Η αλμύρα που μίσησα

Page 1

κωνσταντινοσ θεοφανελησ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΕΛΗΣ

Η αλµύρα η αλμύρα που μίσησα µίσησα που ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

2η ΕΚ∆ΟΣΗ

ΕΕ ΚΚ ∆ Δ ΟΟ ΣΣΕΕΙΙΣΣ

ο σ ε λ ότ ο ς


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Copyright© 2011 Δευτερη Εκδοση ISBN

Η αλμύρα που μίσησα Κωνσταντίνος Θεοφανέλης Λογοτεχνία [1358]0411/08 Κωνσταντίνος Θεοφανέλης Αθήνα, Ιούλιος 2011 978-960-9499-66-8

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

e-mail:


1

Ε

ίχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει καθώς τα δύο αγόρια βάδιζαν σιωπηλά το ένα πλάι στο άλλο. Σε τούτη την εποχή του χρόνου το σκοτάδι έρχεται νωρίς. Προχωρημένος Νοέμβρης και το κρύο έτσουζε τα ακάλυπτα χέρια και τα πρόσωπά τους. Ο Γρηγόρης αναβόσβησε για μια στιγμή το φακό του, πιότερο για να βεβαιωθεί για την κατάσταση της μπαταρίας του παρά για να φωτίσει τα βήματά τους. Υπολόγισε πως το λιγοστό φως της ημέρας θα κρατούσε και θα αρκούσε έως ότου έφταναν στον προορισμό τους. Μετά, ασφαλώς και θα τους ήταν απαραίτητος ο φακός. Πάταγαν τα βήματά τους προσεκτικά ωστόσο αρκετά βιαστικά. Το τοπίο όμοιο με εκείνο που συναντά κανείς σε ολάκερο το νησί. Μέσα στο λιγοστό φως της ημέρας που έφευγε, παντού τριγύρω τους αναδύονταν ολόκληρα σμήνη τραχείας και μαύρης πεύκης, ενώ τα ρείκια, οι κουμαριές, οι λυγαριές και πολλά άλλα είδη τους συντρόφευαν στη διαδρομή τους. Το κρύο περόνιαζε όλο και περισσότερο τα μέλη τους και η ψυχή τους διακατεχόταν από ένα ανάμεικτο συναίσθημα ευχαρίστησης, φόβου και μελαγχολίας. — Όπου να ’ναι φτάνουμε. Η σιωπή του χειμωνιάτικου δάσους ράγισε, για μια μόλις στιγμή, από τη χαμηλόφωνη παρατήρηση του Γρηγόρη. — Να, η σπηλιά Γρηγόρη, κοίτα! — Η Δρακότρυπα! Θα καταφέρουμε λες να τον βρούμε; Δεν πιστεύω πως θα ’ ναι εύκολο. Άναψαν τους φακούς τους και πέρασαν με προσεκτικά βήματα την είσοδο της σπηλιάς. Έξω είχε σχεδόν απλωθεί τελείως το σκοτάδι, ωστόσο αυτό τους ήταν πλέον αδιάφορο καθώς μέσα στη σπηλιά δεν θα είχε γι’ αυτούς καμία διαφορά, ακόμη κι αν είχαν κατορθώσει να φτάσουν κάπως νωρίτερα. Βεβαίως, δεν θα ήταν δυνατό να φτάσουν νωρί-


