Θεμελιακή επαφή

Page 1

Αλέξης Γκοτσόπουλος Γκοτσόπουλος Αλέξης

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ σ ε λ ότ ο ς

οσελότος


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN

Θεμελιακή επαφή Αλέξης Γκοτσόπουλος Ελληνική λογοτεχνία [1358]0211/01 Αλέξης Γκοτσόπουλος alexisgots@yahoo.gr Αθήνα, Φεβρουάριος 2011 978-960-9499-35-4

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

e-mail:


Αντί προλόγου

Α

νέκαθεν το παραμύθι ήταν ένας εύκολος τρόπος έκφρασης της αλήθειας. Ίσως επειδή αυτό που ονομάζουμε “αλήθεια” έχει τόσες πολλές εκφάνσεις όσες και τα παραμύθια που χρησιμοποιούμε για να την εκφράσουμε. Ή ίσως επειδή η αλήθεια είναι κι αυτή ένα είδος παραμυθιού. Ένα είδος, εικονικής πραγματικότητας μπλεγμένο μέσα σε μια απειρία άλλων πραγματικοτήτων. Ως εκ τούτου, συμπεραίνω ότι δεν έχω καμία ιδέα περί του τι εστί αλήθεια. Κι όταν όλα εξαφανίζονται μπροστά στα μάτια μου ως ουτοπίες, ψευδαισθήσεις κι όνειρα, απομένει μόνο η γιαγιά δίπλα στο τζάκι να αφηγείται με αγάπη στα εγγόνια της το παραμύθι της ζωής. Εκστατικός κι αόρατος πλησιάζω κι εγώ και κάθομαι παραδίπλα να ακούσω κάτι λίγο έστω από το παραμύθι. Σιγά-σιγά πείθομαι. Ναι! Το παραμύθι είναι η αλήθεια. Όχι γιατί πιστεύω στο παραμύθι, αλλά επειδή η γιαγιά κάθεται δίπλα στο τζάκι και το αφηγείται στα εγγόνια της με αγάπη.


Στο αύριο που θα έρθει με... ή χωρίς εμάς.

4

ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ


Άρωμα Θεού «Ο Θεός επιλέγει αυτούς που Τον επιλέγουν».

«Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 1994 – μεσημέρι Μόλις γύρισα από το νοσοκομείο. Και ίσως, όχι μόνο από το νοσοκομείο αλλά κι από τον άλλο κόσμο. Τελικά είμαι ζωντανή και θα μπορούσα να πω, φτηνά τη γλίτωσα! Ένα σπασμένο πόδι και κάτι μώλωπες. Ψιλοπράγματα. Με το που μου έβαλαν το πόδι στο γύψο αμέσως την κοπάνησα κι ας φώναζαν οι γιατροί να παραμείνω, για το καρούμπαλο που απόκτησα στο κεφάλι. Δεν τα αντέχω τα νοσοκομεία, τα μισώ, ούτε μια μέρα δε θα καθόμουν εκεί μέσα παραπάνω. Τώρα που ξανασκέφτομαι πιο ψύχραιμα τα πράγματα, αυτό το ατύχημα αλλά και όλα τ’ άλλα μικροατυχήματα και περιπέτειες που μου έτυχαν στη ζωή, πραγματικά… ανατριχιάζω. Λογικά σκεπτόμενη τον τρόπο με τον οποίο έγινε αυτό το ατύχημα, τώρα θα έπρεπε να είμαι απλά... πεθαμένη! Θα ήταν μια όμορφη, βροχερή, παγωμένη μέρα. Ένας όμορφος, βροχερός, παγωμένος χρόνος με τη μορφή μιας ταφόπλακας, θα σκέπαζε το άδειο μου κουφάρι. Είκοσι τέσσερα χρόνια ζωής χαμένα, άχρηστα και αδειανά, χωρίς νόημα, χωρίς λογική. Είκοσι τέσσερα χρόνια μια ατέλειωτη, άνιση και από την αρχή χαμένη μάχη με το χρόνο και με τον εαυτό μου. Να υπάρχει άραγε άνθρωπος που να είδε πραγματικά το χάρο με τα μάτια του, όπως εγώ, και να μη βγήκε από αυτή την ιστορία λίγο πιο σοφός, λίγο πιο σοβαρός και λίγο, πιο λίγο… υλιστής; Τιμές, δάφνες και δόξες, μεγαλεία, πλούτος, δύναμη και πάνω απ’ όλα αυτό το άλμα, η φανταστική υπέρβαση, ο αγωνιώδης όσο και μεγαλειώδης διασκελισμός του ανθρώπου πάνω από το αστείρευτο ποτάμι του χρόνου… Πόσο μηδαμινά, τιποτένια και μάταια φαντάζουν όλα τούτα μπροστά στο παμφάγο, αδηφάγο στόμα του Μεγάλου Τέλους!!! Πού πάμε; Εγώ, πού πάω; Συνεχίζω να λερώνω αθώες λευκές σελίδες με μελάνι λες και μέσα από αυτή τη διαδικασία θα πάρω τάχα κάποια στιγμή κάποια απάντηση. Ειλικρινά, δεν το πιστεύω. Αν δεν ήταν η δύναμη της συνήθειας πιο πολύ παρά η πραγματική εσωτερική ανάγκη για εξωτερίκευση, έντεκα χρόνια τώρα που γράφω, που κρατάω σημειώσεις­γι’ αυτό το ανιαρό ταξίδι που ονομάζω ζωή, δεν νομίζω να υπήρχε κάποιος άλλος λόγος να ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

