ZZ 170 × 240 SPINE: 6.7
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
120 × 150
SPiNe: 7
μυρτι λ ο
Z
FlaPS: 60
ΤΕΥΧΟΣ 2 ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013
Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
12/3/2012 11:45:24 AM
ISSN: 2241-3685 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21 ISBN 978-960-9607-95-7
Z
00_myrtilo2_cover.indd 1
170 × 240 SPINE: 6.7
FLAPS: 70
Z
140 × 210 SPiNe: 3 FlaPS: 80
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
οσ ελότος 0_cover_prosopa sto nero.indd 1
Π
1/7/2013 12:02:31 AM
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 3 | ΑΝΟΙΞΗ 2013
Δημοσιεύσεις σέ ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά περιοδικά: Νέα Σκέψη, Τριφυλλιακή Εστία, Ομπρέλα, Περίπλους, Ὕφος, Ανατολικός, Λογοτεχνικά Επίκαιρα, Βακχικόν, Στιχοδρόμιο, Joyfullife, Σοδειά, Φιλοσοφία και Παιδεία, Διάστιχο, κ.ἄ.
Π
ΤΕΥΧΟΣ 3 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
150
2013
2013
ιζέλου) έως (ελ. βεν λεωφ. Θησ λιθέα • αθήνα καλ 176 76 • 1723 l.com τ. 213 026 blio@gmai anonymo.bi
•
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το βιβλίο της Μαρίας Γιαννάκη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
ΤΕΥΧΟΣ 3
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
το βιβλιοπωλείο που υποστηρίζει τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς
5/11/2013 8:39:17 PM
•
οιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; Τί θά σηματοδοτήσει γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, ὅπως καί μ’ ἕναν ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστο ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
ώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι; Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;
μύρτιλο
ΑΝ
www.nzbooks.gr www.reikigokai.com www.natashazacharopoulou.blogspot.com
ο σ ε λ ότ ο ς
0_cover_nefeli.indd 1
3/7/2013 12:38:44 AM
FLAPS: 70
ΡΕ
Τό βιβλίο: «Πρόσωπα στό νερό» εἶναι τό τρίτο της μυθιστόρημα.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108, 210 6431137 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
SPINE: 6.7
Το βιβλίο της Νατάσας Ζαχαροπούλου κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
ΕΤ ΑΙ
ΔΩ
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 4 | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013
Διαβάστε το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Δημοπούλου-Πύρζα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανός».
Η
Ισμήνη, μ’ έναν παράξενο, μοιραίο τρόπο, θα γνωρίσει τον Μύρωνα, έναν εντυπωσιακό νέο που η εικόνα του θα αποτυπωθεί στην ψυχή της και θα την στοιχειώσει μ’ έναν περίεργο τρόπο. Δεν ήταν παρά μία φορά που τον είδε, κι όμως κάτι αόρατο τους συνέδεσε... Η γνωριμία της με τον δίδυμο αδελφό του, τον Στέφανο, θα γίνει στην ουσία το μέσον για να προσεγγίσει την προσωπικότητα αυτού του άνδρα που κρύβει ένα μυστικό. Ένα μυστικό που τον οδήγησε στην αυτοχειρία. Μέσα από κάποια κείμενα, η Ισμήνη κι ο Στέφανος θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο της άγνωστης καλλονής που πέρασε από τη ζωή του Μύρωνα... Πού θα οδηγήσει αυτή η αναζήτηση; Τί είναι αυτό το παράξενο δέσιμο ανάμεσα στην κοπέλα και στα δυο αδέλφια;
ISSN: 2241-3685 6/10/2013 9:52:56 PM
Z
00_myrtilo4_cover.indd 1
170 × 240
SPINE: 6.7
FLAPS: 70
11/24/2013 9:51:29 PM
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
μύρτι λ ο
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 5 | ΑΝΟΙΞΗ - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
Επισκεφθείτε το βλιοπωλείο του
Οσελότου στα Ιωάννινα
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Σ
•
ε μια περίοδο ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων και κοινωνικών ανακατατάξεων στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ένας νεαρός από την Αθήνα φεύγει για να σπουδάσει στη Γερμανία. Αφήνει πίσω του πρόσωπα και μέρη που αγάπησε, αναζητώντας κάτι το καινούργιο, κάτι το διαφορετικό σ’ έναν κόσμο άγνωστο γι’ αυτόν. Οι δεσμοί του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσε είναι τόσο ισχυροί που δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία για την απόφαση του μετά την ολοκλήρωση του στόχου του. Επιστροφή στην πατρίδα. Κι όμως τα πράγματα παίρνουν μια άλλη τροπή…
ΤΕΥΧΟΣ 5 ΑΝΟΙΞΗ -ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
Μια ιστορία παρόμοια με πολλές άλλες, αλλά και εντελώς διαφορετική γι’ αυτούς που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς σύνορα και προσπαθούν να ξεφύγουν από το μικρόκοσμο που τους περιβάλλει, χαράζοντας μόνοι τον δρόμο τους για το μέλλον.
Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα
Το βιβλίο του Δημήτρη Κοτζιά κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
00_myrtilo5_cover.indd 1
ΕΤ ΑΙ
ISSN: 2241-3685
2651 306456
ocelotos.ioannina@gmail.com 6/3/2014 9:40:53 AM
ISSN: 2241-3685
0_cover_9Α.indd 1
ΕΤ ΑΙ
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
Οι συγγραφείς του τεύχους σε αλφαβητική σειρά
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2018 #9
ΑΝ
ISSN: 2241-3685
00_myrtilo3_cover.indd 1
μύρτιλο
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΡΕ
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο • Τ Ε ΥΧΟ Σ 9 • Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο 2 0 1 8
Βιβλία της πού ἔχουν ἐκδοθεῖ: «Νά σ’ ἔχω», Ποιήματα, 1995 (Λύχνος) «Κι ἄς μέ ταξιδεύεις ὅπου», Διηγήματα, 1995 (Λύχνος) «Ἴχνος κραγιόν ἡ νύχτα», Μυθιστόρημα, 1996 (Ανατολικός) «Ὅπου ὁρίζει τό φιλί», Διηγήματα, 1999 (Ανατολικός) «Ἀτμός», Ποιήματα, 2008 (Ανατολικός) «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ», Μυθιστόρημα, 2009 (Ανατολικός) «Ρέικι η Ατραπός της Καρδιάς», 2009 (Ανατολικός) 1η ἔκδοση: Δεκέμβριος 2009, 2η έκδοση: Σεπτέμβριος 2010
170 × 240
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΔΩ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ISBN 978-960-564-002-6
ISBN 978-960-564-058-3
Ἡ Νατάσα Ζαχαροπούλου γεννήθηκε στή Λειβαδιά, σπούδασε Δημοσιογραφία καί ἐργάζεται ὡς ἀσφαλίστρια. Εἶναι Reiki Teacher τοῦ Συστήματος Φυσικής Θεραπείας Usui Reiki.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
FlaPS: 80
μυρτι λ ο
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
SPiNe: 20
Πρόσωπα στο νερό
Ποιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; Τί θά σηματοδοτήσει γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, ὅπως καί μ’ἕναν ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστο ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
Νατάσα Ζαχαροπούλου
ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ • ΝΕΦΕΛΗ, Ταξίδι στη Γη
143 × 210
Δυό ὄνειρα μέ χρονική ἀπόσταση λίγων ἡμερῶν τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο στίς ἀρχές Μαρτίου τοῦ ‘09 γίνονται ἀφορμή ν’ ἀναποδογυρίσουν τά πάντα στή ζωή τοῦ Ντόν καί τῆς Μάργκοτ. Χάρη σ’ αὐτά ὁ κεντρικός ἥρωας ἀποφασίζει ἕνα ταξίδι, τό ὁποῖο ἐξελίσσεται ἀπρόβλεπτα.
Η Μαρία Γιαννάκη γεννήθηκε στην Παιανία και ασχολείται με τα ναυτιλιακά. Από μικρή ηλικία της άρεσε να γράφει παραμύθια. Στην αρχή τα διάβαζε στον μικρό της αδελφό, αργότερα στους φίλους της και τώρα με χαρά τα μοιράζεται με τους μικρούς αναγνώστες σε τούτο το πρώτο της βιβλίο.
ΕΤ ΑΙ
μύρτι λ ο
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
μ ύρτιλ ο
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχισμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;
Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013
«Η μέρα μου, η νύχτα σου», Μυθιστόρημα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Πώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι;
ΑΝ
•
ISBN 978-960-564-001-9
Υπό έκδοση:
ο σ ε λ ότ ο ς
Z
ΡΕ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Γιώργος Κιουρτίδης
0_cover_ektos ylis_ΟΚ2.indd 1
ΔΩ
«Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή «Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή
ΣΗΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ • ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ
λάσσονται. Μυθιστόρημα | Σελ. 456 | 14 × 21 Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φιISBN 978-960-9607-88-9 λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης διαδρομές σας.
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ΕΤ ΑΙ
Έργα της ίδιας:
Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φαΚαθηγήτρια για σαράκέλου οδηγεί την ηρωίδα σταΠανεπιστημίου απρόσμενα μονοπάτια μιας αποκάλυψης. πεθαίνει κα- περισσότερα ντα χρόνια,«Πώς διδάχτηκα νείς;» αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με απ’ όσα δίδαξα. δρόμοι της γνώσης τους μεγαλύτερους φόβους και τιςΟι ψευδαισθήσεις της, πουανοίγουν την οδηγούνορίζοντες στο πιο βαθύ και καιιερό προετοιμάζουν ταξίδι περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα ζώα– διαδρομές. Από Δίνει το αγώνα Ε.Μ.Π. στη Σορσε έρημα δάση και γραφικά χωριά. επιβίωσης σωματικό, ψυχικό όσοΠανεπιστήμιο και πνευματιβόννη και στο Θεσσαλίκό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατοας, από τουέτσι ’68 στην Αθήνα τήτων που κρύβει μέσα το της, Παρίσι ξεδιπλώνοντας το πραγματικό νόημα μου της ζωής σε όλο το του 2012, οι διαδρομές εντός καιτουεκτός ύλης εναλμεγαλείο.
170 × 240 SPINE: 7.4 FLAPS: 70
FLAPS: 70
Sara Jane Parsons: «The Eye Cannot See Itself» By courtesy of the Association of Mouth and Foot Painting Artists Worldwide, www.VDMFK.com | www. ΜFPAUSA.com
Z
Dall’Olio Anna Maria Manitta Angelo Maurer Brina Αλυσανδράτου Αικατερίνη Αρματά Ιώ Βλαχάκος Στάθης Β. Γιανναδάκη Γωγώ Γρηγοριάδου Ειρήνη Δημητριάδης Δημήτρης Α. Δραγούνη Βασιλική Εξαρχαίου Κατερίνα Ζέρβας Μιλτιάδης Ζούμπος Βασίλης Καλαβάνος Αναστάσιος Κατραφύλλιας Μάκης Λουκά Ελένη Μαλαξιανάκη Δέσποινα Μαυρακάκης Κώστας Μελή Αθηνά Μπεκιάρης Γιώργος Π. Μπίζας Γιώργος Νικ Μπήτνικ Νικολούδη Άννα Νόνας Νίκος Ξηρογιάννη Ασημίνα Παλλαντζά Έλενα Παντοπούλου Έλσα Παραγιουδάκη Ελευθερία Ρήγα Φλωρεντία Ρουσσίδου Έλλη Ταβουλάρης Θεόδωρος Τασσοπούλου Κωνσταντίνα Τουλ Μαρία Τσαπαλιάρης Βασίλης Τσίγκρα Μένη Χανδρινού Κατερίνα Χαραλαμπίδη Δέσποινα Χαραλαμπίδης Μηνάς Χατούπης Κωνσταντίνος Κ. Χρηστάκης Νικόλας
43 44 40 72 39 77 36 69 45 53 48 30 25 71 7 88 16 49 46 55 11 58 67 4 54 3 70 74 34 56 57 27 84 19 32 38 68 83 31 5
10/9/2018 11:16:40 πμ
Τ
ο ΜΥΡΤΙΛΟ #9 έρχεται έπειτα από αρκετό καιρό σε ανανεωμένη μορφή και φθινοπωρινό, με κείμενα εξωστρεφή και εσωστρεφή: κάποια έχουν διάθεση να ελέγξουν την κοινωνική μας συνθήκη, να ασκήσουν κριτική, κάποια τείνουν στην ενδοσκόπηση και άλλα φτιάχνουν ένα σύμπαν ενδοκειμενικό αυτόνομο. Στη θεματολογία του τεύχους ο αναγνώστης ίσως διακρίνει ποικίλες μορφές του ονείρου, ως ενύπνιο, ως προσδοκία – μπορεί και ερωτική, ως όραμα της ποιητικής πράξης, ως εφιάλτη ή δυστοπία, αγγελιαφόρο καλών ή κακών ειδήσεων, ακόμα και ως ιδεολογικό προϊόν της ουτοπίας. Το θέμα του γήρατος εμφανίζεται αρκετές φορές στα κείμενα, ενώ θίγεται και η σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με τα ζώα. Αφορισμοί, ρήσεις και αποφθέγματα έχουν τη θέση τους στο τεύχος, σε ποιητική κυρίως μορφή, ενώ από άποψη μορφής ενδιαφέρουσα είναι και η παρουσία των χαϊκού. Στα πεζά ο αναγνώστης θα βρει ένα απόσπασμα από μυθιστόρημα, διηγήματα και μικροαφηγήσεις κινούμενες κυρίως στο πλαίσιο του ρεαλισμού με ελάχιστες εξαιρέσεις που αγγίζουν το φανταστικό ή το γκροτέσκο. Σημαντική, τέλος, η συμμετοχή τριών σύγχρονων Ιταλών ποιητών σε μετάφραση Γεωργίας Χαϊδεμενοπούλου. Ευχαριστούμε πολύ τους 40 πεζογράφους και ποιητές καθώς και τη ζωγράφο Sara Jane Parsons για την εικόνα του εξωφύλλου. Τα Black & Whites στις εσωτερικές σελίδες είναι του φωτογράφου Γιώργου Κόκκιου. Από την κοινότητα του Μύρτιλου ευχόμαστε καλές αναγνωστικές διαδρομές και καλό Φθινόπωρο!
Μύρτιλο Λογοτεχνικό Περιοδικό ISSN: 2241-3685 Τεύχος 9ο ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2018 ΙΔΙΟΚΤΉΤΗΣ
Ελένη Λ. Παντοπούλου Εκδόσεις Οσελότος ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Έλσα Παντοπούλου ΣΧΕΔΙΑΣΜΌΣ
Ocelotos Publishing ΕΡΓΟ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ
Sara Jane Parsons: «The Eye Cannot See Itself» by courtesy of the Association of Mouth and Foot Painting Artists Worldwide, www.VDMFK.com www. ΜFPAUSA.com ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΊΑ:
210 6431108 periodiko.myrtilo@gmail.com FACEBOOK
Λογοτεχνικό Περιοδικό Μύρτιλο ΙΣΤΟΤΟΠΟΣ
https://www.ocelotos.gr ΔΙΕΎΘΥΝΣΗ Οι συγγραφείς φέρουν την αποκλειστική ευθύνη για την πρωτοτυπία των άρθρων τους που δημοσιεύονται στο παρόν τεύχος του Μύρτιλου.
Βατάτζη 55, 11473 – Αθήνα To περιοδικό Μύρτιλο διατίθεται ΔΩΡΕΑΝ στα βιβλιοπωλεία και ηλεκτρονικά στο www.ocelotos.gr
Έλενα Παλλαντζά
Έλενα Παλλαντζά κυματίζοντας λόγια δονούσας πλώρης στοὺς καφενέδες
τοῦφες ἀσβέστη αὐλὲς λίγα ἀγκάθια σκέτη σίκινος
συλλαβὲς ἀφροῦ σὲ φρυκτωρία σχοινούσας καιόμενης
γκρεμοὶ καθέτως λωτοφάγου κάτεργο ναὶ φολέγανδρος
Από τη συλλογή: Έλενα Παλλαντζά, Ὀρυζῶνος καὶ Κυκλάδων, Αθήνα 2016, Περισπωμένη
3
4
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Νίκος Νόνας Έρχονται καμιά φορά... The dead, after all, do not walk backwards but they do walk behind us. − Anne Carson
Έρχονται καμιά φορά τη νύχτα βρίσκουν απάγκιο στις σχισμές των ονείρων και τρυπώνουν κάποτε φοβισμένοι από το χρέος της αιωνιότητας κάποτε απλά γιατί τους πλακώνει το άγχος της τελευταίας φοράς − που δεν πρόλαβαν νιώθουν αυτή την έσχατη υποχρέωση μία μικρή συγγνώμη, μια μικρή απολογία για το θέατρο που στήθηκε για χάρη τους ένα μικρό γνέψιμο της μορφής που μένει απαράλλαχτη και ζωντανή στον καμβά του ασυνειδήτου ή της μνήμης. Ήταν το όνειρο τόσο ζωντανό; Η πραγματικότητα ψεύτικη; Ποιος – τελικά – κοιμόταν; Πρώτη δημοσίευση
Νικόλας Χρηστάκης
Νικόλας Χρηστάκης Άσε με ήσυχο
Έ
ρχεται ο τεχνικός που θα εγκαταστήσει τον κρυφό φωτισμό των παραλλαγών του εαυτού μας. Ωραίος τύπος, όλοι στο σπίτι είναι χαρούμενοι, κάποιων η ζωή μπορεί να πάρει φανταστική ή και μιγαδική παράταση. Ενημερώνει τηλεπαθητικά ότι για φέτος θα είναι υδρόφιλος αναερόβιος, ότι θα μεταβολίζει εγγυημένα μόνο ανώμαλους υπερσυντέλικους, ότι θα εμπνέεται μέχρι δακρύων από λυγμούς σκουριασμένων εκκεντροφόρων. Πραγμάτωση: όλοι χορογραφικά, σαν τους δικυκλιστές της αμέσου δράσεως σε ταινία του Ζακ Τατί, ανοίγουν τον χαρτοφύλακά τους, εξάγουν τα συμπεράσματά τους, τα ελέγχουν προσεκτικά, τα ραντίζουν με τρανσαμινάσες αστρικής πυρηνοσύνθεσης και τα κρεμάνε να στεγνώσουν σε φορητή απλώστρα αυτομάτου αποψύξεως. Ο αυθορμητισμός σε τέτοια ύψη ιεράκων και κονδόρων ανακτά το ρυπαρό του χολόσκασμα, ο χρόνος πλέον δεν είναι σταθερός, ίσως ούτε και γραμμικός, κάποιοι από μας έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται με τις μελλοντικές τους μορφές, κάποιοι αναθεωρούν τη γέννησή τους, η εταιρεία όμως τα έχει προβλέψει όλα. Το επόμενο δευτερόλεπτο έχει πολλή δουλειά, κι εμείς όπως πάντα επιτέλους, χωρίς ουσίες, παστίλιες, σπρέι και επικίνδυνα χημικά, μπροστά στα τερματικά μας, χωρίς δέρμα και χωρίς τέρμα, πανέτοιμοι και πανέρημοι.
Εμπλουτισμός των αρχείων
Γ
ιατί να θάβουμε τους πεθαμένους; Μήπως και πρόκειται να ξυπνήσουν; Δεν είναι ο θάνατος ένας θρίαμβος της στιγμής που τόσα χρόνια, όσο ήμασταν ζωντανοί, απαρνιόμασταν; Καιρός να πάμε να συναντήσουμε τους προγόνους μας, που κατάφεραν να κάνουν αυτό το μικρομεσαίο βήμα για την ανθρωπότητα: να ελευθερώσουν λίγο χώρο γιατί μπροστά στο ικρίωμα έχουν αρχίσει να σχηματίζονται ουρές. Αιώνιοι πεθαμένοι, είστε πολλοί, είστε ξεροί και άψυχοι, χορταίνετε το μαύρο χώμα, της εις τον Άδην κατάβασης παλαίμαχοι, του θανάτου πολύγνωροι φωστήρες, πόσο μα πόσο σας θαυμάζω! Και που πλέον, αντίθετα από εμάς, δεν χρειάζεστε καναπέδες, βοηθήματα βαρηκοΐας, κάμερες οπισθοπορείας, μάτια πλάνα κι αυτιά αεροπλάνα, αίθουσες συνεστιάσεων, στερεοφωνικά συγκροτήματα, γήπεδα, γυμναστήρια, κρεματόρια ευγηρίας, σανίδες νευρογλωσσικού προγραμματισμού, δεν ασχολείστε με την παραγωγή εικόνων, θο-
5
6
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
ρύβων, αντικειμένων, δεν μελετάτε τα εντόσθιά σας και δεν τεστάρετε σε εργαστήρια γνωσιολογικά μοντέλα διαφανούς φωτός και τρισδιάστατους ασύρματους ανιχνευτές παλίμψηστης λάμψης. Κοιμώμενοι τον αξύπνητο όλα τούτα είναι κτήμα σας, λημέρι σας κι αμπελοχώραφό σας.
Κατεβάζω το παράθυρο
Ε
υτυχώς ανοίγουν ακόμα τα παράθυρα σ’ αυτά τα τρένα των σπηλαίων. Με συγχωρείτε, είστε πτώμα κι εσείς; Το βλέπω ότι κάποτε ζούσατε και ειλικρινά χαίρομαι που φέρατε σε πέρας το γενετήσιό σας πρότζεκτ, προετοιμάσατε επιζωωδώς τη συνάντηση με τον Αζραέλ μέσω του ψυχικού σας σκορβούτου και εν τέλει απορροφήσατε κάθε οικότροφη ανάμνηση. Η εξουσία θα χαρεί να σας τοποθετήσει στο σωστό ερμάριο, η εξουσία χαίρεται με την απουσία δέρματος, σπλάχνων, οστών και νευρώνων, που σας κάνει τόσο πιο ανθρώπινο… Και, χωρίς να είμαι εγκάθετος, επικροτώ ευχαρίστως που δεν επιλέγετε τη σταδιοδρομία της μούμιας, του φαντάσματος, του βρικόλακα ή του ζόμπι, αυτή η άρνηση της αζωίας διά του αφυπνισμού δεν είναι και τόσο… και τόσο… και τόσο… και τόσο… και τόσο… (κάθετα και φαλλικά εσταυρωμένε, εντυπωσιακέ διότι κενόζωε ψυχαναγκαστικά παντοδιανεμημένε, παραπλανητικέ διαπλανητικέ κυβερνήτη του επέκεινα, συγχώρεσέ με, μόλις έχασα τα λόγια μου…)
Αποθνήσκω οσονούπω!
Ξ
εκόλλησε ένα κομμάτι από το δόντι μου (οριζοντίως, σαν να είναι ένας όροφος). Το πήρα στο χέρι μου, ήταν σε τέλεια κατάσταση, κατάλευκο, με τις ωραίες του απολήξεις, για να «κουμπώνει» με το κάτω μέρος. Όταν όμως το ακούμπησα κάπου άρχισε να κινείται σα να έχει ποδαράκια και υποχρεώθηκα να το κυνηγήσω. Τελικά κατάλαβα πως μετατρέπεται σε ένα ζωντανό αραχνοειδές ον, με μεγάλα, πάντα κατάλευκα, πόδια και σχεδόν διαφανές. Το έδωσα στον παππού μου λέγοντάς του να το προσέχει και έτρεξα να τηλεφωνήσω στον θείο μου (τώρα συνταξιούχος οδοντίατρος, ανέκαθεν γητευτής ψυχών). Μπήκα στο μπάνιο (που είχε όλο γυρίσει πλάγια 90 μοίρες!) και κοιτάζοντας τον καθρέφτη σκέφτηκα χωρίς ιδιαίτερη έκπληξη ότι είμαι τυχερός που έχω τον παππού μου, είναι για μένα μια δεύτερη ευκαιρία να του μιλήσω, να του εκφράσω την αγάπη μου, ενδεχομένως και να καταλάβω τι τέλος πάντων είχε στο μυαλό του αυτός ο άνθρωπος. Από το υπό έκδοση “διήγημα”: Νικόλας Χρηστάκης, Εν Πλω, Αθήνα 2018, Τυφλόμυγα
Μάκης Κατραφύλλιας
Μάκης Κατραφύλλιας Los De Abajo Υπάρχει μια ολόκληρη άλλη πόλη από κάτω. Λαγούμια σκάβονται στα τυφλά με ενστικτώδη εμμονή σε τυχαίες τροχιές και στα σκοτεινά ξέφωτα συναγελάζονται ιδρωμένοι τυφλοί σκαφτιάδες που ξαποσταίνουν πίνοντας τύρφη. Συστήνονται ψηλαφίζοντας τα πρόσωπά τους. Απτή εικόνα που κολλάει στ’ ακροδάχτυλα σα σφραγίδα. Τα αντιπρόσωπά τους ζουν από πάνω στον ήλιο, στον αέρα, στη βροχή κι οι συναντήσεις με τους αγνώστους από κάτω ανήκουν σ’ αυτούς που δίνουν λόγο στην αγρύπνια τους. Αυτούς που κι η πιο βαθιά νύχτα στήνει αυτί και θωπεύει τα κόκκινα μάτια τους.
Μ
Kαθημερινό παραμύθι
ια φορά κι έναν καιρό, καιρό τώρα κι οι φορές πολλές, το παραμύθι γίνεται ιστορία απ’ τα φλούδια των προσώπων που μάζευε από χάμω και τα ’σφιγγε στη μέγγενη να τα σπουδάσει στο βάθος τους, κι η ιστορία έγινε λόγια έντομα με λεξικό επίχρισμα να σκαρφαλώνουν πάνω στις πρώιμες φρέζες που τσάκισε η ύπουλη ανοιξιάτικη βροχή και να τ’ αδειάζουν μέσα στον ύπερο. Και γεννιέται θάλασσα να τον αγκαλιάσει. Και ταξιδεύει στη φουρτούνα συντροφιά με το δικό του Κέρβερο στην πλώρη, θεριό ανήμερο μαύρο με κόκκινα μάτια, να στέκεται στα πίσω του τα πόδια και να βρυχάται φοβίζοντας τη φουσκωμένη θάλασσα ως το λιμάνι, που φτάνει η κόκκινη κλωστή που ξετυλίχτηκε ολόκληρη απ’ το αδράχτι, και ξεφορτώνει σημάδια στο χαρτί στρατιές από μυρμήγκια αδέσποτα μπλεγμένα με φύκια και άχρηστα κουφάρια κι εμμονές κάτω απ’ το δικό της παράθυρο που ποτέ δεν καταδέχτηκε να τραβήξει έστω την κουρτίνα να τον δει να φτάνει με τα μάτια του ολάνοιχτα απ’ το φόβο του καθημερινού πνιγμού.
7
8
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Κάμα Ο τρίτος χτύπος. Αυτός που εισβάλλει ηδονικά ανάμεσα στους άλλους δύο και τους αποτελειώνει το ρυθμό. Μια ξεχασμένη εκτακτοσυστολή. Έρχεται εκεί που περπατάει στη σκόνη σ’ αυτό το άνυδρο τίποτα στην έρημο την ερημωμένων πραγμάτων που χάσκουν άδεια και καυτός αέρας βοά στο άδειο τους κουφάρι. Τα βράδια συνεχίζει να ψάχνει στο χώμα για τα χαμένα πράγματα. Ευτελή και σκουριασμένα γυαλίζονται σχολαστικά και επιμελώς τοποθετούνται στα πιο ψηλά ράφια. Σοδειά της νύχτας συνοδεία κουκουβάγιας. Τίποτα δε θυμάται το άλλο πρωί αλλοπαρμένος από ενύπνια άσματα. Όλες οι πληγές στο χώμα σβήστηκαν ακόμα και οι πατημασιές διαστρεβλώθηκαν βάναυσα. Στην αυλή τον περιμένει μια τσίγκινη λεκάνη με φρέσκο νερό. Σκουπίζει τον ύπνο απ’ τα μάτια του και μονολογεί ξεχασμένα ονόματα. Το σώμα του δείχνει το κέντρο της γης. Το παρόν πέτρα φυτεμένη στην άγουρη θλίψη.
Μάκης Κατραφύλλιας
Ένοικος Το χειμώνα να περπατάς δίπλα στις νεραντζιές και ν’ αφουγκράζεσαι τον ήλιο που κρύβουν μέσα τους. Μ’ αυτά στο μυαλό της κρύφτηκε στο πανωφόρι της δοσμένη ολόσωμα στην παγωνιά την ίδια στιγμή που ένα μόριο Άνοιξης πέρασε αλώβητο διά πυρός και σιδήρου κουβαλώντας ένα τσόφλι απ’ το χιονιά κι ήρθε να σταθεί στους ανασηκωμένους της ώμους. Σκούπισε τη βροχή απ’ τα μαλλιά της και στον καθρέφτη είδε ένα μικρό ταξίδι σε μικρό τόπο ν’ ανασαίνει ζεστές νύχτες και να πλένεται σε άσπρη θάλασσα. Το δωμάτιο είχε γεμίσει με άπραγους μήνες. Τσιμεντόλιθοι που στοιβάχτηκαν και της έκλειναν το δρόμο. Σε λίγο θα άρχιζε πάλι να τρώει τα κομμάτια της για βραδινό που θα φύτρωναν πάλι μόνα τους ενώ εκείνη θα κοιμόταν. Δεν ανησυχούσε για τα όνειρα. Καθόλου. Μόνο η φωνή της την τρόμαζε που έσκαγε σαν πέτρα πάνω σε τσίγκο. Μέχρι να νυστάξει θα καθίσει δίπλα στο φωταγωγό με τα βαριά βρώμικα λάδια και θα βλέπει τους τοίχους να ξερνούν το σώσμα απ’ τις κουβέντες που ακούγονται στα κλειστά σπίτια. Δεν έχει πια με τι να παλέψει.
Συνήθειες Μπροστά στην πόρτα του Φθινοπώρου οι μέρες μίκραιναν το φως τους κι αυτός μάζευε από κάτω τους τελευταίους καρπούς.
9
10
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Λωτούς – για να θυμάσαι. Τις άλλες μέρες, τις καλές, κάθε που τη συναντούσε τον παράσερνε το μαύρο απ’ τα μάτια της τόσο που μετά τίποτα δεν θυμόταν. Έμενε μόνο ένα μαύρο με τα μάτια της απόντα. Υλικό – παρακαταθήκη. Θα έφτιαχνε έναν μαυροπίνακα να σχεδιάζει λευκά μοντέλα πουλιών που πετούν κάθετα μορφές σε άβολη στάση κι ορθάνοιχτο στόμα σώματα παροπλισμένα με ανεπαρκή φτερά που τα ’λιωσε το μάτι της βαρύτητας. Έτσι θα βγάλει το Xειμώνα. Στύβοντας τις γνωστές διαδρομές και πίνοντας τους χυμούς τους και διώχνοντας από πάνω του όση σκόνη περίσσεψε απ’ τις παλιές αμμουδιές.
Από τη συλλογή: Μάκης Κατραφύλλιας, Ασκητική του Φθινοπώρου, Αθήνα 2015, Γαβρηιλίδης
Γιώργος Μπίζας
Γιώργος Μπίζας Μοντγκόμερυ
Ο
Μοντγκόμερυ ξύπνησε από τον ήχο της μπετονιέρας που φτιάχνει τσιμέντο απέναντι. Τον λένε Φάνη και το παρατσούκλι τού το κόλλησε κάποιος που τον έβλεπε να φοράει το παλτό. Το είχε βρει στους κάδους σχεδόν άθικτο· του έλειπε ένα κουμπί και είχε ένα σκίσιμο στο δεξί τριγωνικό πέτο. Για τον πρώην κάτοχο ήταν άχρηστο, αλλά όχι για έναν άστεγο. Ακούει τον ήχο του κομπρεσέρ, μυρίζει καμένο σίδερο· ρίχνει μια ματιά στον δρόμο· ένα σύννεφο σκόνης σηκώνεται στον αέρα. Σκεπάζεται με την καρό καφέ κουβέρτα του, μέχρι πάνω. Αρχίζει να κουνάει το κεφάλι του δεξιά αριστερά συνεχόμενα σαν να θέλει να αποφύγει αυτό που ακούει, αυτό που ζει. Μουρμουράει μα δεν βγαίνει κουβέντα από τα χείλη του, μονολογεί και τα λέει από μέσα του· θέλει να φωνάξει πως δεν θα κουνηθεί από εκεί· ότι δεν θα τον πετάξουν έξω από το σπίτι του – αυτοί που τα θέλουν όλα, αυτοί οι καριόληδες. Μένει έξω από το μίνι μάρκετ, στην Νίκης, που έβαλε λουκέτο γιατί είχε προβλήματα και ζητούσαν αύξηση ενοικίου, μέσα στην κρίση. Κοιμάται σε ένα μπαλκονάκι ισόγειο, που έχει τρία μέτρα μήκος, μπροστά από τη βιτρίνα. Είναι κούφιο και ο πάτος του έχει φτιαχτεί από λαμαρίνα για να καλύπτει τους σωλήνες φυσικού αερίου. Ο Μοντγκόμερυ πριν κοιμόταν στα παγκάκια. Έβαζε δυο κομμάτια μεγάλου λευκού φελιζόλ για στρώμα και σκεπαζόταν με την κουβέρτα και το σλίπιν μπαγκ. Αυτά είχε περιουσία, μαζί με το αγαπημένο του παλτό, χρώματος βαθύ μπλε· το φορούσε χειμώνα-καλοκαίρι, είτε κρύωνε είτε ίδρωνε, κόντρα στον καιρό, δεν το άφηνε όπως τη ζωή που έκανε στον δρόμο – κόντρα στη λογική, κόντρα σε όλα. Δεν σηκώνεται από το κρεβάτι του, όσο δουλεύουν απέναντι και χαλάνε τον κόσμο, αρνείται· μένει κουκουλωμένος στα σκεπάσματά του – Μάρτης μήνας μα κάνει κρύο, ο ουρανός είναι γκρίζος. Κουνάει το κεφάλι του δεξιά αριστερά, δεν θέλει να τους ακούει· δεν θέλει να βλέπει να δουλεύουν για αυτούς, για τα λεφτά, για να βγάλουν περισσότερα. Φτιάχνουν την παλιά νομαρχία να την κάνουν ξενοδοχείο. Νοίκιαζε το κράτος το ακίνητο από έναν ιδιώτη, ξάδερφο πρώην βουλευτή, για πάνω από ογδόντα χιλιάδες ευρώ το μήνα. Λένε πως ο ξάδερφος είχε κανονίσει τη δουλειά και τα μοιραζόντουσαν· μα πια δεν υπήρχαν αυτά τα ποσά· τους μεταφέρανε και έμεινε άδειο, αλλά όχι για πολύ. Μια αλυσίδα ξενοδοχείων ενδιαφέρθηκε και το νοίκιασε, ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στην καρδιά του κέντρου. Μαγαζί γωνία που λένε· η επένδυση είχε υπολογιστεί και το μελλοντικό όφελος ήταν σίγουρο.
