




τουΓΙΑΝΝΗ ΤΩΡΑΚΗ
ΤΙΤΛΟΣ

Σ Έ ΙΡΑ Έλληνική Λογοτεχνία [1358] 0523/11
L
ISBN 978-618-205-427-7
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση
στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
Στη Σάρα και στον Ντέηβ
(που λογικά πλέον θα τριγυρνάνε με ψεύτικα ονόματα)
Σε όσους δεν μπορούν να φανταστούν
τη ζωή τους σε πέντε χρόνια, σε όσους παλεύουν
για λίγη συμβατότητα
και φυσικά: σε κάποια Βέρα τέλος πάντων
Ευχαριστώ τους:
Μήτσο, Νίκο και Χαράλαμπο, για την αειθαλή επικοινωνία.
Μάρκο, Κυριάκους και Μπούρμπουλες, που με πιστεύουν
Την Kathy, που με εισήγαγε στο φαινόμενο ανθρώπου τύπου Σάρα.
Τη μάνα μου, που με έκανε ώστε, πέρα των άλλων, να γίνει και
τούτο δω το βιβλίο.
Την μπρούλα μου, γιατί χωρίς αυτή η μοναξιά θα ήταν αβάσταχτη.
Γενικά και αόριστα, αλλά ειλικρινά:
τα παιδιά που αράζαμε στο κοινόβιο στον Χολαργό, τους ντεληβεράδες που μας κράτησαν ζωντανούς, τις Περικλέουσες, το Piquet (το μισό βιβλίο γράφτηκε εκεί), την Εύη, τους Μπαλλήδες (μεγάλο και μικρό).