5


γράψω έστω και μια λέξη παραπάνω. Θα ’μουν δε θα ’μουν γύρω στα δεκατρία όταν για πρώτη φορά άρχισα να κρατάω ημερολόγιο, προς τιμήν της παιδικής μου φίλης, της Κατερίνας, που μου το έκανε δώρο στη γιορτή μου. Σιγά-σιγά άρχισα να το συνηθίζω. Μπόρεσα μέσα από τις σελίδες του να βρω μια φανταστική φίλη που της έλεγα ό,τι δεν μπορούσα να πω αλλά και ό,τι δεν θ’ άντεχαν ποτέ ν’ ακούσουν οι γονείς μου, οι σχολικές μου φίλες αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον που μεγάλωνα. Αγωνίες, όνειρα, κρυμμένοι πόθοι, οι κοπάνες από το σχολείο, ο πρώτος μου λεσβιακός έρωτας, τα ιδεολογικά χάσματα με τους δικούς μου, ακόμα και με αυτήν την ίδια μου την αδελφή… και αργότερα, η περιθωριακή ζωή της συνειδητοποιημένης λεσβίας. Δεν ήταν εύκολα τα πράγματα τότε για όσους παρεκτρέπονταν από τα καθιερωμένα σεξουαλικά πρότυπα. Όχι ότι σήμερα είναι καλύτερα, αλλά θα έλεγα πως οι άνθρωποι φαίνεται σαν να έχουν γίνει πιο απόμακροι ο ένας από τον άλλον στην εποχή μας, πιο αδιάφοροι για όλα, πιο κλειστοί, πιο παρτάκιδες, ψυχροί, τεμπέληδες, κουρασμένοι ακόμα και για κουτσομπολιό. Ίσως να συνήθισαν από την τηλεόραση και να μην σοκάρονται από τίποτα πια… … … Ε, και λοιπόν; Εμένα τι με νοιάζει; Θα έπρεπε να με νοιάζει; Όχι, δε θα έπρεπε να με νοιάζει. Ιδίως μετά από αυτό το ατύχημα, ιδίως σήμερα, τώρα! Κανονικά θα έπρεπε να γιορτάζω. Θα έπρεπε να γιορτάζω τα δεύτερά μου γενέθλια σήμερα. Τώρα! Θα έπρεπε κάθε στιγμή που περνάει και ζω, να γιορτάζω το τώρα. Ζω! Έχω ένα σπασμένο πόδι. Ε, και; Θα περάσει. Και αυτό θα περάσει. Αφού ούτε ο μπαρμπα-Χάρος δεν με θέλει, θα έπρεπε να είμαι ευτυχισμένη. Πήρα αναβολή. Έχω κι άλλο χρόνο να ξοδέψω. Γιατί να τον ξοδεύω μέσα στην αγωνία και στις μοιρολατρικές αναδρομές του παρελθόντος; Μπροστά! Κι όπου φτάσω. Έτσι, όπως μου αρέσει! Θαύμα ήταν το ότι γεννήθηκα, θαύμα και το ότι επέζησα από αυτό το ατύχημα, θαύμα και η υπόλοιπη ζωή μου θα είναι αν ξεκολλήσω και αρχίσω να την ζω όσο πιο αληθινά και γεμάτα μπορώ». «…ακόμα 18 Νοεμβρίου – βράδυ Βαριέμαι. Βαριέμαι!!! Από το πρωί που γύρισα από το νοσοκομείο μέχρι τώρα, κάθομαι συνεχώς στο κρεβάτι. Πρώτη φορά παραμένω τόσο άπραγη και χαλαρή στη ζωή μου. Αμάν πια! Πώς θα περάσει άραγε ένας μήνας όταν δεν μπορώ ούτε μερικές ώρες ν’ αντέξω; Δεν μπορώ ν’ αντέξω; Χα! Εγώ; Εγώ τα πάντα μπορώ ν’ αντέξω! Μπο6

ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ


ρώ, μπορωωωώ!!!... Χμ... Ωραία... Σύνελθε, Αγγελική, ηρέμησε… ναι, εντάξει, είμαι καλά, λοιπόν… Α! Μην το ξεχάσω. Αύριο έρχεται κι η μαμά. Βέβαια! Την έπιασε πάλι ξαφνικά ο πόνος για το κοριτσάκι της! Η μαμά, πάντα όταν ήμουν ένα βήμα πριν τα τινάξω, με θυμόταν... “να πάω να βοηθήσω το παιδί”… Τι παράξενος μηχανισμός δουλεύει μέσα της ποτέ δε θα καταλάβω. Και τις άλλες ώρες, όταν ήμουν καλά, όλα εκείνα τα ατέλειωτα διαστήματα πού ήταν; Η απουσία της ήταν τόσο έντονη που μου έδινε την εντύπωση ότι θα προτιμούσε να μην με ήξερε, να μην με είχε γεννήσει καν! Όσο για την αδελφή μου… καλά… ούτε λόγος. Εκείνη, και να πέθαινα δεν νομίζω να ερχόταν ούτε στην κηδεία μου. Τα κοινωνικά status προστάζουν να τηρούμε τις πρέπουσες αποστάσεις από άτομα σαν… του είδους μου. Από την ώρα που παντρεύτηκε και εκείνον τον ξενέρωτο – συμφεροντολογικά βέβαια, ανέβηκε απότομα τα κοινωνικά στρώματα, μας έγινε ξαφνικά… μαντάμ! Αμέσως με το που έπιασε λίγο χρήμα στο χέρι πήραν τελείως τα μυαλά της αέρα. Ήτανε που ήτανε μια ζωή χαζοβιόλα, τώρα πήγε και έγινε πουτάνα και καριόλα. Ας ζήσει όπως νομίζει. Σιγά μην κάτσω να σκάσω. Αρκετά μέχρι εδώ. Είπαμε, η ζωή είναι λίγη, σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι. Το έμαθα πια το μάθημα και δεν νομίζω να υπάρχει μηχανόβιος που να μην το ξέρει. Όποιος οδηγεί μηχανή δέκα ώρες την ημέρα, όπως εγώ, μέσα σ’ αυτή την άγρια πόλη που το μόνο που θέλει είναι αίμα καθημερινό για να τραφεί, για να μας αντέξει και να την αντέξουμε, δεν νομίζω να έχει τη χρονική πολυτέλεια να κάθεται να πολυσκάει με προβλήματα σαν τα δικά μου. Μπροστά στον κίνδυνο του καθημερινού θανάτου όλα τ’ άλλα μοιάζουν υποδεέστερα. Μακάρι να…» Μια ξαφνική διακοπή του ηλεκτρικού βύθισε τη μικρή υπόγεια γκαρσονιέρα της Αγγελικής στη σιωπή και στο σκοτάδι. Για μια στιγμή απέμεινε έκπληκτη, όμως αμέσως σχεδόν συνήλθε. «Πάλι αυτές οι καταραμένες ασφάλειες» μουρμούρισε νευριασμένα. Άφησε το ημερολόγιό της δίπλα στο κομοδίνο του κρεβατιού της και στα ψηλαφιστά, χαμήλωσε την ένταση της μουσικής που είχε ως συνήθως στη διαπασών, φοβούμενη την απότομη επαναφορά του ρεύματος μην της κάψει τα ηχεία. Παρ΄ όλο το σπασμένο της πόδι και το βαθύ σκοτάδι, αποφάσισε αμέσως να πάει να αλλάξει τις παμπάλαιες ασφάλειες του ηλεκτρικού που καίγονταν κάθε τρεις και λίγο βάζοντας σε δοκιμασία τα νεύρα της. Δεν ήταν κανένα κοριτσάκι που θα φοβόταν το σκοτάδι ή τον “κακό το λύκο” ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

