ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΑΚΟΛΗΣ
Μια ζωή... ένα βιβλίο
Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ελότο ς
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Επιmελεια κειmενων Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN
Μια ζωή... ένα βιβλίο Μιχάλης Μπάκολης Βιογραφίες [1059]0211/02 Αγγελική Μπάκολη Αγγελική Μπάκολη Αθήνα, Μάρτιος 2011 978-960-9499-48-4
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Θυμάμαι...
3
Όνειρο Καθώς στεκόμουν στο Μουράγιο άνοιξη μέρα του Μαγιού ξετύλιγα τα όνειρά μου σαν το πανί του καταρτιού. Να ταξιδέψω με νοτιάδες και με γαλάζιους ουρανούς πυξίδα είχα την ελπίδα της νιότης τους πικρούς καημούς. Τι τρομερό μες στο γαλάζιο. Κόπη στη μέση το πανί και της καρδιάς μου το δοξάρι γέμισε πόνο και σιωπή.
Πρόλογος Ο Μιχάλης όπως τον γνωρίσαμε... Ήταν ένας άνθρωπος με πλούσια αισθήματα. Αγαπούσε πάνω απ’ όλα την ίδια τη ζωή... Λάτρευε τη φύση, τον ήλιο, τη θάλασσα και τα παιδιά... Έπαιζε μουσική για ν’ απαλύνει τον πόνο που ένοιωθε με ότι άσχημο συνέβαινε γύρω του και έγραφε αδιάκοπα για να εκφράσει όλα αυτά που είχε μέσα του... Αλήθεια! Τι ωραίος που είσαι, Άνθρωπε! Τι θαύμα απ’ τον ήλιο καμωμένο! Τα μάτια σου είναι η αυγή, τα πέλαγα, οι ωκεανοί. Η σκέψη σου η κοφτερή γκρεμίζει φρούρια, κάστρα κι αλλάζει όψη ο κόσμος... Η ποίηση είναι Τέχνη... Η τέχνη είναι το αλάτι της ζωής, δίνει χρώμα στη ζωή που συχνά είναι άχρωμη. Χωρίς την τέχνη όλα θα ήταν βαρετά, μονότονα, πεζά.. Οι άνθρωποι δε μπορούν να ζήσουν χωρίς την τέχνη, μπορούν μόνο να υπάρξουν... Ζωή χωρίς τέχνη είναι απλώς ύπαρξη... Εσύ πατέρα μου είχες την τέχνη γύρω σου, υπήρχες μέσα από την τέχνη, παρηγοριά σου για όλα τα δεινά που πέρασες κι έδινε νόημα στη ζωή σου... Σ’ ευχαριστώ πατέρα γι’ αυτά που μου δίδαξες.. Σ’ ευχαριστώ που μου έδειξες το δρόμο της καρδιάς, της αγάπης και της ειρήνης... Ευχαριστώ την τύχη που μου έλαχε στη ζωή να έχω πατέρα μου το Μιχάλη, τον άγγελό μου Μιχαήλ... Αγγελική Μπάκολη
5
Τ
Τo κοριτσάκι μου
ο κοριτσάκι μου1 θα είναι καλύτερα σήμερα; Γιατί χθες είχε πυρετούλη και δεν μου έφαγε με όρεξη το πιτσουνάκι μου, είπε ζωηρά ο παππούς ο Βάσος, λες και μιλούσε με την κόρη του που είχε φύγει από τις έξι για το εργοστάσιο. Έβαλε το ζαρωμένο και τρεμάμενο ογδοντάχρονο χέρι του στη μέσα τσέπη του σακακιού του κι έβγαλε ένα διπλωμένο στα τέσσερα φύλλο τετραδίου, το ξεδίπλωσε σιγά σιγά χοροπηδώντας πέρα δώθε στα χέρια του ώσπου να το στεριώσει και βάλθηκε να το διαβάζει και να μετράει, ένα, δύο, τρία, τέσσερα, έφτασε μέχρι το είκοσι. «Είκοσι παραμύθια τής έχω γράψει. Είκοσι παραμύθια», κι έλαμψαν τα μάτια του απ’ την ικανοποίηση κι ευτυχία λες και είχε συνάξει τη σοφία και τους