ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Ημέρες της καρέκλας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική.
Τιτλος: Ημέρες της καρέκλας Συγγραφεασ: Θανάσης Λιακόπουλος
Copyright© 2010 Θανάσης Λιακόπουλος Πρώτη έκδοση: Αθήνα, 2010 ISBN 978-960-9499-15-6 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα
Τηλ.: 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr •
Περιεχόμενα Ασφάλειες ζωής.......................................................... 5 Η φιλοξενία............................................................... 13 Ο Μόρος.................................................................... 31 Απώλειες................................................................... 41 Αναμονή.................................................................... 46 Άπλοια....................................................................... 50 Μικρή περιήγηση..................................................... 53 Ημέρες της καρέκλας.............................................. 57 Κυνοδικία ή Ιερό φαγοπότι..................................... 61 Έγκλημα πάθους....................................................... 67 Ο τρομοκράτης......................................................... 83 Σκακιέρα στο γκαζόν............................................... 87 Ο αποδελτιωτής....................................................... 93 Παράδοση – Παραλαβή........................................ 100 Σκιές......................................................................... 104 Negro....................................................................... 112
Ημέρες της καρέκλας
3
Π
Ασφάλειες ζωής
έρασε την πόρτα με μεγάλο άγχος και αβεβαιότητα. Και το δυο μαζί τού προξενούσαν καούρες. Δεν μπορούσε να καταλάβει τί τον έσπρωξε να κάνει αυτό που τώρα ετοιμαζόταν. Πιθανόν ο φόβος. Μετά την τελευταία θλάση στον γοφό, που τον έβγαλε εκτός για μια βδομάδα, άρχισε να το σκέφτεται καλύτερα. Δεν ήταν όμως αρκετό να κάμψει τις αμφιβολίες του. Η είσοδος μύριζε μούχλα και βρόμα. Από κάτω –το αντιλήφθηκε αμέσως με την γαλλική μύτη λαγωνικού που διάθετε– αναδυόταν μια μυρωδιά πετρελαίου. Δεν παραξενεύτηκε. Το είχε ξανασυναντήσει αυτό, ιδίως σε κάτι τέτοιες παλιές πολυκατοικίες. Όμως να, μέσα στην ζαλάδα της αβεβαιότητας, θόλωσε ακόμα πιο πολύ. Η καούρα γινόταν όλο και πιο έντονη. Με την ίδια αβεβαιότητα που μπήκε, πάτησε και το κουμπί του ασανσέρ. Το παλιό μεταλλικό κουτί κατέβηκε απότομα. Ένας απότομος θόρυβος, με το τράνταγμα της στάσης, σήμανε την άφιξη. Μπήκε μέσα σ’ ένα στενό κουβούκλιο, που πρόθυμα τον ανέβασε στον δεύτερο όροφο της εταιρείας. Ξέχασε λίγο την καούρα του κι άρχισε πάλι να σκέφτεται την απονενοημένη πράξη του. Δηλαδή οι σκέψεις αποδείχθηκαν πιο σημαντικές απ’ αυτήν. Άσχετα αν ήταν οι άμεσα υπεύθυνες. Μήπως δεν έπρεπε να το