν σε αγκαλιές με ξένο άρωμα. Τύψεις λοιπόν. Αυτό θα πρέπει τελικά να αισθάνομαι. Δαγκώνω τα χείλη μου. Η μυρωδιά σου ακόμα στροβιλίζεται στο κεφάλι μου. Κι οι τύψεις απλώνονται γύρω μου, πάνω μου, σαν ιστοί από αράχνες, ιστοί πυκνοπλεγμένοι, που όσο κι αν με το χέρι προσπαθώ να τους αποτινάξω εκείνοι μπερδεύονται στα μαλλιά και στα δάχτυλά μου. Κι η Άννα, ο Γεράσιμος, όλος ο τρυφερός μου μικρόκοσμος, το λίκνο των πιο γλυκών μου αναμνήσεων, πώς διά μιας έγιναν ψίχουλα σκορπισμένα στο πάτωμα, μικρά ψιχία που παρακαλάς να σηκωθεί ένας αέρας να τα πάρει μακριά για να σωθείς απ’ τον μπελά να τα σκουπίσεις. Γιατί πονάει αυτό το σάρωμα της ψυχής. Με κλειστά μάτια πρέπει να αποφασίσεις πως δεν αξίζει να κρατήσεις τίποτα, πως ό, τι έμαθες τόσα χρόνια στα σχολικά εγχειρίδια για τη φιλία, ό, τι οι δάσκαλοι, (αχ αυτοί οι μεγάλοι ψεύτες), προσπάθησαν να σου διδάξουν ως ιδανικά, τίποτα δεν ισχύει κι ο καθένας προσπαθεί τελικά να ερμηνεύσει τα πράγματα προς όφελός του. Μα κι εγώ, κι εγώ κατά κάποιον τρόπο το ίδιο δεν έκανα; Δεν λαχταρούσα την παρέα της οκτάδας για να έχω ένα άλλοθι για να εξασφαλίζω την παρέα του Λεωνίδα; Τι θέλω τώρα να παραστήσω; Την παραπλανημένη κόρη των ρομαντικών μυθιστορημάτων; Κι όμως όχι. Όσο κι αν από φυσική μου τάση ή από ανατροφή θέλω πάντα να τα φορτώνω όλα στον εαυτό μου, δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ πως ευχαριστιόμουν πραγματικά την παρέα όλων, πως η αγάπη μου και για τους υπόλοιπους ήταν το ίδιο δυνατή μ’ αυτή που έτρεφα για το Λεωνίδα. Διαφορετική ναι, όμως όχι κατώτερη. Και τώρα πώς να βολέψω τις τύψεις μου, τις σκέψεις μου, τις οδυνηρές μου αναμνήσεις; Πώς να αντέξω το βλέμμα του Τάκη, του Τάκη που η λαϊκή γλώσσα θα μπορούσε χιλιάδες υποτιμητικά επίθετα να του προσάψει; Που όμως κανένα από αυτά δεν θα ήταν αληθινό; Γιατί ο Τάκης, ο δικός μου αγαπημένος σύζυγος, είναι ο γενναίος μου ήρωας. Αυτός που ορμά στο χαμό και σώζει την αγαπημένη του από την καταστροφή, την κουβαλά στα χέρια και ο κόσμος από κάτω τον χειροκροτεί. Όμως εδώ ο κόσμος λείπει. Κανείς δεν ξέρει, ούτε καν τα παιδιά μας την τρικυμία που έχει ξεσπάσει ολόγυρά μας. Όλοι πιστεύουν πως είμαστε το τέλειο ζευγάρι. Οι θεατές σ’ αυτό το θέατρο είναι όλοι απόντες. Μονάχα οι ηθοποιοί παίζουν το έργο, δίχως πρόβα, δίχως να ξέρουν τα παρακάτω λόγια, όπως όπως αυτοσχεδιάζοντας, με μοναδικό κοινό τις ψυχές μας που μόνες, γυμνές, φοβισμένες, ασυνήθιστες σε τέτοιο κλυδωνισμό, προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στο ψέμα και την αλήθεια, στην ηθική και την ανηθικότητα. Τι είναι ηθικό και τι ανήθικο πια δεν το ξέρω. Ό, τι συνέβη ήταν για μένα μισό αληθινό, μισό όνειρο. Όπως όταν λαγοκοιμάσαι και ονειρεύεσαι κάτι με τόση ένταση που όταν ξυπνήσεις μπερδεύεις αν το ονειρεύτηκες πράγματι ή είναι πραγματικό και το θυμάσαι

47


48

μύρτιλο

από κάπου. Είμαι εγώ η «μις τέλεια» που το τόλμησα αυτό; Και πώς μπορώ πια να ζήσω μ’ ένα τέτοιο φορτίο στην πλάτη; Και το χειρότερο πώς μπορώ να ζήσω δίπλα στον Τάκη, στο μεγάθυμο Τάκη μου, εκ νέου να τον επιθυμήσω, εκ νέου να τον ερωτευτώ; Γιατί δεν έχω καμία αυταπάτη πως θα μπορούσα ποτέ να ζήσω με το Λεωνίδα. Το Λεωνίδα που χωρίς τη Σάντη θα ήταν σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό. Που όλη του η ζωή ρυθμίζεται από εκείνη. Που δεν θα άφηνε με τίποτα τα κεκτημένα του. Που δεν ήταν ικανός να αγαπήσει κανέναν και τίποτα, πέρα από την κόρη του. Κι εγώ που είχα μάθει από τον Τάκη να είμαι το κέντρο στην καρδιά του, ούτε μια στιγμή δεν θα άντεχα να είμαι η γυναίκα του Λεωνίδα. Αν ήξερα τουλάχιστον πως μ’ αγαπάει έστω με τον δικό του τρόπο! Ίσως τότε η έλλειψή του να μου ήταν πιο ανεκτή. Όμως δεν είναι μόνο η έλλειψη, η αφόρητη και οδυνηρή έλλειψη του Λεωνίδα. Είναι και κείνο το χάσμα που άνοιξε η διάλυση της οκτάδας. Το σημείο αναφοράς της ζωής μου. Το μαξιλάρι της καθημερινότητάς μου. Κι άλλες φορές έχουν χαθεί κάποιοι φίλοι απ’ τη ζωή μου. Θυμάμαι εκείνη τη μικρή στο Δημοτικό που ήμασταν φίλες κολλητές, Ζωή την έλεγαν και μου ορκιζόταν πως θα ’μαστε φίλες για πάντα. Όταν, δίπλα της στο θρανίο, η δασκάλα τής έβαλε ένα άλλο κορίτσι που ο πατέρας της ήταν ναυτικός και της έφερνε κάτι μεγάλα κουτιά μαρκαδόρους, που ούτε στον ύπνο μου δεν τους είχα εγώ ξαναδεί, εκείνη προτίμησε την δική της παρέα. Οι μαρκαδόροι ήταν ένα ισχυρό κίνητρο. Όμως εμένα δεν με πείραξε, της γύρισα την πλάτη και πήρα όρκο πως μεγαλώνοντας θα αποκτούσα όσους μαρκαδόρους τραβούσε η ψυχή μου. Κι αργότερα, όταν η φίλη μου η Ρένα στο Λύκειο ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα το δάσκαλό της στο Ωδείο, τον παντρεύτηκε και από τότε μεγαλοπιάστηκε και δε μας ξαναμίλησε, το θεώρησα μεν μεγάλη προδοσία αλλά δεν τα έβαψα και μαύρα. Άλλες φιλίες κι άλλες παρέες πήραν τη θέση των παλιών. Τώρα όμως η ζωή με έχει βαρύνει με πολλά και ξέρω πως οι σχέσεις είναι πια δύσκολο να ανθίσουν και να βλαστήσουν. Κι εγώ πίστευα με αφέλεια πως είχε ένα τέτοιο δέντρο ανθίσει στην αυλή μου. Να με προστατεύει από τον ανελέητο ήλιο του μεσημεριού, να μου χαρίζει την ευωδιά των μπουμπουκιασμένων του κλαριών, να είμαι ευτυχισμένη που απλά υπάρχει στον κήπο μου. Και τώρα τα φύλλα του έπεσαν και τα γυμνά του κλαδιά αποκάλυψαν αυτό που είχα ξεχάσει. Δεν υπάρχει δέντρο απ’ τη βροχή να σε γλιτώσει. Μονάχα κάτω απ’ τη στέγη του σπιτιού σου μπορείς να παραμείνεις στεγνός. Κάτω απ’ τη στέγη του σπιτιού μου λοιπόν να κοιτώ προς τα πίσω, να πονώ, να πενθώ στα βουβά. Πώς μπορείς μέσα σου να κλαις, καυτές βελόνες να τρυπούν την ψυχή σου και απ’ έξω να γελάς, να δείχνεις χαρούμενη και καθημερινή; Να μαγειρεύεις παστίτσιο και γιουβέτσι στο φούρνο, το αγαπημένο των παιδιών μου, χωρίς κανείς ν’ αντιληφθεί πως μαζί με τη ντομάτα πέφτει που και που και κανένα δάκρυ στο ταψί, δάκρυ που δεν μπόρεσες να πνίξεις προτού ξεχυθεί με αυθάδεια. Τα παιδιά, μην πάρουν τίποτα είδηση τα παιδιά! Και ο Τάκης, πρέπει να πιστέψει πως όλα πέρασαν, πως το Λεωνίδα πια τον έχω ξεχάσει.


μύρτιλο

Τι να ξεχάσω, τι να θυμηθώ; Ο βουβός κι ανομολόγητος πόνος είναι δυο φορές πιο δυνατός, πιο οδυνηρός και πιο αβάσταχτος από τον άλλον, αυτόν που σε αφήνει μεν βραχνιασμένο από το κλάμα, αλλά σωσμένο από το άχθος της αιώνιας μεταγωγής του. Όμως εγώ ούτε αυτό το δικαίωμα δεν έχω. Να κλάψω. Να ουρλιάξω πως ναι, μου λείπει ο Λεωνίδας, μου λείπει κι η Άννα και ο Γεράσιμος και η Σάντη μου λείπει, τι φταίει κι αυτή, να βάλω το δάχτυλο στην πληγή μου, να μετρήσω το βάθος της, να μυρίσω το αίμα της, να δεχτώ τις απώλειες, να τις βάλω κάποια στιγμή στην άκρη. Βαθαίνει η λύπη μου, καθιζάνει σαν το κατακάθι του καφέ σε παλιά φλιτζάνια, κρεμιέται στις κουρτίνες, στρογγυλοκάθεται στο γραφείο μου, εισχωρεί ύπουλα σε κάθε λέξη που μου θυμίζει κάτι από τα παλιά. Και κάθε φορά κοιτάω τον Τάκη στα μάτια για να ζυγίσω τα δικά του συναισθήματα, μήπως καταλαβαίνει το πόσο πονάω, το πόσο υποφέρω, το πόσο προσπαθώ να του δείχνω δική του, ενώ είμαι κομμένη στα δυο. Δύο γυναίκες σε μία. Δύο ζωές σε μια. Πάντα μου έτσι ήμουν. Αυτό που οι άλλοι βλέπουν κι αυτό που στ’ αλήθεια είμαι. Τι είμαι στ’ αλήθεια;

ZZ Η Σοφία Δημοπούλου-Πύρζα γεννήθηκε στην Αθήνα. Η καταγωγή της είναι από τα Λουσικά, ένα χωριό κοντά στην Πάτρα. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στο Ε.Μ.Π. Γράφει διηγήματα και ποιήματα. Το «Lapis lazuli, η πέτρα που λείπει» (εκδ. Ιωλκός) είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.

49


50

μύρτιλο

Ευγενία Τσίτσα Αβυσσαλέα πάθη

Η

Αΐσα ξαπλωμένη ολόγυμνη πάνω σ’ ολομέταξο σεντόνι, άφηνε πού και πού βογγητά απόλαυσης καθώς τα επιδέξια χέρια της σκλάβας μάλαζαν το κορμί της απ’ άκρη σ’ άκρη με μυρωδάτο λάδι. Η Αΐσα, η πρώτη γυναίκα του χαρεμιού του μεγάλου πασά της Αιγύπτου, παρ’ όλο που βρισκόταν πια σε ώριμη ηλικία εξακολουθούσε να είναι όμορφη, ενώ το σώμα της είχε αποκτήσει πλούσιες μα ελκυστικές καμπύλες. Τα χέρια της Ζάιρα, της πιστής σκλάβας, ξεκινούσαν με αργές κινήσεις απ’ τα μπράτσα, τον αυχένα, κατεβαίνοντας αργά προς την πλάτη, τους γλουτούς και στη συνέχεια στους μηρούς. Τα πλούσια καστανά μαλλιά ξέπλεκα, χυμένα κυματιστά δεξιά κι αριστερά και τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της μισόκλειστα. Προερχόταν απ’ τη χώρα των Ρωμαίων η Αΐσα κι είχε χαρίσει ήδη στον μεγάλο αφέντη δύο παιδιά, ένα αγόρι δεκαεξάχρονο, τον Βαγιαζίτ που είχε οριστεί και διάδοχος, και μια κόρη δεκατετράχρονη, τη Ράισα. —Αρκετά, είπε ξαφνικά στη Ζάιρα κι ανασηκώθηκε. Η σκλάβα τη βοήθησε να ντυθεί, να στολιστεί κι άρχισε τέλος να της χτενίζει τα μακριά, πλούσια μαλλιά της. —Είσαι πανέμορφη, κυρά μου, της είπε, η πιο όμορφη γυναίκα του χαρεμιού. —Ήμουν κάποτε, τώρα όμως; —Ήσουν και είσαι, αλλά τι θες να πεις, αφέντρα μου, τι σε φοβίζει; —Ναι, καλή μου Ζάιρα. Εσένα μπορώ να σ’ εμπιστευτώ και να σου μιλήσω. Φοβάμαι. Νοιώθω πως σιγά-σιγά χάνω την εύνοια του μεγάλου αφέντη. Και αυτό, από τότε που ήρθε στο χαρέμι η Φατίμα. —Μιλάς για την κοκκινομάλλα Τατάρα που ήρθε πριν έξι μήνες; —Ακριβώς γι’ αυτή σου μιλάω. —Μα, δεν είναι ομορφότερη από σένα, κυρά μου. —Είναι όμως πολύ νέα Ζάιρα. Μόλις δεκαοχτώ χρονών. Και είμαι εγώ εκείνη που της συμπαραστάθηκε και τη στήριξε όταν πρωτοήρθε εδώ και τη δίδαξα πως πρέπει να συμπεριφέρεται και να ενεργεί, για να μπορέσει να επιβιώσει μέσα στο χαρέμι. Κι εκείνη τώρα είναι συνεχώς δίπλα στον Ιμπραήμ, επηρεάζει τις αποφάσεις του, τη γνώμη του σε πολλά θέματα και τα περισσότερα βράδια είναι στο κρεβάτι του. Το χειρότερο είναι, όπως με πληροφόρησαν, ότι περιμένει το παιδί του. Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό; Το παιδί αυτό, δε πρέπει να γεννηθεί ποτέ... —Μα τι λες, κυρά μου; Τι σκέπτεσαι να κάνεις; —Τη Φατίμα τη δέχτηκα σαν παιδί μου, τη στήριξα, την αγάπησα, αλλά αυτή με πρόδωσε Ζάιρα. Κινδυνεύω απ’ αυτήν και πρέπει ν’ αμυνθώ. — Αφέντρα μου Αΐσα, δε φταίει αυτή. Δεν είναι παρά ένα παιδί, ένα φοβισμένο παιδί. Πιστεύεις πως μπορεί να τα βάλει με τον Ιμπραήμ; Γιατί δεν του μιλάς εσύ; Εσένα σε σέβεται. Πάντα σε σεβότανε και σ΄ εκτιμούσε. — Ακριβώς αυτό, ούρλιαξε σχεδόν η Αΐσα, κάνοντας τον ευνούχο που στεκόταν απ΄ έξω να μισανοίξει τη βελούδινη βαριά κουρτίνα, για να δει τι συμβαίνει. Με σέβεται και με εκτιμάει, μα κάποτε είχα και την αγάπη του, που μου έκλεψε αυτή η μικρή Τατάρα.


μύρτιλο

Τα μάτια της Αΐσα έλαμπαν από μίσος. Η Ζάιρα καθόταν στο χαλί δίπλα στα πόδια της. Στο ζαρωμένο πρόσωπό της διέκρινε κανείς φόβο και θλίψη. —Λέγε, πρόσταξε η Αΐσα, με ποιου το μέρος είσαι; Με μένα ή μ΄ αυτήν; Απάντησε! Συγχρόνως σηκώθηκε απ΄ τις παχιές μαξιλάρες, την άρπαξε απ΄ τους ώμους και τη τράνταζε με δύναμη. «Λέγε, λέγε...» Η Ζάιρα την κοίταζε με γουρλωμένα μάτια από φόβο. Δεν την είχε ξαναδεί έτσι. —Είμαι με το μέρος της δικαιοσύνης, τόλμησε να ξεστομίσει. Η Αΐσα οργισμένη άρχισε να τη χαστουκίζει αλύπητα. —Έλεος, έλεος, κυρά μου, φώναζε η δύστυχη ηλικιωμένη γυναίκα. —Φύγε, χάσου από μπροστά μου, γιατί θα σε σκοτώσω, ηλίθια! Έμεινε μόνη. Το κεφάλι της βούιζε, την πονούσε. Έπεσε στις παχιές μαξιλάρες και έκλαψε, έκλαψε. Κατά βάθος ήξερε, ένιωθε πως η μικρή Φατίμα δεν έφταιγε, απλά άρπαξε και αξιοποίησε την ευκαιρία που της δόθηκε ν΄ αποκτήσει αυτή την εύνοια του αφέντη. Και ποια άλλωστε δεν θα το ’κανε; Αυτή την είχε στηρίξει, την είχε αγαπήσει σα μάνα όταν την πρωτοείδε μόνη, φοβισμένη, ανυπεράσπιστη μέσα στις δολοπλοκίες του χαρεμιού. Μέσα της πονούσε γι΄ αυτό που σκεπτόταν να κάνει. Και για να το κάνει θά ’πρεπε να τη μισήσει. Όφειλε να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του γιου της και τα δικά της. Καμιά άλλη, απ΄ τις γυναίκες που τη σέβονταν και τη φοβόντουσαν, δεν είχε πλησιάσει τόσο επικίνδυνα, κατακτητικά τον μεγάλο αφέντη Ιμπραήμ. Βυθισμένη στις σκέψεις της, σκούπισε τα δακρυσμένα της μάτια, τακτοποίησε τα πλούσια καστανά μαλλιά της, έσφιξε στη μέση το μεταξωτό ζωνάρι της χρυσοκέντητης βράκας που φορούσε. Χτύπησε δυο φορές τα χέρια και με μιας τραβήχτηκε η βαριά κουρτίνα. Ο μουγκός ευνούχος πρόβαλε κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Εκείνη ετοίμασε ένα σύντομο μήνυμα, το σφράγισε και του το παρέδωσε. —Θα το δώσεις στη Σαλίμα, τώρα κιόλας! Κατάλαβες; Εκείνος έφυγε βιαστικά να εκτελέσει την εντολή. Έμεινε μόνη με τις σκέψεις της. Ένιωθε κάτι βαρύ να της πλακώνει το στήθος. Κάλεσε τη Χενέπ, τη μαύρη σκλάβα, να της φέρει να πιει ένα ζεστό ρόφημα. Εκείνη το ετοίμασε και της το πρόσφερε. Πριν το φέρει στα χείλη για την πρώτη ρουφηξιά, τη ρώτησε: «Χενέπ, τι θα έκανες αν κάποιος ήταν έτοιμος να σου αρπάξει κάτι που σου ανήκει; Κι αν συγχρόνως αυτόν τον κάποιο τον συμπαθούσες κιόλας;» Η Χενέπ, τη κοίταξε ίσια στα μάτια και χωρίς περιστροφές απάντησε: —Φυσικά θα τον σταματούσα, όποιος κι αν ήταν. —Με κάθε τρόπο; —Με κάθε τρόπο, απάντησε με χαμόγελο αφήνοντας να φανεί μια σειρά κατάλευκα μαργαριταρένια δόντια. —Σ΄ ευχαριστώ, μπορείς να πηγαίνεις. Με το που σκοτείνιασε, ο ευνούχος Χαλίλ, συνόδεψε τη Σαλίμα στο διαμέρισμα της Αΐσα. Η Σαλίμα, με το που την αντίκρισε, τράβηξε απ΄ το κεφάλι τη μαύρη καλύπτρα. «Έτοιμο», της είπε και της έβαλε στο χέρι ένα μικρό μπουκαλάκι. Η Αΐσα της έδωσε ένα πουγκί χρυσά νομίσματα και της έκανε νόημα να φύγει. Η επόμενη μέρα κύλησε ήρεμα. Λίγο πριν το σούρουπο, η Αΐσα κάλεσε τρεις γυναίκες απ΄ το χαρέμι, η τρίτη ήταν η Φατίμα, ν΄ αποφασίσουν για τα υφάσματα που θά ’πρεπε να παραγ-

51


52

μύρτιλο

γείλουν από τους εμπόρους προμηθευτές προκειμένου να ράψουν οι ίδιες καινούρια ρούχα, αλλά και για τις άλλες ανάγκες, όπως για μεταξωτά σεντόνια, υφάσματα για νέες κουρτίνες και λινά τραπεζομάντηλα. Πάνω στην κουβέντα και στο διάλεγμα, η Αΐσα σηκώθηκε να τους προσφέρει λουκούμια και σερμπέτια. Ήταν μ΄ όλες τους πολύ εγκάρδια και φιλική. Αργότερα, αφού είχαν πια τελειώσει με τη δουλειά και τις κουβέντες τους, χώρισαν και πήγε η κάθε μια στον χώρο της. Το άλλο πρωί, αντιβούιζε όλο το παλάτι για το πώς η Φατίμα δεν θα ξανάβλεπε το φως της αυγής. Είχε βρεθεί νεκρή στο κρεβάτι της, από κάποια σκλάβα. Κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει το πώς και το γιατί. Μια τόσο νέα κι όμορφη κοπέλα έτσι ξαφνικά... Η Ζάιρα στο δωμάτιο της Αΐσα περιποιόταν την κυρά της αμίλητη... —Τι έχεις σήμερα; Ρώτησε η Αΐσα. —Απλά λυπάμαι... —Κι εγώ.... Τη δύστυχη κοπέλα... Και χθες ήταν μια χαρά. Πού να φανταστεί κανείς... είπε η Αΐσα σκουπίζοντας τα μάτια της με την ανάστροφη της παλάμης της. —Όχι, κυρά μου, δε κατάλαβες. Αυτή τώρα είναι ελεύθερη, δε φοβάται κανένα και τίποτε. Εσένα λυπάμαι... —Εμένα; Πώς τολμάς; Αν είναι κάποιος τώρα που πρέπει να λυπάσαι, είναι ο ίδιος σου ο εαυτός. Χτύπησε μια φορά τα χέρια κι αμέσως εμφανίστηκαν δυο γιγάντιοι Νουβιανοί φύλακες μουγγοί. —Πάρτε την έξω και τελειώστε μαζί της! Την έβγαλαν σηκωτή και την εκτέλεσαν κρατώντας το κεφάλι της μέσα σε μια δεξαμενή νερού. «Πραγματικά, λυπάμαι, αλλά είχε καταλάβει... Της ανοίχτηκα πολύ...», μονολόγησε η Αΐσα. Ταχτοποίησε τα πλούσια μαλλιά της, φόρεσε ένα πένθιμο μεταξωτό πανωφόρι και κατευθύνθηκε προς τα δωμάτια του μεγάλου Ιμπραήμ, να του πει το πόσο λυπάται για τον άδικο χαμό της άτυχης κοπέλας... Σε λίγο βρισκόταν και πάλι στην αγκαλιά του.


μύρτιλο

Ματίνα Καράμπαλη Mr. Pear Hello Mr. Mr. Pear! So expected of you to fear, for fear is a familiar process to you, is it to be suppressed? Good morning Mr. Mr. Pear! Greetings to your fear! Your strength is so low. You don’t yield though. Good afternoon Mr. Mr. Pear! You seem to handle your fear. Your temper is better now. Fear’s invasion you don’t allow. Good night Mr. Mr. Pear! Do you seem to fear? For I saw a drop of tear. But you can win your fear.

143 × 210

SPINE: 2.2

FLAPS: 80

ΜΑΤΙΝΑ ΚΑΡΑΜΠΑΛΗ She possesses a veil a black widow the foe of the day. Good night Mr. Mr. Pear! Do you seem to fear? For I saw a drop of tear. Look deep in my soul, my love, For I’m tormented by your will.

Your absence aggravates my open sores. Your distant soul cracks my bones. Her bow is a threat, Her arrow provokes death. A sense of remorse Redemption to cause. She stretches her wings A song she brings A violin’s strings. ISBN 978-960-9607-81-0 ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

She possesses a veil a black widow the foe of the day it is flawless. The woman goes to her car she puts on the veil cigar smoke around she makes no sound. A tear is prevented she takes a last look at her previous life. Engine on. Cigars on the road the woman is gone the veil is her fallacy she is the sole widow.

ZZ Η Ματίνα Καράμπαλη είναι απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής γλώσσας και Φιλολογίας του Ε.Κ.Π.Α. Η ποιητική συλλογή «Poems of the faded rose» (εκδ. Οσελότος), απ’ όπου και τα ποιήματα, είναι το πρώτo της βιβλίο.