θησαυρούς όλου του κόσμου σε κείνο το χαρτούλι. Η Κοκκινοσκουφίτσα, η Πεντάμορφη, οι εφτά νάνοι, η Σταχτοπούτα, ο αφέντης και ο δούλος… «Είκοσι, είκοσι παραμύθια…» Το δίπλωσε προσεκτικά με τόση «Αγάπη», σαν να κρατούσε ελπίδες και όνειρα ενός ολόκληρου κόσμου μέσα στη φούχτα του… Με τη γρηγοράδα της ανθρώπινης σκέψης – δεν υπάρχει ταχύτερο στον κόσμο από το άυλο και άπιαστο πνεύμα που διασχίζει ωκεανούς, βουνά, κάμπους, στεριές και πολιτείες…- έφτασε ο παππούς στο χωριό του, στην κατοικία του, εκεί που γεννήθηκε και μεγάλωσε, είδε την τσούκα2 του Τρίλου, τρία τέσσερα σπιτάκια, τα Τριλέικα, τριγυρισμένα με λιόδεντρα, κάτω από το λόφο η θάλασσα και ψηλά το ατέρμονο γαλάζιο χρώμα τ’ ουρανού… «Χουμ…», έκαμε ο παππούς σαν αντάμωσε στην άφθαρτη μνήμη του την παιδική του εικόνα, συγκρίνοντάς την με το καρδιοχτύπι του, την εγγονούλα του, την Ελπίδα. «Σκυλίσια ζωή ζούσαμε τότε. Παπούτσια να δούμε στα ποδάρια μας εμείς; Μα, αυτό είναι αστείο. Κούνια; Ζεστό σπίτι, αυγό, κρέας και άλλα ανθρώπινα, λάδι και νταντέματα… Σαν να είμαστε αρκούδια, γεννημένα στο δάσος. Τώρα ο κόσμος είναι καλύτερος. Σήμερα αξίζει να γεννιέται ο άνθρωπος, όλος ο κόσμος αναθάρρησε, θέλει να ζήσει, να πάρει μερτικό από τις χαρές του κόσμου.» Το παιδί, το παιδί, όλοι σκύψαμε στοργικά πάνω στο φίλτρο τούτης της νέας γέννας. Να γίνει καλύτερο, να ζήσει! Να ζήσει! Ευτυχισμένα, 1 2
Αναφέρεται στην κόρη του Όλγα και στον πατέρα του. Η κορυφή του βουνού
6
ειρηνικά. «Ναι, ειρηνικά», έκανε ο παππούς και στύλωσε τα μάτια του πέρα μακριά στο παρελθόν, κοντά στα είκοσί του χρόνια, με τα στρατιωτικά του ρούχα. Τα πολεμικά του σύνεργα, τα δημόσιά του είδη, με πλήρη εξάρτηση, κράνος, άρβυλα, κουβέρτες… ανάμεσ’ από στρατιές, βάδιζαν, βάδιζαν και τα ποδάρια τους είχαν τουμπανιάσει και ματώσει από τον ιδρώτα, τη βρώμα, την ψείρα και την κούραση, μέχρι παράλυσης. Για να ξεπεζέψουν και να ξαποστάσουν πλάι στις όχθες του Σαγγάριου Ποταμού. «Νικούσαμε στις μάχες και χάναμε στις συνθήκες», είπε ειρωνικά και γέλασαν τα πικρά του χείλη. Πόλεμος, πόλεμος, πόλεμος, το ’12, το ’13, το ’17 το ’18, εμφύλιοι σπαραγμοί, επαναστάσεις. Δεκατρία χρόνια φαντάρος με το σπαθί και το ντουφέκι στο χέρι – αίματα, αίματα ποτάμια… Γέμισαν τα ξέκαμπα3 σταυρούς και ανθρώπινα κόκαλα… και του Θεού το πρόσωπο δε φάνηκε ακόμα να το δούμε πάνω απ’ την τυραγνισμένη πατρίδα. «Αχ, αχ», έκανε ο παππουλάκος, που ένα βαρύ πράμα σαν το λιθάρι πατούσε τη βασανισμένη καρδιά του σαν έφερνε γύρα την αλωνίστρα του κινδύνου και του πολέμου δίχως τελειωμό… «Ξεριζώθηκα από τη γη μου σαν το δεντρί που το ’ριξε ο δρόλαπας4 για να ’ρθω εδώ, στην Αθήνα, στο μεγάλο τρελοκομείο, να κλειστώ σε τέσσαρους τοίχους δίχως τις ελιές μου, τον