ΚΙΡΚΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΟΥ ΚΙΡΚΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΟΥ
Μυθιστόρημα
Η σκύλα των Αθηνών ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
οσελότος ο
Τιτλος: Η σκύλα των Αθηνών Συγγραφεασ: Κίρκη Ραφαηλίδου Σειρα: Ελληνική Λογοτεχνία [092] Copyright© 2009 Εκδόσεις οσελότος και Κίρκη Ραφαηλίδου Πρώτη έκδοση: Αθήνα, Οκτώβριος 2009 ISBN 978-960-98931-2-1 Η γενική επιμέλεια της έκδοσης έγινε από το επιτελείο των εκδόσεων οσελότος Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσία (Ν.2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Πριγκηποννήσων 3, 113 63 Αθήνα Τηλ.: 210 6431108 e-mail: ocelotos@otenet.gr www.ocelotos.gr • •
•
Στην παρέα της Λογοτεχνίας
1943 - 1956
Η Γαλλίδα
Τ
ο πρώτο μεγάλο λάθος το έκανε η Ντενίζ τον Οκτώβριο του 1943 όταν στα είκοσί της παντρεύτηκε με λευκό γάμο τον Αλβέρτο Σιακή. «Ντενιζάκι, ένα ψυχικό θα κάνεις, έναν άνθρωπο θα σώσεις, αφού σου λέω ότι θα κανονίσει να βγει αμέσως το διαζύγιο μόλις περάσει η μπόρα». Αυτή ήταν η φίλη της η Νίτσα που την εκλιπαρούσε σε μελοδραματικό τόνο για να κάμψει την αντίστασή της. Ο μονότονος ήχος της βροχής κι η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος που τρύπωναν απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο του δρόμου έφερναν στη Ντενίζ μια ελαφριά ζάλη. Κουλουριασμένη εδώ και ώρα στη γωνιά του παλιού καναπέ, άρχιζε να μαζεύει θυμό απ’ τα λόγια της Νίτσας για να ετοιμάσει την άμυνά της. «Βάζουν εμένα να βγάλω τα κάστανα απ’ τη φωτιά λες και φταίω εγώ που οι Γερμανοί έχουν εξαπολύσει πάλι πογκρόμ εναντίον των Εβραίων», κατσούφιασε η Γαλλίδα κι ανακάθισε. Έστησε απειλητικά το κορμί της, φόρεσε τις γόβες της, έστρωσε τους πλισέδες στη φούστα της, έπλεξε τα χέρια της στο στήθος κι έριξε ένα αγριεμένο βλέμμα γύρω της. Τέσσερα ζευγάρια μάτια περίμεναν απάντηση. Η ξαδέρφη της η Αγγελική την κοίταζε μ’ ένα περίεργο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ο Αλέκος είχε ανασηκώσει τα πυκνά του φρύδια κι είχε στυλώσει επίμονα τα καστανά του μάτια πάνω της. Ο Χρήστος είχε σφίξει πεισματικά τα χοντρά του χείλη κι έριχνε ολόγυρα αμήχανες ματιές σαν να ζητούσε βοήθεια. Η Νίτσα την κάρ-
7
ΚΙΡΚΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΟΥ
φωνε μ’ ένα αγωνιώδες βλέμμα ενώ την ίδια ώρα κουνούσε νευρικά τις κοντές της γάμπες κάτω απ’ την ψαθωτή καρέκλα. «Άντε Γαλλίδα, πες το “ναι”, κουτί σου ’ρχεται η ευκαιρία να γίνεις κι εσύ αντιστασιακή και μάλιστα με κουφέτα», είπε μισογελώντας ο Αλέκος με φωνή τόσο δυνατή που το μεγάλο δωμάτιο αντιλάλησε και τα κλειδιά πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι φάνηκαν σα να χοροπήδησαν. «Έλα, Ντενιζάκι, ένα ψυχικό θα κάνεις, δε θα πάθεις τίποτα. Ο άνθρωπος είναι πλούσιος κι έχει πολλές γνωριμίες. Θα κανονίσει να βγει στα γρήγορα το διαζύγιο μόλις ηρεμήσουν τα πράματα, μου το ξεκαθάρισε αυτό ο Μιχάλης», επανέλαβε σαν κολλημένη βελόνα το γνωστό ρεφρέν η