Το κουτί με την καμπύλη

Page 1

o ΝΙΚΟΣ o ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

ΝΙΚΟΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ


Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Εξωφυλλο Φωτογραφία οπισθόφυλλου: Copyright© 2011 Πρώτη Εκδοση ISBN

Το κουτί με την καμπύλη Νίκος Χατζόπουλος Λογοτεχνία [1358]0611/16 Κώστας Πέππας /// www.iart.gr Πέτρος Νικόλτσος /// nikoltsos.com Νίκος Χατζόπουλος Αθήνα, Ιούλιος 2011 978-960-9499-79-8

Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ

ο σ ε λ ότ ο ς

Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr

e-mail:


αρίστο

///

άννα

///

στους ευτυχία


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Μέρος Πρώτο Ο Τελευταίος Σταθμός Ο Κηφήνας Η Στολή της Παρασκευής Ξεφούρνιστη Ψίχα W8 ligo Η Ζωή είναι μια Πορτοκαλί Ανάμνηση Καλλυντικά Καρακώστας Αφήνοντας την Ολυμπιάνη

5 11 17 23 26 34 39 50

Μέρος Δεύτερο Έχει Ψυχραιμία Si vis Pacem, para Bellum Οι Κύκλοι του Μάριου και ο Μάντης Τα Αμάνικα Μπλουζάκια Χωρίς Αλκοόλ «Rinoula» Φρεσκοκομμένο Σύκο Δε μ’ αγαπάς πια Ποιος είναι αυτός ο Γιάννης; White Horse Μια Λευκή Πόρτα Ο Λέων και το Ερπετό

63 68 75 82 86 89 99 105 110 120 127 137

Μέρος Τρίτο Καμουφλαρισμένες Κατσίκες Η Τέφρα μας Ελεύθερη βούληση και Εξωγήινοι Ένα Λυπητερό Φλερτ Μια Καθημερινή Αδικία Ένας Χαμένος Αναπτήρας Η Ηθική Φιλοσοφία και το American Gothic Ελιτισμός και Μελιτζανοκροκέτες Η Δεύτερη και η Πρώτη Αγάπη Το Λαχείο Η Εναλλακτική Μυρωδιά των Λαιμών Κυρίλ Ακαντζατιλιενέρεβιτς Η Βλεφαρίδα και το Πετράδι Ένα Καφάσι Μπίρες

146 151 159 165 168 171 182 195 202 210 213 217 230 238


Ο Τελευταίος Σταθμός

Μέρος Πρώτο

Ο Τελευταίος Σταθμός

| 5


6

|

το κουτί με την καμπύλη

Έκλεισα το κίτρινο τετράδιο που είχα αγοράσει πριν λίγο από το απέναντι παντοπωλείο και άφησα το στυλό πάνω στο τραπέζι με θόρυβο. Κοίταξα τον Ηλία που διάβαζε ένα βιβλίο φάνταζι, ήταν χοντρό και είχε στο εξώφυλλο ένα πολύχρωμο σκίτσο με πολεμιστές να κραδαίνουν τα σπαθιά τους ενάντια σε μικρά, άσχημα πλασματάκια. Μου έριξε μια ματιά πάνω απ΄ τις σελίδες. «Τι γράφεις, ρε;» με ρώτησε ρουφώντας μια γουλιά από τον γλυκό καφέ του. Όταν είχε έρθει η γκαρσόνα με τον δίσκο, μας ρώτησε: «Για ποιον είναι ο γλυκός;» «Ο γλυκός για τον γλυκό». Έδειξα τον Ηλία, «και ο μέτριος... για τον μέτριο», είπα δείχνοντας εμένα με το πιγούνι. Αυτή έκανε πως γέλασε, γιατί μάλλον θα το είχε ξανακούσει αυτό το αστείο. «Θέλω να αρχίσω ένα διήγημα... μωρέ», απάντησα. «Καλή φάση», σχολίασε ο Ηλίας. Ήμαστε σε μια καφετέρια ήσυχη, που δεν πήγαινε πολύς κόσμος. Εκτός από εμάς δεν υπήρχε άλλος πελάτης στο μαγαζί. Η γκαρσόνα ήταν απομονωμένη σε ένα σκαμπό στην εξωτερική