κήπο μου, το τσαπί μου, τα ζωντανά μου, τους δικούς μου, τους φίλους μου – και ποιον να βρω στο καφενείο να μιλήσω; Άγνωστος, χαμένος μέσα στους ξένους. Και τώρα; Τι περιμένω εγώ, εδώ που τα λέμε, σάματι είμαι παλικαρόπουλο; Ογδόντα δύο χρόνων μέρες πέρασαν πάνω απ’ το μαύρο τούτο κουφάρι, με το στανιό σέρνω τα ποδάρια μου. Το στομάχι μου σακάτικο, να ενεργηθώ τυραγνιέμαι, δεν έχω όρεξη για φαΐ, κι όταν δεν αδειάζεις το πιάτο, στο καντήλι σώθηκε το λάδι… 3 4
Ξέφωτο, άδενδρο, χέρσος χώρος Θύελλα
7
Πέρυσι ήμουνα καλύτερα, φέτος χειρότερα και πάει λέγοντας. Φοβάμαι μην πέσω στο κρεβάτι και τότε κάηκα. Χάθηκε κι η γριά μου η μαύρη που θα με τήραγε και θα με κουμαντάριζε. Αχχ! Αχχ! Θα πεθάνω, θα πεθάνω…», και άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Ένα κύμα φόβου και λύπης όρμησε στο βαρύ στήθος του γέρου και γέμισαν τα μαραμένα του μάγουλα δάκρυα. «Όχι, όχι, δεν θέλω να πέσω σ’ αυτόν το λάκκο, να σαπίσει το κορμί μου, να με φάνε τα σκουλήκια, να με… να με σκεπάσει η λάσπη, η καταιγίδα, η αιώνια νύχτα. Όχι, όχι…», ξεφώνισε ο παππούς και αρπάχτηκε από το σίδερο του κρεβατιού και συνήλθε από τον ανελέητο πόλεμο με το χάρο και τη φθορά του αδυσώπητου χρόνου… «Αχχ, αχχ!», έκανε δυο τρεις φορές, σηκώθηκε τρικλίζοντας, σφούγγισε τα φουσκαλωτά του μάτια και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη. «Αχχ! Τι έπαθα σήμερα! Δεν είμαι στα καλά μου και στα μυαλά μου, φαίνεται… Τι μ’ έπιασε; Για όνομα του Θεού…», κι έκαμε το σταυρό του κάμποση ώρα. «Ακούς, ζωντανός, καλός, και να θέλω να σαπίσω μέσα στη λάσπη… Όχι, όχι, είναι χαζομάρες αυτά που σκέπτομαι», κι έδωσε κουράγιο στην κλονισμένη ψυχή του. Ξυρίστηκε, νίφτηκε, φόρεσε το καθαρό του πουκάμισο, τη γραβάτα του, τη ρεπούμπλικά του στραβά. Πήρε το χαρτούλι με τα παραμύθια στα χέρια του. Στη ματιά του ήρθε μια εικόνα της εγγονούλας του της Ελπίδας. Σαν μια ηλιαχτίδα τρύπωσε μες στη βαρυχειμωνιάτικη ογδοντάχρονη ψυχή του γέρου παππουλάκου και ζέστανε την παγωμένη καρδιά του. «Θα της πω και τα είκοσι παραμύθια σήμερα της Περιστέρας μου… Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας γέρος άνθρωπος, και ήθελε να γίνει νιoς, γιατί τώρα γνώρισε τη χαρά και λάτρευε τα παιδιά και τα πουλιά…» Κούτσουλος (ψευδώνυμο)
8
Άνοιξη Το χαρίζω στην αγαπημένη μου κορούλα, Αγγελική
Στη γειτονιά μας είδα χθες ένα χελιδονάκι. Αυλάκωνε τον ουρανό, πότε ψηλά, πότε δεξιά, πότε κοντά στη λεμονιά που μύριζε το ανθάκι. Προμήνυμα της άνοιξης έφερε το πουλάκι. Και τα παιδιά της γειτονιάς πετάξανε την μπάλα, όρμησαν μες στο ξέφωτο παίζοντας στην αράδα. Τα δέντρα μπουμπουκιάσανε, πετάξανε βλαστάρια. Νέα ελπίδα, μια πνοή μας δίνει τούτη η εποχή και η ζωή μας προχωρεί με μύρια χτυποκάρδια.
