Πρόσωπα στο νερό

Page 1

Νατάσα Ζαχαροπούλου

Πρόσωπα στο νερό

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Copyright© 2013

Πρόσωπα στο νερό Νατάσα Ζαχαροπούλου Μυθιστόρημα [1358]0513/11 Νατάσα Ζαχαροπούλου

Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Μάιος 2013

ISBN 978-960-564-058-3

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 e–mail: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr


Στόν λύκο τῶν Ἀντιχασίων (τήν 4η Μαΐου 1988)



Εἶπεν ὁ Ἰησοῦς: «Ἡ Βασιλεία μοιάζει μέ ποιμένα πού ἔχει ἑκατό πρόβατα. Ἕνα ἀπ’ αὐτά, τό μεγαλύτερο, ξεστράτισε. Ἄφησε πίσω τά ἐνενήντα ἐννιά καί ἀναζήτησε τό ἕνα, ὡσότου τό βρῆκε. Ἀφοῦ κόπιασε τόσο, εἶπε στό πρόβατο: Σ’ ἀγαπῶ πιό πολύ ἀπ’ τά ἐνενήντα ἐννιά».

[Κατά Θωμᾶν Ἀπόκρυφο Εὐαγγέλιο (Λόγ. 107, 22–27)1]



Τίποτα ἀπ’ ὅσα ἔχω ζήσει δεν ὑπάρχει, ὡστόσο ὅ,τι ἔχω ζήσει, εἶναι ὅ,τι εἶμαι τώρα. Ἄλλη μιά ψευδαίσθηση.



Εἰσαγωγή Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 2011

Γ

νώρισα τή Μάργκοτ, μιάν ὄμορφη, ψηλή καί λεπτοκαμωμένη γυναίκα σέ ὥριμη ἡλικία, σ’ ἕνα ταξίδι μου στό Ὄσλο τό περασμένο καλοκαίρι, κατά τή διάρκεια μιᾶς ὀργανωμένης ἐκδρομῆς στόν Ἀρκτικό Κύκλο, ὅπου ἡ Νορβηγική πρωτεύουσα ἀποτελοῦσε ἕναν ἐνδιάμεσο πλήν κύριο σταθμό τοῦ προγράμματος. Ἐργαζόταν ὡς ξεναγός στό ταξιδιωτικό γραφεῖο μέ τό ὁποῖο συνεργαζόταν τό δικό μας. Κρατοῦσα στό χέρι μου τήν Ὀδύσσεια πού τή διάβαζα στό ἀεροπλάνο, ἐνῶ περίμεναμε μαζί μέ τούς ὑπόλοιπους συνεπιβάτες τήν παραλαβή τῶν ἀποσκευῶν μας. Δέν ξέρω ἄν ἦταν αὐτός ὁ λόγος ἤ κάποιος ἄλλος, ἐπειδή σ’ ἐμένα καί τήν παρέα μου ἔτυχε ν’ ἀπευθυνθεῖ πρῶτα–πρῶτα σέ σχέση μέ τούς ὑπόλοιπους τοῦ γκρούπ, πάντως, σέ ἀνύποπτο χρόνο μοῦ ἀνέφερε πώς τό συγκεκριμένο βιβλίο εἶχε ρόλο σημαδιακό καί καταλυτικό καί στή δική της ζωή. Γνωρίζοντας φυσικά τή χώρα καταγωγῆς μας, ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού μᾶς ὑποδέχτηκε καί μᾶς καλωσόρισε ἔδειξε ἰδιαίτερα συγκινημένη, μέ τέτοιο μάλιστα τρόπο πού, ὄχι μόνο τότε ἀλλά καί καθ’ ὅλη τή διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ μας, ἡ συμπεριφορά της ἦταν περισσότερο φιλική παρά ἐπαγγελματική. Τό πλοῖο μας θά περιέπλεε τά φιόρδ, καί θά ἔφτανε ὥς τό σημεῖο μηδέν τοῦ Ἀρκτικοῦ. Κάποια στιγμή ἡ Μάργκοτ μᾶς ρώτησε πῶς καί ἀποφασίσαμε αὐτήν τήν ἐκδρομή. Τῆς ἀπαντήσαμε πώς ἡ ἀφορμή ἦσαν φῆμες, γεγονότα καί ἐπιστημονικές ἀποκαλύψεις γιά τήν ἀλλαγή πού μπορεῖ νά συμβεῖ σ’ ἕναν ἄνθρωπο, ὅταν βρεθεῖ γιά τουλάχιστον μιά–δυό μέρες στό βόρειο σέλας κάτω ἀπό τήν ἐπιρροή τῶν ἠλεκτρομαγνητικῶν του πεδίων, ἀκόμα–ἀκόμα καί στό ἀρχιπέλαγος τοῦ Μπάρεντς ἤ στά νησιά Σβάλμπαρντ. Θυμᾶμαι πώς τό βλέμμα της γυάλισε παράξενα σάν ἕνας πίδακας ἀπό δάκρυα πού μόλις ἑτοιμάστηκε νά ξεπηδήσει, τήν ἴδια ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