7


η Αγγελική. Χρόνια μηχανόβια, μέσα στις νύχτες, σε κακόφημα στέκια, μια ζωή στο ξενύχτι και στο περιθώριο, στην κούραση της δουλειάς τη μέρα ως κούριερ με τη μηχανή και το βράδυ στη ζωή της περιθωριακής λεσβίας. Τα άτομα του είδους της η κοινωνία τα σφυρηλατεί από μικρά διαπλάθοντάς τους έναν σκληρό, άκαμπτο χαρακτήρα, βάζοντας τα στην άκρη, απαξιώνοντάς τα. Κι όταν τύχει κι είναι κι από τη φύση του κανείς και λίγο τσαμπουκάς, λίγο εγωιστής, λίγο από αυτούς που δεν σκύβουν εύκολα το κεφάλι, τότε, ε τότε… ακόμα και το οικογενειακό του περιβάλλον τείνει να τον απομακρύνει σαν μίασμα μιαρό, σαν βρόμα από λεκέ, λες και είναι κάτι το κολλητικό το να θέλει κανείς να είναι αυτόνομος στη ζωή και στο σεξ. Δεν είχε προλάβει να σηκωθεί από το κρεβάτι καλά-καλά η Αγγελική όταν το φως άναψε από μόνο του. Τρεις γνώριμες φωνούλες ξεπετάχτηκαν διαλύοντας την ησυχία της μικρής κάμαρας. «Καλώς ήρθες, Άτζη! Έκπληξη!» «Εσείς είστε, βρε παλαβές; Και νόμισα ότι κάηκαν πάλι οι ασφάλειες». «Δεν μπορέσαμε να έρθουμε στο νοσοκομείο νωρίτερα λόγω δουλειάς. Μας συγχωρείς, γλύκα» είπε η Πόπη στην Αγγελική φιλώντας την με πάθος στο στόμα και προσφέροντάς της τα λουλούδια που κρατούσε. «Καλά, ε! Χαμπάρι δεν πήρες. Μπήκαμε μέσα, σου κλείσαμε το ρεύμα κι εσύ στον κόσμο σου. Κάτι η μουσική που βάζεις στο τέρμα, κάτι το γράψιμο, θα σε κλέβαμε κι ούτε που θα το καταλάβαινες!» της πέταξε αστειευόμενη η Χριστίνα. «Αρκεί να μου αφήνατε ένα στυλό και το ημερολόγιό μου» της απάντησε χαμογελώντας η Αγγελική. «Για φέρε το πόδι τώρα να αρχίσουμε να γράφουμε τις αφιερώσεις» είπε η Μιράντα έχοντας αρχίσει ήδη να βγάζει μαρκαδόρους από την τσάντα της. «Γράψτε και ημερομηνία, βρε τρελαμένες, γιορτάζω τα δεύτερά μου γενέθλια σήμερα» τους φώναξε η Αγγελική προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή της. Πόσο χάρηκε που τις είδε! Πόσο πιο άδεια και σκληρή θα ήταν η ζωή της αν δεν είχε τις κολλητές της, ιδίως την Πόπη με την οποία είχαν ανταλλάξει, εκτός από τις καρδιές τους και τα κλειδιά των σπιτιών τους. Με την Πόπη, αν και είχαν δεσμό, είχαν αποφασίσει από κοινού να μη συζήσουν. Η πείρα είχε διδάξει πως αυτές οι καταστάσεις δεν κρατάνε πολύ. Κι όμως! Κόντευαν να κλεί8

ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ


σουν μαζί ενάμιση χρόνο τώρα, μια σχέση έντονου πάθους, με έντονες διακυμάνσεις μερικές φορές αλλά παρ’ όλα αυτά, αδιασάλευτη. Οι άλλες δύο, η Μιράντα κι η Χριστίνα, ήταν σχετικά καινούργιες στην παρέα. Τις ήξερε εδώ και μισό χρόνο περίπου. Είχαν γνωριστεί σ’ έναν καβγά που είχε ξεσπάσει στο μαγαζί που σύχναζαν παλιότερα με την Πόπη. Μια παρεξήγηση με κάτι άλλες από μια άλλη παρέα. Η Μιράντα μεσολάβησε και τα βρήκανε τελικά, αν και πέσανε κάτι ψιλομπουνιές. Η Αγγελική δεν είναι τύπος που σηκώνει και πολλά αστεία, ειδικά αν κάποια άλλη κάνει ποτέ το λάθος και πειράξει την Πόπη. Έτσι, η Μιράντα, αφού γνωριστήκανε, τους σύστησε με τη σειρά της τη Χριστίνα, τη φίλη της. Συχνά έκαναν παρέα οι τέσσερίς τους μιας και διαπίστωσαν ότι ταιριάζουν. Η Μιράντα δούλευε και αυτή κούριερ όπως κι η Αγγελική, ενώ η Πόπη κι η Χριστίνα δούλευαν σερβιτόρες σε καφέ - μπαρ. Κοινή αγάπη και των τεσσάρων οι μηχανές, κι ίσως ήταν αυτό, ο κοινός κίνδυνος που διέτρεχαν πάνω στις δύο ρόδες –εκτός από τον τρόπο ζωής τους– που τις έκανε να είναι τόσο δεμένες και να χαίρονται η μια την παρέα της άλλης. Καθώς η Αγγελική είχε αρχίσει να διηγείται το περιστατικό με το ατύχημα, η Μιράντα με τη Χριστίνα έγραφαν στιχάκια και ζωγράφιζαν καρδούλες πάνω στο πόδι με το γύψο της Αγγελικής. Η Πόπη, μην μπορώντας να κρύψει την αγωνία που είχε τραβήξει αλλά και τη χαρά της που είχαν όλα αίσιο σχεδόν τέλος, απέμενε με ορθάνοιχτα μάτια να κοιτάζει την Αγγελική τρυφερά, με εκείνο το παιδικό και κάπως αθώο βλέμμα της. Αν και δύο χρόνια μεγαλύτερη από την Αγγελική, έμοιαζε μάλλον μικρότερη έτσι μικροκαμωμένη που ήταν. Είχε ωραίο, ξανθό, μακρύ μαλλί και γαλανά ματάκια. Μια ανασηκωμένη μυτούλα περιστοιχισμένη από λίγες διακριτικές φακίδες, μίκραιναν ακόμα περισσότερο τα είκοσι έξι της χρόνια, κάνοντάς την να φαίνεται ότι είναι στην ηλικία της εφηβείας ακόμα. Έπειτα ήταν και οι περιορισμένες καμπύλες της που δεν γέμιζαν το μάτι. Θα νόμιζε κανείς αν την κοιτούσε ότι είχε μπροστά του ένα κοριτσάκι πιο πολύ παρά μια γυναίκα είκοσι έξι χρονών. Πάντως, ακόμα κι έτσι, ήταν οπωσδήποτε όμορφη, με μια εντελώς προσωπική, ξεχωριστή γοητεία. Σε καθήλωνε χωρίς να σε μαγνητίζει. Σε τράβαγε ανεπαίσθητα χωρίς να το καταλάβεις. Είχε αυτό το “κάτι” που λένε, και αυτό ακριβώς ήταν που έκανε την Αγγελική να την επιθυμεί δίπλα της τόσο καιρό τώρα. Η Αγγελική πάλι, ήταν το άλλο άκρο της Πόπης. Μαυρομάλλα, με κοντό μαλλί, έντονες καμπύλες, ψηλή, γεΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

