Δολοφονώντας τις σκιές

Page 1

Δολοφονώντας τις σκιές


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Φωτο εξωφυλλου Copyright 2011 Επιmελεια, διορθωσεισ Πρώτη Εκδοση ISBN

Δολοφονώντας τις σκιές Αβέρκιος Λουδάρος Λογοτεχνία [1358]0411/10 Shutterstock photobank Αβέρκιος Λουδάρος Όλγα Παλαμήδη Αθήνα, Απρίλιος 2011 978-960-9499-60-6

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

e-mail:


Contents



r ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ Η ΠΙΠΑ ΤΗΣ BULLET Ο ΚΙΝΕΖΙΚΟΣ ΑΡΟΥΡΑΙΟΣ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗ ΜΑΜΑ ΜΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ BULLET ΤΟ ΠΑΡΤΙ ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ ΝΑ ΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ BULLET ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΜUCHACHO ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΚΑΛΑΧΑΝ Ο ΤΥΧΕΡΟΥΛΗΣ ΚΑΡΛΙΤΟ Η ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟ ΠΟΛΥΚΑΤΑΣΤΗΜΑ I ’M ANEMIC ROYALTY

7 16 26 36 53 61 74 85 99 108 126 144 155 169 183 193



r

ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ

Τ

ο βαγόνι είχε πολλές κενές θέσεις. Διάλεξε μία τετράδα καθισμάτων και άραξε δίπλα στο παράθυρο. Στην άλλη τετράδα, στ’ αριστερά του, κάθονταν αντικριστά δύο κοπέλες. Από το ντύσιμο και τη διάθεσή τους, κατάλαβε ότι επέστρεφαν στα σπίτια τους ύστερα από βόλτα. Μαλλιά βαμμένα καστανοκόκκινα. Η μία φόραγε φούστα μέχρι το γόνατο και ζακέτα, η άλλη παντελόνι φαρδύ και πουκάμισο· κρατούσε στα χέρια της ένα ελαφρύ φθινοπωρινό μπουφάν. Μίλαγαν διαρκώς, αλλά ο θόρυβος από το βαρύ και γρήγορο σύρσιμο των τροχών του βαγονιού στις ράγες δεν του επέτρεπε να ακούσει ούτε λέξη από όσα συζητούσαν. Δεν ήταν καν σίγουρος αν μπορούσε η μία ν’ ακούει την άλλη. Τέντωσε το ξεθωριασμένο του μπουφάν, άπλωσε τα πόδια του κάτω από το άδειο απέναντι κάθισμα και έγειρε το κεφάλι του προς το παράθυρο που έτριζε. Η σκοτεινιά της νύχτας είχε απλωθεί για τα καλά. Ο συρμός φρέναρε για να ακινητοποιηθεί στον επόμενο σταθμό. Η πόρτα άνοιξε εκεί που στεκόταν ένας νεαρός, ο οποίος μπήκε με ένα άλμα στο βαγόνι και προχώρησε στο εσωτερικό με αργά βήματα, μονολογώντας και κοιτάζοντας αριστερά και δεξιά για να διαλέξει θέση. Τον αγριοκοίταξε, στέλνοντάς του ένα ξεκάθαρο μήνυμα, να μην τολμήσει να τον ενοχλήσει πλησιάζοντας τη δική του τετράδα καθισμάτων. Ο νεαρός που έδειχνε νευρικός, έστρεψε σαν φοβισμένο παιδάκι το βλέμμα του προς την άλλη πλευρά και κάθισε στην τετράδα των κοριτσιών, έχοντας την πλάτη του προς την έξοδο. Κοίταξε κατάματα εκείνη που καθόταν στην απέναντι πλευΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ r

