ΖΗΣΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ Ζήσης Κόκκινος
Ποιητικές Ποιητικές εξιστορήσεις εξιστορήσεις ΠΟΙΗΣΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ οσελότος
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Φωτο εξωφυλλου Copyright© 2012 Πρώτη Εκδοση ISBN
Ποιητικές εξιστορήσεις Ζήσης Κόκκινος Ποίηση [2358]0612/06 Shutterstock photobank Ζήσης Κόκκινος Αθήνα, Ιούνιος 2012 978-960-9607-67-4
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Ποίηση: Ο έντεχνος λόγος, λυρικός ή όποιας άλλης ποιητικής μορφής. Ο ποιητής με έντονη τη βιωματική ευαισθησία, ντύνει τον λόγο με κομψότητα, ομορφιά και απλή γλαφυρότητα. Παρουσιάζει, το κάλλος της φύσης, του έρωτα… την ουσία της ζωής. Αγκαλιάζει στο σύνολό του, ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε, αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα. Πιάνει το νήμα του ιστορικού γίγνεσθαι, ξεκινώντας από το παρελθόν, με στραμμένες τις ποιητικές του κεραίες στο μέλλον. Με περίσσια προσοχή θα μιλήσω για ποίηση. Αυτή η ξεχωριστή κατηγορία του λόγου, είναι τόσο ευαίσθητη, όσο και η έκθεση του πάγου στον ήλιο. Τι σημαίνει ποίηση; Μεγάλη κουβέντα! Παρ’ όλα αυτά, παίρνω το ρίσκο να κυκλοφορήσω μέρος των ποιημάτων μου, διότι ένα άλλο δεν διασώζεται. Κυρίως εκείνα που έγραψα σε νεαρή ηλικία. Είχα αρχίσει να φλερτάρω σε ηλικία δέκα έντεκα χρόνων με ρίμες Να καναδυό στροφές της εποχής: Σαν ποιητής γεννήθηκα μέσα σε μια κοπάνα. Όπου με θήλαζε κρυφά στους Γερμανούς μια μάνα Το χωριό μου Ευρίσκεται ανάμεσα και μεταξύ των βράχων Κι από βραδύς ακούγεται το κόασμα βατράχων … Θα πρέπει να σημειώσω πως εκτός απ’ τον ποιητικό λόγο, υπάρχουν και κάποιοι σχολιασμοί αισθητικής και γνωστικής ευαισθησίας.
Γιατί γιε μου; Γιατί παιδί μου, σταυραϊτέ, περήφανε, χρυσέ αϊτέ, τι πράμα, πες μου, γιε μου, τι έχεις θησαυρέ μου; Τι καίει τα φυλλοκάρδια σου, τις μέρες και τα βράδια σου; Εσύ που φως εσκόρπιζες χαρά κι αγάπη δώριζες γιατί να βαλαντώνεις; Άκου με…, μη θυμώνεις! Χτυπήματα απανωτά με τη γροθιά σου δυνατά στη γκρίζα θλίψη ρίξε, τη δύναμή σου δείξε!
ποιητικές εξιστορήσεις
Τούτη ξεκίνα τη στιγμή, θα ’ρθει ευθύς, τρανή ορμή, θα λάμψει η λεβεντιά σου, γιε μου λεβέντη, γεια σου!
I
5
Ελλάδα Αναγαλλιάζει η ψυχή μου καθώς σφαλίζω τα μάτια μπροστά στην άγια μορφή σου, πατρίδα μου Ελλάδα. Το χώμα, ο αέρας, το νερό, είναι δικά σου στοιχεία που στην ασημένια σου σκάφη με ζύμωσες. Τούτα τα υλικά, φωτεινό, γαλάζιο πνεύμα άσβεστο, μ’ ακλουθούν πιστά σε κάθε μου βήμα. Αναγαλλιάζει το πνεύμα μου κι απλώνεται στο απέραντο γαλήνιο χαμόγελό σου που με νανουρίζει με γλυκά, άγνωρα τραγούδια στην πλάση.
Ζησησ κοκκινοσ
Ταξιδεύω ανάλαφρα στον κυματιστό αφρό της τέλειας μεγαλοσύνης σου, άδοντας, πρωτάκουστα άσματα, για σένα πατρίδα μου.