Η Ματίνα Καράμπαλη γεννήθηκε το 1989 στην Πρέβεζα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάζεται στην Αθήνα ως καθηγήτρια Αγγλικών. Η ποιητική συλλογή “Poems of the Faded Rose” είναι το πρώτο βιβλίο που έχει γράψει.

Tonight your game does not amuse me Tonight your ship sails away.

The black veil

οσ ελότος 7/25/2012 2:33:18 PM

53


54

μύρτιλο

Βασίλης Τσαπαλιάρης Διαθήκη «μετa-ανθρώπου» Φεύγω – γεώδη τ’ αστέρια μου γνέφουν να παραδώσω το δάνειο πνεύμα μου, καθώς αργοσυνάσσονται θαμποφέγγοντας στον βυθό. Κλείνοντας στις βαλίτσες την απουσία μου, σου αφήνω: Όσους τόπους αγάπησα με τα μάτια σου, χωρίς να το ξέρω, φωτογραφίζοντας στα ταξίδια μου ακόμα και τις περιπτύξεις των πουλιών στους λιμναίους τους έρωτες. Σου αφήνω την καταχνιά και τη δρόσο, που διαλύονται στις ουράνιες διαδρομές τους, πάνω από τη λίμνη που άφησα το πνεύμα μου σταλαχτίτες απ’ την κοσμογονία του σύμπαντος. Σου αφήνω να γυμνάζεσαι διά βίου τα παιχνιδίσματα και τις αποχρώσεις του φωτός, καθώς ακουμπά η αυγή στο κρύσταλλο των νερών –εστιάζοντας το φακό– και τα πουλιά μπερδεύονται αν πρέπει να κολυμπούν ή να πετούν, σα να ’χουν μόλις βγει ξαφνιασμένα από την πέμπτη πράξη της Γένεσης. Σου αφήνω τον «μετα-άνθρωπο» των υδάτων, που μπορεί να ζει απελεύθερος... Ό,τι δεν μετριέται σε χαλκό, ασήμι, χρυσό, σε αγοραίες αξίες στους χρηματιστηριακούς δείκτες. Σου αφήνω: Την αφή του μολυβιού και του χεριού μου πάνω στ’ άγραφο χαρτί, να συνεχίσεις τους στίχους μου. Γιατί κι αυτό είναι αγάπη: Η όσμωση με το πνεύμα των άλλων, η έγνοια της συνέχειας του ενός απ’ τον άλλο, ακόμα και από την τελευταία του πράξη γραφής.

Στην Ερατώ


μύρτιλο

Λόγος τρίτης ηλικίας «Life isn’t about waiting for the storm to pass. It’s about leaving to dance in the rain» E-mail αγνώστου

Τελικά είναι ωραία να γερνώ μαζί σου: Μοιάζει με την εποχή που ήμασταν νέοι, λες κι η τρίτη ηλικία να ξεκινάει από τη νεότητα, κι όντας νέοι να μη μας μυρίζουν πια τα γηρατειά μας, η μυρωδιά της φορμόλης και του θάνατου. Γελάς, και θα πρέπει να γελάσω, να συμπαραταχθώ με το γέλιο σου, να εδραιώσω τις ονειρώξεις σου σα να ’ταν δικές μου, πιστεύοντας πως ακόμα δεν γέρασες. Πως μπορείς να κοιτάζεσαι ξανά στον καθρέπτη σα να ’χεις κλειδώσει τον χρόνο στην εποχή που ’σουν νέα... Τόσο, όσο ήσουν την άνοιξη που κοιτάχτηκες για πρώτη φορά γυμνή στον καθρέπτη, με το στήθος στητό, σα να ’χε πετρώσει πριν ακόμα τ’ αγγίξω κι αυτό κουρνιάσει στα δάκτυλά μου, τρέμοντας τόσο, που θα μπορούσε να ’ναι ένα τρομαγμένο πουλί. Τρέμουν τα χέρια σου, τώρα... καθώς ανάβεις το φως του φωτιστικού κι εγώ σκέπτομαι: «δεν είναι τίποτα, το δύσκολο είναι να περάσει η πρώτη δοκιμασία». Όσο διανύεις ακόμα τον πρώτο αιώνα κ’ η τετάρτη ηλικία καραδοκεί στον επόμενο. Μετά, όσο περνούν τα χρόνια, συνηθίζεις! Συνειδητοποιείς πως δεν σου χρειάζεται πια το στήθος σου στη θέση που ήταν, παρά σ’ εκείνη την αιώνια στιγμή που έμεινε στον καθρέπτη ως ληξιαρχική πράξη της παρούσας ζωής, και συ μπορεί να σκέπτεσαι πως θα μπορούσες να ’χεις πεθάνει και χωρίς τα γηρατειά, έχοντας αφήσει το στήθος σου σε κάποιο χειρουργείο, ψάχνοντάς σε για τους όζους και τις μασταλγίες π’ αψήφησες.

55


56

μύρτιλο

Συνηθίζεις τότε την ιδέα του θανάτου, την ώρα που θα σου δένουν σταυρωτά τα χέρια για να πάρουν την κάμψη του θανάτου, σκεπτόμενη πως κάποια στιγμή θα στα λύσουν, πως δεν θα αφήσεις στους νεκροθάφτες, παρά το χθόνιο σώμα σου, πως υπάρχει και τέταρτη ηλικία, κι άλλες ηλικίες, στους λεπτοδείκτες του χρόνου. Κι εν τέλει: όλη εκείνη η άχρονη αιωνιότητα που εσύ θα μπορούσες να ζήσεις από την αρχή, και συνειδητοποιείς ως πράξη ελευθερίας τον νεκροθάφτη καθώς σου λύνει τα χέρια όσο κατεβάζουν το φέρετρό σου στον τάφο. Ύστερα, πετώντας σου τα πρώτα γαρύφαλλα, οι δικοί σου κ’ οι φίλοι σου, είναι σα να περνάς στην αιώνια νεότητα με το σφρίγος του έρωτα της πρώτης. Καθησυχάζεις τις μεταφυσικές σου αγωνίες, σκεπτόμενη πως ακόμα και η τέφρα σου — αν σε είχαν κάψει στο κρεματόριο μπορεί να σε οδηγήσει ξανά στη ζωή μέσα από τα αχαμνά ενός επιγόνου από μια νέα πράξη συνουσίας. Κι όντας έτσι, είναι σαν να μην έχεις καμιά σχέση με τον θάνατό σου, παρά με τη διαδικασία επαναφοράς στη ζωή. Tρέμεις; Δεν είναι τίποτα αν το καλοσκεφτείς! Μόνο ένα μικρό σύγκρυο. Σα να ’ναι η πρώτη φορά που ξαναμπαίνεις στη θάλασσα, από το προηγούμενο καλοκαίρι, η αψάδα του νερού που δεν είναι εύκολο να συνηθίσεις. Ώσπου κάποια στιγμή το αποφασίσεις να μπεις και βουτάς στον πάτο του βυθού, όσο και να σου φαίνεται κρύο. Έπειτα, μέσα στο νερό, σε μια κατάσταση ανώδυνου τοκετού, νιώθεις την αιωνιότητα της ζωής ως το έσχατο μόριο της αθανασίας του θανάτου, όλη, εν τέλει, τη στίλπνουσα ματαιότητα της αγωνίας του χαμένου χρόνου. ZZ Ο Βασίλης Τσαπαλιάρης σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε ως ειδικός επιστήμονας για θέματα Μετανάστευσης/Διασποράς. Έχει δημοσιεύσει σχετικές μελέτες σε πανεπιστημιακούς συλλογικούς τόμους. Δημοσίευσε ποιήματα σε ελληνοαυστραλιανά έντυπα στις αρχές της δεκαετίας του 1970.


μύρτιλο

Παντελής Χούλης Ασέλγεια Γύριζες την πλάτη σου σε όσα άκουγες, σε όσα είχαν να κάνουν με σένα κι έκανες πως δεν ήξερες. Σε λάσπες και στο χιόνι το παχύ περπάταγες με πόδια γυμνά, μελανιασμένα. Ζέστανες στου χειμώνα την καρδιά την παγωνιά των λέξεων. Σα βρήκες μια γωνιά να ξαποστάσεις, να φυλαχθείς, όχι είπες και προσπέρασες. Ασέλγησες πάνω στο ίδιο σου κορμί και μετά το πέταξες.

143 × 210

SPINE: 1.9

FLAPS: 80

Π Α Ν Τ Ε Λ Η Σ Χ ΟΥΛ Η Σ

ZZ Η ποιητική συλλογή του Παντελή Χούλη «Λογοζωγραφιές» κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος.

Ο Παντελής Χούλης, γεννήθηκε το 1979, τόπος καταγωγής και κατοι-

ΠΟΙΗΣΗ

κίας η Σκιάθος.

Διδάχτηκε και ασκεί την τέχνη της γαστρονομίας. Του αρέσει ιδιαίτερα το διάβασμα, το γράψιμο, κυρίως όμως η ενασχόληση του με τον άνθρωπο γι’ αυτό συμμετέχει ως ενεργό μέλος στο Σώμα Ελληνικού Οδηγισμού. Τον Αύγουστο του 2012 εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή ‘’ Λογοζωγραφιές’’ από τις εκδόσεις Οσελότος.

ISBN 978-960-9607-86-5 ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

8/6/2012 3:26:13 PM

57


58

μύρτιλο

Κωνσταντίνα Τασσοπούλου Θωριά

Δ

ιαδρομή καλοκαιριού εν μέσω φθινοπώρου. Άγνωστη η Eθνική, κι ας μου ’ναι γνώριμη. Αλλιώτικη, κι ας είναι η ίδια. Εξαφανίστηκε το ροζ από τις νησίδες. Πικροδάφνες γκρι. Σκοτείνιασε ό, τι το καλοκαίρι με τυφλώνει. Χρυσό πουθενά. Δεν είναι που μίκρυνε η μέρα. Είναι που μεγάλωσα εγώ. Απότομα. Τόση ζωή και τελικά, με θάνατο ενηλικιώνομαι. Αργούν όλα, επίσημα. 28η Οκτωβρίου. Δεν χρειάστηκε να ζητήσω άδεια για την κηδεία, ευτυχώς. Το ευτυχώς πλάι σε κηδεία; Κι όμως, κολλά. Παλιό το αυτοκίνητο. Το χερούλι δε γυρνάει. Ραντίζει η βροχή το δεξί μου μανίκι. Σκουραίνει το μαύρο, κι άλλο. Παραλογίζομαι, το ξέρω. Ντρέπεται ο Θεός να τον δω που κλαίει κι άπλωσε ομίχλη. Παντού. Όχι μόνο στη Σήραγγα Αρτεμισίου ως συνήθως. Σταματήσαμε στο μαγαζί μετά το τούνελ. Πληθυντικός της μοναξιάς. Μόνη είμαι. Πίνω καφέ διαφορετικό απ’ των υπολοίπων. Διπλός νες, σκέτος. Τη γεύση μου έχασα ή η μηχανή τον κάνει άνοστο; Παίζω στα χέρια μου τις ζάχαρες των άλλων. Γλύφω παγάκια. Επιδιώκω να παγώσω. Διπλώνω αποδείξεις πληρωμής διοδίων, τσακίζει το χαρτί, ξανά και ξανά, όσο μικρό ή μεγάλο κι αν είναι, μα πάντα η πρώτη του φορά το τσαλακώνει. Ο θείος δε ζει και σβήνω αριθμό τηλεφώνου από το κινητό μου, για πρώτη φορά. Αγοράζω τσιγάρα από το πρώτο ταμείο. Κερνώ καπνό την προθυμία του γνωστού, «να κατέβουμε μαζί στο χωριό». Φτάσαμε. Το μαρτυράει κι η πινακίδα. Εκτός απ’ της καμπάνας το χτύπημα, όλοι σ’ εγρήγορση. Το τέλος γεννά ζωή στην επαρχία. Γριές που δεν κοιτούν μήτε στο παράθυρο, ξεμυτίζουν από τα καλύβια. Μαγκούρες που δε βγαίνουν ούτε στην αυλή, κίνησαν για τα δίπλα σπίτια. Κόσμος πάει κι έρχεται με σημείο αναφοράς εμάς. Φοβάμαι να βγω από το αυτοκίνητο. Υπάρχουν άνθρωποι που αγνοώ το κλάμα τους. Τρέμω να του συστηθώ. Αφουγκράζομαι. Βοές σεισμού. Κάλαντα. Kαλωσόρισμα. Ξαδέρφες, θείες, ανιψιές, τεμαχίζουν τυρί σε ισομερή κομμάτια. Όσες κι οι συγγένειες. Ισορροπούνται αδικίες ετών στην κουζίνα ή εκεί μαγειρεύονται; Σουσάμια στο μάρμαρο. Παξιμάδια, κουλούρι σε μπουκιές, κονιάκ σε χαμηλά ποτηράκια κρασιού. Νερό θέλω. Ρουφώ αθόρυβα από τη βρύση του μπάνιου. Στο παρασκήνιο. Η αυλαία γεμάτη δίσκους ασημένιους. Κεντήματα κιτρινισμένα. Το πένθος σκούρυνε και το λευκό ακόμα. Ελληνικοί καφέδες. Μέτριοι, για όλους. Ίδιοι όλοι απέναντι στον θάνατο. Φιγούρες σκυφτές κυκλώνουνε το φέρετρο. Χώρος μπόλικος τριγύρω. Άπλα. Περιττή. Λες, τη χρειάζεται ο νεκρός; Ίδιοι όλοι γύρω από τη λήξη. Μα κι οι ματιές που τους διαφοροποιούν, κάτω κοιτάζουν. Εκτός, αν μπαίνει κάποιος. Μπήκα. Μεγαλοπρέπειες μακριά απ’ το μεγάλο. Στην Αθήνα δε χορταίνουνε ζωή τα διαμερίσματα. Απομακρύνονται οι θάνατοι όπως-όπως από το σπίτι κι οι γέννες θανατώνονται σε μαιευτήρια, αντί να φέρνουμε ζωή στις κατοικίες. Στενεύει η διάρκεια, για λίγες ώρες, για λίγες μέρες, για λίγες στιγμές που πετσοκόβονται. Στο τέλος ή στην έναρξη. Μακραίνει εδώ το νήμα, από το στρίφωμα. Ως που να φτάσει ο παπάς προλαβαίνουμε. Και το γιατί, και το διότι, και το αντίο. Ακόμη ζει κι ας μην είναι ζωντανός. Στη σάλα, σαν όταν ήταν. Απλά έγειρε για υπνάκο μεσημεριανό. Και ξεχάστηκε.


μύρτιλο

Σκύβω με προσοχή μην τον ταράξω και ξυπνήσει. Γδέρνουν τα υφάσματα κι ας είναι μαλακά. Βελούδινα αγγίγματα από φούστα που σπάνια φορώ. Μεταξωτό καλσόν. Μαντίλι μεταξένιο, στην τσέπη της καρδιάς. Πάντοτε είχαμε κοινά οι δυο μας. Σακάκι μάλλινο. Το αγαπημένο του ήταν. Η αγαπημένη του ήμουν. Πόσο να ζυγίζει ο υπερθετικός, αν δεν υφίσταται πια; Μοιρολόι μάνας, βραχνό. Μοιρολόι γειτόνισσας, χωρίς καημό. Γυρεύω μουσικές στο κουφωτό παράθυρο. Ένα αυτοκίνητο που πέρασε, απλώς, απ’ το χωριό μας. Κλάξον ποδηλάτου. Αλόγου κάλπασμα και σούρσιμο αέρα, γέρικου. Με ζήλεια πουντιάζει τη νιότη της λιακάδας. Φιλιούνται πρόστυχα στο στόμα δυο σύννεφα κι ελιές χορεύουν δίχως σεβασμό. Η φύση διατηρεί και στο θρήνο το ρυθμό της. Κότες ανέμελες, λειριά πλουμιστά. Συγκρίσεις άδικες. Οι τοίχοι σκούροι. Ο θείος μπογιάτιζε το σπίτι κάθε χρόνο. Ποιος θα φρεσκάρει τώρα πια; Εμάς; Το σπίτι; Δεν ξέρω ποιον, μα όλοι ρωτάνε. Γιατί να φύγει; Έπρεπε; Αυτός; Πού είναι ο γιος του, ρωτάει κι ο παππούς. Κλεισμένος στην κρεββατοκάμαρα, μη δει, μην ακούσει, τη διαίσθηση δεν φάνηκε να την υπολογίσαμε. Στο καφενείο μάλλον. Ίσως ξεχάστηκε με κάνα τάβλι, με κάνα κρασί. Ίσως ξεχάστηκε κι ο παππούς με τα χάπια και δε μας κάνει ερώτηση για λίγο. Ορθοστασία δυσκολότερη κι απ’ την αιτία της. Πονάνε οι γάμπες, η μέση. Πονάει το βλέμμα απ’ τη μονοτονία που ατενίζει. Επιδημία μελανού σε γυναικεία ταγέρ, σε ανδρικά παντζάκια. Παιδιά που θα έδιναν απόχρωση, απουσιάζουν. Αφού δεν έχει ο θάνατος ηλικία, δίνουν στο πένθος; Περιβραχιόνια ασφυχτικά. Αρρωστιάρικα τσεμπέρια φυλακίζουν τη χαρά του γεράσματος. Στην πόλη βάφουνε όλες τα μαλλιά τους κι η ευτυχία του λευκού λησμονιέται. Άσπρο της ελπίδας σε μύξες και μαντίλια. Μήπως κι αυτά ήταν μαύρα και τα ξάνοιξε το δάκρυ; Παραλογίζομαι, το ξέρω. Κάτι γιορταστικό ήρθε από κάπου. Καμαρωτοί βηματισμοί μου ξύνουνε το μπράτσο. Αυτός εδώ που μόλις μπήκε, ποιος να είναι; Φίλος στο ποτό, στο τραγούδι. Στα ζόρικα και στα απλά δεν δένονται οι ανθρώποι; Από σήμερα θα κουτσοπίνει μόνος στις ταβέρνες. Φιλί σπαθάτο σ’ ένα κούτελο που κρύωσε. Φιλί. Οι άλλοι απλά μοιράζαν ασπασμούς. Γράσο στα χέρια, να ισοφαρίσει το καρό του μανικιού. Λείπουν κουμπιά από το στέρνο. Στιγμές που κάποτε τινάχτηκαν από βαθιές ανάσες. Φθαρμένο τζην από ζωή που λιώνει. Σχισμές στα δάχτυλα, από τον ίδιο λόγο. Στις χούφτες κύματα και στο βυθό τους ένα άνθος, που εισέβαλε στον χώρο και με φύσηξε. Στολίστηκε του θείου το προσκεφάλι με γαρίφαλο. Κι από μπουζούκια όταν γυρνούσε τέτοια λουλούδια έβρισκα στο μάγουλό του. Δεν είχα θλίψη, μέχρι που αντίκρισα το κόκκινο. Χαρά το μαύρο, επάνω μου και δίπλα. Παραλογίζομαι, το ξέρω, μα σα να στράγγιξε ο ουρανός το θαλασσί και με ποτίζει στάλες γκρίζο, μόνο και μόνο να με κάνει να χαμογελάσω.

Κ. Τ.

Θ

ερινές φωτογραφίες με λέξεις, που είπε ή άκουσε κάποιος Ευκλείδης.

ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΗ

Τ

ο καλοκαίρι του Ευκλείδη είναι κύμα που παφλάζει. Υγρό. Δροσερό. Σαν θάλασσα. Σαν συγκίνηση. Αλμυρό. Όλα αναδεύονται. Φύκια κολλούν στο πόδι. Στο μυαλό. Πετρούλες ανεβαίνουν στην επιφάνεια. Μνήμες. Ψαράκια τσιμπούν ανεπαίσθητα τη γάμπα και φεύγουν. Τσούχτρες διάφανες ή μοβ. Ο τρόπος που έβλεπε τα πράγματα ως παιδί, κι ο τρόπος που τα κοίταξε μεγαλώνοντας. Αστεία συμβάντα. Σοβαρά συμπεράσματα. Το καλοκαίρι του Ευκλείδη είναι κύμα που έρχεται από βαθιά, συλλέγοντας νερό σε όλη τη διαδρομή. Όλα ανακατεμένα όταν σκάει. Φράσεις γονιών, κινήσεις, λόγια παππούδων, νεύματα, η γλώσσα που χρησιμοποιούσε τότε, η γλώσσα που σήμερα μιλά, στιγμές, ημερομηνίες, χρονική σειρά. Όλα θολά. Εκτός από τις μαθηματικές, τις αξιωματικές κουβέντες του συνονόματού του Ευκλείδη, που στέκουν σταθερές, λαμπερές, πεντακάθαρες. Αναγνωρίσιμες μέσα στα χρόνια και μέσα σε εκατομμύρια κόκκους άμμου, βρεγμένες απ’ το κύμα που αποσύρεται, ίσα να πάρει φόρα για να γίνει κύμα, ξανά.

Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου έχει σπουδές Δημοσιογραφίας, Πτυχίο Πιάνου, Πτυχίο Αρμονίας, σερβίρει πίτσες, ποτά, στολίζει κρύα πιάτα, σηκώνει τηλέφωνα, αρχειοθετεί φαξ, στέλνει mail που μιλούν για διαφημίσεις, μα όταν τη ρωτάς με τι ασχολείται, σου λέει απλώς, ότι είναι συγγραφέας.

www.tassopoulou.gr

ISBN 978-960-9499-51-4 ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL : ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

ZZ Η Κωνσταντίνα Τασσοπούλου γράφει για παιδιά και μεγάλους. Έχει βραβευθεί για το κείμενο ΘΩΡΙΑ στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Στέλιος Ξεφλούδας με θέμα Επιστροφή στο Χωριό. Το κείμενο βρίσκεται στη Συλλογική Έκδοση με τίτλο Επιστροφή στο Χωριό που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Α/συνέχεια από το 2010. Περισσότερα για τα έργα της Κωνσταντίνας Τασσοπούλου μπορείτε να βρείτε στην προσωπική ιστοσελίδα της: www.tassopoulou.gr

photo by: Βάσια Αναγνωστοπούλου

νουβέλα

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΤΑΣΣΟΠΟΥΛΟΥ

λίζουν μπεριυ εξωαυτών μόνοι άς το– από το υ μου, νάκου. ριστώ, ντα θα ό, δεν αυτές, ορφόμμένο , θολό μα του μόλις τιάξει.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

59


60

μύρτιλο

Κωνσταντίνος Θεοδούσης 1.

Θ’ απουσιάζεις καθόσον θά ’σαι κει κι εγώ απροετοίμαστος με γρήγορες σκιές να με διώκουν την εκφορά του έρωτα εντυπωσιασμένος θα κοιτάζω... Στέγνωσε ο ουρανός στα βλέφαρα που φίλησες... Ερωτήσεις για αυτοέλεγχο με βασανίζουν αίμα που καίει σε πληγής προφητεία σκοτάδι που βουλιάζει μέσα μου η αγάπη... Ακούω τον θόρυβο που δεν έκανα για να σωθώ καθώς σκέφτομαι τα κορμιά μας που φύλαγαν την τρέλα για τον έρωτα...

2.

Βραδιάζει κι ετοιμάζομαι να διώξω στη λησμονιά με καπνό και οινόπνευμα τον σιωπηλό σου ορίζοντα... Η νύχτα βαθαίνει πρέπει να μασήσω σπαραγμούς να παγώσω και να καώ μέσα σε κύκλους από μνήμες και φεγγάρια... Κι έχω ένα βάρος απόψε... Σε κουβαλάω ακόμη, βλέπεις...

3.

Ένα νερό καθρέφτης μάζεψε το φιλί σου και πέτρα τώρα σκέπασε το χορτάρι... Η ζέστη των σωμάτων έγινε σιωπή κι απώλεια... Μια ασπρόμαυρη στιγμή κλαίει μόνη και το δάκρυ της μουσκεύει τον χρόνο...


μύρτιλο

4. Τα μαλλιά σου δένω σε ρίζα οξιάς πλέκω χαμόγελα από ήχους και ποτάμια στο χώμα φυτεύω την αγάπη σε κρατώ σφιχτά και ζω στα μάτια σου... Δυο χείλη σε ύπνο με βυθίζουν καθώς το παιδί των αναστεναγμών μεγαλώνει μέσα μου. Ανταύγεια γίνεται η σκιά σου κι ο παράδεισος χάνεται στης αυγής το μονοπάτι μα εγώ αφήνω τα φτερά της αγάπης λυτά την υπόσχεση κρατώ κι ακούω της σιωπής μου την ποίηση...

5.

Στης νύχτας το αντάμωμα δίνω μαύρο αίμα και παίρνω κόκκινη λαγνεία ν’ αντέξω... Καταριέμαι το σύννεφο κρατάω μια γωνιά για τ’ όνειρο και κλείνω τον ορίζοντα στην αφή... Ουρλιάζω στο αποτύπωμα απρόσεκτος ξυπνώντας θεούς και δαίμονες δίχως να φοβάμαι μη σπάσω. Ο πόθος μού συνθλίβει το στήθος κι εγώ σταυρώνω με καρφιά ονόματα και αναμνήσεις κλείνοντας την πόρτα στη σιγή... Φίλησα τον θάνατο μα δε θυμάμαι τον ήχο του φιλιού...

6.

Νήστεψα τη γεύση σου... Τράφηκα τον σπαραγμό σου... Είχα πιστέψει σ’ αυτό το θάμα που στράγγιξε τη χαρά μου... Γλίστρησα και πέταξα στον έρωτα... Μπήκα βαθιά στη σάρκα τη σκοτεινή. Κι αν κάποτε για θάνατο μιλούσαμε δεν πρόσμενα πως θα ’ταν ο δικός μας...