7


ρά και με μια απότομη κίνηση άλλαξε στάση και κάθισε σταυροπόδι. Γύριζε το κεφάλι πότε αριστερά, πότε δεξιά, χωρίς να έχει πάψει να μονολογεί. Οι τύπισσες, από την ώρα που κάθισε κοντά τους, είχαν σταματήσει να μιλάνε και του έριχναν επιφυλακτικές ματιές, με ίχνη φόβου και αποτροπιασμού. Σαν να προσπαθούσαν να βγάλουν νόημα και ταυτόχρονα σαν να φοβόντουσαν τον ακατάπαυστο και ακατάληπτο μονόλογό του – πολύ περισσότερο μην τυχόν προσπαθούσε να τους πιάσει κουβέντα. Τα χείλη του νεαρού άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Ιδρώτας γυάλιζε ανάμεσα στις τραχιές τρίχες που σκέπαζαν το πιγούνι του. Κοίταξε με πυρακτωμένα μάτια εκείνον και μετά στράφηκε στις κοπέλες που ενστικτωδώς μάζεψαν τα χέρια τους στην κοιλιακή τους χώρα, σφίγγοντας τα τσαντάκια τους. Έβαλε με μια απότομη κίνηση το δεξί του χέρι στην αριστερή εσωτερική τσέπη του λιωμένου από την πολυχρησία μπουφάν του και το τράβηξε με μια βίαιη κίνηση προς τα έξω. Οι κοπέλες ούρλιαξαν. Εκείνος πετάχτηκε από τη θέση του, στάθηκε όρθιος απέναντι από τον νεαρό με τα πόδια ανοικτά, για να μην παρασυρθεί από τους κραδασμούς του συρμού και χάσει την ισορροπία του, και αστραπιαία έβγαλε το πιστόλι του. Δεν χρειάστηκε να σημαδέψει. Η σφαίρα που έφυγε από την κάννη, σαν συνέχεια του προτεταμένου του χεριού, τρύπησε τα πνευμόνια του νεαρού από απόσταση ενός μέτρου. Στο πρόσωπο του νεαρού σχηματίστηκε μια γκριμάτσα απορίας, η οποία γρήγορα άρχισε να σβήνει. Από τα χείλη του έσταξε αίμα. Το δεξί του χέρι ταλαντεύτηκε. Η παλάμη του χαλάρωσε και την ώρα που ξεψυχούσε, άφησε να του πέσει μία σοκολάτα. Τα στόματα των κοριτσιών είχαν παγώσει μισάνοικτα, ενώ το βλέμμα τους έτρεχε να συναντήσει το χάος. Έβαλε με σταθερό χέρι το πιστόλι στη θήκη του και έριξε μια ψυχρή ματιά στο ποτάμι αίματος που έρρεε από τον θώρακα του νεαρού προς το κάθισμα και το πάτωμα του βαγονιού, την ώρα που το σώμα του αποκτούσε μια περίεργη αυτονομία και άρχιζε να γέρνει προς την κοπέλα που παρέμενε καθισμένη δίπλα του, 8 r ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΛΟΥΔΑΡΟΣ


σοκαρισμένη, μ’ έναν τεράστιο κόμπο να φράζει τον λαιμό της και να κρατάει δεμένες τις φωνητικές της χορδές. Προχώρησε ταλαντευόμενος, εξαιτίας των κραδασμών, προς την έξοδο του βαγονιού. Με τη μαύρη ξεβαμμένη μπότα του, κλότσησε ελαφρά την πεσμένη σοκολάτα, που ίσα ίσα κύλησε λίγα εκατοστά. Ήταν ο τύπος σοκολάτας που του άρεσε· αμυγδάλου. Σε λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν στην αποβάθρα κι ανακατευόταν με τον κόσμο, ψάχνοντας να βρει ένα λεωφορείο να φτάσει μέχρι το σπίτι του. Εκείνη την εποχή δεν είχε αυτοκίνητο – δεν είχε ούτε λεφτά για ταξί. Είχε, όμως, αποκτήσει ήδη το πρώτο του πιστόλι και μόλις πριν από λίγα λεπτά είχε για πρώτη φορά αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή. Την επόμενη φορά που βγήκε από το μετρό, δεν είχε ανάγκη να ψάξει για λεωφορείο για να επιστρέψει σπίτι του. Ούτε είχε πυροβολήσει κάποιον κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Αυτή τη φορά δεν ήταν καν μόνος. Τον συνόδευαν ο Gordo και ο Μισκοάτλ, με τα όπλα στις θήκες κάτω από τις καμπαρντίνες τους. Ο Gordo που είχε ένα ακουστικό στο αριστερό του αφτί, ενημερωνόταν ότι έξω από τον σταθμό τούς περίμεναν ο Μικτλάν και ο Muchacho, ο οποίος άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, μόλις ο Τουταγχαμών πλησίασε με τους άλλους δύο να τον ακολουθούν ένα βήμα πίσω. Ο Τουταγχαμών χαιρέτησε με ένα νεύμα και έσκυψε να μπει μέσα. Φίλησε την Bullet που καθόταν στη θέση πίσω από τον οδηγό. Άπλωσε την παλάμη του και με τ’ ακροδάχτυλα χάιδεψε το μάγουλό της. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά για εκείνη την ημέρα που το πρόσωπό του μαλάκωσε και άφησε να φανεί ένα, έστω αχνό, χαμόγελο. Στο μεταξύ, ο Μικτλάν είχε πάρει θέση στο τιμόνι και ο Μισκοάτλ στο κάθισμα του συνοδηγού. Ο Gordo και ο Muchacho καβάλησαν τη μεγάλου κυβισμού μηχανή και ακολούθησαν το αυτοκίνητο. Ο Τουτγχαμών κοίταξε μέσω του κεντρικού καθρέφτη τον Μικτλάν και τον ρώτησε: ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ r