I
6
Ω, Ελλάδα! χώρα της ελιάς, των λουλουδιών, του ήλιου και της γνώσης, σκύβω και φιλώ ευλαβικά τη λινή μεταξένια κυανόλευκη φορεσιά σου, φτιαγμένη με άφθαρτα υλικά τ’ ουρανού και της θάλασσας.
Πατρίδα μου με το αμάραντο κάλλος σου, κόσμημα κεντημένο με λαμπερά, ολόχρυσα σχέδια, παραγγελιά θεών και ηρώων, φιλώ τη μορφή σου κι αναγαλλιάζω. Κι όταν ακόμα με πληγώνουν άπρεπες συμπεριφορές άνομων συμφερόντων, φέρνοντας νοερά την άγια μορφή σου, τα προσπερνώ. Γιατί να κακίσω εσένα; σε τι είσαι Συ ένοχη όταν κάποια από τα παιδιά σου ξεστρατίζουν; Παραμερίζω πατρίδα μου την έχθρητα και τη μοχθηρία, αγγίζω το φέγγος σου, κρατώντας τη φωτεινή σου εικόνα, εσαεί, λαμπερά στολισμένη.
ποιητικές εξιστορήσεις
Αναγαλλιάζει η ψυχή μου καθώς σφαλίζω τα μάτια μου, μπροστά στην άγια μορφή σου πατρίδα μου Ελλάδα!
I
7
Ονειρεύομαι Όμορφος ο κόσμος που ονειρεύομαι, ωραίος, ανθρώπινος, χωρίς τη μάστιγα της πείνας, την εξάπλωση των μολυσματικών ασθενειών, τη στοιχειωμένη εξαθλίωση. Δίχως πολιτικές που οδηγούν σε αυτοκτονίες. Χωρίς απύθμενη ψευτιά κι υποκρισία. δίχως υποσχέσεις με κάλπικο γυαλιστερό περιτύλιγμα.
Ζησησ κοκκινοσ
Όμορφος ο κόσμος που ονειρεύομαι, αλλιώτικος, με διαφορετικά υλικά πλασμένος απ’ τα σημερινά. Ονειρεύομαι τον κάθε άνθρωπο χορτάτο, χαρούμενο, θετικό δέκτη σε κάθε δημιουργικό άνοιγμα, με εξασφαλισμένη εργασία, εξασφαλισμένο το σήμερα και το αύριο, το μέλλον όλων των παιδιών του. Με το δικαίωμα τού κάθε ανθρώπου στο όνειρο, στην προσδοκία πραγμάτωσης της κάθε αποδεκτής τρέλας.
I
8
Όμορφο, ωραίο, μαγικό είναι το όνειρό μου για τον αυριανό κόσμο. Δίχως διακρίσεις χρώματος και καταγωγής, χωρίς αδικία.
Να σιγήσουν τα τύμπανα της φρίκης και της συμφοράς, ο πόλεμος να γίνει παρελθόν. Να λάμψει το φως της δικαιοσύνης σε κάθε σπίτι, σε κάθε γειτονιά, ν’ ανθίσει το χαμόγελο στις αυλές μας καθώς και στης καρδιάς μας το περιβόλι. Ποιος θα τον φτιάξει; Εσύ. Εγώ κι εσύ, Εμείς! Πώς;
ποιητικές εξιστορήσεις
Ψάξε!