61


62

μύρτιλο

Ευγενία Βουτσινά-Βασιλειάδου Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ψάχνοντας τα σημάδια»

Η

Μυρτώ μεγάλωνε μέσα σε μια πολυμελή οικογένεια και είχε τρία μικρότερα αδέρφια που τα πολυαγαπούσε και τα φρόντιζε μαζί με τη νόνα της. Τα χρόνια ήταν δύσκολα, το μεροκάματο χαμηλό και οι γονείς της ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν από το πρωί ως το βράδυ. Εκείνη λαχταρούσε να μένει η μητέρα της στο σπίτι, να μη δουλεύει, όμως αυτό δεν γινόταν. Όταν καμιά φορά τύχαινε να μην έχει δουλειά, τρελαινόταν από τη χαρά της, είχε γιορτή και ήταν ευτυχισμένη. Της έκανε χίλια χάδια, χίλιες χαρές, θέλοντας να της δείξει πόσο χαιρόταν που ήταν μαζί. Αυτό βέβαια γινόταν αραιά και πού, και η Μυρτώ ένιωθε ορφανεμένη, μόνη. Έβλεπε τα γειτονόπουλά της να έχουν τη μάνα τους και ζήλευε, αυτή που ήταν τόσο άκακη. Χωρίς τη μάνα, το σπίτι τους ήταν κρύο και δεν της έκανε καρδιά να μένει μέσα. Όσο για τα αδέρφια της, την ακολουθούσαν όπως τα κλωσόπουλα την κλώσα καθώς τους έλειπε η μάνα τους και ένοιωθαν μαζί της ασφάλεια. Και αυτή όλο στα ξένα σπίτια πήγαινε και στεκόταν παράμερα να νοιώσει τη μυρωδιά της ξένης μάνας. Ώσπου μια ημέρα αποφάσισε να γίνει μάνα για τ’ αδέρφια της, να τα μαζέψει και να τα φροντίσει όσο μπορούσε. Έτσι επωμίστηκε στους μικρούς της ώμους την ευθύνη και προσπαθούσε να γίνει μάνα στη θέση της μάνας της. Μα ήταν βαρύ ετούτο το φορτίο που είχε φορτωθεί. Πήρε έναν ρόλο που δεν ήταν δικός της. Αντί να παίξει με κούκλες, αυτή ντάντευε τα αδέρφια της. Άκαιρος και χαμένος αγώνας. Τι να προφτάσουν δυο μικρά χεράκια! Όλα έμοιαζαν σαν μια προσευχή που έμενε καθημερινά ατελείωτη. [...] Μετά από αυτό το συμβάν είχε πάρει στροφή ενενήντα μοιρών· τώρα έβλεπε πράγματα που ο φόβος δεν την είχε αφήσει να δει. Χίλια συναισθήματα ξεπήδησαν από την ψυχή της, πονούσε που χωρίς λόγο και αιτία χτυπούσαν και βασάνιζαν αθώους ανθρώπους και, μέσα της, άρχισε να δίνει δίκιο στον Άρη που είχε προσχωρήσει στην αντίσταση. Εμείς, οι Έλληνες, βλέπεις, έχουμε μέσα μας μια περηφάνια και μια λεβεντιά να μη δεχόμαστε στον σβέρκο χαλινάρι, ούτε δουλεία και καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μπορεί να έχουμε πολλά ελαττώματα, όμως, το μεγαλύτερο μας προτέρημα είναι ότι έχουμε φιλότιμο και στις δύσκολες ώρες της πατρίδας μας γινόμαστε μια γροθιά όλοι και πολεμάμε κάθε κατακτητή, από τα αρχαία χρόνια. Είμαστε λαός ελεύθερος γι’ αυτό αντέξαμε και ελευθερωθήκαμε από τους Τούρκους. Λίγοι λαοί στον κόσμο θα μπορούσαν να είναι σκλαβωμένοι για τετρακόσια χρόνια χωρίς να χάσουν τον πατριωτισμό και τη συνείδησή τους και να πολεμούν γενιές και γενιές τον κατακτητή, με την ελπίδα ότι κάποια ημέρα τα παιδιά και τα εγγόνια τους θα ζήσουν σε μια ελεύθερη πατρίδα. Ξαφνικά, από μέσα της ξεπήδησε η περηφάνια που λυτρώνει από τη σκλαβιά χωρίς να μετρά συνέπειες. Ο φόβος της είχε χαθεί, κι ένα ζεστό ποτάμι είχε ξεχυθεί μέσα της και όλο της έλεγε ότι ο Άρης έκανε το σωστό, κι εκείνη το ίδιο έπρεπε να κάνει.


μύρτιλο

Μα τι ήταν αυτή και τι μπορούσε να κάνει; Και αν την έπιαναν τι θα γινόταν; Όχι έπρεπε να παλέψει όπως τόσοι Έλληνες για να φύγει η Χούντα. [...] Αργά τη νύχτα, τα Ηνωμένα Έθνη, με το ψήφισμα αριθμός 353, ζητούν από την Τουρκία και όλους τους εμπλεκόμενους κατάπαυση του πυρός και αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων από την Κύπρο. Ο Ετσεβίτ όμως δεν λαμβάνει το ψήφισμα υπόψιν του και προχωρεί ακάθεκτος στο βρομερό του παιχνίδι, γράφοντάς το στα παλιά του υποδήματα. Βλέπεις, πίσω του έχει ισχυρούς προστάτες, και κανένας δεν μπορεί να τον σταματήσει. Η χουντική κυβέρνηση της Ελλάδας, ανίσχυρη και διαλυμένη, πουλημένη στους Αμερικάνους, κάθεται στη γωνιά της και βλέπει την Κύπρο να σφαγιάζεται χωρίς να κάνει τίποτα. Στις 22 Ιουλίου, οι Τούρκοι ανενόχλητοι σφάζουν, βιάζουν, βασανίζουν. Αλίμονο στους Έλληνες της Κύπρου που μόνοι και αβοήθητοι πεθαίνουν. Όλοι οι εθνικοί δρόμοι έχουν γεμίσει πτώματα και τα όπλα κροτούν ασταμάτητα. Η όμορφη Κυρήνεια προβάλλει αντίσταση, αλλά ήταν γραφτό της να τουρκέψει. Έτσι, το βράδυ, παρά την απελπισμένη αντίσταση των κατοίκων της, πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Το αίμα ρέει σαν ποτάμι, τα δάκρυα στέρεψαν και η φρίκη έστησε εδώ το βασίλειό της. Την άλλη ημέρα, γύρω στις 4 μ.μ. οι εχθροί υπόσχονται ανακωχή, όμως συνεχίζουν να καίνε να σκοτώνουν και να λεηλατούν. Οι Τούρκοι στρατιώτες, καθώς φεύγουν με τα μεταγωγικά, έχουν λεηλατήσει όλο τον πλούτο της Κυρήνειας και τον πάνε στην Τουρκία. Όλες οι χώρες που μπορούσαν να επέμβουν, να σταματήσουν το κακό, δεν έκαναν τίποτα. Το μόνο που έκαναν ήταν να παρακολουθούν, σα θεατές σε αρένα, τα θηρία να τρώνε το θήραμα τους. Ιδού οι φίλοι των Ελλήνων από καταβολής κόσμου. Η ίδια ιστορία να διαδραματίζεται πάλι και πάλι. Οι ξένοι ανταποκριτές περιγράφουν το γεγονός σαν εκείνο της καταστροφής της Σμύρνης στη Μικρά Ασία. Έτσι και τότε, οι Έλληνες εγκαταλείφθηκαν από τους ξένους, Άγγλους, Γάλλους και άλλους, που σαν πλησίαζαν τα πλοία τους όταν καιγόταν η Σμύρνη, τους έκοβαν τα χέρια και τους πετούσαν στη θάλασσα. Η ίδια συμφορά είχε εκτυλιχθεί και στην Κύπρο. Εθνική συμφορά, με τους Έλληνες να κοιτούν με κομμένη την ανάσα, ανίσχυροι να κάνουν κάτι, υποδουλωμένοι σε μια κυβέρνηση που είχε κάνει την πιο μεγάλη προδοσία και που έπαιζε τον ρόλο του Ποντίου Πιλάτου, νίπτοντας τα χέρια της για τη σταύρωση της Κύπρου.

ZZ Η Ευγενία Βουτσινά Βασιλειάδου είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Έχει αρθρογραφήσει σε εφημερίδες και περιοδικά και είναι τακτικό μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών. Το βιβλίο της «Ψάχνοντας τα σημάδια» εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2011 από τις εκδόσεις Βεργίνα. Έχει προηγηθεί το «Άρωμα άλλου καιρού» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.

63


64

μύρτιλο

Βεατρίκη Χαβαράνη Ήμασταν μαζί τότε που έγινε Σβήσε τα φώτα, η αλήθεια χρειάζεται το σκοτάδι. Οι ανάσες ν’ αντηχούν σα θρόισμα φύλλων δέντρου με απαγορευμένους καρπούς. Οι χτύποι της καρδιάς σα ρολόι που μετρά έναν χρόνο φτιαγμένο για εμάς. Τα σώματα να δίνουν οντότητα σ’ αυτό που είσαι και που είμαι. Τα μάτια ν’ αψηφούν το μαύρο και να βλέπουν πέρα απ’ αυτό. Η γύμνια των κορμιών να γίνεται αισθητή σ’ όλο το «είναι». Το χάδι να φέρνει ανταπόκριση σ’ ολόκληρο το σώμα. Η καυτή ανάσα ν’ αυξάνει τον πόθο για περισσότερο. Η επαφή και το τελείωμα να φέρνει γλυκιά ευχαρίστηση ηδονικών στιγμών. Ένα χαζό χαμόγελο σκιαγραφείται στα πρόσωπα. Ευτυχισμένη η στιγμή. Ήμασταν μαζί τότε που έγινε.

Όταν η νύχτα και η μέρα ανταμώνουν Όταν η νύχτα και η μέρα ανταμώνουν, εκεί που ο χωρόχρονος του παλιού και του καινούριου τέμνεται και γίνεται μηδέν, όπου όλα τελειώνουν και συνάμα όλα αρχίζουν, εκεί ψηλά σε ψάχνω και σε βρίσκω. Παρέα με το φεγγάρι και τ’ αστέρια που σταδιακά σβήνουν και με τον ήλιο που ανατέλλει χρυσοκόκκινος από τις απέναντι βουνοκορφές. Στον αφρό που κάνουν τα κύματα της θάλασσας, στα πουλιά που διασχίζουν το γαλάζιο τ’ ουρανού. Και αυτή η ησυχία τούτες τις ώρες και η αρμονία της πλάσης όλης, μου ανακατεύουν τα συναισθήματα για λίγο και πάλι στη θέση τους τα βάζουν. Σαν προσευχή είναι για μένα εκείνη η ώρα, γιατί σε φέρνει πιο κοντά όταν μου λείπεις πιο πολύ και σε χρειάζομαι.


μύρτιλο

Μήπως και μ’ απορρίψεις Μακάρι να μπορούσα να πω τι υπάρχει μέσα μου. Αν μπορούσα να σε κοιτάξω, θα το έκανα. Μα εγώ απλά κρυφοκοιτάζω για να μην καρφωθώ. Στην πραγματικότητα λατρεύω αυτά τα μάτια σου, γιατί με κάνουν να νιώθω γυναίκα. Μα σαν το βλέμμα μου ψηλαφίζει το κορμί σου, η καρδιά μου πεταρίζει, σαν τρελή χτυπά. Και όταν πηγαίνω προς εκείνα σου, τα λατρευτά σου μάτια, σφαλιάρα τρώω απ’ τον εγκέφαλο, κενό. Η μισή μου προσωπικότητα με κυριεύει, με μαστιγώνει, γιατί κυριεύεται από την ντροπή γι’ αυτό που είμαι και τη φοβία μήπως και μ’ απορρίψεις. Και μετά έρχεται η σιωπή, θεατής σε μια μάχη, γιατί μυαλό και καρδιά αυτό κάνουν μέσα μου. Κι εγώ... φυγάς και πάλι.

65


66

μύρτιλο

Ελένη Καρακατσάνη Honey Pepper Nemiroff

Ο

φθινοπωρινός βοριάς σάρωσε μια ασυνήθιστη παρέα προς τους σαστισμένους κοκκινολαίμηδες του άλσους Βεΐκου. Εφημερίδες, χαρτιά περιτυλίγματος και ένα μπαλόνι σε σχήμα ήλιου, προσφορά απρόσεχτων παιδικών χεριών, έδιναν μια πανηγυρική ατμόσφαιρα στις στοιχισμένες λεύκες. Μόνο τα πιτσιρίκια έδειχναν να τη συμμερίζονται, ουρλιάζοντας ανάμεσα στα πλαστικά βαρελάκια και τις λαστιχένιες κούνιες. Αντίθετα, οι συνοδοί τους, ενοχλημένοι από τη σκόνη που στροβιλιζόταν και ανακάτευε τα καλαθάκια φαγητού και τα θερμός, έψαχναν αφορμή για να τερματίσουν την καθημερινή αυτή επίσκεψη το συντομότερο δυνατό. Ο Γρηγόρης –Γκρεγκ για την αγαπημένη του– παρατηρούσε την αγωνία τους με κρυφή χαρά. Στο πρωινό του τζόγκινγκ, το πέρασμα από την παιδική χαρά ήταν περίπου υποχρεωτικό, καθώς επίσης και τα διασταυρωμένα πυρά από στερημένα βλέμματα γυναικών. Δεν θα έλεγε κανείς πως του ήταν δυσάρεστα ούτε και πως τα επιζητούσε. Ας θεωρήσουμε πως οι δύο πλευρές παρατηρούσαν με ενδιαφέρον η μια τη ζωή της άλλης. Κι όμως, το σημερινό δυνατό, ψυχρό αεράκι, αν και δρόσιζε τους καταπονημένους μύες του και τόνιζε την υπέροχη γράμμωσή τους, έστρεφε σε πιο πεζές ασχολίες την προσοχή των θαυμαστριών του. Τα σύννεφα και λίγες βροντές προειδοποιούσαν για επικείμενη μπόρα. Το πάρκο σε λίγη ώρα θα άδειαζε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνο το πρωινό, ο Γκρεγκ ένοιωθε περισσότερο αισιόδοξος. Ίσως να έφταιγε η εποχή. Ο Σεπτέμβρης... Ο μήνας των αποφάσεων για ανανέωση. Ίσως να απολάμβανε απλώς τα καινούρια κομμάτια στο i-phone. Tα ακουστικά τού έδιναν ρυθμό και κατανάλωναν γρηγορότερα τα χιλιόμετρα μαζί του. Είχε ήδη στα ρουθούνια του τη μυρωδιά του γαλλικού καφέ με άρωμα φουντούκι, που τον περίμενε στο μικρό του διαμέρισμα. Αγαπούσε και τηρούσε με πειθαρχία τις συνήθειές του. Το τρέξιμο, τη μουσική r&b, το καυτό ντους, τον πρωινό καφέ. Το γύρισμα του κλειδιού στην πόρτα σήμαινε γι’ αυτόν το ξεκίνημα της μέρας. “... Δεν περιμένω να με καταλάβεις. Μην προσπαθήσεις να με βρεις. Τα κλειδιά σου είναι στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Σ’ αγαπώ. Κριστίνα”. Στην αρχή δεν έδωσε σημασία στο σημείωμά της. Της άρεσαν τα σημειώματα, τα μηνύματα, οι υποδείξεις και οι προτροπές. ”Να μην ξεχάσεις πάλι τα φρούτα σου! Σαπίζουν!” με χαμογελαστό μαγνήτη πάνω στο ψυγείο. “Τα διαβάζεις όλα αυτά τα βιβλία ταυτόχρονα;” στο κομοδίνο του. Είχαν τόσο διαφορετικά ωράρια. Τα σημειώματα σα να κρατούσαν σε ισορροπία τη σχέση τους. Η Κριστίνα ήταν περήφανη για τα μαθήματα ελληνικών, τα οποία με πολύ κόπο είχε καταφέρει να ολοκληρώσει ξενυχτώντας πάνω στη γραμματική του Τριανταφυλλίδη. “Εγκώ μιλάω καλύτερα ελληνικά από όλους τους φίλους σου, κι ας έχω βαριά προφορά“, του δήλωνε με περηφάνια. Η Κριστίνα είχε εμμονή με την τάξη και την καθαριότητα στο σπίτι. Είχε πάρει τον έλεγχο της κοινής τους ζωής. Δεν ήταν σπουδαίο κατόρθωμα, καθώς ο Γκρεγκ είχε από καιρό αποφασίσει να παραδίδει αμαχητί τα σκήπτρα του ελέγχου από τη μητέρα του, σε κάθε μόνιμη σχέση του. Του άρεσε, τον βόλευε. Η σύντροφος αναλάμβανε τη φροντίδα του σπιτιού και την οργάνωση του ελεύθερου χρόνου. Εκείνος, το αμάξι και την on line πληρωμή των λογαριασμών. Από κοινού πραγματοποιούσαν τα ψώνια.


μύρτιλο

Τώρα αυτό. Τον έκανε να χαμογελάσει. Ουκρανικό μαύρο χιούμορ; Ίσως. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να στρωθεί στη δουλειά. Το κείμενο που περίμενε ο αρχισυντάκτης του, δεν ήταν ακόμη έτοιμο. Του έλειπε το κλείσιμο. Για τα επόμενα σαράντα λεπτά βρισκόταν απορροφημένος στην πάλη των λέξεων, στην επιλογή των κατάλληλων φράσεων. Το θέμα που είχε αναλάβει να σχολιάσει, ήταν τόσο τετριμμένο που απορούσε πώς, τόσα χρόνια μετά, φορούσε, σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη του, τον χαρακτηρισμό “φλέγον”. Ο επαγγελματισμός του Γκρεγκ άφηνε κατά μέρος τις προσωπικές αντιρρήσεις. Το άρθρο για την αύξηση της εγκληματικότητας στις τουριστικές περιοχές κατά τους θερινούς μήνες, είχε πάρει τον δρόμο της “αποστολής” πάνω στην ώρα που το στομάχι του άρχισε να αναζητά δυναμικό πρωτεϊνούχο πρόγευμα. Εικόνες και σύντομα βίντεο, τραβηγμένα από ερασιτέχνες στο Φαληράκι της Ρόδου, στη Χερσόνησο της Κρήτης, στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα. Εικόνες από μεθυσμένους Ευρωπαίους του Βορρά σε συμπλοκές με δικούς μας, εκκωφαντική μουσική και θλιβερά φώτα, κορίτσια με βλέμματα αποπροσανατολισμένα μεταξύ κεφιού και αδιαφορίας. Μασουλώντας εναλλάξ αραβική πίτα με κοτόπουλο και φρουτοσαλάτα “γκια να μη σαπίσουν...”, ο Γκρεγκ αποθήκευσε τις πηγές του στο 12GB USB stick. Στον νου του έφερε τις πρώτες τους κοινές διακοπές στη Μύκονο, το καλοκαίρι. Δεν είχαν περάσει παρά δώδεκα μέρες από το τελευταίο τους ξεφάντωμα στο Cavo. Υπό τους ήχους γνωστού DJ είχαν αποχαιρετήσει με όλες τις τιμές την τελευταία πανσέληνο του καλοκαιριού... Κι όμως, μέσα του, ένοιωθε πως περιπλανιόταν στις αναμνήσεις μακρινού παρελθόντος. Στο κινητό του σχημάτισε τον αριθμό της Κριστίνα. Ξαφνικά, ήθελε να ακούσει τη φωνή της. Είχε νοσταλγήσει την ατμόσφαιρα των διακοπών. Το τηλέφωνο ήταν αποστομωτικό. «Ο αριθμός που καλείτε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή...»

4

Άνοιξε τα μάτια του. Το θέαμα του σοβά που ξεφλούδιζε σαν κόκκινη χιονοστιβάδα, επιχειρούσε να σκεπάσει την ψυχή του, του προκαλούσε ασφυξία. Η αγαπημένη τους honey pepper βότκα Nemiroff με το κατακόκκινο τσίλι στην ετικέτα, είχε εγκαταλείψει τη συνηθισμένη της θέση στον καταψύκτη και είχε προσγειωθεί άδεια στην αγκαλιά του Γκρεγκ. Οι τρεις τελευταίες ώρες, κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν αλλεπάλληλα άγονα τηλεφωνήματα σε γνωστούς και φίλους καθώς και μια απλή περιήγηση στο σπίτι, ήταν αρκετές για να τον βυθίσουν σε μια γνωστή-άγνωστη άβυσσο απελπισίας και απραξίας. Η Κριστίνα συνήθιζε τις ξαφνικές αναχωρήσεις χωρίς πολλές εξηγήσεις, όμως αυτό το απέδιδε στον μυστικοπαθή χαρακτήρα της φυλής της. Τούτη εδώ η αναχώρηση, όμως, ήταν απότομη όσο και η πτώση με μπάντζι τζάμπινγκ και, το χειρότερο, χωρίς αιτία, χωρίς αφορμή. Έστω ένα καβγαδάκι, κάτι. Όλα της τα ρούχα, καλλυντικά, τσάντες, κοσμήματα, είχαν κάνει φτερά, προφανώς μαζί της. Τα μόνα που είχε αφήσει πίσω της, ήταν τα κλειδιά της και αυτό το αμφιλεγόμενο σημείωμα όπου τόνιζε με κεφαλαία γράμματα πόσο τον αγαπούσε. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν αυτό. Αγάπη και σκατά. Η Nemiroff τα είχε ξεδιαλύνει όλα. Ο Γκρεγκ τώρα ήθελε να σπάσει ό,τι έβρισκε μπροστά του. Όμως, το σώμα του είχε το βάρος γρανιτένιου βράχου. Ο ογκόλιθος σα να τον πλάκωσε και τον οδήγησε σε έναν ακόμη ταραχώδη και παράλογο ύπνο. Δεν άργησε να συνέλθει. Φίλοι και συνάδελφοι επιστρατεύτηκαν για να συνδράμουν στην υπόθεση ανασυγκρότηση Γκρεγκ. Πέρασε από όλα τα στάδια. Άρνηση. Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει σε μένα αυτό. Η Κριστίνα δεν είναι τέτοιος τύπος. Δεν είναι γκόμενα που φεύγει και εγκαταλείπει. Ίσως και να κινδυνεύει η ζωή της. Μπορεί να την έχουν απαγάγει. Μπορεί να έχει μπλέξει με την ουκρανική μαφία, με εμπόριο όπλων, υποθέσεις ναρκωτικών. Μήπως να ειδοποιούσα την αστυνομία; Οργή.