Τσάπτερ 1
Μπήκαμε αγκαζέ στην κατάφωτη αίθουσα, με τους τέσσερις
πολυελαίους, το μπόλρουμ. Φορούσα το σομόν μου σακάκι,
κίτρινη γραβάτα με σχέδιο έναν τύπο που παίζει γκολφ, παντελόνι ζαχαρί λινό και ταμπά παπουτσάκι πολύ σενιόν. Το
σκωπτικό μου ντύσιμο σοβάρευαν απότομα τα λεπτά μαύρα
δερμάτινα αλήτικα γάντια μου, με ανοίγματα για τα δάχτυ -
λα και στραπ στη ράχη της παλάμης, πάνω από τον καρπό.
Η Σάρα με συνόδευε, με πράσινη σατέν τουαλέτα, σκίσι-
μο μέχρι την καλτσοδέτα, μαλλιά κότσο με μεταλλικό τσό -
πτσικ, κρίκους και μενταγιόν μια μικρή ασημένια νεκροκεφαλή.
Η είσοδός μας είχε ξεκάθαρη αισθητική «Όνλυ Λάβερζ
Λεφτ Αλάηβ»1, με μυρωδιά Μαξιμίλιαν Σελ και Μελίνα
Μερκούρη αλά «Τοπ Καπί»2, και αδερφική εμπιστοσύνη τύ -
που Σάμιουελ Τζάκσον-Τζον Τραβόλτα3. Ξεχυθήκαμε στον
χώρο και αρπάξαμε ποτά από τα γκαρσόνια με τους περιφερόμενους δίσκους. Εν τω μεταξύ, εγώ εντόπισα τον Λάρρυ. Όσο η Σάρα γελούσε δείχνοντας την πάλλευκη οδοντοστοιχία της με τους ασυνήθιστα μεγάλους κυνόδοντες σε κάποια παρέα, εγώ τον
πλησίασα, γελώντας και ανοίγοντας τα χέρια, με το ένα χέρι να κρατάει το ήδη άδειο σαμπανοπότηρο.
«Λάρρυ, το πάρτυ σου είναι υπέροχο. Σ’ ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση».
«Τιμή μου που ήρθες, Ντέηβ. Ομολογώ, δεν περίμενα να κάνεις τόσο δρόμο από το Σικάγο για το γκαλά ενός παλιού
συμμαθητή. Πρέπει να δοκιμάσεις οπωσδήποτε το σέρι που φτιάχνουμε με τον γερο-πατέρα. Θα καταλάβεις ότι έχεις πάρει το σωστό ποτήρι, γιατί έχω δώσει εντολή στα γκαρσόνια
να το σερβίρουν πάνω σε δίσκους από γρανίτη, για το εφέ».
«Θα σιγουρευτώ ότι το έχω δοκιμάσει πριν με βρεις να κοιμάμαι μεθυσμένο στο δωμάτιο της γκαρνταρόμπας».
«Όλο το σπίτι μου, κρεββάτι σου, Ντέηβ. Μόνο μην ξεχάσεις τη γεύση του, γιατί θα εκτιμούσα να έγραφες στη στήλη σου στον Γευσιγνώστη του Ελ Έη για το καμάρι μου, αυτή τη βδομάδα. Μόνο μην ξεχαστείς, το “σέρι” είναι απαγορευμένη λέξη έξω από την Ισπανία4, εδώ το λέμε απλώς “γλυκό κρασί”».
«Μην το σκέφτεσαι, Λάρρυ, έχε μου εμπιστοσύνη και θα λάβεις ένα σωρό επιστολές με παραγγελίες για γλυκό κρασί.
Δώσε μου μία μόνο βδομάδα», και του έκλεισα το μάτι, κουνώντας το κεφάλι λίγο προς τα δεξιά, σε στιλ «άσ’ το πάνω μου».
«Ευχαριστώ, Ντέηβ. Και κάτι τελευταίο. Ποια είναι αυτή
η παρουσία που έφερες μαζί σου;»
Πάντα ένιωθα πως η Σάρα, μόλις μπαίνει σ’ έναν χώρο, φυτεύει χιλιάδες μικρά αυτάκια παντού. Εκείνη την ώρα ένιωσα το χέρι της να χαϊδεύει την πλάτη μου, και βρέθηκε πλάι μου το ίδιο απότομα.
«Αυτή είναι η Τζούνιπερ. Πρώτη μου ξαδέρφη. Τη φιλοξενώ αυτές τις μέρες, και σκέφτηκα ότι μια παρουσία σαν αυτή ποτέ δεν περισσεύει σ’ ένα πάρτυ». Η Σάρα μου έριξε ένα βλέμμα τόσο διαπεραστικό και
τόσο απότομο που μόνο οι δυο μας το καταλάβαμε (ήμουν
σίγουρος ότι το είχε συγχρονίσει με το κλάσμα δευτερολέπτου που χρειάστηκε ο Λάρρυ για να τσεκάρει το σκίσιμο
στο φόρεμά της). Είχε τσαντιστεί που δεν τη σύστησα με το
όνομα που είχαμε προβάρει για όλη τη δουλειά. Πάντα παίζουμε τέτοια παιχνίδια. Προσπαθώ ν’ ανεβάσω το επίπεδο
δυσκολίας σε τέτοιες εύκολες δουλειές, για να μην επαναπαυόμαστε.
«Έχεις, όπως πάντα, δίκιο, Ντέηβ. Χαίρω πολύ, δεσποι-
νίς μου!» Και της φίλησε το προτεταμένο χέρι, κάτι που δι-
ήρκεσε λίγο παραπάνω, ακριβώς επειδή του είχα πει ότι είναι ξαδέρφη μου. ***
Με τη Σάρα γνωριστήκαμε στα είκοσί μας, καθαρά συμπτω -
ματικά. Την είχα χτυπήσει με το αυτοκίνητο της μάνας μου,
και μέχρι να βγω έξω, λουσμένος από κρύο ιδρώτα, βλέπο -
ντας τα επόμενα εφτά και βάλε χρόνια μου στη φυλακή, εκεί-
νη είχε πεταχτεί όρθια, είχε μπει στη θέση του συνοδηγού, είχε πηδήξει στου οδηγού κι έβαζε ταχύτητα. Σβέλτα πήδηξα
στο καπό, δοκίμασα την πόρτα του συνοδηγού –στην οποία
είχε φυσικά κατεβάσει την ασφάλεια–, πιάστηκα από τη
σχάρα της οροφής και ετοιμάστηκα για ασυνήθιστα πράγματα. Άφησε τον συμπλέκτη, όπως έβγαζε το πόδι της από
το νερό του ντουζ όταν το νερό ήταν απρόσμενα καυτό, και
φύγαμε...
Δοκίμασε να με πετάξει από την οροφή, έκανε μερικά
οχτάρια, μερικά φρεναρίσματα πανικού, άνοιξε τους γυαλο -
καθαριστήρες και με πιτσίλισε με σαπουνόνερο. Και όταν πια βρεθήκαμε στη μέση του πουθενά, ανατολικά του Σικάγο, σταμάτησε απότομα με χειρόφρενο στη δεξιά λωρίδα, βγήκε έξω, με τράβηξε κάτω και με φίλησε. Είχαμε μείνει από βενζίνη και μόλις είχα γνωρίσει την πρώτη γυναίκα
Με τη Σάρα γνωριστήκαμε στα είκοσί μας, καθαρά συμπτωματικά. Την είχα χτυπήσει με το αυτοκίνητο της μάνας μου, και μέχρι να βγω έξω, λουσμένος από κρύο ιδρώτα, βλέποντας τα επόμενα επτά
και βάλε χρόνια μου στη φυλακή, εκείνη είχε πεταχτεί όρθια, είχε μπει στη θέση του συνοδηγού, είχε πηδήξει
στου οδηγού κι έβαζε ταχύτητα.
Σβέλτα πήδηξα στο καπό, δοκίμασα την πόρτα
του συνοδηγού –στην οποία είχε φυσικά

κατεβάσει την ασφάλεια–, πιάστηκα από τη σχάρα της οροφής και ετοιμάστηκα για ασυνήθιστα πράγματα.
Άφησε τον συμπλέκτη, όπως έβγαζε το πόδι της από το νερό του ντουζ
όταν το νερό ήταν απρόσμενα καυτό, και φύγαμε...
ISBN 978-618-205-427-7
www.ocelotos.eu
