Μύρτιλο #8

Page 1

ZZ

170 × 240  SPINE: 7.4  FLAPS: 70

μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ

Επισκεφθείτε

Οσελότου

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο • Τ Ε ΥΧΟ Σ 8 • Κ Α ΛΟ Κ Α Ι Ρ Ι 2 0 1 6

στα Ιωάννινα ocelotos.ioannina@gmail.com

Ένα μυθιστόρημα που βλέπει τη θετική, την αισιόδοξη πλευρά της ζωής. Που παίζει φιλοσοφώντας και φιλοσοφεί παίζοντας. Ένα βιβλίο, που φέρνει τον αναγνώστη –με τρόπο κατανοητό αλλά και παράλληλα διασκεδαστικό– σε επαφή με τις διάφορες επιστήμες, τις τέχνες, αλλά και την ιστορία της Ηπείρου. Ένα βιβλίο που θα σας κάνει να θυμηθείτε, να ξεχάσετε, να νοσταλγήσετε, να χαμογελάσετε και να ανακαλύψετε τη μυστική συνταγή της ανθρώπινης ύπαρξης. Σελίδες: 754 Διάσταση: 14 × 21 Έτος έκδοσης: 2015 ISBN 978-960-564-302-7

Το βιβλίο του Χρήστου Ζώη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.

Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»

ISSN: 2241-3685

Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα

2651 306456 0_cover_8.indd 1

μ ύ ρτι λ ο

το βιβλιοπωλείο του

ΕΤ ΑΙ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 8 | ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2016

ΔΩ

Οι συγγραφείς του τεύχους σε αλφαβητική σειρά ΡΕ

ΑΝ

Αγραπίδη Σοφία Δ. Αθανασίου Αλεξία Αντωνιάδης Στέλιος Αξαρλής Αρτέμης Δημητριάδης Δημήτρης Α. Δραγούνη Βασιλική Εξαρχαίου Κατερίνα Ζαφείρης Δημήτρης Ζαχαράτος Σπύρος Ζέρβας Μιλτιάδης Ζυγούρη Στέλλα-Σοφία Ζώης Χρήστος Καλαβάνος Αναστάσιος Κατερίνη Ιωάννα Κομίνης Αντώνης Κορακιανίτη Ειρήνη Κούκια Σοφία Κουφάκης Μανώλης Κράνης Δημήτρης Α. Κυπριωτάκης Βασίλης Κώτση-Δεληγιάννη Έφη Λουκά Ελένη Θ. Π. Μαρκάκης Γιάννης Μελισσουργού Βασιλική Μουσγοπούλου Μικαέλα Μποτονάκης Γιάννης Πατρώνης Τάσος Πολυχρονιάδης Τέλης Πρέκας-Πατρωνάκης Ορέστης Ρουσσίδου Έλλη Ρουσσομουστακάκη Άννα Σταμέλος Ιωάννης Ευαγγ. Ταξιδευτής Γιώργης Τάτση Δώρα Τζιούρη Σωτηρία Τουλ Μαρία Τσαπαλιάρης Βασίλης Φούσκα Χριστίνα Χείλαρη Σουσάνα Ψάρρας Ιωάννης Ψάρρας Στέλιος

84 49 28 92 78 70 80 44 14 39 96 75 52 24 32 86 97 4 46 54 13 77 94 33 35 23 16 82 69 72 31 65 41 18 98 62 8 99 25 7 90

30/6/2016 7:29:48 μμ



Θ

ερινό όγδοο τεύχος του Μύρτιλου με ποίηση, διηγήματα και –για πρώτη φορά– χρονογραφήματα. Θεματολογία ποικίλη, στην οποία, αναζητώντας έναν κεντρικό άξονα, μπορούμε να παρατηρήσουμε διάχυτη την αίσθηση αναπόλησης (ή λησμονιάς) χαμένου χρόνου, εαυτού, πατρίδας, προγόνων, ανεκπλήρωτων ή πάλαι ποτέ ερώτων και ερωτικών διαθέσεων. Στο ύφος τείνουν κάποια κείμενα προς τις παραδοσιακές αφηγήσεις, ωστόσο επικρατούν οι εκφραστές των σύγχρονων δρόμων και προσεγγίσεων – σε αντίθεση με τον πειραματισμό που απουσιάζει σχεδόν τελείως. Το εγχείρημα Μύρτιλο είναι δοκιμή και πείραμα και άνοιγμα μιας πόρτας κλειστής, απλώς για να γυρίσουμε το κλειδί, απλώς για την κίνηση, απλώς για να ακούσουμε αν και πώς τρίζουν οι μεντεσέδες. Αυτό που συναντάμε πίσω από την κλειστή πόρτα μπορεί να μας ικανοποιεί, μπορεί και όχι, μπορεί να μας εκπλήσσει ευχάριστα ή να μας θλίβει ή ακόμα και να ενοχλεί… Σημασία για εμάς, στη σύνταξη και στην παραγωγή του περιοδικού, είχε από την αρχή, και έχει ακόμα, η δυνατότητα πραγμάτωσης ενός self-published περιοδικού. Αφού τεθεί το ερώτημα, οι απαντήσεις καταφθάνουν από πολλές πηγές και κατευθύνσεις, σαν να υπήρχαν πάντα εκεί και να περίμεναν στωικά να αποκαλυφθούν. Μέσα στο μεδούλι του ανθρώπου είναι γραμμένη η θεμελιώδης αυτή ιδιότητα: να διατυπώνει και να θέτει ερωτήματα. Κατόπιν ρίπτεται ο κύβος μέσω της πράξης και το μόνο που χρειαζόμαστε είναι εγρήγορση και μυαλό ανοιχτό για να εξετάσουμε ερχόμενα μηνύματα, τίμια και χωρίς προκατάληψη. Πιστεύουμε στο παιχνίδι και στην εξερεύνηση, στη διατήρηση και καλλιέργεια των έξεων αυτών της παιδικής ηλικίας, που αθροίζουν μέσα μας αργά τη γνώση και την εμπειρία του κόσμου. Καλό καλοκαίρι στους συγγραφείς και τους αναγνώστες της κοινότητας του Μύρτιλου.

Μύρτιλο Λογοτεχνικό Περιοδικό ISSN: 2241-3685 Τεύχος 8ο ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2016 ΙΔΙΟΚΤΉΤΗΣ

Ελένη Λ. Παντοπούλου Εκδόσεις Οσελότος ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Αιμιλία Σκουφάκη Όλγα Παλαμήδη ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ

Ocelotos Publishing ΕΡΓΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ

«I love photo» (photographer) ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ :

  210 6431108 periodiko.myrtilo@gmail.com FACEBOOK

Λογοτεχνικό Περιοδικό Μύρτιλο ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ

http://www.ocelotos.gr ΔΙΕΎΘΥΝΣΗ

Βατάτζη 55, 11473 – Αθήνα To περιοδικό Μύρτιλο διατίθεται ΔΩΡΕΑΝ στα βιβλιοπωλεία και ηλεκτρονικά στο www.ocelotos.gr Οι συγγραφείς φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για την πρωτοτυπία των άρθρων τους που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος του Μύρτιλου.


Περιεχόμενα

Μανώλης Κουφάκης

(Ποίηση)........................................................................... 4

Ιωάννης Ψάρρας

(Ποίηση)........................................................................... 7

Βασίλης Τσαπαλιάρης

(Διήγημα) ........................................................................ 8

Έφη Κώτση-Δεληγιάννη

(Ποίηση).........................................................................13

Σπύρος Ζαχαράτος

(Ποίηση).........................................................................14

Τάσος Πατρώνης

(Ποίηση).........................................................................16

Δώρα Τάτση

(Διήγημα) ......................................................................18

Γιάννης Μποτονάκης

(Ποίηση).........................................................................23

Ιωάννα Κατερίνη

(Πεζό)..............................................................................24

Σουσάνα Χείλαρη

(Ποίηση) ........................................................................25

Στέλιος Αντωνιάδης

(Ποίηση) ........................................................................28

Άννα Ρουσσομουστακάκη

(Ποίηση) ........................................................................31

Αντώνης Κομίνης

(Ποίηση) ........................................................................32

Βασιλική Μελισσουργού

(Ποίηση) ........................................................................33

Μικαέλα Μουσγοπούλου

(Χρονογράφημα) .......................................................35

Μιλτιάδης Ζέρβας

(Ποίηση) ........................................................................39

Γιώργης Ταξιδευτής

(Διήγημα) ......................................................................41

Δημήτρης Ζαφείρης

(Διήγημα) ......................................................................44

Δημήτρης Α. Κράνης

(Ποίηση, αποφθέγματα) ..........................................46

Αλεξία Αθανασίου

(Ποίηση) ........................................................................49

Αναστάσιος Καλαβάνος

(Πεζό) .............................................................................52


Βασίλης Κυπριωτάκης

(Διήγημα) ......................................................................54

Μαρία Τουλ

(Ποίηση) ........................................................................62

Ιωάννης Ευαγγ. Σταμέλος

(Προδημοσίευση, μυθιστόρημα) .........................65

Ορέστης Πρέκας-Πατρωνάκης

(Ποίηση) ........................................................................69

Βασιλική Δραγούνη

(Ποίηση) ........................................................................70

Έλλη Ρουσσίδου

(Ποίηση) ........................................................................72

Χρήστος Ε. Ζώης

(Διήγημα) ......................................................................75

Ελένη Θ. Π. Λουκά

(Ποίηση) ........................................................................77

Δημήτρης Α. Δημητριάδης

(Ποίηση) ........................................................................78

Κατερίνα Εξαρχαίου

(Ποίηση) ........................................................................80

Τέλης Πολυχρονιάδης

(Διήγημα) ......................................................................82

Σοφία Δ. Αγραπίδη

(Ποίηση) ........................................................................84

Ειρήνη Κορακιανίτη

(Διήγημα) ......................................................................86

Στέλιος Ψάρρας

(Διήγημα) ......................................................................90

Αρτέμης Αξαρλής

(Χρονογράφημα) .......................................................92

Γιάννης Μαρκάκης

(Ποίηση).........................................................................94

Στέλλα-Σοφία Ζυγούρη

(Ποίηση) ........................................................................96

Σοφία Κούκια

(Πεζό)..............................................................................97

Σωτηρία Τζιούρη

(Πεζό)..............................................................................98

Χριστίνα Φούσκα

(Πεζό)..............................................................................99


4

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Μανώλης Κουφάκης Η εορτή των ερωτευμένων Κορίτσι, το βράδυ αυτό Το δοσμένο στου έρωτα Την πιο γλυκιά νότα Πιάσε το χέρι κι άσε με Στο παίξιμο των αστεριών να δω Τη χάρη σου που μ’ έχει μαγέψει. Άφησε, των χρωμάτων της μέρας Την κλίμακα να ψηλαφήσω Πριν κορφολογήσω τους ανθούς Της νύχτας που με υποσχέσεις ζυγώνει. Κορίτσι, πάμε αγκαλιά στη γωνιά μας Με δυο ποτήρια κόκκινο φίνο κρασί· Κι άσε με, το γλυκό σου πρόσωπο να δω Μέσα στη νύχτα αυτή που φωτίζουν Τα χαμόγελα των ερωτευμένων. Χανιά, 14-2-2015

Η συζήτηση Κάθε βράδυ Στον ύπνο μου βλέπω Το φάσμα σου Να έρχεται πάλι και πάλι. Είναι ο λογισμός της νύχτας Η συζήτηση για την Επικαιρότητα της μέρας που Πέρασε ή Η συνέχεια μιας συζήτησης Που έμεινε στη μέση Από παλιά. Χανιά, 23-11-2001 ZZ Ο Μανώλης Κουφάκης γεννήθηκε το 1954 στην Κίσαμο Χανίων. Σπούδασε Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και εργάστηκε στη ΔΕΗ. Σήμερα ζει στα Χανιά. Αρθρογραφεί συχνά σε τοπική εφημερίδα, με προτίμηση σε φιλοσοφικά και ιστορικά θέματα. Στην ποίηση, θέματα και αφορμές τού δίνουν η φύση και το μεγαλειώδες ποτάμι της καθημερινότητας. Γράφει όποτε καταφέρνει να σταθεί για λίγο στην όχθη του.


Μανώλης Κουφάκης

Η σάλα των αιχμηρών πολυελαίων Είναι πια φανερό Το καθημερινό κουστούμι σε στενεύει! Δεν ξέρω Και δεν ψάχνω να βρω το πώς και γιατί Το αφήνω στο στιλίστα του μέλλοντος. Όμως απόψε είναι αποκριά Κι οι νότες ξεπηδούν από παντού Να σε υποβάλουν σ’ ένα απολαυστικό βασανιστήριο. Οι γωνιές αλλάζουν χρώματα Να σου θυμίσουν τ’ άλλα Πέρα από το μαύρο και το γκρι Κι εσύ λικνίζεσαι –άπρεπα, όπως θα πεις τη Δευτέρα– Και στροβιλίζεσαι Και ζεις μέσα σ’ ένα πλατύ χαμόγελο Φορεμένη σ’ ένα άλλο εαυτό Που επιθυμείς μα δεν τολμάς. Σε δρόμους, στενά και πλατείες Με καραμούζες και ροκάνες Με χαρτοπόλεμο και κομφετί Γυροφέρνεις την υπέρβαση. Κι ύστερα –γιατί πλησιάζει μεσάνυχτα– Έτοιμη για τον τελευταίο χορό Δούκας ή Πριγκίπισσα Ντυμένη με τις νότες του βιολιού και του τσέλου Μπαίνεις σοβαρή στη σάλα Των αιχμηρών πολυελαίων. Κίσαμος, 22-2-2015 (Αποκριά 2015)

5


6

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Οι ώρες Ώρες Που ακολουθείτε τη θεία σύμπτωση Των δεικτών του μεσονυκτίου Ελάχιστη σχέση σας κρατά Στην τάξη του εικοστετραώρου. Διασταλμένες κόρες της σχετικότητας Φορτωμένες τους ήχους της σιωπής Αντένες ευαίσθητες στραμμένες στο άπειρο Δέκτες πικροί της αλήθειας του χάους. Ώρες Λιβάδια παρθένα κι ανέγγιχτα Ξέσελο άτι ο νους Σε κύκλους τριπόδισε και σπείρες ατέρμονες. Πώς να διαβεί; Πού να στραφεί; Ότι ο ήλιος αργεί Κι ο αστέρας θαμπός μες στη σκόνη. Ώρες Δικαστές ανελέητοι Τυλιγμένοι της νύχτας την τήβεννο Ζωσμένοι της σιωπής το κύρος Στην κρίση σας αναπότρεπτα προσπέφτω Με βήματα οικειοθελή, σαν αυτόματα Χωρίς τη βία ή τα όργανα της τάξης Σ’ αυτή την περίεργη δίκη προσερχόμενος Στην αίθουσα μόνος Να δικαστώ ενώπιος ενωπίω. Χανιά, 1-2-2015


Ιωάννης Ψάρρας

Ιωάννης Ψάρρας Πεθαίνοντας από βαρύτητα Το κυρτό μου μέλος γίνεται Όλο και πιο πυκνό. Η διαφυγή των σωμάτων σταματά. Δεν μιλώ πια σε κανέναν. Και ο χρόνος, ο χρόνος μου Πηγαίνει αλλού. Πέρασμα διαμέσου αντεραστών Ο πυρήνας της δικής μου ελιάς Πολλά τα αθλήματα Της δικής μου φωτιάς Συν ένα ακόμη Της αντοχής μου. Ο φωσφορισμός των αγαλμάτων Αρχίζει πολύ πρωί. Και μόνο για λίγο. Μετά πάλι Είναι τα αγάλματα. Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Κοίλο ταξίδι και κυρτό»

ZZ Ο Ιωάννης Ψάρρας γεννήθηκε το 1955 στη Νέα Κούταλη της Λήμνου από γονείς Μικρασιάτες. Είναι Εισηγητής Σεμιναρίων και Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας. Το 1995 ιδρύει τον Χώρο Πολιτισμού και Έρευνας «ΣΥΝΘΕΣΙΣ» και το 1997 τη συμβουλευτική μέθοδο της ΣΥΝΘΕΤΙΚΗΣ ΨΥΧΟΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΡΟΣΈΓΓΙΣΗΣ. Έχει γράψει πολλά άρθρα πάνω στις σύγχρονες θεραπευτικές τέχνες και έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές: «Σώματα», 1983, «Γηγενές πυρ», 2000, «Επιτύμβια χάι-κου», 2011, και το δοκίμιο «Το Ιερό στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη», 2002. Ζει στο Χαλάνδρι (www.e-synthesis.gr και http://ioannispsarras.blogspot.com).

7


8

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Βασίλης Τσαπαλιάρης Η γυναίκα-επίλογος

Π

έρασαν και προσπέρασαν το πρώτο και το δεύτερο φανάρι, τους διαβάτες στην ευθεία του δρόμου, το Μουσείο Μπενάκη, που Τετάρτη ήταν κλειστό, χωρίς να το πληροφορηθούν πρωτύτερα. Θα ’ταν πιότερο αιτιολογημένο να είχαν βρεθεί στο ίδιο σημείο, τριάντα και ίσως περισσότερα χρόνια πριν, με κατεύθυνση το Μουσείο, για μια άλλη έκθεση, ή άλλον προορισμό. Θα ’χαν, πολλά χρόνια πίσω, περισσότερα να πουν και περισσότερα χρόνια μπροστά να τα λένε, και η «λογιστική» αυτή, μετά τις πρώτες κουβέντες, δεν βοηθούσε ν’ ανοίγονται... Τώρα, που αυτή σταμάτησε να του μιλάει για την έκθεση, για το ένα ή το άλλο με την καταιγιστική φόρα που συνήθιζε να μιλά, αυτός μπόρεσε να ανοίξει τα χαρτιά της σκέψης του, χωρίς παρεμβολές στις συχνότητες και στις περιοχές που αυτή εκτεινόταν. Προσπάθησε να εμπιστευτεί, να εκθέσει στον εαυτό του και να πραγματευτεί κατ’ ιδίαν, με εκείνον και μόνο, τους μετέωρους συλλογισμούς και τις απορίες του. Καθ’ οδόν με εκείνη, αλλά ξέχωρα. Εκ του ασφαλούς. Ως ότου φτάσουν και εκτεθούν υποχρεωτικά σε ανοικτό διάλογο. Βάδιζαν και σπανίζοντας πια να ανταλλάσσουν κουβέντες, αυτός αναρωτιότανε πώς έτυχε ύστερα από τόσο καιρό να βαδίζουν μαζί. Πολύ περισσότερο από εκείνη την ανεκδιήγητη γραπτή εξομολόγησή του, που δεν μπορούσε καν να τη διανοηθεί νεότερος, πολλά χρόνια πίσω. Τότες που θα μπορούσε να επιχειρηματολογήσει αδίστακτα, να δικαιολογήσει το διάβημά του και καθόλου να μην ντραπεί! Εξομολόγηση που ούτε ο ίδιος άντεχε να αναλογίζεται πώς αποτόλμησε να πληκτρολογήσει, αντί να σηκώσει το τηλέφωνο και να της την εκφράσει διά ζώσης, και αισθανόταν από τότες ενοχές. Τόσες που, εκτός το ψυχικό και νοητικό τους φορτίο, τις αισθανόταν σαν βάρος σωματικό, που τον έκαναν να σκύβει στον δρόμο – να παρακολουθεί τα βήματα των προπορευόμενων, παρά να συντονίζεται με τα βήματά της στο πλάι του. Πώς θα το έπαιρναν, κατά πρώτο και κύριο λόγο, τα παιδιά του και τα εγγόνια του; Ειδικά, ο μεγάλος του γιος, με τον οποίο αστειεύονταν και τον σάρκαζε ασύστολα. Θα μπορούσε μαθαίνοντάς το, για παράδειγμα, να του δώσει στο χέρι, για πλάκα, το ναυτικό του κασκέτο και να του πει, προσφωνώντας τον κοροϊδευτικά στ’ αγγλικά και απαξιωτικά ως ανιόντα του, δεύτερου, παρά πρώτου βαθμού: «“Grandpa”, κράτα το για κειμήλιο! Προτιμώ να πνιγώ με το ιστιοπλοϊκό σκάφος ZZ Ο Βασίλης Τσαπαλιάρης σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες και εργάστηκε ως ειδικός επιστήμονας για θέματα Μετανάστευσης/Διασποράς. Ασχολείται κατά καιρούς με τη λογοτεχνία. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο ΜΎΡΤΙΛΟ και παλαιότερα σε άλλα έντυπα. Το πεζό τού παρόντος τεύχους αποτελεί την πρώτη πεζογραφική του απόπειρα.


Βασίλης Τσαπαλιάρης

ανοικτά του Σαρωνικού, παρά να ξεχάσω τη μάνα μου και να εξαναγκαστώ να σε συνοδέψω γαμπρό στην εκκλησία ή σε κανένα δημαρχείο ως άθεο!» Θα ’χε γίνει στόχος αχαλίνωτου χλευασμού και διασυρμού! “Bullying”, κατά μία έννοια… Παρηγορούνταν μόνο με τη σκέψη πως αυτή, αντιθέτως, δεν τον παρεξήγησε. Ουσιαστικά απάντησε, απ’ ό,τι είχε συγκρατήσει, το ίδιο βράδυ: «Μην αισθάνεσαι ενοχές, φίλε μου. Αυτά γίνονται και θα γίνονται όσο υπάρχουν γυναίκες και άνδρες!» Ήταν, εντούτοις, παράτολμο! Θα μπορούσαν, αίφνης, εκτός των παιδιών του, να τον σαρκάζουν οι παλιοί συνάδελφοι, αν κάπου παράπεφτε το μήνυμά του. Το χειρότερο: μέμφοντας τον εαυτό του, θα μπορούσε να καταλήξει να αυτοσαρκάζεται διά βίου! Δεν του ήταν εύκολο να αποδεχτεί τον εαυτό του ξαφνικά παράτολμα ερωτευμένο, σε αντίφαση με τα «καθώς πρέπει» της ηλικίας του. Ύστερα, ακολούθησε η ιδέα και η πρότασή της να επισκεφτούν μαζί το Μουσείο, οδηγώντας τον σε άλλη μια μεγαλύτερης κλίμακας ανατροπή, που δεν μπορούσε ούτε στα πιο απότολμα όνειρά του να παραδεχτεί ότι διαδραματιζόταν σε πραγματικό χρόνο και εκτός εικονικής πραγματικότητας. Την είχε εικονίσει και την αναπαρήγαγε στη σκέψη και στις αισθήσεις, με «καρτεσιανή λογική», σαν μια εικόνα στρεβλωτικά θαμπή – εκτός γραφείου. Άσχετη απ’ ό,τι πραγματικά ήταν και την αντιμετώπιζε επί χρόνια, από γραφείο σε γραφείο και από διάδρομο σε διάδρομο κάτω από τα φώτα του φθορίου. Θαμπή, αποψιλωμένη από τις ιδιότητες και τη φύση του φύλου της. Παρόμοια με αυτή που φανταζόταν τον εαυτό του, αντιμέτωπος με την καμπύλη των χρόνων του να γέρνει, από ένα σημείο και μετά, συνεχώς προς τα κάτω. Όπως σ’ ένα διάγραμμα στατιστικής. Γκρίζο, μαύρο-άσπρο, παρά με τις αποχρώσεις των έγχρωμων μελανιών στις εκτυπώσεις των inkject εκτυπωτών ψεκασμού. Ήταν μια εικόνα που του είχε εντυπωθεί έκτυπα σαν να την είχε κτυπήσει με το σφυρί σε μια πέτρινη επιφάνεια ή σ’ ένα σκληρό εξώφυλλο παλιού βιβλίου. Όταν αντάλλασσαν τα τηλέφωνά τους για πρώτη φορά, κι εκείνη του σημείωνε το δικό της στο χαρτάκι που της έτεινε και τα δάχτυλά τους ακούμπησαν καθώς το συγκρατούσε στην άκρη του γραφείου, αυτός δεν αποκόμισε καμία εντύπωση έλξης από εκείνη την επαφή. Καμιά αίσθηση ότι τα δάχτυλά της έδωσαν κάποιο σημείο αναφοράς ή μελλοντικής υπόσχεσης που θα μπορούσε κάποια στιγμή να εισπράξει και να εξαργυρώσει, σαν κάποιο γραμμάτιο στο γκισέ της Εθνικής Τράπεζας. Κι ωστόσο, περνώντας τη γωνία, ανηφορίζοντας για την καφετέρια, κάποιο τυχαίο άγγιγμά της του φάνηκε σαν να είχε υποκύψει το σώμα της για πρώτη φορά σε μια διάθεση ερωτική – και μόνο που ανηφόριζε μπροστά προηγούμενη, μην μπορώντας σε ορισμένα σημεία του πεζοδρομίου με τα δέντρα να βαδίζουν δίπλα δίπλα ανενόχλητοι. Είδε το σώμα της να λικνίζεται μπροστά του ελεύθερο. Σαν να ’χε μέσα σε μια στιγμή αποβάλει το σωματικό βάρος που ’χε σωρεύσει ο χρόνος και δεν το πίστευε πως μπορούσε να ανήκει σε κείνη. Τόσα χρόνια μάλιστα αργότερα από κείνη τη μέρα που του σημείωνε το τηλέφωνό της όρθια αντίκρυ του, στην άκρη του γραφείου, όπου

9


10

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

έκανε τον κόπο ν’ απλώσει το χέρι του, να τη διευκολύνει να συγκρατήσει το χαρτί. Πόσα χρόνια ακριβώς πέρασαν; Έβαλε νοερά το ερώτημα, να ακριβολογήσει με τα χρόνια της. Αλλά το μυαλό του αρνούνταν, παρά ξεχνιόταν να απαντήσει. Φοβόταν πως μπορούσε το σώμα της να σταματήσει να κινείται! Μόλο που διαισθανόταν να περνά σε μια τρίτη πράξη, και κείνο που είχε γράψει με αποδέκτη εκείνον: «Μην αισθάνεσαι ενοχές…», να το ’χε γράψει με συναποδέκτη και την ίδια. Ειδικά, για τη στιγμή αυτή που το σώμα της λίκνιζε μπροστά του, και αυτός οσφριζόταν πως είχε φτάσει σε μια σχέση επιλόγου μαζί της. Είχε συγκρατήσει από χρόνια το σώμα της γερασμένο. Λιγότερο κινητικό από τα πρώτα χρόνια που την είχε γνωρίσει. Λιγότερο κινητικό, όσο περίπου τα μάτια της, που με τα χρόνια τού φαινόταν πως είχαν κατακαθίσει στις κόχες τους. Και ορισμένες φορές που την είχε κοιτάξει, του φαίνονταν θολά και ακίνητα. Παρόμοια με τα νερά της Αζοφικής, που είχε παρακολουθήσει σε κάποιο βίντεο. Ακόμα και λίγο πρωτύτερα, συναντημένοι στη μέση του δρόμου, και τώρα, παραδόξως: λίγα βήματα παραπέρα στην ευθεία του ίδιου δρόμου, η εικόνα του σώματός της που είχε ανατρεπόταν! Σαν να είχε γράψει εκείνο το μήνυμα «Μην αισθάνεσαι ενοχές», και γι’ αυτήν την ίδια ή πρωτίστως γι’ αυτήν. Για να το παραλάβει αυτή τη στιγμή, παρασυρόμενη και η ίδια από την ευκολία με την οποία το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο φέρνει κοντά. Πολύ περισσότερο τα social media, το «συγχωρεμένο» το messenger, κι ύστερα το Skype, κατά διαδοχή. Δεν ήταν εύκολο να σμίξουν από τότε που ακούμπησαν τα δάχτυλά τους. Κανείς δεν αντιλήφθηκε τίποτα, όπως και τα χρόνια που πέρασαν χωρίς κανένας να τα υπολογίζει, να επείγεται από τον χαμένο, ανεπίστρεπτο χρόνο. Είχε πετάξει το χαρτάκι με το τηλέφωνό της και ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να το ξαναγράψει. Και όταν κατέληξε να το ξαναγράψει, χρόνια μετά, είχαν ξεκινήσει να επικοινωνούν «cool» με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Με το ηλεκτρονικό μήνυμα που του ’στειλε, το καταχώρισε ξανά και το φύλαξε, για να τηλεφωνηθούν να συναντηθούν, με σκοπό να πάνε στην έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Δεν ήταν εύκολο να σμίξουν με μια παθητική «φιλία-γραφείου» στο ενεργητικό τους και δυο θανάτους ανάμεσά τους από την πλευρά των συζύγων που είχανε αργότερα χάσει. Ούτε με το σωματικό βάρος των χρόνων που έσερναν από ένα ηλικιακό σημείο και μετά. Βάρος, αυξανόμενο και γινόμενο αναλογικά αβάσταχτο, σε σχέση με τους θανάτους, που ο όγκος των αρχείων τους φυραίνει με τα χρόνια στη μνήμη. Είχαν ξεκινήσει να πάνε στο Μουσείο, απληροφόρητοι πως Τετάρτη είναι κλειστό – το χειρότερο μάλιστα: η έκθεση «Ο έρωτας στην Αρχαιότητα» είχε τελειώσει την προηγουμένη. Μόλις τον συνάντησε, του ζήτησε συγγνώμη, λέγοντάς του πως το έμαθε κατά τύχη στον δρόμο από μια παλιά συνάδελφό της ανεβαίνοντας από τη στάση του Μετρό. Ύστερα από αυτή τη ματαίωση, κατέληξαν πως το μόνο που απόμενε να κάνουν ήταν να πάνε για καφέ. Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν σε αυτή την ηλικία, συναντημένοι έξω για πρώτη φορά; «Άρχε σεαυτόν» ήταν, υποτίθεται, από χρόνια το αγαπημένο του δελφικό παράγγελμα.


Βασίλης Τσαπαλιάρης

Με αυτό το «μότο» συχνά μεμφόταν, καιρό τώρα, τους πολιτικούς για τις πολιτικές τους συμπεριφορές, είχε καταδικάσει τον εαυτό του ως «μαλάκα της παρέας» και αποκηρύξει την εικόνα του εαυτού του με τις πλαστικές σημαίες στην Πλατεία Συντάγματος. Κι ωστόσο, ανακόλουθος, κατ’ αντίφαση με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, τώρα το αθετούσε στην πράξη ξανά… Του ερχόταν να το παραβεί, όσο οι εικόνες των εκθεμάτων που δεν μπόρεσε να δει στο Μουσείο, πλην ελαχίστων στις παρουσιάσεις της έκθεσης στα media, του έβγαιναν και προβάλλονταν στο λίκνισμά της, και αισθανόταν να τη θέλει να προηγείται συνεχώς μπροστά του και αυτός, αντί άλλου, διά βίου να την ακολουθεί προηγούμενη στον δρόμο. Σαν, μολαταύτα, τα χρόνια να μην της «κάθονταν» στο σώμα και διαφεύγοντας τον παρατατικό χρόνο με συμβόλαια τον μέλλοντα να μπόρεσε να διατηρήσει ανέπαφο το σώμα της. Προορισμένο να τον προκαλεί σε ανύποπτο χρόνο. Μετά από τόσα χρόνια, που θεωρούσε πως αν κάτι τους ένωνε ήταν μια μακρινή συναδελφική φιλική σχέση και τίποτα άλλο. Μια σχέση, που η κοινή λογική τον απότρεπε να την υπολογίζει ως δυνάμει ερωτική, και σκόπιμα να διατηρεί και να έχει κάπου πρόχειρο το τηλέφωνό της. Έτσι που η μόνη επικοινωνία που μπόρεσαν να έχουν, εκτός γραφείου, αποχωρώντας από τη «Δέλτα-Έψιλον Productions» όταν αυτή διαλύθηκε, ήταν –αντί να χρησιμοποιούν το τηλέφωνο– μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου! Ως φιλικοί εταίροι ανταλλαγής πληροφοριών, συνδέσμων για προβολές βίντεο στο YouTube και pps με τοπία από το National Geographic και τα λοιπά. Πράγμα που συνεχίστηκε περνώντας μεταγενέστερα στο messenger… Τώρα, αισθανόταν πως η απάντησή της και εν συνεχεία η πρόσκλησή της να επισκεφτούν το Μουσείο, τον είχαν νικήσει. Σαν ένα παιχνίδι «στημένο» από τον χρόνο, τη σύμπτωση και το απόκρυφο, ανεπίδοτο αίτημα να ακολουθήσει ο ένας τον άλλον – ακόμα και με τόσους αναμεταξύ τους θανάτους… Κόντευαν να στρίψουν στη γωνία. Την ακούμπησε με δισταγμό, παρά τη διέγερση. Αισθάνθηκε τον σφυγμό της να διαχέεται στο αίμα του, κι η αίσθηση της «τρίτης ηλικίας» να τον εγκαταλείπει. Σαν μια αυθαίρετη κατασκευή από το μυαλό του και μόνο, και όχι από την ηλικία του και τη θέση του σώματός του στις σχέσεις του με τον χρόνο. Την κοίταξε κι άλλο να βαδίζει μπροστά του νευρική και αποφασιστική για την καφετέρια και συλλογιζόταν συγκριτικά τις καταγραφές των δεδομένων της ζωής του – τα πρώτα χρόνια και τα μετά. Δεν ήταν, σκέφτηκε, η γυναίκα που είχε γνωρίσει και ζήσει ξεκινώντας τριάντα χρόνια πριν. Εκείνη που τα στήθη της ξεχείλιζαν υγεία και μπορούσε να στηρίζεται πάνω της, ήταν ωστόσο, όπως το φανταζόταν τώρα, μια γυναίκα-επίλογος που θα μπορούσε να μοιραστεί μαζί της τα υπόλοιπα χρόνια του. Έστω κι αν του φαινόταν πως έχασκαν ανάμεσά τους μια παθητική φιλία γραφείου και δύο θάνατοι. Την επόμενη στιγμή, στη στροφή του δρόμου στριμωγμένοι για να προσπεράσουν οι διπλανοί τους, της έπιασε περισσότερο το χέρι κι αυτή δεν αντέδρασε. Ήταν σαν να περίμενε το χέρι του από τον παρατατικό στον παρόντα χρόνο αδιάλει-

11


12

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

πτα. Από τη στιγμή εκείνη που του έγραψε το τηλέφωνό της και τα χρόνια πέρασαν, ώσπου να το σηκώσει πρώτη φορά να συνεννοηθούνε για τη συνάντηση στη Βασιλίσσης Σοφίας, με σκοπό την επίσκεψη στο Μουσείο με την έκθεση «Ο έρωτας στην Αρχαιότητα». Της έσφιξε κι άλλο το χέρι και ο νους του πήγε στα γραφόμενα του Ε. Μουνιέ, εδώ και πάνω από εξήντα χρόνια: «Ο άνθρωπος είναι τόσο σώμα όσο και νους, ολόκληρος σώμα και ολόκληρος νους». Ύστερα, κάποιες σκόρπιες φράσεις, που δεν θυμόταν αν ανήκαν στον ίδιο ή σε άλλον γράφοντα: «Ο κόσμος της επιστήμης και της σκέψης δεν μπορεί να ξεπεράσει τον άνθρωπο και αντίστροφα… ο άνθρωπος ξεπερνάει τον εαυτό του ανταλλασσόμενος μαζί του… δεν υφίσταται τη φύση, στηρίζεται σε αυτή για να της επιβάλλει το “ανθρώπινο”». Χάρηκε που μπορούσε ακόμα να θυμάται και η μνήμη του ακόμα δούλευε χωρίς χαοτικά χάσματα. Πολύ περισσότερο που στο επόμενο βήμα αισθάνθηκε το δικό της χέρι να σφίγγεται στο δικό του, χωρίς δισταγμούς και αναστολές απ’ όσα τους χώριζαν.


Έφη Κώτση-Δεληγιάννη

Έφη Κώτση-Δεληγιάννη Σκυτάλη στο αύριο Δειλινό! ‘Ωρα που σώνεται η μέρα. Ώρα που τα καλοκαίρια ο ήλιος βουτά. ‘Ωρα χειμωνιάτικης θαλπωρής. ‘Ωρα του δείπνου του εργάτη. ‘Ωρα του ύπνου του αποκαμωμένου παιδιού. ‘Ωρα που σιγούν οι ιαχές του πολέμου. ‘Ωρα που για κάποιους πληθαίνουν τα κέρδη. ‘Ωρα που η θάλασσα ξεβράζει κουφάρια. ‘Ωρα προσευχής του ασθενή. Δειλινό! ‘Ωρα γλυκιά ‘Ωρα σκληρή ‘Ωρα του ύπνου ή του θανάτου. Δειλινό! ‘Ωρα του ανθρώπου προάγγελμα του μετά. ZZ Η Έφη Κώτση-Δεληγιάννη μεγάλωσε στον Βόλο. Σπούδασε και εργάστηκε στην Αθήνα ως καθηγήτρια φιλόλογος. Λατρεύει την τέχνη και κυρίως τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική και, φυσικά, τη λογοτεχνία. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφόρησαν δύο ποιητικές της συλλογές, «Ονειρεύομαι μια θάλασσα πλατιά», 2014, «Ματιές έξω, καθρέφτες μέσα», 2015, ενώ υπό έκδοση είναι η νέα της ποιητική συλλογή με τίτλο «Άφατος Έρωτας».

13


14

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Σπύρος Ζαχαράτος Κάθε που γράφεται ποίημα Κάθε που γράφεται ποίημα ένα παιδί γεννιέται ̇ ένα λουλούδι μπουμπουκιάζει κι ένας ήλιος προσεύχεται για το μέλλον της ανθρωπότητας.

Υπαινιγμός σελήνης Είμαι ένα βότσαλο φάρος στις πράσινες παραλίες της ψυχής σου. Ένας υπαινιγμός σελήνης μέσα στα μάτια σου! Μια σταλαγματιά φωτός πριν απ’ το έαρ των φιλιών σου!

