ΙΩΑΝΝΑ ΑΡΓΥΡΟΥ-ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΥΘΙΣΤΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος
ΙΩΑΝΝΑ ΑΡΓΥΡΟΥ-ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ε λ ότ ο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Copyright© 2010 Πρώτη Εκδοση ISBN
Αυγουστιάτικα φεγγάρια Ιωάννα Αργυρού-Προκοπίου Ελληνική λογοτεχνία Ιωάννα Αργυρού-Προκοπίου Αθήνα, Δεκέμβριος 2010 978-960-9499-18-7
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα είναι συμπτωματική.
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Στη μητέρα μου, Ειρήνη
Κεφάλαιο 1
«Έ
χω κάτι για σένα», μου φώναξε η Μάγδα τη στιγμή που έφευγα από το γραφείο μετά από ένα δωδεκάωρο εξαντλητικής εργασίας. Ήταν ήδη περασμένες οκτώ. Η κούραση βάραινε το κορμί μου. Τα μάτια μου έτσουζαν από την πολύωρη χρήση του υπολογιστή. Τ’ αφτιά μου βούιζαν από τα συνεχή κουδουνίσματα του τηλεφώνου. Μόνο η προσμονή του επικείμενου δείπνου με την αγαπημένη μου φίλη, Φανή, μου έφτιαχνε τη διάθεση. «Άσε το για αύριο», της απάντησα κοφτά και προχώρησα προς το διάδρομο, αφήνοντας πίσω μου ένα ξεψυχισμένο καληνύχτα. Άκουσα τον εκνευριστικό ήχο των ψηλοτάκουνων σανδαλιών της πάνω στο γρανιτένιο δάπεδο. Η ηχώ στον άδειο διάδρομο πολλαπλασίαζε την ένταση. Αγνόησα τον ήχο και ετοιμάστηκα να καλέσω τον ανελκυστήρα. Ατύχησα. Η ευτραφής Μάγδα μ’ έπιασε από τον ώμο με το δυνατό μπράτσο της, καθώς τα παράταιρα βραχιόλια της κουδούνιζαν σαν παιδική κουδουνίστρα. Μ’ έσφιξε τόσο πολύ, που ένιωσα τα μυτερά νύχια της να με πληγώνουν. Γύρισα και την κοίταξα μ’ εκνευρισμό. Ανοιγόκλεινε χαζά τα αλεπουδίσια μάτια της, κουνώντας σαν σημαιούλα στο δεξί της χέρι ένα ροζ προσκλητήριο γάμου. «Το βρήκα στο γραμματοκιβώτιο. Άντε και στα δικά σου», είπε, τονίζοντας την κάθε λέξη και κλείνοντας στο τέλος το δεξί μάτι με νόημα. Περίμενε την αντίδρασή μου. Πήρα το προσκλητήριο, το έριξα βιαστικά στην τσάντα μου και κάλεσα τον ανελκυστήρα. «Ακόμη και το Στέφανο τον πάντρεψα… εσύ πότε με το καλό;» συνέχισε εκείνη απτόητη, αυτή τη φορά προφέροντας την κάθε λέξη ρυθμικά. Προφανώς, είχε όρεξη αυγουστιατικα φεγγαριαP
7
για κουβέντα ή καβγά. Δεν είχα όρεξη ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Προσποιήθηκα ότι δεν άκουσα. «Για μένα μιλάς;» την αιφνιδίασε εκείνη τη στιγμή ο Στέφανος, ο εκδότης της εφημερίδας Ανεξάρτητος και εργοδότης μου. Μπήκα στον ανελκυστήρα αφήνοντας τη Μάγδα να δίνει τις απαραίτητες επεξηγήσεις στο Στέφανο. Είχε ρίξει ένα από τα βέλη της (γιατί ρίχνει αδιακρίτως πολλά βέλη) στην αχίλλειο πτέρνα του Στέφανου, κάνοντας αναφορά στ’ όνομά του κατά την απουσία του. Αποφεύγω τα