67


68

μύρτιλο

Η ηλίθια Κριστίνα και κάθε ηλίθια γυναίκα! Εάν δεν της υποσχεθείς μονιμότητες και δαχτυλίδια, μετά από ένα χρόνο που το παίζει ανεξάρτητη και απελευθερωμένη από συμβάσεις, εξαφανίζεται. Ψέματα, όλα ψέματα! Και η αγάπη που μου είχε, και η στοργή που μου έδειχνε! Σίγουρα θα κυνηγάει κάποιον καραφλό φραγκάτο. Και θα χαμογελάει με αυτοπεποίθηση, καθώς θα την κερνάει Nemiroff στην παραλιακή. Κάτω τα χέρια από τη βότκα μας! Δεν έχετε δικαίωμα πάνω της! Είναι δική μας! Θα τους ανακαλύψω και θα τους σπάσω τα μούτρα! Νοσταλγία. Ώρες ατελείωτες, παρέα με φωτογραφίες. Στο τραπέζι της κουζίνας, το αγορασμένο μετά από τρίωρες σκληρές διαπραγματεύσεις στο Habitat. Κουβάλημα με το Swiftάκι στο σπίτι. Τώρα, όλα τα κοινά, ευτελή, αγαπημένα αναμνηστικά τους, στοιχισμένα πάνω του. Το πρώτο τους κοινό εισιτήριο με υπερταχεία για Θεσσαλονίκη. Βραχιολάκια, παρεό, δακτυλίδια, τατουάζ χένας. Όλα αγορασμένα επί δύο πανομοιότυπα (τα δικά της τα είχε πάρει μαζί της), φώναζαν την απουσία της και, μέσα σε τρεις μήνες, εκτός που οδηγήθηκαν στο καλάθι των αχρήστων, οδήγησαν και τον Γκρεγκ βαθμιαία στην... Απώθηση. Η απώθηση συνεπάγεται αλλαγή στην εξωτερική εμφάνιση. Απώλεια επτά κιλών και, ταυτόχρονα, επιμελώς ατημέλητη εμφάνιση: πάντοτε ακριβής μάρκας φαρδιά παντελόνια, συνήθως λυμένα κορδόνια από ορειβατικά αθλητικά, T-shirt με ευρηματικά λόγκο χέβι μέταλ συγκροτημάτων, άγνωστων ακόμη και στον γείτονά τους που καλεί την αστυνομία για φασαρία στο διπλανό γκαράζ. Και, φυσικά, μια συμπαθητική μικρή γενειάδα. Ο Γκρεγκ είχε μεταμορφωθεί πλήρως σε μάρτυρα του πληγωμένου του εγωισμού. Η υπόθεση Κριστίνα είχε και κάτι καλό για εκείνον. Συνειδητοποίησε πως δεν του πήγαινε καθόλου η δημοσιογραφία του λάπτοπ και του καναπέ. Τώρα πια, δεν υπήρχε κάποιος στο σπίτι να τον περιμένει. H Ιλόνα φρόντιζε δύο φορές την εβδομάδα να κρατά καθαρό το διαμέρισμα και να κάνει τα λίγα ψώνια. Ο πραγματικός δημοσιογράφος ήταν ο μάχιμος. Δεν το λένε τόσα χρόνια; Οι καιροί ήταν δύσκολοι για να του παρέχεται φωτογράφος. Μετά από εντατικά μαθήματα επαγγελματικής φωτογραφίας, εξοπλίστηκε με ψηφιακή Canon, γιλέκο πολλαπλών θέσεων, το μαγνητοφωνάκι στην τσέπη, και βγήκε στο κυνήγι του ρεπορτάζ. Εάν εφευρεθεί ποτέ μηχάνημα που θα ακτινογραφεί τη βαθύτερη σκέψη, ο Γκρεγκ θα έπαιρνε τον φάκελο με τα παρακάτω αποτελέσματα. Deeper thoughts scanning results: Σε ποσοστό 100% αυθόρμητα καθαρής σκέψης και ακρίβεια 95 μοιρών, τα νούμερα της εξέτασης έχουν ως εξής: 25% διαύγεια 25% απωθημένα 15% διάθεση για εκτόνωση μέσω εργασίας 35% προσπάθεια εντοπισμού προσώπου πρόσφατα εξαφανισμένου Η υπόθεση Κριστίνα είχε μεταλλαχθεί σε ιερό πόλεμο ενάντια στα τρυφερά συναισθήματα που κάποτε είχε εκδηλώσει. Τι περίμενε λοιπόν; Έξι μήνες τώρα, η κοπέλα δεν είχε δώσει την παραμικρή ένδειξη προσπάθειας επικοινωνίας. Ξεκίνησε την επιχείρηση “σκούπα”. Το πακέτο “σκούπα” περιελάμβανε, εκτός αυτής, και όλους τους καλούς του φίλους, με τους οποίους είτε τσακώθηκε άδικα είτε πάγωσε τη μεταξύ τους επικοινωνία. Τα κόλπα αυτοάμυνας δούλεψαν αρκετά καλά, και η ζωή συνεχιζόταν. Μόνο η αδρεναλίνη του εκτινασσόταν πότε-πότε στα ύψη, έξω από τα δικαστήρια, μετά το τέλος εκδίκασης περίεργων υποθέσεων που αφορούσαν (γιατί άραγε;) αλλοδαπές. Οι αρχισυντάκτες τον πήραν μυρωδιά και άρχισαν να του αναθέτουν ταξίδια με κυνηγετικούς στόχους: Φιμώσεις δημοσιογράφων στη Μόσχα, παράνομες εισαγωγές Καλάσνικοφ στα ελληνοαλβανικά σύνορα, σκάνδαλα συγκάλυψης ραδιενεργών διαρροών.


μύρτιλο

Ο κόσμος του Γκρεγκ είχε μεταλλαχθεί. Οι υγιεινές του συνήθειες, το τρέξιμο, η πράσινη, βιολογική διατροφή, το διάβασμα, ο επαρκής ύπνος είχαν όλα βουλιάξει σε μια άβυσσο σκοτεινή. Στην επιφάνεια είχε αναδυθεί τώρα, αφενός μεν η υπέρμετρη κατανάλωση αλκοόλ και πρόχειρου φαγητού, αφετέρου δε το ατέλειωτο ξενύχτι παραμονεύοντας το λαβράκι της επ’ αυτοφώρω είδησης. Κι όταν δεν υπήρχε κάποια είδηση του υποκόσμου να θηρευτεί, αλλεπάλληλες εικόνες μίσους και βίας παρελαύνουν στην οθόνη του και γεμίζουν καφκικό τρόμο την ψυχή του, πάντα με μια βότκα στο πλάι του, τελευταίο απομεινάρι της σχέσης του.

4

“Κυρίες και κύριοι, σε δέκα λεπτά πλησιάζουμε στο αεροδρόμιο του Κιέβου...” Η γλυκιά και σίγουρη φωνή της αεροσυνοδού τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Έριξε μια ματιά έξω. Πυκνά σύννεφα και κενά αέρος προκαλούσαν ελαφρές αναταράξεις στο αεροσκάφος. Στο κεφάλι του σφυροκοπούσε ένας τραγικά μόνιμος πονοκέφαλος. Άργησε να συνειδητοποιήσει που βρισκόταν και γιατί. Ο Τάιλερ τον ενημέρωσε. “Επιτέλους, πλησιάζουμε στον παράδεισο, Γκρεγκ. Μη με κοιτάς με αυτό το βλέμμα! Δείξε μου εμπιστοσύνη για μερικές ώρες ακόμη! Άλλωστε, σε λίγο, θα βρισκόμαστε στο ξενοδοχείο, και θα έχεις ξεχάσει τούτο το άθλιο αεροπλάνο.” Αλλιώς φανταζόταν ο Γκρεγκ την πρώτη του επίσκεψη στην πατρίδα της. Δεν είχαν σχεδιάσει ποτέ κάποιο ταξίδι. Κι όμως, όταν ξεχνιόταν και ταξίδευε στη γαλάζια θάλασσα των ματιών της, η ανήσυχη και περίεργη φύση του, του δημιουργούσε ερωτηματικά για τον τόπο καταγωγής της, για τους ανθρώπους που της έδωσαν ζωή. Τώρα, πλέον, όλα αυτά τον διαπερνούσαν σαν αστραπές. Ένα εκτυφλωτικό φλας μπακ, ένα ανεπαίσθητο τσίμπημα βελόνας. Το Κίεβο είχε την ίδια σημασία γι’ αυτόν όσο το Καρπενήσι ή η Ζυρίχη. «Κοίτα, φίλε! Για πρόσεξε λίγο τα διαφημιστικά πανό!» Ο Τάιλερ τον έβγαλε απ’ τις σκέψεις του. Ο Γκρεγκ καθάρισε όπως-όπως το θολό τζάμι του ταξί. Παρατήρησε το τυπικό βροχερό τοπίο μιας βόρειας πόλης, όπου η αίσθηση ανατολή-δύση της μέρας καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από τους δείκτες του ρολογιού. Τα πορτοκαλί φώτα του δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, τα κιτρινισμένα φύλλα σε αναιμικά δένδρα, εναλλάσσονταν με διαφημιστικά πανό. Η πόλη, τα φώτα και τα απρόσωπα κτήρια για την εργατιά, χαρακτηριστικά μιας άλλης εποχής, είχαν αρχίσει δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους. “Η ανάδειξη της Μις Ουκρανία, σήμερα στις 8.00 μ.μ., σε πανεθνικό δίκτυο, σε απευθείας μετάδοση”, έσπευσε ο Τάι με τις άριστες γνώσεις στην ουκρανική να τον ενημερώσει. Το λαμπερό χαμόγελο της αντίστοιχης τοπικής Ελένης Μενεγάκη, ως οικοδέσποινας των καλλιστείων, καλούσε το 45% της τηλεθέασης να είναι εκεί, μπροστά στους δέκτες, μήπως και πάρουν κάποια από τα λεφτά τους οι χορηγοί. Φυσικά, εκ των ων ουκ άνευ, η βότκα Nemiroff είχε την τιμητική της. «Έπρεπε να το περιμένω», σφύριξε ανάμεσα στα δόντια του ο Γκρεγκ. «Ίσως, όμως, έτσι να είναι καλύτερα. Να τελειώνω πια με τη βότκα και να πάρει σειρά η τεκίλα». Ο Τάιλερ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του. «Φίλε μου, σε αυτήν την εκδήλωση, έχουμε VIP διαπιστευτήρια και πρόσκληση για το πάρτι των νικητριών. Βότκα, τεκίλα, ουίσκι και κορίτσια. Τι άλλο θέλει ένας άνδρας από τη ζωή του; Όχι, πες μου!» «Μερικές χιλιάδες ευρώ στην τράπεζα. Έτσι, για μια δύσκολη ώρα, Τάι...» «Αμάν, πόσο σου αρέσουν τα κλισέ! Ελπίζω, τουλάχιστον, η βραδιά αυτή να κάνει ένα λίφτιγκ στα μούτρα σου. Σαν μπουλντόγκ που έχει δυσπεψία είσαι, μωρέ αδερφάκι μου. Κι αυτό το μούσι... Please! Σαράντα πέντε χρόνια μετά τον Τσε... Έλεος πια!» «Τάι, αν και Αμερικανός, έχεις πλήρως εξοικειωθεί με την ελληνική νοοτροπία. Αντί να σε τρέχω εγώ στα μπουζούκια να εκτονωθείς, με τραβάς εσύ σε καλλιστεία, σε μέρη άγνωστα και σκοτεινά. Ελπίζω μόνο να βγούμε ζωντανοί από κει μέσα».

69


70

μύρτιλο

«Αυτή η μανία σου, Γκρεγκ, με τις επιθέσεις της μαφίας... Πρόσεξε, διότι το Σύμπαν μπορεί και να σου τις προσφέρει. Εντάξει, δεν μπορείς να κάνεις πίσω, φτάσαμε. Paris, babe, here I come!» Ο Τάι, φυσικά, δεν έκανε ολόκληρο ταξίδι για τη σωτηρία της ψυχής του κολλητού του. Δουλειά του ήταν, ως ανταποκριτής της ψηφιακής έκδοσης της International Herald Tribune, να τρέχει και να καλύπτει κάθε γεγονός με διαφημιστική βαρύτητα που του ανέθετε η εφημερίδα και αφορούσε στην Ελλάδα και τα ευρύτερα Βαλκάνια. Ευτυχώς για τον πονοκέφαλο του, ο φίλος του θα τηρούσε τριών ωρών σιγή. Είχε κλείσει ξεχωριστά δωμάτια.

4

Στις οκτώ ακριβώς, το ταξί τους άφησε στην είσοδο του INTERCONTINENTAL Kiev. Ο Γκρεγκ δεν πρόλαβε να εντυπωσιαστεί από την πρόσοψη του κτηρίου που έμοιαζε με τσαρικό παλάτι, καθώς ένα πλήθος από συναδέλφους δημοσιογράφους συνωστίζονταν στην είσοδο, επιδεικνύοντας τις άδειες εισόδου για την αίθουσα της συνέντευξης τύπου. Η Πάρις Χίλτον, από τη νέα φουρνιά αργόσχολης διασημότητας, και ο Ζαν-Κλοντ Βαν Νταμ, παλαίμαχος πρωταγωνιστής ταινιών δράσης, είχαν προσκληθεί στην κριτική επιτροπή για την ανάδειξη της Μις Ουκρανία. Το άκουσμα του ονόματός τους έδινε κύρος και αίγλη σ‘ αυτά τα περιφερειακά καλλιστεία. Μαγνήτιζε την προσοχή των διεθνών ΜΜΕ. Στην αίθουσα Τύπου όλα ήταν έτοιμα: το γραφείο με ντεκόρ τα πανό των χορηγών, τα φώτα σωστά εστιασμένα, τα μικρόφωνα συντονισμένα. Οι δημοσιογράφοι, αναγκαστικά, ποδοπατούσαν τις λιγοστές καρέκλες, προσπαθώντας να πετύχουν μια προνομιακή θέση για την Press Conference. Η μεγάλη στιγμή δεν άργησε να έλθει. Και να μην καταλάβαινε κανείς τι γινόταν, ένας βόμβος ενθουσιασμού ξεσήκωσε και τους λιγοστούς ψύχραιμους που κείτονταν αργοπορημένοι και παραπονεμένοι στις τελευταίες θέσεις. Τα φλας άστραψαν καθώς η Πάρις και ο Ζαν-Κλοντ έκαναν την εμφάνισή τους, με εκφράσεις ευφορίας και ικανοποίησης από τον όγκο των δημοσιογράφων και τα απίστευτα φλας και τηλεοπτικά συνεργεία τα οποία κατέγραφαν και την παραμικρή κίνησή τους. Ο λόγος του προέδρου της οργάνωσης επιτροπής ήταν καθησυχαστικά σύντομος. Η γενική απαίτηση ήταν, φυσικά, να ακουστεί το καλωσόρισμα από τη διάσημη προσκεκλημένη. Πράγματι, η Πάρις καλησπέρισε και ευχαρίστησε με γενναιόδωρα χαμόγελα όλους: τους οικοδεσπότες, τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής, αλλά και τους χορηγούς. Είχε επίσης την καλοσύνη να τους αναφέρει όλους ονομαστικά. Ο Γκρεγκ δεν θυμάται εάν ακούστηκε το όνομα της βότκας. Η καρδιά του αποφάσισε να κάνει φιγούρες καποέιρα, μετά από τόσων μηνών μελαγχολική απραξία. Διότι, πρωτίστως, ήταν η καρδιά που ξεσηκώθηκε από μια περίεργη οικεία ταλάντωση, προκαλούμενη αποκλειστικά μέσω κοσμικών εκρήξεων και, δευτερευόντως, από τη διέγερση ακουστικών νεύρων που προκάλεσε η φωνή της Κριστίνα. Γύρισε κι έψαξε το βλέμμα ενός, επίσης συνεπαρμένου, Τάι. “FEMEN! H Ουκρανία δεν είναι μπουρδέλο! Τα καλλιστεία είναι πρόσχημα της ολιγαρχίας, για να χαίρονται οι λίγοι τη συντροφιά νεαρών γυναικών που, ερήμην τους, οδηγούνται στην πορνεία!” Και αν ήταν μόνο η φωνή της Κριστίνα, ο Γκρεγκ θα μπορούσε να χειριστεί το γεγονός ως παραληρηματική έκφραση του υποσυνείδητού του. Το υποσυνείδητο, όμως, δεν είχε καμία σχέση με το εδώ και το τώρα, με τη γυμνόστηθη εμφάνιση της γυναίκας της ζωής του, με τα λόγια που εκστόμισε, με τον πανικό που δημιούργησε. Ο γρανιτένιος όγκος πλάκωσε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, τον άναυδο Γκρεγκ. Οποιαδήποτε προσπάθεια κατέβαλαν, εκείνος και ο φίλος του, ο Τάι, έστω να πλησιάσουν να δουν τι ακριβώς γίνεται, ήταν μάταιη. Το συμβάν είχε διαρκέσει λιγότερο από ένα λεπτό. Άλλο τόσο χρειάστηκε μέχρι να αποκατασταθεί η τάξη, και να απομακρυνθεί η ταραξίας από τις δυνάμεις ασφαλείας. Με ένα παγωμένο χαμόγελο του στιλ «σιγά και τι έγινε τώρα», η Πάρις, συνηθισμένη από την αναταραχή και τα ευτράπελα, συνέχισε την ομιλία της.


μύρτιλο

Στην άκρη της αίθουσας, ο Γκρεγκ δεν παρακολουθούσε πια τη δράση. Στο μυαλό του προβαλλόταν, επιτέλους, ολόκληρο το θεατρικό έργο. Όλα τα κομμάτια της υπόθεσης που έλειπαν, είχαν μπει στη θέση τους. Ο γρανιτένιος βράχος έγινε σχέδιο σε κουρτίνα αυλαίας. Το έργο ήταν μονόπρακτο και η ηρωίδα μοναδική. Σκηνές από τηλεφωνήματα που δεν τον άφηνε να ακούσει, διηγήσεις σχετικά με τις αδελφές της και κάποιο δράμα που αποσιωπούσε “για να μη σε φορτώνω τώρα με τα ντικά μου”, το ενδιαφέρον και το πάθος που έδειχνε σε συζητήσεις σχετικά με το trafficking, τη σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ προς την Ελλάδα, το Ισραήλ και τις αραβικές χώρες. Η ευαισθησία και η προστασία που του παρείχε και οι παρερμηνείες του για κάθε της κίνηση. Πάνω από όλα, η άρνησή του να ψάξει τα αρχεία της, να φερθεί ως αληθινός ρεπόρτερ-ερευνητής για την ίδια του τη σχέση. Ο φόβος του ότι θα ανακάλυπτε κάποιον άλλον. Ο χρόνος που άφησε να πάει χαμένος, αλλάζοντας την εξωτερική του εμφάνιση για να καθησυχάσει τη νιρβάνα του. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. Τώρα, λυτρωτικές ενοχές και τύψεις τον κατακλύζουν. Αχ, βρε Κριστίνα!

4

Τι γίνεται σ’ αυτήν την πόλη, στις κατ’ ιδίαν σχέσεις των ανθρώπων της; Τι υποπίπτει στην αντίληψή µας και τι όχι; Τι οµολογείται και τι όχι; Τι είναι όνειρο και τι πραγµατικότητα, τι ζωή και τι φαντασία, τι παρόν και τι µέλλον; Ένα πλέγµα από στιγµές και εικόνες όπως αποτυπώνονται από µια παρέα που γράφει και συν-γράφει στο ισόγειο της οδού Μασσαλίας.

Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν

Ο φθινοπωρινός βοριάς ξεσήκωνε και στροβίλιζε τα φύλλα των αγέρωχων σημύδων στο Νίβκι Παρκ. Σάρωνε και πάγωνε μέχρι και τις γούνες των ατίθασων σκίουρων στα περίχωρα του Κιέβου. Η δύναμή του, σε κάθε περίπτωση, προκαλούσε εντονότερα γέλια και ζωηρές κραυγές στην ομήγυρη των πιτσιρίκων της παιδικής χαράς. Το καθημερινό, βιαστικό πέρασμα του ωραίου Έλληνα, προξενούσε επιφωνήματα θαυμασμού από τις συνοδούς που, κρυφογελώντας, αναγνώριζαν και σχολίαζαν διακριτικά μεταξύ τους, τον μοναδικό άνδρα-ενεργό μέλος σε ακραία φεμινιστική οργάνωση. Ο Γκρεγκ είχε διατηρήσει στο ακέραιο τις συνήθειές του. Τα ακουστικά εξακολουθούσαν να μεταδίδουν εκκωφαντική μουσική. Ο ιδρώτας, καυτός, είχε μουσκέψει την κολεγιακή του μπλούζα. Ο νους του ήταν πάντοτε συντονισμένος με το ζεστό ντους και τον γαλλικό καφέ με άρωμα μόκα που τον περίμενε στο σπίτι. Στη ζωή του είχε επιτρέψει να εισβάλει εκ νέου ο έρωτας και όλων των ειδών οι αλλαγές και οι εκπλήξεις που τον ακολουθούν. Στο μικρό τους διαμέρισμα, τέσσερις οθόνες κατορθώνουν να δίνουν ατμόσφαιρα διαστημικού σταθμού. Εικόνες από κρυφές κάμερες, σε επιλεγμένους χώρους διασκέδασης και συνάντησης, που παρακολουθούν και καταγράφουν ύποπτες κινήσεις και στοιχεία. Οι εικόνες αυτές έχουν αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή του, καθώς η αγαπημένη του ασχολία, το κυνήγι μαγισσών, έχει πλέον συγκεκριμένους και διαφανείς στόχους. Μόνο οι καλοκαιρινές διακοπές στη Μύκονο έχουν μείνει σταθερές. Ακόμα κι εκεί, όμως, τέλος στο αλκοολικό ξεφάντωμα στο Cavo Paradiso. Η παραλία της Μυρσίνης, η υπέροχη βεράντα τους –φιλοξενούνται από κάποιον μεγιστάνα του ρωσικού Τύπου– έχει βρει μια νέα θέση στην καρδιά του. Στην πανσέληνο του Αυγούστου, γύρω από μια ζωηρή φωτιά (δυνατού βοριά επιτρέποντος), το κέφι της παρέας συνοδεύει πλέον μόνο η τοπική ρακή και το τσίπουρο...

Ροδούλα Ζορμπά Ελένη Καρακατσάνη Ελευθερία Μπαφαλούκα Έλσα Παντοπούλου Κίρκη Ραφαηλίδου Ρόη Σκάρα

7:30 μ.μ. στην οδό

Μασσαλίας

...Πάνω του καθόταν ο Μωυσής και έδινε στο Θεό – που έμοιαζε με το Σατανά – δέκα εντολές χαραγμένες σε πλάκα... ...Ο βαρύς του σκελετός και τα μεγάλα του ρουθούνια τον έκαναν να μοιάζει με νονό της νύχτας κι ας ήταν ένας απλός περιπτεράς... ..Όταν η κυρία Μυρσίνη πέταξε τα υπολείμματα από το φάρμακο και τη σύριγγα, έβαλε από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και στους δυο τους... ...Δεν ξέρω ποιος τρόμαξε περισσότερο όταν εμφανίστηκε ξαφνικά από την μπαλκονόπορτα, εκείνη πάντως μίλησε πρώτη...

7:30 μ.μ. στην οδό Μασσαλίας

Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν

...Ήταν νύχτα αργά όταν έφτασε ο Κ. Εσείς την ίδια στιγμή κολυμπούσατε στην ανυπαρξία του χρόνου... ...Με τη γεύση ενός υπέροχου επαγγελματικού φιλιού που δεν ανήκε σε μένα, γύρισα έντρομος να αντικρίσω την « Ώρα της Κρίσεως» εκφρασμένη στα μάτια της κόρης μου...

ISBN 978-960-98931-5-2

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσελότος

ZZ Η Ελένη Καρακατσάνη συμμετέχει με διηγήματα στον συλλογικό τόμο με τίτλο «7.30 στην Οδό Μασσαλίας» (εκδ. Οσελότος, 2009).

71


72

μύρτιλο

Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα Σκοτάδι στον ήλιο Τον έρωτα οι θεοί στη γη τον κατεβάσαν, στων ανθρώπων τις καρδιές αυτοί τον εμπολιάσαν. Κι έτσι έγιν’ ο έρωτας αιτία να σβήσει η δυστυχία και του πολέμου η εστία. Ναό τρανό οι άνθρωποι για να υμνούν τον έρωτα εχτίσαν, να ευχαριστήσουν τους θεούς, γι’ αυτό που τους χαρίσαν. Όμως απ’ του σκοταδιού τα βάθη ξεμυτίσαν, βρυκόλακες ανέραστοι με μαύρες κι άσπρες φορεσιές, στο φως εβγήκαν. Το μέγα δώρο των θεών αυτοί το αγνοήσαν και τον ναό του έρωτα, με μίσος εγκρεμίσαν. Των θεών τα πονεμένα βογκητά απ’ τα ουράνια μέσα ακουστήκαν. Για την πράξη των βρυκολάκων τη βέβηλη οι άνθρωποι τιμωρηθήκαν.