9


«Πώς τους γνώρισες αυτούς τους τύπους;» Από το ύφος του και μόνο, ο Μικτλάν καταλάβαινε ότι κάτι δεν είχε πάει καλά, αλλά απάντησε χωρίς χρονοτριβή: «Ο Χ. μεσολάβησε. Αυτός μου μίλησε γι’ αυτούς. Έγινε στραβή;» Τη σιωπή του Τουταγχαμών κάλυψε ο Μισκοάτλ: «Δεν τους εμπιστεύομαι αυτούς τους τύπους». «Έχω μια ιδέα». Όσο οι συνεπιβάτες του περίμεναν να τον ακούσουν, ο Τουταγχαμών άναψε τσιγάρο. Ο Μισκοάτλ γύρισε, γέρνοντας τον ώμο του προς το πίσω κάθισμα και ο καπνός από την πρώτη τζούρα κύκλωσε το πρόσωπό του. «Θα τα πούμε αργότερα», είπε ο Τουταγχαμών και άνοιξε το παράθυρο για να φεύγει ο καπνός του τσιγάρου. Ο Μισκοάτλ έστρεψε το σώμα του προς τα εμπρός. Η περιέργεια έτρωγε τον Μικτλάν, γιατί εκείνος είχε κανονίσει τη δουλειά με δυο τύπους που κατείχαν μια σεβαστή ποσότητα κοκαΐνης και ήταν γνωστοί του Χ., ενός φίλου του, μεσολαβητή, που έβγαζε τα προς το ζην από τις προμήθειες στις αγοραπωλησίες. Ο Μικτλάν είχε κλείσει το ραντεβού του Τουταγχαμών με τους δυο τύπους. «Δεν έπρεπε να πάρω αψήφιστα το γεγονός ότι ήθελαν σώνει και καλά το πρώτο ραντεβού να γίνει σε καφετέρια σε σταθμό του μετρό… και καλά, σε ουδέτερο έδαφος… με κόσμο και φασαρία», είπε ο Τουταγχαμών μόλις μπήκαν στο σπίτι του. Έκανε μια μεγάλη παύση, για να βγάλει και να κρεμάσει το παλτό του. Η Bullet πήγε στην κρεβατοκάμαρα για ν’ αλλάξει. Ήταν η πρώτη φορά που τον είχε ακολουθήσει – έστω και εξ αποστάσεως– σε κάποια από τις δουλειές του και έπειτα από αρκετά παρακάλια. Ο Τουταγχαμών είχε με τα πολλά και με βαριά καρδιά συγκατανεύσει, αλλά της είχε ξεκαθαρίσει ότι θα καθόταν στ’ αβγά της και ότι δεν θα έβγαζε άχνα. Θα έπρεπε να κάνει αμέσως και χωρίς απορίες ή ενστάσεις ό,τι της έλεγαν. «Έκανα μαλακία. Και μάλιστα τεράστια. Δεν έπρεπε να είχα πάει. Από τη στιγμή που αποφασίσαμε ν’ ανακατευτούμε, έπρε10 r ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΛΟΥΔΑΡΟΣ


πε να στείλω κάποιον από εσάς να τσεκάρει αυτούς τους μαλάκες. Και μάλλον εσένα έπρεπε να στείλω», φώναξε ο Τουταγχαμών κοιτάζοντας τον Μικτλάν και πρόσθεσε, ανεβάζοντας την ένταση της φωνής του: «Πήγα σ’ ένα ραντεβού για να δω τις φάτσες τους και να τους δείξω τη δική μου. Και τώρα πρέπει να περιμένουμε να μας ειδοποιήσει ο έμπιστος του Μικτλάν, και για να δούμε το πράγμα και για να συζητήσουμε την τιμή! Σκατά! Εσένα έπρεπε να είχα στείλει, Μικτλάν, να φας τις σφαίρες που σου αξίζουν, αφού έχεις τέτοιες άκρες». Η Bullet τους πλησίασε, φορώντας ελαφριά ρούχα που μύριζαν λεβάντα. «Ερασιτέχνες αυτοί, καλοί μαλάκες εμείς… Και πρώτος και καλύτερος εγώ! Μπορεί ο Μικτλάν να νομίζει ότι είναι άτρωτος, γιατί έπιασε τον πάπα από τ’ αρχίδια, αλλά εγώ δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να παίρνει τέτοια θέματα αψήφιστα. Ένα τόσο δα λαθάκι κι όλα θα πάνε κατά διαόλου. Και μετά τέλος…» Ο Mouchacho, ο νεαρότερος και ο τελευταίος που είχε μπει στην ομάδα του Τουταγχαμών, ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Έως εκείνη τη στιγμή, όλα κυλούσαν ήρεμα, σχεδόν ειδυλλιακά. Έκανε μια ζωή με την αδρεναλίνη στα ύψη, ζούσε εντός των τειχών της παρανομίας κι έβγαζε πολλά λεφτά, χωρίς να έχει ωράρια και κακομούτσουνους προϊσταμένους που γκρινιάζουν. Για πρώτη φορά όμως, βρισκόταν κι εκείνος στο επίκεντρο μιας κρίσης και τώρα δεν ήξερε πώς να βοηθήσει. Ούτε καν ένιωθε σίγουρος για τις δυνάμεις του. Λειτουργούσε επικουρικά και μόνο υπό επιτήρηση, πολύ συχνά στενή. Ξαφνικά, χιλιάδες απορίες τρύπωσαν στο μυαλό του, αλλά παρά τη συνήθειά του να ρωτάει για όλα, στην παρούσα συγκυρία προτίμησε να τις κρατήσει για τον εαυτό του. Ήθελε να πιει ένα ποτήρι νερό, όμως δεν πρόλαβε ούτε το πρώτο βήμα προς την κουζίνα να κάνει. Τον φρέναρε το ουρλιαχτό του Τουταγχαμών: «Θα τους γαμήσω! Κάπου πάνε να μας τη φέρουν. Θα τους γαμήσω τους πούστηδες!»

ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ r

11


«Λες να μην έχουν την κόκα και να παίζουν;» ρώτησε ο Μικτλάν. «Στ’ αρχίδια μου τι έχουν και τι δεν έχουν. Αυτό έπρεπε να το είχες ελέγξει εσύ και όχι να ρωτάς εμένα. Μπορεί να είναι τίποτα λιγούρηδες, που τους έταξαν αμοιβή αν καρφώσουν τίποτα μαλάκες σαν κι εμάς. Το καταλάβατε;» Τους κοίταζε έναν προς έναν. Το βλέμμα του σταμάτησε στην Bullet και της ζήτησε να του φέρει αμέσως μια τεκίλα. «Κι αν είναι απλώς ερασιτέχνες κι εντελώς ανίδεοι, που τους έκατσε μια κατάσταση και δεν ξέρουν πώς να τη διαχειριστούν;» ρώτησε ο Μισκοάτλ. «Κι έτσι να είναι, πάλι δεν έπρεπε να μπλέξουμε μαζί τους», απάντησε κοιτάζοντας προς το μέρος του Μικτλάν, ο οποίος αμήχανα έτριβε την πλάτη του. Στο μεταξύ, η Bullet είχε φέρει το ποτό του και άρχισε να πίνει με μικρές γουλιές. Και μόνο η μυρωδιά του αλκοόλ ήταν αρκετή για να ερεθιστεί περισσότερο ο εγκέφαλός του. «Να τους καθαρίσουμε και να τελειώνουμε με δαύτους, όποιοι κι αν είναι, ό,τι κι αν θέλουν», πρότεινε ο Μισκοάτλ χαμογελώντας. Το πρόσωπό του φωτίστηκε, καθώς σκεφτόταν ποιες από τις τεχνικές του μπορούσε να βάλει σε εφαρμογή, αρκεί ο Τουταγχαμών ν’ άναβε το πράσινο φως. Ο Μικτλάν αντέτεινε ότι δεν έπρεπε να βιαστούν, γιατί ο μεσολαβητής δεν είχε πέσει ποτέ έξω και ποτέ δεν τους είχε πουλήσει. Ούτε είχε πέσει σε παγίδα. «Για όλα υπάρχει πάντα η πρώτη φορά. Έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ο Τουταγχαμών και ο Μικτλάν αρκέστηκε να απαντήσει με μια προέκταση των χεριών του, που μεταφραζόταν σε «συ είπας». Ο Gordo άνοιξε το στόμα του: «Όπως και να ’χει, οι τύποι θα ξαναφανούν, οπότε μπορούμε να περιμένουμε». «Ναι, αλλά έως τότε θα κυκλοφορούν με τη φωτογραφία μου

