140 × 210 SPINE: 15 FLAPS: 90
Κωνσταντινοσ Θεοφανελησ
Μ
ετά τον αιφνίδιο και πρόωρο θάνατο της γυναίκας του, ο Χρήστος νιώθει να χάνει το μοναδικό του στήριγμα. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσει πως δεν μπορεί πια να ανεχτεί άλλο τη μέχρι τότε ζωή του και αναζητά εναγωνίως έναν καινούριο σκοπό για να συνεχίσει να πορεύεται. Η εσωτερική του αυτή αναζήτηση θα τον οδηγήσει στο παλιό πατρικό του σπίτι, σε ένα μικρό χωριό της ελληνικής επαρχίας, έναν τόπο που είχε πάντα τον τρόπο να εξασφαλίζει την επιβίωση των λιγοστών κατοίκων του. Μέσα σε λίγους μήνες στο μικρό αυτό χωριό θα γίνουν γεγονότα μεγάλα, καθώς οι κάτοικοι θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν τον τρόπο να επιβιώσουν μέσα στις συνθήκες της γενικής οικονομικής κατάρρευσης που θα ακολουθήσει. Ο καθένας για τον εαυτό του, ο καθένας για τον άλλον, ο καθένας για όλους, είναι μερικοί από τους τρόπους που θα δοκιμαστούν, με έναν και μόνο στόχο, την επιβίωση για το σήμερα και την ελπίδα για το αύριο. Και πίσω απ’ όλα αυτά τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: Είναι ο άνθρωπος πραγματικά ελεύθερος να ορίσει τη ζωή του με τις αποφάσεις του ή μήπως οφείλει να υπακούει και να υποκύπτει στην Αναγκαιότητα, μήπως τελικά όλα όσα μας συμβαίνουν –καλά ή άσχημα– καθορίζονται από τις αποφάσεις των άλλων; Ο Χρήστος, ο Ιάκωβος, η Βασιλική, ο μικρός Θωμάς, ο Λουκάς, η Καλλιόπη και άλλοι, θα θελήσουν να ορίσουν οι ίδιοι τη ζωή και τη μοίρα τους, μα κάθε φορά που θα νομίζουν πως το πετυχαίνουν, ένα άλλο ριζικό θα τους γράφεται.
Ο Κωνσταντίνος Θεοφανέλης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε Νομικά στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στο νησί της Θάσου. Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η αλμύρα που μίσησα» (εκδόσεις Οσελότος) και το 2014 το δεύτερο με τίτλο «Στην άκρη του φόβου» (εκδόσεις Οσελότος). Οι «Μαριονέτες του κόσμου» είναι το τρίτο έργο του συγγραφέα.
[...] «Ετούτος ο Κόσμος έχει ίσια και στραβά κι ο άνθρωπος θεριό είναι ανήμερο και στα καλά και στα στραβά του. Όλα μπορεί να τα βαστήξει και τον πόνο και το δάκρυ και το αίμα. Μα οι βουλές κι οι αποφάσεις του, ένα τίποτα μετράνε, κούκουτσο δεν προσφέρουν. Ολάκερη η ζωή μας από των αλλονών τις βουλές γράφεται, στρίβει, τρέχει, ξοδεύεται, τελεύει. Κι απόψε, εδώ, στον τελευταίο μου τον γυρισμό, φυτεύω ετούτη τη Σοφία του Κόσμου στις πέτρες και στα χώματα της παλιάς μου της ζωής. Για να μάθουν, για να μην ξεχάσουν, για να συγχωρέσουν». [...]
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ISBN 978-960-564-538-0 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
0_cover_marionetes.indd 1
9 789605 645380
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσελότος
ο σ ε λ ότ ο ς
10/8/2017 4:57:01 μμ
ΤΙΤΛΟΣ
Mαριονέτες του κόσμου ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ
Κωνσταντίνος Θεοφανέλης ΣΕΙΡΑ
Λογοτεχνία [1358]0817/15 ΕΠΙMΕΛΕΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ
Όλγα Παλαμήδη LAYOUT - DESIGN Myrtilo, Λένα Παντοπούλου COPYRIGHT© 2017 Κωνσταντίνος Θεοφανέλης ΠΡΏΤΗ ΕΚΔΟΣΗ
Αθήνα, Αύγουστος 2017 ISBN 978-960-564-538-0
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ.: 210 6431108 E-MAIL: ocelotos@ ocelotos.gr www. ocelotos. gr
ΚΩΝΣΤΑΝΤΊΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΈΛΗΣ
Mαριονέτες του κόσμου
ΑΘΗΝΑ 2017
«Εκείνον που θέλει, οι Μοίρες τον οδηγούν, εκείνον που δε θέλει, τον σύρουν».
