Παπαλάμπραινα by Gibson

Page 1

Τάσος Μελίτης

Παπαλάμπραινα by Gibson ΚΑ Ι Α Λ Λ Α Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤΑ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς



Παπαλάμπραινα by Gibson ΚΑ Ι Α Λ Λ Α Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤΑ


Τιτλος: Παπαλάμπραινα by Gibson Συγγραφεασ: Tάσος Μελίτης Σειρα: Ελληνική Λογοτεχνία [096] Copyright© 2009 Tάσος Μελίτης Πρώτη έκδοση: Αθήνα, Δεκέμβριος 2009 ISBN 978-960-989316-9 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσία (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα

Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ocelotos@otenet. gr

www. ocelotos. gr


Τάσος Μελίτης

Παπαλάμπραινα by Gibson ΚΑ Ι Α Λ Λ Α Δ Ι Η Γ Η Μ ΑΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς ΑΘΗΝΑ 2009


6


Ποιος Κάζος, λοιπόν;



Ή

ταν παλιός τους φίλος – έτσι νόμιζα. Τι να έκανα; Έπρεπε να τον υπομείνω στην παρέα. Εξάλλου, οι υπόλοιποι ήταν εξαιρετικοί τύποι. Αφού τον ανέχονταν οι άλλοι τέσσερις, έπρεπε να τον αντέξω κι εγώ. Ύστερα, οι μεζέδες στο παλιό, αλλά προσφάτως ανακαινισμένο, μεζεδοπωλείο «Η Ωραία Νάπολη» ήταν αχτύπητοι. Και το κρασί, νέκταρ. Το μαγαζί βρισκόταν σε μικρή πλατεία της Κυψέλης, όσο ήσυχη και θορυβώδης χρειαζόταν για εμάς που φθάναμε εκεί μετά τις τρεις – ώρα που σχολάγανε τα μισά δικαστήρια της Ευελπίδων και τέλειωνε η δουλειά του Νικόλα, του δικηγόρου της παρέας. Οι λοιποί ήμασταν χαλαροί την εποχή εκείνη. Ο ένας, μηχανολόγος μόλις απολυμένος, περίμενε πρόσληψη στα Ολυμπιακά Έργα, ο άλλος, ασφαλιστής, που τη συγκεκριμένη μέρα της οινοκατάνυξης ξέφευγε νωρίτερα από τη δουλειά, ο παράλλος φροντιστής-εκθεσιολόγος και η αφεντιά μου υποαπασχολούνταν ως αναγνώστης φιλόδοξων πρωτόλειων, που στέλνονταν στον εκδοτικό οίκο Βελανιδιώτη μήπως και τύχουν έκδοσης. Υπάλληλος του Βελανιδιώτη ήμουνα. Ήταν ένας απερίγραπτος τύπος, με διαφόρων κατη-

9


Τάσος Μελίτης

γοριών κουσούρια. Χάλαγε μόνιμα κάθε κουβέντα που πηγαίναμε να ανοίξουμε, πετώντας τις πιο ηλίθιες ατάκες. Ας πούμε, αν ξεκινάγαμε συζήτηση για κρασιά, αυτός θα θυμούνταν τη φοβερή Ανίκ, τη Γαλλίδα, που είχε πάρει ένα βράδυ, το καλοκαίρι του ’88, αφού πρώτα την είχε ποτίσει ένα μπουκάλι κρασί Ζίτσας! Αν αρχίζαμε να μιλάμε για ποδόσφαιρο, αυτός θα έφερνε την κουβέντα στη γυναίκα του Μπέκαμ. Αν μιλάγαμε για το καινούριο μοντέλο της Φορντ, θα μας έβαζε να σκεφτούμε αν είχαμε ποτέ πηδήξει μέσα σε αμάξι· κι αν αργούσαμε, θα άρχιζε αυτός τις περιγραφές των δικών του εμπειριών. Αν του απαντούσαμε ανόρεχτα, το εκλάμβανε ως πράσινο φως για να αρχίσει ακατάσχετη πολυλογία με τις ηλίθιες ιστορίες του. Κύριοι, ο τύπος αυτός... πώς να το πω... δεν βρίσκω άλλη λέξη... συγχωρήστε με κιόλας... είμαι ντροπαλός συνήθως... δεν μιλάω ποτέ έτσι... αλλά... μας γάμαγε την παρέα! Αυτό έκανε. Πάει και τελείωσε... Έμενε εκεί κοντά. Μετά τη δουλειά του (ταμίας σε ιδιωτική τράπεζα) θεωρούσε καθήκον του να περάσει από τους «Ναπολιτάνους». Η γυναίκα του τον έβλεπε κατά τις έξι η ώρα το απόγευμα και τον... έχανε κατά τις οκτώμισι, όταν ξανάβγαινε για τη βραδινή του εξόρμηση στην «Ωραία Νάπολη». Αν είχε ξεμείνει κανένας από εμάς, τον έτρωγε στη μάπα πριν αποχωρήσει για το σπίτι του. Ήμουνα ο καινούριος της παρέας κι έτσι δεν μίλησα καθόλου στην αρχή. Άργησα να καταλάβω ότι για όλους αποτελούσε πρόβλημα, αλλά περιέργως κανείς δεν αποτολμούσε τη ρήξη μαζί του. Προσπάθησα να θέσω το 10