9


ροδεμένη, με μια άγρια σχεδόν αρρενωπή ομορφιά, η οποία ίσως τελικά να ήταν και ο λόγος που την έκανε να μοιάζει μεγαλύτερη από την ηλικία της. Η Μιράντα με τη Χριστίνα δεν είχαν μεγάλη αντίθεση μεταξύ τους. Καστανές και οι δύο, παρόλο που η Χριστίνα τα κοκκίνιζε ανά διαστήματα, και στο ίδιο ύψος, χωρίς έντονα χαρακτηριστικά. Η Μιράντα ήταν η μεγαλύτερη και υποτίθεται και η πιο σοφή της παρέας. Η Χριστίνα ήταν συνομήλικη σχεδόν με την Πόπη και τελευταία και πιο νέα ερχόταν η Αγγελική. Ήταν ωραίο να τις βλέπει κανείς έτσι όπως φλυαρούσαν ανέμελα γύρω και πάνω στο κρεβάτι της Αγγελικής προσπαθώντας κι οι τρεις τους να της φτιάξουν το κέφι, να της δώσουν κουράγιο να αντέξει τις μέρες που θα καθόταν στο σπίτι, για καλύτερη και πιο σύντομη ανάρρωση. Ναι! Ήταν ωραίο να τις βλέπει κανείς. Μοναδική εξαίρεση στο όλο σκηνικό, η ταμπέλα που συνηθίζουμε εμείς οι “ομαλοί” να κρεμάμε στους διαφορετικούς σεξουαλικά από εμάς… “ανώμαλες”, “βρομολεσβίες”. Λες και έφταιξαν αυτές για τις επιλογές τους. Λες και έφτιαξαν αυτές αυτό που ήσαν από την ώρα που γεννήθηκαν. Από την άλλη πάλι όμως, θα μπορούσε να πει κανείς: “Μήπως φταίμε κι εμείς που τις κατηγορούμε; Που τις μειώνουμε; Που τις προσβάλουμε; Γιατί να φταίμε; Κι εμείς έτσι φτιαχτήκαμε, χωρίς κατανόηση, χωρίς αγάπη, παρά μονάχα για τους ομοίους μας αλλά και για αυτούς ακόμα όχι πάντα. Λοιπόν, τι να κάνουμε; Μπορούμε να αλλάξουμε κι εμείς αυτό που είμαστε;” Ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα όταν η Μιράντα με τη Χριστίνα αποχαιρετούσαν με φιλάκια την Αγγελική, αφήνοντας πίσω τους μια κρεβατοκάμαρα που φάνταζε πως είχε προέλθει από γενετική διασταύρωση με κουζίνα. Ψίχουλα, λεκέδες, σκουπίδια και χαρτάκια παντού. Αποφάγια, κουτιά πίτσας, τασάκια γεμάτα στάχτες κι αποτσίγαρα, χαρτοπετσέτες, πιάτα, κύπελλα, ποτήρια και φλιτζάνια, ανακατωμένα όλα με κουβέρτες, σεντόνια και μαξιλάρια. Δεκαπέντε μπουκάλια μπίρας έπαιζαν κρυφτό κάτω από το κρεβάτι παρέα με παντόφλες, παπούτσια και μαρκαδόρους. Ένα μπουφάν παραπέρα έπαιζε το ρόλο του χαλιού στο πάτωμα, ενώ τρία πουλόβερ, το ένα επάνω στο άλλο, μόλις και μετά βίας κρατιόντουσαν από την άκρη μιας καρέκλας. Ξαφνικά, η Αγγελική ούρλιαξε βλέποντας όλο αυτό το χάλι τριγύρω. «Ω, θεέ μου! Αύριο έρχεται η μαμά. Ποιος την ακούει πάλι!» Δεν ήθελε, δεν άντεχε να δίνει δικαιώματα σε κανέναν, ιδίως στη μάνα της, να την λέει ανεύθυνη, ανώριμη, κ.λπ. Στο κάτω – κάτω, το ότι ήταν λεσβία δεν 10

ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ


την εμπόδιζε από το να είναι και νοικοκυρά, να έχει τάξη στο σπίτι της. Και η ίδια όμως το θεωρούσε σημαντικό αυτό. Της άρεσε ένας καθαρός χώρος, δίχως ακαταστασία τριγύρω. Ευτυχώς, είχε την Πόπη η οποία είχε ήδη σηκωθεί και είχε ξεκινήσει τις δουλειές. «Άφησέ τα, βρε Πόπη, είναι αργά, κι είσαι και κουρασμένη…» της είπε η Αγγελική συμπονετικά ξέροντας κατά βάθος ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει κάτι τέτοιο. «Θα αστειεύεσαι βέβαια…» της απάντησε με σταθερή φωνή η Πόπη, «…και ν’ αφήσουμε τη μαμά να σε πρήζει; Δεν σου αρκεί το βάσανο που έχεις με το πόδι σου θέλεις να την ακούς να σου τα χώνει και για το σπίτι;» Ήταν η σειρά της Αγγελικής να μείνει σιωπηλή κοιτάζοντας τη φίλη της που δινόταν ολόψυχα στο συγύρισμα του σπιτιού. Πόσο πιο έντονα την ένιωθε κοντά της κάτι τέτοιες στιγμές, όταν επιβεβαίωνε μέσα της ότι η φίλη της θα της συμπαραστέκεται πάντα, σε όλα της τα προβλήματα, μικρά ή μεγάλα! Ένα ολόψυχο θερμό ευχαριστώ κι ένα φιλί γεμάτο πάθος, υποδέχτηκαν την Πόπη σαν τέλειωσε τις δουλειές κι έκατσε δίπλα στο κρεβάτι της Αγγελικής. Το σπίτι άστραφτε από καθαριότητα. Όλα ήταν έτοιμα για τον ερχομό της μαμάς. «Σαββάτο 19 Νοεμβρίου 1994 – βράδυ Η μαμά κοιμάται στον καναπέ, στο χολ. Ήρθε, φούσκωσε, ξεφούσκωσε, και τώρα κοιμάται ξεθεωμένη από το πολύ ψάλσιμο. Πλάκα που είχε! Νόμιζε πως θα τα έβρισκε όλα χάλια εδώ μέσα, πως θα την είχα ανάγκη, πως θα ξανάβρισκε το μικρό της κοριτσάκι να ξανανταντέψει. Θα ήθελε να πιστεύει, να μπορούσε να πιστέψει, ότι όλα τα σχετικά μ’ εμένα ήταν ένα κακό όνειρο κι ότι το κοριτσάκι της κάποια μέρα θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί και θα της κάνει πολλά εγγονάκια, για να τα έχει να ασχολείται. Θα ήθελε να πιστεύει ότι μπορεί να με κάνει να αλλάξω τρόπο ζωής, ότι τη χρειάζομαι, ότι πρέπει να την έχω ανάγκη για να μπορεί να με ελέγχει, να με κάνει αυτή όπως θέλει. Γι’ αυτό και όποτε μου συμβαίνει κάτι, όπως τώρα, τρέχει, μπας και καταφέρει και με πείσει ότι τη χρειάζομαι οπωσδήποτε, ότι ίσως πρέπει να ξανασκεφτώ τα της ζωής μου, ότι ίσως… ίσως… ποιος ξέρει; Τίποτα απ’ ό,τι περίμενε δεν έγινε. Μέχρι και για ψώνια πήγα, να της δείξω ότι τα καταφέρνω. Δεν πήγα βέβαια μακριά, εδώ, στη γωνία στο mini market. Πήρα τις πατερίτσες μου, πήρα και φόρα και… αυτό ήταν. Συγύρισα και το σπίτι υποτίθεται, ας είναι καλά η Πόπη! ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