11
12
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Έπεσε το χρήμα ζεστό και ξεκίνησε η ανακατασκευή με γρήγορους ρυθμούς. Τα πάντα γκρέμισμα από την αρχή, μόνο οι κολώνες θα έμεναν. Σκαλωσιές στήθηκαν, φορτηγά άδειαζαν μπάζα όλη μέρα, μηχανήματα δούλευαν στο φουλ μαζί με εργάτες και τεχνικούς· ένας μηχανισμός κινητοποιήθηκε στην υπηρεσία του κέρδους· ένας στρατός ολάκερος έμοιαζε δυνατός, τρομερός, ανίκητος να παίζει χωρίς αντίπαλο. Μόνο ο Μοντγκόμερυ στεκόταν κάθε μέρα απέναντί τους σαν μύγα που πετούσε κόντρα στον άνεμο, αποφασισμένος να παλέψει μαζί τους. Οι εργάτες κάνουν διάλειμμα, το εργοτάξιο αδειάζει και γεμίζουν τον δρόμο τριγύρω, πίνουν καφέ, τρώνε κάτι. Φυσάει και τα σύννεφα πυκνώνουν. Ο Μοντγκόμερυ ανασηκώνεται στην πλάτη του και ανάβει τσιγάρο. Βλέπει δεξιά στα πόδια του, έχουν αφήσει δυο κουλούρια σε μια χάρτινη σακούλα και ένα σάντουιτς με γαλοπούλα, όπως του αρέσει. Κοιτάζει τα πράσινα λιόπανα, που καλύπτουν τις σκαλωσιές και τα ανεμίζει ο αέρας. Δαγκώνει μια μπουκιά κουλούρι, τραβάει μια τζούρα καπνό, μασάει με το σάλιο και τη σκόνη και κάνει ένα χαρμάνι σαν να τρώει κουραμπιέ. Πίνει λίγο νερό από ένα μικρό μπουκάλι, βρέχει το πρόσωπο και τα μαλλιά του. Καλημέρα του λένε κάποιοι από τους εργάτες· ανταποδίδει, χωρίς να μιλήσει, χαιρετώντας με το χέρι του. Μαζί τους δεν έχει κάτι· με τα αφεντικά τους έχει, που μοιάζουν με τον πρώην εργοδότη του, είναι φιλάργυροι και άπληστοι. Παίρνει την ψάθινη σκούπα του, που είχε βουτήξει από ένα σκουπιδιάρικο, και καθαρίζει το πεζοδρόμιο μπροστά από το κρεβάτι του, με το τσιγάρο στο στόμα. Οι περαστικοί τον χαζεύουν αμήχανα, μέσα στο σύννεφο σκόνης που έχει σηκώσει. Υψώνει το σκουπόξυλο και σημαδεύει την οικοδομή, σαν να κρατάει καραμπίνα. Μπαμ μπαμ, λέει και πυροβολεί εικονικά δυο φορές το κτίριο. Οι εργάτες χειροκροτούν, ζητωκραυγάζουν. «Απάνω τους Μοντγκόμερυ», φωνάζουν. Εκείνος με σοβαρό ύφος βάζει τη σκούπα παραπόδα. Ξέρει πως σύντομα θα δώσει την τελική μάχη μαζί τους. Θέλουν να του πάρουν αυτό που έχει, που μπορεί να μοιάζει με τίποτα, μα γι’ αυτόν είναι τα πάντα. Εκείνο το πρωινό ο Φάνης βρισκόταν στην πλατεία της Μητροπόλεως, όταν χτύπησε το κινητό του. Είχε περάσει μια συνέντευξη για δουλειά και κατέβαινε στο Μοναστηράκι, να χαζέψει στην αγορά. Απολύθηκε πριν οχτώ μήνες από το λογιστήριο της εταιρείας που δούλευε και τα λεφτά του τελειώνανε, έπρεπε να κάνει κάτι. Έδιωχναν κόσμο λόγω περικοπών, μα γνώριζε ότι τον απολύσανε γιατί κατάλαβε τις βρωμιές τους· τα διπλά βιβλία, τα παραστατικά μαϊμού· θέλαν να κρύψουν λεφτά και του είπαν ξεκάθαρα ή κάθεσαι και δεν μιλάς ή φεύγεις. Εκείνος δεν γούσταρε τη σαπίλα τους. Τον φύγανε τελικά και τον αποζημιώσανε.
Γιώργος Μπίζας
Απάντησε στην κλήση· ήταν ο θείος του. Τον ρώτησε τι κάνει, απάντησε καλά και πως ψάχνει για δουλειά. Του είπε ότι δεν είχε καλά νέα. «Τι έγινε;» τον ρώτησε με άγχος. «Τη μανούλα σου, αγόρι μου, τη μανούλα σου την χάσαμε... την χάσαμε», του είπε. Ένιωσε ένα βάρος στο στήθος λες και τον πλάκωσε ο ουρανός. Έκατσε στο παγκάκι, άναψε τσιγάρο, έπιασε με το αριστερό χέρι το μέτωπό του. Ο θείος του άρχισε να του εξηγεί ότι ήταν άρρωστη, είχε καρκίνο καλπάζοντα· μπήκε στο νοσοκομείο και τελικά δεν άντεξε. Εκείνη δεν ήθελε να του πουν τίποτα, ο ίδιος ήξερε μόνο για κάποιες εξετάσεις και μια αδιαθεσία. Του είπε να ανέβει για την κηδεία, μα ο Φάνης άρχισε να μην ακούει τι του λέει. Το πλάκωμα στο στήθος ήταν πιο έντονο, το κεφάλι του το ένιωθε βαρύ – έτοιμο να σπάσει. Ξάπλωσε στο πράσινο παγκάκι, λύγισε τα πόδια του και ένα ζεστό αεράκι του φύσηξε το πρόσωπο. Ήταν Ιούνης, είχε ιδρώσει και το στόμα του ήταν στεγνό. Άρχισε να κλαίει με αναφιλητά· σκεφτόταν τη μάνα του, τη ζωή του. Πως τον μεγάλωσε μόνη της, όταν τους παράτησε ο πατέρας του και εκείνος ήταν τριών χρονών. Ποτέ δεν του μίλησε για αυτόν, ούτε τον κακολόγησε· ποτέ δεν έψαξε εκείνος να τον βρει. Αγωνίστηκε να τον βοηθήσει να σπουδάσει, όταν πέρασε στην ΑΣΟΕΕ και κατέβηκε από την Αλεξανδρούπολη, για να κυνηγήσει τα όνειρά του. Να προχωρήσει με την Αλίκη που την γνώρισε στο πρώτο έτος· την ερωτεύτηκε, τέλειωσαν τη σχολή, έπιασαν δουλειά και της είπε να μείνουν μαζί – ήθελε να την παντρευτεί· μα εκείνη όταν ήρθε η ώρα διάλεξε την οικονομική ασφάλεια των γονιών της και μια πιο άνετη ζωή. Αφού αυτός ήταν φτωχός. Καλός, τίμιος μα φτωχός· και χειρότερο ελάττωμα από αυτό δεν υπάρχει. Με τα δυο του χέρια κρατούσε το κεφάλι του· τα μάτια του ήταν πρησμένα, κατακόκκινα. Άρχισε ξαπλωμένος να κουνάει το κεφάλι του δεξιά αριστερά, συνεχόμενα· να μουρμουράει μα να μην βγαίνει κουβέντα από τα χείλη του· σαν να μονολογεί και να μην θέλει να δεχτεί τίποτα από όλα αυτά που ζούσε· ότι μια ζωή ανεβαίνει ανηφόρα και πως είναι πια μόνος· και φοβάται μόνος· και ποιος μπορεί να αντέξει μόνος σ’ αυτόν τον σκληρό και άδικο κόσμο. Δεν πήγε στην κηδεία, δεν γύρισε σπίτι του, σταμάτησε να ψάχνει για δουλειά. Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε να ζει στον δρόμο. Πέρασαν έξι μήνες, ήταν μέσα του Σεπτέμβρη και είχε συννεφιά. Ο Μοντγκόμερυ κάθεται με την πλάτη στον τοίχο και ξεφυλλίζει μια οικονομική εφημερίδα, που του έφερε ο Μάκης ο ασφαλιστής, μαζί με ένα καφέ. «Θα πρέπει να ψηφιστούν τα μέτρα, για να κλείσει η αξιολόγηση και να εκταμιευτεί η δόση», διαβάζει· μα τα έχει ακούσει αμέτρητες φορές τα τελευταία χρόνια. Άναψε ένα τσιγάρο, άφησε την εφημερίδα και κοίταξε το εργοτάξιο· το ξενοδοχείο κόντευε να ολοκληρωθεί. Πώς περνάει ο καιρός όταν κάνεις κά-
13
14
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
τι; Ανησύχησε για το μέλλον του. Σε λίγο φάνηκαν δυο κύριοι στην πόρτα του μαγαζιού· τον έναν τον θυμήθηκε, τον είχε δει παρέα με τον μηχανικό τις προάλλες – ήταν ψηλός ξερακιανός. Ξεκλείδωσαν, μπήκανε μέσα. Ο Μοντγκόμερυ πετάχτηκε και κοιτούσε με αγωνία από την τζαμαρία. Κάνανε ένα γύρω τον χώρο και σε λίγα λεπτά γύρισαν στην είσοδο. Κλείσανε την πόρτα και ο ψηλός του είπε: «Να τα μαζέψεις και να φύγεις, κοπρίτη, μέχρι αύριο. Το μαγαζί νοικιάστηκε, ακούς;» Ο Μοντγκόμερυ δεν μίλησε, ξάπλωσε και σκεπάστηκε με την κουβέρτα – μέχρι το πρόσωπο· τους άκουγε να συζητάνε για λίγο και να φεύγουν. Ήρθε η ώρα να τον διώξουν από το σπίτι του, να του πάρουν ό,τι του είχε μείνει. Αρχίζει να κουνάει το κεφάλι του δεξιά αριστερά σαν να μη θέλει να δεχτεί την ήττα του· μουρμουράει μα δεν βγαίνει κουβέντα από τα χείλη του, σαν να μονολογεί πως αυτοί τα κανονίσανε· αυτοί που τα θέλουν όλα και ζήλεψαν που ζει με το τίποτα και θέλουν να το αρπάξουν και αυτό. Μα δεν θα παραδοθεί δίχως μάχη. Μπουμπουνητά ακούγονται στο βάθος, το πάει για βροχή. Σηκώνεται, φοράει το παλτό του· το κουμπώνει μέχρι πάνω, αρπάζει τη σκούπα και βγαίνει ξυπόλητος στον δρόμο. Τα μπατζάκια του βρώμικου τζιν του είναι διπλωμένα, οι πατούσες του μαύρες ασορτί με το χρώμα της ασφάλτου. Ακούει τον ήχο των εργαλείων· τη βουή του δρόμου· στέκεται σαν ένας άλλος Δαυίδ μπροστά στον επταώροφο Γολιάθ· σηκώνει το σκουπόξυλο με τα δυο του χέρια και κραυγάζει για να καλύψει τον θόρυβο, να τους πολεμήσει. Μπροστά του σταματάει ένα ταξί που θέλει να περάσει και του κορνάρει. Τραβάει τον κάδο στον δρόμο· βουτάει από μέσα νάιλον σακούλες δεμένες και τις πετάει στο εργοτάξιο, σαν να είναι χειροβομβίδες· οι εργάτες τον κάνουν χάζι και γελάνε. «Εμπρός, Μοντγκόμερυ, όρμα», φωνάζουν. Σύννεφα μαύρα γεμίζουν τον ουρανό, αρχίζει να ψιχαλίζει, στο βάθος πέφτει ένας κεραυνός. Κάθεται μες στη μέση και κάνει νόημα στις φανταστικές του εφεδρείες να επιτεθούν· όσους τον βοηθάνε κάθε μέρα και τον στηρίζουν· αλλά είναι ο δικός του πόλεμος και είναι μόνος. Στρέφει το σκουπόξυλο προς τις σκαλωσιές και τις γαζώνει, λες και κρατά αυτόματο όπλο· τατατατατατα ουρλιάζει, κουνάει το κεφάλι του δεξιά αριστερά. Πίσω από το ταξί τα αμάξια ουρά, κορνάρουν και βρίζουν. Οι περαστικοί, τα μαγαζιά, τον παρακολουθούν γελώντας. Η βροχή δυναμώνει, το φως λιγοστεύει. Ο Μοντγκόμερυ παίρνει την άκρη της σκούπας και τη σέρνει με δύναμη στις μεταλλικές πτυχές από τις λαμαρίνες που φράζουν το εργοτάξιο. Ακούγεται ένα βαθύ κροτάλισμα σαν ριπή πολυβόλου. Κουράζεται, πετάει το σκουπόξυλο στην είσοδο του κτιρίου, λες και του τέλειωσαν οι σφαίρες. Γυρνάει στην άσφαλτο, τραβάει τα μακριά μαλλιά του και μουγκρίζει
Γιώργος Μπίζας
κουνώντας το κεφάλι δεξιά αριστερά· γονατίζει· η βροχή πέφτει δυνατά στο παλτό του που έχει ποτίσει και μουρμουράει· μονολογεί μα δεν βγάζει κουβέντα, ότι μια ζωή ανεβαίνει ανηφόρα και έμεινε μόνος και φοβάται μόνος· σηκώνει το βλέμμα στον ουρανό και υψώνει τα λεπτά του χέρια, σαν να θέλει να πει πως δεν αντέχει άλλο. Σωριάζεται στον δρόμο· το σώμα του τρέμει, έχει υποστεί σοκ. Σταματάνε όλοι και τον κοιτάνε. Για λίγο δεν ακούγεται τίποτα. Ούτε τα τρυπάνια, ούτε φωνές, ούτε κόρνες· μόνο η βροχή που πέφτει. Έπαψε το εργοτάξιο να δουλεύει, μετά από τόσο καιρό. Τον βλέπουν πεσμένο και τον συμπονούν, για ένα λεπτό, σαν να είναι δικός τους – αδερφός τους. Ο Μοντγκόμερυ, ο Φάνης, είναι διπλωμένος στην άσφαλτο με τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος και τρέμει· το νερό πέφτει με μανία στο κορμί του λες και θέλει να ξεπλύνει πάνω του όλη τη βρωμιά του κόσμου. Αυτό το ένα λεπτό είναι δικό του· νιώθει γαλήνη και ηρεμία μετά από καιρό. Δεν νίκησε, δεν παραδόθηκε. Έκανε ό,τι μπορούσε και πάλεψε μόνος απέναντι σε ένα κόσμο σκληρό που αδιαφορεί και δύσκολα αλλάζει· απέναντι σε αυτούς που ήθελαν να του πάρουν αυτό που είχε, που μπορεί να μοιάζει με τίποτα, μα γι’ αυτόν ήταν τα πάντα. Από τη συλλογή: Γιώργος Μπίζας, Χρυσόψαρα στη σκουριά της πόλης, Αθήνα 2017, Τυφλόμυγα
15
16
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Δέσποινα Μαλαξιανάκη A dream within a dream Αφιερωμένο στον Μ.Γ. All that we see or seem is but a dream within a dream − Edgar Allan Poe
Κάθε ημέρα, όταν έπεφτε το σκοτάδι, κατέβαινε στο πάρκινγκ έπαιρνε το zastava οδηγούσε στη μεγάλη λεωφόρο έφτανε σπίτι, ανέβαινε με το ασανσέρ και ξάπλωνε δίπλα στη γυναίκα του. Όταν άνοιγε τα μάτια στο δυνατό φως βρισκόταν να κοιτά το λευκό ταβάνι της ΜΕΘ αναρωτιόταν γιατί είχε έρθει εκεί αφού δεν ήταν η βάρδια του ακόμη, μετά προσπαθούσε να χωθεί πάλι στο προηγούμενο καρέ να συνεχίσει τη δουλειά του. Αντ’ αυτού ακολουθούσε συνήθως ένα βαθύ, πηχτό σκοτάδι χωρίς ήχους. Κάποιες φορές έβλεπε δύο φίλους που είχε χάσει να του γνέφουν. «Θα έρθω μόλις τελειώσω τη βάρδια» τους φώναζε. Μετά το καρέ άλλαζε πάλι, ήταν βράδυ στις σκάλες και κατέβαινε να πάρει το zastava να πάει σπίτι. Τον ηρεμούσαν αυτές οι διαδρομές. Οι γύρω του που κατέγραφαν με μηχανήματα τις αντιδράσεις του δεν ήξεραν ακριβώς γιατί, αλλά τα βράδια οι μετρήσεις επανέρχονταν σε ρυθμό φυσιολογικό. Κάποια στιγμή κάτι άλλαξε. Είδε πάλι τους φίλους. Αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος. Τους έγνεψε «άντε στο καλό, εγώ δεν θα έρθω, φύγετε μόνοι σας». Στρίβει τσιγάρο τώρα, αργά και τελετουργικά, σηκώνεται να πάρει το τασάκι, με το μπαστούνι του, και μετά φιλοσοφεί για τη ρουτίνα της ευτυχίας.
Δέσποινα Μαλαξιανάκη
Happily thereafter ή και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα Τα παραμύθια πάντα μου αφήναν απορίες. Θα σας εκμυστηρευθώ μια περίπτωση: Εκείνος μετάνιωσε για το τέλος, λίγο καιρό μετά, μάζεψε τα ρούχα του και έφυγε από το σπίτι. Δεν άντεχε άλλο τη γυναίκα του. Δεν είναι ότι του μιλούσε άσχημα, ούτε ότι τον απάτησε όπως είπαν οι καλοθελητές. Ήταν εκείνο το βλέμμα της ανωτερότητας, της παραχώρησης που τον κούρασε. Άνδρας ήταν, είχε κι αυτός τις ανάγκες του. Ήθελε κάποιος να τον θαυμάζει, να τον κοιτά στα ίσα. Ένιωθε σαν φιλοξενούμενος μετανάστης. Άντεχε πάντως, ώσπου μια ημέρα γύρισε από τη δουλειά, και την είδε με τα προσκλητήρια της βάπτισης. «Θα χαρούμε να σας δεχθούμε στη βάπτιση της κόρης μας που θα γίνει... μπλα μπλα μπλα». Και το όνομα αυτής «Ωραία». Εκεί διαφώνησαν, όχι στο όνομα, αλλά στο επώνυμο που έλειπε. Εκείνη δεν ήθελε να το γράψει. Ο κύριος Τέρας, καταρρακωμένος παρέδωσε τα όπλα, σήκωσε τη μικρή, την φίλησε, την έδωσε μετά στη γυναίκα του, είπε αντίο και αποχώρησε. Αυτά για το happy ending.
17
18
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Μπετόν Το πλήθος συγκεντρώνεται έξω από την έπαυλή του. Φωνάζει οργισμένα. Αυτός που έδινε εντολές, στέκεται τώρα αδύναμος κρυμμένος πίσω από την κουρτίνα ενός παράθυρου. Η νεαρά συμβία του εκλιπαρεί να σεβαστούν την εύθραυστη υγεία του. Ως άλλος ένας στρατηγός των Πλαταιών δεν είναι πια «δικός τους». Πήρε το χρίσμα των Περσών. Κυκλοφορούσε με πέπλα και μανδύες φανταχτερούς. Καμία δίκη δεν θα αλλάξει τη γνώμη τους. Θα τον χτίσουν εκεί οι λιτοδίαιτοι Σπαρτιάτες στην ακριβή την έπαυλή του.
Πρώτη δημοσίευση
Βασίλης Τσαπαλιάρης
Βασίλης Τσαπαλιάρης Το κεφαλόσκαλο
Κ
λείνοντας ραντεβού να την επισκεφτεί στο σπίτι, εκείνο το βράδυ, πολύ καιρό μετά από εκείνη την απρόβλεπτη συνάντηση, ανέβηκε πρώτη φορά τα σκαλιά ως το διαμέρισμά της τόσο ανάλαφρα. Απερίγραπτα ανάλαφρη. Χωρίς ούτε ένα κοντανάσαιμα! Χωρίς καμιά ενοχλητική σκέψη, κανέναν απειλητικό «νευροεκφυλιστή» στο μυαλό της, της τάξης που φανταζόταν να είχε εισφέρει στην εκφυλιστική εξέλιξη και τελικά στον θάνατο της μάνας της, κείνη τη μέρα του καύσωνα. Αισθανόταν σα να ’χε επιτρέψει στον εαυτό της να επιστρέψει στα χρόνια που ήταν είκοσι χρόνια νωρίτερα. Είχαν κανονίσει να έρθει να την επισκεφτεί στο σπίτι, ξεκινώντας από κείνη την επεισοδιακή συνάντηση στο κεφαλόσκαλο του νεκροταφείου. Θα συναντιόταν λοιπόν μαζί του, έχοντας ανακάμψει σωματικά και διανοητικά, ξεφεύγοντας από τις περιοδικές εμμονές πως μπορεί να ακολουθούσε και η ίδια την εκφυλιστική νόσο. Αισθανόταν, περίφημα να τον περιμένει. Έστω και αν είχαν χωρίσει με τις διαμεσολαβήσεις και την ανείπωτη έχθρα της μάνας της. Αν και είχε αμφιβολίες πως θα ’φτανε συνεπής στην ώρα του, αναδρομώντας τη σκέψη της στο παρελθόν, αναθυμούμενη τα χούγια του – και τα χούγια, σκέφτηκε, όπως η συνήθεια να καπνίζεις, δεν κόβονται εύκολα. Ήταν αναπάντεχο, πώς μπόρεσαν να συναντηθούν, μετά από τόσα χρόνια, καταϊδρωμένοι, σ’ εκείνο το σημείο του κεφαλόσκαλου. Κι οι δύο βγαίνοντας στην κεντρική έξοδο από διαφορετική αίθουσα, προχωρώντας στα σκαλοπάτια της αίθουσας δεξιώσεων του Γ΄ Νεκροταφείου. Λες και είχε πληροφορηθεί από τη διπλανή αίθουσα το συμβάν του θανάτου της μάνας της και ενθαρρυνθεί από αυτό, αφού δεν θα μπορούσε πια στην κατάστασή της να εναντιώνεται και να τον καταδιώκει με τη βαριά πτυσσόμενη ομπρέλα, χαρακτηρίζοντάς τον «αχαΐρευτο» και θεωρώντας επιβεβλημένο να την προστατεύει, όπως το έκανε τα χρόνια που είχαν δοκιμάσει να ζήσουν μαζί. Ήταν τόση η ταραχή της, ενώ έπεφτε από την αγκαλιά του ενός στου άλλου και την αποχαιρετούσαν ορισμένοι ξανά στο κεφαλόσκαλο, και τόσο απροσδόκητη και ανυπέρβλητη η παρουσία του όταν την άγγιξε, ώστε δεν μπόρεσε να ελέγξει τις αντιδράσεις της. Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε ξανά στα χέρια του, ανταλλάσσοντας φιλιά, κατορθώνοντας να πα-
19
20
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
ραγράψει σε μια φωτογραφική στιγμή όσα είχαν προηγηθεί, ξεχνώντας κι αυτές τις ανελέητες ενστάσεις της μάνας της. Την ανυποχώρητη έχθρα της, που, αν γίνονταν θαύματα, θα μπορούσε να την είχε σηκώσει από τα στρωσίδια του αμετάκλητου ύπνου της. Εντοπίζοντάς τον μαζί της θα μπορούσε, αψηφώντας τον καύσωνα, να χειροδικήσει εναντίον της και εναντίον του! Κι ύστερα, αποσπώντας τον από πάνω της, θα προσπαθούσε ίσως να τον κατακρημνίσει από το κεφαλόσκαλο, σπρώχνοντάς τον να κατατσακιστεί στη μαρμαρόσκαλα! Όμως, εκείνη δεν ήταν πια εκεί, κι εκείνος, ορίζοντας ξανά τις αισθήσεις της, της είχε για μια ακόμα φορά επιβληθεί, κι από κείνη τη μέρα τον περίμενε. Αν και τώρα όχι εν λευκώ. Μη ανεχόμενη αναβολές, να τον περιμένει και να μην φτάνει, να την αφήνει επ’ αόριστο εν εγρηγόρσει, καταλήγοντας να αισθάνεται το χέρι της διαρκώς τεντωμένο περιμένοντας να κτυπήσει το κουδούνι και να τ’ ανοίξει την πόρτα από λεπτό σε λεπτό. «Είμαι δίπλα σου!» της είχε πει, πιάνοντας την με το ένα χέρι απ’ τη μέση, σφίγγοντάς την με τ’ άλλο το χέρι να την συλλυπηθεί. «Δεν χαθήκαμε. Μπορούμε να ξανασυναντηθούμε αν το θέλεις! Έχεις το τηλέφωνό μου;» Δεν το ’χε. Τράβηξε από τη μέσα τσέπη του σακακιού του και της έδωσε την κάρτα με τα τηλέφωνά του, και εκείνη του ’δωσε το δικό της. Ύστερα, φεύγοντας, πριν κατεβεί τα σκαλιά, την φίλησε άλλη μια φορά και την αγκάλιασε. Με πολλή βία μπόρεσε να κρατήσει το στήθος της μακριά του. Το στόμα του μύριζε ανάκατα πικρό ελληνικό καφέ, αναπνοές από παξιμαδάκια, σταφίδες και κονιάκ. Κυρίως κονιάκ, σα να ’χε ανοίξει κείνη τη στιγμή κάτω από τη μύτη της ξανά ένα από τα μπουκάλια του κονιάκ, κρυσταλλώνοντας στα ρουθούνια της τη μυρωδιά του – αναπαράγοντας όλη τελικά τη θλιβερή ατμόσφαιρα της αίθουσας. Ήταν μια μυρωδιά που την απωθούσε και την έκανε να κρατάει την αναπνοή της, θυμίζοντάς της όλους τους νεκρούς που είχε έως τότε συνοδέψει, αλλά η ζεστασιά του φιλιού του την τραβούσε, όπως τότε που ήταν μικρός στα χρόνια και κινητικός σαν ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού. Τότες που από ευτυχή συγκυρία η ομάδα της Λεωφόρου έβγαινε για πρώτη φορά φαβορί στην Ευρώπη και είχε ανεβεί στα ύψη η αγωνιστική πειθαρχία και η ψυχολογία των ποδοσφαιριστών και των οπαδών. Αν και μύριζε τόσο απαίσια, αισθάνθηκε την ανάγκη να τον αφήσει να σμίξει το πρόσωπό του στο δικό της, «να του καθίσει» άλλη μια φορά, άνευ όρων, ξεχνώντας τις διαθέσεις και τις ενστάσεις της μάνας της. Τα δόντια του, οι κοπτήρες της οδοντοστοιχίας του, όπως παλιά μερικές φορές που έπαιζε στο πιάνο, την είχαν ακουμπήσει στον λαιμό της και την αναστάτωναν. Τώρα της φάνηκαν πιο κοφτεροί, σαν να ’χαν τροχιστεί στον οδοντογιατρό, όχι για κάποια παθολογική αιτία, αλλά για να την προκαλούν όπως παλιά. Κρατήθηκε να μην γελάσει, από σέβας στη νεκρή που,
Βασίλης Τσαπαλιάρης
ακόμα και την τελευταία στιγμή, της φαινότανε ότι έκανε προσπάθεια να σηκωθεί, ακόμη και την ύστατη ώρα στον μικρό θάλαμο του νεκροταφείου, πριν να την θάψουν. Τόσο ζωντανή της είχε φανεί, που και τώρα ανατρίχιαζε, φέρνοντας στον νου τη φωτογραφία της στο κάδρο, όπως ήταν είκοσι χρόνια πριν. Βαριά κι ασήκωτη μέσα στη μαύρη γούνα που φορούσε, που της είχε ζητήσει να την θάψουνε μ’ αυτή! Να λοιπόν, που, μετά από τόσα χρόνια που είχαν χωρίσει και τίποτα πια δεν τους συνέδεε, θα τον έβλεπε σπίτι της! Έπειτα από μια τυχαία συνάντηση, στο κεφαλόσκαλο του νεκροταφείου. Η παλιά σχέση μαζί του διευκόλυνε την επαφή. Επιτακτικά, με διαδικασία επείγοντος από κείνη τη μέρα. Περισσότερο από όσο μπορούσε αρχικά να υποπτευθεί, ο νους της σαν βαθιά αυλακιά παλιού δίσκου κρατούσε τη βελόνα της σκέψης της στο ίδιο σημείο, περιμένοντας την ώρα που θα ’ρχόταν. Είχε αρχίσει να συνωστίζεται ο κόσμος στην τελευταία γωνία, απέναντι από την πλευρά της εισόδου του κολυμβητηρίου με τις επιγραφές του γηπέδου που της προκαλούσαν αηδία. «Γαύροι, μουνιά, πεθαμένοι. Gate 13» διάβασε ξανά στρίβοντας δεξιά, αποφεύγοντας τις φουφούδες, τον καπνό και την τσίκνα δίπλα στη θύρα του κολυμβητήριου. Με δυσκολία μπόρεσε να στρίψει δεξιά της, να μπει στην είσοδο, ν’ ανεβεί από κει στον πέμπτο. Από τη μέρα της κηδείας, που ξανασυναντήθηκαν, είχε γίνει υπερκινητική. Ανέβαινε, τώρα, ανελλιπώς ένα ένα τα σκαλοπάτια από το κλιμακοστάσιο στον δεύτερο όροφο, παίρνοντας από κει τον ανελκυστήρα για τον πέμπτο, που παλαιότερα και μόνο που τα ’βλεπε την έπιανε πανικός στη σκέψη να τ’ ανεβεί ένα ένα… Είχε αφαιρέσει τα περιττά πάχη με μια μικροεπέμβαση λίφτινγκ στους μηρούς. Αισθανόταν μια διάθεση μικρού πουλιού, να σφυρίζει σαν το καναρίνι της στα παιδικά της χρόνια. Τότες που, καθώς το θυμότανε, κελαηδούσε πάντα τα πρωινά κοιτάζοντάς την με περιέργεια, χωρίς κανέναν φόβο μέσα από τους καθρέπτες του κλουβιού του… Ένιωθε ωραία να ’χει αποβάλει από πάνω της τους λιπώδεις ιστούς που την στιγμάτιζαν, ιδίως την κυτταρίτιδα. Εκείνο τον απαίσιο «φλοιό της πορτοκαλιάς» που κανένας άντρας αλλά ούτε και η ίδια ανεχότανε για τον εαυτό της. Κλείνοντας ραντεβού να την επισκεφτεί στο σπίτι εκείνο το βράδυ, πολύ καιρό μετά από εκείνη την απρόβλεπτη συνάντηση, ανέβηκε για πρώτη φορά τα σκαλιά τόσο ανάλαφρα. Χωρίς ούτε ένα κοντανάσαιμα! Σα να ’χε αποβάλει τη βαρύτητα του μισού της εαυτού, δρομολογημένη από καιρό σε μια κούρσα δίαιτας και ανανέωσης. Βιαζόταν τώρα ν’ ανέβει, να συγυρίσει το σπίτι, περιμένοντάς τον στην ώρα που είχαν ορίσει. Αν και, για μια ακόμα φορά, είχε αμφιβολίες πως θα ’φτανε συνεπής στην ώρα του.
21
22
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Ήταν, λίαν επιεικώς, αφερέγγυος. Πολύ αφερέγγυος στις υποχρεώσεις να επιστρέφει σπίτι σε τακτές ώρες, χωρίς αποκλίσεις. Γύριζε καθ’ έξιν καθυστερημένος, βρίσκοντας κωλύματα, αφορμές για εμβόλιμες «συνεδρίες» με διάφορους τύπους πριν φτάσει στο σπίτι, αφήνοντάς την να περιμένει σε εγρήγορση. Να αισθάνεται επί ώρες το χέρι της νοερά, βασανιστικά τεντωμένο στο κουδούνι της εξώπορτας έτοιμη να του ανοίξει μόλις κτυπούσε. Αλλά τώρα, κεντρισμένη από την αφόρητη μόνωσή της στο σπίτι, δεν μπορούσε να το αντέξει να περιμένει με το χέρι της τεντωμένο και την έννοια της καρφωμένη συνεχώς στο κουδούνι, σαν να εκτελούσε, επ’ αόριστο, χρέη υπηρεσίας υποδοχής. Μετά από πολλά ξεσκονίσματα, είχε στρώσει το παλιό κεντητό της Σμυρνιάς γιαγιάς της. Κείνο κει που το ’χε φτιάξει με τα χέρια της, όσο ζούσαν στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας. Πρώτη φορά, δεν είχε αφήσει αξεσκόνιστη ούτε την παραμικρή γωνιά, αρχίζοντας από το τραπεζάκι που θ’ ακουμπούσε τους ξηρούς καρπούς και το μπουκάλι το ουίσκι, μετατοπίζοντας και ανατοποθετώντας το μικρό ενυδρείο με τον «Μπαλίκ», έπειτα τ’ ασημένια και τα κρυστάλλινα μπιμπελό. Τον Άτλαντα με την υδρόγειο δίπλα στο αγαλματίδιο της Μονρόε με εκείνη την παροιμιώδη ελαφρά σκυφτή στάση της, την ενσταντανέ με τα χέρια της στο ανασηκωμένο της από το φύσημα του αέρα φόρεμα. Ήταν ένα τριάρι παλιό σε μια από τις πρώτες πολυκατοικίες της περιοχής. Παλιό αλλά σχολαστικά περιποιημένο από κείνη και από τη μάνα της. Ένα διαμέρισμα με θέα όλη τη γύρω περιοχή, ως τον Υμηττό, όπου μπορούσε να φτάσει το μάτι τις μέρες της διαφάνειας, φορές που σαρωνόταν από τον αέρα το νέφος. Ξεσκονίζοντας το πιάνο, ανοίγοντάς το, δοκιμάζοντας τα δάκτυλά της στα πλήκτρα, κλείνοντάς το, μεταφέροντας και τοποθετώντας το βάζο με τα κόκκινα τριαντάφυλλα, σε μια ύστατη προσπάθεια ν’ αλλάξει ατμόσφαιρα και παραστάσεις στο σπίτι, αισθανόταν για πρώτη φορά άτεγκτη με τον εαυτό της και κείνον. Αποφασισμένη να τον περιμένει χωρίς αναβολές. Να βάλει «deadline» όρια χρόνου, μέχρι ποια ώρα θα ’πρεπε να φτάσει να χτυπήσει το κουδούνι, να τρέξει να του ανοίξει την πόρτα και να βγει να τον περιμένει στον διάδρομο, παίρνοντας αυστηρά υπόψη την ώρα του ραντεβού. Τα ’χε φροντίσει όλα; Έριξε μια τελευταία ματιά, και της φάνηκε ξαφνικά πως τα τριαντάφυλλα στο βάζο φαίνονταν να ’χαν κατά κάποιο τρόπο μαραθεί. Μη αντέχοντας να τα βλέπει μαραμένα έστω και στο ελάχιστο περιμένοντας επισκέπτη, έτρεξε στο κομοδίνο. Τράβηξε βιαστικά το συρτάρι, έβγαλε το μικρό κουτί με τις ασπιρίνες, πήρε δυο δισκία και τα ’ριξε στο βάζο, σα να ’χε να κάνει με άνθρωπο ασθενή. Με νέο στη σειρά ασθενή στο σπίτι, μετά τη μάνα της και τον Μπαλίκ… Πότε τα ’χε πάρει; Είχε την εντύπωση πως τα ’χε αγοράσει μόλις βγήκε για ψώνια το πρωί, σταματώντας στο ανθοπωλείο επιστρέφοντας σπίτι. Ωστόσο, δεν ήταν απολύτως βέβαιη. Ξεχνούσε! Το ’χε πάθει και άλλη φορά
Βασίλης Τσαπαλιάρης
να ξεχνά… Είχε συναίσθηση των πραγμάτων. Αναγνώριζε το κουσούρι αυτό ως μια εν τω γίγνεσθαι απειλή. Να ’ταν άραγε άλλο ένα προειδοποιητικό μήνυμα άνοιας, που ερχόταν συνέχεια των προηγουμένων; Είχε χαλαρώσει τα τελευταία χρόνια, ν’ ασκεί το μυαλό της, εξόν το σώμα της. Ακόμα και το πιάνο σπανίως πια το ’πιανε, και τα τριαντάφυλλα, που συνήθιζε να τοποθετεί στο πιάνο ή στο παραδίπλα τραπεζάκι, μέναν τις πιότερες φορές μαραμένα ή απολύτως ξερά. Σα να ’χαν μείνει, λες, από την εποχή που ορισμένες φορές τις έστελνε τριαντάφυλλα. Φορές φορές που αργούσε πολύ να γυρίσει σπίτι, προσπαθώντας ν’ αμβλύνει την οργή της. Σκέφτηκε τον εαυτό της στη θέση ενός ακόμα ανοϊκού ασθενή και ξαφνικά ταράχτηκε. Ωστόσο, δεν ήταν επαρκής αιτιολογία να παραδώσει χωρίς αντίσταση τα όπλα, να παραδοθεί σε μια υποθετική απειλή. Ακόμα κι αν είχε φτάσει να θεωρεί με ιατρική γνωμάτευση τον εαυτό της σε μια ομάδα ατόμων υψηλού κινδύνου. Δεν ήταν, ομολογουμένως σωστό, ν’ αρχίσει να βγάζει ανεξέλεγκτα φοβίες σα μικρό παιδί, ενώ περίμενε μάλιστα άνθρωπο στο σπίτι. Αποφασισμένη ν’ αντισταθεί, να διώξει μακριά τις σκέψεις της, άνοιξε το σφραγισμένο μπουκάλι του ουίσκι. Δυο γουλιές ίσως, τόσο δα λίγο, θα μπορούσε να ξαναφτιάξει το κέφι της, ν’ αλλάξει μαζί της ατμόσφαιρα στο σπίτι, περιμένοντάς τον από λεπτό σε λεπτό. Ωστόσο, υποχονδριάζοντας με τις σκέψεις της δεν ήταν εύκολο να καταλαγιάσει τους φόβους της, μουσκεύοντας τους με το πιοτό. Οι σκέψεις για τα συμπτώματά της την κατάτρυχαν, εισορμώντας από κάθε σημείο του μυαλού της. Φοβισμένη που δεν θυμόταν πότε αγόρασε τα τριαντάφυλλα, φαντάστηκε τον εαυτό της στη ζωή μιας άλλης ανοϊκής γυναίκας. Ήταν άραγε μια περίπτωση όπως της μάνας της; Τότε που πήρε την πρώτη γνωμάτευση, και από τα λόγια του γιατρού είχε καταλήξει να φαντάζεται την εξέλιξη της ασθένειάς της, σαν ένα ζώο γεννημένο στο κεφάλι της, που μεγαλώνοντας εκεί την βασάνιζε διατρέχοντας και καταστρέφοντας από γωνιά σε γωνιά τα νευροκύτταρα του εγκεφάλου της, σαν να βρισκόταν σε διατεταγμένη, επί τούτου, υπηρεσία φθοράς, ανηκέστου βλάβης που θα την έφτανε κάποια στιγμή στον ύστατο θάνατο. Φαντάστηκε την κατάστασή της σε κάποια χρονική στιγμή, σαν τη γριά εκείνη κυρία με τα απλανή ξεπλυμένα μάτια, που ’χε συναντήσει τυχαίως ένα βροχερό πρωινό να ψάχνει επί της Κηφισίας, έξω από το Χριστοδουλάκειο, στην οδό Δροσοπούλου των Πατησίων, απ’ όπου θα περνούσε ο γιος της, να την πάρει.