Ποιος Κάζος, λοιπόν;

θέμα, όταν είχε περάσει εξάμηνο από τότε που είχα πρωτογίνει κι εγώ «Ναπολιτάνος». Ακολούθησα την τακτική των βολιδοσκοπήσεων. Έπιασα πρώτα τον φροντιστή, τον Μάκη. «Ήσασταν μαζί στο σχολείο με τον Καζαρόπουλο;», τον ρώτησα ένα μεσημέρι, που είχαμε φτάσει πρώτοι απ’ όλους στην «Ωραία Νάπολη». «Αστειεύεσαι; Εγώ το Λύκειο το ’βγαλα στη Θεσσαλονίκη, αυτός πήγαινε Λύκειο στην Κυψέλη», είπε και το μάτι του έπαιξε καθώς η ωραία Αλβανίδα της γειτονιάς, η εικοσάχρονη κομμώτρια Ραυμόνδα (!) βγήκε από το διπλανό κομμωτήριο και πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο. «Πώς ομόρφυναν αυτά τα κορίτσια», μονολόγησε. «Τις τρέφει κανονικά το αθηναϊκό νέφος. Ευτυχώς που δεν ήρθε ακόμη ο Καζαρόπουλος. Θα μας έπαιρνε τ’ αυτιά πάλι για το πώς το “κάνουν” οι Αλβανίδες». «Εμ, δεν του χώθηκε ποτέ κανένας σας. Τον αφήνετε και πετάει βατράχια από το στόμα του», τόλμησα να πω. «Ε;!», ξανάκανε αυτός και το μάτι του γυάλισε καθώς το αλβανάκι επέστρεφε στο κομμωτήριο. Άλλη φορά, άνοιξα κουβέντα στον Βάσο, τον απολυθέντα αλλά φέρελπι μηχανολόγο. Ούτε κι αυτός ήξερε από παλιά τον «Κάζο» (έτσι τον έλεγαν μεταξύ τους, ίσως για το κάζο που πάθαιναν όταν άρχιζε την ηλίθια πολυλογία του). Γνωριμία της «Ωραίας Νάπολης» ήταν και γι’ αυτόν. Δεν συνεχίσαμε την κουβέντα, γιατί η Αλβανίδα κομμώτρια έκανε το γνωστό δρομολόγιο και όλες οι κουβέντες των «Ναπολιτάνων» σταμάτησαν για λίγο. Ήταν η ώρα να εργασθούν τα... μάτια μας. Αμέσως μετά, 11


