Τιτλος: Στο τέλος έρχεται ο λογαριασμός Συγγραφεασ: Άγγελος Παπαηλίας
Art Designer (εξωφυλλο): Soulis Χ. Κωνσταντινίδης Επιμέλεια κειμένων: Όλγα Παλαμήδη
Πρώτη έκδοση: Αθήνα, 2010 Σειρα: Ελληνική λογοτεχνία [1358]1010/05 ISBN 978-960-9499-16-3
Copyright© 2010 Άγγελος Παπαηλίας
e-mail: info@angelospapailias.gr www.angelospapailias.gr
Η γενική επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ο σ ε λ ότ ο ς e-mail: ocelotos@otenet. gr ΕΚΔΟΣΕΙΣ
•
www. ocelotos. gr
Βασισμένο στα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα που συγκλόνισαν τη χώρα από το 1943 έως τις μέρες μας
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
στη Μαρί στον Γιάννη στη Χριστιάννα
ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΑΣ ΠΟΥΜΕ …
«Π
ρέπει “κάτι” να δώσεις…» μου έλεγε ξανά και ξανά ο πολυπράγμων φίλος μου. Τώρα, τι ήταν αυτό το «κάτι» ποτέ του δεν το διευκρίνισε. Μου το πέταγε όπως του ’ρχόταν στον εγκέφαλο και μετά με άφηνε μόνο μου να βγάλω τα «κάστανα» από τη φωτιά. Ωστόσο, το ερώτημα παρέμενε μέσα μου, επίκαιρο και ζωντανό, «έτοιμο να βγει στον αέρα». Προς το παρόν, όμως, θα το ακούμπαγα στην άκρη του μυαλού μου, αφήνοντάς το να ωριμάσει, όπως ο καρπός πάνω στο δέντρο και όταν οι συνθήκες θα ήταν κατάλληλες, θα το έβγαζα στην επιφάνεια. Γιατί, διάολε, δεν θα ξόδευα τη ζωή μου ή μέρος αυτής, για να λύσω αυτόν τον γρίφο. Είχα κι άλλα πράγματα να κάνω στην ιδιαίτερα έντονη από πλευράς ενδιαφέροντος ζωή μου. Να, όπως αίφνης, να γράψω ένα βιβλίο ή να γυρίσω μια ταινία γύρω από τους διάφορους κακοποιούς της επικράτειας, ή να αναφερθώ σε κάποιο ανθρώπινο δράμα. Και, βέβαια, όταν αναφέρομαι στους κακοποιούς αυτούς, δεν εννοώ τους με την κλασική έννοια κακοποιούς, που ’χαν διαπράξει κάποιο ποινικό αδίκημα οιασδήποτε μορφής και οδηγούνταν στις φυλακές, προκειμένου η πολιτεία να τους «σωφρονίσει»… αλλά στους άλλους «κακοποιούς», που η κοινωνία τούς πλήρωνε, για να διαπράττουν το «κακοποιό» τους έργο! Βέβαια, σ το βιβλίο αυτό που σκέφτομαι να γράψω, θα αναφερθώ στο ποσοστό εκείνο που ήταν και είναι επίορκο και που ασφαλώς δεν είναι το σύνολο των εργαζομένων αλλά
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
9
η μειοψηφία. Μια μειοψηφία όμως αρκετή για να κάνει τη ζημιά στη χώρα και στους πολίτες της. Προτού αρχίσω να το ξετυλίγω μέσα μου, για να το απλώσω πάνω στις άψυχες κόλλες του λευκού χαρτιού, καλό θα είναι να βάλω μια τάξη στο σύνηθες άναρχο μυαλό μου, που πολλές φορές το μπερδεύω στην προσπάθειά μου να τα πω «όλα»! Λοιπόν, θ’ αρχίσω το βιβλίο μου εκεί, στα μέσα της δεκαετίας του ’40-’50, όπου η πολιτική κατάσταση στη χώρα ήταν αρκετά ρευστή, ταραγμένη και ύποπτη. Ύποπτη, διότι με το παραμικρό ολίσθημα μπορούσες να μπλέξεις και να βρεθείς σε κάποιο μπουντρούμι της Ασφάλειας ή σε κάποιο ξερονήσι της επικράτειας, να κάνεις «διακοπές παντός καιρού». Η δεξιά παράταξη που κυβερνούσε εκείνα τα δύσκολα χρόνια, διψούσε για αίμα. Αν ήταν αίμα αθώων –και κάποιες φορές, ίσως … να ήταν– δεν την ένοιαζε. Της αρκούσε αυτό που θα χυνόταν στους δρόμους να είχε χρώμα «κόκκινο»!
