Κάποτε στην Αίγινα

Page 1

ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ

Κάποτε στην Αίγινα Κάποτε στην Αίγινα

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσ ελότος


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Φωτο εξωφυλλου Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN

Κάποτε στην Αίγινα Αργύρης Φορτούνας Λογοτεχνία [1358]0411/09 Ελαιογραφία Ελένης Φορτούνα Αργύρης Φορτούνας Αθήνα, Μάιος 2011 978-960-9499-70-5

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις Οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

e—mail:


ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ

Κάποτε στην Αίγινα

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς



Στην τάξη του 1942 της γερμανικής σχολής Αθηνών. Σ’ αυτούς που μένουν. Ανάμνηση γλυκιά για όσους έφυγαν.



Σαν πρόλογος

Μ

ια αληθινή ιστορία που ξεκινάει λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο από την Αίγινα, με το τέλος της να γράφεται και πάλι στην Αίγινα κάποια αυγουστιάτικη μέρα του 1976. Οι ήρωές της λίγο-πολύ γνωστοί, μια κι η τύχη το ’φερε έτσι να τους γνωρίσω, να μιλήσω μαζί τους και να παίξω κι εγώ κατά την περίοδο του πολέμου εκεί μέσα κάποιο ρόλο κομπάρσου. Πάντα κρατούσα στο μυαλό μου τη σκέψη να καθίσω κάποτε να τη γράψω. Ωστόσο, ο φόβος μη κι ανασκαλέψω αραχνιασμένες παλιές μνήμες που ’μεναν από χρόνια ξεχασμένες στο χρονοντούλαπο, μ’ έριχναν πάντα σε δίλημμα και με προβλημάτιζαν. Έτσι, κατέληξα κάποια στιγμή ν’ αφήσω τη φαντασία μου ελεύθερη να βαδίσει παράλληλα με την πραγματικότητα και ν’ ανασκευάσει όλα εκείνα τα σημεία που δημιουργούσαν το πρόβλημα. Άλλα ονόματα παρέμειναν ως είχαν, ενώ άλλα αντικαταστάθηκαν με φανταστικά. Για τους ίδιους λόγους έπρεπε ν’ αλλάξουν κάπως, ακόμα να παραλειφθούν, γεγονότα που θ’ άφηναν πιθανώς πίσω τους κάποιο χνάρι αναγνώρισης. Είμαι σίγουρος πως η Χριστίνα –όπως τη βάφτισε η φαντασία– και που για πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο εξακολουθούσε να παραθερίζει με την οικογένειά της στην Αίγινα, θα παραμείνει άγνωστη πρωταγωνίστρια της ιστορίας ακόμα κι ανάμεσα σε εκείνους που τυχόν την είχαν τότε γνωρίσει. Ιδιαίτερη προσοχή έδωσα στους διαλόγους. Δεν ήταν μοναχά να μη ξεφύγει κάτι, έστω και μια λεπτομέρεια που ’πρεπε να μείνουν θαμμένοι στη λήθη, αλλά προσπάθησα να προσεγγίσουν μέσα από τη φαντασία μου όσο γινόταν περισσότερο την πραγματικότητα. Ακόμα έπρεπε, παρόλες τις αλλαγές που αναγκαστικά έγιναν, τα γεγονότα κι οι διάλογοι να έρθουν και να δέσουν μεταξύ τους, έτσι ώστε η ιστορία να κυλήσει ομαλά σαν ένα μυθιστόρημα. Ήταν τότε, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Ό,τι είχα τελειώσει το γυμνάσιο στη γερμανική σχολή της Αθήνας κι έφευγα για να βρω τους δικούς μου –τη μητέρα με τα τρία ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ

7


μου αδέλφια– στο εξοχικό μας σπίτι στην Αίγινα που από τις αρχές του πολέμου είχαν εγκατασταθεί εκεί. Ο πατέρας είχε πεθάνει πριν από λίγα χρόνια. Σε εκείνα τα πέτρινα χρόνια του 1942, καταμεσής της κατοχής, επιστρέφοντας στο νησί, βρέθηκα, δίχως να το επιδιώξω, διερμηνέας των Γερμανών. Άλλοι το αποφάσισαν. Εγώ απλώς, ίσως κι απερίσκεπτα με την απειρία των τότε δέκα επτά μου χρόνων, το δέχτηκα. Αυτό είναι όμως μια άλλη ιστορία. * Στη δύσκολη εκείνη εποχή που τη ζωή μας την κουμάνταρε ο κατακτητής, ο έρωτας μιας Ελληνίδας μ’ έναν Γερμανό αξιωματικό σοκάριζε. Σκορπούσε δικαιολογημένα θυμό, αγανάκτηση και περιφρόνηση. Έθιγε τα Ιερά και Όσια του ρημαγμένου λαού. Ήταν μέγα ολίσθημα και ασυγχώρητο αμάρτημα. Μια Ρωμιά ερωμένη ενός Γερμανού. Αγαπητικιά του μισητού εχθρού και καταπατητή της πατρίδας. Προδοσία; Ξεδιαντροπιά; Έγκλημα; Όπως και να το ’λεγες εκείνες τις μέρες, ήταν πολύ ήπιος ο χαρακτηρισμός. Κι όλοι εμείς οι παλιοί, όσοι απομείναμε κι επιμένουμε να ζούμε ακόμα μέχρι σήμερα, δεν έχουμε λησμονήσει εκείνες τις μαύρες μέρες της γερμανικής κατοχής. Το γεγονός πως ο έρωτας δεν ξεχωρίζει εθνικότητα, φυλή και ιδεολογία, κανείς δεν το λογάριαζε εκείνα τα χρόνια, μια εποχή ταραγμένη, γεμάτη από πάθη, μίση κι ανελέητους αγώνες επιβίωσης. Σε μια εποχή που η οσμή του θανάτου πλανιούνταν ολόγυρα και δε γνώριζες πώς θα ξημέρωνε η άλλη μέρα. ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Όλα τα ιστορικά γεγονότα ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα. Γεγονότα, ημερομηνίες και ιστορικές περιγραφές αναφέρονται ακριβώς όπως τα ζήσαμε τότε και σημάδεψαν για πολλά χρόνια τις τύχες ολόκληρης της Ευρώπης.

Α. Φ.

* Αναφέρεται στο βιβλίο μου «ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ Αίγινα 1941 – 1944»

8

ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ


h1g

Ή

Δεκέμβρης 1941

ταν θαρρώ λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Τα πιο θλιβερά και παγωμένα Χριστούγεννα που πέρασαν μέχρι σήμερα. Το φως της Γέννησης του Κυρίου δεν κατάφερε στις Άγιες εκείνες μέρες να φωτίσει και να φέρει κάποια ζεστασιά στις καρδιές των ανθρώπων. Η μπότα του κατακτητή βαριά, λες και πατούσε τις ψυχές των ανθρώπων που πάσχιζαν ν’ αντέξουν τη σκλαβιά. Να προσπαθούν να ξεπεράσουν με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο την πείνα και να κρατηθούν με νύχια και με δόντια στη ζωή. Κι ο χειμώνας, σαν να ’χε κι εκείνος συμμαχήσει με τον κατακτητή, έδειχνε τα δόντια του στρώνοντας για μέρες πολλές στα λευκά ολόκληρη την Αττική. Στην Αίγινα, στη στρατιωτική λέσχη των Γερμανών, στον παραλιακό δρόμο του νησιού, μέσα στην αίθουσα του ξενοδοχείου «Ακταίον» που ήταν επιταγμένο από τα στρατεύματα κατοχής, οι στρατιώτες είχαν από νωρίς πιάσει να πίνουν απανωτά τις μπίρες και τα ποτά. Ιδιαίτερη προτίμηση έδειχναν στο μπράντι «Μετάξας», όπως το ’λεγαν, με τονισμένη την παραλήγουσα. Τα τραγούδια τους που μιλούσαν γι’ αφημένους στην πατρίδα έρωτες, έμοιαζαν πιότερο με τα στρατιωτικά τους θούρια. Τα παράφωνα ξεφωνητά τους ακούγονταν μέτρα μακριά. Κάθε τόσο η πόρτα άνοιγε κι ένας στρατιώτης έβγαινε τρικλίζοντας από το μεθύσι, προσπαθώντας να διασχίσει τον παραλιακό δρόμο και να φτάσει μέχρι αντίπερα στο κεφαλόσκαλο του λιμανιού. Εκεί, πάνω από τη θάλασσα, ξεδιάντροπα, μπροστά στους λιγοστούς περαστικούς, άνοιγε τα πόδια πασχίζοντας να ισορροπήσει ορθός και ν’ αδειάσει την κύστη του. Σαν τέλειωνε, με αναστεναγμό ανακούφισης έπιανε να διορθώ-

