Δύο καμένα ελβιέλα

Page 1

Δύο καμένα ελβιέλα
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα. Τι Τλος Δύο καμένα ελβιέλα ς υγγρΑ φέ Α ς ςπύρος έ. φυλακτός ςέ ιρΑ λογοτεχνία [1358] 0624/18 έργο έ ΞΩ φυλλου Αχιλλέας Αϊβάζογλου έ πιm έ λ έ ι Α - Διορθ Ως η Μαρίνα ςταμέλου
- Design myrtilo, λένα παντοπούλου Copyright© 2024 ςπύρος έ. φυλακτός π ρ ΩΤ η έ κ Δο ς η Αθήνα, ιούνιος 2024 is B n 978-618-205-603-5 κέΝΤρικη ΔιΑθέςη: Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα | Τηλ.: 210 6431108 ocelotos@ocelotos.gr | www.ocelotos.gr Τα διηγήματα είναι προϊόν μυθοπλασίας και ουδεμία σχέση έχουν με πραγματικά περιστατικά
Layout
Σπύρος Ε. Φυλακτός Δύο καμένα ελβιέλα Διηγήματα
5 Περιεχόμενα Πρόλογος ............................................................ 7 Ο Μοσχονησιώτης ............................................. 9 Βαρδουσίων 13 ................................................. 36 12ο Αμπελοκήπων............................................ 52 Στα γήπεδα ........................................................ 73 Η στολή ............................................................. 86 Οι «Φοίνικες».................................................. 121 Η κομπίνα ........................................................ 136
7
Μοσχονήσι-Αθήνα, δυο ζωές δρόμος. Αμέριμνα κολυμπούσαν σε Αιγαίο και Εύξεινο καμιά δεκαριά λαοί, με στρογγυλεμένες τις γωνίες που όριζαν κράτη και σύνορα. Μα, οι γραβάτες και οι στολές της Γηραιάς είπαν να ανακατέψουν τα χαρτιά. Οι λαοί έγιναν παρακολούθημά τους. Η Μικρασία πέρασε από τα «ζήτω» στο αίμα. Κάτω απ’ τις αδρές γραμμές των γεγονότων, γραφόταν η ιστορία των πληβείων. Με δάκρυα, απελπισία αλλά και ελπίδα. Σε νέες πατρίδες πια ξαναχτίζονταν οι ζωές και τα πλινθόκτιστα γίνονταν πολυκατοικίες, αφού στο χώμα ασελγούσε το μπετόν. Η μία γενιά έδινε τη θέση της στην άλλη. Πάλεψαν οι πληβείοι για μία καλύτερη ζωή. Και επειδή οι πληβείοι δεν θα γίνουν πατρίκιοι ποτέ, μεγαλώνουν τις χαρές και μικραίνουν τις στενοχώριες. Το μεγαλείο των μικρών. Το μεγαλείο μας.
Πρόλογος
9 Ο Μοσχονησιώτης Στους παππούδες που δεν γνώρισα, κατά Ανατολή μεριά. Μοσχονήσι «Μη γίνεις τσαγκάρης, Παναγή, σαν και μένα. Εσένα κόβει το μυαλό σου, παίρνεις τα γράμματα. Εσύ πρέπει να γίνεις γραμματιζούμενος άνθρωπος, πρέπει να γίνεις δάσκαλος». Ο Παναγής άκουγε τον μαστρο-Σπύρο, τον πατέρα του, καθώς αυτός κάρφωνε το τακούνι από τα σκαρπίνια του κυρ Άγγελου του λαδά. Άκουγε, αλλά ο νους του έτρεχε στα καλντερίμια της αγοράς όπου τον περίμεναν τα άλλα παιδιά για το απογευματινό παιχνίδι. Και μόλις βρήκε ευκαιρία, όταν ο πατέρας του βγήκε από το τσαγκαράδικο προς ανάγκη του, δίνει μια τρεχάλα και σε δυο λεπτά βρισκόταν στον πλάτανο του χωριού, όπου ήδη η παρέα ήταν μαζεμένη. Ο ντοσιμές κάτω ήταν καταβρεγμένος απ’ τις γειτόνισσες και μο-

«Δάσκαλος!

του Σωτηριάδη. Και

ο άλλος, ο Δημητράκης ο Ευθυμίου.

10 ΣΠΥΡΟΣ Ε. ΦΥΛΑΚΤΟΣ
ο τόπος βρεγμένη πέτρα και δροσερή
σκοβόλαγε όλος
φυλλωσιά.
Τι λες, μωρέ Παναγή; Σάμπως να πήραν τα μυαλά σου αέρα. Κάνουμε εμείς για δάσκαλοι; Δεν βλέπεις τα μπαλώματα στα παντελόνια μας; Για δάσκαλος κάνει ο Νικόλας, ο γιος
Που έχουν πλούσιους πατεράδες». «Και νόμισες, βρε μάπα, ότι θα κάτσουν να βγάλουν αυτοί τα μάτια τους πάνω στα βιβλία για να σπουδάσουνε; Αυτοί δεν έχουν ανάγκη τα δασκαλίκια. Αυτοί ποτέ να μη δουλέψουνε, φτάνουν τα χωράφια τους για να τους θρέψουνε μέχρι δέκα γενιές. Αλίμονο από εμάς». «Δεν ξέρω για σένα, Παναγή, αλλά εγώ θέλω να καταπιαστώ με τη γη. Με το χώμα. Να το οργώνω, να το σπέρνω και μετά δυο τρεις μήνες, που θα γεννιέται ο καρπός, να τον παίρνω στα χέρια μου και να φχαριστιέμαι. Δεν υπάρχει καλύτερο, Παναγή». Τα παιδιά μίλαγαν, μίλαγαν για πολλά πράγματα. Δεκατριών χρόνων φιντάνια, όλο ζωή και όνειρα. Ο μεγάλος πόλεμος της Ευρώπης έτσι κι αλλιώς δεν το είχε αγγίξει το Μοσχονήσι· η Τουρκία είχε, όπως πάντα, βγάλει την ουρά της απ’ έξω. Άκουγαν για τον πόλεμο σαν να ήταν κάτι πολύ μακρινό, κάτι σαν παραμύθι με τόξα και ακόντια. Με τους λίγους Τούρκους του χωριού δεν είχαν προβλήματα. Μια χαρά τα πηγαίνανε μαζί. Μόνο καμιά φορά ο πατέρας τού έλεγε ψιθυριστά:

«Μακριά

«Μακριά

11 Ο Μ ΟΣ χ Ο νη Σ ιώτη Σ
από
Παναγή, και δεν έχει μπέσα. Ρωμιός και Τούρκος δεν κάνουνε μαζί. Πολλά τα χρόνια της σκλαβιάς, πολύ το αίμα».
τον Tούρκο,
ο Αχμέτ είναι καλό παιδί».
«Μα, πατέρα,
από τον Τούρκο, Παναγή, μακριά». Μα, τι έλεγε τώρα ο πατέρας
φορά τόπι, μαζί έβαλαν την πρώτη τους ξόβεργα για τα τσόνια. Κάτι που ο Αχμέτ έκανε με βαριά καρδιά.
ρε Παναγή, τα καημένα τα τσόνια. Τι μας φταίνε; Πάμε να μαζέψουμε κανένα σπαράγγι από το βουνό, πάμε να κλέψουμε κανένα σύκο απ’ τα χωράφια». Καλόψυχο παιδάκι και καλόγνωμο. Δεν μπορούσε να τον καταλάβει τον πατέρα του. Μα, λέγε λέγε, ο Παναγής, με τα χρόνια, ξέκοψε από τον Αχμέτ και έκανε παρέα μόνο με Ελληνάκια, το ίδιο όμως κι ο Αχμέτ. Κι αυτός σιγά σιγά, με Τουρκόπουλα μόνο αντάμωνε. Στα δεκαεννιά του, ο Παναγής ήταν πια ένας καλός μάστορας. Μπορούσε να φτιάξει ένα ζευγάρι παπούτσια απ’ την αρχή ίσαμε το τέλος και με λεπτοδουλειά. Πλάι στον μαστρο-Σπύρο, έγινε κι αυτός μαστρο-Παναγής. Γιατί δεν συνέχισε, θα μου πεις, για παραπάνω γράμματα; Έβγαλε το σχολαρχείο, κοίταξε μετά ο πατέρας του να του κάνει τα χαρτιά για παραπάνω, στο Αϊβαλί, αλλά, όταν γύρισε στο σπίτι, ήταν σκεφτικός. Η κυρα-Λένη, η γυναίκα του, ρώτησε:
του; Τον Αχμέτ τον ήξερε από μωρό. Μαζί κλότσησαν πρώτη
«Άσε,

Τα καλαμοπόδαρα

να και τρίχρωμα

κλοτσιές. Τα παπούτσια, με διαταγή

μπουν μέσα και, κρατώντας

δαν. Ακολουθούσε η γκρίνια ρουτίνας.

«Με φάγατε πια με αυτά τα ποδόσφαιρα

σπιτιού τους
από την μπάλα στις αλάνες
από τις
τα στο χέρι, τους τα παρέδι-
[...]
των επίδοξων ποδοσφαιριστών περνούσαν την πόρτα του
κατασκοτωμέ-
των Αμπελοκήπων. Σκόνη, λάσπη και μαυρίλες
των μανάδων, τα έβγαζαν πριν
κι εσύ κι ο πατέρας σου. Εσένα να μη σε προλαβαίνω στο πλύσιμο και τον πατέρα σου, με τα γήπεδα κάθε Κυριακή, να μην μπορούμε σαν άνθρωποι να πάμε μια βόλτα!» Έμπαιναν στην μπανιέρα, τρόχαγαν το κεφάλι με το σφουγγάρι μέχρι να ξεκολλήσει η σκόνη απ’ τα μαλλιά, έβαζαν σουλφαμιδόσκονη στα γόνατα και ύστερα κλείνονταν στο δωμάτιο να διαβάσουν για αύριο. Μόλις έκλειναν την πόρτα, βρίσκονταν στο μικρό τους βασίλειο. Γύρω οι τοίχοι, γεμάτοι με αφίσες του Παναθηναϊκού –ως Αμπελοκηπιώτες– που με τα χρόνια εμπλουτίζονταν και με Μπιτλς, Πινκ Φλόιντ, Λεντ Ζέπελιν. Κάθονταν στο γραφείο και άνοιγαν μπροστά τους τα τετράδια και τα βιβλία για τις σχολικές τους εργασίες, που σε ένα μισάωρο είχαν τελειώσει. Και μετά, ξάπλωναν στο κρεβάτι και συνέχιζαν τη μελέτη με «Μπλεκ», «Ζαγκόρ» και «Όμπραξ», που τα είχαν στοίβα στα συρτάρια. Και κατά τις δέκα, βάραιναν τα βλέφαρα και παραδίνονταν σε έναν γλυκό, αθώο ύπνο, μέχρι το πρωί. ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 11473 Αθήνα | ΤΗλ.: 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com | www.ocelotos.gr ISBN 978-618-205-603-5 9 7 8 6 1 8 2 0 5 6 0 3 5

Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.