™9


στιγμή ἐξατμίστηκε. Ἄφησε ὅμως ἔντονα τά σημάδια του στό γλαυκό τῶν γαλάζιων ματιῶν της, κάνοντας τά τριχοειδή τους ἀγγεῖα νά διαγραφοῦν, καί γιά ὧρες μετά αὐτά, τά τρυφερά, βαθιά μάτια, ἔμοιαζαν μέ ἀραχνοΰφαντη καί λεπτοδουλεμένη πορσελάνη πού εἶχε διαρραγεῖ. Τό προηγούμενο βράδυ ἀπό ἐκεῖνο πού εἴχαμε προγραμματίσει ὅτι θά μέναμε σέ μερικές ξύλινες καλύβες, χτισμένες σ’ ἕνα χαμηλό ὀροπέδιο τοῦ Σβάλμπαρντ, ἀπροσδόκητα ἡ Μάργκοτ ἀποφάσισε νά μοιραστεῖ μαζί μας ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς της. Κουβαλοῦσε κάποια μικρά σημειωματάρια πού, ὅπως εἶπε, δέν ἦσαν δικά της. Ἄλλες σελίδες τους ἦσαν γραμμένες στά ρωσικά κι ἄλλες στά ἑλληνικά. Ὁ ἄνθρωπος πού τοῦ ἀνῆκαν εἶχε μυστηριωδῶς ἐξαφανιστεῖ ἀπό τή ζωή της. Ἄν καί τόν ἔψαχνε, ἤτανε σίγουρη πώς δέν θά τόν ξανάβλεπε. Πολλές φορές τῆς φαινόταν πώς ἐκείνη ἡ περίοδος τῆς ζωῆς της ὑπῆρξε στόν ὕπνο της μονάχα, κι ἄλλες φορές, ἀνοίγοντας τά χαρτιά του, βεβαιωνόταν πώς ἡ ζωή εἶχε διασταυρώσει τά βήματά τους. Συχνά σκεφτόταν νά ἐπιστρέψει στό Σότσι, ν’ ἀνεβεῖ στόν Καύκασο καί νά θάψει τά γραπτά του σ’ ἕνα σημεῖο, ὅποιο καί νά ’ταν, πάνω ἐκεῖ. Ὕστερα πάλι μετάνιωνε. Τῆς φαινόταν πώς δέν μποροῦσε, πώς ἦταν πάνω ἀπό τίς δυνάμεις της νά τ’ ἀποχωριστεῖ. Ὡστόσο, κάτι τήν ἔκανε νά πιστέψει πώς μποροῦσε νά μᾶς τά ἐμπιστευτεῖ, τιμώντας μ’ αὐτόν τόν τρόπο τόσο τή μνήμη του ὅσο κι ἐκεῖνα πού ἔζησε μαζί του. Εἶχε ἀποφασίσει ἐπίσης να μᾶς διηγηθεῖ τά κομμάτια τῆς ἱστορίας πού γνώριζε ἡ ἴδια, καί τά ὁποῖα ἔλειπαν ἀπό ἐκεῖνες τίς δίγλωσσες σημειώσεις. Ἔτσι κι ἀλλιῶς πρόσθεσε, «αὐτός πού τώρα δέν ἔχει ὄνομα, οὔτε φύλο οὔτε φυλή, παρελθόν ἤ μέλλον, αὐτός πού κάποτε λεγόταν Τσόρνιι Ντόν ἤ Ν ἤ ὅπως ἀλλιῶς, φαίνεται νά ’χει χαθεῖ ἀπό τόν κόσμο». Τήν παρακολουθούσαμε ἀμήχανοι καί ἔκπληκτοι, καθώς συμπλήρωνε: «Μπορεῖ νά μένει ἐδῶ, μπορεῖ κι ἀλλοῦ. Ὅποιος τόν ἤξερε δέν τόν γνωρίζει. Κι ὅποιος τόν γνώρισε μοιάζει νά τόν ἤξερε ἀπό πάντα. Μπορεῖ νά ζεῖ μέ κάθε τρόπο καί σέ κάθε κόσμο. Ἤ καί νά ’ναι ὁ κόσμος. Ὁ μικρός ὁ Μέγας».

10™ νατασα ζαχαροπουλου


1. Μάρτιος Τό πρῶτο ὄνειρο

χωματόδρομος μπροστά του, ἀλλοῦ βατός, ἀλλοῦ κακοτράχαλος. Μεγάλες πέτρες, μικρές, μέ σκληρές γωνίες, θραυσμένες ἀπότομα ἀπό τή δύναμη τοῦ καιροῦ. Ἀνηφόριζε μέ φόρα, σχεδόν τρέχοντας. Παρατηροῦσε τήν ἐλαφρά ἀνοδική κλίση καί συγχρόνως ἀποροῦσε πού ἡ ἀναπνοή του δέν κοβόταν, παρ’ ὅλη τήν ταχύτητα τοῦ βηματισμοῦ. Ὁ ὁρίζοντας ἔμοιαζε νά προβάλλει σέ φωτογραφικό κάδρο. Δεξιά κι ἀριστερά βουνοκορφές ἄτμιζαν ἕνα ὑπερβατικό μώβ–γαλάζιο στό ἀστραφτερό μπλέ τοῦ πρωϊνοῦ οὐρανοῦ. Στό κέντρο ἡ κορυφή τῶν Ἰμαλαΐων. Τό παγωμένο λευκό τοῦ χιονιοῦ χανόταν σέ κάποιες κοιλάδες, ἀρκετά χαμηλότερα ἀπ’ ἐκεῖ πού μποροῦσε νά διακρίνει. Ἐλαφρά ἀδημονία καί συγχρόνως βεβαιότητα ὅτι δέν θ’ ἀργοῦσε ἐπιτέλους νά φτάσει, τόν ἔκαναν νά νιώθει ὅπως ὁ Ἑρμῆς μέ τά λευκά φτεράκια στά λεπτά θεϊκά του πέλματα. Ξαφνικά ἀντιλήφθηκε ὅτι ἐκτός ἀπ’ αὐτόν δέν ὑπῆρχε ψυχή ζῶσα. Σταμάτησε ν’ ἀφουγκραστεῖ. Μόνον ὁ ἦχος ἀπό πετραδάκια πού κύλησαν πρός τά πίσω, μετακινημένα ἀπό τά μαλακά καλοκαιρινά του παπούτσια. Ποῦ εἶχε ἐξαφανιστεῖ ὁ ὁδηγός του; Γύρισε νά τόν βρεῖ. Δέν ὑπῆρχαν δέντρα, ἡ παραμικρή βλάστηση. Ποῦ στήν εὐχή κρύφτηκε; ἀναρωτήθηκε. Διέκρινε ἕνα μικρό κτίσμα, ἡ πρόσοψη τοῦ ὁποίου ἦταν τζαμένια. Ἕνα καταφύγιο φυτρωμένο στό κέντρο τῆς χωμάτινης διαδρομῆς. Πότε εἶχε ξαναπεράσει;… Εἶχε;… Δέν θυμόταν. Πῶς γίνεται νά μή θυμᾶται; Οὔτε ἑκατό μέτρα δέν τόν χώριζαν… Ἡ ὀξεία λάμψη ἀπό τό πρωϊνό φῶς πού ἀνακλοῦσε πάνω στή γυάλινη ἐπιφάνεια δέν τοῦ ἐπέτρεπε νά καλοξεχωρίσει τί ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