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ

9


σει όπως όπως το παντελόνι του κι επέστρεφε να συνεχίσει τη διασκέδαση. Οι Γερμανοί μέσα στη λέσχη άφηναν καμιά φορά τα ερωτικά τραγούδια κι έπιαναν τα στρατιωτικά θούρια. Είχαν συνθέσει μάλιστα κι ένα ειδικά για την Αίγινα. Συνήθιζαν να το τραγουδούν σαν βάδιζαν παραταγμένοι σε τριάδες είτε για την υπηρεσία είτε για τον οίκο ανοχής που διατηρούσαν μόνιμα στην πόλη. Κι ένας στίχος από το τραγούδι τους μεταφρασμένο στα ελληνικά έλεγε: Θέλουμε να βαδίζουμε όλο και πιο μακριά Κι ας πέφτουν κι από τον ουρανό σκ...ά Να γυρίσουμε πίσω στη Γερμανία θέλουμε Η Αίγινα είναι ο κώ... ς του κόσμου. Στα γερμανικά βέβαια υπήρχε ομοιοκαταληξία κι ο σκοπός του για στρατιωτικό τραγούδι δεν ήτανε κακός. Τα λόγια του, γεμάτα πατριωτισμό και δόξα, φανέρωναν τη νέα τάξη πραγμάτων που ’θελαν να επιβάλουν οι ναζί στην Ευρώπη. Οι αφιονισμένοι υποτελείς του ανισόρροπου αρχηγού τους. Πολλοί Αιγινήτες, από τις πολλές φορές που το ’χαν ακουσμένα, είχαν μάθει πια το σκοπό και πολλές φορές το σιγοτραγουδούσαν δίχως να γνωρίζουν βέβαια τι εννοούσαν τα λόγια του. Στην πίσω μεριά της στρατιωτικής λέσχης που έβλεπε στο στενό χωμάτινο σοκάκι απέναντι από το χορταριασμένο παρκάκι της εκκλησιάς της Παναγίτσας, ο Γερμανός μάγειρας έβγαζε κάθε τόσο με δύο κουβάδες τα σκουπίδια της κουζίνας. Τα άδειαζε σ’ ένα μεγαλύτερο δοχείο που ήταν ακουμπισμένο δίπλα από την εξώπορτα του μαγειρείου. Εκεί, λίγα μέτρα πιο πέρα, μισοκρυμμένα στα στενοσόκακα της γειτονιάς, περίμεναν καρτερικά καμιά δεκαριά πιτσιρικάδες. Κοιτούσαν με λαίμαργα μάτια πότε θα ανοίξει η πόρτα να φανεί ο μάγειρας. Όλοι τους με ορατά τα σημάδια της πείνας στ’ αδύνατα κορμάκια τους. Μπορούσαν για ώρες να στέκονται εκεί στην παγωνιά, κοιτάζοντας πότε θα βγουν τα σκουπίδια των Γερμανών με το πολύτιμο 10

ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ


περιεχόμενό τους. Τα αποφάγια των χορτάτων άφηναν πάντα περισσεύματα τροφής για τους πεινασμένους. Ο μάγειρας δεν προλάβαινε να κλείσει καλά καλά το καπάκι του δοχείου και να ξαναμπεί στην κουζίνα, όταν οι πιτσιρικάδες ορμούσαν μ’ όση δύναμη τους είχε απομείνει στα σκελετωμένα τους ποδάρια. Οι δύο Γερμανοί, μάγειρας και βοηθός, κοντοστέκονταν τότε στην πόρτα κι έκαναν χάζι το θέαμα. Περιγελούσαν με την ψυχή τους τη δυστυχία. Η σκηνή επαναλαμβανόταν συχνά, και κυρίως τα βράδια που μαζεύονταν οι στρατιώτες στη λέσχη και τα σκουπίδια με τ’ αποφάγια πολύστευαν. Κάποτε οι μάγειροι σκέφτηκαν να διασκεδάσουν περισσότερο. Έπιασαν κι έριξαν στ’ αποφάγια μπόλικο πιπέρι. Τα παιδιά ανυποψίαστα έπεσαν πεινασμένα όπως πάντα να γεμίσουν τα στόματα με τα γλειμμένα κόκαλα και τα υπολείμματα ψωμιού των χορτασμένων. Μερικά τα ’φτυσαν αμέσως. Άλλα έμεναν για μια στιγμή με μπουκωμένο το στόμα σκεφτικά κι αναποφάσιστα. Το αδειανό στομάχι περίμενε ανυπόμονα το φαγητό. Όμως το στόμα καιγόταν. Γλώσσα και ουρανίσκος έβγαζαν φωτιές. Οι περισσότεροι πήραν τη γενναία απόφαση. Έδωσαν μια και τα κατάπιαν. Η πείνα είχε νικήσει τους δισταγμούς. Οι πιο τολμηροί προχώρησαν και σε δεύτερη μπουκιά που τώρα έδειχνε να ’ναι λιγότερο καφτερή. Έμοιαζε να το συνήθιζαν σιγά σιγά και συνέχισαν να γεμίζουν τα πεινασμένα τους στομάχια ξανά και πάλι ξανά. Κι όλο και πιο γλυκό έδειχνε να μοιάζει. Κι οι Γερμανοί να κοιτάζουν τα χλομά πρόσωπα των παιδιών να μορφάζουν στην προσπάθεια να ξεπεράσουν το αναπάντεχο και να κρατούν την κοιλιά τους από τα γέλια. Εκείνο το βράδυ ο μικρός Κωνσταντίνος άρχισε ξαφνικά να νιώθει πόνους στην κοιλιά. Το τρυφερό κι αδειανό στομάχι του μικρού δε δέχτηκε τη φλόγα του πιπεριού. Κρατιόταν με δυσκολία να μη φανερωθεί. Να μην το καταλάβει η μάνα του. Δεν ήθελε να μάθει πως έτρωγε από τα σκουπίδια των Γερμανών. Εκείνη όμως το ’ξερε, όπως το ’ξεραν κι όλες οι άλλες μανάδες της παρέας του. Όμως το ’βλεπαν σαν κάποια λύση στην απόγνωση. Προτιμούσαν να το

