Φυλακισμένες ψυχές

Page 1

ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος


Τα ονόματα των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, όπως επίσης και οι χώροι που αναφέρθηκαν σε αυτό, είναι απολύτως φανταστικά και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, την οποία συναντήσαμε αρκετές φορές όταν μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μου περιηγηθήκαμε στην ελληνική κοινωνία...

Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Διορθωσεισ-Επιmελεια Copyright© 2010 Πρώτη Εκδοση ISBN

Φυλακισμένες ψυχές Βασίλης Στεφάνου Ελληνική Λογοτεχνία Όλγα Παλαμίδη Μαρία Παπανικολάου Περικλής Νικολάου

Βασίλης Στεφάνου Αθήνα, Νοέμβριος 2010 978-960-9499-33-0

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

e-mail:


Οι λέξεις που θα μπορούσα να γράψω είναι άπειρες, αρκούμαι σε μία: ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ για την υπομονή σου και τη συμπαράστασή σου· το βιβλίο αυτό σου ανήκει ολοκληρωτικά... Στη σύζυγό μου ΕΙΡΗΝΗ



Η

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ

φαντασία του συγγραφέα σ’ αυτό το βιβλίο αρχικά δείχνει να ξεπερνά τα όρια της λογικής. Αυτό συμβαίνει μέχρι τη στιγμή που εκείνη συναντιέται με την πραγματικότητα. Όταν, σε ανύποπτο χρόνο, βρίσκεται ανάμεσα σε βολές αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, ανακαλύπτει πως μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας υπάρχει μία τεράστια διαφορά, που όμως μπορεί να εξηγηθεί. Τότε, αρχίζει να κολυμπά στα πέλαγα της αλλοφροσύνης, προσπαθώντας να καταλάβει αν η αλήθεια και το ψέμα μπορούν να ταυτιστούν. Στη διάρκεια της σύνδεσης της πραγματικότητας με τον μύθο το νόημα δεν αλλάζει, ενώ διακρίνεται καθαρά πως το πάθος του παραλόγου είναι αυτό που καταρρακώνει την ανθρώπινη ψυχή. Η «αμάθεια», η οποία κρατά τον σημαντικότερο ρόλο στη διευκόλυνση της αποστολής αυτών που ασύστολα βάλλουν κατά των ανθρώπινων συναισθημάτων –για να δημιουργούν κενά μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, αφήνοντας το παρόν αιωρούμενο–, πρωταγωνιστεί σε αυτό το βιβλίο. Άπραγοι και άμαθοι άνθρωποι γίνονται εύκολη λεία των θυτών, οι οποίοι οδηγούν «ποίμνια στη σφαγή» καλυπτόμενοι πίσω από δήθεν θρησκείες, οι οποίες στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από υποπροϊόντα αιρέσεων. Ξετυλίγοντας το κουβάρι της διεφθαρμένης ηθικής, ο συγγραφέας φτάνει στο σημείο «μηδέν» και από εκεί αρχίζει την περιγραφή του, δημιουργώντας αυτό το έργο με τον μοναδικό τίτλο που θα του ταίριαζε... Το «Φυλακισμένες ψυχές» γράφτηκε από άνθρωπο ο οποίος ερωτεύτηκε τη ρετσινιά του, με αυτήν πορεύτηκε και συνεχίζει ακόμα, καθώς έχει την ατυχία να ζει και να περιφέρεται στη ζούγκλα που κάποιοι ονόμασαν «ελληνική κοινωνία». Ο άνθρωπος αυτός, που ως φαίνεται είναι παθιασμένος με τη συγγραφική τέχνη, προσπάθησε μέσα από αυτή να δώσει μια στάλα ελπίδας χρωματίζοντας το αιώνιο μουντό. 5


6

βασιλησ στεφανου

Δεν είναι όμως τίποτα τυχαίο. Τις σελίδες που γέμισαν τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου εμπνεύστηκε όταν στην αρχή του εικοστού πρώτου αιώνα φήμες, που πήραν σάρκα και οστά, τον έσπρωξαν σ’ αυτόν τον πρωτόγνωρο δρόμο. Με τη βοήθεια της υπομονής και της θέλησης, ξεπερνώντας την ταπεινή γνώση και παρακάμπτοντας την απειρία, αποφασίζει τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Σχεδόν βέβαιος πως θα τα καταφέρει, χάνεται στις σελίδες και στα κεφάλαια και βρίσκεται να αιωρείται μεταξύ του χάους και της πραγματικότητας, του σκότους και του φωτός, και εκεί ανακαλύπτει ότι η αλήθεια δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο ένα μεγάλο ψέμα...