23
24
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Ήταν άραγε κάποιο παροδικό σύμπτωμα που απλώς επαναλαμβανόταν από άλλη αιτία; Ανησυχούσε. Ίσως, και να ’ταν αναπόφευκτο! Να κατέληγε σαν εκείνη την κυρία ή σαν τη μάνα της, που και μόνο που την θυμόταν σε προχωρημένο στάδιο, κι αυτή ειδικά τη στιγμή με πολλή ένταση, έκλεινε τρομαγμένη τα μάτια. Και τώρα. Ακόμα και τώρα, που ο τρόμος ξαφνικά πολλαπλασιαζόταν απ’ αυτή τη σκέψη. Τόσο, που από την ταραχή της νόμιζε αδύνατο ν’ ακούσει την πόρτα να χτυπά, νιώθοντας τ’ αυτιά της να βουλώνουν από ακατάληπτους ήχους, σαν από άλλο πλανήτη, διόλου ανεκτούς με τους συνηθισμένους θορύβους που σκαρφάλωναν ως το διαμέρισμα, ερχόμενοι κυρίως από τη μεριά της Αλεξάνδρας. Αν ήταν γραφτό ν’ ακολουθήσει την πορεία εκείνης της γυναίκας του Χριστοδουλάκειου και της μάνας της, δεν θα μπορούσε να το αντέξει πολύ, σα να αισθανόταν κιόλας να την βασανίζει η δειλή παρουσία ενός ζώου στο βάθος του μυαλού της, που εισχώρησε εκεί μέσα ποιος ξέρει πώς και από πού. Ήταν ίσως, όπως το αντιλαμβανόταν τώρα, ξέχωρα από τις εμπειρίες της μάνας της, λειτουργώντας με το δικό της ιδιαίτερο φαντασιακό και τη δική της «ιδιόλεκτο» να ονοματίζει πράγματα, ένα «ανοϊκό» ζώο, που είχε ίσως μεταπηδήσει από κάπου αλλού και εγκατασταθεί και στο δικό της μυαλό, αν δεν είχε γεννηθεί ποιος ξέρει πώς και με ποιες αιτίες και αφορμές στο ίδιο της το μυαλό. Ένας νεογέννητος «νευροεκφυλιστής», που, βρισκόμενος σε νηπιακό στάδιο, μόλις σηκωνόταν προσπαθώντας να στηριχτεί στα μπροστινά του πόδια. Κι ύστερα, ποιος ξέρει από πότε, φτάνοντας στην εφηβεία του, στηριγμένος σταθερά και στα τέσσερα πόδια του, θα διέτρεχε το μυαλό της σαν το καβούρι ή και σαν κάποιο γρηγορότερο ζώο καταστρέφοντας με τα γαμψά πόδια του τα εγκεφαλικά κύτταρα, αναπαράγοντας και σ’ εκείνην την εκφυλιστική εξέλιξη της μάνας της φτάνοντάς την κατακαλόκαιρο στον θάνατο. Ίσως με παρόμοιες ακατανόητες επιθυμίες. Σαν τη μάνα της, που δεν μπορούσε να διανοηθεί, να της παραγγέλνει, λίγο πριν πεθάνει, ως τελευταία της επιθυμία να την θάψουν με τη μαύρη γούνα της. «Ακόμα», ως έλεγε, «κι αν είχε τόσο καύσωνα, που να καιγόταν η μισή Αθήνα!» Πρώτη δημοσίευση
Βασίλης Ζούμπος
Βασίλης Ζούμπος Μεγαλώνουμε στους παιδικούς μου φίλους στα παιδιά όλου του κόσμου
Μεγαλώνουμε μα πεισματικά παραμένουμε μικρά παιδιά, φοβισμένα πέρα από κάθε φαντασία για τις συνέπειες των πράξεών μας, γεμάτα ανασφάλειες και άγνοια. Μας αρκεί να είμαστε απασχολημένοι με παιχνίδια που μας κάνουν να αισθανόμαστε σημαντικοί, με ιστοριούλες για κόσμους παράλληλους όπου όλα είναι καλώς καμωμένα και η δικαιοσύνη είναι πανταχού παρούσα. Ψάχνουμε για οτιδήποτε είναι ικανό να μας κάνει να ξεχάσουμε τις θλιβερές υπαρξιακές αλήθειες που όλοι γνωρίζουμε, μα ποτέ δεν μουρμουράμε. Πάνω από όλα δεν μολογάμε του Σοφοκλή την τρεμάμενη βεβαιότητα, πως θα ’ταν καλύτερα να μην είχαμε γεννηθεί καθόλου αντί να υποκρινόμαστε πως είμαστε ζωντανοί για πενήντα και πλέον χρόνια ενώ είμαστε ήδη όλοι νεκροί, βάναυσα δολοφονημένοι στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, υπέροχα παιδάκια, αφράτα, γεμάτα πηγαία χαρά και χαμόγελο. Όλη η ζωντάνια, όλη η ζωτικότητά μας συντετριμμένες από εκπαιδευτικά συστήματα, συντετριμμένες από πατριαρχίες και μητριαρχίες, από γεροντοκρατεία, γεροντολαγνεία και συντήρηση, συντετριμμένες από συνειδητές στρεβλώσεις κι αμέτρητα επιτηδευμένα ψέμματα, συντετριμμένες από γονείς-θεούς που με ζήλο αναπαράγουν τον δικό τους φόνο επάνω στην επόμενη γενιά, παιδιά, τα ευκολότερα θύματα στην ιστορία, τα πιο αβοήθητα θύματα, ήδη νεκροί, μα μεγαλώνουμε ακόμα.
25
26
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Συντετριμμένοι Βαδίζουμε δρόμους σπαρμένους με μύριες παρανοήσεις, παρεξηγήσεις και λυγμούς, στην καλύτερη των περιπτώσεων στερημένοι κάθε έμπνευσης, μα στην πραγματικότητα συντετριμμένοι από όλα εκείνα που κάνουν τις ζωές μας κοινές, συνηθισμένες∙ κι όλο λέμε τώρα θα βρούμε έναν άνθρωπο να μας καταλάβει, τώρα θα βρούμε το θάρρος να ρισκάρουμε, να ρισκάρει κι αυτός, να κάνουμε μια απόπειρα επαφής, μια απόπειρα επικοινωνίας, μια απόπειρα να κατανοήσει ο ένας την κραυγή αγωνίας του άλλου, να συναντηθούν έστω για λίγο τα μετέωρα βήματά μας∙ μα είναι βουνό ο φόβος, βουνό η απογοήτευση και η οδύνη που κρύβεται κάτω από την εύθραυστη ματιά μας και είναι η προσοχή μας συνεχώς στραμμένη στα περασμένα, κι απελπισμένα ευχόμαστε να είχαμε ένα καλύτερο παρελθόν, πιο μικροαστικό, πιο γεμάτο με αυτό που συμβατικά όρισε η εποχή ως ευτυχία∙ κι αδυνατούμε να συλλάβουμε την πιο κοινή γνώση, πως αν υπάρχει κάτι που δεν αλλάζει αυτό είναι το παρελθόν κι όχι το παρόν, πόσο μάλλον το μέλλον. Και συγκεντρώνουμε όλη μας τη θέληση στην οδύνη, στην οδύνη του παρελθόντος που δεν ζήσαμε, και δίνουμε τόσα λίγα για το παρόν κι ακόμα πιο λίγα για το μέλλον και χτίζουμε τοίχους, όλο χτίζουμε τοίχους, τοίχους απομόνωσης, τοίχους αυταρέσκειας, τοίχους σιγουριάς κι ασφάλειας, πιο μακριά, όσο γίνεται πιο μακριά από τους άλλους. Κι ανάγουμε ως πρώτο μας μέλημα τη λησμονιά, τη λησμονιά της απέραντης νιτσεϊκής σημασίας των πράξεών μας, ξεχνώντας το πιο πικρό και δύσκολο καθήκον: no more regrets, μη μετανιώνεις άλλο, nevermore. Από τη συλλογή: Βασίλης Ζούμπος, Η απόσταση μεταξύ λόγων και έργων, Αθήνα 2017, Οσελότος
Κωνσταντίνα Τασσοπούλου
Κωνσταντίνα Τασσοπούλου Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω; — Όταν μεγαλώσω θα γίνω Κουρέας και Αστροναύτης. — Όταν μεγαλώσω θα γίνω Παλαιοντολόγος. Και Μπογιατζής. — Εγώ θα γίνω Πυροσβέστης και Γιατρός. — Εγώ θα γίνω Τραγουδίστρια και Αεροσυνοδός. — Εγώ θα γίνω μόνο Αεροσυνοδός. — Εγώ θα γίνω Μπαλαρίνα. — Εγώ θα γίνω Κομμώτρια και Οδοντίατρος. — Όταν μεγαλώσω, εγώ, θα γίνω Ζωγράφος. — Όταν μεγαλώσω, εγώ, θα γίνω Παλιατζής. — Εγώ, όταν μεγαλώσω θα γίνω Πυροσβέστης και Υδραυλικός. — Εγώ θα γίνω Πιλότος σε πολεμικά αεροπλάνα. — Εγώ όταν μεγαλώσω θα γίνω Χτίστης και θα χτίζω με πράσινα και κίτρινα τουβλάκια. Το πράσινο Lego στάθηκε επάνω στο κίτρινο και επιτέλους ολοκληρώθηκε ο πανύψηλος πολύχρωμος πύργος. Όνειρο παιδιού. Κτίσμα ζωής. Κτίσμα επίφοβο. Αρκεί η απρόσεχτη αγκωνιά ενός άλλου παιδιού και ο Lego πύργος θα καταποντιστεί στο πάτωμα. Αρκεί μια στραβή και το όνειρο στρίβει, παίρνοντας άλλη τροπή. Αρκεί ένα κομμάτι να τοποθετηθεί λάθος και ο πύργος γίνεται θρύψαλα, όπως θρύψαλα γίνεται κι ένα μυαλό, όταν κάτι τοποθετηθεί λάθος. Όταν κάτι, ίσως, κουραστεί… Μάθημα στατικής. Τι χρειάζεται ένα κτίσμα για να παραμείνει σταθερό και τι χρειάζεται ένα μυαλό για να κρατιέται στη θέση του; — Όταν μεγαλώσω θα γίνω Πολιτικός Μηχανικός. — Εγώ, όταν μεγαλώσω θα γίνω Φυσικός και Αστρονόμος. — Εγώ, όταν μεγαλώσω θα γίνω Αρχιτέκτονας. Εγώ όταν μεγάλωσα τι έγινα; Τι ήμουν όταν ήμουν μικρός; Τι ήμουν πριν βρεθώ μέσα σε Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων; Τραπεζικός ή Aγρότης; Ήμουν Κηπουρός που κλάδευε όλη μέρα τους θάμνους ή Χρηματιστής που δεν προλάβαινε ούτε στη γλάστρα του γραφείου του να ρίξει μια σταλιά νερό. Να ρίξει μια ματιά. Εγώ όταν θα μεγάλωνα θα γινόμουν σπουδαίος και ίσως και να έγινα, μα πρέπει κάποιο απ’ τα παιδιά μου να έρθει και να μας το πει, γιατί εγώ δεν μπορώ. Είναι λίγες στιγμές που με θυμάμαι κάπου με έδρανα, να λέω, και να λέω, και να λέω, όμως είναι περισσότερες στιγμές που ξεχνώ και ασχολούμαι προσεχτικά με τα Lego τουβλάκια που μου βάζουν στα χέρια, για να συναρμολογώ το μυαλό μου παρέα με έναν πύργο. Σαν τότε που έπαιζα στην αυλή με τούβλα σπασμένα και γκρίζους τσιμεντόλιθους. Παραδίπλα είχα τη μάνα μου ν’ απλώνει. Παραδίπλα της, τη θεία μου να κουτσομπολεύει. Παραδίπλα τους, μια ξα-
27
28
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
δέρφη μεγαλύτερη που συνεχώς ρωτούσε: Ντίνο, δε μας είπες, τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις; Δεν τους το είπα ή μήπως τους το είπα τελικά; Από πάντα μου ήθελα να γίνω Δικαστής, γιατί από πάντα μου ήθελα να δίνω δίκιο σε αυτόν που το έχει και φταίξιμο σε αυτόν που έφταιξε. Και είναι η Άνοια που μου φταίει τώρα. Και είναι της Άνοιας το φταίξιμο που δεν μπορώ να θυμηθώ πως κάποτε υπήρξα Δικαστής, στα νιάτα μου, κι αν τότε μου τη φέρνανε μπροστά μου αυτή την Άνοια για να τη δικάσω, θα της επέδιδα τη χειρότερη των ποινών. Ισόβια; Ισόβια, ναι, σαν αυτά που πρόλαβε κι έριξε εκείνη σ’ εμένα.
Η απόδραση
Ο
κύριος Χρήστος είναι μέρες τώρα που αφότου πάρει πρωινό, παίρνει και τους δρόμους και γυρνοβολά. Πηγαίνει κατά τα δεξιά του γηροκομείου, προς τη μεριά που στρίβει το λεωφορείο, προς την πολυκατοικία με τα δέντρα, προς το σπιτάκι με τους θάμνους, αυτό με το σιντριβάνι στην αυλή και τα πάντοτε ανοιχτά παράθυρα. Παράθυρα που σε αφήνουν να βλέπεις εντός – ταινίες βουβές, εικόνες άηχες, φιλμάκια που τα ντύνεις με δική σου υπόκρουση. Ο κύριος Χρήστος είναι μέρες τώρα που σιγοψιθυρίζει στις βόλτες του παλιές επιτυχίες του Χρηστάκη. Πήγαινε και τον άκουγε παλιά, τότε που τραγουδούσε ξαπλωμένος σε σπασμένα πιάτα κάνοντας τον κόσμο να παραμιλά. Πήγαινε και τον άκουγε παλιά και μακάρι και τώρα να ζούσε, να τραγούδαγε, να πήγαινε να τον ακούσει. «Τουρνέ και τούρνε, τούρνε νε…» και ναι, το έβαλε πείσμα να κάνει τουρνέ κάθε μέρα σ’ όλη τη γειτονιά. Την καινούργια του τη γειτονιά που έχει μπακάλικο καλό, έχει την τράπεζα επάνω στην πλατεία, έχει τον φημισμένο φούρνο σε απόσταση μικρή που την διανύεις με το πόδι. Κάνει νόστιμη τυρόπιτα, μόνο που αν θέλεις να την προλάβεις, οπωσδήποτε στις εννιά, άντε το πολύ στις εννιάμιση θα πρέπει να έχεις πάει. «Είναι το κρύο, είναι το κρύο τσουχτερό…» και μάλλον καλύτερα να κλείσει και το τελευταίο κουμπί της ζακέτας, διότι αμέλησε να πάρει μαζί το κασκόλ. Βαριέται όμως να γυρίσει. Δεν πειράζει. Κι η αίσθηση καμιά φορά της δυσκολίας, σε βοηθά να θυμάσαι πως είσαι ζωντανός. Καλό είναι που κρυώνει. «Να χαρείς τα μάτια σου καλέ…» και χαίρεται που βλέπει την κοπέλα με το κόκκινο παλτό, να χτενίζεται στη στάση του λεωφορείου. Ωραία μάτια που έχει! Καφετιά. Σαν και τα δικά του που δε βλέπουν βέβαια τόσο καλά όσο παλιά, αλλά βλέπουν. «Παίζουν τα μπαγλαμαδάκια…» και κάπως σαν να άκουσε μια φευγαλέα πενιά να του ξύνει τ’ αυτί. Από το αυτοκίνητο που μόλις τον προσπέρασε; Μάλλον. Να τον έπιανε λέει, το φανάρι, να μπορούσε να ακούσει παραπάνω… «Τη ζωή μας που’ ναι λίγη, γλέντα τη να μη σου φύγει…» και νιώθει πραγματικά το λίγο της ζωής του που λιγόστεψε και την τεράστια, δυσανάλογα μεγάλη
Κωνσταντίνα Τασσοπούλου
ανάγκη του που θέριεψε. Ανάγκη, αν όχι για το γλέντι, τουλάχιστον για την πλήρη ζωή. Για την ελευθερία. Να μη δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Να κανονίζει αυτός της ζωής του το λογαριασμό. Τους λογαριασμούς του. Να μη ρωτά. Να μην παίρνει την άδεια. Να την έχει. Να μην διαπραγματεύεται τις αποφάσεις του. Να μην χρειάζεται να εξηγεί. Αφεντικά τώρα πια δεν έχει. Συναδέλφους δεν έχει. Δουλειές δεν έχει. Ωράριο δεν έχει. Υποχρεώσεις τέλος. Μονάχα τα παιδιά, αλλά και πάλι… γιατί; Τα παιδιά μεγάλωσαν. Τα παιδιά τα μεγάλωσε και πάει πολύς καιρός από τότε που τα πήγαινε στην παιδική χαρά και τα έκανε τσουλήθρα, προσέχοντάς να μη γλιστρήσουν και χτυπήσουν σε πέτρα. Πάει πολύς καιρός από τότε που τα ανέβαζε στην τραμπάλα και τα άφηνε να στέκονται ψηλά, με τα πόδια να κουνιούνται στον αέρα, όσο τα δικά του πόδια ακίνητα και σταθερά πατούσαν δυνατά στη γη. Πάει πολύς καιρός και ενώ έχουν αλλάξει πολλά, η τραμπάλα του μυαλού του διατηρεί μιαν ισορροπημένη ανισορροπία. Τα «θέλω» των παιδιών ελάφρυναν πολύ, ενόσω τα δικά του «θέλω» βάρυναν σημαντικά. Αυτό τον έκανε να τα βροντήξει όλα. Παράτησε το σπίτι του και την παλιά του γειτονιά κι ήρθε να μείνει στο γηροκομείο, άγνωστος ανάμεσα σε αγνώστους, για να κάνει νέους φίλους και απολύτως ελεύθερες επιλογές. Να αποκτήσει νέες συνήθειες. Από τότε που έχασε τη γυναίκα του, μαζί και δεκάδες ευκαιρίες για πραγματική ευτυχία, αποφάσισε να στύψει κάθε στιγμή που του υπολείπεται, με όση δύναμη τα δάχτυλά του έχουν, ώστε να γεμίσει ο κουβάς της ζωής του με χαρά. Θα αγοράζει εφημερίδα κάθε μέρα και κυρίως κάθε Κυριακή. Λεφτά του είναι, όπως θέλει θα τα διαχειρίζεται. Θα βλέπει έργα στην τηλεόραση, θα πηγαίνει όμως και σινεμά. Θα πηγαίνει και στο θέατρο, σε φαρσοκωμωδίες. Θα αγοράζει cd, γιατί παρόλο που του λένε τα παιδιά να ακούει μουσική σε αυτό το «YouTube», εκείνος δεν το προτιμά. Θα συνεχίζει να ενισχύει τον αγαπημένο του σύλλογο και τώρα που το θυμήθηκε, θα αγοράσει κι εκείνο το ριγέ κουστουμάκι που είδε τις προάλλες στη βιτρίνα και που του είναι περιττό, αλλά το έχει ανάγκη. Θα παίζει το τάβλι του, κάθε απόγευμα. Θα συναντά και τους παλιούς του φίλους, άλλοτε πηγαίνοντας με το τραίνο να τους δει κι άλλοτε κανονίζοντας να έρχονται εκείνοι για επίσκεψη. Θα κάνει ό,τι γουστάρει, ό,τι του καπνίσει. «Θα ζήσω ελεύθερο πουλί…» μουρμούρισε με λίγο θυμό, απ’ αυτόν που ξεσηκώνει και που κινητοποιεί. Ύστερα βρέθηκε να στρίβει στην άκρια του δρόμου, ακολουθώντας ένα γατί με γκρίζο τρίχωμα και μάτια γαλανά που γύρισε να τον κοιτάξει πονηρά. Δεν ήταν δύσκολο – αντιθέτως. Εύκολη απόφαση και απολύτως λογική. Το επόμενο τραγούδι του Χρηστάκη που θα έλεγε, θα ήτανε «η γάτα». Από τη συλλογή: Κωνσταντίνα Τασσοπούλου, Ιστορίες Πρεσβυωπίας, https://neathalpi.gr/blog/
29
30
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Μιλτιάδης Ζέρβας Πορεία προς το Έβερεστ στον Στέφανο Στεφανή Γύρω από τη «Θεά Μητέρα του Κόσμου» χρόνια τώρα, πλέκεται ένα δαιμονικό γαϊτανάκι από εκείνους που αναγορεύονται κατακτητές από μόνοι τους απ’ αυτούς που τα δίνουν όλα για μιαν ολιγόλεπτη παραμονή στη Στέγη του Κόσμου.
Οι πιο πολλοί διατελούν εν αγνοία για τον εφιάλτη που καιροφυλακτεί πίσω από τους απάτητους πάγους, για την κόλαση που απεργάζεται το Μεγάλο Βουνό εξοντώνοντας βασανιστικά τους παρείσακτους, όταν ξεσπούν οι μουσώνες, οπότε κι ο ελάχιστος ύπνος σε εισάγει σ’ έναν σίγουρο θάνατο. Στραγγίζουν μετά τα κορμιά, κι άδεια σωριάζονται χάμω ή παγώνεις και μεταμορφώνεσαι σε πορσελάνη, πέφτουν σε θρύψαλα κάτω τα άκρα σου γίνεσαι μια παγοκολόνα ανθρώπινη, μια νεκρική σημαδούρα για όλους αυτούς που εξακολουθούν ν’ ανεβαίνουν αδιάκοπα, περνώντας αδιάφορα μέσα απ’ όλους αυτούς τους νεκρούς, που μένουν αζήτητοι, νεκρούς που κάθε τόσο πληθαίνουν και κατακλύζουν τον κόσμο μας. «Επιτέλους, το βουνό αφήστε το ήσυχο», αξιώνει ο ατρόμητος γέροντας ενώ συνεχώς πυκνώνει τριγύρω μας, των χορηγιών ο μανιακός ο χορός, ενώ απλώνει και περισφίγγει από παντού τον πλανήτη μας η ζώνη αυτή η μακάβρια, η ζώνη αυτή με τ’ αναρίθμητα πτώματα, η ζώνη αυτή, του αγοραίου θανάτου. Πρώτη δημοσίευση
Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης
Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης Νέκυια, Α´ Τώρα ποὺ πρόκειται νὰ ξεπερατωθοῦμε καὶ δὲν γνωρίζουμε ποῦ πᾶμε, ἀκούγεται ἀπὸ μακριὰ ἀνθρώπων κλάμα νὰ δυναμώνῃ ὁλοένα καὶ περσότερο· κι εἶναι σκληρὸ νὰ ξέρουμε ὅτι τὸ σκοτάδι ἔρχεται νὰ μᾶς κατασπαράξῃ. Τώρα ποὺ πρόκειται νὰ ξεπερατωθοῦμε, δὲν ἔχει τίποτα νὰ περιμένουμε· καὶ κάθε θύμηση θὰ λιώνῃ καὶ θὰ χάνεται. Τέτοιες ὧρες ἀφήνουμε ξωπίσω μας τὸν ὄχλο νὰ κοχλάζῃ ἀπὸ λύπη κι ἀπὸ φόβο, καὶ τραβᾶμε γιὰ μέρη ὅπου λὲν ὅτι τὸ κρύο εἶναι φονιάς.
Νέκυια, Β´ Πᾶνε καμπόσες μέρες ποὺ ξέπνοος ξυπνοῦσες καὶ κατακεραυνωμένος ἀπ’ τὸν φόβο ἀναρωτιόσουν γιὰ τὴν ἀποφράδα ὥρα ὅταν θὰ πάψῃς νὰ βυζαίνῃς λαίμαργα τὸ φῶς. Μὰ κάθε τόσο ἔριχνες γιὰ ὕπνο τὸ τομάρι σου, τὸν κόμπο αὐτοῦ τοῦ ζόφου πιστεύοντας πὼς ἔτσι θὰ τὸν λύσῃς. Πᾶνε καμπόσες μέρες ποὺ ὁ ζόφος τοῦτος σ’ ἔφερνε, ἄθελά σου, πιὸ κοντὰ σὲ μαρμαρένια ἀλώνια. Κι ἔτσι, τώρα, μόνος σου, χωρὶς τὶς αὐταπάτες μιᾶς ζωῆς, θὰ βλέπῃς νὰ ἐξατμίζεται τὸ αἷμα σου καθὼς θὰ βγαίνῃ ἀπὸ μέσα σου μαυροντυμένος γέροντας, δρεπανηφόρος... Από τη συλλογή: Κωνσταντίνος Κ. Χατούπης, Δεσμώτες, Αθήνα 2015, ιδιωτική έκδοση
31
32
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Μένη Τσίγκρα Μια φορά κι έναν καιρό... Ακροπατώντας πλησιάζαμε, μη διαταράξουμε το κελάηδισμα των πουλιών, τους ψίθυρους του ανέμου ανάμεσα στα δέντρα. Μη δε σεβαστούμε την ιερότητα της Πατωμένης ή της Πλατυτέρας, του ξέφωτου ή του φωτοστέφανου… Σσσς! Σωπάστε ν’ ακούσουμε… Ποιοι χαλούν τη μαγεία; «Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς κι είχε τρεις γιους…» Όχι! Όχι! «Μια μάνα φτωχή ήτανε κι είχε τρεις κόρες…» Ο μικρότερος, ο καλύτερος η μικρότερη, η ομορφότερη… Αλίμονο στον πρωτότοκο κατάρα στη δευτερότοκη. Πάντα τα μικρότερα με πρίγκιπες τα μεγάλωναν και βασιλοπούλες… Σσσς! Σωπάστε να ακούσουμε… Ποιοι αρνούνται τη μαγεία; Αν μετρήσουμε τον χρόνο μετρώντας τις κρύες ανάσες μας η ζωή θα μεγαλώσει και σα μεγαλώσει
Μένη Τσίγκρα
θα ’χουμε τον χρόνο στη μαγεία ν’ αφεθούμε, στο γρασίδι να ξαπλώσουμε να νιώσουμε στον κρύο αέρα τη λαχανιασμένη ανάσα του μικρού γιου, την αγωνία του τον δράκο να σκοτώσει. Θ’ αφουγκραστούμε το αναφιλητό της σκλαβωμένης κόρης… Έλα κόρη μαζί να ελευθερωθούμε, πιο δυνατοί και όμορφοι τον χρόνο να ξορκίσουμε τον πεισματάρη, στη μαγεμένη λίμνη κρυφά να κολυμπήσουμε να ξαναγεννηθούμε… Και άσε τους άλλους να γελούνε. Πρώτη δημοσίευση
33
34
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Φλωρεντία Ρήγα Απατεώνες Με πνίγει ο αφρός της σαμπάνιας τους. Βάτραχοι στα στέρνα κοριτσιών. Σε ίσκιο καρυδιάς κοιμάται το μέλλον σου. Ρόγχος του μεσημεριού κάθε κρότος ξύλινων λόγων στα σκαλιά μόλις στραγγίζει η ανακάλυψη: ο μίτος της άνοιξης κομπολόι στα βρόμικα δάχτυλά τους…
Το πορτοκάλι χωρίς τη φλούδα του η ζωή χωρίς τον στοχασμό της, το χέρι μου χωρίς τον δείκτη του – να γιατί η πολλή αφαίρεση είναι αφαιρετέα. Η ομορφιά του μέσου δεν το καθιστά περιττό. Το ένδυμα δεν είναι λιγότερο καθαρό απ’ ό,τι το σώμα. Απαλλάσσοντας την ουσία από την υπέρβασή της, μήπως επιθυμούμε υπερβολικά ένα κουκούτσι; Υφίσταται πια; Και η φλούδα του φρούτου τυχαίνει να’ ναι ευάλωτη –έστω κι αν όχι τόσο θρεπτική όσο η σάρκα– θυσιάζεται χάριν της πείνας για ό,τι κυοφορεί· όπως ακριβώς το όνειρο.
Από τη συλλογή: Φλωρεντία Ρήγα, Αποχρώσεις μιας έλλειψης, Αθήνα 2013, Οσελότος
Φλωρεντία Ρήγα
Στιχοπλόκοι του καιρού Ανώδυνοι, μιας χαμένης Αρκαδίας, ήχοι· σέρνοντας την πολυφορεμένη ηχώ μας, φθηνό αξεσουάρ μοστράρουμε το δέος, τον καημό μας, στον σουρεάλ ντουνιά, εμείς – ομοιοκατάληκτοι στίχοι!
[ΑΤΙΤΛΟ] Τι θα πει άλλο ένα αντίο ενάντια στο ταξίδι που ξεκινάς Άνιση πάλη αυτών που δεν πρόλαβες να μάθεις αυτών που δεν γνωρίζουμε ακόμα Οι κοινοποιήσεις στα κοινωνικά δίκτυα η βροχή οι επικήδειοι (το ίδιο ενοχλητικοί τσαρλατάνοι) έχουν τον ίδιο ήχο για σένα Εκείνον που δεν θ’ ακουστεί.
στη Μάγια
Πρώτη δημοσίευση
35
36
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Γωγώ Γιανναδάκη Η γυναίκα και οι γάτες Τις έβλεπα να περπατούν στο απέναντι μπαλκόνι. Τις φαντάστηκα ν’ απλώνουν ρούχα και να πατούν τους καναπέδες. Να τις μετράω βάλθηκα μα και να τις βαφτίζω. Τις οικειοποιήθηκα σχεδόν σα να ’τανε δικές μου. Μα πάντα η σκέψη μου έτρεχε στον νοικάρη του σπιτιού τους. Και μια βραδιά την είδα μες στις σκιές να ελλοχεύει. Να μιλά σε γλώσσα αλλιώτικη και γατίσια να κινείται. Μου ‘πε για τα πενήντα της παιδιά που τριγυρνούν στους δρόμους. Μου ’πε γι’ αυτά που μπόρεσε κοντά της να κρατήσει. Μου ’πε πως τη θαρρούν τρελή και ότι σ’ εμάς πια δεν πιστεύει. Γιατί εν αντιθέσει τα γατιά δεν σου υπόσχονται αγάπες. Κι είχε άρωμα σαρδέλας το μεγαλείο του ανθρώπου.
Τα παπούτσια Τα παπούτσια μιλάνε. Σήμερα άκουσα πολλά. Επίτηδες επέλεξα ψηλά να μην κοιτάξω. Είναι σωστοί αυτοί που κοιτάζουν πρώτα τα παπούτσια. Γιατί αυτά πάντα μοιράζονται τα μυστικά αυτών που τα φοράνε.
Γωγώ Γιανναδάκη
Κι αν αλλού πρέπει να πας αυτά, σε μαρτυράνε. Τα παπούτσια πάντα δείχνουν εκεί που θες να πάνε.
Στο μπλε Είχα καιρό να γράψω ποίημα σε κάποιον. Η ειρωνεία όπως πάντα τραγική. Είχα πει πως δε θα ξαναγράψω. Μα ώρες ώρες νιώθω σα μικρό παιδί στο δάσος. Μιλάω με τα πεσμένα φύλλα και περιμένω κάποιον να με βρει. Ξέρεις τι είναι ποίηση για μένα; Ο φόβος μήπως κάποτε ξεχάσω να αισθάνομαι. Μήπως κοιτάξω στον καθρέφτη και έχω ξεμάθει να μιλάω. Πόσο πιθανό είναι λοιπόν να θες το φόβο μου να πάρεις; Το πιστεύω όμως, θα με ψάξεις για τον καιρό που δε σε έζησα. Περιέργεια η μητέρα κάθε πάθησης όλοι νοσήσαμε απ’ αυτή. Σε πόρτες όμως μην κοιτάξεις ούτε και στους δρόμους. Στο μπλε μονάχα. Εκεί να με ζητήσεις. Κι αν ποτέ σε ρωτήσουν για μένα, ένα θέλω να τους πεις. Πως γνώρισες κάποτε τον πιο μπλε μου εαυτό κι από τότε έμαθες όλα εκεί να τα γυρεύεις. Πρώτη δημοσίευση
37
38
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Κατερίνα Χανδρινού Ο Σολωμός έγραψε ποίημα για την Νταϊαμάντα Γκαλάς
Λ
ογισμώ και ονείρω. Δεν χρησιμοποίησε μελάνι αλλά πετράδια. Πετράδια σαν κουμπιά που έραψε επάνω στο χαρτί κι έτσι σχημάτισε τα γράμματα. Κι επειδή το χαρτί ήταν ρυζόχαρτο υποχωρούσε κάτω απ’ το βάρος των λέξεων κι έτσι έπρεπε για να γυρίσεις τη σελίδα να βάλεις όλη σου τη στοργή και προσοχή, να μη σκισθεί, σα να μετέφερες ένα σπουργίτι ή μάλλον, σα να του άλλαζες πλευρό, να δεις: είναι κι από την άλλη πληγωμένο;
Ο
Συγχώρεσε την αφωνία μου απόψε
ι Ισπανοί έχουν λέξη για να πουν: χθες βράδυ. Anoche αυτοί / απόψε εμείς. (Φαντάσου, λοιπόν, πόσα όνειρα στα ισπανικά θ’ αρχίζουνε με το «ανότσε». Χθες βράδυ, είδα…) Εμείς, απόψε. Αυτό μας μαραίνει, φαίνεται, αυτό μας καίει, κι έχουμε λέξη ειδική: το βράδυ που έρχεται. Όχι το χθεσινό. Συγχώρεσε λοιπόν την αφωνία μου, αυτό το βράδυ, απόψε.