™11


ὑπῆρχε πίσω της, τί ἤ ποιός βρισκόταν μές στόν χῶρο, ἀλλά τοῦ φάνηκε πώς μιά ἀνθρώπινη φιγούρα στεκόταν ἐκεῖ, ἡ ὁποία μάλιστα τοῦ εἶχε σηκώσει τό χέρι της σ’ ἀποχαιρετισμό. Ὁ ὁδηγός του; Αὐτός πρέπει νά ’ταν. Ποιός ἄλλος; Εἶχε μείνει πίσω. Τόν φώναξε κι ἑτοιμάστηκε νά τρέξει πρός τό μέρος του, ἀλλά τά πόδια του μέναν καρφωμένα στό ἔδαφος. Στράφηκε ξανά μπροστά κι ἀντίκρισε τήν παγωμένη κορυφή. Δέσποζε ἡ ἄκρη τοῦ ὁρίζοντα. Τότε συνέβη κάτι περίεργο. Ἔμοιαζε σάν νά βρισκόταν πίσω ἀπό τό τζάμι τοῦ μικροῦ στενοῦ καταφυγίου, σάν νά ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ὁδηγός του πού ἔμεινε πίσω. Ταυτόχρονα ἦταν ὁ ὀρειβάτης στόν χωματόδρομο τοῦ ἐρημικοῦ ὀροπεδίου, καί παράλληλα κάποιος παρατηρητής τῶν ἄλλων δύο. Ἄν και ἀπομακρυσμένος, ἄκουσε πεντακάθαρα τόν ὁδηγό νά τοῦ λέει: «ἐδῶ εἶναι τό ἔσχατο σύνορο τοῦ κόσμου. Εἶσαι μόνος τώρα». Αἴνιγμα. Φοροῦσε ἕνα καλοκαιρινό παντελόνι, ἕνα μακώ μπλουζάκι κι ἀπό πάνω ἕνα λεπτό ὀρειβατικό μπουφάν. Τό σακίδιο πού κουβαλοῦσε στήν πλάτη ἦταν ἐλαφρύ. Δέν θυμόταν ἄν τό παγούρι εἶχε ἀρκετό νερό. Σίγουρα δέν εἶχε φακό. Οὔτε σκηνή. Δέν μετέφερε ὁτιδήποτε πού νά τοῦ ἐξασφάλιζε τήν ἐπιβίωσή του σ’ ἕναν τόπο τόσο ἀφιλόξενο ὅσο ἄρχιζε νά συνειδητοποιεῖ, δίχως νά τόν τρομάζει, γιατί ἦταν βέβαιος πώς τό νά φτάσει στό Ἔβερεστ ἦταν θέμα λίγων ἡμερῶν. Ἀλλά οὔτε ὁ χρόνος τόν ἀπασχολοῦσε. Ξαφνικά ὁ ὁδηγός χάθηκε ἔτσι ὅπως συνήθως χάνονται οἱ ἐντυπώσεις. Χωρίς νά στραφεῖ πρός τά πίσω ἐξακολουθοῦσε νά βλέπει τήν τζαμένια πρόσοψη τοῦ καταφυγίου, ἔχοντας τήν αἴσθηση τοῦ ἄδειου μισοσκότεινου χώρου, ἀλλά καί τοῦ ἑαυτοῦ του στόν παντέρημο χωματόδρομο. Βαθιά γαλήνιος. Ὅλα εἶχαν μείνει πίσω. Δέν ὑπῆρχε γυρισμός, οὔτε ἐπιλογή. Καθώς προχωροῦσε πρός τήν κορυφή δέν ξεχώριζε τόν ἑαυτό του ἀπό τό φωτεινό λευκό τό ὁποῖο δέν μποροῦσε πιά νά περιγράψει. 12™ νατασα ζαχαροπουλου