Ο Τελευταίος Σταθμός

| 7

πλευρά του ξύλινου μπαρ και έστελνε μεσημεριανά μηνύματα με τον επιδέξιο αντίχειρα της, για να περάσει η ώρα. Ο Ηλίας άφησε ανοιχτό το βιβλίο στο τραπέζι, με το εξώφυλλο προς τα πάνω, και χαμογέλασε έντονα με τα φαρδιά του χείλη. Είχε ακανόνιστο πρόσωπο, με έναν δυνατό λαιμό να το στηρίζει, καλοκαμωμένες πλάτες και κοντούς βραχίονες. Το μέτωπό του ήταν πλατύ και τα μαλλιά του σκούρα μαύρα. Είναι ένας από τους δυο καλύτερούς μου φίλους, ο άλλος είναι ο Πέτρος. «Φεύγω, φίλε. Φεύγω στα νησιά», είπε γραπώνοντάς με απ’ το χέρι. «Μην είσαι χαζός, έλα κι εσύ να φύγουμε μαζί. Μαζί, ρε Λέων. Ταξιδάκι, πλοιαράκι, θα γουστάρουμε». Χαμογέλασε και άφησε να φανούν τα στραβοκαμωμένα κάτω δόντια του. Πήρε μια ανάσα να πει κάτι, αλλά τον σταμάτησε το κουδούνισμα του κινητού. Το σήκωσε από το τραπέζι και κοίταξε την οθόνη. «Κατά φωνή. Αυτός είναι. Το αφεντικό». Έβαλε το τηλέφωνο στο αυτί. «Εμπρός. Ναι. Ναι. Μια χαρά. Ναι, περίμενα τηλ.... Όχι. Ναι. Σήμερα θα πάω να βγά... Εντάξει. Όταν θ.... Α. Οκ. Όχι, δεν υπάρχει περ.... Ναι. Μεθαύριο, κατά πάσα πι... Α. Πολύ ωραία. Ναι. Όχι, τι πρόβλ... Ναι... Μια χαρά. Δε χρειάζεται τίπ.... Α. Όχι, όχι. Σίγουρα. Ρώτησα... Απογευματάκι. Σίγουρα. Ναι. Από κοντά. Α.... Ωραία. Πολύ ωραία. Έξι, εφτά, ας πού... Ναι. Τώρα, αν έχει τίποτα καθ... Α. Ναι, καλύτερα έτσι. Σίγουρα. Εντάξει. Ευχαριστώ. Εντάξει. Ωραία. Γεια. Ναι. Γεια. Γεια». Το έκλεισε. «Τι έγινε;» ρώτησα. «Εντάξει. Όλα οκ. Θα πάω να βγάλω εισιτήριο σήμερα. Αύριο πρωί την κάνω. Θα με περιμένουν στο λιμάνι να με παραλάβουν». «Ωραία, ρε φίλε. Μια χαρά. Σε μια βδομάδα το πολύ θα είμαι κι εγώ εκεί. Τελειώνω τις παραγγελίες με τα cd και έρχομαι». «Ναι, ρε φίλε. Χαζομάρα που δεν ταξιδεύουμε μαζί. Τές-πα. Και αυτός ο τύπος, αμέσως με θέλει». «Εντάξει, ρε. Εγώ σε μια βδομάδα θα έχω έρθει, παράλληλα εσύ κοίταζε μήπως παίζει και καμιά δουλειά για μένα».


8

|

το κουτί με την καμπύλη

«Ναι ρε, στάνταρ. Αν και... Ούτε για μένα ξέρω αν κάτσω. Δεν ξέρω. Αυτό το μαγαζί πρέπει να είναι ψιλοκυριλέ και δε θα γουστάρω. Άσε που δεν έχω και τέτοια κομμάτια. Θα δείξει όμως. Θα δείξει, δεν ξέρω. Και ο μαγαζάτορας, από το τηλέφωνο φαίνεται λίγο σκατομπάμπουρας». Έσβησε το τσιγάρο στο τασάκι φυσώντας το τελευταίο συννεφάκι καπνού στα πλάγια. Είχαμε ξανακάνει παρόμοια συζήτηση όταν πρωτοκάτσαμε. «Φτάνει που θα φύγουμε από εδώ. Ήρθε η ώρα των νησιών…», χαχάνισε, ύστερα ξανασοβάρεψε. «Τι θα λέει το διήγημα; Τι θα λέει;» ρώτησε μισοξαπλώνοντας στα κατσιασμένα, μπορντό, δερμάτινα μαξιλάρια του καναπέ και κάλυψε το στόμα του με την παλάμη. «Λέω να γράψω για έναν τύπο στην παλιά εποχή, όπου γυρνάει μετά από πολλά χρόνια σπίτι του. Ξέρεις. Έχει πάει στην Ευρώπη. Έχει φάει τη μισή του περιουσία και γυρνάει ξανά στο πατρικό του, στον πατέρα του». «Μάλιστα… καλή φάση». Μετά από λίγο το ξανασκέφτηκε. «Ψιλομούφα ακούγεται». Γελάσαμε. «Μπορεί να βγει καλό», του είπα. «Για διάβασέ μου λίγο». «Σίγουρα;» «Ναι ρε». Τον κοίταξα μέσα στα μάτια να δω αν ειρωνεύεται. Χα­μο­ γέλασε. «Ρε, σοβαρά σου λέω, διάβασε», με διαβεβαίωσε. «Κοροϊδεύεις». «Όχι ρε, αλήθεια, διάβασε», έκανε πως σοβάρεψε. Άνοιξα το τετράδιο κάπου στη μέση, γιατί από εκεί είχα αρχίσει να γράφω. «Λοιπόν. Ο τελευταίος σταθμός πριν το Ν* λες και ξεκρέμασε από τον ουρανό και στάθηκε όρθιος στη μέση της χιονισμένης στέπας». Με διέκοψε. «Κάτσε ρε boy, περίμενε. Το Νι; Τι είναι το Νι;»