Γ
Το χαλί κι όχι τραπέζι
ια να μπορώ να χάνομαι στις παραστάσεις του χαλιού έφτασα ν’ απορρίψω το τραπέζι. Δίχως αυτό μπορούσα πια να υπνωτίζομαι, τόσο συχνά, όσο πιο συχνά το δυνατόν, ανεμπόδιστα, μέσα στο περσικό θέμα του τάπητα. Εκτέλεσα και ορισμένες πάνω του φιγούρες – χορευτικές εννοώ. Παιδί. Κι άλλες φορές κυλίστηκα διαγώνια, χωρίς αίμα εγώ. Τότε στον πολυέλαιο, στα γυαλάκια του: μπορούσα (κατά)κερματισμένη να με διακρίνω από χαμηλά: παζλ προσώπου αρκετά κοντά στη συναρμολόγηση, που είχε όμως δρόμο ακόμα. Κι έχω επίσης αποκοιμηθεί κάποιες φορές με λίγο σάλιο μου να στάζει στο πλούσιο πέλος. Να μουσκεύει τους καβαλάρηδες, να μουσκεύει τ’ άλογα τα περσικά. Ερωτικό ήταν. Ξαπλωμένη όπως ήμουν με όποιο μέρος ήθελα του σώματός μου να πιέζει, να πιέζεται, από διαφορετικούς συντρόφους, από ίνες συντρόφους. Φοβάμαι λοιπόν την αλλαγή του τρόπου αυτού ζωής. Το να ’ρθει ένα τραπέζι. Το να βυθιστούν τα πόδια του στο στήθος των ίππων – γιατί αυτό θα γίνει. Δεν θα μπορώ να καθαρίζω το χαλί σωστά ούτε να είμαι μόνη μου μαζί του. Διότι αν μία των ημερών έρθει στο τέλος το τραπέζι, θ’ αναγκαστώ να σηκωθώ απ’ το πάτωμα. Θα πάρω καρέκλα. Θα καθίσω. Θα εφαρμόσω τις παλάμες στους κροτάφους. Αγκώνες στο τραπέζι. Πράγμα που πάει να πει, στάση που πάει να πει: Θα περιμένω τους ανθρώπους. Κι εκείνοι θα ’ρθουν. Και πάνω στους καβαλάρηδές μου θα πατήσουν. Θα τους ποδοπατήσουν. Από τη συλλογή: Κατερίνα Χανδρινού, Γιατί δεν οδηγούν οι ποιητές, Αθήνα 2017, Sestina
Ιώ Αρματά
Ιώ Αρματά Η θυσία Το βήμα ανοίγεται αργά επιφυλακτικά. Το χώμα ανήσυχο υγρό και περιμένει να πατηθεί. Τα φύλλα ένας θύσανος χρυσός αγνοείς τι κρύβει από κάτω. Το θρόισμα βίαιο μαρτυρά με τι λεπτότητα διαπράχθηκε ο φόνος.
Ο σκύλος Tο σπίτι κείτεται· άνθρωπος το λουρί έξω απ’ το σπίτι μακραίνει σε σκύλο ο σκύλος λύνεται άνθρωπος σκότωσε σκύλο σκότωσε άνθρωπο σκότωσε σκύλο σκότωσε άνθρωπο σκότωσε σκύλο σκότωσε άνθρωπο Ο Σκύλος σέρνει το σπίτι του Πρώτη δημοσίευση
39
40
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Brina Maurer (Claudia Manuela Turco) Μετάφραση: Γεωργία Χαϊδεμενοπούλου
Μιλέτο, ο πρώτος σκύλος Ταλαντεύεται στον αέρα, −ασάλευτο εκκρεμές− πτώμα μικρού σκυλιού νεκρό σώμα παιδιού, κρεμασμένο από εκείνα τα ίδια χέρια, που, ενώ προσεύχονται, λυγίζουν τα γόνατα μπροστά στον σταυρό. Μια γυναίκα θα είναι αυτή που θα κόψει το σκοινί και θα προκαλέσει δίχως έλεος, την πτώση, λίγο αργότερα. Τα σκελετωμένα κλαδιά της αχλαδιάς, απογυμνωμένα από το πένθος του κάθε φύλλου συγκρατούν ξεχασμένα φρούτα, δίπλα στον Μιλέτο, σαν να θέλουν να τον προστατέψουν να τον ανακουφίσουν. Διέσχισε το μυστικό κατώφλι, απρόσιτο στους πατεράδες αφέντες. Καπρίτσια του Γκόγια, Καπρίτσια του πολέμου, Καπρίτσια γυναίκας, τώρα πλέον ανήκουν σε ένα ζιγκ-ζαγκ κλαδιών. Μέσα σε μια θύελλα τριχώματος και καρδιάς, η Νερανέβε είναι η μοναδική που δεν ξεχνάει, θρόμβος άγουρος και αγκάθι που δεν φαίνεται, αιμορραγία νερού και αίματος, εγγονή αποστάτρια,
Brina Maurer (Claudia Manuela Turco)
που αναδημιούργησε σε δοκιμαστικό σωλήνα το DNA της. Αλλά ο Μιλέτο, δεν θα ξαναδεί τα φθινοπωρινά φύλλα, που μετατράπηκαν σε πορφυρά χείλια, στη μνήμη του, πάνω στην ισχνή αχλαδιά. Από τη συλλογή: Brina Maurer, Neraneve e i sette cani, Ancona 2017, italic & pequod (Εισαγωγή του Luigi Fontanella)
Αινιγματικές γεωμετρίες Είναι εξωπραγματική η μορφή της καρδιάς σου – Paul Eluard
Φευγαλέα αστέρια, με μάγουλα ροδαλά και κατάπληκτα από τη μαγεία της νύχτας, παρατηρούν.
Σπειροειδή σχήματα φωτός και πορτοκαλί φωτοστέφανα περιβάλλουν, μέσα στους γωνιακούς κυλίνδρους του λήθαργου, μία καρδιά υφασμένη με λεπτά υφάδια. Άγνωστες γεωμετρίες, λαμβάνουν, μέσα σε δοξασμένες περιμέτρους, οράματα παλλόμενα με ζωτικούς ρυθμούς. Μία κόκκινη λίμνη και ένας γαλάζιος ποταμός αναμειγνύουν τα νερά τους, για να καθοδηγήσουν το ταραγμένο καράβι της ψυχής. Από τη συλλογή: Brina Maurer, Architectures Three-dimensional Poems, Stony Brook - New York 2013, Gradiva Publications (μετάφραση στα αγγλικά: Luigi Bonaffini)
41
42
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Κόκκινα σφουγγάρια που χορεύουν Το μικρό γέρικο σκυλί μου: μία καρδιά που χτυπά στα πόδια μου – Edith Wharton
Η κόκκινη κορδέλα του λουριού πάλλεται και δονείται, μεταδίδοντας στην παλάμη του χεριού το γρήγορο χτύπημα της αλεπουδίσιας καρδιάς, στο λαχανιασμένο στήθος. Εκστατική γοητεία της μετάδοσης της κίνησης που τόσο αγαπάει ο Λεονάρντο! Η κόκκινη κορδέλα, πρωταρχική φλέβα, οδηγεί το συναίσθημα από τη μία καρδιά στην άλλη. Η αρμονία είναι απόλυτη. Σφουγγαράκια κόκκινα που χορεύουν: oι καρδιές των σκυλιών. Από τη συλλογή: Brina Maurer, Da Metastasi di rosa, Foggia 2010, Bastogi
Anna Maria Dall’Olio
Anna Maria Dall’Olio Μετάφραση: Γεωργία Χαϊδεμενοπούλου
Μπομπίνα: Η επίθεση Βρήκες την ψυχή μου, πάνω στο πλακόστρωτο πεσμένα κεριά και τοίχος που κατέρρευσε, δοχεία μείζονος θλίψης. Με υπομονετικά χέρια σοφού ανθρώπου, απροσδόκητα, ατρόμητα, επιβλητικά έκοψες πορώδη βατόμουρα. Στην ψυχή μου υπερνίκησες τον θάνατο: πρώτα με φωνές τον αναγνώρισες και έπειτα τον κομμάτιασες με απελπισία. Από τη συλλογή Anna Maria Dall’Olio, Latte e Limoni, Milano 2014, La Vita Felice
Στον τελευταίο λήθαργο στα τέλη Ιούνη Στον τελευταίο λήθαργο στα τέλη Ιούνη ρωγμές της ηχούς του τρόμου, θριαμβεύει η νύχτα ιππεύοντας ρευστό-ποτάμι-στιλπνό χίλιες λέξεις ρέουν πάνω στις φλόγες-στάχτες δίχως φταίχτες.
Συμπιεσμένες από τους δείκτες δευτερολέπτων Συμπιεσμένες από τους δείκτες δευτερολέπτων δεμένες από αλυσίδες συναρμολόγησης μαριονετών από σύρμα όχι θραυσμένο σε κάποια δοχεία, ξέρω ότι οι μαριονέτες είναι φυγοκεντρημένες, σε υψικαμίνους, καμένες, διαλυμένες σε οξύ. Αποδοτικός οδοστρωτήρας, σας γράπωσε σήκωσε πίεσε εκτόξευσε ξετύλιξε τσάκισε πάνω στο πλακόστρωτο. Για έναν κανόνα δεν υπάρχει χρόνος. Από τη συλλογή: Anna Maria Dall’Olio, L’Angoscia del Pane , Como 2010 (2η έκδ. 2013), Lieto Colle
43
44
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Angelo Manitta Μετάφραση: Γεωργία Χαϊδεμενοπούλου
Λίθοι της Αίτνας Πυρακτωμένοι οι λίθοι της Αίτνας: βηρύλλιο με στιλπνή λάμψη στον ήλιο. Σιωπηλά δέντρα τριγύρω περιβάλλουν τις καμπυλόγραμμες παρυφές που το χιόνι κάλυπτε. Η ξηρή άμμος αντανακλά φευγαλέες ματιές και εξανεμίζει αστραγάλους. Όμως η ξηρότητα της τεφρώδους άμμου, είναι η ξηρότητα του ανθρώπινου είδους. Ο δρόμος είναι ο γολγοθάς άθραυστων ογκόλιθων και το δάσος, μάτια των αδηφάγων λύκων, καταβροχθίζει παιδιά: παραμύθι μέσα στο παραμύθι που διαχέει τον φόβο για μυστηριώδεις κακόβουλες δυνάμεις.
Νησιά του φόβου Νησιά του φόβου μου θολώνουν την όραση, ενώ οι άδειες λέξεις σαρώνουν ερήμους. Τρόμοι που σχεδόν με αγγίζουν όπως τα πέταλα ανθέων πορτοκαλιάς αποκομμένων πάνω στα φτερά της αύρας. Και με περισφίγγει μία επιθυμία της παιδικής ηλικίας, των ισχνών σκιών, των παλιών αρωμάτων που ενώνουν αρμονικά αμαρτωλές μυρωδιές. Όμως το ανάλαφρο σώμα της ξεδιπλώνεται ανάμεσα σε ωκεανούς ακτινοβόλων φραγκοσυκιών ή ανάμεσα σε περιστρεφόμενα σμήνη αστεριών: αρμονία μυαλού και σκέψης, κοριτσάκι που έχει ξαναγεννηθεί και προσπαθεί να αποφύγει κινούμενους αμμόλοφους. Από τη συλλογή: Angelo Manitta, La ragazza di Mispa, Catania 2017, Il Convivio
Δημήτρης Α. Δημητριάδης
Δημήτρης Α. Δημητριάδης Ξυπνά μέσα μου το αίμα Τις νύχτες το κορμί μου βαραίνει από ναυάγια ποιήματα ένας εφιάλτης ένας κακός ανεμοστρόβιλος με σκάβει ξεριζώνει τους χάρτες μου με παίρνει και με σηκώνει πέρα μακριά παραμιλώ στη μέση σου κρεμιέμαι ξυπνά μέσα μου το αίμα και κλαίει.
Τ’ ανυπάκουα κόκαλα Ό,τι πέθανε πέθανε ό,τι πεθαίνει πεθαίνει. Αφήστε τα λόγια κλείστε τα όλα κομπιούτερς τηλεοράσεις κινητά κι ακούστε τα κόκαλα που τρίζουν τ’ ανυπάκουα κόκαλα. Πρώτη δημοσίευση
45
46
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Αθηνά Μελή Δεκατρείς χρόνοι I Χάσκουν οι ουρανοί και είναι οι λεωφόροι πρόδρομοι της φυγής μας ΙI Στους πυλώνες των δρόμων στέκουν τα φανάρια της ευτυχίας μας τα φώτα τους πάλλονται και τα κύματα της νύχτας παφλάζουν στα χέρια μας IΙΙ Σκοτεινά τα δέντρα πάνω από τους πολύβουους δρόμους κρέμονται και κοιτάνε αμίλητα τις κινήσεις του νεύρου μας που βομβίζει ΙV Τα χέρια μας φτερά στου απείρου το φως που τρεμοσβήνει V Ο χρόνος μας κυνηγά και εμείς σκορπάμε σαν τα πουλιά στους τέσσερις ορίζοντες VI Ένα νήμα κόβεται απ’ το στρίφωμα του κόσμου και η ζωή μας φαντάζεται το αύριο στο μηδενικό καρέ της ιστορίας VIΙ Προβολή του σύμπαντος σε θερινό σινεμά η θύμηση ενός έρωτα ξεχασμένη λατρεία μιας αξίας
Αθηνά Μελή
VIII Στο απύθμενο της ίριδας του μυαλού μια περιπέτεια −που ποτέ δεν ξεκίνησε− είναι ο έρωτας που περιμένουμε να μας αναστήσει IX Οι κήποι της αγάπης ποτίζονται με τη δοκιμασία της απουσίας για κάτι που θα ανθίσει πίσω από έναν φόβο Χ Στην εκκλησία των ανθρώπων λειτουργίες αλληγορίας δοξολογούν της λογικής την υπέρβαση και το δέος το πανανθρώπινο πίστη γίνεται XI Στα μανουάλια των προσευχών μας αναδύονται θερμικά ρεύματα και θυμιάματα υπερυψώνοντας τις φωνές μας ΧΙΙ Αυτό που μας τρομάζει το περιέχουμε είναι μέρος μας του ανήκουμε ΧΙΙΙ Απωθημένα ψυχών στοιβάζονται στο περβάζι των ονείρων και κάτω από χειμαρρώδεις ουρανούς ο χρόνος σμιλεύει όση ζωή μας απομένει Από τη συλλογή: Αθηνά Μελή, Τα πάντα ρει και ουδέν μένει…, Αθήνα 2018, Οσελότος
47
48
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Κατερίνα Εξαρχαίου Πρωινή αιθρία Τα καθαρά πρωινά της άνοιξης τα παγωμένα σκουπιδιάρικα καθώς κατηφορίζουν τον δρόμο μοιάζουν σαν εντολείς της πολιτείας της πολιτείας εκείνης, που το προηγούμενο βράδυ αγάπησες εκείνης, που το προηγούμενο βράδυ σε λεηλάτησε μοιάζουν σαν εντολείς τα κρίματα της νύχτας για να καθαρίσουν δίχως να οσφραίνεσαι τίποτα δίχως να υποπτεύεσαι τον ρόλο τους κατηφορίζουν πατώντας το γκάζι και όταν πιάνουν την ευθεία τα κρίματα έχουν κιόλας ξεχαστεί
Στο δέλτα Φοβάμαι τις μεγάλες χαρές για τις μεγάλες εκείνες λύπες που θα ’ρθουν Ας είναι όμως για να δω την αληγδόνα μέρα χωρίς φωτιά και την ακένωτη εκείνη νύχτα δίχως το φως Στο μέσο του σφάλματος του προσδιορισμού. Πρώτη δημοσίευση
Κώστας Μαυρακάκης
Κώστας Μαυρακάκης Ο κόσμος με καλωσορίζει «...Δεν είχε παρά ν’ ανοίξει τα μάτια· αλλά τα πλάκωνε ένα βάρος· ένας φόβος. Έκανε μια μεγάλη προσπάθεια· έσπρωξε το βάρος· κοίταξε, μπροστά του απλωνόταν το Ρίτζεντ Παρκ. Μακρόστενες σερπαντίνες από ηλιακό φως παιχνιδίζανε στα πόδια του. Τα δέντρα υποκλίνονταν κυματίζοντας τις φυλλωσιές τους. Σε καλωσορίζουμε, έμοιαζε να λέει ο κόσμος· εμείς δεχόμαστε τα πάντα· εμείς δημιουργούμε τα πάντα· την ομορφιά, έμοιαζε να λέει ο κόσμος. Και σαν να ’θελε να του το αποδείξει (με επιστημονική εγκυρότητα), όπου κι αν έστρεφε τη ματιά του, στα κάγκελα, στις αντιλόπες που τέντωναν το κεφάλι τους πάνω απ’ τα κιγκλιδώματα, παντού αποκαλυπτόταν η ομορφιά. Το τρεμούλιασμα ενός φύλλου στην πνοή τ’ ανέμου τον γεμίζει πρωτόφαντη χαρά. Ψηλά, στον ουρανό, τα χελιδόνια κάνουν κάθετες εφορμήσεις, στρίβουν απότομα, ρίχνονται εδώ κι εκεί, στροβιλίζονται με πλήρη έλεγχο των κινήσεών τους σαν να τα συγκρατεί λαστιχένιο σκοινί· κι οι μύγες πετούν ψηλά και ξανακατεβαίνουν· το φως του ήλιου πέφτει παιχνιδιάρικα πότε στο ’να φύλλο πότε στ’ άλλο, τα παραζαλίζει με το χρυσαφένιο του θάμπος· και κάπου κάπου ένα κουδουνάκι (μπορεί να ’ταν το κλάξον ενός αυτοκινήτου) αντηχεί θεσπέσια πάνω στη χλόη – όλ’ αυτά, ήρεμα και μετρημένα, καμωμένα από πράγματα κοινά, ήταν τώρα η αλήθεια. Η ομορφιά απλωνόταν παντού...» − Βιρτζινια Γουλφ, Η κυρία Νταλογουέι
«Και εμείς ερωτευτήκαμε, δεν το κάναμε θέμα όμως. Η Βιρτζίνια Γουλφ, πάλι, όχι μόνο θέμα το έκανε, αλλά ολόκληρο μυθιστόρημα». Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη του Γιώργου όταν διάβασε το απόσπασμα από την Κυρία Νταλογουέι. Δεν είχε, βέβαια, διαβάσει ολόκληρο το βιβλίο και ούτε σκόπευε να το κάνει, στο μυαλό του, ωστόσο, μόνο κάποιος πολύ ερωτευμένος μπορούσε να δει τον κόσμο τόσο όμορφο όσο ο ήρωας του βιβλίου. «Γι’ αυτό εγώ προτιμώ την ποίηση», σκέφτηκε αυτάρεσκα. «Αν είναι καλός ο ποιητής, με μια φράση τα έχει πει όλα, όχι σαν τα μυθιστορήματα που διαβάζεις σελίδες επί σελίδων για να διαπιστώσεις πού το πάει ο συγγραφέας. Ενώ στην ποίηση η σοφία είναι συμπυκνωμένη. Σαν αυτές τις ταμπλέτες νέας τεχνολογίας για το πλύσιμο των ρούχων. Βάζεις μια τόση δα ταμπλέτα στο πλυντήριο και αυτή καθαρίζει τα ρούχα σου, το ίδιο το πλυντήριο και ό,τι άλλο βρει μπροστά της. Ακόμα και τις αμαρτίες μου θα ξέπλενε, αν έβρισκα τρόπο να τις χωρέσω εκεί μέσα. Αυτές όμως είναι τόσο πολλές που, όσο εγώ τις βάζω από την πόρτα του πλυντηρίου, αυτές πάντα ξεχειλίζουν από κάπου αλλού. Μήπως να έπαιρνα ένα από εκείνα
49
50
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
τα καινούργια δωδεκάκιλα πλυντήρια;» αναρωτήθηκε ο Γιώργος τη στιγμή ακριβώς που μπήκε στο σαλόνι η γυναίκα του, η Δανάη. Ο Γιώργος ήταν πολλά χρόνια ζευγάρι με τη Δανάη, απ’ όταν ήταν νέα παιδιά και οι δυο τους. Είχαν τα πάνω και τα κάτω τους μέσα στα χρόνια, αλλά τα είχαν καταφέρει να είναι ακόμη μαζί και να είναι αγαπημένοι. Βέβαια, αν κάποιος, που δεν τους γνώριζε καλά, τους έβλεπε πώς μιλούσαν ο ένας στον άλλο, θα σχημάτιζε την εικόνα πως όχι μόνο αγαπημένοι δεν ήταν, μα και πως τρώγονταν σαν το σκύλο με τη γάτα. Η φαινομενική ένταση όμως μεταξύ τους δεν ήταν παρά ο δικός τους πολύ ιδιαίτερος τρόπος να κρατούν τη σχέση τους ζωντανή. Ένα μόνο ήταν το αντικείμενο όπου πραγματικά δεν τα έβρισκαν ποτέ. Η λογοτεχνία. Της Δανάης της άρεσε να διαβάζει πολλή και καλή λογοτεχνία. Του Γιώργου, πάλι, όχι. Δεν ήταν, βέβαια, και από αυτούς τους άντρες που δεν είχαν διαβάσει ούτε βιβλίο στη ζωή τους. Τόσα χρόνια, άλλωστε, δίπλα στη Δανάη πώς θα μπορούσε να την έχει γλιτώσει. Είχε διαβάσει, λοιπόν, κάμποσα, τα περισσότερα είναι η αλήθεια αστυνομικά, αλλά και μερικά της «βαριάς λογοτεχνίας» όπως ο ίδιος την αποκαλούσε. Νεότερος, μάλιστα, είχε διαβάσει και λίγη ποίηση. Με τον καιρό, ωστόσο, είχε καταλήξει πως προτιμά να κάνει άλλα πράγματα με τον ελεύθερο χρόνο του. Να βλέπει σειρές ή ποδόσφαιρο στην τηλεόραση, να παίζει βιντεοπαιχνίδια, να βγαίνει για μπίρες με τους φίλους του. Όχι, πάντως, να διαβάζει. «Ο καιρός να καλλιεργήσω το πνεύμα μου ήρθε και παρήλθε ανεπιστρεπτί», του άρεσε να επαναλαμβάνει συχνά. Για τη Δανάη, πάλι, αυτός ο «καιρός» δεν είχε παρέλθει ποτέ. Και δε συνέχιζε απλώς να διαβάζει, και μάλιστα τώρα τελευταία όλο και πιο κλασικά αναγνώσματα, αλλά ήθελε και να τα μοιράζεται μαζί του. Τι να κάνει και ο Γιώργος, ποιούσε την ανάγκη φιλοτιμία και διάβαζε ό,τι του έδινε η γυναίκα του. Ο μόνος όρος που έβαζε ήταν να μην είναι περισσότερο από μία σελίδα. Και συνήθως η Δανάη τον σεβόταν αυτό τον όρο. Και ο Γιώργος με τη σειρά του σεβόταν τη δική της ανάγκη να μοιράζεται πράγματα μαζί του και κρατούσε τη γνώμη του για τον εαυτό του, κάνοντας όσο το δυνατό λιγότερα σχόλια για το κείμενο, χωρίς να της δίνει την εντύπωση πως έχει μουγκαθεί. Τη μέρα όμως που του έδωσε να διαβάσει το απόσπασμα από την Κυρία Νταλογουέι, εκείνος είχε ξυπνήσει με μια ιδιαίτερα ομιλητική διάθεση, που προμήνυε μπελάδες. «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε;» τον ρώτησε η γυναίκα του γεμάτη περιέργεια με το που μπήκε στο σαλόνι. «Καμιά φορά νομίζω πως διαλέγεις τα αποσπάσματα για να με προβοκάρεις», της απάντησε, έχοντας αποφασίσει να μη μασήσει άλλο τα λόγια του. «Σαν πολύ μεγάλη ιδέα δεν έχεις για τον εαυτό σου, βρε μωρό μου; Σου τα δίνω γιατί μου αρέσουν και θέλω να τα μοιραστώ μαζί σου».
Κώστας Μαυρακάκης
«Τα γούστα μας στο διάβασμα διαφέρουν, αγάπη μου. Νομίζω πως είναι πια καιρός να το πάρουμε απόφαση». «Να το πάρεις εσύ απόφαση», απάντησε η Δανάη θυμωμένα. «Εγώ θα σου τα δίνω, μπας και σε ξυπνήσω». «Καλά, γλυκιά μου. Να μου τα δίνεις», της είπε με μαλακωμένη φωνή ο Γιώργος που είχε αρχίσει να αντιλαμβάνεται με γοργούς ρυθμούς πόσο ολέθρια μπορούσε να αποδειχθεί η καινούργια του τακτική και πλησίασε να την αγκαλιάσει. «Ναι, κάνε μας και τον καλό τώρα. Αφού σε ξέρω τι γουρούνι είσαι κατά βάθος», του είπε περιπαικτικά η Δανάη καθώς τον αγκάλιαζε κι εκείνη. Όταν λίγη ώρα αργότερα ο Γιώργος βρέθηκε στο δρόμο, διαπίστωσε με έκπληξη πως το απόσπασμα που είχε διαβάσει του ήρθε ξανά στη σκέψη. Το τοπίο, βέβαια, γύρω του, διέφερε πολύ από αυτό που αντίκριζε ο ήρωας του βιβλίου. Σίγουρα στην πόλη του δεν κυκλοφορούσαν αντιλόπες και τα μόνα δέντρα που υπήρχαν στο δρόμο του ήταν μερικές καχεκτικές μουριές. Καμία σχέση με τα μεγάλα φυλλοβόλα δέντρα των πάρκων του Λονδίνου. Καθώς βάδιζε, άρχισαν να του έρχονται στο μυαλό φευγαλέες εικόνες από τους νεανικούς του περιπάτους. Είχε την αίσθηση πως τότε αυτοί οι ίδιοι δρόμοι τού φαίνονταν πιο όμορφοι. «Ίσως να έφταιγε που τότε ήμουν νέος και αφελής», συλλογίστηκε. Μια δυνατή ριπή ανέμου σήκωσε σκόνη από το δρόμο και τον έκανε να κλείσει ενστικτωδώς τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα. Όταν τα άνοιξε ξανά, το φως του ήλιου τού φάνηκε πιο έντονο και διαπεραστικό. Τα πάντα µετρούνται διαφορετικά τώρα. «Θα φταίει η σκόνη», σκέφτηκε, αλλά αμέσως συνειδητοποίησε ότι, αν έφταιγε η σκόνη, τα αντικείμενα θα έπρεπε να του φαίνονται πιο θαμπά και όχι πιο καθαρά. Είχε σταθεί στο πεζοδρόμιο και παρατηρούσε τον τρόπο που το φως του ήλιου αντανακλούσε στα φύλλα μιας μουριάς, όταν ξαφνικά του φάνηκε πως το φύλλωμά της άρχισε να πυκνώνει. Έτριψε παραξενεμένος τα μάτια του. «Μα τι στο καλό, έκλεισα τα μάτια μου το φθινόπωρο και τα άνοιξα την άνοιξη;» αναρωτήθηκε μπερδεμένος. Άρχισε να βαδίζει ξανά. «Σε λίγο, όπως πάμε, θα δω και καμιά αντιλόπη να ξυπνάει από τη χειμερία νάρκη. Αχ, τι βλακείες σκέφτομαι, οι αντιλόπες δεν πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Στη ζούγκλα δεν έχουν χειμώνα». Γελούσε μόνος του με τον χαζό συλλογισμό του, όταν ένα πλάσμα πετάχτηκε με ταχύτητα μέσα από έναν κάδο απορριμμάτων. «Να και η αντιλόπη», πρόλαβε να σκεφτεί αστραπιαία βλέποντας το πλάσμα να έρχεται κατά πάνω του. Έκανε μια ενστικτώδη κίνηση για να το αποφύγει και αυτό πέρασε ξυστά δίπλα του γρατσουνίζοντάς τον στο πρόσωπο προτού προσγειωθεί στο έδαφος. Μόλις ο Γιώργος συνήλθε από το σοκ, διαπίστωσε πως επρόκειτο απλώς για μια παχουλή γάτα.
51
52
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
«Αν ήμασταν στη ζούγκλα, εσύ θα ήσουν η τίγρης κι εγώ η αντιλόπη», της είπε με νόημα. Η γάτα απομακρύνθηκε νιαουρίζοντας ενοχλημένη. Μια άγνωστη κυρία τον πλησίασε, κοιτώντας τον επίμονα. «Θα είναι επειδή μιλάω στη γάτα», σκέφτηκε. «Κύριε, αιμορραγείτε», του είπε διστακτικά η άγνωστη. Έπιασε με το χέρι το μάγουλό του και είδε πως πραγματικά έτρεχε αίμα. Δεν είχε καταλάβει πως το γρατσούνισμα ήταν τόσο βαθύ. Η κυρία έβγαλε ένα πακέτο χαρτομάντιλα από την τσάντα της και του έδωσε μερικά. Ο Γιώργος την ευχαρίστησε, πίεσε τα χαρτομάντιλα στο μάγουλο και έκανε μεταβολή προς το σπίτι του. Όταν μπήκε στο διαμέρισμα, η Δανάη ήταν βυθισμένη στον καναπέ διαβάζοντας ένα ογκώδες βιβλίο. «Τι έπαθες;» του είπε τρομαγμένη βλέποντάς τον μες στα αίματα. «Ο κόσμος με καλωσόρισε», απάντησε εκείνος έχοντας επιστρέψει στο γνώριμο ύφος του. Από τη συλλογή: Κώστας Μαυρακάκης, Ο κόσμος με καλωσορίζει, Αθήνα 2016, Κέδρος
Βασιλική Δραγούνη
Βασιλική Δραγούνη Απατηλή αλήθεια Η αλήθεια δεν είναι μια γραμμή τραβηγμένη με χάρακα − από εδώ έως εκεί χωρίς καμιά απόκλιση αλλά ένα ποτάμι που ρέει σε μια άγνωστη θάλασσα και ελίσσεται στο μέσον μιας αδιαπέραστης γης. Η αλήθεια είναι − ή ήταν εύθραυστη, πολύπλοκη παντοτινά ευμετάβλητη τόσο απρόβλεπτη όσο η ασταθής πτήση ενός γερακιού σε μια απροσπέλαστη νύχτα. Είναι αυτό που είναι ή αυτό που φαίνεται σε ένα διερευνητικό μάτι που μέσα από ένα τηλεσκόπιο ή μικροσκόπιο ψάχνει κομμάτια της ψυχής − ένα προς ένα γυρεύοντας να ανακαλύψει μια αδιόρατη αλήθεια που ποτέ δεν θα είναι κάτι περισσότερο από μια ψευδαίσθηση και κάτι λιγότερο από τη διάθλαση του φωτός πάνω σε κομμάτια σπασμένου γυαλιού.
Αυτή η μοναχική αγάπη Ήταν ένα εξεζητημένο πράγμα, αυτή η μοναχική αγάπη, από φτερά φτιαγμένη κι από το κρύο φως του φεγγαριού, από μακρινούς στεναγμούς κι από παλιές θλίψεις. Ήταν πρώτα τα φτερά που έφυγαν από τους ώμους και μπλέχτηκαν στα κλαδιά των δέντρων και στα σύννεφα κι έπεσαν μετά με τη βροχή στον λασπωμένο δρόμο. Κι ήταν ύστερα τα μάτια που δεν πίστεψαν στη μεταμόρφωση κι οι ώμοι, που ξέχασαν εκείνο το παλιό το βάρος και δεν αναρωτήθηκαν ποτέ ξανά αν θα πετάξουν. Πρώτη δημοσίευση
53
54
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Ασημίνα Ξηρογιάννη Την άλλη ζωή περιμένοντας πάντα, ποτέ σου δε ζεις. στην Εύη
Νόμος της ζωής: ανήκω στα όνειρα, στις ηδονές μου.
Και γιατί σιωπάς; Mήπως διστάζεις να ζεις; Σκέψου το καλά!
Απ’ τα όνειρά σου είσαι αντιστρόφως ανάλογη, λες.
Είμαστε τρωτοί. Αν το αποδεχθείς, όμορφα θα ζεις.
Από τη συλλογή: Ασημίνα Ξηρογιάννη, Δεύτερη φύση, Αθήνα 2018, ΑΩ
Γιώργος Π. Μπεκιάρης
Γιώργος Π. Μπεκιάρης Αν υποφέρεις, η μακροημέρευση, τι σε ωφελεί;
Τόση οίηση, αφού ξέρεις πως είσαι άνθρωπος βροτός.
Ζούσες στην τρυφή έτσι θα ήσουν πάντα πίστεψες λοιπόν;
Σαν του αμητού έρθει η ώρα, θα βρεις κάτι να λάβεις;
Καρδιάς δύστηνης ο δείμος δακέθυμος, άνισης μάχης.
Από τη συλλογή: Γιώργος Π. Μπεκιάρης, Τα χαϊκού ποιήματα, Αθήνα 2018, Οσελότος
55
56
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Έλλη Ρουσσίδου Κηπουρική Για να φτάσεις στο σημείο να θαυμάσεις το λουλούδι πρέπει πρώτα να θαυμάσεις το χώμα και τα σκουλήκια...
Σ’ εαυτόν πίστη Το παν είναι να καταλάβουν οι άλλοι ότι δεν φοβάσαι... Μετά, θα το πιστέψεις κι εσύ.
Αστικός οσιομάρτυρας Έζησα στην εποχή που γέμισαν οι θηλιές λαιμούς και τα μπαλκόνια γίναν εξέδρες για τον άγνωστο παράδεισο. Εκεί που η απελπισία έγινε ελπίδα έζησα εγώ ο μάρτυρας ο αστικός οσιομάρτυρας της αστικής σήψης πάντα θα υπάρχει κι άλλο λεμόνι να στύψεις.
Από τη συλλογή: Έλλη Ρουσσίδου, Αστική Σήψη, Αθήνα 2017, Οσελότος
Θεόδωρος Ταβουλάρης
Θεόδωρος Ταβουλάρης Ανεμίζοντας σε ναρκοθετημένες περιοχές Τι ζητάει τ’ όνειρο που ανεμίζει στα περιγιάλια της έκστασης; Λες και το γέννησε ξελογιασμένο καλοκαίρι τρέχει σαν μέλισσα που σκιρτάει στην αποθέωση των χρωμάτων και μπαίνει στον χορό του σπαραγμού μιας άλλης υπόστασης. Ζητάει το φως που τραγουδάει στο αίμα με τα χέρια του, ποθεί ν’ αγγίξει τη λαχτάρα π’ ανεμίζει προσδοκίες το κορμί του γίνεται ιστός, άνεμος που πασχίζει να φτερώσει. Ντύνεται τρικυμία και χάνεται στην ανταρσία της θάλασσας χωρίς χαλινάρια στο αίμα ανασαίνει στη γραμμή του κεραυνού στην ηλιαχτίδα του πυρωμένου αισθήματος μεταγγίζοντας τον θρίαμβο στις πηγές της θύελλας… φουρτουνιασμένες εκρήξεις του πάθους που γεννούν ανθούς πυρκαγιάς. Έτσι… ιερουργεί τη συντριβή του αφήνοντας όρθια μόνο τη φωτιά να το καίει και τις λέξεις που επιμένουν να ουρλιάζουν ελεύθερες… Λέξεις, λέξεις, λέξεις… Λέξεις, που να ανοίγουν για να χωρέσει όλη η ψυχή του. Τι να ζητάει ένα όνειρο όταν ανεμίζει; Την επανάστασή του θέλει να κάνει ενάντια στη σιωπή σε μια ναρκοθετημένη περιοχή του έρωτα. Να ζήσει θέλει, να ζήσει, την ελευθερία της ποίησης… Άσ’ το… άσ’ το κι όσο αντέξει… Όνειρο είναι!
Πρώτη δημοσίευση
57
58
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Νικ Μπήτνικ
Χ
Στο Παρίσι με τον Μόρρισον
τες τα χαράματα, στο παρισινό ξενοδοχείο BON VIVEUR, είδα ένα αλλόκοτο [‘−προφητικό;−’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα] όνειρο. Πήγαμε, λέει, σ’ ένα υπόγειο καμπαρέ, κάπου στο Καρτιέ Λατέν. Η Αγάπη, η Αθανασία κι εγώ. Η Αγάπη χρυσαλίδα στο κουκούλι, η Αθανασία με φτερά πεταλούδας πολύχρωμα. Εγώ, με τις παντόφλες. Η φωτεινή μαρκίζα στην είσοδο, αναβοσβήνει. JE Τ’ AIME ανάβει ~ MOI, ΝΟΝ PLUS σβήνει. JE Τ’ AIME ανάβει ~ MOI, ΝΟΝ PLUS σβήνει... Ένας γυάλινος ωκεανογραφικός κλωβός μάς κατεβάζει στον βυθό του Σηκουάνα, με πανοραμική θέα στ’ απόβλητα των Παριζιάνων. Ανάπηρα ποδήλατα, ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, παλαιολιθικά κομπιούτερ, αρχαία ραδιόφωνα, αποσαθρωμένες συσκευές... Ψυγεία, κουζίνες, θερμοσίφωνες, πλυντήρια. Πλαστικές σακούλες, παλιοσίδερα, ανέκδοτες νουβέλες σε στοίβες. Ξεβαμμένοι πίνακες κι αναιμικά έργα τέχνης. Ακρωτηριασμένα αγάλματα, κουτσά ειδώλια και κουλά αγαλματίδια σε παράξενα συμπλέγματα. Βυθισμένες μαούνες, τσιμενταρισμένα πτώματα, αλυσοδεμένοι σκελετοί, αυτόχειρες με την πέτρα στον λαιμό... Ένα βουλιαγμένο Ντεσεβώ. Μύρια μύδια στις σκουριασμένες λαμαρίνες του και μια μούμια πίσω απ’ το βολάν. Η Αθανασία χλωμιάζει. Η Αγάπη ουρλιάζει. Ο γυάλινος κλωβός έπιασε πάτο. Αποβιβαστήκαμε σ’ ένα σουρεαλιστικό φουαγιέ. Σ’ ένα ψυχεδελικό μπουντρούμι. Δυσνόητο, δυσπρόσιτο και παραισθητικό. [‘Σαν σκηνικό του Νταλί σε ταινία του Χίτσκοκ. Σαν κομμένη σκηνή του Γκοντάρ’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα.] Μπλουζ κιθάρες πυρηνικές, λοξά σαξόφωνα τοξικά, ντοπαρισμένες νότες εθιστικές. Νουάρ αφίσες ναρκωτικές, έγχρωμοι σωλήνες πλαστικοί, υπερφυσικοί εξαερισμοί φασαριόζικοι. Συνωστισμός στα ταμεία. Η Αγάπη κι η Αθανασία χάθηκαν στο πλήθος... Δίμετρα ρομπότ εναργή, εκατέρωθεν της λέιζερ εισόδου, μ’ οπλισμένα τα χάιτεκ περίστροφα. Ελέγχουν βλοσυρά τα εισιτήρια. Αμπάρες. Λουκέτα. Κάγκελα. Κάμερες ασφαλείας. Ρολά. Ασπρόμαυρα πορτραίτα φωτογραφικά, θανόν των καλλιτεχνών αθανάτων. Υποδέχονται προσωπικά, με συγκρατημένη δυσφορία, όσους πλήρωσαν για να τους δουν. Οι θνητοί θεατρώνες απέθαντοι, απαιτούν απ’ αυτούς εγκαρδιότητα προς το κοινό, ακόμα κι απ’ τον Άλλο Κόσμο. [‘− το έχουν όρο στα συμβό λαιά τους’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα.] Η Εντίθ Πιάφ. Η Μπίλλυ Χολυνταίυ. Ο Υβ Μοντάν. Ο Τσάρλυ Πάρκερ. Σφίγγουν χέρια θεατών. Κάποιοι ανατρι χιάζουν σύγκορμοι. Κάποιοι λιποθυμούν, κάποιοι ζη τούν αυτόγραφα. Κάποιοι σχολιάζουν χαμηλόφωνα. «Πόσο μικροκαμωμένη η Εντίθ!» απορεί ο ένας. «Έσπασε η Μπίλλυ...» συννεφιάζει η άλλη. «Τι τρελλό μάτι ο Υβ!» ο
Νικ Μπήτνικ
τρίτος γουρλώνει το μάτι. «Λιώμα ο Τσάρλυ. Πώς θα παίξει;» ξύνει το κεφάλι του ένας τέταρτος... Το πλήθος με σπρώχνει στην αίθουσα. Μάταια αναζητώ την Αγάπη και την Αθανασία... Μου παίζουν το κρυφτούλι; Μου το ’σκασαν; Τρισδιάστατες γιγαντοοθόνες LSD [‘, κρεμασμένες απ’ τα ταβάνια με ιστούς αράχνης και τσίχλες,’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα] μεταδίδουν ένα επεισόδιο των Σίμσονς. Ένας τσίτσιδος Χόμερ, στη στάση του λωτού, πιπιλάει το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού του. Το ρουφάει, το καταπίνει, ρουφάει κι άλλα δάχτυλα, την πατούσα του, τους αστραγάλους του, τη γάμπα, τον μηρό του, κατάπιε ολόκληρο το σώμα του! Έμεινε μόνο το κίτρινο κεφάλι του... Σκαρφαλώνω αμήχανα στην πλάτη ενός ζωγραφιστού ελέφαντα που κάθεται κατάχαμα. Μαύρα σύννεφα μαζεύονται απειλητικά στην οροφή. Το παχύδερμο σηκώθηκε απότομα. Τα πόδια του είναι κοκκαλιάρικα κι επιμηκυμένα. Φτάνουν ως τον ουρανό! Οι Πειρασμοί Του Αγίου Αντωνίου... Χάθηκα στα σύννεφα. Κάνω τσουλήθρα στην προβοσκίδα. Προσγειώθηκα ανώμαλα σ’ ένα σκαμπό με νύχια χίμαιρας. Πλάι μου, δυο κατακόκκινα σαρκώδη χείλη σχηματίζουν έναν καναπέ. Σταυροπόδι πάνω του, η Τζέην Μπίρκιν. Γόβα στιλέτο και κολιέ από μαργαριτάρια. Έχει τις μαλαματένιες γάμπες της χαμένης μου Αγάπης και τον κύκνειο λαιμό της αγνοούμενης Αθανασίας μου! Ο Σερζ Γκαινσμπούργκ, σε σλόου μόσιον, έρχεται τρέχοντας προς το μέρος της απ’ το βάθος της αίθουσας, μ’ ανοιχτές αγκάλες. Ξυπόλητος. Μ’ ένα τριμμένο τζην κι ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ, μακρύ ως τα γόνατα. Μια αόρατη νεράιδα μ’ ορατές φτερούγες, με σερβίρει αψέντι. Ρούφηξα μια γενναία γουλιά... Μούδιασα. Ψευδαισθήσεις ασπρόμαυρες. Πομφόλυγες, ατμοί... Πού είν’ η Αγάπη μου; Η Αθανασία μου; Κοιτάω γύρω μου σαν χαμένος... Και τι είδους καμπαρέ είν’ αυτό; Βρέθηκα στο λουτρό του ξενοδοχείου μου; Τα ίδια πορσελάνινα πλακάκια με τους κύκνους. Ο ίδιος νιπτήρας με τις περίτεχνες βρύσες. Η ίδια μπανιέρα με τα σκαλιστά ποδάρια. Η ίδια πλαστική κουρτίνα με τους ιππόκα μπους και τα κοράλλια... Τραβάω την κουρτίνα απότομα: το φάντασμα του Τζιμ Μόρρισον είναι ακόμα ξαπλωμένο στο αφρόλουτρο! [‘Στην ίδια ακριβώς στάση που τ’ άφησα πριν πέσω για ύπνο!’ συμπληρώσ τε εδώ, Κύριε Δείνα.] Κι ο Θολός Θεός μού κάνει φατσούλες, σκαλισμένος στο σαπούνι! Ξανακλείνω την κουρτίνα και στραγγίζω το αψέντι... Ανάμεσα στις πετσέτες, κρύβεται ο ντετέκτιβ Λέμμυ Κώσιον, σε ειδική αποστολή. Αλφαβίλ. Καπαρντίνα, καβουράκι, το τσιγάρο στα χείλη και το ρεβόλβερ στο χέρι. Ο τραβεστί Νόρμαν Μπέιτς μπαίνει νυχοπατώντας στο πλάνο. Κότσος, γυναικεία ρόμπα και κραγιόν. Στο χέρι του αστράφτει σε γκρο πλαν ένα κουζινομάχαιρο. Ψυχώ. Πίσω απ’ την κλειστή κουρτίνα, η Μάριον Κρέην παίρνει το ντους της. Ο Νόρμαν σηκώνει το κουζινομάχαιρο και κάνει να τραβήξει την κουρτίνα. Θα προλάβει να τον σταματήσει ο Λέμμυ πριν πετσοκόψει τη Μάριον; Σασπένς σάουντρακ. Η κουρτίνα τραβιέται. Απο καλύπτεται ο «θείος» Νταλί, με φιλέ και βελουδένια ρομπ ντε σαμπρ. Μελό
59
60
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
σάουν τρακ. Ο εκκεντρικός ζωγράφος κρατάει αγκαλιά ένα σουρεάλ γυμνό της Γκαλά, ένα σκήπτρο στο χέρι και το πινέλο στο δόντι. Η μακριά του κόμη ανεμίζει, γυαλίζει η μπριγιαντίνη του. Η καραφλίτσα του, ίσα που διακρίνεται στην κορυφή του κεφαλιού του. Σάλπιγγες ηχούν. Κανονιοβολισμοί, βολή κατά βολή. Ο Νταλί παρελαύνει στο λουτρό. Μια αινιγματική μο νοκοντυλιά. Καρικατούρα πουαντιλιστική, ζωγραφισμένη με χταπόδι βουτηγμένο στο μελάνι του. [‘Νταλί, όπως λέμε «Νταντά»: ένας παντελώς ανισόρροπος άναξ της σουρεαλιστικής παραίσθησης − απόλυτα ισορροπημένος αυτοκράτορας της ρεαλιστικής πλοκής, ταυτόχρονα’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα. ‘Κάθετα συγκεκριμένος, αν και αντιφατικός. Πολυλογάς. Αμίλητος. Παραληρηματικός. Σκληρός συμβολι σ τής; Φουτουριστής; Κλειστό βιβλίο; Αμετανόητος μυστικιστής; Μύστης; Τσαρλατάνος; Μυστικοπαθής. Για να τον αποκωδικοποιήσεις, πρέπει να ’σαι ειδικός αναλυτής των Μυστικών Υπηρεσιών της Αφηρημένης Τέχνης. Για να τον χαρτογραφήσεις, Μαγγελάνος της Νεκρής Φύσης. Τον ερμηνεύεις, δε, μόνον αν διαβάζεις βουλωμένο γράμμα. Αν προσπαθήσεις να τον μιμηθείς, θα γελοιοποιηθείς. Αν τον κλέψεις, θα φας ισόβια. Αν τον οικειοποιηθείς, σίγουρα θα σε κλωτσήσει. Αν τον υπερασπιστείς, δεν θα σ’ τ’ αναγνωρίσει. Αν τον πάρεις στα σοβαρά, θα πιαστείς κορόιδο. Αν τον πά ρεις στ’ αστεία, θα εκτεθείς. Αν δοκιμάσεις ν’ αποστασιοποιηθείς, θα σε βρει στον ύπνο σου! Τον επηρέασαν κι επηρέασε Ποίηση και Λογοτεχνία. Η Γκαλά, ήταν ακόμα παντρεμένη με τον Πωλ Ελυάρ όταν την αποπλάνησε στη βίλλα του στο Πορτ Λιγκάτ, πασαλειμμένος με κατσικοκούραδα. Μετά απ’ αυτό το γεγονός, τα κείμενα του Ελυάρ, σίγουρα θα ήταν διαφορετικά... Ο Λόρκα, επιστήθιος φίλος του − ίσως και κάτι παραπάνω, απ’ ό,τι λέγανε οι κακές οι γλώσσες. Μετά απ’ αυτόν τον Ματωμένο Γάμο, έγιναν οι λέξεις τού ενός πινελιές τού άλλου, και πινελιές τού άλλου οι λέξεις τού ενός... Τρύπωσε στην Εβδόμη Τέχνη και την ξετρύπησε με το μουστακάκι του. Γράφοντας με τον Μπουνιουέλ τον Ανδαλουσιανό Σκύλο και τη Χρυσή Εποχή. Κάνοντας τα σκηνικά στις Υποψίες του Χίτσκοκ... Αν δεν επισκεφτείς το Μουσείο του στο Φιγκέρες, δεν δικαιούσαι να ομιλείς περί Σύγχρονης Τέχνης. Σύγχρονης, εδώ κι ογδόντα τόσα χρόνια! Μαύρο χιούμορ. Πένθος. Σεξ. Καθολικισμός. Δωδεκάθεο. Ειδωλολατρεία. Βου ντού. Πολιτική και εξουσία. Ξύλινα δεκανίκια και ψυχική αναπηρία... Ο χρόνος του, μετριέται σε δείκτες «μαλακών» ρολογιών. Όταν κάποιοι Ιησουίτες καλό γεροι τον ρώτησαν τι συμβολίζουν τα «μαλακά» ρολόγια του, εκείνος έσπευσε να τους απαντήσει πως συμβολίζουν το τυρί που λειώνει. «Και τι συμβολίζει το τυρί;» επέμειναν εκείνοι. Κι ο «θείος» κόμπασε με ύφος εκατό καρδιναλίων, πως το τυρί συμβολίζει τον Ιησού! Κι αναβρασμός επικράτησε μεταξύ των Ιησου ιτών, και παραλίγο να τον μουντάρουν. Τότε, ο Νταλί άνοιξε τη Βίβλο και τους διάβασε ένα απόσπασμα που παρουσιάζει τον Ιησού σαν οροσειρά, απ’ τους κρατήρες της οποίας εκλύονται αέρια αμμωνιακής συσ τάσεως − της ίδιας ακριβώς συστάσεως που αποκτά και το τυρί σαπίζοντας! Το Μουσείο Νταλί μοιάζει με τέμενος Αγαρηνών διαστημανθρώπων, αν το κοιτάξεις από διαστη-
Νικ Μπήτνικ
μόπλοιο. Με τείχη άπαρτα, πολεμίστρες απόρθητες και απροσπέλαστους πυργίσκους με αλαζονικές σημαίες. Σπούκυ αγάλματα αγίων υπερασπίζονται την αινιγματική του πύλη, τεράστια χρυσά αυγά κλωσιούνται στους πυργίσκους του από αόρατες Στυμ φαλίες Όρνιθες. Μαντόνες. Πόρνες. Πριμαντόνες. Παρθένες Μαρίες. Άγιοι Αντώνιοι. Βδελυροί καρδινάλιοι σε υποδέχονται ακατάδεκτα. Μυρμήγκια. Μυρμήγκια. Μυρμήγκια. Αμέτρητα πλαστικά μυρμήγκια. Συ σ τήματα κατόπτρων πολλαπλασιάζουν την εντύπωση, δημιουργώντας άπειρα είδωλα μυρμηγκιών, σε άπειρες διαστάσεις... Μια μαύρη Ρολλς Ρόυς παρκαρισμένη στο πάτιο. Σπασμένο παρμπρίζ, από σφαίρα ή από πέτρα. Οδηγός με καπέλο και λιβρέα. Δυο καλοντυμένοι επιβάτες στο πίσω κάθισμα, που δεν καλοφαίνονται τα πρόσωπά τους. Ο Νταλί κι η Γκαλά; Ο «θείος» κι η «θεία»; Αλυσοδεμένοι φοίνικες ανεμοδέρνονται καθρεφτισμένοι στον γυαλιστερό κατάμαυρο ουρανό της λιμουζίνας. Γυάλινες θάλασσες ιπτάμενες. Γοργογόνατες γοργόνες γοργοθάνατες. Μπελμόντε; Μανολέττε; Ντομινγκουίν; Έκπτωτοι άγγελοι κεντούν με τις ρομφαίες τους διαπλανητικούς σοδομιστές, σαν πικαδόρες σ’ εξωγήινες ταυρομαχίες. Ανταλλαγή ρόλων μεταξύ αντικειμένων και υποκειμένων. Κυβισμός και «παρανοϊκοκριτική». Αναδομημένες προσωπικότητες. Ο Αβραάμ Λίνκολ σε παζλ τρισθεόρατο. Μόνα Λίζα; Μέριλυν; Κάποια εταίρα του Πικάσο; Φράνκο; Χίτλερ; Στάλιν; Λένιν; Κένεντυ; Κάποιος Ρωμαίος Αυτο κράτωρ; Πόντιοι Πιλάτοι; Γολγοθάδες; Εσταυρωμέ νοι; Βαραββάδες; Ακόμα κι αν δεν έχει ζωγραφίσει κάποιους απ’ αυτούς, φεύγεις με την εντύπωση ότι τους έχει... Άμορφες μορφές, που μορφοποιούνται μόνον αν τις κοιτάξεις απ’ την κλειδαρότρυπα. Ή από παραμορφωτικό φακό. Ή από απόσταση και μισοκλείνοντας τα μάτια. Ζωγραφική με πίξελ πλαστικής μπογιάς, πολύ πριν την τεχνολογία της Πληροφορικής. Τίποτα δεν είναι απλό μαζί του. Ναρκισσιστής; Σαδομαζοχιστής; Ανθρωποφάγος; Κοπροφάγος; Υποστήριζε με πάθος πως, για να κατανοήσεις κάτι, έπρεπε πρώτα να το φας − φέρνοντας για παράδειγμα τη βρώση της όστιας και την πόση του κρασιού, κατά τη Μετάληψη. «Λάβετε φάγετε, τούτον εστί το σώμα Μου. Πίετε εξ’ αυτού πάντες, τούτον εστί το αίμα Μου.» Πώς να τον αντικρούσεις; Αμφιλεγόμενος. Είρων. Δέκτης ειρωνικών σχολίων. Παλιάτσος. Έμπορας. Αδιάφορος. Αντιπαθής. Γε λοίος. Διεστραμμένος. Σεξιστής. Αρρωστημένος πανηδονιστής για κάποιους − αδιάφορος για σεξ κάθε μορφής κι ανέραστος, για κάποιους άλλους. Ο Μέγας Αυνανιστής. Φασίστας; Φρανκικός; Χιτλερικός; Αναρχικός; Για όλα κατηγορήθηκε. Ένας παρείσακτος, παντού. Οι Σουρεαλιστές τον δίκασαν και τον απάλλαξαν, λόγω αμφιβολιών. Κι ύστερα, τους δίκασε και τους καταδίκασε αυτός, λόγω και έργω... Εκ πεποιθήσεως άναρχος, με αυστηρές, όμως, και συντηρητικές αρχές. Παγανιστής; Καθολικός; Ψυχολάτρης; Ανιμιστής; Ιη σουίτης; Αγνωστικιστής; Άθεος; Θρησκόληπτος; Θεομπαίχτης; Τόσο αντιφατικός, που το «όχι» του και το «ναι» του, σήμαιναν και τα δύο «σίγουρα» ή και τα δύο «αποκλείεται» − ανάλογα τη διάθεσή του. Στοιχειωμένος απ’ την γκουβερνάντα των παιδικών του χρόνων κι αιώνια ερωτευμένος με την −κατά δήλωσή του− ανά-
61
62
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
πηρη προσωπικότητά του. Με δεκανίκι την Γκαλά του. Ένας αυτοπυροβολημένος τοξικομανής του χρήματος; Αυτοεικονογραφημένος Εσταυρωμένος σε ολόχρυσο σταυρό, στην Κόλαση του Δάντη; Ένας μεγαλοφυής ψυχοπαθής, απ’ όπου κι αν το δεις... Κωμικοτραγικά μεγαλοπρεπής μες στη βαθειά παράνοιά του’.] Ξωπίσω του, μιλιούνια τα πλαστικά μυρμήγκια του! Μεταφέρουν μια παλέτα από βρώμιο μπέηκον στην πλάτη. Ο Νταλί με πιάνει απ’ τον γιακά και κολλάει το πρόσωπό του στο δικό μου: το τρελλό του μάτι καρφώνει πρόκα σε τοίχο − το κερωμένο μουσ τακάκι του μαστιγώνει τον αέρα με οξύτατο ήχο. Με ρωτάει απειλητικά −μάλλον στα καταλανικά− αν μπορεί να ζωγραφίσει το πορτραίτο μου. Του απαν τάω καταφατικά −ας μην ξέρω καταλανικά− μ’ ένα μουδιασμένο «Σι, σενιόρ Νταλί», ενώ μέσα μου ανα ρωτιέμαι ψυχαναγκαστικά αν πρόφερα σωστά τ’ όνομά του. Μήπως ήταν σωστότερο το «Θι, θενιόρ Νταλί»; Ή «Θι, θείε Νταλί»; Ή μήπως σκέτο «Σι, σενιόρ»; Ή να ’πρεπε να τον προσφωνήσω «Μαιτρ»; Κάθομαι στη λεκάνη προβληματισμένος, και ποζάρω. Πώς να τον προσφωνώ, τελικά; Και πού μου κρύβονται η Αθανασία κι η Αγάπη; Τα μυρμήγκια −εντελώς απρο βλημάτιστα για την τύχη της Αθανασίας μου και της Αγάπης μου, και παντελώς αδιάφορα για το πώς θα προσφωνώ εγώ τον Δημιουργό τους− στήνουν έναν καμβά από χαρτί υγείας στον τοίχο, και το πινέλο του «θείου» παίρνει φωτιά. Τα μυρμήγκια με περιεργάζονται με άγριες διαθέσεις. Εγώ προσπαθώ να παραμείνω ψύχραιμος κι ακίνητος. Οι σαπουνάδες φού σκωσαν, γέμισε το λουτρό πομφόλυγες. Ο Νταλί βάζει την τελευταία πινελιά του στο πορτραίτο μου. Το υπογράφει, το φυσάει να στεγνώσει και μου το παραδίδει υποκλινόμενος με κραυγαλέα επισημότητα. Ποιος είν’ αυτός ο εξωγήινος με τις δυο μύτες και τα τρία μάτια, που φοράει για γραβάτα μια κρεμάλα; Εγώ; Αποκλείεται! Ο τύπος, μιλάμε, έχει άυλο δέρμα! Ένα χιονισμένο αλσύλλιο για μαλλί! Δυο μενίρ για μύτες! Τρία ψάρια για μάτια! Φυτικά ζιζάνια φυτρωμένα στα βλέφαρα! Ξύλινα δεκανίκια να υποβοη θούν το σκοτεινό, σακάτικο χαμόγελό του! Ρυτίδες ζωγραφισμένες σαν ρίζες! Τρέχω μ’ αγωνία στον καθρέφτη και κοιτάζομαι: το δέρμα μου είναι στη θέση του· το μαλλί μου, έχει μεν γκριζάρει στους κροτάφους, αλλά είναι καλοχτενισμένο όπως πάντα· η μύτη μου, εξακολουθεί να είναι μία· τα μάτια μου, δύο· το χαμόγελό μου είναι φωτεινό κι αρτιμελές − ούτε κατά διάνοια σακάτικο· όσο για τις ρυτίδες μου, είναι εκεί που ήταν κι εξακολουθούν να μου προσδίδουν γοητεία... Και δεν φοράω σχεδόν ποτέ γραβάτα. [‘Την κρεμάλα, πάντως, την νιώθω γύρω απ’ τον λαιμό μου απ’ όταν γεννήθηκα, για να ’μαι ειλικρινής...’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα.] Ή ο «θείος» με ζωγράφισε λάθος ή ο σουρεαλισμός δεν μου πάει καθόλου. Ή πρέπει να βάλω τα κλάματα ή πρέπει να βάλω τα γέλια... Βάζοντας τα γέλια, πήρα ένα ξυράφι απ’ την εταζέρα, έκανα το πορτραίτο μου κουρέλια και το σκόρπισα στους τέσσερις ανέμους που φυσούσαν απ’ τον εξαεριστήρα. Ο Νταλί, τα ’χασε... Σαν να δέχ τηκε ράπισμα! Του ’φυγε όλη η γυαλάδα και θάμπωσε. [‘−
Νικ Μπήτνικ
σαν βαμμένο νύχι μετά από οξυζενάρισμα· σαν καθρέφτης που νότισε από φτάρνισμα...’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα.] Μαζεύει τα συμπράγκαλά του συντετριμμένος, υποκλίνεται στους τέσσερις ανέμους κλαίγοντας σχεδόν, μου γυρνά την πλάτη και εξαϋλώνεται με παφλασμό, αφήνοντας τα «μαλα κά» ρολόγια του κρεμασμένα στις ρυτίδες μου. Τυριά που λειώνουν και χύνονται στις παρειές μου σαν μέλια· κλαυσίγελοι Χριστούληδες που ξέσπασαν σε κλάματα απ’ τα γέλια... Τα μυρμήγκια πάνε κι έρχον ται στους ωροδείκτες, στους λεπτοδείκτες, στους δευτερολεπτοδείκτες. Ζαλώνονται τις ώρες μου, τα λεπτά μου, τα δευτερόλεπτά μου... Πάνε να τα καβατζάρουν στις μυρμηγκοφωλιές τους· να τ’ αποθησαυρίσουν στις απορροές των υδάτων, στις σκοτεινές αποχετεύσεις και στις δαιδαλώδεις σωληνώσεις. Κλεμμένος χρόνος... [‘Να ’ναι χρόνος που έκλεψα, ή χρόνος που μου ’κλεψαν;’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα.] Καμήλες. Ιππεύω τις ασημοκέντητες καμπούρες τους. Ολισθαίνω σε κυλιόμενες σκάλες μαρμάρινες. Κατεβαίνω παραισθητικά σκαλιά απροσμέτρητα... Νεφελώδεις καμάρες ομόκεντρες, μ’ οδηγούν προς το πάλκο. Πίσω μου, ο Σερζ αγκαλιάζει την Τζαίην. Την χαϊδεύει τρυφερά. «Je t’ aime...» της τραγουδά ~ «Moi, non plus!» του απαντά εκείνη και τραβιέται. Το κολιέ της έσπασε με κρότο! Μαργαριταρένιες χάντρες αμέτρητες, κάτω απ’ τις παντόφλες μου. Με τσουλάνε στ’ αφρισμένο πάλκο. Τεράστιο μικρόφωνο του ’50, δυο δίδυμα κοντραμπάσα, τρομπέτα, πιάνο με ουρά, τύμπανα. Τα πιατίνια ιπτάμενοι δίσκοι, τα κοντραμπάσα ιβίσκοι, μίσχοι τα δοξάρια, ασπρόμαυρα οστάρια τα πλήκτρα, η μπάντα τζα μάρει. What A Wonderfull World. [‘Ο Λιούις Άρμσ τρονγκ δεν έχει στόμα, οι δίδυμοι κοντραμπασίστες −ένας λευκός κι ένας μαύρος− δεν έχουν ούτε πρόσω πα ούτε δάχτυλα, στο πιάνο ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι κι ο Μπορίς Βιάν −à quatre mains− και τα τύμπανα ρολάρουν μόνα τους’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα.] Ο Μάρλον Μπράντο κι η Μαρία Σνάιντερ χορεύουν στον αφρό. Το Τελευταίο Τανγκό Στο Παρί σι; Ο Αφρός Των Ημερών; Τεχνικοί ήχου, φωτογράφοι, μακιγιέρ, προβολείς, μικρόφωνα. Σκηνή Νούμερο Μηδέν. Κλακέτα. Ο Γκοντάρ [‘−με λυτή γραβάτα και τσαλακωμένη φάτσα−’ συμπληρώστε εδώ, Κύριε Δείνα] κινηματογραφεί πίσω από μία τεραστίων δια στάσεων κάμερα. Νουβέλ βαγκ σκηνές από μια ασπρόμαυρη Ντίσνεϋλαντ. [‘Γελαστά ζωάκια, καλόκαρδα τέρατα, δάση απέραντα’ συμπληρώστε εδώ, Κύ ριε Δείνα. ‘Σεκόιες, δηλητηριώδεις κισσοί, φτέρες... Ο Ντέιβιντ Άλλεν. Γκονγκ, ιπτάμενες τσαγιέρες. Παλάτια στον αφρό, μονόκεροι, σταυροφόροι, Γαλάτες... Πειρατές με χαντζάρες στα δόντια, φοίνικες ανεμοδέρνονται, σαιξπηρική τρικυμία, νήσοι θησαυρών ανεξερεύνητες, στοιχειωμένες γαλέρες ακυβέρνητες. Καουμπό ηδες καλπάζουν σε άτια ινδιάνικα. Ξωπίσω τους Ινδι άνοι με Γουίντσεστερ. Δρυίδες με καλοσυνάτα προσωπεία και πολύ κακές προθέσεις. Χύτρες, κουτάλες, μουσούδες ποντικιών, μυαλά πιθήκων, ελιξίρια... Μάγισσες ολούθε, σε λογιών λογιών ολοζώντανα σκουπόξυλα. Ξωτικά, καλικάντζαροι, γίγαντες, νάνοι και μονόφθαλμοι δράκοντες. Νυχτερίδες, μαύρες γάτες και μικυ-
63
64
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
μάους χάροντες.’] Να κι ο Ναθάνιελ Χώθορν. Μ’ ένα φτερό και μια ίσκα στο χέρι. Καθισμένος απόμερα, σ’ ένα σεκρεταίρ με επτά αετώματα. [Τι γυρεύει στο Παρίσι ο Χώθορν, Κύριε Δείνα;] Ακούγεται ο ήχος της ίσκας κι ένα «τσαφ»... Ο Χώθορν γράφει με το φτερό Το Ολοκαύτωμα Της Γης. Οι φλόγες γλείφουν το στερέωμα, τα πεφταστέρια πήρανε φωτιά. Κατρακυλούν ουρλιάζοντας. Ο γαλαξίας καψαλίστηκε, σταμάτησε η γη να περιστρέφεται. Μια τεράστια φωτιά φουντώνει στο κέντρο του αφρισμένου πάλκου. Όλος ο ανθρώπινος πολιτισμός, στάχτη κι αποκαΐδια που λικνίζονται... Η Αγάπη −κάτω απ’ τη μύτη μου κρυβόταν όσην ώρα την αναζητούσα− με σπρώ χνει ύπουλα στο φλεγόμενο πάλκο. Ένα τσιγγάνικο βιολί στριγκλίζει κι ένα ερωτικό τανγκό αρχίζει. Μολονότι ντρέπομαι για τις παντόφλες μου αλλά ούτε και το τανγκό ήταν ποτέ το φόρτε μου, αρχίζω να χορεύω σόλο, συνεχίζοντας ν’ αναζητώ την Αθανασία στις στοιχειωμένες δοξαριές του βιολιού και στ’ αδέξια βήματα του χορού. Στροβιλίζομαι στων ματιών της Αγάπης το παγοδρόμιο. Οι παντόφλες μου της χαράζουν το βλέμμα, το γεμίζουν ρυτίδες. Κι η Αγάπη ρίχνει το κουκούλι, βγάζει φτερά πεταλούδας πολύχρωμα και μεταμορφώνεται σε Αθανασία. [Κύριε Δείνα, τι όνειρο!] Φτερουγίζουνε κι οι δυο μακριά μου, εγώ ξυπνάω απότομα, κι οι παντόφλες μου συνεχίζουν να χορεύουν μόνες τους. Στο Παρίσι μεσημέριασε. Ξύπνησα;
ΨΑΛΜΟΣ VII. Χίλια δυο χρόνια αργότερα, κοιτάζεις το ρολόι σου Δεν πέρασε ούτε πεντάλεπτο; Είναι εξόφθαλμα προφανές Έχεις βρεθεί σε μαύρη τρύπα του παρισινού λυκόφωτος Ο χρόνος έχει ανώμαλη διάρκεια Ο χώρος, αλλόκοτες συντεταγμένες Ζουρλάθηκε ο Θολός Θεός σου; Μα, ναι Ζουρλάθηκε για τα καλά Τον βλέπεις, αλλόφρονα, να ποδοβολεί στις όχθες Να ποδοπατεί αψίδες και θριάμβους και κτήρια αρ νουβό Να γαζώνει το Λούβρο με το μυδράλιο Καταιγισμός πυρών, σκοτείνιασε ο ουρανός απ’ τις σφαίρες Λεγεώνες ερπετών Τέρατα λαξεμένα στις μετώπες των μεσαιωνικών κτηρίων Χίμαιρες Υπερασπίζονται μέχρις εσχάτων τις πορθημένες όχθες τους
Νικ Μπήτνικ
Από την τρομερή οργή ενός Θολού Θεού Που εσύ κουβάλησες στην πόλη τους Κι άρχισε να τρέμει το στερέωμα Κι ανοίξανε οι αντεργκράουντ ουρανοί όλων των λέξεων Που έγραψες, ή που δεν κατάφερες ποτέ να γράψεις Kι αρχίσανε να βρέχουνε μπανιέρες με σκαλιστά ποδάρια Κι οι τουρίστες να τσιρίζουν και να τρέχουν να κρυφτούν Οι γέφυρες να ταλαντεύονται βιαίως, να γκρεμίζονται Τα βουλεβάρτα να γίνονται μαλλιά κουβάρια Κι είδες τον Οβελίσκο της Βαστίλης Να πλαταίνει να πλαταίνει Kαι να μεταμορφώνεται σε Ιερή Καρδιά Κι είδες την Ιερή Καρδιά Ν’ ανασηκώνεται στις μύτες των ποδιών της Nα λεπταίνει να λεπταίνει Kαι να μεταμορφώνεται σε Οβελίσκο της Βαστίλης Κι ο Πύργος του Άιφελ απογειώνεται και αναστρέφεται Έρχεται με ταχύτητα και μπήγεται σαν σύριγγα Στη φλέβα του αιφνιδιασμένου Παρισιού Και πήδαγε το αίμα σαν πετρέλαιο σε πετρελαιοπηγή Χυνόταν σαν τσιμέντο στα θεμέλια κτηρίου Κι όπως το ρούφαγε ο Σηκουάνας, ερχότανε και πέτρωνε Και δυο αροντισμάν πιο κει, ίπταται ένα διαστημόπλοιο Πιλότος, ο Θολός Θεός σου Το ηφαιστειακό νέφος εισχωρεί στους κινητήρες Το διαστημόπλοιο ρετάρει βήχοντας μαύρους καπνούς Συντρίφτηκε στην Ποντ Αλεξάντρ Έκρηξη τρισεκατομμυρίων μεγατόνων Ο Θολός Θεός σου αγγελοκρούεται Στα χρυσοποίκιλτα γεφύρια Στα βρωμερά παλάτια των κλοσάρ Κάτω απ’ τα τόξα, ξεψυχά Ρόγχοι, οιμωγές Βογκητά Ο Θολός Θεός σου αφήνει τη στερνή πνοή Του Στο μουσείο Πομπιντού Παραισθησιογόνα μανιτάρια καπνού φύτρωσαν παντού Φλέγεται τ’ ανάποδο Παρίσι τού επέκεινα, απ’ άκρη σ’ άκρη Η Παναγία των Παρισίων, το Μουσείο του Λούβρου Η Νίκη της Σαμοθράκης Η Μπελβίλλ, τα Ηλύσια Πεδία, το Καρτιέ Λατέν Το Σεν Ζερμαίν ντε Πρε, το Μιουζέ ντ’ Ορσέ
65
66
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Το Εκόλ Μιλιταίρ, το Καμπαρέ Βολταίρ Οι ουρανοξύστες και το τρύπιο κτήριο στην Ντεφάνς Η ελληνορωμαϊκή Σορβόννη, τα μουσουλμανικά προάστια Το τζαμί, το Οτέλ ντε Παρί Ο Οβελίσκος, η Αψίδα του Θριάμβου Η Μαντλέν Η Αγάπη Η Αθανασία Το Κοιμητήριο Περ Λασαίζ κι η Ιερά Καρδία...