πολλά πάρε δώσε με τη Μάγδα, γιατί ανακατεύεται παντού κι έχει γνώμη επί παντός επιστητού. Ακόμη και για τα άρθρα μου στην εφημερίδα. Αν είναι δυνατόν! «Γιατί το έγραψες έτσι;» ή «Για σένα έγραψες το άρθρο Γυναίκες καριέρας ψάχνουν;» ρωτά. Και να φανταστείτε δεν είναι καν δημοσιογράφος! Επίσημα είναι τηλεφωνήτρια του Ανεξάρτητου. Ανεπίσημα είναι η μεγάλη κουτσομπόλα. Από την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου στα γραφεία της εφημερίδας, δεν είδε με καλό μάτι την παρουσία μου. Το βλέμμα και η χροιά της φωνής της δεν μ’ έπεισαν. Παραήταν γλυκά για να είναι αυθεντικά. Καιρό αργότερα δυστυχώς επαληθεύτηκα. Μεταξύ του δευτέρου και πρώτου ορόφου ακούστηκε ένας παράξενος ήχος. Δευτερόλεπτα μετά ο ανελκυστήρας σταμάτησε μ’ ένα απότομο τράνταγμα. Πάτησα το κουμπί για το ισόγειο αλλά τίποτα. Το πάτησα ξανά και ξανά, μα δεν έλεγε να ανταποκριθεί στις απεγνωσμένες εκκλήσεις μου. Ξεροκατάπια Αυτό μου έλειπε τώρα! Είχα ξοδέψει τη μισή μέρα στο Υπουργείο Τουρισμού, περιμένοντας την εξαγγελία των μέτρων για ενίσχυση του αγροτουρισμού. Αναγκάστηκα έτσι να ακυρώσω τη συνέντευξη μ’ ένα Περουβιανό πανεπιστημιακό, που θα έμενε στη χώρα μας για λίγες μόνο ώρες. Επιστρέφοντας στο γραφείο με τα πόδια, ξέσπασε μια αναπάντεχη καλοκαιρινή μπόρα, που μ’ έκανε μούσκεμα. Και τώρα αυτό; Με 8 Q ιωαννα αργυρου
μάτιασε η Μάγδα. Τόση δύναμη έχει, ώστε να σταματάει και ανελκυστήρα; Όχι! Όχι! Δεν πρέπει να πιστεύω σε τέτοια. Σύμπτωση θα ’ναι. «Παγιδεύτηκα στον ανελκυστήρα», ψέλλισα με φωνή που μόλις έβγαινε από το λαρύγγι μου. «Μην ανησυχείς Μαρίνα! Θα ειδοποιήσουμε την πυροσβεστική! Πάρε βαθιές ανάσες!» φώναξε ο Στέφανος και η φωνή του πήρε μια απροσδόκητη τρυφερή χροιά. Έβαλα το χέρι μου στην τσάντα για να πάρω το μπουκάλι με το νερό, που πάντοτε κουβαλούσα μαζί μου. Λίγες γουλιές θα μου έκαναν καλό. Μαζί με το μπουκάλι έπιασα και το ροζ προσκλητήριο γάμου. Τα ασημένια ανάγλυφα γράμματα Ι και Λ, μπλεγμένα καλλιγραφικά, στο πάνω αριστερό μέρος δεν παρέπεμπαν σε κάποια γνωστή μου ιστορία αγάπης. Φυλακισμένη στον ακινητοποιημένο θαλαμίσκο του ανελκυστήρα δεν είχα και πολλές επιλογές. Άνοιξα το προσκλητήριο με περιέργεια. Δευτερόλεπτα μετά έμεινα ακίνητη βλέποντας το είδωλό μου στον καθρέφτη να παίρνει μια λυπημένη όψη. Ο Ιωάννης, ο πρώτος μεγάλος μου έρωτας, παντρευόταν. Χάιδεψα με αμηχανία το κάτω χείλος μου. Με τρεμάμενο χέρι έριξα το προσκλητήριο στην τσάντα μου. Το στόμα μου στέγνωσε. Ήπια μονορούφι σχεδόν όλο το νερό στο μπουκάλι. Παγιδευμένη σ’ ένα μισοσκότεινο ανελκυστήρα, βρέθηκα αντιμέτωπη με επώδυνες αναμνήσεις να αναδύονται στην επιφάνεια. Με τον Ιωάννη είχαμε