Ο Τελευταίος Σταθμός

| 9

«Μέρος». «Ποιο μέρος;» «Το Νι». «Έτσι, ένα τυχαίο Νι;» «Όχι ρε. Συγκεκριμένο. Είναι το χωριό καταγωγής του ήρωα». «Δε μ’ αρέσει». «Τι να το κάνω;» «Κάντο... χμμ... κάντο Εξ». «Ο τελευταίος σταθμός πριν το Εξ;» «Ναι». «Εντάξει, θα το διορθώσω». «Μετά, κάτι είπες, κρέμασε, κάτι τέτοιο». Έγειρα στο κείμενο και το ακολούθησα με το δάχτυλο. «Λες και ξεκρέμασε από τον...» Με ξαναδιέκοψε. «Δεν ταιριάζει το ρήμα. Δηλαδή ο σταθμός ξεκρέμασε... δεν ξέρω». Σούφρωσε τα χείλη και σήκωσε τα φρύδια. «Είναι ποιητική αδεία. Τέχνη ρε», δικαιολογήθηκα. «Μάλιστα... τέχνη... Τέλος πάντων. Τίποτα βυζιά... Τίποτα σπαθιά... Κανέναν αποκεφαλισμό θα βάλεις;» «Μπα... Α! Κοίτα.... Βυζιά είπες, ε; Γιατί όχι; Μπορεί να βάλω από κανένα». «Εντάξει τότε. Θα το διαβάσω». «Είσαι μαλάκας». «Χεχε». Πληρώσαμε, πήραμε γυαλιά, τσιγάρα και αναπτήρες από το τραπέζι. Αφήσαμε πίσω μας τη γυάλινη πόρτα και τον κλιματισμό της καφετέριας. Ξεφύσηξα, καθώς με χτύπησε ένα ζεστό κύμα υπόνοιας αέρα. Ανεβήκαμε στο παπάκι, η δερμάτινη σέλα είχε ξεροψηθεί από τον ήλιο. Πάτησα τη μανιβέλα και πήρε μπρος με τη μία. Το κατέβασα από το πεζοδρόμιο τσουλιστό πάνω στο δρόμο της πόλης. Της πόλης με το όνομα Ολυμπιάνη. Της πόλης που μεγάλωσα. Η τρίτη ή τέταρτη μεγαλύτερη πόλη


10

|

το κουτί με την καμπύλη

στην Ελλάδα, με τους πισσαρισμένους δρόμους και τα τετράγωνα κτίρια με τα ορθογώνια μπαλκόνια, πετάμενη κάπου σε μια άκρη ενός κόλπου της Ελλάδας. Η πόλη μας, που κυνηγάει και κυνηγιέται, σαν το σκύλο που ψάχνει να δαγκώσει την ουρά του. Ανατολικά, έχουμε ένα κουτσουρεμένο, μισοάφυτο από τις συνεχόμενες πυρκαγιές βουνό, που στο ψηλότερο σημείο του έχει μια κεραία με κόκκινο φωτάκι να φαίνεται από χιλιόμετρα. Νότια, είναι το λιμάνι και η πλακόστρωτη, πολυβαδισμένη παραλία. Στα βορειοδυτικά, η βιομηχανική περιοχή με τα φουγάρα των εργοστασίων, τις γκρίζες τσιμεντένιες μεταφορικές εταιρίες, τις λουστραρισμένες εκθέσεις επίπλων, τις περιφραγμένες μάντρες φορτηγών και τις πολύχρωμες, προχειροφτιαγμένες κατασκηνώσεις των τσιγγάνων. Είναι μια συνηθισμένη, μεγάλη, επαρχιώτικη ελληνική πόλη. Με την φωταγωγημένη και πάντα στολισμένη πλατεία στο μέσο της και τρεις φαρδείς δρόμους με υπέρογκα ενοίκια να την τέμνουν. Με τις επτά συνοικίες και το χαρακτηριστικό, ψηλό και απότομο ιπποτικό κάστρο, σήμα κατατεθέν, να μας αγκαλιάζει από πάνω και να προσέχει μήπως μας την πέσουν τίποτα μοβόροι σαρακηνοί πειρατές. Τέρμα δυτικά, πριν τα εργοστάσια, βρίσκεται η σχετικά φτωχική συνοικία Παυλούπολη, η γειτονιά μου. Έχει εργάτες, σουβλατζίδικα, περιπτεράδες, πιτσαρίες, λαϊκές αγορές, σκονισμένες βιτρίνες και ντελιβεράδες. Μπουγατσατζίδικα, πληγωμένα πάρκα, ρούχα σε πανέρια, γερασμένα καφενεία, συνεργεία, μετανάστες, καφετέριες, χορτασμένους κάδους, κομμωτήρια, καμένες εξατμίσεις, εργατικές κατοικίες, λιωμένους εφήβους, παντοπωλεία, ταξιτζήδες και περιποιημένες πωλήτριες. Απλωμένα ρούχα, στενούς μονόδρομους, φροντιστήρια, οικοδόμους, τράπεζες, κουτσοχτυπημένες μαυροντυμένες γιαγιάδες, σουπερμάρκετ, γκαρσόνες με γυμνούς αφαλούς, πλουμιστές εκκλησίες, κουρασμένες μαμάδες με μωρά, παπουτσάδικα και βενζινάδικα. Μια συνηθισμένη συνοικία σε μια πόλη που θα μπορούσε να είναι και βαλκανική, ακόμα και ευρωπαϊκή. Ίσως θα μπορούσε