Θα δημοσιεύσω λοιπόν, μια επιστολή στο διαδίκτυο αλλά και στον Τύπο, προσκαλώντας διάφορους πολίτες που έχουν υποστεί κάθε είδους κακοποίηση από επίορκους δημόσιους λειτουργούς, να το καταθέσουν δημόσια. Προς τούτο, θα διοργανώσω συνεδρίες, όπως οι αλκοολικοί, όπου συναθροίζονται και εκμυστηρεύονται ανοιχτά και χωρίς αναστολές το πάθος τους, για να μπορέσουν στη συνέχεια να το ξεπεράσουν. Οι κακοποιηθέντες από τους δημόσιους λειτουργούς πολίτες, που θα θελήσουν να καταθέσουν δημόσια τη μαρτυρία τους, είναι η μια εκδοχή της ιστορίας του βιβλίου που πρόκειται να γράψω, γιατί υπάρχει και η δεύτερη. Δηλαδή, τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν τις ομάδες, όπως και τις ιστορίες τους, να μην είναι πραγματικά, αλλά φανταστικά, επινοημένα από 10
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΗΛΙΑΣ
εμένα, τον συγγραφέα τους, προκειμένου να πω αυτά που θέλω μέσα από το φαντασιοϊστόρημα που πρόκειται να διηγηθώ. Ωστόσο, αυτό δεν προτίθεμαι να το ξεκαθαρίσω… Ο αναγνώστης ξεφυλλίζοντας τις σελίδες του βιβλίου, ας αποφασίσει κατά την κρίση του, ποια από τα πρόσωπα και τα γεγονότα του μυθιστορήματος είναι πραγματικά και ποια είναι επινόηση του συγγραφέα!
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
11
Η ΕΠΙΝΟΗΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΙΖΕΙ ΜΠΟΡΕΙ ΟΜΩΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ!
Γ
εννήθηκα στα Μέγαρα, μια επαρχία της Αττικής με πλούσια προϊστορία στα γράμματα και στην επιστήμη κατά τη διάρκεια των αρχαίων χρόνων. Μια επαρχία, που όχι μόνο ίδρυσε το Βυζάντιο, αλλά πήρε και ενεργά μέρος στον Πελοποννησιακό Πόλεμο μαζί με τις άλλες τότε πόλειςκράτη. Μεγάλωσα στην Κυψέλη, μια συνοικία κόσμημα της Αθήνας, που προσπάθησε, μάταια όμως, ν’ αντισταθεί στην «περίφημη» ανοικοδόμηση της Δεξιάς και του τότε εμπνευστή της πρωθυπουργού, που τη μετέτρεψε από ανθρώπινη πόλη σε κολαστήριο! Κυψέλη! Μια συνοικία που αντιστάθηκε, όσο μπορούσε, στην ισοπέδωση του τσιμέντου, των εργολάβων της αντιπαροχής, της ρεμούλας, της εκμετάλλευσης και της αρπαχτής! Μια συνοικία, όπου οι όμορφες μονοκατοικίες της ξεχώριζαν με τις γεμάτες αυλές και τα μπαλκόνια τους με τα παντός είδους λουλούδια που μοσχοβόλαγαν στην ατμόσφαιρα, όπως γιασεμί, αγιόκλημα, τριανταφυλλιές, περικοκλάδες ή κληματαριές, αλλά και με τις έντονες μυρωδιές από το φρέσκο καθημερινό σπιτικό φαγητό, που μαζί με αρκετά νεοκλασικά κτίρια-κατοικίες έδιναν το σήμα κατατεθέν της συνοικίας, αλλά και φανέρωναν την ανθρώπινη ανάγκη για την ποιότητα της ζωής των κατοίκων της. Τα «παράνομα» ζευγαράκια που κρατιόντουσαν δειλά από το χέρι, μόλις άρχιζε το σούρουπο, έδιναν μια άλλη νότα, έτσι όπως σεργιάνιζαν στους χωμάτινους αλλά πάντα καθαρούς δρόμους αυτής της συνοικίας, αφού
12
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΗΛΙΑΣ
οι κάτοικοι, άνδρες και γυναίκες, ιδιαίτερα οι νοικοκυρές, φρόντιζαν να τους κρατάνε καθαρούς, ώστε να μπορούν να βγάλουν τις καρέκλες ή τα ξύλινα σκαμνιά τους έξω από τις πόρτες τους, για να χαζέψουν τους περαστικούς, κάνοντας βέβαια τα απαραίτητα δικά τους σχόλια… για το ποιος, πού και πώς; του κάθε Κυψελιώτη ή Κυψελιώτισσας, ή του κάθε περαστικού, αλλά ιδιαίτερα το πώς, πού και ποιος για το κάθε «παράνομο» ζευγαράκι που σεργιάνιζε στους καταβρεγμένους με το ποτιστήρι χωμάτινους δρόμους αυτής της πανέμορφης συνοικίας. Τα φορτωμένα γαϊδουράκια ή οι σούστες με τα λαχανικά ή φρούτα των πλανόδιων μανάβηδων, που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, ήταν άλλη μια ευχάριστη νότα, που έπαιζε στους δρόμους της Άνω, Νέας και... παλιάς Κυψέλης. Όχι. Αυτή η εικόνα δεν ήταν σκηνικό που είχε στήσει κάποιος ταλαντούχος ευφάνταστος σκηνογράφος-σκηνοθέτης για τις ανάγκες μιας ταινίας ή ενός θεατρικού έργου. Αυτή η εικόνα ήταν μια καθημερινότητα που βίωναν οι κάτοικοι αυτής της συνοικίας, όπως και των υπόλοιπων συνοικιών που συγκροτούσαν την πόλη της θεάς Αθηνάς, του Σωκράτη, του Περικλή και του Πλάτωνα. Την πόλη της Αθήνας! Τι όμορφα χρόνια! Παρ’ όλες τις στερήσεις και τις κακουχίες από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον σπαραγμό του Εμφυλίου… Τι ευτυχία! Ν’ ακούς τις ανέμελες παιδικές φωνές από τα παιχνίδια που έπαιζαν τότε στους δρόμους, όπως κρυφτό, κοκκαλωτό, μακριά γαϊδούρα, κουτσό, ξυλίκι, σβούρα, γκαζάκια κλπ., μέχρι αργά το βράδυ στη γειτονιά και αργότερα, όταν νύχτωνε, τη φάλτσα φωνή κάποιου ερωτευμένου που ’κανε καντάδα έξω από το σπίτι της αγαπημένης του, ή νωρίτερα, τις αγριοφωνάρες των μανάδων που καλούσαν τους κανακάρηδες ή τις προκομμένες θυγατέρες τους στο σπίτι φωνάζοντας: «Μανώληηη… Σοφίααα… Γιακουμήηη… Μπουμπούουου… Άντε μαζευτείτε, νύχτωσε. Οκτώ η ώρα!» ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
13
Γ
εννήθηκα στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Ακόμη και σήμερα, νοερά, σχηματίζεται η εικόνα στο μυαλό μου από τα χρόνια της Κατοχής. Θυμάμαι το συρματόπλεγμα μπροστά στην είσοδο του σπιτιού μας στα Μέγαρα, με τη μεγάλη αυλή φυτεμένη με διάφορα λαχανικά: τομάτες, πατάτες, μελιτζάνες, κολοκύθια, χόρτα κλπ., που ’χαν φυτέψει οι γονείς προκειμένου να βοηθήσουν στα δύσκολα έσα χρόνια αυτόν τον τρόπο στην11χρονου επιβίωσηκαι της απόκαι τηνμε πρωτόγνωρη σχέση ενός οικογένειας. επίσης τους Γερμανούς,ηακριβώς απέμιαςΘυμάμαι 20χρονης, θα ξαναζωντανέψει εικόνα μιας που πληγώνεται απόστήσει τους εχθρούς της, αλλά ναντι απόχώρας το πατρικό μου να ’χουν το αρχηγείο τους κυρίως, πληγώνεται από τους πολίτες της. Το βιβλίο αρχίζει και να μπαινοβγαίνουν σ’ αυτό σαν τις μέλισσες καθ’ όλη τη σαν αυτοβιογραφία λίγο πριν από το τέλος του δευτέρου παδιάρκεια εικοσιτετραώρου. Κατά καιρούς, ακούγονταν γκοσμίουτου πολέμου, συνεχίζει στην εμφύλια σύρραξη, στην οιτρομοκρατία γοερές κραυγές κάποιουπάνω Μεγαρίτη που τον των νικητών στους πατριώτη, ηττημένους, στην αθλιότηταπροσωρινά… και βαρβαρότητα τουτον κρατικού μηχανισμού, στην βασάνιζαν για να μεταφέρουν αργότερα σε ερωτική σχέση του 11χρονου και της 20χρονης με φόντο την ειδικά διαμορφωμένους χώρους για τη συνέχεια… εποχή και αφού αναφερθεί σε εκείνα τα κοινωνικοπολιτικά Και ότανπου ο πόλεμος τελείωσε, να καίνε άρον άρον διάφορα γεγονότα σημάδεψαν με διάφορους τρόπους τον τόπο, κατ’ αυτούς πολύτιμα έγγραφα, που περιείχαν προφανώς αφήνοντας πίσω τους ερείπια και παντός είδους «τραύματα», θα καταλήξει στις μέρες μας. Κοντολογίς, για βιβλίο επιβαρυντικά στοιχεία, όπως εντολέςπρόκειται για εκτελέσεις πα«ποταμός», όπου ο δημιουργός του, είτε υπό μορφή μυθιστοτριωτών που ’χαν αντισταθεί στη φασιστοναζιστική λαίρήματος, είτε υπό μορφή αυτοβιογραφίας ή ως πολιτικό χρολαπα λίστες με τους.