11


Λοιπόν, μαμά, όπως βλέπεις τα καταφέρνω μια χαρά, δεν σε έχω ανάγκη. Ανάγκη θα είχα την άδολη αγάπη που προσφέρει κανείς στον άλθήνα 1994. Λίγο πριν ραγδαία εξάπλωση λον όταν τον αποδέχεται έτσι ακριβώς όπωςτηείναι. Ανάγκη θα είχα να του διαδικτύου οικοσ’ ακούσω να μου λες:των “Σ’κινητών, αγαπώ όπως κι αν ζεις, και ό,τιτων κι αν κάνεις.” νομικών μεταναστών. Η Αγγελική, μιανα ανέΑλλά αυτά δεν τα αντέχεις, ρε μάνα, άντε γεια... της είπα... πηγαίμελη λεσβία, επιβιώνει δουλεύοντας ως κούριερ νεις, μη σε κρατάω άλλο τζάμπα. Αυτή, πανικόβλητη που δεν κατάτη μέρα, ενώ τα βράδια της τα περνάει τριγυρίζοφερε να μου προσφέρει τίποτα, άρχισε τα παλιά τροπάρια... και πώς ντας στα γνώριμά της στέκια. Με εκκίνηση ένα παρ’ είσαι έτσι, πώς ζεις, πού γυρνάς, τι θα κάνεις, κ.λπ… κ.λπ… κ.λπ… ολίγο μοιραίο ατύχημά της, θα ακολουθήσουν μια Παρ’ όλα αυτά,σειρά την αγαπώ. Παρ΄ όλα αυτά. Δεν μπορεί να το κατααπό παράξενα γεγονότα, μέσα στην πεζή λάβει όμως... παρ’ όλα αυτά. Και αυτήπου μ’ αγαπά, με μια ανυπόφορη, της καθημερινότητα, θα αναγκάσουν την φορτική, αρρωστημένη φυσικά με αγγίζει, προσοχήαγάπη της ναπου στραφεί στηδεν βαθύτερη καισχεδόν ουσι- καθόλου. Όσο για αστικότερη τον πατέραπροσέγγιση και την αδελφή μου, κι αυτούς τους του εξωτερικού, αλλά και αγαπώ κι ας μ’ έχουν γραμμένη. Βρίσκονται εδώ και καιρό, κάτι έτη φωεσωτερικού της κόσμου. Ένα καινούργιο σύμπαν τός μακριά μου θα κι ας ζούμε όλοι μέσα στην ίδια πόλη, σχεδόν στην ανοιχτεί μπροστά της, ανελκύοντας τον από- ίδια γειτονιά. Από την άλλη πάλι, έχω και τη ζωή την αγακρυφο και άγνωστο εαυτό της,μου. απόΚι τοαυτήν απύθμενο του.να Καιγίνει τότεένα θα θαύμα καταδικαστεί να γνωρίσει όλοι πώ. Μακάρι να βάθος μπορούσε και να ερχόμασταν την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο ενόςΌχι άντρα. κάποια μέρα πραγματικά κοντά ο ένας με τον άλλο! ότι Όλα ήμασταν πιστεύω της θα ανατραπούν. Μαζί τους κι αυτό Όχι! βέβαια και ποτέτα πραγματικά κοντά και τώρα απομακρυνθήκαμε. έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε –συμβατικά Ποτέ δεν χάσαμεπου κάτι που είχαμε. Πάντα ήμασταν ο καθένας στον κόπολύ περίσκεψη– Μια μόνο σμο του. Πάντακαι μαςχωρίς έλειπε εκείνη η μαγικήπραγματικότητα. κόλλα που υπάρχει απίστευτη πάληαληθινά, θα ακολουθήσει σε όσους καταφέρνουν κι εσωτερική επικοινωνούν συνήθωςμεταχωρίς να ξύ της γνώριμης σεξουαλικής της ροπής και της χρειαστεί να πουν πολλά, ίσως και τίποτα. Γι’ αυτό η μαμά πρέπει να καρδιάς της. Οι ακραίες ψυχολογικές καταστάσεις πηγαίνει σιγά-σιγά. Δυο-τρεις μέρες την έχω το πολύ ακόμα, μετά δε που θα ζήσει θα την φέρουν στο χείλος της σχιζοθα αντέξει, θα αρχίσει να μου πετάει εκείνο το, “τι να κάνω, έχω και φρένειας. Ωστόσο, πόσο τρελός, μπορεί να είναι τον μπαμπά σουαυτός, μόνο που του”… ενώ έρχεται σε επαφή με “φωνές’’, μιλάΑ, ρε μάνα! ει Α,με ρετομάνα!!!» Θεό, το Διάβολο ή εξωγήινους, παράλληλα

Α

βελτιώνει τη ζωή του διαρκώς προς το καλύτερο;