κάνει; Πώς μπορούσαν αυτοί να του εγγυηθούν για την ασφάλειά του; Πώς μπορούσαν να αναλάβουν μια τέτοια ευθύνη; Τί μέσα είχαν; Πάντα έβλεπε τις ιδιωτικές ασφάλειες με κάπως μισό μάτι. Σχεδόν τσακισμένο. Το να σε ασφαλίζει το κράτος, ε, πώς να το κάνουμε, το ένοιωθε κάπως… πιο ασφαλές. Να σε αναλαμβάνει απ’ το πουθενά ένας, έστω ιδιωτικός κολοσσός και να σου παρέχει ό,τι χρειαστείς, κατά τα λεγόμενα των ασφαλιστών, από νοσοκομειακή περίθαλψη ας πούμε, με τόσα λίγα χρήματα… τού φαινόταν τουλάχιστον περίεργο. Και αρκετά ανασφαλές. Ημέρες της καρέκλας
5
Δεν είχε όμως κι άλλη επιλογή. Έπρεπε κάπου να ασφαλιστεί. Η δουλειά που έκανε είχε τους κινδύνους της. Δοκιμαστής πίστας για κυνοδρομίες ήταν. Έπρεπε, τουλάχιστον τρεις με τέσσερις φορές την εβδομάδα, να πέφτει στα τέσσερα και να τρέχει δοκιμάζοντας την πίστα διαδρομής. Πόσες και πόσες φορές δεν κόντεψε να βγάλει κάνα χέρι, ή και πόδι, άσε τα γδαρσίματα και τις αλλεργίες που πάθαινε κάθε τρεις και λίγο. Με αυτή την ασφάλεια θα είχε κάπως το κεφάλι του ήσυχο. Στην ασφαλίστρια που ήρθε για τα προεόρτια είπε την αλήθεια. Εκείνη του πρότεινε ένα συμβόλαιο νοσοκομειακής περίθαλψης, κρίνοντας πως αυτό είχε άμεση ανάγκη. Και με την σειρά της είπε ψέματα στην εταιρεία. Θα έγραφε στο ασφαλιστήριο ότι είναι μηχανολόγος σε αγώνες enduro. Δεν υπήρχε άλλη περίπτωση να δεχόταν η εταιρεία την αίτησή του για ασφάλιση με τέτοιο επάγγελμα. Στην ασφαλίστρια που ήρθε για τα προεόρτια… Τι κόμματος ήταν αυτός; Ψηλή, λεπτή, γύρω στα τριάντα, κωλοπετσομένη, παρά την γυναικεία αύρα που εξέπεμπε. Σε έπειθε για τα προσόντα της… εταιρείας, έτσι ώστε να της εμπιστευθείς την ζωούλα σου. Είχε όμως εκείνο το απόμακρο και ψυχρό ύφος του επαγγελματία που δεν χαμπαριάζει την ώρα της δουλειάς. Όσες υποσχέσεις κι αν άφηνε η παρουσία της. Ιδίως αυτό το παγωμένο βλέμμα, που κατοικοέδρευε μέσα στα κόκκινα, απ’ την αγρύπνια; –άλλη μια γαργαλιστική πληροφορία που εκτίναζε την φαντασία του αρσενικού– μάτια, σε μαγνήτιζε. Στην πραγματικότητα, αν το καλοεξέταζες, είχε κάτι που σε φόβιζε. Ποιος καλοεξετάζει όμως σήμερα απέναντι σε τέτοια θεάματα; Στον δεύτερο όροφο που κατέβηκε αντίκρισε μια παχιά σιδερένια πόρτα που έλεγε «Θησαυροφυλάκιο». Μια δυσάρεστη οσμή απλωνόταν στον μικρό διάδρομο. Διαφορετική απ’ εκείνη που συνάντησε στην είσοδο. Κάτι που θύμιζε σαπίλα και υγρασία. Καμιά άλλη πόρτα δεν υπήρχε στον όροφο. Γρήγορα κατάλαβε πως έκανε λάθος. Πόσο να πρόσεχε τις οδηγίες του κόμματου, όταν τόν κατατόπιζε σχετικά με το πώς να 6
θανασησ λιακοπουλοσ