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Απόπειρα αυτοκτονίας

Τ

α λάστιχα του αυτοκινήτου «στρίγγλισαν» πάνω στην παγωμένη άσφαλτο, όταν ο οδηγός του προσπάθησε να το ακινητοποιήσει πατώντας απότομα το φρένο. Ο γδούπος από το σώμα της νεαρής κοπέλας που έπεσε πάνω στο καπό του ακούστηκε σαν κεραυνός! Ίσα που πρόλαβε να δει ο Αλέξης ένα αδύνατο πλάσμα με μακριά μαλλιά να σωριάζεται τραυματισμένο στον δρόμο, που μόλις εκείνη τη στιγμή είχε αρχίσει να υγραίνεται απ’ το χιονόνερο που έριχνε. «Θεέ μου! Πάει τη σκότωσα...» ούρλιαξε ο ταξιτζής καθώς άνοιξε την πόρτα του και πετάχτηκε στην κυριολεξία έξω από το αυτοκίνητο. Ο νεαρός πάγωσε. Κρύος ιδρώτας έλουσε όλο του το κορμί. Δεν μπορούσε να διανοηθεί αυτό που είχε συμβεί. Τα έχασε. Δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να βοηθήσει – επιβάτης ήταν στο ταξί, πριν από λίγο είχε επιβιβαστεί. Άνοιξε την πόρτα, κατέβηκε και πλησίασε δειλά το τραυματισμένο κορίτσι. Γονάτισε πλάι της, όταν άκουσε κάποιον να τηλεφωνεί από το κινητό του και να καλεί βοήθεια φωνάζοντας δυνατά: «Γρήγορα, ελάτε γρήγορα, πεθαίνει η κοπέλα, δεν καταλαβαίνετε;» Ο Αλέξης έσκυψε και σχεδόν ακούμπησε το αφτί του στο στόμα της λιγνής κοπέλας που κείτονταν στο οδόστρωμα, για ν’ ακούσει αν αναπνέει. Το ένα φανάρι του αυτοκινήτου, που είχε ξεκολλήσει από τη θέση του και κρεμόταν αναμμένο ακριβώς δίπλα στο χλομό της πρόσωπο, την έκανε να μοιάζει νεκρή. «Ζει; Πες μου ότι ζει, σε παρακαλώ!» φώναξε απεγνωσμένα 7


8

βασιλησ στεφανου

ο ταξιτζής, που προσπαθούσε να κρατηθεί από κάπου για να μη σωριαστεί και κείνος στη βρεγμένη άσφαλτο. Ο Αλέξης γύρισε και τον κοίταξε. «Ζει...» του είπε και άπλωσε δειλά το χέρι του, που έτρεμε, ν’ αγγίξει το παγωμένο μέτωπο της κοπέλας, προσπαθώντας στο μισοσκόταδο να καταλάβει αν συνεχίζει να αναπνέει. Την είδε να ανοίγει τα τρομαγμένα υγρά της μάτια και να τον κοιτά. Έκανε μια προσπάθεια να ανασηκωθεί και διέκρινε μια γκριμάτσα πόνου στο πρόσωπό της... «Μείνε, μείνε ακίνητη, κορίτσι μου! Έρχεται γιατρός, έρχεται ασθενοφόρο, μη φοβάσαι, θα γίνεις καλά...» της είπε με φωνή που έτρεμε. Μακριά ακουστήκανε σειρήνες. «Έρχονται!» σκέφτηκε ο Αλέξης. Κάποιος έφερε ένα μπουκάλι με νερό. «Δώσ’ της, παλικάρι μου, να πιει», του είπε καθώς τον σκούντησε στον ώμο. «Έχει τρομάξει, καλό θα της κάνει... Βρέξ’ της λίγο τα χείλη». Το κορίτσι αιμορραγούσε – το σκισμένο τζιν κάτω από το αριστερό της γόνατο είχε μουσκέψει από το αίμα. Πρέπει να είχε χτυπήσει άσχημα, σίγουρα το πόδι της είχε σπάσει. Έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του σακακιού του, το έβρεξε και το ακούμπησε προσεκτικά στα χείλη της κοπέλας. Πλάι τους γονάτισε και ο ταξιτζής. «Θεέ μου, ζει... ευτυχώς ζει», ψιθύρισε και έκανε τον σταυρό του. «Μη στεναχωριέσαι, φίλε, θα γίνει καλά», του είπε ο Αλέξης για να τον καθησυχάσει. Γύρω τους είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Η παραλιακή λεωφόρος σχεδόν είχε κλείσει από τα αυτοκίνητα και οι οδηγοί πατούσαν τις κόρνες ασταμάτητα. Κάποιος από το πλήθος προσπαθούσε να κάνει τον τροχονόμο και φώναζε: «Στην άκρη, κάντε στην άκρη, ρε παιδιά, έρχεται ασθενοφόρο... Κάντε στην άκρη, να μπορέσει να περάσει». Αστραπιαία στο μυαλό του Αλέξη πέρασαν χιλιάδες εικόνες. «Πώς βρέθηκα εγώ εδώ;» συλλογίστηκε. Κοίταξε το ρολόι του,