ZZ Ο Σπύρος Ζαχαράτος γεννήθηκε το 1951 στην Κεφαλληνία. Αποφοίτησε από το λύκειο Κοργιαλένειο Αργοστολίου. Από το 1973 ζει στην Αθήνα. Παρασκευαστής φαρμάκων στον «Ηράκλειτο» του Κώστα Μανωλκίδη. Για βιοπορισμό σταδιοδρόμησε στα πετρελαιοειδή. Έχει βραβευτεί σε ποιητικούς διαγωνισμούς και ιδιαίτερα σε διαγωνισμούς στίχου για τραγούδι. Έχει επαινεθεί από διαλεκτούς κριτικούς και άλλους λογοτέχνες. Θήτευσε δίπλα σε λόγιους. Έχει συνεργαστεί με σημαντικούς συνθέτες και τραγουδιστές. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ένωσης Μουσικών Στιχουργών Ελλάδος (ΕΕΑ, ΕΜΣΕ).


Σπύρος Ζαχαράτος

Η ηλικία της θάλασσας Την ξοδέψαμε τη ζωή μας για δέκα βήματα μπροστά για δέκα σκαλιά πάνω. Αλλά και μέχρι να ανακαλύψουμε πλόες ονείρων τροχιές άστρων και να ταξιδέψουμε όπου τελειώνει ο ουρανός. Να γίνουμε οιωνοσκόποι. Να ανακαλύψουμε την ηλικία της θάλασσας. Να αποθηκεύσουμε τα όστρακα των ονείρων. Να βρούμε τα χρώματα της Ίριδας. Να δούμε τη λάμψη της σταλαγματιάς και την υπόσχεση της αστραπής. Να αισθανθούμε τις αναπνοές της γης και τη θαλπωρή της φωτιάς. Να αντισταθούμε σε ό,τι μας ακυρώνει. Να εδραιώσουμε την πεποίθηση ότι και οι ήττες σφυρηλατούν χαρακτήρες. Να προσκυνήσουμε τα χέρια του Γεννήτορα κι ευλαβικά να γονατίσουμε μπροστά στις Μάνες – Παναγιές του κόσμου. Κι απομεσήμερο υπομονής αναζητώντας το χρέος το λιγοστό χώμα τον ελάχιστο ίσκιο και το δάκρυ του βράχου. Λυγίσαμε; Γίνε μέταλλο μου είπες κι έγινα ανθός. Γίνε μέταλλο σου είπα κι ήρθες μέλισσα.

15


16

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Τάσος Πατρώνης Pompeii Greaca Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

Οι χωρίς τέλος μέρες της Πομπηίας μας είναι γεμάτες από βιβλία στα σπίτια, στους δρόμους, στα μπαρ, στα αρχεία. Έκφυλοι, κουρασμένοι και θρασείς εμείς –κατά κράτος νικημένοι– οικτροί φετιχιστές του χαρτιού και του ξύλου εμείς κατάμονοι εδώ ανασυσταίνουμε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας (εδώ έφτασε η Δαμασκός κατεστραμμένη). Είμαστε κάποτε ομφαλός της γης – τώρα ένα σημείο χελιδονοουράς στο περιθώριο ένα σημείο υποδοχής της καταστροφής. Τόπος μηδέν. Pompeii Greaca, Europa Greaca.

Να ο… Τον είδα. Να ο… όμικρον μεγάλο του τίποτα… ή το πολύ όμικρον μικρό του κάτι τι. Τον είδα να ολολύζει να μιλά σαν να σιωπά να σιωπά σαν να μιλά να σαν σιωπά και μιλά.

ZZ Ο Τάσος Πατρώνης ασχολείται πολλά χρόνια με την Παιδαγωγική των Μαθηματικών, πάντα όμως... ερωτοτροπώντας και με τη λογοτεχνία. Η σχέση αυτή καρποφόρησε, εν μέρει τουλάχιστον, στα βιβλία του «Θεμελιώδεις Μαθηματικές Έννοιες και Παιδική Σκέψη», «Περί Σκοτεινών Φόνων και άλλων Προβληματικών Καταστάσεων», και σε μερικά από τα άρθρα του, δημοσιευμένα σε περιοδικά όπως ο ΙΧΝΕΥΤΉΣ και το ΔΙΑΒΆΖΩ. Διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Πάτρας.


Τάσος Πατρώνης

Πόρος η πίκρα, η γλυκιά η πίκρα Στον Διονύση

Πόρος το βαθύ ξέφτισμα στους τοίχους τα γλυκά κεραμίδια με τη νέα σελήνη η σκουριά στην πόρτα –δίπορτο το στενό– η πίκρα, η πίκρα, η γλυκιά η πίκρα. Το χαλκέντερο μάκρος στενότητα το υπόκωφο βάθος ευρύτητα της γαλήνης του χρόνου οι Σειρήνες το τραγούδι των γλάρων το μουρμουρητό των σαλών. Πόρος η λησμονιά όλων των λέξεων που κάηκαν η παρηγοριά απ’ το γιατί να είν’ έτσι. Η πίκρα, η γλυκιά η πίκρα.

17


18

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Δώρα Τάτση Το δαχτυλίδι

Δ

εν είχαν καιρό που είχαν φτάσει στον τόπο μου. Χειμώνας ήταν και οι μέρες κρύες, σκοτεινές και μικρές. Στη χώρα μου τα καλοκαίρια είναι μικρά και το φως λιγοστό. Αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν από τόσο μακριά που η απόσταση τούτη τους έκανε να φαντάζουν ένα τσούρμο εξωτικό, βγαλμένο από σελίδες βιβλίου. Δεν μπορούσα να πάρω το βλέμμα μου από τα μάτια τους. Τα μάτια τους έμοιαζαν σαν να είχαν βραχεί και στεγνώσει χιλιάδες φορές κάτω από διαφορετικούς ουρανούς. Τα μάτια τους με έκαναν να χαμηλώνω τα δικά μου. Περισσότερο από τον καθένα τους μου είχε τραβήξει την προσοχή εκείνη η γυναίκα. Είχε πάνω της χρόνους ζωής γεμάτης με λογιών εμπειρίες και τούτην εδώ την τελευταία, που κανείς δεν εύχεται για τα γηρατειά του. Όσες μέρες ήταν εδώ, κρατούσε πάντα με όλα τα δάχτυλα του ενός χεριού της το μεσαίο δάχτυλο του άλλου έτσι που δεν ήξερα αν έκρυβε κάτι, έτσι που δεν ήξερα αν σε εκείνο το τύλιγμα των δαχτύλων υπήρχε κάποιο άλλο δάχτυλο ή δεν υπήρχε τίποτα. Τα δικά της μάτια είχαν στεγνώσει από τόσες θάλασσες και το βλέμμα της είχε σταματήσει όπως οι δείκτες ενός παλιού ρολογιού. Αλλά η ώρα εκείνης της παύσης μού ήταν άγνωστη. Δεν ήξερα και τη γλώσσα της. Αχ, πόσο ντράπηκα που δεν μπορούσα να μιλήσω τη γλώσσα της. Δεν ήθελα να της μιλήσω με διερμηνέα. «Μην προσπαθείς», μου είπε εκείνος. «Λέξη δε θα της πάρεις. Δε μιλάει ποτέ. Ποιος ξέρει, ίσως και να μην μπορεί». Μα εγώ είχα κολλήσει σε εκείνο το δάχτυλο κι εκείνη όσο με έβλεπε να το κοιτώ, τόσο το έσφιγγε και το έτριβε. Και ξημέρωσε μια μέρα που τα μάτια όλων των ταξιδεμένων του κόσμου καρφώθηκαν στα χείλη του διερμηνέα και τα δικά μου χώθηκαν στο χώμα και στο σκοτάδι του τόπου μου. «Όποιος έχει κάτι πολύτιμο πάνω του, πρέπει να το παραδώσει για να μπορέσει να έχει φαγητό και άκρη να σταθεί». Τότε ήταν που έλυσε τα δάχτυλα κι ελευθέρωσε κείνο το κρυμμένο. Σήκωσε τα μάτια της και ζήτησε από τον διερμηνέα να μου μιλήσει. Εγώ κοιτούσα τα χέρια της και δεν καταλάβαινα. Είχε όλα τα δάχτυλά της στη θέση τους. Χέρια γερασμένα με διαδρομές μιας ολάκερης ζωής, μα με όλα τα δάχτυλα πάνω τους. «Θα σου πω την ιστορία του», είπε και κοίταξε το μεσαίο δάχτυλο του ενός χεριού της, εκείνου που ακατανόητα έκρυβε τόσες μέρες.

ZZ Η Δώρα Τάτση είναι ψυχολόγος και δουλεύει είκοσι χρόνια σε δομές δήμων και ιδιωτικών φορέων, και τα τελευταία δέκα χρόνια σε δομές του Υπουργείου Παιδείας, με παιδιά γενικού πληθυσμού, παιδιά με ειδικές ανάγκες, καθώς επίσης με γονείς και εκπαιδευτικούς. Παρέχει ψυχολογικές υπηρεσίες σε ατομικές ή και ομαδικές συνεδρίες σε επίπεδο θεραπευτικής παρέμβασης, ψυχολογικής αξιολόγησης, συμβουλευτικής υποστήριξης, αλλά και επιμόρφωσης-εκπαίδευσης. Είναι επίσης αφηγήτρια και χρησιμοποιεί την αφήγηση τόσο ως παραστατική τέχνη, όσο και σε θεραπευτικά εργαστήρια σε σχέση με τα παιδιά.


Δώρα Τάτση

«Ήμουν δεκάξι χρονών, πίσω στην πατρίδα μου, τις εποχές που πιστεύεις πως η ζωή είναι η ωραιότερη υπόσχεση, μια υπόσχεση που όλα τα χωράει. Εκείνος ήταν δεκαεννιά. Και ζούσαμε σε χρόνια που τα μάτια μιλούσαν τόσο καθαρά και σίγουρα και δε λάθευαν, παιδί μου. Η αγάπη ήταν τόσο απλή κι ο έρωτας καθάριος σαν το νερό που κυλά στις πηγές των βουνών και σε ξεδιψάει. Ένα νερό, γιόκα μου, που λες ποτέ δε θα στερέψει. »Ήταν γιορτή για όλο το χωριό η μέρα που μου πέρασε σε τούτο το δάχτυλο εκείνο το δαχτυλίδι. “Να το φοράς πάντα”, μου είπε, “κι όσο το φοράς, να ξέρεις εγώ ποτέ δε θα αφήσω το χέρι σου”. Και το έκανε, κράτησε την υπόσχεσή του. Τυχερή, παιδί μου, με τύχη με μοίραναν οι μοίρες στην κούνια μου να βρω τον άνθρωπό μου σε κείνον τον άντρα, που τα λόγια του στέκανε πιο σταθερά και από τα πιο ψηλά βουνά. Πόσοι άνθρωποι σε τούτον τον κόσμο από άκρη σε άκρη έχουν την ευλογία της ζωής να αξιωθούν να βαδίσουν το πέρασμά της μαζί κι όχι μονάχοι, μαζί αληθινά, με άνθρωπο που ξέρει να μοιράζεται τις στιγμές και να κάνει τις λύπες μικρές και τις χαρές μεγάλες; »Φόρεσα το δαχτυλίδι εκείνη τη μέρα της γιορτής κι άστραφτε πάνω στο δάχτυλό μου. Δεν το έβγαλα ποτέ. Ούτε μια μονάχη μέρα, ούτε μια ώρα, ένα λεπτό. Με τούτο το δαχτυλίδι έπαιζαν τρία παιδιά σαν αποκοιμιόνταν στην αγκαλιά μου το βράδυ. Με τούτο το δαχτυλίδι χάιδευα το δικό του κεφάλι τόσα βράδια και τούτο χτένιζε τα μαλλιά του και τους χρόνους που περνούσαν από πάνω του, μέχρι που έβγαινε μέσα από μια χιονισμένη πια κεφαλή. Τούτο το δαχτυλίδι ακουμπούσε στα μάτια του που είχαν όλο το φως της γης. »Κι ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι κι είδα τα παιδιά μου να τρέχουν κυνηγημένα να κρυφτούν, ξεχνώντας όλα τα όνειρά τους πίσω στην πατρίδα. Εμείς πού να πάμε, γεράσαμε και βάρος πολύ στα πόδια για να τρέξουν. Aχ, δεν ήσουν εκεί, παιδί μου, να δεις τη γη σου να σπαράζει κάτω από τα πόδια σου, τον ουρανό σου να ξερνάει θάνατο, να δεις συντρίμμια τη ζωή σου, να θάβεις φίλους και δικούς. Να κολλάνε τα χείλη σου, παιδί μου, για λίγο νερό, να ξημερώνεσαι στο σκοτάδι, να ξεχνά το στομάχι την πείνα από τον πόνο. Όπου και να γυρνάς τα μάτια σου να βλέπεις θάνατο. Και να θυμάσαι τα λόγια μου, γιατί όσοι κατέβηκαν στην κόλαση μόνον αλήθειες θα σου πουν. Και στα πιο μεγάλα σκοτάδια και στους πιο άγριους θανάτους, ζητάει η ζωή, γιόκα μου, μιαν ελπίδα. Ακόμα κι αυτή που είναι στο βασίλεμα, ζητά μια κλωστή να κρατηθεί, να μη σφαλίσει τα μάτια στη φρίκη, να φύγει η ψυχή ελαφριά, να μη γυρνάει στην κόλαση τούτου του κόσμου να πάρει απάντηση. Γιατί, παιδί μου, γιατί; Γιατί ξεχνά ο άνθρωπος τα δώρα της ζωής, γιατί τα περιφρονεί, γιατί τα χαλά, γιατί, παιδάκι μου; »Φύγαμε κι εμείς κρατημένοι από μια κλωστή. Ίσως και να προφτάναμε να φτάσουμε σε κάποιο από τα παιδιά μας, σε τόπους που λένε οι άνθρωποι κοιμούνται στην ειρήνη και δε πιστεύουν πως τα όνειρά τους γίνανε κλεμμένες ζωές σε τόπους μακρινούς. Τα κάναμε όλα όπως όλοι. Πληρώσαμε για κείνη την κλωστή της ελπίδας. Πληρώσαμε μια στριμωγμένη θέση σε μια βάρκα. Κι η βάρκα πάλεψε με κύματα, με άνεμο που θύμωσε λες με λάθος ανθρώπους, τη λάθος στιγμή. Και γύρισε η βάρκα, γιόκα μου, και βρεθήκαμε στην πιο κρύα αγκαλιά του κόσμου. Εκείνος μου κρατούσε το χέρι και την υπόσχεσή του. Κουράστηκε, παιδάκι μου, να παλεύει. Κι εγώ του φώναζα να μην μου αφήσει το χέρι. Όταν το χέρι του χαλάρωσε και άφησε το δικό μου, γλίστρησε μαζί του και το δαχτυλίδι. Τους κατάπιε η θάλασσα μέσα σε μια στιγμή και

19


20

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

μαζί κι όλη μου τη ζωή. Πρώτη φορά έβγαλα το δαχτυλίδι από τα δάχτυλό μου και δες, εκείνος άφησε και το χέρι μου». Κι όσο εκείνη μιλούσε, έκλαιγε κι όσο εκείνη έκλαιγε, εγώ έβλεπα τη ζωή της να περνά από τα μάτια μου σαν ταινία, μέχρι που τα δάκρυα μου θόλωσαν την οθόνη κι απέμεινα τυφλός και βουβός. Πέρασε ώρα πολλή κι εκείνη σήκωσε το χέρι της ψηλά. «Γι’ αυτό κρατούσα το δάχτυλό μου, γιατί ήταν γυμνό χωρίς το δαχτυλίδι, γιατί είναι άδειο χωρίς το χέρι του. Μα σήμερα που εσείς μαζεύετε όλα τα πολύτιμά μας, εγώ σου το λέω, γιόκα μου. Θα έπρεπε να μου κόψεις το δάχτυλο για να το πάρεις. Αλλά πάλι θα μου πεις αλλιώς μετράνε κάποιες φορές οι άνθρωποι τις αξίες. Τι είναι ένα δαχτυλίδι μπροστά σε μια ολόκληρη ζωή, τι αξία έχει η ιστορία του; Είμαι μεγάλη και δεν έχω ούτε μια κλωστή να κρατηθώ, αλλά αυτό που με πονάει είναι που πίστεψα πως θα μπορούσα να κρατάω το χέρι του μέχρι να κλείσω τα μάτια μου, που κρατήθηκα από τη δική μου κλωστή όταν η δική του βυθίστηκε στα πιο σκοτεινά νερά. Ποιος ξέρει το τέλος μιας ιστορίας, παιδί μου; Όσο φωτεινά ξεκίνησε η δική μου, τόσο σκοτεινά θα τελειώσει. Αλλά για να μπορεί η ψυχή να φύγει ανάλαφρη, να μη στοιχειώνει τον τόπο που τη γέννησε, χρειάζεται φως. Κι εγώ σαν κλείνω τα μάτια, μόνο φως έχουν οι μνήμες της ζωής μου μαζί του». Πόσο κόπο χρειάστηκε η ψυχή κείνου του ανθρώπου να μεταφέρει στη γλώσσα μου τις ιστορίες της. Κοιταχτήκαμε σαν να κρατούσαμε το πιο μεγάλο μυστικό. Κι έπειτα χωριστήκαμε. Μα πριν φύγω, έβγαλα το ρολόι μου, της το φόρεσα στο χέρι και γύρισα στον διερμηνέα. «Να της πεις τι αξία έχει ο χρόνος; Αλλιώς μετράει για κάποιους ανθρώπους. Και κάποτε φτάνει μια στιγμή για να σταματήσουνε οι δείκτες και άλλοτε πάλι άλλη μία για να αρχίσουν ξανά». Όχι, δεν ξαναφόρεσα ρολόι. Την ιστορία της δεν την έγραψα ποτέ με μελάνι. Την κουβάλησα μέσα μου στα ταξίδια μου προς τον Νότο. Πήρα τον δρόμο για εκεί που τα καλοκαίρια είναι μεγάλα και οι μέρες φωτεινές. Κάποτε το σκοτάδι ζηλεύει το φως. Είμαι σε θάλασσες που ξερνάνε την αγριότητα του ανθρώπου. Μα κάποιες μέρες τούτα τα νερά είναι τόσο ήσυχα και φωτεινά. Εκείνες τις μέρες, σαν κι αυτήν που ένα τσούρμο παιδιά χαιρετούν μια παράξενη βάρκα με μια μπουγάδα απλωμένη, εγώ κοιτώ μες στο νερό. Ποιος ξέρει, ίσως να πιστεύω ότι μπορεί να βρω κανένα δαχτυλίδι σε τούτον τον αλλόκοτο κόσμο που το φως διαδέχεται το σκοτάδι σε κύκλους. Μπορεί τα λόγια που μουρμουρίζει εκείνο το κορίτσι που χαιρετά τη βάρκα πλάι στα παιδιά να είναι σωστά. Μπορεί ο κόσμος ένα βήμα να απέχει από το φως και τον άνεμο και να βγαίνεις πια από το σκοτάδι.


Δώρα Τάτση

Η μπουγάδα της γιαγιάς

Η

γιαγιά Ελένη γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα νησί του Αιγαίου. Ποτέ δεν ταξίδεψε πέρα από τον τόπο της. Όλος ο κόσμος της ήταν αυτά τα χώματα, ο ήλιος που φώτιζε ανελέητα τα καλοκαίρια, ο άνεμος που ταξίδευε την ψυχή κι εκείνο το αδιαπραγμάτευτα γαλάζιο του ορίζοντα. Δεν την πείραζε που δεν είχε ταξιδέψει. «Εγώ, παιδί μου, ταξιδεύω με το μυαλό, την καρδιά και τα μάτια όταν κοιτούν τη θάλασσα. Και να ’ξερες σε πόσους τόπους έχω πάει, πόσα πράματα έχω μάθει…» συνήθιζε να λέει. Η γιαγιά Ελένη είχε μια παράξενη σχέση με την αφή, το άγγιγμα όλων των πραγμάτων. Σαν κάθε που άπλωνε το χέρι της, να συνδεόταν με ολάκερο το σύμπαν. Όταν η γιαγιά περπατούσε στην ακτή, ήταν πάντα ξυπόλητη. «Τα πόδια μου είναι ρίζες, παιδί μου, και πρέπει να βουλιάζουν στην άμμο, να την νιώθουν, ρίζες που μετακινούνται, όπως κι οι άνθρωποι κάνουν κάποτε». Η γιαγιά αγαπούσε τον τόπο της, ήταν περήφανη για το νησί της. Αγνάντευε τη θάλασσα και μιλούσε με τα κύματα. Δεν τη φόβιζε η αγριάδα της φύσης, μόνο αυτή των ανθρώπων. Είχε έναν τρόπο να εξαγνίζει το κακό η γιαγιά, έναν τρόπο να το εξορίζει. Ήταν τόσο απλός, όσο και παράξενος. Της άρεσε πολύ η μπουγάδα, ναι, η μπουγάδα. Κάθε που έπλενε στη σκάφη της, τραγουδούσε κι όταν ο ιδρώτας ταξίδευε από το μέτωπο στα χείλη της, εκείνη τα έγλειφε σαν να δοκίμαζε την πιο ιδιαίτερη γεύση. «Αυτό θα πει γεύομαι τους κόπους μου», έλεγε και ξεκαρδιζόταν στα γέλια. Κι έπειτα, όταν τέλειωνε, τίναζε τα ρούχα ένα ένα και οι στάλες το νερό φάνταζαν βροχή στα μάτια μου κάτω από έναν υπέρλαμπρο ήλιο. Γιατί η γιαγιά έβαζε μπουγάδα μόνο όταν ο ήλιος αποκάλυπτε όλη τη δύναμή του. Κι άπλωνε στη συγυρισμένη με λουλούδια αυλή της, σε ένα σκοινί πέρα πέρα, μια σειρά ρούχα που τα στέγνωνε ο άνεμος κι ο ήλιος του Αιγαίου. Όταν πια ερχόταν η ώρα να μαζέψει την μπουγάδα της, αυτό φάνταζε ιεροτελεστία μυστική στα μάτια μου. Έτρεχα κοντά της και καθόμουν στο ξύλινο σκαμνάκι. Έπαιρνε ένα ένα ρούχο από το σκοινί και το χάιδευε σαν τρυφερό δέρμα βρέφους, κι έπειτα το έφερνε στη μύτη της κι ανάσαινε το άρωμά του βαθιά, ενώ στο πρόσωπό της άστραφτε ένα χαμόγελο. Κι ύστερα, η μαγική εκείνη στιγμή που η γιαγιά με βάφτιζε στον ήλιο και στον άνεμο. Μου περνούσε πάντα στο κορμί κατάσαρκα ένα ρούχο από την μπουγάδα της κι έλεγε: «Για να πάρεις τον αέρα και το φως του τόπου μου, παιδάκι μου. Έτσι ξορκίζεις το σκοτάδι και το κακό και χτίζεις μνήμες». Κι εγώ ένιωθα να ξαναγεννιέμαι, ένιωθα δυνατή σαν τους ατρόμητους ήρωες των παραμυθιών, γιατί τούτο το ρούχο ήταν μαγικό. Το είχαν δέσει με δύναμη όλο το φως και ο αέρας του Αιγαίου κι όλο το γαλάζιο των ονείρων μου. Σήμερα, χρόνους μετά, καμπουριαστή σεργιανάει τις παραλίες του νησιού της. Σκοτείνιασαν τα μάτια της γιαγιάς πιότερο από τη σκληράδα τούτου του κόσμου παρά από τα γηρατειά. Μαλώνει με τον αέρα και το φως του νησιού που φέρνουν κοντά της τόσα μνημόσυνα. Ούτε μια μπουγάδα δεν απλώνει πια η γιαγιά. «Γέμισε η θάλασσά μου μνημόσυνα, παιδάκι μου. Δεν το αντέχω τούτο το βάρος», μονολογεί καθισμένη στην πεζούλα της αυλής της. Ώσπου μια μέρα έγινε τούτο το θάμα: Ένα αγόρι ξυπόλητο, βρεγμένο, λερωμένο, μπήκε μέσα στην αυλή της μουρμουρίζοντας μια γλώσσα που μόνο η γιαγιά κατάλα-

21


22

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

βε, γιατί τα μάτια της άστραψαν. Πήρε το παιδί αγκαλιά. Το ’γδυσε, το ’πλυνε κι έπειτα άρχισε να τρίβει τα ρούχα του στη σκάφη την παλιά. Κι από εκείνη τη μέρα γέμισε η αυλή της γιαγιάς μπουγάδες με ρούχα παιδιών. Κι εκείνα να γελάνε σε μια γλώσσα ίδια σε όλον τον κόσμο. Εκείνα να στέκονται μια σειρά κι ένα ένα να περνούν από μπροστά της. Κι η γιαγιά να τους φορά ρούχα φρεσκοπλυμένα και μυρωδάτα και να λέει στο κάθε ένα, ενώ του περνά από την κεφαλή το ρούχο: «Για να φοράς το φως και τον αέρα του τόπου μου. Να ξορκίζεις τα μνημόσυνα, παιδάκι μου, και να γεμίζεις μνήμες έτσι που όταν εγώ πια θα ταξιδεύω στο πρώτο και τελευταίο μου ταξίδι, εσύ να θυμάσαι. Να μην ξεχάσεις, παιδάκι μου, ο κόσμος ένα βήμα απέχει από το φως και τον άνεμο, και βγαίνεις από το σκοτάδι». Η γιαγιά Ελένη ταξίδεψε στο τέλος του καλοκαιριού μια μέρα πιο φωτεινή από κάθε μέρα της ζωής της. Τη γιαγιά τη βγάλανε βαρκάδα κείνη τη μέρα σε μια βάρκα με ένα σκοινί από τη μια άκρη στην άλλη και μια κατάλευκη μπουγάδα να ανεμίζει πάνω από τα σφαλιστά της μάτια. Ένα τσούρμο παιδιά βαφτισμένα στο φως και στον άνεμο του Αιγαίου τη χαιρετούσαν στην ακτή, ένα τσούρμο ελπίδες.


Γιάννης Μποτονάκης

Γιάννης Μποτονάκης Ημερολόγιο αμπαριού Σ’ ένα καράβι στοίβαξα χιλιάδες όνειρα. Άφησα πίσω μου τον άθαφτο αδερφό μου στον γκρεμισμένο τοίχο μου δαμασκηνό σπαθί κι επιβιβάστηκα ποδοπατώντας γυναικόπαιδα. Είμαστε τώρα τέσσερις μέρες μες στη γαλάζια έρημο. Δεν νιώθουμε την ίδια δίψα, τα πιο πολλά μωρά σταμάτησαν να κλαίνε και συνηθίσαμε την μυρωδιά των ούρων. Τις λίγες στιγμές που κλείνω τα μάτια ονειρεύομαι. Πως ο τόπος που φτάνω δεν είναι από τσιμέντο, ένα χωριό σαν το δικό μου είναι χωρίς πολέμους εμφύλιους και ταξικούς. Συνήθως μια ριπή ανέμου με ξυπνάει. Τότε βλέπω τον πιο φριχτό, τον πιο καλοντυμένο ομόθρησκό μου με το μαστίγιο να εισπράττει το μερίδιό του. Υπάρχουν πράγματα που θα ‘θελα να έχω μάθει. Κολύμπι όταν ήμουν δώδεκα, τη δύναμη του πλήθους στα δεκαοχτώ και σήμερα τη λέξη «Θεός» σε όλες τις γλώσσες. Αν τυχόν πνιγώ, απλά λογάριασέ με στους νεκρούς της προσφυγιάς, στους νεκρούς της λευτεριάς, στους δικούς σου νεκρούς. ZZ Ο Γιάννης Μποτονάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο Κρήτης, όπου και κατοικεί. Είναι 30 χρονών. Αρθρογραφεί στην τοπική εβδομαδιαία εφημερίδα «Ρέθεμνος». Γράφει μαντινάδες και ποιήματα και έχει εκδώσει μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Αποσπάσματα από το ημερολόγιο ενός μίμου». Διατηρεί το ιστολόγιο: botonakisgiannis.blogspot. com

23


24

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Ιωάννα Κατερίνη Το γράμμα

Ά

νοιξε το ντουλάπι της βιβλιοθήκης κάνοντας ότι συμμαζεύει και είδε τη γωνία του φακέλου να ξεπροβάλλει ανάμεσα στους δυο μεγάλους μαύρους τόμους εγκυκλοπαίδειας. «Εκεί είναι», σκέφτηκε με ανακούφιση, λες και υπήρχε περίπτωση να λείπει. Χρόνια τώρα, κάθε που ασφυκτιούσε, έτρεχε και άνοιγε το ντουλάπι, λες και κάτι θα γινόταν, λες και εκεί μέσα ήταν η λύση που γύρευε. Το ντουλάπι έκλεινε πάλι με μια γρήγορη κίνηση, λες και δεν είχε ανοίξει. Κι όταν θύμωνε μαζί του, γιατί της ρουφούσε τη ζωή μέρα με τη μέρα, έλεγε, έσφιγγε στα δόντια της τη φράση «Να εκεί στο ντουλάπι είναι ένα γράμμα για σένα» και ονειρευόταν τη στιγμή που θα έφευγε χτυπώντας την πόρτα. Η ίδια πάντα σκηνή μες στο μυαλό της κάθε φορά που φώναζε γιατί δεν έβρισκε τις κάλτσες του ή γιατί είχε κρυώσει το φαγητό. Κι η ασφάλειά της αυτό το γράμμα, όταν πια δεν θα μπορούσε να πει η ίδια την αλήθεια της, θα την έλεγε εκείνο. Μέχρι εκείνο το απόγευμα που άνοιξε βιαστικά το ντουλάπι, πετώντας άτσαλα τους δυο μαύρους τόμους στο πάτωμα, πήρε το γράμμα και βγήκε αποφασισμένη από το σπίτι. — Ξέρεις, Γιώργο, σου έχω γράψει ένα γράμμα. — Και γιατί δε μου λες τι έχεις γράψει μέσα; — Γιατί ποτέ δε μ’ αφήνεις να μιλήσω, ποτέ… — Τι να ακούσω; Βλακείες θα μου πεις. — Είδες; Γι’ αυτό τα έγραψα. — Φαντάζομαι πώς θα τα έγραψες! Θα καταλάβω τίποτα ή θα χρειαστώ δάσκαλο να μου το διαβάσει; — Πάρε το γράμμα, σου λέω! Έχωσε τον λευκό φάκελο στην εσωτερική τσέπη του σακακιού, ίσιωσε τη γραβάτα του και είπε στον μαυροντυμένο νεαρό: — Εντάξει, κλείσ’ το τώρα!

ZZ H Ιωάννα Κατερίνη ζει και εργάζεται στα Ιωάννινα σε σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σπούδασε γερμανική γλώσσα και φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και φιλολογικά στα Ιωάννινα. Έχει κάνει μεταπτυχιακά στη διδακτική και στα παιδαγωγικά. Η λογοτεχνία είναι ο αγαπημένος της τρόπος για να ταξιδεύει μες στον χρόνο. Έχει κι ένα μικρό ολοζώντανο παραμυθάκι... τον μικρό της Αχιλλέα!


Σουσάνα Χείλαρη

Σουσάνα Χείλαρη Τόπος πλήρης Ασημογλάροι, καρακάξες, στο σουλάτσο ελαία και πεύκο. Πλατάνια στα θαλασσινά αντιφεγγίσματα η κάψα της σιέστας. Βασιλικός στο τουράκι, ο ήλιος καρσί. Στο μεγάλο κάδρο καΐκι αναδεύεται προσμένει τη νύχτα. Μυρμήγκι στο δέντρο του, βουνά φυλλωμάτων στο τόξο του κύκλου. Και εσύ στη χορδή, ατενίζεις το έχει του δίσκου π’ ορίστη. Ο φάρος διώκτης, αγγέλου στίγμα, λυχνία στο μάτι του κακού.

Αδερκής Στο λαιμό είμαι το περιδέραιό σου το δάκρυσαν αόρατες μορφές διαμαντικές επειδή σε γυάλινες πούλησαν την ταυτότητά τους. Θώρακες αφανείς υψώθηκαν σκάλα για τα γυάλινα νύχια των μεταξωτών αρπαχτικών.

ZZ Η Σουσάνα Χείλαρη γεννήθηκε στο Πασαλιμάνι. Ζει στο Νέο Φάληρο. Έμαθε να διαβάζει στη νηπιακή ηλικία γιατί βαριόταν. Οι συνειρμοί στο διαρκές της πεπερασμένης οικίας, σε κατάσταση επαναστάσεων και απορίας, την οδηγούν στη γραφή.

25


26

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Δαμάσκα Του π. Φώτη

− Βαδίζεις ως άντρας ιππότης. Γυναίκα με καρδιά αγάπης. − Του έδωσε να μυρίσει κι άδειασε το κόκκινο μελάνι στις πλούσιες περήφανες φλέβες. Μύρο του σύμπαντος, που έστεκε στο μπαλκόνι της ψυχής της ανεβάσταγο. Απόσταγμα που στις αισθήσεις εκείνου ευτύχησε να ταξιδέψει. − Πήρα σκόνη δροσάτη από της Βενετίας την τέχνη. Ο σοφός της Ανατολής τη σφάλισε για μένα. Τη φέρνω στο χώμα της Πόλης. Δώρο στη Μάνα που ορφάνεψε. Παιδί να γίνω στην ποδιά της ν’ αναστηθούν οι λίθοι ν’ αστράψουν μεγαλόπρεπα τα ενδύματά της στη δύναμη του Συμβόλου την κραταιή. − Το λεπτολούλουδό μου, με ψηλά το κεφάλι, στο παλάτι μου θα ’ρθει. Με το Σταυρό ζαφείρια της μάνας της. Με το βιβλίο του πατέρα στη Δαμασκό στο σπίτι της. Θα με βρει αγκαλιά χρέος και οφειλή νερό να την ποτίσω τη δίψα του μωρού μου ν’ αφανίσω του καπνού τη χάρη να διαλύσω ν’ ανθίσει το σώμα της γερό. Βασίλισσά μου, το βλέμμα σου ζητώ τη χρυσή καμπύλη να δωρίσεις στου ανάπηρου κύκλου την τροχιά.


Σουσάνα Χείλαρη

αρχή Η θάλασσα ζωγραφίζει το σώμα της. Αναπνέει ανέμου πτήσεις. Εκπνέει του μπλε ανάλυση σε 12 τόνους. Τόνοι Μοίρες Τόνοι Ώρες.

Χαράζει στη Δύση Στο αίμα σου η κίνηση φτερών οι σφαίρες του ήλιου η ακινησία της θάλασσας. Δάκρυα βροχής στεγνώνουν καθώς ο άνθρακας ουρανός καλεί ερωτικά τουρκουάζ λίθους στην καμπύλη του ορίζοντα.

27


28

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Στέλιος Αντωνιάδης Φευγαλέα Στην αρχή ήσουν αραιή στάλα στάλα λεπτή, χωρίς να σε καταλαβαίνω Σιγά σιγά έγινες βροχή επίμονη μονότονη Αργότερα έγινες μπόρα Κι απότομα τέλειωσες (Στιγμογραφήματα Ι)

Βίτσια Ήταν γυμνή τελείως γυμνή χωρίς άρωμα και χωρίς παπούτσια Πόσο με ενοχλούν τα παπούτσια σε γυμνή γυναίκα και πόσο μ’ αρέσει ένα ακριβό διακριτικό άρωμα (Στιγμογραφήματα Ι)

ZZ Ο Στέλιος Αντωνιάδης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Είναι απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ειδικεύτηκε στην Παιδιατρική και στη συνέχεια στην Παιδιατρική Καρδιολογία. Είναι Καθηγητής στην Ανώτατη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, Διευθυντής Παιδοκαρδιολογικού Τμήματος, τ. Πρόεδρος Επιστημονικού Συμβουλίου. Πέρα από την επιστημονική και εκπαιδευτική συγγραφική του δραστηριότητα ασχολείται με την ποίηση: τρεις ποιητικές συλλογές «Στιγμογραφήματα Ι, ΙΙ, ΙΙΙ», το δοκίμιο: «Στιγμοσκέψεις», τη λογοτεχνία: «Κωνσταντινούπολη - Η πόλη που με ακολουθεί», τη φιλοσοφία: «Δοξογράφημα». Είναι Διευθυντής Σύνταξης στο Ιατρολογοτεχνικό Περιοδικό «ΚΑΣΤΑΛΙΑ» καθώς και Διευθυντής Σύνταξης στο περιοδικό «ΠΑΙΔΙΑΤΡΙΚΗ». Επίσης γράφει κριτική θεάτρου στο «mythetro.gr» και στην εφημερίδα «Ο Πολίτης», κριτική κινηματογράφου, βιβλίων, εικαστικών εκθέσεων. Είναι μέλος λογοτεχνικών εταιρειών και συλλόγων (America n Philosophical Practitioners Association, Σύλλογος Ελλήνων Λογοτεχνών, Ελληνική Εταιρεία Ιατρών Λογοτεχνών [Αντιπρόεδρος] κ.ά.). Έχει τιμηθεί με βραβεία, διπλώματα και δύο χρυσά μετάλλια.