Ο Μιχάλης με τις κόρες του Όλγα (επάνω) και Αγγελική (κάτω).
9
Το ακορντεόν που έγινε εισιτήριο
Η
γειτονιά μου το 1944 ήταν πολύ μικρή. Το σόι μου τα Μπακολέικα πέντ’ έξι οικογένειες και στο σύνολό της σκόρπια σπιτάκια. Αν έφταναν τα εικοσιπέντε ήταν ζήτημα! Τα Γουβιά στου Τζάβρου ήταν η καρδιά της γειτονιάς. Εκεί υπήρχαν δυο μαγαζιά, είχε κι ένα μικρό εργοστάσιο που το νερό του πηγαδιού του το μετέτρεπε σε γκαζόζες· ήταν χρυσοπηγή. Τα παιδιά, μεγάλα και μικρά θα ήμαστε καμιά εξηνταριά. Τότε γένναγαν πολλά παιδιά, ήταν ευτυχία για τους αρχοντοτσιφλικάδες και τους παπάδες. Πολλά παιδιά, φτηνά χέρια... Εμείς οι πιτσιρικάδες από 9 μέχρι 14, που ήμουνα εγώ, ήμαστε μια ομάδα δέκα ξυπολυτόπαιδα. Στο σπίτι μου ήμαστε έξι αδέρφια, τρία κορίτσια και τρία αρσενικά. Εμένα με φύτεψαν τελευταίο. Ο βενιαμίν. Λοιπόν, είχαμε μια αγάπη για τη μουσική, άγνωστο πως ξύπνησε μέσα μας. Εγώ έκανα αυτό που μας έχουν μάθει οι εθνοπατέρες, στη βουλή: δούλεψε να φας και κλέψε νά ’χεις... Κρυφά λοιπόν από τη μάνα μου, εγέμιζα μια λάτα1 ελιές και τις πούλαγα σ’ έναν έμπορα. Πέρασαν βδομάδες και μήνας. Παίρνω τα κλεμμένα λεφτά από τις ελιές με μια λαχτάρα και τράβηξα ξυπόλυτος και χοροπηδώντας για τη χώρα δέκα χιλιομετράκια, όλο ποδαρόδρομο... άλλος ο κόσμος τότε, με την κατοχή και με την πείνα. Το πούλμαν μας εξυπηρετούσε -το Νο 2- ολοταχώς για το Καρδάμι, ένα μικρό μοναστηράκι του νησιού, με παζάρια. Που λέτε πήρα ένα κιθαρώνι όλο γλύκα! Ήταν πολυμπαλωμένο, αλλά σωστό. Ο Γιάννης, ο ξάδερφός μου, είχε βιολί και μάθαινε με νότες. Κάποιος από τους μεγάλους με έμαθε να κομπανιάρω. Ήτανε παραμονές Χριστουγέννων κι εκάναμε πρόβες για να συντονιστούμε. Εγώ κι ο Γιάννης κιθάρα-βιολί και ο Νίκος ο Κανακαδίτης ένα τυμπανάκι. Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρε η κτήσης όλη. Και δώσε, πέστο και ξαναπές το, για να το στρώσουμε, ν’ ακούγεται συμπαθητικά. Ξεκινήσαμε όπως ήταν φυσικό από το σόι μας και τη γειτονιά μας. Δεν ήταν κι άσκημα. Άλλοι μας κάναν υποδοχή και μας έδιναν από το υστέρημά τους, άλλος ένα ή μισό φράγκο και γλυκαθήκαμε κι από σπίτι σε σπίτι, βρεθήκαμε πάνου στου Σγόμπου και τα ξημερώματα πέσαμε σε ένα λιβάδι με άγρια χορτάρια που έφτανε ως τη μέση μας. Μοιραστήκαμε τα όβολα εξίσου και μουσκεμένοι μέχρι το
1
Τενεκές
10