• Ἄνοιξε τά μάτια του ἀργά. Γιά λίγο δέν ἤξερε ποῦ βρισκόταν. Ἄρχισε νά κινεῖ τά χέρια του ἁπαλά. Ψηλάφησε τό σῶμα του, κι ὕστερα ἡ παλάμη του μηχανικά κινήθηκε πρός τή μικρή λάμπα τοῦ κομοδίνου του. Δέν τήν ἄναψε γιά νά μή ξυπνήσει τή γυναίκα πού κοιμόταν δίπλα του. Ἴσως ὀνειρεύτηκα τό θάνατό μου σκέφτηκε καί πετάχτηκε ἀλαφιασμένος, ἐνῶ συγχρόνως ἔνιωθε νά παραλύει ὁλόκληρος. Δέν ἤθελε νά πεθάνει. Ὄχι… Μέ τίποτα δέν ἤθελε! Ἀναζήτησε τό ρολόϊ, ἀλλά βρισκόταν ἀπό τή μεριά της. Τό σκοτάδι ἦταν πυκνό στό δωμάτιο, ὅμως ἔνιωθε πώς καθετί ἐκεῖ μέσα εἶχε παράξενα ζωντανέψει. Τρόμαξε. Τό μυαλό του προσπαθοῦσε νά πιαστεῖ ἀπό κάπου. Ἅρπαξε τό προσκεφάλι καί τό ζούληξε θέλοντας νά οὐρ­ λιάξει. Ἀφή καί ὑφή τῆς ὕφανσης στό μαξιλάρι, στά σεντόνια, στό πουπουλένιο πάπλωμα παραδόξως γίναν ἕνα, πράγμα πού τόν τρομοκράτησε ἀκόμη περισσότερο. Σηκώθηκε καί πάτησε τά πόδια του στό πάτωμα. Οἱ πατοῦσες του, οἱ ξύλινες σανίδες τοῦ δαπέδου–ἴδια αἴσθηση, ἕνα. Ἔτσι εἶναι ὁ θάνατος; Μόνο τήν καρδιά του ἄκουγε νά σφυροκοπάει σ’ ὅλο του τό κορμί. Φοβόταν πώς θα σπάσει. Ποτέ δεν ἦταν πιό μόνος. Κι ὅμως καί μέσα στό φόβο ὑπῆρχε μιά πληρότητα. Τό σῶμα, τό μυαλό, τά συναισθήματα εἶχαν συγκεντρωθεῖ στόν ἴδιο τόπο. Παρ’ ὅλ’ αὐτά ἐξακολουθοῦσε νά γλιστράει στόν τρόμο, τόσο πού νά γίνει ὁ τρόμος–Ντόν. Ἀκόμα καί μέσα στήν καρδιά τῆς δίνης ἤθελε καί παρακαλοῦσε νά μείνει ὁ ἑαυτός πού ἤξερε. Ἄν καί πλήρης, κάποιο κομμάτι του θά ’χανε, καί δέν ἤθελε νά χάσει κανένα. «Μήν ἀντιστέκεσαι!» ἄκουσε μιά φωνή. «Παραδώσου!». «Παραδώσου!». Ποιός τοῦ μιλοῦσε; Ἦταν διαταγή. Ἀφέθηκε νά παρασυρθεῖ στήν ἀχανή ρουφήχτρα τῆς καταπτόησης καί τοῦ πανικοῦ. Τό σῶμα του ἔγειρε πίσω. Ἔπεφτε χάνοντας πιά τήν αἴσθηση τοῦ σώματός του καί μαζί τοῦ χρόνου. Καμιά συνείδηση πόσο ἔμεινε ἔτσι… Ἀπό τό κενό ἀνάμεσα ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

™13


στίς πτυχώσεις τῆς κουρτίνας καί τό πάτωμα, τό μαρτιάτικο φῶς ὅρμησε στά βλέφαρά του. Δέν εἶχε ξαναδεῖ ποτέ ἔτσι τό φῶς. Ὀσφράνθηκε τή μυρωδιά τοῦ χώρου. Λεπτό ἄρωμα βελανιδιᾶς καί πεύκου. Τόσο λεπτό ὅπως ἄν τό φανταζόταν. Ἡ ὄσφρησή του δέν ἦταν ποτέ ὥς τώρα ἡ πιό ἀναπτυγμένη του αἴσθηση. Ἴσως τά χιλιάδες τσιγάρα, μπορεῖ καί τά βαριά ποῦρα… Ὅμως τώρα εἶχε ἀνοίξει μιά ξεχασμένη ἀρχαία δίοδος. Ἀνεπαίσθητες μυρωδιές, ἕνα ρυάκι ἀπό ἀρώματα τοῦ ξύλου κυλοῦσε ὥς αὐτόν. Ὄχι μόνο ἡ εὐωδιά ἀλλά καί ἡ ἱστορία τοῦ δέντρου ἀπό τήν ἀπαρχή τῆς ρίζας μέχρι τήν πτώση τοῦ ὥριμου καρποῦ. Ἡ ἱστορία τους ἱστορία του. Τά δικά τους κύτταρα τοῦ τή διηγιόνταν στό δικό του σῶμα. Ἡ φωνή τους φωνή του. Οἱ κύκλοι τῶν κορμῶν, ἡ σοφία αὐτῶν τῶν ἡλικιακῶν κύκλων τοῦ μετέφεραν τά ταξίδια τῶν σπόρων μέ τούς ἀνέμους, τό κατρακύλισμα στά βουνίσια λαγκάδια, τό ρίζωμα, τή δύναμη γιά νά φανεῖς στήν ἐπιφάνεια τοῦ κόσμου. Κι ἔπειτα τόν πόνο τῆς ἀπόσχισης, τῆς ἀποκοπῆς-μεγάλα ἠλεκτρικά πριόνια. Θά μποροῦσαν βέβαια νά ὑπῆρχαν ἀπό πάντα στό νοῦ του αὐτές οἱ πρωτόγνωρες συναισθήσεις, πού ἐκεῖνο τό πρωϊνό ξύπνημα τοῦ ἀποκάλυπτε. Ἀδυνατοῦσε νά κάνει τό παραμικρό. Οὔτε νά ἑρμηνεύσει οὔτε νά ἐπέμβει. Ἀμήχανος. Ἔμενε θαυμάζοντας ὅ,τι συνέβαινε, φοβισμένος μήπως ἡ παραμικρή κίνηση γινόταν αἰτία νά χαθοῦν ὅλα. Ἡ Μάργκοτ εἶχε σηκωθεῖ. Ἅπλωσε μαλακά τό χέρι του στό μαξιλάρι της, κι ἦταν σάν νά μή τό μετέθεσε καθόλου, ὅμως τά δάχτυλά του λές ἀνακίνησαν τήν εὐωδιά τῶν μαλλιῶν της. Κάτι ἀπό σάνταλο. Ἡ φευγαλέα μυρωδιά ὑγροῦ ἁλατιοῦ μέ τή στυφάδα τῆς πίκρας. Ἡ ζωή της ζωή του. Ἦταν δυνατόν να ὀσφραίνεται τήν ἱστορία τῆς Μάργκοτ; Θά τόν περίμενε στή μικρή κουζίνα σκέφτηκε, καί σηκώθηκε ἀργά. Δέν γινόταν νά βιάζεται. Δέν μποροῦσε νά βιάζεται. Οἱ κινήσεις του ὑπάκουγαν σ’ ἑναν ἄλλον ρυθμό. Μπροστά στά μάτια του, κάτω ἀπό τά πέλματά του ὁ δύσβατος χωματόδρομος, τά Ἰμαλάϊα. 14™ νατασα ζαχαροπουλου


