ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΜΙΑΝΟΣ
ΣΤΟΝ
Ανεμοστρόβιλο ΤΗΣ Ντροπής
ΝΑΥΠΛΙΟ 2017
Τιτλος Στον Ανεμοστρόβιλο της Ντροπής
Συγγραφέας Πέτρος Κομιανός Σειρα Λογοτεχνία [1358]0118/01 Επιmελεια - Διορθωση Παύλος Κομιανός Layout - Design Δέσποινα Τσουρούτη - Κομιανού Συνθεση Εξωφυλλου Δέσποινα Τσουρούτη - Κομιανού Φωτογραφια Εξωφυλλου Shutterstock.com Copyright© 2018 Πέτρος Κομιανός Πρώτη Εκδοση Αθήνα, Ιανουάριος 2018 ISBN 978-960-564-586-1
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα. Ο συγγραφέας φέρει την αποκλειστική ευθύνη για τις γνώμες και περιγραφές που διατυπώνονται σε αυτό το βιβλίο. Οι εκδόσεις “Οσελότος” δεν φέρουν αρμοδιότητα για την επιβεβαίωση ή την άρνηση του περιεχομένου ούτε παρέχουν εγγύηση για την αλήθεια των δηλώσεων του συγγραφέα. Εναπόκειται στον αναγνώστη να κρίνει ανεξάρτητα για το αν γίνεται δέκτης ψευδών δηλώσεων ή όχι. Οι εκδόσεις “Οσελότος” δεν φέρουν καμία ευθύνη προς οποιοδήποτε πρόσωπο ή οντότητα θίγεται ή υφίσταται απώλεια ή ζημία προερχόμενη από τις πληροφορίες που περιέχονται στο παρόν βιβλίο ή τη χρήση αυτών ή την πίστη σε αυτές.
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ:
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα ΤΗΛ. : 210 6431108 E-MAIL: ekdoseis.ocelotos@gmail.com www. ocelotos. gr
στη μνήμη εκείνων που δεν πρόλαβαν να ζήσουν…
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Έ
χει περάσει πάνω από μισός αιώνας από τα γεγονότα που αναφέρονται σε τούτο το οδοιπορικό. Η χρονική αυτή απόσταση δίνει τη δυνατότητα στον Πέτρο Κομιανό να αποτυπώσει τις μνήμες με νηφαλιότητα και παρρησία. Στέκεται απέναντι από τους «μεν» και τους «δε», χωρίς πάθος, μνησικακία ή εμπάθεια. Με μια λιτή όσο και συναρπαστική γλώσσα, μας αφηγείται την δική του ιστορία, και σελίδα σελίδα, ακούμε το ξυπόλητο παιδί να αφήνει τα αποτυπώματα της ψυχής του πάνω στο αιματοβαμμένο χώμα της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Γραμμένο για τους επιζώντες των ζοφερών ημερών, αλλά κύρια για τους νεότερους που πρέπει να μάθουν –όχι μόνο από την «επίσημη» καταγραμμένη ιστορία– αλλά από τις άγνωστες παραμέτρους της, που δίνουν ωστόσο το μέγεθος και την διάσταση εκείνων των τραγικών χρόνων, όχι σαν μία ψυχρή καταγραφή, αλλά σαν μια ζώσα αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Είναι ευτύχημα ότι μετά από τόσα χρόνια, τόσοι πολλοί και από τις δύο πλευρές, άρχισαν να καταγράφουν αυτές τις μνήμες με θάρρος και καταλαγή ψυχής. 7
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΜΙΑΝΟΣ
Χωρίς την Αλήθεια δεν μπορεί να γραφτεί Ιστορία. Όσο οδυνηρή κι αν είναι. Και έχομε χρέος να την μάθουμε, ακόμη κι αν μας πονάει, ακόμη κι αν μας πληγώνει. Ο κοινός αυτός πόνος πρέπει να μας ενώνει κάτω από τον μανδύα Γνώσης και Συγνώμης. Περπάτησα μαζί με τον συγγραφέα στα χιονισμένα τοπία της Ηπείρου και της Μακεδονίας, άκουσα τον ορυμαγδό των βομβών και των όλμων, το τρομερό κροτάλισμα των πολυβόλων, έζησα το διάχυτο μίσος και την παραφροσύνη των ανθρώπων που μπλέχτηκαν σ’ εκείνο τον τραγικό χορό του θανάτου. Κόπηκε η ανάσα μου από το φόβο, την πείνα, τα βασανιστήρια, αλλά και το πείσμα όσο και την χαλύβδινη θέληση εκείνου του παιδιού για επιβίωση, κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες… Είδα με τα δικά του μάτια την ανθρώπινη αθλιότητα και το μεγαλείο, το μίσος και την αγάπη, τον παραλογισμό του πολέμου και το ακαταλόγιστο των εμπολέμων. Μερικοί από τους ήρωες αλλά και τα συμβάντα που έζησε, στέκουν πάνω από κάθε Λογοτεχνική φαντασίωση. Εικόνες που με συνεπήραν, αφηγήσεις που έκοψαν την ανάσα και άφησαν χαρακιά στα μάγουλά μου… Ευχαριστώ τον συγγραφέα που μου εμπιστεύτηκε τούτο το πόνημα σαν πρώτη ανάγνωση. Είναι εξομολόγηση καρδιάς που απευθύνεται σε όλο τον Κόσμο. Είθε όσοι το διαβάσουν να λάβουν το ανάλογο μήνυμα και κυρίως οι νεότεροι να επωμισθούν την ευθύνη του «Ποτέ πόλεμος πια». Κώστας Καρακάσης Συγγραφέας
8
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ξ
έμακρο και απόμακρο το ακριτικό χωριό της Κρυσταλλοπηγής απλωνόταν στις παρυφές της οροσειράς του ιστορικού Βιτσίου. Απέχει από τα Ελληνοαλβανικά σύνορα 1,5 χλµ στα 1130 μέτρα υψόμετρο. Εγκαταλελειμμένο από το επίσημο ελληνικό κράτος, ζούσε στην απομόνωση και στη παντελή εγκατάλειψη από τους καρεκλοκένταυρους, τους δημόσιους φορείς των Αθηνών και της συμπρωτεύουσας της Μακεδονίας. Οι κάτοικοι της τρίγλωσσοι, είχαν επίσημη γλώσσα τη Βλάχικη, τη λεγόμενη Σλαβομακεδονική και την Ελληνική. Το τελωνείο της περιοχής έχει τη μοναδική πρόσβαση από τη Μακεδονία προς την Αλβανία. Ο παλιός οικισμός Σµάρδεση μαζί µε το Μοσχοχώρι έχουν ιστορία 450 ετών και ήταν δημιούργημα Ηπειρωτών και Γρεβενιωτών. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα το χωριό µας αποτέλεσε επίκεντρο διαμάχης λόγω της στρατηγικής θέσης μεταξύ Ελλήνων, Τούρκων και Βουλγάρων για τη διεκδίκηση της γύρω περιοχής, ενώ ο ανταγωνισμός για τη θρησκευτική κυριαρχία ανάμεσα σε Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς υπήρξε συχνά πολύ έντονος. Η παρουσία των Βουλγάρων µε αρχηγό τον Βασίλ Τσακά9
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΜΙΑΝΟΣ
ρωφ και Μπορίς Σαράφωφ το 1903 αποτελούσαν φόβητρο στις 345 Εξαρχικές (Βουλγαρικές) και Πατριαρχικές (Ελληνικές) οικογένειες. Οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ Τούρκων και Βούλγαρων υπήρξε η αφορμή για την ολοκληρωτική καταστροφή του χωριού για τρίτη φορά. Ντόπιοι Κρυσταλλοπηγίτες ήσαν οι Μακεδονοµάχοι Βασίλης Καρατζίδης, ο Νικόλας Γκίτσας, οι αδελφοί Ηλίας και Λάζαρος Κοβάτσης, οι αδελφοί Γεώργιος και Χαράλαµπος Κοβασίδης, ο Νικόλαος Κύρτσος, ο Λάζαρος και ο Χρήστος Κύρτσης, πρόγονοι του γνωστού δημοσιογράφου, Κύρτσου. Η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η γεωργία σε πολύ μικρούς ρυθμούς εξαιτίας των ολίγων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Αντίθετα η κτηνοτροφία είχε μεγάλη ανάπτυξη στις πλαγιές του Μπέλι-Γλάντσι και Μάλι-Μάδι. Περιζήτητα τα τυριά Βιτσίου και τα φασόλια Πρεσπών. Το ίδιο και το εμπόριο µε τη γείτονα Αλβανία. Οι περισσότεροι νέοι του χωριού εργάζονταν στα χρυσοφόρα μεταλλεία της Αλβανίας και αμείβονταν µε χρυσές λίρες. Όλη η περιοχή υπήρξε δε το επίκεντρο του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου μαζί µε όλα τα χωριά της δυτικής Μακεδονίας. Οι εμπορικές συναλλαγές µε τους γείτονες Αλβανούς, που τους είχαμε στο ένα χιλιόμετρο κοντά µας, ήταν σε καθημερινή βάση. Τα δε σύνορα πριν το 1940 ήταν ανοιχτά και για το Σαββατιάτικο παζάρι προτιμούσαμε την Κορυτσά, που µας ήταν πιο κοντά, παρά την Φλώρινα ή την Καστοριά. Ένας λαός απείθαρχος, γεμάτος από φατρίες τον οποίο µόνο ο περιβόητος Εµβέρ Χότζα κατόρθωσε να τον δαμάσει µε μία αδίστακτη δικτατορία πάνω από μισό αιώνα. Η ιστορία της γειτονικής Αλβανίας και της Βόρειας Ηπείρου έχει βαθιά τις ρίζες της στην εποχή του Ομήρου. Στην Ιλιάδα ο τυφλός ποιητής μάς την αναφέρει ως χώρα 10
ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ
της Πελαγονίας που πήρε το όνομά της από τον Πελαγό, τον γιό του Αξιού ποταμού: Τα πανέμορφα νερά του Αξιού τρέχουν και απλώνονται πάνω από την καταπράσινη γη (Ομ. Ιλιάδα, Β΄). Την ελληνικότητα της περιοχής καταδηλώνουν τα πολυάριθμα διάσπαρτα Ελληνικά μνημεία.
11
1 ΣΤΟ ΣΜΑΡΔΕΣΗ
Ή
ταν η εποχή που την Ελλάδα κυβερνούσε η δικτατορική κυβέρνηση του στρατηγού Ιωάννη Μεταξά, πάλαι ποτέ ηγετικού στελέχους της κυβερνήσεως Ελευθερίου Βενιζέλου. Η µεταξική κυβέρνηση προ αυτής της καταστάσεως περιορίζει το γλωσσικό αυτό ιδίωμα, κράμα τριών γλωσσών, της ελληνικής, της βουλγαρικής και της σερβικής και επιβάλλει υποχρεωτικά να ομιλούν όλοι οι κάτοικοι μόνον την ελληνική. Η εφαρμογή αυτού του μέτρου δέχτηκε πολλές ενστάσεις από τους ηλικιωμένους κατοίκους, οι οποίοι δεν γνώριζαν καθόλου την