κόκαλο από την υγρασία της πάχνης, γυρίσαμε σαν τις βρεγμένες γάτες. Χαρά για το χαρτζιλίκι και φόβο για το ξενύχτι που θά ’πεφτε ξυλαράκι στα σίγουρα. Είπαμε καλημέρα και δρόμο για τα κονάκια... Μού ’χε πάρει ο πατέρας μου ένα ζευγάρι παπούτσια, τα πρώτα στη ζωή μου! Μού τα έδωσε και μου τα παρουσίασε την ημέρα των Χριστουγέννων για να με ευχαριστήσει. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Τα φόρεσα και πήγα στην εκκλησία της Παντάνασσας. Στην εκκλησία πηγαίναμε κάθε Χριστούγεννα, δεν είχε ούτε παπά. Θυμάμαι είχε και πανηγύρι φτωχό, όπως και η γειτονιά. Αλλά εγώ στο δρόμο κούτσαινα και στο γυρισμό για το σπίτι δεν μπορούσα να φτάσω. Ένας πόνος αβάσταχτος ξεκίναγε από το μικρό δαχτυλάκι και ανέβαινε σε όλο το ποδάρι. Στην αρχή είπαμε πως ήταν στενά, αλλά ήταν πολύ ευρύχωρα. Μετά που πρώτη φορά που έβαλα παπούτσια στα ποδάρια μου και δεν τα είχα δεχτεί, σαν ξένο σώμα! Στο κρεβάτι με καθήλωσε ο πόνος και από τα δυο ποδάρια. Η μάνα μου έκανε όλα τα πρακτικά του κόσμου, μα ο πόνος λες και πεισμάτωνε. Φέραμε μετά από βδομάδες τον χτηνίατρο, τον κύριο Περίδη, άλλους τους γιάτρευε, άλλους τους έστελνε στον αγύριστο. Τι να σου κάνει ο άνθρωπος αφού δεν είχε ειδικότητα, ήταν για ούλες τις αρρώστιες παθολόγος, πνευμονολόγος, γυναικολόγος, φυματιολόγος, χτηνιατρολόγος και βάλε, μόνον αυγολόγος δεν ήτανε... Τον φωνάξαμε στο σπίτι, με είδε και είχα ... οξείς ρευματισμούς από το βράδυ που είπαμε τα κάλαντα... Ο Χριστός γεννάται ενώ ο Μαυρομίχαλος εκρεββατώθη... Θυμάμαι για να σταθώ στα πόδια μου σηκωνόμουνα και πήγαινα τοίχο τοίχο, για να κρατιέμαι δηλαδή. Μια Κυριακή πρωί άκουσα ένα ακορντεόν. Όσο πλησίαζε ο μουσικός, ο ήχος δυνάμωνε και η λαχτάρα μου να σηκωθώ μεγάλωνε, μέχρι που έφτασε απέναντι από το λόφο. Σηκώθηκα όρθιος από το κρεβάτι και στητός και γρήγορος βγήκα έξω στην αυλή και τι να δω και ν’ ακούσω: ένα ανοιχτό αυτοκίνητο, με μια παρέα νέα παιδιά με κιθάρα και ακορντεόν έπαιζαν καθαρά και ολοκληρωμένα. Ήταν καλοκαιριάτικος μήνας, αρχές του Μάη αλλά μοσχοβολούσε η ευλογημένη γη. Το τραγούδι ήταν καινούριο γεννημένο απ’ το σακάτεμα του πολέμου... το γιούπι γιάγια. Σίγουρα μου συγκίνησε την τρυφερή καρδιά μου αυτό το άκουσμα από το ακορντεόν. Το ονόμασα μουσικοθεραπεία. Μέρα τη μέρα θέριευε και δυνάμωνε μέσα μου η ανάγκη να μάθω ακορντεόν. Από το κυριακάτικο εκείνο πρωινό σα να μην είχε συμβεί τίποτε, άρχισα τις δουλειές που είχε ένα αγροτόσπιτο. Μου είπε μια μέρα ο ξάδερφος ο Γιάννης, που πήγαινε στη χώρα να μάθει βιολί στον κύριο Φαρούγκια: να πας Μιχάλη να αρ11