Πρόλογος του συγγραφέα
λ
έγεται πως ο μεγάλος Αβδηρίτης φιλόσοφος, Δημόκριτος, αποδεχόταν δύο μορφές κίνησης, την πτώση σε ευθεία γραμμή και τον αποπαλμό, που ορίζεται ως η αναπήδηση ή η παλινδρομική κίνηση που κάνουν τα άτομα, όταν το ένα προσκρούει στη σκληρή επιφάνεια του άλλου. Επομένως, ο Κόσμος του Δημόκριτου διέπεται από μια «βάναυση» Αναγκαιότητα. Υπό δεδομένες και ειδικές περιστάσεις μόνο ένα γεγονός μπορεί να επακολουθήσει και τίποτε άλλο. Πώς είναι δυνατόν, μέσα σε έναν τέτοιο Κόσμο, να μπορεί ο άνθρωπος με τις δικές του επιλογές και αποφάσεις να καθορίσει τη ζωή και την τύχη του; Μια «Ειμαρμένη» σκληρή και αδυσώπητη τον αγκαλιάζει ασφυκτικά. Μα υπάρχει κι ο Επίκουρος, που λέγεται πως δεχόταν άλλη μια μορφή κίνησης, την απόκλιση, την τάση του ατόμου να διαφοροποιηθεί από την ομοιομορφία της ελεύθερης πτώσης. Σε έναν τέτοιο αλλιώτικο Κόσμο, ασφαλώς θα υπήρχαν στον άνθρωπο περισσότερες ελπίδες, ότι μπορεί στ’ αλήθεια, με τη δική του ελεύθερη βούληση, να ορίσει τη ζωή του, να αγωνιστεί για να σπάσει τα δεσμά της «Ειμαρμένης». Ωστόσο, σε έναν κόσμο όπως ο σημερινός, όπου το τίναγμα των φτερών μιας τόσης δα μικρής πεταλούδας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, αρκεί για να γκρεμίσει τις ζωές χιλιάδων αθώων χιλιόμετρα μακριά, μια τέτοια ελπίδα φαντάζει ίσως ουτοπική. Ο άνθρωπος, όμως, είναι φτιαγμένος για να αγωνίζεται, ακόμη κι όταν ο αγώνας φαντάζει από πριν χαμένος. Η μοιρολατρία δεν έχει θέση και χώρο στην ανθρώπινη ψυχή, τουλάχιστον όχι στην ψυχή όλων των ανθρώπων. Ο αγώνας θα πρέπει πάντα να δίνεται· η ελεύθερη βούληση θα πρέπει πάντα να κραυγάζει το δίκιο της. Ακόμη κι αν φορά το ντύμα μιας παράξενης τραγικότητας, ακόμη κι αν φαντάζει ως μια απλή φθίνουσα αναλαμπή στον καθάριο νυχτερινό ουρανό.
ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
7
Βεβαίως η «Ειμαρμένη» μπορεί να δημιουργήσει μόνο γεγονότα και όχι ανθρώπινες αξίες, που μόνο το μεγαλείο της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου μπορεί να γεννήσει. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα, οι ήρωες αγωνίζονται να γίνουν κυρίαρχοι της ζωής τους, να ρυθμίσουν οι ίδιοι με τις αποφάσεις τους το ριζικό και την τύχη τους. Μα κάθε φορά που θα πιστέψουν πως έχουν νικήσει το «Γραμμένο», ένα καινούριο «Γραμμένο» θα τους γράφεται, ξανά και ξανά, ίσαμε το τέλος. Κλωθώ, Λάχεσις, Άτροπος, καλό ή κακό, ίσως εν τέλει το ριζικό του καθενός να είναι από πριν γραμμένο. Μα ο άνθρωπος οφείλει πάντα να αγωνίζεται, γιατί κι αυτό γραμμένο είναι. Οφείλω, πάντως, να ομολογήσω πως όταν έγραφα το συγκεκριμένο έργο, δεν με διακατείχε κάποια βαθιά αισιοδοξία.
