Τι Τλος
Δεν με ρώτησε κανείς
ς υγγρΑ φέ Α ς Μίμης Κούρτης
έ πιm έ λ έ ι Α - Διορθω ς η Όλγα παλαμήδη
Layout - Design
myrtilo, λένα παντοπούλου
Copyright© 2024
Μίμης Κούρτης
π ρ ωΤ η έΚΔο ς η Αθήνα, Απρίλιος 2024
is B n 978-618-205-573-1
ΚέΝΤριΚη ΔιΑθέςη Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | Τηλ.: 210 64 31 108
ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΜΙΜΗΣ ΚΟΥΡΤΗΣ
Δεν με ρώτησε κανείς
ΑΘΗΝΑ 2024
Αφιερωμένο σε όσους πήραν μέρος
στον «ξεχασμένο» πόλεμο της Κορέας,
αλλά και σε εκείνους που συμμετείχαν
στους άδικους πολέμους
χωρίς να τους ρωτήσει κανείς.
Ευχαριστώ
Τον Παναγιώτη Κούρτη, που μου εμπιστεύτηκε τη δύσκολη ιστορία του.
Την Έφη Πολίτη για την ευγενική χορηγία της.
Την σπουδαία χαράκτρια Ρένα Ανούση-Ηλία, που φιλοτέχνησε την ακουαρέλα του εξωφύλλου, αποκλειστικά για το βιβλίο μου.
Με τιμή
Μίμης Κούρτης.
Πρόλογος
«Στο ξύπνημά του ο ήλιος της Ανατολής βγαίνει
δειλά και τρέμει. Φοβάται μη φωτίσει τις ορθάνοιχτες
πληγές που άρρωστα μυαλά άνοιξαν στον πλανήτη».
Το πόνημα του Μίμη Κούρτη «Δεν με ρώτησε κανείς» μας μεταφέρει στη σκληρή εποχή του Ψυχρού Πολέμου, που δυστυχώς αναβιώνει και στις μέρες μας, και στο πλαίσιο μιας αφήγησης και των ποιημάτων του εκπέμπει αντιπολεμικά ισχυρά μηνύματα και υψώνει κραυγή αντίστασης απέναντι στα φοβερά τεκταινόμενα στον σύγχρονο παράλογο κόσμο μας.
Μέσα από την προσωπική ιστορία του συμπατριώτη του Παναγιώτη Κούρτη, που πήρε μέρος το 1954 στον πόλεμο της Κορέας, αναδύεται όχι μόνο η περισσή ευαισθησία του συγγραφέα και τα τρομερά επακόλουθα του πολέμου, και ιδίως του Εμφυλίου, αλλά εκφράζεται γενναία και απερίφραστα η καταδίκη των υπαιτίων αυτής της τραγικής κατάστασης. Κατακεραυνώνει με την πένα του τα μεγάλα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, «τους αρχιτέκτονες που σπούδασαν τον φόνο», «τους φίλους τους καλούς που ήρθαν να μας σώσουν», τα απανταχού γεράκια του πολέμου. Η αφήγησή του απλή, γλαφυρή και απέριττη, με μι-
κροπερίοδο κοφτό λόγο, μας δίνει με ζωντάνια και παραστατικότητα όλη την ιστορία του νεαρού στρατιώτη, που έφυγε από την Εγκλουβή για να υπηρετήσει την πατρίδα και βρέθηκε στην Κορέα, πιόνι στη σκακιέρα των ισχυρών της γης –«στο σκάκι των τρανών άλλο ένα πιόνι»–, και με πικρή ειρωνεία στηλιτεύει την υποκρισία: «Για της Ελλάδας θα παλέψεις την τιμή σε χώρας σύνορα άγνωστης, και όχι διπλανής. Μα εμένα δεν με ρώτησε κανείς».
Με κομμένη την ανάσα για το ανεπάντεχο του θανάτου, παρακολουθούμε τη σκληρή πολεμική διαδικασία, την αιματηρή πραγματικότητα, αλλά και ιστορίες καθημερινές, ανθρώπινες, σχέσεις αγάπης, φιλίας, αλληλεγγύης, μέσα σ’ αυτή τη φρίκη της εξόντωσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Μια εικόνα που φανερώνει ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος για διαφορετική στάση και συμπεριφορά, και όχι να εξολοθρεύει σαν τα άγρια θηρία τους ομοίους του, που έχει καθήκον να το διαπράξει όταν απειλείται η πατρίδα του και όχι για έναν πόλεμο τρίτων.
Εδώ τον εξαναγκάζουν να σκοτώσει οι ισχυροί του κόσμου, η Ρωσία από τη μία και το ΝΑΤΟ από την άλλη, για να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, για να μοιράσουν τον κόσμο, να τον τεμαχίσουν και να ποδηγετούν τα κομμάτια του ανάλογα με τις καταστάσεις που διαμορφώνονται στην παγκόσμια σκηνή ή τις διαμορφώνουν οι ίδιοι οι ισχυροί με τις δόλιες πολιτικές και επεμβάσεις τους.
Γι’ αυτόν τον λόγο ο Παναγιώτης δεν αισθάνεται ήρωας, ντρέπεται όταν έτσι τον αποκαλούν, γιατί δεν ήταν
δική του επιλογή η συμμετοχή του σε αυτόν τον πόλεμο.
Εδώ εκφράζονται έντονα οι προβληματισμοί του συγγρα-
φέα για το ανέφικτο των πολέμων και συγχρόνως για την
αποτελεσματικότητά τους. Δεν έλυσαν, απ’ ό,τι φαίνεται, κανένα πρόβλημα, μόνο προξένησαν περισσότερα, «για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη», όπως προβληματίζεται και ο Σεφέρης.
«Πέλεμα άγριο, τρόμος και φόβος χωρίς αιτία, δίχως αφορμή, θεός άλογος, άδακρυς πόλεμος, μέγιστη πλάνη».
Τρία φονικά χρόνια και ο πόλεμος σταμάτησε από εκεί που άρχισε. Κανένας νικητής, κανένας θριαμβευτής. Η
Κορέα πάλι χωρισμένη στα δύο, με τη Βόρειο υπό ρω-
σική επιρροή και τη Νότιο με αμερικάνικη. Και η Κορέα
ολόκληρη πουθενά. Διχασμός. Μένος μεταξύ αδελφών
για χάρη τρίτων. Καταφέρεται εναντίον του ΟΗΕ συνεγείροντας και τη συνείδηση του καθενός. Ιδρύθηκε για να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα, να διασφαλίζει την ειρήνη, να προλαμβάνει συρράξεις και πολέμους.
Οι περίφημες διακηρύξεις του έμειναν στα χαρτιά. Κρίνει
και αποφασίζει κατά το δοκούν των ισχυροτέρων. Υποκριτικές ανακοινώσεις και πλήρης αναποτελεσματικότητα. Κανένας πόλεμος δεν αποφεύχθηκε, κανένας πόλεμος δεν σταμάτησε με τις υποκριτικές παρεμβάσεις του. Tο τέλος ερχόταν όταν οι ισχυροί πετύχαιναν τον σκοπό τους. Συνήθως έρχεται ουραγός, μετά τους χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια ξεσπιτωμένους και απελπισμένους, να μιλήσει υποκριτικά και για την ανθρωπιστική βοήθεια. Οργανισμός ανύπαρκτος κι ανούσιος, όνειρο στον ανθρώπινο, όλο πληγές πλανήτη.
… Έρμαια στις ακόρεστες ορέξεις οικτρών λαοφονιάδων.
… Ειρηνευτές που ασύστολα βιάζουν την ειρήνη.
Πονά βαθιά για την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής,
που κατάντησε ένας απλός αριθμός που σβήνεται ασυνείδητα, ασύστολα και αθροιστικά από τον χάρτη.
Μια σκουριασμένη πεντάρα η ζωή μας, με συνοπτικές διαδικασίες η αφαίρεσή της. Ανήκουστο και φοβερό το πόσο εύκολα θυσιάζουμε Ιφιγένειες στον βωμό του τίποτα.
Επαναστατεί ο ποιητής και συγγραφέας –ο ποιητής κυρίως– ενάντια στην καταπάτηση κάθε ηθικής αξίας, στη λεηλασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην απώλεια του κοινωνικού προσώπου και στη δυναστεία του ατομικού, στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Θλίβομαι που σαν άνθρωπος στέκομαι απλά και παρακολουθώ του ήθους την απώλεια, της ανθρωπιάς την πτώση, της αναλγησίας τη φρικτή καταπακτή. Μα και της δίκης ο οφθαλμός κοιτάζει εκεί που θέλει, εκεί που θέλουν οι τρανοί.
Γι’ αυτό και καλεί σε αντίσταση κάθε άνθρωπο ενάντια σε αυτή την κατάσταση, καθώς διαπιστώνει ότι ο καθένας, κλεισμένος στον ευδαιμονισμό του, απεμπολεί τον κοινωνικό του ρόλο και σιωπά μπροστά σε όλα τα τραγικά που συμβαίνουν σε ευρύτερο και στενότερο πλαίσιο.
Ας βγάλουμε φωνή να γίνει ουρλιαχτό, μήπως και σκιάξουμε τα ανδρείκελα του φόνου. Μα πιότερο απ’ το φονικό τούτη η σιωπή ματώνει.
