


ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΤΙΤΛΟΣ: Θανάσιμη πιρουέτα
ΣΥΓΓΡΑΦΈΑΣ: Έιρήνη Κορακιανίτη
Σ Έ ΙΡΑ: Έλληνική λογοτεχνία [1358] 0323/06
Έ ΠΙM Έ Λ Έ ΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Όλγα Παλαμήδη
LAYOUT - DESIGN: Myrtilo, Λένα Παντοπούλου
COPYRIGHT© 2023: Έιρήνη Κορακιανίτη
ΠΡ ΩΤΗ Έ ΚΔΟΣΗ: Αθήνα, Μάρτιος 2023
ISBN 978-618-205-411-6
Το βιβλίο αυτό είναι ένα έργο μυθοπλασίας. Όλα τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι Οργανισμοί, οι Οικονομικές και Αστυνομικές Αρχές, οι Κυβερνήσεις, και όλες οι οικονομικές και πολιτικές αποφάσεις, που στο βιβλίο αποδίδονται σε αυτούς, και τα μέρη όπου η ιστορία εκτυλίσσεται, είναι προϊόν της φαντασίας της συγγραφέα, στην περίπτωση δε που υπάρχουν, και η συγγραφέας έχει προσπαθήσει να δώσει ακριβείς περιγραφές, η χρήση τους σε αυτό το βιβλίο είναι πλασματική. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή αποθανόντα, ή με πραγματικά γεγονότα ή τοποθεσίες είναι ακούσια, τυχαία ή πλασματική.
Η αναφορά στις επιχειρήσεις του Γαλλικού Στρατού είναι πλασματική.
ΚΈΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΈΣΗ Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα
ΤΗΛ.: 210 64 31 108 ocelotos@ocelotos.eu | www.ocelotos.eu
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
Γύρος του Θανάτου
ΣΤΗ ΣΕΝΕΓΑ ΛΗ, ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ του Ντακάρ, δίπλα
σε μια όμορφη παραλία με λεπτή άμμο και κοκοφοίνικες, ήταν εγκατεστημένη η λαϊκή αγορά με το ποιητικό όνομα «Marché Luna».
Οι νεότεροι, αν τους ρωτούσες για την προέλευση
του ονόματος, δήλωναν την άγνοιά τους ανασηκώνοντας τους ώμους, οι γεροντότεροι όμως έλεγαν με
σιγουριά ότι την είχαν ονομάσει «Luna» γιατί τα βρά-
δια με φεγγάρι όλη η περιοχή φωτιζόταν από το σεληνόφως που καθρεφτιζόταν στα νερά του παρακείμε-
νου ωκεανού. Του απέραντου, δυσκολοπροσπέλαστου
Ατλαντικού, που με την ομορφιά και την αγριάδα του
ξυπνούσε την περιέργεια μικρών και μεγάλων για το
άγνωστο, άναβε τη φαντασία των βιοπαλαιστών και
γεννούσε επιθυμίες φυγής, σε αναζήτηση ενός καλύ-
τερου κόσμου στην αντίπερα, μακρινή, μη ορατή όχθη.
Η παραλία ήταν ειδυλλιακή και δεν ήταν λίγοι αυ-
τοί που, κατά τη διάρκεια της ημέρας, άφηναν για λίγο
τα ψώνια και κατέβαιναν την απότομη και χιλιοπατη-
μένη μικρή κατηφόρα που οδηγούσε στην ακρογιαλιά, για να δροσίσουν τα πόδια τους στο νερό ή να ξαπο-
στάσουν κάτω από την πολύτιμη σκιά των ψηλών κοκοφοινίκων. Η μαλακιά άμμος αγκάλιαζε στοργικά το
ταλαιπωρημένο κορμί τους, το θρόισμα των μεγάλων
φύλλων των δέντρων πάνω από το κεφάλι τους κι o
ήχος των κυμάτων, που έσκαγαν λίγο πιο πέρα, ηρεμούσε τις αισθήσεις και το πνεύμα τους.
Λίγοι, ως επί το πλείστον τα παιδιά και οι νεότεροι
άντρες, αν δε φυσούσε πολύ και τα κύματα δεν ήταν
μεγάλα, έκαναν και μια βουτιά στα νερά του ωκεανού, που στο Ντακάρ είναι πάντα ζεστά.