τήν βρει για τις απαραίτητες υπογραφές; Αποφάσισε ν’ ανέβει με τα πόδια. Με σκυφτό κεφάλι και κουρασμένο βλέμμα άρχισε την αναρρίχηση. Τίποτε όμως δεν θύμιζε κάτι τέτοιο. Οι ίδιες βρόμικες, στενές σκάλες που χρειάζονταν μεγάλο διασκελισμό. Κι όμως. Είχε την εντύπωση πως για αναρρίχηση πρόκειται. Στον τρίτο όροφο τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Άλλος αέρας. Καθαρός, ανάμεικτος με ’κείνη την μυρωδιά αποσμητικού δωματίου. Τρεις πόρτες φιγουράριζαν μπροστά του. Η μια με πηχυαία γράμματα «ΑΣΦΑΛΕΙΕΣ ΖΩΗΣ». Την έσπρωξε με δύναμη κι αυτή υποχώρησε αργά και δύσκολα. Το εσωτερικό, εκ πρώτης όψεως, δεν διέφερε από κανένα άλλο γραφείο ιδιωτικής εταιρείας. Γραφεία, γραφειάκια, υπολογιστές, παραβάν που χώριζαν ζωές, βαβούρα. Όλοι είχαν μπροστά τους κάποιον και συζητούσαν μαζί του. Υποψήφιο θύμα για συμβόλαιο ή πληρωμή. Κατευθύνθηκε προς την γραμματέα. Μια μελαχρινή, ξερακιανή, που κοιτούσε με προσοχή έναν υπολογιστή και μιλούσε στο τηλέφωνο. Όταν τον αντιλήφθηκε «… τι θα θέλατε;». Με την πρώτη ματιά που τού ’ριξε στα γρήγορα, αγρίεψε. Κάτι εξωπραγματικό αντίκρισε για κλάσματα δευτερολέπτου και πάγωσε. Αφού όμως τού χαμογέλασε η νεαρά και φάνηκαν τα μικρά και σουβλερά της δόντια μέσα απ’ τα, παραδόξως για το καλούπι της, σαρκώδη χείλη, πήρε θάρρος. «Την κυρία Βάνα Μπιρίδου, για ένα συμβόλαιο.» «Στο βάθος, τελευταίος διάδρομος, αριστερά. Θα την δείτε…» Δεν θα αμφέβαλε λεπτό πως θα την μπάνιζε από χιλιόμετρα μακριά. Τέτοιο ταλέντο στις ασφάλειες δεν χάνεται εύκολα. Γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς το μέρος που τού υπέδειξαν. Βλέποντας πάλι αυτή την πλατεία με τα γραφεία γέλασε με τον εαυτό του. Εκείνος, που δεν θα έκανε ποτέ ασφάλεια ζωής, βρίσκεται τώρα ενώπιον της πραγματικότητας και… της ανάγκης. Χαλάλι όμως. Άμα είναι να βγει κάτι και να γλιτώσει από κανένα κάταγμα κ.λπ., γιατί να μην το κά-
Ημέρες της καρέκλας
7
νει με μια τέτοια ασφαλίστρια; Και πού ξέρεις; Ίσως στον χώρο της να είναι πιο χαλαρή και να βρει δουλειά για το βράδυ. Προχωρώντας πέρασε από ένα δωμάτιο, που, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα το πρόσεχε. Έβγαινε από ’κει η ίδια μυρωδιά που συνάντησε στον δεύτερο όροφο. Αηδίασε με την οσμή κι έριξε το βλέμμα του απ’ την άλλη μεριά. Οι ίδιοι τύποι που προσπαθούσαν να πείσουν τους έρμους πελάτες. Κι ενώ αυτή την φορά δεν κατάφερνε να ξεκολλήσει το βλέμμα του από ’κει, με την άκρη του ματιού του έπιασε ένα χέρι να σείεται στον αέρα και μια φωνή να του φωνάζει «Άγγελε.. από ’δω…» Την είδε εκεί, όπως την περίμενε. Ζωντανή και προκλητική. Να χαμογελάει σίγουρη που το ψάρι τσίμπησε. Την πλησίασε βιαστικά. Χαιρετήθηκαν εγκάρδια δίνοντας τα χέρια κι άρχισαν να μιλάνε για ανώδυνα πράγματα. Απ’ την πρώτη στιγμή πρόσεξε το πόσο ωχρή ήταν. Σκέφτηκε: «Τρέχα γύρευε τι θα ’κανε το προηγούμενο βράδυ.» Έβαλε όλη του την μαεστρία να την κερδίσει. Μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια. Και τί; Το ένα να το πιεις στο ποτήρι. Να το ρουφήξεις δηλαδή μέχρι να στραγγίξει. Άσε που ήταν και το άμεσα υπεύθυνο για ό,τι πήγαινε να κάνει. Όσο της μίλαγε, ξεδίπλωνε το ταλέντο του στην δουλειά του. Την