μυθιστόρημα
Τίτλος:
Η παρέα του Σουνίου Διορθώσεις - Eπιμέλεια:
Αγγελική Τσέλιου
Εξώφυλλο:
Μαρίνα Ρούσσου
Οπισθόφυλλο - Σελιδοποίηση:
Νικόλας Μιχαλόπουλος-Κράλλης
Copyright©
Αριστείδης Μιχαλόπουλος
Πρώτη Έκδοση:
Φεβρουάριος, Αθήνα 2024
ISBN 978-618-205-551-9
Επικοινωνία με τον συγγραφέα:
www.aristides.gr
Τηλ.: 6934166022 falstaff.publications@gmail.com
Το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καβάφη στη σύνθεση του εξωφύλλου και οπισθοφύλλου προέρχεται από φωτογραφία
που ανήκει στη συλλογή του κυρίου Κώστα Κούτρα
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα
ΤΗλ. : 210 6431108
e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com
www. ocelotos. gr
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
Του συνονόματου φίλου μου
Αν ήταν ποτέ δυνατόν˙
Στις αρχές Αυγούστου του 1932 φτάνουν στην Ελλάδα, για μία εβδομάδα διακοπών μαζί με τις οικογένειές τους, οκτώ έφηβοι, οι οποίοι, στη μετέπειτα ζωή τους, θα εμπλουτίσουν με το λογοτεχνικό τους έργο τη συλλογική φαντασιακή αντίληψη του 20ού αιώνα� Στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο «Ποσειδώνιον», στο Σούνιο της Αττικής, 75 χιλιόμετρα από την Αθήνα, βρέθηκαν καθένας τους για διαφορετικούς λόγους� Η δεκαεννιάχρονη Βιρτζίνια Στήβεν, που αργότερα θα υιοθετήσει το επώνυμο του συζύγου της, Γουλφ, μαζί με τον πατέρα της και την αδελφή της, επισκέπτεται την Ελλάδα για δεύτερη φορά: τα δύο κορίτσια, παρέα με τον πρόωρα χαμένο στο μεταξύ αδερφό τους, είχαν ταξιδέψει εδώ την προηγούμενη χρονιά και, ενθουσιασμένοι μ’ αυτά που είχαν δει, είχαν υποσχεθεί να επιστρέφουν κάθε χρόνο� Πράγματι, η Βιρτζίνια Γουλφ έκανε δύο ταξίδια στην Ελλάδα, το πρώτο το 1906 και το δεύτερο τη χρονιά στην οποία τοποθετείται η δράση του βιβλίου� (Κεφ� 1) Ο συνομήλικος της νεαρής Αγγλίδας, παριζιάνος Μαρσέλ Προυστ καταφτάνει μ’ ένα βουνό αποσκευές, την αγαπημένη του μητέρα και τη λατρευτή του γιαγιά� Το ταξίδι το είχε προγραμματίσει η δεύτερη για
να τραβήξει τον εγγονό της από τις κακές, κατά τη γνώμη της, παρέες του στο Μπαλμπέκ όπου παραθέριζαν έως τότε� Στην Αθήνα θα συναντούσαν και κάποιους μακρινούς τους συγγενείς οι οποίοι συγγένευαν, υποτίθεται, με επίσης μακρινούς απογόνους της βαυαρικής βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας που είχε προμηθεύσει τον πρώτο μετά την απελευθέρωση ηγεμόνα της το 1834� (Κεφ� 2)