Από τη συλλογή: Νικ Μπήτνικ, Στο Παρίσι με τον Τζιμ Μόρρισον, Αθήνα 2017, Τυφλόμυγα
Άννα Νικολούδη
Άννα Νικολούδη Ο προτζέκτορας
Σ
ου είπε να κάτσεις σε αυτήν την καρέκλα που κοιτά απέναντι στον τοίχο και τον υπάκουσες. Μπροστά σου ένα μικρό τραπεζάκι και πάνω του ένας προτζέκτορας, τον οποίο άνοιξε και μετά έκλεισε τα φώτα. Θα κάνεις ό,τι σου πει, αυτό έχετε συμφωνήσει. Ξαφνικά ακούγεται κλάμα μωρού, οπότε εσύ παίρνεις μπρος, έχεις μισοκλείσει τα μάτια κι οι λέξεις βγαίνουν σαν βρισιές από το στόμα σου και πετάγονται στο πανί απέναντι σαν βρωμιές, σαν κουτσουλιές πουλιού. Πρέπει να απαλλαγείς οριστικά από αυτές δεν υπάρχει άλλος τρόπος, έτσι σου είπε, και μόνο τότε θα εξαφανιστούν τα αποτρόπαια αυτά σημάδια από το πρόσωπό σου. Το μωρό δεν σταματά να κλαίει, τσιρίζει σχεδόν, αυτός το γνωρίζει αυτό από παλιά, κι όλο και ανεβάζει την ένταση, κι όλο φωνάζεις πια εσύ τις λέξεις, το πανί έχει γεμίσει σάλια, τσιρίζεις σαν το μωρό που ακούγεται, έχεις βραχνιάσει, τις φτύνεις τις λέξεις, το πανί έχει γεμίσει βλέννες πηχτές, πνίγεσαι, το πανί γεμίζει εμετό, δεν μπορείς να σταματήσεις, ξερνάς κι εκτοξεύεις λέξεις βολίδες, ώσπου ξαφνικά όλα παύουν, μόνο η ανάσα σου ακούγεται. Μόνο η ανάσα σου ακούγεται. Ώσπου δεν ακούγεται.
Μια μέρα
Γ
εμίζω και ξαναγεμίζω το ποτήρι μου με το δικό του κρασί. Κι αυτός κάθεται έτσι ξαπλωμένος, έτσι χλωμός, έτσι διάφανος, έτσι πεθαμένος. Μια μέρα σαν τις άλλες. Αυτό θέλω να είναι. Το αγαπημένο του καρό πουκάμισο θα του φορέσω. Και το τζιν παντελόνι, το ξεβαμμένο, το παλιό, που είχε σκιστεί στον καβάλο, τότε που προσπαθούσε να δαμάσει εκείνο το άλογο. Μπότες μαύρες που θα γυαλίσω και κάλτσες ζεστές. Μελανιάζουν τα πόδια από το κρύο. Λεμόνι στα μαλλιά να κοκαλώσουν και τίποτα άλλο. Ο Στηβ μου ζήτησε να του επιτρέψω να παίξει ένα κομμάτι στην κιθάρα, εκεί πάνω απ΄ τον τάφο. Ναι, του είπα, να παίξεις. Έτσι κι αλλιώς, εμείς κι εμείς θα είμαστε. Δεν θέλω πολύ κόσμο. Μια μέρα σαν τις άλλες. Ότι θα μεσημεριάζει. Καλύτερα με ήλιο σκέφτηκα. Έτσι, σκέφτηκα, θα διψάσουμε μετά και θα πάμε για μπίρες. Όχι για φαΐ και κλάψα. Θα παίξει ο Στηβ κιθάρα και φύγαμε για μπίρες… Πρώτη δημοσίευση
67
68
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Δέσποινα Χαραλαμπίδη Ψωμί, ζαμπόν, τυρί
Τ
υπική κουζίνα, μια γυναίκα με σπαστά καστανά μαλλιά και γυαλιά – ένας κοκάλινος σκελετός που στους βραχίονές του αριστερά και δεξιά έχουν φυτρώσει λουλούδια. Ετοιμάζει τοστ: ψωμί, ζαμπόν, τυρί. Το βάζει στην τοστιέρα ενώ παράλληλα σιγοτραγουδάει παρέα μ’ ένα ξεχασμένο ραδιόφωνο. Λίγα λεπτά αργότερα κτυπάει το κουδούνι. Είναι ένας κύριος με πολύ αυστηρό βλέμμα γύρω στα πενήντα πέντε με μαλλιά μόνο γύρω από τα αυτιά και αφρό ξυρίσματος στην περιοχή της γενειάδας. «Τι θέλετε;» τον ρωτάει. «Είμαι ο επιθεωρητής του τοστ. Ήρθα να επιθεωρήσω πώς φτιάχνετε τα τοστ». Με βιαστικές κινήσεις, και πριν προλάβει να αντιδράσει η γυναίκα, πηγαίνει στην τοστιέρα. Τα τακούνια του τραντάζουν τα πλακάκια. «Το περίμενα» καγχάζει. «Το τυρί έχει χυθεί έξω από το ψωμί και το ζαμπόν είναι στραβά βαλμένο. Και τι αηδία είναι αυτά τα γυαλιά που φοράτε; Δώστε τα μου αμέσως». Με μια κίνηση της αρπάζει τα γυαλιά και τα πετάει στο πάτωμα. Με τα λίθινα τακούνια του θρυμματίζει τα γυαλιά και με τις μύτες των παπουτσιών του πατάει τα λουλούδια σαν να είναι κατσαρίδες. «Συλλαμβάνεστε» φωνάζει. Η γυναίκα βγάζει την τοστιέρα από την πρίζα και τον ακολουθεί με μειωμένη όραση. Η τιμωρία, μετά τη σύλληψή της, είναι να τον παντρευτεί. Η μουσική έχει σταματήσει.
Κοιλιά υδρόγειος
Ν
ότιος πόλος, θάλασσα Μπελλινγκσχάουζεν, θάλασσα Γούντελ και θάλασσα Ρος. Εγώ ζηλεύω και αυτή το ξέρει ότι ζηλεύω. Που δεν μπορώ να κυοφορήσω. Που είναι η μόνη ουσιαστικά που είχε το παιδί μας στα σπλάχνα της. Που το τάιζε από τον ομφάλιο λώρο – εγώ μόνο μπορούσα να αγγίζω το παιδί με ενδιάμεσο τη σάρκα της. Όταν το μωρό κουνιόταν εμφανιζόταν ένα δαχτυλάκι στο Ριάντ της Σαουδικής Αραβίας. Μετά από λίγο ένα άλλο δάχτυλο εμφανιζόταν στην Ντουάλα του Καμερούν. Όταν το μωρό έριχνε κλωτσιά με το ένα πόδι στην πόλη Λάβερτον της Αυστραλίας και με το άλλο στο Σεντάι της Ιαπωνίας, εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να κάθομαι δίπλα της και να της χαϊδεύω την κοιλιά. Κι αυτή αναστέναζε. Γιατί αναστέναζε; Όταν έσπασαν τα νερά τρέξαμε στο μαιευτήριο να γεννήσουμε. Να γεννήσει. Βγήκαν ωκεανοί από μέσα της, ο Ατλαντικός, ο Ινδικός, ο Ειρηνικός… Και τα παιδί μας. Το κεφάλι του, στον νότιο πόλο, να σπάσει τους πάγους. Το είδα πρώτος. Ζαρωμένο και κόκκινο, έτοιμο να ζεσταθεί και να ταξιδέψει στα χαμόγελα και στα δάκρυά μας. Πρώτη δημοσίευση
Ειρήνη Γρηγοριάδου
Ειρήνη Γρηγοριάδου Αυτοβιογραφικό σημείωμα
Γ
εννήθηκα στο φως, όμως το σκοτάδι διευκολύνει τη σκέψη. Έτσι μεγαλώνοντας σκέφτομαι περισσότερο, αλλά χάνω το φως. Έπαψα να γεννιέμαι πια, είμαι συνέχεια ο ίδιος άνθρωπος. Μεγάλωσα περιμένοντας να ζήσω σαν ενήλικος. Θυσίασα την παιδική μου ηλικία στην αναμονή. Τα όνειρά μας, μας εγκαταλείπουν. Ένα ένα. Η ενηλικίωση είναι μια βίαιη πράξη. Καταστολή, σωφρονισμός και χειραγώγηση. Η αστυνόμευση των αισθήσεων παραμονεύει. Ευτυχώς ήμουν ανυπάκουη. Κι έτσι μπόρεσα να ζήσω ανακαλύπτοντας σιγά σιγά τον εαυτό μου και τους άλλους απ’ την αρχή. Δεν χωράει ορθογραφία εδώ. Ούτε συντακτικό. Ντοσιέ με το βιογραφικό, σεμινάρια, διαλέξεις και άρθρα, power point, ομιλίες και συνέδρια. Τα μόνιμα αξεσουάρ μιας μόδας επαγγελματικής. Δεν είμαστε μόνοι. Ούτε και αθώοι. Είμαστε τα γέλια και οι αναστεναγμοί των άλλων. Ας ξεκινήσουμε από το μηδέν. Το μηδέν παίρνει ό,τι περιεχόμενο του δώσουμε. Και χωράει τα πάντα. Πρώτη δημοσίευση
69
70
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Έλσα Παντοπούλου Η επιγραφή
Η
πόλη θυμίζει Θεσσαλονίκη. Ατμόσφαιρα γιορτής επικρατεί στον δρόμο. Σαν καρναβάλι που δεν θα βγει ποτέ εκτός ελέγχου. Σαν υπερβολική διασκέδαση βεβιασμένη, σαν τεχνητή. Υστερία! Έχει μια υστερία η ατμόσφαιρα, και του προκαλεί άγχος. Προσπαθεί να εντοπίσει την παγίδα, ενώ ίχνη απόμακρης συνείδησης παρεισφρέουν στο όνειρο κάπως επικριτικά. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μια ομάδα περαστικών τον παρασύρει σ’ ένα ταβερνείο. Ίσως δεν είναι κακή ιδέα. Βλέπει τη φωτεινή επιγραφή και περνά το κατώφλι. Σε κλάσματα χρόνου αποκωδικοποιεί τι διάβασε: ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΕΙΟ, αλλά η πόρτα πίσω του κλείνει.
Dub Fire
Τ
ζαμέικα. Πειρατικό ταξί κατευθύνεται παραλιακά από Μοντέγκο-μπέι προς Κίνγκστον. Οδηγός, ντόπιος ρασταφάρι. Στο πίσω κάθισμα δύο επιβάτες. Λευκή είκοσι πέντε χρονών, μακριά μαλλιά πλεγμένα χαλαρή κοτσίδα στο πλάι – φόρεμα μίνι πλεκτό καλοκαιρινό, και λευκός άντρας σαράντα πέντε, ίσως και πάνω, απλώνει τη ράχη πίσω –πουκάμισο ανοιχτό– μοιάζει να κοιμάται. Στο κασετόφωνο ακούγεται το DUB FIRE του Lee Perry. Η εξάτμιση του αλκοόλ στο κεφάλι, του αλκοόλ στο κεφάλι, του αλκοόλ, στο… κάνει περισσότερη φασαρία, περισσότερη κι απ’ την αγριοφωνάρα του Lee Perry, φοβερότερη κι από τη χαλασμένη εξάτμιση του ρασταφάρι. Αυτό του χρειάζεται: μια πρόσθετη εξάτμιση στο κεφάλι, προσθετική συστήματος ρομποτικής για μετουσίωση αλκοόλης… Για να προλάβει τη Μέρι. Γιατί η Μέρι τρέχει με χίλια. Η Μέρι είναι οβίδα που κάνει σε μία μέρα ογδόντα γύρους του κόσμου κι όλο χαμογελάει, όπως τώρα, λες και καταλαβαίνει κάθε αστείο εν τη γενέσει, ως σπέρμα σκέψης που μόλις σου έχει αγγίξει τις συνάψεις. Κι ενώ κυλιούνται δυο εικοσιτετράωρα στις παραλίες κι έχει ξεράσει ο ίδιος αντίστοιχες φορές, η Μέρι, λες, ξύπνησε μόλις τώρα μέσα σ’ αφράτα υφάσματα μεταξωτά. Λες και κοιμήθηκε σε πουπουλένιο στρώμα κρεβατιού η Μέρι, και τα χηνόπουλα είχαν γεννήσει επτά φορές, τέτοια προδιαγραφή έχει η επιδερμίδα της Αφροδίτης, της Μέρι, Αφροδίτης δικής του, που τον κοιτά σα να κατάλαβε κι αυτό το γαμημένο αστείο… Πρώτη δημοσίευση
Αναστάσιος Καλαβάνος
Αναστάσιος Καλαβάνος Ἀλεξανδρινή Ἔπαρσις Οἱ νύχτες οἱ θερινές εἶχαν ἕναν ἄκρατον αἰσθησιασμόν. Ἴσως ὀφειλόταν στήν βασιλεία τῆς κραταιᾶς Ἴσιδας. Ἴσως ὀφειλόταν στήν ξηρότητα τῆς ἐποχῆς. Δέν μποροῦσα νά ἀντισταθῶ στόν πειρασμό, τίς νύχτες νά ξεγλιστρήσω στά σοκάκια τῆς πόλης. Νά χαθῶ στούς ἐμπορικούς δρόμους μέ τίς μυρωδιές τῶν μπαχαρικῶν, τῶν ἀρωμάτων τῆς ἀνατολῆς, τό λιβάνι, τόν κέδρο καί τά σμύρνα. Νά ἀκούσω τό θρόϊσμα τῶν φύλλων ἀπό τίς λεμονιές. Νά μυρίσω τούς πανσέδες, τά κρίνα καί τό ἄρωμα τῆς πάνσεπτης ἐλιᾶς. Νά θαυμάσω τήν ἀρχιτεκτονική τῆς πόλης τῆς λαμπρῆς μέ τά πολλά τά ἀγάλματα θεῶν καί ἀνδρῶν ἐπιφανῶν. Οἱ σκιές τῶν προσώπων τους νά τρεμοπαίζουν κάτω ἀπό τό ἄστρο τῆς Ἴσιδας τό χλωμό. Ἐφηβικές ὁρμές καί θεϊκές ἐκλάμψεις νά ἀνταμώνονται στίς πτυχές τῶν σφριγηλῶν μαρμάρινων κορμιῶν. Νά κατηφορίσω στίς ὄχθες τῆς μεγάλης ἑλληνικῆς θάλασσας καί νά δῶ νά καθρεπτίζεται τό ἀστρόφωτο πρόσωπο τῆς κερασφόρου θεᾶς, τῆς ὁποίας τό πέπλο κανείς ἀπό τό γένος τῶν θνητῶν δέν εἶχε τύχη θεϊκή νά τό δεῖ. Ὅλα αὐτά δέν ἦταν παρά μία Ἔπαρσις Ἀλεξανδρινή. Πρώτη δημοσίευση
71
72
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Αικατερίνη Αλυσανδράτου Παραδεισένιοι τόποι Έμεναν σε δεντρόσπιτα, χόρευαν με τον άνεμο στους ήχους μιας οκτάβας. Όργωνε ο ήλιος τ’ απέραντα λιβάδια τους, ακόμη και μετά το δειλινό παρέμενε η φλόγα της ζωντάνιας. Τα πρόσωπα τους έλαμπαν στου ποταμού την όχθη. Στα δάκρυα τους άνθιζαν τα κυκλάμινα. Φαίνεται πως κοιμήθηκα και πήρα λάθος δρόμο. Το μονοπάτι μ’ έβγαλε σε τόπους παραδείσου.
Μ’ αγγελικές φτερούγες Κραδαίνουν οι επιστροφές στου πηγαδιού τα βάθη. Η νύχτα ξεδιπλώθηκε, άστραψε το μελτέμι. Το κυπαρίσσι ψήλωσε, αχνοφωτίζουν στάλες. Η δύναμη του σπόρου στο ραγισμένο ρόδι γέννησε προσδοκίες. Τα νυχτοπούλια λούφαξαν. Διάφανο πεδίο, ολόλευκες φιγούρες, ψαλμοί ολονυχτίας. Οι ταξιδιώτες γύρισαν μ’ αγγελικές φτερούγες.
Αικατερίνη Αλυσανδράτου
Μια συναυλία Συνομιλούνε τα πουλιά. Σονάτα σε ρε μείζονα, βιολί και πιάνο σ’ απόλυτη αντίστιξη. Κατάπια όλες τις σκέψεις μου, λείανα και τις σιωπές, έγινα η σκιά μου. Βρέθηκα στον κήπο της Εδέμ κι απόλαυσα μια συναυλία με σολίστ αείφθογγα κοτσύφια.
Χαϊκού Στον ουρανό μου το ηλιοβασίλεμα· κύκλου τελεία. Ο χρόνος φεύγει σ’ όνειρα ψεύτικα· λάμπουν οι μνήμες. Ροδοπέταλα χορεύουν στον αέρα έρωτας καίει. Σε σκληρό βράχο αφίχθηκε άνθρωπος· θρύψαλα πέτρας Κίτρινα φύλλα σε τροχιά κατιούσα· άστραψε ήλιος. Δύσκολος δρόμος, άνοιξα διέξοδο· έτριξε αντίο. Από τη συλλογή: Αικατερίνη Αλυσανδράτου, Καρπερός Κύκλος, Αθήνα 2018, Οσελότος
73
74
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Ελευθερία Παραγιουδάκη Ορφανοτροφείο ανήλικων γερόντων
Μ
ια αυτοσχέδια βακτηρία χτυπούσε ρυθμικά, μαρμάρινα βήματα μετρώντας: Ταπ... ταπ... ταπ ταπ... Ταπ... ταπ... ταπ ταπ... Μισοκρυμμένος πίσω απ’ τον τοίχο, ο νεαρός υποστηριζόμενος με κάλεσε να τον βοηθήσω στο τελευταίο σκαλοπάτι. «Σίμωσε, κοπελιά μου, γιάντα δε με καλοβοηθά η κατσούνα». Πλησίασα το –σαν σε προσκυνητάρι– ζωγραφισμένο από τη ζωή πρόσωπο, με ρυτίδες, ωραία κεντίδια και δύο μάτια λίμνες γαλάζιες, άπατες! Στάθηκε μπροστά μου κι όλο απορία με ρώτησε: «’ντα θες, απατή σου, στο σπίτι με τα ’ρφανά;» Πρώτη φορά συναντούσα τον εκφραστικό γέροντα στον Οίκο Ευγηρίας που ζούσε η μητέρα μου τους τελευταίους μήνες. «Ήρθα να δω τη μητέρα μου» εξηγούσα, καθώς τον συνόδευα προς τον θάλαμο που μου υπέδειξε με την κατσούνα. «Πώς σας λένε;» ρώτησα τη ζωντανή αγιογραφία που συνόδευα. «Ηρακλή» απάντησε χωρίς περιστροφές «και πάω εδά να σκοτώσω την Ύδρα!» «Το νησί;» τον ρώτησα κρυφογελώντας. «Τη Λερναία, μαθές! Να! Θα στέκω μπροστά στο καρφίχτη και θα τση μιλιώ, θα τση μιλιώ, ίσαμε να τηνε καταφέρω!» «Και πώς θα την καταφέρετε να πεθάνει μόνο με την κουβέντα;» αρπάχτηκα για να του λύσω τη γλώσσα. «Όφου, κοπελιά μου, κι είσαι μικιό. Άνε τση ξιστορίσω τσι πόνους και τσι καημούς μου, θα ποθάνει! Κατέεις εδά, κοτζάμ Ηρακλή, απατή μου, και εκαταφέρανέ με. Μόνο, απατή σου, γλάκα μακριά, μη σαν ανιστορώ τζη ξυπνήσουνε οι δαιμόνοι και μακελέψουσί σε. Σάλευγε, κοπελιά μου, και τσι κρατώ με το ζόρε». Μ’ έσπρωξε μαλακά με την κατσούνα και μπήκε στον θάλαμο, κλείνοντας την πόρτα με θόρυβο, σαν να σφράγιζε την πύλη του Άδη. Λίγο αργότερα στο δωμάτιο της μάνας μου, εξιστορώντας της το συναπάντημά μου με τον αξιαγάπητο γέροντα, πήρα την πιο πικρή κι αληθινή απάντηση: «Μα, κοπελιά μου, εδώ που με φέρατε, τι θαρρείς πως είναι; Ορφανοτροφείο ανηλίκων γερόντων είναι!» είπε και χαμήλωσε το κεφάλι... Το επόμενο πρωί με βρήκε ξάγρυπνη σε υγρό μαξιλάρι. Όλη νύχτα μιλούσα με τσι δαιμόνους του μπάρμπα Ηρακλή. Μα σάμπως το ξημέρωμα, καθώς ανασήκωσε το φως της σκοτεινιάς τον πέπλο, σε κάποιον αναγνώρισα έναν μεγάλο φόβο μου κι άλλος μύριζε νυχτερινό μου εφιάλτη! Ξαμόλησε ο γέροντας τους δαίμονές του στο κατόπι μου! Η ψυχή του κόσμου (anima mundi) γεννά τους εφιάλτες μας στ’ απόσκια των ονείρων, στου ασυνείδητου τη χώρα. Πρώτη φορά δεν κράτησα υπόσχεση. Όσο κι αν το προσπάθησα εκείνο το βράδυ, δεν σκότωσα την Ύδρα!
Ελευθερία Παραγιουδάκη
Ο μπιστικός μου
Έ
χω έναν φίλο μπιστικό, ταξιδευτή. Συχνά στις συναντήσεις μας, κουβαλούσε, μια τα σωθικά του σκαριού του, ολόκληρο μηχανοστάσιο θαρρώ, άλλοτε την κουβέρτα με τα τάγκια και το χύμα φορτίο, κι άλλες φορές μού μιλούσε από τη γέφυρα αγναντεύοντας τη θολούρα που χωρίζει ουρανό από θάλασσα ή μήπως, άραγε, ενώνει σε μία αγκαλιά τα δυο γαλάζια; Και κάποτε στις βόρειες του Σέλαος κουρτίνες, παιχνιδιάρες και ανήσυχες, δεσμώτης, χαρίζει ατέλειωτες ώρες ενατένισης. Πάντα σκεφτικός! Του καραβιού του μόχτος ή του μυαλού του τρικυμία; Πάντα ανυπόμονος! Κανένα της στεριάς αναπαυτήριο δεν βόλεψε του βαποριού το ταρακούνημα! Συνήθειο το ’χουν οι ναυτικοί να μποτζάρουν ξέμπαρκοι και, συχνά πυκνά, να ναυαγούν. Σαν να ’ναι ξέρα η στεριά. Ανεξερεύνητη, απρόβλεπτη και επικίνδυνη. Σ’ αντίθεση της αιώνιας ερωμένης τους που κι αν πελώρια και πολυκύμαντη, σώμα της γίνονται και την παίρνουν μέσα τους. Επικοινωνούν! Την κοινωνούν! Τεράστιο δισκοπότηρο γαλάζιας μήτρας! Τα μάτια του έχουνε φευγιό, καθώς μιλά για την ησυχία της στεριάς και την ανάγκη για επαφή με φίλους! Σηκώνει γλέντια ή για παρέες μεγάλες σχεδιάζει. Μα στις συναντήσεις, έχει το κορμί γειρτό και στα φρύδια του αλμύρα! Πού και πού, σαν σκηνές από ταξίδια διηγείται, στα βουρκωμένα μάτια του ασπρίζουν κρύσταλλοι αλατιού! Θαρρώ πως στα ποτάμια απ’ τις φλέβες του τρέχει νερό πικρό, αλμυρό! Τη μέρα της επιστροφής ονειρεύεται στα γράμματά του και, σαν πιάσει λιμάνι, το επόμενο μπάρκο ονειρεύεται! Γίνηκε στοιχειό! Που καλογερεύει στης καμπίνας το κελί, με κομποσκοίνι του, στουπιά και ματσακόνι! Με μόνη του έννοια και σκοπό, του βαποριού τη νοημοσύνη ν’ αποδείξει ως οντότητα συνειδητή! Κι αν άψυχο το θεωρούν οι άλλοι, γι’ αυτόν έχει καρδιά και νου! Στα μακρινά ταξίδια του, του κρυφοκουβεντιάζει, και το τεράστιο σκαρί στέλνει στον νου του απόκριση! Μέχρι που η συνείδηση χάνει την αυτοτέλεια κι εκείνος σκαρί γίνεται! Και το σκαρί... εκείνος! Όταν στα μάτια του ανατέλλουν θάλασσες, θαρρώ πως δώδεκα γοργόνες, όλες του Αλέξανδρου αδερφάδες, σε κάλεσμα ερωτικό τον ξεμυαλίζουν. Και χάνεται ο άντρας απ’ τα μάτια μου μπροστά, σ’ ακόλουθο του Ποσειδώνα δίνει θέση κι ο αφρός τον καταπίνει. Στον μπιστικό μου μίλαγα, όπως συχνά το κάνω, κοιτάζοντας τα μάτια μου, άλλος νάρκισσος, στου ποτηριού τον πάτο! Κι είναι γλυκόπιοτο το άτιμο! Κρασί αλμυρό η θάλασσα! Απύθμενη Πατρίδα μου!
Εγώ – Εσύ – Εμείς
Α
στεία ιδέα: Ήθελα τόσο να γνωριστούμε! Μοιραστήκαμε φιλιά, δύσεις και ανατολές. Χορέψαμε στα ίδια βήματα, στον χορό της Αποκριάς.