4

κωνσταντινοσ θεοφανελησ

τερα. Είχαν ξεκινήσει μισή περίπου ώρα πριν από το Λιμένα με το μηχανάκι του Μιχάλη. Ακριβώς στη συμφωνηθείσα ώρα της εκκίνησης. Στο δρόμο έτρεχαν όσο γρήγορα τους επέτρεπε το «πενηνταράκι» τους. Έφτασαν στην Παναγία, όπου άφησαν το μηχανάκι στην πλατεία του χωριού κι από κει με τα πόδια και με όσο ταχύ βήμα τους επέτρεπε το τοπίο και το σκοτάδι, που είχε αρχίσει να πέφτει, είχαν φτάσει μέχρι εκεί. Στη σπηλιά της Δρακότρυπας· ένα ανεξερεύνητο στο μεγαλύτερο μέρος του σπήλαιο, με σημάδια του ανθρώπου της νεολιθικής εποχής. Ένα δαιδαλώδες σπήλαιο με σταλακτίτες, που μέσα του θα έπρεπε να αναζητήσουν το κρυμμένο κουτί. Τα δυο αγόρια έστρεφαν τους φακούς τους δεξιά κι αριστερά, πάνω και κάτω, ψάχνοντας. —Γρηγόρη κοίτα, να ’ τος ο δράκος! Ο Γρηγόρης έστρεψε το βλέμμα του προς την κατεύθυνση που χάρασσε στον σκοτεινό αέρα το φως του φακού του φίλου του. Εκεί, στο τέλος της φωτεινής δέσμης, δέσποζε ένας επιβλητικός σταλακτίτης σε σχήμα δράκου. — Ναι Μιχάλη, η Δρακότρυπα! Από πού λες να αρχίσουμε. Θα πρέπει να υπάρχει κάποια λογική για το μέρος που θα το έχουν κρύψει. Πως λες να σκέφτηκαν; — Έχεις δίκιο, είναι αδύνατο να ψάξουμε σπιθαμή προς σπιθαμή αυτήν την σπηλιά μέσα στο σκοτάδι. Μάλλον θα πρέπει πρώτα να σκεφτούμε αντί να ψάχνουμε στα τυφλά χωρίς πρόγραμμα και σχέδιο. Τα δυο αγόρια έριξαν μια ματιά τριγύρω στο χώρο, όσο τους το επέτρεπαν οι δυο δεσμίδες φωτός. — Αν ήσουν εσύ που θα το έκρυβες; — Αν εγώ έκρυβα έναν θησαυρό μέσα σε μια σπηλιά που λέγεται Δρακότρυπα, σίγουρα θα έβαζα με κάποιο τρόπο ως σημάδι το δράκο. — Ναι, αλλά πώς; Ωραία, το δράκο τον βρήκαμε αμέσως. Λογικά θα πρέπει να είναι κάπου προς τα κει που κοιτάζει ο δράκος, τι λες κι εσύ;


η αλμυρα που μισησα

— Ναι μάλλον. — Τώρα, βέβαια, στους χάρτες των κρυμμένων θησαυρών μετράνε και βήματα έτσι; Θέλω να πω δεν αρκεί να ξέρεις προς τα πού θα πας αλλά και που ακριβώς θα σταματήσεις! — Εντάξει ρε Γρηγόρη, αλλά μην ξεχνάς ότι εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα παιχνίδι, δεν πιστεύω να το έφτασαν και τόσο μακριά! Αν και εκείνον τον Κώστα φοβάμαι, έχει μια τάση να περιπλέκει τα πράγματα. Πάντως θα πρέπει να είναι σε κάποιο σημείο που, αν δεν μπορέσουμε να τον βρούμε σήμερα εμείς, να μπορέσουν εκείνοι να τον βρουν αύριο το πρωί. Άρα δεν νομίζω να διακινδύνευσαν να μην μπορούν ούτε κι εκείνοι να βρουν το θησαυρό που έκρυψαν. Μάλλον δεν θα είναι θαμμένος στη γη, αυτό θα είχε δυσκολίες και για τους ίδιους ακόμη στον εντοπισμό του. Μάλλον θα είναι κάπου σε κάποια άκρη της σπηλιάς ή ίσως κάτω από καμιά μεγάλη πέτρα ή κάτι τέτοιο. — Μακάρι να είναι όπως τα λες, γιατί αν τον έχουν θάψει, βλέπω να χάνουμε. Βέβαια οι κανόνες είναι αυστηροί, κι αν ακόμη τον έχουν θάψει θα πρέπει να υπάρχει κάποιο σημάδι για την ακριβή του θέση, κάποιο σημάδι που να μπορούμε να το σκεφτούμε και να το βρούμε κι εμείς, ωστόσο κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ δύσκολο. Δεν μπορούμε να μείνουμε κι όλο το σαββατόβραδο εδώ και να σκεφτόμαστε! — Νομίζω ότι η δυσκολία θα πρέπει να περιορίζεται στο μέρος που επέλεξαν να τον κρύψουν και στην ώρα που θα έπρεπε, κατά τη συμφωνία μας, να ξεκινήσουμε από κάτω, είπε ο Μιχάλης. Δεν είναι ανατριχιαστικά εδώ, πρόσθεσε μετά από λίγο. — Ευτυχώς είναι χειμώνας και δεν έχει φίδια αλλιώς δεν υπήρχε περίπτωση να μπω εδώ μέσα! Όπως και να ’χει όμως είναι αρκετά τρομαχτικά. — Λέω να πάμε προς την κατεύθυνση που κοιτάζει ο δράκος και να ψάξουμε είτε για κάποιο αντικείμενο στη δι-