Νίτσα. Η Νίτσα ήταν ερωτευμένη με τον Εβραίο Μιχάλη Μοδιάνο, φίλο του υποψήφιου γαμπρού, και είχε κάθε λόγο να ζητάει απ’ τη φίλη της αυτή τη χάρη. «Έχει βαφτιστεί;», ρώτησε η Ντενίζ με την κρυφή ελπίδα ότι αυτός ο Σιακής ίσως να μην είχε προλάβει να βαφτιστεί, να πάρει πιστοποιητικό του δήμου και να βγάλει καινούρια ταυτότητα ως χριστιανός, οπότε δεν γινόταν και γάμος. Ψεύτικα βαφτίσια, καινούριες ταυτότητες και λευκοί γάμοι είχαν σώσει τους τελευταίους μήνες αρκετούς Εβραίους απ’ τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι παπάδες κι οι υπάλληλοι του δήμου έκαναν τα στραβά μάτια. Πολλοί έλεγαν ότι ψυχή αυτής της προσπάθειας ήταν ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός που έπαιζε ακόμα και το κεφάλι του σ’ αυτή την υπόθεση. «Όποιος δεν αφήνει το θώκο όταν μπαίνει στη χώρα του ο κατακτητής δεν είναι πατριώτης, δοσίλογος είναι. Ο Δαμασκηνός συνεργάζεται μια χαρά με τους Γερμανούς και μας παριστάνει τον οσιομάρτυρα», φούντωνε ο Αλέκος όποτε άκουγε επαίνους για τον Δαμασκηνό. «Έχει βαφτιστεί;», ρώτησε πάλι με ένταση η Ντενίζ γιατί νόμισε πως η Νίτσα αργούσε ν’ απαντήσει. «Έχει βαφτιστεί». Η Ντενίζ δεν είχε καμιά ανάγκη να παραστήσει στην παρέα της 8
Η σκύλα των Αθηνών
την ηρωίδα αφού την είχαν δεχτεί όπως ήταν, αμέτοχη κι απόμακρη από κάθε είδους ιδεολογίες κι αντιστασιακές δράσεις. Θες όμως η ειρωνεία που διάβασε στα μάτια του Αλέκου θες η καθαρή διαβεβαίωση της Νίτσας ότι το θέμα ήταν απλό, έδειξε αδυναμία κι άφησε τον εαυτό της να οδηγηθεί σε μια πράξη αντίθετη απ’ το δρόμο που είχε διαλέξει να τραβήξει. Κούνησε καταφατικά δυο φορές το πιγούνι της, μάζεψε πάλι τα πόδια της στον καναπέ και γέμισε το πρόσωπό της μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο συγκατάνευσης που το συνόδευσε μ’ ένα ξερό «άντε να χαθείτε σατανάδες, κερδίσατε».
KL Ο Σιακής τακτοποίησε τα διαδικαστικά στο άψε-σβήσε κι ο γάμος ορίστηκε για τις δεκάξι του ίδιου μήνα. Ψευτοκουμπάροι θα ’ταν το ερωτευμένο ζευγάρι, η Νίτσα Αλεξίου κι ο Μιχάλης Μοδιάνο. Ο Μιχάλης είχε κι αυτός βαφτιστεί κι είχε αλλάξει το επώνυμό του σε Πετρίδης. Είχε χάσει στην Αλβανία το αριστερό του πόδι απ’ το γόνατο και κάτω. Φορούσε ξύλινο που το στερέωνε στο ψαχνό με μεταλλικές αγκράφες. Όπως διαβεβαίωναν οι Σύμμαχοι απ’ τους ραδιοφωνικούς σταθμούς τους, ο πόλεμος θα τέλειωνε σύντομα. Ο πατέρας του Αλέκου, ο Παναγιώτης Θωμαδάκης, αγνόησε τη διαταγή των κατακτητών να σφραγίσουν όλοι τα ραδιόφωνά τους για να έχουν ενημέρωση μόνο απ’ το λογοκρινόμενο σταθμό της Αθήνας. Ούτε που σκέφτηκαν πατέρας και γιος τον κίνδυνο μπροστά στη σφοδρή επιθυμία τους ν’ ακούνε τον ελεύθερο σταθμό του Λονδίνου και της Μόσχας κι ας μην καταλάβαιναν ρωσικά. Το βράδυ, λίγο πριν απ’ τις δέκα, έκλειναν πόρτες και παράθυρα κι έβγαζαν απ’ την κρυψώνα το ραδιόφωνο. Ήταν ένα ογκώδες R.C.A με σκούρο φτηνό μαόνι ολόγυρα και μπεζ ψάθα στην πρόσοψη. Ψηλά, πάνω σ’ ένα μαύρο καντράν από γυαλί, φιγουράριζαν με χρυσά γράμμα9
ΚΙΡΚΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΟΥ
τα ένα σωρό σταθμοί. Ο Αλέκος είχε βγάλει προσεκτικά τα σανίδια κάτω απ’ το ντιβάνι της σάλας κι είχε σκάψει μια μεγάλη γούβα, ίσα να το χωράει. Σ’ όλη τη γειτονιά υπήρχε μόνο άλλο ένα ραδιόφωνο, στο σπίτι του Χρήστου, αλλά ο πατέρας του το ’χε σφραγίσει. Τα βράδια που τα παιδιά πήγαιναν στου Αλέκου, πάντοτε με το φόβο της απαγόρευσης και των περιπόλων, τον έβλεπαν να γυρνάει το μεσαίο κοκάλινο κουμπί στο κάτω μέρος του ραδιοφώνου και να ψάχνει για τα βραχέα κύματα. Διάφορα ακατάληπτα μηνύματα έφταναν στ’ αυτιά τους απ’ το Παρίσι, τη Μόσχα, τη Βιέννη, τη Σόφια, ώσπου, στις δέκα ακριβώς, το δωμάτιο γέμιζε απ’ το χαρακτηριστικό σήμα της ελληνικής εκπομπής του BBC κι από αισιόδοξα μηνύματα. Η Ντενίζ βιαζόταν να τερματιστεί ο πόλεμος και περίμενε με αγωνία τη γνώριμη φωνή του Λονδίνου να τους πληροφορήσει ότι οι Γερμανοί συνθηκολόγησαν. Όχι για πατριωτικούς λόγους αλλά γιατί ήθελε να ηρεμήσει η κατάσταση, να γίνουν τα πράγματα όπως πρώτα και ν’ αρχίσει να σχεδιάζει την είσοδό της στον κύκλο των ανθρώπων περιωπής. «Εσύ, Θεέ μου, μόνο γνωρίζεις πόσο μου αξίζει μια άνετη ζωή δίπλα σε σπουδαίους ανθρώπους. Γι’ αυτό ξέρω ότι θα με φωτίσεις να βρω το δρόμο για τον πλούτο και τη δόξα», σιγοψιθύριζε η κοπέλα μήπως και εισακουστεί από τον τα πάντα ορώντα και ακούοντα. Για να ’ναι σίγουρη, μαζί με την επίκληση προς τον Ύψιστο έλαβε από νωρίς τα μέτρα της. Έδωσε εξετάσεις στη Γαλλική Ακαδημία και πήρε το Certificat d’ Études Primaires. Άρχισε να διδάσκει γαλλικά σε παιδάκια. Αυτή η δουλειά τής άνοιξε τις πόρτες σε σπίτια ευκατάστατων ανθρώπων. Για να μην υστερεί στα ελληνικά –δεν είχε πάει σχολείο στην Ελλάδα– αγόρασε τα βιβλία του δημοτικού και ξεσκόνισε σελίδα προς σελίδα τους κανόνες της γραμματικής και της ορθογραφίας. Αυτό δεν τη δυσκόλεψε γιατί στο σπίτι τους, στη Γαλλία, ελληνι10
Η σκύλα των Αθηνών
κά μιλούσαν. Γρήγορα έμαθε να χειρίζεται καλά τη γλώσσα χωρίς ασυνταξίες κι εκφραστικά λάθη. Απέφευγε τις πολλές συναναστροφές με τους λαϊκούς τύπους της γειτονιάς και περιόρισε τον κύκλο της σε λίγα μόνο πρόσωπα. Παρακολουθούσε με μανία τη μόδα και διέθετε το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της από τα ιδιαίτερα στο ντύσιμο. Σ’ αυτό το θέμα τη σιγοντάριζε η μάνα της που ήταν πεπεισμένη ότι η λουσάτη εμφάνιση μιας κοπέλας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για έναν καλό γάμο. Δεν της ξέφευγε τίποτα για την κοινωνική ζωή, όπου εύρισκε περιοδικό ή εφημερίδα τα ξεσκόνιζε. Για όλους αυτούς τους λόγους εκτός από “Γαλλίδα” την φώναζαν και “πριγκίπισσα”. «Μόνο ο γάμος με τον Εβραίο είναι έξω απ’ τα σχέδιά μου. Ελπίζω να πάνε όλα καλά», σκυθρώπιασε η Ντενίζ εκείνο τον Οκτώβρη του ’43. Προσπάθησε να διώξει την ανησυχία, χωρίς μεγάλη επιτυχία όμως μια κι αυτή η υπόθεση, όποτε τη σκεφτόταν, της έφερνε μια ξινίλα στον οισοφάγο όπως κάθε φορά που διαισθανόταν ένα κίνδυνο να αιωρείται πάνω απ’ το κεφάλι της.
