


ΤΙΤΛΟΣ
Σ Έ ΙΡΑ
Έλληνική Λογοτεχνία [1358] 0523/12
COPYRIGHT© 2023
ISBN 978-618-205-430-7
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση
και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

Η αγριόπαπια ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ Θεοδόσης Μοσχόπουλος

Τ

ο Λιβάδι είναι ένας βαλτότοπος στην
Κεφαλονιά, που εκτείνεται σε μεγάλη
έκταση στη νοτιοδυτική πλευρά του νησιού,
στον μυχό του ομώνυμου κόλπου, ανάμεσα
στα βουνά Κρίκελο και Σκαβδολίθι. Άλλο εί
ναι ο βάλτος και άλλο το έλος. Ο βάλτος εί
ναι ένας τόπος φωτεινός, μια λιμνούλα, όπου
στην επιφάνειά της φυτρώνουν χορτάρια και
στο νερό καθρεφτίζεται ο ουρανός. Το έλος
είναι ένας τόπος γεμάτος λασπόνερο. Τα νε
ρά εκεί δεν είναι μόνο ακίνητα, είναι και σκο
τεινά. Είναι νερά που καταπίνουν το φως στο
σκοτεινό λαρύγγι τους. Είναι ένας βρομερός
λάκκος με πρασινωπή λάσπη, όπου η ζωή, η
οποιαδήποτε ζωή, σαπίζει εκεί μέσα, επιστρέ
φοντας στο βρεγμένο χώμα.
Το Λιβάδι της Κεφαλονιάς είναι ένας παρά
κτιος υγρότοπος γεμάτος βούρλα, κύπερες, αρμυρίκια και ξεθωριασμένο χορτάρι. Είναι δι
άσπαρτος από μικρές αλμυρές λίμνες και λακ
κούβες γεμάτες βούρκο. Κατά μήκος της αμ
μουδιάς υπάρχουν τα ερείπια από τις παλιές
αγροτικές φυλακές. Σώζεται ακόμη το ανάχω
μα του παλιού μόλου, όπου άραζε το καΐκι που
έφερνε τρόφιμα για τους κρατουμένους. Ο πα
λιός αυτός μόλος που παραμένει ακόμη λείος
και στέρεος χωρίς κανένα ράγισμα είναι κι ένα
προπύργιο της στεριάς εναντίον του μεγάλου
εισβολέα, της θάλασσας. Όταν έχει νοτιά, τε
ράστιες ποσότητες από φύκια κατακλύζουν
την αμμουδερή παραλία. Είναι τα νεκρά φύλ
λα της Ποσειδωνίας που παρασύρονται από τα
θαλάσσια ρεύματα και καταλήγουν στην ακτή
προστατεύοντάς την από τη διάβρωση.
Τον χειμώνα πολλοί μικροχείμαρροι κατε
βάζουν νερό από τα γύρω πετρώδη βουνά και
τα χρώματα στον βάλτο γίνονται γκρίζα. Το
Λιβάδι τότε γίνεται ένας μοναχικός τόπος που
τον κάνουν μοναχικότερο οι κρωγμοί των πα
ρυδάτιων πουλιών που ζουν μέσα στον βάλτο.
Είναι αγριόπαπιες, σταχτοτσιχνιάδες, αργυρο
τσιχνιάδες, κορμοράνοι, αγριόχηνες, καλαμό
κιρκοι, φαλαρίδες και άλλα αποδημητικά που
λιά που, στις αρχές του Οκτώβρη, έρχονται στο
Λιβάδι από τον μακρινό βορρά για να παραχει

μάσουν στον βάλτο. Γι’ αυτά τα πουλιά το Λι
βάδι είναι το βασίλειό τους. Περνούν εκεί τον
χειμώνα τους ειρηνικά. Ο θάνατος έρχεται μό
νο από το κυνήγι του ανθρώπου.
Στην ανατολική πλευρά του βάλτου, εκεί
όπου ο δρόμος ανηφορίζει για την Κριτωνού, υπάρχει ένα παλιό πετρόχτιστο σπίτι με κόκ
κινα κεραμίδια που είναι ακατοίκητο. Ένας με
γάλος φοίνικας δεσπόζει στην είσοδο της αυ
λής. Γύρω από τα κλειστά παράθυρα είναι
απλωμένοι ιστοί αράχνης που την ημέρα, όταν
έχει ήλιο, αστραφτοκοπάνε στον άνεμο για να
παγιδέψουν τα κουνούπια του βάλτου. Έξω από
την αυλόπορτα υπάρχει ένα χαμηλό γείσωμα
που διοχετεύει νερό από ένα μικρό ρυάκι σε μια
πέτρινη γούρνα, απ’ όπου το νερό ξεχειλίζει και χάνεται.
Αυτό το σπίτι ανήκε παλιά σ’ ένα κτηματία
της περιοχής, τον Πέτρο Αβλάμη, που σκοτώ
θηκε στην Αλβανία στον πόλεμο του ’40. Με
τά τον πόλεμο το σπίτι πουλήθηκε. Το αγόρα
σε ένας Ιταλός, ο Λουίτζι Αρντιτσόνε, που στην
Κατοχή υπηρετούσε στρατιώτης στο νησί και
γλίτωσε ως εκ θαύματος από τη μεγάλη σφα
γή που προκάλεσαν οι Γερμανοί στους Ιταλούς
του νησιού στη φονική σύρραξη, τον
Σεπτέμβριο του 1943. Δεν ήθελε να γυρίσει πί
σω στην πατρίδα του και έμεινε μόνιμα στο νη

σί. Λίγο αργότερα αγόρασε και δύο στρέμμα
τα καλλιεργήσιμη γη με λακκούβες ολόγυρα
γεμάτες νερό και ζούσε εκεί όλον τον χρόνο.
Ήταν είκοσι πέντε χρονών, όταν τελείωσε ο
πόλεμος. Είχε όμως μία παράξενη σιλουέτα.
Ήταν ψηλός, αλλά λίγο καμπούρης, και το μι
κρό μελαψό κεφάλι του ξεφύτρωνε απότομα
από ένα παράξενο εξόγκωμα που είχε στην
πλάτη του. Είχε μακριά γενειάδα και σκοτεινά
μάτια. Το μαυριδερό πρόσωπό του είχε βαθιές
μαύρες βούλες σαν να τον είχαν τρυπήσει σφαί
ρες. Ήταν ένας άνθρωπος σιωπηλός και φιλέ
ρημος. Ακόμα και το χαμόγελό του, συνήθως
ανυπόκριτο, έμοιαζε σφιγμένο και βεβιασμέ
[...] Η αγριόπαπια είχε χτυπηθεί στο

πίσω μέρος των φτερών, προς τη φορά

που είχε το πέταγμά της. Γι’ αυτό και γλίτωσε. Αν την είχαν χτυπήσει στο στήθος θα την είχαν σκοτώσει.
Η Μέμα πήρε την αγριόπαπια στην αγκαλιά της, τη σκέπασε με το αδιάβροχό της και συνέχισε τον δρόμο για το χωριό. Είχε πάρει την απόφαση να περιθάλψει με όποιο τρόπο μπορούσε το λαβωμένο αγριοπούλι και να το κάνει να πετάξει για τα μακρινά μέρη. Περίμενε βέβαια να αντιμετωπίσει επικρίσεις, μια σιωπηλή αλλά έκδηλη αποδοκιμασία από τη μητριά της και προετοιμαζόταν να πάρει αμυντική θέση. [...]
ISBN 978-618-205-430-7
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ.: 210 64 31 108


ocelotos@ocelotos.gr
www.ocelotos.gr