143 × 210 SPINE: 43.9 FLAPS: 70
ΦΩΤΟ: Δημ. Σακοράφας
Άνδρας θλιμμένος σε παραλία
ISBN 978-960-564-720-9
ΜΑΚΗΣ
Η
σύντροφος του ζωγράφου Άγγελου Δετήνου, λίγες μέρες αφότου γεννάει κι ενώ βρίσκεται ακόμα στο μαιευτήριο, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή της ίδιας και του νεογέννητου μωρού της, καθώς μαθαίνει ότι εκείνο είναι άρρωστο. Έτσι, αρχίζει η οδύσσεια του Άγγελου. Το πένθος και η απώλεια τον σημαδεύουν εσωτερικά και εξωτερικά. Ακριβώς έναν χρόνο μετά, αφήνει με την ανατολή του ήλιου το σπίτι και εργαστήριό του στου Ψυρρή και ξεκινάει ένα οδοιπορικό που καταλήγει, με τη δύση του ήλιου, στο Καβούρι, πλάι στη θάλασσα. Κατά την πεζοπορία του, κάνει κάποιες στάσεις για να πάρει ανάσα ή για να αντιμετωπίσει πρόσωπα, ζωντανά ή νεκρά, που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή του ως προσωπικότητα και καλλιτέχνη – άλλα θετικά και άλλα αρνητικά. Κυρίως συνδιαλέγεται νοερά με την αυτόχειρα σύντροφό του. Η διαχείριση της απώλειάς της, άλλωστε, είναι το μεγάλο του ζητούμενο. Πώς λύνεται αυτό το αίνιγμα; Πώς να μετρήσει το πένθος, την απώλεια, τον πόνο, την έκπτωσή του; Ποιο είναι το όριο όλων αυτών; Έναν χρόνο μετά, αυτός είναι ο ίδιος με τότε; Αναρωτιέται, είναι ζωντανός επειδή αναπνέει; Υπάρχει ως τι; Είναι οντότητα ή κάτι αόριστο, ίσως και αόρατο; Στη διαδρομή του μέχρι το Καβούρι ταπεινώνεται, χλευάζεται, κάνει πράγματα που θα ντρεπόταν ακόμη και να σκεφτεί. Και όταν φτάνει στον προορισμό του, στη θάλασσα, το τέλος της οδύσσειάς του δίνεται διπλό. Ο αναγνώστης καλείται να διαλέξει την Ιθάκη που του ταιριάζει.
ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Ο
Άγγελος ανοίγει τα μάτια. Σαν να τον ξάφνιασε η προσταγή της Αίτνας προς τον γάτο Θάλασσα όταν τέλειωσε την αφήγηση της ζωής της. Εκείνη η προτροπή «Ελεύθερος, τρέχα γάτε να γαμπρίσεις, τρέχα είπα» τον ξαναφέρνει στον ενεστώτα του, στις αθλητικές εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά, στην παραλία. Ανασηκώνεται, ανάβει τσιγάρο. Στο μυαλό του ο υπερσυντέλικος χρόνος που χρησιμοποίησε η Αίτνα τερματίζοντας τον μονόλογό της. «Μόλις είχε βγει από την κόλαση, όταν χέρια καθαρά την ανέσυραν από τον βόθρο, γάτε». Έναν ολόκληρο χρόνο, από τον Φλεβάρη του 1996 έως τον Φλεβάρη του 1997, άκουγε την οδύσσεια της Αίτνας, που χρησιμοποιούσε τεχνικές παραμυθιού αρχίζοντας πάντα με το «Πάει ο λαγός να πιει νερό…». Έναν χρόνο, που μέσω του γάτου, του εξομολογούνταν την αλήθεια της. «Ένας χρόνος τώρα, ψυχή μου, που έχεις φύγει», μουρμουρίζει ρουφώντας σχεδόν με θυμό τον καπνό, «ένας χρόνος που εγώ εάλω».