Ο Κηφήνας

| 11

να είναι παγκόσμια, μέχρι και συμπαντική. Είναι βέβαιο ότι το σύμπαν είναι γεμάτο από τέτοιες μικρές ή μεγαλύτερες γειτονιές, απαρτιζόμενες από οργανισμούς που θέλουν να στέκονται δίπλα-δίπλα για να βρίσκουν ευκολότερα ταίρι και να πασάρουν το γονίδιό τους στο διηνεκές. Καμιά φορά μου φαίνεται ότι τριγυρνάμε γύρω-γύρω στο σκοτεινό μυστικιστικό σύμπαν ζώντας την καθημερινότητα μας, δίχως να ρωτάμε πολλά-πολλά, υποταγμένοι και σκληραγωγημένοι σε έναν απόκοσμο μικρόκοσμο. Άφησα τον Ηλία σπίτι. Ένα παλιό, ξεχαρβαλωμένο σομόν διώροφο, σαν παρατημένο στο πατάρι κουκλόσπιτο. Στο ισόγειο έμεναν η γιαγιά και ο παππούς και πάνω η υπόλοιπη οικογένεια. Μπαμπάς, μαμά, αδερφός, αδερφή και η άλλη γιαγιά. «Τι ώρα θα βγούμε το βράδυ; Το βράδυ θα βγούμε, δε θα βγούμε το βράδυ;» με ρώτησε καθώς έβγαζε τα κλειδιά από την τσέπη του. «Κατά τις έντεκα». «Οκ». «Άντε, τα λέμε». Μάρσαρα το παπί. Το καλοκαίρι έχει μπει ημερολογιακά εδώ και λίγο καιρό. Η πόλη έχει γίνει ανυπόφορη.

Ο Κηφήνας Άνοιξα τον υπολογιστή και κοίταξα τη λίστα με τις παραγγελίες που είχα για τα cd. Έκανα τις διαδικασίες και το αντιγραφικό δούλευε φορτσάτο. Ό,τι μου είχαν ζητήσει το είχα στο σκληρό κι έτσι δε χρειαζόταν να κατεβάσω τίποτα. Παρόλα αυτά άνοιξα το νετ και μπήκα να δω κανένα μέιλ. Όλα ήταν σπαμ-διαφημιστικά εκτός από ένα, ενός πελάτη που μου έλεγε ότι δεν μπορούσε να παίξει το παιχνίδι που του έστειλα. Του απάντησα ότι το cd είναι καλό γιατί το τσέκαρα -δήθεν- και ότι προφανώς δεν είχε βάλει καλά το crack.