5


6

κωνσταντινοσ θεοφανελησ

αδρομή –καμιά μεγάλη πέτρα ας πούμε–, είτε στο τοίχωμα της σπηλιάς, τι λες; Ο Γρηγόρης συμφώνησε. — Λοιπόν, συνέχισε ο Μιχάλης, εγώ θα σταθώ μπροστά στα «μάτια» του δράκου και θα φωτίσω ίσα απέναντι. Εσύ θα προχωράς με το φακό σου προς την κατεύθυνση εκείνη. Μερικά λεπτά αργότερα διαπίστωναν με απογοήτευση ότι το σχέδιό τους είχε αποτύχει. Πουθενά, σ’ εκείνη τη διαδρομή δεν υπήρχε τίποτε αξιοπρόσεκτο. Ούτε ο ίδιος ο θησαυρός ούτε κάποιο άλλο σημάδι. Τα δυο αγόρια κάθισαν στο χώμα με την απογοήτευση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους. — Δε μπορεί, είπε ο Μιχάλης, δε μπορεί να τον έχουν θάψει. Πως θα μας έδειχναν το σημάδι που θα μας οδηγούσε αν τον είχαν θάψει! Ούτε είναι δυνατόν να μη σχετίζεται με το δράκο. Τι διάολο, στη Δρακότρυπα είμαστε! Πρέπει να σκεφτούμε ξανά, που κάνουμε το λάθος. Σίγουρα το σημάδι είναι ο δράκος. Ακολούθησαν αρκετά λεπτά σιωπής. Έξω ο αέρας δυνάμωνε και πλήγωνε την εκκωφαντική ησυχία του δάσους, που έδειχνε να κοιμάται. Τα δυο αγόρια εξακολουθούσαν να κάθονται στη σπηλιά με συντροφιά το φως του ενός μόνο φακού, καθώς σκέφτηκαν να σβήσουν το δεύτερο για οικονομία στην μπαταρία. Βεβαίως και είχαν προνοήσει για εφεδρικές μπαταρίες αλλά ποτέ δεν ξέρεις. Άλλωστε ήταν βράδυ στο βουνό και κανείς, εκτός από τον Κώστα και τον Αντώνη, δεν γνώριζε που ακριβώς βρίσκονταν. Εκείνοι όμως θα τους αναζητούσαν και θα τους συναντούσαν το επόμενο πρωί. Μέχρι τότε κανείς απολύτως δεν θα ήταν δυνατό να τους αναζητήσει σε κείνο το μέρος εάν κάτι τους συνέβαινε. Αυτό έκανε το παιχνίδι πιο συναρπαστικό. Ο κίνδυνος είναι πάντα συναρπαστικός. — Τι γίνεται με τη Χριστίνα; ρώτησε ο Γρηγόρης. — Σαν τι να γίνει δηλαδή; Αφού ξέρεις. Τίποτα. Τίποτα απολύτως.