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ

11


προσπερνούν ασχολίαστα και να το αποδιώχνουν από το μυαλό τους. Κάποια στιγμή οι πόνοι έσφιξαν το μικρό Κωνσταντίνο. Έγιναν αβάσταχτοι και τον ανάγκασαν να ζητήσει τη βοήθεια της μητέρας του. Η κυρα-Φωτεινή, φοβισμένη, έτρεξε να φωνάξει το γιατρό. Ο Ξυδέας, ο ένας από τους δύο γιατρούς του νησιού, έφτασε γρήγορα στο σπίτι. ια αληθινή ιστορία αγάπης που ξεκινά στην Αί—Τι έχεις, μάτια μου; τον ρώτησε μπαίνοντας με τη βροντερή του φωνή.γινα, λίγα χρόνια πριν από τον πόλεμο του ’40. Αθηναία εκείνη, στην Γερμανός Συμμαθητές από την Ο μικρός τα μάσαγε αρχή.αυτός. Φοβόταν να μαρτυρήσει παιδιάΊσως στοναγυμνάσιο της Γερμανικής Σχολήςστο Αθηνών. αλήθεια. ντρεπόταν κιόλας να ομολογήσει γιατρό για Η αγάπη τους έμελε να περάσει μέσα από τη δίνη του τ’ αποφάγια των Γερμανών. Ο γιατρός όμως κάτι ψυλλιάστηκε. τη ογερμανική Να Έπρεπε δοκιμαστεί Κάτιπολέμου έπρεπε νακαι ’φαγε νεαρός πουκατοχή. τον πείραξε. να μάθει σκληρά από ανθρώπους καιενεργήσει. γεγονότα, στη δύσκολη οπωσδήποτε, για να ξέρει πώς θα Μπορεί να ’ταν καμιά εκείνη εποχή ο έρωτας μιας Ελληνίδας Γερ-με το δηλητηρίαση. Μεπου το πες πες, άλλοτε με το άγριομ’κιέναν άλλοτε μανό αξιωματικό όχι μόνο σοκάριζε αλλά ήταν προδοκαλό, άρχισε ο μικρός να τα βγάζει. σία, ξεδιαντροπιά, έγκλημα...είχαμε πάει με τ’ άλλα παιδιά... —Να, κειδά στους Γερμανούς Μια ιστορία που θα ξυπνήσει κοιμισμένες μνήμες Κάτι φάγαμε αλλά οι μαγείροι είχαν ριγμένο μέσα πολύ πιπέρι και παλιούς καιΓελούσαν ίσως διδάξει πολλά στους νέους γιανα τα μετάστους μας κορόιδευαν. μαζί μας, άρχισε με δυσκολία εκείνη την ταραγμένη περίοδο. μαρτυράει ο μικρός Κωνσταντίνος. Μια πραγματική ιστορία με απρόβλεπτες εξελίξεις Ο γιατρός κατάλαβε. Είχαν και κεινού τα μάτια κάτι πιάσει όταν την στιγμή του ο οποίος θαμια παιχτεί, πολμια ως μέρα περνούσε απόεπιλόγου, κει. Έγραψε βιαστικά συνταγή και είλά χρόνια αργότερα, και πάλι στην Αίγινα. πε στη κυρα-Φωτεινή να σαλτάρει κειδά δίπλα στο φαρμακείο του Στράτου που ήταν απέναντι από τα ψαράδικα, να πάρει το φάρμακο. —Θα του δώσεις μάτια μου τώρα αμέσως μια κουταλιά της σούπας, κι άλλη μία το βράδυ. Μην ανησυχήσεις σαν κάνει εμετό. Το πρωί θα ’ναι περδίκι, την καθησύχασε. Και κοίτα ρε μπαγάσα, συνέχισε ο γιατρός γυρίζοντας προς το μικρό και κοιτάζοντάς τον αυστηρά στα μάτια, μη σε πιάσω άλλη φορά να τρως από τα σκουπίδια των Γερμανών... Σε σκότωσα. Η κυρά Φωτεινή δεν τ’ άφηκε όμως να περάσει έτσι απαρατήρητο. Φοβήθηκε... Μια στιγμή πέρασε κι από το μυαλό της, μήπως και κάποια μέρα οι Γερμανοί έριχναν και κάνα δηλητήριο στ’ αποφάγια τους. Είχε ακουστά τόσα που γίνονταν στην Αθήνα από δαύτους που τρομοκρατήθηκε. Την άλλη μέρα κιόλας κίνησε για το γερμα-

