



Τι Τλος Αλεξανδρινές Μνήμες
Η ζωή στην Αλεξάνδρεια με τα μάτια ενός μικρού Αλεξανδρινού
ς υγγρΑ φέ Α ς ςωτήρης γεωργαλάς

έ πιm έ λ έ ι Α - Διορθω ςΗ έλένη Χονδρονάσιου
Layout - Design myr tilo, λένα παντοπούλου
Copyright© 2023 ςωτήρης γεωργαλάς
π ρ ωΤΗ έ κ Δο ςΗ Αθήνα, ιούλιος 2023
is B n 978-618-205-481-9
κέΝΤρικΗ ΔιΑθέςΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗλ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Το χρωστούσες αυτό το ταξίδι. Πρώτα σε σένα.
Μετά σε όλους τους άλλους που υπήρξαν πριν
από σένα και δεν υπάρχουν πια. Χωρίς μνήμες
προγόνων δεν έχεις πυξίδα στη ζωή. Δεν έχεις πού να πατήσεις για το επόμενο βήμα. Μένεις
μετέωρος…
Πέτρος Μανταίος, Εφημερίδα των Συντακτών , 23 Ιουνίου 2023
Γράφω αυτό το μικρό βιβλίο, χωρίς να διεκδικώ λογοτεχνικές περγαμηνές – αυτό, άλλωστε, δεν ανταποκρίνεται ούτε στην κλίση μου, ούτε στις προθέσεις μου.
Απλώς επιθυμώ, πρωταρχικά, να γνωρίσω στα παιδιά μου και τους απογόνους τους τους προγόνους μας, που πάμφτωχοι εγκατέλειψαν τη γενέτειρά τους, τον Αϊ Στράτη, κινημένοι από την ελπίδα να διαμορφώσουν ένα καλύτερο αύριο. Στην Αίγυπτο, όπου κατέληξαν, οργάνωσαν με εργατικότητα, μόχθο και τόλμη μια ευημερούσα ζωή οικονομικά και κοινωνικά. Γνώρισαν επιτυχίες, θριάμβους, αλλά και ήττες, πτώσεις, όπως οι συνθήκες της εποχής, αλλά και προσωπικές επιλογές καθόρισαν. Παράλληλα, απευθύνομαι σε συγγενείς, φίλους και όσους, μέσα από προσωπικές αναζητήσεις, ενδιαφέρονται για την Ελληνική
ομογένεια της Αλεξάνδρειας, που αποτέλεσε μια ρωμαλέα και εύρωστη
κοινότητα, με εξαιρετικές επιδόσεις στην οικονομία, την επιχειρηματικότητα, τις τέχνες, τη διανόηση.
Στην προσπάθειά μου να αναπλάσω την εποχή στηρίχθηκα τόσο σε προσωπικές αναμνήσεις, όσο και στη συνδρομή του Τύπου της εποχής, όπως φαίνεται από το απάνθισμα γεγονότων της περιόδου που επισυνάπτω. Σημαντική συμβολή είχαν ο αδελφός μου Ντόρης Γεωργαλάς, οι θείες μου, Ντίνα Δημοπούλου και Χρυσούλα Καλοκαιρινού, αδελφές της μητέρας μου, και οι εξαδέλφες μου, Κατερίνα Δημοπούλου και Εύη Καλοκαιρινού, με διάφορα γεγονότα, πρόσωπα και περιστατικά που συγκράτησαν.
Πρέπει να σημειώσω ότι ο αγαπημένος μου αδελφός Ντόρης πέθανε όταν τελείωνα σχεδόν αυτό το βιβλίο, στις 8 Απριλίου του 2022.
Ο Ντόρης (Θεόδωρος) γεννήθηκε στις 11 Απριλίου του 1955 στην
Αλεξάνδρεια, και αν και μας χώριζαν 1,5 περίπου χρόνια, ήταν μια τάξη
μικρότερός μου στο σχολείο. Γι’ αυτό και είχαμε πολλά κοινά ενδιαφέ-
ροντα και απόψεις, όπως και κοινούς φίλους. Ήταν πολύ εξωστρεφής
άνθρωπος, αγαπητός σε πολύ κόσμο και αυτό που λέμε «μπον βιβέρ».
Είχε όμως την ατυχία να τον πλήξει, σε σχετικά νεαρή ηλικία, η πολλαπλή σκλήρυνση, την οποία πάλεψε για χρόνια με αξιοπρέπεια και εγκαρτέρηση.