« Τετάρτη 23Την Νοεμβρίου 1994 – βράδυ, συνήθωςτης πάλης. απάντηση θα την δώσειως η έκβαση Ουφ! Έφυγε!Μιας Επιτέλους, μόνη και πάλι. Εννοείται μόλις έφυγε πάλης που στο τέλος ή νικάς και ταότι κερδίζεις η μαμά τηλεφώνησα αμέσως στην Πόπη. Έτρεξε η καημενούλα όλα ή χάνεις και τα χάνεις όλα. Ακόμα και τη ζωή μου μετά τη δουλειάσου. γεμάτη ανησυχία. Φοβόταν μην τσακωθώ πάλι με τη μάνα μου και κάνω καμιά τρέλα. Με ξέρει, όταν τα παίρνω στο κρανίο δεν καταλαβαίνω και πολύ από τρόπους. Τώρα τελευταία βέβαια, μετά το ατύχημα, σαν να προσγειώθηκα λίγο. Σαν να ένιωσα το χρόνο ISBN 978-960-9499-35-4 –επιτέλους για πρώτη φορά– να περνάει πάνω κι από εμένα. Μεγαλώνω. Μήπως κάπου έχει δίκιο η μαμά; Τι θα κάνω αργότερα; Η Πόπη; Τι να σκέφτεται αυτή άραγε –αν σκέφτεται– για την πορεία της ζωής μας; Τι πραγματικά να κουβαλάει μέσα στην ψυχή και στο μυα12

ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ


Αλέξης Γκοτσόπουλ

λουδάκι της, το τόσο εύθραυστο; Μάλλον, απ’ ό,τι έχω καταλάβει, η Πόπη αποφεύγει επιμελώς το να σκέφτεται. Η καημενούλα μου, κουράζεται εύκολα, είναι τόσο μικροκαμωμένη! Πόσο μου έλειψε! Αλήθεια, θα μου έλειπαν ποτέ τόσο πολύ οι δικοί μου; Κάποτε, μετά από χρόνια, όταν θα έχουν φύγει από αυτόν τον κόσμο, θα μου λείψουν άραγε τόσο, όσο μου έλειψε η Πόπη αυτές τις λίγες ημέρες που ήταν εδώ η μαμά; Κι αν μου έλειψε σήμερα η Πόπη, θα μου λείπει το ίδιο και αύριο; Θα μπορούσε άραγε να αλλάξει το χαρακτήρα μου κάποτε αυτός ο... πανδαμάτωρ χρόνος, ώστε να με κάνει να μην θέλω πια τόσο την Πόπη ή όλα αυτά που έχω τώρα και αγαπώ και γεμίζω τη ζωή μου; Όπως τη μηχανή μου, για παράδειγμα. Κι αυτή μου έλειψε. Για πόσο καιρό θα την έχω; Για πόσο καιρό θα ζω έτσι; Τα προβλήματα, τα απρόοπτα, οι διάφορες καταστάσεις της ζωής θα με αλλάξουν ή θα είμαι πάντα το ίδιο τρελή και άνετη όπως είμαι τώρα; Κι αν εγώ είμαι, θα είναι και οι άλλοι; Οι φίλες μου, οι παρέες μου, η Πόπη; Δεν υπάρχει περίπτωση να με βαρεθεί και αυτή και όλοι οι άλλοι κάποια στιγμή; … … … Μου την έδωσε τώρα. Πάω για ύπνο».

ΑΛΕΞΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

«Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 1994 – ώρα μηδέν Η ακινησία πρέπει να έχει αρχίσει να με πειράζει στο κεφάλι. Τι μαλακίες έγραφα χθες; Τι σκεπτικιστικός μηρυκασμός ήταν αυτός που μ’ έπιασε; Είμαστε τόσο ένα με την Πόπη, πώς είναι δυνατόν να χωρίσουμε; Το μυαλό μου μάλλον έχει αρχίσει να μου παίζει κάποια παιχνίδια. Μου βγάζει, ίσως επειδή συνεχώς κάθομαι, κάποιες μοιρολατρικές τάσεις, κληρονομικό απόκτημα ασφαλώς από τη μαμά. Ευτυχώς που έχω πάρει και λίγο από το ζαμανφουτισμό του μπαμπά. Αυτό με σώζει! Έξι μέρες μετά το ατύχημα. Ο καιρός κυλά αργός, βαρύς και δύσκολος. Σήμερα ήρθε κι η μηχανή μου από το συνεργείο. Την ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ έφερε η Πόπη. Ο μαστρο-Γιάννης την έκανε καινούργια. Ανυπομονώ να την οδηγήσω». «Κυριακή 27 Νοεμβρίου 1994 – όχι, δεν είναι βράδυ Χθες είχα πάλι όλη μέρα τα νεύρα μου. Έχει αρχίσει να μου τη δίνει εδώ μέσα. Ξεσκίζομαι στο γράψιμο. Γράφω σχεδόν κάθε μέρα. Σάμπως έχω και τίποτα σπουδαίο να πω; Αλλά όμως, κάτι πρέπει να κάνω, να περνάω την ώρα μου. Μέχρι και τηλεόραση άρχισα να βλέπω. Κατάντια ε! Τσακώθηκα και με την Πόπη. Έκανε σαν τρελή όταν της είπα ότι θα προσπαθήσω να ανέβω στη μηχανή μου να πάω καΕΚ∆ΟΣΕΙΣ

οσελότος

ΘΕΜΕΛΙΑΚΗ ΕΠΑΦΗ

13


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.