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr
Ο Μάκης Συνοδινός γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. Ζει στην Αθήνα. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Επίκαιρα, Νέα Εστία, Τραμ (Α΄ και Β΄ διαδρομές), Παραλλάξ, Βαπόρι (San Francisco USA), Οδός Πανός, Ωλήν, Ελλέβορος. Το 1977 έλαβε μέρος στη Γ΄ Συνάντηση Νέων Δημιουργών του Πνευματικού και Καλλιτεχνικού Κέντρου «ΩΡΑ» του Ασαντούρ Μπαχαριάν. Το 1980 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Τέσσερα Δείπνα στον καθρέφτη, από τις εκδόσεις Εξάντας, το 2000 το δεύτερο με τίτλο Η περιττή του θεού, από τις εκδόσεις Πατάκη, ενώ το 2008 το τρίτο με τίτλο Σκοτεινή Saga, επίσης από τις εκδόσεις Πατάκη. Το Άνδρας θλιμμένος σε παραλία είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα.
ΤΙΤΛΟΣ
Άνδρας θλιμμένος σε παραλία ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Μάκης Συνοδινός ΣΕΙΡΑ
Ελληνική λογοτεχνία [1358]1018/19 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ
Όλγα Παλαμήδη LAYOUT - DESIGN Myrtilo, Λένα Παντοπούλου COPYRIGHT© 2018
Μάκης Συνοδινός ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
Αθήνα, Δεκέμβριος 2018 ISBN 978-960-564-720-9
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΜΑΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Άνδρας θλιμμένος σε παραλία
Στον Δημήτρη Σακοράφα
1
Α
υτός. Μόνος. Ετών πενήντα. Όρθιος. Καπνίζει. Κοιτάζει από τα θολά τζάμια έξω τη σκοτεινή ακόμα μέρα. Ξημερώνει. Μπροστά του είναι η κόκκινη γραμμή του, το ένα του πόδι μετέωρο. Μια κίνηση και περνάει απέναντι. Χαμένος; Κερδισμένος; Αυτό το δείχνει το τελικό νούμερο κι αυτός την έχει κάνει τη σούμα του από καιρό, απλώς δεν έχει παραδώσει τα κιτάπια του, τον ισολογισμό του, όχι ακόμα. Κρατάει τα κλειδιά στην τσέπη του, είναι στη δική του σκηνή, στο δικό του έργο πρωταγωνιστής, ελέγχει την πορεία του, τις ανατροπές, έχει αποφασίσει το φινάλε. Α, ναι, το φινάλε είναι δεδομένο, δεν υπάρχει περίπτωση ένας από μηχανής θεός ή μια απροσδόκητη εξέλιξη να το ακυρώσουν. Κοιτάζει έξω, απέναντι, το παλιό ξενοδοχείο, τις στέγες των κτιρίων, τον σκοτεινό ακόμα ουρανό ψηλότερα. Είκοσι πέντε χρόνια… για στάσου, 1980 έως 2006; Είκοσι έξι χρόνια· είκοσι έξι χρόνια σ’ αυτό εδώ το… σπίτι να το πει κανείς; Εργαστήριο; Αποθήκη; Αυτός σίγουρα θα το αποκαλούσε «ναό» ή «σκήτη» ή «κιβωτό», μέχρι που ήρθε εκείνη και το ονομάτισε «πελάδα». «“Η πελάδα μας”, έτσι δεν έλεγες; “Προτιμώ την πελάδα μας απ’ όλες τις βίλες των βορείων προαστίων”. Γιατί ήσουν απλή, σε αρρώσταινε το περιττό, το μπιχλιμπίδι, το φανταχτερό, οτιδήποτε δήθεν, είχες μέτρο, ήσουν το μέτρο, το δικό μου μέτρο, το αλφάδι μου, τα ζύγια μου, και τώρα…» Το βλέμμα του σαρώνει με δυσκολία τον δρόμο. Η είσοδος του παλιού ετοιμόρροπου ξενοδοχείου φωτίζεται από το τσιμπλιάρικο φως ενός γυμνού λαμπτήρα. Στην άκρη του σκαλοπατιού της εισόδου παρατηρεί έναν σκοτεινό όγκο. Όχι, δεν