I
9
Ζησησ κοκκινοσ
Σκοτάδι
I
10
Κινήσαμε να συναντήσουμε φως ελπίδας, του κάκου περιπλανιόμαστε, η ψύχρα του άδικου μάς πιρουνιάζει το μεδούλι, παγερός ο ζόφος που μας τυλίγει, ποιος έπλασε το σκοτάδι; Γιατί Θεέ μου το φως είναι λιγοστό; Γιατί; πες μου, ψυχή μου, θ’ αντέξεις τ’ ανελέητα ραπίσματα της μαύρης κατάρας που μας κυνηγά; Μίλησέ μου. Σε ικετεύω. Μίλησέ μου, θα βρω ποτέ μου απάνεμο λιμάνι; Γιατί θεέ μου; πες μου γιατί, γιατί φυλάκισες την ψυχή μου ξεγελώντάς την με κάλπικα ξόμπλια; Ας μ’ άφηνες εμένα αποξεχασμένο στη λησμονιά μου και την ψυχή μου κοντά σου, να φτεροκοπά λεύτερη, χρωματιστή πεταλούδα, στους ουράνιους αιθέρες. Όσο κι αν σφίγγω με της προσευχής
ποιητικές εξιστορήσεις
την πίστη τον πόνο μου, πιο πολύ γιγαντώνει, γιατί θεέ μου; Πώς είναι δυνατόν; Ποιος φράζει το δρόμο στο σωστό και το δίκιο; Πες μου, πες μου σε παρακαλώ, γιατί η ασχήμια του κόσμου να μιαίνει το κάλλος της άχραντης μεγαλοσύνης; Σφίγγω τον ψαλμό της δικαιοσύνης κι ορκίζουμε μπροστά στο εικόνισμά σου παρθένα φύση, πως τα όνειρα πρέπει να λάβουν εκδίκηση. Χάνουμε όμως στης κατάρας τα κακοτράχαλα διάσελα κι η σκέψη μου λαθεύει να ’βρει το ρυθμό της, γιατί; γιατί; Ποιος θα μου μιλήσει; Ποιος θα μου το πει; Υπάρχει κάτι, μια δύναμη, μια σοφία του πατέρα ουρανού, της μάνας γης, να μου μαρτυρήσει το μυστικό; όσο κι αν οδύρομαι, όσο κι αν ικετεύω, γιατί Θεέ μου, δε λαβαίνω απόκριση;
I
11
Ζησησ κοκκινοσ
Όσο κι αν ματώνω αγκομαχώντας, παραδομένος στη δική σου αγκαλιά μάνα μου φύση, αλί, μαύρη κατάντια μου, γιατί ο κοπετός γιατί ο βόγγος πηγαίνει στράφι; «Ω τέκνο μου, τέκνο αγαθό! Είπα κι εγώ πως ήρθε η ώρα σου, αργείς τέκνο μου. Κι όσο θ’ αργείς, κρίμα! Κλειστές οι πύλες γι’ απάνεμο λιμάνι».
I
12
Ποιώ Ποίημα λαμπρό μου μέγα απ’ το άλφα ως τ’ ωμέγα, τι περίλαμπρη αυγή πριν ο ήλιος να ’χει βγει. Αρχινώ και σχεδιάζω και τα δυνατά μου βάζω για να μάθω να μιλώ, ν’ αγκαλιάζω να φιλώ.
Να στολίσω με εκφράσεις με απλές ωραίες φράσεις, κάθε άνθρωπο γενναίο, κάθε νέα, κάθε νέο που το λάβαρο κρατά, γι’ ανθρωπιά ψηλά πετά. Όμορφα να τραγουδήσω να στολίσω να υμνήσω κάθε κίνηση και πράξη που τον κόσμο πάει ν’ αλλάξει.
ποιητικές εξιστορήσεις
Να στολίσω με εκφράσεις με απλές ωραίες φράσεις κάθε άνθρωπο γενναίο, κάθε νέα, κάθε νέο, που παλεύει νύχτα μέρα να ’ρθει φως πέρα ως πέρα, να τρομάξουν να λακίσουν, τα τσακάλια να σκορπίσουν.