φυλακισμενεσ ψυχεσ

επτά και σαράντα πέντε. Το ασθενοφόρο αργούσε· δεν μπορούσε εύκολα να πλησιάσει, είχε πολλή κίνηση ο δρόμος. Έβγαλε το σακάκι του και προσεκτικά προσπάθησε να το βάλει κάτω από την πλάτη της κοπέλας που είχε κιόλας μουσκέψει, όταν κάποιος του φώναξε: «Μην την κουνάς, δεν κάνει!» Γύρισε και κοίταξε τον νεαρό ταξιτζή, που ήταν και αυτός γονατιστός πλάι του. «Πώς σε λένε, φίλε;» τον ρώτησε. «Νίκο, Νικόλα με φωνάζουν», απάντησε βιαστικά εκείνος με φωνή που μόλις ακουγόταν και συνέχισε: «Δεν έφταιγα, ρε φίλε, έτσι δεν είναι; Το είδες και συ, δεν έφταιγα!» και σκέπασε το πρόσωπό του με τις παλάμες των χεριών του, για να κρύψει τα βουρκωμένα του μάτια. «Μη στεναχωριέσαι, Νικόλα», τον παρηγόρησε ο Αλέξης. «Θα γίνει καλά το κορίτσι, μη στεναχωριέσαι... Όχι, σίγουρα δεν έφταιγες εσύ».Το κρύο ήτανε τσουχτερό. Ο βαρδάρης δεν αστειευόταν εκείνο το χειμωνιάτικο σαββατόβραδο. Το χιονόνερο, που έπεφτε τώρα ασταμάτητα, είχε αρχίσει να διαπερνά το μάλλινο πουλόβερ του νεαρού, που αγωνιούσε γονατισμένος πάνω απ’ το τραυματισμένο κορίτσι, καθώς έβλεπε πως το ασθενοφόρο αργούσε πολύ να έρθει. Ένας μοτοσικλετιστής της Τροχαίας έφτασε πρώτος. Από τη μοτορόλα της μηχανής του κάλεσε βοήθεια και αφού απομάκρυνε τους περίεργους που είχαν μαζευτεί γύρω από το τραυματισμένο κορίτσι και σχολίαζαν, έβαλε μια σφυρίχτρα στο στόμα του και άρχισε να διώχνει τα αυτοκίνητα, προσπαθώντας ν’ αδειάσει τον δρόμο. «Μήπως πρέπει να φύγω;» αναρωτήθηκε για μια στιγμή ο Αλέξης και έκανε να σηκωθεί. Κοίταξε όμως το κορίτσι που κείτονταν εκεί μπροστά του στον παγωμένο δρόμο, κοίταξε και τον Νικόλα και άλλαξε γνώμη. «Όχι, θα μείνω κοντά τους, με χρειάζονται και οι δύο», αποφάσισε. Στο μυαλό του ήταν όλα μπερδεμένα. Προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα, μα δεν τα κατάφερνε – η αμηχανία κυ-

