Κίρκη Ραφαηλίδου
ς ε ί σ ο δ ο ρ Π ς έ Μικρ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ
ο σ ε λ ότ ο ς ΕΚΔΟΣΕΙΣ ο σ ε λ ότ ο ς
Τιτλος: Μικρές προδοσίες Συγγραφέας: Κίρκη Ραφαηλίδου Σειρα: Eλληνική λογοτεχνία [1358]0612/14 Φωτο εξωφυλλου: Shutterstock photobank Copyright© 2012: Κίρκη Ραφαηλίδου Πρώτη Εκδοση: Αθήνα, Ιούλιος 2012 ISBN 978-960-9607-68-1 Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Στα νέα μέλη της οικογένειας
Νίνα
Τ
ίποτα δεν φανέρωνε ότι κάποιος κακοποιός είχε εισβάλει στο διαμέρισμα με τη βεβαιότητα ότι οι ιδιοκτήτες έλειπαν και, αιφνιδιασμένος από την αναπάντεχη παρουσία της γυναίκας, αναγκάστηκε να την εξουδετερώσει προκειμένου να δράσει ελεύθερα. Όλα ήταν σε απόλυτη τάξη. Εξάλλου η πόρτα δεν ήταν παραβιασμένη και δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα κάποιος επιδέξιος μπουκαδόρος να σκαρφιζόταν, μέρα μεσημέρι σχεδόν και σε κεντρική λεωφόρο, να σκαρφαλώσει απ’ τα μπαλκόνια μέχρι τον τέταρτο. Τα συρτάρια στην κρεβατοκάμαρα έδειχναν σα να μην τα είχε αγγίξει ούτε το χέρι που τα τακτοποίησε. Στο γραφείο ήταν όλα στη θέση τους: ένας μολυβοστάτης με στυλό και κίτρινους μαρκαδόρους, ένας μικρός διακοσμητικός πύργος του Άιφελ μέσα σε μαύρο πλέξιγκλας, μια βοηθητική επιτραπέζια λάμπα, ένα σημειωματάριο Α4 και μια στοίβα ρεπορτάζ για σπίτια, κομμένα από περιοδικά. Όλα δίπλα στο κομπιούτερ που ήταν κλειστό. Η κουζίνα ήταν πεντακάθαρη. Στον ξύλινο πάγκο απέναντι από το νεροχύτη υπήρχαν μόνο οι συνηθισμένες οικιακές συσκευές: μια καφετιέρα, ένα μπλέντερ, μια
κιρκη ραφαηλιδου
5
τοστιέρα κι ένας φούρνος μικροκυμάτων. Ένας πάκος από περιοδικά έπιανε τη γωνία του πάγκου κοντά στην πόρτα. Ο αστυνόμος Δραγώνας τα ξεφύλλισε βιαστικά με τα έμπειρα χέρια του. Ένα σοκ χρωμάτων αιφνιδίασε το οπτικό του νεύρο: λευκό αστραφτερό και παστέλ, θεϊκοί συνδυασμοί της ώχρας, του κοκκινωπού και του γαλάζιου και πράσινες βελούδινες διαπλάσεις, –διάστικτες από λιλά χρυσαφιές και κόκκινες βούλες–, έντυναν επαύλεις και διαμερίσματα, κήπους και πισίνες. «Η γυναίκα σας ήταν αρχιτέκτων;» ρώτησε τον ψηλό ξερακιανό άντρα με την καμπαρντίνα και την αλογοουρά που παρακολουθούσε με ανήσυχο βλέμμα τα όργανα της τάξης να ψαχουλεύουν τα πράγματα του σπιτιού του. «Δικαστικός ήταν». Αυτό το “ήταν” έκανε τον άντρα ν’ ανατριχιάσει. «Σκοπεύαμε να χτίσουμε ένα εξοχικό και μάζευε άρθρα από περιοδικά διακόσμησης. Δεν πρόλαβε…» πρόσθεσε και παράτησε απότομα τον αστυνόμο. Άνοιξε με μια γρήγορη κίνηση τη μπαλκονόπορτα κι έσκυψε διστακτικά από την κουπαστή. Αλλά δεν είδε τα κομμάτια της. Μόνο μάντεψε το περίγραμμα του σώματός της αποτυπωμένο με κιμωλία στο πεζοδρόμιο και σκόρπιες τριγύρω πιτσιλιές από ξεραμένο αίμα. Όπως στον κινηματογράφο. Ο Δραγώνας τον ακολούθησε. Η ανοιχτή μπαλκονόπορτα είχε ψυχράνει την ατμόσφαιρα. Ένα σκυλί αλύχτησε στο σκοτάδι που είχε αρχίσει να πυκνώνει. «Ελάτε μέσα, έχουμε σχεδόν ολοκληρώσει, λίγες ερωτήσεις έμειναν και σας αφήνουμε να ηρεμήσετε», είπε ο αστυνόμος στον σκυμμένο άντρα. Κάθισαν στον μικρό δερμάτινο καναπέ του γραφείου. «Τι ώρα συνέβη;»
6
μικρεσ προδοσιεσ
«Γύρω στις τέσσερις. Δεν έχει γίνει ακόμα η νεκροψία, αλλά έχουμε τις μαρτυρίες των γειτόνων. Εσείς πού ήσασταν εκείνη την ώρα;» «Είχα ραντεβού με πελάτη. Είμαι δικηγόρος. Μπορώ να σας δώσω τα στοιχεία του να το επιβεβαιώσετε». «Θα μας τα δώσετε αργότερα. Είχε κάποιο λόγο ν’ αυτοκτονήσει;» «Απ’ ό,τι ξέρω, όχι». «Πώς ήταν οι σχέσεις σας;» «Δεν είχαμε παιδιά. Δεν είχα καταλάβει αν την απασχολούσε κάτι». «Είχε εχθρούς;» Ο άντρας με την αλογοουρά έκανε μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας κι απάντησε κάπως ενοχλημένος: «Η Έρση… εχθρούς; Αποκλείεται, βάζω το χέρι μου στη φωτιά. Δεν ήταν ατύχημα;» «Όλα τα υπολογίζουμε. Θα σας χρειαστούμε σύντομα, μην απομακρυνθείτε. Έχω πάρει την ατζέντα από την τσάντα της και το κινητό της. Αφαιρέσαμε και τον σκληρό δίσκο από το κομπιούτερ. Να είμαστε σ’ επαφή».
Είχε σουρουπώσει. Στο δρόμο είχαν ανάψει τα φώτα. Η Νίνα είδε από μακριά τον άντρα της έξω απ’ το περίπτερο κι επιτάχυνε το βήμα. Η νέον επιγραφή του ψητοπωλείου αναβόσβηνε ασταμάτητα και σημάδευε τη σιλουέτα του με σκληρές κόκκινες ανταύγειες. Είχε γυρισμένη την πλάτη του. Ταξινομούσε τα περιοδικά. Το
κιρκη ραφαηλιδου
7
απότομο κι επαναλαμβανόμενο τίναγμα του ώμου του φανέρωνε μεγάλη νευρικότητα. «Άργησες». «Τι να σου κάνω, έχει κόσμο η κυρία Ρένα το βράδυ. Έκανα όλο το σπίτι γενική, τι να ’λεγα;» απάντησε λαχανιασμένη η γυναίκα. Άνοιξε απότομα τη λιλιπούτεια πόρτα του περιπτέρου και χώθηκε μέσα χωρίς να πει άλλη κουβέντα. Ευθυγράμμισε μηχανικά τα τσιγάρα στο ράφι κι έριξε μια φευγαλέα ματιά στο καθρεφτάκι. Είδε τα μάτια της αγριεμένα και τα μαλλιά της ανακατωμένα. Έφτιαξε πρόχειρα τη χωρίστρα της στο πλάι χωρίς να κοιτάζει. «Φεύγω, θα τα πούμε μετά», είπε ο άντρας. Ήταν πράγματι εκνευρισμένος. Η Νίνα ήξερε ότι το ’χε παρακάνει. Είχε πάει σχεδόν τέσσερις, κι έτσι όπως είχε μικρύνει η μέρα και νύχτωνε νωρίς, σίγουρα θα του ’χε φανεί ο χρόνος ατελείωτος του Φρέντυ. Η Νίνα μάντευε κάθε μέρα την αγωνία του καθώς την περίμενε να γυρίσει απ’ τα σπίτια να τον αντικαταστήσει. Ήξερε ότι έτρεχε φουριόζος στο διαμέρισμά