Μ

12

ΑΡΓΥΡΗΣ ΦΟΡΤΟΥΝΑΣ


νικό φρουραρχείο. Γνώριζε τη Διονυσία, την κοπέλα που ήταν εκεί διερμηνέας κι ήξερε πως θα τη βοηθούσε. Τουλάχιστον να μην ξανάριχναν πιπέρι οι μαγείροι. Φρούραρχος ήταν τότε ένας νεαρός έφεδρος ανθυπολοχαγός. Χέλμουτ Νίκολας τον έλεγαν. Ήταν ένα παλικάρι που έδειχνε πάντα κατανόηση σε κάθε πρόβλημα των πολιτών. Στην πατρίδα του την Γερμανία ήταν φοιτητής της νομικής. Ήταν ευγενικός με τον κόσμο του νησιού, μα παθιασμένος εθνικοσοσιαλιστής. Την κυρα-Φωτεινή τη δέχτηκε καλόκαρδα και την άκουσε με προσοχή. Έδειξε να θύμωσε με όσα του ανέφερε. Της είπε να γυρίσει σπίτι της και την καθησύχασε. Δε θα ξανασυνέβαινε, τη διαβεβαίωσε. Από εκείνη τη μέρα οι δύο μάγειροι της λέσχης χάθηκαν. Στη θέση τους ήρθαν άλλοι. Αποφάγια δεν ξαναβγήκαν στον πίσω περίβολο δίπλα στην πόρτα του μαγειρείου. Ο Γερμανός φρούραρχος κράτησε την υπόσχεση που είχε δώσει στην κυρα-Φωτεινή. Μα τα παιδιά στη γειτονιά έχασαν το καθημερινό τους φαγητό. Μοναδική τους λύση απέμενε τώρα να ψάχνουν στα φτωχά σκουπίδια της πόλης, όπου δύσκολα θα έβρισκαν κάποιο απομεινάρι να τρώγεται. Εκείνος ο χειμώνας του ’41, δε θα ξεχνιόταν. Έμεινε γραμμένος ανεξίτηλα στις μνήμες. Δεν ήταν μοναχά η πείνα που θέριζε τους ανθρώπους, μα και η αβάσταχτη παγωνιά. Το χιόνι είχε φτάσει και στην Αίγινα μέχρι κάτω τη θάλασσα και κράτησε για μέρες. Οι παλιοί, όπως έλεγαν, δεν είχαν ματαδεί όσα χρόνια θυμούνταν τέτοιο πράγμα. Κι όσοι είχαν χτήματα, κι είχαν κάνα δέντρο να κόψουν για τη σόμπα ή το τζάκι, τη βόλευαν. Ειδάλλως, έμεναν εκεί πεινασμένοι να ξυλιάζουν, περιμένοντας καρτερικά την εξ ουρανού βοήθεια που δεν θα ’φτανε ποτέ. Και ο πόλεμος συνεχιζόταν με την πείνα και τη δυστυχία να θερίζουν τη μικρή τότε κοινωνία του νησιού. Κι η καμπάνα της εκκλησιάς της Παναγίτσας όλο και βάραγε κάθε τόσο πένθιμα για κείνους που άφηναν τα εγκόσμια και τραβούσαν μακριά γι’ άλλους τόπους, όπου δεν υπήρχε πείνα και Γερμανοί κατακτητές.

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ

13


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.