KL Την παραμονή του εικονικού γάμου η Ντενίζ πέρασε απ’ το μαγαζί της Νίτσας στην Εμμ. Μπενάκη 10. Είχε τελειώσει νωρίς το μάθημα στου Θεοφίλου αλλά ώσπου να φτάσει με τα πόδια από την Καλλιθέα στο κέντρο μεσημέριασε. Τραμ δεν υπήρχαν όσο για το λεωφορείο, ποιος ξέρει τι ώρα θα περνούσε και πόσους θα μπορούσε να πάρει απ’ τη μεγάλη ουρά που αργοσάλευε στη στάση σαν μισοναρκωμένο φίδι. Η επίταξη πολλών λεωφορείων απ’ τους Γερμανούς και η έλλειψη καυσίμων είχαν κάνει για τους Αθηναίους αυτό το μέσον μεταφοράς ακριβοθώρητο. Η συγκοινωνία είχε απογίνει απ’ τα τέλη του Αυγούστου, που είχε πιάσει φωτιά το αμαξοστάσιο και κάηκαν πάνω από 90 τραμ. Ο κόσμος έλεγε ότι ήταν βραχυκύκλωμα, οι Γερμανοί επέμεναν 11
α
ΚΙΡΚΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΟΥ
ότι ήταν σαμποτάζ. Είχαν απειλήσει ότι θα εκτελούσαν πολλούς ομήρους αν δεν φανερώνονταν οι ένοχοι. Όταν είδαν ότι οι Αθηναίοι δεν σταματούσαν τις διαδηλώσεις, άφησαν το θέμα να ξεθυμάνει. Από τότε,ιστορία στη γραμμή της Καλλιθέας μπειως ακόμα εκτυλίσσεται απ’δεν το είχε 1943 το 1962 τραμ. Η Ντενίζ, αφού απέρριψε και ως ιδέα το γκαζοζέν, το ’κοψε στην Αθήνα. Η Ντενίζ, κόρη ΄Ελληνα μετανάστη με τα πόδια. Τις πιο πολλές διαδρομές στα ιδιαίτερα αλλά και πααπ’ τη Γαλλία, αρπάζει μια ευκαιρία για ν’ ανέβει ντού σχεδόν με τα πόδια τις έκανε. Ήταν πια μαθημένες οι δυο λεκοινωνικά. Η δολοφονία του πρέσβη του Ισραήλ αλπτές της γάμπες στον ποδαρόδρομο. «Σε γκαζοζέν δε θ’ ανέβω πολάζει δραστικά τη ζωή της. Μαζί με την ηρωίδα αλλάτέ. Τι δουλειά έχω εγώ να στριμώχνομαι σ’ αυτά τα ελεεινά σαράζει κι η Αθήνα, γίνεται μοντέρνα αλλά ψυχρότερη. βαλα που ξερνούν παχύ καπνό και σου τραντάζουν τα σωθικά;», Η δράση των ηρώων επηρεάζεται απ’ την αλλαγή υποσχέθηκε στον εαυτό της μόλις εμφανίστηκαν αυτές οι καρικατης πόλης κι απ’ τα πολιτικά γεγονότα της εποχής που τούρες στους δρόμους της Αθήνας. χαρακτηρίζονται από την οξυμένη μετεμφυλιακή πεΟ καιρός είχε φτιάξει εκείνη τη μέρα. Ο ήλιος έπεφτε ζωηρός ρίοδο και την προσπάθεια οικονομικής ανασυγκρόπάνω στις προσόψεις των κτηρίων και τις έκανε να λάμπουν σαν τησης. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τους ήρωες να καλογυαλισμένα μπακίρια. Ο φυραμένος ασπρομάλλης καστανάς κινούνται σ’ αυτό το ρευστό περιβάλλον κι αγωνιά με τη φουφού του στη γωνία Πανεπιστημίου και Μπενάκη φάνταγια την επαλήθευση ή τη διάψευση των βεβαιοτήτων ξε στα μάτια της Γαλλίδας σαν η ανορθογραφία μιας αστραφτερής τους. μέρας που προμήνυε το συνηθισμένο γαϊδουροκαλόκαιρο. Έκανε ν’ αγοράσει ένα Λαϊκό από το λαχειοπώλη που είχε στήσει εκεί παραδίπλα τη στέκα του αλλά το μετάνιωσε. Έσπρωξε το βαρύ πόμολο της τζαμένιας πόρτας και σωριάστηκε ξεθεωμένη στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα πίσω απ’ τον πάγκο του ταμείου. Έβγαλε απ’ την τσάντα της τη ΒΡΑΔΥΝΗ και τη στρίμωξε κάτω απ’ το συρτάρι με τα λεφτά. Βάλθηκε να παρατηρεί τις μαύρες λιωμένες γόβες της μέχρι να τελειώσει η φίλη της με τον ξανθό, μεσαίου αναστήματος, ενοχλητικά απαιτητικό πελάτη. «Χρειάζομαι σίγουρα μια επίσκεψη στον τσαγκάρη για μύτες και τακούνια. Είναι το πρώτο πράμα που θα κάνω μόλις πληρωθώ απ’ 978-960-9607-29-2 την Κοσμίδου», σκέφτηκε και χάιδεψε τα φθαρμένα της παπούτσια. Αναπόλησε την εποχή, πριν απ’ τον πόλεμο, που κάτω απ’ το κρεβάτι της φιγουράριζε ένα καινούριο ζευγάρι κάθε σεζόν.