γνωριστεί τυχαία ένα βράδυ στο διάλειμμα μιας θεατρικής παράστασης. Στεκόμουν στο φουαγιέ και φυλλομετρούσα το πρόγραμμα της παράστασης. «Μπορώ να ρίξω μια ματιά;» με διέκοψε μια αντρική φωνή. Σήκωσα το βλέμμα και αντίκρισα έναν άντρα γύρω στα τριάντα, με καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά, όχι ιδιαίτερα ψηλό, και με λίγη κοιλίτσα να διαγράφεται κάτω από το στενό πουκάμισό του. αυγουστιατικα φεγγαριαP
9
«Μπορείτε να το πάρετε», του είπα και του το έδωσα. Λίγο καιρό αργότερα τον συνάντησα τυχαία στο σπίτι του Μιχάλη, ενός συναδέλφου. Τον αναγνώρισα αμέσως. «Κάπου σας ξέρω», μου είπε, όταν ο οικοδεσπότης έκανε τις συστάσεις. «Μάντεψε πού συναντηθήκαμε», τον προκάλεσα. Όταν όλες οι προσπάθειές του απέτυχαν, του θύμισα τη θεατρική παράσταση. Έτσι, πιάσαμε κουβέντα. Τότε έμαθα ότι δεν ήταν και τόσο θεατρόφιλος. Είχε παρακολουθήσει την παράσταση μόνο και μόνο γιατί τα έσοδα θα δίνονταν σε μια οικολογική οργάνωση, στην οποία ήταν ενεργό μέλος. Θυμήθηκα κι εγώ τις πρώιμες οικολογικές ανησυχίες μου, τότε που μαθήτρια ακόμη, πρωτοστατούσα στη διάσωση του άλσους δίπλα από το σχολείο μου. Στο τέλος της βραδιάς ανταλλάξαμε νούμερα τηλεφώνων. Μου τηλεφώνησε την επομένη και με προσκάλεσε για ποτό σ’ ένα μπαράκι. Οι ενθουσιώδεις θαμώνες παρακολουθούσαν έναν αγώνα μπέιζμπολ, ζητωκραυγάζοντας με κάθε νίκη της ομάδας τους. Χρειαζόταν να υψώσουμε τον τόνο της φωνής μας για ν’ ακουστούμε. Συναντηθήκαμε το επόμενο βράδυ σ’ ένα πιο ήσυχο μέρος. Η μια συνάντηση έφερε την άλλη και η αμοιβαία συμπάθειά μας γρήγορα μετατράπηκε σε έρωτα, που άνθισε σαν μαγιάτικο λουλούδι. Ήμασταν και οι δύο στην αρχή της επαγγελματικής μας καριέρας, εκείνος ως οικονομολόγος κι εγώ ως δημοσιογράφος. Εργαζόταν σε μια μικρομεσαία επιχείρηση, ενώ τα βράδια μελετούσε για το μεταπτυχιακό του. Συναντιόμασταν σχεδόν κάθε βράδυ για ένα πρόχειρο δείπνο ή, τις περισσότερες φορές, για μια ερωτική συνεύρεση, που παρά την πίεση του χρόνου έσφυζε από πάθος. «Θέλεις να περάσουμε το επόμενο Σαββατοκύριακο μαζί;» μου πρότεινε στο τέλος της εαρινής εξεταστικής του. Συμφώνησα μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού και τα χείλη μου έσμιξαν με τα δικά του. Φαντάστηκα ένα ρομαντικό διήμερο, σε κά10 Q ιωαννα αργυρου