12

|

το κουτί με την καμπύλη

Πεινούσα λίγο, αλλά δεν είχε μαγειρέψει η μάνα μου. Μπήκα και στην άλλη μου δουλειά. Στο Warrior-on-line-R.P.G. Εκεί έχω ένα χαρακτήρα σε μεγάλο επίπεδο και πουλάω κυβερνοαντικείμενα με αντικαταβολή. Αυτές τις μέρες δεν είχα τίποτα καλό να πουλήσω και πήγα να σκοτώσω τίποτα mobs, μήπως και βρω κανένα σπάνιο σπαθί ή πανοπλία. Πριν μια βδομάδα πούλησα ένα Devil armor set σε έναν τύπο από την Σιγκαπούρη εκατό δολάρια, κανονικά πηγαίνει περισσότερο, αλλά επειδή έχει ξαναπάρει αντικείμενα του το έδωσα κοψοχρονιά. Ήταν λαμπερό και καμάρωνε μέσα στο παιχνίδι. Δε βγάζω πολλά από αυτή τη δουλειά, καμία διακόσια δολάρια το μήνα, αλλά δεν είναι κι άσχημα. Μένω σε ένα διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο μιας πενταώροφης πολυκατοικίας με τη μητέρα, τον πατέρα, την αδερφή μου, το μωρό της και τη σκυλίτσα μας. Δεν έχω δικό μου δωμάτιο γιατί το σπίτι είναι μικρό. Το μόνο που έχω είναι μια βιβλιο­ θήκη κρεμασμένη στον τοίχο, από κάτω το γραφείο μου με τον υπολογιστή και αρκετές θήκες για cd. Το έπιπλο είναι από λευκό φτηνό ξύλο που μας το είχαν δώσει κάποιοι συγγενείς που πήραν καινούργια. Απέναντι βλέπω άσπρες πολυκατοικίες με απλωμένα ρούχα, αλουμινένιες ξεφτισμένες ντουλάπες, εμπριμέ τέντες, μισοσκουριασμένες κεραίες και θερμοσίφωνες. Η μητέρα μου είναι κομμώτρια και ο πατέρας μου συνταξιούχος. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν πραγματικά φταίνε γι’ αυτό που έχω γίνει ή είναι όλα τυχαία. Η αδερφή μου, η Σόνια, είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερη και οι γονείς μου την αγαπούσαν ανέκαθεν περισσότερο. Ήταν πάντα καλύτερο παιδί από μένα σε όλους τους τομείς. Ήταν καλή κοπέλα, καλή μαθήτρια, πέρασε στο πανεπιστήμιο, έγινε καθηγήτρια και τώρα είναι χωρισμένη με ένα μωρό. Γκρινιάζει όλη μέρα και τα μάτια της μικραίνουν, μηδενίζονται και ρυτιδιάζουν μέσα από τις ξανθιές ανταύγειες των μαλλιών της. Παλιότερα, όταν χώρισε και ήρθε να μείνει μαζί μας, δεν έβγαινε καθόλου από το σπίτι. Όλες οι φίλες της είναι παντρεμένες και δεν είχε


Ο Κηφήνας

| 13

που να πάει. Τώρα τελευταία γνώρισε μια πελάτισσα της μάνας μου και πηγαίνει καμιά βόλτα που και που για καφέ. Παλιότερα, προτού ο άντρας της γνωρίσει τον μεγάλο του έρωτα, η αδερφή μου με κοιτούσε απαξιωτικά. Μου έδινε και συμβουλές. «Διάβασε Λέων. Θα το μετανιώσεις που παράτησες τις σπουδές σου. Τι θα κάνεις στη ζωή σου; Τώρα θα είχες ένα πτυχίο, με κάτι θα μπορούσες να ασχοληθείς. Δε είναι δυνατόν να γυρνάς όλη μέρα». Ως συνήθως δεν απαντούσα και έκανα πως δεν άκουγα, αλλά όταν καμιά φορά τα έπαιρνα, της έλεγα: “σκάσε μη μου μιλάς”. Τότε χαρακτηριστικά με αποκαλούσε με τη συνηθισμένη της βρισιά. «Είσαι ένας κηφήνας. Δεν κάνεις τίποτα και σου αρέσει αυτό. Είσαι ένας κηφήνας που ζεις εις βάρος όλων». Από τότε που άρχισαν τα προβλήματα στην οικογένειά της και ερχόταν μέρα παρά μέρα με το μωρό στο σπίτι έπαψε να μου τα λέει. Ίσα-ίσα, ερχόταν και με αγκάλιαζε σφιχτά και έκλαιγε. Δεν ήταν άσχημα όταν το έκανε, αλλά μετά από λίγο βαριόμουν να είναι έτσι πάνω μου και την έδιωχνα. Χαμήλωνε το κεφάλι και έπιανε το μωρό που μόλις είχε αρχίσει να στέκεται στα πόδια του. Αυτό κοιτούσε με τα μεγάλα μάτια του, τι να πει το κακόμοιρο; Ο άντρας της ήταν και αυτός καθηγητής και είχαν γνωριστεί στο πανεπιστήμιο. Δεν πρόλαβαν να παντρευτούνε και σε λιγότερο από ένα χρόνο τραβιόταν με μια ψιλομπαρόβια. Όταν τελικά το έμαθε η αδερφή μου, ήρθε κλαμένη σπίτι με το μωρό και είπε ότι θα τον παρατήσει. Η μάνα μου την έδιωξε και της είπε να πάει σπίτι της. Μετά από λίγο καιρό, αντί να τον παρατήσει αυτή, την παράτησε ο φλώρος ο άντρας της. Τον έβλεπα καμιά φορά όταν ερχόταν να πάρει το παιδί, έτσι πως ήταν με τα σιδερωμένα του ρούχα, την καλόβουλη φάτσα του, τα μικρά χοντρά δάχτυλά του, τα σπατουλίσια νύχια του και το λεπτότριχο φουντωτό μαλλί και τον λυπόμουν. Μετά λοιπόν από όλα αυτά, η αδερφή μου δεν μου ξανάδωσε συμβουλές.


