ΡΑΝΙΑ ΚΙΑΓΙΑΔΑΚΗ
ΡΑΝΙΑ ΚΙΑΓΙΑΔΑΚΗ
καπνίζω άφιλτρα
καπνίζω άφιλτρα
ΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΗΣΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Ε Ι Σο ς οΕσΚε∆ ΟλΣότ ο σ ε λ ότ ο ς ΑΘΗΝΑ 2010 ΑΘΗΝΑ 2010
Τιτλος: Καπνίζω άφιλτρα Συγγραφεασ: Ράνια Κιαγιαδάκη Σειρα: Ελληνική Ποίηση [2358-0110] Στο εξώφυλλο πίνακας του Μανώλη Κιαγιαδάκη [Ακριλικό σε μουσαμά] Copyright© 2010 Ράνια Κιαγιαδάκη
Aρχιλόχου 14, τ.θ. 208 71409 Ηράκλειο – Κρήτης Τηλ. 2810 241559 & 2810 236576 e-mail raniakapa@gmail.com
Πρώτη έκδοση: Αθήνα, Ιούλιος 2010 ISBN 978-960-9499-02-6 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσία (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα
Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ocelotos@otenet. gr
•
www. ocelotos. gr
Στον Μανώλη και τη Δεβόρα Το δίπτυχο της ζωής μου
ΠΟΡΕΙΑ Τ’ αλφαβητάρι της μέρας μ’ αρμήνεψαν πρόγονοι ήλιοι, δικέφαλα γεράκια, που γνώριζαν να ραμφίζουν τ’ αρχαία φωνήεντα μόνο, στη γλώσσα της λείας που έθαλε νερατζολούλουδα και πασχαλιές. Γουλιά γουλιά έπινα την αφέλεια· – θεοδότες κρατήρες ξέχειλοι –, γλυφό το κατακάθι ξεδίψασα και στράγγιξα. Τ’ αλφαβητάρι της νύχτας μ’ αρμήνεψαν σύντροφοι πόνοι, σε γυμνά διάσελα· δροσιάς αποκαΐδια τ’ ανώνυμα έντομα. Τώρα τα σύμφωνα σε σκουριασμένες διχάλες, περιμένουν το στόχο τους. Φιδομάνες γερόντισσες οι αρχαίες ιδέες, ρινίσματα σίδερου ποντισμένου, στους βυθούς των αθώων καημών. Έμαθα να μιλώ τα σύμφωνα και καταπίνω το φαρμάκι μιας απορίας γυμνόστηθης, σαν βάλσαμο στις ανεμοσπηλιές με τα λείψανα των αγίων του κόσμου.
—5—
(Eξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις ;) Οδ. Ελύτης Βλέπω, της Ιστορίας τα παράπλευρα έλκη, καρκινώματα στο σώμα της νάρκης μου· εγώ, που ποτέ μου δεν πίστεψα σ’ έναν Θεό ανυπόστατης οργής, τώρα, – στον αιώνα των βάλτων –, προσκυνώ το σκήνωμα των Αγίων του κόσμου μου. Σε μια μεγεθυμένη αρένα, – εκτός λίστας αναμονής –, τα λείψανα των θνητών της επίγειας Τύχης συναξάρονται όλα στο βλέμμα μου. Και μνημονεύω στη γλώσσα μου τους νεκρούς, να πορεύονται με τη δική μου ταυτότητα. Βλέπω, όπως τ’ αγρίμι που κυνηγημένο ξεθάρρεψε, κι αναγνωρίζω στον θηρευτή το θηρίο, που ζυγιάζει την αφορμή για ν’ αφανίσει την Άνοιξη.
—6—
Βλέπω, τις μεγαφωνημένες μπάντες της ανοίκειας θεοφάνιας, να ηχούν κραδασμούς νεκροφόρους όταν, στα έγκατα της τύψης μου αισθάνομαι το συνάνθρωπο ρίγος του θανάτου. Απλό στους φθισικούς καιρούς μου, να πεθαίνεις. Βλέπω, σημαίνει ν’ ακουμπώ με την αφή μου το ανήκουστο. Τόσο, που στον αιώνα των εγκοσμίων μου δεν θα δω άλλο, παρά στους αρχαίους χρησμούς, να ενσαρκώνονται τα ανομήματα των ανθρώπων.
—7—
ΠΛΑΤΕΙΑ Α´ Αχάραγα σε μια πλατεία. Καταμεσίς εγώ, ψυχή να ξημερώσει η μέρα μου. Στην ηχώ της άπνοιας ώρας, ηχογραφώ τους μαστροπούς τίτλους εφημερίδων χειρός» κατακυρώνω τηνήθους–, ζωγραφική επωνυ–με το «Διά αζημίωτο προφίλ διακονίας μία μου και κυριολεκτώ με το χειρονακτικό μου ενώ συστρέφομαι στα χρόνια εγκλιματίστηκαν μου έργο. Τώρα τα χρώματα στο συαναφομοίωτους χορούς, νάφι των λέξεων. Καιμάντεψα μορφοποιούν τους φόβους που μήτε τις μουσικές τους, μου κι επουλώνουν ουλές και ρήγματα επείγουσας όψης. μήτε τις πλάνες τους σημάδεψα, Αντιβιοτικά σχήματα ενός βίου σε συνεχή κατάμ’ ένανσταση ρυθμόανάγκης. ασίκικο στις φλέβες μου. Ράνια Κιαγιαδάκη Άδεια πλατεία, αγκομαχούν οι φωτεινές επιγραφές στην επιβίωση της μέρας τους· ρίχνουν μελάνι «νέον» στα γραμμένα χθες πρωινά μου, ίδια φωτογενή μηνύματα άχρηστης χρήσης. Ανάγκη μου, η αποκοτιά· κι ότι από παραμιλητό μου σώθηκε, σαν αποτσίγαρο ψυχής, έχει ημερομηνία λήξης.
ISBN 978-960-9499-02-6
—8—
ΡΑΝΙΑ ΚΙΑΓΙΑΔΑΚΗ
ΡΑΝΙΑ ΚΙΑΓΙΑΔΑΚΗ
καπνίζω άφιλτρα
καπνίζω άφιλτρα Ενδοσκαφή μου, η αφή του ανεπαίσθητου. Σαν χνάρι από τη σέπια του αιώνιου σκιαγραφεί την όψη μου, όταν ο ουρανός ποδοπατεί τις πλάκες των βημάτων μου πριν να χαράξει, κι αναλώνεται σε χρώμα άσφαιρο, λιγνό. Κι εγώ, να μηρυκάζω τις μακάριες όψεις των κτιρίων. Πώς, συστεγάζονται πληθυντικές οι μοναξιές των άλλων. Τις αυγές που ακόμα δε χάραξαν, θ’ αποδώσω στη μέρα μου για φιλοδώρημα. Τον ιδιόμελο όρθρο για να σαλπίσει λιανοτράγουδα, σ’ ένα μοναχικό περίπατο στα φυλλοβόλλα ρήγματα του φθινόπωρου, ή πάλι στους επιτάφιους ψίθυρους της Άνοιξης. Στους πρωινούς λειμώνες θα σιγήσει το νυχτερινό εμβατήριο των γρύλων, σαν σκάσει μύτη μια θρυαλλίδα μπουμπουκιών. Ενθύμιο φως, για μια περιπολία θύμησης.
ΠΟΙΗΣΗ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς ΑΘΗΝΑ 2010
—9—