Θάσος, Γενάρης 2015 Κωνσταντίνος Θεοφανέλης
8
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΕΛΗΣ
1
Ο
Χρήστος είχε ήδη πατήσει τα πενήντα. Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό, όπου έζησε ως τα έξι του χρόνια. Έπειτα, η μάνα του πέθανε κι ο πατέρας του αποφάσισε πως δεν μπορούσε άλλο να ζήσει εκεί, αφού όλα γύρω και μέσα του είχαν ποτιστεί τόσο βαθιά από την αλλοτινή ύπαρξη εκείνης της γυναίκας. Κατέβηκαν στη μεγάλη πόλη, προσπάθησαν να αφήσουν πίσω την παλιά τους ζωή, να βάλουν στη ζωή τους μια άλλη γυναίκα για να παίξει τον ρόλο της συντρόφου και της μάνας, μα απέτυχαν. Έτσι, το πήραν κι οι δυο απόφαση πως θα έπρεπε να πορευτούν μονάχοι τους, ο μεν πατέρας να περιμένει τον γιο να μεγαλώσει, ο δε γιος να περιμένει να έρθει η σειρά του να κάνει οικογένεια, ελπίζοντας πως το δικό του το τυχερό θα ήταν γραμμένο καλύτερα απ’ του γονιού του. Μια βαθιά πεποίθηση είχε τρυπώσει στην ψυχή και στον νου του Χρήστου από μικρό παιδί ακόμη, μια πεποίθηση αδιασάλευτη και δικαιωμένη από την εμπειρία, πως ό,τι μας συμβαίνει και μας τυχαίνει είναι γραμμένο από άλλους, είτε αυτοί οι άλλοι είναι άνθρωποι, είτε τυχαία γεγονότα που συμπαρασύρουν τη ζωή μας σαν ξερόφυλλο, ανεξάρτητα από τις δικές μας επιθυμίες, αποφάσεις και επιλογές. Κάθε φορά, λοιπόν, που έπαιρνε μια απόφαση, το έκανε με ελαφριά την καρδιά, μια και πίστευε πως ό,τι ήταν να γίνει, καλό ή κακό, θα γινόταν. Όταν πέθανε ο πατέρας του, ο Χρήστος ήταν ήδη παντρεμένος από έρωτα, είχε και μια δουλειά ως ταμίας σε κάποια τράπεζα, που πά’ να πει πως είχε στρωμένη μια σχετικά «ασφαλή» ζωή. Μια ζωή που δεν υποσχόταν βέβαια θαύματα, μα ίσως άφηνε την ελπίδα μιας κάποιας αταραξίας. Βεβαίως, η πικρή γεύση υπήρχε πάντα στο στόμα του, αφού, όπως πίστευε, ό,τι έχουμε, το έχουμε από τύχη ή από σύμπτωση και
ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
9
είναι οι αποφάσεις των άλλων που τελικά θα καθορίσουν το πόσο ακόμη θα το διατηρήσουμε. Ο Χρήστος ζούσε πάντα πίσω από τις εξελίξεις, καθώς δεν πίστευε πως μπορούσε εκείνος να τις καθορίσει. Κι όπως ο χρόνος έτρεχε, διαπίστωνε πως το κορμί γερνάει, ο έρωτας ξεψυχάει και ο άνθρωπος είναι θεριό ανήμερο, που νοιάζεται μόνο για το τομάρι του. Μα όλα τα δεχόταν ο Χρήστος· γιατί ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει. Εκείνος θα πορευόταν και θα άντεχε τη συνειδητοποίηση που κάθε μέρα τον πλήγωνε πιο βαθιά, κρατώντας το χέρι της γυναίκας του, της γυναίκας που αγαπούσε και που του