μύρτιλο

Ελλάδα Ελλάδα μου Ερωτά μου Άνοιξε την αγκαλιά σου για να περάσω απ’ το διάσελο του κορμιού σου Και ’κει μέσα, ν’ αφήκω σάρκα και πνέμα Και μ’ ευλάβεια ιερή με τα δάκρυα των στοχασμών μου να κοινωνήσω των άχραντων μυστηρίων της μακραίωνης ιστορίας σου Κ’ ύστερα να φύγω βαδίζοντας προς τα ’κει που δύει ο ήλιος

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-ΠΛΑΤΩΝ

ΔΕΛΤΑ

ZZ Το ποίημα «Σκοτάδι στον ήλιο» προέρχεται από την 1η ποιητική συλλογή του Αλεξ. Πλάτωνος Δέλτα. «Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού» ενώ το ποίημα «Ελλάδα» είναι από το νέο ποιητικό βιβλίο του με τίτλο «Μεσημβρινό Ηλιοτρόπιο» που θα κυκλοφορήσει εντός του έτους. Ο Αλέξανδρος Πλάτων Δέλτα έχει εκδώσει 10 ποιητικές συλλογές, ένα θεατρικό, ένα πολιτικοκοινωνικό και δύο ποιητικά έργα.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ-ΠΛΑΤΩΝ ΔΕΛΤΑ

Ερως Εν πλω

Άλλα έργα του Αλέξανδρου-Πλάτωνος Δέλτα Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού [1995] Περίπατος στο μισό σκοτεινό της πολιτείας [2000]

Σεργιάνι στο περιβόλι με τις αναμνήσεις [2001]

Ἔρως ἐν πλῷ

Των δακρύων τα παιδιά [2001]

Διατομή [2001]

Οι μικρομεσαίοι [2002]

Οι σκοτεινοί φράκτες του ουρανού [2003] Σαμάλα [2003]

Μέρμηγκας ο Μέγας [2003]

ISBN 978-960-9499-45-3

Γκουαντανάμο [2003] ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail : ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

οσ ελότος

Ταξιδεύοντας με το Χρυσάνθεμο [2011]

73


74

μύρτιλο

Κυράνη Γεράνη Απόσπασμα από το βιβλίο «Το Σύννομον άστρο»

«Κ

αι που αγωνιζόσαστε τι έγινε; Γιά πες μου ένα παράδειγμα! Το ογδόντα τοις εκατό του πληθυσμού της Γης στην εξαθλίωση και το είκοσι στην ευημερία. Έτσι ήταν κι έτσι θα είναι, κι εγώ απλώς θέλω να είμαι με το είκοσι!» «Καλά, αυτό δεν το περίμενα... από σένα τουλάχιστον! Υποτίθεται ότι είσαι ένα καλλιεργημένο άτομο. Κρίμα τους τόμους που διαβάζεις. Τι είναι; Αισθηματικές ιστορίες ή αστυνομικές περιπέτειες; Δεν κάνεις που δεν κάνεις τίποτα, τουλάχιστον διάβασε κάτι της προκοπής ν’ ανοίξει το μυαλό σου. Η άλλη, τουλάχιστον, έκανε και δυο παιδιά να φροντίζει. Εσύ τον εαυτούλη σου μονάχα και δεν πά’ να καεί ο κόσμος... Ή μήπως αν ήταν όλοι ’‘φιλήσυχοι’’ και ’‘μορφωμένοι’’ και ’‘φιλοσοφημένοι’’ σαν κι εσένα θα ήταν καλύτερος ο κόσμος; Μάλλον αυτήν την ιδέα έχεις. Έχει, βλέπεις, και η τεμπελιά τη γοητεία της. Άσε που αν ήταν σαν κι εσένα, ειδικά, μετά από μία τέτοια γενιά το ανθρώπινο είδος θα εξέλιπεν οριστικώς. Όχι πως είναι καλύτερη η άλλη. Το ίδιο πράγμα είναι. Την ησυχία της κι αυτή και δεν πά’ να καεί ο κόσμος!» «Δηλαδή, εσύ είσαι η αίρουσα τις αμαρτίες του κόσμου; Ζεις τόσο εξωτερικά...» «Εγώ;» «Ναι, εσύ! Μόνο τα προβλήματα της κοινωνίας και της ανθρωπότητας εν γένει σε απασχολούν και δεν κοιτάς που έχεις στερήσει από το παιδί σου το δικαίωμα να γνωρίζει ποιος είναι ο πατέρας του! Ακούς εκεί, έχασες τις μέρες... Ξέρεις τι γίνεται σ’ όλον τον κόσμο και δεν... δεν ξέρεις τι γίνεται ανάμεσα στα πόδια σου, και μας κατηγορείς τώρα για κοινωνική αδιαφορία!» «Και το δικό σου το κατόρθωμα ποιο είναι, που πετάγεσαι κι εσύ; Πήρες ένα διαζύγιο μόλις σε κεράτωσε ο άντρας σου και το παίζεις και ηρωίδα! Η ’‘αποφασιστική’’, η ’‘απελευθερωμένη’’, η ’‘δυνατή’’, που δεν ανέχεται τέτοιες καταστάσεις και δεν συμβιβάζεται... Σιγά την επανάσταση!» «Ενώ εσύ, που αλλού δεν έχεις το μυαλό σου παρά πώς να πας με τον γκόμενο, είσαι καλύτερη... Ολόκληρη γυναίκα, σε ραντεβουδάκια, ξενοδοχεία, μπαράκια, πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον, σαν κανένα εικοσάχρονο, και κατά τ’ άλλα η σοβαρή κυρία που βγαίνει με τον σύζυγο, ο οποίος την έχει κερατώσει κι αυτός με τη μισή πόλη, παίρνουν τα παιδάκια τους, μπαίνουν στ’ αυτοκίνητό τους και πάνε το Σαββατοκύριακο στο εξοχικό, να τους βλέπουν οι συγγενείς και οι γείτονες πόσο επιτυχημένη κι ευτυχισμένη οικογένεια έχουν!» «Η ακτιβίστρια και οι οργανώσεις της και οι συμμετοχές της... Ομπρέλες που κρύβουν την προσωπική της ανευθυνότητα και την καταξιώνουν σε μια ανεύθυνη κοινωνία ηλιθίων. Ό,τι κι αν διαβάζω είναι καλύτερο από τις καταγγελίες, τις ανακοινώσεις και τα μανιφέστα σου. Κάθε σου συλλογικότητα δεν είναι παρά το άθροισμα πολλών άθλιων ατομιστικών “εγώ”, που τη χώνονται οπουδήποτε για να βολευτούν παντοιοτρόπως, είτε ψυχολογικά, είτε κοινωνικά, είτε δεν ξέρω πώς αλλιώς. Ο καθένας ξεχωριστά τι είσαστε; Τι κάνετε; Φερεφωνάκια. Ποταπές κατωτερότητες, θλιβερές μετριότητες. Η παύλα. Η γλίστρα για την κατρακύλα στον βόθρο του κάθε -ισμού. “Τα δικά μας παιδιά”, και “ναι, αυτός είναι δικός μας”, και “όχι, ο άλλος δεν είναι”, και τα ίδια σκατά κι εσείς! Και μετά λένε για τους μασόνους!»


μύρτιλο

«Σου έχει στρίψει και πετάχτηκες πάλι, ε; Ισοπεδώνεις τα πάντα σαν το μυαλό σου! Σου έχει πειράξει η αγαμία τον εγκέφαλο... Όχι ένας ψυχίατρος, όλα τα ψυχιατρεία μαζί δεν σου φτάνουν!» «Μιλάει η αναρχοπουτάνα!» «Από αγαμοπουτάνα, καλύτερο! Για τα ζώα, που τα αγαπάς, έχεις σκεφτεί τι κάνεις μόνη σου και τι κάνει μια φιλοζωική οργάνωση;» «Αν ο καθένας έκανε ό,τι εγώ, και αν υπήρχαν νόμοι άρτιοι και επαρκείς και αν εφαρμόζονταν πλήρως και αν ήταν σεβαστοί απ’ όλους, δεν θα χρειάζονταν οι οργανώσεις. Όχι μόνο για τα ζώα, αλλά για τα πάντα. Αλλά όλοι οι ανάπηροι νόμοι αντικατοπτρίζουν τις φατρίες σας που τους καταρτίζουν και τους συντηρούν έτσι ανάπηρους, για να έχουν λόγο ύπαρξης και οι ίδιες και μαζί τους κι εσείς, το κάθε φυσικό πρόσωπο-μέλος. Καθένας σας, ένα μηδενικό πίσω από μια οργάνωση. Έτσι αποκτάτε προσωπική και κοινωνική υπόσταση. Μέσα στο κοπάδι. Έτσι επικρατείτε. Πότε η μία, πότε η άλλη, εδώ η μία, εκεί η άλλη, κι ένας κόσμος σκατά!» «Είσαι μια ψυχοπαθής φασίστρια! Για εγκλεισμό είσαι!» «Ούτε οργανώσεις και φασαρίες ούτε να κάνει ο καθένας από μόνος του ό,τι νομίζει. Ησυχία θέλουμε και όχι αναστάτωση. Ούτε από συλλόγους ούτε από άτομα. Να είναι ασφαλείς οι οικογένειές μας και η κοινωνία μας. Αυτό θέλουμε. Αλλά μιλάτε έτσι και οι δυο σας επειδή ούτε έχετε οικογένεια ούτε πιστεύετε σ’ αυτήν. Αλλά η οικογένεια είναι το κύτταρο της κοινωνίας και από κει ξεκινούν όλα, αλλά πού να το καταλάβετε!» «Καλά, τη χάρη να ξεράσω εδώ μέσα δεν θα σου την κάνω...» «Και να ξεράσεις και να χοροπηδήσεις, δεν μπορείς να μην παραδεχτείς ότι οι νόμοι, το κράτος, η Εκκλησία, η θρησκεία και η οικογένεια είναι που κρατούν, εδώ και αιώνες, τις κοινωνίες μας και δεν έχουμε φάει ο ένας τον άλλον. Χάρη σ’ αυτούς τους θεσμούς ζούμε πολιτισμένα!» «Πλέοντας σε πελάγη μαλακίας... Εντάξει». [...] Κόντευε να βραδιάσει όταν έφτασαν στην πλατεία του χωριού. Αγκαλιάζονταν οι μπουκαμβίλιες με τοίχους και με δέντρα, μοσχοβολούσαν νυχτολούλουδα, αγιοκλήματα, φλογισμένες οι μεθυστικές σαμήρες, ρόδα και γιασεμιά. Απ’ της εκκλησιάς τη στέγη ξεχύνονταν οι ζεύκλειες με τους μπλε ανθούς και τους σεντεφένιους μίσχους, τα βελούδινα αγιόφυλλα στεφάνωναν με πορφύρα τη μαρμαρένια κρήνη των στοιχειών και στις γύρω αυλές, βαθιά από το δειλινό βαμμένες, καμάρωναν οι ντάλιες μες στις γλάστρες και οι στρέλιες στα παρτέρια. Άναβε κάποιος τους μεγάλους φανοστάτες γύρω· στο κέντρο της πλατείας γυναίκες έστηναν την προγονική φωτιά. Σιγανό, ψίθυρος πιο πολύ, το τραγούδι τους: Χιλιάδες μίλια θάλασσα εκατοντάδες χρόνια Τριγύρω ένα κέντημα με δράκους και μ’ αηδόνια Οι δράκοι και τ’ αηδόνια εκατοντάδες χρόνια Νύχτα και σε προδίδουνε στον Άδη να σε πάνε Πρωί και σε δικάζουνε θεριά που αλυχτάνε Δείλι και σε σταυρώνουνε αγκάθια σου φοράνε Αυγή και σε λατρεύουνε έλεος σου ζητάνε Χιλιάδες μίλια θάλασσα εκατοντάδες χρόνια

75


μύρτιλο

76

Χορεύουν αξεχώριστα άγγελοι και δαιμόνια Άγγελοι και δαιμόνια εκατοντάδες χρόνια Τους υποδέχτηκαν με χαρά και με αγάπη κι όταν τους είπε «η αρραβωνιαστικιά μου από δω», κόντεψαν να τονε σηκώσουνε στα χέρια, την αγκάλιασαν κι αυτήν, κι από περιποίηση άλλο τίποτα. Πίσω από την εκκλησιά είχαν έτοιμα τα καζάνια, πάνω σε σωρούς μεγάλους από ξύλα και δίπλα, μέσα σε πήλινες λεκάνες, έτοιμα, καθαρισμένα τα κρομμύδια, το σιτάρι και το κρέας και στάμνες μεγάλες με νερό. Μετά τον εσπερινό θ’ άναβαν τις φωτιές, θα ’βαζαν μέσα στα καζάνια στρώσεις τα υλικά με λίγο απ’ το νερό κι ολονυχτίς θα τ’ ανακάτευαν με βάρδιες, προσθέτοντας λίγο λίγο όλο το νερό. Μέχρι το πρωί το φαγητό θα ήταν έτοιμο και, μετά τη θεία λειτουργία, θα έβγαινε ο παπάς ψάλλοντας και ρίχνοντας εντός του αγιασμό, για να το ευλογήσει και να μοιραστεί σε όλους. Θα έτρωγαν όλοι μαζί, θα έπιναν, θα χόρευαν, συνεχίζοντας το γλέντι που θ’ άρχιζε απ’ τ’ απόψε, μετά την εκκλησία, και θα σταματούσε τα μεσάνυχτα για να ξαποστάσουν, να κοιμηθούν και το πρωί να ξαναπάνε στην εκκλησιά. Ξαγρύπνια θα έκαναν μονάχα οι λίγοι άντρες που ήταν υπεύθυνοι για τα καζάνια. Της άρεσε ό,τι έβλεπε. Σε πανηγύρια είχε πάει πάρα πολλά, αλλά αυτό το φαΐ δεν το είχε ξαναδεί αλλού. Μέσα σε γέλια και κουβέντες, ήπιαν το ρόφημα που τους πρόσφεραν κι ύστερα πήγαν για τον εσπερινό. Έστιλβαν χρυσά καντήλια κι ασημένια. Άνθη, μελισσοκέρι, λιβάνι αλεξανδρινό. Η ψαλμωδία, σαν από τα έγκατα του ιερού, ζωντάνευε στο κάθε εικόνισμα ένα δράμα. Ρίγησε. Με χαμηλωμένα μάτια πήρε ένα κερί και τ’ άναψε κι ύστερα, πισωπατώντας στάθηκε στην τελευταία σειρά του αριστερού κλίτους, κοντά στις γυναίκες του χωριού που την καλωσόρισαν με βλέμματα γεμάτα συμπάθεια και αποδοχή. Και με μερικούς ψιθύρους ενημερώθηκαν κι όσες δεν ήταν στην πλατεία κατά την άφιξή της. «Η αρραβωνιαστικιά, μαθέ, του λυράρη», και την κοίταξαν με μειδίαμα κι αυτές, που τους ανταπέδωσε αμέσως. Έσκυψε το κεφάλι ταπεινά για να συγκεντρωθεί στη λειτουργία. Κι ήταν η συγκέντρωση αυτή μυστική εξομολόγηση, ξέσκισμα σωθικών, της καρδιάς τα δάκρυα. Και θαύμασαν οι άλλες πίστη και σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη. Όχι, δεν θα ’βαφε τα χέρια της με αίμα, δεν θα ’δινε την ψυχή της στον φόβο και την απελπισία. Αρκετά τα είχε υποφέρει, κι άλλο δεν άντεχε. Ας τους έκρινε ο Θεός κι ας έδινε ό,τι άξιζε στον καθένα. Ούτε όμως και να τους συγχωρήσει μπορούσε κι ούτε να τους αγαπήσει όπως έλεγε το ευαγγέλιο «αγάπα τους εχθρούς σου». Ήθελε την τιμωρία τους, αλλά να τη δώσει ο Θεός, όχι εκείνη. Και το μίσος της ήταν ακόμα εκεί, κι αυτό ήταν που τη γονάτιζε κι όχι η ευλάβεια που νόμιζαν οι άλλες. Και ήταν βάσανο, και γι’ αυτό παρακαλούσε την Παναγιά για να την απαλλάξει. Z

140 × 210

SPiNe: 12

FlaPS: 70

Κυράνη Γεράνη

χιλιάδες μίλια θάλασσα εκατοντάδες χρόνια τριγύρω ένα κέντημα με δράκους και μ’ αηδόνια Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τα ανθρώπινα πάθη, σε μια περιπέτεια αναζήτησης της μιας κοινής αιτίας τους.

ISBN 978-960-9607-99-5

το σύννομον άστρο

ZZ Το μυθιστόρημα «Το Σύννομον άστρο» της Κυράνης Γεράνη κυκλοφορεί από τον Οκτώβριο του 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος. Η συγγραφέας πραγματεύεται ανθρώπινα πάθη σε μια περιπέτεια αναζήτησης της μιας κοινής τους αιτίας.

Αντί βιογραφικού, ας πω ότι το κείμενο γράφτηκε σε δύο μήνες· ωστόσο, για χρόνια γινόταν κι ακόμη γίνεται.

Κυράνη

το σύννομον άστρο

ύχτα, παραμονές Χριστουγέννων. Έξι φίλες πηγαίνουν σ’ ένα κέντρο διασκέδασης. Και ένας άντρας. Μόνος. Μια σπίθα αρκεί για να ξεσπάσουν μεταξύ τους συγκρούσεις που παρασύρουν ώς τις παρυφές της διάλυσης, που αφήνουν τη γεύση της κόλασης. Στο κέντρο της Αθήνας, σημερινό και αιώνιο, απτό και άυλο, απλό και λαβυρινθώδες. Όπως και ο άνθρωπος... οι άνθρωποι... εμείς. Η λύτρωση θα προβάλει από τόπο αχνό, ανάμεσα σε θάλασσα και γη. Μετά την αναπάντεχη απώλεια της υλικής ευδαιμονίας, αναμετράται η λογική με το συναίσθημα. Η ψυχή με τον νοήμονα εαυτό της. Όχι για την επικράτηση, αλλά για τη μέθεξη. Και παντού... το αίμα. Του έρωτα και της αγάπης. Της καταστροφής και της δημιουργίας. Της ανάγκης.

Κυράνη Γεράνη

Ν

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Φωτογραφία εξωφύλλου: Αίγυπτος, Κοιλάδα των Βασιλέων. Στην είσοδο μιας πυραμίδας.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

οσελότος

10/30/2012 11:07:38 PM


μύρτιλο

Ασημίνα Ξηρογιάννη Αναλογία Εσύ, μοιάζεις με τα πρόσωπα στον Καβάφη. Βυθισμένος στην ηδονή περιπλανιέσαι στις οδούς, μεθάς με αντρικά σώματα, και το μελαχρινό σου πρόσωπο δείχνει λιγάκι ωχρό αν το κοιτάξεις μέσα από τους βρώμικους καθρέφτες των καταγωγείων όπου συχνάζεις τις νύχτες. Και συ απολαμβάνεις άνομους έρωτες σε μισοφωτισμένες κάμαρες κρυφές. Πηγαίνεις πάντα όπου το σώμα σου σε πάει. Δίχως τύψεις ή ενοχές ρεμβάζεις την αγάπη. Δίχως να εγκλωβίζεσαι σε «πρέπει» και σε «μη». Είσαι διάφανος όπως όλοι όσοι ερωτεύονται. Ανέμελα ξεγλιστράς σαν σκιά και μόνο η σάρκα σου φροντίζεις να λατρευτεί, συλλέγοντας στη μνήμη σου κάθε άγγιγμα, άρωμα και φιλί. Τώρα γράφεις και ποιήματα υπό το συνωμοτικό φως των κεριών. Απελευθερώνεις τη φαντασία σου μήπως και νικήσεις τα γηρατειά -γιατί στη σκέψη τους πεθαίνεις. Και θεατρίνος γι΄ αυτό έγινες. Να εξωραΐσεις λιγάκι την κραιπάλη. Να δικαιολογήσεις τον έκλυτό σου βίο. Να ζεις άπειρες ζωές και να ΄χεις άλλοθι. Εσένα, σε αθωώνει η Τέχνη.

ZZ Η Ασημίνα Ξηρογιάννη σπούδασε κλασική φιλολογία και θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και μία νουβέλα. Το ποίημα «Αναλογία» έχει δημοσιευθεί στα ιστολόγια: http://logotexnikesanafores.blogspot.gr, http://varelaki. blogspot.com, http://tokoskino.wordpress.com, http://dimitriosgogas.blogspot.gr και σε άλλα.

77


78

μύρτιλο

Κωνσταντίνος Τζαρδής Πικρό χάραμα

Η

15η του Γενάρη ξημέρωνε υγρή και παγωμένη για τους κατοίκους του οικισμού Σαν Έλμο. Απ’ τα παράθυρα των σπιτιών μπορούσε κανείς να διακρίνει θαμποφεγγίσματα απ’ τις φωτιές που έκαιγαν στα τζάκια εκείνων, που είχαν τη πολυτέλεια να μπορούν να εξασφαλίσουν ξύλα, για όλο τον χειμώνα. Ακόμα κι απ’ τα παράθυρα του φτωχικού σπιτιού του Πατέρα Πέδρο, μπορούσε κανείς να διακρίνει τη ζεστή αναλαμπή της φλόγας. Όσοι περνούσαν απ’ έξω, αναρωτιόνταν τι παρακίνησε τον σφιχτοχέρη γεροκληρικό ν’ ανάψει κι αυτός το τζάκι του, αντί να καταφύγει, κατά τη συνηθισμένη τακτική του, στον στάβλο των ζωντανών του, όπως έκανε πάντα τις κρύες νύχτες του χειμώνα για να μη χαλάσει χρήματα. Αν μπορούσαν να διακρίνουν πίσω από την πόρτα του, θα ’χαν αντιληφθεί κοιτώντας προς τη μεριά του πέτρινου τζακιού, ότι ο λόγος που ο γεροκληρικός το είχε ανάψει, δεν ήταν άλλος από μια πανέμορφη κοπέλα με καστανόξανθα μαλλιά που ζεσταινόταν μπροστά στις φλόγες του, πίνοντας μια κούπα γάλα, που της είχε δώσει λίγο πριν. Ω... πόσο θα σκανδαλίζονταν οι γείτονες, αν έβλεπαν αυτό το θέαμα, σκεφτόταν ο Πάτερ Πέδρο καθώς κοιτούσε την πανέμορφη κόρη, χαμένος στις γαλάζιες λίμνες των ματιών της! Σίγουρα επρόκειτο για άγγελο, ισάξιο ίσως σε χάρη και ομορφιά με τους αγγελιαφόρους του Υψίστου. Αλίμονο, όμως! Στην πόρτα του την είχε οδηγήσει ένας μαύρος δαίμονας! Ακόμα κι αυτή τη στιγμή αναθυμόταν με ρίγος το χτύπημα στη πόρτα μες τη κατασκότεινη νύχτα που φυσομανούσε ο βοριάς. Αντίκρισε με δέος στο κατώφλι του τη ψηλή σιλουέτα του με τη σκοτεινόχρωμη πανοπλία, τη μαύρη σαν τα φτερά του θανάτου κάπα του, την κερασφόρα περικεφαλαία του μαύρη, εφιαλτική σαν την κάρα του ίδιου του σατανά! Όταν αντίκρισε τη φιγούρα αυτή μπροστά του, πίστεψε ότι όλες οι λίρες που είχε ξοδέψει για συγχωροχάρτια ήταν εις μάτην, αφού είχε έρθει ο ίδιος ο διάβολος να τον πάρει... Μες στον πανικό και το ξάφνιασμα, του πήρε κάποιες στιγμές να καταλάβει, ότι το πλάσμα που στεκόταν μπροστά του, δεν ήταν πάρα ένας αρματωμένος και θωρακισμένος άνδρας. Το μόνο ανθρώπινο πάνω του ήταν τα μάτια του, λαμπερά και διαπεραστικά. «Ιερέα», του είπε με αργή βαθιά φωνή, «οι φήμες σε θέλουν να είσαι ο πιο ακέραιος άνθρωπος σ’ αυτό το τρισκατάρατο μέρος». Γύρισε απότομα και ανασηκώνοντας κάποιες στοίβες άχυρα απ’ την καρότσα που έσερνε πίσω το άλογό του, πήρε κάποιο πράγμα τυλιγμένο σε σκούρο μανδύα και το απίθωσε μπροστά του. «Γι’ αυτό σου την εμπιστεύομαι. Χρειάζεται τη βοήθειά σου».


μύρτιλο

Ύστερα ανεβαίνοντας βιαστικά στο άλογο, χάθηκε ξαφνικά, όπως ξαφνικά είχε έρθει. Ξετυλίγοντας λίγα λεπτά αργότερα στο σπίτι του τον σκουρόχρωμο μανδύα, αντίκρισε την κοπέλα αναίσθητη. Στην πλάτη είχε σκούρα κόκκινα σημάδια. Άναψε αμέσως το τζάκι και με τις φροντίδες του κατάφερε να τη συνεφέρει. Τ’ όνομά της ήταν Σαρίτα ντε Καστελόν. Ο γέροντας είχε ακούσει για την οικογένεια ντε Καστελόν, μια οικογένεια ξεπεσμένων ευγενών που ζούσαν στην περιοχή. Τον κόμη ντε Καστελόν, τη γυναίκα του και την κόρη τους, που προφανώς ήταν αυτό το κορίτσι. Ήταν τόσο νέα κι όμορφη! Κανείς δε μπορούσε να φανταστεί σε τι κακομεταχείριση την είχαν υποβάλει. Σκεπτόμενος αυτό, ο γεροκληρικός θυμήθηκε με φρίκη τα σημάδια απ’ το φραγγέλιο που κάλυπταν σχεδόν όλη την πλάτη του κοριτσιού. Αυτά τα σημάδια, αλλά και η ιστορία της, άρχισαν να βάζουν σε δοκιμασία την αφοσίωση του γέρο Πέδρο στον Άγιο Πατέρα της Ρώμης. Την ιστορία που λίγες στιγμές πριν είχε τελειώσει. Θυμήθηκε πάλι τη γλυκιά φωνή της να διηγείται: «Στην αρχή», είχε πει, «η ζωή μου ήταν σαν ένα παραμύθι, όπως αυτά με τις πριγκίπισσες. Ο χρόνος μου περνούσε σαν όνειρο. Πρωινή μελέτη, απογεύματα ιππασίας στα καταπράσινα λιβάδια, μεγαλειώδεις χοροί... Μετά μας χτύπησε η τραγωδία. Οι κολίγοι αρρώστησαν ο ένας μετά τον άλλο απ’ τον ”μαύρο θάνατο” και πέθαναν όλοι. Τα χωράφια μας έμειναν αφρόντιστα. Κάποια μέρα ο πατέρας μου είπε ότι τα σεντούκια ήταν αδειανά. Τότε ξεκίνησε ο εφιάλτης. Τέρμα η ιππασία, οι χοροί, και οι φίλες μου, μού γύρισαν την πλάτη. Και ο πατέρας μου...», τα μάτια της γέμισαν δάκρυα, «κλείστηκε στο υπόγειο μαζί με κάτι παράξενα γυάλινα σκεύη και υγρά σε μπουκαλάκια. Ήθελε λέει να κάνει τα παλιοσίδερα χρυσάφι. Θα τα καταφέρω, έλεγε σ’ εμένα και τη μητέρα μου, ανοίγοντας κάτι βιβλία παλιά, σκονισμένα, με κιτρινισμένες σελίδες. Κάποια μέρα ήρθαν οι κοκκινοφορεμένοι άνδρες... Μας πήραν και τους τρεις στ’ ανήλιαγα υπόγεια. Εκεί με μαστίγωσαν για να παραδεχτώ, λέει, πως είμαι μάγισσα. Μου λέγανε πως οι γονείς μου είχαν παραδεχτεί την ενοχή τους και τη δική μου. Δε χρειάστηκε, είπαν, καν να τους πονέσουν. Τότε θέλησα να πεθάνω. Κι έξαφνα εμφανίστηκε αυτός ο άνδρας απ’ το πουθενά. Μου είπε ότι θα με βγάλει έξω, πως πρέπει να σωθώ. Δεν θέλω τη ζωή μου μετά τη προδοσία των γονιών μου, είπα. Τότε έβγαλε κάτω απ’ το χιτώνιο... Παναγιά μου... ένα κομμένο χέρι... Tου πατέρα σου είναι, μου είπε. Βλέπεις τα δάχτυλα πως είναι όλα σπασμένα; Οι γονείς σου δεν σε πρόδωσαν, μέχρι το τέλος. Τότε πήγα μαζί του. Όταν τον ρώτησα γιατί το κάνει, μου είπε, όχι μόνο για σένα, αλλά κυρίως για μένα και για κείνους. Δεν μου απάντησε όταν τον ρώτησα ποιους». Ο γέρο Πέδρο κοιτούσε βαθιά συλλογισμένος τις φλόγες που τρεμόπαιζαν. Τους συλλογισμούς του σταμάτησαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Σηκώθηκε με κόπο για ν’ ανοίξει. Προφανώς κάποιος χωρικός χρειαζόταν τη συμβουλή του, ή ίσως κάποιος ταξιδιώτης ήθελε την ευχή του. Στο κατώφλι στεκόταν ένας κληρικός σαν αυτόν. Πήγε να χαμογελάσει, να καλημερίσει μια που μόλις είχε χαράξει. Όμως το χαμόγελο πέτρωσε στα χείλη του. Ο ιερέας φορούσε κόκκινα άμφια...