η αλμυρα που μισησα

— Δεν της μίλησες; — Και τι να της πω δηλαδή; Δεν φαίνεται ότι δε με γουστάρει; Αφού την βλέπεις πως τον κοιτάζει εκείνον όταν είμαστε στην καφετέρια. Δεν μπορώ δηλαδή να καταλάβω ρε γαμώτο. Πρέπει δηλαδή να γεράσουμε για να μας γουστάρουν οι γκόμενες της τάξης μας; Θέλουν άντρες με εμπειρία λέει, έτσι μου είπε μια φορά η Γιάννα! Εμπειρία! Τι να τους κάνουν λέει τους δεκαεξάρηδες. Άσε που η εφηβεία μάς ασχημαίνει λένε, οι μούρες μας είναι γεμάτες σπυριά! — Έλα τώρα, μη στεναχωριέσαι. Βγάζεις άκρη με τις γυναίκες; — Ξέρεις τι νιώθω για ’ κείνη ρε Γρηγόρη, δεν ξέρεις; Ξέρεις πόσο τρυφερά νιώθω για ’ κείνη. Μόνο να της κρατάω το χέρι θέλω, μόνο να βλέπω το πρόσωπό της. Κι εκείνη… φιλικά λέει, είμαι πολύ καλό παιδί λέει… Όλο τέτοια λέει. Μόνο πώς να μάθω να κοιμάμαι τα βράδια δε μου λέει... Θα φύγω Γρηγόρη. Θα φύγω στο λέω. Δυο χρόνια ακόμη και θα φύγω. — Καλά, ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά και ας συγκεντρωθούμε στο σκοπό μας. Δεν θα αντέξω τα ειρωνικά τους μούτρα αύριο το πρωί, αν κατέβουμε απόψε μ’ άδεια χέρια. Ακολούθησαν μερικά λεπτά σιωπής. Οι σκέψεις του Μιχάλη, αφού συγκρούστηκαν ηχηρά στα τοιχώματα της σκοτεινής σπηλιάς, είχαν ξεχυθεί στο δάσος για να αναπνεύσουν τον καθαρό παγωμένο αέρα, σαν για να ημερέψει το άγριο χτύπημα της καρδιάς του. Η Χριστίνα. Έξαφνα, σαν να τον είχε συνεφέρει κάποιος με δυο δυνατά χαστούκια, πετάχτηκε όρθιος τρομάζοντας το Γρηγόρη, που τον κοιτούσε αποσβολωμένος. — Μα ναι, φώναξε δυνατά, πως δεν το σκεφτήκαμε νωρίτερα; Το σημάδι είναι ο δράκος, δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Γιατί όμως θα πρέπει να δείχνει με το βλέμμα του προς το σημείο, δηλαδή προς τα μπρος κι όχι προς κάποια άλλη κατεύθυνση; Ας πούμε προς τα πίσω. Έλα, ας δοκιμάσουμε. Ο δράκος βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της σπη-