χίσεις κι εσύ μουσική. Πράγματι, πήγα και άρχισα τη θεωρία μουσικής. Έπαιζε όλα τα όργανα και ας ήταν προχωρημένης ηλικίας. Μου έδωσε τετράδια πενταγράμμου, μου είπε μια μέρα: «Ξέρεις παιδί μου πρέπει να αγοράσεις ακορντεόν γιατί δεν προχωράμε καλά. Να τό ’χεις σπίτι και να παλεύεις με αυτό, διαφορετικά είναι αδύνατο να μάθεις». Έσκυψα το κεφάλι πικραμένος και του είπα, «ναι θα το αγοράσω και θα συνεχίσω, γιατί βλέπω τα χέρια μου δεν περπατάνε». «Παιδί μου εάν γίνεις δάσκαλος του Δημοτικού σχολιού και βρεθείς στη Γαλλία, πού θα βρεις Ελληνόπουλα, να τους κάνεις μάθημα για να ζήσεις. Εάν γίνεις μουσικός είναι μια παγκόσμια γλώσσα, συγκινεί και την ξέρει όλος ο κόσμος, γιατί μιλάει στις καρδιές όλων. Θα πας στην Κίνα, θα απλώσεις το χαρτί σου και θα παίξεις, παν παράν παν παν». Τα μάτια μου μεγάλωσαν και φούσκωσε η ψυχή μου με κείνα τα μαγεμένα λόγια... Και τώρα, το μυστικό... πού θα βρω τα λεφτά; Ο πατέρας μου, σαν τόμαθε ο βασιλιάς Ηρώδης έγινε θηριώδης,. —Όχι, θα γίνεις κουρέας, όχι μουσικός. Να γυρίζεις σαν την άδικη κατάρα στα πανηγύρια. Εγώ με ένα σφάξιμο στην καρδιά μουρμούριζα ... ας βρω τα λεφτά και τα λέμε, δεν πας να βρίζεις και να δέρνεις, εγώ θα μάθω ακονρντεόν. Και έδινα όρκο μέσα μου... στο μυαλό μου γεννήθηκε μια σκέψη: θα δουλέψω. Δούλεψα λοιπόν τρεις μήνες. Μάζευα ελιές με τη λάτα στου Σκάρπα. Χοροπηδούσε η καρδιά μου από τη λαχτάρα. Η πληρωμή του εργαζόμενου στον άρχοντα ήτανε δεκάρες, ψίχουλα, ίσα να αγόραζα ένα μικρό γουρουνάκι από το εργοστάσιο του Καμπάτση, στα Γουβιά, που έκανε βουτύρατα και τυριά και πουλούσε και μικρά γουρουνάκια. Πήρα τα λεφτά, τις δεκαρούλες του άρχοντα και αγόρασα το γουρουνάκι. Το πήρα στην αγκαλιά μου και νόμιζα πως κρατώ όλη τη δημιουργία του μουσικού κόσμου. Του μιλούσα και ... γουτς γουτς γουτς, μου απαντούσε αυτό φοβισμένο. Θα σε κάνω εγώ σαν πουλαράκι σε ένα χρόνο και μετά, να το ακορντεόν... μ’ άκουσες μικρούλι μου; Κάθε μέρα σχεδόν με δυο λάτες στα χέρια πήγαινα δυο χιλιόμετρα δρόμο από του Καμπίτση στο σπίτι, φέρνοντας μεζέ για το γουρουνάκι, χορτάρια και σπάνια, πίτουρα, γιατί ήταν κατοχή, πείνα και εξαθλίωση και τα πίτουρα τα έτρωγα εγώ μαζί με χαρούπια, κούτσουπα που τα λέμε στο χωριό. Σε δέκα μήνες έγινε το μπιμάκι2, το χαϊδευτικό, ένας γουρούναρος σα μικρό γαϊδούρι. Το καμάρωνα σαν ακορντεόν, που τό ’σφιγγα στην αγκαλιά μου και γέμιζα τη γειτονιά νότες και χαρούμενα τραγούδια. 2
Μικρό γουρουνάκι, τρυφερούδι
12
Το 1945 τελείωσε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Φρίκη... Ο Μουσολίνης και ο Αδόρφος, το ξανθό χτήνος ο Φίρερ, κατέρρευσαν αφήνοντας πίσω τους χώρες ερειπωμένες και 80 εκατομμύρια νεκρούς... Η αδερφή μου η καλή καρδιά, η Μαρία, περίμενε με λαχτάρα την αγάπη της που δεν είχε καλά καλά γνωρίσει και όμως τον είχε αγαπήσει... Ήταν αρραβωνιασμένη με έναν Κερκυραίο, γέννημα και θρέμμα, αλλά ιταλικής καταγωγής. Δεν είχε πάρει την ιθαγένεια να πολιτογραφηθεί. Όταν έγιναν καταχτητές οι Ιταλοί στην Κέρκυρα, αμέσως τον στρατέψαν. 