79


80

μύρτιλο

Ναταλία Ηλία Για σένα, μάνα...

Μ

νημόνευσε στον νου σου εκείνη τη στιγμή, που θαρρετά με βάστηξες στο στήθος σου. Κι απάνω εκεί, οι καρδιές μας σκίρτησαν στον ίδιο χτύπο για πρώτη φορά. Σιμά με σένα κι εγώ ανέπνεα με γοργούς ρυθμούς κι έλεγες, πως σαν από θαύμα εξαίσιο κι ανώτερο έλαβες τη χάρη του Θεού μες στους καρπούς του κορμιού σου. Κι ανέπνεες εσύ, ανέπνεα κι εγώ, τρεφόσουν εσύ, τρεφόμουν κι εγώ, κοιμόσουν εσύ, κοιμόμουν κι εγώ. Ανατείλαμε κι οι δυο μαζί, εσύ λίγο νωρίτερα από μένα κι αυτός ο ήλιος της ανατολής πάντα συντρόφευε τις αγκαλιές και τις κουβέντες μας. Με πότισες με το πιο αγνό λευκό σου πιοτό κι ουδέποτε αρρώστησε το σώμα μου. Μ’ έπλυνες μ’ ανάσες ζεστές κι ευχές και προσευχές κι ουδέποτε αρρώστησε η ψυχή μου. Μ’ έθρεψες μ’ αλήθειες της ζωής και του Θεού και με λογής-λογής γνώσεις και λέξεις κι ουδέποτε αρρώστησε το πνεύμα μου. Κι αν στα χρωστάω όλα αυτά κι ας ξέρω πως είναι δανεικά κι αγύριστα, μονάχα ένα ανάξιο κι ασήμαντο ευχαριστώ βγαίνει από το στόμα μου. Κι όταν τις νύχτες παραμόνευα πότε θα γείρεις στο μαξιλάρι σου για να σε σηκώσω ξανά και ξανά, εσύ αδιαμαρτύρητα κι υπομονετικά ερχόσουν πλάι μου και πάντα φρόντιζες για μένα στοργικά. Ο νους σου είχε γεμίσει με μελωδίες γλυκές και λέξεις όμορφες, απλές κι ονειρεμένες που δίχως σκέψη, έτσι αυθόρμητα, τις έφερνες στο στόμα σου κι αμέσως εγώ βυθιζόμουν σε βαθύ ύπνο πάνω στις άσπρες τις νιφάδες του ουρανού. Κι όμως, ποτέ σου δεν ξεφύσηξες κι ούτε παραπονέθηκες για τον ύπνο που σου ’κλεβα, παρά δειλά, μήπως και με ξυπνούσες, καθόσουν στην κουνιστή την καρεκλίτσα σου κι ως το πρωί, σαν άγγελος, παραφύλαγες δίπλα στο προσκέφαλό μου. Κι ευθύς, μόλις έμπαζε η αυγή τις αρωματισμένες της αχτίδες, να τα φιλιά κι οι αγκαλιές και τα παιχνίδια. Κάποτε, θυμάμαι, σε ρώτησα αν μ’ αγαπάς πολύ κι αν θα ’σαι εκεί για πάντα κι εσύ μου αποκρίθηκες πως η αγάπη δεν μετριέται με πολύ ή λίγο. Είναι η αγάπη αυτή που μοιραζόμαστε, η διαφορετική από όλες τις άλλες, που σαν ξεκινήσει δεν σταματά κι έχει διάρκεια ίση με τη ζωή των αστεριών. Ποτέ δεν πέφτουν, ποτέ δεν χάνονται. Εκεί είναι όταν γεννιέσαι, εκεί κι όταν πεθαίνεις. Έτσι κι εγώ για σένα, μου ’χες πει, θα μείνω έρωτας παντοτινός και όσες ανάσες σου αναλογούν ως τα στερνά σου τόσες κι οι ζωές των αστεριών που ίσα μ’ αυτές θα μ’ αγαπάς. Αλλά για πάντα εκεί δεν θα ’σαι, μου ’πες. Κι η αλήθεια σου ακέρια με κλόνισε εκείνη τη στιγμή. Σαν είδες, όμως, σύγκορμο το σώμα μου να τρέμει, όρκο πήρες βαρύ πως ακόμα κι όταν φύγεις, θα ’σαι άγγελος ντυμένος στα λευκά σου πέπλα και σ’ ύπνο και ξύπνο θα καρτεράς για μένα. Κι αν


μύρτιλο

ποτέ τα μάτια ή κι η ψυχή μου δακρύσει, τότε θα χιμήξεις σα λέαινα μες στην καρδιά του αγριμιού και του θεριού και θα ξεχύσεις βέλη ατσαλένια, που σταθερά θ’ ασφαλίσουν την ζωή μου. Κι έτσι, ποτέ ξανά η πίκρα, ο θυμός και το βάσανο, δεν θα περάσουν το δικό μου το κατώφλι. Ύστερα, ήρθαν τα γράμματα, κι ένα κι ένα κάνουν δύο, εἰμί, εἶ, ἐστί, τ’ αμφίβια, το πυθαγόρειο και ο Ευκλείδης. Κι ήσουν κι εσύ εκεί, κι έφτιαξες λογική μικρού παιδιού μες σε κορμί μεγάλου. Μονάχα έτσι με πλησίαζες κι έβλεπες πόσο ταλαιπωριόμουν να μάθω την κεντρομόλο και τη φυγόκεντρο δύναμη. Παντού αναζητήσεις και προβλήματα, κι αυτά τα μάτια σου, χίλιες λύσεις μου ’διναν κάθε λεπτό της ώρας. Και δέκα απαντήσεις σε κάθε ερώτημα για να διαλέξω εγώ την πιο καλή, την πιο σωστή, την πιο μοναδική. Κι η χαρά σου ανείπωτη κάθε που διάλεγα την πιο δική μου απάντηση. Αυτή που ταίριαζε μοναχά σ’ εμένα και στον δικό μου κόσμο. Αυτή που ήξερες στα κατάβαθα της ψυχής σου πως θα ξεχώριζα ανάμεσα σε άλλες, πιο απλές κι εύκολες μα πιο ποταπές. Κι όλο γιατί αυτό και γιατί εκείνο. Κι αν αυτό έτσι και το άλλο αλλιώς και πάει λέγοντας. Τα δεχόμουν και τ’ ανέτρεπα όλα σε μια στιγμή. Κι όμως εσύ, κάθε φορά κι όσες κι αν ήταν οι φορές, μου εξηγούσες με το ίδιο πάθος πώς λειτουργεί αυτός εδώ ο κόσμος και να γιατί αυτό και να γιατί εκείνο και το άλλο. Είκοσι ερωτήσεις, είκοσι απαντήσεις, δίχως δισταγμό, εμπαιγμούς και ξεφυσήματα. Ακόμα και με τους φανταστικούς μου φίλους έκανες παρέα και τους κέρναγες τσάι και ζεστά κουλουράκια. Θυμάμαι ώρες πολλές κι άλλες τόσες να περνάμε παρέα δίπλα στο παράθυρο και να σου λέω πως ο τάδε και ο δείνα φίλος μου άγγιξαν ένα αστέρι και πόσο θα ’θελα κι εγώ να πιάσω ένα. Και κλάμα γοερό σαν μου ’λεγες πως είναι αδύνατον αυτό για όλους τους ανθρώπους. Σαν έβλεπες, όμως, τα δάκρυα, έτρεχες να τα ρουφήξεις, να τα στραγγίξεις κι ούτε σταγόνα να μην έπεφτε πάνω στα μάγουλά μου. Και μια αγκαλιά, αλλιώτικη απ’ τις άλλες, άνοιγε κάθε που έκλαιγα και συ μου μαρτυρούσες πως όταν βλέπουν τ’ άστρα δάκρυα να κυλούν πάνω σε μικρά μαγουλάκια, τότε κι αυτά πολύ λυπούνται και μονομιάς χάνουν το φως τους, μέχρι στα προσωπάκια τα γλυκά να ’ρθει ξανά η ευτυχία. Τότες εγώ ευθύς σταματούσα το κλάμα κι έβλεπα να φωτίζονται ξανά όλα τ’ αστέρια. Έπειτα, ήρθανε δύσκολοι καιροί, περίεργοι κι όλο μπουρίνια και καταιγίδες σωρηδόν. Ό,τι κι αν έλεγες κι αν έκανες, εγώ δε λύγιζα, δεν ίδρωνα για σένα. Δεν μάτωνα και δε λογάριαζα τον καημό σου ούτε για μια στιγμή. Αντίδραση κι αντίσταση με φώναζες κι εγώ περιγελούσα τη φροντίδα και την αγάπη σου. Κι όμως, μια περηφάνια ξεσπάθωνε βαθιά μες στην ψυχή σου σαν μ’ έβλεπες ν’ αποζητώ το δίκιο μου κι αυτό που μου ανήκει. Μια περηφάνια που βαθιά όργωνε κάθε σπιθαμή του κορμιού σου, γιατί ήμουν έργο δικό σου κι ήξερες πως, ως σμιλευτής, είχες βάλει τα πιο αγνά και καλά υλικά για το τελειότερο απ’ όλα τα δημιουργήματά σου. Ήμουν εικόνα της ζωής σου, του μυαλού σου και της δικής σου λογικής κι όσο κι αν σε ξένιζε η συμπεριφορά μου, το ’νιωθες πως αυτό ήταν το σωστό. Ν’ αντιδρώ και να μην υποχωρώ, αφού κι εσύ δεν

81


82

μύρτιλο

παραχώρησες ποτέ και σε κανέναν ούτε ένα σου δικαίωμα. Κι ακόμα και στις λέξεις τις σκληρές και αιχμηρές που ειπώθηκαν μεταξύ μας, εσύ δεν έπαψες ποτέ αυτή σου την αγάπη, την ανιδιοτελή και τόσο απλόχερα και άκοπα δοσμένη σ’ εμένα, τη σάρκα απ’ τη σάρκα σου. Κι ούτε νοστάλγησες ποτέ τα μακριά σου τα μαλλιά και την τσάντα σου τη σχολική, τα λεπτά σου πόδια και τα πρωτοφιλήματά σου. Παρά μονάχα μες στα μάτια με κοίταζες και μ’ έραινες μ’ ευλογίες. Και κάπου εκεί, ανάμεσα στα γράμματα, τις αγκαλιές και τους καβγάδες, είδα για πρώτη φορά αυτό το κόκκινο καυτό υγρό, το αίμα από το αίμα σου να τρέχει πάνω στο πόδι μου αργά και λυσσασμένα. Κι ήταν για μένα μοιραία εκείνη η στιγμή, σάμπως και νόμιζα πως είχα καταστρέψει τα πάντα. Ό, τι καλό κι όμορφο είχαμε οι δυο μας χτίσει κι όσα άλλα χρωστάγαμε να ζήσουμε ακόμη. Μα εσύ, «Γυναίκα» με προσφώνησες και μ’ έλουσες μ’ όλες τις χάρες που ’ρθαν στο θηλυκό μου το κορμί. Κι έπειτα, μου εξήγησες πως από ’δω και πέρα δεν θα ’μουν πια μικρό παιδί παρά μεγάλωσα κι όλο θα μεγαλώνω. Ευχή και κατάρα μου ’δωσες να ’χω απ’ τη ζωή μου τίποτα πιο ιερό. Όμως εγώ το μόνο που ’θελα ήταν η αγκαλιά σου, να νιώσω πως και στο μεγάλωμά μου δίπλα μου θα ’μενες και δεν θα μ’ εγκατέλειπες μόνη να μεγαλώνω. Κι εσύ, σα να το γνώριζες, δεν μ’ άφησες παρά με κράτησες σφιχτά και μου ορκίστηκες πως σ’ όλους τους πόνους τους φριχτούς, σε κάθε τέτοιο αίμα, θα ’σαι εκεί δίπλα μου και πιο πολύ απ’ άλλοτε θα με γλυκοφιλάς. Κι ήρθαν οι πρώτοι έρωτες κι ύστερα άλλοι κι ύστερα άλλοι. Κι άλλοτε νόμιζα πως ζήλευες που άρεσα στ’ αγόρια κι άλλοτε νόμιζα πως φοβόσουν για ό,τι κακό και τρομερό. Μα εσύ μονάχα το καλό μου ήθελες πάντα κι ας ξέφευγαν οι κουβέντες σου σε αριθμό και πόνο, όσα μπορούσα εγώ ν’ αντέξω. Μου ’πες ν’ ανοίξω τα φτερά μου και σ’ όποιον κόσμο μου ταιριάζει εκεί να ρίξω άγκυρα. Κι ελεύθερα στα σπλάχνα του να εκφραστώ, δίχως μισόλογα και δισταγμό. Κι αν δεν πετύχω αυτό που θέλω, με θάρρος και πάθος, το βράδυ προτού να κοιμηθώ, εσώψυχα ν’ αφήσω τη φωνή μου να μιλήσει και να πει «θα προσπαθήσω αύριο και μεθαύριο κι ύστερα ξανά και ξανά μέχρι να τα καταφέρω». Μα τώρα ξαφνικά, μου λες πως πέρασε ο χρόνος και πως για άλλους σήμανε ο καιρός. Κι εγώ τυφλή δεν είμαι. Βλέπω πόσο σε χιόνισαν οι εποχές στην κεφαλή σου και πόσο μου ’δωσαν κι εμένα στους κροτάφους. Μα, στάσου. Σα λίγες δεν σου φάνηκαν κι εσένα οι στιγμές μας; Εγώ ’χα όνειρα πολλά κι έκανα σκέψεις μύριες, πως αναμνήσεις θα μαζέψω κι άλλες κι άλλες μέχρι όλο το σακί του νου μ’ αυτές να ξεχειλίσω. Μήπως δεν έβαλα όση ψυχή μπορούσα στη σχέση μας; Μήπως δεν σου ’λεγα στα πάντα την αλήθεια; Μα όχι, ξέρω πως οι τύψεις άδικα με γυρνάνε, γιατί δεν έμεινε κανένα κενό. Καμία λέξη δεν έμεινε χωρίς να ειπωθεί, κανένα συναίσθημα δεν έμεινε ανικανοποίητο. Κι εγώ... μα δεν αισθάνομαι πως φεύγεις. Κι εσύ μου λες πως στον θάνατο χρωστάμε δεν μας χρωστάει. Οφείλουμε να φεύγουμε όταν σαλπίσει η κόρνα, ώστε άλλοι να ’ρθουν, μέχρι κι αυτοί να παραδώσουν τη δική τους τη σκυτάλη. Όλα σου τα ’πα και


μύρτιλο

Το βιβλίο αυτό δεν καταπιάνεται με το πλήθος των ψυχολογικών και ψυχαναλυτικών θεωριών που αναλύουν τον τρόπο λειτουργίας του ανθρώπινου λογικού και διευκρινίζουν το δρομολόγιο του νου από τη φαντασία στην πραγματικότητα. Ούτε και παίζει με γρίφους και αινίγματα που καλύπτουν –και συγκαλύπτουν– την αλήθεια. Και, βέβαια, δεν είναι μυθιστόρημα. Πρόκειται για αληθινές ιστορίες βδελυρών και απεχθών πράξεων κανιβαλισμού, σοδομισμού, νεκροφιλίας, βαμπιρισμού, ψύχωσης και πνευματικής διαστροφής που έχουν διαπραχθεί από τα πιο αρρωστημένα μυαλά όλων των εποχών, τους πιο διάσημους κατά συρροή δολοφόνους –τους γνωστούς και ως serial killers– που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Η ανάγνωση του παρόντος βιβλίου δεν ενδείκνυται για άτομα κάτω των 18.

ISBN 978-960-9499-07-1

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσελότος

ZZ Η Ναταλία Ηλία γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Είναι κοινωνιολόγος με μεταπτυχιακό τίτλο εγκληματολόγου. Κύρια απασχόλησή της είναι η μουσική, ενώ η συγγραφή αποτελεί το προσωπικό της καταφύγιο. Λογοτεχνικά της κείμενα έχουν βραβευθεί σε εθνικό επίπεδο πολλάκις, ενώ φέτος για πρώτη φορά ξεκίνησε να αρθρογραφεί σε διαδικτυακό περιοδικό του Μεξικού. Το διήγημα «Για σένα, μάνα» βραβεύθηκε στον 3ο Πανελλαδικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του φορέα «Διοτίμα & Μούσες» το 2011. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφορεί το βιβλίο της «Άνθρωποι της διπλανής πόρτας».

Η Ναταλία Ηλία γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος της Κοινωνιολογίας, ενώ το 2009 ολοκλήρωσε επιτυχώς τις μεταπτυχιακές της σπουδές στην Εγκληματολογία στο αντίστοιχο τμήμα της Παντείου. Η διπλωματική της εργασία έφερε τον τίτλο “Ο εγκληματοπροληπτικός ρόλος της μουσικής” κι αφορούσε στο τρίπτυχο: νέοιμουσική-παραβατικότητα. Έχει εργασθεί σε μη κυβερνητικούς φορείς και παράλληλα αποτελεί μέλος διαφόρων ερευνητικών ομάδων που απασχολούνται με κοινωνικά ζητήματα, όπως τα ναρκωτικά, η πορνεία, τα κοινωνικά αποκλεισμένα άτομα κ.λπ. Το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί την πρώτη συγγραφική της προσπάθεια, αλλά και το αποτέλεσμα της θέλησης μιας δυναμικής παρουσίας νέων επιστημόνων στο χώρο της συγγραφής και της έκδοσης.

ΝΑΤΑΛΙΑ ΗΛΙΑ

«Αφού έκοψε το λαιμό της νεαρής γυναίκας με μία τομή 8 ιντσών, άνοιξε το θώρακά της και στη συνέχεια, ξεκινώντας από το στήθος και καταλήγοντας στο αιδοίο της, αφαίρεσε προσεκτικά το συκώτι, τη μήτρα και αρκετά ακόμα εσωτερικά όργανα. Το πρόσωπο του θύματος ήταν αδύνατο να αναγνωριστεί, καθώς το μεγαλύτερο μέρος του είχε κατακρεουργηθεί βάναυσα».

Άνθρωποι της διπλανής πόρτας

μου τα ’πες κι όλα γινήκανε ως όφειλαν να γίνουν. Κι ήτανε τέτοια η αγάπη μας που ίσως δεν έκανε τον κόσμο να γυρίζει, όμως χάρισε αξία στο κοινό μας το ταξίδι. Τώρα εσύ δύεις κι εγώ ανατέλλω ξανά, μέχρι να δύσω κι εγώ. Μα άλλος ήλιος τώρα ξεκινά, λες κι ο δικός μας ξάφνου έγινε αλλοτινός και πάλιωσε. Και πρέπει εγώ να ξέρω τώρα κι απλόχερα να δίνω αγκαλιές κι ευχές και προσευχές. Κι υπομονή να δείχνω στην ίδια την ερώτηση που θα ειπωθεί ξανά και ξανά και ξανά, ίσαμε να γίνει βίωμα βαθύ κι αλησμόνητο. Κι ένα κι ένα κάνουν δύο, εἰμί, εἶ, ἐστί, τ’ αμφίβια, το πυθαγόρειο και ο Ευκλείδης. Μα, σου υπόσχομαι, όσα κι αν είν’ τα δάκρυα που θα ’ρθουν, εγώ θα τα ρουφάω, δίχως ν’ αφήσω το φως από τ’ αστέρια να χαθεί. Καρτερικά θ’ ανεχθώ αντίδραση κι αντίσταση, που ευλογημένες να ’ναι, σα φανούν, θα με γεμίσουν περηφάνια. Κι όπως κι εσύ, έτσι κι εγώ, τα πιο καλά κι αγνά υλικά μου θα σμιλέψω για το καλύτερο, το πιο θαυμαστό απ’ όλα τα δημιουργήματά μου. Κι όπως το δυο φορές παιδί σου θα κοιτώ στα μάτια, το βλέμμα το δικό σου θα γυρεύω. Και θα το βρω, μη μου τ’ αρνιέσαι. Θα μάχομαι γι’ αυτό ως τα στερνά μου. Κι όταν τα καταφέρω, θα σου φωνάξω να μ’ ακούσεις όπου κι αν θα ’σαι «Μάνα, σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ. Κι όταν ο Ύψιστος καλέσει τ’ όνομά μου, πάλι θ’ ανταμώσουμε και πάλι θ’ αγκαλιαστούμε κι αιώνια πίστη θα ορκιστούμε η μια στην άλλη. Σαν πρώτα...»

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

83


μύρτιλο

84

Luis Gomezbeck Τι είναι ποίηση

Το κατανόησα τελικώς! Ακούω ένα τραγούδι, βλέπω ένα λουλούδι. Ω, να μην μαραθούν ποτέ!

Νέα λουλούδια

Ήλθαν τα λουλούδια! Ντυθείτε μ’ αυτά, ω, πρίγκιπες! Αποκτήστε τον πλούτο τους! Εφήμερα όπως είναι μας δείχνουν το πρόσωπό τους. Εφήμερα αντανακλούν. Μόνο σε ανθισμένες εποχές τελειοποιούνται. Τα κίτρινα λουλούδια με τα χίλια πέταλα! Ήλθαν τα λουλούδια στο όρος.

Η μεταθανάτια ζωή

Χρυσαφένια πεταλούδα που ρουφά το λουλούδι που άνοιξε στην καρδιά μου. Ω, φίλοι μου, είναι ένα ευώδες λουλούδι που σκορπώ σε βροχή.

Η ζωή περνά

Ω, ανθοφόροι, εμείς! Ω, τραγουδοφόροι, εμείς! Κατευθυνόμαστε στο Μυστικό Βασίλειο! Έστω για μία μέρα, ας είμαστε μαζί, φίλοι μου! Πρέπει να αποχωριστούμε τα τραγούδια, και η γη θα παραμείνει αιώνια! Φίλοι, ας απολαύσουμε! Ας απολαύσουμε, φίλοι!

Ο αδερφός μου: ο άνθρωπος

Αγαπώ το τραγούδι του σενσόντλε, πουλί τετρακοσίων φωνών. Αγαπώ το χρώμα του νεφρίτη και το άρωμα των λουλουδιών. Όμως, αγαπώ περισσότερο τον αδερφό μου: τον άνθρωπο

Έ

SPINE: 3.4

L

FLAPS: 80

T

U

R

A

M

E

X

I

C

ΠΟ Ι Η Σ Ι Σ

ISBN 978-960-9607-74-2

N

A

ZZ Τα ποιήματα προέρχονται από το βιβλίο του Μεξικανού συγγραφέαμεταφραστή Luis Gomesbeck, « » (εκδ. Οσελότος) το οποίο περιλαμβάνει εκτός από χαρακτηριστικά δείγματα ποίησης των Αζτέκων και μια περιεκτική μελέτη της φιλοσοφίας τους. Πολλά από τα ποιήματα μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Ο Luis Gómezbeck (Λούης Γκόμεζμπεκ) γεννήθηκε στην Γουαδαλαχάρα του Μεξικού.

Σπούδασε ισπανική φιλολογία, θέατρο, υποκριτική και σωματικό θέατρο σε Αγγλία και Μεξικό, ενώ έχει παρακολουθήσει σεμινάρια φωτογραφίας, τηλεπικοινωνίας, μουσικής, τραγουδιού, φωνής, ορθοφωνίας και σύγχρονου χορού σε Ελλάδα και Μεξικό. Σήμερα φοιτά στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Κύπρου (Τμήμα Ελληνικού Πολιτισμού). Ως ηθοποιός έχει παίξει σε 40 παραγωγές σε σκηνές της Αγγλίας, Αργεντινής, Ελλάδας, Μεξικού, Ισπανίας, Ισραήλ, Ιταλίας και Σκωτίας, ενώ έχει σκηνοθετήσει 10 παραγωγές σε Ελλάδα και Μεξικό.

Μ Ε Λ Ε Τ Η • Μ Ε ΤΑ Φ ΡΑ Σ Η • Σ Υ Γ Γ ΡΑ Φ Η

Luis Gómezbeck

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

A

Α ζτέκων Ποίησις

Α Ζ Τ Ε Κ Ω Ν

«Είμαι ποιητής, διαισθάνομαι την αρχή του τραγουδιού. Στη γη το όμορφο τραγούδι δεν έχει την αρχή. Όχι, προέρχεται από τον ουρανό».