Στέλιος Αντωνιάδης

Κρακ Όπως το ποτήρι το νερό με κράταγες Έσπασες Διαλύθηκα

(Στιγμογραφήματα Ι)

Τα στήθη σου δεν άφησαν σημάδια Το καλοκαίρι χάιδεψε το δέρμα μου και πέρασε Στα σημεία που πίεζες σφιχτά σφιχτά τα στήθη σου δεν έμειναν ίχνη Ούτε και τίποτα από τα πόδια σου που σαν τανάλιες έσφιγγαν τη μέση μου Τα καυτά σου χείλη που μύριζαν κρέμες και αρώματα μια ανάμνηση Όλα μια ηδονική γλυκιά ανάμνηση από το περασμένο καλοκαίρι. (Στιγμογραφήματα Ι)

Αλληλογραφία Πολλά πολλά φιλιά παντού Στα μάτια σου και στα μαλλιά σου Στα χέρια σου στα χείλια σου Και στα λοιπά σου Και στα λοιπά σου (Στιγμογραφήματα ΙΙ)

29


30

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Αμμουδιές Στις αμμουδιές των απολαύσεων του ήλιου και της θάλασσας ανάμεσα σε δυο μηρούς που λάμπουν από αντηλιακό βρίσκεται το μυστήριο της ζωής και ίσως ολόκληρου του σύμπαντος (Στιγμογραφήματα ΙΙ)

Ονειροσυναντήσεις Τι έγινες Με ξέχασες, χαθήκαμε Κάποτε ερχόσουνα συχνά πυκνά στα όνειρά μου Θα πεθάνουμε χωρίς να το μάθουμε και πώς θα βρεθούμε χωρίς διεύθυνση μέσα σε όλους αυτούς που θα υπάρχουν εκεί που πάμε (Στιγμογραφήματα ΙΙΙ)

Η διαφορά Όταν φεύγουν οι άλλες φεύγουν όταν φεύγεις εσύ μένεις

(Στιγμογραφήματα ΙΙΙ)


Άννα Ρουσσομουστακάκη

Άννα Ρουσσομουστακάκη Ηλιομάζεμα Καις. Καίγεσαι. Κύκλος. Ατέρμονο το κάψιμο. Αλοιφές και φάρμακα. Και μια από τα ίδια. Και πάλι. Καις. Καίγεσαι. Και πάλι αλοιφή. Παυσίπονα. Και κάπου κάπου αγανακτείς. Παραπονιέσαι. Τίποτα τούτη η αλοιφή δεν κάνει. Καμία ανακούφιση. Καίγεσαι. Κλαίγεσαι. –μα ούτε λόγος στον ήλιο να μην ξαναβγείς, να μην ξανακαείς ούτε που σου περνά απ’ το μυαλό– Τούτος ο ήλιος είναι η ίδια σου η ζωή. Αλίμονο αν το σκοτάδι επέλεγες. Είναι που κατά βάθος τ’ αγαπάς τα φάρμακα, τις αλοιφές. –χωρίς αυτά δεν κάνεις–

ZZ Η Άννα Ρουσσομουστακάκη γεννήθηκε στην Αθήνα όπου ζει και εργάζεται. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διαθέτει κατάρτιση στην Ειδική Αγωγή. Αυτό το διάστημα ολοκληρώνει τις μεταπτυχιακές της σπουδές στη Δημιουργική Γραφή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Έχει λάβει το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό σύντομου διηγήματος από τον Νότιο, Χώρο Τέχνης και Δράσης. Της έχουν απονεμηθεί ποιητικοί έπαινοι από Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς, τους οποίους διεξήγαγαν τα περιοδικά ΤΈΧΝΗΣ ΔΕΥΚΑΛΊΩΝ Ο ΘΕΣΣΑΛΌΣ και ΚΕΛΑΙΝΏ.

31


32

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Αντώνης Κομίνης Σε βλέπω ακόμα Σε βλέπω ακόμα ταπεινή μες στ’ απαλά σεντόνια, εσθήτες διάφανες που τα στήθη ανόθευτα διαγράφουν με τα κρυφά σου κερασάνθια κι αφήνει να προβάλλουν οι μηροί ανάτριχοι επίτηδες, φιλήδονοι και ηδυπαθείς απ’ τον τριγμό του ονείρου. Με μι’ αρμαθιά από αχρείαστα κλειδιά στο χέρι, που κανένα τους τ’ όνειρο δεν κατορθώνει να κλειδώσει, στον κυνισμό του Μορφέα παραδομένη και στα αναίσχυντα θωπεύματά του –ακούω τον επινίκιο καγχασμό του μάλιστα θριαμβευτή κι αμετανόητο– μα δεν τολμώ να σε σκουντήσω, μη ξέροντας αν τούτο ανημπόρια ήταν ή απάρνηση μπρος στη δοκιμασία. Με τις ώρες αφήνομαι να σε κοιτάζω φωτεινές κι ελάχιστες, καθώς χτυπούν αλάθευτα στον τοίχο υφαίνοντας το μαγνάδι των στιγμών πριν τις σκεπάσει ολότελα το χιόνι. ZZ Ο Αντώνης Κομίνης γεννήθηκε στην Αθήνα. Το 2003 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο «Λόγια ανείπωτα», το μεγαλύτερο μέρος της οποίας έχει μελοποιηθεί απ’ τον συνθέτη Σωτήρη Νικολαράκο. Οι ποιητικές του συλλογές «Ματιές και ψίθυροι», 2005, «Σφαλιστό παράθυρο», 2008, και «Μελιχρόν», 2009, εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Πιτσιλός. Οι ποιητικές του συλλογές «Ιντιφάντα–το άστρο του Δαυίδ», 2010, «Πορτραίτα», 2012, και «Στον αστερισμό της πεταλούδας», 2015, εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Οσελότος. Παράλληλα δημοσιεύει χρονογραφήματα, άρθρα και ποιητικές του συνθέσεις σε περιοδικά και ανθολογίες. Έχει βραβευτεί σε πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Ενδεικτικά, το «Ματιές και ψίθυροι» τιμήθηκε με το βραβείο ποίησης «Σικελιανά 2005», το ατύπωτο τότε «Σφαλιστό παράθυρο» επαινέθηκε από τον ΚΓ’ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Παρνασσού 2006 και η «Ιντιφάντα» του, με θέμα τον παλαιστινιακό αγώνα, απέσπασε το Α΄ βραβείο «Μάρκος Αυγέρης 2011» από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, τακτικό μέλος της οποίας πορεύεται από το 2009.


Βασιλική Μελισσουργού

Βασιλική Μελισσουργού Μου προκαλούσε έρωτα εκείνη η νύχτα Μου προκαλούσε έρωτα εκείνη η νύχτα. Ακολούθησε το μείγμα της σκόνης με μια παράξενη βουή στα σκέλια να απλώνεται σε όλη την κοιλότητα του φεγγαριού. Ο άγγελος στα δεξιά ο διάολος στ’ αριστερά. Ακόμη κι η μοναξιά με μισούσε. Σπέρμα καταραμένης νύχτας που βαρέθηκε την ησυχία κι αποζητούσε τα εγκόσμια. Καλησπέρα μου. Θυμωμένη τίγρης που της τάξανε μέλι, αγάπες και κουραφέξαλα. Είχα τη Μαρία την πιο δική μου Μαρία γενναιόδωρη ατέλειωτη στο «δίνω». Ήμουν πηγή. Στην αρχή καθάρια πηγή.

ZZ Η Βασιλική Μελισσουργού γεννήθηκε το 1979 και κατάγεται από τη Νάξο. Έχει σπουδάσει οικονομικά κι εργάζεται ως τραπεζικός υπάλληλος, ενώ παράλληλα κάνει ένα όνειρό της πραγματικότητα ως ραδιοφωνικός παραγωγός στο Feelings Radio. Ασχολείται με την ποίηση από το 2013. Η γραφή της, άλλοτε ρομαντική, άλλοτε οργισμένη και αντισυμβατική, κινείται συνειρμικά ανάμεσα στην πραγματικότητα και στις μελλοντικές ματιές όπου αφήνεται να την καθοδηγήσει η σκέψη και οι επιθυμίες της. Τα νοήματα των στίχων της τρυφερά, μα και δυνατά συνάμα, γεμάτα μυστικά και εξομολογήσεις, ερωτηματικά και προβληματισμούς, αλλά κυρίως γεμάτα εικόνες και συναισθήματα. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ανθολογίες ποιημάτων. Έχουν εκδοθεί τρεις ποιητικές συλλογές της: «Εγώ, η μέλισσα», εκδ. Σαΐτη, 2013, «Το λευκό και οι αποχρώσεις του», εκδ. Σαΐτη, 2014, και «Δίχως φωτιά, δίχως γυναίκα, δίχως θάλασσα, Πυρ, γυνή και θάλασσα», εκδ. Οσελότος, 2015.

33


34

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Ξέφευγες μέσα μου φίλαγες την πύλη εισχωρούσες στην αμαρτία. Επιπόλαιη η ζωή και εγώ το τίποτα να καίγομαι στο πριν και στο μετά για ένα τώρα. Μυρίζει τόσα βιβλία ο αέρας λόγια κάλπικα· μα, με μύρωσαν με συλλαβές κι ανοίγομαι στο σκληρό της πένας. Μου προκαλούσε έρωτα εκείνη η νύχτα.


Μικαέλα Μουσγοπούλου

Μικαέλα Μουσγοπούλου Ιντιάνα Τζόουνς

Φ

ορούσε ένα λευκό κοντομάνικο μπλουζάκι, ένα χακί γιλέκο με πολλές τσέπες, παντελόνι χακί κι αυτό, μποτάκια κι ένα καπέλο καφέ με στρογγυλό γείσο. Το καπέλο τής έπεφτε μεγάλο και κατέβαινε λίγο πάνω από τα φρύδια της, αλλά την προστάτευε από τον ήλιο κι έτσι δεν το αποχωριζόταν ποτέ. Μέσα στο σακίδιο που κρεμούσε στην πλάτη της όταν έβγαινε για δουλειές, είχε πάντα το νερό της, ένα πριονωτό μαχαίρι, μια γόμα κι έναν φορτιστή. Δεν ήταν ψηλή, αλλά δεν ήταν και κοντή. Την έλεγαν Ιντιάνα Τζόουνς, όπως έλεγαν κάποτε και τη γιαγιά της, από την οποία είχε κλέψει ο Σπίλμπεργκ το όνομα για να το δώσει στον ήρωα της γνωστής ταινίας. Μαζί με μια φίλη της έφτιαχναν ημερόλογια τοίχου και προσκλητήρια γάμων και βαφτίσεων. Η Ιντιάνα είχε αναλάβει να γράφει εκείνα τα σαχλά τετράστιχα ή οχτάστιχα ποιηματάκια, ερωτικού κυρίως περιεχομένου, που βρίσκονται πίσω από τα φύλλα με τις ημερομηνίες, κι αυτό της άρεσε πάρα πολύ. Έγραφε και γελούσε, γελούσε κι έγραφε. Πίσω από κάθε μέρα κι ένα ποιηματάκι της συμφοράς. Δυστυχώς όμως, τον τελευταίο καιρό, η έμπνευση την είχε εγκαταλείψει κι αυτό την είχε ρίξει ψυχολογικά και επίσης την είχε αφήσει και πανί με πανί. Ήταν η μέρα που πήγαινε σούπερ μάρκετ, φούρνο και καθαριστήριο, κι έτσι βγήκε από το διαμέρισμά της, κατευθύνθηκε προς το ασανσέρ και πάτησε το κουμπί. Το πάτησε, το ξαναπάτησε, τίποτα αυτό. Καμιά ανταπόκριση. «Πάλι χάλασε το ρημάδι», είπε εκνευρισμένη. Το ασανσέρ χαλούσε συχνά κι αυτό της προκαλούσε μεγάλη ανασφάλεια. «Κι αν ήμουν μέσα; Κι αν ήμουν μέσα;» Με τη σκέψη και μόνο άρχισε να ιδρώνει, ενώ το ασανσέρ συνέχιζε να μην έρχεται! Για καλή της τύχη, οι σκάλες που ήταν πάντα εκεί, θα έδιναν και πάλι τη λύση. Άρχισε να τις κατεβαίνει κι έτσι φτάνοντας στο ισόγειο, ένιωθε ήδη πολύ καλύτερα. Εκεί όμως, στο ισόγειο, είχε ξεφυτρώσει κι άλλο εμπόδιο... Το πάτωμα ήταν σφουγγαρισμένο! «Τι κάνω τώρα;» αναρωτήθηκε. «Να πατήσω το σφουγγαρισμένο πάτωμα; Μήπως να περιμένω να στεγνώσει; Μήπως να μην περιμένω;» Αυτό δεν ήταν ασανσέρ που δεν ερχόταν, κι έτσι πήρε την απόφαση πιο γρήγορα. «Μπα, δε βαριέσαι», σκέφτηκε, ZZ H Μικαέλα Μουσγοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα μια ωραία καλοκαιρινή μέρα, όταν οι Beatles τραγουδούσαν το «It is a hard day’s night» για πρώτη φορά και ο Elvis Presley τραγουδούσε το «Viva Las Vegas». Χαμός γινόταν με το «Viva Las Vegas»! Όταν μεγάλωσε δεν έγινε καλλιτέχνης, γιατί δεν είχε κανένα ταλέντο και επίσης δεν έγινε ούτε επιστήμονας, γιατί την ώρα των μαθηματικών στο σχολείο, εκείνη κοιτούσε έξω από το παράθυρο, το απέναντι κτίριο, χωρίς κανέναν απολύτως λόγο. Έγινε, όμως, μαμά, ξανά και ξανά και ξανά, και αυτό άλλοτε έχει πλάκα και άλλοτε δεν έχει καθόλου. Η σχέση της με το γράψιμο δεν έχει καμιά σχέση με γράψιμο. Είναι μια σχέση που υπάρχει μόνο στη φαντασία της και που δημιουργήθηκε γιατί εδώ και πολύ καιρό η Μικαέλα και οι λέξεις μαζεύονται στο σπίτι της και παίζουνε.

35


36

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

«έτσι κι αλλιώς δε με βλέπει και κανείς. Κανείς δε θα ξέρει πως οι πατημασιές είναι δικές μου». Έτσι διέσχισε το ισόγειο με βήμα αποφασιστικό, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στον δρόμο. Λίγες τύψεις, που πήραν θάρρος από μόνες τους, τρύπωσαν στο κεφάλι της. «Δεν έπρεπε να πατήσω. Πρέπει να γυρίσω πίσω και να σφουγγαρίσω τις πατημασιές ακόμα κι αν κανένας δε ξέρει πως είναι δικές μου», σκεφτόταν, ενώ στεκόταν ακίνητη στο πεζοδρόμιο, σαν την εικόνα στην τηλεόραση όταν χαλάει το κανάλι· ακίνητη ενώ το μυαλό της έτρεχε στον ψιλικατζή. «Καλύτερα να μην πάω προς τα δεξιά, γιατί τότε θα περάσω μπροστά από τον ψιλικατζή που του χρωστάω πενήντα ευρώ και δε θέλω να με δει. Καλύτερα να πάω προς τ’ αριστερά». Όμως από τ’ αριστερά ερχόταν ο διαχειριστής της πολυκατοικίας. «Καλύτερα να περάσω απέναντι, γιατί του χρωστάω τρεις μήνες κοινόχρηστα και δεν έχω σκοπό ούτε και γι’ αυτόν τον μήνα να πληρώσω». Η αλήθεια είναι πως ούτε σκοπό είχε, αλλά ούτε και λεφτά. Έπρεπε λοιπόν να πάει απέναντι. Απέναντι, όμως, γίνονταν έργα ΟΤΕ και πώς θα περνούσε τα εσκαμμένα; Ποτέ δεν περνούσε τα εσκαμμένα. Ήταν θέμα αυτοπροστασίας. Ένιωσε εγκλωβισμένη και το στομάχι της δέθηκε κόμπος. Κόμπος όπως ακριβώς της συνέβαινε όταν περίμενε στο σαλόνι του γυναικολόγου. Ωραίο ήταν το σαλόνι. Είχε και περιοδικά για να τα ξεφυλλίσει. Είχε και φυτά. Πλάνη όμως και το ήξερε! Η αλήθεια βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο! Εκεί που την περίμενε η γυναικολογική καρέκλα και το παραβάν. Εγκλωβισμένη και ξεβράκωτη ένιωθε πως έκανε μερικά από τα πιο αμήχανα βήματα της ζωής της, πηγαίνοντας βιαστικά από το παραβάν στη ρημαδοκαρέκλα. Με το στομάχι της κόμπο λοιπόν, το ψιλικατζίδικο από δεξιά, τον διαχειριστή από αριστερά και τα έργα ΟΤΕ απέναντι, σήκωσε τα χέρια της ευθεία μπροστά της, μισόκλεισε τα μάτια της κι έστριψε προς τη μεριά του διαχειριστή, κάνοντας τον υπνοβάτη. Ευτυχώς που ο διαχειριστής ήταν πολύ προληπτικός και χέστης στα θέματα τα μεταφυσικά και μόλις τον πλησίασε η υπνοβάτης, γούρλωσε τα μάτια του, έφτυσε τον κόρφο του αναστατωμένος κι έκανε και δυο τρεις στροφές γύρω από τον εαυτό του! Οι στροφές και τα φτυσίματα έδωσαν χρόνο στην Ιντιάνα Τζόουνς κι έτσι μπόρεσε να απομακρυνθεί αρκετά. Έφτασε στη γωνία Πάρου και Αντιπάρου κι έστριψε, ξεφυσώντας με ανακούφιση. «Άμα δεν έχεις χρήματα, κάνεις τον υπνοβάτη, ενώ άμα έχεις χρήματα, κάνεις ό,τι θέλεις», διαπίστωσε με μια κάποια περηφάνια για το γνωμικό που είχε μόλις ξεστομίσει! Αν και άνοιξη, η μέρα ήταν συννεφιασμένη και ήταν και Δευτέρα. Έκανε κρύο και φυσούσε πάρα πολύ. Στον ουρανό πετούσαν φύλλα δέντρων, σακούλες του Σκλαβενίτη, μερικά μικρά χαλάκια κι ένας γάιδαρος. «Το ήξερα πως πετάει ο γάιδαρος, πάντα το έλεγα», σκέφτηκε χαμογελώντας, κοιτώντας ψηλά, τον γάιδαρο-μπαλόνι που απομακρυνόταν όλο και πιο γρήγορα. Ένα κομπρεσέρ που άρχισε ξαφνικά να σπάει με δύναμη το πεζοδρόμιο, λίγα μέτρα πιο κει, της έκοψε το χαμόγελο στα δυο. Το μισό της χαμόγελο πέταξε μακριά με το μπαλόνι, ενώ το άλλο μισό έσβησε από την τρομάρα που πήρε. Από τον θόρυβο παραλίγο να μην ακούσει και το κινητό της, που τρανταζόταν σε μια από τις τσέπες του γιλέκου της. Το πήρε και απάντησε βιαστικά. Ήταν ο αρχηγός! Συνεπής στο εβδομαδιαίο τηλεφωνικό τους ραντεβού...


Μικαέλα Μουσγοπούλου

Τα δυο τελευταία χρόνια και χωρίς να το ξέρει κανείς, η Ιντιάνα Τζόουνς συμμετείχε σε μια μυστική οργάνωση που στόχο της είχε να διορθώνει όλα εκείνα τα στραβά που δυσκολεύουν την καθημερινότητά μας. Μια φορά την εβδομάδα λοιπόν, της τηλεφωνούσαν από την οργάνωση και της ανέθεταν μερικές ειδικές αποστολές. Στη σκέψη και μόνο των ειδικών αυτών αποστολών, η Ιντιάνα μεταμορφωνόταν! Γινόταν άλλος άνθρωπος! Ντυνόταν έναν άλλον εαυτό. Μπάτμαν γινόταν! Δυνάμωνε! Της έφευγαν οι ανασφάλειες, της έφευγαν οι τύψεις, της έφευγαν οι ντροπές, της έφευγαν όλα όσα την κρατούσαν ακίνητη στο πεζοδρόμιο. Τη φορά αυτή, οι οδηγίες του αρχηγού την έστελναν στη Μεσογείων, σε μια παιδική χαρά που ήταν πάντα γεμάτη παιδάκια. Στο πεζοδρόμιο που χώριζε την παιδική χαρά από τη λεωφόρο, πάρκαραν καθημερινά πάρα πολλοί οδηγοί τα αυτοκίνητά τους και αυτό ανάγκαζε τις μαμάδες με τα καροτσάκια τους, οι οποίες ήθελαν να πάνε στις κούνιες, να κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο και για πολλά μέτρα να προχωρούν στον δρόμο ξυστά στα λεωφορεία, στα ταξί και στα μηχανάκια, που έτρεχαν πολύ γρήγορα. Η Ιντιάνα Τζόουνς έφτασε στο σημείο, παρατήρησε για λίγο την περιοχή και πλησίασε τα παρκαρισμένα πάνω στο πεζοδρόμιο αυτοκίνητα. Στάθηκε κοντά στο πρώτο, ξεκρέμασε το σακίδιό της κι έβγαλε από μέσα το πριονωτό της μαχαίρι! Έσκυψε και με χειρουργική ακρίβεια, με πολλή δύναμη και χωρίς καθόλου να τη νοιάζει αν τη δουν, κάρφωσε το μαχαίρι στο μπροστινό λάστιχο του παρκαρισμένου αυτοκινήτου, το έστριψε δεξιά κι αριστερά, το ξεκάρφωσε και μετά πήγε στο επόμενο αυτοκίνητο, και στο επόμενο και στο επόμενο. Μερικές μαμάδες από την παιδική χαρά που την είδαν και που αμέσως κατάλαβαν τι έκανε και γιατί το έκανε, ενθουσιάστηκαν κι άρχισαν να τη χειροκροτούν! «Μπράβο, μπράβο!» της φώναζαν. «Επιτέλους!» Η Ιντιάνα σαν να μην τις άκουγε, συνέχιζε συγκεντρωμένη να σκίζει λάστιχα, ακούραστη. Μετά απ’ αυτό, σίγουρα, κανένας οδηγός δεν θα πάρκαρε ξανά πάνω στο πεζοδρόμιο, δίπλα στις κούνιες. Λίγο πριν σκίσει και το τελευταίο, τρεις τέσσερις άντρες που περίμεναν λίγο πιο κει, στη στάση του ΚΤΕΛ Λούτσας, το οποίο είχε ήδη καθυστερήσει πολύ, όρμηξαν καταπάνω της. Την είχαν δει κι αυτοί, που έσκιζε τα λάστιχα, αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν στα μάτια τους κι είχαν μείνει για αρκετή ώρα αποσβολωμένοι. Μόλις όμως ξεαποσβολώθηκαν, όρμηξαν να τη φάνε! Η αλήθεια είναι πως αν το λεωφορείο είχε έρθει στην ώρα του, όλα τα παρακάτω δεν θα μπορούσαν να συμβούν! «Για το Δαφνί είσαι, μωρή τρελή», της φώναζαν, ενώ εκείνη είχε σηκωθεί όρθια και τους κοιτούσε σιωπηλή, κρατώντας μπροστά της το μαχαίρι της. «Άσε κάτω το μαχαίρι, θα φωνάξουμε την αστυνομία να σε μαζέψει. Κοίτα, ρε μαλάκα, τι έκανε στα λάστιχα», έλεγε ο ένας στον άλλον. «Ρε, την ηλίθια, ρε, τι της έφταιξαν τ’ αυτοκίνητα;» Όσο εκείνοι ούρλιαζαν βρίζοντας, από πίσω τους είχαν μαζευτεί καμιά δεκαπενταριά μαμάδες αμίλητες, μαζί με τα παιδιά τους, ενώ από την παιδική χαρά, κατέφταναν κι άλλες με καροτσάκια, η μια πίσω από την άλλη. Η Ιντιάνα που τις έβλεπε να έρχονται, κοιτούσε τους άντρες που την έβριζαν και χαμογελούσε. «Κοιτάτε τη, ρε, κοιτάτε τη! Χαμογελάει κιόλας! Έλα, δώσε μας το μαχαίρι! Άντε! Δώσ’ το μας ήσυχα, ήσυχα!»

37


38

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Η Ιντιάνα, ατάραχη, έβγαλε ένα μαντίλι από την τσέπη του γιλέκου της κι άρχισε να σκουπίζει τη λαβή του μαχαιριού. Μόλις τελείωσε, τους το έδωσε κι ο πιο ψηλός και φουσκωτός το άρπαξε γρήγορα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, έφτασε κι ένα περιπολικό της αστυνομίας. Δυο αστυνομικοί πετάχτηκαν έξω, χωρίς όμως να μπορούν να πλησιάσουν στο περιστατικό γιατί από τη μια οι συγκεντρωμένες μαμάδες με τα καροτσάκια κι από την άλλη τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τους εμπόδιζαν. Ακούγοντας τη σειρήνα του περιπολικού, οι άντρες που έβριζαν την Ιντιάνα, γύρισαν πίσω τους και τα έχασαν βλέποντας τόσες μαμάδες με καροτσάκια να τους κοιτούν απειλητικά. Πριν καλά καλά καταλάβουν τι ακριβώς είχε συμβεί, οι αστυνομικοί που είχαν τελικά πλησιάσει, είδαν τον φουσκωτό με το μαχαίρι στο χέρι, του όρμηξαν και του φόρεσαν χειροπέδες! Οι άντρες που έβριζαν την Ιντιάνα, τραβούσαν τώρα τα μαλλιά τους από τα νεύρα τους και οι αστυνομικοί, άλλο που δεν ήθελαν, τους χαστούκιζαν δυνατά για να τους συνεφέρουν! Εντωμεταξύ, οι συγκεντρωμένες μαμάδες τράβηξαν την Ιντιάνα ανάμεσά τους και τη βοήθησαν να απομακρυνθεί, χωρίς να την καταλάβουν οι διώκτες της! Αυτό ήταν! Λίγα λεπτά μετά, η Ιντιάνα κοιτούσε πλέον από μακριά τους αστυνομικούς, που συνέχιζαν τα χαστούκια, και τις μαμάδες, που χειροκροτούσαν και σφύριζαν ενθουσιασμένες, μέσα κι έξω από την παιδική χαρά! «Αποστολή εξετελέσθη», σκέφτηκε γεμάτη ικανοποίηση. Ήταν πολύ χαρούμενη. Δεν θα πήγαινε στο σούπερ μάρκετ, τελικά. Ήταν πολύ χαρούμενη για να πάει σούπερ μάρκετ! Μόνο για ψωμί θα πήγαινε και στο καθαριστήριο, να πάρει το μαύρο της παλτό. Το χαμόγελο είχε κολλήσει για τα καλά πια στο πρόσωπό της και στη διαδρομή για το σπίτι, είχε επιτέλους επιστρέψει και η έμπνευσή της. Τα σαχλοποιηματάκια για τα ημερολόγια είχαν επιστρέψει στο κεφάλι της. Η χαρά της ήταν διπλή. Στο μυαλό της στριφογύριζαν επιτέλους οι σαχλοστίχοι, πολλοί σαχλοστίχοι! Με το μαύρο παλτό της και το ψωμί στα χέρια της, έφτασε στο σπίτι της, μπήκε στο ασανσέρ και κοιτώντας τον καθρέφτη άρχισε να απαγγέλλει το οχτάστιχο που είχε σκαρώσει λίγο νωρίτερα, όσο περίμενε τη σειρά της στον φούρνο. «Την ώρα που το ασανσέρ στον πέμπτο σταματούσε η δόνηση του κινητού το σκελετό μου διαπερνούσε! Ήσουν εσύ, αγάπη μου, που τόσο μου είχες λείψει και να ενδώσω θέλω πια και ό,τι θέλει ας προκύψει!» Κι όταν μετά, στο σπίτι της, διαπίστωσε πως από το καθαριστήριο δεν της είχαν δώσει το μαύρο της παλτό, αλλά μια στολή του Μπάτμαν, ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Φόρεσε τη στολή και συνεχίζοντας να γελάει, κοίταξε προς τον ουρανό από το παράθυρο της κουζίνας της και ευχαρίστησε το σύμπαν για το «σημάδι» που της είχε στείλει... Τώρα πια ήξερε! Δεν θα σταματούσε ποτέ τις ειδικές της αποστολές! Είχε γεννηθεί γι’ αυτές και ήταν πια εντελώς σίγουρη.


Μιλτιάδης Ζέρβας

Μιλτιάδης Ζέρβας Παιδιά, ταχυδρομικά περιστέρια Είναι κι άλλα παιδιά, σαΐνια αγιόπαιδα, παιδιά μ’ έναν πυρετό μονίμως στα μάτια τους, αστέρια που λάμψανε κάποτε μέσα στης γειτονιάς τα χαλάσματα. Παιδιά αμούστακα με το μάτι τ’ αστρίτη, παιδιά που ήσαν η υπεραιμία της άνοιξης. Παιδιά που αφήσαν τα παιχνίδια στη μέση, με την ταβανόπροκα μπηγμένη στο βρεγμένο το χώμα, σκόρπιες οι μπίλιες, τσιγκάκια κι αμάδες στις αλάνες διάσπαρτα. Παιδιά που αλωνίζουνε τώρα στην εμπόλεμη ζώνη, νεοσσοί που σκαρφίζονται χίλιους δύο απίθανους τρόπους για να περνούν τα μηνύματα.

ZZ Ο Μιλτιάδης Ζέρβας γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου. Ασχολείται με την ποίηση από το 1971. Ποιήματά του έχουν βραβευτεί και διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς. Κυκλοφορούν οι ποιητικές του συλλογές: «Το ελλείπον θραύσμα», 2007, εκδ. Υπερόριος, «Η ηγεμονία των βράχων», 2010, εκδ. Οσελότος, και «Αφανή ορύγματα», 2016, εκδ. Κέδρος, από όπου προέρχεται και το παρόν ποίημα.

39


40

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Παιδιά θεονήστικα, ανυπόδητα, των χωμάτινων δρόμων, αίλουροι της Πίνδου, αγριόγατοι και καπλάνια του Καρβούνη, του Κέρκη. Παιδιά που ενώ τάχθηκαν για να ζήσουν στο φως διαλέξαν να περπατήσουν με σιγουριά στα σκοτάδια. Παιδιά που με απόφαση σύραν χορούς, τους τρελούς εκείνους χορούς, τους χορούς των θανάτων. Παιδιά ακούραστα ταχυδρομικά περιστέρια που στα τρυφερά τους φτερά μεταφέρουν τα βαριά μυστικά κάποιας αναμενόμενης άνοιξης.


Γιώργης Ταξιδευτής

Γιώργης Ταξιδευτής Γιαγιά

Σ

ε περίμενα στα σκαλοπάτια του σπιτιού. Ήταν ήδη μεσημέρι και ήξερα τις ώρες που γυρνούσες στο σπίτι. Σε είδα να έρχεσαι. Περπατούσες αργά, νωχελικά και φορούσες μια λευκή μπλούζα και μια μαύρη φούστα με πιέτες. Παρά το προχωρημένο της ηλικίας σου, ήσουν εξαιρετικά φροντισμένη. Τα μαλλιά σου φτιαγμένα στο κομμωτήριο περμανάντ, το κοκκινάδι σου, τα ψηλά σου τακούνια, τα σκουλαρίκια σου, τα βραχιόλια σου. Έτρεξα στην αγκαλιά σου και συ παράτησες τις τεράστιες, όπως φαινόντουσαν στα μάτια μου, γλάστρες που κουβαλούσες και έσκυψες και με χάιδεψες. Ήξερα ότι από εκείνη τη στιγμή θα περνούσαμε τη μέρα μαζί. Τα μεσημέρια με έπαιρνες στο κρεβάτι σου και για να κοιμηθώ μου διηγιόσουν ιστορίες από τη ζωή σου, διανθισμένες με μπόλικη φαντασία. Άλλες φορές, μου εξηγούσες τα φυσικά φαινόμενα με τη δική σου απλοϊκή λογική. «Άνοιξε ο Θεός τις βρύσες του και βρέχει», έλεγες. «Είδες πώς τα ’χει φτιαγμένα τα πράγματά Του;…» Τα καλοκαίρια με πήγαινες με το αστικό στη θάλασσα. Μου αγόραζες λουκουμάδες και με έβαζες να πλατσουρίζω δίπλα σου στα ρηχά, μια και κολύμπι δεν ήξερες. Πλήρωνες πλανόδιους φωτογράφους να μας βγάλουν φωτογραφίες. Ακόμα τις έχω… Τα βράδια με έπαιρνες και πηγαίναμε στην πλατεία. Μου αγόραζες παγωτά και καλαμπόκι. Σε κρατούσα από το χέρι και σε τραβούσα να πάμε στο σιντριβάνι, να βάλω το καραβάκι μου μέσα. Και σαν μου ’φευγε το σκοινί από τα χέρια, ξεσήκωνες τον κόσμο, για να έρθει κάποιος να το πιάσει. Μετά, καθόμασταν στο παγκάκι και συ μου τραγούδαγες γλυκά. «Γιώργο μου, θα φύγω, πάω στη ξενιτιά, πάω να με παντρέψουν με πολλά λεφτά. Δολάρια δεν θέλω, μα πώς να σου πω...» Τον Δεκαπενταύγουστο με πήγαινες στο μοναστήρι της Παναγίας και κάθε φορά μου διηγιόσουν το τάμα που ’κανες όταν έπαθε ο γιος σου, σαν ήταν μικρό παιδί, το ατύχημα και κάηκε. «Και τότε, η κυρα-Λουτσία έστειλε τη μάνα μου στο βουνό να βρει ένα βοτάνι. Ήταν η μόνη μας ελπίδα, μιας και οι γιατροί το είχαν ξεγράψει το παιδί». «Βάλε το χέρι σου, Παναγία μου, και σώσ’ το και σε όλη μου τη ζωή, θα σου φέρνω μια λαμπάδα ίσαμε το μπόι του, στη γιορτή Σου…» Σου άρεσαν πολύ τα ταξίδια και πάντα με έπαιρνες κοντά σου. Μπαίναμε στο υπεραστικό και γυρνούσαμε τα χωριά της περιοχής, για να επισκεφτούμε συγγενείς και οικογενειακούς φίλους. Καμάρωνες που σου λέγανε πόσο ψήλωσα! Όπου πηγαίναμε, με μπούκωνες με όλων των ειδών τα φαγητά. «Τρώγε, τρώγε και άλλο» μου ’λεγες. Και

ZZ Ο Γιώργης Ταξιδευτής γράφει από μικρό παιδί. Ισχυρίζεται ότι αυτός είναι ένας τρόπος προκειμένου οι ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσε και έζησε να μη γίνουν ποτάμι ορμητικό, χείμαρρος, που θα φουσκώσει τόσο ώστε να κινδυνεύει να τον πνίξουν. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε πολλές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο και μπορείτε να τα διαβάσετε και στην προσωπική του ιστοσελίδα http://giorgistaxideutis.gr

41


42

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

σαν γύρναγες σπίτι, μου κουβαλούσες γιαούρτι σακούλας, σοκολάτες και μίκυ μάους για να μάθω να διαβάζω. «Κοίτα να μάθεις πολλά γράμματα, εμείς δουλεύαμε από μικρά παιδιά και δεν μπορούσαμε». Τις Κυριακές, σε συνόδευα στην εκκλησία. Καθόμασταν πάντα στις μπροστινές θέσεις και στο τέλος με έπαιρνες από το χέρι και με οδηγούσες μπροστά στον παπά για να κοινωνήσω. Σε όλες μου τις αταξίες ήσουν παραπάνω από υπομονετική μαζί μου. Ακόμα και όταν μουντζούρωσα ολόκληρο το σαλόνι με το στιλό, είπες ατάραχα: «Παιδί είναι, να παίξει θέλει!» Και σαν η μάνα μου αποφάσισε να με στείλει στο νηπιαγωγείο, τη ρωτούσες: «Μα θα το ταΐζουν το παιδί εκεί;» Κάθε φορά που έβγαινες από το σπίτι, πρόσεχες την εμφάνισή σου. Έβαφες τα νύχια σου, μακιγιαριζόσουν και άλλαζες ρούχα και κοσμήματα συνέχεια. Η μάνα μου δια­φωνούσε με όλα αυτά. «Μεγάλωσες πια», σου ’λεγε, «τι τα θες αυτά;» Και τότε, κόρδωνες το κορμί σου και αγέρωχα, κοροϊδευτικά σχεδόν, απαντούσες: «Κορίτσι μου, εγώ δεν θα γεράσω ποτέ!» Πέρασαν τα χρόνια και όταν η δική μου οικογένεια ενώθηκε ξανά, μετακομίσαμε μακριά σου, σε άλλη πόλη. Ο χρόνος περνούσε και το μόνο που με ένοιαζε ήταν πότε θα τελειώσει το σχολείο για να έρθουμε κοντά σου και να ζήσουμε μαζί ξανά τις ίδιες στιγμές. Και πραγματικά αυτό συνέβαινε, μόνο που τώρα είχαν προστεθεί και άλλα εγγόνια, αυτά του γιου σου. Έτσι, είχες πολλά παιδιά να προσέχεις, να μοιράζεις την αγάπη σου και να κρέμονται από τα χείλη σου. Πέρασαν και άλλα χρόνια. Μεγάλωσες και άλλο. Άρχισες να παραμελείς τον εαυτό σου. Κάθε φορά που ερχόμουν, σε έβλεπα όλο και πιο αλλαγμένη. «Μα πώς άφησες έτσι τον εαυτό σου;» σε ρωτούσα. «Άσε, παιδί μου, με φάγανε τα βάσανα της ζωής», απαντούσες. Και όντως είχες και συ τα προβλήματά σου. Μόνο που τότε δεν ήμουν ακόμα σε θέση να τα καταλάβω. Κάποια στιγμή, αποφάσισες να δώσεις αντιπαροχή το σπίτι μας. «Δύο παιδιά έχω», είπες, «πρέπει να τους το μοιράσω. Άλλωστε εγώ μεγάλωσα. Τι το θέλω τόσο μεγάλο σπίτι;» Το επισκέφτηκα πριν γκρεμιστεί. Γυρνούσα τα δωμάτια και έκλαιγα. Μπορεί δικό μου να μην ήταν, αλλά ήταν το σπίτι όπου μεγάλωσα… Λίγο καιρό μετά, ήρθα να σε βοηθήσω να εγκατασταθείς στο νέο σου σπίτι. Ανεβήκαμε στην ταράτσα και σου ’λεγα: «Στη δική μας ταράτσα είχαμε την κληματαριά». Πήγαμε στον ακάλυπτο και σου ξανάλεγα: «Να εδώ είχαμε τη μπανανιά μας». Αναστέναζες και μου ’λεγες με λύπηση: «Άσ’ τα, αυτά τώρα πάνε…» Ώσπου μια μέρα με πήρες τηλέφωνο. Άρχισες να μου μιλάς για μια εικόνα που είχες στο σπίτι. Ανοιγόκλεινε τα μάτια του ο Χριστός και σου μιλούσε. Τρόμαξα. Ήρθα, σε πήρα και σε πήγα σε γιατρούς. Με ακολούθησες αδιαμαρτύρητα. Η γνωμάτευση με γέμισε πίκρα. Άνοια. Σου έδωσαν ένα σωρό φάρμακα. Ουσιαστικά, ποτέ δεν τα πήρες. Άλλωστε με τα φάρμακα ποτέ δεν τα είχες καλά. Πέρασε και άλλος καιρός. Άρχισες να δημιουργείς προβλήματα. Να τα βάζεις με τους διπλανούς, τους απέναντι και ένα σωρό άλλον κόσμο. Ο ένας ήθελε να σε διώξει από το σπίτι σου για να σ’ το φάει, ο άλλος έκανε φασαρία και δεν σε άφηνε να κοιμηθείς, ο τρίτος σου πετούσε πράγματα στο μπαλκόνι…


