Πατέρα μακριά από το παλάτι σου, χαμένος μοναχός εννέα χρόνια δούλεψα, πολεμώντας τον εαυτό μου, εξαλείφοντας τα εγώ, για να βγάλει τους καρπούς του, μαζί παρέα με την μητέρα μου. Κανέναν δεν φοβήθηκα ούτε τους θεούς, ούτε τους αγίους, ούτε τους διαβόλους, που ήρθαν να κλέψουν τους πρώτους σου καρπούς. Πολέμησα μαζί με την μητέρα τους εχθρούς.
Κανέναν δεν προσκύνησα, ούτε λάτρεψα, με τους αγγέλους είχα επαφή με τα αστρικά τα πλοία, με σένα έχω μυστική συνομιλία.
Πρόσμενα κάθε μέρα να προσκυνήσω ευλαβικά στο θρόνο της βασιλείας σου, για την πληρωμή της εργασίας μου στον αμπελώνα.
Σε πρωτοαντίκρισα όταν σε κοίταξα μέσα στο κέντρο των ματιών μου, στης Αμάλθειας το κέρας, το λευκό ποτό του γαλαξία, σε μια σκοτεινή σπηλιά να με κοιτάς…