LUIS GÓMEZBECK

Ο Luis Gómezbeck δεν ενώνει απλώς δυο γλώσσες, μα συνδέει δυο πολιτισμούς. Βοηθά τον αναγνώστη να οσμιστεί τη μαγεία ενός λαού που την ίδια στιγμή που προσφέρει αίμα ανθρώπινο στους θεούς, γράφει στίχους για το θρόισμα ενός αραβοσίτου. Ίσως επειδή ο Αζτέκος νοιώθει την υπεροχή του Θεού, ειδικά μέσα από την ίδια την ποίηση, αφού όπως χαρακτηριστικά γράφει περί έμπνευσης:

U

Φωτογραφία: Διονύσης Ματιάτος

140 × 210

C

νας Μεξικάνος συγκέντρωσε τα ωραιότερα δείγματα της αζτέκικης ποίησης και τα μετέφρασε στα ελληνικά –τα περισσότερα για πρώτη φορά– συνοδεύοντάς τα με ένα συνοπτικό αλλά πλούσιο ταξίδι στον κόσμο των Αζτέκων.

Ασκεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου και μετρά συνεργασίες με εφημερίδες, περιοδικά, ιστοσελίδες, τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς σε Ελλάδα, Μεξικό, Ισπανία και Ιταλία. Είναι φωτορεπόρτερ και φωτογραφίες του έχουν βραβευτεί από το

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

7/10/2012 4:11:54 PM

Α ζτέκων ποίησις


μύρτιλο

Γιώργος Σκύβαλος Απόσπασμα από το βιβλίο «Αγάπη και cuba libre»

«Ά

ντε, ρε μαλάκα, ξεκουβάλα και έλα στο “Μπρίκι”. Έλα να τη δεις και αν δεν σου αρέσει, οκέι, πάσο. Αλλά να ξέρεις ότι όλο πας και βρίσκεις γυναίκες ανάξιες», φώναζε ο Τσαμπίκος, αλλά εγώ τον χαβά μου. «Ρε, δεν καταλαβαίνεις; Δεν με νοιάζει να τη γνωρίσω». «Ποοο, ρε παιδάκι μου, ξέρεις ότι πάντα περνάμε καλά εκεί. Πίνουμε, και σήμερα θα είναι και το γκομενάκι». «Ποιο γκομενάκι, ρε; Τη δασκάλα τη λες “γκομενάκι”; Αμφιβάλλω αν στο κιλοτάκι της έχει πλησιάσει άλλο χέρι πέρα απ’ το δικό της». «Εντάξει, ρε παιδί μου, είναι φιλόλογος παλιάς κοπής, αλλά μην ακούς τι σου λέει και η Αφροξυλάνθη. Λίγο περίεργη, αλλά καλή κοπέλα». «Τα ξέρω εγώ αυτά τα “καλά”. Όταν μπαίνει το “αλλά” μαζί με “καλός” ή “καλή”, τότε σημαίνει “βλάκας” ή “αγαθομούνα”». «Τι θες, ρε, να τη δεις την πρώτη φορά και με ρούχα και χωρίς; Πάλι; Δεν βαρέθηκες;» «Σου ’χω πει ότι αυτό το θέμα είναι λήξαν». «Είναι δυνατόν; Για μία γυναίκα πριν από πολλά χρόνια και ένα μάτσο φίλες που σε πρήζανε όταν ακόμα δεν ήξερες πώς δουλεύει το μυαλό της γυναίκας, είχες λάθος πρότυπα και ιδέες για τις σχέσεις, να μη θες να σοβαρευτείς, να δώσεις σε μία ακόμη γυναίκα μία ευκαιρία;» «Σε μία την έδωσα και μου ήταν αρκετό. Δεν αντέχω να ξαναπεράσω ούτε δευτερόλεπτο στεναχώριας». «Είναι καλή, σου λέω, δεν κάνει μαλακίες. Σοβαρή. Άσε που δεν είναι καθόλου άσχημη. Πέφτει όλο σε γελοίους και τον τελευταίο καιρό άφησε τις γνωριμίες και έλιωσε στο γυμναστήριο». «Αφενός, αυτό το “πέφτει όλο σε γελοίους”, δεν μου αρέσει. Το ακούω παιδιόθεν και πάντα ξέρουμε ότι φταίει η γυναίκα που γοητεύεται από λάθος πράγματα. Αφετέρου, το ότι είναι όμορφη και ότι δήθεν δεν κάνει μαλακίες –λογικό, αφού τη μαλακία προλαβαίνουν και την κάνουν πρώτα οι γελοίοι της– δεν σημαίνει ότι εγώ θα της ανοιχτώ».

140 × 210

SPINE: 16

FLAPS: 60

ZZ Ο Γιώργος Σκύβαλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Οικονομικά. Συνήθως πίνει cuba libre και το βιβλίο του «Αγάπη και cuba libre» κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος.

Η ζωή μοιάζει με τραγωδία όταν τη δει κανείς από κοντά, αλλά κωμωδία όταν την κοιτάξεις από απόσταση. ΤΣΑΡΛΙ ΤΣΑΠΛΙΝ

O

φιλόδοξος Ώστιν είναι αδύνατον να χωνέψει και να υιοθετήσει τη σημασία αυτής της πρότασης. Μεγαλωμένος με τα δυτικά πρότυπα, σκέφτεται, αναλύει, ζει και αναβιώνει την ατυχή ερωτική του ζωή. Αγωνίζεται να μείνει ανεπηρέαστος από τη σχέση του με την Αγάπη, που τον στοιχειώνει από το παρελθόν. Το κυνικό και ζωώδες σεξ δεν είναι ικανό να τον κάνει να αποστασιοποιηθεί από τα συναισθήματα που νιώθει για τον πρώτο του έρωτα. Άλλοτε ζει ρηχά την κωμική ζωή του κι άλλοτε εμβαθύνει εξετάζοντας στο μικροσκόπιο καθετί γύρω του. Η σκέψη του διχασμένη και ανερμάτιστη. Ο ρομαντισμός του αντικρούεται από τον κυνισμό και τελικά καταλήγει με μια και μοναδική διέξοδο ή μήπως αδιέξοδο;

Γεννημένος το 1985 στο Μαρούσι Αττικής, σπούδασε την συμφεροντολογικη επιστήμη των οικονομικών, είχε την τύχη να δουλέψει στη δημιουργική ομάδα ενός περιοδικού αυτοκινήτου και να συναντήσει διαφορετικούς ανθρώπους, εθνικότητες και ευτράπελα μέσα στην τσικνα ενός σουβλατζιδικου. Συνήθως πίνει cuba libre. Λατρεύει την γλυκιά κολοκυθα και σιχαινεται να πηγαίνει Σαββατοκύριακα σε παραλίες της Αττικής. Το παρθενικό του εγχείρημα αποτυπωμενο σε σελίδες είναι ο τρόπος να αντιμετωπίσει την καθημερινότητα και τις αναποδιες της.

ISBN 978-960-9607-64-3 ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος

6/15/2012 5:35:13 PM

85


86

μύρτιλο

Δάφνη Υακίνθου

Στον Βασίλη

Η Συννεφόκαρδη

Μ

ια μαγική ώρα, απ’ αυτές που έρχονται μόνο κάθε χίλια χρόνια, ο ουρανός, η θάλασσα και η γη σκέφτηκαν και είπαν: “Θα φτιάξουμε ένα πλάσμα που θα ’ναι ελαφρύ σαν τον ουρανό, βαθύ σαν τη θάλασσα και γόνιμο σαν τη γη και θα του δώσουμε τους πιο πολύτιμους θησαυρούς μας.” Έτσι κι έκαναν. Η θάλασσα πήρε αφρό απ’ τα κύματά της κι έφτιαξε ένα κορμί δροσερό κι ελεύθερο όπως αυτά, ο ουρανός πήρε το ουράνιο τόξο και το τύλιξε γύρω απ’ αυτό το κορμί, για να το ντύσει με όλα τα χρώματα της ίριδας μα και δυο άστρα για να φτιάξει τα μάτια του. Η γη, βλέποντας ότι το πλάσμα γινότανε πανέμορφο, πήρε λουλούδια του αγρού και τα ’βαλε γύρω απ’ το κεφάλι του, για να γίνουν έτσι τα μαλλιά του. Στολίσανε το μέτωπό του με μαργαριτάρια και διαμάντια και φεγγαρόπετρες, όταν ήρθε όμως η ώρα να του δώσουν μια καρδιά, είδαν πως δεν τους είχε μείνει τίποτα πια. Έτσι ο ουρανός πήρε ένα σύννεφο και το έβαλε στο στήθος του και έγινε το πλάσμα αυτό άπιαστο και φευγαλέο, όπως τα σύννεφα και, επειδή ήταν γυναίκα, του δώσανε το όνομα Συννεφόκαρδη. Η Συννεφόκαρδη, μια που ήταν ελεύθερη όπως τα σύννεφα και τα κύματα της θάλασσας, έγινε φίλη με τα πουλιά και τα δελφίνια, χόρευε στα δάση και στις αμμουδιές, ισορροπούσε σαν ακροβάτης στις ηλιαχτίδες, λουζόταν στους καταρράκτες, έπινε δροσιά και έτρωγε άγριο μέλι. Κρυβότανε από τους ανθρώπους όπως τα αερικά και οι νεράιδες. Όμως μια νύχτα, ένας ποιητής, την ώρα που έγραφε με μια πένα σαν πλουμιστό φτερό, την είδε από το παράθυρό του να χορεύει στην κορυφή ενός λόφου κι έχασε το νου του. Ήθελε να της χαρίσει όλα τα πλούτη του κόσμου αλλά δεν είχε τίποτα να της δώσει. Ήθελε να της χαρίσει το ωραιότερό του ποίημα, όμως η πένα του δεν είχε πια μελάνι. Χωρίς να το σκεφτεί, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε κατά τον λόφο. Μόλις έφτασε εκεί, φώναξε: «Όμορφη κοπέλα, πώς σε λένε;» «Συννεφόκαρδη», αποκρίθηκε εκείνη, «γιατί η καρδιά μου είναι ένα σύννεφο και κανείς δεν μπορεί να την πιάσει.» «Συννεφόκαρδη, θέλω να χαϊδέψω τα μαλλιά σου», φώναξε ο ποιητής, όμως εκείνη πέταξε μακριά και κρύφτηκε σ’ έναν κήπο πίσω από τις τριανταφυλλιές. Τρελός από αγάπη ο ποιητής έτρεξε ξωπίσω της. Τ’ αγκάθια των ρόδων τρύπησαν τα χέρια του και το αίμα άρχισε να κυλάει και να ποτίζει τη γη όμως, όταν πήγε να χαϊδέψει τα μαλλιά της, εκείνη δεν τον άφησε, πέταξε πάλι μακριά και κρύφτηκε πίσω από τα βουνά.


μύρτιλο

«Συννεφόκαρδη, θέλω να φιλήσω τα χείλη σου», φώναξε ο ποιητής και άρχισε να σκαρφαλώνει στα βουνά. Τα βράχια τού έσκιζαν τις σάρκες και χοντρές στάλες αίμα κυλούσανε από το κορμί του στην πέτρα, μα στο τέλος έφτασε στην κορυφή και την ξετρύπωσε από εκεί που ήταν κρυμμένη. Τι κρίμα, όμως! Αυτή ήταν γρήγορη σαν τον άνεμο και η καρδιά της άστατη κι απόμακρη σαν τα σύννεφα. Έτσι, μόλις πήγε να τη φιλήσει, ξέφυγε και κρύφτηκε πίσω από την ομίχλη της κοιλάδας και χάθηκε από τα μάτια του. «Συννεφόκαρδη, θέλω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου», φώναξε ο ποιητής και έτρεξε ξωπίσω της. Όμως η ομίχλη τον τύλιξε και τα αγρίμια της κοιλάδας πέσανε πάνω του και τον έσκισαν με τα νύχια τους. Η ομίχλη παραμέρισε αλλά και πάλι εκείνη δεν τον άφησε να την κλείσει στην αγκαλιά του και κρύφτηκε πίσω από το φεγγάρι. Ο ποιητής, πληγωμένος βαριά, της φώναξε: «Συννεφόκαρδη, θέλω να πάρω τα χέρια σου στα δικά μου», μα η άστατη καρδιά της ακόμα δεν είχε κουραστεί να τον πονά και δεν ξεπρόβαλε, για να την δει. Ο ποιητής έγειρε στη γη κι έκλεισε τα μάτια του να κοιμηθεί έναν ύπνο βαθύ δίχως όνειρα. Η Συννεφόκαρδη απόρησε που ο ποιητής δεν την κυνηγούσε πια και κατέβηκε κοντά του να τον ξυπνήσει, όμως εκείνος δεν ξυπνούσε, γιατί, βλέπετε, είχε πεθάνει. Τότε έγινε κάτι παράξενο. Το σύννεφο που ήταν η καρδιά της Συννεφόκαρδης επιτέλους άρχισε να βρέχει, τα άστρα που είχε για μάτια δάκρυσαν και χάιδεψε τα μαλλιά του, φίλησε τα χείλη του, τον έσφιξε στην αγκαλιά της και πήρε τα χέρια του στα δικά της. Έκλαιγε κι έκλαιγε, ώσπου η καρδιά της στέρεψε. Τότε, τα μαλλιά της έγιναν λουλούδια και σκέπασαν το κορμί του ποιητή, τα ρούχα της γίνανε ουράνιο τόξο και γεφύρι ν’ ανέβει η ψυχή του στα ουράνια βασίλεια, τα μάτια της αστέρια να φωτίζουν τον δρόμο του και το κορμί της έγινε κύματα για να γλυκοτραγουδούν και να ταξιδεύουν όλους τους ποιητές του κόσμου.

170 × 240

ΔΑΦΝΗ ΥΑΚΙΝΘΟΥ ΑΣΤΡΟΖΑΧΑΡΕΝΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ

Kαι της λέει: «Aχ και να ’χα τη μισή αγάπη που ’χεις στο παιχνίδι σου μονάχα». Ο Μπαμπολίνο είναι ένας μικρός κλόουν με μια ομπρελίτσα και ένα ξύλινο σπαθάκι κι η Αστροζαχαρένια μια πανέμορφη μπαλαρίνα, βασίλισσα των παιχνιδιών, με ένα ολοδικό της καραμελένιο παλάτι. Αυτός όμως την αγαπά και, για να το αποδείξει, δε θα διστάσει να ταξιδέψει μέχρι τη σπηλιά του κρυστάλλινου δράκου με την ελπίδα να πάρει απ’ αυτόν την αγαπημένη της δαχτυλήθρα. Θα πετύχει άραγε να κερδίσει την αγάπη της; Ένα αγνό παραμύθι για όλα όσα λαχταρά η καρδιά μας και για όλα εκείνα που νομίζουμε ότι θέλουμε.

SPINE: 3

FLAPS: 60

Η Δάφνη Τζαμαλή «Υακίνθου» γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Από πολύ μικρή διέθετε μια ζωηρή φαντασία και αγαπούσε να πλάθει συναρπαστικές ιστορίες. Σε ηλικία δεκατριών χρόνων γράφει το πρώτο της βιβλίο, διδάσκεται μόνη της το σχέδιο, ενώ παράλληλα ξεκινάει μαθήματα φωνητικής, για να ασχοληθεί με την άλλη της μεγάλη αγάπη το κλασικό τραγούδι. Στα εικοσιπέντε, ώριμη πια, γράφει και εικονογραφεί το πρώτο της μεγάλο παιδικό μυθιστόρημα και αφοσιώνεται σταθερά στη συγγραφή. Σήμερα μοιράζει τον χρόνο της σε όλες τις διαφορετικές καλλιτεχνικές της δραστηριότητες και στα αγαπημένα της ζώα. Εξακολουθεί να μένει στην Αθήνα.

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ Δάφνη Υακίνθου

ISBN 978-960-9607-89-6 ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ZZ Η Δάφνη Υακίνθου γεννήθηκε το 1981 στην Αθήνα. Το πρώτο της μεγάλο παιδικό μυθιστόρημα «Αστροζαχαρένια ιστορία» κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 2012 από τις εκδόσεις Οσελότος.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

9/12/2012 4:40:38 PM

87


88

μύρτιλο

Ανδρέας Αντωνίου Ο Ποιητής και ο Στρατηγός Μία φορά ταξίδεψα στην Πόλη για να δω Αλήθεια, αυτά που άκουσα, αν ήταν είτε φήμη Κάποιον τυφλό εκ γενετής σπουδαίο ραψωδό Που ’χε μεγάλο τάλαντο, καλό αυτί και μνήμη Σε κάποιου Οθωμανού πασά τον βρήκα την αυλή Σε ένα λαμπροστόλιστο κι εξωτικό σαράι Κι η ιστορία του εντύπωση μου έκανε πολύ Καθώς μελωδικά την άρχισε ευθύς να τραγουδάει «Η ιστορία που θα πω απόψε εδώ εγώ Μιλάει για τη συνάντηση κάποιου συγγραφέα Που έβαλε ένα στοίχημα με ένα στρατηγό Τίνος η δύναμη μετρά και είναι πιο σπουδαία Ο στρατηγός καμάρωνε που νίκησε εχθρούς Και για τον βασιλιά κατάκτησε πλούσιες νέες χώρες Λάφυρα μάζεψε πολλά, χιλιάδες θησαυρούς Και πήρε για γυναίκες του, του Βαγιαζίτ τις κόρες «Έχω όπλα αναρίθμητα και κοφτερά σπαθιά Άνδρες εμπειροπόλεμους, σκληρά εκπαιδευμένους Στόλο που έστειλε εχθρούς για πάντα στα βαθιά Και λοχαγούς πολύ πιστούς σε μένα αφοσιωμένους Ό,τι εμπόδιο μου σταθεί, τσακίζω και νικώ Κι όποιον με μένα διαφωνεί, πολύ κοροϊδεύω Το μέγιστο προνόμιο και το ιδανικό Αυτό είναι η δύναμη κι εγώ σ’ αυτό πιστεύω» Ο ποιητής ατάραχος δεν έβγαλε μιλιά Και μόνο κάτι γράμματα εχάραζε στο χώμα «Αυτό που όλοι ξέρουνε απ’ τα πολύ παλιά Εσύ δεν το κατάλαβες, δεν το ’μαθες ακόμα Εγώ ανοίγω αγιάτρευτες πληγές αιματηρές Μα κι απαλύνω τον φρικτό και τον μεγάλο πόνο Εμψύχωσα τους άνδρες σου πάρα πολλές φορές Κι αλώβητη τη δόξα σου εκράτησα στο χρόνο Στης ιστορίας τη ροή δεν θα ’χες μια στιγμή Αν κάποιος βάρδος σαν εμέ, ωδή δεν σου ’χε πλέξει Κι ό,τι πιστεύεις: στον Θεό, στο χρέος, στην τιμή Στο όσιο και στη λευτεριά. Δεν είναι παρά λέξη»


μύρτιλο

Την ιστορία ο ραψωδός την άφησε εκεί Και δυστυχώς δεν θα μπορεί να την αρχίσει πάλι Γιατί τον πιάσανε μεμιάς, κάτι αξιωματικοί Και με τη μία χατζαριά, του πήραν το κεφάλι Μα αν έλιωσαν οι σάρκες του και μείναν τα οστά Κι αν η φτωχή του η κεφαλή είναι αλλού θαμμένη Αυτός ο έρμος ο ποιητής τα μίλησε σωστά Ο κόσμος όλος κι αν χαθεί, η λέξη πάντα μένει.

Εξορία

«Μόνη πατρίδα των ψυχών, η κάθε εξορία» Θωμάς Ψήμμας

Από τη χώρα των σοφών μ’ έχουν εξορισμένο Τώρα με βρίσκουνε τρελό, λένε, εξ’ ορισμού Κι αφού με διώξαν κλωτσηδόν, στιγμή εδώ δε μένω Στης λογικής τους τα δεσμά να μ’ έχουνε δεμένο Θα πάω να ζήσω στις ακτές του παραλογισμού Θα ’χω δυο-τρία ποιήματα για γύλιο μου στον ώμο Σκέτο ψωμί για κολατσιό και λίγο κρέας ωμό Θα ξεκινήσω αυθημερόν της εξορίας το δρόμο Και θα ’χω το ταξίδι μου ελπίδα μου και τρόμο Και για ζωή και θάνατο, χαμό και λυτρωμό Θα τριγυρνώ εδώ κι εκεί με μια παλιά φλογέρα Θρηνώντας την πατρίδα μου με δάκρυα φλογερά Κι έχοντας μόνη συντροφιά κάθε ουράνια σφαίρα Τον ήλιο και τα σύννεφα, το χώμα, τον αγέρα Που θα με παίρνει πιο μακριά φυσώντας παγερά Και θα ’μαι δίχως όνομα, πατρώνυμο και γένος Με τους γνωστούς μου να ρωτάν «τώρα τι θα γενείς;» Κι εγώ απ΄ τη σοφία τους την στείρα κουρασμένος Τ’ ανούσια «καθώς πρέπει» τους, προώρως γηρασμένος Θα λέω: «Θα γίνω άγριος, Ζουλού, ιθαγενής» Και θα ’χω μπρος μια φωτεινή κι ατέλειωτη πορεία Κι ας έχω κάθε λογικό, μονίμως ν’ απορεί «Μόνη πατρίδα των ψυχών, η κάθε εξορία» Σπίτι μου και παρηγοριά, η κάθε ιστορία Που όλα θα τα φαντάζεται κι όλα θα τα μπορεί. ZZ Ο Ανδρέας Αντωνίου έχει γεννηθεί στις 12/1/1988 στη Θεσσαλονίκη και είναι πτυχιούχος Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κύπρου. Έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Ο ποιητής και το φεγγάρι» από τις εκδόσεις Ι-Write.

89


90

μύρτιλο

Φώτης Γροντάς H Μουσική του Κόσμου Στέκεσαι ανάμεσα στα δέντρα, πλαγιά βουνού, μόνος. Τα μάτια πλημμυρίζουν ζωή. Τίποτα το τεχνητό τριγύρω, μήτε άνθρωπος, μήτε ήχος. Μόνος. Μετά από λίγο, οι τυχαίες σκέψεις της καθημερινότητας εξασθενούν, μέχρι που σιωπούν τελείως. Δεν χρειάζεσαι τίποτα, δεν αναζητείς τίποτα. Απλώς είσαι εκεί. Καθώς μάτια και πνεύμα ηρεμούν, το βλέμμα καθαρίζει, γίνεται πιο συγκεντρωμένο, πιο σαφές. Ο άνεμος που πριν περνούσε και σφύριζε ανάμεσα απ΄ τα δέντρα, σηκώνοντας τα πεσμένα φύλλα στο πέρασμά του, έπαψε να είναι θόρυβος: Έγινε τραγούδι. Ξαφνικά, συνειδητοποιείς πως στ΄ αλήθεια, δεν είσαι μόνος. Είσαι μέρος των πάντων, και τα πάντα είναι μέρος σου, αλυσίδα πραγμάτων, που κυριολεκτικά, είναι ένα. Καταλαβαίνεις πως κει που στέκεσαι τώρα, δεν υπάρχουν ανησυχίες, μέλλον, «υποχρεώσεις», λογαριασμοί. Μειδιάς άγρια στην ιδέα τους, σχεδόν ειρωνικά. Σ΄ αυτήν την άψογη ομορφιά, που τελειοποιείται δισεκατομμύρια χρόνια τώρα, γελάς με την απίστευτη φτώχεια του εγκλωβισμού σε αυτό που αποκαλείται «καθημερινότητα». Το σώμα ζωντανεύει. Θέλεις να κινηθείς, να τρέξεις, η καρδιά χτυπά τώρα δυνατά, και συντονίζεσαι στον χτύπο της: Οι φωνές των ανέμων ή το θρόισμα των φύλλων οι δίνες τους που υψώνονται στο ημίφως το φθινόπωρο η ομίχλη που διαλύεται στο ανέβασμα του βράχου ο αχνός τους ψίθυρος στο άκρο της αντίληψης μεθυστικός και ρυθμικός χάιδεμα απαλό, ανέμισμα τρυφερό στα μαλλιά που μιλάει για χαρά και αγάπη


μύρτιλο

και τύχη ευγνωμοσύνη για την ευκαιρία για το κάθε δευτερόλεπτο το κάθε πρωί το κάθε βράδυ, το κάθε τι... Το ’χεις ! Ο κόσμος παίζει μουσική, και το μόνο που έχει να κάνει κάποιος για να την ακούσει, είναι ν΄ ανοίξει τα αυτιά του, να ανοίξει το μυαλό του, και η φύση του θα θυμηθεί, θα προσεγγίσει. Ο φόβος εμποδίζει τον ωτακουστή. Φοβόμαστε μη χάσουμε αυτά που είμαστε. Δεν μπορείς όμως να χάσεις κάτι που δεν σου ανήκει. Χτίζουμε εαυτούς, εικόνα, συμπεριφορές, ιδεολογίες. Σκεφτόμαστε πιο είναι το ορθό, το λογικό, μα αυτά δεν υπάρχουν! Υπάρχει μόνο το πρότυπο που μέσα του ζούμε ατελώς, ατυχώς, με όνειρα ιδιωτικά, προσδοκίες ιδιωτικές, και τις αναπόφευκτες μόνιμες αγωνίες που προκαλεί μοιραία το ανεκπλήρωτο. Η μουσική είναι εκεί, σβήνοντας ορισμούς, επεξηγήσεις, τις φλυαρίες του εγώ που νιώθει φοβισμένο, απομονωμένο, σε διαρκή άμυνα αγωνιώντας μόνιμα, βγάζοντας αρρώστια. Η ορχήστρα παίζει εσαεί. Δισεκατομμύρια χρόνια τώρα, ποιος ξέρει σε πόσες μυριάδες κόσμους.