22 χρονών τον Εμίλιο Βαρδάτσι τον άρπαξαν με τόσους άλλους, τους ντύσανε στρατιώτες και μετά στα μέτωπα της Ευρώπης. Η Μαρία, πιστή Πηνελόπη, μέχρι που τελείωσε ο πόλεμος, δε είχε λάβει γράμμα ή είδησή του για πέντε ολόκληρα χρόνια. Κανένα ελπιδοφόρο σημείο ζωής... αναπάντεχα έλαβε ένα γράμμα από τον Εμίλιο. Η καρδιά της άνοιξε σαν μοσχοβόλο τριαντάφυλλο, που για πέντε χρόνια είχε μείνει πετρωμένο. Με τρεμάμενα δάχτυλα άνοιξε το γράμμα... όπου της εξηγούσε πως είναι καλά και πως ζει... και την περιμένει! Απίστευτο κι όμως αληθινό! Δόξα τον Θεό, είπε και έμεινε με σταυρωμένα τα χέρια σαν υπνωτισμένη πολλή ώρα. Ήταν στο Πρίντεζι! Δεν μπορούσε ούτε αυτή να πάει, ούτε εκείνος να έρθει γιατί οι χώρες δεν είχαν καλές σχέσεις και δεν υπήρχαν προξενεία. Ο Εμίλιος ρώτησε την ιταλική εκκλησία πως μπορεί να πάει η αρραβωνιαστικιά του να τον βρει. Του είπε ο καπουτσίνος αρχιμαντρίτης: «Άκουσε τι θα κάνουμε. Θα υποβάλεις στην εκκλησία της περιοχής σου αίτηση γάμου. Το ίδιο θα κάνει και η αρραβωνιαστικιά σου από την κερκυραϊκή ιταλική εκκλησία... Θα τηλεφωνηθούν οι ιερείς που στης 5 Απριλίου, ημέρα Κυριακή, 7 το βράδυ, να είμαστε εκεί». Εγώ από δω στο Πρίντεζι, θα παντρευτώ τη μητέρα μου Λουγρέντσια, που θα την ονομάσω Μαρία, ενώ εσύ τον πατέρα σου Βασίλη, που θα τον ονομάσεις Εμίλιο Βαρδάτσι. Θα γίνει ο γάμος και αμέσως θα λέγεσαι Μαρία Βαρδάτσι, θα πάρεις το χαρτί του γάμου και θα βγάλεις πρώτα ταυτότητα, μετά θα πας στο προξενείο, θα σου χορηγήσει διαβατήριο γιατί θα είσαι Ιταλίδα και θα είσαι παράνομη και αμέσως θα πάρεις το πασαπόρτι σου και θα έλθεις Πρίντεζι. Μπες στο πλοίο και θα σε περιμένω με αγωνία. Δουλεύω στο λιμάνι, θα σε δω αμέσως με αγάπη ατέλειωτη, ο άντρας σου, Εμίλιο Βαρδάτσι. Σε περιμένω και σε φιλώ». Λες να είναι παραίσθηση από την αγωνία μου. Όχι, όχι Παναγία μου! Να το γράμμα! να τα λόγια... Με το στεφανοχάρτι στο χέρι, με την εκκλησία ποιος μπορεί ν’ αντισταθεί και να τα βάλει. Άνοιξαν οι πόρτες, 13
[...] —Όταν μεγαλώσεις, θα σε πάρω να γνω-
ταυτότητα, πασαπόρτι σε τρεις μέρες. Όλα έτοιμα. Το μόνο που έλειπε ρίσεις την Ελλάδα, την πατρίδα μας. Να δεις τα μόνο ήταν το εισιτήριο, μα αυτό κόστιζε κάποια χρήματα. ψηλά βουνά, τον Κίσαβο, εκείτου, πουαδιάΟ πατέρας μου όταν άκουσετον γιαΌλυμπο, λεφτά χάλασε τα μούτρα κατοικούσαν οι θεοί αρχαίων Θα πώς φορος. Τι να πουλήσουμε τη γίδα ή τηντων προβατίνα; ΝαΕλλήνων. δανειστούμε, λουλουδιασμένους