14

|

το κουτί με την καμπύλη

Έχει μπει το καλοκαίρι και μου φαίνεται πως οι μυρωδιές γίνονται εντονότερες. Η διπλανή μάλλον μαγείρεψε ψάρι. Παιδάκια δεν ακούγονται να παίζουν κάτω στη γειτονιά, έχουν μαζευτεί για να φάνε, ούτε αυτοκίνητα περνάνε, μόνο εκείνος ο οξύς μεσημεριανός ήχος από τα μαχαιροπίρουνα που κλονίζουν ελαφρά τα πιάτα. Παλιότερα, τέτοια εποχή, ακουγόταν πολλά περισσότερα από τις γύρω πολυκατοικίες. Τώρα οι πιο πολλοί έχουν βάλει κλιματιστικά και κρατάνε κλειστές τις μπαλκονόπορτες. Εμείς δεν έχουμε πάρα μόνο δυο ανεμιστήρες. Η μάνα μου στάθηκε από πάνω μου την ώρα που έβαζα το password για να ξαναμπώ στο μέιλ, μου έδωσε το ασύρματοσταθερό τηλέφωνο και μου είπε να το βάλω να φορτίσει γιατί κάνει μπιπ-μπιπ. Είναι παράξενο πως οι γονείς μαθαίνουν σιγά και σταθερά την τεχνολογία. Τους θυμάμαι παλιότερα που παιδεύονταν με το βίντεο για να βάλουν τη σωστή ώρα να γράψουν κάτι από την τηλεόραση. Τους άφηνα να το κάνουν μόνοι τους για να μάθουν. Με φαντάζομαι και μένα στο μέλλον που όλα θα τρέχουν πιο γρήγορα, να προσπαθώ να καταλάβω τις συσκευές και να μη μπορώ. «Δώσε». Πήρα το τηλέφωνο και το τοποθέτησα κάθετα στην υποδοχή, το μπιπ-μπιπ σταμάτησε. Ύστερα πάτησα το έντερ. Μου έγραψε ότι είχα βάλει λάθος κωδικό. Η πιθανότητα να βάλεις λάθος κωδικό όταν στέκεται κάποιος από πάνω σου και σε κοιτάει είναι τεράστια. Κοίταξα απότομα πάνω από τον ώμο τη μάνα μου σα να την κατηγορούσα που με ανάγκασε να βάλω λάθος password. «Ξέρεις με ποιον μιλούσα;» μου είπε. «Με ποιον;» ρώτησα αδιάφορα. «Με τη θεία σου. Θα έρθει να της χτενίσω τα μαλλιά, έχει να πάει σε ένα γάμο». «Ωραία». «Ναι. Έχω καιρό να τη δω. Θα πάει σε ένα γάμο σήμερα». «Ωραία». «Ναι, θα πάει σε ένα γάμο και θα έρθει να τη χτενίσω». «Εντάξει».