Τάσος Μελίτης

αφίχθη ο Κάζος και παίξαμε το αμίλητο νερό. Ήταν αρχή καλοκαιριού και το μπούρου μπούρου του σχεδόν μας... νανούριζε. Οι μεζέδες και τα κρασιά ήταν εκλεκτά, φύσαγε κι ένα αεράκι. Δεν πα’ να ’λεγε ο Κάζος ό,τι γούσταρε. Είχαμε αφεθεί στη μεσημεριανή ραστώνη. Άραγε θα έκανε κι άλλα «δρομολόγια» η Ραυμόνδα; Ρώτησα τον Νικόλα και με κοίταξε παράξενα. «Έλα, μωρέ. Άσ’ το το ανθρωπάκι να λέει τα δικά του. Μη δίνεις βάση σε ό,τι λέει. Σιγά μην πάρουμε στα σοβαρά και τον Κάζο, τώρα. Γείτονας, Κυψελιώτης είναι, λίγο ρατσιστής είναι, λίγο χαζός είναι, λίγο κομπλεξικός είναι. Ο μοναδικός νεοέλληνας που ’χει τέτοια κουσούρια είναι;». Και στήθηκε κι αυτός προς την πλευρά του κομμωτηρίου. «Βγήκε;» με ρώτησε. «Πριν κανά ’κοσάλεπτο. Σήμερα φοράει αντί για φούστα... ζώνη» έκανα, λέγοντας την κοινοτοπία μου. Πίναμε ένα ωραίο ξινόμαυρο από τη Νάουσα. Αυτός τα ’χε πάει καλά στο δικαστήριο κι εγώ είχα τελειώσει δύο πρωτόλεια και θα πήγαινα αργότερα στου Βελανιδιώτη να εισπράξω τα... αναγνωστικά μου. Ακόμα κι ο Κάζος έμοιαζε μια συγχωρητέα ανορθογραφία στην ευχάριστη ατμόσφαιρα της ημέρας (αεράκι άρα λίγοι ρύποι), της «Νάπολης» (ο Λάκης, εξαιρετικό γκαρσόνι, έφερνε συνεχώς εκλεκτούς μεζέδες), της Κυψέλης (τι κι αν πέθαιναν οι ποιητές, οι συγγραφείς ήτανε ακόμη ζωντανοί – τα πίναμε σε ιστορική γειτονιά) και, εκτός από τη Ραυμόνδα, νέο αστεράκι, η Λιούμπα, είχε ανοίξει απέναντι το μαγαζί των ονείρων της: πολωνέζικο ντελικατέσεν. Θα αγοράζαμε την επομένη ένα φοβερό μεζέ (ρέγκα 12


Ποιος Κάζος, λοιπόν;

με δαμάσκηνο, κύριοι) για να προσθέσουμε μία βαλτική γεύση στο τραπέζι του Βαλτινού ιδιοκτήτη της «Ωραίας Νάπολης» και θα αντάμωναν τα χωριά του Βάλτου με τη Βαλτική Θάλασσα, κάτω από την ταμπέλα του μαγαζιού που ’δειχνε, τι νομίζετε; Τα ανάκτορα της Καζέρτας! Ποιος Κάζος και ποιος Λάζος λοιπόν; Ήμουνα ο «προβληματικός» της παρέας. Γι’ αυτό μου ’πεφτε βαρύς ο Κάζος. Μετά από καλές σπουδές, με διδακτορικό στη Βυζαντινή Ιστορία, περίμενα εδώ και πέντε χρόνια να βρω απασχόληση της προκοπής, χωρίς να γίνεται τίποτε. Διεκδίκησα θέσεις μόνιμες και επικουρικές σε Πανεπιστήμια, σε Ερευνητικά Κέντρα, σε Ινστιτούτα... Ακόμη και σε Κολέγια. Μάταια. Στην Ελλάδα, ακόμη και οι Βυζαντινολόγοι είμαστε πια πολλοί. Μόνο για τη Μέση Εκπαίδευση μάς παίρνουν, ως αναπληρωτές. Για μόνιμο διορισμό θέλει εξετάσεις στον ΑΣΕΠ. Να εξετασθώ, για καθηγητής λυκείου, ΕΓΩ που στις 6 το απόγευμα μήνα Μάιο κατά το τυπικό είχα ανακηρυχθεί Διδάκτωρ Βυζαντινής Ιστορίας σε ένα καλό Πανεπιστήμιο της Ευρώπης, αν είναι ποτέ δυνατόν... Οπότε, μέχρι να συμβεί το θαύμα –να βρω τη θέση που μου ταιριάζει– προτίμησα τον Βελανιδιώτη, αντί να διδάσκω Αρχαία και Νέα και Λατινικά σε παιδιά του Λυκείου, σε Φροντιστήρια και ιδιαίτερα. Έψαχνα να βρω το συγγραφικό ταλέντο μέσα σε χιλιάδες σελίδες ατάλαντων κι ίσως και ταλαντούχων συγγραφέων, ώστε με τα χρήματα του Βελανιδιώτη να μπορώ να πληρώνω το δάνειο για το σπίτι και να αντεπεξέρχομαι στις μικρές μου κοινωνικές επαφές, να μπορώ, 13