Μέσα στη νύχτα αυτού του αθέλητου πολέμου υπάρχει ένα φως. Εξαίρεται η ελληνική ανδρεία, ο ελληνικός ηρωισμός, η προσφορά του Έλληνα σε όποιο επίπεδο τον προσκαλέσεις να παραστεί, γεγονός που κάνει εχθρούς και φίλους να παραδέχονται την αξιοσύνη του. Ο σκλη-
ροτράχηλος στρατηγός Ρίτζγουεϊ χαρακτήρισε τους Έλληνες πολεμιστές άξιους, κληρονόμους των παραδόσεων του Μαραθώνα και των Θερμοπυλών, και ο διοικητής
του 7ου Συντάγματος Ιππικού, στο οποίο ανήκε η ελληνική αποστολή, παραδέχτηκε ότι αξίζει για κάθε άνθρωπο να γνωρίζει πώς πολεμούν οι Έλληνες. Αλλά φως είναι
και ευγνωμοσύνη η φιλία των Κορεατών στους Έλληνες
στρατιώτες.
Η αφήγηση κλείνει με τις σκέψεις του στρατιώτη, τις θλιβερές αναμνήσεις και τον πικρό απολογισμό: «Τόσα χρόνια πέρασαν και η Κορέα με στοιχειώνει ακόμη. Και πιο πολύ θα με πειράζει ακόμη και μετά τον θάνατό μου το γεγονός ότι θεωρήθηκα ένα τίποτα που χρησιμοποιήθηκε φθηνά. Η ζωή μου όλη ερήμην, τα θέλω μου ανύπαρκτα. Πονάνε πολύ τα αναπάντητα “γιατί”, καίνε βαθιά μέσα μου.
Με ρωτάς να σου πω “γιατί”. Σου απαντώ ευθέως λοιπόν, γιατί δεν με ρώτησε κανείς».
Kαλέζου Δέσποινα, φιλόλογος
Απομεινάρια ηρώων
σε παραλληλόγραμμα μεταλλικά
Π
αγερός και ανάλγητος ο φετινός Μάρτης. Το
βουβό ημερολόγιο γράφει «4 Μαρτίου 1955».
Ένας κόμπος στο στομάχι των Ελλήνων, τούτο
το βράδυ, για τη μέρα που ξημερώνει. Ο Πειραιάς ξυπνά
νωχελικά. Δεν θέλει να σηκωθεί από τα σκεπάσματα, μα
ούτε και να μείνει σε αυτά. Τι περίεργο πρωινό και τούτο…
Ο Ντίνος Μαρνέρης, θαλασσόλυκος, σηκώνεται και
τραβά την κουρτίνα του παραθυριού. Κοιτάζει στο λιμάνι.
Κάθε πρωί καλημερίζει τη θάλασσα, μα σήμερα κάτι τον
πνίγει. Δυσπνοεί λες και είναι κρυωμένος. Και αγναντεύοντας τον Πειραιά, μένει αποσβολωμένος. Ένα μεγάλο
στρατιωτικό καράβι εμφανίζεται στον μουντό ορίζοντα. Γιατί, άραγε, πλησιάζει τόσο αργά; Σε ποια ακτή θα δέσει και τι βαρύ φορτίο να κουβαλά στα αμπάρια του, που το εμποδίζει να πλεύσει πιο γρήγορα; Κοιτώντας προσεκτικά βλέπει έντονη κίνηση στην Ακτή Βασιλειάδη. Χοντρά σκοινιά, που ανά λίγα μέτρα τα κρατάνε φαντάροι γύρω γύρω από την ακτή, με τέτοιο τρόπο που να εμποδίζουν την προσέλευση σε αυτήν. «Τι τρέχει πάλι;» αναρωτιέται. «Μήπως ξέσπασε στάση στο Ναυτικό; Αλλά και πάλι, γιατί σε τούτη την ακτή μόνο;» Μια ακτή που λά-
Π έλεμα άγριο, τρόμος και φόβος χωρίς αιτία, δίχως αφορμή Θεός άλογος.
Ό ρθρος πολύδακρυς, ικεσίες γοερές σε ναούς, ιερά ξεθεμελιωμένα.
Λ άρνακες, μολυβί κουφάρια κουβαλούν σημαίες ντυμένες με άδοξη δόξα.
Ε ξέγερση με βρύσες αιμματόεις, κλειστές με χάλκινα καρφιά, φλέβες αδειάζουν, κορμιά κερώνουν.
Μ αινάς αλίαστος, σφυροκοπά ψυχές, εστίες ισοπεδώνει εδάφη διαρρηγνύει.
Ό λβιος όποιος πίστεψε σε πόλεμο ελαφρύ.
Σ
Άδακρυς πόλεμος, μέγιστη πλάνη.
καιά λέξη, κακόσημη, ο πόλεμος
του θανάτου ταγός, δεινός φθισήνωρ.
ISBN 978-618-205-573-1