τους για την ανάγκη του, έτρωγε ένα πιάτο φαΐ και ξάπλωνε κάνα δυο ώρες ώσπου να επιστρέψει πάλι στο περίπτερο για να μείνει ως τα βαθιά μεσάνυχτα. Τι να του ’κανε; Περίπτερο διάλεξε, σκλαβιά διάλεξε. Ειδικά σήμερα, η Νίνα είχε δικά της προβλήματα και δεν ήταν σε θέση να κατευνάσει τα νεύρα του Φρέντυ. Η κυρία Ρένα, που της είχε δώσει το δικαίωμα να της μιλάει στον ενικό και να τη φωνάζει σκέτο Ρένα, πρωί-πρωί κιόλας, με τον πρώτο καφέ, της δήλωσε ορθά κοφτά ότι δεν σκόπευε να της κάνει αύξηση με τον καινούργιο χρόνο γιατί τα μεροκάματα που δίνουν οι φίλες της εί-
8
μικρεσ προδοσιεσ
ναι πολύ χαμηλότερα απ’ το δικό της και άρα να μην έχει απαιτήσεις! Και μήπως σου ζήτησα εγώ καμιά αύξηση, κυρία μου, μόνη σου κουρδίστηκες, σκεφτόταν η Νίνα κι όλο φούντωνε ενώ ταυτόχρονα έδινε μια τηλεκάρτα σ’ έναν περαστικό, τέσσερα μισά εισιτήρια στη Δήμητρα και δυο πακέτα slim line σιελ μαζί με το Maison et Decoration στον κύριο Περικλή. Ούτε που μετρούσε τα ρέστα, το μυαλό της ήταν κολλημένο εκεί, στο συμβάν. Τώρα πια ήταν σίγουρη πως η οικειότητα που της έδειχνε η κυρία Ρένα τόσο καιρό δεν ήταν από φιλικά αισθήματα, αλλά από συμφέρον. Το στυφό αίσθημα της προδοσίας έπιασε να γδέρνει επίμονα τον ουρανίσκο της. Εγώ να περνάω με άζαξ τα τζάμια κι αυτή, με μια κούπα καφέ στο χέρι, να παρλάρει ασταμάτητα για το πόσο καλά έζησε στην Αφρική. Εγώ να περνάω γονατιστή με σφιχτό σφουγγαρόπανο το πάτωμα για να μη μείνει ίχνος σκόνης κι αυτή να πετάει με τρόπο υπονοούμενα για τις φιλενάδες της. Είχα τ’ αυτιά μου τεντωμένα ν’ ακούω όλες τις ιστορίες της και καμάρωνα επειδή νόμιζα ότι μ’ εμπιστευόταν… Η Νίνα θυμήθηκε τα διάφορα “έλα!”, “όχι!”, “ψέματα!” κι ένα σωρό άλλα επιφωνήματα διαμαρτυρίας ή θαυμασμού που η κυρία Ρένα τής είχε δώσει το θάρρος να ξεστομίζει σα να ήταν δικός της άνθρωπος κι ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Μια ακαθόριστη δυσφορία πήρε ν’ απλώνεται απειλητικά μέσα της, έτσι όπως αρχίζει ένας πονοκέφαλος που δεν αντιλαμβάνεσαι ποτέ αν ξεκίνησε από τους κροτάφους ή το πίσω μέρος της κεφαλής. Τώρα, μετά απ’ αυτή την προσβλητική εξήγηση –“δεν είμαστε ίσες, εγώ σου δίνω δουλειά κι εσύ θα σκύβεις το
κιρκη ραφαηλιδου
9
κεφάλι”, δεν το ’πε ακριβώς έτσι αλλά αυτό υπονοούσε–, με τι καρδιά θα ’πιανε πάλι η Νίνα το συγύρισμα σ’ αυτό το τεράστιο διαμέρισμα με τους δύο σκύλους και τις τρεις γάτες; Άπαπα, δεν το άντεχε, θα τη σταματούσε την κυρία Ρένα. Θα εύρισκε μια δικαιολογία, έτσι κι αλλιώς το μεροκάματο δεν θα της έλειπε. Η Νίνα είχε βγάλει καλό όνομα στην αγορά: γρήγορη, καθαρή και εχέμυθη. Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε που είχε πατήσει το πόδι της στην Ελλάδα κι όμως σήμερα αισθανόταν ανασφαλής όπως όταν πρωτοήρθε από την Αλβανία που το φυλλοκάρδι της έτρεμε από αγωνία και το κορμί της έτρεμε απ’ το κρύο στο δωμάτιο τού χωρίς θέρμανση φθηνού ξενοδοχείου Ολύμπιον στην Ομόνοια. Η κόρη της ήταν δυο χρονών, πεινούσε, κρύωνε κι έκλαιγε γοερά, κι αυτή, άσπλαχνη μάνα θα ’λεγε κάποιος, πρακτική θα ’λεγε κάποιος άλλος, της χτυπούσε τα χεράκια –δήθεν για παχνίδι– και της επαναλάμβανε τραγουδιστά “δεν κρυώνεις, δεν κρυώνεις, ούτε πεινάς, τώρα παίζουμε”. Η Νίνα καλμάρησε με τη σκέψη ότι από τότε η ζωή της είχε αλλάξει δραστικά. Κόντευαν να γίνουν κανονικοί Έλληνες· ο Φρέντυ είχε περίπτερο, η ίδια δούλευε στις καλύτερες κυρίες –εκτός απ’ την κυρία Ρένα τώρα πια– κι η Βέφα όπου να ’ναι θα ’δινε πανελλήνιες. Μόνο τα ονόματά τους τούς πρόδιδαν κάπως. Το Νίνα και το Βέφα εντάξει, αλλά το Φρέντυ ήταν άσχετο· έμοιαζε με ξενικό ενώ αυτοί ήταν γνήσιοι Βορειοηπειρώτες. Μακάρι και το επίθετό μας, Κέλτση, να ’ταν γραμμένο με ελληνικά γράμματα στα χαρτιά του Φρέντυ, σκέφτηκε περίλυπη. Όμως κι αυτό θ’ αλλάξει σιγά-σιγά και τότε τίποτα δεν θα μας ξεχωρίζει, παρηγορήθηκε κι απώθησε
10
μικρεσ προδοσιεσ
στα κατάβαθα του μυαλού της ως μη γενόμενα κάποια πικρόχολα σχόλια της πελατείας ότι η προφορά τους μοιάζει με αρβανίτικη. Η Νίνα κρύωνε. Έτριψε πολλές φορές τα χέρια της το ένα με τ’ άλλο και βάλθηκε να λέει τις σκέψεις της δυνατά μήπως και ζεστάνει το μικρό χώρο με την ανάσα της. Όλα είναι σκονισμένα εδώ μέσα, πρέπει να τα περάσω ένα βετέξ, ο Φρέντυ δεν κάνει τίποτα, νομίζει ότι θα του πέσει η μύτη άμα συγυρίσει λιγάκι το μαγαζί του. Δεν έχουνε φύγει πολλές εφημερίδες, θα του πω να παραγγέλνει λιγότερες, πιάνουν πολύ χώρο. Σταμάτησε απότομα, φοβήθηκε μήπως την ακούσει κανένας να παραμιλάει και πει πως τρελάθηκε. Αισθανόταν πολύ εκτεθειμένη μέσα σ’ αυτό το κουβούκλιο. Μόνο τα νώτα της είχε καλυμμένα, ο πελάτης μπορούσε ανά πάσα στιγμή να την αιφνιδιάσει από τρεις μεριές. Στις δύο πλαϊνές υπήρχε συρόμενο τζάμι που τώρα το χειμώνα έμενε κλειστό, αλλά και πάλι, τα χείλη φαίνονται όταν κουνιούνται στον αέρα. Η Νίνα σήκωσε το βλέμμα της στην μικρή τηλεόραση που είχε κρεμάσει ο Φρέντυ πάνω από τα ενοικιαστήρια και τις δηλώσεις, αλλά γρήγορα το κατέβασε. Η οθόνη ήταν λίγο πιο μεγάλη από μια αντρική παλάμη κι έπρεπε να στραβολαιμιάσεις άσχημα αν αποφάσιζες να κοιτάξεις για πολύ. Το μουρμουρητό που έβγαινε απ’ το κουτί τής έκανε κάποια παρέα. Τους συλλογισμούς της διέκοψε το απότομα άνοιγμα του ψυγείου τής Coca Cola. Αναγνώρισε την χαρακτηριστική κίνηση του Έλβις. «Άργησες σήμερα…» άκουσε ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα την τραχιά φωνή του μπροστά στο άνοιγμα. Ο Έλβις ήταν μια διέξοδος για τη Νίνα. Το ενδιαφέ-
κιρκη ραφαηλιδου
11
ρον που έδειχνε για κείνη το τελευταίο διάστημα την κολάκευε και της έδινε την ευκαιρία να ξεδίνει στροβιλίζοντας στο μυαλό της απολαυστικές σκηνές μαζί του. Ο Έλβις ήταν νεότερός της, γύρω στα τριάντα πέντε. Είχε πυκνά ξανθοκάστανα μαλλιά και φιλήδονο στόμα. Η Νίνα προσπαθούσε τυπικά να του κόψει τον αέρα, στην πραγματικότητα απολάμβανε το κόρτε του. Ο Έλβις ήταν Αλβανός, από το διπλανό χωριό, ούτε λόγος για τσιλημπουρδίσματα, θα την σκότωνε ο Φρέντυ. Έμενε σ’ ένα ημιυπόγειο με τη μάνα του. Εκείνη ξενοδούλευε. Είχαν χρόνια στην Ελλάδα, αλλά η τεμπέλικη φύση τού γιου της δεν τους άφησε να προκόψουν όπως άλλοι συμπατριώτες τους. «Με παρακολουθείς;» τον ρώτησε στεγνά. Ο Έλβις είχε ήδη ανοίξει το κουτί. Άρχισε να κατεβάζει μερικές γουλιές κάνοντας τον χαρακτηριστικό θόρυβο του υγρού που κυλάει άτακτα στον οισοφάγο. Η ματιά του, υπό γωνίαν, παιχνίδιζε προκλητικά επάνω της. Η Νίνα νευρίασε. «Ένα είκοσι», του είπε ειρωνικά. Εκείνος άγγιξε φευγαλέα την παλάμη της την ώρα που έπαιρνε τα ρέστα. Ο Έλβις ήταν γυψαδόρος. Είχε μάθει τη δουλειά κοντά σ’ έναν Έλληνα, αλλά τους τελευταίους μήνες ήταν άνεργος. Υπάρχουν τεχνίτες που δουλεύουν τον γύψο σαν καλλιτέχνες, που αγωνίζονται μέσα από την άψυχη σκόνη ν’ αφήσουν τ’ αχνάρια τους στο μέλλον, όμως ο Έλβις δεν ανήκε σ’ αυτή την κατηγορία. Με το θράσος του και τις μεγαλοστομίες του μασκάρευε την αδεξιότητά του και την τεμπελιά του και κατάφερνε πού και πού να κάνει κάνα μεροκάματο, ίσα για τα τσιγάρα και το νοίκι. Στο μυαλό του είχε άλλα σχέδια. Από κάτι σπόντες που πέταγε, η Νίνα είχε καταλάβει
12
μικρεσ προδοσιεσ
ότι η ζήλεια πρέπει να του ’γδερνε τα σωθικά από τότε που έμαθε ότι είχαν ξεκάνει ένα παραθαλάσσιο οικόπεδο του πεθερού της στην Αλβανία κι είχαν φυλάξει τα λεφτά για ν’ αγοράσουν διαμέρισμα. Η Νίνα υποψιαζόταν ότι ο Έλβις έπαιζε μαζί της, αλλά δεν του ’κοβε τον αέρα αφού διασκέδαζε και η ίδια με τις ερωτοτροπίες του. Εξάλλου, ενδομύχως, πίστευε ότι ήταν μια άκρως γοητευτική γυναίκα. Μπορεί να είχε περάσει τα σαράντα αλλά δεν το ’δειχνε. Τα σκούρα μαλλιά της, χτενισμένα πάντα καρέ, και τα μάτια της, μικρά αλλά φλογισμένα, έκαναν μια τέλεια αντίθεση με τη ροζ βελουδένια επιδερμίδα του προσώπου της και του λαιμού της. Όσο για το σώμα της, αυτό ήταν κοριτσίστικο. Ίσως και να του προκαλούσε φαντασιώσεις τα βράδια