2. Πραγματικότητες

Κ

ρατήθηκε ἀπό τήν ντουλάπα νά μή πέσει. Αὐτή ἡ ἐνστικτώδης κίνηση κλόνισε περισσότερο τήν ἰσορροπία του. Ἐκεῖ πού ἦταν σίγουρος γιά τή στέρεη ἐπιφάνεια, ἡ παλάμη του ὀλίσθησε βαθύτερα. Κοίταξε μέ ἀβεβαιότητα γύρω. Ἔμοιαζε πώς βρισκόταν μέσα σ’ ἕναν κόσμο, ἀντίγραφο τοῦ κόσμου πού πίστευε ὅτι γνώριζε ὡς πραγματικό. Ὅλα διατηροῦσαν τά σχήματα καί τίς διαστάσεις τους, ἀλλά ὅλα ἦσαν διαφορετικά. Ὁ ἴδιος σέ ποιό ὄνειρο ἀκριβῶς βρισκόταν; Προσπαθοῦσε νά ἀποκωδικοποιήσει αὐτό πού συνέβαινε, χωρίς ἀποτέλεσμα. Δέν φοβόταν πιά. Εἶχε χαθεῖ καί ἡ αἴσθηση τοῦ παράξενου. Κατάφερε νά κινηθεῖ ἀργά. Προχώρησε στό σκοτεινό διάδρομο. Ἡ πόρτα στήν ἄλλη του ἄκρη ἦταν κλειστή. Τήν ἄνοιξε ἀλλά δέν εἶδε τή Μάργκοτ πουθενά. Ἴσως εἶχε βγεῖ. Ἔφτιαξε τσάϊ νά τό βρεῖ ἕτοιμο, καί βγῆκε, ὑπέθεσε. Καλλίτερα μόνος του πρός τό παρόν. Ν’ ἀφομοιώσει τίς ἐντυπώσεις τοῦ ὀνείρου, κι ὅλες τις καινούργιες αἰσθήσεις. Ἔνιωθε πώς ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας ἄλλος ἄνθρωπος μέσα στόν ἄνθρωπο πού γνώριζε ὡς ἑαυτό του. Ἀναγνώρισε ὅτι τό ὄνειρο ἦταν κάτι περισσότερο ἀπό ὄνειρο. Τοῦ φαινόταν πώς μετεωριζόταν πάνω ἀπό ἕνα χάσμα. Τό ἐκεῖ τοῦ ὀνείρου καί τό ἐδῶ τῆς αἰώρησης. Τό ἐκεῖ τῶν Ἰμαλαΐων καί τό ἐδῶ τοῦ μικροῦ διαμερίσματος στήν παραλιακή λωρίδα τοῦ Σότσι, ὅπου ἡ φροντίδα τῆς Μάργκοτ ξεχείλιζε ἀπό παντοῦ. Κι ὄχι γιά τό σπίτι τόσο ὅσο γιά τόν ἴδιον. Ἀποφάσισε νά καθυστερήσει τό σερβίρισμα τοῦ τσαγιοῦ. Δέν ἦταν σίγουρος ὅτι ἤθελε ἀκόμη τό βαρύ καφτό ὑγρό. Προτιμοῦσε νά μείνει μέ τήν ἀσυνήθιστη νυχτερινή του ἐμπειρία. Ἐπιθύμησε νά κάνει ἕνα μπάνιο. Ἔφτασε μέχρι τήν τουαλέττα. Ἀνάβοντας τό φῶς τόν ξάφνιασε τό εἴδωλό του στόν καθρέφτη. Εἶχε εἴδωλο, νά πάρει!, ἦταν ἐδῶ! ΤίποΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