7


8

κωνσταντινοσ θεοφανελησ

λιάς, επομένως θα μπορούσε να ισχύει κι αυτό, ας ψάξουμε πίσω από το δράκο. — Κάτι υπάρχει εδώ, φώναξε ο Γρηγόρης. Εδώ, στο τοίχωμα της σπηλιάς, υπάρχει μια μεγάλη πέτρα, βοήθησέ με λίγο να την τραβήξουμε. Δευτερόλεπτα αργότερα κρατούσαν στα χέρια τους ένα μικρό μεταλλικό κουτί. Το άνοιξαν. Μέσα του υπήρχε ένα διπλωμένο φύλλο τετραδίου στο οποίο ήταν γραμμένη η λέξη «Θησαυρός». Είχαν κερδίσει σ’ αυτό το γύρο. Αύριο θα συναντιόντουσαν με τους άλλους με το κεφάλι ψηλά. Δεν τους είχε πάρει περισσότερο από μια ώρα από τότε που είχαν μπει στη σπηλιά και είχαν ήδη βρει εκείνο που έψαχναν. Βγήκαν στον καθαρό αέρα. Ο Μιχάλης κάθισε σε έναν μεγάλο βράχο που έστεκε έξω από την είσοδο της σπηλιάς. — Φεύγουμε; ρώτησε ο Γρηγόρης. — Κάτσε λίγο ρε φίλε. Γιατί βιάζεσαι; Ας καθίσουμε λίγο, τώρα δεν πιεζόμαστε. Άλλωστε τι θα κάνουμε κάτω. Θα πάμε για καφέ, θα δούμε τη Χριστίνα, θα … Είναι όμορφα εδώ, δεν είναι; Και τρομαχτικά. Δεν είναι πολύ όμορφο αυτό το τρομαχτικό τοπίο; Δεν βλέπεις τίποτε εκτός από κάποιες φιγούρες δέντρων, δεν ακούς τίποτε εκτός από τον άνεμο, κι όμως, σκέψου, ίσως τώρα κάποιος, κάποιοι, να βρίσκονται κάπου κοντά μας, ίσως και δίπλα μας και να μας παρακολουθούν. Δε σε συναρπάζει η ιδέα; Δεν είναι πολύ σαγηνευτικό να είσαι τόσο ακάλυπτος και εκτεθειμένος, να είσαι τόσο αδύναμος; — Σ’ έχει πάρει από κάτω. — Θα φύγω φίλε. Δεν μπορώ άλλο εδώ. Μ’ αρέσει το νησί, ναι, το αγαπώ το νησί, αλλά με πνίγει. Κι όταν κάτι σε πνίγει, δεν αργεί να γίνει μίσος η αγάπη. Όλα εδώ κυλούν τόσο αργά και τόσο προβλέψιμα. Ανοίγει η πόρτα στην καφετέρια και ξέρω από πριν ποιος θα μπει. Μόνο τα δυσάρεστα έρχονται απρόοπτα εδώ. Μόνο κάποιος θάνατος σε συ-


η αλμυρα που μισησα

γκλονίζει. Όλα τ’ άλλα τα περιμένουμε, τα ξέρουμε, επαναλαμβάνονται συνεχώς. Θα φύγω, τ’ ακούς; Κάπου θα περάσω και θα φύγω. Και θα πετύχω εκεί που θα πάω, να το ξέρεις. Δεν ξέρω που, δε ξέρω πως, δε με νοιάζει κιόλας. Μόνο κάπου να ’χει κόσμο και τ’ άλλα θα τα βρω. Κόσμο, περιπέτεια, γυναίκες και έρωτα. Αρκεί να μην υπάρχει μόνο μια Χριστίνα αλλά πολλές, τόσες, που να μην ξέρω ποια να διαλέξω. Ή καμία ή πολλές. Κι ύστερα, δε θα γυρίσω ποτέ ξανά πίσω στο νησί. Ίσως, έρχομαι κάποια καλοκαίρια για διακοπές, δε ξέρω. Να γυρίσω όμως όχι. Δε θα γυρίσω ποτέ πίσω. — Κι εγώ τα ίδια σκέφτομαι, πολλές φορές. Μα φοβάμαι κιόλας. Όσο θέλω να φύγω από δω, να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου και να φύγω, τόσο φοβάμαι για τη ζωή που θα στήσω αλλού. Πιστεύω πάντως πως κι εγώ θα φύγω. Για σένα θα’ ναι πιο εύκολο, βλέπεις πιστεύω πως θα περάσεις κάπου, εγώ δε ξέρω. Δεν μπορώ να πω. — Τ’ ορκίζομαι Γρηγόρη, εδώ, κάτω από τον κρύο χειμωνιάτικο ουρανό και μπροστά στο δράκο της σπηλιάς. Τ’ ορκίζομαι. O Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος. Το φως του φεγγαριού έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό. Τη μια να πέφτει πάνω στο πρόσωπό του και την άλλη να χάνεται, ο Μιχάλης κοίταξε το Γρηγόρη και χαμογέλασε. — Ξέρεις πως είναι να φωνάζει η ψυχή σου, να φωνάζει μ’ όλη της δύναμη και να μην την ακούει κανείς; Ξέρεις τι είναι να φωνάζει βοήθεια και να μη βρίσκεται κανείς να τη βοηθήσει; Να βρίσκεται στα όρια της λογικής… πως μας την είπε εκείνη τη λέξη η Αναγνωστοπούλου στην τάξη; Εσχατιά; Ναι, να βρίσκεται στην εσχατιά της λογικής και να μην τη βοηθάει κανείς; Θες να σου δείξω; Ο Γρηγόρης τον κοίταζε ανήσυχος. — Τι πας να κάνεις; τον ρώτησε. — Θα σου δείξω πως είναι. Εγώ είμαι η ψυχή μου, η ψυχή μου με τη φωνή της. Το δάσος είναι η εσχατιά της λογικής. Κοίτα με.