τού Έλβις. Γέλασε μ’ αυτές τις σκέψεις. Θεός φυλάξοι, έτσι και την έπαιρνε είδηση ο Φρέντυ που όταν νευριάζει δεν ξέρει πού να βάλει τα χέρια του, θα τους έσφαζε και τους δύο! Μα τι λέει τώρα, αφού ξέρει ότι ο άντρας της δεν είναι παρά ένας αγαθός γίγαντας που της έχει αδυναμία. «Κοίτα πώς είν’ τα νύχια σου… δε θα σταματήσεις αυτή την κωλοδουλειά τώρα που τα κονομήσατε;» είπε ο Έλβις δείχνοντας με το βλέμμα του τα χέρια της. Η Νίνα κοίταξε κι εκείνη ασυναίσθητα. Κάτω απ’ το θαμπό φως του περιπτέρου και τις κόκκινες αναλαμπές της επιγραφής του ψητοπωλείου διέκρινε τα κάπως ροζιασμένα της δάχτυλα και τα άβαφα κοντά νύχια της, σπασμένα σε δύο άκρες. «Παράτε με, κύριε Έλβις», έκανε αμέσως φουρκισμένη, «…κουμάντο στον εαυτό σου. Με πονάει ο πλάτης μου». Ο Έλβις πέταξε με δύναμη το άδειο κουτάκι στο καλάθι του δήμου αλλά δεν βρήκε στόχο. «Ακόμα δεν έμα-
κιρκη ραφαηλιδου
13
θες ελληνικά!» ψιθύρισε μες απ’ τα δόντια του κι έφυγε αμίλητος ανακατεύοντας τις τσίχλες και τις σοκολάτες που αναπαύονταν με τάξη στο μπροστινό ράφι. Η Νίνα δεν ξεχώρισε τις λέξεις, αλλά υποψιάστηκε ότι το σχόλιό του ήταν αρνητικό. «Είσαι μπούφος…» μονολόγησε και βάλθηκε να τακτοποιεί τα διαλυμένα ζαχαρώδη.
Η Νίνα δεν είχε βρει χρόνο να συζητήσει με τον άντρα της τι θα έκαναν με τα λεφτά. Όταν έφτανε ο ένας στο σπίτι, ο άλλος έλειπε ή κοιμόταν. Και το βράδυ αργά που γύριζε ο Φρέντυ, δεν είχε όρεξη να κάνει σοβαρές συζητήσεις. Φυσικά είχαν ανταλλάξει κάποιες κουβέντες στα πεταχτά. Πλήρωσαν το φροντιστήριο της Βέφας που το χρωστούσαν τρεις μήνες κι έδωσαν προκαταβολή για ένα Hyundai. Το παλιό τους αυτοκίνητο ήταν εντελώς σαράβαλο, στο τελευταίο ταξίδι στην Αλβανία κόντεψε να τους αφήσει στη μέση. Με τα υπόλοιπα, θα ’βλεπαν. Η Νίνα επέμενε ν’ αγοράσουν δυο δυάρια για να ’χουν εισόδημα, ο Φρέντυ ήθελε να τα βάλει σε μια δουλειά που θα του ’φερνε γρήγορα κέρδος και δεν θα τον κρατούσε φυλακισμένο όλη μέρα στο περίπτερο. Είχε αδειάσει λίγο παρακάτω ένα μεγάλο γωνιακό μαγαζί κι ο Φρέντυ το φανταζόταν κιόλας ζαχαροπλαστείο. Δεν είχε άλλο ζαχαροπλαστείο εκεί κοντά, πίστευε ακραδάντως ότι η επιτυχία διαγραφόταν σίγουρη. Η Νίνα όμως αντιδρούσε σθεναρά: «Τι πας να μπλέξεις με μια δουλειά που δεν την ξέρεις, παιδάκι μου; Ξέρου-
14
μικρεσ προδοσιεσ