Ο Τζέρομ Ντέιβιντ Σάλιντζερ καταλύει στο ίδιο ξενοδοχείο με τους φανταστικούς του γονείς και τον φανταστικό μεγάλο αδελφό του Σέιμορ στους οποίους θα αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιευμένης μέχρι το θάνατό του συγγραφικής του παραγωγής� Ταξίδεψε ως εδώ για να διαπιστώσει από κοντά αν είναι αλήθεια αυτά που διαδίδουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο για τη συμβολή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού πνεύματος, αλλά και για να δώσει την ευκαιρία στον ταλαιπωρημένο ψυχολογικά αδελφό του να ξεκουραστεί, αφού μέχρι τότε δεν είχε φύγει ποτέ από τη Νέα Υόρκη πιστεύοντας ότι μόνο εκεί μπορούσε ν’ αναπνεύσει� (Κεφ� 3)
Με τα χρήματα που είχε κερδίσει από ένα διαγωνισμό διηγήματος και με την προκαταβολή μιας υποτροφίας, ο δεκαεφτάχρονος Τζέημς Τζόυς κάλυψε τα έξοδα του ταξιδιού για τον εαυτό του, τους γονείς και τον αδελφό του� Θα έδινε ό,τι είχε και δεν είχε –και τότε δεν είχε και τίποτε άλλο- για να βρεθεί επιτέλους στη χώρα που γέννησε τον αγαπημένο ήρωα των παιδικών του ονείρων, τον Οδυσσέα, με τον οποίο ένιωθε να ταυτίζεται περπατώντας στο αγαπημένο του Δουβλίνο, και σκεφτόταν να γράψει ένα βιβλίο γι’ αυτό το θέμα� (Κεφ� 4)
Ο
συνομήλικος και συμπατριώτης του Τζέημς Σάμουελ Μπέκετ, ως δώρο για το τελευταίο καλοκαίρι πριν από τη φοίτηση στο κολέγιο, είχε ζητήσει από τον πατέρα του δύο εβδομάδες διακοπών στον τόπο όπου γεννήθηκε το θέατρο� Μαζί με τους γονείς και τον αδελφό του, θα ξεκουράζονταν μία εβδομάδα στο Σούνιο και την επομένη ο Σάμουελ θα τους έδειχνε από κοντά τα αρχαία θέατρα της Ελλάδας� Σε κάποιο από αυτά ήλπιζε ότι κάποτε θα παιζόταν κάποιο δικό του έργο, που θα έμοιαζε με κωμωδία, αλλά στην πραγματικότητα θα ήταν τραγωδία� (Κεφ� 5)
Τη δεκαοκτάχρονη Έμιλυ, κόρη του γερουσιαστή
Ντίκινσον από τη Μασαχουσέτη, την τρόμαζαν τα μακρινά ταξίδια� Δέχτηκε όμως να συνοδέψει τους γονείς της, τον αδελφό και την αδελφή της σ’ εκείνο το ταξίδι στους Αγίους Τόπους, μόνο και μόνο γιατί προηγουμένως θα περνούσαν μία εβδομάδα στην Ελλάδα� Τη θάλασσα, κι όλα αυτά τα χρώματα και τις ευωδιές της Μεσογείου ονειρευόταν η Έμιλυ στο πλοίο από τη Νέα Υόρκη στη Μασσαλία, όπου είχε γνωρίσει τον Τζέρομ� Στο ταξίδι από τη Μασσαλία στον Πειραιά οι δυο τους είχαν γνωρίσει και τη Βιρτζίνια, που είχε επιβιβαστεί στο ίδιο πλοίο� (Κεφ� 6)
Στο μακρύ ταξίδι με το τρένο για την Αθήνα, οι δύο Ιρλανδοί Τζέημς και Σάμουελ, που από τότε που γνωρίστηκαν είχαν γίνει αχώριστοι, είχαν εντοπίσει ένα παράξενο, λιγομίλητο αγόρι� Το έλεγαν Φραντς Κάφκα και ταξίδευε με τον αυστηρό πατέρα του, τη μητέρα του και μία αδελφή του που φαινόταν ν’ αγαπάει πολύ� Ο δεκαοκτάχρονος λιπόσαρκος Φραντς θα έκανε τα πάντα για να περάσει λίγες μέρες μακριά από τη βαριά ατμόσφαιρα της Πράγας και από την αυστηρότητα του πατέρα του� Ακόμα και τον άρρω-