9


10

κωνσταντινοσ θεοφανελησ

Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά, μετά το έστρεψε παντού τριγύρω του. Έκανε το ίδιο με τα βήματά του. — Χριστίνα! φώναξε δυνατά, Χριστίνα! Είμαι στο δάσος, είμαι στα όρια της λογικής, μ’ ακούς; Συνέχισε να τριγυρνά με αργό και μετέωρο βήμα ανάμεσα στα ψηλά πεύκα φωνάζοντας δυνατότερα, ουρλιάζοντας με ραγισμένο το μέταλλο της φωνής του, μπρος στο ανήσυχο, σχεδόν φοβισμένο, βλέμμα του Γρηγόρη. — Χριστίνα μ’ ακούς; Είμαι στην εσχατιά της λογικής και του πόνου. Βοήθησέ με! Βοήθησέ με! Αν κάνω ένα ακόμη βήμα θα χαθώ, θα πέσω. Βοήθησέ με! Χριστίνα! Χριστίνα! Βοήθησέ με! Χαμήλωσε το κεφάλι και στάθηκε. Η ένταση της φωνής του χαμήλωσε και έσπασε ακόμη περισσότερο. – Βοήθησέ με… — Είσαι καλά; Ο Γρηγόρης τον πλησίασε έντρομος. Είσαι καλά φίλε; Ο Μιχάλης σήκωσε το βλέμμα του, χαμογέλασε ένα πικρό χαμόγελο: –Κατάλαβες τώρα πώς είναι; τον ρώτησε. Έτσι, να φωνάζεις, να φωνάζει η ψυχή σου, ολόκληρη η ύπαρξή σου, να ζητά βοήθεια κι εκείνη να μην είναι εκεί να ακούσει. Να πέφτεις κι εκείνη να μην γνωρίζει καν πως πρέπει να σου πιάσει το χέρι για να μην πέσεις. Κατάλαβες τώρα πως είναι;