Γιώργης Ταξιδευτής

Τώρα πια δεν μπορείς να αυτοεξυπηρετηθείς. Και είναι πολλές φορές που δεν αναγνωρίζεις κανέναν μας. Φωνάζεις, έχεις ακόμα πιο συχνά παραισθήσεις και η ψυχή σου είναι σαν ένα τρομαγμένο πουλάκι που σπαρταράει. Κάθομαι δίπλα σου, παίρνω το χέρι σου στα χέρια μου και σου μιλάω γλυκά και ήρεμα, προσπαθώντας να τραβήξω το μυαλό σου από τις εικόνες που βλέπει. Δεν το πετυχαίνω πάντα. Πονάω να σε βλέπω έτσι. Αποζητώ τη γυναίκα που ήξερα. Την κοκέτα, με το σπινθηροβόλο βλέμμα και την ταχύτατη αντίληψη. Εκείνη που θυμόταν αναλυτικά τα πάντα και δεν δίσταζε να πάει ακόμα και στο άλλο άκρο της πόλης για να βρει κάτι χρήσιμο για το νοικοκυριό της. Τη γιαγιά που μοίραζε απλόχερα τα χρήματα και τα υπάρχοντά της, για να μας ικανοποιήσει όλους. Ξέρω ότι εκείνη η γυναίκα δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Και ξέρω καλά ότι έχεις πάρει τον δρόμο για ένα ταξίδι που γυρισμό δεν έχει…

43


44

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Δημήτρης Ζαφείρης Θάνατος κακός, πούστης, μπαγάσας, αν είχε μούσι

«Γ

αμώ το Χριστό! Πούστη, δεν κρατάς το λόγο σου! Μπαμπέση! Και λοιπόν; Γαμώ το Χριστό... να κατέβει κάτω να του ξεριζώσω το μούσι τρίχα τρίχα. Να τον ξεφτιλίσω τον κερατά». Ο παππούς σήκωσε τα χέρια με δυο θυμωμένες γροθιές στον πολυέλαιο πάνω μας δείχνοντας απειλητικός προς τον Ιησού, τον υιό της παρθένας Μαρίας. Έπειτα χαμογελαστός μου απευθύνθηκε. «Κουκουτσέλι, αγάπη μου, Δημητράκη μου, άλλαξε κανάλι, αρχίζει το ματς». Η γιαγιά έμεινε με το κουτάλι στο χέρι της όρθια δίπλα του, άναυδη, ένα κλικ πριν ανέβει και η τελευταία σταγόνα αίμα στο κεφάλι από το ανίερο παραλήρημα του μπαρμπα-Χρήστου. Το «κατέβα, Ιησού να σου ξεριζώσω το μούσι», με ασήμαντη αφορμή και ανεπαίσθητες παραλλαγές, ήταν από τα αγαπημένα του κλισέ όταν ήθελε να παίξει το –αθωότατο– παιχνίδι της πρόκλησης, για να δοκιμάσει στην προκειμένη την κυρα-Λαμπρινή, και πιο συγκεκριμένα την ευαισθησία της να μην ακούει ο εγγονός –η αφεντομουτσουνάρα μου– τέτοιες αντίχριστες προστυχιές. Εκ των υστέρων κατάλαβα πως δεν πρέπει να απορώ για τον προβληματικό ψυχισμό που ανέπτυξα σε μια πορεία ζωής, και βέβαια είμαι πάντα περήφανος για τη σαφή αντικανονικότητά μου στο κοινωνικό κοπάδι. Πάντως, ωραίες αξέχαστες οικογενειακές στιγμές, σίγουρα... πώς να το πω; Αυθεντικές! Τα καλοκαίρια ειδικά ήταν: παππούς, που μετρούσα πόσα παγωτά έφαγα, η ρετσίνα Κουρτάκη του παππού και τα ψιλά στη χούφτα για να του πάρω Άσσο σκέτο στα ψιλικά και σοκολάτα για μένα, η γιαγιά σε έξαλλη κατάσταση με τον παππού και με ένα πιάτο να με κυνηγάει –όχι ότι ήμουν ποτέ δύσκολος στο φαΐ, μπα–, ψώνια από την οδό Αθήνας με κάθε λογής σαλάμια-τυριά-κοιλιές για πατσά, πολύ καυτερές πιπεριές, κάνα καρπούζι και βασικά παστουρμά, γαρίδες, μπάλα στον δρόμο, ένα χαρτόκουτο γεμάτο Μικρό Σερίφη, Εικονογραφημένα Κλασικά και Αστερίξ, Τεν-Τεν, εκατοντάδες βινύλια και υπερ-βιβλιοθήκη του θείου Νίκου, η μοτοσικλέτα του άλλου θείου Κώστα και επικές μάχες με μερμήγκια στο πεζοδρόμιο μπροστά στα σκαλιά της πολυκατοικίας, που τέλειωναν τα ήσυχα ζεστά βράδια με καταστροφικές πυρπολήσεις των φωλιών τους με οινόπνευμα και σπίρτα. ZZ Ο Δημήτρης Ζαφείρης έχει δημοσιεύσει από το 1995, αρχικά σε περιοδικά και εφημερίδες και αργότερα σε website, κείμενα με διάφορα θέματα, από λογοτεχνία μέχρι χρονογράφημα, αθλητικού περιεχομένου, σατιρικά και άλλα. Έχει, επίσης, δημοσιεύσει κείμενά του σε έντυπες λογοτεχνικές συλλογές και έχει συμμετάσχει σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Διατηρεί προσωπική ιστοσελίδα στην τοποθεσία www.mitsakosfaz.gr


Δημήτρης Ζαφείρης

Ο κόσμος μου ήταν καλά, πολύ καλά προφυλαγμένος. Όλοι μαζί, αυτή η μαφία των τεσσάρων με τους δικούς της κανόνες, είχαν χτίσει γύρω από τον Δημήτρη ένα δίχτυ υπερπροστασίας και έτσι η θολή εικόνα των κανονικών γονιών μου –ειδικά του Αλέκου, που έπαιρνε συχνά για συντροφιά του την Ντόρα στα πολύμηνα ταξίδια με τα τάνκερ στον Περσικό– δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα. Είχα τέσσερις γονιούς απίκο και τους άλλους δύο φυσικούς στη ρεζέρβα. Αυτοί στα πέλαγα και εμείς στο Μπραχάμι, τα πρώτα χρόνια του ογδόντα, να στρίβουμε – τύφλα μόνο με ένα ποτηράκι ένεκα γερο-αλκοολισμού, αλλά κανείς δεν είναι τέλειος στην παλιοζωή– το μούσι του Ιησού Χριστού, με τη γιαγιά Λαμπρινή να κορώνει από ντροπή και θυμό απειλώντας να πάρει τη ρετσίνα απ’ το τραπέζι και να την πετάξει απ’ το παράθυρο –τέτοια λόγια μπροστά στο παιδί!–, να μας τρώει η ΑΕΚ, το ΠΑΣΟΚ, το δίλημμα Πάριος ή Νταλάρας, και εγώ να χάνομαι στην παιδική φαντασία με κάθε αφορμή και με κάθε απίθανη λεπτομέρεια της καθημερινότητας, φανερή μόνο στα δικά μου μάτια. Με λάτρεψαν, ήμουν τα πάντα γι’ αυτούς, ούτε που τους πέρασε για μια στιγμή από το μυαλό να χαλάσουν έστω και ένα χατίρι στον Δημητράκη. Ήμουν υπεραγαπημένος εγγονός για τον μπαρμπα-Χρήστο και την κυρα-Λαμπρινή και κακομαθημένος ανιψιός για τον Κώστα και τον Νίκο. Όλα στον υπερθετικό βαθμό και βάλε. Έζησα να δω να πεθαίνουν οι τρεις από αυτούς, όπως και νωρίς νωρίς ο Αλέκος με τη Ντόρα. Ο θάνατος αποδείχτηκε ο μόνος πραγματικός και ανίκητος αντίζηλος. Τίποτε άλλο δεν μπόρεσε να πάρει την προσοχή τους από πάνω μου, παρά μόνο αυτός. Αυτός μου την έφερε και μονοπώλησε τις τελευταίες στιγμές τους, τις σημαντικότερες πιθανότατα. Τότε –λίγο πριν το τέλος– συνέβη το ίδιο, καρμπόν για όλους. Ήταν μόνοι απέναντί του, δεν με είχαν ανάγκη, δεν με σκέφτονταν, δεν μου μίλησαν. Φαίνεται, ήταν πολύ απασχολημένοι με δαύτον και έτσι κατάλαβα καλά καλά πόσο δυνατός μπαγάσας είναι και πως δεν σηκώνει συμβιβασμούς. Ας είχε μούσι κι όχι αυτήν τη σκοροφαγωμένη μπέρτα, την κουκούλα και το δρεπάνι να συμπληρώνει τα εφέ και θα του έδειχνα εγώ.

45


46

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Δημήτρης Α. Κράνης Σκόρπια – Κανείς δεν ζει τη ζωή του στο έπακρο, όσο ένας «τίμιος» ταυρομάχος ή ένας ισορροπιστής, σε καλού επιπέδου τσίρκο. – Μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα, όποιος και να είσαι, έστω κι αν δεν το καταλαβαίνεις. – Ο δειλός ζει χίλιους θανάτους. Ο γενναίος μόνον έναν, τον δικό του... – Όλη μου τη ζωή ερευνούσα τις λέξεις, σαν να τις έβλεπα για πρώτη φορά. Κάθε φορά που ψάχνω πάντα, όλο και κάτι περισσότερο ανακαλύπτω, σε νέες αποχρώσεις νοημάτων. Καινούργιων και πρωτόγνωρων. Μην μπερδεύεις την ποίηση, με τη δράση. Η ποίηση, υψιπετεί. Η δράση, πατά στέρεα στη γη. Πρόσεξε «ποιητή», μην το υποτιμάς. Για να μην πέσεις... Κι όμως είναι τόσο όμορφη αυτή η πτώση. Τόσο «ποιητική και τόσο πρωτότυπη... – Η ευτυχία για τους μοναχικούς και ξεχωριστούς ανθρώπους, είναι το πιο σπάνιο πράγμα στη βιωτή τους. Την ξέρουνε την ευτυχία, έχουνε ψάξει γι’ αυτή πολλές φορές, μα αυτή την τελευταία στιγμή ξεφεύγει από τα χέρια τους. Η δειλία είναι, απλά, η έλλειψη της ικανότητας του να διευρύνεις τη φαντασία σου σε σφαίρες υψηλότερες. Οι ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ του 1968 είπανε το: «Η φαντασία στην εξουσία». Οι ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ του 2015 θα πούνε: «Η εξουσία δεν θ’ αποκτήσει ποτέ φαντασία στον καιρό μας». Το «πρέπει» περιέχει: ήθος, καθήκον, σκέψη και αλληλεγγύη. Το «θέλω» περιέχει: πρωτοβουλία, εγωισμό, επιβολή, πλήρη αγνόηση του πλησίον. Ποτέ δεν χρειάστηκε να ζητήσω να μου υποδείξουνε κάποιο θέμα. Τα θέματα τα διάλεγα μόνος μου ή αυτά διαλέγανε εμένα. Να είσαι πάντα έτοιμος να ξαναπέσεις στο ίδιο λάθος. Αλλά πάντα, μετά από αυτό να είσαι πανέτοιμος για να ξανασηκωθείς. Αυτή είναι η ζωή. Αυτό είναι η νίκη. Αυτό αποδεικνύει την καταγωγή μας από τον Άνθρωπο, με όλη τη σημασία του. Μη φοβάσαι το δυνατό φως της ημέρας. Έρχεται μετά, η παντοκράτειρα, η πανέμορφη νύχτα που όλα τα φωτίζει με το δικό της φως. Αυτό το ειδυλλιακό, ειρηνικό,

ZZ Ο Δημήτρης Α. Κράνης γεννήθηκε το 1944 στην Αθήνα. Πτυχιούχος Νομικής, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών, Ιστορικού Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και της Θεολογικής Σχολής. Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο και στο Συμβούλιο Επικρατείας. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, δύο ιστορικά βιβλία, ένα ταξιδιωτικό-μαρτυρία και έξι ανάτυπα διάφορων εργασιών του. Πολλές μελέτες του, ιστορικού, νομικού, λογοτεχνικού, λαογραφικού και μουσικολογικού περιεχομένου, καθώς και ποίηματά του, έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά και τιμητικούς τόμους. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.


Δημήτρης Α. Κράνης

δικό της φως, με το δικό της μυστήριο, που λίγοι έχουνε τα κλειδιά του, οι άλλοι κοιμούνται, απλά, στα κρεβατάκια τους... – Το να παίζεις με τις έννοιες των λέξεων είναι το ωραιότερο πνευματικό εργόχειρο. Είναι μια διαρκής γυμνοπαιδεία, για το ακόνισμα της σκέψης και της έκφρασης. – Μην αφήνεις «τους από κάτω» να έρθουνε από πάνω σου. Πάλεψε έστω κι αν το ξέρεις το αποτέλεσμα. Να αντιστέκεσαι πάντα στο κυριαρχούν κλίμα, στον συρμό (μόδα), στο εποχιακό, στο καθώς πρέπει. – Κρίνε με αυστηρότητα καθετί το νέο, που είναι κίβδηλο και δεν είναι νέο, αλλά πολύ παλιό με προσωπίδα απατηλή.

Σε λίγο… Σε λίγο θα ντυθούμε το μαύρο σκοτάδι με το μανδύα της νύχτας στις πλάτες, θα ξεγελάσουμε τις ήττες μας, θα χτενίσουμε τις αυταπάτες μας, θα εξαργυρώσουμε τους συμβιβασμούς μας. Γενικά θα είμαστε ευχαριστημένοι γιατί ξεγελάσαμε τις προοπτικές μας, θάψαμε τα όνειρά μας στο λάκκο της κοινωνικής επιτυχίας· σίγουρα γίναμε, βρε αδελφέ, άνθρωποι με βαρύνουσα σημασία και κάποια οντότητα υπολογίσιμη... Θα μας συζητάνε στα κανάλια, θα μας δείχνουν στην αγορά των πουλημένων ελπίδων, θα αποκτήσουμε κάποιαν αξία στο χρηματιστήριο ασπονδύλων. Θα είμαστε ένα ό,τι πρέπει για παράδειγμα ή κορνίζωμα, για να μας φτύνουν ολόπλευρα, από την καλή κι απ’ την ανάποδη, όπως τα φτηνά γραμματόσημα...

47


48

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Κατευθυνόμενος προς Σαλαμίνα Αιθέρια, ιδανική μορφή, απαύγασμα μυστικού φωτός, σε διάφανη λάμπουσα επιδερμίδα, ως άχνη μαγείας πρωινής, ασπέρουσα... Η μορφή σου εκχέεται κυριαρχικά: ως αντικατοπτρισμός αιωνιότητας στα πολυκύμαντα ακρωτήρια, στις ακροστιχίδες των γλάρων, στις ενδημούσες πασχαλιές των αυλών, στις πευκοντυμένες εσθήτες των λόφων, στην παρασημαντική των ακρωτηρίων. Η ολογάλανη, ιριδίζουσα θάλασσα, που ταξιδεύω και με ταξιδεύει, στη νήσο του Αίαντα και του Τεύκρου, στο ολόλευκο σπιτάκι-κρησφύγετο, του ονειρικού Σικελιανού. Μετεωρίζεται εκ του μακρόθεν, πάνω από τα δάση των καταρτιών των πλοίων, της εμβληματικής ναυμαχίας, που συνέχει τον ορίζοντα του Στενού, στο αέτωμα του παιάνα του Αισχύλου, ζωγραφισμένου στα χορικά των «Περσών». Άφατη ολβιότητα έρωτα κατηφορίζει από τους συνειρμούς των γελαστών ματιών σου, ποίημα διηνεκούς ηδύτητας. Χαρτογραφία αλησμόνητη η παρούσα-απούσα, μορφή σου, στις στράτες τις θαλασσινές εναβρύνει τη μοναχικότητά μου. Εσύ και τίποτα άλλο!...


Αλεξία Αθανασίου

Αλεξία Αθανασίου Στοργή Στην Αγγελική Ψυλάκου

Αγγέλους λάτρευε μικρούς να ζωγραφίζει· ασήμι ντύνοντάς τους πάλλευκο του γιασεμιού γαλάζιες πινελιές Ονείρων αγιοκλήματος πνοές, σε φόντ' ολόχρυσο τους ήθελε να περπατούν μισόκλειστα έχοντας εξαίσια τα φτερά τους. Αλλ' όταν νύχτωνε το φως της έσβηνε _διάπλατ' ανοίγοντας φτερά_ ξέφευγαν τ' αγγελούδια απ' το χαρτί κι ατίθασα σε τοίχους έπιπλα ταβάνι θροΐζοντας υπέρβασης λουλούδιαζαν οι λάμψεις. Αυτή τ' απόπαιρνε αυστηρά τα ψευτομάλωνε. “Παίδες, μια κάποια... σοβαρότης; Η άγρυπνη θ' αδυνατώ πρωί να υποδεχτώ." "Μόνο θα ρθεί... χωρίς να προσβληθεί" πειρακτικά φαινόταν να της λένε. Αλλά μια χειμωνιάτικη βραδιά (τ' άστρα παλτό φορούσαν) ζόρικα να κρυώσει σύμβηκε, μάτια της τσούζανε, λαιμός πονούσε, μοχθηρά σύγκρυο δεν την παρατούσε. “Για το Θεό! Θα 'θελα να 'φευγε να κοιμηθώ." Φτερά δεκάδες τρυφερά, στην παγωμένη πλάτη της, αισθάνθηκε να γέρνουν, πάπλωμα να γίνονται, κι όπως (ζεστά) φιλιά κουρνιάζουν απαλά στα χείλη σε κλώνο σου ψυχή μι' αυθόρμητή μας προσευχή, έτσι ζεστά να τη ζεσταίνουν. Των Αγγέλων η ζεστασιά ψυχούλα της φιλούσε. "Αποκοιμήθηκε" είπαν.

ZZ H Αλεξία Αθανασίου γεννήθηκε στην Κέρκυρα, όπου και ζει. Έχει ασχοληθεί με τη Λογιστική και έχει εργαστεί στον τουριστικό τομέα. Αγαπά τη φύση, τον αθλητισμό και διαθέτει μαύρη ζώνη στο Shotokan karate-Do. Έχει εκδώσει δύο μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας και έχει δημοσιεύσει δεκάδες διηγήματα σε περιοδικά του φανταστικού. (Εκτενές βιογραφικό της υπάρχει στην ιστοσελίδα Greek SciFi & fantasy wiki/Αλεξία Αθανασίου.)

49


50

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Do “Τρυφεροί και λυγεροί όπως το Μπαμπού (πρέπει) να 'σαστε" είπε ο Δάσκαλος στους Μαθητές. “Απαλά, λοιπόν, λυγίζετε ανενόχλητος να τρέχει ο Άνεμος δίχως να σας σπάει, τα περήφαν' Άστρα να μην στέκουν βάρος στις κορφές σας· κάθε Δυνατός ας νιώσει ταπεινός. Έτσι θα σωθεί· μ' Ευγένεια." “ Κοίταξέ με, Sensei! Σταθερός σαν Γρανίτης, λαμπερός, καμαρώνω στην κρούση κάθ' ανέμου που πνέει μες στο φως των ατίθασων άστρων κι Αβλαβής παραμένω!" βροντοφώναξε ο πρώτος του Μαθητής απερίσκεπτος. Λαμπερός χαμογέλασε αυτός· και (λαμπερά) τα κομμάτια του τις εκτάσεις μιας σκέψης άκαμπτης πεθαμένης (ένα ξύλο ξερό) λυπημένα τις στόλισαν σύντομα. Τρυφεροί και Λυγεροί (πρέπει) να 'μαστε· η Ύπαρξή μας τρέφεται μ' Ευγένεια.

*Do: Στις πολεμικές τέχνες δηλώνει μιαν Οδό (Ατραπό), μια στάση ζωής. *Η συγκεκριμένη χρήση τροχαϊκού και αναπαιστικού μέτρου στο ποίημα στοχεύει στο να "εικονοποιήσει" το (παρ)όμοιο και το διαφορετικό ανάμεσα σε Δάσκαλο (Sensei) και Μαθητή.


Αλεξία Αθανασίου

Ανταλλαγή Χρυσές κορδέλες Πορφυρές (ταλαντευόμενες σαν γέλιο Νικητών σε αερογέφυρα Θριάμβων,) εμφανιστήκανε πρωί απ' το πουθενά σ' έναν τομέα στ' όλο μόλυνση Πεκίνο κόσμο κοιτώντας σκυθρωπό. Θύμιζαν σαρπατίνες, ή Πρωτοχρονιάς Κινέζικης απομεινάρια· τόλμης παλάμες μονοπάτια λικνιστά σε ανθρώπων ύψος (κίτρινων που βγάζαν αναιδώς τη γλώσσα με απορία) ν' ανέβεις πάνω τους σε προκαλούσαν. Έπρεπε να διαθέτεις Τσάκι Τσαν προσόντα (θάρρος με φάρδος επιπλέον·) καπάτσοι ωστόσο κάποιοι τις ιππεύσαν. Σέρφερς του απίθανου σε απίθανες σανίδες γοργά εξαϋλώθηκαν· στιγμές αργότερα μια εικόνα μαγική οι κορδέλες όλες γίναν. Χρυσές κορδέλες Πορφυρές ψηλά μπορείς με κόπο να θαυμάσεις σε ορίζοντες του γκρίζου μες στο βούρκο (Τόξα να γνέφουνε παρηγοριάς Ουράνια,) κι αν τις μετρήσεις... είν' όσες οι Αγνοούμενοι. Μι' Ανταλλαγή· ρητός κάποιος προάγγελος φωτός.

51


52

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Αναστάσιος Καλαβάνος Οἱ ἔσχατες ἡμέρες τῆς Σίβυλλας

Ο

ἱ σάλπιγγες ἠχοῦσαν μονότονα καί θλιβερά ἀπό τήν μεριά τῶν ἀνακτόρων ἐδῶ καί μέρες. Ἀκούσατε, ακούσατε. Ἔντρομοι ὑπηρέτες καί δοῦλοι γυρνοῦσαν τούς δρόμους μέ δάδες ἀναμμένες καί προέτρεπαν τόν κόσμο νά ἀφήσει τίς καθημερινές ἐργασίες του καί νά συγκεντρωθεῖ στήν ἀγορά. Τά πρόσωπα ὅλων ἦσαν σφιγμένα. Κάτι σοβαρό συνέβαινε. Γιά αὐτό ἄλλωστε καί οἱ ἄρχοντες τῆς πόλης ἔδωσαν ἐντολή νά παύσουν ὅλα τά ἔργα, δημόσια καί ἰδιωτικά, στρατιωτικά καί ἱερά. Κατάλαβαν λοιπόν ὅτι ἔπρεπε νά συγκεντρωθοῦν στήν κοσμολάλητη ἀγορά. Οἱ περίτεχνοι καί πάγκαλλοι ναοί ἔκλεισαν. Τά ἀγάλματα τῶν κραταιῶν θεῶν καί οἱ ἀνδριάντες τῶν ἐπιφανῶν ἀνδρῶν κοιτοῦσαν στό κενό. Οἱ στοές ἄδειασαν. Οἱ φιλόσοφοι καί οἱ ἀγαπητοί μαθητές τους δέν ἀντάλλασσαν πλέον φιλοφρονήσεις καί κολακευτικά σχόλια. Βουβή σιωπή ἀγκάλιαζε τώρα τίς καλλιμάρμαρες στοές. Τά θέατρα τοῦ Διονύσου ἐγκαταλείφθηκαν. Οἱ ἐπευφημίες τῶν θεατῶν καί οἱ μολπές τοῦ χοροῦ δέν ἀντιλαλοῦσαν πιά στίς κερκίδες. Ὁ ἄνεμος θρόιζε στίς σειρές τῶν ἄδειων θέσεων τοῦ θεάτρου. Οἱ θέρμες ἔπαυσαν. Μαραμένα ἄψυχα φῦλλα ἀπό δέντρα εἶχαν σκεπάσει τά λουτρά, ἐκεῖ ὅπου ἄλλοτε καλοσφυρηλατημένα σώματα βυθίζονταν ἡδονικά στά καθάρια νερά. Ὁ κόσμος, τώρα, εἶχε στοιβαχθεῖ στήν μέση τῆς πολύβουης ἀγορᾶς. Ὑπῆρχε διάχυτη μία αἴσθηση ἀνασφάλειας. Οἱ φῆμες ἔλεγαν ὅτι οἱ ἱερεῖς εἶχαν δεῖ ἀνησυχητικά σημεῖα στούς οὐρανούς.Οἱ οἰωνοσκόποι μελετοῦσαν μέ ἀγωνία τό ἀλλοπρόσαλο πέταγμα τῶν πουλιῶν πάνω ἀπό τήν πόλη. Τό θρόισμα τῶν φύλλων στά δέντρα εἶχε ἀλλάξει. Ἀκόμη καί οἱ σπλαγχνοσκόποι ἤσαν θορυβημένοι μέ αὐτά ποῦ εἶχαν παρατηρήσει στά σφάγια τῆς θυσίας. Οἱ ἄρχοντες τῆς πόλης, χρυσοστόλιστοι και ντυμένοι στά πορφυρά τους ἱμάτια, προσπαθοῦσαν μάταια νά καθησυχάσουν τούς πολίτες λέγοντας ὅτι καί ἄλλες φορές στό παρελθόν ZZ O Αναστάσιος Καλαβάνος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε πληροφορική και εργάζεται ως εκπαιδευτικός. Τα ενδιαφέροντά του είναι η Ιστορία, η Μουσική, η Γλωσσολογία και η επιστημονική φαντασία. Έχει δημοσιεύσει κάποια άρθρα ιστορικού περιεχομένου σε περιοδικά και εφημερίδες. Το παρόν κείμενο είναι το πρώτο του πεζό που δημοσιεύεται.


Αναστάσιος Καλαβάνος

εἶχαν παρατηρηθεῖ τά ἴδια σημεῖα μέ αὐτά τῶν ἡμερῶν ἐκείνων καί οἱ θεοί δέν ἐγκατέλειψαν τήν πόλη τήν λαμπρή. Αὐτήν τήν φορά ὅμως κάτι ἄλλο συνέβαινε. Ὅλοι τό ένιωθαν. Ἀκόμα καί οἱ σοφοί ρήτορες δύσκολα μποροῦσαν νά πείσουν τούς ἑαυτούς τους ὅτι ὅσα ἔλεγαν μέ στόμφο καί διατυμπάνιζαν στούς πολίτες ἀνταποκρίνονταν στήν πραγματικότητα. Φῆμες εἶχαν διαδοθεῖ ὅτι καί σέ ἄλλες πόλεις καί χωριά εἶχαν παρατηρηθεῖ τά ἴδια σημεῖα. Ἡ Σίβυλλα τό εἶχε προφητεύσει, ἔλεγαν κάποιοι, ὅτι κάπως ἔτσι θά ξεκινοῦσε ἡ ἀρχή τοῦ τέλους. Παράξενο βουητό ἀκουγόταν ἀπό τά ἔγκατα τῆς γῆς. Τό σφυρί τοῦ χωλοῦ Ἡφαίστου βογγούσε ἀπό τό μουχλερό βασίλειο τῶν Τιτάνων. Φλογοειδεῖς λόγχες καί πύρινες ἀσπίδες φαίνονταν τίς νύχτες στόν οὐρανό. Ἡ ροή κάποιων ποταμῶν σταμάτησε γιά λίγο καί μετά ἄλλαξε κατεύθυνση. Μία ρωμαλέα λύκαινα γέννησε, ἔλεγαν, ἕνα μικρό ὄμορφο λευκότριχο, τό ὁποῖο ὅμως δέν πρόλαβε νά ζήσει πολλές ἡμέρες, ἀφοῦ ἕνα μαῦρο φίδι τό πλησίασε ὕπουλα, τό δάγκωσε καί πέθανε σφαδάζοντας. Σέ μία γειτονική πόλη, δύο ὄμορφοι πυρρόξανθοι νεαροί ἄνδρες, μέ ὀφθαλμούς σάν τῆς Παλλάδος, λέγεται ὅτι ἐμφανίσθηκαν σέ κάποια παιδιά πού ἔπαιζαν ἀμέριμνα πεσσούς καί τούς εἶπαν ὅτι εἶναι εὐλογημένα ἀπό τούς μακάριους θεούς γιατί δέν θά τούς ξανάβλεπαν γιά πολλές γενιές. Τούς εἶπαν, ἐπίσης, ὅτι δύσκολες μέρες ἔρχονταν γιά ὅλους καί ὅτι θά μεγάλωναν σέ ἕναν διαφορετικό κόσμο. Τά παιδιά φοβήθηκαν καί ἔκλαψαν. Στό ἄγνωστο μέλλον ὅμως, τούς εἶπαν ὅτι θά ἔλθει μία μέρα ὅπου ὁ παλαιός ἔνδοξος κόσμος θά ξαναγεννιόταν σάν τόν φοίνικα ἀπό τίς στάχτες του. Κάποιοι εἶπαν πῶς ­ἦσαν οἱ Διόσκουροι. Οἱ καρδιές τῶν σοφῶν καί ἱερέων πέτρωσαν ἀπό τόν πόνο καί τήν δυσβάσταχτη λύπη. Εἶχαν μεταμορφωθεῖ σέ ἄλαλα ἀγάλματα. Εἶχαν ἀντιληφθεῖ ὅτι οἱ προστάτες θεοί τους τούς ἐγκατέλειπαν. Ὁ κόσμος τους τώρα ἀργοπέθαινε καί ἕνας ἄγνωστος καί ἐρεβώδης κόσμος ἦταν ἕτοιμος νά κυριαρχήσει. Φαίνεται ὅτι οἱ ἔσχατες ἡμέρες τῆς ἀρχαίας Σίβυλλας ἦσαν δυστυχῶς οἱ μέρες ἐκεῖνες τῆς ἄτυχης γενιᾶς τους.

53


54

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Βασίλης Κυπριωτάκης Ο θάνατος του Στελλάκη Αμπελιώτη

Ή

μουν δεν ήμουν δεκαοκτώ χρονών όταν πέθανε ο Στελλάκης ο Αμπελιώτης ο συμβολαιογράφος. Είχα τελειώσει το γυμνάσιο, το εξατάξιο τότε, και είχα δώσει στο πανεπιστήμιο, περιμένοντας τα αποτελέσματα. Ήταν μια νεκρή περίοδος και το σημαντικότερο πράγμα που κάναμε καμιά δεκαριά παιδιά στο χωριό, συνομήλικοι, ήταν η ξάπλα και το ποδόσφαιρο, με την προοπτική να επεκταθεί τις νυχτερινές κυρίως ώρες σε επικούς αγώνες στο ποδοσφαιράκι με χαχανητά και χιουμοριστικές καταστάσεις. Έχοντας ροπή προς αυτά όλοι οι νέοι άνω των δεκαπέντε και κάτω των είκοσι χρονών, μαζευόμαστε τα βράδια στο καφενείο του Χατζή και αφού κάναμε τους ξύλινους παίχτες να βγάζουν φωτιές, αρχίζαμε τα πειράγματα μεταξύ μας. Κάναμε τόση φασαρία που πολλές φορές ο καφετζής, όχι και πολύ ευγενικά, μας απομάκρυνε από την επιχείρησή του, λέγοντας και καμιά τούρκικη βρισιά, μια κι ήταν μικρασιάτης. Κείνο το πρωί, άργησα να ξυπνήσω, γιατί την προηγουμένη έγινε το έλα να δεις με τον Χατζή να μας κυνηγάει στα σοκάκια, αφού κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να του βάλει πυροφάνι, ενώ κοιμόταν μακαρίως σε μια καρέκλα, και παραλίγο να γίνει παρανάλωμα. Άκουσα στον ύπνο μου τη φωνή της μάνας μου, που λίγες φορές ερχόταν να με ξυπνήσει, και ανασηκώθηκα, σίγουρος πως κάτι είχε γίνει. — Σήκω, παιδί μου, να πας στο σπίτι του Αμπελιώτη να πάρεις κανένα βιβλίο, η θεια Αγγελικούλα έχει δώσει στο μισό χωριό. Να της πεις να σου δώσει κανένα με ιστορίες, που μ’ αρέσει κι εμένα να διαβάζω. Η Αγγελικούλα ήταν η γυναίκα του συμβολαιογράφου, του Αμπελιώτη, που δέσποζε στα πράγματα της περιοχής επί σαράντα χρόνια. Ήταν από τους προύχοντες του χωριού. Έτσι, πλήρης ημερών, ετοιμαζόταν να αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο, καθώς το εγκεφαλικό που τον χτύπησε, συμφόρηση όπως το έλεγαν τότε, ήταν βαρύ. Ο Καλλέργης ο γιατρός δεν άφησε πολλά περιθώρια στην Αγγελικούλα. «Δεν τονε βγάνει το μήνα», της είχε πει. Η γυναίκα το πήρε ψύχραιμα. Είχε ζήσει μαζί του σαράντα χρόνια, μα τα τελευταία δεκαπέντε ήταν μόνο η νοσοκόμα του. Ο Στελλάκης είχε ζήσει έντονη ζωή και ZZ Ο Βασίλης Κυπριωτάκης γεννήθηκε στον Πύργο Μονοφατσίου, στην περιοχή του Λιβυκού πελάγους στην Κρήτη. Ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τη λογοτεχνία και την ποίηση. Έχει βραβευτεί για ποιητικά του έργα, μαντινάδες και διηγήματα. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφορούν τα βιβλία του με τίτλο «Του Λιβυκού Μαντινάδες» και «Λιβυκόν».


Βασίλης Κυπριωτάκης

πριν την παντρευτεί και μετά. Παιδούλα είκοσι χρόνων ήταν κι αυτός σαρανταπεντάρης όταν παντρεύτηκαν. Την έπλασε όπως ήθελε κι η ίδια με σκυμμένο κεφάλι ήταν πάντα. Δεν πέρασε άσχημα κοντά του. Δεν ήταν περίεργη, δεν τον ζήλευε κι εκείνος την αγαπούσε, με τον τρόπο του βέβαια, αφού δεν έλεγε όχι σε όσες ομορφονιές τον κοιτούσαν, όχι τόσο για την ομορφιά του, μα περισσότερο για την τσέπη του. Τα ήξερε, δεν τα ήξερε, κανείς δεν μπορούσε με σιγουριά να πει. Ήταν κυρία με τα όλα της και γλυκούλα. Όπως στα νιάτα της, έτσι και στα γεράματα. Με τσιριχτή και ναζιάρικη φωνή. Την έβρισκες η Αγγελικούλα η ναζιάρα. Έτσι την αποκαλούσε όλο το χωριό. Εγώ την έλεγα και θεια γιατί ήταν ξαδέλφη της γιαγιάς μου, από την πλευρά της μάνας μου. Σαν είδε λοιπόν ότι ο Στελλάκης βάδιζε προς το μοιραίο, πήρε απόφαση να «ξαλαφρώσει» το σπίτι από διάφορα πράγματα δικά του. Προπάντων από τα βιβλία του που κρατούσαν την κάμαρη που χρησιμοποιούσε για γραφείο, μα και το μισό σαλόνι. Είκοσι χρόνια που είχε αποτραβηχτεί από την ενεργό υπηρεσία, δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε κουβέντα για ανανέωση του χώρου. Ήθελε να τα βλέπει όλα όπως όταν ήταν σε δράση. Και η Αγγελικούλα δεν του χαλούσε χατίρι. Μα τώρα, που ήταν με το ενάμισι πόδι στον τάφο, βρήκε ευκαιρία να περάσει για πρώτη φορά το δικό της. Άρχισε από τα ρούχα του. Κοστούμια, πουκάμισα, παντελόνια άρχισαν να κάνουν φτερά. Και υπήρχε πολλή ζήτηση. Ακόμα και ο Βαρδόκωστας ο βοσκός φόρεσε κοστούμι και ανέβηκε στο βουνό φορώντας το. Το θέαμα ξεκαρδιστικό, ο ένας γελούσε με το ντύσιμο του άλλου. Ο γερο-Ρούσος ο Μακεδονομάχος έβγαλε προς στιγμήν τη βράκα και το μεϊντανογέλεκο και πρόβαρε το ημίπαλτο και το παντελόνι του συμβολαιογράφου που του κουβάλησε η γρα Παγώνα η γυναίκα του. Όμως νευριασμένα ξαναφόρεσε τη βράκα, λέγοντας: — Εγώ τέθοια μασκαραλίκια στα γεράματα δεν κάνω. Παραίτησέ με, αθεόφοβη, μην πιάσω τη χαχαλόβεργα. Στην αρχή τα βιβλία δεν είχαν πολλή πέραση, αλλά μετά, όταν η Λενιώ της Παλάσης με την Κατινιώ του Λεκάκη, κατά δυο χρόνια μικρότερές μου, άρχισαν να διαφημίζουν αυτά που είχαν πάρει από την Αγγελικούλα και να λένε κάτι από τις ιστορίες που διάβασαν, άρχισαν να κυκλοφορούν στο χωριό περίεργα ονόματα κάποιων, όπως Ουγκώ, Ντοστογιέφσκι, Γκωτιέ, μα και Καρκαβίτσας, Παπαδιαμάντης, και να απαγγέλλουν κάποιοι ποιήματα του Καρυωτάκη, του Κάλβου και του Καβάφη. Μια άνθιση των γραμμάτων άρχισε να διαγράφεται. Σε χρόνο μηδέν τα βιβλία του Στελλάκη είχαν κάνει φτερά. Όταν πήγα κι εγώ, το μόνο που βρήκα ήταν τους Νόμους σε τόμους και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η Αγγελικούλα διακρίνοντας την απογοήτευσή μου, χαμογελώντας μου έφερε από τη δική της κάμαρα ένα μεγάλο βιβλίο που έγραφε «Ανθολογία της Ποιήσεως», λέγοντάς μου: — Δεν πρόλαβα, παιδί μου, ούτε να τ’ ανοίξω, μα χαλάλι σου. Εύχομαι να σε βοηθήσει να ξεκλειδώσεις την πόρτα της ψυχής σου και να συμφιλιωθείς μαζί της. Τότε θα νιώσεις αληθινά άνθρωπος. Δεν κατάλαβα τότε τα λόγια της, αν και ηχούσαν επί χρόνια ευχάριστα στ’ αυτιά μου. Πολύ αργότερα, όταν είχα ψηθεί στο καμίνι της ζωής, ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο που μου έδωσε, συνειδητοποίησα τα λόγια της. Πήγα λοιπόν στο σπίτι μου κρατώντας το μεγάλο βιβλίο κι ένα μικρότερο, τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο έδωσα στη μάνα μου λέγοντάς της πειραχτικά:

55


56

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

— Μάνα, μου ‘πε η Αγγελικούλα να το διαβάσεις προσεχτικά. Τέθοια ιστορία, λέει, δεν ξαναγράφτηκε. Αυτή η καλοκάγαθη, παίρνοντάς το, κάθισε σε μια καρέκλα αμέσως, πιστεύοντας τα λόγια μου και βάζοντας τα γυαλιά της, έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Εγώ πήγα στο δωμάτιό μου και ξεφύλλισα το βιβλίο, ψάχνοντας για κάποιο στίχο που θα μου άρεσε. Έκανα μια γρήγορη περιήγηση ανάμεσα σε άγνωστους σ’ εμένα ποιητές και σε γνωστούς αγαπημένους, και καθώς ξεφύλλιζα βιαστικά, ένα διπλωμένο χαρτί πετάχτηκε από μέσα σαν να ήθελε να αποδράσει από τις σελίδες που το κρατούσαν φυλακισμένο. Το άνοιξα με περιέργεια και διαπίστωσα πως επρόκειτο για ερωτικό γράμμα. «Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες στα περασμένα χρόνια. Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα και σε βροχή, σε χιόνια, δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες». Ξεκινούσε μ’ αυτούς τους στίχους από το ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη και είχε πέσει ανάμεσα από τις σελίδες του βιβλίου όπου αναγράφονταν ποιήματά της. Δίπλωσα βιαστικά το γράμμα, μη θέλοντας να εισέλθω σε προσωπικά θέματα του κατόχου της επιστολής, έχοντας τη βεβαιότητα πως επρόκειτο για μία γραπτή έκφραση των συναισθημάτων της Αγγελικούλας προς τον άντρα της πριν από αρκετά χρόνια, τον καιρό του έρωτά τους. Όμως μια ακατανίκητη επιθυμία περιέργειας με έκανε να ξανανοίξω το γράμμα, το οποίο παρακάτω ήταν ακατάλληλο για ανηλίκους. Περιέγραφε συναντήσεις του ερωτιάρη Στελλάκη με κάποια «κυρία» της πόλης, όπως φαινόταν από τα γραφόμενα, όπου ανεβοκατέβαινε τακτικά για νομικά ζητήματα. Είχε αναφορά και στη γυναίκα του, που τον προέτρεπε να την αφήσει, αφού δεν του έκανε παιδιά, και να παντρευτεί την ίδια που ήταν καρπερή και θα του έκανε ένα τσούρμο. Πώς έβγαζε αυτό το συμπέρασμα, δεν το αιτιολογούσε στο γράμμα, ίσως ήταν θέμα κληρονομικότητας, δηλαδή ήταν από καρπερότατο σόι. Υπέγραφε, στο τέλος, «η Κατίνα σου». Έκλεισα το γράμμα σκεπτόμενος πως ήταν Θεού θέλημα να μου δώσει το βιβλίο η Αγγελικούλα. Αν μάθαινε τώρα στα τελευταία του τα τσιλιμπουρδίσματα του άντρα της, ίσως να πονούσε περισσότερο κι από το μοιραίο που περίμενε γι’ αυτόν. Ξεφύλλισα προσεκτικά το βιβλίο, έχοντας τώρα μόνο περιέργεια μήπως βρω και δεύτερο γράμμα. Και το βρήκα! Ήταν στις τελευταίες σελίδες ανάμεσα σε δυο ποιήματα κάποιου άγνωστου σ’ εμένα ποιητή. Τώρα επρόκειτο για κάποια δίδα Φρόσω, που μάλλον έμενε κι αυτή στην πόλη και το ύφος της επιστολής μαρτυρούσε ότι έκανε το αρχαιότερο επάγγελμα, αλλά όχι με όλους, μόνο με ολίγους εκλεκτούς λεφτάδες, που τους πουλούσε έρωτες μετά αισθημάτων. Το συμπέρασμα το έβγαλα από μια παράγραφο που έλεγε ότι ο Στελλάκης ήταν ο πιο εκλεκτός αγαπημένος και τα δώρα του θα στόλιζαν για πάντα τον λαιμό της. Τώρα γιατί του τα έγραφε σε γράμμα, ποιος ξέρει. Ίσως ο ίδιος να το ζητούσε για να θυμάται τις ευχάριστες αταξίες του κάθε φορά που το διάβαζε. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Αυτό δεν άρχιζε, μα τελείωνε με τους στίχους: «Έλυσες τα μαλλιά σου και χλιμίντρισαν τ’ άλογα... Οι μασχάλες σου κούπες με δυνατό κρασί... Κρατώ στα χέρια μου τη χωματένια γύμνια σου». Και την παρατήρηση σαν υστερόγραφο: «Έμαθα απέξω τους στίχους που μου είπες σαν μ’ έβαλες στην αγκαλιά σου για πρώτη φορά».


Βασίλης Κυπριωτάκης

Τι μπέρδεμα κι αυτό. Ρομαντική ποίηση με ερωτικό ρεαλισμό. Όσο κι αν έψαξα, δεν βρήκα άλλο γράμμα. Έφυγα τρέχοντας για το σπίτι του συμμαθητή και φίλου μου Μανώλη, που δεν απείχε πάνω από πεντακόσια μέτρα. Δεν μπορούσα να κρατήσω μόνος τέτοιο μυστικό. Έπρεπε να το μοιραστώ με κάποιον. Ο Μανώλης λύθηκε στα γέλια σαν διάβασε τα γράμματα. Έκανα μεγάλη προσπάθεια να τον συνεφέρω. Με τα πολλά σταμάτησε, σαν του είπα ότι είναι αμαρτία να γελά με κάποιον που από ώρα σε ώρα τον περιμένουν να πεθάνει. Ο Μανώλης όταν σοβάρεψε, παρατήρησε το εξής περίεργο. Η Κατινιώ του Λεκάκη στις απαγγελίες των στίχων στους χωριανούς, μεταξύ άλλων, έλεγε με στόμφο και τη φράση: «Κρατώ στα χέρια μου τη χωματένια γύμνια σου» και ξεσπούσε σε γέλια κοιτάζοντας τη Λενιώ με μάτια που σπίθιζαν από πονηριά. Συνδυάσαμε το γεγονός ότι τον ίδιο στίχο περιείχε και το δεύτερο γράμμα της δεσποινίδας Φρόσως και πειστήκαμε τελικά ότι κάποια επιστολή είχε βρει και η Κατινιώ και βέβαια ήταν αδύνατον να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Μα ο ευλογημένος, μες στις ποιητικές συλλογές έκρυβε τα ραβασάκια από τις ερωμένες του; Πόσοι άλλοι, άραγε, είχαν βρει και διαβάσει τις επιδόσεις του στον ποδόγυρο; Ένα ερώτημα στο οποίο δύσκολα θα βρίσκαμε απάντηση, ή εύκολα, αν άρχιζαν να διαρρέουν από στόμα σε στόμα τα προσωπικά δεδομένα του ερωτιάρη Αμπελιώτη. Θα ήταν κρίμα γεγονότα που είχαν γίνει πριν από είκοσι πέντε χρόνια να έρχονταν στο φως και να σπίλωναν κάποιον που τώρα πια το μόνο που περίμενε και ευχόταν ήταν καλή ψυχή. Τις επόμενες μέρες, προσπαθήσαμε να «ψαρέψομε» την Κατινιώ και τη Λενιώ, αναλαμβάνοντας εγώ τη μία κι ο Μανώλης την άλλη. Ο Μανώλης έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στη Φυσική και στα Μαθηματικά, μια και ήταν αριστούχος μαθητής και σήμερα ένας πετυχημένος φαρμακοποιός. Είχε αρχικά απορρίψει την κρούση της μάνας της Λενιώς να κάνει ιδιαίτερα στην κόρη της, επειδή δεν ήθελε να επιβαρύνει κι άλλο το ωράριό του, αλλά ανάγκα και θεοί πείθονται. Τι να κάνει, ανέλαβε να πάει στο σπίτι της και να ξεκινήσει άμεσα μαθήματα, μπας και απέσπαγε πληροφορίες γύρω από την υπόθεση. Εγώ άρχισα να τριγυρίζω έξω από το σπίτι της Κατινιώς, ψάχνοντας ευκαιρία να της μιλήσω, χωρίς να έχω κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό μου και κινδυνεύοντας να παρεξηγηθώ από κάποιον δικό της για το τι γύρευα έξω από την πόρτα της. Ευτυχώς, μου ήρθε μια άλλη ιδέα, την οποία έβαλα αμέσως σε εφαρμογή. Κοντά στο σπίτι της έμενε η θεία μου η Μαρία, αδελφή της μάνας μου, και η κόρη της η Φωφούλα, η ξαδέλφη μου. Έτσι, πήγα στο σπίτι τους και μίλησα με την ξαδέλφη, και θέλοντας και μη, της είπα την υπόθεση, ορκίζοντάς τη να μην πει σε κανέναν το μυστικό. Της είπα να μάθει απ’ την Κατίνα αν βρήκε γράμμα στο βιβλίο με τα ποιήματα του Στελλάκη. Ανέλαβε δράση αμέσως πηγαίνοντας στο σπίτι της. Τα πράγματα ήταν όπως τα είχαμε φανταστεί. Η Φωφούλα όχι μόνο «ψάρεψε» το γράμμα που είχε βρει η Κατίνα, μα και το διάβασε και μου το έφερε να το διαβάσω κι εγώ. Μία απ’ τα ίδια. Ήταν από μία Βαγγελιώ, αγνώστου διαμονής. Θυμότανε και έγραφε λεπτομερώς τις ερωτικές επαφές με τον Στελλάκη και στο τέλος ανέφερε τους ίδιους στίχους με την επιστολή της Φρόσως: «Έλυσες τα μαλλιά σου και χλιμίντρισαν τ’ άλογα...» και τα λοιπά. Η Κατίνα και η Φωφούλα χασκογελούσαν και οι δυο από την ώρα που άρχισα να

57


58

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

διαβάζω το γράμμα. Χαχανητά χωρίς σταμάτημα. Πήγα και πήρα μια Αγία Γραφή και αφού τους ακούμπησα τα χέρια επάνω, τις όρκισα να μην το πουν πουθενά. «Μέχρι πότε;» με ρώτησαν. «Μέχρι να πεθάνει, κι ένα χρόνο μετά», απάντησα. Το ορκίστηκαν και σοβάρεψαν. «Είναι αμαρτία και μη σας ξαναδώ να γελάτε», τους είπα αυστηρά. Είπα στον Μανώλη να κάνει το ίδιο με τη Λενιώ, που όπως έμαθα από την Κατίνα ήταν η μόνη που το ήξερε, καθώς ήταν η «κολλητή» της. Την όρκισε κι αυτήν και ησυχάσαμε. Η έρευνα που κάναμε τις επόμενες μέρες έδειξε ότι δεν υπήρχε άλλο γράμμα, εκτός αν υπήρχε σε κάποιο βιβλίο που δεν το είχαν ανοίξει καν να το διαβάσουν. Ξαναπήγα στο σπίτι του Στελλάκη και βρήκα την Αγγελικούλα. Μια επιθυμία που είχα μέσα μου, μου έλεγε να μάθω αν ήξερε ή δεν ήξερε κάτι για την άτακτη ζωή του άντρα της. Εκείνη την ώρα, έβγαινε ο παπα-Δημήτρης με τα Άγια, δείγμα πως ο Στελλάκης όδευε προς την οδό των κεκοιμημένων. Τη βρήκα κουρασμένη, μα μ’ ένα γλυκό χαμόγελο, να κάθεται στο προσκέφαλο του άντρα της και σκέφτηκα τι τυχερός που ήταν ο Στελλάκης στη ζωή του. Όχι για τις ερωμένες, μα γι’ αυτήν την άγια γυναίκα, την Αγγελικούλα, που πάντα με χαμόγελο και υπομονή ήταν στη σκιά του. Δεν του είχε κάνει παιδιά και ίσως αυτό ήταν το μόνο του παράπονο. Έκατσα δίπλα της και της χαμογέλασα. Μου χάιδεψε το κεφάλι λέγοντας: — Καλός ήταν ο ευλογημένος. Δεν ξέρω πώς συνεννοήθηκαν με τον παπά, μα άστραψαν τα μάτια του μόλις πήρε τη Θεία Κοινωνία. Είδα ότι η γυναίκα με αγάπη και γλυκύτητα αναφερόταν σ’ αυτόν. Η περιέργεια να μάθω εξανεμίστηκε από μέσα μου. Της έκανα μια τελευταία ερώτηση: — Διάβασες, θεια, πολλά ποιήματα από τα βιβλία του Στελλάκη; Με αποστόμωσε απαντώντας μου: — Αυτός, παιδί μου, μου τα διάβαζε όταν μ’ έβλεπε μελαγχολική και εγλύκαινα αμέσως. Ήταν πάντα ρομαντικός και καλός σύντροφος. Έφυγα με τη βεβαιότητα πως κι ο Στελλάκης αγαπούσε τη γυναίκα του. Ίσως οι ερωμένες να ήταν πριν γνωρίσει την Αγγελικούλα και όταν την παντρεύτηκε, να υπήρχαν ακόμα τα ίχνη τους και να τα έσβησε σιγά σιγά με τον καιρό. Ίσως... Ήμουνα βέβαιος πως έκανα καλά που δεν άφησα να πάρει δημοσιότητα το γεγονός με τα γράμματα. Πέθανε το ίδιο απόγευμα που τον κοινώνησε ο παπα-Δημήτρης και λίγη ώρα αφότου έφυγα κι εγώ. Την επόμενη μέρα, όλο το χωριό ήταν στο πόδι για να συνοδέψουν τον Στελλάκη στην τελευταία του κατοικία. Όμως αυτό καθαυτό το γεγονός δεν ήταν η κηδεία, μα η έλευση των επισήμων. Όλοι ήθελαν να δουν από κοντά τους τόσους «άρχοντες» που κατέφθαναν ο ένας μετά τον άλλον. Ήρθαν πολλοί από τους βουλευτές του νομού, μια και ο ίδιος ο εκλιπών κάποια περασμένη εποχή ήταν υποψήφιος σε κάποιο μεγάλο κόμμα, χωρίς όμως να εκλεγεί. Ήρθαν επιστήμονες από την πόλη, ο Δήμαρχος και ο Μητροπολίτης. Ήρθαν ακόμη και πρόσκοποι, που κρατούσαν την τάξη μέσα κι έξω από τον Ναό. Οι χωριανοί όμως άρχισαν να συνειδητοποιούν τη σπουδαία προσωπικότητα του εκλιπόντος όταν κατέφθασε η δημοτική μπάντα της πόλης. Οι μουσικοί ντυμένοι με φανταχτερές στολές άρχισαν να παιανίζουν πένθιμα εμβατήρια, που χτυπούσαν κατευθείαν στο συναίσθημα των κατοίκων. Τότε, ο ένας μετά τον άλλον άρχισαν να εξυ-


Βασίλης Κυπριωτάκης

μνούν τον Στελλάκη προβιβάζοντάς τον στην αρχή στις τάξεις των ηρώων κι ύστερα των αγίων και βάλε. Τι τιτάνα των γραμμάτων τον έλεγαν, τι ηρωικό αγωνιστή, τι «έφυγε ο βράχος που στήριζε το χωριό μας» δεν άκουγες. Ακόμα και τη μάνα μου έπιασα να σκουπίζει τα μάτια της και να μισοκλαίει. Κι αυτό από μόνο του δεν θα με πείραζε, με πείραζε όμως που το κλάμα της γινόταν όλο και πιο έντονο, όσο μεγάλωνε ο αριθμός των επισήμων. Τότε, μεμιάς εξανεμίστηκαν τα συναισθήματα που ένιωθα την προηγουμένη. Μου ήρθε η επιθυμία να ανεμίσω τα γράμματα και ν’ αρχίσω να φωνάζω: «Να, ορέ, ποιος ήταν ο βράχος του χωριού και ο τιτάνας των γραμμάτων», μα συγκρατήθηκα. Κόντευε η ώρα να αρχίσει η νεκρώσιμος ακολουθία κι όλοι οι επίσημοι είχαν πάρει τη θέση τους. Δεξιά κι αριστερά της σορού του εκλιπόντος στέκονταν οι πρόσκοποι, που είχαν περάσει προ πολλού την παιδική ηλικία, αφού τα πόδια τους που φαίνονταν λόγω του κοντού παντελονιού της στολής τους, ήταν γεμάτα τρίχες. Φαίνεται είχαν επιστρατεύσει τους μεγαλύτερους λόγω του θλιβερού γεγονότος, αλλά και του επισήμου του πράγματος. Κρατούσαν δύο σημαίες, μία από δεξιά, μία από αριστερά. Η μία ήταν ελληνική, η άλλη ιστορικής αξίας. Έγραφε «Ένωσις». Ήταν η σημαία που σήκωσε στην περιοχή το 1905 ο Φασουλοδημήτρης, χωριανός οπλαρχηγός,όταν Ύπατος Αρμοστής ήταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος. Οι βουλευτές είχαν την πρωτοκαθεδρία. Δίπλα τους ο Δήμαρχος, που προσπαθούσε να ορθώσει το ανάστημά του και να φανεί ωσάν ίσος. Σε δυο στασίδια πίσω τους κάθονταν οι δυο εναπομείναντες καπετάνιοι και οι μόνοι που φορούσαν ακόμη βράκα, μεϊντανογέλεκο και μαντίλι. Ο καπετάν Ρούσος Παπαδάκης και ο Μύρος ο Μπελεγρής. Μπαρουτοκαπνισμένοι και οι δύο, είχαν χαμηλωμένα τα μάτια αναλογιζόμενοι, ίσως, αν και στη δική τους κηδεία θα ‘ρθουν τόσοι επίσημοι, όσοι και στον Αμπελιώτη. Ο Δεσπότης πήρε τη θέση του στον θρόνο και ο παπα-Δημήτρης, μετά από δυο τρία ξεροβηξήματα, ήταν έτοιμος να αρχίσει την ακολουθία. Μόνος, παράταιρος μ’ όλα αυτά, ο μόνιμος καντηλανάφτης εκείνα τα χρόνια, ο γερο-Νικηφόρος, που την είχε κάνει «γράντα» κατά την τοπική διάλεκτο, δηλαδή τα είχε πιει στην καθομιλουμένη, όπως συνήθιζε σχεδόν καθημερινά, ώστε αν κάποιος τον έβλεπε σε φυσιολογική κατάσταση να αναρωτιέται αν έπαθε κάτι. Τριγύριζε σαν να έκανε κάτι σοβαρό, ενώ στην κυριολεξία δεν έκανε τίποτα. Μια τακτοποιούσε τις λαμπάδες, μια τα εξαπτέρυγα, ρίχνοντας και καμιά σφαλιάρα στα παπαδοπαίδια που τα κρατούσαν, κι όλο έβρισκε δουλειά εκεί που δεν υπήρχε. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να προκαλέσει, και λόγω της παρουσίας του Μητροπολίτη, την οργή του παπά, ο οποίος τον «στόλισε» κανονικά λέγοντας κάτι ανάμεσα στα δόντια του που κανένας δεν κατάλαβε, παρά μόνο ο καντηλανάφτης, που ζάρωσε σε μια γωνιά του Ιερού. Στον Ναό του Αφέντη Χριστού δεν έπεφτε καρφίτσα. Όχι μόνο το εσωτερικό, μα και το προαύλιο ήταν γεμάτο κόσμο. Εγώ είχα πάρει θέση πίσω από την Αγγελικούλα και δίπλα στη μάνα μου, που σκούπιζε συνέχεια τα μάτια της, συμμορφούμενη με το εκκλησίασμα που έκανε το ίδιο. Εν αντιθέσει με τη σύζυγο του εκλιπόντος, που παρέμενε σοβαρή, χωρίς φαλτσοκλάματα και υστερίες. Κοίταζε γλυκά τη σορό του άντρα της και πότε πότε σκούπιζε κάποιο δάκρυ που κυλούσε αργά στο μάγουλό της. Δίπλα στη μάνα μου στεκότανε η αδελφή της η Μαρία και πίσω της η Φωφούλα με την Κατινιώ και τη Λενιώ.

59


60

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Ο Μανώλης από ώρα είχε πάρει θέση δίπλα στον Τζατζοκωστή, τον μοναδικό ψάλτη του χωριού τότε. Πάντα τις Κυριακές και στις σκολάδες κρατούσε το ίσο στον Τζατζοκωστή, που η χαρακτηριστική του φωνή έκοβε απότομα τις μουσικές νότες προς το τέλος κάθε συλλαβής, προκαλώντας πολλές φορές ακόμα και το γέλιο σε όσους τον άκουγαν για πρώτη φορά. Νόμιζες πως άκουγες Γιαπωνέζο, έτσι όπως έψελνε κοφτά. Ο Μανώλης μετρίαζε κάπως όλα αυτά συμπληρώνοντας ότι έκοβε ο Τζατζοκωστής. Η ακολουθία είχε αρχίσει και όλα κυλούσαν ομαλά, ως την ώρα που έσβησε κάποιο από τα μεγάλα κεριά που κρατούσε ένα παιδί που έστεκε δίπλα στα άλλα με τα εξαπτέρυγα. Τότε, ο καντηλανάφτης προσπάθησε να το ανάψει με κάποιο μικρότερο που κρατούσε. Όμως μάλλον το έβλεπε διπλό εξαιτίας του οινοπνεύματος που είχε καταναλώσει και αφού το γύρισε καμιά δεκαριά φορές γύρω από το φιτίλι, το άναψε τελικά, από μια λάθος κίνησή του λόγω παραπατήματος. Εκείνη τη στιγμή, είδα τον Μανώλη –που από μικρό τον ονόμαζαν «χάχα», επειδή γελούσε με το παραμικρό αν κάτι ξέφευγε του κανονικού, που ίσως, σε άλλον θα προκαλούσε μόνο μειδίαμα, ενώ στον ίδιο τρανταχτό γέλιο–, να κρατιέται με το ζόρι και να σφίγγει τα χείλια του κρυμμένος πίσω από τον σβέρκο του Τζατζοκωστή. Πίσω, η φωνή του Κατινιού άρχισε να βάζει φωτιά στο φιτίλι και του δικού μου ξεσπάσματος: — Ξάνοιξε τον παράουρο πώς λαλεί το κερί. Έσφιξα τα χείλια μου και κατάφερα να εγκλωβίσω το γέλιο που έβγαινε στην επιφάνεια. Όμως η κατάσταση σ’ εμάς τους τέσσερις πέντε που είχαμε αναγνώσει τις επιστολές και που για κακή μας τύχη μαζευτήκαμε κοντά ο ένας με τον άλλον μέσα στον Ναό, άρχισε να ξεφεύγει από τα όρια της θλίψης και της σοβαρότητας όταν κάποιος από τους επισήμους πήρε τον λόγο για να εκφωνήσει τον επικήδειο. Ήταν ο πρόεδρος του συλλόγου νομικών του νομού. Άρχισε να εκθειάζει τα προτερήματα του τεθνηκότος. Και όσο τον ανύψωνε στα ζητήματα του κλάδου του, ήταν όλα καλά. Όταν όμως είπε το αμίμητο «Ήσουν τέρας ηθικής», στο Κατινιώ πίσω μου ξέφυγε ένα γδάρσιμο μύτης και φάρυγγα, συνεπεία του αέρα που πνίγηκε εντός για να μη γίνει ηχηρό γέλιο. Ένα κύμα γέλιου μού ήρθε ξανά, αλλά κατάφερα και αυτό να το πνίξω. Η δε Φωφούλα σκούντησε το μπράτσο μου λέγοντάς μου ψιθυριστά: — Γροίκα, ξάδερφε, ήντα λέει εκιοσές! Αναλογίστηκα τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί ώστε να μας κάνει σε ένα τόσο θλιβερό γεγονός να γελάμε. Και συνέβη γρήγορα, καθώς πήρε τον λόγο ένας εκ των παρισταμένων βουλευτών, ο οποίος άρχισε να ομιλεί για τα προτερήματα και τις αρετές του κεκοιμημένου. Είπε για τα ηρωικά του κατορθώματα την Κατοχή, που οι περισσότεροι χωριανοί τα άκουγαν για πρώτη φορά, τις κοινωνικές του υπηρεσίες στο χωριό, τα πολιτικά του πιστεύω και την αφοσίωσή του στις αρχές της Δημοκρατίας. Μετά την πατρίδα έπιασε τη θρησκεία, λέγοντας πόσο καλός υπήρξε στα θρησκευτικά του καθήκοντα, και τελευταία άφησε την οικογένεια. — Υπήρξες παράδειγμα συζυγικής πίστης. Δίδαξες τις νέες γενιές ηθική, τόνισε δείχνοντας με το χέρι του προς το μέρος μας. Τι ήταν να το πει! Ο χάχας ο Μανώλης άρχισε να γελά, κρυμμένος πίσω από τον ψάλτη, που μάταια προσπαθούσε να τον αποφύγει, φοβούμενος τα τόσα έκπληκτα μάτια που κοίταζαν προς το μέρος τους.


Βασίλης Κυπριωτάκης

Γελούσε τόσο δυνατά, παρασέρνοντας την Κατινιώ στην αρχή κι ύστερα τη Φωφούλα με τη Λενιώ, οι οποίες όμως γελούσαν με χαμηλωμένο το κεφάλι. Καθώς είχαν φράξει με τα χέρια τους το στόμα, κανείς δεν τις πήρε χαμπάρι, αφού όλοι κοίταζαν τον Μανώλη, παρά μόνο εγώ. Τότε, ένα τεράστιο κύμα γαργαριστού γέλιου με πλημμύρισε και έσκυψα στον ώμο της μάνας μου, μήπως κατάφερνα και δεν το έβγαζα προς τα έξω. Κάτι γρυλισμούς, φαίνεται, έβγαλα και πριν αρχίσω να γελώ όπως ο Μανώλης, ένα μαντίλι έφραξε το στόμα μου, την ώρα που δυο χωροφύλακες έβγαζαν τον φίλο μου έξω από τον Ναό. Ήταν το χέρι της θειας Αγγελικούλας που μου έκλεισε με το μαντίλι της το στόμα, πριν γίνω ρεζίλι σαν τον συμμαθητή μου. Είχε καταλάβει από τους γρυλισμούς μου τι θα έκανα και πρόλαβε το ρεζιλίκι μου με την κίνησή της, όταν οι άλλοι είχαν γυρίσει κοιτάζοντας τον φίλο μου, απορημένοι για την απρεπή συμπεριφορά του. Η θεια η Αγγελικούλα με έσωσε, μα εγώ από τότε δεν μπόρεσα να την ξανακοιτάξω κατάματα από την ντροπή που ένιωθα, αναλογιζόμενος πόσο χαμηλός ήμουν στα μάτια της κι αυτή πόσο ψηλά στα δικά μου. Πέρασαν τρία χρόνια και σαν έσβησε λίγο η ντροπή μου, με την προτροπή της μάνας μου πήγα να δω τη θεια Αγγελικούλα. Ήταν μια καλή για μένα επίσκεψη, γιατί εκτός από τα γλυκά που με κέρασε, μου έδωσε και αρκετό χαρτζιλίκι, αφού τότε υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία κι είχα ανάγκη λίγα χρήματα. Καθώς έφευγα, ένα ταξί από την πόλη σταμάτησε στην πόρτα της και μια κοπελίτσα κατέβηκε και μπήκε στο σπίτι. — Καλώς το παιδί μου, καλώς την κόρη μου, άκουσα τη θεια να της λέει. Η περιέργεια με πλημμύρισε ξανά. Άρχισα να πηγαίνω να τη βλέπω συχνότερα, θέλοντας να ξεδιαλύνω το καινούργιο μυστήριο. Κάποια φορά από τις πολλές που πήγα, η θεια μού άνοιξε την καρδιά της. — Είχε, παιδί μου, ο συγχωρεμένος μια κόρη, μα το ‘χε επτασφράγιστο μυστικό. Ένα χρόνο μετά το θάνατό του ήρθε κάποιος δικηγόρος απ’ την πόλη με την κυρία Κατίνα, τη μάνα της, και μου είπαν πως ήθελαν μερίδιο της περιουσίας. Ήδωκά τους την όλη και κράτησα μόνο το σπίτι. Μα πάνω στην διαδικασία με τα συμβολαιογραφικά πέθανε η μάνα κι έμεινε μόνο του το ορφανό. Ήρθε σ’ εμένα απελπισμένο και βρήκε θαλπωρή κι αγάπη, κι εγώ ένα παιδί που γύρευα χρόνια για να το σφίξω αγκαλιά. Κι αν μ’ αξιώσει ο Θεός, παιδί μου, να ζήσω λίγα χρόνια ακόμη, ίσως νιώσω τις χαρές που νιώθουν όσοι έκαναν παιδιά και έπιασαν εγγόνια. Κι η θεια είδε στο σπίτι της γέλια και χαρές πολλές πριν πεθάνει, αφού το λουλουδάκι του άντρα της, η Αλεξάνδρα, έγινε γυναίκα μου και άνθισε τον κήπο μας με τρία πανέμορφα ευωδιαστά λουλουδάκια.

61


62

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Μαρία Τουλ Ταφόπετρα Τα μάτια σου έχεις σφαλιστά ήρθε η σιωπή η παντοτινή μέσα σου χαμόγελο μελαγχολικό της ανυπαρξίας χώμα ποταπό τα σκουλήκια ροκανίζουν πια τη σάρκα σου και η ανάμνησή σου καθρέφτισμα ψυχών όλα τα άφησες πίσω σου τυλιγμένος σε ένα λευκό σεντόνι δεν σε θωρώ άλλο γιατί πέταξες με φτερά νυχτερίδας στην αξημέρωτη νυχτιά ηχεί σιγαλά η καμπάνα στο ονειρικό κοιμητήρι δεν ήσουν γέρος κι άχρηστος η απουσία σου λοιπόν ασταμάτητα κραυγάζει πυκνό μαγνάδι της αδικίας πιέζει το στέρνο μου το άγαλμα δεν ξέρει να εκφραστεί κύλησαν τα χρόνια αγάπη θολή της καταπιεσμένης νιότης μου αντίο φίλε διαλεχτέ η πόρτα σου δεν ανοίγει άλλο…

ZZ Η Μαρία Τουλ ζει στην Αθήνα. Τελείωσε το σχολείο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και σπούδασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε κατέχοντας δύο πτυχία. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, τις «Σκιές», 1988, και τα «Νυχτολούλουδα», 1998. Από τις εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη κυκλοφορούν τα διηγήματά της «Χιονισμένα μονοπάτια», 2007 και «Ανήφορος», 2015, τα μυθιστορήματά της «Φως ελπίδας», 2006, «Μοιραία απόφαση», 2008, «Η τελευταία άνοιξη», 2009, «Το απόλυτο σκοτάδι», 2010, «Χάρτινες ψυχές», 2011, «Ο κήπος της σιωπής», 2011, «Κρυφός δεσμός», 2012, «Στιγμές ευτυχίας», 2013, «Ένα χαμόγελο», 2014, οι νουβέλες της «Μελαγχολικό ξημέρωμα», 2013 και η ποιητική της συλλογή «Δάσος από όνειρα», 2012. Υπό έκδοση είναι το μυθιστόρημά της «Στα σκαλοπάτια της αγνότητας».


Μαρία Τουλ

Το τελευταίο σκαλοπάτι Είμαι εγώ η άθραυστη αλυσίδα γιατί όλοι μαζί σηκώσαμε το τετράψηλο βουνό της προσπάθειας και το ακουμπήσαμε μες στα εξημερωμένα νερά ακούγεται η γλώσσα μου στις μακρινές πολιτείες κι ο βόμβος των αθάνατων δημιουργημάτων μου με γεμίζει με απαράμιλλη αγάπη τη βλέπω τη σκάλα την επικίνδυνη που πάει στα αλαργινά ουράνια την ανέβηκα με περηφάνια και τα μάτια μου τα ηδονισμένα αντίκρισαν το θείο όνειρο κάθε αιώνας από ένα σκαλοπάτι και τώρα που έφτασα στη ζαλιστική κορυφή στέκομαι και κοιτάζω κάτω τα ρομπότ μου με το αλάνθαστο μυαλό τους που κυβερνούν τα αλαργινά αστέρια που φίμωσα κι έκανα δικά μου είμαι εγώ ο άπληστος μάγος της μικροσκοπικής γης που άλλους αρνείται να γνωρίσει πόσο με συγκινεί ο απλοϊκός πρόγονός μου με τα τυφλά του μάτια και τη μειωμένη του ακοή όμως με τον τολμηρό του νου τον φωτεινό διάδρομο σταδιακά σιμώνει δίχως να γνωρίζει τις συνέπειες η ανθρωπότητα η αθάνατη σχεδόν ζητωκραυγάζει τη νίκη της βγαίνοντας σαν από θαύμα απ’ τα στενά της σύνορα μα της μοναξιάς ο δρόμος είναι μακρύς καθώς κοιτάζει κατάματα τους αινιγματικούς ήλιους δίχως πια να τους φοβάται.

63


64

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Η λίμνη της αιώνιας λήθης Ατμόσφαιρα μουντή μέσα σου μάτια τσακίρικα σχεδόν τυφλά να βλέπουν απανωτούς μαύρους κύκλους και το περπάτημά σου δειλό πατερίτσες ακοή ασθενική γύρω σου ανοίγονται δρόμοι κακοτράχαλοι βράχια μυτερά και θάλασσα υπόψυχρη να σε λούζει ολοένα καράβι είσαι ακυβέρνητο ή τρένο που απότομα ξετροχιάστηκε κι ακούγονται γδούποι παράξενοι και φωνές αινιγματικές απ’ τον άλλον κόσμο κλείνεις τότε τα πονεμένα σου βλέφαρα και απ’ την καρδιά σου ξεπετάγονται φαντάσματα τρομακτικά όμως πόσο γλυκά είναι τα νεανικά πρόσωπα γύρω σου πόσο εύκολα προσαρμόζεσαι με τη θλιβερή κατάστασή σου γιατί μες στο άνοστο φαγητό σου υπάρχει μικροσκοπική η αέναη ελπίδα ένας αγώνας μακριά πολύ μακριά να φτάσεις κι όσο ανασαίνεις να δημιουργείς παραμύθια ζωή σταγόνα δροσερή στον γέρικο πια λαιμό σου δεν θέλεις ποτέ να την αποχωριστείς και τρέχεις και τρέχεις τρομαγμένη στου χάρου τα φαρμακερά δόντια να ξεφύγεις κι ας σου στήνει ανυπέρβλητες παγίδες — Είναι νωρίς ακόμη, λες και βυθίζεσαι στη θερμή λίμνη της λήθης.