στο θα υποκρινόταν για να το πετύχει, και αυτό έκανε� (Κεφ� 7)
Την ίδια εκείνη μέρα του Αυγούστου, στο ίδιο ξενοδοχείο, καταφτάνει από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, παρέα με μια γάτα τυλιγμένη στην καμπαρντίνα του, ο σχεδόν δεκαεννιάχρονος Κωνσταντίνος Καβάφης για δύο, κατασκοπευτικούς, λόγους� Ο δεύτερος ήταν για να διερευνήσει τις πιθανότητες να αναδειχθεί, αυτός κι όχι κάποιος άλλος, σημαντικότερος ποιητής της ελληνικής γλώσσας των αρχών του 20ού αιώνα� (Κεφ� 8)
Μετά το πρωινό της δεύτερης μέρας τους στην Ελλάδα, οι γνωστές από πριν Βιρτζίνια και Έμιλυ καθώς και οι συνταξιδιώτες του τρένου Τζέημς και Σάμουελ πηγαίνουν για μπάνιο� Στην ακρογιαλιά γνωρίζονται ο Τζέρομ με τον Φραντς και, στη σκιά του αιθρίου του ξενοδοχείου, ο Μαρσέλ με τον Κωνσταντίνο� (Κεφ� 9)
Το απόγευμα τα δύο κορίτσια γνωρίζονται με τους δύο Ιρλανδούς, υπό το βλέμμα και τα σχόλια του Φραντς και του Τζέρομ, ενώ ο Μαρσέλ και ο Κωνσταντίνος συνεχίζουν τη φιλολογική, και όχι μόνο, συζήτηση που είχαν αρχίσει το πρωί� (Κεφ� 10)
Το πρωινό της επόμενης τρίτης ημέρας, σχηματίζονται οι δύο τετραμελείς παρέες: τα κορίτσια γνωρίζουν τους δύο φίλους της σκιάς του αιθρίου και οι Τζέημς και Σάμουελ συστήνονται στο παιδί από την Πράγα και τον ψηλόλιγνο Αμερικανό� Από τις μέχρι τότε κουβέντες τους είναι ήδη φανερό πως και τους οκτώ τους συνδέει ένα κοινό ενδιαφέρον: η λογοτεχνία� (Κεφ� 11)
Με πρωτοβουλία του δαιμόνιου Τζέημς, οι δύο παρέες γίνονται μία, ενώ ο κατά πολύ ψηλότερος συμπατριώτης του προτείνει, το επόμενο απόγευμα κα-
θένας τους ν’ αφηγηθεί την καλύτερη ιστορία που έχει σκοπό να γράψει όταν μεγαλώσει� (Κεφ� 12)
Η ιδέα του Σάμουελ γίνεται δεκτή από τους επίδοξους νεαρούς συγγραφείς, αν και με πολλούς ενδοιασμούς τους οποίους μοιράζονται, το επόμενο πρωινό, με αυτούς που εμπιστεύονται περισσότερο από την παρέα� Συναντιούνται και αποφασίζουν για τη σειρά των αφηγήσεων� (Κεφ� 13)
Νωρίς το ίδιο απόγευμα, η Βιρτζίνια ξεκινάει πρώτη� Τους διηγείται την ιστορία ενός παιδιού που ζητούσε από τους γονείς του να τον πάνε σ’ ένα φάρο, Στον φάρο� Μετά την αφήγησή της, οι παρευρισκόμενοι σχολιάζουν αποσπάσματα και εικόνες που τους άρεσαν περισσότερο˙ το ίδιο θα κάνουν και με τις υπόλοιπες αφηγήσεις� (Κεφ� 14) Ακολουθούν ο Σάμουελ με την ιστορία δύο κακοντυμένων που περιμένουν κάποιον κύριο Γκοντό που τελικά δεν έρχεται, Περιμένοντας τον Γκοντό (Κεφ� 15), η Έμιλυ που τους διαβάζει τριάντα εφτά ποιήματά της (Κεφ� 16), ο λαλίστατος Τζέημς που τους διηγείται μία