η αλμυρα που μισησα

2

Τ

ο πλοίο είχε αποπλεύσει ένα τέταρτο της ώρας νωρίτερα από το λιμάνι της Κεραμωτής και είχε διανύσει περίπου τη μισή απόσταση. Σε λίγα λεπτά θα έφτανε στο νησί. Στο νησί! Πάντα ήταν όμορφο το νησί τούτη την εποχή του χρόνου. Στο πρώτο ξύπνημα των ευαίσθητων λουλουδιών, το πρώτο αντάμωμα των υγρών ευωδιών. Στεκόταν στο ψηλότερο κατάστρωμα του πλοίου και ατένιζε την πλώρη του που έσκιζε το νερό. Ένα δειλός και καθόλου ενοχλητικός απριλιάτικος ήλιος και στο βάθος οι τόσο γνώριμες πευκόφυτες πλαγιές. Σαν το νερό η ψυχή του έτρεχε και δεν ήταν μπορετό σε κανένα χέρι να τη σταματήσει. Όλα μέσα του έμοιαζαν τώρα τόσο μπερδεμένα. Κι όμως, λίγες μέρες πριν, ακόμη και την ώρα που ξεκίναγε για το ταξίδι αυτό, έδειχνε τόσο γαληνεμένος και σίγουρος. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Χαμένος στις χιλιάδες σκέψεις του και μοιραία η αμφισβήτηση της ορθότητας της απόφασής του. Μόνο να μπορούσε να παγώσει για λίγο το χρόνο. Να έκανε, λέει, εκείνο το καράβι να κρέμεται πάνω στα χαμηλά κύματα, ως κι εκείνα τα δελφίνια που έτρεχαν παιχνιδιάρικα δίπλα του να κρέμονται για λίγο με τις γελαστές μουσούδες τους στον αέρα. Κι οι δεκάδες γλάροι να μην έδειχναν λέει πορεία, αλλά απλά να συμπλήρωναν ετούτο το όμορφο ανοιξιάτικο τοπίο. Κι εκεί, στο κρεμασμένο, το πιασμένο απ’ το άπειρο τοπίο, εκείνος να μπορούσε ξανά να σκεφτεί, να ζυγιάσει ξανά τα πράγματα, να περάσει από χίλιες δυο δοκιμές τις αποφάσεις του. Κι όσο τα μίλια πετιούνται με ορμή πίσω του, τόσο εκείνος να αμφιβάλει περισσότερο, τόσο να αγωνιά και ναι, τώρα πια το ένιωθε καθαρά, να φοβάται. Κι ο φόβος του διπλός, να μοιράζεται στα χρόνια που έφυγαν και πιότερο, ίσως, σε κείνα που τον περίμεναν μπροστά.

11


12

κωνσταντινοσ θεοφανελησ

Βαρύς ο όρκος, μα πάντα πιο βαριά η ανάγκη. Είκοσι δύο φορές πέρασε η άνοιξη από τούτα δω τα μέρη, σταλμέτα χρόνιακιτης συντελεσθείσης εδώ το καιΜιχάλη. καιρούς νη απ’ την ανάγκη απ’ήδη το ριζικό, ψάχνοντας του «Εγώ», μια ομάδα ετερόκλητων Σε σπηλιές,Επανάστασης σε πευκόφυτες πλαγιές, σε κουμαριές και λιόμεταξύ τους ανθρώπων και χαρακτήρων βρέθηκε, δεντρα, σε δαντελωτές παραλίες και καλά κρυμμένους γαοδηγημένη από δικές της αποφάσεις ή αποφάσεις άλλων, λαζοπράσινους κόλπους. Άλλες τόσες έφυγε άπραγη παίρνα διάγει την καθημερινότητά της σε ένα μικρό νησί του νοντας το τελευταίο πλοίο για τη στεριά, πάντοτε όμως με Βορείου Αιγαίου. Μέσα στο γενικότερο προβληματισμό για την πίστη την αλαζονεία τουανθρώπου θανάτου. είναι Όσεςπράγματι κι αν ήταν το εάνκαι οι αποφάσεις του κάθε διοι θάλασσες και τα βουνά που έκρυβαν το Μιχάλη. κές του κι αν ο ανθρώπινος χαρακτήρας μπορεί να αλλάξει Όλους καιρούς δεν είχε πατήσει ποτέπου το εξαιτίαςαυτούς κάποιουτους γεγονότος ή πάθους ή εάν απλά αυτό πόδι φαντάζει του στο νησί. Ούτε κι όταν πέθανε ο πατέρας του και ως αλλαγή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εξέλιτόσοιξηάλλοι. Δεν ήξερε τα βαθύτερα αίτια. Οτοόρκος, τοτων μίπρος εκείνο που ήταν να γίνει, στήνεται σκηνικό σος του, η αγάπη; Ίσως και να μην υπήρχε καν κάποια βασυγκρούσεων χαρακτήρων, παθών και συναισθημάτων, με θύτερη αιτία. πάντοτε Μόνο που ήταν στηντης επιθυμία τουμιας να απώτερο στόχο τηνπιστός κατάκτηση ευτυχίας, μην το κάνει. με Έτσι, γιατί η θάλασσα γαλάζιαγια κι οτον ήλιος ευτυχίας διαφορετικό νόημα καιείναι περιεχόμενο κακαυτός. Έτσι, γιατί οιήρωας άνθρωποι πεθαίνουν. θένα. Κεντρικός ο Μιχάλης, ένας μεσήλικας οπαδός μιας νιτσεϊκής ερμηνείας της ηθικής, που αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αθήνα και να επιστρέψει μετά από είκοσι δύο χρόνια στο νησί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο νησί και την αλμύρα του, που αγάπησε και μίσησε έντονα και παθιασμένα. Στην αλμύρα, που άλλοτε τόπος κι άλλοτε συναίσθημα υγρό, πότισε τους ανθρώπους και το ριζικό τους.