I
13
Ζησησ κοκκινοσ
Πυροβολισμοί
I
14
Κάθε μέρα και μια σφαίρα φεύγει από το στυλό μου. Τι έπαθα, γιατί πυροβολώ και τη χασιέντα τους χαλώ, μπα σε καλό μου! Ω, αγαθοί μου τυχεροί, στ’ αλήθεια με ρωτάτε; Κάτι συμβαίνει, δε μπορεί, βλάκες, αδύνατον, το αποκλείω, δεν διακρίνω εις την κόμη σας λοφίο, πού όμως να σας κατατάξω, σε ποιον αστερισμό να σας εντάξω; Ομολογώ, ό,τι κι αν κάνω, κάπου, μαζί σας, κύριοι, τα χάνω. Μα χωρίς ν’ αργώ πολύ, το στυλό πυροβολεί, πάντοτε συνήθειο το ’χω σημαδεύω, βρίσκω στόχο. Δε χωρά αμφιβολία, ξεφυλλίζετε βιβλία, μόνο με γυαλιά δικά σας κι ασχολείται η αφεντιά σας με σοφία περισσή αραδιάζοντας με στόμφο την αλήθεια τη μισή. Ούτε ψύλλος εις τον κόρφο, «Δε βαριέσαι αδερφέ, πόσοι θα το εννοήσουν να θυμώσουν να μας βρίσουν; Κάνουμε, καλό εφέ»! Βολεμένοι, τρανεμένοι, στο βελούδινο χουζούρι,
ποιητικές εξιστορήσεις
πώς ν’ αλλάξετε συνήθειες; Μάλλον δεν σας φέρνει γούρι, δύσκολες για σας, αλήθειες, πώς να το παραδεχτείτε, τους ξυπόλυτους να δείτε, φέρνοντας τα πάνω κάτω για να ’ρθείτε ’σεις στον πάτο; Κάθε μέρα και μια σφαίρα, παίζοντας με τον αυλό μου, στο κεφάλι σας ξυστά θα σφυρίζει απ’ το στυλό μου, η ζωή σας το χρωστά.
I
15
Ο λόγος
Ζησησ κοκκινοσ
Λόγια πότε σαν πέτρες, άλλοτε ανάλαφρα σαν πούπουλα. Λόγια πολλά, ατέλειωτα, σαν καπνός, σαν αέρας, λόγια που τα παίρνει ο άνεμος, τα κάνει κομπολόγια για να περνά την ώρα του. Λόγια σαν κοφτερά σπαθιά ή σαν κατάλευκα περιστέρια. Ψάχνεις να βρεις το σημείο που ξεκίνησες μα χάνεις το δρόμο. Πριν προλάβει να πήξει η σκέψη εξατμίζεται. Ποιος είμαι; Πού πάω; Τι θέλω; Μπερδεύεσαι, πέφτεις σε λήθαργο. Τα λόγια αιωρούνται αναποφάσιστα. Ξυπνάς, κοιμάσαι, βολοδέρνεσαι αμήχανα. Πασχίζεις, ιδρώνεις να βρεις το λόγο, να δεις την άκρη την αρχική. Να είμαι όνειρο; μια αυταπάτη; Ίσως ο λόγος λες να ξεπήδησε πριν από μένα; Πώς, από πού βγήκε; Μα ο λόγος πέταγε, ψηλάISBN τραβούσε. 978-960-9607-67-4 Καθώς σκεφτόμουνα, φτερά και δύναμη πού να τα βρήκε, ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ οσφύριγμα σ ε λ ότ ο ς ακούστηκε, ο λόγος γύριζε κι όσο πλησίαζε, «Ε, συ!», μου λέει, πες μου γιατί, Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 χάνεις και τ’ όνειρο και το στρατί; E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr Μάθε, πως τ’ όνειρο χωρίς εσένα, δεν περπατεί, μαζί κι ο λόγος, δώσ’ του το χέρι, να σε κρατεί!
I
16
Ποια μοίρα Γράφω, διαβάζω, μελετώ κι απ’ το παράθυρο κοιτώ πως πέφτει τούφες χιόνι, στης γειτονιάς τ’ αλώνι. Φυσά, ο αγέρας τσουχτερός, βαρύς χειμώνας, βλοσυρός, με παγωμένη τη θωριά χιμά σε πόλεις σε χωριά, με το λευκό του χιόνι τη δύναμή του απλώνει. Όμορφα απ’ τη θαλπωρή το μάτι όταν τα θωρεί, μα στα κακόμοιρα πουλιά τους κόβεται κάθε λαλιά, κουρνιάζουν μαργωμένα, τι κρίμα, τα καημένα!
Όσο για σένανε φτωχέ ταλαίπωρε και μοναχέ, από τον άδικο ντουνιά το ψέμα και την παγωνιά ποια μοίρα θα σε νιώσει να ’ρθει να σε γλιτώσει;
ποιητικές εξιστορήσεις
Έξω τα αυτοκίνητα, θαρρείς μένουν ακίνητα, γλιστρούν, στριφογυρίζουν, οι οδηγοί τους βρίζουν.
I
17