Το μόνο που άκουγα μεγαλώνοντας και για όλη μου τη ζωή ήταν πως η διαφορετικότητα πρέπει με κάθε τρόπο να κρύβεται, να χάνεται, να πεθαίνει. «Ορφέα, δεν ανήκεις. Δεν μπορείς να ανήκεις. Δεν αξίζει να ανήκεις. Θα μείνεις μόνος».
Η σχέση μου με τους γονείς μου ήταν καταστροφική. Όσο μεγάλωνα, τόσο πιο πολύ βυθιζόμουν στο σκοτάδι, στο σκοτάδι που με έσπρωχναν οι άνθρωποι που αγαπούσα. Δεν είχα κανέναν πλέον. Παλεύοντας με τις σκιές, ένα χέρι βοηθείας απλώθηκε μπροστά μου, αυτό του Οδυσσέα. Ήταν φιλία; Ήταν έρωτας; Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα ήταν αγάπη, αγάπη δίχως περιορισμούς, δίχως κατάκριση, διαφορετική αγάπη από αυτήν που μου είχε προσφερθεί τόσα χρόνια.
Μα, η ζωή παίζει περίπλοκα παιχνίδια, και –εκεί που δεν το περιμένεις– βρίσκεσαι μέσα σ’ έναν βαθύ ωκεανό να παλεύεις να μείνεις στην επιφάνεια, ενώ τα άγρια κύματα προσπαθούν να σε πνίξουν.
Μαμά, μπαμπά… Βυθίζομαι. Μα, δεν είστε πουθενά.
Ποιος είμαι; Είμαι ο πόνος. Είμαι ο φόβος που σε κυριεύει όταν σκέφτεσαι τον
θάνατο.