υ ήα-

» α-

Συντάκτης επικηδείων (απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα, εκδ. Οσελότος 2016)

Τ

ις επόμενες μέρες ο Γιώργης σκέφτηκε να υλοποιήσει το σχέδιο που είχε στο μυαλό του: να γράψει έναν επικήδειο για κάποιον απ’ την παρέα τους. Ναι, αλλά για ποιον; Γι’ αυτόν που διαφοροποιήθηκε από τους άλλους, τον Σταμάτη, που ήθελε να πεθάνει στο γραφείο του. Και τον έγραψε βάζοντας πραγματικά αλλά και ψευδή στοιχεία, για να του κάνει πλάκα όταν θα τους τον διάβαζε. Και ιδού το κείμενο που έγραψε. «Νεκρολογία του δημοσίου υπαλλήλου Σταμάτη. Η μοίρα μας επεφύλαξε το θλιβερό καθήκον και την πικρή τιμή να απευθύνουμε τον τελευταίο χαιρετισμό μας εκ μέρους της παρέας των φίλων του τυπογραφείου, σε σένα, το επίλεκτο μέλος, αξέχαστε και αλησμόνητε φίλε Σταμάτη. Η απροσδόκητη είδηση του ξαφνικού θανάτου σου, μας συγκλόνισε κυριολεκτικά όλους. Και ιδιαιτέρως τους φίλους σου. Κανείς δεν το περίμενε. Ειδικά όσοι σε είχαν δανείσει. Και γιατί όλοι γνωρίζαμε τη θαλερή και ακμαία σωματική και πνευματική υγεία σου, που την θαυμάζαμε και την χαιρόμασταν. Εσένα, Σταμάτη, τον λεβέντη. Γιατί δεν ήσουν ο κοντός και χοντροκώλης υπάλληλος του δημοσίου. Τι κι αν ήσουν δημόσιος υπάλληλος; Την πέτρα έπιανες και την έστυβες, ώσπου κι εσένα επεφύλαξε την ίδια τύχη ο Χάρος ο σκληρός κι αγέλαστος. Πέρασα το πρωί σήμερα από το γραφείο σου, τον τόπο που άφησες την τελευταία σου πνοή, ύστερα από την αυστηρή επίπληξη του προϊσταμένου σου, που δεν την άντεξες. Ήταν τόσο άδικη! Εκεί, που ύστερα σταμάτησε απότομα η ευαίσθητη καρδιά σου. «Καρδιακή προσβολή», διέγνωσε ο φίλος μας ο Πέτρος. Και όλοι μας είπαμε τότε: «πάει ο Σταμάτης σαν το σκυλί στ’ αμπέλι». Ούτε σκυλί είχες, βέβαια, αλλά ούτε και αμπέλι. Η ζωή σου όλη ήταν το γραφείο σου και η υπηρεσία. Σ’ αυτήν είχες ταχθεί. Το γραφείο σου ήταν άδειο σήμερα Σταμάτη. Η καρέκλα που καθόσουνα κενή. Η πένα σου κάτω. Το μελανοδοχείο κλειστό και σφραγισμένο. Οι σφραγίδες βουβές. Τα συρτάρια κλειδωμένα και βαριά. Ο χαρτοκόπτης σου άναυδος. Σοκαρισμένοι οι φά140 × 210

Β

ρισκόμαστε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στο Νεόκαστρο. Εκεί ζει και εργάζεται, ο Γιώργης. Η περιοχή είναι τουρκοκρατούμενη. Η πόλη είναι νέα. Δημιουργήθηκε από τον τελευταίο πασά, για να φιλοξενήσει την έδρα του και όλες τις υπηρεσίες διοίκησης. Ο Γιώργης είναι εκδότης της μοναδικής εφημερίδας του Νεοκάστρου, «τα Νέα του Νεοκάστρου». Ο ίδιος τη γράφει, την τυπώνει και τη διακινεί στους συνδρομητές του. Με αφορμή ένα τυχαίο γεγονός ο Γιώργης σκέπτεται να αξιοποιήσει τον επικήδειο λόγο ως ένα νεωτερισμό στη δισέλιδη εφημερίδα του. Συγκεντρώνει γι’ αυτό πληροφορίες και αρχίζει να δοκιμάζει την απήχηση που θα έχουν οι επικήδειοι λόγοι στην παρέα του, που συγκεντρώνεται κάποιες φορές στο χώρο του τυπογραφείου του. Οι επικήδειοι που γράφει αφορούν ζωντανούς και πεθαμένους και αποτελούν μια καλή αφορμή για την παρέα να προσεγγίσει σουσούμια, εσωτερικά και εξωτερικά, να κάνει σάτιρα, να θέσει φιλοσοφικά ερωτήματα αλλά και να πάρει το νυστέρι για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας τους, που τα περισσότερα απ’ αυτά είναι κακώς κείμενα της κοινωνίας γενικώς. Της κάθε κοινωνίας εις τον αιώνα των αιώνων. Το αστείο γίνεται αφορμή να θιγούν πράγματα και καταστάσεις κάθε άλλο παρά αστείες.

ISBN 978-960-564-396-6

SPINE: 11.8 FLAPS: 80

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ ΕΠΙΚΗΔΕΙΩΝ

ς ύ ι-

Ιωάννης Ευαγγ. Σταμέλος

Ιωάννης Ευαγγ. Σταμέλος

έ-

μα-

Ιωάννης Ευαγγ. Σταμέλος

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ZZ Ο Ιωάννης Ευαγγ. Σταμέλος γεννήθηκε στην Κερατέα. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Σπουδές στην Εκπαίδευση του Ε.Α.Π. Είναι πτυχιούχος της ΣΕΛΜΕ Ηρακλείου και επιμορφωτής Α’ και Β’ Επιπέδου του Υπουργείου Παιδείας. Έχει διατελέσει τρεις φορές Πρόεδρος του Παραρτήματος Λασιθίου της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας. Είναι επίσης Πρόεδρος της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Νομού Λασιθίου και διευθυντής σύνταξης του περιοδικού ΑΜΑΛΘΕΙΑ. Έχει κάνει αρκετές ανακοινώσεις σε συνέδρια, ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Διδάσκει Μαθηματικά στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Ο Ιωάννης Ευαγγ. Σταμέλος γεννήθηκε στην Κερατέα, το 1956, όπου τελείωσε το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στις Σπουδές στην Εκπαίδευση του Ε.Α.Π. Είναι πτυχιούχος της ΣΕΛΜΕ Ηρακλείου και επιμορφωτής Α’ και Β’ Επιπέδου του Υπουργείου Παιδείας. Έχει διατελέσει τρεις φορές Πρόεδρος του Παραρτήματος Λασιθίου της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας. Είναι επίσης Πρόεδρος της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Νομού Λασιθίου και διευθυντής συντάξεως του περιοδικού «Αμάλθεια». Έχει κάνει αρκετές ανακοινώσεις σε συνέδρια ενώ άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Διδάσκει Μαθηματικά στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Το βιβλίο του αυτό είναι το ενδέκατο.

ο σ ε λ ότ ο ς

23/6/2016 9:00:57 μμ

65


66

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

κελοι και τα χαρτιά πάνω στο γραφείο σου. Τα ντοσιέ σε βαριά μελαγχολία. Τα μαύρα μανίκια ήτανε σήμερα πιο μαύρα στη θέση που τα άφηνες φεύγοντας. Όλα τα αγαπημένα σου αντικείμενα εκεί στέκουν και σε περιμένουν να επιστρέψεις. Μάταια, όμως, γιατί δεν πρόκειται πλέον να σε ξαναδούν. Δεν πρόκειται να ακούσουν τη βαριά και κοφτή φωνή σου να λέει: «Εμπρός», «Έφερες το χαρτόσημο;», «Συμπλήρωσες σωστά και ευκρινώς την αίτηση;», «Πέρασες από το πρωτόκολλο;», «Πάλι εσύ εδώ;» Θα τους λείψουν οι φωνές σου στον δύστυχο, που μπήκε χωρίς να χτυπήσει την πόρτα. Θα τους λείψει το «μάλιστα, κύριε προϊστάμενε» μπροστά και το «άι στο διάολο, ρε καθίκι» πίσω του. Αν είχαν τον τρόπο θα ήταν εδώ μαζί μας όλα αυτά τα αντικείμενα, που τόσο ταλαιπώρησες κατά τη διάρκεια της υπαλληλικής σου σταδιοδρομίας, πολυαγαπημένε μας Σταμάτη. Και μη σου περάσει από το μυαλό –τι λέω, ποιο μυαλό...– ότι θα ερχόντουσαν εδώ να κλάψουν μαζί μας. Υποψιάζομαι ότι θα το έκαναν μόνο και μόνο για να βεβαιωθούν ότι πράγματι αποδήμησες εις Κύριον. Διότι είχες για κάθε λύση ένα πρόβλημα. Δε βαριέσαι, όμως, Σταμάτη. Αυτή είναι η μοίρα των υπαλλήλων. Άλλοι φεύγουν, άλλοι έρχονται. Δεν ξέρουν τα δύστυχα αντικείμενα του γραφείου τους ότι η γραφειοκρατία παραμένει η ίδια όποιος και να ’ρθει μετά. Η συμπεριφορά των νέων σιγά σιγά, με τον καιρό, γίνεται ίδια και όμοια με εκείνη των παλαιοτέρων και η μοίρα των αντικειμένων καθώς και των πολιτών παραμένει η ίδια. Το ίδιο, βέβαια, νομίζουν και οι πολίτες. Ότι, δηλαδή, όταν φεύγει ένας υπάλληλος και τη θέση του καταλαμβάνει κάποιος άλλος, πως κάτι θα αλλάξει. Αργά το καταλαβαίνουν, βέβαια, ότι όλα μπορεί να αλλάζουνε, αλλά κατά βάθος όλα τα ίδια μένουν στον άτεγκτο και σκληρό κόσμο της δημόσιας διοίκησης. Αγαπημένε μας φίλε Σταμάτη, ήσουν πάντοτε για εμάς τους φίλους σου, ένα άριστο παράδειγμα προς μίμηση, στους περισσοτέρους τομείς της δράσης σου. Ήσουν έντιμος και δίκαιος. Άλλο το ότι έκανες και λίγο τα στραβά μάτια, άμα ερχόταν κάποια όμορφη στο γραφείο σου. Και ίσως καμιά φορά επιτάχυνες τις υποθέσεις, όταν μαζί με τη σχετική αίτηση κατέθεταν και καμία τσαντούλα με κανέναν λαγό ή καμία πέρδικα. Δεν βαριέσαι Σταμάτη, αμαρτία εξομολογημένη δεν είναι αμαρτία. Το κακό ήταν με σένα ότι τους καλούς μεζέδες που μάζευες στην υπηρεσία σου, τους απολάμβανες μόνος σου. Αλλά, είπαμε, δε βαριέσαι Σταμάτη… Τι παίρνεις τώρα μαζί σου; Τι κατάλαβες που ήσουν μοναχοφάης; Όχι, πες μας τώρα αν μπορείς! Κατά τα άλλα ήσουν ειλικρινής σε όλους, πιστός στην Ορθοδοξία και τη διοίκηση. Αγωνίστηκες στην ζωή σου ως καλός αγωνιστής και απέρχεσαι του κόσμου τούτου με βαθειά την ανάμνηση των αρετών σου, μεταξύ των συνανθρώπων σου. Ήσουν συμπαθής, σεμνός, ακούραστος εργάτης και απολάμβανες της αγάπης και της εκτιμήσεως όλων των φίλων μας στο τυπογραφείο. Ποτέ δεν είπες σε πολίτη «πέρασε η ώρα, έλα αύριο». Πάντα εύρισκες μια καλύτερη πρόφαση για να τους ταλαιπωρείς. Αλλά δε βαριέσαι Σταμάτη, αυτά θυμούνται οι άνθρωποι… Σε διέκρινε η ευγένεια και το ήθος προς τους προϊσταμένους. Και καμιά φορά και προς τους υφισταμένους σου. Η επιμέλεια αλλά και η επιδεικνυόμενη καλοσύνη και προσήνεια στους σκοπούς, που επιτελούσαμε όλοι εδώ, σ’ αυτόν τον χώρο του τυπογραφείου, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ήταν εκ μέρους σου υποδειγματική. Απέρχεσαι από τον πρόσκαιρο τούτο κόσμο, με τη συνείδηση ήσυχη ότι εκπλή-


Ιωάννης Ευαγγ. Σταμέλος

ρωσες, το καθήκον σου προς την παρέα, τη διοίκηση και την κοινωνία. Προς την οικογένειά σου δηλώνω αναρμόδιος να εκφέρω γνώμη και επιφυλάσσομαι. Θα σε θυμόμαστε για όλες τις ιστορίες που μας έλεγες, για τη μεγάλη σου προσφορά στον ελληνισμό και την κοινωνία, αν και πολλές απ’ αυτές ήταν ψέματα. Είχες ομολογουμένως καλή φαντασία και ικανότητα στη μυθοπλασία. Δε βαριέσαι Σταμάτη και το ψέμα μέρος της ζωής είναι και θέλει καλό μαγείρεμα σε αντίθεση με την αλήθεια που σερβίρεται ωμή. Και πρέπει να είμαστε δίκαιοι μαζί σου: ήσουν άριστος μάγειρας! Θρηνούμε σήμερα, αγαπητοί μου, τον εκλεκτό φίλο, τον υπέροχο άνθρωπο, τον ακάματο και τιμιότατο εργάτη του δημοσίου. Τον αγαπημένο μας φίλο. Κλαίμε το φως που έσβησε. Κλαίμε τον ήλιο που χάθηκε για μας. Ήσουν και θα είσαι ο αναντικατάστατος, αλησμόνητε φίλε μας. Ο Σταμάτης, φίλοι μου, ανήκε στους άρχοντες που δεν τους αναδεικνύουν οι όποιοι τίτλοι, αν και δεν κατέκτησε κανέναν στη ζωή του. Θεωρώντας ως κύριο εφόδιό του την αγάπη του κόσμου, ποτέ δε μας λύπησε. Εκτός από τις περιπτώσεις που ερχόταν εδώ με άδεια χέρια. Γιατί σου άρεσε, αλησμόνητε Σταμάτη, η τράκα. Πονάμε, αλλά αισθανόμαστε περήφανοι για ό,τι υπήρξες, Σταμάτη μας. Σε πείσμα του θανάτου θα ζεις στις σκέψεις και στις καρδιές μας. Και η μνήμη σου θα είναι στο εξής φάρος για τις δικές μας τις ζωές. Συλλυπητήρια, αγαπητοί μας φίλοι. Αιωνία σου η μνήμη, αλησμόνητε και αγαπητέ φίλε Σταμάτη.» Την επόμενη Τετάρτη, τη γνωστή ώρα, άρχισαν να μαζεύονται οι φίλοι. Κάλεσαν αυτή τη φορά και τον γιατρό τον Πέτρο. Ο Πέτρος ήρθε με μια μεγάλη λεκάνη. Του είχαν φέρει πέρδικες στο ιατρείο. Έβαλε τη Ζωή και τις έψησε και τις έφερε στο τυπογραφείο ρεφενέ. Το τραπέζι συμπληρώθηκε με λάχανο, πατάτες οφτές, κουκιά, αγκινάρες και άλλους ωραίους μεζέδες. Θυμήθηκαν τρώγοντας και πίνοντας διάφορα περιστατικά από την τελευταία επανάσταση και τη συμπεριφορά διαφόρων. —Στον κίνδυνο και στη μεγάλη χαρά βλέπεις, από τη συμπεριφορά του, την πραγματική αξία του καθενός μας. Από το πώς αντιδρά στην ακραία κατάσταση, είπε ο Πέτρος. —Ασφαλώς, γιατρέ, θα έχεις δει ανθρώπους στα τελευταία τους ή μπρος στην αρρώστια και στον φόβο του θανάτου να συμπεριφέρονται αναξιοπρεπώς, είπε ο Νίκος. —Πραγματικά, δεν αντιμετωπίζουν όλοι με τον ίδιο τρόπο την αρρώστια και τον θάνατο. Οι περισσότεροι κλαίγονται… —Δεν βαριέστε, είπε ο Κωνσταντής, ανθρώπινα είναι αυτά. —Ναι, είπε ο Γιώργης. Δεν ξέρω τι λες, Σταμάτη, πρέπει να αντιμετωπίζει τον θάνατο ο άνθρωπος με χιούμορ; —Ασφαλώς. Γιατί ρωτάς εμένα; —Έλα ξάπλωσε στην κασέλα να σου πω. Δεν έχεις χιούμορ; —Είπαμε… —Ξάπλωσε τότε. Ξαπλώνει στη γνωστή θέση που συνήθως έκανε τον πεθαμένο ο Σταμάτης, σταυρώνει και τα χέρια και περιμένει. Δεν του πέρασε, όμως, από το μυαλό ότι τώρα ο επικήδειος αφορούσε τον ίδιο. Ο Γιώργης βάζει στη γνωστή θέση το μπουκάλι με το τσίπουρο και ένα ποτηράκι.

67


68

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Πηγαίνει μέσα και φέρνει τον επικήδειο, που είχε γράψει και ξεκινάει να τον διαβάζει. Και πραγματικά ο Σταμάτης και οι υπόλοιποι αντιμετώπισαν με γέλια τα λεγόμενα του Γιώργη. Στο τέλος, στο δεύτε τελευταίον ασπασμό, ασπάστηκε τον Σταμάτη στο μέτωπο, σήκωσε το γεμάτο ποτήρι με το τσίπουρο και είπε: «Σε χαιρετώ, Σταμάτη, κι όποιος σκεφτεί για σε κακό να πέσει απ’ το κρεβάτι!» —Ο επόμενος… «Άσχημο κάνεις λείψανο, ρε Σταματάκο. Αν ο άγιος Πέτρος το λαμβάνει υπόψη, στην κόλαση σε βλέπω. Μακαρία η οδός σου!» κατέβασε το τσίπουρο με μία και προχώρησε. —Ο επόμενος… «Μετάνιωσε, Σταμάτη, σου λέγαμε εγκαίρως. Δεν ξέρεις καμιά φορά τα πράγματα πώς έρχονται… Ο Θεός ας σε συγχωρέσει», κατέβασε κι αυτός το τσίπουρο και προχώρησε. Όταν τελείωσαν οι τελευταίοι ασπασμοί, σηκώθηκε ο Σταμάτης και ζήτησε να πάρει τον λόγο για να τους ευχαριστήσει. —Πραγματικά, με συγκινήσατε με τα ωραία σας λόγια. Είσαστε πραγματικοί φίλοι. Πάνω που σκεπτόμουνα να παντρευτώ και να αφήσω τη ζωή του εργένη. Μάλιστα, είχα σκοπό να σας ζητήσω να πάτε προξενιό στην υποψήφια νύφη, αλλά με κάνατε σήμερα να αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Θα πάω μόνος μου να την ζητήσω από τον πατέρα της και θα το κάνω πολύ γρήγορα. Να συγκεντρωθώ στην οικογένεια που σκέπτομαι να κάνω και να κόψω τις κακές παρέες μαζί σας. Εις υγείαν σας! Σήκωσαν όλοι μαζί τα ποτήρια ψηλά, τα τσούγκρισαν και τα κατέβασαν με μία. Ο Σταμάτης, στο γενικότερο πνεύμα της παρέας, αστειευόταν.


Ορέστης Πρέκας-Πατρωνάκης

Ορέστης Πρέκας-Πατρωνάκης Άτιτλο Κορμιά γυναίκεια Αιδώς, ανέχεια Τα ύψη και τα βάθη αγκαλιά Ύλη ζώσα πάθη ρόσσα Μια κραυγή μού παίρνει τη λαλιά Μόνο η θύμησή σου Σκύψε δίπλα μου, γδύσου Σπάω και γίνομαι χίλιοι και ένας Ταξίδια μεγάλα Του ιδρώτα μια στάλα Στο βάθος δεν υπάρχει πυθμένας Παραδόξως εδώ συνεχίζω να ζω Κι ας είμαι απόψε μονάχος Τα εδώ, τα εκεί –μια ολάκερη γη– Είμαι κύμα, μα είμαι και βράχος.

ZZ Ο Ορέστης Πρέκας-Πατρωνάκης γεννήθηκε σε μια πενταμελή οικογένεια, ως πέμπτο μέλος, στη Θεσσαλονίκη το 1988 κι έζησε στις Συκιές ως την ύστερη εφηβεία. Μετοίκησε στην Κοζάνη, αργότερα στην Ισπανία και τώρα, στην ύστερη νεότητα, στην Αθήνα. Του αρέσουν οι σπάνιες σκέψεις πάνω σε απλά πράγματα, οι συνθήκες που εμπεριέχουν τον εαυτό τους και η άγρια ομορφιά. Επιλέγει να ζει και ζει.

69


70

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Βασιλική Δραγούνη Ο άνεμος φωνάζει τ’ όνομά σου Ο άνεμος φωνάζει τ’ όνομά σου Που κάποτε σιγοψιθύριζα κι εγώ Θυμάμαι όμως τα λόγια σου Να μάθω να ακούω τα μηνύματα Πέρα από τη μελωδία. Μετά το τέλος, η φωνή μου έκλεισε Φυλακίστηκε στον λαιμό μου Και κλείδωσε την πόρτα Αποφάσισα να σε εκθειάσω με τα μάτια μου Αλλά οι κόρες μου γέμισαν γρατσουνιές σαν ένα χιλιοπαιγμένο βινύλιο Από την επανάληψη, επανάληψη, επανάληψη Μέχρι σημείου κορεσμού Μέχρι τα λόγια πια να χάσουν το νόημά τους. Απεγνωσμένα έψαχνα για λέξεις Που τα μάτια μου δεν θα άφηναν να ξεγλιστρήσουν Δεν θα άφηναν να δραπετεύσουν Που δεν θα ξεχνιούνταν Που δεν θα κούραζαν.

ZZ Η Βασιλική Δραγούνη γεννήθηκε στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ευρωπαϊκή Συγκριτική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης (Βέλγιο) και έχει κάνει μεταπτυχιακό στον τομέα των Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Εργάζεται στον αεροπορικό χώρο. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν λάβει βραβεία, επαίνους και τιμητικές διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα. Ποιήματα και κείμενά της έχουν επίσης αναρτηθεί στο διαδίκτυο σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά.


Βασιλική Δραγούνη

Έψαξα κάθε βιβλίο Κάθε άρθρο Κάθε ποίημα Αποδόμησα κάθε ιστορία Διαμέλισα κάθε στίχο. Κι όταν οι λέξεις απέτυχαν Στράφηκα στις εικόνες: Φανταχτερές εικόνες Συγκλονιστικές εικόνες Αισθησιακές εικόνες Σοκαριστικές εικόνες Αλλόκοτες εικόνες Συμπαθητικές εικόνες Όλα τα είδη των εικόνων. Διαπραγματεύτηκα αναμνήσεις για εικόνες – Οι περισσότερες απ’ αυτές ήδη ξεφτισμένες Κι όταν και οι εικόνες απέτυχαν Έκλεισα τα μάτια μου Και άρχισα να ακούω...

71


72

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Έλλη Ρουσσίδου Το Μάτι Σ’ έναν πράσινο κύκλο χορεύαν οι εκλεκτοί. Το μεγάλο Μάτι τους κοίταζε όλους χωρίς να ξέρουν πως τους κοιτά. Οι άνθρωποι πάντα χόρευαν νομίζοντας πως είναι εκλεκτοί. Με λάβαρα, με είδωλα, με όπλα του θανάτου θα έπαιρναν ό,τι έδωσαν και ακόμα παραπάνω... Στους κρεμαστούς κήπους και τις κατεστραμμένες ζούγκλες κατακερματισμένες κούκλες θρυμμάτιζαν του χρόνου το γυαλί.

Ζεύγη Ανίδεη Ανίερη Νομίζω νοσηρή Σαρκαστική Σχολαστική Χλομή Χολερική. ZZ Η Έλλη Ρουσσίδου γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Αγγλική Λογοτεχνία και Ποίηση του 18ου αιώνα, καθώς και Μετάφραση στο Μητροπολιτικό Κολέγιο Αθηνών, με συμπληρωματικές σπουδές στη Μετάφραση στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλά αγγλικά, ισπανικά και γαλλικά. Εργάζεται από το 1994 ως καθηγήτρια αγγλικών και μεταφράστρια. Είναι παντρεμένη και έχει δυο κόρες. Στο έργο της είναι διάχυτες οι επιρροές μεταφυσικών ποιητών, όπως των S. T. Coleridge και E. A. Poe, καθώς και των συγγραφέων του μεταφυσικού-τρόμου H. F. Lovekraft, Clive Barker, Derleth, καθώς και του θεατρικού συγγραφέα και δημιουργού του Θεάτρου της Σκληρότητας Antonin Artaud. Το ποιητικό της έργο αποτελείται από οκτώ ποιητικές συλλογές (1990-2014): «Nightwood», «The forest of Illusion», «Στη Σφαίρα του Νου», «Ο Ποιητής της Πόλης», «Τα αμφίδρομα ποιήματα – The bi-lateral poems», «The OMEN (Ο Οιωνός)», «Solstice (Ηλιοστάσιο)» και «Ο Τάφος του Βασιλιά Ξιφία». Επίσης, γράφει πεζά και σύντομες ιστορίες, καθώς και παρωδίες.


Έλλη Ρουσσίδου

Διαδρομή Ο ποιητής περπατάει περήφανος και μόνος στον μη αυλακωμένο δρόμο που μόνος του πικρά ορίζει. Κλοτσά τις πέτρες το χώμα κλοτσά δάκρυα θα χύσει στο δρόμο πολλά. Μα τότε η γη θα έχει πια καταλάβει θα μαλακώσει το χώμα της και τον πόνο θα χάσει για να ορίσει τον δρόμο που νομίζαν χαμένο για να βρει ο ποιητής της ζωής το γραμμένο.

Βροχή από πέταλα Περπατάω ξυπόλυτη στην εναέρια ξύλινη γέφυρα. Είναι Άνοιξη και κάτω μου κυλάει το αιώνιο ποτάμι. Σηκώνω τα μάτια μου και νιώθω το δέος Βροχή από πέταλα βροχή από γαλάζιο νέον. Νομίζω πως μέσα μου θα έρθει η άνοιξη με βροχή από πέταλα με βροχή από νέον.

Αρνητισμός Δεν συντονίζομαι! Δεν συνωστίζομαι! Δεν αυνανίζομαι, με το ανόητο κουτί σου. Δεν συγχρονίζομαι! Δεν ενστερνίζομαι! Θέλω η σκέψη να ’ναι δική μου...

73


74

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Πίσω από το παράθυρο Σινεμασκόπ ζωή, τυχαίων ανθρώπων που πίσω απ’ το παράθυρο μοιάζει φανταστική. Οι γρίλιες και οι κουρτίνες για πάντα θα με κρύβουν από την ματαιότητα που οι άλλοι λεν ζωή. Γείτονες και γειτόνισσες Δαίμονες και δαιμόνισσες Πετούν τις καλημέρες τους Σαν κόκαλα σε σκύλο. Ποτέ μου δεν τους χαιρετώ με κόκαλο στο στόμα. Θέλω η καλημέρα μου να βρίσκει το Θεό.

Ο Κήπος της Μαμάς Ανεβάζω τα μάτια στον θόλο σε ένα μοβ και δύστροπο Όλο που το είχα μέχρι χτες για ουρανό. Το σώμα τώρα ανατριχιάζει. Το σπίτι τώρα με τρομάζει ο κόσμος έχει αλλάξει σε κάτι τρομερό. Στον Κήπο της Μαμάς η ανάσα του καιρού έκαψε τα λουλούδια μου πέταξε η γη τις φλέβες νομίζω παλμογράφο ότι ακούω πια. Σύντομα όλα θα τελειώσουν στον Κήπο Της Μαμάς...


Χρήστος Ε. Ζώης

Χρήστος Ε. Ζώης Ζωντανά αντίγραφα

Ε

ίναι βραδάκι και ψιλοβρέχει. Έχει μπει πια για τα καλά το φθινόπωρο. Οκτώβρης μήνας και η βροχή δε λέει να σταματήσει. Σπρώχνει απαλά την πόρτα και μπαίνει. Ρίχνει ένα βλέμμα στον χώρο, τα περισσότερα τραπέζια είναι άδεια. Άλλωστε είναι νωρίς ακόμη, ο πολύς κόσμος έρχεται αργότερα. Κατευθύνεται προς το τραπεζάκι στη γωνία και κάθεται. Βγάζει το μπουφάν, ανάβει τσιγάρο κι ανοίγει την εφημερίδα. Ντύνεται το κρύο του ύφος και κάνει νόημα στο γκαρσόν. Παραγγέλνει μια βότκα με λεμόνι. Το ραντεβού του είναι για τις εννιά. Έχει ώρα ακόμη. Σιγά–σιγά αρχίζει να γεμίζει και το κατάστημα. Παρατηρεί προσεκτικά όσους μπαίνουν, τι άλλο να κάνει, τους σχολιάζει στο μυαλό του. Απέναντί του, προς τα δεξιά, έχει καθίσει μια εκρηκτική ξανθιά. Βάζει το ένα της πόδι πάνω στ’ άλλο, ανάβει τσιγάρο με βιαστικές κινήσεις και φυσάει τον καπνό της προς το μέρος του, στρέφοντας το βλέμμα της καταπάνω του. Της το ανταποδίδει. Ακριβώς τη στιγμή εκείνη μπαίνει κάποιος μέσα που τον κάνει να χάσει το χρώμα του. Του φαίνεται πολύ γνωστός, του θυμίζει έντονα κάτι. Γουρλώνει τα μάτια του. Είναι ο ίδιος, αυτός, ο εαυτός του. Δεν μπορεί, σκέφτεται, τόσο πολύ μου μοιάζει; Ή μήπως εγώ μοιάζω σ’ αυτόν; Τον παρατηρεί που κάνει μια βόλτα στο μαγαζί σαν κάτι να ψάχνει. Κρατάει στ’ αριστερό του χέρι τα τσιγάρα του –ίδια μάρκα– κι ένα τσακμάκι από κείνα τα παλιά, ίδιο με το δικό του. Ξαφνικά σταματάει. Κοιτάζει προς τα εδώ, τον βλέπει, κι απ’ ό, τι φαίνεται κεραυνοβολείται. Μισοκλείνει τα μάτια του για να δει καλύτερα, όπως κάνει κι ο ίδιος κάποιες φορές –να ’ναι καλά η μυωπία–, κάνει στροφή και εκτοξεύεται προς την πόρτα. Την ανοίγει κι εξαφανίζεται στο σκοτάδι. Η ξανθιά απέναντί του έχει δει τη σκηνή και χαχανίζει, ο διπλανός της –που πρέπει να ήρθε στο μεταξύ– την αποπαίρνει: «Σιγά, μωρή, τι κάνεις έτσι… μεθυσμένη είσαι;» Τότε κι αυτή του απαντάει: «Με σένα γελάω, ηλίθιε». Εκείνος ξεροκαταπίνει κι αυτή σταματάει. Ο δικός μας, που παρατηρεί τη σκηνή, σηκώνεται αμέσως, βουτάει το μπουφάν του, αφήνει τα χρήματα στο τραπέζι και βγαίνει φουριόζος, σπρώχνοντας δυο τρεις πελάτες που εκείνη την ώρα έμπαιναν. Μόλις τον βλέπει η ξανθιά, πετάγεται από το ZZ O Χρήστος Ε. Ζώης είναι φιλόλογος και ζει στα Ιωάννινα. Από ερασιτεχνισμό ορμώμενος, έστησε ένα μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Οσελότος» με τίτλο «ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΜΥΣΤΙΚΟ», όπως και αρκετά ευτράπελα στιχάκια με ρίμα και ήρωες μικρούς φίλους του ζωικού βασιλείου. (Ένα από αυτά περιλαμβάνεται στα «Παραμύθια του Οσελότου, Τόμος ΙΙΙ»). Κάποιες ποιητικές του απόπειρες παραμένουν στο κάτω συρτάρι, ενώ στίχοι για τραγούδια περιμένουν φωνές για να τραγουδηθούν. Το χαρτί, ο καμβάς και τα φυσικά υλικά τον συγκινούν ιδιαίτερα, μιας και το αντίδοτό του στην «καθημερινότητα» είναι η φύση και η τέχνη. Το ΜΎΡΤΙΛΟ το αγάπησε με το που το είδε στο βιβλιοπωλείο του «Οσελότου» στα Ιωάννινα.

75


76

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

κάθισμα, διασχίζει κουνιστή τον διάδρομο και βγαίνει στον δρόμο. «Έι, ε, ψσστ…» του φωνάζει. Αυτός σταματάει, γυρνάει το κεφάλι του. «Τι θέλεις;» τη ρωτάει φανερά αναστατωμένος. Εκείνη του ρίχνει ένα χαμόγελο. «Να, είδα κάτι πριν, που...» «Παράτα με…» της λέει κοφτά και επιταχύνει το βήμα του. Ο άλλος προπορεύεται αρκετά. Τον ακολουθεί γοργά. Τον βλέπει να μπαίνει φουριόζος σ’ ένα βιβλιοπωλείο. Βγαίνει μετά από λίγο μ’ ένα πακέτο στη μασχάλη. Η βροχή δυναμώνει. Τον ακολουθεί. Εκείνος μπαίνει σε μια καφετέρια. Ανταμώνει κάποιους γνωστούς του. Ο δικός μας προσπαθεί να κοιτάξει μέσα από το τζάμι. Μα, αυτοί είναι φίλοι μου, σκέφτεται. Τι στο καλό! Πανικοβάλλεται και προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από το περίπτερο που υπάρχει δίπλα του. Σε λίγο περνάει το πεζοδρόμιο και μπαίνει στο ακριβώς απέναντι μπαράκι. Κάθεται στο τζάμι, πίσω απ’ την κουρτίνα. Παραγγέλνει διπλό κονιάκ. Κάποια του φωνάζει. Γυρίζει. Είναι η Άννα. «Γεια σου, τι κάνεις εδώ… γιατί μ’ έστησες χθες;» του λέει σε έντονο ύφος. «Συγγνώμη, ρε συ, Άννα, θα σου εξηγήσω αργότερα», της απαντάει ασθμαίνοντας, παρατηρώντας τον άλλο να βγαίνει από το καφέ και να ’ρχεται καταπάνω τους. Ανοίγει αμέσως ένα περιοδικό και καλύπτει το πρόσωπό του, ρίχνοντας πλάγιες ματιές. Σχεδόν μπροστά στο τζάμι, κι ενώ η Άννα χειρονομεί, του άλλου του πέφτει το βιβλίο στο πεζοδρόμιο και φαίνεται για λίγο η αρχή του τίτλου του: Μια φορά που... Εκείνος σκύβει αμέσως, το μαζεύει αστραπιαία και προχωράει στο πεζοδρόμιο. Ο δικός μας εκτοξεύεται από το κάθισμα, αφήνοντας σύξυλη την κοπέλα και βάζει πλώρη για το βιβλιοπωλείο. Αρχίζει να ψάχνει τίτλους βιβλίων. Δεν υπάρχει κανένα που ν’ αρχίζει έτσι. Ρωτάει μία από τις υπαλλήλους. «Θα σας πω σε λίγο» του απαντάει εκείνη και απομακρύνεται. «Μου είπαν πως και κάποιος ακόμη το ζήτησε, πριν λίγη ώρα», τον ενημερώνει επιστρέφοντας. «Υπάρχει ένα τελευταίο στην αποθήκη. Αν μπορούσατε να περάσετε σε κάνα τεταρτάκι, θα το έχω εδώ». Δέχεται. Την ευχαριστεί και φεύγει. Περπατώντας στην τύχη, βρίσκεται και πάλι έξω από το στέκι του. Μπαίνει και ρίχνει μια ματιά γύρω. Το βλέμμα του πέφτει στο τελευταίο τραπέζι. Κι εκεί τον βλέπει. Είναι ο ίδιος, αυτός, ο εαυτός του. Όχι πάλι, λέει μέσα του. Ο άλλος τον έχει επίσης εντοπίσει και τον κοιτάει σαν απολιθωμένος. Ο δικός μας κάνει στροφή και βγαίνει. Κατευθύνεται προς το βιβλιοπωλείο. Ίσως το βιβλίο να είναι η απάντηση. Ο άλλος τινάζεται πάνω, παρατάει και την ξανθιά που του κάνει χαρούλες και τον παίρνει από πίσω. Ο δικός μας το καταλαβαίνει, αλλά τον αφήνει να τον ακολουθήσει. Πρώτα αγοράζει το βιβλίο και μετά πηγαίνει στην καφετέρια που συχνάζουν οι φίλοι του. Τον βλέπει που μπαίνει στο απέναντι μαγαζί. Θα του κάνω πλάκα, σκέφτεται. Διασχίζοντας τον δρόμο σχίζει τη μια πλευρά του χαρτιού. Τον βλέπει που μιλάει με την Άννα. Περνάει μπροστά τους κι αφήνει το βιβλίο να πέσει. Μια φορά που... φαίνεται στο άνοιγμα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του ιδρωμένος. Στο τραπέζι υπήρχε ένα σημείωμα: «Έλα να με βρεις στις εννιά, στη “Σφήκα” – Άννα». Δίπλα ένα βιβλίο: Μια φορά που… Και πιο κάτω: Σκέψεις πάνω στον τετραδιάστατο χωροχρόνο. Ταξίδια στο μέλλον με την ταχύτητα του φωτός. Χαμογέλασε και γύρισε από το άλλο πλευρό...


Ελένη Θ. Π. Λουκά

Ελένη Θ. Π. Λουκά Σπίτι παλιό Εκεί ερειπωμένο στην άκρη του δρόμου κλειστά παραθύρια κι αράχνες του τρόμου μαυρισμένοι οι τοίχοι, του χρόνου σημάδια απουσίες φωνάζουν, ανθρώπων ρημάδια. Ζωές, σκηνές, μιλιές κι αισθήματα πάντα πιστό σε μια πορεία χωρίς συνθήματα κάθε σημείο του και ένα αποτύπωμα μιας ιστορίας κάθε γωνία του και μια ανάμνηση μιας αγωνίας. Άδειο κρεβάτι στη μοναξιά του φίλη η σκόνη ένα χαλάκι κι αυτή η θλίψη δεν το ζυγώνει φωτογραφίες πάνω στους τοίχους ορφανεμένες θρηνούν κι αναπολούν μέρες χαμένες. Το μυστικό της λησμονιάς καλά κρυμμένο κι ο καημός της ερημιάς γράμμα κλεισμένο σπίτι παλιό εκεί μονάχο περιμένει κάποια ζωή, ψυχή στην πέτρα που επιμένει.