—7—
ΜΑΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
είναι μαύρη σακούλα σκουπιδιών, είναι ένα κουλουριασμένο σώμα. Δεν διακρίνει λεπτομέρειες, μα σίγουρα είναι άνθρωπος. Νέος; Γέρος; Άνδρας; Κάποιο πρεζόνι ίσως; Γεμάτη η περιοχή. Γυναίκα μήπως; «Εσύ… θυμάσαι; Σ’ αυτήν ακριβώς τη θέση. Δέκα χρόνια πριν. Δέκα χρόνια». Ανάβει τσιγάρο και στη φλόγα του αναπτήρα προλαβαίνει να δει μια στιγμιαία αποτύπωσή του στο θολό τζάμι. Κοιτάζει πάλι το κουλουριασμένο κορμί στο σκαλοπάτι του ξενοδοχείου. Ένα κάψιμο στα μάτια και δυο δάκρυα που ξεφεύγουν και κυλάνε αργά στο πρόσωπό του τον ξαφνιάζουν. Έχει ακόμα μάτια; Έχει καιρό να κλάψει, είχε στερέψει από δάκρυα; Είχε ξεχάσει πώς κλαίνε; Να όμως που το μάτι, σαν μικρό σκαρί που κολυμπά σε άγρια και θολά δάκρυα, δεν εξοκέλλει, γιατί είναι δεμένο, πες, με ένα γερό παλαμάρι αγκιστρωμένο στερεά σε μια ξέρα ισχυρής μνήμης – και από μνήμες άλλο τίποτα. Μόνο μνήμες πια. Η θέα του κουλουριασμένου κορμιού τον ταράζει. Φεύγει από το παράθυρο και κάνει μια αργή περιπλάνηση στο εσωτερικό της πελάδας τους. Κοιτάζει τους τοίχους γεμάτους σχέδια, σκίτσα, τελειωμένους πίνακες ακουμπισμένους όρθιους στο δάπεδο, τον μεγάλο πάγκο εργασίας που δεσπόζει στον χώρο και είναι σαν όριο χωρίζοντας την εργασία από την εστία. Κρυώνει μέσα του. Οι Λάρητες έχουν αποχωρήσει εδώ κι έναν χρόνο από την εστία τους. Αποφεύγει να πάει στην άλλη άκρη όπου βρίσκεται η παστάδα τους, μένει στον χώρο εργασίας. Χαϊδεύει αφηρημένος τα δύο καβαλέτα του, το παλιό εκκλησιαστικό ψαλτήρι κοντά στην είσοδο, σπρώχνει λιγάκι και το περιστρεφόμενο τμήμα του γυρίζει αργά, παρουσιάζοντας τα χοντρά βιβλία που συγκρατούν οι έδρες του. Στον άλλον τοίχο, η σειρά με τις σπουδές για ένα και μόνο έργο, το ίδιο έργο, μια σύνθεση με τίτλο «Άνδρας θλιμμένος σε παραλία». Σκίτσα με μολύβι, με κάρβουνο, με παστέλ, μισοτελειωμένες ακουαρέλες, δύο λάδια, όλα προβληματισμοί και πειραματισμοί πάνω στο ζητούμενο που ήταν αυτό ακρι—8—
ΑΝΔΡΑΣ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΛΙΑ
βώς, ένας πίνακας με τίτλο «Άνδρας θλιμμένος σε παραλία». Έχει πάρει προκαταβολή γι’ αυτό το έργο, τον επόμενο μήνα λήγει η συμβατική ημερομηνία παράδοσής του. Κι αυτός; Δύο χρόνια ψάχνει και ψάχνεται, ψαχνόταν καλύτερα, γιατί πλέον αυτός ο ίδιος είναι πεπερασμένος. Ακροβατεί στην κόκκινη γραμμή του, μια κλεψύδρα είναι που οι τελευταίοι κόκκοι ύπαρξής του συνωστίζονται στο στενό πέρασμα από το εδώ στο εκείθεν, οδεύει προς Νέκυιαν, βιώνει το μόρσιμον ήμαρ του. Σαν επισκέπτης σε εκθεσιακό χώρο βηματίζει αργά και κοιτάζει –σχεδόν χωρίς να βλέπει– τα εκθέματα στους τοίχους, τα έργα της ζωής του. «Βγήκαν άραγε πλάνες;» αναρωτιέται μαζί με τον ποιητή. Στέκεται μπροστά σε τρία μεγάλων διαστάσεων έργα του – τρεις σταθμοί στην εικαστική του πορεία. Το πρώτο, από τη σειρά «Σημαίες-Πατρίδες», που τον έκανε σχετικά γνωστό στον χώρο· γράφτηκαν και κάποιες καλές κριτικές και πουλήθηκαν σχεδόν όλα. Το δεύτερο, από τη σειρά «Σώματα», που η υπαινικτικότητα στην αφαίρεσή τους έφερε σε σχεδόν πολεμική αντιπαράθεση δύο γνωστούς κριτικούς μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Αντί, προκαλώντας επιπλέον αναγνωρισιμότητα στον νεαρό τότε ζωγράφο με το όνομα Άγγελος Δετήνος. Το τρίτο έργο, από τη σειρά «ΊχνηΒήματα», ήταν αυτό που τον έκανε γνωστό έξω από τα όρια της Ελλάδας – μια σειρά που δεν ήταν αποκλειστικά δικής του έμπνευσης, αλλά βασίστηκε σε μια ιδέα της, τιμώντας τον με δύο ευρωπαϊκές διακρίσεις και μια παραγγελία από το ίδρυμα «Guggenheim». Γι’ αυτή την παραγγελία πήρε προκαταβολή πριν από δύο χρόνια, χωρίς να καταφέρει, παρ’ όλες τις προσπάθειές του, να συνθέσει το ζητούμενο έργο με τον παράξενο και παλιομοδίτικο τίτλο «Άνδρας θλιμμένος σε παραλία». «Ευτυχώς που η επιταγή είναι ανέπαφη», σκέφτεται και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Το σκούρο του ουρανού έχει αρχίσει να αραιώνει, σε λίγο θα ξημερώσει. Ανάβει κι άλλο —9—
ΜΑΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
τσιγάρο, πάει μέχρι το ψαλτήριο, παίρνει έναν χοντρό σκούρο δερματόδετο τόμο με τίτλο «Διονυσίου Σολωμού – Αυτόγραφα έργα», πολύτιμο απόκτημα από τις ατέλειωτες περιπλανήσεις του σε παλαιοπωλεία, παλιατζίδικα και άλλους χώρους εναπόθεσης ενθυμημάτων, κτερισμάτων ζωής, βιωμάτων, που κάποιοι τα πούλησαν σαν αχρείαστα και κάποιοι άλλοι τα αγοράζουν σαν απαραίτητα. Ανοίγει τον τόμο, τραβάει έναν ανοιχτό λευκό φάκελο, βγάζει ένα παραλληλόγραμμο χαρτί και το κοιτάζει. Κρατάει στα χέρια του την επιταγή της «Bank of America», που του είχε δώσει ο εκπρόσωπος του ιδρύματος «Guggenheim» παρουσία του μορφωτικού ακολούθου της πρεσβείας των ΗΠΑ ως προκαταβολή για τη δημιουργία του πίνακα, που τελικά δεν κατάφερε να συνθέσει. Παίρνει έναν μαρκαδόρο και γράφει στον φάκελο: «Για ίδρυμα “Guggenheim” αποκλειστικά!» Βάζει την επιταγή στον φάκελο, γράφει βιαστικά σε ένα αυτοκόλλητο κίτρινο χαρτί: «Ευχαριστώ. Αδυνατώ. Λυπάμαι», το κολλάει στην επιταγή, σαλιώνει τον φάκελο και τον κλείνει. Παίρνει έναν μεγαλύτερο φάκελο, που βρίσκεται πάνω στον πάγκο εργασίας, και βάζει μέσα αυτόν με την επιταγή και το σημείωμα, τον σαλιώνει, πιέζει καλά να κολλήσει το κλείσιμο. Έπειτα τον γυρίζει από την άλλη πλευρά και διαβάζει ό,τι είχε γράψει δύο μέρες πριν: «Προς Πρεσβεία ΗΠΑ – Υπ’ όψιν Μορφωτικού Ακολούθου – Βασιλίσσης Σοφίας 91, ΑΘΗΝΑ». Έχει ήδη επικολλήσει τα απαραίτητα γραμματόσημα. Το βάζει στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του – δεν μένει παρά να το ταχυδρομήσει. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο, η μέρα προθερμαίνεται να βγει στη σκηνή να παίξει τον ρόλο της. Ρίχνει μια τελευταία ματιά στον χώρο, ανοίγει την πόρτα, κατεβαίνει τη σκοτεινή σκάλα, ανοίγει την εξώθυρα, κλειδώνει και περπατά μέχρι το σωριασμένο σώμα στο σκαλοπάτι του ξενοδοχείου. Το παρατηρεί για λίγο. Ναι, είναι ένας νέος
—10—
ΑΝΔΡΑΣ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΛΙΑ
άνδρας, σχεδόν παιδί. Κοιμάται; Είναι σε λήθαργο; Είναι σε νιρβάνα; Πετάει στον τεχνητό του παράδεισο; Άγνωστο. Τον αφήνει στην ησυχία του και συνεχίζει τον δρόμο του. Κοιτάζει πίσω του, το βλέμμα του στέκεται για λίγο στη μεγάλη τζαμαρία του χώρου του. Μετά διαβάζει τον μπλε οδοδείκτη «ΟΔΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΟΥΣ» και εγκαταλείπει με κανονικό βήμα την περιοχή του Ψυρρή, που τον φιλοξένησε είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια – από το 1980. Τότε που του Ψυρρή ήταν μια ήσυχη επαγγελματική γειτονιά με ανθρώπους καθημερινούς, του μόχθου και της άδολης χαράς κι όχι αυτό που την κατάντησαν αργότερα οι νεόπλουτοι αγεωγράφητοι και ανιστόρητοι, που πάτησαν στα ιερά και τα όσια του βιωμένου μόχθου και μετέτρεψαν τα πάντα σε must και in και trendy στέκια, μεταλλάσσοντας την ταπεινή ρόκα σε τερψιλαρύγγια θεότητα, επιβάλλοντας το ροζ πιπέρι Σουμάτρας και το άγριο αλάτι της Άνω Καππαδοκίας σε ελιξίρια και μαυλιστικά ερεθίσματα για τις αργόσυρτες υπάρξεις τους. Βαδίζει γρήγορα σαν να τον κυνηγούν, διασχίζει τον οδό Μενάνδρου και στρίβει στην Πειραιώς με κατεύθυνση την Ομόνοια. Κατεβαίνει στον υπόγειο – αισθάνεται περίεργα, άβολα στην πόλη του. «Δεν τη χωνεύω την Αθήνα. Την αγαπώ», έλεγε και το εννοούσε αυτό το οξύμωρο, και τώρα, σχεδόν ξημέρωμα κι εκείνος, «Νιώθω πόνους στο αίμα», μονολογεί, μα κανείς δεν ακούει, ακόμα η πόλη κοιμάται ή ανακλαδίζεται ξυπνώντας. Κατευθύνεται πάντα βιαστικός στις κυλιόμενες σκάλες που βγάζουν στο παλιό ξενοδοχείο «Μπαγγείον». Πιάνει την κυλιόμενη κουπαστή και πατά σχεδόν ιδρωμένος το πρώτο σκαλί. Κατεβάζει το βλέμμα χαμηλά, όλο και πιο χαμηλά σαν να κλείνει τα ρολά της ψυχής του στο ορατό, το δήλον. Αρνείται τη διαδικασία της συμμετοχής, επιλέγοντας μια καθολική αποχή. Αυτή ειδικά η μέρα είναι γι’ αυτόν χειρότερη και από τη χειρότερη μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς.
—11—
ΜΑΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Ομόνοια λίγο πριν φέξει. Ακριβώς σ’ εκείνη τη λεπτή, λεπτότατη γραμμή που το σκοτάδι προσπαθεί –μάταια είν’ η αλήθεια– να παίξει λίγο ακόμα στο πεδίο του, αλλά το επελαύνον φως δεν του το επιτρέπει, γιατί αυτή είναι η σειρά των πραγμάτων εκατομμύρια χρόνια τώρα, θα επιβληθεί με τη φαεινότητά του για τις επόμενες ώρες –πιο πολλές από τον ηττημένο–, έχει, βλέπετε, το πλεονέκτημα. Σ’ αυτό ακριβώς το μεταίχμιο, να τος που αναδύεται από τον υπόγειο, στέρεα πατώντας στις ραβδώσεις του μεταλλικού βήματος. Να το κεφάλι του, τα μάτια απλανή – ή μήπως μισοτυφλωμένα από τη διαφορά του φωτισμού; Αλλά όχι, το φυσικό φως δεν έχει ακόμα επιβληθεί για τα καλά, διαπραγματεύεται το δικαίωμά του. Είναι η σειρά του, απλώς προελαύνει σε αργή κίνηση, παίζει το αιώνιο παιχνίδι φως-σκιά, μαύρο-άσπρο. Να και οι ώμοι του, πεσμένοι, όχι βέβαια εκ συμπτώσεως ούτε λόγω ηλικίας, όχι, είναι ένα σημαντικό φορτίο που τους πιέζει και δεν υπάρχει εφελκυστική διάθεση να τους επαναφέρει στη σωστή οριζόντια θέση τους. Φοράει γαλάζιο κι όχι απόλυτα καθαρό πουκάμισο, με τα μανίκια διπλωμένα ως τους αγκώνες, και μετά εμφανίζεται η μέση, περισφιγμένη από μαύρη δερμάτινη ζώνη που συγκρατεί ένα μπεζ της άμμου λινό παντελόνι. Μένουν ακόμη τρία σκαλοπάτια μέχρι να ευθυγραμμιστεί με την επιφάνεια της πλατείας… δύο, ένα, να τος. Κάνει ένα κουρασμένο βήμα και αποβιβάζεται από τον μεταλλικό ηλεκτροκίνητο ιμάντα που τον πέταξε στον πάνω κόσμο. Ο ίδιος βέβαια νιώθει σαν φλέμα, σαν μια χοντρή και γλοιώδης κιτρινοπράσινη ροχάλα και την έξοδο του μετρό ένα απύλωτο στόμα που τον έφτυσε στην καινούργια μέρα με ευχαρίστηση, σιχασιά αλλά και μίσος. Φοράει μαύρα παπούτσια. Πάνω κόσμος. Ομόνοια. Η μήτρα της Αθήνας, της Ελλάδας όλης. Ανέβηκε σ’ αυτόν τον πάνω κόσμο από την ίδια πύλη, την ίδια ώρα με πέρυσι. Πέρυσι, ημέρα Δευτέρα 9 Μαΐου του 2005, ανατολή ηλίου 05:20, δύση ηλίου 19:23, σελήνη δύο ημερών, Ησαΐα προφήτου, Χριστοφόρου μεγάλου. Σήμερα η μέρα έχει κάνει ένα —12—
ΑΝΔΡΑΣ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΛΙΑ
βήμα μπροστά, είναι Τρίτη 9 Μαΐου του 2006, ανατολή ηλίου 05:21, δύση ηλίου 19:23, σελήνη δώδεκα ημερών –το φεγγάρι ωριμότερο–, Ησαΐα προφήτου, Χριστοφόρου μεγάλου – οι άγιοι αμετακίνητοι. Ένας χρόνος ακριβώς. Τον λούζει κρύος ιδρώτας, οι μυρωδιές από τις φρεσκοψημένες τυρόπιτες τον χτυπούν αλύπητα, του έρχεται αναγούλα, τα πόδια του τρέμουν. Ρίχνει μια ματιά πίσω του στην κατασυκοφαντημένη τελευταία –ή μήπως πάντα;– Πλατεία της Ομόνοιας, με τις εγκάθετες ελιές φρουρούς σε πρώτο πλάνο, τα ασθενικά λουλούδια στα λιγοστά παρτέρια, τις τσιμεντένιες κερκίδες που σε λίγο θα γεμίσουν από αργόσχολους εδώδιμους και αποικιακούς μετανάστες, το μεταλλικό γλυπτό του Ζογγολόπουλου, που μπερδεύει τους πάντες και το εκλαμβάνουν σαν πυλώνα της ΔΕΗ ή της κινητής τηλεφωνίας, και στο φόντο, τα εναπομείναντα νεοκλασικά κτίρια, φρουροί κι αυτά, αλλά οπισθοφυλακή, ένα κράτημα, ένα φρένο στο όποιο πιθανό «σπρώξιμο» ομάδων ή νομάδων που θα ’θελαν να τα εκπορθήσουν. Παίρνει αυτή την πρέζα «ομορφιάς» γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι σε λίγο θα αντικρίσει την πιο άδεια πλατεία της πόλης, την πιο ακριβή από πλευράς κόστους, την πλέον απρόσωπη και αφιλόξενη –«Πιο διωκτική πλατεία δεν υπάρχει», συνήθιζε να λέει, «ούτε ένα παγκάκι, ούτε ένα σκιάδι για τον κουρασμένο ή έστω για τον αργό που θέλει να ρεμβάσει»–, μια πλατεία Τιεν-αν-μεν σε μικρογραφία, την περιβόητη Πλατεία Κοτζιά, άλλοτε θεατρική κονίστρα, τώρα πεδίο βιαστικών και απαξιωτικών για τη χωροταξία της ανθρώπων. Κρίμα για το κυβιστικό γλυπτό και τους πίδακες που το ραντίζουν – τουλάχιστον ποτίζονται τα περιστέρια, οι δεκοχτούρες και οι πιο ελεύθεροι «πολίτες» της πόλης, οι αδέσποτοι σκύλοι. Περπατά στην οδό Αθηνάς, κοιτάζει ίσια μπροστά του· στο βάθος ο Ιερός Βράχος φωτίζεται αμυδρά, φωτίζει αέναα. Η μέρα έχει αρχίσει, οι όγκοι γύρω του ακόμα ρευστοί, ενώ οι λιγοστοί άνθρωποι βιαστικοί, με αποτυπώματα ύπνου στα πρόσωπα, στις διαθέσεις, στις κινήσεις, τον προσπερνούν χωρίς —13—
143 × 210 SPINE: 43.9 FLAPS: 70
ΦΩΤΟ: Δημ. Σακοράφας
Άνδρας θλιμμένος σε παραλία
ISBN 978-960-564-720-9
ΜΑΚΗΣ
Η
σύντροφος του ζωγράφου Άγγελου Δετήνου, λίγες μέρες αφότου γεννάει κι ενώ βρίσκεται ακόμα στο μαιευτήριο, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή της ίδιας και του νεογέννητου μωρού της, καθώς μαθαίνει ότι εκείνο είναι άρρωστο. Έτσι, αρχίζει η οδύσσεια του Άγγελου. Το πένθος και η απώλεια τον σημαδεύουν εσωτερικά και εξωτερικά. Ακριβώς έναν χρόνο μετά, αφήνει με την ανατολή του ήλιου το σπίτι και εργαστήριό του στου Ψυρρή και ξεκινάει ένα οδοιπορικό που καταλήγει, με τη δύση του ήλιου, στο Καβούρι, πλάι στη θάλασσα. Κατά την πεζοπορία του, κάνει κάποιες στάσεις για να πάρει ανάσα ή για να αντιμετωπίσει πρόσωπα, ζωντανά ή νεκρά, που συνέβαλαν στη διαμόρφωσή του ως