κοίταζε στα μάτια και περίμενε να την εντυπωσιάσει. Καυχιόταν για το ότι μπορούσε να τρέξει πιο γρήγορα κι απ’ τους σκύλους μετά από τόσες δοκιμές που είχε κάνει στην πίστα. Της έλεγε διάφορες περιγραφές από αγώνες. Για τα σάλια που τους έτρεχαν, για τις γλώσσες που κρέμονταν, για τα σουβλερά τους δόντια που μάτωναν το σαγόνια απ’ την προσπάθεια. Μόνο εκεί τσίμπησε η γκόμενα. «Τρέχει πολύ αίμα τότε;» την είδε να ρωτάει εκστασιασμένη. Αυτός της έλεγε τα κατορθώματά του κι εκείνη τον ρώταγε για το αίμα. Απορριμμένος απάντησε «αρκετό, όχι πάρα πολύ». Την είδε να απογοητεύεται και να επανέρχεται στην αρχική της απάθεια. Αυτός συνέχιζε ακάθεκτος κι εκείνη αδημονούσε να το βουλώσει για να τελειώσει την δουλειά της. Σε κάποια παύση του τόν πρόλαβε. «Να προχωρήσουμε στις υπογραφές;» 8
θανασησ λιακοπουλοσ
Έγνεψε καταφατικά, φανερά απογοητευμένος. Δεν θα έβγαινε τίποτα με την γκόμενα. Θα του ’μενε όμως η ασφάλεια. Κάτι ήταν κι αυτό. Η καούρα και το άγχος, που τον είχαν εγκαταλείψει για λίγο, επανήλθαν σαρωτικά. Αυτά ευθύνονταν για το κάπως απότομο τέντωμα των νεύρων και την αυξημένη παρατηρητικότητά του, μεταβιβάζοντας το ενδιαφέρον του σε άλλα πράγματα, προκειμένου να ξεχαστεί. Η ασφαλίστρια άνοιξε τα βελούδινα φτερά της και πέταξε μακριά απ’ το γραφείο. «Πάω να βγάλω κάποιες φωτοτυπίες του συμβολαίου και έρχομαι αμέσως για τις υπογραφές.» Κατευθύνθηκε γρήγορα, σκορπίζοντας χαρτούρα στο πέρασμά της, προς το δωματιάκι που πρωτοσυνάντησε μπαίνοντας. Προσγειώθηκε μαλακά και μπήκε αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Δίπλωσε τα κοκαλιάρικα φτερά της και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του δωματίου. Η μπόχα απλώθηκε βαριά μέσα στα γραφεία. Κανείς όμως δεν έδειχνε να ενοχλείται. Όλοι συνέχιζαν ακάθεκτοι τις εργασίες τους. Διέκρινε από μακριά έναν απαλό φωτισμό και παραξενεύτηκε. Δεν έδωσε σημασία. «Αν θέλουν να κάνουν οικονομία και στο ρεύμα…». Αυτή η σκέψη τον έβαλε σε υποψίες. Πώς είναι δυνατόν μια εταιρεία, που έχει την δυνατότητα να ασφαλίζει τόσο κόσμο, να τσιγκουνεύεται το ηλεκτρικό; Αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Αμφιβολίες άρχισαν να τον ζώνουν πάλι. Μήπως δεν έπρεπε να το κάνει; Τί εμπιστοσύνη μπορεί να δείξει κανείς σε μια εταιρεία που δεν ανάβει τα φώτα; Μήπως εντέλει πάνε να του φάνε τα λεφτά; Που με τόσο κόπο βγάζει τρέχοντας στα τέσσερα; Και, σε τελευταία ανάλυση, ποιοι είναι αυτοί που μπορούν να εγγυηθούν για την υγεία τόσων ανθρώπων; Συμβόλαιο με το Θεό έχουν υπογράψει; Ή με τον διάβολο; Απ’ τις ύποπτες σκέψεις του τόν έβγαλε η λικνιστή έλευση της ασφαλίστριας. Βγήκε λίγο αναμαλλιασμένη απ’ την πόρτα, που παρέμενε ανοικτή, κι όχι πετώντας αυτή την φορά. Το Ημέρες της καρέκλας
9