ZZ H Ελένη Θ. Π. Λουκά γεννήθηκε στη Στρογγυλή Κερκύρας, όπου ολοκλήρωσε τη βασική της εκπαίδευση. Σπούδασε Βιολογία και εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του Saarland ως βοηθός καθηγητή στο τμήμα της Μυκητολογίας και Μικροβιολογίας παρά τον καθηγητή Prof. Wartenberg. Μετά το τέλος των σπουδών της εργάστηκε στον Δήμο Saarbrücken στο τμήμα Βοτανολογίας, όπου ασχολήθηκε με τη στατιστική καταγραφή όλων των ειδών φυτών άγριας βλάστησης της πόλης και επιπλέον με τη συγγραφή του βιβλίου Kompendium όπου αναλύονται διάφορα είδη θάμνων και δένδρων για τη μετεκπαίδευση κηπουρών. Το 1990 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου έκανε πρακτική για έναν χρόνο στο βιοχημικό εργαστήριο του Άγιου Σάββα. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα από το 1991 σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών διδάσκοντας Γερμανικά με μεγάλη επιτυχία. Η ενασχόλησή της με την ποίηση άρχισε τα τελευταία πέντε χρόνια. Από τις εκδόσεις Οσελότος κυκλοφορεί η ποιητική της συλλογή «Η μικρή ζωή μας είναι μία στου απείρου την ευθεία η τελεία».

77


78

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Δημήτρης Α. Δημητριάδης Μαθητεία Βαθιά κάτω απ’ τη θάλασσα τις ρίζες και το βαθύ πηγάδι κάτω απ’ τα σκοτεινά τούνελ και το θάνατο στα κοιτάσματα της νύχτας τα πιο βαθιά μαθητεύω σαν τον τυφλό που διαβάζει με τα δάχτυλα ερευνώντας το ρητό το χώρο τα ίχνη.

Η βροχή τα λόγια και τα ποιήματα Βρέχει κι όλο σβήνουν τα λόγια οι έρωτές σου οι στίχοι τα ποιήματα.

Την αυγή Χορεύεις τις νύχτες χορεύεις χορεύεις μέσα μου και την αυγή πιο σκοτεινός ο ουρανός το αίμα μου πιο μαύρο. ZZ Ο Δημήτρης Α. Δημητριάδης γεννήθηκε το 1955 και ζει στη Θεσσαλονίκη. Ασχολείται με τη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία. Έχει εκδώσει δυο ποιητικές συλλογές, συνεργάζεται με τα περιοδικά ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, ΕΝΕΚΕΝ, ΤΟ ΚΟΡΑΛΛΙ κ.ά. και κείμενά του μεταδίδονται από ραδιοφωνικές εκπομπές. Ποιήματά του μελοποιήθηκαν και μεταφράστηκαν στα γαλλικά, ιταλικά και πολωνικά.


Δημήτρης Α. Δημητριάδης

Μποτίλια στον άνεμο Χαράμι πήγαν όλα. Τι ήλιους τι καταιγίδες και τι φεγγάρια σου έταξα. Το μήνυμά μου ακόμα ταξιδεύει μποτίλια στον άνεμο.

Άστραψε αίμα μου Αυτό το παλιό σκοτάδι εμποδίζει τον έρωτα. Άστραψε αίμα μου να σε δω γίνε σάρκα γίνε φιλί άλογο που καλπάζει.

Κλάμα πνιχτό Στο βάθος των στίχων αθεράπευτα πάντα κλαίει ένα πληγωμένο ζαρκάδι.

Πυρρίχιος Μες στη σιωπή κοχλάζει ο χρόνος. Στο άκουσμά της αθέατα παφλάζουν οι παλίρροιες οι ώρες περιστρέφονται διαρκώς ξυπνούν κρυμμένοι ήλιοι ανεξίτηλα πρόσωπα χορεύουν στο κατώφλι της έκπληξης.

79


80

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Κατερίνα Εξαρχαίου Επίδραση Αγωνιζόταν κάποτε να χτίσει ένα σπίτι τώρα ο αγώνας του είν’ ο αγέρας όπως τα αρχαία ιδανικά που αιώνες μάχονται με την απαλλοτρίωση των καιρών

Έκθεση Ζωγραφικής Πώς σας φαίνεται ο πίνακας ‘’πορεία’’ ; Καλός. Μία ώρα πριν αν ήταν… Μία ώρα πριν. Δεν θα ‘χε τέτοιον ήλιο. Ενώ ο Χριστός πορευόταν φευγαλέα∙ σε δρόμο, κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου.

ZZ H Κατερίνα Εξαρχαίου γεννήθηκε το 1979 στο Κάστρο Βοιωτίας, όπου και μεγάλωσε. Η πρώτη της εκδοτική προσπάθεια έγινε το 1997 με την ποιητική συλλογή «Οι Αισθήσεις του Χώματος που Αγαπώ», ενώ κείμενά της δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.


Κατερίνα Εξαρχαίου

Θέση επτά Ένα μικρό κορίτσι, με τα παπούτσια και το φορεματάκι της λαμπρής λάμβανε μέρος σε αγώνες δρόμου των εκατό μέτρων. Όταν ακούσω τον κρότο, τρέχω ένα, δύο, τρία πίσω-μπρος, πίσω-μπρος τέσσερα, πέντε, έξι πίσω-μπρος, πίσω-μπρος επτά, οκτώ, εννιά πίσω-μπρος. Όταν ξαφνικά κοιτώντας προς τα κάτω έτοιμη σε θέση εκκίνησης είδε τα πόδια της γυμνά χωρίς τα κόκκινα λουστρίνια της τα γόνατά της μέλανα και βαριά Κοίταξε τις εξέδρες οι γονείς της να λείπουν και η φίλη της η Μηλιώ γυναίκα πια δέκα χρόνια πιο ώριμη δέκα χρόνια να της φωνάζει τρέχα, Ρηνιώ.

81


82

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Τέλης Πολυχρονιάδης Ο Κυρ Κώστας

Ο

Κυρ Κώστας κλείνει... Χρόνια στη γειτονιά με το σουβλάκι, το κεμπάπ, τον γύρο, τα διάφορα, όλα χειροποίητα, τα φτιάχνει μόνος του. Παραμέσα στο μαγαζί έχει τον παλιό μύλο του κιμά, ένα τραπέζι χασάπικο, βαρύ, ξύλο μασίφ, μια παλιά ψησταριά από τις παλιές δόξες, όπου μάλλον έψηνε κοντοσούβλια και ορνίθια κι άλλους μεζέδες. Το καλοκαίρι έλειψε για καιρό, κάνα μήνα θαρρώ, η ταμπέλα έγραφε «κλειστό λόγω ασθένειας», γύρισε όμως στο πόστο του. Ξανάβαλε μπρος η γειτονιά, ανάσανε, τα φώτα του στον σκοτεινό δρόμο έδωσαν πνοή, τα δυο τραπεζάκια έξω πήραν ζωή. Ξένος στη γειτονιά, τον γνώρισα από τους ντόπιους, ο Κυρ Κώστας με τα ωραία του, τυλιχτό, σουβλάκι, κεμπάπ, μερίδες με πατατούλες και σπιτική φροντίδα. Παλαιού τύπου όχημα ο Κυρ Κώστας, κοντός με μαλλί γκρίζο, κατσαρό, κοντό, χτενισμένος πάντα, εποχής, πάνω από εξήντα, γεροδεμένος, χέρια έμπειρα από δουλειές και ζωή, τύλιγε το σουβλάκι με διπλό χαρτί, μην τυχόν και στάξει στα ρούχα του πελάτη… «Όταν δούλευα στα μεγάλα μαγαζιά υπήρχε κανόνας: το τυλιχτό σε διπλό χαρτί. Άπαξ και ο πελάτης έκανε παράπονο, έπαιρνες πόδι στο πι και φι!» Ο Κυρ Κώστας κλείνει. Το συζητάει, ψάχνει αγοραστή, τον ακούω να μιλάει με τον γείτονα, ενώ ετοιμάζει την παραγγελία, θα βάλει και πωλητήριο από βδομάδα, δέκα χιλιάρικα ζητάει, ελπίζει να βρει κάποιον. «Σκούρα τα πράγματα», λέω μέσα μου, «γι’ αυτόν και για τη γειτονιά που θα χάσει ένα ακόμη μαγαζάκι που δίνει ζωή, κίνηση, διά­ δραση». Έχει και ντελίβερι μπόι, έναν χιονισμένο νταγλαρά που πάει τις παραγγελίες πότε με τα πόδια, πότε με το μηχανάκι. Του πιάνω κουβέντα. «Είμαι από τη Θεσσαλονίκη», λέω. «Κι εγώ», λέει. «Τι ομάδα είσαι; Άρης;» «Όχι», λέω, «ΠΆΟΚ!» «Τώρα τα χαλάμε, εντάξει», λέω, «τους πάω και τους αρειανούς… να κεράσω μια μπίρα;» «Όχι», μου λέει, «το ’χω κόψει». Μέσα σε δέκα λεπτά έχω γίνει κομμάτι του μαγαζιού, σαν να με ξέρουν χρόνια και νιώθω σπίτι μου, αυτή είναι η μαγεία της γειτονιάς.

ZZ O Tέλης Πολυχρονιάδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1958. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Φλωρεντίας. Δημοσίευσε ποιήματα και διηγήματα σε περιοδικά και ανθολογίες της Ιταλίας. Από το 1986 ασχολείται με τη μετάφραση και την κριτική βιβλίων ιταλικής λογοτεχνίας. Η συλλογή διηγημάτων του «Λόγω αναχώρησης» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Περί Τεχνών τo 2003, ενώ η συλλογή του «Σημειώσεις στο πρόχειρο σκέψεις στο καθαρό», κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Οσελότος το 2016. Σήμερα ζει και εργάζεται στην Αθήνα.


Τέλης Πολυχρονιάδης

«Κυρ Κώστα», φωνάζει ο ντελίβερης, «μια πατάτες για τον Αντώνη!» Τις τυλίγει, τις πάει, έρχεται. «Πω, ρε», λέω, «και πατάτες τηγανητές ντελίβερι!» Νωρίτερα, ακούω τον Κυρ Κώστα να κλείνει ραντεβού με τον γείτονα, να μιλήσουν για την αγοραπωλησία. «Άντε», λέω, «πάει κι αυτό…» Πλάι μου ένας γεροντάκος με κοιτάει ενώ έχει πιει δυο καραφάκια ρετσίνα; Κρασί; Κάτι… Με κοιτάει στα μάτια ενώ μοιραζόμαστε τον στενό πάγκο, στον στενό διάδρομο του μαγαζιού, με κοιτάει μέσα από τη διάλυσή του. Τα ρούχα του ένα χάλι, τα παπούτσια του φωνάζουν από παντού. Με κοιτάει και νιώθω αμήχανα… Πάει να πληρώσει (το μαγαζάκι είναι δυο επί τρία, εντάξει;). Λέει: «Κυρ Κώστα, αύριο θα ’ρθω να συζητήσουμε κάτι, θέλω την γνώμη σου, εντάξει;» «Εντάξει!» Κυρ Κώστα και συμβουλάτορας εκτός από εστιάτορας; Μπράβο σου! Ψυχή της γειτονιάς, πάντα με την καλή κουβέντα, την ανθρώπινη ματιά, σαν τις παλιές ελληνικές ταινίες, ο γίγαντας της γειτονιάς. Λέω, προβάρω μέσα μου… «Παιδιά, βάλτε και μια μερίδα κεμπάπ για τον φίλο μου τον αδέσποτο που κάθεται έξω!» Ετοιμάζομαι να το πω όταν φτάνει το τάπερ με κρέας και κριθαράκι. Το φέρνει ο Τάκης για τον σκύλο που αράζει έξω από το μαγαζί. «Κυρ Κώστα, πιάσε μια μπίρα, πόσο κάνει;» «Δυο ευρώ!» «Έχω ενάμισι», λέει ο Τάκης. «Άσ’ το, κερνάμε εμείς», λέει ο ντελίβερης και βάζει το τάπερ στην άκρη. «Ο σκύλος έφαγε ήδη, έχει βάλει κιλά, είναι η μασκότ του μαγαζιού», λέει ο Κυρ Κώστας, «κι αυτή είναι η γειτονιά του». Ο αδέσποτος, ενώ ερχόμουν νωρίτερα, έτρεξε να με προϋπαντήσει χαρωπός, κουνώντας την ουρά του, σαν να με ήξερε… Η αγάπη δεν κρύβεται! Ο Φάρος του Κυρ Κώστα τρεμοπαίζει στη γειτονιά των εσωπολίων, αναζητείται φαροφύλακας…

ΣΤΕΡΝΟΓΡΑΦΟ Προχτές, ενώ περνούσα από το απέναντι πεζοδρόμιο, με το μάτι σαν κάμερα σε πλαϊνή λήψη, βλέπω την εικόνα του μαγαζιού με τα φώτα, τον Κυρ Κώστα επί το έργον, το γεροντάκι καθισμένο έξω, τον σκύλο ξάπλα στο πεζοδρόμιο, τον ντελίβερη να αναχωρεί με πακέτο... Ανασαίνω βαθιά μαζί με τη σκοτεινή, φτωχική, μεγαλόπρεπη γειτονιά... Ο φάρος βαστάει ακόμα τη φουρτούνα... Όπως λέγαμε παλιά, στήθος μάρμαρο, καρδιά πατάτα, κοιλιά ντομάτα!

83


84

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Σοφία Δ. Αγραπίδη Φεγγαρόλουστη Νύχτα Άπλωσα δειλά τα δυο μου χέρια στα χρυσά τ’ αστέρια στ’ αργυρό φεγγάρι που γεμάτο χάρη μου χαμογελά. Με καημό να πω τον κρυφό μου πόνο σε θλιμμένο τόνο πως καρδιοχτυπώ και για σένα λιώνω σβήνω, μαραζώνω. Πήρε ο νοτιάς της φωνής τον ήχο να τον τραγουδήσει σαν αγάπης στίχο και να τον σκορπίσει χάδι της νυχτιάς. Στα βουνά, στα δάση στην λαμπρή την πλάση να τον τραγουδούν τ’ άστρα, τα λουλούδια με γλυκά τραγούδια. όσοι αγαπούν.

ZZ Η Σοφία Δ. Αγραπίδη γεννήθηκε το 1968 στην Ανδραβίδα Ηλείας όπου και μεγάλωσε. Υπηρέτησε στον Στρατό Ξηράς ως Υπαξιωματικός για είκοσι έξι χρόνια. Με την ποίηση και τη λογοτεχνία ασχολείται από μικρή ηλικία. Το περιοδικό ΜΥΡΤΙΛΟ φιλοξενεί τις πρώτες δημοσιεύσεις της.


Σοφία Δ. Αγραπίδη

Ανάμνηση Ένα ανθάκι μες στο άλμπουμ μαραμένο βρήκα κοιτώντας μια θαμπή φωτογραφία, πόσο καιρό εκεί περίμενε κρυμμένο να μου θυμίσει τη γλυκιά μας ιστορία! Ο νους μου πέταξε σε χρόνια περασμένα σε κάποιο πάρκο με λουλούδια και πουλιά, σαν χελιδόνι που επέστρεψε απ’ τα ξένα ψάχνοντας να βρει την παλιά του τη φωλιά. Τώρα θυμάμαι κάποιο δείλι μυρωμένο που σε κρατούσα τρυφερά στην αγκαλιά από το χέρι σου τ’ αβρό ήταν κομμένο και το ‘χες βάλει στα σγουρά μου τα μαλλιά.

85


86

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Ειρήνη Κορακιανίτη Η Παριζιάνα

Η

Τρίτη, 17 Σεπτεμβρίου έλεγε το ημερολόγιο, βρήκε τον Μάκη στα Χανιά για ένα σημαντικό ραντεβού. Είχε πολύ παιδευτεί μέχρι να το οργανώσει, πίστευε όμως ότι άξιζε τον κόπο. Αν αυτή η συνάντηση εξελισσόταν όπως εκείνος επιθυμούσε, θα του απέφερε μεγάλα κέρδη. Ο σαραντάχρονος, έξυπνος και θρασύς αυτός τυχοδιώχτης, ήθελε δύο πράγματα από τη ζωή, χρήμα και γυναίκες. Ο Μάκης, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, χρησιμοποιούσε κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τέχνασμα και μέσο προκειμένου να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του. Η συνάντηση ήταν στις εννιά μπροστά από το παλιό λιμεναρχείο, τώρα ήταν εννιά παρά τέταρτο κι εκείνος βρισκόταν ακόμη στην παλιά πόλη, ψάχνοντας εκνευρισμένος τον πιο σύντομο δρόμο που θα τον οδηγούσε στο Ενετικό λιμάνι. Είχε καθυστερήσει γιατί η συνεύρεση με τη Λουκία, την καινούρια ερωμένη του στα Χανιά, δεν ήταν σύντομη, όπως εκείνος υπολόγιζε, αντίθετα εξελίχτηκε σε ένα συναρπαστικό και μεγάλης διάρκειας απόγευμα. Η Λουκία ήταν μια γοητευτική γυναίκα. Είχε μεγάλα σκούρα εκφραστικά μάτια τονισμένα με μαύρο μολύβι, και έδενε τα υπέροχα μαύρα μακριά κυματιστά μαλλιά της χαλαρά στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Λίγες τούφες έπεφταν γύρω από το αρμονικό της πρόσωπο. Του θύμιζε την «Παριζιάνα»,1 τη γυναικεία μορφή που είχε δει στο Μουσείο του Ηρακλείου. Ο Μάκης και η Λουκία είχαν συναντηθεί τυχαία στο καφέ του ξενοδοχείου του, τον περασμένο μήνα, όταν εκείνος ήταν πάλι στα Χανιά. Την είχε προσέξει αμέσως και φρόντισε να καθίσει σε ένα τραπεζάκι δίπλα της. Προσπαθούσε να σκαρφιστεί έναν κομψό τρόπο για να της μιλήσει, όταν η τύχη τού χαμογέλασε: Της έπεσε ο αναπτήρας κι εκείνος έσκυψε γρήγορα για να τον σηκώσει. Η συνέχεια ήταν εύκολη. Ο Μάκης ήταν ανύπαντρος, «γεννημένος εργένης», συνήθιζε να λέει όταν τον ρω1 Μορφή γυναίκας από τοιχογραφία στο ανάκτορο της Κνωσού.

ZZ Η Ειρήνη Κορακιανίτη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου πήγε σχολείο στο Αμερικανικό Κολέγιο. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο της Λοζάνης. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα έκανε καριέρα στον τουρισμό. Έχει δύο γιους. Ζει στην Κέρκυρα. Έχει γράψει τα βιβλία «Έγκλημα στην Κέρκυρα», 2014, και «Ο Κολομβιανός», 2015, συνέχεια του πρώτου και δεύτερο μέρος της «Τριλογίας της Κέρκυρας». Η συγγραφή του τρίτου μέρους δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. «Η Παριζιάνα» είναι ένα απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο.


Ειρήνη Κορακιανίτη

τούσαν για την οικογενειακή του κατάσταση, παραλείποντας να αναφέρει ότι για εκείνον η ηδονή βρισκόταν μόνο στο καινούριο και στο εφήμερο. Δήλωνε εμπορικός αντιπρόσωπος μιας εταιρίας καλλυντικών, δραστηριότητα που χρησιμοποιούσε ως κάλυψη για τις άλλες πολύ πιο επικερδείς ασχολίες του. Ο σύγχρονος αυτός Δον Ζουάν είχε ανάγει τη σαγήνη σε τέχνη και απολάμβανε όλα τα στάδια της αποπλάνησης: Σαν καλό, προικισμένο με εξαιρετική μύτη λαγωνικό, εντόπιζε το θήραμα, πειθαρχούσε το πάθος του, μείωνε τον βηματισμό του, σταθεροποιούσε τη φέρμα και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί. Αν και η εμφάνιση της νεαρής γυναίκας τραβούσε αρχικά την προσοχή του, η οικογενειακή της κατάσταση, την οποία φρόντιζε με έξυπνες ερωτήσεις να πληροφορηθεί από την πρώτη κιόλας επαφή, καθόριζε την εξέλιξη της υπόθεσης. Διάλεγε αποκλειστικά παντρεμένες, με δύο παιδιά, από πέντε μέχρι δέκα ετών. Ο Μάκης δεν είχε κάποιο βίτσιο με τις παντρεμένες νεαρές μητέρες, απλώς, ύστερα από συστηματική έρευνα, είχε καταλήξει στο ότι οι γυναίκες αυτής της κατηγορίας ήταν εύκολη λεία και το βασικότερο, ακίνδυνες. Αποζητούσαν μόνο το ερωτικό χωρίς αύριο παιχνίδι, τα κομπλιμέντα, τα χάδια και την ηδονή, όλα όσα οι αδιάφοροι και απασχολημένοι με την ομάδα, με το καινούριο αυτοκίνητο, με την αντροπαρέα, μπορεί και με το «τεκνό» που γνώρισαν λίγες εβδομάδες πριν σε εκείνη τη βάφτιση, σύζυγοι τους στερούσαν. Η συμπεριφορά του Μάκη ήταν λεπτή και κομψή, σε συνδυασμό δε με την ευφράδεια με την οποία τον είχε προικίσει ο Θεός, ιδιαίτερα αποτελεσματική, ακόμη και με τα δύσκολα θηράματα. Οι γυναίκες που επέλεγε, ακούγοντας τα λόγια του, πριν καν πλαγιάσουν μαζί του, βίωναν μια κρυφή απόλαυση, η οποία γινόταν ίλιγγος μόλις τους άγγιζε το χέρι για να τους βάλει λίγη από την καινούρια, ακριβή, θαυματουργή κρέμα που δειγμάτιζε. «Είναι ένα καταπληκτικό προϊόν», έλεγε βυθίζοντας με αργές κινήσεις δύο δάχτυλα, τον μέσο και τον δείκτη, στο βαζάκι με την κρέμα. «Θα μου δώσεις το χέρι σου να σου δείξω;» ρωτούσε με ένα μικρό χαμόγελο, μετά κοίταζε το θήραμα στα μάτια και έτεινε το χέρι του. Όταν η νεαρή γυναίκα τού έδινε το χέρι της, εκείνος ακουμπούσε απαλά τα δάχτυλά του στην επάνω πλευρά, παρακολουθώντας με προσοχή τις αντιδράσεις της. Αν η γυναίκα τραβούσε το χέρι της για να απλώσει την κρέμα μόνη της, ο Μάκης χαμογελούσε αδιάφορα και συνέχιζε να μιλάει για τη δράση του προϊόντος. Αν συνέχιζε να έχει το χέρι της τεντωμένο, άλειφε εκείνος την κρέμα με κυκλικές κινήσεις, ενώ την παρακολουθούσε. Αν διέκρινε εκνευρισμό, τελείωνε το άλειμμα της κρέμας γρήγορα, αν έβλεπε έκπληξη ή δισταγμό, τραβούσε αργά τα δάχτυλά του. Αν όμως η γυναίκα σήκωνε τα μάτια της και το βλέμμα της αποζητούσε το δικό του, περνούσε τον αντίχειρά του μέσα στην παλάμη της και γρήγορα, χρησιμοποιώντας σαν τανάλια τα υπόλοιπα τέσσερα δάχτυλα του χεριού του, λύγιζε το δικό της, φυλακίζοντας τον αντίχειρά του μέσα στη φούχτα της. Είχε παρατηρήσει ότι όλα τα θηράματα μόλις ένιωθαν τη ρυθμική κίνηση του αντίχειρα, κοκκίνιζαν και ήταν φανερό ότι δεν ήξεραν τι να κάνουν, να τραβήξουν το χέρι τους ή να αφεθούν και να απολαύσουν το αναπάντεχο αυτό ερωτικό μασάζ; Κοίταζαν τα χείλη του, μετά το χέρι του και μετά το δικό τους, και σαν να ντρέπονταν για το εκτεθειμένο σε κοινή θέα μέλος τους, μόλις εκείνος το άφηνε, το σκέπαζαν με το άλλο κάνοντας πως έτριβαν τα δύο μεταξύ τους για να απορροφηθεί η κρέμα καλύτερα. Μετά την ολοκλήρωση της δοκιμής, η οποία διαρκούσε ελάχιστα δευτερόλεπτα,

87


88

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

και μόνον όταν ήταν πια σίγουρος ότι η φυσική αντίσταση και οι αναστολές της νεαρής γυναίκας είχαν αρχίσει να κάμπτονται, περνούσε στο δεύτερο σκέλος της επίθεσης. Έδινε ένα πακετάκι με δείγματα από τα προϊόντα που πουλούσε στην ακόμη αναστατωμένη πωλήτρια, φροντίζοντας να ακουμπήσει δίπλα στο τραπέζι ένα χαρτάκι στο οποίο είχε γράψει με ωραία ευανάγνωστα γράμματα, τον αριθμό του κινητού του. Στη συνέχεια, χαιρετώντας ευγενικά, έφευγε από το μαγαζί και περίμενε, περίμενε τα αποτελέσματα της πρώτης αυτής επίθεσης. Όπως ήταν αναμενόμενο δεν κέρδιζε πάντα τη μάχη, μπορεί να χρειαζόταν και δεύτερο μασάζ, τον επόμενο μήνα, ίσως και τρίτο, μέχρι το θήραμα να υποκύψει στη γοητεία του και να τηλεφωνήσει. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις, οι περισσότερες, που οι νεαρές γυναίκες έσκιζαν εκνευρισμένες το χαρτάκι με το τηλέφωνο, κι όταν εκείνος τον επόμενο μήνα επισκεπτόταν το μαγαζί, τον αγνοούσαν, αλλά και μερικές που δεν έβλεπαν την ώρα να βρουν την ευκαιρία να του τηλεφωνήσουν. Τα πράγματα έπαιρναν άλλη διάσταση μετά το τηλεφώνημα. Ο Μάκης, χωρίς καθυστέρηση, τους πρότεινε να συναντηθούν άμεσα, μόλις αυτές σχολάσουν, πριν πάνε σπίτι τους, όχι μόνο για να μην αλλάξουν γνώμη, αλλά γιατί γνώριζε ότι αυτή ήταν η καταλληλότερη και πιο ακίνδυνη ώρα για εξωσυζυγικά παραστρατήματα – οι σύζυγοι δεν είχαν ακόμη γυρίσει στο σπίτι και τα παιδιά ήταν ακόμη υπό την επίβλεψη της γιαγιάς ή της γειτόνισσας που τα φρόντιζε όση ώρα η μαμά ήταν στη δουλειά. «Θέλεις να πάμε για καφέ να τα πούμε μόλις σχολάσεις, θα είμαι στο Χ καφέ στην πλατεία Ψ, δεν θα αργήσουμε», έλεγε παραλείποντας να αναφέρει ότι έμενε στο ξενοδοχείο που ήταν πάνω από το καφέ ή λίγο πιο δίπλα. Ο Μάκης ένιωθε ασφαλής μόνον όταν βρισκόταν ανάμεσα σε κόσμο, απέφευγε συστηματικά τα ήσυχα και απομονωμένα μέρη και για τον λόγο αυτόν έμενε πάντα σε ξενοδοχεία στο κέντρο της πόλης, προτιμούσε δε αυτά που βρίσκονταν σε πολυσύχναστους πεζόδρομους. Περίμενε την εκλεκτή της ημέρας όρθιος στην είσοδο του καφέ, χαιρετούσε διά χειραψίας και με ευγένεια την οδηγούσε σε ένα κατά προτίμηση γωνιακό τραπεζάκι. Η γυναίκα γνώριζε ότι δέκα λεπτά αργότερα θα μετάνιωνε γι’ αυτόν τον καφέ, αλλά εκείνη τη στιγμή απολάμβανε κολακευμένη την παρέα αυτού του καλοφτιαγμένου και διασκεδαστικού άντρα, που δεν έπαιρνε το βλέμμα του από το στήθος της. Όταν ο Μάκης έβλεπε ότι η γυναίκα κοιτούσε το ρολόι της, ζητούσε τον λογαριασμό, πλήρωνε και σηκωνόταν λέγοντας «Φεύγω αύριο, κι έχω μαζί μου μια καταπληκτική κρέμα που δεν την είχα μαζί μου το πρωί, θέλεις να σου τη δώσω τώρα;» Οι λέξεις κοινότοπες, τα υπονοούμενα όμως αρκετά ώστε να αναστατώσουν το θήραμα, να εξάψουν τη φαντασία του και να ξυπνήσουν τις ορμόνες του. Όταν τα δάχτυλα του Μάκη, την ώρα που αυτός τραβούσε ευγενικά την καρέκλα της καινούριας του φίλης, καθυστερούσαν για ένα φευγαλέο παίξιμο χαμηλά στη μέση της, η νεαρή γυναίκα συνειδητοποιούσε ότι αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε από τότε που εκείνος έτριβε τον αντίχειρά του μέσα στην παλάμη της. Το τελευταίο αυτό άγγιγμα παραμέριζε και τις τελευταίες της αναστολές, και τον ακολουθούσε πειθήνια μέχρι το δωμάτιό του. Η πρώτη ερωτική επαφή ήταν πάντα στο όρθιο, πίσω από την πόρτα του δωματίου, γρήγορα, χωρίς καθυστερήσεις και χωρίς προκαταρκτικά. «Την άλλη φορά δεν θα καθυστερήσουμε, θα έρθεις κατευθείαν εδώ», έλεγε με σημασία την ώρα που η γυ-


Ειρήνη Κορακιανίτη

ναίκα έφευγε βιαστικά, σκεπτόμενη τι δικαιολογία θα έβρισκε να πει στους δικούς της όταν γύριζε καθυστερημένη στο σπίτι της. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν είχε τελειώσει με τις υποχρεώσεις των παιδιών, όταν μόνη στο μπάνιο πλενόταν σχολαστικά για να βγάλει από πάνω της το μίασμα, θα ένιωθε άσχημα. Όταν όμως ξάπλωνε στο κρεβάτι της κι αφού έσβηνε το φως, τα λίγα λεπτά που είχε περάσει με αυτόν τον άγνωστο θα έρχονταν ξανά στη μνήμη της με όλες τις λεπτομέρειες και θα την αναστάτωναν. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα και επιδέξια, την είχε κολλήσει με την πλάτη στην πόρτα, είχε βάλει το πόδι του ανάμεσα στα δικά της, είχε πιέσει την κοιλιά του επάνω της για να της δείξει τη στύση του και της είχε σηκώσει το φόρεμα, και μετά, δεν κατάλαβε πώς, τον είχε νιώσει μέσα της, κι άκουσε τον εαυτό της να βογκάει και τα πόδια της να μην την κρατάνε. Της φάνηκε ότι κι αυτός βογκούσε, δεν ήταν σίγουρη, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τους δικούς της ήχους από τους δικούς του. Ο Μάκης με το μυαλό του να τρέχει από τη Λουκία στο ραντεβού, κι από το ραντεβού στη Λουκία, προχωρούσε με γρήγορο βήμα, όταν συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνος του, στις παρυφές της παλιάς πόλης, σε έναν σκοτεινό βρόμικο δρόμο με ακατοίκητα σπίτια δεξιά κι αριστερά. Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε εκεί. «Πάμε να σου δείξω ένα σπίτι που έφτιαξε μια φίλη μου, λείπει τώρα και μου έχει αφήσει τα κλειδιά, θα είναι πιο ασφαλές για μένα…» είχε πει στο τηλέφωνο η Λουκία, κι εκείνος παρασύρθηκε από τη ναζιάρικη, γεμάτη υποσχέσεις φωνή της και την ακολούθησε. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που την έβλεπε. Παραβιάζοντας τους κανόνες του –ο Μάκης δεν ενημέρωνε κανέναν για το πρόγραμμα των ταξιδιών του, εμφανιζόταν ξαφνικά, χωρίς ειδοποίηση–, είχαν κανονίσει το δεύτερο ραντεβού από την πρώτη τους συνάντηση, όταν η Λουκία, με περισσή μαλαγανιά την ώρα που έφευγε από το δωμάτιο, του είχε αποσπάσει την ημερομηνία της επόμενης επίσκεψής του στα Χανιά. «Δεν θα την ξαναδώ, θα την πάθω μαζί της», είπε αποφασιστικά και έριξε μια ανήσυχη ματιά γύρω του. Λίγο πιο πέρα, είδε ένα παλιό, εγκαταλελειμμένο διώροφο πάρκινγκ αυτοκινήτων και σάστισε. Ήταν σίγουρος ότι δυο ώρες πριν, όταν πήγαιναν μαζί με τη Λουκία στο σπίτι, δεν είχαν περάσει από εκεί. Προσπαθούσε να θυμηθεί τις οδηγίες που του είχε δώσει για να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στο λιμάνι, όταν ξαφνικά είδε δίπλα του έναν άντρα. Ο Μάκης τα έχασε, κι όταν ο άγνωστος με μια δρασκελιά βρέθηκε μπροστά του και του έκλεισε τον δρόμο, πάγωσε. Είδε μια χαρτοσακούλα να σηκώνεται κι ένιωσε έναν αφόρητο πόνο. Δεν κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον χτύπησε, δεν ακούστηκε κάποιος πυροβολισμός, μόνο ένα κάπως περίεργο «κλικ», σωριάστηκε όμως αμέσως στον βρόμικο δρόμο, θανάσιμα πληγωμένος. Μια γνώριμη φωνή ψιθύρισε στο αφτί του: «Οι προδότες τιμωρούνται». Κλάσματα του δευτερολέπτου πριν αποδημήσει εις Κύριον, θυμήθηκε τον ακριβό αναπτήρα της Λουκίας, την ευκολία με την οποία τον είχε ακολουθήσει στο δωμάτιό του την πρώτη φορά, την περίεργη διακόσμηση του σπιτιού της φίλης, θυμήθηκε πού είχε ξανακούσει αυτή την ξεχωριστή με την ξενική προφορά φωνή και τότε τα κατάλαβε όλα, ήταν όμως αργά, πολύ αργά. Μια παρέα φοιτητών που περνούσε από εκεί λίγα λεπτά αργότερα βρήκε το πτώμα και ειδοποίησε την αστυνομία.

89


90

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Στέλιος Ψάρρας Ο δικηγόρος

Ε

πειδή θα γινόταν η Ολυμπιάδα σκακιού στην Αθήνα, πολλά επώνυμα κοσμηματοπωλεία έκαναν παραγγελίες, σκακιέρες πλαισιωμένες από χρυσό και από πολύτιμες πέτρες με σκαλισμένα κομμάτια και πιόνια, για τους φανατικούς ευκατάστατους φίλους αυτού του ευγενούς αθλήματος. Κάποιοι να εμπλουτίσουν τις συλλογές και άλλοι για σουβενίρ-αναμνηστικά και επενδύσεις ταυτόχρονα. Γιατί είχαν βγει πολύ λίγα σετ και σε λίγο καιρό θα ανέβαινε η αξία τους. Ένα μπαράζ απανωτών διαρρήξεων πραγματοποιείται στα κοσμηματοπωλεία και συγκεκριμένα σ’ αυτά που έχουν τις σκακιέρες. Και το πιο αλλόκοτο της υπόθεσης είναι ότι από κάθε σετ λείπει και ένα κομμάτι ή πιόνι. Η αστυνομία έχει θορυβηθεί. Έχει πέσει μυστήριο. Λύση πουθενά. Τι συμβαίνει; Φωνάζουν τον ντετέκτιβ ΨΑΡΡΟΣΙΑΝ, ξάδερφο του ΗΡΑΚΛΗ ΠΟΡΟΥΑ και ειδικό σ’ αυτές τις περίεργες κλοπές. Βλέποντας ποια κομμάτια και πιόνια λείπουν, αντιλαμβάνεται ότι ο κλέφτης πρέπει να είναι μανιώδης σκακιστής και θέλει να δημιουργήσει μια θέση. Ενός όμορφου και έξυπνου συνδυασμού. Αλλά του λείπει ένα κομμάτι. Παρακολουθούν το τελευταίο κοσμηματοπωλείο. Πράγματι, μετά τα μεσάνυχτα μια σκοτεινή φιγούρα γλιστράει μέσα στο σκοτάδι και με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις απενεργοποιεί τον συναγερμό, ανοίγει την πόρτα και τη στιγμή που πάει να κλέψει το κομμάτι που ήθελε, παγώνει. Βλέπει μια θέση στη σκακιέρα. Ταράζεται. Βγάζει το γάντι, παίρνει το κομμάτι και εξαφανίζεται σαν καπνός όταν φυσάει ο άνεμος. Ήρεμος πλέον ο ΨΑΡΡΟΣΙΑΝ παίρνει με τους συνεργάτες του τα αποτυπώματα, τα οποία όντως αποκαλύπτουν έναν μεγάλο μετρ του σκακιού. Πρόκειται για κλεπτομανή που δεν μπορεί να συγκρατηθεί στη θέα των λαμπερών πολύτιμων κομματιών και πιονιών. Συλλαμβάνεται, γίνεται δικαστήριο και ο δικηγόρος Τεό Λιακό, γνώστης του παιχνιδιού με σκακιστική κουλτούρα και σπουδαίος αμυντικός παίχτης, του λέει:

ZZ Ο Στέλιος Ψάρρας γεννήθηκε στον Πειραιά το 1956. Κατάγεται από τη Λήμνο. Έμαθε τις κινήσεις στο σκάκι σε ηλικία 16 χρονών, ενώ σε δύο χρόνια έπαιζε σε τελικά νέων. Έγινε Μετρ το 1979. Προπονεί επί τριάντα χρόνια με ατομικές και ομαδικές διακρίσεις. Έχει διαιτητεύσει σε Σκακιστική Ολυμπιάδα. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες του κόσμου. Επέστρεψε το 1996 στο νησί του Ηφαίστου, και κοντά στη Φύση ξύπνησαν οι καλλιτεχνικές ευαισθησίες, που μέχρι εκείνη τη στιγμή τις έκφραζε μόνο στη σκακιέρα. Όπως ζωγραφική, ποίηση και κατασκευή κοσμημάτων από ημιπολύτιμους λίθους. Επίσης, διατηρεί την παράδοση στο Εκθεσιακό μικρό Μουσείο των Σφουγγαράδων του Προσφυγικού χωριού της Νέας Κούταλης Λήμνου, όπου ζει μέχρι σήμερα.