προσωπικότητα και καλλιτέχνη – άλλα θετικά και άλλα αρνητικά. Κυρίως συνδιαλέγεται νοερά με την αυτόχειρα σύντροφό του. Η διαχείριση της απώλειάς της, άλλωστε, είναι το μεγάλο του ζητούμενο. Πώς λύνεται αυτό το αίνιγμα; Πώς να μετρήσει το πένθος, την απώλεια, τον πόνο, την έκπτωσή του; Ποιο είναι το όριο όλων αυτών; Έναν χρόνο μετά, αυτός είναι ο ίδιος με τότε; Αναρωτιέται, είναι ζωντανός επειδή αναπνέει; Υπάρχει ως τι; Είναι οντότητα ή κάτι αόριστο, ίσως και αόρατο; Στη διαδρομή του μέχρι το Καβούρι ταπεινώνεται, χλευάζεται, κάνει πράγματα που θα ντρεπόταν ακόμη και να σκεφτεί. Και όταν φτάνει στον προορισμό του, στη θάλασσα, το τέλος της οδύσσειάς του δίνεται διπλό. Ο αναγνώστης καλείται να διαλέξει την Ιθάκη που του ταιριάζει.
ΣΥΝΟΔΙΝΟΣ
Ο
Άγγελος ανοίγει τα μάτια. Σαν να τον ξάφνιασε η προσταγή της Αίτνας προς τον γάτο Θάλασσα όταν τέλειωσε την αφήγηση της ζωής της. Εκείνη η προτροπή «Ελεύθερος, τρέχα γάτε να γαμπρίσεις, τρέχα είπα» τον ξαναφέρνει στον ενεστώτα του, στις αθλητικές εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά, στην παραλία. Ανασηκώνεται, ανάβει τσιγάρο. Στο μυαλό του ο υπερσυντέλικος χρόνος που χρησιμοποίησε η Αίτνα τερματίζοντας τον μονόλογό της. «Μόλις είχε βγει από την κόλαση, όταν χέρια καθαρά την ανέσυραν από τον βόθρο, γάτε». Έναν ολόκληρο χρόνο, από τον Φλεβάρη του 1996 έως τον Φλεβάρη του 1997, άκουγε την οδύσσεια της Αίτνας, που χρησιμοποιούσε τεχνικές παραμυθιού αρχίζοντας πάντα με το «Πάει ο λαγός να πιει νερό…». Έναν χρόνο, που μέσω του γάτου, του εξομολογούνταν την αλήθεια της. «Ένας χρόνος τώρα, ψυχή μου, που έχεις φύγει», μουρμουρίζει ρουφώντας σχεδόν με θυμό τον καπνό, «ένας χρόνος που εγώ εάλω».
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr
Ο Μάκης Συνοδινός γεννήθηκε στην Πάτρα το 1947. Ζει στην Αθήνα. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Επίκαιρα, Νέα Εστία, Τραμ (Α΄ και Β΄ διαδρομές), Παραλλάξ, Βαπόρι (San Francisco USA), Οδός Πανός, Ωλήν, Ελλέβορος. Το 1977 έλαβε μέρος στη Γ΄ Συνάντηση Νέων Δημιουργών του Πνευματικού και Καλλιτεχνικού Κέντρου «ΩΡΑ» του Ασαντούρ Μπαχαριάν. Το 1980 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Τέσσερα Δείπνα στον καθρέφτη, από τις εκδόσεις Εξάντας, το 2000 το δεύτερο με τίτλο Η περιττή του θεού, από τις εκδόσεις Πατάκη, ενώ το 2008 το τρίτο με τίτλο Σκοτεινή Saga, επίσης από τις εκδόσεις Πατάκη. Το Άνδρας θλιμμένος σε παραλία είναι το τελευταίο του μυθιστόρημα.