12 r ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΛΟΥΔΑΡΟΣ


και μπορεί να εμφανιστούν με κανένα στρατό… Τι άλλο σου είχε πει ο Χ. γι’ αυτούς;» ρώτησε τον Μικτλάν ο Τουταγχαμών. «Αυτά που σου έχω ήδη πει. Ότι, τέλος πάντων, κάνουν μικροδουλειές, αλλά φαίνεται ότι τους έκατσε το λαχείο και πάνε να κονομήσουν». «Κοίτα να μάθεις περισσότερα. Και γρήγορα. Δεν κάνει κανείς σας το παραμικρό δίχως να το ξέρω». Κατάλαβαν ότι η συνάθροιση έπρεπε να διαλυθεί και έφυγαν. Είχε πια μεσημεριάσει. «Μην πας σε άλλο ραντεβού με αυτούς τους τύπους». Η Βullet τον τράβηξε στην αγκαλιά της και κάθισαν στον καναπέ. Έκλεισε μες στις παλάμες της τις δικές του. «Αφού έχεις κακό προαίσθημα, μην πας». «Ούτε συ έχεις καταλάβει ακόμα πού πάνε τα πράγματα και τι θέλω, που στο τέλος θα γίνει. Αυτοί οι τύποι σε λίγο δεν θα υπάρχουν. Αλλά θέλω την κόκα. Και θα τους γαμήσω και την κόκα θα πάρω. Είμαι ο καλύτερος και αυτοί οι μαλάκες θα καταλάβουν τι σημαίνει να προσπαθούν να μου τη φέρουν. Έστω να νομίζουν πως μπορούν να μου τη φέρουν. Ξέρω πώς να κερδίζω». «Μα μπορεί ουσιαστικά να μην τρέχει τίποτα». Τράβηξε τα χέρια του κι έπιασε πάλι το ποτήρι του. «Τώρα δεν με νοιάζει τι πραγματικά συμβαίνει. Δεν μ’ ενδιαφέρει η αλήθεια. Εκεί που τίποτα το αληθινό δεν μπορεί να γνωρίσει κανείς, το ψέμα επιτρέπεται. Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι; Ας μη μάθω ποτέ μου. Όσοι όμως δεν το ξέρουν, πρέπει να μάθουν ότι απέναντί μου οφείλουν να είναι διαφανείς. Κρυστάλλινοι. Να με σέβονται. Αυτός είναι ο πρώτος απαράβατος κανόνας». Τα αγγίγματά της στον λαιμό του τον διέγειραν. Ένιωσε την έξαψη να τον σιγοκαίει και σταδιακά να φουντώνει. Άφησε πάλι το ποτήρι και την αγκάλιασε. Την ήθελε εκεί, στον καναπέ. Αναστέναζε στο αφτί του, όσο το πάθος του εισχωρούσε μέσα της και την έφερνε πιο κοντά στο ηδονικό ξέσπασμα. Στο τέλος, έμειναν αγκαλιασμένοι ασθμαίνοντας. Έσφιξε με δύναμη τα χέρια του γύρω από τη μέση της. Ένιωθε ακόμα τους ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ r