δισταγμό, Δωσίλογοι! νικό, ήκαταθέτει μεονόματα παρρησίασυνεργατών και χωρίς κανένα τη Κουκουλοφόροι! Ρουφιάνοι! Χαφιέδες!... που ευδοκιμούσαν δική του ματιά, τη δική του άποψη σε πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα που τα σφράγισαν την κοινωνική δυστυχώς εκείνα χρόνια στην Ελλάδα και πολιτική ζωή της χώρας, δημιουργώντας κοινωνικά αλλάμεγάλος και αν«Κακό πράγμα ο άνθρωπος», μουαδιέξοδα, έλεγε ένας θρώπινα προσωπικά δράματα. σε ηλικία πελάτης, στο μαγαζί του πατέρα μου στην Κυψέλη, που λειτουργούσε με την επωνυμία: «ΤΑΒΕΡΝΑ Ο ΜΕΓΑΡΙΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1928». Κι εγώ τον κοίταζα με το γεμάτο από απορίες και ερωτηματικά αθώο μου παιδικό βλέμμα, χωρίς να μπορώ να καταλάβω… Μετά την απελευθέρωση, μικρό παιδάκι, άκουγα τους μεγάλους σε ηλικία να λένε: «Ο τάδε πλούτισε, γιατί ήταν δωσίλογος! Κουκουλοφόρος! Συνεργάτης των
Μ
14
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΠΑΗΛΙΑΣ
Γερμανών! Ή «Ο τάδε φτώχυνε γιατί ήταν πατριώτης! Και οι Γερμανοί του κατέστρεψαν για λόγους αντεκδίκησης όλο του το βιος, που ήταν αποτέλεσμα έντιμου σκληρού μόχθου πενήντα σχεδόν χρόνων». Ή πάλι, «Ο τάδε μεγαλοπρούχοντας ή επιχειρηματίας έκανε λεφτά στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής γιατί ήταν μαυραγορίτης! Και πως είχε καταστρέψει πολύ κόσμο, τρώγοντας περιουσίες για ένα καρβέλι ψωμί ή έναν τενεκέ λάδι!». Αυτά και πολλά άλλα. Κι εγώ, βέβαια, με το παιδικό αθώο μου μυαλό «τα έβαζα κάτω», αλλά δεν μου «έβγαιναν» με τίποτα. Σκεφτόμουν: «Καλά, πώς γίνεται οι προδότες της πατρίδας να πλούτισαν και οι πατριώτες που έχυσαν το αίμα τους, που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους, να τα ’χουν χάσει όλα; Ε; Πώς γίνεται; Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Δεν μπορεί, κάποιο λάθος θα έχει γίνει…» Ε, λοιπόν, στις παιδικές μου απορίες, στα παιδικά μου ερωτηματικά, απάντηση δεν πήρα ποτέ! Και όμως, όλα αυτά τα ερπετά, αυτά τα σκουλήκια, αντί να βρίσκονταν στα κάτεργα, κατείχαν τα καλύτερα πόστα στον κρατικό μηχανισμό, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα διάφορα προνόμια! Προνόμια σ’ έναν κρατικό μηχανισμό εσαεί άθλιο, τυραννικό και αναξιόπιστο για τον πολίτη, με συντηρητικές και δημοκρατικές κυβερνήσεις. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού εκείνοι που τον υπηρετούσαν –όχι όλοι– είχαν μεταφέρει μαζί τους τη μιζέρια τους, αλλά και τη μετριότητά τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δηλαδή, η αναξιοκρατία στο απόγειο! Βέβαια, όλα αυτά, εγώ μικρό παιδάκι τ’ άκουγα από τις διάφορες συζητήσεις που έκαναν οι μεγάλοι σε ηλικία άνθρωποι, συγγενείς ή φίλοι των γονιών μου, ακόμη και πελάτες στο μαγαζί του πατέρα μου, διότι στην ηλικία που ήμουν τότε, δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζω κάποιον από αυτούς που κατήγγειλαν στις μεταξύ τους συζητήσεις οι μεγάλοι.
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
15