Η πώληση των ψαριών στην παραλία, κάτω από το
πλάτωμα όπου ήταν εγκατεστημένη η «Marché Luna», είχε ξεκινήσει πολλά πολλά χρόνια πριν, κανείς δε θυ-
μάται πότε ακριβώς. Οι ψαράδες, γυρίζοντας από το
ψάρεμα, τραβούσαν στην παραλία τις βαμμένες με
ζωηρά χρώματα, μακριές, στενές, με την ανασηκωμέ-
νη πλώρη βάρκες τους και πουλούσαν, δίπλα ακριβώς
από εκεί που έσκαγε το κύμα, τα καλά που είχαν ψαρέψει. Η πώληση των ψαριών ήταν ένα σημαντικό γε-
γονός, το οποίο μάζευε πολύ κόσμο, που ερχόταν όχι
μόνο για ν’ αγοράσει ψάρια, αλλά και για να χαζέψει.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν η κίνηση μεγάλωσε, οι
ψαράδες θέλοντας να βάλουν κάποια τάξη, να γλιτώ-
σουν κι από τους επιτήδειους –που εκμεταλλευόμενοι
την κοσμοσυρροή και την ακαταστασία άρπαζαν ψά-
ρια και το έσκαγαν τρέχοντας–, μετέφεραν τα καλά-
θια με τις ψαριές λίγο ψηλότερα, στο πλάτωμα, και το
μέρος καθιερώθηκε ως σημείο πώλησης αλιευμάτων.
Στη συνέχεια έστησαν πάγκους, πρόσθεσαν ζυγαριές
κι αντικατέστησαν τα παραδοσιακά καλάθια με πλα-
στικές λεκάνες και κιβώτια. Οι ίδιοι δε, από ψαράδες
αναβαθμίστηκαν σε επαγγελματίες αλιείς και ιχθυοπώλες. Άλλοι πραματευτάδες, έμποροι, καλλιεργητές
και κτηνοτρόφοι, αντιλαμβανόμενοι τις εμπορικές δυνατότητες της περιοχής στις παρυφές της μεγάλης πόλης, απ’ όπου η αγορά αντλούσε την πελατεία της, μετέφεραν εκεί το εμπόριό τους και σιγά σιγά, χρόνο με το χρόνο, δημιουργήθηκε το μεγάλο παζάρι.
Επισήμως, η «Marché Luna» ήταν ένα εμπορικό
υπαίθριο κέντρο, ανεπισήμως, ένα χωνευτήρι όπου
μπορούσες να συναντήσεις οποιονδήποτε και να βρεις
οτιδήποτε. Να πουλήσεις, να ψωνίσεις, να κουβεντιά-
σεις, να μάθεις τα νέα, να κουτσομπολέψεις, να γνωρίσεις κόσμο, και, γιατί όχι, να ερωτευτείς. Κάθε είδους
εμπορική συναλλαγή ήταν επιτρεπτή και πιθανή, ακόμα κι αυτή του αγοραίου έρωτα, κι ο κάθε επισκέπτης
έκανε ό,τι ήθελε, έβρισκε ό,τι επιθυμούσε κι ό,τι άντεχε
το πορτοφόλι του: φρέσκο ψάρι, κρέας και πουλερικά,
φρέσκα λαχανικά και φρούτα, πλαστικά και τσίγκινα
σκεύη για την κουζίνα, πολύχρωμα αφρικανικά υφάσματα, ζωηρόχρωμα και υπέροχα κάτω από τον ήλιο
καφτάνια, φτηνά αντρικά κινέζικα ρούχα, κοσμήματα
με φανταχτερές γυάλινες πέτρες και μια μεγάλη ποικιλία μπαχαρικών. Τοποθετημένα σε μεγάλα ανοιχτά
τσουβάλια, άλλα σε κόκκους, άλλα σε σκόνη κι άλλα
σε φύλλα, γέμιζαν τον τόπο με χρώμα και κυρίως με
μυρωδιές. Μυρωδιές που κάλυπταν τη μυρωδιά της
ιδρωμένης, ηλιοκαμένης, πολυδουλεμένης ανθρώπι-
νης σάρκας, γαργαλούσαν
κάθε μέρα, δεν μπορούσαν να λείπουν οι πωλητές βοτάνων, οι οποίοι έκαναν χρυσές δουλειές. Η παραδο-
σιακή Ιατρική είχε σημαντική θέση στη Σενεγάλη της
δεκαετίας του ’90. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατέφευγαν στα γιατροσόφια ενός μάγου βουντού, αντί να
πάρουν τα χάπια και τις αλοιφές που τους συνταγο-
γραφούσαν στο νοσοκομείο. Για τις ημικρανίες, παραδείγματος χάρη, προτιμούσαν ένα αφέψημα από κάποιο βότανο που είχαν προμηθευτεί από το μάγο, ενώ
για τις δύσκαμπτες αρθρώσεις διάλεγαν το κατάπλασμα από μουσκεμένα σε εξαγνισμένο νερό φύλλα ακα-
κίας, κι όχι το άχρωμο ζελέ που βγαίνει από ένα σωληνάριο και είναι και πανάκριβο.