13


σπασμούς της. Το καυτό νέκταρ της συνέχιζε να αναβλύζει και να του χαρίζει ανοιξιάτικες μυρωδιές. Φίλησε τα φουσκωμένα της χείλη. «Πάμε στο κρεβάτι μας να ξαπλώσουμε», της είπε με μια ένδειξη τρυφερότητας, καθώς η ένταση μέσα του είχε πια εκτονωθεί. Του ένευσε συγκαταβατικά. Στο πρόσωπό της είχε σωρευτεί όλη η γλυκύτητα των ερωτικών τους στιγμών. Μπήκαν κάτω από τα σκεπάσματα. Εκείνος ξάπλωσε ανάσκελα στη μέση του κρεβατιού. Η Bullet ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και άπλωσε τα πόδια της πάνω στα δικά του. Τη φίλησε στο κούτελο και πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά της. Το στομάχι του γουργούρισε, υπενθυμίζοντάς του ότι ήταν νηστικοί, όμως δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό για να μην ενοχλήσει την Bullet που χανόταν στα βάθη του ύπνου. Προτού αποκοιμηθεί, τον άκουσε να της ψιθυρίζει ότι, μόλις ξυπνούσαν, θα της ετοίμαζε ένα υπέροχο δείπνο. Τον ξύπνησαν δυνατά τραντάγματα. Άνοιξε τα μάτια του. Το σποτ πάνω από το μαξιλάρι της Bullet έριχνε μια δέσμη φωτός προς το κρεβάτι. Το μυαλό του ήταν θολωμένο. «Παραμιλούσες… Γι’ αυτό σε ξύπνησα», του είπε απολογητικά. Έσκυψε πάνω από το κεφάλι του και συνέχισε, μιλώντας χαμηλόφωνα: «Παραμιλούσες και κάποια στιγμή άρχισες να… χτυπιέσαι. Σαν να πάλευες ή προσπαθούσες ν’ αποφύγεις κάτι που σε κυνηγούσε. Δεν ξέρω. Άλλες στιγμές έκανες σαν να έπεφτες και έψαχνες κάτι για να πιαστείς…» Τη ρώτησε αν μπορούσε να του φέρει ένα τσιγάρο. Εκείνη σηκώθηκε και με ανάλαφρα βήματα πήγε στο καθιστικό, όπου είχε αφήσει το πακέτο του. Επέστρεψε με ένα τσιγάρο αναμμένο κι ένα σταχτοδοχείο. «Εφιάλτη έβλεπες;» τον ρώτησε διστακτικά, ενώ ο Τουταγχαμών είχε ανασηκωθεί και έπιανε ανάμεσα στα δάχτυλά του το τσιγάρο. 14 r ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΛΟΥΔΑΡΟΣ


Δεν της απάντησε. Ξάπλωσε δίπλα του και γρατζούνισε με τα νύχια της το στέρνο του απαλά σαν γατάκι που παίζει. Το πρόσωπό του, ανέκφραστο, έμοιαζε με ξύλινη κατασκευή. Ξαφνικά, τίναξε τα βλέφαρά του. Έβλεπε ξανά και πεντακάθαρα τον εφιάλτη. Κάποιον να τον σπρώχνει στο κενό και κείνος, πέφτοντας, να προσπαθεί να τον φωνάξει με τ’ όνομά του και να του στείλει μια προειδοποίηση ότι θα τον εκδικηθεί, ότι θα γυρίσει πάλι πίσω για να τον εκδικηθεί. Και μετά, βουλιάζοντας στο αιώνιο σκοτάδι μέσα σε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό, άκουγε τους ήχους από το σφράγισμα της σαρκοφάγου, έργο του ίδιου που τον είχε γκρεμίσει. Έσβησε το τσιγάρο και στράφηκε προς την Bullet: «Δεν ήταν τίποτα. Μάλλον έκανα ταραγμένο ύπνο. Μου πέρασε… Μπορεί να φταίει που δεν έχω συνηθίσει να κοιμάμαι τα μεσημέρια ή τα απογεύματα».

ΣΤΟ ΒΑΓΟΝΙ r

15


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.