έδινε παρηγοριά και κουράγιο. Κι ας μην μπόρεσαν να κάνουν ένα παιδί. Κι ας το γύρεψαν τόσο. Κι ύστερα ήρθε εκείνο το ζεστό πρωινό του Ιούνη, ένα σαββατιάτικο πρωινό, με τον ήλιο να σκαλίζει από νωρίς το κατεβασμένο παντζούρι της κάμαράς τους, να παλεύει να τρυπώσει στην κάμαρη, στο βλέμμα και στην καρδιά τους. Ο Χρήστος ξύπνησε πρώτος. Με το μυαλό θολωμένο ακόμη γλυκά από τον όμορφο και ατάραχο ύπνο που είχε προηγηθεί, έστρεψε το κορμί του στο πλάι, την αγκάλιασε σφιχτά, τη φίλησε τρυφερά στο αριστερό μάγουλο και κούρνιασε ξανά, κολλώντας σφιχτά το κορμί του πάνω στο δικό της. «Αγάπη μου. Αγάπη μου...» Πέρασε ώρα μέχρι να καταλάβει πως η γυναίκα του δεν θα ξυπνούσε ποτέ ξανά. Λίγοι φίλοι την είχαν συντροφέψει στο μνήμα. Μοναχοπαίδι κι εκείνη κι ο άντρας της. Παιδιά δικά τους δεν είχαν, κι από τους γονείς τους μόνο η μάνα της ζούσε ακόμη, μα σε κατάσταση που δεν της επέτρεπε ούτε να μετακινηθεί, ούτε και πολλά να νιώσει σ’ εκείνη την ευεργετική φθορά του νου και της ψυχής, στη μακάρια άγνοια του χαμού του παιδιού της. Κι ο Χρήστος να ακολουθεί και να πονάει, να πονάει για εκείνη, να φοβάται για το δικό του το αύριο, για το αύριο ενός πενηντάρη χωρίς παιδιά, χωρίς γυναίκα, χωρίς τίποτα. Τα βράδια ξαγρυπνούσε και τα πρωινά κοιμόταν όρθιος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποδώσει στη δουλειά του. Κι
10
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΕΛΗΣ
όταν έπεφτε πάλι το δείλι, πνιγόταν στο κλάμα. Λίγες μόλις μέρες αργότερα, το πήρε απόφαση πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, πως το ριζικό της οικογένειάς του ήταν έτσι γραμμένο, τα αρσενικά να χάνουν νωρίς το ταίρι τους και να ξεσπιτώνονται. Μα τι να γίνει, αφού έτσι είναι, αφού ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Κι αφού το μόνο που ορίζουμε είναι η ψευδαίσθηση της επιλογής, αποφάσισε να παρατήσει πίσω του εκείνη τη δουλειά που του ήταν τόσο αδιάφορη, να παρατήσει πίσω του εκείνο το νοικιασμένο δυάρι στο κέντρο της πόλης, που του ήταν πια τόσο βάρος, και να τραβήξει τον δρόμο ανάποδα, για το μοναδικό μέρος που όριζε ιδιοκτησία, εκείνο το μικρό χωριό του πατέρα του, όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του· χρόνια γλυκά, χρόνια εξιδανικευμένα πια ακόμη περισσότερο από τον χρόνο που τα έτρεξε στα πέρα. «Κι αν δεν έχω πια τίποτα», είπε ένα βράδυ, «με το τίποτα πρέπει να μάθω να ζω. Να βρω έναν νέο σκοπό και να ζήσω γι’ αυτόν, τώρα που πια αυτή δεν υπάρχει κι εγώ πνίγομαι τόσο».
ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
11
2
Τ
ο μυαλό του Χρήστου ήταν θολωμένο, ασήκωτο, μολύβι. Μάταια πάσχιζε ο καυτός ήλιος του Ιούνη να του το λάμψει μια στάλα. Σκοτάδι βαρύ και δύσκολο το τυραννούσε, σαν το θανατικό, εκείνο που μόλις είχε αφήσει πίσω του, με την ελπίδα να το βγάλει με τον καιρό απ’ την ψυχή του. Το μικρό «Σεατάκι» βογκούσε τα κουράγια του. Ο δρόμος δύσκολος, ανήφορος, βουνό. Αν υπήρχε κάποια ελπίδα να αλαφρώσει την ψυχή του, εκείνη θα ήταν στο βουνό. «Εδώ που ο αέρας είναι λιγοστός κι αλαφρότερος, εδώ που το μυαλό μεθάει πιο εύκολα και ζαλίζεται κι αποδιώχνει ευκολότερα όσα θέλει να αφήσει στα πίσω. Εδώ που μεθάς κι ελπίζεις να βρεις τον σκοπό, έναν κάποιο σκοπό...» Η μέρα είχε ακόμη δρόμο να τρέξει. Το μικρό αυτοκίνητο άφηνε πίσω του τη φιδωτή και στενή άσφαλτο, που πνιγόταν ασφυκτικά δεξόζερβα από πεύκα, κουμαριές, πουρνάρια, αγριελιές κι εκείνο το μεθυστικό άρωμα της μέντας που φύτρωνε, θαρρείς, παντού τριγύρω. Η ψυχή του Χρήστου πονούσε, όπως πονά η ψυχή ενός ανθρώπου που χάνει τόσο απροσδόκητα και πρόωρα εκείνο το κάτι που ένιωθε για στήριγμά του. Κι η πληγή ήταν τόσο φρέσκια ακόμη. Το μικρό αυτοκίνητο όλο και ανηφόριζε την πλαγιά. Αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν θα έβρισκε όρθιο το πατρικό του. Δεκαετίες τώρα έρημο, ρημαγμένο. Μπορεί να είχαν σωριαστεί κάτω τα ξύλα του σκόρπια. Ίσως πάλι και να έβρισκε μέσα κανέναν αλλοδαπό ή άλλον δυστυχισμένο. Τόσα χρόνια στα αζήτητα. Άφησε το μυαλό του για λίγο να ταξιδέψει σ’ εκείνες τις τόσο συγκεχυμένες και ασαφείς πια εικόνες της πρώτης παιδικής του ηλικίας, τότε που εκείνα τα ξύλα άστραφταν από καθαριότητα και τάξη, τότε που ο ήλιος φώτιζε τον νου σ’ εκείνα τα ψηλά τα χώματα, τότε που ένιωθε δυνατός και ζωντανός, πιότερο και προπάντων ζωντανός. Έβαλε μια μεγά-
12
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΕΛΗΣ
λη μπουκιά αγέρα στα πνευμόνια του κι έπειτα τον άφησε να ορμήσει έξω με βουή. Σε λίγο θα έφτανε κι όλα θα αποκαλύπτονταν μπρος του. Σε λίγο. Το πρώτο βήμα είχε πια γίνει. Όλα τ’ άλλα θα τα έβρισκε, θα τα έφτιαχνε, δεν μπορούσε να γίνει κι αλλιώς. Άλλωστε, ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν. Ρούφηξε πάλι μια γερή δόση καθαρού βουνίσιου αέρα και τον φύσηξε με ορμή. Το πρώτο βήμα είχε κιόλας γίνει.
ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
13
3
Α
ντίκρισε το πατρικό του να στέκει όρθιο στην άκρη του χωριού. Παραδόξως, για τα χρόνια που είχαν περάσει και την έλλειψη συντήρησης, βρισκόταν ακόμη σε αρκετά καλή κατάσταση. Ζητούσε πολλή δουλειά βέβαια, μα τίποτε που να μην μπορούσε να γίνει, τίποτα που να μην μπορούσε, με την κατάλληλη βοήθεια, να κάνει. Άλλωστε, η σωματική κούραση ήταν ένα μέσο, το πρώτο μέσο και ο πρώτος σκοπός. Βγήκε από το αυτοκίνητό του, άνοιξε την ξύλινη αυλόπορτα, που γκρίνιαξε για τη βίαιη και απροσδόκητη ενόχλησή της, και πέρασε το αυτοκίνητό του στη μεγάλη αυλή. Η μεγάλη αυλή! Θυμήσου, Χρήστο, τη μεγάλη αυλή. Μικρό παιδί σε