Σ’ αυτόν λοιπόν, ως εκπρόσωπο του παρελθόντος, αφιερώνω αυτό
το βιβλίο, αλλά και στη μικρή μου εγγονή Στεύη, που γεννήθηκε στο διάστημα της συγγραφής του, ως εκπρόσωπο του μέλλοντος της οικογένειάς μας.
Τέλος, το βιβλίο μου αυτό ας είναι ένα μνημόσυνο στην οικογένειά
μου, στους δικούς μου ανθρώπους, που με μεγάλωσαν με αρχές, αγάπη
και αφοσίωση, για τα οποία τους ευγνωμονώ.
Γνώρισα, βίωσα, γεύτηκα όσα καθόρισαν τη μετέπειτα ζωή μου, με
πολύτιμη παρακαταθήκη τη μελέτη, τη γνώση και την ηθική.
Γεννήθηκα στις 5 Νοεμβρίου του 1953 (Πέμπτη), στο Κάιρο, όμως
είμαι Αλεξανδρινός. Η μητέρα μου πήγε εκεί, γιατί την παρακολουθού-
σε ένας καλός γιατρός, επειδή είχε κάνει αρκετές αποβολές, και επειδή
εκεί υπήρχε η «maternitè», αγνώστων λοιπών στοιχείων. Ανησυχούσε
πώς θα με βρει μέσα σε αυτή τη θάλασσα μωρών που με είχαν τοποθετήσει. Η νοσοκόμα την καθησύχασε: «c’est le roi». Ξεχώριζα για το λευ-
κό μου δέρμα (αρκετά ρατσιστικό, αλλά έτσι ήταν τα πράγματα εκείνη
την εποχή). Ο γιατρός που την ξεγέννησε ήταν ο Μάγκντι, προσωπι-
κός γιατρός του Φαρούκ. Στη γέννα είχαν έρθει στο Κάιρο και οι αδελφές της μητέρας μου, Ντίνα και Χρυσούλα, που έμειναν, κατά τη διαμονή τους εκεί, στον 5ο όροφο της πολυκατοικίας των Γεωργαλάδων, στο
διαμέρισμα του πατέρα μου. Θα κάνω μια μεγάλη παρένθεση για να μιλήσω για τους προγόνους μου.
Σωτήριος Γεωργαλάς
Ο παππούς από τη μεριά του πατέρα μου. Γεννήθηκε στον Άγιο Ευστράτιο1 από πατέρα παπά, τον παπά-Κωνσταντή. Είχε πολλά αδέλφια και μια αδελφή (Ελπίδα). Θυμάμαι μόνο τον Δημήτρη, που ήταν
και συνεταίρος του παππού, τον Γιάννη, που ζούσε στη Μίνια 2 και τον Χαράλαμπο. Στον Άη Στράτη η οικογένεια των Γεωργαλάδων είχε φτάσει κατά μία παράδοση από τη Χίο (ίσως μετά την καταστροφή της
στην επανάσταση του ’21) και ονομαζόταν αρχικά Σταματίου. Το επίθετο Γεωργαλάς προέκυψε από κάποιο σωματώδη πρόγονο με το όνομα Γιώργος όπως λέει η παράδοση.
Έφυγε από τον Άγιο Ευστράτιο στις αρχές του 20 ου αιώνα και ήρθε στο Κάιρο, όπου δούλεψε σε ένα μπακάλη Έλληνα. Τα λεφτά που του έδινε τα μάζευε και με αυτά αγόρασε το πρώτο ταξί του Καΐρου. Μαζί με τα αδέλφια του έφτιαξαν ένα στόλο από ταξί (περί τα 40-50; μεταξύ
των οποίων και μία Rolls-Royce για την μεταφορά επισήμων, όπως του Πατριάρχη Αλεξανδρείας) και ένα γκαράζ-συνεργείο (Angloamerican garage), που στεγάστηκε στο ισόγειο πολυκατοικίας που έφτιαξαν στο Κάιρο (οδός- σάραα Μαντμπούλι 88). Η δουλειά αυτή πρέπει να ήταν πολύ αγχώδης.