™15


τα καινούργιο–καμιά ἀλλαγή πάνω του. Ἐκτός ἀπό τά μάτια του. Αὐτά εἶχαν κάτι πού δέν μποροῦσε ν’ ἀναγνωρίσει, ἀλλ’ ὅμως τοῦ γεννοῦσε ἕνα καινούργιο ἄγνωστο και μαζί οἰκεῖο συναίσθημα, γιά τό ὁποῖο ἔψαχνε λέξη νά τ’ ὀνομάσει. Παρέμεινε κάνοντας κινήσεις καί γκριμάτσες στόν ἑαυτό του. Ὕστερα ἄνοιξε τό ντούς καί χώθηκε ἀπό κάτω. Τό μεγάλο στρογγυλό στόμιο ἐξόδου ἄφηνε τό νερό νά τόν περιλούζει. Ἦταν παγωμένο κι ἦταν Μάρτης ἀκόμα, ἀλλά δέν τόν πείραξε. Καί πάλι συνέβη τό ἴδιο. Αὐτός ἦταν τό νερό–κυλοῦσε. Ἦταν σταγόνα, λίμνη, ποτάμι ὠκεανός. Κίνηση στήν ἀκινησία. Κύλαγε, δίχως νά τόν νοιάζει, ἀνάμεσα σέ πέτρες, φυτά, δέντρα, πλάσματα τῆς διαθλασμένης ἐπιφάνειας καί τοῦ σκοτεινοῦ βυθοῦ, κι ὅλα ἦσαν ζωντανά. Ξάφνου φοβήθηκε μήπως κάτι τόν ρουφήξει. Ἄρχισε νά κρυώνει. Μιά παγωνιά τρομακτική ἁπλωνόταν στίς ρίζες τῶν αἰσθήσεών του. Ἀπό κάτι ἀποκοβόταν… Συρρικνωνόταν. Ναί, ἦταν σίγουρος. Ὥς πόσο θά ἐλαττωνόταν; Ποῦ θά ’φτανε; «Παραδώσου!» τοῦ φάνηκε πώς ἀκούστηκε πάλι. Πίεσε τόν ἑαυτό του προκειμένου νά ξαναβρεῖ τίς γνωστές του διαστάσεις: αὐτό τό ψηλό λεπτό σῶμα πού, ὥς πρόσφατα, εἶχε τήν ἐντύπωση ὅτι αὐτό ἦταν ὅλος κι ὅλος. Κοίταξε τά χέρια, τίς φλέβες πού διαγράφονταν σάν γαλάζιοι σπάγγοι κάτω ἀπό τό διάφανο σταρένιο δέρμα. Ἔβλεπε μέ ἀπίστευτη εὐκρίνεια τούς πόρους ν’ ἀνοιγοκλείνουν ἀναπνέοντας. Ἄκουγε τό βόμβο τοῦ αἵματος, ἔνιωθε τίς συσπάσεις τῶν σπλάγχνων. Αἰσθανόταν τίς δεκάδες ἀναπηδήσεις τῶν νεύρων, τῶν μυῶν στ’ ἀκροδάκτυλα τῶν ποδιῶν, στήν πλάτη, παντοῦ. Αὐτό τό ἀντρικό κορμί μέ τήν εὔρωστη ἀνάπτυξη, τό ὁποῖο βρισκόταν στή φάση τῆς πλήρους ὡριμότητάς του, ἔμοιαζε τώρα μέ ροῦχο σέ πολύ μικρότερο νούμερο, πού προσπαθοῦσε με δυσκολία να φορέσει. Νόμιζε πώς ἦταν ἕτοιμος νά σωριαστεῖ. Κάνοντας ἕνα δειλό βῆμα ἔξω ἀπό τό περβάζι τῆς ντουζιέρας, δοκίμασε τή συμπάγεια τοῦ δαπέδου. Τουρτουρίζοντας 16™ νατασα ζαχαροπουλου


