Ανεμόφαντο

Page 1

ΑνεμόφΑντό

Τι Τλος Ανεμόφαντο

ς υγγρΑ φέ Α ς Δέσποινα Τσιτάκη

ςέ ιρΑ

έλληνική λογοτεχνία [1358] 0324/06

έ πιm έ λ έ ι Α - Διορθω ς η Χριστίνα λιναρδάκη

Layout - Design myrtilo, λένα παντοπούλου

Copyright© 2024

Δέσποινα Τσιτάκη

π ρ ωΤ η έ κ Δο ς η Αθήνα, Μάρτιος 2024

is B n 978-618-205-560-1

κέΝΤρικη ΔιΑθέςη Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | Τηλ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

Α νεμόφ Α ντ ό
Δέ ς ποι ΝΑ Τ ς ι ΤΑ κη — ΑΘΗΝΑ 2024 —

Αφιερωμένο

στους αγαπημένους μου αδελφούς

Μιχάλη και Θανάση

Τα μακαρόνια είναι τόσο ζεστά που της καίνε τα παγωμένα δάχτυλα. Η πείνα όμως είναι τόσο μεγάλη που με το ζόρι κρατιέται· γεμίζει το στόμα της σάλια, μέχρι που το σαγόνι της πονάει από την προσμονή. Φυσάει, φυσάει όσο πιο δυνατά μπορεί και ξαναβουτάει. Αρπάζει με το χεράκι της λίγα και τα χώνει βιαστικά στο στόμα της. Καταπίνει τα μαλακά μακαρόνια χωρίς σχεδόν να τα μασήσει. Εκείνα, σαν φίδια κατρακυλούνε στο λαρύγγι της και από κει στην κοιλιά που, ευχαριστημένη, σταματάει τα γουργουρίσματα. Βουτώντας ξανά και ξανά και χορταίνοντας λίγο, γυρίζει το βλέμμα της τριγύρω. Όσο πιάνει το μάτι της, η αίθουσα είναι γεμάτη πάγκους με παιδιά μπροστά στα τσίγκινα πιάτα τους να βουτάνε τα χεράκια τους και να ρουφάνε μακαρόνια. Δεν τους δίνουνε πιρούνια. Τα είδε η Κατερίνα μια φορά. Έχουνε μύτες και μπορεί να βγάλουνε τα μάτια τους, τούς είπανε.

Κοιτάζει απέναντί της τον Χρήστο, που από τη μύτη του τρέχουνε πράσινες μύξες σαν δύο σκουλήκια και χάνονται στο στόμα του μαζί με τα μακαρόνια. Χαχανίζει ευχαριστημένος με το θέαμα που προσφέρει. Χαχανίζουνε και τα υπόλοιπα μαζί του, μέχρι που η κυρία Σούλα τα πλησιάζει απειλητική.

«Ησυχία, δεν γελάνε στο τραπέζι, μόνο τρώνε», τους αγριεύει.

Βουβαίνονται με την παρουσία της και ξαναγυρίζουνε στα πιάτα τους. Οι κανόνες είναι πολύ αυστηροί. Δεν μιλάμε, δεν γελάμε, δεν κοιτάζουμε δεξιά-αριστερά.

— 7 —
1

Είμαστε προσηλωμένοι στο πιάτο μας. Το ίδιο γίνεται και στους κοιτώνες. Ξεντύνονται στη σιωπή, μέχρι να πούνε την προσευχή. Τότε σβήνουνε τα φώτα και το κάθε παιδί τυλίγεται στον εφιάλτη του.

«Κοιμάσαι;», μουρμουρίζουν μέσα στη νύχτα.

«Όχι», ξαναμουρμουρίζουν, μέχρι να ακουστεί η τρομακτική φωνή:

«Ησυχία!!!».

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΣΙΤΑΚΗ — 8 —

«Λιοντάρι; Μπα, δεν μπορεί να είναι λιοντάρι!». Ο Ίωνας Ξένογλου σκουπίζει τον ιδρώτα που στάζει από το κεφάλι και του τσούζει τα μάτια, ενώ συγκεντρώνει το βλέμμα του στο βάθος του δρόμου, εκεί που το μάτι του έπιασε την κίνηση. Η αχλή της θερμότητας κάνει τον δρόμο, θαρρείς, να κινείται και οπωσδήποτε η σκόνη που σήκωσε το τζιπ φεύγοντας δεν βοηθάει καθόλου. Ανοιγοκλείνει τα μάτια του γιατί δεν πιστεύει αυτό που βλέπει. Ένα τεράστιο λιοντάρι που κρατά στο στόμα του κάτι –δεν διακρίνει τι–τον καρφώνει στα μάτια ακίνητο, ευθεία μπροστά. Αυτό του έλειπε τώρα, να έχει και παραισθήσεις! Θαρρείς

και δεν φτάνανε η ζέστη, η δίψα και αυτή η ταλαιπωρία.

Ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του και η οπτασία έχει χαθεί.

Άκου λιοντάρι!

Η ξύλινη βαλίτσα έχει γλιστρήσει από το χέρι του και κείτεται χάμω στα πόδια του. Αισθάνεται τόσο κουρασμένος που και μόνο η σκέψη να σκύψει να τη σηκώσει του μοιάζει οδυνηρή. Ξεσφίγγει τη γραβάτα και με ανακούφιση ξεκουμπώνει το κουμπί του πουκαμίσου του παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.

Είναι ολόκληρος μούσκεμα και η σκόνη κολλάει πάνω του σαν δεύτερο δέρμα, οπότε αποκλείεται να κάνει καλή εντύπωση όπως επιθυμούσε, να φτάσει δηλαδή ατσαλάκωτος και καθαρός με το κουστούμι και τη γραβάτα, τα καλογυαλισμένα παπούτσια. Ένας πρωτευουσιάνος δάσκαλος στο χωριό. Για μια στιγμή ταράζεται όταν σκέφτεται πως μπορεί τα κακά μαντάτα να φτάσανε

— 9 —
2

στο απόμερο αυτό χωριό. Πως πήρε την θέση όχι μόνο γιατί απεβίωσε ο προηγούμενος δάσκαλος, μα και για τιμωρία. Δεν έπρεπε να τσιλιμπουρδίζει με παντρεμένες

και μάλιστα με τη γυναίκα του διευθυντή. Θα μπορούσε να είχε χάσει τη δουλειά του.

Στα εικοσιπέντε του χρόνια είναι καλός δάσκαλος και σίγουρα τα παιδιά θα έχουν ανάγκη έναν νέο δάσκαλο με τον αέρα της πόλης, στον τόπο αυτό τον ξεχασμένο και από τον ίδιο τον Θεό. Θα το υπομείνει, το υποσχέθηκε στον εαυτό του, μήπως και απαλλαγεί το κορμί του από το δηλητήριο του πάθους που του στοίχισε τόσο ακριβά. Και μόνο η σκέψη της είναι ικανή να τον ανάψει ολόκληρο. Και κάνει τόσο ζέστη! Όσο σκέφτεται πώς ξύπνησε νωρίς το πρωί, γυάλισε προσεκτικά τα παπούτσια του – που τώρα είναι καλυμμένα από μια λεπτή, προδοτική σκόνη – και, φορώντας μόνο το σώβρακο, σιδέρωσε το πουκάμισο και το παντελόνι του κάνοντας τέλεια την τσάκιση με υγρό πανί, του έρχεται να ουρλιάξει για την κατάντια του.

Είχε μουσκέψει ολόκληρος στη μικρή κουζίνα χρησιμοποιώντας το σίδερο της μάνας του με τα κάρβουνα. Να βάζεις κάρβουνα και να περιμένεις να ζεσταθεί. Να τσιτσιρίζει το νερό πάνω του για να βεβαιωθείς πως είναι έτοιμο και να απλώνεται ντουμάνι ο καπνός πάνω από το υγρό πανί. Η τσάκιση όμως ήταν τέλεια! Οτιδήποτε φοράει φροντίζει να είναι καλοδιατηρημένο, καλοβουρτσισμένο και σχολαστικά καθαρό. Τα θέλει όλα τέλεια πάνω του και το κάνει μόνος του. Είναι το μοναδικό που του έμεινε από τον στρατό, γιατί όλα τα άλλα θέλει να τα ξεχάσει, αν και η μάνα του λέει πως έγινε περίεργος και καμιά γυναίκα δεν θα θελήσει να νοικοκυρευτεί μαζί του.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΣΙΤΑΚΗ — 10 —

Σηκώνει τη ρημάδα τη βαλίτσα και προχωράει στην κατεύθυνση που χάθηκε το λιοντάρι. Άκου, λιοντάρι! Ο

δρόμος μπροστά του, ανελέητα μοναχικός, φαντάζει χωρίς προορισμό, αλλά εκείνος τον παίρνει με την ελπίδα να συναντήσει κάποιον μπροστά του.