κάμπους με ταδεν χρυθα τα δώσουμε δεις πίσω;τους Ο μεγάλος ο προκομμένος ο αδερφός, ήτανε και στο σπίτι για να ζει το κάθε συμβάν. Ούτε στο σπίτι δεν κοιμότανε, σά στάχυα. Τις θάλασσες και τις χρυσογάλαζες ρέμπελος πότε στη χώρα στην τους ΑθήναΈλληνες βρισκότανε, άντε βρέστονε! ακτές πουπότε κάνουν να ταξιδεύουν Ο άλλος, ο τρίτος χαρτοπαιξία κι όλα δεν είχε σταφωστήρας, πέρατα του κόσμου. Θα δειςωραία. και ταΠοτέ αμπέλια δεκάρα στην τσέπη του. «Να το γουρούνι του Μιχάλη» είπε ο πατέρας, με τις χρυσές ελιές. σαν να σοφίστηκε πως θα γινότανε ωραιότερος ο κόσμος. Εγώ στην αρχή —Πατέρα, αλήθεια, οιμου. ελιέςΈκλαψα, είναι χρυσές; που τ’ άκουσα έπεσε κεραυνός στο κεφάλι έκλαψα να ξα—Όταν τις χαϊδεύει ο ήλιος, λάμπει ο καρπός λαφρώσει η καρδιά μου. Πάει το ακορντεόν, πάει το γουρούνι μου, τα κόσαν το χρυσάφι. Όμως είναι πιο σπουδαίος κι απ’ στα πια μου, τα βάσανα και τα όνειρα άρχισαν να γκρεμίζονται μπροστά μάτια μου. Μα την αγαπούσα την καλή καρδιά τη Μαρία, κι αφού ήταν το χρυσάφι. για την ευτυχία της—Επιτέλους, έσφιξα την καρδιά συγκατατέθηκα γίνουν πότεμου θακαι πάμε, πατερούληνα μου, ευτυχισμένοι... Ένας τέτοιος μυθικοϊστορικός γάμος και για μια ψυχούλα σ’ αυτή την όμορφη πατρίδα; Μου λες και μου τόσο λευκή σαν το χιόνι και ευαίσθητη καρδιά που γεννήθηκε να πονάει ξαναλές εκατό φορές τη μέρα, μ’ έκανες να την και να αγαπάει... χαλάλι τους να ζήσουν ευτυχισμένοι... Αφού δεν δίνανε αγαπήσω, μ’ αυτές τις μου χρυσές ελιές, κι ακόμα οι άλλοι τα λεφτά τους, πήραν τα δικά και τα όμορφα όνειράνα μου... μπούμε στο τραίνο να πάμε στον Όλυμπο που Πήρε ο πατέρας το γουρουνάκι μου που με περνούσε στο μπόι σαν το κατοικούσαν οι θεοί… σήκωνες όρθιο, στου Τζάβρου που ήταν χασάπης. Το ζύγισε, τού ’δωσε τα λεφτά στο χέρι, και —Αχ, δρόμο αχ, για παιδάκι το εισιτήριο μου,Κέρκυρα-Πρίντεζι... να ’ξερες πόσο λαχταΌπως τράβαγε ο πατέρας, σα να και μου τον ξερίζωνε ρώτοναγουρούνι πετάξουμε σαν τονήταν Δαίδαλο Ίκα- την καρδιά. Το γουρούνι έσκουζε γουτς γουτς. Αυτές δεν μπορεί να είναι νόρο του παραμυθιού… Μα και τότε και σήμερα, τες του ακορντεόν, είναι χτηνίσια μουγκριτά ουουούγούτς γουτς. παιδί μου, που πέρασαν χιλιάδες χρόνια, εξακοΈτσι έγινε το γουρούνι εισιτήριο... και όχι μουσικό όργανο γλυκό ακορτύραγνοι που δεν αφήνουν ντεόν! Κι έμεινελουθούν σφαγμένονατουπάρχουν ωραίο παιδικό μου όνειρο...
τους ανθρώπους ελεύθερους να ζήσουν όπου θέλουν, δηλαδή στην πατρίδα τους. [...]
ISBN 978-960-9499-48-4
Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 14 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr