Η θάλασσα απείχε μόλις δύο χιλιόμετρα από το αρχοντικό των Ντομεγκίνη. Είχε βοριά εκείνη τη νύχτα και κρύο τσουχτερό. Το ντομεγκινέικο είχε πέσει από νωρίς να κοιμηθεί. Δεν ήταν βραδιά απόψε για επισκέψεις ούτε για βεγγέρες. Ο παφλασμός των κυμάτων, που έσκαγαν στην αμμουδιά οργισμένα, σαν να ήθελαν να καταπιούν το Τζάντε μαζί με τ’ αρχοντικά του και τα σπιτόπουλα των σέμπρων, έφτανε σαν απόκοσμος ήχος...
Η καρδιά της Ελένης άρχισε να χτυπά γρήγορα μέσα στο ωραίο της, άσπρο σαν το χιόνι στήθος. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Από τις γρίλιες του παραθύρου της ένα ολόγιομο χρυσό φεγγάρι έριχνε τις αχτίδες του στα ξανθά της μαλλιά. Ήταν υπερκόσμια όμορφη!
Ο Ιβάν του έσφιξε δυνατά το χέρι.
«Σπασίμπα, Κρις. Σπασίμπα!»
«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστείς, Ιβάν. Όλοι για μια θέση κάτω από τον ήλιο αγωνιζόμαστε».
«Σπακούινε νόοτσι!» τους καληνύχτισε ο Ιβάν στα ρωσικά.
«Σπακούινε νόοτσι, Ιβάν Ιβάνοβιτς!»