πάτησε κάτω. Ἀλλά αὐτοί οἱ σπασμοί τόν ἔφεραν ταχύτερα μές στό ἀνήμπορο σῶμα. Κατέβαλε κόπο γιά νά φτάσει τήν πετσέτα πού κρεμόταν ἀπό ἕναν μεταλλικό κρίκο. Χρειαζόταν κάτι στεγνό καί ζεστό. Οἱ δεκάδες χιλιάδες θηλιές τοῦ νήματος τόν τύλιξαν. Θηλιές τώρα νεκρές, φτιαγμένες ἀπό ὑλικό κάποτε παρόμοια ζωντανό μ’ αὐτόν. Κι ὅμως, παρ’ ὅλη τή νεκρότητα, ὅπως τή χαρακτήριζε ὁ Ντόν, αὐτή τή στιγμή τό μπουρνούζι μέ τήν ἀπορροφητικότητα καί τή ζέστη του χάριζε στό σμικρυμένο του ἑαυτό τήν αἴσθηση ὅτι ἦταν ζωντανός. Νεκρότητα ἄραγε ἤ μετατροπή; προβληματίστηκε. Ἔβγαλε ἕνα μεταξωτό κιμονό, πού τοῦ ’χε στείλει κάποιος φίλος ἀπό ἕνα ταξίδι του στή Σάνγκ–Xάϊ. Παλιός φίλος καί συνάδελφος. Τό βαθύ γαλάζιο σχεδόν οὐρανί ὕφασμα ξεδιπλώθηκε γλιστρώντας, γυαλίζοντας στό ἠλεκτρικό φῶς τῶν λαμπτήρων. Τό φόρεσε μέ αἴσθηση ἀνακούφισης. Καθώς ἑτοιμάστηκε νά βγεῖ κλείνοντας τό φῶς καί τήν πόρτα πίσω του, κοίταξε τούς ὑδρατμούς πού κυλοῦσαν στήν κουρτίνα τοῦ μπάνιου, στίς ψηφίδες τῶν πλακιδίων, στά μάγουλά του ἀπό τίς τοῦφες τῶν μακριῶν, γιά καιρό ἀκούρευτων, μαλλιῶν του. Κάπως ἔτσι εἶχε γλιστρήσει κι εἶχε ἐξατμιστεῖ ἀπ’ τή ζωή του ἐκεῖνος ὁ φίλος… Ἡ Μάργκοτ δέν εἶχε ἐπιστρέψει ἀκόμα. Οὔτε σημείωμα δέν τοῦ ’χε ἀφήσει, πράγμα περίεργο. Δέν τό συνήθιζε. Ἦταν μέχρι ἔσχατης λεπτομέρειας διευκρινιστική στίς ἀναφορές της. Ἴσως κατέβηκε γιά ἕνα πέρασμα ἀπό τήν ἀκροθαλασσιά. Κάθε φορά πού θύμωνε ἡ Μαύρη Θάλασσα κι ἀνταριαζόταν βγαίνοντας ἀρκετά μέτρα ἔξω στήν ἀκτή, τῆς ἔφερνε σκόρπιες μνῆμες ἀπ’ τόν ὠκεανό τῆς πατρίδας της. Πῆγε στήν κουζίνα καί εἶδε τό τηγάνι σκεπασμένο πάνω στό μάτι. Θά τοῦ εἶχε ἤδη ἕτοιμο τό πρωϊνό, σκέφτηκε. Τό ρώσικο ψωμί γεμισμένο μέ τυρί, ψημένο χωρίς λάδι, ὅπως τοῦ ἄρεσε. Σφύριξε ἕνα σύντομο σκοπό, καθώς μετέφερε τίς ζεστές φέτες ἀπό τόν ξύλινο πάγκο. Τά μαχαιροπήρουνα, δίπλα ἡ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

™17


λευκή λινή πετσέτα, ὅλα μέ τάξη πάνω στόν δίσκο σερβιρίσματος. Δέν θά πρέπει νά λείπει κι ἀρκετή ὥρα κατέληξε. Ἡ θέρμηΔυό τοῦ φαγητοῦ πέρασε μέσαἀπόσταση του. Σάν νάλίγων ἐξομοιώθηκε ὄνειρα μέ χρονική ἡμερῶνἡ τό θερμοκρασία του μέ τή θερμοκρασία τῆς τροφῆς, τά ἀπαραίἕνα ἀπό τό ἄλλο στίς ἀρχές Μαρτίου τοῦ ‘09 γίνονται τητα γιά τό σῶμα ζωντανά συστατικά. ἀφορμή ν’ ἀναποδογυρίσουν τά πάντα στή ζωή τοῦ Ντόν «Ζωντανά!;…» εἰρωνεύτηκε μονολογώντας. Πῶς μποκαί τῆς Μάργκοτ. Χάρη σ’ αὐτά ὁ κεντρικός ἥρωας ἀποροῦσε νά ’ναι ζωντανό τό ψημένο στάρι, τό ἐπεξεργασμένο φασίζει ἕνα ταξίδι, ὁποῖο ἐξελίσσεται ἀπρόβλεπτα. βιομηχανικά τυρί; Πῶςτό περίμενε νά εἶναι ὑγιής καταναλώνοντας νεκρές ἴνες, διογκωτικά, χημικά πρόσθετα, ὑποκατάὁ Τσόρνιι Τί θά σηματοδοτήσει σταταΠοιός γεύσηςεἶναι καί πλῆθος χημικάΝτόν; συντηρητικά; γι’ αὐτόν γνωριμία του μ’ ἕναν λύκο, καίεἶδος μ’ἕναν Ἔβαλε τήνἡπρώτη μπουκιά στό στόμα του,ὅπως κι ἕνα ἀπροσδιορίστου ἡλικίας ἄγνωστοκοιλότητα ἄντρα στάἐξουδετεπυκνά δάἀναισθησίας ἁπλώθηκε στή στοματική ση τοῦ κάθε Καυκάσου; Θά καταφέρει νά βρεῖ ρώνοντας γεύση. Ξαφνικά δέν μποροῦσε νά ἀπαντήσεις μασήσει. στά ἐρωτήματα πούτίς τόνγνάθους. καῖνε; Πῶς θά καί ἐξελιχτεῖ ἡ ζωή Ἀδυνατοῦσε νά κινήσει Ἀκόμα ἡ γλώσσα τουτου δένἀπό στριφογύριζε, δέν πλάταινε, δέν φούσκωνε τρίβοτήν περιπέτειά του καί μετά; ντας τό λάγνο εὐλύγιστό της δέμας πάνω στά δόντια, ὅπως συνήθως συνέβαινε κατά τή μάσηση. Ἀπ’ ὅσα περιέχονταν στό στόμα του τίποτα δέν ὑπάκουγε στό μυαλό του. Λές κι ἡ νέκρα τῆς τροφῆς μεταδόθηκε ὅπως μιά νόΣτό μυθιστόρημα «Πρόσωπα στόἐξαπλώνεται νερό» ἡ συγγραφέσος. ας παρακολουθεῖ τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ὥσπου νά Καινούργια πλημμυρίδα φόβου. «Μήπως ἔπαθα ἐγκεφακατακτήσει τήν ἀληθινή του ταυτότητα. Ἔτσι τό βιβλίο λικό;» ἀναρωτήθηκε ἀνάμεσα σέ χιλιάδες σκέψεις πού τόν αὐτό θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ καί ὡς φυσική συνέχεια κατέκλυζαν, καθώς προσπαθοῦσε νά κατανοήσει τήν πραγτοῦ προηγουμένου τῆς Ν.Ζ.: «Ἡ ζωή εἶναι ἐδῶ». ματικότητα τοῦ κορμιοῦ του. Εἶχε ἀπομείνει στήν ἴδια θέση ἀκίνητος, ὅπως τό θήραμα πού ἀντιλαμβάνεται τό θηρευτή του καί παγώνει. Ὁ νοῦς του ἐργαζόταν πυρεττωδῶς, προσπαθώντας καί πάλι νά βρεῖ κάτι γνωστό νά κρατηθεῖ. Πίστευε πώς τό κορμί του ἦταν μυαλό του καί τό μυαλό του σῶμα. Πώς αὐτός ὅλο κι ὅλο ἦταν ὁ νοῦς καί τό σῶμα. Ἀλλά ISBNκι 978-960-564-058-3 Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σστεκόταν παγωμένος γιά μιάν ἀκόμη φορά ἀνίκανος νά ο σ ε λ ότ ο ς κινηθεῖ, τρομοκρατημένος. Βαθιά στό βαθύ πηγάδι τῆς ὕπαρξής του… «Καλλίτερα πού λείπει» παραδέχτηκε. Ἔτσι κι ἀλλιῶς αὐτό πού τοῦΚΕΝΤΡΙΚΗ συνέβηΔΙΑΘΕΣΗ δέν θά: μποροῦσε νά τό μοιραστεῖ μαζί της, μέ μόνη του55, βοήθεια τίς ἁπλές λέξεις πού γνώριζε. Ἄλλωστε Βατάτζη 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108, 210 6431137