ποιο ήσυχο ξενοδοχείο με απαλή μουσική και φωτισμό από αρωματικά κεριά. Διασχίζοντας τον παραλιακό δρόμο με τις εντυπωσιακές ξενοδοχειακές μονάδες και το λιθόστρωτο πεζόδρομο πλάι στο κύμα, η καρδιά μου φτερούγιζε σαν παιχνιδιάρικο πουλί, σκεπτόμενη το υπέροχο διήμερο που θα περνούσαμε μαζί. «Κάνε υπομονή», μου έλεγε ο Ιωάννης σαν τον ρωτούσα πότε θα φτάσουμε. Έστριψε σ’ ένα φιδογυριστό μονοπάτι κι αρχίσαμε την ανάβαση σ’ ένα λόφο. Φτάνοντας στην κορυφή, ο Ιωάννης σταμάτησε το αυτοκίνητο και κατεβήκαμε. Η θέα από ψηλά έκοβε την ανάσα. Θαύμασα τα ολοπράσινα περιβόλια στις πλαγιές, ένα ξωκκλήσι σκαρφαλωμένο σε ένα απότομο βράχο και την απέραντη θάλασσα να σμίγει με το βαθυγάλανο ουρανό. «Εδώ είμαστε», είπε και τον κοίταξα απορημένη. Το ξενοδοχείο, που είχα ονειρευτεί, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένα αντίσκηνο, που του είχε ξεμείνει από την εποχή της στρατιωτικής του θητείας στις ειδικές δυνάμεις. Έπρεπε να συρθείς για να μπεις μέσα και, φυσικά, για στοιχειώδεις ανέσεις ούτε λόγος. Ήμουν τόσο ερωτευμένη, που και πάνω στις πέτρες θα κοιμόμουνα μαζί του. Μετά το αρχικό ξάφνιασμά μου, προσαρμόστηκα αμέσως στον κόσμο του Ιωάννη∙ έναν κόσμο όπου η πληρότητα πήγαζε μέσα από την απλότητα. Η ζωή στη φύση με αναζωογονούσε. Τα δροσερά βράδια καθόμασταν έξω από το αντίσκηνο, κουβεντιάζοντας με τα δάχτυλά μου πλεγμένα στα δικά του ή απλώς κοιτώντας τα αστέρια αγκαλιασμένοι. Τα κρύα βράδια κουλουριαζόμουν πλάι του μέσα στον υπνόσακο. «Μαρινάκι μου, έχω πολλή δουλειά», μου είπε ένα απόβραδο Παρασκευής. Είχα κιόλας ετοιμάσει το σακ βουαγιάζ μου με τα απαραίτητα για την εξόρμηση της επομένης. Η κουζίνα μοσχομύριζε με την αγαπημένη του φρεσκοψημένη μηλόπιτα με καρύδια, όπως πάντα με διπλή δόση ζάχαρης και μπόλικη κανέλα, το μόνο γλυκό που είχα μάθει να φτιάχνω για χάρη αυγουστιατικα φεγγαριαP
11
του. «Δεν πειράζει», τον καθησύχασα, αν και μου είχαν πια γίνει απαραίτητα τα διήμερα στο αντίσκηνο. Το πρώτο Σαββατοκύριακο χωρίς εξόρμηση κύλησε αργά. Σιγά σιγά τα διήμερα αραίωναν. Το Μαρινάκι μου έγινε γρήγορα σκέτο Μαρινάκι και λίγο μετά Μαρίνα. Πώς ήμουν τόσο τυφλή, ώστε να μην πάρω μυρωδιά ότι κάτι δεν πήγαινε καλά; Ένα δροσερό καλοκαιρινό απόβραδο σε κάποιο παραλιακό εστιατόριο, εκεί που απολαμβάναμε φρέσκα πέστροφα και λευκό κρασί, ακούγοντας το φλοίσβο των κυμάτων στην προκυμαία, έσκασε η βόμβα. «Δε θέλω να δεσμευτούμε», μου ανακοίνωσε με στεγνή φωνή. Στην αρχή το μυαλό μου πήγε στο γάμο. «Ούτε κι εγώ θέλω να παντρευτώ τώρα», τον πρόλαβα, αν και κάποια βράδια, που δεν μου ερχόταν ύπνος, φανταζόμουν την κοινή μας ζωή. Γεύτηκα ακόμη μια μπουκιά λαχταριστής πέστροφας και τον κοίταξα. «Εννοώ…», προσπάθησε να εξηγήσει εκείνος και η πρόταση κόπηκε με μαχαίρι. Ακολούθησε μικρή παύση. Το απόμακρο βλέμμα του μ’ έβαλε σε υποψία. Κυνήγησα το βλέμμα του ανεπιτυχώς. Κατατεμάχιζε νευρικά την πέστροφα στο πιάτο του. Άφησα απότομα το πιρούνι από το χέρι μου. Ένιωσα σαν κάποιος να με γρονθοκοπούσε στο στήθος. Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν. Έκρυψα το πρόσωπο στις παλάμες μου. Κατάλαβα. «Εννοείς ότι δε θέλεις να είμαστε μαζί», βρήκα τη δύναμη να διευκρινίσω, όταν πια ανέκτησα τη στοιχειώδη ψυχραιμία μου. Με κοίταξε για μια στιγμή και έπειτα κάρφωσε το βλέμμα του σε μια βαρκούλα που χοροπηδούσε στα ρηχά. Σηκώθηκα απότομα, αδιαφορώντας για την ψάθινη καρέκλα που έπεσε 12 Q ιωαννα αργυρου
κάτω. Έστρεψα το βλέμμα μου προς τη θάλασσα. Έφυγα σαν κυνηγημένη, χωρίς να γυρίσω πίσω μου. Από τότε δεν έφαγα ξανά πέστροφα ούτε ήπια λευκό κρασί. Και μόνο που βλέπω αντίσκηνο, με πιάνει ταχυπαλμία. Πήρα κατάκαρδα το χωρισμό μου με τον Ιωάννη, κι ας υποστήριζα παντού πως κανείς δεν ήταν αναντικατάστατος. Η απεγνωσμένη προσπάθειά μου να σώσω τον έρωτά μου διακόπηκε μετά από μερικές αναπάντητες κλήσεις στο κινητό του. Ένα δεκαπενθήμερο σεμινάριο για τη δημοσιογραφική δεοντολογία, όπου μ’ έστειλε ο Στέφανος στη μακρινή Κοπεγχάγη, έδρασε σαν τονωτική ένεση στην πληγωμένη ψυχή μου, βοηθώντας συνάμα την προσαρμογή μου στην καινούρια πραγματικότητα. Από τότε χώρισαν οι δρόμοι μας με τον Ιωάννη. Δεν ξανασυναντηθήκαμε και η κοινή πορεία μας καταγράφηκε στο μυαλό μου σαν μια γλυκόπικρη ανάμνηση. Και να! Τώρα παντρευόταν πριν από μένα. Και με προσκαλούσε στο γάμο του! Γιατί μου έστειλε το προσκλητήριο; Με θεωρούσε πραγματική φίλη ή απλά μου έστελνε το μήνυμα ότι κάποια άλλη ήταν ομορφότερη, εξυπνότερη και καταλληλότερη για κείνον; Αναστέναξα βαθιά, νιώθοντας ένα πόνο στην καρδιά. Μάλλον, ήταν ο πόνος που μένει στην καρδιά από ένα έρωτα που διακόπηκε πριν ολοκληρώσει τον κύκλο του. Απορροφημένη από τις σκέψεις μου, τρόμαξα με την ξαφνική κίνηση του ανελκυστήρα προς τα κάτω. Πριν προλάβω ν’ αντιδράσω, η πόρτα άνοιξε και αντίκρισα απέναντί μου δύο γεροδεμένους πυροσβέστες. «Είσαστε καλά;» ρώτησαν. «Μην ανησυχείτε», απάντησα με τρεμάμενη φωνή. «Φαίνεστε χλομή», είπε ο ένας. «Είμαι καλά», κατάφερα να πω. «Να σε πάω μέχρι το σπίτι σου», μου πρότεινε ο Στέφανος. αυγουστιατικα φεγγαριαP
13
«Πότε συντηρήθηκε ο ανελκυστήρας;» τον ρώτησα αγνοώντας την πρότασή του. «Πριν από δυο βδομάδες. Το πιστοποιητικό καταλληλότητας είναι μέσα στον ανελκυστήρα, αν θες να το δεις», απάντησε ο πάντα ετοιμόλογος Στέφανος. «Καληνύχτα», είπα και κίνησα να φύγω. «Θυμήσου να ειδοποιήσεις την κυρία Χρυσάνθη για την αυριανή σύσκεψη», μου υπενθύμισε ο Στέφανος. Του έριξα μια θυμωμένη ματιά και έφυγα. Ο Στέφανος απονέμει από καιρού εις καιρόν διάφορους τίτλους στους υπαλλήλους του –τους συνεργάτες του– όπως ο ίδιος μας αποκαλεί. Έτσι μ’ έχρισε λειτουργό συσκέψεων, απόρροια του λάθους μου να αποκαλύψω τις γνώσεις