Ο Κηφήνας

| 15

Μετά από ένα μισάωρο ήρθε η θεία. Παρά τα ακουστικά στα αυτιά μου και την αφοσίωση στο παιχνίδι, άκουσα τις χαρές που κάνανε και τα φιλιά που ανταλλάξανε με τη μάνα μου. Γύρισα και χαμογέλασα στη θεία. Φορούσε γυαλιστερά ρούχα γάμου. Με πλησίασε και μου χάιδεψε τον ώμο. «Τι κάνεις Λεονάκο αγόρι μου;» «Καλά είμαι θεία». «Να, ψάχνει για δουλειά το παιδί, τι να κάνει;» δικαιολόγησε η μάνα μου από πίσω. «Θα βρει, θα βρει», είπε η θεία αισιόδοξα, μου πασπάτεψε άλλη μια φορά τον ώμο και περπάτησαν μέχρι το άλλο δωμάτιο. Παρατήρησα τους αστραγάλους της που ήταν σφηνωμένοι και ξεχείλιζαν μέσα στις γόβες της. Ήταν ψηλή γυναίκα. Στα νιάτα της ήταν συμπαθητική και πολύ περισσότερο πρόσχαρη. Δε θα ξεχάσω εκείνες τις συγκεντρώσεις που διοργάνωνε σπίτι της ένα σαββατοκύριακο το μήνα. Μαζεύονταν μόνο γυναίκες, παίζανε χαρτιά με λεφτά, γέμιζαν τα τασάκια με γόπες, συζητούσαν ανάμεσα στις παρτίδες, πίναν ουίσκι και ακούγανε ελληνικά έντεχνα του ‘80. Παρακαλούσα τη μάνα μου να με παίρνει μαζί της, αν και καμία άλλη δεν έφερνε το παιδί της σε αυτές τις συγκεντρώσεις. Ο πρώτος λόγος που ήθελα να πηγαίνω ήταν για να τρυπώνω κάτω από το τραπέζι που παίζαν κουμκαν και να βλέπω τα μπούτια των γυναικών μέσα από τις φούστες. Κυρίως έβλεπα τα μπούτια της Λίτσας. Ήταν πολύ ωραία η Λίτσα. Μόλις φτάναμε στο σπίτι της θείας και με αντίκριζε, μου έπιανε το πρόσωπο με τις δυο παλάμες, αναγκάζοντάς με να την κοιτάξω στα μάτια και μου έριχνε δυο πεταχτά φιλιά στα μάγουλα. Εγώ ντρεπόμουν και απέφευγα το βλέμμα της γιατί ήμουν σίγουρος ότι διάβαζε τις σκέψεις μου. Ανύπαντρη, κοκκινομάλλα, με σπαστό μαλλί που θύμιζε απότομες σκάλες, φακίδες στο πρόσωπο και σφιχτό νεανικό κορμί. Φορούσε πάντα φούστα και τακούνια. Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της, απ’ ό,τι λέγαν οι άλλες, ήταν ότι είχε δικό της αυτοκίνητο και όχι απλά οδηγούσε αλλά ήταν καλή οδηγός και άσος στο παρκάρισμα. Ένα γεγονός


16

|

το κουτί με την καμπύλη

που φαινόταν αρκετά εξωφρενικό εκείνη την εποχή. Με το που βολευόταν στην καρέκλα του τραπεζιού με το σκουροπράσινο τσόχινο κάλυμμα, η Λίτσα έβγαζε τα τακούνια της και άφηνε τα πέλματά της σταυρωμένα το ένα πάνω στο άλλο. Πλησίαζα κοντά της, κάτω από το τραπέζι, μπουσουλώντας για να μη με καταλάβει, κοιτούσα τη σηκωμένη φούστα της και μετά παρατηρούσα τις ραφές του καλσόν στα δάχτυλα των ποδιών, ύστερα πάλι αφιερωνόμουν στα μπούτια. Είχε ωραία μπούτια. Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνει κάποιος με αυτά τα μπούτια, αν τα είχε στη διάθεσή του, αλλά μου άρεσε τόσο πολύ να τα κοιτάω. Στην αρχή της βραδιάς όλο και θα μου φώναζε η μάνα μου να βγω κάτω από το τραπέζι, αλλά μετά από λίγο ξεχνούσαν ότι είμαι εκεί. Άρχιζαν να λένε σόκιν ανέκδοτα, να διηγούνται πρόστυχες ιστορίες και να πειράζουν η μία την άλλη. Ήταν νέες τότε, περίπου όσο είμαι εγώ τώρα. Ύστερα ξαφνικά αποκοιμιόμουν εκεί κάτω στο χαλί νανουρισμένος από εκφράσεις όπως: «Πάλι κομπλάν μωρή, ξεκωλώθηκες σήμερα» ή «εγώ ήμουν κυρία γλυκιά μου, αυτός ήταν μαλάκας». Το πρωί ξυπνούσα νωρίς-νωρίς στο καναπέ του σαλονιού με πιτζαμούλα και σκεπασμένος με κουβέρτα χωρίς να έχω καταλάβει πως έχει γίνει αυτό. Όλες οι κυρίες κοιμόντουσαν από το ξενύχτι και το αλκοόλ κι εγώ έβρισκα ευκαιρία να κάνω πράξη το δεύτερο λόγο για τον οποίο πήγαινα σε εκείνες τις συγκεντρώσεις, να ψάχνω τα συρτάρια προσπαθώντας να βρω κάποιο μυστικό που κρύβει η θεία ή ο θείος. Καμιά παλιά φωτογραφία που όλοι ήθελαν να ξεχάσουν, τίποτα μυστικά χαρτιά με απόρρητες πληροφορίες. Κάποιο στοιχείο, οποιοδήποτε. Σκάλιζα τα συρτάρια, άνοιγα πακετάκια, κουτσοδιάβαζα τίποτα έγγραφα και επαγγελματικές κάρτες και πάντα τα άφηνα ακριβώς στη θέση που ήταν πριν, για να μη με πάρει κανείς χαμπάρι. Όταν άκουγα τα πρώτα τριξίματα από τα κρεβάτια, σταματούσα το ψάξιμο, άνοιγα την τηλεόραση και έκανα πως δε συμβαίνει τίποτα. Περνούσα ωραία εκείνες τις εποχές, έβλεπα κρυφά μπούτια, έψαχνα ξένα συρτάρια και κανείς δε ντρεπόταν που είμαι άνεργος.