ελληνική. Το γεγονός αυτό έδωσε δικαίωμα στους Σερβοβουλγάρους να εκµαταλλευτούν στο έπακρο τον αναλφαβητισμό και την αμάθεια των κατοίκων και να τους αποκαλούν «σκλαβωµένα αδέλφια τους» που στενάζουν κάτω από την μπότα τού καπιταλιστικού φασισμού. Μεθοδικά και µε δόλιο τρόπο οι Σέρβοι προετοιμάζονταν ανενόχλητοι να υλοποιήσουν το προαιώνιο όνειρό τους, την ενσωμάτωση της ελληνικής Μακεδονίας στη δική τους επικράτεια, µε απώτερο σκοπό να κατεβούν στο Αιγαίο µε πρωτεύουσα την 13
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΜΙΑΝΟΣ
όμορφη Θεσσαλονίκη. Με τους άσπονδους φίλους µας Αλβανούς, αποφεύγαμε να έχουμε προσωπικές σχέσεις και συναλλαγές. Αποφεύγαμε να τους κάνουμε παρέα από τότε που µε πέτρες σκότωσαν τον νουνό µου, γερο-Σµαρίδα, για μισή λίρα, μέσα στο αλβανικό έδαφος. «Δεν έχουν µπέσα και δεν υπολογίζουν την ανθρώπινη ζωή. Είτε σφάζουν άνθρωπο είτε αρνί το ίδιο τούς κάνει» σιγομουρμούριζαν οι άνδρες στο καφενείο του χωριού. Οι ληστείες και οι κατσικοκλεψιές μεταξύ των δύο πλευρών γίνονταν σε καθημερινή βάση. Το Σµάρδεσι µε τα κρυστάλλινα πεντακάθαρα νερά ζούσε κάτω από τις ευωδιές και τις μυρωδιές των αιγοπροβάτων και των βοοειδών. Κάθε σπίτι στο ισόγειό του έτρεφε τουλάχιστον µία αγελάδα και µία κατσίκα, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατροφή των μικρών παιδιών µε γάλα και τυρί. Το χωριό είχε 1500 κατοίκους και τα σπίτια ήταν λιθόκτιστα, διώροφα και τριώροφα. Είχε επίσης πολλά μαγαζιά και χασαποταβέρνες. Φόβος και τρόμος βασίλευε στο Μεγαλοχώρι, μόλις νύχτωνε, από το πέρασμα των ληστών. Το Σµάρδεσι ήταν κτισμένο στη βαθύσκιωτη πλευρά τού βουνού, σε μία κοιλάδα, 500 μέτρα µακριά από τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στη χώρα των αετών και της ελληνικής Βορείου Ηπείρου. Μικροί χείμαρροι ροβολούσαν από τα πετροβούνια του Μάλι-Μάδι και γλιστρούσαν σε όλα τα στενοσόκακα του χωριού ποτίζοντας κήπους µε πολύχρωμα λουλούδια και τις πλακόστρωτες αυλές των σπιτιών. Τα ανοιξιάτικα αγριολούλουδα μοσχομύριζαν δυόσμο και θυμάρι. Ολόκληρη η κοιλάδα ήταν στρωμένη µε καταπράσινα χαλιά, κεντήματα από αγριολούλουδα, παπαρούνες, χρυσάνθεμα και ζουμπούλια. Στις ψηλές και απάτητες κορυφές κελάρυζαν κρυστάλλινες πηγές και τα νερά κυλούσαν κάτω από τις βελανιδιές και τα αγριόδεντρα. Μέσα στο σκιερό 14
ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ
μισόφωτο φύτρωναν αμέτρητα βρύα, καταπράσινες φτέρες και αμάραντοι. Στο µαντροτριγυρισµένο οροπέδιο Μπέλι-Γλάντσι, ιδιοκτησία των γονέων µου, υπήρχαν δύο κρυστάλλινες πηγές µε άφθονο νερό και πότιζαν το μεγάλο λιβάδι που ήταν γεμάτο από φασκόμηλο και τίλιο. Η μαγευτική αυτή θέα του πλάτανου και της φλαμουριάς, το θρόισμα των φύλλων και το γάργαρο νερό της πηγής σε προδιέθεταν για ξεροκόµµατο, τυρί και ντομάτα. Ειδυλλιακό μέχρι και ερωτικό το τοπίο, πλασμένο λες για συναπάντημα νέων παιδιών, ανάμεσα στο τσάι του βουνού και την αγριορίγανη. Αμέτρητα πολύχρωμα και µελίφωνα πουλιά συνόδευαν τη φλογέρα µου σε μία συγχορδία από ντο ματζόρε ή λα μινόρε. Ενδόμυχα τα πλατανόφυλλα του καταπράσινου δάσους μού σιγομουρμούριζαν πάντα τον ίδιο σκοπό «κοντά µας πάντα μείνε, θα βρεις γαλήνη εδώ». Τα κιτρινογάλαζα µαύρα πετροπούλια στο κρύο μισοσκόταδο του φθινοπώρου καλούσαν όλα τα χαµοπούλια στην καθημερινή σύναξή τους για την καθιερωμένη νυχτερινή ευχαριστήρια προσευχή στον πλάστη τους. Η πανέμορφη αυτή εικόνα της άνοιξης και του καλοκαιριού το χειμώνα άλλαζε όψη, µε το χιόνι να σκεπάζει τα πάντα και να φτάνει το ένα μέτρο. Τα ανεμοδαρμένα πουλιά χτυπούσαν απελπισμένα στα ζεστά τζάμια των χιονοσκεπασµένων σπιτιών µας και εμείς τα ταΐζαμε σιτάρι και ψίχουλα από την καθημερινή μπομπότα µας. Κλεισμένοι στο παραγώνι ψήναμε στο επί εικοσιτετράωρου βάσεως αναμμένο τζάκι κάστανα και μετρούσαμε τα αποθέματα, αν θα φτάσουν για όλο τον χειμώνα. Τραχανάς, αλεύρι, ρεβίθια, φασόλια, φακές, παστό χοιρινό µε λίπος για το καθημερινό μαγείρεμα. Το λάδι ήταν άγνωστο προϊόν για όλους εμάς τους συνοριοφύλακες. Στο ζεστό κουζινοµάγειρο-καθιστικό, όλη η οικογένεια απολάμ15
ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΜΙΑΝΟΣ
βανε το αχνιστό πήλινο τσουκάλι µε τα νόστιμα τοπικά φασόλια βουτηγμένα στο µπούκοβο και στο χοιρινό λίπος. Ο πατέρας µου, ο µπαρµπα-Λάµπρος, µε τη µακριά γενειάδα του και µε το αυλακωμένο πρόσωπο από τα βάσανα της καθημερινής κοπιαστικής ζωής, μού πέταγε τις σαλιωμένες κόρες του ψωμιού για να τις φάω, γιατί δεν είχε κανένα δόντι στο στόμα του. Παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες µου ο πρόωρα γερασμένος πατέρας µου πάντα έλεγε την ίδια επωδό: «Φάε µπρε µην τα πετάξω στον Έκτορα και μείνεις νηστικός». «Να τα φάει ο Θοδωρής που είναι μικρότερος» του απαντούσα αμέσως µε έντονο και αγανακτισμένο τόνο. Ο µπαρµπα-Λάµπρος, δύστροπος από τους φρικτούς πόνους της χρόνιας ρευματοειδούς αρθρίτιδας, αδυνατούσε να εργαστεί στα χωράφια µας και ασχολήθηκε µε το κρασοµάγαζο που είχαμε στο υπόγειο του σπιτιού µας. Η μάνα µου η Φανή, μητέρα έξι αγοριών και δύο κοριτσιών, κοτσονάτη και αρυτίδωτη, µε μια τσουκνίδα μονίμως στο χέρι προσπαθούσε να επιβάλει κάποια τάξη στο σπίτι µας. Η φωνή της, διαπεραστική σαν σειρήνα κατοχική, διαπερνούσε