πουκάμισο ήταν μισοξεκούμπωτο μέχρι την αρχή του στήθους και το μάτι της γυάλιζε γλαρό και βαθυκόκκινο. Με ύφος πολλά υποσχόμενο «… θέλεις να έρθεις μαζί μου μέσα, να μην περιμένεις μόνος σου εδώ, καημενούλη μου…» «Εντάξει με το συμβόλαιο…», σκέφτηκε, «… λες να μου άνοιξε τελικά κι η τύχη;» Και μαγνητισμένος, χωρίς να αρθρώσει λέξη, την ακολούθησε, κρατώντας το απλωμένο, παγωμένο και κάτασπρο χέρι της. Προχωρώντας έριχνε κλεφτές ματιές στα γραφεία που προσπερνούσαν. Ύφος επιδοκιμασίας, άγριας χαράς, ακόρεστου πόθου ένιωθε να λαμβάνει. Από υπαλλήλους και πελάτες. Σα να τον καλωσόριζαν στην μεγάλη παρέα της εταιρείας. Σκέφτηκε τις βλακείες που του πέρασαν απ’ το μυαλό λίγο πιο πριν και τα ’βαλε με τον εαυτό του. Ποτέ δεν περίμενε να δει την κατάληξη. Πάντα απογοητευόταν απ’ την πρώτη στιγμή. Να όμως που η τύχη μπορεί να σου χαμογελάσει ακόμα και την τελευταία στιγμή. Μπήκαν στο δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε βαριά πίσω κάνοντας ένα τεράστιο κρότο. Αναλαμπή φωτός πουθενά. Η βρόμα πιο έντονη, με μια μυρωδιά σαπίλας, ακόμα πιο έντονη, να την γαρνίρει αριστοτεχνικά. Άρχισε να γδύνεται βιαστικά. Η ασφαλίστρια του είχε αφήσει το χέρι, έτσι απαλά όπως του το ’χε πιάσει. Προφανώς για να κάνει και την δική της απαραίτητη προετοιμασία. Πάνω που ’χε πετάξει το πουκάμισο κι άρχιζε να ξεκουμπώνει το παντελόνι, μια φωνή απ’ το υπερπέραν τον έκοψε βιαστικά. «Αρκετά!» Φως ξεχύθηκε από χιλιάδες κεράκια που άναψαν απότομα και τον τύφλωσαν περιστασιακά. Έμεινε κοκαλωμένος, με τα χέρια στην ζώνη του παντελονιού, προσπαθώντας να καθαρίσει το βλέμμα. Μπροστά του απλωνόταν ένα τεράστιο, τετράγωνο, μοναστηριακό τραπέζι. Στο κέντρο του ένας κύκλος που χώραγε άνετα έναν άνθρωπο ξαπλωτό. Και στην μέση μια πεντάλφα. Την οριοθετούσαν μικρά κεράκια, μισολιωμένα, λες κι έκαιγαν 10
θανασησ λιακοπουλοσ
πολύ ώρα πριν. Στους τοίχους κρέμονταν ξεσκισμένα μέλη ανθρώπων για ντεκόρ, κάτι σαν πίνακες. Νυχτερίδες έσκιζαν τον αέρα της ψηλοτάβανης οροφής, που μπερδεύονταν ανάμεσα στα δοκάρια και τις αλυσίδες που κρέμονταν, βγάζοντας ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό. Γύρω-γύρω, το υγρό και πέτρινο τοπίο, ήταν διακοσμημένο με διάφορα όργανα βασανιστηρίων μεσαιωνικού τύπου. Και στην μέση, πάνω στο τραπέζι, να κατεβαίνει αργά-αργά, πετώντας με τις μαύρες φτερούγες της, η ασφαλίστρια. Κάπως διαφορετική, είν’ η αλήθεια. Δυο σουβλεροί κυνόδοντες είχαν πεταχτεί μέσα απ’ το στόμα της. Βαμπίρ παλιό στην πιάτσα. Λίγο αίμα έτρεχε απ’ την άκρη του στόματος. Το λεπτό σώμα είχε χτικιάσει κι άλλο λίγο. Τα μακριά μαλλιά είχαν σγουρύνει και πετούσαν ανάκατα, λες και δοκίμαζε πρίζες με το δάχτυλο. Τα μάτια είχαν πλημμυρίσει αίμα και έφεγγαν ταιριαστά με την εικόνα του περιβάλλοντος χώρου. Στις άκρες των δαχτύλων είχαν φυτρώσει μακριά, στριφογυριστά νύχια, που τον καλούσαν τώρα να πλησιάσει. Έγνεψε αρνητικά με το κεφάλι του. Δηλαδή ήταν η μόνη κίνηση που μπόρεσε να κάνει απ’ το πιάσιμο του φόβου που είχε κατακλύσει κάθε μέλος του σώματος του. Με την πρώτη άρνηση το βαμπίρ πετάγεται απότομα, τον αρπάζει, τον σηκώνει με τα φτερά της, που προφανώς είχαν την δύναμη να ανυψώσουν και νταλίκα, και τον ξαπλώνει μέσα στον κύκλο, με ανοιχτά χέρια-πόδια, πάνω στην πεντάλφα. Ενώ μεταλλικοί κρίκοι πετάγονταν και του έδεναν τα χέρια και τα πόδια, ούρλιαζε μανιασμένος για βοήθεια. Είχε επανέλθει κάπως. Η ασφαλίστρια-βαμπίρ χαμογέλασε. Με βραχνή φωνή και, ας το ξαναπούμε, απόκοσμη «…φώναζε όσο θέλεις γλυκέ μου. Μόνο ο Μέφις σ’ ακούει καλά από ’δω που είσαι.» Και μ’ ένα απότομο τράνταγμα, τραβάει τις αλυσίδες. Η πεντάλφα απομονώνεται και καταλήγει πέφτοντας με θόρυβο κάτω. Το μόνο που σκέφτηκε, θεωρώντας τον εαυτό του χαμένο για χαμένο, ήταν ότι ανακάλυψε την αιτία της μπόχας του Ημέρες της καρέκλας
11
«…Το κάλεσμά της ήταν τραχύ. Βίαιο. Γύρισα απ’ την λάσπη ορόφου. Και μες όλα, σκυφτή να σου και η καούρα να καιδευτέρου μπήκα μες στο δώμα. Με στα περίμενε κι αμίλητη. ξανάρχεται. δε, που ήταν καιπλάτη ξαπλωμένος, πιοπίσω έντονη. Κοιτάζοντας μεΤώρα την σαραβαλιασμένη της μακριά, από μένα. Και μέχρι να καταλάβω τί ήθελε, πέφτει κάτω, μου ενΠοτέ δεν το κατάλαβε αυτό το πράγμα. Της καούρας, τσακίζει τα σάπια πόδια και πριν σωριαστώ με καθίζει μεγανοείται. Όταν τόν κυρίευε η αβεβαιότητα, είχε άγχος και καούλόπρεπα. Ανίκανο να κινηθώ. βιδώνει γερά και περνάει ρες. Όταν διαπίστωνε κάτιΜε που τον απασχολούσε, τοτα ίδιο. Τί καρφιά της όπου βρει. Έτοιμη μαριονέτα, καθισμένη, ανίκαάλλο έπρεπε να κάνει για να εξαφανιστεί αυτό το πράγμα; Να νη, ανήμπορη, να καταλάβει γιατί τόσος πόνος για το τίποτα. σκέφτεται συνέχεια και ν’ απασχολεί το μυαλό του με διάφορα Τώρα πλέον, και μ’ ένα μάτι. Για το τίποτα….» άλλα πράγματα; Φυσικά πλέον ήταν αργά οποιαδήποτε ενέργεια σχετι«…Πόσο θα ’θελα ν’ άπλωνα τηνγια ψυχή μου σε μια απλώστρα. Νακάτην κρέμαγα γερά. Απ’ την μια να την χτυπάει ο άνεμος. μ’ αυτό το ενοχλητικό πράγμα. Η ασφαλίστρια είχε καθίσει Απ’ την άλλη να την δέρνει η βρoμιά. Να την ψήνει ο ήλιος, πάνω στο στήθος του και υποκλινόταν σε κάτι που το αισθανανόταν, προσπαθεί να την καθαρίσει η βροχή. Ή πάλι, να ’ρχόταν έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος, πάνω απ’ το κεφάλι του. ένας δυνατός αέρας, να την ξεκρέμαγε και να την πετούσε Προσπάθησε να δει τίτου διάολο ήταν αυτό. μέσα στο ανεμιστηράκι κλιματιστικού. ΚιΜάταια. αυτό να Βλέποντας ’κανε προσπάθειά του τοΝα βαμπίρ θέλησε να τον βοηθήσει. Ακιτηντην δουλειά του σωστά. την πετσόκοβε. Μικρά-μικράνητοποιώντας σπάει και τοδεγυρίζει μικρά κομματάκια.τοΚικεφάλι, αυτά νατου ’μουν εγώ.