με να φτιάχνουμε γλυκά, κουλουράκια, βουτήματα, πάστες, τσουρέκια;». «Θα τα παίρνουμε έτοιμα». «Άμα καταλάβει ο κόσμος ότι τα φέρνεις απέξω τα γλυκά, θα νομίζει ότι είναι μπαγιάτικα, δεν θ’ αγοράζει κανένας. Άσε που θα λένε “Αλβανοί είν’ αυτοί, βρομιάρηδες θα ’ναι” και δεν θα πατάνε το πόδι τους». «Θα συνεταιριστώ με τον Έλβις που ξέρει τη δουλειά και θα κάνουμε στο υπόγειο το εργαστήρι. Θα μοσχοβολάει ο τόπος φρέσκο βούτυρο. Όλο το πρωί αυτό συζητούσαμε. Αυτός κάτω θα φτιάχνει κι εγώ απάνω θα πουλάω». Η Νίνα είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί σοβαρά εκείνο το βράδυ με τις ιδέες του άντρα της. Συνέταιρος με τον Έλβις; Επειδή εκείνος ξέρει τη δουλειά; Τι βλακείες! «Ο Έλβις είναι γυψαδόρος και πού και πού κάνει και δουλειές του ποδαριού», είπε νευριασμένη. «Μου ’πε ότι πήγε στο ΟΑΕΔ κι έκανε σεμινάριο για ζαχαροπλαστείο. Μου ’πε ότι έχει γίνει ξεφτέρ’ και μόλις βρει κεφάλαιο θ’ ανοίξει ζαχαροπλαστείο», απάντησε εκείνος. Από γυψαδόρος ζαχαροπλάστης; Κι επειδή έκανε μερικά μαθήματα ζαχαροπλαστικής, τι μ’ αυτό; Έτσι εύκολα ανοίγεις μια επιχείρηση, είχε σκεφτεί η γυναίκα προβληματισμένη κι έπεισε τον άντρα της ν’ αφήσουν προσωρινά σ’ ένα λογαριασμό στην τράπεζα τα λεφτά μέχρι ν’ αποφασίσουν τι θα τα κάνουν. Η αγορά διαμερίσματος, τώρα που ήταν κρίση στην Ελλάδα και που όλοι περίμεναν ότι οι τιμές θα έπεφταν σε εξευτελιστικά επίπεδα, της είχε γίνει έμμονη ιδέα. Στην Τράπεζα Πειραιώς που ήταν στην πλατεία τούς ήξεραν όλοι. Εκεί είχαν τις καταθέσεις τους παλιά, όσα
κιρκη ραφαηλιδου
15
είχαν μαζέψει και οι δύο στην Ελλάδα για ν’ αγοράσουν σπίτι, πριν τα χάσουν όλα στο κραχ του χρηματιστηρίου τούο 2000. Από ’κεί είχε ο Φρέντυ ένα μικρό δάνειο σπόνδυλοι, δύο πάρει ιστορίες. Ένας επιτήδειος αλλοδαγιαπός τονπου αέρα που έδωσε για το περίπτερο. αυτήν την και δραπετεύει από τη μία ιστορίαΣ’στην άλλη τράπεζα είχαν τέλος πάντωντηόλα τα των πάρε-δώσε Ο καταφέρνει ν’ αναστατώσει ζωή ηρώωντους. του μυθιδιευθυντής μάλιστα, αλλά κι η ταμίας, η Μαρία Σενέζη, στορήματος. τους αποκαλούσαν με το μικρό τους όνομα.που Για βρίσκονα μην Η δράση του αποκαλύπτει δύο κόσμους πούμε ότι κι η Νίνα καλημέριζε την ταμία μ’ ένα βρονται αντιμέτωποι –άθελά τους– με πρωτόγνωρες κοινωνιντερό “γειά σου, Μαράκι, τι κάνεις;” όποτε πεταγόταν κές και πολιτισμικές ανατροπές. πρωί-πρωί να πληρώσει καμιά ΔΕΗ ή ΟΤΕ πριν πάει για Η σύγκρουση (υπόγεια και εμφανής) Ελλήνων, ομοδουλειά. Τον διευθυντή και το Μαράκι είχε αποφασίσει γενών και μεταναστών που καλούνται να μοιραστούν μια η Νίνα να συμβουλευτεί για τα λεφτά, βασιζόταν πολύ μικρή είναι ο κύριος άξονας του μυθιστορήματος. Η στη πίτα γνώμη τους. ειδυλλιακή κατάσταση παρελθόντος συντρίβεται από Όταν είχε πάρει στατου χέρια του ο Φρέντυ το βιβλιάριο τηκαι βιαιότητα τού σήμερα. κοίταξε στο υπόλοιπό του το αστρονομικό ποσόν Οι ανθρώπινες σε στιγμές μεγαλείου, των 85.736 ευρώ, σχέσεις