Του εκδηλώθηκε ζάχαρο, σύμφωνα με μαρτυρία του πατέρα μου, από το παρακάτω περιστατικό: Τα ταξί είχαν παραλάβει από το Σουέζ3
ένα γκρουπ από τουρίστες προκειμένου να επισκεφτούν το Κάιρο και τις Πυραμίδες της Γκίζας. Ακολούθως θα τους πήγαιναν στην Αλεξάνδρεια, όπου θα επιβιβάζονταν στο πλοίο τους, που εν τω μετα-
ξύ θα είχε φτάσει εκεί. Μετά την αναχώρηση του γκρουπ ανακάλυψε
ότι τα διαβατήρια των τουριστών είχαν μείνει στο Κάιρο. Οι τηλεπικοινωνίες τότε ήταν υποτυπώδεις και η έλλειψη διαβατηρίων θα εμπόδιζε την επιβίβαση των επιβατών. Αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα πληρω-
μή ρητρών, φιλοξενία των επιβατών μέχρι να περάσει άλλο πλοίο που
τότε δεν ήταν τόσο συχνά. Με άλλα λόγια οικονομική καταστροφή.
Έγινε ένας αγώνας δρόμου και τελικά το θέμα τακτοποιήθηκε. Όμως
το κακό στην υγεία του παππού είχε γίνει (ή ίσως προϋπήρχε και απλώς επιδεινώθηκε).
Αργότερα, πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, συνεργάστηκε με τη Shell και έκαναν γεωτρήσεις στη Δυτική έρημο. Έτσι, ανακάλυψαν νερό
πολύ καλής ποιότητας, στο 110 ο χλμ. της ερημικής οδού Αλεξανδρείας-
Καΐρου (συνολικού μήκους 220 χλμ.). Έτσι, ξεκίνησε η κατασκευή του

Rest-house Wadi-Natrun. Το Ρεστ, όπως το λέγαμε, ανήκε μισό μισό
στον παππού τον Σωτήρη και στον αδελφό του Δημήτρη, για τον οποίο
θα μιλήσω παρακάτω. Εγκαινιάστηκε τον Απρίλιο του 1933, όπως φαί-
νεται σε σχετικό δημοσίευμα του «Ταχυδρόμου» της Αλεξάνδρειας.
Στην αρχή είχε σταθμό βενζίνης και ένα μικρό εστιατόριο. Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μια μικρή όαση. Περιλάμβανε δύο μεγάλες καλλιεργημένες εκτάσεις, προφυλαγμένες γύρω-γύρω από ψηλά κυπαρίσσια, για την προστασία από την άμμο της ερήμου, που όταν φυσούσε, ιδίως την περίοδο των χαμσινιών τα κάλυπτε όλα.
(Σ.Σ. χαμσίνι: ο δυτικός ξηρός άνεμος μεγάλης ταχύτητας που πνέει στη Βό -
ρειο Αφρική και την Αραβική χερσόνησο μεταφέροντας σύννεφα άμμου από την έρημο. Η ετυμολογία της λέξεως σχετίζεται με τον αριθμό 50 που στα αραβικά λέγεται χαμσίν, αφού το χαμσίνι, αυτή η θύελλα ανέμου, πνέει κατά διαστήματα για 50 περίπου ημέρες την άνοιξη, κυρίως τον Απρίλιο, αλλά και από τον Μάρτιο έως τον Μάιο).
πουροί, με τις χαρακτηριστικές κελεμπίες τους και το τουρμπάνι στο κεφάλι, καθώς και μηχανικοί στη μονάδα ηλεκτρικού ρεύματος.
Η ανατολική ήταν ένας μεγάλος κήπος με λογιών λογιών λουλούδια. Στο κέντρο υπήρχε ένα υψηλό κτίσμα, εν είδει φάρου, που στο ανώτερο σημείο του είχε έναν προβολέα που ήταν ορατός από πολύ μακριά. Στο πλάι υπήρχαν διαφημίσεις. Πίσω από αυτόν τον κήπο περνούσε η εθνική οδός. Ανάμεσα σε αυτές τις εκτάσεις υψωνόταν το μεγάλο κτήριο του Rest-house, που ήταν διώροφο.
Το ισόγειο περιελάμβανε μία μεγάλη αίθουσα με τρεις σειρές τραπεζιών, ένα μεγάλο πάγκο, σε σχήμα Γ, πίσω από τον οποίο ήταν ο Παντελής στην ταμειακή μηχανή και κάποιοι υπάλληλοι που εξυπηρετούσαν τον κόσμο που ήθελε μόνο κάτι στο χέρι ή τσιγάρα. Υπήρχαν τρεις
«βεράντες», μία παράλληλη με την προηγούμενη αίθουσα με μεγάλες τζαμαρίες, που έβλεπε στον ανατολικό κήπο και είχε μία σειρά τραπέζια, και άλλες δύο, πάλι με μία σειρά τραπεζιών σε σχηματισμό κάθετο προς τα τραπέζια της κεντρικής σάλας, που τις λέγαμε «η σάλα της Αλεξάνδρειας στα βόρεια και η σάλα του Καΐρου στα νότια».
Μεγάλες σκάλες στις δύο αυτές σάλες αποτελούσαν τις κύριες εισόδους στο ξενοδοχείο. Η πιο σημαντική είσοδος ήταν του Καΐρου, γιατί αυτή έβλεπε στο κεντρικό πάρκινγκ και στη στάση των πούλμαν, από την οποία έμπαινε και ο κύριος όγκος των πελατών. Στο ίδιο επίπεδο ήταν και οι κουζίνες. Η μία δίπλα στον πάγκο της κεντρικής σάλας ήταν για τα ελαφρά γεύματα (σάντουιτς, σαλάτες κ.λπ.), η μεγάλη
δίπλα, με έναν κεντρικό φούρνο στο κέντρο που έφερε φουγάρα στη
μέση, με μάτια για τηγάνια γύρω γύρω, πορτάκια για ψήσιμο φαγητών, μου φάνταζε σαν υπερωκεάνιο.
Πιο δίπλα, οι λάντζες με τεράστια πλυντήρια πιάτων. Μια σκάλα
από εκεί κατέβαζε σε ένα ημιυπόγειο, όπου ήταν το εργαστήριο που έφτιαχνε ακατάπαυστα τις περίφημες τυρόπιττες τού Ρεστ, και το ζαχαροπλαστείο που έφτιαχνε γλυκά διάφορα και πάστες.
Οι τυρόπιτες τού Ρεστ ήταν ξακουστές σε όλη την Αίγυπτο. Όποιον συναντούσες και του έλεγες για το Ρεστ, θα θυμόταν και θα σου έλεγε
γι’ αυτές τις τυρόπιτες. Ίσως γιατί αυτό το είδος τότε δεν ήταν ευρέως
διαδεδομένο, σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή, που παντού βρίσκεις
τυροπιτάδικα με τυρόπιτες διαφόρων ειδών και σχημάτων. Τις τυρόπι-
τες τού Ρεστ τις έφτιαχνε ένα συνεργείο που δούλευε συνεχώς. Άπλωνε
τη ζύμη σε ένα μεγάλο τραπέζι, και μετά κάποιος, με μία μεγάλη στρογγυλή οδοντωτή φόρμα που την πατούσε πάνω στη ζύμη, έκοβε μεγάλα στρογγυλά κομμάτια. Μάζευε τα ενδιάμεσα κομμάτια ζύμης, που
θα τα χρησιμοποιούσε με τη νέα ζύμη μετά, και στα στρογγυλά κομ-
μάτια έβαζε το μείγμα του τυριού. Κατόπιν, τα δίπλωνε και τα άλειφε
με αυγό και ύστερα όλα μαζί τα κομμάτια τα έβαζε στον φούρνο σε με-
γάλες μαύρες λαμαρίνες. Όταν έβγαιναν, μοσχομύριζε ο τόπος. Από το
ίδιο εργαστήριο έβγαιναν ακατάπαυστα μικρά ψωμάκια για σάντουιτς.
Αυτό γινόταν όλη την ημέρα, γιατί η ζήτηση ήταν μεγάλη. Ήταν ένα
φτηνό και χορταστικό κολατσιό για τους επιβάτες των υπεραστικών
πούλμαν, που σταματούσαν στο Ρεστ, αλλά και των τουριστικών και
εκδρομικών. Οι μεμονωμένοι, με δικό τους αυτοκίνητο εκείνη την επο-
χή, ήταν πιο εύποροι και προτιμούσαν συνήθως κανονικό γεύμα. Το πιο
αγαπημένο μου κολατσιό, όταν ήμουν στο Ρεστ, ήταν μια τυρόπιτα και
ένα μπουκάλι κόκα-κόλα, που υπήρχε από τότε στην Αίγυπτο, σε αντίθεση με την Ελλάδα. Η κόκα-κόλα ήταν απαγορευμένη από τη μητέρα
μου στο σπίτι στην Αλεξάνδρεια· μόνο στις εξόδους το επέτρεπε.
Στη βεράντα της Αλεξάνδρειας υπήρχε μια πόρτα στα δυτικά που
ήταν συνήθως κλειδωμένη και όταν άνοιγε, οδηγούσε μέσα από έναν
διάδρομο σε μια μεγάλη σάλα. Η πόρτα αυτή άνοιγε, όταν ερχόταν κάποιο μεγάλο γκρουπ από τουρίστες για γεύμα. Στον διάδρομο υπήρχε επίσης μια πόρτα γυάλινη, η οποία ήταν πάντα κλειδωμένη. Αυτή, με μια στριφογυριστή σκάλα, οδηγούσε στον πάνω όροφο που ήταν το
διαμέρισμα τού Φαρούκ4. Ο Φαρούκ ήταν ο τελευταίος βασιλιάς τής
Αιγύπτου και είχε ζητήσει να του φτιάξουν αυτό το διαμέρισμα, προκειμένου να έρχεται και να κυνηγάει στην έρημο γαζέλες5. Το διαμέρισμα αυτό ήταν πολυτελές, με ακριβά έπιπλα, πανάκριβα σερβίτσια και κρύσταλλα. Έμεινε κλειστό μετά την επανάσταση τής 23ης Ιουλίου του 1952 και την εκδίωξη του Φαρούκ από την Αίγυπτο.
Στη βεράντα του Καΐρου, απέναντι από την είσοδο, ήταν οι τουαλέτες. Μεταξύ της βεράντας του Καΐρου και της κεντρικής σάλας υπήρχε ένα σχετικά μικρό δωμάτιο. Αυτό άνοιγε το βράδυ, μετά τις 11-12
και, μαζί με τη βεράντα του Καΐρου, έμενε ανοιχτό μέχρι το πρωί, προ-
κειμένου να προσφέρει στους νυχτερινούς ταξιδιώτες σάντουιτς, καφέδες και αναψυκτικά. Το υπόλοιπο συγκρότημα έμενε κλειστό μέχρι
τα ξημερώματα. Σε αυτό το δωμάτιο υπήρχε μια μικρή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε σε ένα ακόμα μικρότερο δωματιάκι, στο οποίο υπήρ-
χαν ένα γραφείο και 2-3 καρέκλες. Αυτό το δωματιάκι άνοιγε μια φορά
τον μήνα, όταν ερχόταν ο λογιστής με τα λεφτά της πληρωμής από το
Κάιρο. Εκεί ανέβαιναν ένας ένας οι υπάλληλοι και οι εργάτες της εται-
ρίας και έπαιρναν το μισθό τους, παρουσία, συνήθως, ενός εκ των ιδιο -
ήΣ Γεωρ Γα
κτητών. Οι εργαζόμενοι αυτοί έφταναν τον αριθμό των εκατό ατόμων περίπου. Από την κεντρική σάλα ξεκινούσε μια άλλη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Εκεί βρίσκονταν τα έξι δωμάτια του ξενοδοχείου. Μπροστά από αυτά και από το διαμέρισμα του Φαρούκ απλωνόταν μία μεγάλη ανοιχτή βεράντα-ταράτσα, με θέα στην απέραντη έρημο. Εκεί μαζευόμασταν τα βράδια με ζακέτες, γιατί το κρύο, ακόμα

και τον Αύγουστο, ήταν τσουχτερό το βράδυ στην έρημο, και είχαμε
και ένα ραδιόφωνο για να ακούμε εκπομπές από την Ελλάδα.
Στο κυρίως κτήριο, στο ισόγειο, κάτω από τις σάλες που προανέφερα, υπήρχαν επίσης: α) Μία μεγάλη αποθήκη στα βορειοδυτικά που αποθηκεύονταν όλα τα προϊόντα που έφερνε το φορτηγό από το Κάιρο (αλεύρια, τυριά, κρασιά, καρπούζια και πολλά άλλα). Υπήρχε εκεί και μια μονάδα εμφιάλωσης αναψυκτικών, β) το εργαστήριο ζαχαροπλαστικής στα νοτιοδυτικά που προανέφερα, γ) ένα συνεργείο αυτοκινήτων και βουλκανιζατέρ στα νοτιοανατολικά, δ) εξωτερικές τουαλέτες
για τους ταξιδιώτες και ε) ένας μικρός χώρος προσευχής για τους μουσουλμάνους με ένα χαλάκι, χώρος φυσικά με προσανατολισμό ανατολικά, προς τη Μέκκα.