Στέλιος Ψάρρας

— Ισχυρίζεσαι ότι είσαι αθώος; — Ναι, απαντά. — Το ξέρεις ότι στο σπίτι σου βρέθηκε σε μια σκακιέρα μια θέση συνδυασμού; Δεν απαντά. — Το ξέρεις επίσης ότι το κομμάτι που λείπει από τη θέση το έκλεψε άλλος και όχι εσύ; Και σου λείπει! Κοκκινίζοντας ο κλέφτης ρωτάει: — Ποιος; Το τρικ πέτυχε. Χάνοντας τον έλεγχό του και την ψυχραιμία του, αποκάλυψε την ενοχή του. — Ψάξτε τον, το έχει πάνω του, διατάζει ο Κύριος Λιακό. Όντως. Ποιο κομμάτι λείπει και σε ποια θέση πρέπει να τοποθετηθεί ώστε να γίνει ο συνδυασμός; Παίζει ο λευκός.

91


92

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Αρτέμης Αξαρλής Το θεϊκό χάρισμα, οι χρυσές λίρες και το άλυτο μυστήριο

Ό

λα στη χαριτωμένη ιστοριούλα μας ξεκίνησαν μια καλοκαιρινή Δευτέρα... Τη στιγμή που ένα ανύποπτο ρολόι εκκλησιάς χτύπαγε καταμεσήμερο κι ο καυτός ήλιος καραδοκούσε, για να τρυπώσει από το άνοιγμα κάποιας αφελούς γρίλιας... Τότε, συνέβη το απροσδόκητο γεγονός... Όταν ο Αδαής Χαζοβιόλης, «δίπλα, στον πρωτότοκο οκταμηνίτη υιό του», απρόσεκτα άφηνε να του ξεφύγει ένα καλογυαλισμένο ευρώ... Στην πρωτόγνωρη θέα της αστραφτερής επιφάνειας, τα χαδιάρικα, γεμάτα περιέργεια, ματάκια του κανακάρη του άνοιξαν διάπλατα και, πριν προλάβει να τον αποτρέψει, χραπ, άπλωσε τα χεράκια του καταπίνοντας στα γρήγορα το γυαλιστερό κέρμα, συλλαβίζοντας ικανοποιημένος: «Μαμ, μαμ, μαμ!» Στο σπίτι, σήμανε γενικός συναγερμός, με την οικιακή βοηθό τρομοκρατημένη να τσιρίζει στο παιδί, τον μπαμπά Χαζοβιόλη να ορμάει χώνοντας τον χοντρό του δείκτη στο στόμα του μωρού και την ερίτιμο μαμά... Χαζοβιόλη Αγαθονίκη-Τσιχλιμπιμπίδου, σκούζοντας ένα «Βόηθα, Παναγιά», έντρομη να λιποθυμά! Ωστόσο, παρά τις ηρωικές προσπάθειες και τις κραυγές απόγνωσης όλων, το... νόστιμο έδεσμα ήδη είχε διαβεί τη στενωπό της κατάποσης του αδηφάγου μπέμπη, που χαρούμενος, στο μελωδικό του μοτίβο εξακολουθούσε... «Μαμ, μαμ, μαμ!» Άρον, άρον, «συνεφέρνοντας και την Αγαθονίκη», άρπαξαν το καλοθρεμμένο τέκνο και βουρ για τον παιδίατρο, στον οποίο λαχταρισμένοι έδωσαν τις απαραίτητες εξηγήσεις. Εκείνος, εξετάζοντας σχολαστικά το γελαστό, «με τα τριανταφυλλί μαγουλάκια», βρέφος, που επαναλάμβανε διαρκώς «μαμ, μαμ, μαμ», προσπάθησε να τους καθησυχάσει. ZZ Ο Αρτέμης Αξαρλής γεννήθηκε και κατοικεί στον Βόλο. Είναι έγγαμος και τέλειωσε την παλιά Εμπορική Σχολή. Εργάστηκε στο Δημόσιο (Υπουργείο Εθνικής Άμυνας) ως πολιτικό προσωπικό, με πολύχρονη συνδικαλιστική δράση σε πρωτοβάθμια όσο και σε δευτεροβάθμια όργανα, ενώ ταυτόχρονα ασχολήθηκε με τη μουσική, τη σύνθεση και τον στίχο. Τραγούδια του κατά καιρούς έχουν ερμηνεύσει οι: Γιώργος Βασιλόπουλος, Νικηφόρος Αμοργιανός, Τάκης Φύτρος, Πάνος Ιωαννίδης, Μαίρη Βλουτή, Μαρία Σωτηροπούλου, Όλγα Αληγιάννη, Γιώργος Ταλιούρης. Συνταξιοδοτήθηκε το 2001. Τα βιβλία του «Τα του κύκλου στο τετράγωνο», «Η τέχνη του μελωδικού στίχου», «Μικρές παραμυθοφανείς ιστορίες» και «Λάκη παρα-λ-ειπωμένα» έχουν κυκλοφορήσει σε ηλεκτρονική μορφή από τις εκδόσεις easywriter.gr. Ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο χρησιμοποιεί και το «Ήθικλος Πρυώ».


Αρτέμης Αξαρλής

«Ελάτε, ελάτε, μην κάνετε έτσι, όλα δείχνουν ελεγχόμενα... Το μωράκι σας συμπεριφέρεται φυσιολογικά κι εφόσον το κέρμα κατέληξε στο στομαχάκι του, λογικά, σε κανά δυο εικοσιτετράωρα θα το αποβάλει... Λίγο ψαχουλεματάκι στα κοπρανάκια του χρειάζεται». Οι συμβουλές του γιατρού έπιασαν τόπο, όπως τα είπε έγιναν, ωστόσο... Όταν κατά τη δεύτερη μέρα ο μπέμπης άρχισε να τσιτώνεται, να σφίγγεται, να αναψοκοκκινίζει, δείχνοντας σημάδια εντερικής εκτόνωσης το πρόβλημα άρχισε να περιπλέκεται διότι... Γκλουκ, γκλουκ, αντί για ένα μοσχομύριστο, «στο πλαστικό του αφοδευτήρι», ευρώ, ο τρισχαριτωμένος μπέμπης έριξε δύο και καλογυαλισμένα! Η μαντάμ Αγαθονίκη μετά της νεαράς οικιακής βοηθού έτριβαν τα μάτια τους, ενώ ο Χαζοβιόλης, «παρά τις έντονες ενστάσεις της συζύγου Τσιχλιμπιμπίδου», όντας σίγουρος πως το αγγελούδι τους είχε καταπιεί ένα μονάχα νόμισμα, έξυνε την γκλάβα του μονολογώντας απορημένος: «Λες;» Η τολμηρή απάντηση μερόνυχτα τριβέλιζε στο μυαλό του. Τελικά πες, πες, τη μεταλαμπάδευσε στη μαντάμ Τσιχλιμπιμπίδου-Χαζοβιόλη, που «παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις» πείστηκε ότι εφόσον το αγγελούδι τους γεννήθηκε με θεϊκό χάρισμα, γιατί να πάει χαμένο, κι έτσι... Επετράπη, σε πλήρη όμως –διά παν ενδεχόμενο– ετοιμότητα, στο αδηφάγο νήπιο, να ξαναπολαύσει ένα ολόφρεσκο ευρωνόμισμα τραγουδώντας: «Μαμ, μαμ, μαμ!» Παραδόξως, η θεωρία του Αδαή Χαζοβιόλη βγήκε πέρα ως πέρα αληθινή και το θαυματουργό βρέφος, μπρος στα έκπληκτα μάτια της Αγαθονίκης και της οικιακής βοηθού, γκλουκ, γκλουκ, πάλι διπλασίασε τα νομίσματα! Τότε ήταν που ο δαίμων της απληστίας κυρίευσε το ζεύγος Χαζοβιόλη και σε αγαστή συνεργασία, αλλά εν αγνοία της οικιακής βοηθού, σκέφτηκαν, «παρερμηνεύοντας την αναπάντεχη τύχη τους», να υλοποιήσουν τη μεγαλοφυή ιδέα! Τούτη τη φορά, το θαυματουργό μωρό από το κρυφό τους κομπόδεμα, μαμ, μαμ, έφαγε μερικές χρυσές λίρες. Αποτέλεσμα; Όχι μόνο δεν τις διπλασίασε, αντιθέτως, ούτε καν τις απέρριψε! «Ίσως το εντεράκι του στο χρυσό να δρα καθυστερημένα» ήταν η γνωμοδότηση του Χαζοβιόλη. «Ας ξαναδοκιμάσουμε», είπε στην Αγαθονίκη, που ακόμη μια φορά συναίνεσε δίνοντας στο μωρό τις τελευταίες τους λίρες! Τζίφος! Στο αφοδευτήρι του χαρισματικού μπέμπη επιστροφές λιρών μήτε για δείγμα! Ανήσυχοι, «αλλά... κάνοντας τους χαζούς», ξαναπήγαν στον παιδίατρο, ο οποίος διαπίστωσε πως στο πεπτικό σύστημα του μωρού δεν υπήρχε ίχνος παράξενων αντικειμένων, τουτέστιν, πεντακάθαρο! Οι άπληστοι γονείς θορυβημένοι και κατηφείς επέστρεψαν στο σπίτι, όπου μια καινούρια, «από τη νεαρά τούτη τη φορά οικιακή βοηθό», έκπληξη τους περίμενε, καθώς λόγω επικείμενου γάμου και ταξιδιού του μέλιτος ανακοίνωνε την παραίτησή της. Κάπου εδώ η ιστορία για το ζεύγος Χαζοβιόλη τελειώνει. Καθ’ όσον μετά το αναπάντεχο χουνέρι ξέμειναν απένταροι. Όσο για το άλυτο μυστήριο, ποτέ τους δεν ψυλλιάστηκαν την πονηρά, νεαρά οικιακή βοηθό, η οποία, στην αρχή, προς χάριν αστεϊσμού και, κατόπιν, «έχοντας κρυφακούσει το σατανικό τους σχέδιο», με ελάχιστο καθαρτικό πρόφταινε να... υφαρπάζει από τον χαρισματικό μπέμπη τις χρυσές λίρες, συμπληρώνοντας την προίκα της!

93


94

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Γιάννης Μαρκάκης Χρυσοχόος Πέρασε τόσος χρυσός από τα χέρια του Τον χάιδευε, τον σμίλευε με τέχνη περίσσια καμάρωνε τα έργα του πριν τα μοσχοπουλήσει. Τώρα αγοράζει χρυσαφικά απ’ τους απελπισμένους προσεκτικά τα κοιτάζει τα ζυγίζει (αζύγιστο ξεχνά τον πόνο του) κι ύστερα λιώνει το χρυσό με χέρια βουβά και κουρασμένα. Κι όταν τελειώνει τη δουλειά φεύγει με τα χέρια στις τσέπες, κανείς να μη δει πώς σπαρταράνε σα να ορφάνεψαν ξαφνικά σα να ‘ναι τα χέρια εκείνων που πριν τα φόραγαν τα χρυσαφικά.

ZZ Ο Γιάννης Μαρκάκης είναι διευθυντής του Μουσείου Παραδοσιακής Ζωής Κρήτης «ΛΥΧΝΟΣΤΑΤΗΣ» (1992-2015), Eθνικός Αντιπρόσωπος European Museum Forum (2014 -) και Αντιπρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής Περιφερειακών Μουσείων (ICR/ICOM) (2010-2013). Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1983-1991) και παρακολούθησε δύο κύκλους μεταπτυχιακών σπουδών: Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (2013 -) και Θεωρία & Ιστορία Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1992- δεν περάτωσε). Έχει εκδώσει τα βιβλία: «Πανηγύρι με τη γύρη» – (εκπαιδευτικό παραμύθι για ΑΜΕΑ, εκδ. Λυχνοστάτης, 2004), «Συνδρομητής εικόνων» (ποίηση – εκδ. Γαβριηλίδης, 2005). Επίσης, έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες μικρού μήκους: «Χρώματα-Καμώματα» (2010), «Χτίζοντας με πέτρες και μαντινάδες» (2008), «Κρήτη: Νήσος-Ψυχή» (2007), «Λαξεύοντας το σκοτάδι» (2005), «Το άρωμα της παράδοσης» (2002), «Ο κήπος της ψυχής» (1998) και έχει κάνει την παραγωγή στην ταινία μεγάλου μήκους «Το μέσα φως» (2015).


Γιάννης Μαρκάκης

Σκηνοθεατής Γράφω ποιήματα για ταινίες, γιατί απλά τις ζω Γίνομαι ένα με τους χαρακτήρες, η διπλοτυπία τους, κλέβω τα λόγια τους, ή τα λέω μην τα ξεχάσουν προσέχω τα ρακόρ και χτυπάω κλακέτες φέρνω καφέδες στους ηθοποιούς στο διάλειμμα φωνάζω σιωπή την ώρα που αρχίζουν είμαι ένα καρέ του φιλμ, κομμάτι της ταινίας ο σκηνοθέτης που όλα τα υπομένει για να ’ρθει εκείνη η στιγμή η μαγική που θα ουρλιάξει με το όνειρο στα δόντια «Μοτέρ, πάμε» και αγκαλιά με τον δίπλα θεατή θα βυθιστεί στο πιο πηχτό σκοτάδι της ψυχής του.

O Buster Keaton, ποιητής Ταινία βουβή αυτό το ποίημα με μια τεράστια πέτρα λέξη που κατρακυλάει από στίχο σε στίχο κυνηγώντας τον ποιητή που έντρομος τρέχει να ξεφύγει από τη βουβή οργή ποίηση που τον καταδιώκει και στο τέλος τον πλακώνει χωρίς ποτέ να μάθει ποια ήταν αυτή η σωματώδης λέξη που βουβάθηκε απότομα μέσα του την ώρα που τον λιθοβολούσε ο ουρανός.

95


96

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Στέλλα-Σοφία Ζυγούρη Γιορτή της καρδιάς μου Ταξίδι μ’ έστειλε ένα «Ταξίδι»,
 άστρα τα λόγια, πνοή δροσιάς.
 Κι άλλους περπάτησα όμορφους δρόμους...
 μα γη δεν πάτησα, είχα φτερά!

 Πουλί στα σύννεφα πετάει η ψυχή μου
 Έχει το άπειρο, προορισμό!
 Ποίηση ο χάρτης μου και οδηγός μου,
 πυξίδα η έμπνευση, φάρος λαμπρός.

 Ήρθε το λιόγερμα γεμάτο λάμψη,
 ας ήταν χιόνια δεξιά ζερβά
 είχε τ’ αστέρια της όλα ανάψει
 γιορτοφορούσα τρελή καρδιά! (Ταξίδι στο φως)

ZZ Η Στέλλα-Σοφία Ζυγούρη γεννήθηκε στη Σπάρτη και κατοικεί μόνιμα στο Γύθειο. Σπούδασε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Έχουν εκδοθεί τρεις ποιητικές συλλογές της: «Στους δρόμους που περπάτησα» (2014), «Ταξίδι στο φως» (2015), «Αισθήσεις» (2016 – υπό έκδοση). Είναι ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών Λακωνίας «Χείλων ο Λακεδαιμόνιος» και μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών. Στον 8ο Διαγωνισμό Ποίησης 2013 Ωδείου Φουντούλη (Κέντρο Διεθνών Μουσικών Σπουδών) λαμβάνει τον 1ο Έπαινο και από τον 33ο Διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών τιμητική διάκριση για το ποίημα «Ταξίδι». Στον 6ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό 2015 του Ε.Π.Ο.Κ. (Ελληνικός Πολιτιστικός Όμιλος Κυπρίων) λαμβάνει το 2ο βραβείο για το ποίημα «Θυσία για την Κύπρο μας». Διατηρεί την προσωπική ιστοσελίδα Stella-Sofia Zygouri, καθώς και τις ποιητικές σελίδες «Η σιωπή λέει περισσότερα», «Ποίηση σε κάνει να πετάς ψηλά», αλλά και τις ομώνυμες των συλλογών της: «Στους δρόμους που περπάτησα», «Ταξίδι στο Φως» και, πολύ σύντομα, «Αισθήσεις».


Σοφία Κούκια

Σοφία Κούκια Η γνωριμία

Σ

PHOTO Ρέα Παπαδοπούλου

σσσ… σώπα, άκου… γύρισαν τα κορίτσια… Πού είχανε πάει; Πετούσαν στην αυλή…Όλο πουλιά ντύνονται… Λες και αυτά τα πόδια τους είναι μονάχα δεκανίκια… Βάλε φαΐ… Τι ταΐζουν τα πουλιά; Δε ξέρω… να, πάρε να τους μοιράσεις κάτι όνειρα που περίσσεψαν από τη χθεσινή βραδιά… Πεινάνε συνέχεια, διψάνε, μεγαλώνουν… ρωτάνε… Φοβάμαι. Πού θα πάνε; Τα γράμματα να τους δείξω ή τις πυξίδες; Ας τις αγκαλιάσω μία μία πριν αρχίσουν να ξεπλέκουν τις κοτσίδες… Μη φοβάσαι, κορίτσι μου, μεγάλος και απέραντος ο κόσμος, μα παλεύεται το άγνωστο σα κάνεις φυλαχτά κείνα που πείραξε ο πόνος. Όταν θα φύγω, πες μου, να τρέξω; Αν θες να προλάβεις, τρέχα, αν θες να μάθεις, περπάτα, αν θες να απολαύσεις, ανάσα και σταμάτα. Τα μάτια σου μονάχα μη ξεχάσεις και τα κλείσεις, ανοιχτά, όλα τα μάτια σου ανοιχτά. Κείνα στο πρόσωπό σου πού και πού να τα κοιμίζεις, κείνα στην καρδιά σου να τα γεμίζεις… Ξημέρωσε. Πάλι ξημέρωσε. Κάθε μέρα τα ίδια. Πλύσου. Ντύσου. Περιμένουν τα κορίτσια. Τη Μαρία να δω. Ακόμα αναρρώνει. Ήρθε ένας ακάλεστος πυρετός, μια την καίει, μια την κρυώνει. Τα κορίτσια. Ακούω τα κορίτσια. Παίζουν, τρέχουν στην αυλή… Πού είστε; Πού είστε; Ποια είσαι εσύ; Πού είναι τα κορίτσια; Έφυγαν. Δε σε ξέρω. Δε σ’ έχω ξαναδεί. Άλλοι με λένε μοναξιά, άλλοι εγκατάλειψη. Εγώ θα σε φωνάζω θύμηση. Πάω για ύπνο. Έχει στο ψυγείο φαγητό. Ήταν των κοριτσιών. Μα θα έχει χαλάσει… Δε χαλάνε ποτέ τα όνειρα των παιδιών…

ZZ Η Σοφία Κούκια γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννενα. Μετά τις σπουδές της επέστρεψε στη γενέτειρά της όπου διατηρεί φροντιστήρια ξένων γλωσσών και διδάσκει αγγλικά. Παράλληλα, ασχολείται με το ραδιόφωνο, ως παραγωγός, ενώ αρθρογραφεί σε μια στήλη τοπικής εφημερίδας.

97


μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

Σωτηρία Τζιούρη Το Τάμα

Ά

νοιξε την πόρτα και μπήκε. Το φως έμπαινε από το παράθυρο και η λινή κουρτίνα σχεδόν γαργαλούσε το κρεβάτι. Η κουβέρτα! Λες να ήταν η δικιά της; Έψαξε στο στρίφωμα να βρει το μονόγραμμα που είχε κεντήσει τις πρώτες μέρες που είχε έρθει στο οικοτροφείο. Μάταια. Έμοιαζε όμως τόσο με τη δικιά της… Τι περίεργο! Αυτή, ένα κορίτσι που σκαρφάλωνε στα βουνά του χωριού της, βρέθηκε οικότροφη σε νησί! Ας όψεται ο πατέρας της. Τσέλιγκας ο παππούς του, τσέλιγκας ο πατέρας του, τσέλιγκας κι αυτός. Μεγάλος και θεοφοβούμενος. Αν και άνθρωπος του βουνού, αγαπούσε τη γυναίκα του. Στη δεύτερη γέννα κοιλοπονούσε μερόνυχτα ολόκληρα. Το παιδί δεν έβγαινε και η γυναίκα εξαντλήθηκε. Η μαμή τον προετοίμασε για το αναπόφευκτο. Άρπαξε τότε αυτός την εικόνα της Παναγίας που είχε στο προσκεφάλι και έκανε τάμα. Αν βγει κορίτσι, να γίνει καλόγρια στη χάρη Της. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα γεννήθηκε η Λένη. Δέκα χρόνια περίμενε για το τάμα. «Δέκα χρόνια εγώ», έλεγε, «μια ζωή η Παναγία». Η καημένη η μάνα ούτε να τ’ ακούσει δεν ήθελε. Έπεσε να πεθάνει. Λύγισε ο πατέρας. Είναι κάποιες φορές που και το τάμα αλλάζει όταν μιλάει η καρδιά. Έτσι, έστειλε τη Λένη στο νησί της Παναγίας, οικότροφη. Κάπως έτσι είχε φτάσει στο νησί για πρώτη φορά. Για ένα τάμα. Κάπως έτσι έφτασε και τώρα. Για ένα τάμα. Το δικό της. Να προλάβει να ξαναπάει στα μέρη των παιδικών της χρόνων και να μαζέψει τα κομμάτια του εαυτού της που άφησε σκόρπια, πριν… Να προλάβει πριν…

PHOTO Ρέα Παπαδοπούλου

98

ZZ Η Σωτηρία Τζιούρη γεννήθηκε στις Σέρρες και έζησε σε διάφορες πόλεις της βόρειας Ελλάδας. Στο σχολείο έγραφε ευθυμογραφήματα, μικρές ιστορίες και ιστορίες τρόμου, που μοιραζόταν με την καλύτερή της φίλη. Σπούδασε ψυχολογία και αγγλική φιλολογία. Σήμερα ζει στα Γιάννενα με την Άρτεμη, τη Μυρτώ, τον Άγγελο και τον Τσίπη, και εργάζεται ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.


Χριστίνα Φούσκα

Χριστίνα Φούσκα Η αυλή

Έ

PHOTO Jan Zappner

να παλιό σπίτι και μια αυλή. Μέρες χυμένες μέσα σε σκόρπιες κούτες, κάτω από πεταμένες εφημερίδες, πάνω σε κλειστά βλέφαρα. Σκυμμένο το γερασμένο κεφάλι της πάνω του διάβαζε τη προσευχή. Σε ήχο πλάγιο-δεύτερο. Αυτός καθιστός. Ζευγάρι από χρόνια. Η γήινη προσμονή απέναντι στο άφατο της θλίψης. Η ιέρειαγυναίκα μάζευε ανάγκες και σκόρπιζε φως. Τόσα χρόνια περάσανε κι αυτός εκεί. Στη θεραπεία της συμπαντικής της μνήμης, σαν από πάντοτε αυτή η αυλή να πρόσφερε απλόχερα τη μύησή της. Για κεινη άλλη μια μέρα στην υπηρεσία του γίγνεσθαι. Είναι απόγευμα. Ο χρόνος τους λιγοστεύει. Μένει μια πίστη φθοράς ανάμεσά τους, μια θεραπευτική ανάσα λίγο πριν το τέλος. Μια ολόκληρη ζωή μέσα σ’ αυτή την αυλή. Την πίστεψε. Τον προστάτεψε. Τώρα ο πραγματικός χρόνος προσεύχεται μέσα στα κλειστά της μάτια. Εκπορεύεται απ’ τα λόγια της, απ’ την αφοσίωση της μοναξιάς της, απ’ την λεπτή στιλπνότητα των αραιωμένων μαλλιών της. Δεν υπάρχει κανείς άλλος εκεί. Μόνο ο ήχος απ’ τις παλιές εφημερίδες, νέα που γίνανε παλιά, άδειες κούτες που ποτέ δεν γέμισαν, βλέφαρα ερμητικά κλειστά στη σκοπιά τους, και μια πίστη από καιρό φορεμένη. Όμως κι οι δυο παρέμειναν σε τούτη την αυλή. Αυτός καθισμένος στο πεζούλι κι αυτή γερμένη πάνω του ψιθυρίζοντας τους ύμνους της. Όρθια εκείνη, καθιστός αυτός. Κλεισμένοι μέσα σε μια φωτογραφία, σε μια προσευχή, σε μια αυλή. Πιστοί στη λεηλάτηση της ζωής, θεραπευμένοι από τον χρόνο. Δεν τους ακούς, μόνο κοιτάζεις. Την αυλή τους.

ZZ Η Χριστίνα Φούσκα γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από την Ικαρία. Σπούδασε νηπιοβρεφοκόμος και παράλληλα δραματοθεραπεία, παιγνιοθεραπεία και art therapy. Έχει ασχοληθεί με τη ζωγραφική και τις κατασκευές, αρχικά ως χομπίστρια και κατόπιν επαγγελματικά. Έχει λάβει μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, ενώ έχει συμμετάσχει και διακριθεί σε διαγωνισμούς συγγραφής με διηγήματα και ποίηση. Σήμερα ζει και εργάζεται ως ελεύθερη επαγγελματίας στα Ιωάννινα.

99


100

ΠΟΙΗΣΗ μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ Α Ι

Σ Ε

ΟΛ Α

ΤΑ

Κ Ε Ν Τ Ρ Ι Κ Α

Β Ι Β Λ Ι Ο Π Ω Λ Ε Ι Α

ΚΕΝ


ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ ΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚ Α ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ

101


ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚ ΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr Κ ΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚ Α ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ


Είκοσι τέσσερις ιστορίες για τον πόνο, τον φόβο, τη μονα­ξιά, την εγκατάλειψη, την από­γνω­σ η, την κρατική βία, τον εγκλει­σμό, τα όνειρα, την αντί­σταση, την ελπίδα. Οι ήρωες αυτών των ιστοριών είναι απλοί καθη­μερινοί άνθρωποι που ζουν και αναπνέουν δίπλα μας. Οι χαρές τους και κυρίως οι λύπες τους, τα παράπονα και οι αγωνίες τους, το χαμόγελο και το κλάμα τους, τα όνειρα και οι εφιάλτες τους είναι το υλικό των ιστο­ριών αυτού του βιβλίου. Διάσταση 14,5 x 21 εκ. - 70 σελ. ISBN 978-960-7971-95-1 Αποκλειστική διάθεση: Εκδόσεις Άλλωστε Παραγγελίες: τηλ. 210 - 7511395

103


Z

Z

104

μύρτιλο • ΤΕΥΧΟΣ 8 Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;

Η Μαρία Γιαννάκη γεννήθηκε στην Παιανία και ασχολείται με τα ναυτιλιακά. Από μικρή ηλικία της άρεσε να γράφει παραμύθια. Στην αρχή τα διάβαζε στον μικρό της αδελφό, αργότερα στους φίλους της και τώρα με χαρά τα μοιράζεται με τους μικρούς αναγνώστες σε τούτο το πρώτο της βιβλίο.

1/7/2013 12:02:31 AM

Η

2013

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ

Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21 ISBN 978-960-9607-95-7

ΑΝ

Ισμήνη, μ’ έναν παράξενο, μοιραίο τρόπο, θα γνωρίσει τον Μύρωνα, έναν εντυπωσιακό νέο που η εικόνα του θα αποτυπωθεί στην ψυχή της και θα την στοιχειώσει μ’ έναν περίεργο τρόπο. Δεν ήταν παρά μία φορά που τον είδε, κι όμως κάτι αόρατο τους συνέδεσε... Η γνωριμία της με τον δίδυμο αδελφό του, τον Στέφανο, θα γίνει στην ουσία το μέσον για να προσεγγίσει την προσωπικότητα αυτού του άνδρα που κρύβει ένα μυστικό. Ένα μυστικό που τον οδήγησε στην αυτοχειρία. Μέσα από κάποια κείμενα, η Ισμήνη κι ο Στέφανος θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο της άγνωστης καλλονής που πέρασε από τη ζωή του Μύρωνα... Πού θα οδηγήσει αυτή η αναζήτηση; Τί είναι αυτό το παράξενο δέσιμο ανάμεσα στην κοπέλα και στα δυο αδέλφια;

Το βιβλίο της Μαρίας Γιαννάκη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.

ISSN: 2241-3685

ΡΕ

Διαβάστε το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Δημοπούλου-Πύρζα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανός».

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχισμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;

ΔΩ

3 | ΑΝΟΙΞΗ 2013

12/3/2012 11:45:24 AM

οσ ελότος

ΕΤ ΑΙ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΤΕΥΧΟΣ 3

ο σ ε λ ότ ο ς

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

μύρτιλο

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

FLAPS: 70

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Π

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

0_cover_ektos ylis_ΟΚ2.indd 1

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013

ΤΕΥΧΟΣ 2

ISBN 978-960-564-001-9

ΑΝ

ΣΗΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ • ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ

Γιώργος Κιουρτίδης

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα

ΡΕ

ώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη Υπό έκδοση: ενώ κατοικείς στα σύν«Η μέρα μου, η νύχτα σου», νεφα; Τι αντικρίζεις όταν Μυθιστόρημα κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι; Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

«Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή «Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr

0_cover_nefeli.indd 1

170 × 240 SPINE: 6.7

ΔΙΑ ΤΙΘ

ΔΩ

Έργα της ίδιας:

ISBN 978-960-564-002-6

λάσσονται. Μυθιστόρημα | Σελ. 456 | 14 × 21 Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φιISBN 978-960-9607-88-9 λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης διαδρομές σας.

ΕΤ ΑΙ

μυρτι λ ο

SPiNe: 7 FlaPS: 60

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φαΚαθηγήτρια για σαράκέλου οδηγεί την ηρωίδα σταΠανεπιστημίου απρόσμενα μονοπάτια μιας αποκάλυψης. πεθαίνει κα- περισσότερα ντα χρόνια,«Πώς διδάχτηκα νείς;» αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με απ’ όσα δίδαξα. δρόμοι της γνώσης τους μεγαλύτερους φόβους και τιςΟι ψευδαισθήσεις της, πουανοίγουν την οδηγούνορίζοντες στο πιο βαθύ και καιιερό προετοιμάζουν ταξίδι περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα ζώα– διαδρομές. Από Δίνει το αγώνα Ε.Μ.Π. στη Σορσε έρημα δάση και γραφικά χωριά. επιβίωσης σωματικό, ψυχικό όσοΠανεπιστήμιο και πνευματιβόννη και στο Θεσσαλίκό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατοας, από τουέτσι ’68 στην Αθήνα τήτων που κρύβει μέσα το της, Παρίσι ξεδιπλώνοντας το πραγματικό νόημα μου της ζωής σε όλο το του 2012, οι διαδρομές εντός καιτουεκτός ύλης εναλμεγαλείο.

120 × 150

μυρτι λ ο

Z

FLAPS: 70

μύρτιλο

140 × 210 SPiNe: 3 FlaPS: 80

ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ • ΝΕΦΕΛΗ, Ταξίδι στη Γη

Πώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι;

170 × 240 SPINE: 6.7

ΔΙΑ ΤΙΘ

Z

ISSN: 2241-3685

00_myrtilo3_cover.indd 1

6/10/2013 9:52:56 PM

00_myrtilo2_cover.indd 1

3/7/2013 12:38:44 AM

Z

170 × 240

SPINE: 6.7

FLAPS: 70

Z

μύρτι λ ο

ΔΩ

ΡΕ

ΑΝ

μύρτιλο ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 5 | ΑΝΟΙΞΗ - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014

ΡΕ

ΑΝ

Επισκεφθείτε το βλιοπωλείο του

Οσελότου στα Ιωάννινα

2013

ΑΝΟΙΞΗ -ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα

Το βιβλίο του Δημήτρη Κοτζιά κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.

ISSN: 2241-3685

ΔΩ

ΤΕΥΧΟΣ 5

ΤΕΥΧΟΣ 3

Μια ιστορία παρόμοια με πολλές άλλες, αλλά και εντελώς διαφορετική γι’ αυτούς που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς σύνορα και προσπαθούν να ξεφύγουν από το μικρόκοσμο που τους περιβάλλει, χαράζοντας μόνοι τον δρόμο τους για το μέλλον.

Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»

ΕΤ ΑΙ

ζέλου) 150 έως (ελ. βενι λεωφ. Θησ λιθέα • αθήνα καλ 176 76 • 1723 l.com τ. 213 026 blio@gmai anonymo.bi

μανία. Αφήνει πίσω του πρόσωπα και μέρη που αγάπησε, αναζητώντας κάτι το καινούργιο, κάτι το διαφορετικό σ’ έναν κόσμο άγνωστο γι’ αυτόν. Οι δεσμοί του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσε είναι τόσο ισχυροί που δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία για την απόφαση του μετά την ολοκλήρωση του στόχου του. Επιστροφή στην πατρίδα. Κι όμως τα πράγματα παίρνουν μια άλλη τροπή…

4 | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013

FLAPS: 70

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

Σ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ

το βιβλιοπωλείο που ε μια περίοδο ραγδαίων πουποστηρίζει τους λιτικών εξελίξεων και κοινωνικών ανακατατάξεων πρωτοεμφανιζόμενους στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ένας νεαρός από την Αθήνα συγγραφείς φεύγει για να σπουδάσει στη Γερ-

ΕΤ ΑΙ

170 × 240 SPINE: 6.7

ΔΙΑ ΤΙΘ

μύρτι λ ο

μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ

Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»

2651 306456

ISSN: 2241-3685

ocelotos.ioannina@gmail.com

00_myrtilo5_cover.indd 1

11/24/2013 9:51:29 PM

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

6/3/2014 9:40:53 AM

Τα επτά πρώτα τεύχη του «Μύρτιλου» έχουν εξαντληθεί. Ωστόσο διατίθενται διαδικτυακά στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Οσελότος (www.ocelotos.gr), απ’ όπου μπορείτε να τα διαβάσετε ή να τα τυπώσετε.

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 • 210 6431137 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com

www.ocelotos.gr



ZZ

170 × 240  SPINE: 7.4  FLAPS: 70

μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ

Επισκεφθείτε

Οσελότου

Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο • Τ Ε ΥΧΟ Σ 8 • Κ Α ΛΟ Κ Α Ι Ρ Ι 2 0 1 6

στα Ιωάννινα ocelotos.ioannina@gmail.com

Ένα μυθιστόρημα που βλέπει τη θετική, την αισιόδοξη πλευρά της ζωής. Που παίζει φιλοσοφώντας και φιλοσοφεί παίζοντας. Ένα βιβλίο, που φέρνει τον αναγνώστη –με τρόπο κατανοητό αλλά και παράλληλα διασκεδαστικό– σε επαφή με τις διάφορες επιστήμες, τις τέχνες, αλλά και την ιστορία της Ηπείρου. Ένα βιβλίο που θα σας κάνει να θυμηθείτε, να ξεχάσετε, να νοσταλγήσετε, να χαμογελάσετε και να ανακαλύψετε τη μυστική συνταγή της ανθρώπινης ύπαρξης. Σελίδες: 754 Διάσταση: 14 × 21 Έτος έκδοσης: 2015 ISBN 978-960-564-302-7

Το βιβλίο του Χρήστου Ζώη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.

Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»

ISSN: 2241-3685

Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα

2651 306456 0_cover_8.indd 1

μ ύ ρτι λ ο

το βιβλιοπωλείο του

ΕΤ ΑΙ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 8 | ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2016

ΔΩ

Οι συγγραφείς του τεύχους σε αλφαβητική σειρά ΡΕ

ΑΝ

Αγραπίδη Σοφία Δ. Αθανασίου Αλεξία Αντωνιάδης Στέλιος Αξαρλής Αρτέμης Δημητριάδης Δημήτρης Α. Δραγούνη Βασιλική Εξαρχαίου Κατερίνα Ζαφείρης Δημήτρης Ζαχαράτος Σπύρος Ζέρβας Μιλτιάδης Ζυγούρη Στέλλα-Σοφία Ζώης Χρήστος Καλαβάνος Αναστάσιος Κατερίνη Ιωάννα Κομίνης Αντώνης Κορακιανίτη Ειρήνη Κούκια Σοφία Κουφάκης Μανώλης Κράνης Δημήτρης Α. Κυπριωτάκης Βασίλης Κώτση-Δεληγιάννη Έφη Λουκά Ελένη Θ. Π. Μαρκάκης Γιάννης Μελισσουργού Βασιλική Μουσγοπούλου Μικαέλα Μποτονάκης Γιάννης Πατρώνης Τάσος Πολυχρονιάδης Τέλης Πρέκας-Πατρωνάκης Ορέστης Ρουσσίδου Έλλη Ρουσσομουστακάκη Άννα Σταμέλος Ιωάννης Ευαγγ. Ταξιδευτής Γιώργης Τάτση Δώρα Τζιούρη Σωτηρία Τουλ Μαρία Τσαπαλιάρης Βασίλης Φούσκα Χριστίνα Χείλαρη Σουσάνα Ψάρρας Ιωάννης Ψάρρας Στέλιος

84 49 28 92 78 70 80 44 14 39 96 75 52 24 32 86 97 4 46 54 13 77 94 33 35 23 16 82 69 72 31 65 41 18 98 62 8 99 25 7 90

30/6/2016 7:29:48 μμ


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.