ζαλίστηκε. Η Νίνα διέκρινε μιααλλά τρελή καιχαρά ωμότητας, ντύνουν την πλοκή. Κινητήρια δύναμη της να χορεύει στα μάτια του. Χρόνια έκαναν να πείδράσης των πεθερό ηρώων της είναινασυνηθισμένα ανθρώπινα συναισουν τον πουλήσει εκείνο το οικόπεδο σθήματα όπως ητης αγάπη, η ζήλεια, η μεγαλοθυμία, καχυστην παραλία Παλάσα. Ο γέρος αντιστεκότανηλυσποψία, η μοναξιά, η προδοσία. σαλέα, “η γης δεν χάνει ποτές την αξία της” επέμενε, αλλά ο Φρέντυ κατάφερε να τον κάμψει όταν του είπε να το πάρει απόφαση ότι εδώ είναι πια η ζωή του, ότι δεν θα γυρίσει ποτέ στην Αλβανία, παρά μόνο για διακοπές. Είχε προσθέσει ακόμα ότι δεν μπορεί να είναι σωστός πατέρας αυτός που αφήνει το γιο του να φυτοζωεί για ένα κομμάτι χωράφι κι ότι τέτοιον πατέρα ούτε θέλει να τον ξαναδεί στα μάτια του. ISBNπιπιλίσει 978-960-9607-68-1 Για όλα αυτά φυσικά τού είχε το μυαλό η Νίνα, τον είχε πιέσει αφόρητα. Του θύμισε μάλιστα το περιστατικό στην Αλβανία που από το ξερό κεφάλι του Ε Κ ΔΟ Σ Ε Ι Σ ο σ ε λχάσει ότ ο ς όλες τους τις οικονομίες στις λεγόμεγέρου είχαν νες “πυραμίδες”. Ήξερε καλά ότι ο άντρας της δεν ήταν
Δ
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr μικρεσ προδοσιεσ 16
σε θέση να καταλάβει το συμφέρον τους κι ότι ήταν δικό της χρέος να κρατάει εκείνη το τιμόνι στις μεγάλες αποφάσεις. Μόνο που κινιόταν με πλάγιο τρόπο αφού μια φορά που τόλμησε ν’ αποκαλέσει τον Φρέντυ “μπούφο που τα κάνει όλα θάλασσα”, εκείνος πήγε να της αστράψει ένα χαστούκι που θα την έκανε να δει τον ουρανό ανάποδα. Ευτυχώς, δεν τον είδε.
Η Νίνα φαντάστηκε τον Περικλή Θεοδοσίου να βγάζει στο ασανσέρ το δερμάτινό του και να σκουπίζει με τα χαρτομάντιλα που μόλις είχε αγοράσει το ιδρωμένο του πρόσωπο. Θα ’χε σίγουρα φουντώσει, όχι απ’ τη ζέστη –το κρύο σήμερα ήταν τσουχτερό–, αλλά απ’ την ταραχή του. Η συνάντησή του με τη Δήμητρα στο περίπτερο, μπροστά στα μάτια της, είχε πάρει κακή τροπή. Αυτή η μικρή, με το ψυχρό μυστηριώδες ύφος της μοιραίας γυναίκας να έχει κατασκηνώσει μόνιμα στο πρόσωπό της, απαντούσε βαριεστημένα στις ερωτήσεις του και τον είχε κάνει να αισθάνεται γελοίος. Όλα τα είχε πιάσει η Νίνα, αλλά από λεπτότητα έκανε ότι ήταν απορροφημένη με την τακτοποίηση των τσιγάρων. Η Νίνα άφησε τη φαντασία της να τρέξει λίγο ακόμα. Είδε τον κύριο Περικλή να φτάνει στον τέταρτο, να σηκώνει από κάτω το χαρτοφύλακα και την εφημερίδα και να δίνει μια δυνατή σπρωξιά στην πόρτα του ασανσέρ. Ίσως ο εκκωφαντικός θόρυβος του σίδερου που βρήκε αντίσταση πάνω στην κάσα να τον συνέφερε κάπως. Θα έφτασε κακήν-κακώς στο διαμέρισμά του, θα ξεκλείδω-
κιρκη ραφαηλιδου
17