



AYOUT

Σε όσους μ’ έκαναν να γελάσω, να χαρώ και να στεναχωρηθώ πολύ.

Ήταν αργά το απόγευμα όταν ο γεροκηφήνας Λι
νάρδος αποφάσισε να διηγηθεί στον εγγονό του
Σήφη έναν μύθο που τριγυρνούσε σαν κατάσκο
πος σε κάθε μελισσοχωριό του πλανήτη. Έναν μύθο που
θα ενδιέφερε κάθε μέλισσα: τον μύθο του Λακαμπούμ.
Παππούς και εγγονός λοιπόν, ενώ απολάμβαναν το ηλιοβασίλεμα καθισμένοι σ’ ένα κατακόκκινο τριαντά φυλλο που έμοιαζε με γλώσσα έτοιμη να τους καταπιεί, άρχισαν να συζητούν. «Σήφη μου», του είπε ο παππούς, «πρέπει τώρα που μεγαλώνεις να μάθεις κάτι το οποίο φοβίζει, αλλά ταυτόχρονα ελκύει κάθε μέλισσα περισσότερο κι από ανθι σμένο φυτό την άνοιξη». «Τι είναι αυτό, παππού, και με τρομάζεις έτσι ξαφνι κά;» ρώτησε ο εγγονός. «Είναι ο μύθος του Λακαμπούμ!» του είπε με βροντε ρή φωνή ο παππούς, τόσο δυνατά και φοβισμένα, σε ση μείο που άλλαξαν χρώμα οι ρίγες του. «Δηλαδή;» ρώτησε πάλι με αγωνία ο εγγονός. «Εδώ και πολλά χρόνια, Σήφη μου, υπάρχει ένα δά σος τόσο επικίνδυνο και μεγάλο, που τραβά κάθε επι σκέπτη στα βάθη του όπως ακριβώς ο μαγνήτης τα
μέταλλα. Αυτό είναι το δάσος του Λακαμπούμ! Οι άν
θρωποι λένε πως μέσα σ’ αυτό το δάσος είναι κρυμμένο
τόσο καλά ένα λουλούδι, το κερίλιο, που όσοι προσπά
θησαν να το βρουν χάθηκαν οι ίδιοι».
Ο Σήφης τέντωσε τις κεραίες του και ρώτησε:
«Γιατί το λένε έτσι και γιατί το ψάχνουν εφόσον είναι επικίνδυνο;»
«Στάσου! Στάσου, βρε! Μία-μία οι απορίες…» του απάντησε ο παππούς. «Λοιπόν, αρχικά, το έχουν ονομά σει κερίλιο γιατί το σχήμα του και η μυρωδιά του μοιά ζουν με κερί. Είναι, λένε, πολύ εντυπωσιακό και μυρί ζει καταπληκτικά. Και τώρα θα σου απαντήσω γιατί το ψάχνουν συνεχώς. Υπάρχει η φήμη, Σήφη μου, πως το περιεχόμενό του δίνει υπερφυσικές δυνάμεις σ’ εμάς τις μέλισσες κι εμείς με το μέλι μας γιατρεύουμε σπάνι ες ασθένειες των ανθρώπων. Είναι πολύτιμο, αγόρι μου, αλλά και στοιχειωμένο. Όσοι το έψαξαν χάθηκαν…» Ο Σήφης ανατρίχιασε ολόκληρος, ένιωθε περίεργα. Από τη μία φοβήθηκε, αλλά από την άλλη αισθάνθηκε την αδρεναλίνη να κυλά στο κορμί του. Ήθελε να γίνει σπουδαίος και στον κόσμο των μελισσών, και στον κό σμο των ανθρώπων. Ήθελε να βρει το κερίλιο. Η επιθυ μία του ήταν τόσο μεγάλη, που τις επόμενες μέρες το μόνο που σκεφτόταν ήταν το κερίλιο – ήταν εγκλωβι σμένος στα βάθη του μύθου. Κάθε λεπτό που περνούσε σκεφτόταν τον τρόπο εκεί νον που θα τον βοηθούσε να ξεκινήσει το ταξίδι στο δά σος του Λακαμπούμ. Μόνος του όμως καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε. Έτσι αποφάσισε ότι ο καλύτερος τρόπος θα ήταν να δημιουργήσει μια ομάδα, μια μελισσομάδα, που ο ένας θα συμπλήρωνε τον άλλον. Το σχέδιό του ήταν να βρει άλλα εφτά μελίσσια έτοιμα για περιπέτεια και δόξα. Χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο, το επόμενο πρωί φώναξε τον Λάκη, τον κηφήνα Κάρολο, τον Ρίκο, τη Σία, τη Σίσσι τη βασίλισσα, την Τάτα και τη Φαίδρα. Εκείνοι ο ένας μετά τον άλλον κατέφθασαν και προσγειώθηκαν πάνω στο τεράστιο ηλιοτρόπιο που καθόταν ο Σήφης. Η
Σήφης
τον

Όλα ξεκίνησαν με αφορμή μια απογευματινή κουβέντα απολαμβάνοντας το ηλιοβασίλεμα. Ο γεροκηφήνας Λινάρδος και ο εγγονός του ο Σήφης συζήτησαν για πρώτη φορά για τον μύθο του Λακαμπούμ. Ο παππούς ήξερε πως είχε φθάσει η ώρα, να ενηλικιωθεί ο μικρός. Γνώριζε πως πρέπει να δοκιμάσει, να ρισκάρει, να αποτύχει, να μάθει να σέβεται και να προσπαθεί. Ένας μύθος μελισσών που αναδεικνύει μέσα από την περιπέτεια, τον ρόλο της ομαδικότητας και τα μαγικά οφέλη αυτής.
Εκείνη η μέρα είχε ξεκινήσει κάπως διαφορετικά για το νεαρό Μύτιους. Είχε πάρει τις αποφάσεις του και θα ρίσκαρε τα πάντα για να μπει στο ενυδρείο. Ήθελε κάτι διαφορετικό,