μου περί στενογραφίας. «Από σήμερα θα είσαι το δεξί μου χέρι. Θα γίνεις λειτουργός συσκέψεων!» είχε αναφωνήσει, λες κι είχε κάνει την ανακάλυψη του αιώνα και έτριψε τα χέρια του με ικανοποίηση. Δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ. Συμφώνησα μ’ ένα συγκαταβατικό χαμόγελο. Πιστέψτε με, δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά περισσότερη δουλειά και ευθύνες. Γράφω τα πρακτικά των εβδομαδιαίων συνεδριάσεων και ενίοτε κάνω διάφορες εισηγήσεις, οι περισσότερες των οποίων απορρίπτονται λόγω κόστους. Βγαίνοντας από το κτήριο, περπάτησα αρκετή ώρα ψάχνοντας επίμονα για ένα κάδο ανακύκλωσης χαρτιού. Ο έρωτάς μου για τον Ιωάννη είχε τελειώσει άδοξα. Ας φαινόταν χρήσιμο τουλάχιστον το προσκλητήριό του. Τελικά, εντόπισα έναν κάδο έξω από το Δημοτικό Σχολείο. Έριξα στο προσκλητήριο μια τελευταία ματιά, αποχαιρετώντας μια εποχή που έφυγε ανεπιστρεπτί, πριν καταλήξει στον κάδο ανακύκλωσης χαρτιού. «Ας ελπίσω ότι με το ανακυκλωμένο χαρτί θα γίνει το δικό μου προσκλητήριο», μονολόγησα και ο κύριος που πέρασε δίπλα μου με κρυφοκοίταξε γελώντας.
14 Q ιωαννα αργυρου
Έπειτα προχώρησα προς το εστιατόριο Δάφνη, στην παλιά πόλη για να συναντήσω τη Φανή. Σήμερα έκλεινα δέκα χρόνια επαγγελματικής πορείας και προσκάλεσα τη φίλη μου για δείπνο. Συχνά, βέβαια, τρώμε έξω για να τα πούμε από κοντά και για να ικανοποιήσουμε τη βασική ανάγκη μας για φαγητό, καθώς η άγνοια για μαγειρική είναι ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά μας. Ακόμη δεν έχω μάθει να μαγειρεύω παρά την επιμονή της μητέρας μου. Ξέρω μόνο τα στοιχειώδη: μακαρόνια, τις πλείστες φορές παραβρασμένα, αφού ξεχνώ να τα κατεβάσω έγκαιρα από τη φωτιά, πατάτες βραστές και τηγανητές, άντε και ομελέτα. Τη μοναδική σπεσιαλιτέ μου, τη μηλόπιτα με καρύδια, έχω να την φτιάξω από την εποχή που χώρισα με τον Ιωάννη. Τώρα που το σκέφτομαι ούτε την έχω γευτεί ξανά. Εν μέρει, έχω βρει τη λύση τρώγοντας αρκετές τροφές όπως μας τις δίνει η φύση. Ευτυχώς, με καλούν συχνά σε δείπνα εργασίας κι έτσι δε μου λείπουν διάφορες γαστρονομικές απολαύσεις. Συνέχισα το περπάτημα μ’ έντονη προσπάθεια να απαγκιστρώσω τη σκέψη μου από τα περασμένα, κοιτάζοντας τις βιτρίνες και απολαμβάνοντας την καλοκαιρινή βραδιά. Ο θόρυβος της μέρας είχε πια καταλαγιάσει. Τα καυσαέρια είχαν διαλυθεί απελευθερώνοντας τις μυρωδιές των αρωματικών φυτών από τις ανθοδόχες στα πεζοδρόμια και τα περβάζια των σπιτιών. Το άρωμα από τα ανθισμένα γιασεμιά, το βασιλικό και το δεντρολίβανο διαπερνούσαν την ατμόσφαιρα. Κάθισα σ’ ένα δροσερό πεζούλι απέναντι από τη Δάφνη με το αεράκι να μου χαϊδεύει ευχάριστα το πρόσωπο. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου διέκοψε την ησυχία. Μόλις είχα λάβει ένα γραπτό μήνυμα από τη Φανή ενημερώνοντάς με ότι θα αργούσε λίγο. Από τον καιρό που άρχισε να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο τρέχει και δεν προλαβαίνει. Τη Φανή μπορώ να την περιμένω και ώρες ολόκληρες. Την αγαπώ σαν αδερφή ή, μάλλον, περισσό αυγουστιατικα φεγγαριαP