(συνεχίζεται)

ZZ Το ποίημα του Φώτη Γροντά «H Μουσική του Κόσμου» είναι δημοσιευμένο στον ιστότοπό του www.fotis.grontas.gr

91


92

μύρτιλο

Γιώργος Τσαμίλης Κριτική για το βιβλίο του Βασίλη Πισιμίση «Βούρλα – Τρούμπα μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968)», (εκδ. Τσαμαντάκη)

Η

μνήμη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ανθρώπινα προτερήματα και χαρά σε εκείνον που την έχει όσο το δυνατότερο άφθαρτη. Κακά τα ψέματα, έχει αποδειχτεί πως συνήθως είναι «κοντή», γι’ αυτό έρχονται τα γραπτά κείμενα, να τη φρεσκάρουν και να επαληθεύουν τον κανόνα της βραχύτητάς της. Το βιβλίο του Βασίλη Πισιμίση έφτασε ως δώρο στα χέρια μου και με ταξίδεψε σε μια εποχή που ήμουν αγέννητος. Μου υπέδειξε μια κοινωνία χαμένη και καταχωνιασμένη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η μνήμη πολλών ανθρώπων, μεταξύ φθοράς κι αφθαρσίας, συγκεντρώθηκε από τον συγγραφέα, πριν εξασθενήσει και χαθεί. Την έσωσε από το σκοτάδι της αγνωσίας και την έφερε στο φως της αιωνιότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένα ταξίδι στον παρελθόντα χωρόχρονο με ελάχιστο αντίτιμο. Με χαρά έλαβα την πρόκληση και βουτήχτηκα στο παρελθόν, στον «βούρκο» και την «ολίσθηση» του ανθρώπου, στον υπόκοσμο του Πειραιά. Πόσοι γνωρίζουν πως η περιοχή του αγίου Διονυσίου, εκεί, στη μεριά που δένουν τα βαπόρια για την Κρήτη, αλλά και λίγο πιο κάτω, προς Δραπετσώνα, ονομαζόταν Βούρλα; Η εικόνα του Πειραιά που περιγράφεται στο βιβλίο δεν έχει καμία σχέση με εκείνη που βλέπουμε σήμερα. Φανταστείτε την ακτή Τζελέπη και τους πίσω παράλληλους δρόμους, μέχρι το εργοστάσιο του «Παπαστράτου», να είναι συνοικία πορνείων. Να κυκλοφορούν πρωί, μεσημέρι, βράδυ σωματέμποροι, νταβατζήδες, αγαπητικοί, ναρκομανείς, τραβεστί, πόρνες. Απόκληροι μιας «καθωσπρέπει» κοινωνίας. Να υπάρχουν μεγάλες φυλακές και να πραγματοποιείται μέσα από αυτές η μεγαλύτερη απόδραση όλων των εποχών για την Ελλάδα. Μάλιστα ο τρόπος της απόδρασης να θυμίζει το κινηματογραφικό έργο «Tελευταία έξοδος: Ρίτα Χέϊγουορθ – The Shawshank Redemption, 1994», δεκαετίες πριν γυριστεί από τον σκηνοθέτη της! Η πλατεία Καραϊσκάκη με τα «λεμονάδικα». Απέναντί της η πλατεία η επονομαζόμενη «το ρολόι». Οι παράγκες, που αρχικά στέγασαν Μικρασιάτες πρόσφυγες κι ύστερα έγιναν μικρομάγαζα και γραφικά εμπορικά. Καφενεία, χασισοποτεία, τεκέδες, ρεμπετάδικα. Σήμερα, η κεντρική αγορά του Πειραιά, πίσω από τον κακόγουστο «πύργο», μόνο νοσταλγία φέρνει στο νου μας. Πιο πέρα, στην ακτή Κονδύλη και στους επάνω δρόμους, Φίλωνος, 2ας Μεραρχίας, Σκουζέ και πέριξ αυτών, με ένα όνομα: Τρούμπα. Πιθανόν η ονομασία να δόθηκε εξαιτίας μια αντλίας νερού (τρόμπας) που υπήρχε κάτω στο λιμάνι, περίπου εκεί που δένουν σήμερα τα «Ροδίτικα» βαπόρια, αλλά και πάλι δεν είναι σίγουρο αυτό. Η περιοχή της Τρούμπας είναι πιο γνωστή σε σχέση με τα Βούρλα, ίσως εξαιτίας της «προβολής» της από τον κλασικό ελληνικό κινηματογράφο. Αναφέρω ενδεικτικά: «Ποτέ τη Κυριακή», 1960, σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν με τη μοναδική Μελίνα Μερκούρη, «Λόλα», 1964, σε σκηνοθεσία του Ντίνου Δημόπουλου με τους Νίκο Κούρκουλο και Τζένη Καρέζη, «Καλώς ήρθε το Δολάριο», 1967, σε σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελάριου, με τους Γιώργο Κωνσταντί-


μύρτιλο

νου και Άννα Καλουτά. Στο βιβλίο υπάρχει πλήρης φιλμογραφία, που αναφέρεται στην περιοχή με πολλά άγνωστα στοιχεία και γεγονότα. Όλο αυτό το, σχεδόν, ημικύκλιο στο λιμάνι του Πειραιά σήμερα μοιάζει αχανές. Kάποτε ήταν «δέκα βήματα» και οριοθετούνταν από αυτές τις δυο περιοχές: τα Βούρλα και την Τρούμπα. Σε αυτά τα δυο σημεία, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, υπήρχε η δράση του λεγόμενου υπόκοσμου. Παρανομίες, απατεωνιές, φόνοι, κλεψιές, διακίνηση ναρκωτικών, πορνεία, εύκολο χρήμα. Το παράδοξο και η διαφορά με το σήμερα είναι η επικράτηση μιας ιδιόρρυθμης ηθικής. Ένας άγραφος νόμος, που προστάτευε μια επίσης ιδιόρρυθμη και εκκεντρική τιμή. Όσο οξύμωρο κι αν μοιάζει, ο παράνομος τότε είχε κάποια όρια. Υπάκουε σε μια ηθική και μια τιμή σχεδόν κοινή για όλους. Εξαιτίας αυτών των δύο, βέβαια, πολλοί έπεσαν νεκροί. Οι τσακωμοί κατέληγαν σε εγκλήματα που γίνονταν σε καθημερινή βάση και για ασήμαντες αφορμές. Φτάνει να φορούσες το καπέλο σου στραβά, το σακάκι σου ανάποδα, ή να έλεγες κάτι για τη γυναίκα που είχε ο άλλος υπό την «προστασία» του. Να έμπαινες απρόσκλητος σε ξένα χωράφια. Ήσουν μακαρίτης. Οι «βεντέτες» μεταξύ των συμμοριών έδιναν και έπαιρναν. Αρκεί το «κούτελο» του αρχισυμμορίτη να έμενε καθαρό. Κι αν αυτό λερωνόταν, μόνο με αίμα καθάριζε! Με λίγη φαντασία, όλο τούτο το πεδίο μάχης δεν θα ξεχώριζε από μια σχολική αυλή. Μόνο που τα πράγματα εδώ ήταν πολύ πιο σοβαρά. Τα μαχαίρια και τα πιστόλια αληθινά. Το αίμα στους δρόμους κατακόκκινο. Η έκπτωση στις αξίες πραγματική. Η υποδούλωση της γυναίκας υπαρκτή. Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Σήμερα μπορεί να τα βλέπουμε ως μια ρομαντική εικόνα του παρελθόντος, τότε όμως ήταν μια μάστιγα και ένα μόρφωμα της κοινωνίας. Μέσα στο βιβλίο αναφέρονται πολλές μαρτυρίες. Κάποιες από αυτές είναι από γνωστά στο κοινό πρόσωπα. Για παράδειγμα του Μάρκου Βαμβακάρη και της Σπεράντζας Βρανά, εκλιπόντες και μακαρίτες κι οι δυο τους. Και πολλοί άλλοι «άγνωστοι», κοντά στον αιώνα ζωής, που έβαλαν για λίγο τη μνήμη τους να δουλέψει, να μας διηγηθούν τα καμώματα της νιότης τους. Και μόνο ο «cult» τρόπος αφήγησής τους μας κάνει να καταλάβουμε το επίπεδο και την αίσθηση που άφησε εκείνη η εποχή. «Η πρώτη φορά που βρέθηκα στον τεκέ και που έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα σε μια παρέα με φίλους, στα Αθάνατα του Άη-Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, ο ένας ο Αντώνης ο αραμπατζής, ο άλλος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος ο Βασίλης ο κουλός, λιμενεργάτης. Αυτοί ήταν μεγάλοι, σαράντα-τριανταπέντε χρονών χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο. Στα ίσα ναργιλέ. Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνησα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένοιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα...» σελ. 20, αφήγηση του Μ. Βαμβακάρη. «...μπράβο ρε μάγκα μου, και σ’ έκοψα για μισοριξιά. Τώρα για να συνεννοηθούμε. Για χαλκά στη μύτη μιλάω. Πού να τα φέρεις βόλτα τ’ αγρίμια; Η μια ξεμάλλιαζε την άλλη για πλάκα και οι ενδιαφερόμενοι πολλοί. Όχι για να πηδήξεις, αυτό ήταν εύκολο, πλήρωνες. Για να τα πάρεις λέμε. Και το ρισκάριζες να σφαχτείς ή να μπεις στη φυλακή αν χτυπούσες κάποιον αντίζηλο; Ε, γι’ αυτό σου είπα ότι έπρεπε να ’χεις άντερα. Αλλιώς καθόσουν στ’ αβγά σου.» σελ.36, αφήγηση του μάγκα γέρο Ταρνανά» «Η δικτατορία με βρήκε να πηδιέμαι σ’ ένα ψαροκάικο στον Αη-Γιώργη, στο Κερατσίνι. Στις τρεις η ώρα τη νύχτα, γινόταν μεγάλη φασαρία. Βγήκαμε έξω και μάθαμε το τι είχε γίνει. Έφυγα από το Κερατσίνι και πήγα με τα πόδια στην Καστέλα που έμενα...» σελ. 146, ανώνυμη αφήγηση.

93


94

μύρτιλο

«Τη δουλειά αυτή, φίλε, την έκανα πολλά χρόνια. Η Τρούμπα είχε ό,τι είδους βρωμιά θέλεις. Δε λέω, κονόμαγα πολλά λεφτά, αλλά φεύγανε στα κωλόμπαρα. Ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα, που λένε... τα καμπαρέ, τις πουτάνες, τους πούστηδες, εδώ ήταν η πιάτσα τους, στον κήπο. Οι περισσότεροι εδώ και στα στενά, στις γωνίες...» σελ. 176, αφήγηση του Γιάννη από την Εύβοια. Πάντα είχα ως απορία την ανάγκη των ανθρώπων να τακτοποιούν τις κοινωνίες τους με προσανατολιστικά χαρακτηριστικό τρόπο. Στην επαρχία και στο χωριό υπάρχουν η πάνω συνοικία και η κάτω συνοικία. Στις μεγάλες πόλεις «τα άνω Πετράλωνα και τα κάτω Πετράλωνα». Τον Άδη τον έχουν ονομάσει και προσδιορίσει ως «κάτω κόσμο», τους παράνομους «υπόκοσμο», τους πλούσιους «αριστοκράτες» ή «υψηλή κοινωνία», τους ευγενικούς «καθωσπρέπει», τον απλούς «μεσαία τάξη», τους φτωχούς «χαμηλή τάξη» κ.ο.κ. Μοιάζουν σαν τις ινδικές κάστες κοινωνιών. Αυτό δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα, αν βάλουμε μπροστά τη λέξη «άτυπη», που στην Ελλάδα λυτρώνει τα πάντα. Μας βολεύει να βάζουμε τα πράγματα σε μια σειρά και ένα ύψος στο μυαλό. Κι επίσης, μαζί με αυτή την απορία έχω και κάποια ερωτήματα. Είναι καλύτερος ο αριστοκράτης από τον παράνομο του υποκόσμου; Ο ευγενικός μπορεί να ανήκει στον υπόκοσμο; Η μεσαία τάξη μπορεί να είναι ευγενική και να έχει πρόσβαση στην αριστοκρατία; Υπάρχουν στεγανά σε αυτές τις άτυπες κάστες ή ο ένας μπαίνει στον κόσμο του άλλου με την ίδια ευκολία που μπορεί να βγει; Μπορεί όλα αυτά να είναι απλώς ανούσια πράγματα; Το βιβλίο του Βασίλη Πισιμίση δεν έδωσε διέξοδο στις απορίες μου κι ούτε απάντησε στις ερωτήσεις μου. Με έκανε όμως να ταξιδέψω στον κόσμο του, κι αν μη τι άλλο, να βγω από αυτόν κερδισμένος, με περισσότερη γνώση και λιγότερo ανυποψίαστος. Την επόμενη φορά που θα περπατήσω στα δρομάκια του Πειραιά θα προσέξω. Μπορεί να βγει κάποιο μαγκάκι, με σιδερικό στο χέρι και το σακάκι μισοβγαλμένο, να μου ζητά τα ρέστα στα φραγκοδίφραγκα που κουβαλώ πάνω μου. Κάποια στρουμπουλή, μεσήλικη γυναίκα με υπερβολικό βάψιμο και χαλκά στη μύτη, να μου ζητήσει τη φωτιά μου για το τσιγάρο της. Να σηκώσω από το πεζοδρόμιο κάποιον μεθυσμένο ναύτη του 6ου αμερικάνικου στόλου. Μπορεί να παρασταθώ έξω από το μπαρ John Bull για να κοζάρω σε φωτογραφίες το πρόγραμμα με τα εξωτικά, έγχρωμα μπαλέτα και να αποφασίσω αν θα περάσω εκεί τη βραδιά μου ή κάπου αλλού. Κι όλα αυτά στο φόντο της παραζάλης του διαφορετικού.

ZZ Ο Γιώργος Τσαμίλης είναι ιδιωτικός υπάλληλος-συγγραφέας και ζει στη Σαλαμίνα. Έχει εκδώσει δύο νουβέλες, «Ο δρόμος των ορίων» (εκδ. Όμβρος, 1997) και «Με την ελπίδα πεθαίνω τελευταίος» (εκδ. Publibook, 2010), επίσης την εργασία «Εξωκκλήσια και μικροί ναοί της νήσου Σαλαμίνας» (εκδ. Ολόγραμμα, 2010).


Μ

εταφερθείτε στην εποχή της αρχαίας Ελλάδας και συναντήστε από κοντά τον Αριστοτέλη! Μάθετε: Τα σημαντικότερα στοιχεία του βίου του Τα σημαντικότερα σημεία της διδασκαλίας του Τον άγνωστο ύμνο στην Αρετή που συνέθεσε για τον παιδικό του φίλο, τον Ερμία Την άγνωστη ιδιόχειρη διαθήκη του Τις άγνωστες θεραπευτικές του προσεγγίσεις Τον πλήρη κατάλογο των βιβλίων του Πολλά ενδιαφέροντα περιστατικά από την καθημερινή του ζωή, αλλά και τα βασικά σημεία της διδασκαλίας του: Τις 12 Ηθικές Αρετές, την Αρχή της Αντιφάσεως και το μυστηριακό Ακίνητον Κινούν. Με πλήθος επεξηγηματικών σχολίων και αναλύσεων των επιστημονικών θεωριών του, μέσα από το πραγματικά απολαυστικό αρχαίο κείμενο του Διογένη Λαερτίου, που για πρώτη φορά μπορούν να μας φέρουν σε επαφή και να μας αποκαλύψουν τον βαθύτερο τρόπο σκέψης του μεγάλου μας Φιλοσόφου.

Σ

ήμερα η Μνήμη και η Ανάμνηση αποτελούν δύο έννοιες απολύτως συγκεχυμένες. Στην εποχή όμως της Αρχαίας Ελλάδας είχαν τελείως ιδιαίτερη και καθοριστική σημασία καθότι η Μνήμη αφορούσε στην γνωστή λειτουργία του εγκεφάλου μας και σχετίζεται με την παρούσα ζωή μας, ενώ η Ανάμνηση αφορούσε στην ανάσυρση λησμονημένων γεγονότων από τις προηγούμενες ζωές μας, οι οποίες εξακολουθούν να παραμένουν χαραγμένες στην αιώνια Μνήμη της Ψυχή μας.

ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ www.ocelotos.gr


Σόλωνος 60, 10672 ΑΘΗΝΑ Τηλ. +30 210 3615077, Fax +30 210 3606759 Ηλ. διευθ. : k.kanarakis@estiabookstore.gr Διαδικτυακός τόπος : www.estiabookstore.gr

Α. Παπανδρέου 6, Χαλάνδρι, Αθήνα 52 33 Τηλέφωνο: 210 6893 000

www.koraisbooks.gr


Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν

Τι γίνεται σ’ αυτήν την πόλη, στις κατ’ ιδίαν σχέσεις των ανθρώπων της; Τι υποπίπτει στην αντίληψή µας και τι όχι; Τι οµολογείται και τι όχι; Τι είναι όνειρο και τι πραγµατικότητα, τι ζωή και τι φαντασία, τι παρόν και τι µέλλον; Ένα πλέγµα από στιγµές και εικόνες όπως αποτυπώνονται από µια παρέα που γράφει και συν-γράφει στο ισόγειο της οδού Μασσαλίας.

Ροδούλα Ζορµπά Ελένη Καρακατσάνη Ελευθερία Μπαφαλούκα Έλσα Παντοπούλου Κίρκη Ραφαηλίδου Ρόη Σκάρα

7:30 µ.µ. στην οδό

Μασσαλίας

...Πάνω του καθόταν ο Μωυσής και έδινε στο Θεό – που έμοιαζε με το Σατανά – δέκα εντολές χαραγμένες σε πλάκα... ...Ο βαρύς του σκελετός και τα μεγάλα του ρουθούνια τον έκαναν να μοιάζει με νονό της νύχτας κι ας ήταν ένας απλός περιπτεράς... ..Όταν η κυρία Μυρσίνη πέταξε τα υπολείμματα από το φάρμακο και τη σύριγγα, έβαλε από ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και στους δυο τους... ...Δεν ξέρω ποιος τρόμαξε περισσότερο όταν εμφανίστηκε ξαφνικά από την μπαλκονόπορτα, εκείνη πάντως μίλησε πρώτη...

7:30 µ.µ. στην οδό Μασσαλίας

Σ ΥΛ Λ Ο Γ Η Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤ Ω Ν

...Ήταν νύχτα αργά όταν έφτασε ο Κ. Εσείς την ίδια στιγμή κολυμπούσατε στην ανυπαρξία του χρόνου... ...Με τη γεύση ενός υπέροχου επαγγελματικού φιλιού που δεν ανήκε σε μένα, γύρισα έντρομος να αντικρίσω την « Ώρα της Κρίσεως» εκφρασμένη στα μάτια της κόρης μου...

ISBN 978-960-98931-5-2

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος

Τι γίνεται σ’ αυτήν την πόλη, στις κατ’ ιδίαν σχέσεις των ανθρώπων της; Τι υποπίπτει στην αντίληψή μας και τι όχι; Τι ομολογείται και τι όχι; Τι είναι όνειρο και τι πραγματικότητα, τι ζωή και τι φαντασία, τι παρόν και τι μέλλον; Ένα πλέγμα από στιγμές και εικόνες όπως αποτυπώνονται από μια παρέα που γράφει και συν-γράφει στο ισόγειο της οδού Μασσαλίας.

«Σκιές», περ. Πανδώρα, τ. 17, (5.2005-11.2005) «Ασφάλειες ζωής», περ. Εκπαιδευτική κοινότητα, τ. 76 [Νοέμβριος 2005-Ιανουάριος 2006] «Ημέρες της καρέκλας», περ. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ. 79 [Αύγουστος-Οκτώβριος 2006]

«…Τα μάτια μου με προδίδουν. Η όρασή μου εξασθενεί. Θολώνουν, κουρασμένα απ’ την αγωνιώδη αναζήτηση. Σχεδόν δεν βλέπω να συνεχίσω. Γι’ αυτό και εγκαταλείπω το πλοίο. Ο τελευταίος ναυτικός. Ο καπετάνιος του. Θα βυθιστώ μαζί του χωρίς να παλέψω με την θάλασσα. Μα μέχρι να με πνίξει το νερό θα συλλογιέμαι το τί έφταιξε και βούλιαξε το πλοίο. Αφού ήταν γερό σκαρί. Δεν ήρθε ακόμα το πλήρωμα του χρόνου του. Όχι, δεν θα παλέψω να το σώσω. Είναι μάταιο. Θα το αφήσω να με παρασύρει. Και θα συλλογιέμαι μέχρι την τελευταία στιγμή, βυθιζόμενος, γιατί βουλιάζει πριν την ώρα του….»

Photo

ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ

«Μικρή περιήγηση», περ. Εκπαιδευτική Κοινότητα, τ. 73 [ΦεβρουάριοςΑπρίλιος 2005]

«…Πόσο θα ’θελα ν’ άπλωνα την ψυχή μου σε μια απλώστρα. Να την κρέμαγα γερά. Απ’ την μια να την χτυπάει ο άνεμος. Απ’ την άλλη να την δέρνει η βρoμιά. Να την ψήνει ο ήλιος, να προσπαθεί να την καθαρίσει η βροχή. Ή πάλι, να ’ρχόταν ένας δυνατός αέρας, να την ξεκρέμαγε και να την πετούσε μέσα στο ανεμιστηράκι του κλιματιστικού. Κι αυτό να ’κανε την δουλειά του σωστά. Να την πετσόκοβε. Μικρά-μικράμικρά κομματάκια. Κι αυτά να ’μουν εγώ. Να πετάγονταν δεξιά-αριστερά, πάνω-κάτω. Να σκορπούσαν, και να βοηθούσε σ’ αυτό ο άνεμος….»

ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

«Απώλειες», περ. Πανδώρα, τ. 16 (11.2004-5.2005) [έχει δημοσιευθεί με τον τίτλο «Ο μόνος» και με κάποιες διορθώσεις]

ISBN 978-960-9499-15-6

οσελότος

Πρώτες δημοσιεύσεις

«…Το κάλεσμά της ήταν τραχύ. Βίαιο. Γύρισα απ’ την λάσπη και μπήκα μες στο δώμα. Με περίμενε σκυφτή κι αμίλητη. Κοιτάζοντας με την σαραβαλιασμένη πλάτη της μακριά, πίσω από μένα. Και μέχρι να καταλάβω τί ήθελε, πέφτει κάτω, μου τσακίζει τα σάπια πόδια και πριν σωριαστώ με καθίζει μεγαλόπρεπα. Ανίκανο να κινηθώ. Με βιδώνει γερά και περνάει τα καρφιά της όπου βρει. Έτοιμη μαριονέτα, καθισμένη, ανίκανη, ανήμπορη, να καταλάβει γιατί τόσος πόνος για το τίποτα. Τώρα πλέον, και μ’ ένα μάτι. Για το τίποτα….»

by Manios

Διηγήματα | Σελ. 160 | 14 × 21 ISBN 978-960-98931-5-2

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Γιος δημοσίων υπαλλήλων, ο Θανάσης Λιακόπουλος γεννήθηκε το 1976 στην Αθήνα, μεγάλωσε στη Δάφνη και τα τελευταία χρόνια κατοικεί στο κέντρο της Αθήνας. Έζησε ατελεύτητα καλοκαίρια στο Δώριο Μεσσηνίας και δύο βαρείς χειμώνες στην Αφρική (Άντις Αμπέμπα-Αιθιοπία). Οι σπουδές του –Μεσαιωνική και Νεοελληνική Φιλολογία στην Αθήνα και κλασική κιθάρα και μουσική στο «Ελληνικό Ωδείο» και στο «Ωδείο Χ. Εκμεκτσόγλου»– του προσέδωσαν μια ερασιτεχνική βαρεμάρα, που τον οδήγησε σε διαφορετικά μονοπάτια, με αποτέλεσμα την παθολογική ανάγνωση φιλοσοφικών, ανθρωπολογικών, ιστορικών, κοινωνιολογικών και λογοτεχνικών βιβλίων και την συγγραφή μικρών ιστοριών. Βιοποριζόμενος ασχολήθηκε με την παράδοση ιδιαιτέρων μαθημάτων, για χρόνια. Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε διάφορα περιοδικά. Οψίμως δημοσίευσε κριτικές βιβλίων και συμμετείχε ως ομιλητής σε παρουσιάσεις βιβλίων διαφόρων συγγραφέων. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα, με σκοπό, κάποια στιγμή, να την κάνει.

ο σ ε λ ότ ο ς

Δεκαπέντε ιστορίες, εξωτερικά διαφορετικές μεταξύ τους, που συνδέονται όμως βαθύτερα, πέραν του πρώτου αφηγηματικού επιπέδου, με το λεπτό νήμα μιας προελαυνούσης αβεβαιότητας. Πάθη, φόβοι, ελπίδες, απόγνωση, εκδίκηση, το απρόβλεπτο, στις «Ημέρες της καρέκλας», γενεσιουργό αιτία έχουν μια αβεβαιότητα καλά κρυμμένη, που, τις περισσότερες φορές, μέσα από έναν βαθύτερο συμβολισμό της απώλειας, οδηγούν σ’ ένα τέλος. Οτιδήποτε ένυλο θυσιάζεται γι’ αυτήν και εξαιτίας της, χωρίς ποτέ να καταφέρει να την αναγνωρίσει και να την συνειδητοποιήσει. Διηγήματα | Σελ. 120 | 14 × 21 ISBN 978-960-9499-15-6



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.