E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com

www. ocelotos. gr 18™ νατασα ζαχαροπουλου


ὥς τώρα δέν τῆς εἶχε ἀνοίξει κανένα παραθυρόφυλλο, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες, ἀνώδυνες κι ὄχι καί τόσο προσωπικές λεπτομέρειες τῆς ζωῆς του, οἱ ὁποῖες κατάφερναν νά διατηροῦν ἕνα εἶδος ἐμπιστοσύνης μεταξύ τους. Ἄν γιά κάτι φρόντιζε, ἦταν νά τῆς δείχνει πώς ἄξιζε νά συγκατοικεῖ μαζί του. Ὅταν κατέληξε νά μείνει σ’ αὐτήν τήν πόλη, διαισθάνθηκε πώς ἡ ἐπιλογή της δέν ἦταν τυχαία. Ἄν καί πάντα ἦταν συγκεντρωτικός καί φρόντιζε μ’ ἐξαντλητική ἀκρίβεια ὁ,τιδήποτε μέ τό ὁποῖο καταπιανόταν ἤ σχεδίαζε, γιά πρώτη φορά ἀποφάσισε νά μή κοσκινίσει τά πράγματα. Ὡστόσο, αὐτή τή στιγμή ἐξακολουθοῦσε νά μή μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει τήν κατάσταση πού ἀπό συνήθεια ὀνόμαζε «ὄνειρο». Ἐξ αἰτίας του πάντως ἀναγνώριζε πώς τά μυστικά, πού τόν καταδίωκαν καί πού πολλές φορές δέν τόν ἄφηναν μερόνυχτα νά κλείσει μάτι, δέν εἶχαν πλέον δύναμη. Ἀντίθετα μάλιστα, ἔνιωσε γιά πρώτη, ἐπίσης, φορά μέσα στά τελευταῖα σχεδόν δυό χρόνια πού ζοῦσε ἐδῶ, πώς θά μποροῦσε ν’ ἀνέβει στό βουνό, ὄχι για μιάν ὀλιγοήμερη ἐκδρομή στίς πιό ὀρεινές ἐπαρχίες, ἀλλά γιά νά μείνει. Το μεταξωτό ροῦχο εἶχε κρατήσει τή ζέστη τοῦ κορμιοῦ του. Τό χρῶμα τοῦ κιμονό ἔκανε τό δέρμα τοῦ Ντόν νά φαίνεται πιό χλωμό. Καθώς τό παρατηροῦσε διέκρινε τό φῶς τῆς λεπτοϋφασμένης του ὑφῆς. Οἱ ἁπαλές ταλαντώσεις τοῦ ἀέρινου ὑφάσματος τόν ἔφεραν στό παρόν. Σ’ αὐτό τό πρωϊνό τοῦ Μάρτη πού φαινόταν νά ἐξημερώνει τή ζωή του μέ ἄνοιξη καί φῶς. Ἴσως τό ὄνειρο νά ’ταν ἀκριβῶς τό ἔναυσμα γι’ αὐτό. Κι ἁπλῶς, ὅπως συνήθως ἀναμειγνύονται ὅλα μές στό ὑποσυνείδητο, βιωμένες πραγματικότητες, μύθοι καί συμβολισμοί, «μᾶλλον μπερδεύω τόν Καύκασο μέ τά Ἰμαλάϊα» σκέφτηκε.

ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΟ ΝΕΡΟ

™19


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.