(Σήμερα στα ξενοδοχεία της Αιγύπτου υπάρχει πάνω στο τραπεζάκι του κάθε δωματίου ένα βελάκι που δείχνει την κατεύθυνση της Μέκκας, ώστε να γνωρίζουν οι μουσουλμάνοι πελάτες προς τα πού να κατευθύνουν την προσευχή τους.)
Ο αριθμός τηλεφώνου ήταν: «ουάχεντ (1) Ουάντι Νατρούν». Αυτό λέγαμε στην τηλεφωνήτρια που μας συνέδεε, γιατί ακόμη οι υπεραστικές κλήσεις δεν γίνονταν αυτόματα, αλλά μέσω του τηλεφωνικού κέντρου.
Εικόνα 1 Αντλία βενζίνης στο Ρεστ (εγώ με έναν αστυνομικό της τροχαίας)
Το κυρίως κτήριο συνδεόταν με μια αψίδα με ένα άλλο κτήριο στα Νότια, που στον πρώτο όροφο, στα Δυτικά, υπήρχαν τα δωμάτια των
ιδιοκτητών. Ανατολικά, συναντούσες ένα τηλεφωνείο-τηλεγραφείοτηλεφωνικό κέντρο, μια αποθήκη ανταλλακτικών αυτοκινήτων μπροστά από τα οποία απλωνόταν το πάρκινγκ και μια νησίδα πάνω στην
οποία βρίσκονταν οι αντλίες βενζίνης και πετρελαίου. Κάπου εκεί ήταν
σταθμευμένο το φορτηγό του Ρεστ (το λεγόμενο Λόρι) που, με οδηγό τον Ζαχαρία (Αιγύπτιος Κόπτης), πήγαινε τακτικά στο Κάιρο για
τον ανεφοδιασμό του Ρεστ, και ενίοτε στην Αλεξάνδρεια. Το καλοκαί-
ρι έκανε και δρομολόγια προς τα κοντινά χωριά του Δέλτα για φρούτα και κυρίως καρπούζια, που ήταν περιζήτητα από τους σκασμένους
από τη ζέστη ταξιδιώτες (τα λεωφορεία και τα αυτοκίνητα δεν είχαν
τότε κλιματισμό και με τον καυτό ήλιο της ερήμου μεταβάλλονταν σε φούρνους).
Πιο νότια από το δεύτερο κτήριο ήταν ο καταυλισμός των εργα-
ζομένων με μικρά διαμερισματάκια-δωμάτια σε σειρές. Αυτό ήταν, σε αδρές γραμμές, το Ρεστ, στο οποίο θα αναφερθώ και αργότερα.
Εικόνα 2 Το REST HOUSE όπως ήταν όταν πρωτοφτιάχτηκε. Διακρίνεται στο κέντρο το κυρίως

κτήριο με τη βεράντα του Καΐρου, πάνω τα δωμάτια του ξενοδοχείου, αριστερά η αψίδα και
τα δωμάτια των ιδιοκτητών. Μπροστά το πάρκινγκ των αυτοκινήτων και των υπεραστικών
λεωφορείων. Δεξιά, αδιαμόρφωτος ακόμη ο ανατολικός κήπος με τα λουλούδια, στον οποίο δεσπόζει ο φάρος με τις διαφημίσεις.
Ο παππούς ο Σωτήρης πέθανε μικρός σχετικά (56 ετών), την 1/12/1942, πιθανόν από επιπλοκές του διαβήτη, από τον οποίο έπασχε, που τότε αντιμετωπιζόταν δύσκολα. Θάφτηκε στο νεκροταφείο
του ναού του Αγίου Γεωργίου 6 στο Κάιρο. Ο πατέρας μου τότε ήταν 17 ετών.