9


10

βασιλησ στεφανου

ριαρχούσε. Ένιωσε ανακούφιση και πήρε μια βαθιά ανάσα μόλις άκουσε καθαρά τη σειρήνα του ασθενοφόρου, που είχε σχεδόν πλησιάσει... 000

Ο δρόμος για το νοσοκομείο έμοιαζε ταξίδι χωρίς τελειωμό. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες που έκανε ο οδηγός, αυξάνοντας ταχύτητα όπου μπορούσε και κάνοντας διαρκώς ελιγμούς, δεν έλεγαν να φτάσουν. Ο Αλέξης καθόταν πλάι στο φορείο που είχαν ξαπλώσει τη δύστυχη κοπέλα και της κρατούσε το χέρι στοργικά. Καθώς κοίταζε διαρκώς το αδύνατο πρόσωπό της και διέκρινε τα σημάδια του πόνου –κάθε φορά που δάγκωνε τα χείλη της για να μη φωνάξει–, ένιωθε μέσα του τον θυμό να φουντώνει και την αγωνία να τον κυριεύει. «Πού θα την πάμε, κύριε;» ρώτησε ξαφνικά τον συνοδό νοσοκόμο, που δεν έδινε καμιά σημασία στο τραυματισμένο κορίτσι και συμπλήρωνε κάτι χαρτιά που κρατούσε στα χέρια του. «Στο “Παπανικολάου”, αυτό εφημερεύει», του απάντησε εκείνος ψυχρά και βιαστικά, χωρίς καν να τον κοιτάξει. Η σειρήνα του ασθενοφόρου ούρλιαζε στην κυριολεξία. Κοίταξε πίσω από τις βαμμένες λευκές γρίλιες του παραθύρου και προσπάθησε να δει πού βρίσκονται, αν κοντεύουν να φτάσουν στο νοσοκομείο. Κατάλαβε πως ήταν ήδη στον περιφερειακό, η κίνηση όμως ήταν πολλή λόγω του σαββατόβραδου. «Αργούμε πολύ ακόμα», ψιθύρισε λυπημένα. «Πώς λένε την κοπέλα; Για πες μου, για να τελειώνω με το δελτίο», ρώτησε απότομα ο νοσοκόμος βγάζοντάς τον από τις σκέψεις του. Γύρισε και τον κοίταξε ανασηκώνοντας τους ώμους του. Δεν περίμενε τέτοια ερώτηση κι ένιωσε άσχημα όταν ο νοσοκόμος, κοιτάζοντάς τον καχύποπτα, του είπε με αγριάδα στη φωνή: «Τι, δεν τη γνωρίζεις; Δεν είσαστε μαζί; Πώς βρέθηκες εδώ, άνθρωπε; Γιατί τη συνοδεύεις;»


φυλακισμενεσ ψυχεσ

Ο Αλέξης σήκωσε το μουσκεμένο σακάκι του, που ήταν πεσμένο στο πάτωμα του ασθενοφόρου, έψαξε στη μέσα τσέπη του και βρήκε ένα χαρτί. Το ξεδίπλωσε προσεκτικά και το έδωσε στον νοσοκόμο, λέγοντάς του χαμηλόφωνα: «Επιβάτης ήμουν στο ταξί, κύριε, επιβάτης...» Ο νοσοκόμος πήρε στα χέρια του το χαρτί και αφού του έριξε μια φευγαλέα ματιά, του το επέστρεψε περιφρονητικά. «Δεν μου χρειάζεται αυτό», είπε σχεδόν νευριασμένα. Είχε όμως σίγουρα προφτάσει να διαβάσει το Υπηρεσιακό Σημείωμα του Σωφρονιστικού Καταστήματος Διαβατών Θεσσαλονίκης, που έγραφε: «Χορηγούμε δεκαήμερη άδεια στον τρόφιμο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΚΑΒΑΔΑ...» 000

Ο αστυνομικός που πλησίασε είχε παραμάσχαλα ένα μαύρο ντοσιέ. Βρήκε τον Αλέξη καθισμένο σ’ ένα παγκάκι στον διάδρομο, απέναντι από μια μεγάλη δίφυλλη πόρτα, που μπαινόβγαζαν οι νοσοκόμοι και οι συνοδοί τραυματίες και ασθενείς ξαπλωμένους πάνω σε φορεία ή καροτσάκια. «ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ», έγραφε μια μεγάλη φωτιζόμενη μπλε ταμπέλα πλάι σε ένα μεγάλο ρολόι του τοίχου, που έδειχνε πως η ώρα ήταν ήδη εννέα και τριάντα. Δευτερόλεπτα πριν, ο νεαρός είχε κοιτάξει το δικό του ρολόι και είχε βεβαιωθεί πως ήταν πράγματι εννέα και μισή. «Εσείς συνοδέψατε την τραυματία που έφερε το ασθενοφόρο από την οδό Νίκης;» ρώτησε τον Αλέξη. «Ναι, ναι... εγώ, κύριε», βιάστηκε ν’ απαντήσει το παλικάρι. «Έρχεστε λίγο στο γραφείο μου, σας παρακαλώ; Πρέπει να μου δώσετε κατάθεση», του είπε ευγενικά. «Αμέσως, κύριε», είπε ο Αλέξης και σηκώθηκε να ακολουθήσει τον αστυνομικό. Στο τέλος του διαδρόμου, κοντά στην κεντρική είσοδο του νοσοκομείου ήτανε το γραφείο του. Μπήκανε μέσα· αμέσως ο αστυνομικός τού έδειξε μια καρέκλα και καθώς τον ακούμπησε

11


12

βασιλησ στεφανου

φιλικά στον ώμο, μιλώντας του ευγενικά –στον ενικό όμως αυτή τη φορά–, του είπε: «Κάθισε, φίλε, εδώ θα τα πούμε με την ησυχία μας». Άνοιξε το πακέτο του και του πρόσφερε τσιγάρο. «Καπνίζεις, έτσι δεν είναι; Πάρε ένα να συνέλθεις». Αμέσως μετά γέμισε ένα πλαστικό ποτήρι με αχνιστό καφέ και το ’δωσε στο παλικάρι.αΟλάστιχα Αλέξης πήρε το τσιγάρο, πήρε και τον καφέ του αυτοκινήτου «στρίγγλισαν» που του έδωσεπάνω ο αστυνομικός, τράβηξεάσφαλτο, μια γερή ρουφηξιά στην παγωμένη όταν ο από το καθένα, τονοδηγός ευχαρίστησε και του έδωσε να ανάψει και κείνος του προσπάθησε το ακινητοτο τσιγάρο του μεπατώντας τον αγαπημένο ασημένιο αναπτήρα του, που ποιήσει απότομα το φρένο. Ο γδούπος από το σώμα της νεαρής ήταν κοπέλας δεν αποχωριζόταν ποτέ. Ο ασημένιος αναπτήρας δώρο που έπεσε πάνω στο καπό του ακούστηκε σαν του μακαρίτη του θείου του του Αργύρη, ο οποίος ήταν πρώτος κεραυνός! Ίσατου. που πρόλαβε δει οναΑλέξης ξάδερφος του πατέρα Του τον είχε να χαρίσει τον έχειένα για αδύνατο πλάσμα με μακριά μαλλιά να σωριάζεενθύμιοται πολλά χρόνια πριν, από τότε που του είπε ο γιατρός του τραυματισμένο στον δρόμο, που μόλις εκείνη πως αν τη δενστιγμή κόψει το πεθάνει. «Ίσωςαπ’ αν δεν το ’χε είχετσιγάρο αρχίσειθανα υγραίνεται το χιοκόψει, να ζούσεπου ακόμα», συλλογίστηκε το παλικάρι καθώς τον νόνερο έριχνε. ακουμπούσε πάνω στοΠάει γραφείο του αστυνομικού. «Θεέ μου! τη σκότωσα...», ούρλιαξε ο ταξιτζής άνοιξε την πόρτα και εκείνος πετά«Πώς έγινε το καθώς ατύχημα, δεν μου είπες;» τοντου ρώτησε χτηκε στην κυριολεξία έξω από το αυτοκίνητο. βγάζοντάς τον γρήγορα από τις σκέψεις του. Ο Αλέξης έχωσε πάλι το χέρι του βαθιά στη μέσα τσέπη του Οι τραγικές συμπτώσεις της ζωής, η δύναμη της σακακιού του, έβγαλε ξανά το περιβόητο μισομουσκεμένο χαρτί αγάπης αλλά και της ανθρωπιάς και της φιλίκαι το ακούμπησε πάνωσε στο γραφείο. ας, πλεγμένα μια ιστορία που θα συγκινήσει. «Αύριο το πρωί έληγε η άδειά μου, κύριε...» είπε κομπιάζοντας. «Δεν είχα τι να κάνω όμως έξω και αποφάσισα να επιστρέψω από σήμερα. Εκεί πήγαινα με το ταξί», συνέχισε σπρώχνοντας προς το μέρος του αστυνομικού το χαρτί που είχε βγάλει από την τσέπη του. Ο σαραντάχρονος αστυνομικός, που δεν κατάλαβε τι του έλεγε, τον κοίταξε περίεργα. Άπλωσε το χέρι του, πήρε το χαρτί, το ξεδίπλωσε αργά αργάISBN και άρχισε να το διαβάζει προσεκτικά. 978-960-9499-33-0 Ξαφνικά, σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε τα μάτια του πάνω στον Αλέξη. «Αλέξανδρος Καβαδάς! Ε... από πού είσαι, φίλε μου; Εσύ δεν πρέπει να είσαι από βόρεια, έτσι δεν είναι;» ρώτησε καθώς δίπλωνε ξανά το χαρτί προσεκτικά και το επέστρεφε στο παλικάρι.