Η αγορά και η παραλία δεν ήταν οι μοναδικοί πόλοι
έλξης των κατοίκων της γειτονικής μεγαλούπολης. Σε
απόσταση λίγων μέτρων μετά τους πάγκους των πω-
λητών των βοτάνων, σε μια αλάνα που δεν είχε ακόμη
αξιοποιηθεί, είχε εγκατασταθεί ένα λούνα παρκ. Τους
πελάτες καλούσε μια μεγάλη επιγραφή: «Parc d’attractions», έγραφε. Τίτλος βαρύγδουπος για τρεις μόνον
ατραξιόν, οι οποίες όμως ήταν αρκετές για να τραβή-
ξουν τον κόσμο που διψούσε για ψυχαγωγία, προσφέ-
ροντας παράλληλα ένα ικανοποιητικό εισόδημα στους
έξυπνους εμπνευστές αυτής της επιχείρησης, τη Madame Aminata, το Monsieur Mamadou και το Monsieur
Eric – δύο Σενεγαλέζους αγύρτες κι έναν παθιασμένο
με τα ακροβατικά σε μοτοσικλέτες Γάλλο, που άγνω-
στο πώς, είχε βρεθεί στη Σενεγάλη.
Η Madame Aminata, μια πληθωρική Σενεγαλέζα,
ήταν χαρτορίχτρα και η σκηνή της η πρώτη ατραξιόν.
Το «χαρτορίχτρα» ήταν ο επίσημος τίτλος της, οι πι-
στοί όμως πελάτες που έρχονταν κατ’ επανάληψη να
τη συμβουλευτούν, χωρίς βέβαια να παραλείψουν να
αφήσουν τον πολύτιμο οβολό τους, ενδόμυχα πίστευαν
ότι η Madame Aminata, σαν άλλος Marabout, δηλαδή
γιατρός-μάγος, θα τους έλεγε τα μελλούμενα και θα
έδινε απαντήσεις σε αισθηματικά και οικονομικά θέματα. Όλοι δε, ήξεραν ότι αν τη χρύσωναν ανάλογα, θα
έφευγαν έχοντας στον κόρφο τους ένα gris-gris, ένα
φυλακτό βουντού, που θα τους προστάτευε απ’ όλα τα
κακά, κυρίως όμως από τα κακά πνεύματα που κυκλο-
φορούσαν τη νύχτα στους σκονισμένους δρόμους του
Ντακάρ. Ένα φυλακτό φτιαγμένο από δέρμα, μέσα στο
οποίο η σοφή γυναίκα έβαζε, όπως έλεγε, θαυματουργά βότανα που ξόρκιζαν κάθε κακό. Υπό τους ήχους ενός μαγνητοφώνου που έπαιζε
αραβικούς αμανέδες, τα λόγια των οποίων κανείς δεν
καταλάβαινε –ούτε η ίδια η Madame Aminata–, κα-
θισμένη σα σύγχρονη Πυθία σε μια ψηλή πολυθρόνα, κοιτούσε τους πελάτες αφ’ υψηλού, έριχνε τα χαρτιά
σε ένα δίσκο που είχε επάνω στην ποδιά της κι έλεγε τα μελλούμενα. Οι πελάτες, που κάθονταν χαμηλότερα, σε ένα αμφιβόλου καθαριότητας βελούδινο
κόκκινο σκαμνί, την κοιτούσαν με δέος. Από ένα λι-
βανιστήρι τοποθετημένο στο πάτωμα, δίπλα από το
σκαμνί όπου καθόταν ο πελάτης, ξεπηδούσε μια ζαλι-
στική μυρωδιά, που σκοπό είχε να φέρει την πολυπό-
θητη γαλήνη και να ηρεμήσει την ψυχή των πελατών.
και στα προηγούμενα βιβλία της Ειρήνης Κορακιανίτη, ο γοητευτικός Γιώργος Μαρκόπουλος.
Ο έμπειρος και πετυχημένος Έλληνας αστυνομικός
διευθυντής άφησε την Ελληνική Αστυνομία και τώρα
τον βρίσκουμε στο τιμόνι της Ιντερπόλ. Η απόπειρα
δολοφονίας μιας Γαλλίδας δημοσιογράφου, μπροστά
στα μάτια του, θα ξυπνήσει τον αστυνομικό μέσα του, και θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του προκειμένου
να ανακαλύψει και να οδηγήσει στη δικαιοσύνη εκεί-
νους που ήθελαν την εξαφάνισή της.
Μια συναρπαστική ιστορία, που διαδραματίζεται στη Γαλλία, γεμάτη εκπλήξεις, ανατροπές, σκηνές
δράσεις που κόβουν την ανάσα, γαλλική κουλτούρα, κομψότητα και γαστρονομία, και μια ερωτική σχέση, που δίνει μια πικάντικη νότα στην ιστορία, αποκαλύ-
πτοντας άλλες πτυχές του χαρακτήρα του πρωταγωνιστή Γιώργου Μαρκόπουλου.
Aφήγηση με εξαιρετική πλοκή, άψογους διαλόγους, κι έναν τέλειο συνδυασμό γεωγραφίας, χαρακτήρων, πολιτικής διαφθοράς και οικονομικής απάτης.
Ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, με έντο-
νη την αίσθηση του ρεαλισμού, που, αν και μυθοπλα-
σία, πείθει τον αναγνώστη ότι η ιστορία που διαβάζει
είναι πραγματική.
ISBN 978-618-205-411-6