Φανή

Γκαλιούρη - Γεωργαλά
Η γιαγιά μου καταγόταν και αυτή από τον Άγιο Ευστράτιο και ήταν το γένος Γκαλιούρη. Παντρεύτηκαν προφανώς από συνοικέσιο, όπως
συνηθιζόταν τότε και πιστοί στη ρήση: «παπούτσι από τον τόπο σου…»
Είχε τρεις αδελφές που έμειναν στο νησί: την Αγγελική, την Όλγα
και την Αλεξάνδρα. Η πρώτη παντρεύτηκε κάποιον Μακρή, πολύ μεγαλύτερό της, που είχε ξενοδοχείο στην Ομόνοια, και από τον οποίο
χήρεψε γρήγορα. Ήταν η πιο σοβαρή από τις τρεις και μετά τον θάνατο
τού συζύγου της επέστρεψε στο νησί, όπου και πέθανε σε βαθιά γεράματα. Δεν διεκδίκησε τίποτα από την περιουσία του συζύγου της, από
υπερηφάνεια, και έζησε με μια μικρή σύνταξη του ΟΓΑ. Την περιουσία
του καρπώθηκαν οι συγγενείς του, χωρίς να δώσουν τίποτα στη χήρα.
Διατήρησε όμως μέχρι τον θάνατό της το επίθετό του: Αγγελική Μακρή.
Οι άλλες δύο δεν παντρεύτηκαν παρά τα προξενιά που τους έγιναν.
Η Όλγα είχε και ένα ατύχημα, από το οποίο της έμεινε μία δυσμορφία
στο πόδι, ήταν όμως η πιο δραστήρια από όλες και η πιο κοινωνική. Η
Αλεξάνδρα, η πιο όμορφη, είχε τα περισσότερα προξενιά, οι αντιλήψεις
όμως του χωριού, καθώς και διάφορες ατυχίες, την εμπόδισαν να πα-
ντρευτεί. Πέθανε μετά την Αγγελική και πριν την Όλγα, παρότι ήταν η νεότερη.
Στον Άη Στράτη ήταν γνωστές σαν «μαστρο-Χαραλαμπίνες» από
τον πατέρα τους Χαράλαμπο Γκαλιούρη, που ήταν γνωστός μάστορας
του νησιού.
Επίσης, είχαν και έναν αδελφό, τον Φίλιππο, ο οποίος έφυγε για
την Αμερική, προκειμένου να δουλέψει και να πάρει και τις αδελφές
του εκεί. Πράγματι έζησε στο Σικάγο, παντρεύτηκε όμως μια γυναίκα
από τα Φιλιατρά, η οποία εμπόδισε τον Φίλιππο να τις καλέσει στην
Αμερική.
Πιθανόν υπήρχε και ένας άλλος αδελφός, ο οποίος πήγε και αυτός
στην Αίγυπτο, αλλά πέθανε και αυτός νέος, πέφτοντας από το πατάρι του σπιτιού του (τη λεγόμενη αραβιστί «σαντάρα») και μένοντας αβοήθητος, μέχρι που τον βρήκαν νεκρό.
Η γιαγιά η Φανή ήταν και αυτή πολύ όμορφη και, απ’ ό,τι εικάζεται, πολύ καλή. Πέθανε όμως και αυτή πολύ νέα (46 ετών), στις 5-12-1945, από καρκίνο του μαστού, αφήνοντας δύο παιδιά ορφανά, τον πατέρα μου Κώστα και τον θείο Χαράλαμπο.
Ο πατέρας της μητέρας μου. Γεννήθηκε και αυτός στον Άγιο Ευστράτιο το 1890 και ήταν πρώτος ξάδελφος της γιαγιάς της Φανής. Ο πατέρας του πέθανε νέος και η μητέρα του η Δεσποινέλλα τον μεγάλωσε με τον αδελφό του Κωνσταντίνο, που όμως πέθανε μικρός από
φυματίωση, και τον Παναγιώτη που και αυτός πέθανε, άγνωστο πότε. Όταν σχόλαγε το δημοτικό, τον αναγνώριζε από τα ξανθά μαλλιά του, που τον ξεχώριζαν από τα άλλα παιδιά, παρ’ όλο που ο Άη Στράτης είχε
και έχει μέχρι σήμερα αρκετά ξανθά παιδιά. Τα μαλλιά αυτά τα έχασε
σε πολύ μικρή ηλικία (18 χρονών;) από τη στενοχώρια του για τον θά-
νατο του αδελφού του Κωνσταντίνου, όπως λέγεται. Επίσης, όταν ο
Θόδωρος κολυμπούσε με τα άλλα παιδιά του νησιού, η Δεσποινέλλα
καθόταν σε ένα βραχάκι και τα παρακολουθούσε διακρίνοντας το κεφάλι του. Εκεί έστριβε και ένα τσιγάρο η χαροκαμένη (και αυτά στα τέλη του 19ου αιώνα).