Σ

ISBN 978-960-9499-66-8 Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr


η αλμυρα που μισησα

3

Μ

ετά τα συμβάντα του ’22 πολυάριθμοι ήταν οι πρόσφυγες που είχαν βρεθεί σε τούτη τη γωνιά της Μάνας Ελλάδας. Στο νησί είχαν στηθεί δύο προσφυγικοί συνοικισμοί για να τους υποδεχτούν, ο ένας στο Λιμένα, την πρωτεύουσα του νησιού κι ο άλλος στο νότιο άκρο του, στα Λιμενάρια. Στο συνοικισμό του Λιμένα είχαν στηθεί δυο τρεις σειρές σπιτιών, στο ανατολικό άκρο του χωριού, η πρώτη μπροστά στη θάλασσα και η δεύτερη, σχεδόν παράλληλα με την πρώτη, ακριβώς πίσω της. Δεκάδες οικογένειες είχαν αναζητήσει εκεί την ελπίδα να χτίσουν ξανά τη ζωή τους απ’ την αρχή. Μέσα στους μπόγους με τα λιγοστά υπάρχοντα που είχαν καταφέρει να περισώσουν αναζητούσαν τις ρίζες που θα έπιαναν σε κείνη τη γη, τη μακρινή από τις πρώτες πατρίδες τους –Αϊβαλί, Τσεσμέ, Πέργαμος, Τσανταρλί, Σμύρνη και τόσα άλλα μέρη. Άνθρωποι που κάποτε υπήρξαν νοικοκυραίοι και περήφανοι, άνθρωποι με βαθιά χαρακωμένα πλέον τα πρόσωπά τους από τον πόνο και την αγωνία. Τα σπιτάκια με τις μεσοτοιχίες, δέχτηκαν τους κατατρεγμένους οι οποίοι το πρώτο που έκαναν σαν πέρασαν το κατώφλι ήταν να στολίσουν τις μικρές αυλές τους με γλάστρες με βασιλικά και λουλούδια και να φρεσκοασπρίσουν τους τοίχους. Έτσι, για να νιώσουν και πάλι νοικοκυραίοι και περήφανοι, γιατί η πάστρα δεν έχει να κάνει με τη φτώχια της τσέπης αλλά της ψυχής. Τούρκους τους φώναζαν τότε οι ντόπιοι, ωστόσο τόσο είχε σφίξει ο πόνος τις καρδιές τους που δεν τους άγγιζαν εύκολα εκείνα τα σχόλια. Εκείνοι ήξεραν τον Τούρκο και την μπότα του. Όχι όλων βέβαια. Ο Μιχάλης θυμόταν τον παππού του που συνήθιζε, τα κρύα βράδια του χειμώνα, πλάι στην ξυλόσομπα, που φώτιζε το μικρό κουζινάκι, να του διηγείται ιστορίες από κείνα τα χρόνια. Κι εκείνος, μικρός βέβαια τότε, μικρό παιδί είχε

13


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.