Η
12
Η σκύλα των Αθηνών
ΚΙΡΚΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΟΥ
Η σκύλα των Αθηνών
ΚΙΡΚΗ ΡΑΦΑΗΛΙΔΟΥ
Ο πελάτης έφυγε χωρίς να ψωνίσει, παρόλο που η Νίτσα είχε σκύψει σε κάθε σπιθαμή της μικρής βιτρίνας κι είχε τεντωθεί ως το πιο ψηλό ράφι για να βγάλει όλα τα μοντέλα απ’ τις φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές που διέθετε το γνωστό στο είδος του κατάστημα του Περικλή Βερναρδάκη. Όταν έκλεισε η πόρτα, η Νίτσα, μ’ ένα μορφασμό αποστροφής κι ανακούφισης μαζί, έτρεξε πίσω απ’ τον πάγκο κι έριξε τα χέρια της γύρω απ’ το λαιμό της Ντενίζ. Αντάλλαξαν φιλιά, ύστερα κάθισε στην ψηλή ψάθινη καρέκλα του ταμείου. Είχαν ξεσπάσει κι οι δυο σε γέλια ανεξήγητα. Δεν ήξεραν αν αιτία ήταν ο περίεργος πελάτης, ο ψεύτικος γάμος μ’ έναν άγνωστο Εβραίο ή ίσως μια γλυκιά βεβαιότητα που έβγαινε από τη στέρεη κι άδολη φιλία τους. Οι διαφορές τους ήταν έκδηλες τόσο στην εμφάνιση όσο και στο χαρακτήρα, είχαν δέσει όμως όπως η φλούδα με τον καρπό απ’ το 1938 και μετά. Τότε ήταν που ήρθε η Ντενίζ με την οικογένειά της απ’ τη Γαλλία για να μείνουν οριστικά στην Αθήνα, στο μικρό δρόμο που έβγαζε στις σιδηροδρομικές γραμμές, απέναντι ακριβώς απ’ το σπίτι της Νίτσας. Δυο στενά πιο πέρα, στην οδό Ξανθίππης, έμεναν τ’ άλλα μέλη της παρέας, ο Αλέκος, η ξαδέρφη της η Αγγελική κι ο Χρήστος. «Λες να μου προτείνει να πάμε για χορό μετά το μυστήριο αυτός ο Σιακής;», ρώτησε χαμηλόφωνα η Ντενίζ παίρνοντας σοβαρό ύφος. Στο βάθος του μυαλού της τρεμόπαιζε η ιδέα μήπως και βρεθεί κάποιος τρόπος να επωφεληθεί απ’ την εξυπηρέτηση που θα έκανε στον πλούσιο Εβραίο. «Μείνε ήσυχη», είπε μαλακά η Νίτσα και την κοίταξε λοξά. «Ο Σιακής είναι κύριος, από καλή οικογένεια, ο Μιχάλης τον γνωρίζει καιρό». «Τι να της πω τώρα; ΄Ωρες ώρες δεν έχει κουκούτσι μυαλό αυτό το κορίτσι. Αφήνει τη φαντασία της να την ταξιδεύει σε παραμυθένιους κόσμους. Δεν ξέρει ότι τώρα οι γάμοι γίνονται στις έντεκα το πρωί; Το πολύ πολύ μετά το γάμο να την πάει στο ΣΙΝΕΑΚ
Η σκύλ των Αθηνώ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
οσελότος
13
οσελότος