75
76
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Θυμάσαι; Κοιτάξαμε τη βροχή απ’ το ίδιο τζαμί, με χέρια πλεγμένα. Μιλήσαμε εκστατικοί για ιστορία και φιλοσοφία – κι οι δυο αγαπούμε τον Επίκουρο. Μοιραστήκαμε φύλλα της ίδιας εφημερίδας και φάγαμε από τον ίδιο χαλβά της Κυριακής. Λάσπωσα τα πόδια μου στον κήπο και λέρωσα τις παντόφλες σου. Θυμάσαι; Στην αγκαλιά σου έγειρα ιδρωμένη απ’ τον νυχτερινό εφιάλτη. Ήθελα τόσο να γνωριστούμε. Ήμουνα σίγουρη πως είμαστε από την ίδια ουσία. Θυμάσαι που τρύπησε το δάχτυλό μου η βελόνα του ραψίματος και έγλειψες το αίμα; Σε ρώτησα απορημένη αν σιχαίνεσαι, και είπες με φυσικότητα: «Αίμα μου είσαι!» Το δέρμα, θαρρούσα. Μόνο το δέρμα μάς κρατάει χώρια. Και τι είναι το δέρμα; Μια λεπτή κρούστα που διαρρηγνύεται κάθε φορά που κάνουμε έρωτα. Μα σε ζούσα καθημερινά, στο αίμα μου, σαν πυρετό, σαν εμμονή, σαν κατάληψη! Αυτή είναι η σωστή λέξη: Κατάληψη! Η σκέψη, η αίσθηση, η ανάμνησή σου με κατέλαβε. Ανόητα μικρά ανθρωπάκια που νομίζουμε πως είμαστε αυθύπαρκτοι. Χαμένοι στον έρωτα; Σίγουρα χαμένοι! Και τότε η ανάσα σου έγινε ανάσα μου. Ο ύπνος σου, δικός μου, και το δέρμα μου φόρεσε τα ρούχα σου κατάσαρκα. Βγήκα στον κόσμο ντυμένη... εσένα! Μύριζα εσένα, μιλούσα εσένα, έβλεπα ΕΣΕΝΑ! Ο καθρέφτης! Τι περίεργη αντανάκλαση... Αυτή η αδυσώπητη, ψυχρή επιφάνεια, που αντανακλά την αλήθεια μας. Εκεί είδα το τέλος. Ήταν εκείνο το πρωί, μετά την τελευταία μας βραδιά. Έριξα νερό στο πρόσωπό σου όπως πάντα και με κοίταξα. Δεν ήσουν εκεί. Δεν ήμουν εκεί. Κοίταξα και ξανακοίταξα επίμονα. Δεν έβλεπα κανέναν! Μικρές σταγόνες αίμα, κατακόκκινο αίμα, έτρεξαν από τα μάτια μου. Με δυσκολία ξεκόλλησα το δέρμα από το πρόσωπό μου. Το κοίταξα μία τελευταία φορά. Τα χαρακτηριστικά σου αναλλοίωτα, χαμογελούσαν μέσα στις χούφτες μου. Το δίπλωσα σαν τελευταία δύση, στα δύο. Στα τέσσερα. Στα οκτώ. Το παράχωσα προσεκτικά στο πίσω μέρος της καρδιάς. Εκεί δεν θα το βρει κανείς. Έπειτα, έκανα σφυριά τις χούφτες μου και επιτέθηκα στον καθρέφτη. Γέμισε ο νιπτήρας γυάλινα κομμάτια και το κενό πολλαπλασιάστηκε. Ζευγάρια! Χιλιάδες ζευγάρια άρχισαν να στροβιλίζονται πάνω στον σπασμένο καθρέφτη. Ανήσυχη έψαχνα να σε βρω. Ήθελα τόσο να γνωριστούμε! Σε έσφιξα πάνω στις φλέβες μου, πάνω στην καρδιά μου. Στα κομματάκια του καθρέφτη. Το δέρμα υποχώρησε. Επιτέλους ξεφορτώθηκα ό,τι μας χώριζε. Πουθενά! Άδεια μέρα! Πέρασε στα ψιλά των εφημερίδων η αυτοκτονία μου. Δεν αφορούσε την κρίση ούτε το προσφυγικό. Δεν είχε να πληροφορήσει για τα νέα μέτρα ή το ασφαλιστικό. Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να ’χει μια γνωριμία; Κι ας είναι η πιο σημαντική. Αυτή με τον εαυτό μας! Αστεία ιδέα... Κι ήθελα τόσο να γνωριστούμε! Από τη συλλογή: Ελευθερία Παραγιουδάκη, VITRIOL Αθήνα 2017, Οσελότος
Στάθης Β. Βλαχάκος
Στάθης Β. Βλαχάκος Ευτυχώς γύρισα και σήμερα
Γ
ια πολλοστή φορά, άπλωσα τα σχέδιά μου στο τραπέζι, για να είναι εύπεπτα και κατανοητά. Ήθελα τόσο πολύ να του αποκαλύψω με λεπτομέρειες την επόμενη αναχώρηση, που δεν κρατιόμουν. Λίγο ακόμα και θα έμενα ακίνητος στην καρέκλα μέχρι αύριο το απόγευμα. Νωρίς το πρωί ξανάβαλα τα αθλητικά μου και ξεκίνησα την πρωινή μου προπόνηση. Άνοιξα με άγχος την εξώπορτα μήπως είχαμε καμιά νέα συνάντηση, αλλά ο δρόμος ήταν άδειος και φάνταζε στα μάτια μου σαν κουλουάρ ολυμπιακού σταδίου. Έτρεχα μόνος, σκέφτηκα αμέσως πως μάλλον θα είναι πιασμένοι οι δύο χθεσινοί δρομείς κι ένα σατανικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη μου. Σήμερα έτρεχα πολύ καλύτερα και οι παλμοί μου ήταν φυσιολογικά ανεβασμένοι. Στην πρώτη στροφή προς τη Στάρκολμ Στριτ, που έχει βαθμό δυσκολίας τέσσερα λόγω της ανηφορίτσας, ένιωσα έναν αέρα και πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται… «Καλημέρα, συνάδερφε, καλό τρέξιμο». Ήταν οι δύο δρομείς, που έγιναν καπνός. «Αυτοί δεν το απολαμβάνουν», σκέφτηκα αμέσως, «έτσι που πάνε, θα τιναχτεί μια μέρα στον αέρα η καρδούλα τους και πηγαίνοντας στο πεζοδρόμιο όπου πρωτοσυναντηθήκαμε, θα αφήσω μερικά λουλούδια στη μνήμη τους και θα ψελλίσω με κακία: “Σήμερα δεν έχει τρέξιμο;”». Δεν πρόλαβα να τελειώσω τη σκέψη μου και άκουσα έναν τρομακτικό θόρυβο σαν ποδοβολητά αλόγων που έρχονταν καταπάνω μου. Γύρισα και είδα σε απόσταση αναπνοής τρεις ποδηλάτες. Μόλις πρόλαβα να κάνω ένα σάλτο για να τους αποφύγω. «Βρε ζώοοο, εδώ είναι ποδηλατοδρόμος, στραβάδι γέρο, ξύπνα, που θέλεις και γυμναστική! Γύρνα στο τσάι σου». Κάθισα σ’ ένα παγκάκι και έβλεπα από μακριά πόσο ωραίος φαίνεται το πρωί ο λόφος Μπανκοστία. Περίμενα μήπως και ξαναεμφανιστούν οι ποδηλάτες, είχα ρίξει στο πεζοδρόμιο αρκετά μισοσαπισμένα φύλλα, σίγουρα δεν ήταν τσαγιού. Πόσο ήθελα να δω τη σκηνή της πτώσης, θα έτρεχα πάνω τους σακατεμένοι όπως θα ήταν και θα τους ρωτούσα ευγενικά μήπως θα θέλανε ένα φλιτζάνι καυτό τσάι να συνέλθουν λίγο. Είναι και καταπραϋντικό! Αντ’ αυτού όμως γλίστρησε ένα παιδάκι που έκανε σκέιτ, ευτυχώς δεν
77
78
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
έπαθε τίποτα. Αμέσως πήρα μια πεταμένη εφημερίδα και τα σκούπισα όλα στην εντέλεια. Μόλις τελείωσα, ξανάκουσα τα ποδοβολητά και το… «Πάλι αυτός ο κωλόγερος στα πόδια μας. Σπίτι δεν έχεις, ρε μπάρμπα; Κάνε στην άκρη, επιτέλους». Μα γιατί ο Θεός είναι τόσο άδικος; Δεν λέω, πρέπει να βάζει δοκιμασίες στους καλούς για να σιγουρευτεί πως είναι καλοί, και όχι faux, αλλά άφησε τα φύλλα στη θέση τους και μη ρίχνεις πάνω τους ένα παιδάκι. Άσε πρώτα να περάσουν οι ποδηλάτες και μετά το παιδάκι. Υπάρχουν και οι προτεραιότητες, Θεέ μου. Με τι κουράγιο τώρα θα πάω να σου ανάψω κερί; Είμαι θυμωμένος μαζί σου, να το ξέρεις. Ούτε καφέ ήπια και η διάθεσή μου στα τάρταρα. Γύρισα περπατώντας στο σπίτι και έπεσα σαν σακί στο κρεβάτι, έτσι όπως ήμουν με τα αθλητικά μου. Πήδησε πάνω μου ο «Ου γαρ» και νιαούριζε συνεχώς με τεντωμένη την ουρά. Κατέβηκε με εκείνο το σάλτο του που μοιάζει ελατήριο, στάθηκε στην πόρτα του μπάνιου και νιαούριζε. Δεν πιστεύω να έχει πιάσει κάνα ποντικό, θα φάει έξωση και αυτός και ο ποντικός. Έλεος πια, καλά δεν ήμουν στην ησυχία μου; Κατοικίδια και βλακείες, σιγά την παρέα. Αν δεν κοιμάται, κάτι μασουλάει, άσε τώρα κατοικίδια και σαχλαμάρες. Άνοιξα αργά την πόρτα να δω το σιχαμένο θέαμα, και τι να δω. Έτρεχε σταγόνα σταγόνα το ρουμπινέτο, με αργό ρυθμό, αλλά έτρεχε. «Το αγόρι μου, ο πιο έξυπνος γάτος του κόσμου, τι θα έκανα εγώ χωρίς εσένα; Θεόσταλτος είσαι, ρε συ “Ου γαρ”, η εξυπνάδα σου πράγματι δεν έχει όρια. Έλα εδώ στον μπαμπά, να σου δώσω κροκετούλες». Ούτε που με κοίταξε, μάλλον θυμωμένος μπήκε στο χώμα του, τα έκανε, πάντα χωρίς να με κοιτάει, τα σκέπασε και ξάπλωσε στο χαλάκι του. Τον χάιδεψα τρυφερά, όμως δεν αντέδρασε καθόλου. Τι παλιοεγωιστές είναι οι γάτοι, εντάξει, έκανα μια λάθος εκτίμηση, πρέπει να μου κρατάει μούτρα; Όταν μασούλαγε τον ποντικό του εγώ τι έπρεπε να κάνω, να μην του μιλάω για μια εβδομάδα; Εκεί φαίνεται το επίπεδο, και έκλεισα το κεφάλαιο «παρεξήγηση». Έψαξα τον υδραυλικό και ύστερα από δεκάδες κλήσεις, μου απάντησε με αυστηρό ύφος καθηγητή πανεπιστημίου πως για τόσο μικρές βλάβες δεν έχει άμεσο ραντεβού και θα με βάλει σε λίστα αναμονής. Συμφώνησα, ας μπορούσα να κάνω κι αλλιώς. Σε αυτόν και στον ωριλά μου στέκομαι σούζα, που λένε. Έσφιξα ακόμα περισσότερο το λάστιχο στο ρουμπινέτο χωρίς αποτέλεσμα, μπορεί να του έκανα μεγαλύτερη βλάβη. Έβαλα μια λεκάνη από κάτω, τουλάχιστον να μην αρχίσω τα σφουγγαρίσματα, λύνοντας εν μέρει το πρόβλημα γιατί η λεκάνη περισσότερο με κάδο έμοιαζε παρά με κοινή λεκάνη. Ανοίγοντας τα παράθυρα για να κάνει ρεύμα και να στεγνώσουν τα πατώματα πιο γρήγορα, ο «Ου γαρ» έριξε μια δρασκελιά και πήδησε στον
Στάθης Β. Βλαχάκος
ακάλυπτο. Δευτερόλεπτα αργότερα άρχισε να νιαουρίζει σπαρακτικά. Προσπαθούσε να αναρριχηθεί στον τοίχο για να επιστρέψει στη σιγουριά. Κατέβηκα να τον μαζέψω, αλλά τρομαγμένος όπως ήταν με γρατζούνισε πολύ, άρχισαν να τρέχουν αίματα, στη θέα τους αγρίεψε και μέχρι να τον φέρω επάνω, έμοιαζα με πληγωμένο φαντάρο που γυρίζει από το μέτωπο. Ξανάρχισα τις σκέψεις περί κατοικίδιων. Όταν μπήκε ο Ντιέγκο, τα έχασε που με είδε έτσι. «Τι έγινε, πέρασε η Μαρία Πία από δω; Χα, χα, τι έπαθες, τι συνέβη, γιατί είσαι σ’ αυτό το χάλι;» «Όταν οι δικοί σου βγάζουν νύχια, φαντάσου ο κόσμος τι κάνει. Γελάμε, αλλά φοβάμαι μήπως πάθω καμιά μόλυνση και καθηλωθώ για μέρες, και δεν είμαστε τώρα για τέτοια. Πονάω και έχουν πρηστεί οι πληγές. Εντάξει, θα περάσουν. Τι θα πιεις; Θες να το συνοδέψεις με κάτι;» «Δεν θέλω τίποτα απολύτως, έχω τόση αγωνία που το μόνο που θέλω είναι να σε ακούσω και να καταλάβω τι έχεις σκαρώσει στο μυαλό σου». «Ξεκινώντας, θα ήθελα να σου πω πως χάρηκα όταν μου έλεγε η γυναίκα σου: “Πώς τον έκανες να κυκλοφορεί στο σπίτι με τα Νέα της Αστρονομίας παραμάσχαλα;” Σημαίνει πως είσαι στον σωστό δρόμο ολοένα και περισσότερο. Να μπω κατευθείαν στο θέμα;» «Σε ακούω». «Λοιπόν, εν αρχή ήτο το χάος. Τι σου λέει αυτή η πρόταση;» «Πως όλα ήταν ένα χάος και στην πορεία της ανθρωπότητας τακτοποιήθηκαν σχεδόν τα πάντα ικανοποιητικά, βρήκαν τους ρυθμούς τους και η συνέχεια ήταν η αναμενόμενη. Πάντα έπειτα από ένα χάος, έρχεται η τάξη και η εύρυθμη λειτουργία που φροντίζουν οι πεφωτισμένοι ηγέτες». «Είμαστε σε καλό δρόμο λοιπόν. Φαντάσου το χάος σαν μια μικρή λίμνη χωρίς βυθό, να κάθεσαι στις όχθες της, να πετάς ένα βότσαλο, ένα ογκώδες αντικείμενο και να χάνεται στα βάθη χωρίς ν’ αφήνει οποιοδήποτε ίχνος, κι ας είναι αβαθή τα νερά στις όχθες. Να προσπαθείς να διακρίνεις την αμμουδιά και στη θέση της να υπάρχει το άπειρο. Μια σπηλιά δίχως τέλος, το απόλυτο κενό, μαύρο, τρομακτικό, με δέος. Σκέψου ένα τούνελ που χάνεται σε θολό σκούρο τοπίο. Αυτό χαρακτηρίζει το χάος. Το άπειρο, το μεγαλειώδες, το φανταστικό, ένα οχυρό ασάφειας. »Και αν βουτήξει κανείς μέσα του; Θα χαθεί; Θα το τολμήσει; Θα δείξει σωφροσύνη και θα αναδυθεί αμέσως; Κλείσε το στόμα και άκουσέ με. Οι χάννοι δεν έχουν λόγο σε κάτι τέτοιο, χα, χα». «Μιλάς για το χάος με την έννοια του χάους;» «Ακριβώς γι’ αυτό μιλάω, για το χάος, που σε αυτό το μεγαλείο του θα βουτήξω με μια ατμοσφαιρική ανάσα και θα χαθώ πρόσκαιρα στα έγκατά του». «Έχω μείνει άναυδος, είσαι ο ορισμός της ευφυούς φαντασίας, σε φα-
79
80
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
ντάζομαι μ’ αυτή την αστρική σκιά σου, να σκίζεις τα σκοτάδια και η φωτεινή ουρά σου να δείχνει τον δρόμο…» «Σε σένα!» Έμεινε αρκετή ώρα με το στόμα ανοιχτό, τεντωμένα τα χέρια, γουρλωμένα τα μάτια σαν εξόφθαλμος πιερότος. Φοβήθηκα πως ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος του είχε μόλις χτυπήσει την πόρτα. Τον σκούντησα λίγο και… έπεσε από την καρέκλα σαν σακί. Ακίνητος, χωρίς να βγάλει άχνα. «Θεέ μου, πέθανε», σκέφτηκα. «Ποιος ακούει τη γυναίκα του τώρα, υστερίες, φωνές και τέτοιες καταστάσεις, τι να της εξηγήσω, πως πήγε χαρούμενος τουλάχιστον στο παρά πέντε που θα πραγματοποιούσε ένα άπιαστο γι’ αυτόν όνειρο; Τι κρίμα, δεν άντεξε, το είχα καταλάβει πως έχει κάποιο θέμα με την καρδιά του, αλλά ποτέ δεν νόμισα πως θα την πάθουμε έτσι. Ήταν καλός άνθρωπος, σωστός οικογενειάρχης και πάνω απ’ όλα φίλος». «Πού είμαι, γιατί με χτύπησες, Μπασίλιο; Πονάει το δεξί μου μπράτσο, ευτυχώς με ηρέμησε εκείνο το γαλάζιο φως». «Παλιόφιλε, επανήλθες! Σακατεμένος λιγάκι από την πτώση, αλλά επανήλθες. Όσον αφορά το γαλάζιο φως, ή είναι η εξώπορτα του θανάτου ή τμήμα από το Βόρειο Σέλας ή φλεβικό αίμα που έκανε βόλτα στο κρανίο σου. Ό,τι και να είναι, γύρισες, φίλε μου, σε αρκετά καλή κατάσταση. Το πόσο τρόμαξα, δεν λέγεται. Ακόμα δεν το πιστεύω πως είσαι ζωντανός». «Δεν θυμάμαι τίποτα απ’ αυτά που συζητούσαμε, απολύτως τίποτα, ένα χάος στο μυαλό μου». «Αν σου πω, θα ξαναπέσεις κάτω;» «Πρέπει να κάνω επειγόντως εργαστηριακές εξετάσεις και να πάω σε γιατρό, τώρα μπορεί να τη γλίτωσα, αλλά την επόμενη δεν ξέρω. Κάτι έντονα συγκινησιακό πρέπει ν’ άκουσα, γιατί η καρδιά μου ακόμα φτερουγίζει». «Χάος. Για να σε δω. Όλα καλά;» «Ναι, ρε συ Μπασίλιο, αμάν πια με το χάος σου, καλά είμαι». «Χ-Α-Ο-Σ, εντάξει; Πίσσα σκοτάδι, κατηφοριά στα έγκατα της γης και η εξαϋλωμένη οπτασία ΜΑΣ να βυθίζεται σε αυτό το ατέρμονο μονοπάτι. Είσαι κοντά, θες να συνεχίσω; Αν όχι, έχω και άλλη εναλλακτική λύση. Να πετάξουμε μαζί αυτή τη φορά. Όχι, όχι, ηρέμησε, γι’ αστείο το είπα, αλλά το είπα». «Είμαι λίγο μπερδεμένος από το χτύπημα, αλλά καλώς νομίζω αυτό που νομίζω;» «Ναι, φίλε μου αγαπημένε, σου κάνω επίσημη πρόταση να γίνουμε συνταξιδιώτες στο όνειρο, να καταλάβουμε σαν ιχνηλάτες μια νέα διάσταση, να συμπορευτούμε στο άγνωστο, να αλληλοκαλύψουμε τις αδυναμίες μας και να τρυπήσουμε διάνα το μήλο που έχουμε πάνω στο κεφάλι μας. Όλο αυτόν τον καιρό μελετώ τον τρόπο που πρέπει να επιχειρήσουμε ασφαλώς και μεθοδικά. »Αν νομίζεις πως θέλεις να ζήσεις –λέμε τώρα– αυτή τη φανταστική
Στάθης Β. Βλαχάκος
εξαΰλωση, πρέπει να καθίσεις με ηρεμία να δεις πρωτίστως αν το αντέχεις ψυχολογικά, γιατί όλα αρχίζουν με το που ξαπλώνεις στο κρεβάτι. Δεν είναι απονεύρωση σε οδοντιατρείο, αφήνεις το σώμα σου έκθετο και επιχειρείς σαν κομάντο στο άγνωστο. Είναι δύσκολη απόφαση, σίγουρα ένα τεράστιο ερωτηματικό, που κανείς δεν μπορεί να σε βοηθήσει, πρέπει εσύ να το σκεφτείς σε νιρβάνα και απλώς να μου ανακοινώσεις την όποια απόφασή σου. »Θα ήθελα να ξέρω σε δύο μέρες το πολύ, γιατί αν έχουμε κοινή απόδραση, πρέπει να σου αναλύσω το σχέδιο και τους μηχανισμούς ασφάλειας και λειτουργίας από ειδικό μηχάνημα που πρέπει να αγοράσω. Είναι ο πιο πανάκριβος ατμοσφαιρικός επιταχυντής με διπλές διόδους, αυτόματους αναλυτές και παράλληλα κανάλια προώθησης, όμως μόνο αυτός θα μας καλύψει. Θα διαθέσω σχεδόν όλη τη σύνταξή μου, μα αξίζει τον κόπο. Λοιπόν, περιμένω μια απάντησή σου. Όχι τώρα, αλλά σύντομα». «Κάτσε λίγο να συνέλθω απ’ το σοκ. Θυμάμαι πως όταν ξεκίνησες τις μελέτες σου για τις αναχωρήσεις, νόμιζα πως απλώς θες να μ’ εντυπωσιάσεις με τα μεταφυσικά ζογκλερικά σου. Δεν θα ξεχάσω τις λεκτικές κόντρες που κάναμε με δύσκολες λέξεις γραμμένες σε σκονάκι, για να δείξουμε ο ένας στον άλλον ποιος έχει βαθύτερη μόρφωση. »Το επόμενο στάδιο ήταν να γίνω ο προσωπικός σου ελεγκτής εναέριας συμπαντικής κυκλοφορίας, καθώς και ο συντηρητής του σώματός σου. Άντε πάλι στο σπίτι να διαβάζω τη νύχτα διάφορα βιβλία, επιστημονικά περιοδικά και να παρακολουθώ ταινίες σχετικές με το όλο θέμα. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη αναχώρησή σου, που μαζί με τη δική σου καρδιά χτύπαγε δυνατότερα η δική μου, κι αν ο ιδρώτας στο μέτωπό σου φάνταζε ρυάκια, ο δικός μου ορμητικά ποτάμια. »Φίλε μου καλέ, νιώθω πως μαζί στήσαμε όλο αυτό και μαζί να το προχωρήσουμε. Σχεδίασε εσύ το πρόγραμμα και εγώ ακολουθώ. Πώς λέγαμε και γελάγαμε; Πιστό σκυλί ο μικρός Ντιέγκο. Είμαι έτοιμος να πράξουμε το ακατανόητο». «Αυτή η μικρή αγκαλιά μου δεν χωρά τον φίλο μου και τα σχέδιά μας. Εμείς, αγοράκι μου, δεν έχουμε όρια, όταν μικροί παίζαμε τους Μικρούς Εξερευνητές, οι άλλοι παίζανε μπίλιες. Οι άλλοι τα έχασαν στην μπίλια του καζίνο, εμείς θα εξερευνήσουμε το ανεξήγητο χωρίς να το εξηγήσουμε σε κανέναν. Η γη πια δεν μας χωράει, ο Δάμων και ο Φιντίας θα δώσουν τη θέση τους στον Δαίδαλο και τον Ίκαρο κι αυτοί με τη σειρά τους στον Κύκνο και τον Βέγα». «Καλά θυμάμαι πως εγώ θα είμαι ο φωτεινότερος αστερισμός». «Διαβασμένο σε βρίσκω· εγώ με τη σειρά μου ο ομορφότερος! Χα, χα, μήπως ξέχασα να σου πω να μην τα βάζεις μαζί μου; Λέω τώρα εγώ». «Αν δεις, απ’ όλα τα παπιοειδή ο ομορφότερος είναι μεν ο κύκνος, αλ-
81
82
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
λά ταυτόχρονα και ο πιο επιθετικός, εκεί είναι που την πατάνε και τρώνε σβουριχτή κουπιά από τον ψαρά που μαζεύει την πετονιά». «Δεν αφήνουμε τις κόντρες, μη μας βγουν ξινές, τώρα που είμαστε αγαπημένοι; Τι λες και συ;» «Να οργανωθούμε το συντομότερο και να μη χάνουμε πολύτιμο χρόνο, αυτή η διαφορετική ωριαία απουσία μας θέλει μελέτη. Το σύμπαν, τα άστρα, οι κομήτες και το χάος θέλουν σεβασμό». «Εντάξει, αφεντικό. Να φέρω να πιούμε κάτι για να κάνουμε πρόποση στο Χάος και να φάμε και κάτι, πονάει το στομάχι μου από την πείνα. Ξέρεις τι παθαίνω; Επειδή στο σπίτι υπάρχουν παντού πιατάκια με διάφορες γατοτροφές, η αναδιδόμενη συνεχής μυρωδιά τους μου δημιουργεί αίσθημα πείνας και ταυτόχρονης σιελόρροιας. Τώρα κατάλαβα γιατί πήρα δύο κιλά σε μια βδομάδα, αν και προσέχω και γυμνάζομαι». «Τον θυρεοειδή σου τον έχεις ελέγξει;» «Αμάν πια με την αρρωστοφοβία σου, δεν σε αντέχω. Τον έλεγξα και μου είπαν πως είναι δύο μέτρα και τριακόσια δέκα γραμμάρια, στην ερώτησή τους δε με νόημα και εξυπνάδα: “Να το αφήσω;”, τους ανταπάντησα: “Δεν έχω χρόνο, χρήμα, χέστηκα για το χειρουργείο σας, χάροι, χαμένοι και χαμερπείς, είμαι χαλκέντερος, χαλύβδινος, χολιγουντιανός, χοηφόρος, χλευαστής και χοντρόπετσος,. Όλα από “Χ”. Χα, χα, χα!» Χαιρετηθήκαμε και ανανεώσαμε το ραντεβού μας για αύριο νωρίς το μεσημέρι. Είχαν πάρει όλα τον δρόμο τους, ήμασταν και οι δύο πολύ χαρούμενοι με την απόφασή μας να διεκδικήσουμε από κοινού τις προκλήσεις του Θεού. Στα περισσότερα συγγράμματα δεν αναφέρεται ο ρόλος του Θεού, πόσο σημαντικός είναι και ακόμα περισσότερο πόσο γενναιόδωρος, που μας επιτρέπει να υλοποιούμε τις ανησυχίες μας. Ενώ δεν είμαι και το πρότυπο του καλού χριστιανού, πριν από κάθε αναχώρηση, όπως προανέφερα, ανάβω κερί, ζητώντας Του να μου επιτρέψει και πάλι τη γήινη επιστροφή. Δεν Τον αμφισβήτησα ποτέ, τα μυστικά και η γοητεία που μας ασκεί η επιστήμη, ήταν τα αντικλείδια για το άγνωστο. Η εξαΰλωση και η συνοδευτική εξάχνωση δεν αποτέλεσαν δοκιμή ή έρευνα για τη μεταθανάτια ζωή. Αποτέλεσαν την υλοποίηση χρονοβόρων μελετών και επιστημονικών απλών αναζητήσεων. Περισσότερο έμοιαζε με καρτούν, που ο τρελός επιστήμονας ανάμεσα σε σύννεφα καπνού από τις εκρήξεις των μυστηριωδών υλικών που χρησιμοποιούσε, προσπαθούσε να ολοκληρώσει την πειραματική του μελέτη. Ευτυχώς στην περίπτωσή μου δεν υπάρχουν τέτοιου είδους εκρήξεις, κι έτσι θα πορευτώ. Ασυνείδητα συνειδητοποιημένος και πειραματιστής. Από το μυθιστόρημα: Στάθης Βλαχάκος, Ευτυχώς γύρισα και σήμερα, Αθήνα 2018, Οσελότος
Μηνάς Χαραλαμπίδης
Μηνάς Χαραλαμπίδης Η διπλή ζωή
Ε
δώ και πολύ καιρό ζω δύο ζωές παράλληλες. Και οι δύο έχουν ενδιαφέρον. Δεν τολμώ να το πω σε κανέναν. Ξέρω, είναι αδύνατον να δούνε ή να καταλάβουν τι γίνεται. Οι ζωές μπλέκονται και ταυτόχρονα είναι και χωριστές. Τις απολαμβάνω το ίδιο και τις δύο. Η μία μου δίνει ιδέες για την άλλη. Η μία περιμένει τη συνέχεια της άλλης. Πάντα με μία σειρά, πάντα με υπομονή. Πολλές φορές φτάνω σε αδιέξοδο και αυτό λύνεται με την άλλη ζωή. Ευτυχώς που ζω και τις δύο ζωές, αλλιώς θα είχα τρελαθεί. Βέβαια, μεταξύ μας, η μία από αυτές είναι πιο ελεύθερη. Αφήνω τον εαυτό μου να εμπλακεί σε διάφορες καταστάσεις, έχω γνωρίσει ανθρώπους που ούτε τους φαντάζεστε, έχω γνωρίσει τόπους καταπληκτικούς. Έχω κάνει πράγματα που ντρέπομαι να τα εξομολογηθώ. Ίσως να είμαι λίγο διαφορετικός. Ενώ στην άλλη ζωή είμαι πιο σοβαρός, πιο τακτοποιημένος, σκέφτομαι πιο πολύ, χρησιμοποιώ τη λογική και με γνωρίζουν για καλό άνθρωπο, οικογενειάρχη, σοβαρό. Δεν ξέρω πόσο θα τραβήξει το φαινόμενο. Το τελευταίο διάστημα, η πιο ελεύθερη έκδοση της ζωής μου χάνει χρόνο, χάνει ιδέες, χάνει «φάσεις» και ανησυχώ. Πρέπει να το φροντίσω. Πήρα τις αποφάσεις μου. Από αύριο νέο στρώμα καλύτερο, αναπαυτικό, και περισσότερος ύπνος. Όχι ύπνο στον καναπέ, ίσως να σώσω τη δεύτερη, την πιο ελεύθερη έκδοση της ζωής μου, που ζει, όμως, μόνο στα όνειρά μου. Από τη συλλογή: Μηνάς Χαραλαμπίδης, 50 ΦΛΑΣ στο παρελθόν παρόν μέλλον, Αθήνα 2018, Οσελότος
83
84
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Μαρία Τουλ Το δώρο Η ανθρωπότητα κόρη άσχημη και στα μαλλιά της φίδια ξεκινάει όταν την πνίγουν σύννεφα απειλητικά και δεν διακρίνει ούτε το φεγγάρι τα ρούχα της είναι αφάνταστα κουρελιασμένα τα χέρια της λερά και η φωνή της όταν τραγουδάει φαντάζει σαν χαλασμένο ραδιοσιντί η αιώνια φυλακισμένη η δεινή καπετάνισσα που το καράβι της κλυδωνίζεται ολοένα απ’ τους αδάμαστους τυφώνες είναι όμως προικισμένη με ακατάσχετη φαντασία και περπατάει βλέποντας παντού ανύπαρκτα λαμπερά φώτα τριαντάφυλλα στη στράτα της ρομαντικά και χέρια να αγγίζουν την ομορφιά της σάρκας όλα τα λησμονάει τότε χτίζοντας μαρμάρινα τετραώροφα παλάτια στολισμένα με πίνακες μυθικής αξίας και χορούς εφευρίσκει διασκεδαστικούς μες στην καρδιά της ερήμου ξεκαρδισμένη στα γέλια και χτυπώντας ταμπούρλα γιατί τυφλή είναι και κουφή βιαστική πάντα να ζήσει την ισόβια κάθειρξή της που μεταμορφώνεται σε ξέφρενο γλεντοκόπημα όταν τύφλα πια στο μεθύσι απ’ το δώρο αυτό της φύσης στη γη της τιμωρίας αψηφάει ολότελα την τραγική της μοίρα σαν να φυτρώνουν γύρω της ήλιοι χρυσοί με αρώματα μεθυστικά που την ευφραίνουν.
Μαρία Τουλ
Νεκρή φύση Έφυγες μια πνιγερή νυχτιά με το μαύρο σου άτι για μια χώρα που γυρισμό δεν έχει νεκρό το τηλέφωνό σου Χριστέ μου πόσο υπέφερες στο νοσοκομείο της ατέρμονης φθοράς! εσένα που μονάχα ερωτεύτηκα στο σαραβαλιασμένο σπίτι της καταιγίδας όταν πηδούσαμε αμέριμνα τις φωτιές του αλησμόνητου Αϊ-Γιάννη σου μίλησα τότε για κάτι που σε τάραξε ναι, βαδίσαμε στο ίδιο απαγορευμένο μονοπάτι και τώρα στο νησί των νεκρών γρικώ το ακατάπαυστο μουγκρητό της ανταριασμένης θάλασσας θωρώντας στα όνειρά μου την κιτρινισμένη σου πια σάρκα να την καταβροχθίζουν χιλιάδες αδηφάγα σκουλήκια κι εγώ έρημη και μόνη ανεβαίνω απελπισμένα τα σκαλοπάτια μιας μισόφωτης ζωής που εντελώς τυχαία η παράλογη φύση μου χάρισε.
Βροχή Ψιλοβρέχει μες στο άρρωστο μυαλό μου βροχή μαύρη και ούτε μια εκδικητική αστραπή. Ψιλοβρέχει μες στο φτωχό μυαλό μου βροχή μαύρη είμαι το μοιραίο νυχτοπούλι. Ψιλοβρέχει μες στο ψυχωτικό μυαλό μου βροχή μαύρη την ακούω τη βροχή που στενάζει μες στα λούκια και γεννιέται μια απροσδόκητη ελπίδα. Ψιλοβρέχει μες στο εφήμερο πια μυαλό μου βροχή μαύρη όμως εσύ με ανασταίνεις ακόμη με το χαμόγελό σου δεν έχω και κανέναν άλλον εκτός από σένα...
85
86
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Εκδίκηση Εκεί που ζεις δεν υπάρχει θωπεία βαδίζεις μόνη στην άνυδρη γη και κανείς πλάι σου δεν σε αναστατώνει το μυστικό σου πύργος απόρθητος και οι πόρτες του όλες κλειδαμπαρωμένες πίσσα σκοτάδι στην καρδιά σου το τρυφερό βλαστάρι ξεράθηκε μέσα σου και το ξημέρωμα καθόλου δεν χρυσαυγάζει γιατί ο αληθινός ήλιος πέθανε και η ελπιδοφόρα άνοιξη δεν σου φέρνει τη θεία αρρώστια το νεανικό κορμί σου το αγνοείς το χέρι σου αγγίζει μονάχα τα ντουβάρια της φυλακής σου όμως το φως σιγοκαίει δειλά ανάβει ακόμη το φυματικό φιτίλι τα βελούδινα πεύκα τραγουδούν τον πόνο σου τον κρυφό και το λουλούδι μέσα σου σιγανασαίνει μυροβόλο κοίταξε τα μελόχρωμα μάτια σου μες στον καθρέφτη οι κόρες τους αποτυπώνουν ολόμαυρες τον άλλον οι οπτασίες σου συνεχίζουν να ζουν μέσα σου κι ας είναι διαστρεβλωμένες το πρόσωπο που ονειροφαντάστηκες σκιά ξεχασμένη το πρωί σου φανερώνει την άβυσσο της τραγικής ψυχής σου τι μπορείς να κάνεις για να γλιτώσεις απ’ τη φωτιά που κουφοκαίει τα σωθικά σου; οι κόποι σου χαμένοι και τα ηρεμιστικά στο στόμα σου μονάχα παρηγοριά τούτο το γλυκό ένστιχτο υπάρχει ακόμη πηγή μυστική στην τρυφερή καρδιά σου κεντημένη με ροδοκόκκινη κλωστή και θα πληρώσεις με αγώνες σκληρούς την ολοκληρωτική άρνησή του η τιμωρία της φύσης ξεσπάθωσε ανταριασμένη και η εκδίκησή της θα είναι εξουθενωτική.
Μαρία Τουλ
Μποντλέρ Είσαι ένα όνειρο εφιαλτικό μαγεία στα μάτια σου τα σκοτεινά καπνός που φεύγει ψηλά μες στη νυχτερινή ομίχλη αίνιγμα σαγηνευτικό τον σπόρο σου τον πνευματικό έσπειρες εσύ ο ακόλαστος αστός ο κορεσμένος που αγωνίστηκες για λίγη αναγνώριση και στους δαιδαλώδεις διαδρόμους της ψυχής ταξίδεψες γοργά η εξωτική ομορφιά της μιγάδας σε γέμισε με αστέρευτη ηδονή φρούτο γευστικό της νεκροφιλίας και με την τόλμη σου όλα τα ταμπού ξεμασκάρεψες στο κρεβάτι όμως του πόνου γρήγορα πάγωσες και η σιωπή σου μνήμα χορταριασμένο το ταξίδι σου στη βασανιστική κόλαση τελείωσε πια εφιάλτες του άρρωστου συφιλιδικού μυαλού σου το ανοιχτόχρωμο βλέμμα μου σφαλίζω και σε ονειρεύομαι άγαλμα μαρμάρινο με διαμαντένιο βαρύ στέμμα.
Απόβραδο Έκλεισε η βαθιά πόρτα της σιγουριάς φτερά μελανά φύτρωσαν στα ισχνά πλευρά μου κεφάλι νεκροζώντανου η αρρώστια με βασανίζει πέφτουν τα φύλλα του φθινόπωρου απ’ τα δέντρα τα μαραμένα το δάκρυ κύλησε βουβό αντίο για πάντα μήπως δεν είναι η ζωή μια συναρπαστική ιστορία; Από τη συλλογή: Μαρία Τουλ, Πνευματικός κήπος, Αθήνα 2017, Οσελότος.
87
88
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
Eλένη Λουκά Φλέβες λάμψης Διαδοχικοί κλάδοι λαμπερών φλεβών ραγίζουν το ουράνιο στερέωμα χάνονται μετά στο σκούρο της νυκτερινής θάλασσας απειλητικός ο άνεμος προμηνύει καταιγίδα ο χορός των αστραπόβροντων έχει ήδη αρχίσει και ένας έρωτας τολμηρός ιππότης κυμάτων ψάχνει απάγκιο στην αμμουδιά να φωλιάσει τους τριγμούς του πόθου της δικιάς σου απρόσμενης θύελλας. Από τη συλλογή: Ελένη Θ.Π. Λουκά, Ιχνηλάτες στα μονοπάτια μιας αυγής, Αθήνα 2016, Οσελότος
για το τεύχος 9 συνεργάστηκαν...
για το τεύχος 9 συνεργάστηκαν... Εικαστικοί Parsons Sara Jane • ζει στο Austin του Τέξας στις ΗΠΑ. Είναι ζωγράφος και ιδιαίτερα ασχολείται με τις υδατογραφίες. Δεν ανέπτυξε τις δεξιότητές της στη ζωγραφική και το σχέδιο από την παιδική ηλικία, αλλά έπειτα από ένα ατύχημα που την κατέστησε τετραπληγική. Δημιουργεί τα έργα της κρατώντας το πινέλο με το στόμα. Την εμπνέει η απλή ομορφιά γύρω της, και φτιάχνει πορτρέτα, τοπία, άνθη ή ακόμα και κοχύλια. Έχει εκθέσει δουλειά της στην Καλιφόρνια, στο Τέξας και τώρα για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Είναι μέλος των ακόλουθων καλλιτεχνικών ενώσεων:The Mouth and Foot Painter’s Association, www.mfpausa.com, The American Watercolor Society και Waterloo Watercolor Group. Μπορείτε να δείτε δουλειά της στο Instagram: parsonssarajane.
Κόκκιος Γιώργος • μεγάλωσε στην Αθήνα και ασχολείται με τη φωτογραφία από το 1988. Για τη σχέση του μαζί της ευθύνεται ο Πλάτων Ριβέλλης, που μέσω του Φωτογραφικού Κύκλου τον εισήγαγε σε έναν άλλο φωτογραφικό κόσμο, τον οποίο από τότε δεν έχει σταματήσει να εξερευνά. Επίσης, εργάστηκε για οκτώ χρόνια ως επαγγελματίας φωτογράφος για τον Δήμο της Αθήνας. Έχει κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις.
Μεταφράστρια Χαϊδεμενοπούλου Γεωργία • διδάσκει ιταλικά στη Δημόσια Εκπαίδευση. Είναι υπο-
ψήφια Διδάκτορας του τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας ΑΠΘ, μεταφράστρια λογοτεχνικών έργων και συγγραφέας παραμυθιών. Έργα της, καθώς επίσης και έργα άλλων συγγραφέων που η ίδια μεταφράζει, έχουν βραβευθεί και δημοσιευθεί στην Ελλάδα και στην Ιταλία.
Συγγραφείς Dall’Olio Anna Maria •
γεννήθηκε στην Pescia το 1959. Πτυχιούχος Γλώσσας και Φιλολογίας, γνώστης της γλώσσας εσπεράντο, αφιερώθηκε στην ποίηση και στη δραματουργία. Το 2005 κέρδισε το δεύτερο βραβείο «Hanojo - via Rendevuo», πολιτισμικός διαγωνισμός που διοργανώθηκε από την κυβέρνηση του Βιετνάμ για τη συμπλήρωση 1000 χρόνων του Ανόι (1010-2010). Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «L’acqua opprime» (2016), «Fruttorto sperimentale” (2016), «Latte&Limoni» (2014), «L’Angoscia del Pane» (2010) και «Tabelo» (2006), δράμα σε γλώσσα Εσπεράντο.
Manitta Angelo •
γεννήθηκε στο Καστιλιόνε της Σικελίας το 1955 και σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Κατάνια. Είναι καθηγητής Λυκείου. ‘Ιδρυσε το 2000 το διεθνές περιοδικό Il Convivio και την ομώνυμη Ακαδημία. Έχει γράψει πολλά βιβλία που έχουν δημοσιευθεί, μεταξύ των οποίων και το Bing Bang, που αποτελεί το πιο περίπλοκο ποιητικό του έργο. Είναι ένα έπος που διαχωρίζεται σε 12 βιβλία και 108 ωδές βασισμένο σε πρότυπα κλασικών συγγραφέων, το οποίο ο κριτικός Giorgio Barberi Squarotti
89
90
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
χαρακτηρίζει μοναδικό για την πολυπλοκότητα και την εφευρετικότητά του. Από αυτό το έργο έχουν δημοσιευθεί οι τόμοι: Donne in punta di piedi (1995), La ragazza di Mizpa (1998), Big bang. La luce del tempo (2007), Big bang. Visione di Luce (2008), Orbite d’ellissi. Big Bang – Il sistema solare (2010); Il Mondo dei viventi. Big bang – La Terra (2011), La via dello Zodiaco I (2012), La via dello zodiaco II (2012). Επίσης, έχει στο ενεργητικό του πολυάριθμες δημοσιεύσεις δοκιμίων, πεζογραφημάτων και κείμενων πάνω στην τοπική ιστορία.
Maurer Brina (Claudia Manuela Turco) • γεννήθηκε το 1970 και ζει στην ύπαιθρο
στο Φριούλι. Ποιήτρια, μυθιστοριογράφος, βιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, συμμετέχει στην ανθολογία που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο Italian Poetry και έχει δημοσιεύσει είκοσι βιβλία. Έχει διακριθεί στο «Féile Filíochta International Poetry Competition» το 2002, ενώ με τον Κύκλο του Γκλενν (πεζογράφημα 1660 σελίδων) αναγνωρίστηκε στο πλαίσιο του Βραβείου «Franz Kafka Italia». Σταθερά στοιχεία της ποίησής της, η ανθρώπινη υπόσταση των ζώων και η ζωικότητα του ανθρώπου.
Αλυσανδράτου Αικατερίνη • γεννήθηκε στην Κεφαλονιά. Συμμετείχε στο Εργαστήρι
Δημιουργικής Γραφής του ΕΚΕΒΙ με δάσκαλο τον ποιητή και κριτικό Χ. Βλαβιανό. Κατά καιρούς έχουν δημοσιευθεί πολλά ποιήματά της σ’ εφημερίδες και περιοδικά. Έχει βραβευθεί από το περιοδικό «Κελαινώ». Κυκλοφορούν τρεις ποιητικές της συλλογές από τις εκδόσεις Οσελότος.
Αρματά Ιώ •
γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Σπούδασε Γεωπονική και Δημιουργική Γραφή σε Πανεπιστήμια Βόρεια της Ελλάδας. Προσπαθεί να συνθέσει ένα νέο αφηγηματικό τοπίο όπου το ενδιαφέρον της για την ποίηση και τη μουσική συγκλίνει μέσω των οπτικών τεχνών. Έργο της το βιντεοποίημα με τίτλο «Οδοιπορικό [Travelling]» στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=4vCsMzc09jA
Βλαχάκος Στάθης • γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ιατροχειρουργική Σχολή του Μιλάνου και ειδικεύτηκε στην Ακτινοδιαγνωστική. Εργάζεται ως διευθυντής του Ακτινοδιαγνωστικού Τομέα, στο Τμήμα Μαστού του Κ.Η.Ν. «Ν. ΚΟΥΡΚΟΥΛΟΣ» του νοσοκομείου «Άγιος Σάββας». Έχει αρθρογραφήσει σε διάφορα έντυπα, περιοδικά και ημερήσιο Τύπο, ενώ υπήρξε επίσημος συνεργάτης-ανταποκριτής στην Ιταλία του μουσικού περιοδικού ΤΑR. Επίσης, συγγράφει παιδικά βιβλία, μυθιστορήματα και θεατρικά. Το 2017 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Μικρές Ιστορίες, τα παιδιά διαβάζουν στους μεγάλους», εκδ. Οσελότος.
Γιανναδάκη Γωγώ •
γεννήθηκε το 1991 στο Ηράκλειο Κρήτης. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μετέπειτα μετάφραση στο University of Surrey της Αγγλίας. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο British Council. Δημοσιεύει ποιήματα της στο: gogogiannadaki.com.
Γρηγοριάδου Ειρήνη • γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι φιλόλογος. Ως Ειρήνη Σκούρα δημοσίευσε άρθρα και κριτικές σε εκπαιδευτικά και λογοτεχνικά περιοδικά.
Δημητριάδης Δημήτρης Α. •
γεννήθηκε το 1955 στο Τέμενος Παρανεστίου Δράμας και ζει στη Θεσσαλονίκη. Συνεργάζεται με πολλά περιοδικά κι εφημερίδες («Μανδραγόρας», «Ένεκεν», «Δίοδος», «3η χιλιετία» κ.ά.) και έχει εκδώσει εννιά ποιητικές συλλογές. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Γαλλικά, Ιταλικά και Πολωνικά. Για το έργο του τιμήθηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης και τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος.
για το τεύχος 9 συνεργάστηκαν...
Δραγούνη Βασιλική •
γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχει μεταπτυχιακό στις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές από το Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Εργάζεται στην πολιτική αεροπορία. Ποιήματα και διηγήματά της έχουν βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, έχουν εκδοθεί σε συλλογικές ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά και δημοσιευθεί σε λογοτεχνικές ιστοσελίδες και σε ψηφιακές εκδόσεις. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές.
Εξαρχαίου Κατερίνα • γεννήθηκε το 1979 στο Κάστρο Βοιωτίας, όπου και μεγάλωσε. Η
πρώτη της εκδοτική προσπάθεια έγινε το 1997 με την ποιητική συλλογή «Οι Αισθήσεις του Χώματος που Αγαπώ», ενώ κείμενά της δημοσιεύονται σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες.
Ζέρβας Μιλτιάδης • γεννήθηκε στο Βαθύ της Σάμου. Ασχολείται με την ποίηση από το
1971. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί και διακριθεί σε πολλούς διαγωνισμούς. Ποιητικές συλλογές: Το ελλειπόν θραύσμα, Υπερόριος (2007), Η ηγεμονία των βράχων, Οσελότος (2010), Αφανή ορύγματα, Κέδρος (2015).
Ζούμπος Βασίλης •
γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1978, αλλά μεγάλωσε στη Λαμία. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός και Πολιτική Οικονομία στην Αγγλία, όπου έζησε συνολικά για 9 χρόνια. Έχει εργαστεί ως Πολιτικός Μηχανικός και ως Εκπαιδευτικός στην Ελλάδα και στην Αγγλία. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Η ερημιά του αληθινού» το 2012 στις Εκδόσεις ΗΡΙΔΑΝΟΣ. Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά ποίησης.
Καλαβάνος Αναστάσιος • γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε πληροφορική και εργά-
ζεται ως εκπαιδευτικός. Τα ενδιαφέροντά του είναι η Ιστορία, η Μουσική, η Γλωσσολογία και η επιστημονική φαντασία. Έχει δημοσιεύσει κάποια άρθρα ιστορικού περιεχομένου σε περιοδικά και εφημερίδες.
Κατραφύλλιας Μάκης • γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η μουσική, το γρά-
ψιμο και η φωτογραφία είναι οι ανάσες του. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: Διά Δύο – Γαβριηλίδης 2013 και Ασκητική του Φθινοπώρου – Γαβριηλίδης 2015.
Λουκά Ελένη • γεννήθηκε στην Κέρκυρα το 1960. Σπούδασε Βιολογία στη Γερμανία και έχει εργαστεί ως βιολόγος στο τμήμα Βοτανολογίας του Δήμου Saarbrücken και στο βιοχημικό εργαστήριο του Άγιου Σάββα. Από το 1991 διδάσκει γερμανικά στην ιδιωτική εκπαίδευση. Η ενασχόλησή της με την ποίηση άρχισε τα τελευταία 5 χρόνια.
Μαλαξιανάκη Δέσποινα • είναι δικηγόρος και ζει στην Αθήνα. Γράφει ποίηση. Στο περιοδικό Μύρτιλο φιλοξενήθηκαν οι πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων της με το ψευδώνυμο Ντετέλ. Ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί στην Ποιητική.
Μαυρακάκης Κώστας γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Το 2016 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων Ο κόσμος με καλωσορίζει από τις εκδόσεις Κέδρος.
Μελή Αθηνά •
γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κορινθία. Έχει σπουδάσει Φυσική, Κοινωνικές επιστήμες και Ψυχολογία. Μικρο-διηγήματα και ποιήματά της δημοσιεύονται κατά καιρούς σε τοπικές εφημερίδες και ηλεκτρονικά περιοδικά. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί στην ειδική έκδοση-αφιέρωμα‚ Η Ποίηση Χαϊκοποιείται, από
91
92
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
την Διασπορική Λογοτεχνική Στοά. Κυκλοφορούν οι ποιητικές της συλλογές: Με τις δεκαεφτά συλλαβές του είναι (2017) Φυλάτος και Τα πάντα ρει και ουδέν μένει (2018) Οσελότος. Ζει στο Βέλγιο και εργάζεται στον χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης.
Μπεκιάρης Γιώργος Π. • γεννήθηκε στη Μεσσηνία το 1956. Έχει αποφοιτήσει από το
Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και από το Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων του Α.Τ.Ε.Ι. Πειραιά. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως στέλεχος επιχειρήσεων και τέλος ως διοικητικός υπάλληλος του Ε.Κ.Π.Α. έως τη συνταξιοδότησή του το 2014. Έχει εκδώσει τα βιβλία: Η Μεσσηνία μέσω των απογραφών πληθυσμού 1889-2001, το 2006, Τα 20 τραγικά πρόσωπα της Ελληνικής Μυθολογίας σε έμμετρη ιστόρηση για παιδιά, το 2009, Έλληνες Ρομαντικοί Ποιητές του 19ου αιώνα σε έμμετρη νεοελληνική μεταγραφή, το 2009, και Άσμα Ασμάτων σε ομοιοκατάληκτη νεοελληνική μεταγραφή, από τις Εκδόσεις «Οσελότος», το 2018.
Μπήτνικ Νικ •
γράφει (μπα)ρόκ μυθιστορήματα και διηγήματα. Έργα του: Οι άθεοι, Δωδώνη (2000), Ο Παράδεισος είναι τεχνητός, Απόπειρα (2002), Αλληλού, Τυφλόμυγα (2003), Το Αγγελόσκιασμα, Τυφλόμυγα (2004), Η νύχτα της μπλε ζάχαρης,Τυφλόμυγα (2005), Τρελόσπιτο, Τυφλόμυγα (2006), Γραφείον Ταξιδίων «Η Ωραία Σαρκοφάγος», Τυφλόμυγα (2007), Οιάνθη, Τυφλόμυγα (2011), Κολτ, Τυφλόμυγα (2013), Ψάξε βρες το με τον Ερνέστο, Οσελότος (2015), Στο Παρίσι με τον Μόρρισον, Τυφλόμυγα (2017).
Μπίζας Γιώργος •
γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα και εργάζεται στα παιδικά χωριά SOS Ελλάδος. Τα τελευταία χρόνια έχει παρακολουθήσει σεμινάρια δημιουργικής γραφής και ασχολείται στον ελεύθερο χρόνο του με το γράψιμο. Έργα του έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό τύπο και συμπεριληφθεί σε συλλογικά βιβλία. Τον Δεκέμβριο του 2017 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα η πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο: «Χρυσόψαρα στη σκουριά της πόλης».
Νικολούδη Άννα •
γεννήθηκε το 1972 στην Αφρική, αλλά μεγάλωσε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα παρακολούθησε τα θεατρικά εργαστήρια των Β. Διαμαντόπουλου και Νέλλης Καρρά, καθώς και σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ αλλά και στη Σχόλη των Εκδόσεων Πατάκη. Το 2011, η κριτική επιτροπή του πανελλήνιου λογοτεχνικού διαγωνισµού Hotel Ένοικοι Γραφής - Παπαδιαμάντης συμπεριέλαβε το διήγημά της «Το μπουρίνι» στη βραχεία λίστα των διακριθέντων. Εργάζεται σε φορέα ψυχικής υγείας.
Νόνας Νίκος •
γεννήθηκε στην Αθήνα το 1994. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Μελέτη του για τη σχέση Ελύτη-Σολωμού θα δημοσιευθεί προσεχώς στο περιοδικό Φιλολογική της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Συμμετέχει, επίσης, στο Εργαστήρι Ποίησης του ιδρύματος «Τάκης Σινόπουλος».
Ξηρογιάννη Ασημίνα •
γεννήθηκε το 1975 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Kλασική Φιλολογία και Θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Υποκριτική στο Θέατρο-Εργαστήριο. Διδάσκει Θεατρική Αγωγή στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και εργάζεται ως εμψυχώτρια θεατρικού παιχνιδιού. Το 2009 δημιούργησε το ιστολόγιο Varelaki. Ποιητικές συλλογές: «Η προφητεία του ανέμου» (εκδόσεις Δωδώνη 2009), «Πληγές» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011), «Εποχή μου είναι η ποίηση» (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2013), ενώ κυκλοφορεί δωρεάν στο διαδίκτυο το e-book «Ποιήματα» από τις εκδόσεις Ενδυμίων (2014).
για το τεύχος 9 συνεργάστηκαν...
Παλλαντζά Έλενα •
γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Διαπολιτισμική Εκπαίδευση στην Αθήνα, το Φράιμπουργκ και την Κολωνία. Διδάσκει Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης. Ανήκει στη συντακτική ομάδα της ελληνογερμανικής πολιτιστικής ιστοσελίδας diablog.eu. Έχει δημοσιεύσει ποίηση, διηγήματα και μεταφράσεις σε ελληνικά και γερμανικά περιοδικά. Με την ομάδα LEXIS μεταφράζει ελληνική λογοτεχνία στα γερμανικά. Η ΕΛΕΝΗ του Γιάννη Ρίτσου και η ΔΥΣΚΟΛΗ ΤΕΧΝΗ του Δημήτρη Ελευθεράκη σε μετάφρασή της κυκλοφόρησαν το 2017 από τις εκδόσεις Reinecke & Voss (Λειψία).
Παντοπούλου Έλσα •
γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα όπου και ζει. Έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία και τεχνολογία τροφίμων. Εργάζεται στην ανώτατη εκπαίδευση. Παράλληλα ασχολείται με μεταφράσεις και επιμέλειες κειμένων και γράφει σύντομες ιστορίες. Έχει εκδώσει διηγήματα για μεγάλους και παραμύθια για παιδιά.
Παραγιουδάκη Ελευθερία • γεννήθηκε το 1963 στην Αθήνα και κατάγεται από την Κρήτη. Γράφει διηγήματα με θέμα κυρίως το επέκεινα και το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου, φωτός και σκότους. Χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Λυκαία Ιεροφίλη.
Ρήγα Φλωρεντία •
είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (ΠΕΛ), με διακρίσεις σε ποικίλους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Έχει σπουδάσει πιάνο και θεωρία μουσικής, ελληνική και γαλλική φιλολογία και κατέχει διδακτορικό στη Νεοελληνική Φιλολογία. Ζει στην Αθήνα. Από μικρή ηλικία γράφει ποιήματα, παραμύθια, διηγήματα και νουβέλες, ενώ (2012-2013) παρακολούθησε δύο κύκλους σεμιναρίων δημιουργικής γραφής (ποίηση) στο ΕΚΕΒΙ. Ποιήματά της έχουν εκδοθεί σε συλλογικά έργα από τον Ιωνικό Σύνδεσμο και τις εκδόσεις Ροές και στην ατομική της συλλογή με τίτλο Αποχρώσεις μιας έλλειψης (2013) Οσελότος.
Ρουσσίδου Έλλη •
γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Είναι εκπαιδευτικός και μεταφράστρια. Έχουν εκδοθεί τρεις ποιητικές της συλλογές: Τα διμερή ποιήματα (The Bilateral poems), Sad Cages (Τα θλιμμένα Κλουβιά), Ο Τάφος του Βασιλιά Ξιφία, εκδόσεις Γκιούρδα. Είναι παντρεμένη και έχει δύο παιδιά.
Ταβουλάρης Θεόδωρος • γεννήθηκε το 1954. Εργάζεται ως μηχανικός στην Πολεμική
Αεροπορία. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές: Στο ρεύμα της καρδιάς μου (1998) Ιδιωτική έκδοση και Με τα φτερά της όστριας (2002) Δωδώνη. Τον Μάιο του 2011 διακρίθηκε από την Ιταλική Επιτροπή του Μηνύματος Αγάπης στον Κόσμο στον 41ο Διεθνή Διαγωνισμό Αγάπης και Ειρήνης (Ούμπρια Ιταλίας) με το έργο του Ικεσία στις λέξεις του πάθους. Ένα μέρος από το έργο του έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, γαλλικά και γιουγκοσλάβικα. Το ποίημά του Μαχητής των αιθέρων έγινε εμβατήριο της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας.
Τασσοπούλου Κωνσταντίνα •
είναι συγγραφέας, μέλος της Εθνικής Εταιρείας των Ελλήνων Λογοτεχνών και της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Γράφει μικρές ή μεγάλες ιστορίες, για μικρούς ή μεγάλους αναγνώστες. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη, Ίτανος, Εντύποις, Αστερόπη, Otherwise, Άπαρσις, Οσελότος κ.ά. www.tassopoulou.gr
Τουλ Μαρία • τελείωσε το σχολείο κατά την εποχή της δικτατορίας και κατόπιν ασχολήθηκε με τη Γαλλική Φιλολογία. Οι γονείς την προόριζαν για καθηγήτρια, όμως λόγω ασθενείας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές της και να νοσηλευτεί για δύο χρόνια σε νευρολογική κλινική απ’ όπου κι εμπνεύστηκε όλα σχεδόν τα μετέπειτα λογοτε-
93
94
μύρτιλο • Τ Ε Υ Χ Ο Σ 9
χνικά της βιβλία. Μυθιστορήματα, διηγήματα και νουβέλες της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Σιδέρη.
Τσαπαλιάρης Βασίλης • σπούδασε κοινωνιολογία και πολιτικές επιστήμες. Έχει δη-
μοσιεύσει μελέτες σε συλλογικούς τόμους και άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά για τον ελληνισμό της διασποράς και άλλα θέματα, και λογοτεχνικά κείμενα στο περιοδικό Μύρτιλο και αλλού.
Τσίγκρα Μένη •
γεννήθηκε στο Βελεστίνο Μαγνησίας το 1959. Σπούδασε στη Σχολή Νηπιαγωγών Καρδίτσας, Κοινωνική Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών στις Επιστήμες Αγωγής. Δημοσίευσε επιστημονικές εργασίες σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Μέσα στο Νηπιαγωγείο, εκδόσεις Λεξίτυπον. Με την ποίηση και τη λογοτεχνία ασχολείται από νεαρή ηλικία. Στο Μύρτιλο δημοσιεύεται ποίημά της για πρώτη φορά.
Χανδρινού Κατερίνα •
γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά Ενδυμίων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει εκδώσει τα βιβλία Το συμπαθές αγρίμι (2013) και Γιατί δεν οδηγούν οι ποιητές (2017) Sestina. Είναι αρχισυντάκτρια της διαδικτυακής πλατφόρμας λόγου litart.gr. Κείμενα για τη λογοτεχνία, πεζά και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και διαδικτυακούς τόπους. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Χαραλαμπίδη Δέσποινα • ζει στην Αθήνα και κάποιες στιγμές της αρέσει να γράφει, ακούγοντας μουσική. Διηγήματά της έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο ή σε έντυπες εκδόσεις. Διατηρεί το blog http:// deshara11.blogspot.gr/
Χαραλαμπίδης Μηνάς • είναι βιολόγος. Γεννήθηκε στην Καβάλα και διαμένει μόνιμα στον Βόλο. Γράφει διηγήματα με θέμα κυρίως τη μοίρα της ανθρωπότητας και του κόσμου.
Χατούπης Κωνσταντίνος Κ. •
είναι Κορίνθιος την καταγωγή, αλλά γεννήθηκε στα Χανιά σε ένα σπίτι της οδού Βύρωνος. Η τελευταία του εργασία ήταν διευθυντή σε ένα γυμνάσιο των Χανίων. Γνωρίζει Αγγλικά και Γερμανικά.
Χρηστάκης Νικόλας • ψυχοκοινωνιολόγος ενεργός και μάλλον πλέον λίγο μπλαζέ, δεν σκέφτεται και γράφει. Από τις εκδόσεις Τυφλόμυγα κυκλοφορούν ήδη τα δύο μέρη της αυτο-φαντασιο-γραφικής τριλογίας του με τους τίτλους Groove και Δέκα Διαφορές.
για το τεύχος 9 συνεργάστηκαν...
Ε Ν Η Μ Ε Ρ Ω Σ Η Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Σ Υ Γ Γ ΡΑ Φ Ε Ι Σ Για αποστολή ύλης μπορείτε να απευθύνεστε στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου periodiko.myrtilo@gmail.com
Όλα τα τεύχη του «Μύρτιλου» διατίθενται και διαδικτυακά στην ιστοσελίδα των εκδόσεων Οσελότος https://www.ocelotos.gr
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 • 210 6431137 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com
www. ocelotos. gr
95
ZZ 170 × 240 SPINE: 6.7
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
120 × 150
SPiNe: 7
μυρτι λ ο
Z
FlaPS: 60
ΤΕΥΧΟΣ 2 ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013
Τα τριαντάφυλλα είναι μαύρα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
12/3/2012 11:45:24 AM
ISSN: 2241-3685 ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΣΕΛΟΤΟΣ, ΤΗΛ. 2106431108 www.ocelotos.gr ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΝΤΡΙΚΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ
Μυθιστόρημα | Σελ. 256 | 14 × 21 ISBN 978-960-9607-95-7
Z
00_myrtilo2_cover.indd 1
170 × 240 SPINE: 6.7
FLAPS: 70
Z
140 × 210 SPiNe: 3 FlaPS: 80
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
οσ ελότος 0_cover_prosopa sto nero.indd 1
Π
1/7/2013 12:02:31 AM
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 3 | ΑΝΟΙΞΗ 2013
Δημοσιεύσεις σέ ἔντυπα καί ἠλεκτρονικά περιοδικά: Νέα Σκέψη, Τριφυλλιακή Εστία, Ομπρέλα, Περίπλους, Ὕφος, Ανατολικός, Λογοτεχνικά Επίκαιρα, Βακχικόν, Στιχοδρόμιο, Joyfullife, Σοδειά, Φιλοσοφία και Παιδεία, Διάστιχο, κ.ἄ.
Π
ΤΕΥΧΟΣ 3 ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
150
2013
2013
ιζέλου) έως (ελ. βεν λεωφ. Θησ λιθέα • αθήνα καλ 176 76 • 1723 l.com τ. 213 026 blio@gmai anonymo.bi
•
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το βιβλίο της Μαρίας Γιαννάκη κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
ΤΕΥΧΟΣ 3
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
το βιβλιοπωλείο που υποστηρίζει τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς
5/11/2013 8:39:17 PM
•
οιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; Τί θά σηματοδοτήσει γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, ὅπως καί μ’ ἕναν ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστο ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
ώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι; Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;
μύρτιλο
ΑΝ
www.nzbooks.gr www.reikigokai.com www.natashazacharopoulou.blogspot.com
ο σ ε λ ότ ο ς
0_cover_nefeli.indd 1
3/7/2013 12:38:44 AM
FLAPS: 70
ΡΕ
Τό βιβλίο: «Πρόσωπα στό νερό» εἶναι τό τρίτο της μυθιστόρημα.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ: Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108, 210 6431137 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
SPINE: 6.7
Το βιβλίο της Νατάσας Ζαχαροπούλου κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
ΕΤ ΑΙ
ΔΩ
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 4 | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2013
Διαβάστε το νέο μυθιστόρημα της Σοφίας Δημοπούλου-Πύρζα που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ωκεανός».
Η
Ισμήνη, μ’ έναν παράξενο, μοιραίο τρόπο, θα γνωρίσει τον Μύρωνα, έναν εντυπωσιακό νέο που η εικόνα του θα αποτυπωθεί στην ψυχή της και θα την στοιχειώσει μ’ έναν περίεργο τρόπο. Δεν ήταν παρά μία φορά που τον είδε, κι όμως κάτι αόρατο τους συνέδεσε... Η γνωριμία της με τον δίδυμο αδελφό του, τον Στέφανο, θα γίνει στην ουσία το μέσον για να προσεγγίσει την προσωπικότητα αυτού του άνδρα που κρύβει ένα μυστικό. Ένα μυστικό που τον οδήγησε στην αυτοχειρία. Μέσα από κάποια κείμενα, η Ισμήνη κι ο Στέφανος θα προσπαθήσουν να λύσουν το μυστήριο της άγνωστης καλλονής που πέρασε από τη ζωή του Μύρωνα... Πού θα οδηγήσει αυτή η αναζήτηση; Τί είναι αυτό το παράξενο δέσιμο ανάμεσα στην κοπέλα και στα δυο αδέλφια;
ISSN: 2241-3685 6/10/2013 9:52:56 PM
Z
00_myrtilo4_cover.indd 1
170 × 240
SPINE: 6.7
FLAPS: 70
11/24/2013 9:51:29 PM
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
μύρτι λ ο
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 5 | ΑΝΟΙΞΗ - ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
Επισκεφθείτε το βλιοπωλείο του
Οσελότου στα Ιωάννινα
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Σ
•
ε μια περίοδο ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων και κοινωνικών ανακατατάξεων στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, ένας νεαρός από την Αθήνα φεύγει για να σπουδάσει στη Γερμανία. Αφήνει πίσω του πρόσωπα και μέρη που αγάπησε, αναζητώντας κάτι το καινούργιο, κάτι το διαφορετικό σ’ έναν κόσμο άγνωστο γι’ αυτόν. Οι δεσμοί του με τα αγαπημένα του πρόσωπα και τον τόπο που μεγάλωσε είναι τόσο ισχυροί που δεν επιτρέπουν καμιά αμφιβολία για την απόφαση του μετά την ολοκλήρωση του στόχου του. Επιστροφή στην πατρίδα. Κι όμως τα πράγματα παίρνουν μια άλλη τροπή…
ΤΕΥΧΟΣ 5 ΑΝΟΙΞΗ -ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 2014
Μια ιστορία παρόμοια με πολλές άλλες, αλλά και εντελώς διαφορετική γι’ αυτούς που βλέπουν έναν κόσμο χωρίς σύνορα και προσπαθούν να ξεφύγουν από το μικρόκοσμο που τους περιβάλλει, χαράζοντας μόνοι τον δρόμο τους για το μέλλον.
Χατζηκώστα 5, Ιωάννινα
Το βιβλίο του Δημήτρη Κοτζιά κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Οσελότος.
Λογοτεχνικό περιοδικό «Μύρτιλο»
00_myrtilo5_cover.indd 1
ΕΤ ΑΙ
ISSN: 2241-3685
2651 306456
ocelotos.ioannina@gmail.com 6/3/2014 9:40:53 AM
ISSN: 2241-3685
0_cover_9Α.indd 1
ΕΤ ΑΙ
ΔΩ
ΡΕ
ΑΝ
Οι συγγραφείς του τεύχους σε αλφαβητική σειρά
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ | ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2018 #9
ΑΝ
ISSN: 2241-3685
00_myrtilo3_cover.indd 1
μύρτιλο
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΡΕ
Λ Ο Γ Ο Τ Ε Χ Ν Ι Κ Ο Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ι Κ Ο • Τ Ε ΥΧΟ Σ 9 • Φ Θ Ι Ν Ο Π Ω Ρ Ο 2 0 1 8
Βιβλία της πού ἔχουν ἐκδοθεῖ: «Νά σ’ ἔχω», Ποιήματα, 1995 (Λύχνος) «Κι ἄς μέ ταξιδεύεις ὅπου», Διηγήματα, 1995 (Λύχνος) «Ἴχνος κραγιόν ἡ νύχτα», Μυθιστόρημα, 1996 (Ανατολικός) «Ὅπου ὁρίζει τό φιλί», Διηγήματα, 1999 (Ανατολικός) «Ἀτμός», Ποιήματα, 2008 (Ανατολικός) «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ», Μυθιστόρημα, 2009 (Ανατολικός) «Ρέικι η Ατραπός της Καρδιάς», 2009 (Ανατολικός) 1η ἔκδοση: Δεκέμβριος 2009, 2η έκδοση: Σεπτέμβριος 2010
170 × 240
ΔΙΑ ΤΙΘ
ΔΩ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ISBN 978-960-564-002-6
ISBN 978-960-564-058-3
Ἡ Νατάσα Ζαχαροπούλου γεννήθηκε στή Λειβαδιά, σπούδασε Δημοσιογραφία καί ἐργάζεται ὡς ἀσφαλίστρια. Εἶναι Reiki Teacher τοῦ Συστήματος Φυσικής Θεραπείας Usui Reiki.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
FlaPS: 80
μυρτι λ ο
Στό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στό νερό» ἡ συγγραφέας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά κατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια τοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ».
SPiNe: 20
Πρόσωπα στο νερό
Ποιός εἶναι ὁ Τσόρνιι Ντόν; Τί θά σηματοδοτήσει γι’ αὐτόν ἡ γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, ὅπως καί μ’ἕναν ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστο ἄντρα στά πυκνά δάση τοῦ Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματα πού τόν καῖνε; Πῶς θά ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή του ἀπό τήν περιπέτειά του καί μετά;
Νατάσα Ζαχαροπούλου
ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ • ΝΕΦΕΛΗ, Ταξίδι στη Γη
143 × 210
Δυό ὄνειρα μέ χρονική ἀπόσταση λίγων ἡμερῶν τό ἕνα ἀπό τό ἄλλο στίς ἀρχές Μαρτίου τοῦ ‘09 γίνονται ἀφορμή ν’ ἀναποδογυρίσουν τά πάντα στή ζωή τοῦ Ντόν καί τῆς Μάργκοτ. Χάρη σ’ αὐτά ὁ κεντρικός ἥρωας ἀποφασίζει ἕνα ταξίδι, τό ὁποῖο ἐξελίσσεται ἀπρόβλεπτα.
Η Μαρία Γιαννάκη γεννήθηκε στην Παιανία και ασχολείται με τα ναυτιλιακά. Από μικρή ηλικία της άρεσε να γράφει παραμύθια. Στην αρχή τα διάβαζε στον μικρό της αδελφό, αργότερα στους φίλους της και τώρα με χαρά τα μοιράζεται με τους μικρούς αναγνώστες σε τούτο το πρώτο της βιβλίο.
ΕΤ ΑΙ
μύρτι λ ο
μύρτιλο ΔΙΑ ΤΙΘ
μ ύρτιλ ο
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
οσ ελότος
Ο Θεός επιτέλους του χαμογέλασε. Ένιωθε ευτυχισμένος! Μέχρι που άξαφνα βρέθηκε μπροστά σε δύο προβλήματα. Το ύψος του! Για λίγους πόντους κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του. Και ένα παιδί! Που δεν ερχόταν. Η σύντροφός του το ήθελε τόσο πολύ… Άραγε, στα εφιαλτικά του αδιέξοδα, ποιες απαντήσεις έκρυβε η ζωή;
Η Νεφέλη πραγματοποιεί το όνειρό της και κατεβαίνει στη Γη για να τη γνωρίσει από κοντά. Ένα απίστευτο ταξίδι, στη διάρκεια του οποίου συναντά την αγάπη, το καλό και το κακό, γνωρίζει μάγους, πρίγκιπες και νεράιδες... Άραγε όλα αυτά είναι αρκετά για να την κρατήσουν για πάντα στη Γη;
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ 2 | ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2013
«Η μέρα μου, η νύχτα σου», Μυθιστόρημα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
Πώς είναι να ακούς ιστορίες από τη Γη ενώ κατοικείς στα σύννεφα; Τι αντικρίζεις όταν κάποια στιγμή την επισκέπτεσαι;
ΑΝ
•
ISBN 978-960-564-001-9
Υπό έκδοση:
ο σ ε λ ότ ο ς
Z
ΡΕ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ
Γιώργος Κιουρτίδης
0_cover_ektos ylis_ΟΚ2.indd 1
ΔΩ
«Μικρές Χίμαιρες», Ποιητική συλλογή «Αν τόνοιωθες», Ποιητική συλλογή
ΣΗΛΙΑ ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ • ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΕΚΤΟΣ ΥΛΗΣ
λάσσονται. Μυθιστόρημα | Σελ. 456 | 14 × 21 Ο θεατρικός μονόλογος «Μαθήματα εκτός ύλης» φιISBN 978-960-9607-88-9 λοδοξεί να σας συναντήσει σε κάποιες εκτός ύλης διαδρομές σας.
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e-mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
ΕΤ ΑΙ
Έργα της ίδιας:
Το εκρηκτικό περιεχόμενο ενός κίτρινου φαΚαθηγήτρια για σαράκέλου οδηγεί την ηρωίδα σταΠανεπιστημίου απρόσμενα μονοπάτια μιας αποκάλυψης. πεθαίνει κα- περισσότερα ντα χρόνια,«Πώς διδάχτηκα νείς;» αναρωτιέται. Έρχεται έτσι αντιμέτωπη με απ’ όσα δίδαξα. δρόμοι της γνώσης τους μεγαλύτερους φόβους και τιςΟι ψευδαισθήσεις της, πουανοίγουν την οδηγούνορίζοντες στο πιο βαθύ και καιιερό προετοιμάζουν ταξίδι περιπλάνησης –συντροφιά με λίγα ζώα– διαδρομές. Από Δίνει το αγώνα Ε.Μ.Π. στη Σορσε έρημα δάση και γραφικά χωριά. επιβίωσης σωματικό, ψυχικό όσοΠανεπιστήμιο και πνευματιβόννη και στο Θεσσαλίκό. Παράλληλα εξερευνά τα όρια των δυνατοας, από τουέτσι ’68 στην Αθήνα τήτων που κρύβει μέσα το της, Παρίσι ξεδιπλώνοντας το πραγματικό νόημα μου της ζωής σε όλο το του 2012, οι διαδρομές εντός καιτουεκτός ύλης εναλμεγαλείο.
170 × 240 SPINE: 7.4 FLAPS: 70
FLAPS: 70
Sara Jane Parsons: «The Eye Cannot See Itself» By courtesy of the Association of Mouth and Foot Painting Artists Worldwide, www.VDMFK.com | www. ΜFPAUSA.com
Z
Dall’Olio Anna Maria Manitta Angelo Maurer Brina Αλυσανδράτου Αικατερίνη Αρματά Ιώ Βλαχάκος Στάθης Β. Γιανναδάκη Γωγώ Γρηγοριάδου Ειρήνη Δημητριάδης Δημήτρης Α. Δραγούνη Βασιλική Εξαρχαίου Κατερίνα Ζέρβας Μιλτιάδης Ζούμπος Βασίλης Καλαβάνος Αναστάσιος Κατραφύλλιας Μάκης Λουκά Ελένη Μαλαξιανάκη Δέσποινα Μαυρακάκης Κώστας Μελή Αθηνά Μπεκιάρης Γιώργος Π. Μπίζας Γιώργος Νικ Μπήτνικ Νικολούδη Άννα Νόνας Νίκος Ξηρογιάννη Ασημίνα Παλλαντζά Έλενα Παντοπούλου Έλσα Παραγιουδάκη Ελευθερία Ρήγα Φλωρεντία Ρουσσίδου Έλλη Ταβουλάρης Θεόδωρος Τασσοπούλου Κωνσταντίνα Τουλ Μαρία Τσαπαλιάρης Βασίλης Τσίγκρα Μένη Χανδρινού Κατερίνα Χαραλαμπίδη Δέσποινα Χαραλαμπίδης Μηνάς Χατούπης Κωνσταντίνος Κ. Χρηστάκης Νικόλας
43 44 40 72 39 77 36 69 45 53 48 30 25 71 7 88 16 49 46 55 11 58 67 4 54 3 70 74 34 56 57 27 84 19 32 38 68 83 31 5
10/9/2018 11:16:40 πμ