το είναι µας µε την ίδια πάντοτε προτροπή: «Μην τρέχετε δαιμονισμένα και χωνέψετε γρήγορα το ψωµότυρο και δεν έχω τίποτα να σας δώσω». Ο πιο ζωηρός και διάβολος της παρέας ήμουν εγώ. Η καημένη η μάνα µου µε αποκαλούσε επί μονίμου βάσεως «Τουρκίνο». Αμάζευτος, µε µία σφενδόνη στα δυο µου χέρια, βρισκόμουν σε συνεχή πετροπόλεμο µε τα παιδιά. Κυνηγούσαμε δεντροπούλια εκσφενδονίζοντας αιχμηρές πέτρες και πιάναμε λαγούς µε συρµατοφάκες ειδικής κατασκευής και έμπνευσης. Το ακάλυπτο μέρος της κεφαλής µου ήταν πάντα πετροκτυπηµένο και γεμάτο πληγές από τον καθημερινό πετροπόλεμο µε τα παιδιά της κάτω γειτονιάς και µε τα αλβανόπαιδα της κοντινής Μπίγλιστας. Το σπιτικό µας ήταν λιθόκτιστο και διώροφο, µε σκεπή 16
ΣΤΟΝ ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΒΙΛΟ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΗΣ
από πλακόπετρες του Γράμμου. Από κάτω το χαµώγι µε το κρασοµάγαζο και δίπλα ο στάβλος µε την κοκκινομάλλα αγελάδα και την ασπρόμαυρη χαζοχαρούμενη κατσικούλα, μαζί µε το αγαπημένο µου µακρυµούρικο σκυλάκι, τον Έκτορα. Τον αυλόγυρο του φτωχικού µας τον σκέπαζε μια κληματαριά µε ροζακί σταφύλι και μια ξύλινη φαρδιά πόρτα έμπαζε στο μαγαζί, στην κρασοµυρουδάτη αποθήκη µας. Η κυρίως πόρτα του σπιτιού του επάνω ορόφου ήταν από το μέρος του βουνού και οδηγούσε στο κυρίως σπίτι, όπου υπήρχαν τέσσερα δωμάτια για όλη την οικογένεια, τα οκτώ παιδιά και τους γονείς µας. Το ένα δωμάτιο ήταν πάντα κλεισμένο και δεν έμπαινε κανείς εκτός από τη μάνα µου, τη Φανή. Μέσα ζούσε κλεισμένο ένα κοριτσάκι κατάκοιτο από τη βαριά αρρώστια του τύφου, που φώναζε σπαρακτικά: «Σώστε τα νιάτα µου και δώστε µου να δω το μωρό µου». Ποτέ δεν µου είπαν τίποτα γι’ αυτό το πονεμένο και ταλαίπωρο πρωτολούλουδο. Θυμάμαι το κλάμα της σαν μια εικόνα πολύ θολή. Πρέπει να ήμουν περίπου ένα µε δύο χρονών. Δεν μπορώ καθόλου να θυμηθώ τη μορφή της, παρά µόνο το σπαρακτικό και γοερό κλάμα της πεντάμορφης μικρόσωμης κοπελίτσας, περίπου δεκαεννέα χρονών. Εγώ και ο Θοδωρής, λουσμένοι και οι δύο στο μαύρο κλάμα, χτυπάγαμε επίμονα την αμπαρωμένη πόρτα µη τυχόν ανοίξει, για να βοηθήσουμε το δύστυχο κοριτσάκι να απαλλαγεί από τους φοβερούς πόνους που βασάνιζαν το τρυφερό κορμάκι του. Καραδοκούσαμε να παραβιάσουμε την αμπαρωμένη πόρτα, όταν απουσίαζαν οι μεγάλοι της οικογένειάς µας. Σπάνιες φορές κοιμόμουνα στο σπίτι µας. Η μάνα µου πάντα φρόντιζε να είμαι µακριά από το φτωχικό µας σπίτι, προσπαθώντας µε αυτόν τον τρόπο να σταματήσει το ατέλειωτο και γοερό κλάμα µου στις συνεχείς επικλήσεις της άμοιρης αυτής γυναίκας, που τόσο σπαρακτικά επα17