Βέβαια, αν έπαιρνε το λεωφορείο, τώρα θα είχε φτάσει στον προορισμό του και δεν θα έψαχνε το άφαντο αυτό χωριό. Αντίθετα εκείνος, παρακινούμενος από τον θείο του, προτίμησε το στρατιωτικό τζιπ.

«Σιγά μην πας με λεωφορείο», του είπε ο θείος του, αδελφός του πατέρα του – και ο μόνος που πήρε ελαφρά το ατόπημά του – «με τα σαράβαλα και με όλους αυτούς

τους χωριάτες που ξερνάνε στη διαδρομή. Άσε, κανονίζω εγώ!» και συνέχισε, κλείνοντάς του το μάτι: «Με τζιπ

του στρατού θα πας. Μην ανησυχείς», βιάστηκε να τον καθησυχάσει όταν είδε την αποστροφή στο βλέμμα του. «Δεν είναι τίποτε. Θα κάνεις λίγη υπομονή. Ο αξιωματικός είναι μπουνταλάς και θα σου πουλάει μαγκιά, αλλά εσύ μη μασήσεις. Μου χρωστάει στα χαρτιά. Εξ άλλου, πόσοι πολίτες έχουν την ευκαιρία να ταξιδέψουν με ένα τέτοιο θηρίο;».

Πέντε ώρες τώρα τραμπαλιζότανε επικίνδυνα στο τζιπ που, χωρίς πόρτες και οροφή, τον έκανε να νιώθει περίεργα, σαν να κινδύνευε οποιαδήποτε στιγμή να πεταχτεί στο δρόμο. Πέντε ώρες που πονούσε όλο του το κορμί. Χώρια που μπορεί να πάθαινε και ηλίαση. Τέλη Αυγούστου και το πρωινό, λειψό αεράκι που τους δρόσιζε λίγο εξαφανίστηκε από ώρα δίνοντας τη θέση του σε κύματα καυτής λάβας. Ήδη ένιωθε το κεφάλι του πυρακτωμένο, σαν να βρισκότανε στην κόλαση.

Ο αξιωματικός ήταν ένας άντρας γύρω στα τριάντα

ΑΝΕΜΟΦΑΝΤΟ — 11 —

Σύμφωνα με την Ελληνική Λαογραφία ο Φύλακας των Κόσμων ζωσμένος με τα σπαθιά του, που δεν αγγίζουν ποτέ αίμα, και με την κάπα του για να πετάει, σχίζει τον αόρατο τοίχο ανάμεσα

στους κόσμους δημιουργώντας μονοπάτια για να επικοινωνούν μεταξύ τους και να περνάει ο ένας μέσα από τον άλλον.

Αυτό συμβαίνει και στον Ίωνα, δάσκαλο από τη Θεσσαλονίκη, τον οποίο μια δυσμενής μετάθεση τοποθετεί σε ένα άφαντο, ξεχασμένο χωριό της Μακεδονίας της δεκαετίας του εξήντα. «Κάτι δεν πάει καλά σ’ αυτόν τον τόπο!» σκέφτεται όταν λιοντάρια και φίδια του δείχνουνε τα κρυμμένα μονοπάτια των ξωτικών. Δεν του αρέσει καθόλου αυτό το μάγεμα των αισθήσεων, αυτό το πάντρεμα της πραγματικότητας με τη φαντασία.

Άθελά του μπλέκεται στις ζωές δύο εγκαταλελειμμένων παιδιών που βιώνουν μια σκληρή πραγματικότητα μετουσιώνοντάς την, χάρη στην αθωότητά τους, σε θαυμαστή. Μπλέκεται επίσης και στα μονοπάτια που ακολουθούν δύο κοπέλες, μία στο γυμνάσιο στην κοντινή επαρχιακή πόλη και η άλλη φοιτήτρια στη Θεσσαλονίκη οι οποίες ζούνε με τον δικό τους τρόπο τις αλλαγές του τόπου, της κουλτούρας, της ερωτικής αναζήτησης.

Ένας τόπος γεμάτος ανατροπές και εκπλήξεις το Ανεμόφαντο!

ISBN 978-618-205-560-1

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | ΤΗλ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.eu | www.ocelotos.eu
9 7 8 6 1 8 2 0 5 5 6 0 1

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.