μάζεψε ο πατέρας σου και σε κατέβασε στην πόλη. Μα πώς να την ξεχάσεις τη μεγάλη αυλή! Εδώ με την πιτσιρικάδα, εδώ με τη μοναξιά σου, εδώ με τους παιδιάστικους και τους μεγαλίστικους τους φόβους σου, εδώ, τσαλαπατημένες οι ελπίδες κι οι αγωνίες σου. «Πατέρα! Πατέρα, έλα! Έλα, πατέρα!» Η μεγάλη αυλή... Χωράφι σχεδόν. Ένα χωράφι στην αυλή του σπιτιού ή καλύτερα ένα σπίτι μέσα σε ένα χωράφι. Κάποτε ήταν πείνα, κάποτε ήταν ανάγκη κι οι άνθρωποι οι παλιοί καλλιεργούσαν τη γη τους κι έτρωγαν ό,τι εκείνη τους πρόσφερε. «Και τώρα ανάγκη είναι», σκέφτηκες, όταν το αντίκρισες ξανά. «Αυτό το χώμα πρέπει να ζωντανέψει ξανά», σκέφτηκες. «Σ’ αυτό το χώμα θα βάλω ξανά ζωή, τον σπόρο της νέας μου ζωής. Τον σπόρο που δεν έσπειρα σε γυναίκας σπλάχνο. Ετούτο το χώμα θα ανθίσει και θα καρπίσει ξανά. Γιατί άνθρωπος είμαι, και τι είναι, θαρρείς, ο άνθρωπος χωρίς έναν σκοπό;...» Το εσωτερικό κραύγαζε εγκατάλειψη. Μυρωδιά μούχλας· κάποιες μικρές τρύπες στη στέγη επέτρεπαν στον ήλιο να τρυπώνει απρόσκλητος στο εσωτερικό της μεγάλης σάλας. Στον τοίχο κρέμονταν ακόμη μερικές φωτογραφίες, στολισμένες με
14
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΦΑΝΕΛΗΣ
εκείνες τις παλιές, θλιβερές κορνίζες. Ένιωσε να του τελειώνει ο αγέρας. Τους είδε όλους. Όλοι χαμογελούσαν. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Αγκαλιές, φιλιά, χειραψίες, φιλοφρονήσεις, ευχές, κι άλλες αγκαλιές, κι άλλα φιλιά. Όλοι είναι χαρούμενοι, όλοι είμαστε χαρούμενοι! Γι’ αυτό είναι ασήκωτος ο πόνος, αβάσταχτος, αμείλικτος. Όσο περισσότερη χαρά, όσο περισσότερο γέλιο, τόσο περισσότερος πόνος. Όσο περισσότερα φιλιά, τόσο περισσότερο δάκρυ. Όσο περισσότερη συντροφιά, τόσο περισσότερη μοναξιά. Περισσότερη απώλεια, φθορά, πτώση. Κι ένας πόνος να σου σκίζει τα σωθικά. Όσο περισσότερη χαρά, τόσο μεγαλύτερη τιμωρία. Στέκουμε αυτάρεσκα απέναντι στον φακό που παλεύει μεγαλεπήβολα να μας κάνει αιώνιους, να κάνει αιώνιες εκείνες τις στιγμές, και το χαμόγελό μας, σαν ειρωνεία, τονίζει τη ματαιότητα και την τραγικότητά μας. Μια παρόρμηση πήγε να τον κυριεύσει, να τις σκίσει. Το μετάνιωσε. Τα δάχτυλά του γέμισαν σκόνη καθώς τις χάιδευε. Απλώς θα έπρεπε να κάνει υπομονή. Ήταν η πρώτη μέρα. Δεν είναι εύκολο να τα βάλει κανείς με όλους τους νεκρούς του. Πόσο μάλλον από την πρώτη κιόλας μέρα. Αύριο, σύντομα, ίσως κάτι να άλλαζε. Το ήλπιζε. Ήθελε να το πιστεύει. Άφησε τη φωτογραφία πάνω στο πνιγμένο στη σκόνη τραπέζι και τράβηξε για το μεγάλο υπνοδωμάτιο. Η πόρτα γκρίνιαξε κατσούφικα. Θα συνήθιζε κι εκείνη· να δεις που στο τέλος θα τον αποδεχόταν κιόλας. Το μεγάλο διπλό κρεβάτι. Σκόνη παντού, σκόνη τα χρόνια του τα παιδικά, τα τελειωμένα. Έκλεισε πίσω του την πόρτα προσεκτικά, σάμπως και θα ξυπνούσε κάποιον. Ένιωθε τον λαιμό του στεγνό, το στήθος του βαρίδι, τη λαλιά του κομμένη. «Είναι η πρώτη μέρα», παρηγορούσε και ενθάρρυνε τον εαυτό του, «πώς διάολο κάνεις έτσι; Είναι η πρώτη μέρα! Κι είναι τόσο πολλά για να τα βαστάξεις...» Τράβηξε μια σκονισμένη ξύλινη καρέκλα και κάθισε. Και τότε τον πρόσεξε. Δεν ήξερε πόση ώρα έστεκε εκεί να τον παρατηρεί, μπροστά στη μισάνοιχτη εξώπορτα, με φόντο το
ΜΑΡΙΟΝΕΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
15
140 × 210 SPINE: 15 FLAPS: 90
Κωνσταντινοσ Θεοφανελησ
Μ
ετά τον αιφνίδιο και πρόωρο θάνατο της γυναίκας του, ο Χρήστος νιώθει να χάνει το μοναδικό του στήριγμα. Πολύ σύντομα θα διαπιστώσει πως δεν μπορεί πια να ανεχτεί άλλο τη μέχρι τότε ζωή του και αναζητά εναγωνίως έναν καινούριο σκοπό για να συνεχίσει να πορεύεται. Η εσωτερική του αυτή αναζήτηση θα τον οδηγήσει στο παλιό πατρικό του σπίτι, σε ένα μικρό χωριό της ελληνικής επαρχίας, έναν τόπο που είχε πάντα τον τρόπο να εξασφαλίζει την επιβίωση των λιγοστών κατοίκων του. Μέσα σε λίγους μήνες στο μικρό αυτό χωριό θα γίνουν γεγονότα μεγάλα, καθώς οι κάτοικοι θα προσπαθήσουν να ανακαλύψουν τον τρόπο να επιβιώσουν μέσα στις συνθήκες της γενικής οικονομικής κατάρρευσης που θα ακολουθήσει. Ο καθένας για τον εαυτό του, ο καθένας για τον άλλον, ο καθένας για όλους, είναι μερικοί από τους τρόπους που θα δοκιμαστούν, με έναν και μόνο στόχο, την επιβίωση για το σήμερα και την ελπίδα για το αύριο. Και πίσω απ’ όλα αυτά τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: Είναι ο άνθρωπος πραγματικά ελεύθερος να ορίσει τη ζωή του με τις αποφάσεις του ή μήπως οφείλει να υπακούει και να υποκύπτει στην Αναγκαιότητα, μήπως τελικά όλα όσα μας συμβαίνουν –καλά ή άσχημα– καθορίζονται από τις αποφάσεις των άλλων; Ο Χρήστος, ο Ιάκωβος, η Βασιλική, ο μικρός Θωμάς, ο Λουκάς, η Καλλιόπη και άλλοι, θα θελήσουν να ορίσουν οι ίδιοι τη ζωή και τη μοίρα τους, μα κάθε φορά που θα νομίζουν πως το πετυχαίνουν, ένα άλλο ριζικό θα τους γράφεται.
Ο Κωνσταντίνος Θεοφανέλης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1975. Σπούδασε Νομικά στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Ζει και εργάζεται ως δικηγόρος στο νησί της Θάσου. Το 2011 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η αλμύρα που μίσησα» (εκδόσεις Οσελότος) και το 2014 το δεύτερο με τίτλο «Στην άκρη του φόβου» (εκδόσεις Οσελότος). Οι «Μαριονέτες του κόσμου» είναι το τρίτο έργο του συγγραφέα.
[...] «Ετούτος ο Κόσμος έχει ίσια και στραβά κι ο άνθρωπος θεριό είναι ανήμερο και στα καλά και στα στραβά του. Όλα μπορεί να τα βαστήξει και τον πόνο και το δάκρυ και το αίμα. Μα οι βουλές κι οι αποφάσεις του, ένα τίποτα μετράνε, κούκουτσο δεν προσφέρουν. Ολάκερη η ζωή μας από των αλλονών τις βουλές γράφεται, στρίβει, τρέχει, ξοδεύεται, τελεύει. Κι απόψε, εδώ, στον τελευταίο μου τον γυρισμό, φυτεύω ετούτη τη Σοφία του Κόσμου στις πέτρες και στα χώματα της παλιάς μου της ζωής. Για να μάθουν, για να μην ξεχάσουν, για να συγχωρέσουν». [...]
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ISBN 978-960-564-538-0 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
0_cover_marionetes.indd 1
9 789605 645380
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσελότος
ο σ ε λ ότ ο ς
10/8/2017 4:57:01 μμ