Τ


φυλακισµενεσ ψυχεσ ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ φυλακισμενεσ ψυχεσ

«Όχι... όχι... δεν είμαι από δω, από την Αθήνα είμαι...» βιάστηκε να απαντήσει. «Δηλαδή στην Αθήνα μεγάλωσα, από νησί κατάγομαι». «Α, έτσι πες μου, ντε... Καλά το κατάλαβα εγώ», είπε ξανά ο αστυνομικός και συνέχισε. «Για πες μου τώρα, να συμπληρώσουμε τα χαρτιά και να τελειώνουμε μ’ αυτό. Για πες μου, πώς έγινε το ατύχημα;» «Θα... μπορέσω... να δω ξανά την κοπέλα;» ρώτησε διστακτικά ο Αλέξης. «Βεβαίως και θα μπορέσεις, φίλε μου! Πες μου μόνο τι έγινε. Πώς έγινε το ατύχημα; Τι είδες εσύ, τέλος πάντων; Μετά είσαι ελεύθερος να πας να τη δεις. Ωστόσο... θα της έχουν βάλει και το πόδι στον γύψο. Αν χρειαστεί να την κρατήσουν, θα τη μεταφέρουν σε θάλαμο και κει θα τη δεις με την ησυχία σου...» Με την κατάθεση τελείωσαν σχετικά γρήγορα. Καθ’ όλη τη διάρκεια των ερωτήσεων ο αστυνομικός τού μιλούσε ευγενικά και τον κοίταζε με μεγάλη συμπάθεια. Ούτε μια φορά δεν αναφέρθηκε και ούτε καν τον ρώτησε κάτι που να έχει σχέση με τα προσωπικά του. Ο Αλέξης σηκώθηκε, τον ευχαρίστησε για τον καφέ που του πρόσφερε και τη φιλική κουβέντα που είχε μαζί του, άνοιξε την πόρτα και ετοιμαζόταν να βγει απ’ το γραφείο, όταν άκουσε τον Χάρη –έτσι λέγανε τον αστυνομικό– να του λέει: «Στάσου, ρε φιλαράκο... Στάσου, περίμενε, θα πάμε μαζί, θέλω να μιλήσω και εγώ με την κοπέλα. Θα πρέπει να πάρω και από εκείνη κατάθεση, στάσου, να πάμε να τη δούμε μαζί...» 000

Η υπεύθυνη νοσοκόμα του τρίτου ορόφου της χειρουργικής κλινικής ήταν μια καλοσυνάτη κοκκινομάλλα, με σκούρα μπλε μάτια και πολύ γλυκό χαμόγελο, γύρω στα τριάντα. Βίκυ την έλεγαν... Ο Χάρης φάνηκε ότι τη γνώριζε και πολύ καλά μάλιστα, γιατί ο χαιρετισμός τους ήταν πολύ εγκάρδιος. Αφού της ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος

13


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.