Η Στολή της Παρασκευής

| 17

Η Στολή της Παρασκευής Κάπου στη μέση του δρόμου περπατάω δίπλα στον Ηλία, αργάαργά, με μια όρεξη για θάνατο. Δεν είναι ένας θάνατος βαρύς και πραγματικός, απλά δεν έχω τίποτα να κάνω. Η απραξία είναι πολύ κοντά στο θάνατο, ίσως να είναι το ένα και το αυτό. Το να κινείσαι απλά, χωρίς σημασία, είναι μια πλάνη της ζωής. Η σημασία, βέβαια, είναι πολύπλοκη και διαφέρει ανά πάσα στιγμή. Δεν ξέρω πόσο ακόμα πρέπει να ναρκώνομαι για να προσφεύγω σ’ αυτόν τον θάνατο της ευαισθησίας. Δε θέλω να πεθάνω, ίσως απλά θέλω να κοιμηθώ για πολλά χρόνια. Εδώ και λίγο καιρό παρατηρώ το σώμα μου να χαλάει. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι συμβαίνει τόσο νωρίς στη ζωή. Να χαλάνε τα δόντια, το στομάχι να πιέζεται, να αραιώνουν σιγάσιγά τα μαλλιά και να μεγαλώνει το μέτωπο. Μερικές εξαρθρώσεις στα πόδια, καψίματα, κοψίματα, αμυχές, λιμασμένα πνευμόνια. Ένα-ένα είναι ασήμαντα, τελικά αντιλαμβάνεσαι ότι όλα μαζί φαίνονται και κάπως σε επηρεάζουν. Ένα μικρό δοντάκι μπορεί να καταλύσει όλο τον εγκέφαλο, να τον κάνει ό,τι θέλει, να του πάρει τα πάντα για μέρες, ώρες και μήνες, να σε αφήσει ανήμπορο, καθηλωμένο με το χέρι σου στο νεύρο του ούλου που χτυπάει ρυθμικά. Ευτυχώς τελευταία με έχουν παρατήσει όλα τα νεύρα των δοντιών. Ο πόνος ίσως είναι από τα λίγα πράγματα που δεν μπορούν να αυτοματιστούν. Σαν το βόμβο της πόλης. Της πόλης μας με το όνομα Ολυμπιάνη. Με μισό εκατομμύριο κόσμο πια. Εδώ που γεννηθήκαμε και εδώ που ζήσαμε. Στις πυλωτές των πολυκατοικιών και τους ακάλυπτους χώρους των βιοτεχνιών. Εδώ που φυλούσαμε κρυφτό στις αγκιδοφορεμένες ξύλινες κολόνες του ρεύματος και μελανιάζαμε τα γόνατά μας στα κράσπεδά της. Εδώ που κάναμε πράσινα τα παπούτσια μας στα χορτάρια από τα λιγοστά πάρκα της και κυνηγηθήκαμε ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Η πόλη μας η Ολυμπιάνη, Παρασκευή βράδυ. Νιώθουμε τη διασκέδαση να πλησιάζει, ανοίγουμε το βήμα μας, το ανοίγει κι αυτή. Μας αγγίζουν μυρωδιές από καυσαέρια, νυχτολούλουδα,


18

|

το κουτί με την καμπύλη

Ο Νίκος Χατζόπουλος γεννήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του '70 στην Ελλάδα. Σπούδασε Ψυχολογία στο εξωτερικό και αυτό είναι το πρώτο του μυθιστόρημα που εκδίδεται.

Στην άκρη της αλάνας είχε έναν ψηλό τοίχο, γύρω στα δυόμισι μέτρα, που την χώριζε από ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο. Δεν πηγαίναμε συχνά, γιατί μας φαινόταν ύποπτο και τρομακτικό. Μια μέρα, λοιπόν, εκεί που παίζαμε, πέρασαν τρέχοντας δίπλα μας μια παρέα από έφηβους, ανέβηκαν το τοιχάκι και χάθηκαν. Τους ξέραμε και τους φοβόμασταν, κλέβανε ποδήλατα, είχαν όλοι σταματήσει το σχολείο και κάπνιζαν. Ύστερα από λίγο μας προσπέρασε ένα παιδί στην ηλικία μας. Έκανε να ανέβει και αυτός το τοιχάκι. Τον σταματήσαμε και ένας από την παρέα μας του είπε: «Φίλε, πρόσεχε. Μη πας από εδώ. Μόλις πήγανε κάτι αλήτες». Μας κοίταξε καλά-καλά με απορία. «Κι εγώ αλήτης είμαι», είπε και πήδηξε το τοιχάκι.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.