τον Νααυχένα, πετάγονταν ξιά-αριστερά, πάνω-κάτω. Να σκορπούσαν, και να βοηθούσε πίσω. σ’ αυτό ο άνεμος….» Δεν ήταν δα και τίποτα σπουδαίο. Ένα τέρας, πανάθλιο, άσχημο, κακοσούσουμο, κάτι σαν διάολος που βλέπουμε σε «…Τα μάτια μου με προδίδουν. Η όρασή μου εξασθενεί. Θοεκκλησιαστικές εικόνες. Δεν θα έπρεπε στα σίγουρα να τον λώνουν, κουρασμένα απ’ την αγωνιώδη αναζήτηση. Σχεδόν πια. Το τέλος τουκαι είχεεγκαταλείπω έρθει. δεναφορά βλέπωτώρα να συνεχίσω. Γι’ αυτό το πλοίο. Η άλλη από πάνω Ο του συνέχιζε τους Ο τελευταίος ναυτικός. καπετάνιος του. τεμενάδες. Θα βυθιστώΑντάλλαξε μαζί λόγια σε κάποια περίεργη γλώσσα. Συνέχισε να υποκλίτουλίγα χωρίς να παλέψω με την θάλασσα. Μα μέχρι να με πνίξει τονεται νερό και θα συλλογιέμαι το τί άρπαξε έφταιξε ένα και βούλιαξε το πλοίο. όταν σταμάτησε μαχαίρι. Για κουζινομάΑφού ήταν γερό σκαρί. Δεν ήρθε ακόμα το πλήρωμα του χρόχαιρο έμοιαζε. νου του. δεν θα τίποτα. παλέψωΤο ναμαχαίρι το σώσω. Είναι μάταιο. Θα στο ΔενΌχι, κατάλαβε κατέβηκε με δύναμη το αφήσω να με παρασύρει. Και θα συλλογιέμαι μέχρι την μέρος της καρδιάς, ενώ, σχεδόν ταυτόχρονα, οι σουβλεροί κυτελευταία στιγμή, βυθιζόμενος, γιατί βουλιάζει πριν την ώρα νόδοντες μπήγονταν στον ακάλυπτο λαιμό του. του….»
ISBN 978-960-9499-15-6
12
θανασησ λιακοπουλοσ
Η φιλοξενία
Π
ριν αρκετά καλοκαίρια αναγκάστηκα να φιλοξενήσω ένα ζευγάρι φίλων στο απομονωμένο χωριό μου. Κάτι σύνηθες για τα δεδομένα μου. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι, όλο και κάποιος θα μου κατέφθανε, κατά μόνας ή με παρέα. Πάντα όμως μετά από συνεννόηση. Λέω λοιπόν πως αναγκάστηκα, γιατί απλά δεν ρωτήθηκα γι’ αυτή την καλοκαιρινή επίσκεψη. Δηλαδή, θέλω να πω, πως μου τηλεφώνησαν ένα πρωινό, έτσι απλά, και με ειδοποίησαν πως κατεβαίνουν να με δουν. Ούτε που ρωτήθηκα αν μπορώ. Και «όχι» δεν μπορούσα και δεν μπορώ να πω. Ίσως η πρότερη, στενή φιλία, με τον άντρα, τον έκανε να θεωρήσει πως είχε ακόμα το ελεύθερο και την άδεια και θα μπορούσε να μου κάνει απρόσμενες επισκέψεις. Αλλά, όπως πάντα ευγενικός, με χαμόγελο τους υποδέχτηκα και με ευχαρίστηση τους φιλοξένησα. Με τον άντρα του ζεύγους είχαμε μια φιλία χρόνων. Οικογενειακή φιλία απ’ τους γονείς κι εμείς από παιδιά μαζί. Από τότε όμως που παντρεύτηκε, κάπου χώρισαν οι δρόμοι μας. Αυτός οδηγήθηκε αλλού, έγινε γιατρός, ή καλύτερα, μεγαλογιατρός, κι εγώ, ως γνωστόν, ένα ευφυές τίποτα. Δεν μέμφομαι τον εαυτό μου. Εγώ το επέλεξα, και μ’ αρέσει. Κι όσο αυτός θα συνεχίσει να θεωρείται μεγαλογιατρός, με όλα τα παραλειπόμενα αυτού του επαγγέλματος, βλέπε φακελάκια, χοντρά λεφτά, γυναίκες –αδιάφορο η νόμιμη συμβία του– θέσεις, οφίκια, και δε συμμαζεύεται, άλλο τόσο κι εγώ θα με θεωρώ ένα ευφυές τίποτα. Ή καλύτερα, κάτι ακόμα πιο ευφυές κι ακόμα πιο τίποτα. Παρενθετικά αναφέρω πως, γι’ αυτό το λόγο, εδώ και χρόνια, μετά το περιστατικό του καλοκαιριού που θ’ αναφέρω, έχω αποσχιστεί σε ένα μικρό κτηματάκι που κατέχω στο χωριό μου και μένω εκεί μόνιμα, σκαλίζοντας τον κήπο μου και προσέχοντας τα χωράφια και τις ελιές μου.
Ημέρες της καρέκλας
13