Τάσος Μελίτης

ας πούμε, να συνεισφέρω στο τραπέζι με τους μεζέδες της «Νάπολης». Αισθάνομαι ότι δεν έχω το δικαίωμα να δυσφορώ και να εκφράζω αυτή τη δυσφορία στους φίλους μου για τον Κάζο. Οι φίλοι μου με στήριξαν σε χαλεπούς καιρούς. Αυτοί δεν μου έκαναν τα έξοδα στη «Νάπολη» και αλλού, όσο καιρό δεν είχα κανένα απολύτως εισόδημα; Να πω, χωρίς να ντραπώ, ότι και στα μπουζούκια πήγαμε 3-4 φορές, χωρίς να με αφήσουν να πληρώσω δεκάρα τσακιστή. Κι όταν η τραγουδιάρα τα ’ριχνε στον Βάσο, τον μηχανολόγο (καθώς μυριζόταν από μακριά ότι εδώ υπάρχει σχέση με... εργολαβίες) αυτός με τρόπο την έστρεφε σε μένα (αν κι από μακριά φώναζε το πράγμα ότι είχα αφραγκίες, βασικό ελάττωμα για μαγαζιά και κορίτσια τέτοιου τύπου), μιας και πρόσφατα με είχε αφήσει η Έλλη για έναν γιάπη του χρηματιστηρίου κι είχε πληγωθεί ο εγωισμός μου και οποιοδήποτε γυναικείο ενδιαφέρον για μένα θα ήταν σωτήριο. Όπως και συνέβη κάποτε, όταν, δηλαδή, πέσαμε σε ατυχήσασα σοπράνο του ωδείου, που ζούσε τραγουδώντας ως βήτα τραγουδίστρια στην παραλιακή. Άκουσον... άκουσον... θυμόταν από το Λύκειο τον Βυζαντινό Στρατηγό... Κατακαλών Κεκαυμένο. Που ως μαθητές τον λέγαμε... Κατακαυλών, όπως όλα τα Λύκεια Αρρένων της Επικράτειας, στη Δεκαετία του ’70. Γι’ αυτόν λοιπόν τον Στρατηγό μού ζήτησε επιπλέον πληροφορίες εκεί... στο μαγαζί της παραλιακής, στο μεσοδιάστημα που δεν τραγουδούσε και κανονίσαμε να βρεθούμε την άλλη μέρα για... ανταλλαγή γνώσεων... Και πράγματι μετέδωσα 14


Ποιος Κάζος, λοιπόν;

σ’ αυτήν τις γνώσεις μου –και όχι μόνον– ένα Κυριακή μεσημέρι... ας είναι καλά ο Βάσος. Ποιος Κάζος, λοιπόν; Μήπως το ’χα παρακάνει; Την τελευταία φορά έδειξα μεγάλη δυσθυμία. Είναι τύψεις αυτό που αισθάνομαι; Δεν φτάνει που οι φίλοι μου έχουν σταθεί δίπλα μου στις δυσκολίες, τους κάνω κι εγώ ζοριλίκια για τον Κάζο. Να βρούμε, τους λέω, άλλο στέκι, να μην έρχεται αυτός και μας αρχίζει με τις μαλακίες του. Να ανοίξουμε το χάρτη της Αθήνας, να βρούμε άλλο μαγαζί. Ας πηγαίνουμε για παράδειγμα στο Παγκράτι. Έχει κι εκεί πλατείες. Έχω ακούσει καλά λόγια για τη «Συμπολιτεία», εξαιρετικό στέκι λένε, και το γκαρσόνι ξέρει κι από κρασιά κι από ούζα. Mια εμμονή έχει με το μοσχοφίλερο, αλλά ως προς τα ούζα έχει πεντ’ έξι μάρκες να διαλέξεις. Φτάνει να μη μας πάρει χαμπάρι ο Κάζος...

15


Ο Τάσος Μελίτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Το βιβλίο περιέχει οκτώ διηγήματά του που γράφτηκαν μεταξύ 2004 και 2006 και περιγράφουν ιστορίες που θα μπορούσαν να έχουν συμβεί, χωρίς να λείπουν και οι εντελώς φανταστικές ιστορίες. Σε αυτά, συχνά με δόσεις σαρκαστικού χιούμορ, παρουσιάζονται διάφορες όψεις της σύγχρονης, αγγελικά πλασμένης ελληνικής πραγματικότητας, ενώ σε ένα, εξιστορείται μια ιστορία από το παρελθόν. Το εργασιακό κλίμα στις μεγάλες εταιρείες, η περιπέτεια της έκδοσης ενός διαζυγίου, η επίδραση των γάτων στην ερωτική διάθεση, ο αχώνευτος που παραμένει μέλος της παρέας, μια ιδιόρρυθμη κηδεία, ο απαραίτητος μετανάστηςεραστής, η διαδρομή ενός αφελούς από την ελληνική επαρχία στην Αραβία, αλλά και μια ιστορία από τα χρόνια της χούντας, παρουσιάζονται σε αυτό εδώ το βιβλίο.

ISBN 978-960-989316-9


Το διαζύγιο της Ρέας


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.