15
τερο από την αδερφή μου. Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε δέσαμε απόλυτα. Μαζί ξενυχτήσαμε μελετώντας στο κρατικό Πανεπιστήμιο, γελώντας με τα αστεία μας και κλαίγολα άρχισαν ένα αυγουστιάτικο απόβραδο με ντας για ανεκπλήρωτους έρωτες. Όλα αυτά μας έφεραν κοντά ολόγιομο φεγγάρι και μυρωδιές δεντρολίκαι σφυρηλάτησαν τη φιλία μας. Νιώθω τυχερή γιατί έχουμε βανου. Η Μαρίνα, μια σκληρά εργαζόμενη διατηρήσει τη φιλία μας ατόφια μέχρι σήμερα. δημοσιογράφος, εφημερίδαφορώντας Ανεξάρτητος, Η Φανή κατέφθασε στην αργοπορημένη, ένα συναστραντιέται για δείπνο με την επιστήθια φίλη της, Φανή. τιωτικό μπερέ, συνήθειο από τα φοιτητικά χρόνια τότε που Τοχρόνο δείπνονασφραγίζεται από δύο απλά,της. πλην όμως καδεν είχε φτιάξει τα σγουρά μαλλιά «Επιτέλους! θοριστικά για τις δύο κοπέλες συμβάντα, που θα αναΚαταφέραμε να βρεθούμε», είπαμε μ’ ένα στόμα και αγκαλιατρέψουν τη ζωή τους. στήκαμε. Μια σύγχρονη γυναίκα, η Μαρίνα, ρίχνεται στη ζωή Ανεβήκαμε τη μαρμάρινη σκάλα και μπήκαμε στο εστιαγεμάτη πάθος, έτοιμη να ερωτευτεί παράφορα τον τόριο. Την οικειότητα του χώρου τη νιώσαμε αμέσως. Οι τοίάντρα που της έστειλε η μοίρα αλλά και να αντιμεχοι βαμμένοι σε απαλά γήινα χρώματα και διακοσμημένοι με τωπίσει τις δυσκολίες και τα εμπόδια που βρίσκονται μαυρόασπρους πίνακες, στο δρόμο της. δημιουργούσαν μια ζεστή ατμόσφαιρα. Βελούδινοι καναπέδες σε πορφυρό χρώμα και στρογγυλά γυάλινα τραπέζια πρόσθεταν μια νότα αλλά ρομαντισμού. Ιστορία πικάντικη, ρομαντική, και πολύΚαθίσαρεαλιστική, δίχως τραπεζάκι, να λείπουνπλάι οι ανατροπές καιπαράθυρο, οι εκπλήξεις, με σ’ ένα γωνιακό στο ανοιχτό με που πραγματικά αναγνώστη να διατον έναστρο ουρανό καιπαρακινούν το ολόγιομοτον φεγγάρι για φόντο. βάσει το βιβλίο απνευστί. «Δέκα χρόνια επαγγελματικής πορείας! Καλή συνέχεια», μου ευχήθηκε. Την ευχαρίστησα κι αμέσως άλλαξα θέμα. «Ο Ιωάννης μου έστειλε ένα προσκλητήριο γάμου», είπα μ’ ελαφρύ τόνο μελαγχολίας στη φωνή μου. «Παντρεύεται;» αναρωτήθηκε. «Το ξέρω πως όλα είναι παρελθόν, αλλά τώρα που πήρα το προσκλητήριο αναστατώθηκα». «Μου δίνεις το προσκλητήριο να δούμε αν έχει κάποιο λάθος», μου ζήτησε. ISBN 978-960-9499-18-7 «Εννοείς λάθος που δεν είμαι εγώ στη θέση της νύφης;» ρώτησα.
16 Q ιωαννα αργυρου