μέρα από τη ζωή κάποιου κυρίου Μπλουμ στο Δουβλίνο, Οδυσσέας (Κεφ� 17), ο Μαρσέλ με μια ερωτική ιστορία πάθους και ζήλιας ενός νεαρού κυρίου ονόματι Σουάν, Ένας έρωτας του Σουάν (Κεφ� 18), ο Φραντς με την ιστορία ενός άνδρα που κατηγορείται, άδικα μάλλον, από τις αρχές της χώρας του και οδηγείται σε δίκη, Δίκη (Κεφ� 19), ο Κωνσταντίνος που τους διαβάζει ποιήματά του που συνήθως μιλούν για κάτι παλιές, ξεχασμένες εποχές (Κεφ� 20) και τελευταίος ο Τζέρομ, με την ιστορία ενός δεκαεπτάχρονου παιδιού που το έχουν διώξει από το σχολείο και τις περιπέτειες του μυαλού του κατά τη διάρκεια της διήμερης
περιπλάνησής του στη Νέα Υόρκη, Φύλακας στη σίκαλη� (Κεφ� 21)
Το πρωινό της επόμενης, πέμπτης ημέρας γνωριμίας τους, οι νεαροί απομονώνονται μ’ εκείνον που καθένας αισθάνεται πιο κοντινό του� (Κεφ� 22) Το απόγευμα, με εξαίρεση τον Μαρσέλ και τον Κωνσταντίνο που δείχνουν να μη θέλουν ν’ αποχωριστούν ο ένας τον άλλον, τα ζευγάρια αλλάζουν: ο δειλός Φραντς συζητά με τη γεμάτη σχέδια για το μέλλον Βιρτζίνια, την ώρα που ο Σάμουελ φλερτάρει όσο λιγότερο αδέξια μπορεί την Έμιλυ και ο Τζέημς με τον Τζέρομ γνωρίζονται καλύτερα� (Κεφ� 23)
Το πρωινό της τελευταίας τους ημέρας στο Σούνιο, έχουν συμφωνήσει να το περάσουν στο λόφο του ναού του Ποσειδώνα, όπου θα βγάλουν και τη μοναδική φωτογραφία της παρέας� Η θεά Τύχη τα έχει κανονίσει μια χαρά κι έτσι, την ανηφόρα για το σημείο συνάντησης, την ανεβαίνουν ανά δύο αυτοί που μέχρι τότε δεν είχαν την ευκαιρία να μιλήσουν κατ’ ιδίαν: ο μελαγχολικός Φραντς με την ανέλπιστα τολμηρή εκείνη την ημέρα Έμιλυ˙ ο ονειροπόλος Κωνσταντίνος με τον Σάμουελ˙ ο Μαρσέλ με τον Τζέημς που ομολογούν τον αμοιβαίο θαυμασμό για τον έργο τους˙ και, τελευταίοι, ο πάντα λιγομίλητος Τζέρομ με την ανήσυχη εκείνη την ημέρα Βιρτζίνια� (Κεφ� 24)
Το ίδιο απόγευμα το περνούν καθένας με την οικογένειά του, ετοιμάζοντας τα πράγματά τους για την αναχώρησή τους την επομένη: η οικογένεια της Βιρτζίνιας για τον Πειραιά, οι Προυστ, Ντίκινσον και Κάφκα για το κέντρο της Αθήνας, οι Τζόυς για την Ιθάκη, οι Μπέκετ για την Επίδαυρο και ο Κωνσταντίνος για τα φιλολογικά του ραντεβού στην Αθήνα� (Κεφ� 25)
Είχαν ορκιστεί να έρχονται στην Ελλάδα κάθε χρόνο
Το μεσημέρι της 1ης Αυγούστου 1932, η οικογένεια
Στίβεν, έχοντας διανύσει 75 δύσκολα, για τα λιγοστά
αυτοκίνητα της εποχής, χιλιόμετρα από τον Πειραιά, έφτανε στο ξενοδοχείο «Ποσειδώνιον», που είχε χτιστεί μερικά χρόνια πριν, στον μικρό κόλπο δίπλα από το ναό του Ποσειδώνα, στο Σούνιο της Αττικής�
Η Βιρτζίνια, η Βανέσα και ο πατέρας τους Λέσλι Στίβεν είχαν φτάσει το ίδιο πρωί στο λιμάνι του Πειραιά, μετά από ένα ευχάριστο αλλά κουραστικό ταξίδι με ατμόπλοιο από τη Μασσαλία� Για τη δεκαεννιάχρονη Βιρτζίνια −που αργότερα θα δανειζόταν το επώνυμο του άντρα της και θα γινόταν γνωστή ως Βιρτζίνια Γουλφ− και τη μεγαλύτερη αδελφή της αυτή ήταν η δεύτερη φορά που επισκέπτονταν την Ελλάδα� Το πρώτο ταξίδι στην Αθήνα, μακριά από τους γονείς τους και το γεμάτο ομίχλη Λονδίνο, το είχαν κάνει τον προηγούμενο Μάιο, μαζί με τον μεγαλύτερο της Βιρτζίνια και μικρότερο της Βανέσα αδελφό τους Τόμπι, και τον μικρότερο όλων Έιντριαν� Ο Τόμπι, που είχε την ιδέα για εκείνο το ταξίδιπροσκύνημα στο λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού,
δεν ζούσε πια� Είχε πεθάνει έξι μήνες αργότερα, στο Λονδίνο, από τύφο� Εκείνη την εποχή η ασθένεια θεραπευόταν αν η διάγνωση ήταν σωστή και γινόταν εγκαίρως� Στην περίπτωση του άτυχου Τόμπι, όμως, η διάγνωση δεν ήταν σωστή�
Δεν ήταν αυτός ο πρώτος θάνατος στην πολυπληθή οικογένεια� Η μητέρα των παιδιών είχε πεθάνει μερικά χρόνια νωρίτερα, στα σαράντα της, από εξάντληση όπως έλεγαν� Την ακολούθησε η ετεροθαλής αδελφή τους Στέλλα, που είχε στο μεταξύ αντικαταστήσει τη μητέρα τους στις ευθύνες του σπιτιού�
Ο Λέσλι Στίβεν δεν πίστευε ότι μπορείς να ξεφύγεις από την ιδέα του θανάτου μ’ ένα ταξίδι στην άλλη άκρη της Ευρώπης˙ ούτε όμως διανοούνταν ν’ αφήσει τις δύο κόρες του να επιστρέψουν μόνες τους στην Ελλάδα� Πέρυσι, με τον Τόμπι και τον Έιντριαν είχαν ορκιστεί, του είπαν, να έρχονται στην Ελλάδα κάθε χρόνο και να τη γυρίσουν ολόκληρη κατασκηνώνοντας στην ύπαιθρο� Τις είχε ακούσει επίσης να λένε πως θα πέταγαν από πάνω τους το φιδοπουκάμισο της ευπρέπειας, και το σφίξιμο, και τη συμβατικότητα του Λονδίνου, και τη φήμη, και τον πλούτο, και θα επέστρεφαν εδώ για ν’ αποτινάξουν το αίσθημα ευθύνης, να γίνουν εραστές της ζωής� Θα τρέφονταν μόνο με ψωμί, με γιαούρτι, με βούτυρο και με αβγά� Ο κύριος Στίβεν, είχε εμπιστευθεί τον Έιντριαν σε μια φιλική τους οικογένεια κι αποφάσισε να τις συνοδεύσει αυτή τη φορά, ήλπιζε όμως πως θα κατάφερνε να τις πείσει να μην το ξανακάνουν� Ήλπιζε κι ότι στο ξενοδοχείο θα υπήρχε κάτι άλλο να τους σερβίρουν, πέρα από ψωμί, γιαούρτι, βούτυρο και αβγά� Καθώς τρανταζόταν πάνω στον κακοτράχαλο δρόμο προς το Σούνιο, ο κύριος Στίβεν ήλπιζε ακόμη ότι
τα κορίτσια δεν θα βαλθούν ξαφνικά να τον τρέχουν από ’δω κι από ’κει, όπως είχαν κάνει στο πρώτο ταξίδι με τους αδελφούς τους, κι ότι θα περνούσαν μια ήσυχη εβδομάδα στο Σούνιο, όπως του είχαν τόσες φορές υποσχεθεί� Αν οι δρόμοι γύρω από την πρωτεύουσα ήταν σαν αυτόν εδώ, δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται πώς θα ήταν στην υπόλοιπη χώρα�
Είχαν περάσει κιόλας δυο ώρες στο δρόμο, καθώς το ταλαιπωρημένο αυτοκίνητο έκανε πότε μικρές και πότε μεγαλύτερες –αναγκαστικές– στάσεις, κι ο κύριος Στίβεν, αφού πρώτα θύμισε στις κόρες του, γι’ άλλη μια φορά, την υπόσχεσή τους, έβαλε τη Βιρτζίνια να ρωτήσει τον οδηγό με το φθαρμένο καπέλο, πότε, επιτέλους, θα φτάσουν σ’ αυτό το Σούνιο - ή όπως
στην ευχή το έλεγαν, τέλος πάντων� Η Βιρτζίνια είχε μάθει μερικά ελληνικά από εκείνους τους οδηγούς με τους διαλόγους και λίγα ακόμη από τον Τόμπι, που όμως διέφεραν από τα ελληνικά των οδηγών� Και δεν γνώριζε ότι τα ελληνικά του Τόμπι, που διάλεξε για την περίσταση, ήταν κάπως αρχαία κι ο τρόπος που τα πρόφερε, καθαρά ευρωπαϊκή εφεύρεση�
Τα στρωτά αγγλικά από τα χαμογελαστά χείλη του οδηγού, τα οποία έστεφε ένα καλοχτενισμένο μαύρο μουστάκι, της φάνηκαν σαν σχεδία του Οδυσσέα σε φουρτουνιασμένη από τον γέρο-Ποσειδώνα θάλασσα� Ο οδηγός την καθησύχασε, λέγοντάς της ότι με τους Γερμανούς τουρίστες είναι πολύ χειρότερα� Αυτοί γνωρίζουν μόνο αρχαία ελληνικά και αρνούνται να πιστέψουν πως οι σημερινοί Έλληνες δεν τα καταλαβαίνουν� Ο ίδιος, ό,τι αρχαία ελληνικά ήξερε τα είχε μάθει από μια παρέα Γερμανών αρχαιολόγων που είχε συνοδέψει σ’ ένα δεκαήμερο γύρο της Πελοποννή-
Στις αρχές Αυγούστου του 1932 φτάνουν στο Σούνιο, για μια εβδομάδα διακοπών μαζί με τις οικογένειές τους, οκτώ έφηβοι οι οποίοι, στη μετέπειτα ζωή τους, θα εμπλουτίσουν με το λογοτεχνικό τους έργο τη συλλογική φαντασιακή αντίληψη του 20ού αιώνα.
Στο παραθαλάσσιο ξενοδοχείο «Ποσειδώνιον» βρέθηκε ο καθένας τους για διαφορετικό λόγο.
Η δεκαεννιάχρονη Βιρτζίνια Γουλφ
Ο συνομήλικος της Μαρσέλ Προυστ
Ο Τζέρομ Ντέιβιντ Σάλιντζερ
Ο δεκαεφτάχρονος Τζέημς Τζόυς
Ο συμπατριώτης του, Σάμουελ Μπέκετ
Η Έμιλυ Ντίκινσον
Ο νεαρός Φραντς Κάφκα
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης
Στη διάρκεια της εβδομάδας που περνούν μαζί αναπτύσσονται ανάμεσά τους συμπάθειες και διαμάχες, αψιμαχίες και εναγκαλισμοί, πάθη και φιλίες, αποδοχές και απορρίψεις, διαφωνίες και συναινέσεις.
Ένα απόγευμα ο λιγομίλητος Σάμουελ προτείνει ο καθένας τους να αφηγηθεί στους υπόλοιπους την καλύτερη ιστορία που θα γράψει όταν μεγαλώσει. Η ιδέα του γίνεται αποδεκτή με ενθουσιασμό.
Μία μέρα πριν αποχωριστούν επισκέπτονται τον ναό του Ποσειδώνα και βγάζουν τη μοναδική γνωστή φωτογραφία τους μπροστά από τα μνημείο.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ocelotos@ocelotos.gr www.ocelotos.gr
ISBN 978-618-205-551-9