ττ ο ο ςς
ΕΕ Κ Κ ∆∆ Ο Ο ΣΣ ΕΕ ΙΙ ΣΣ
οσ οσ ελότος ελότος
Τιτλος Συγγραφέας Σειρα Σχεδιο εξωφυλλου Copyright© 2010 Πρώτη Εκδοση ISBN
Το βέλος της Αρτέμιδος Λένα Φοινίκου lefoinik64@gmail.com
Ελληνική Λογοτεχνία Λένα Φοινίκου Λένα Φοινίκου Αθήνα, Δεκέμβριος 2010 978-960-9499-08-8
Όλα τα σχέδια του βιβλίου είναι της Λένας Φοινίκου Το σχέδιο του οπισθόφυλλου είναι ο Ερμαφρόδιτος [άγαλμα του 2ου αι. π.Χ.]
Η επιμέλεια της έκδοσης έγινε από τις εκδόσεις οσελότος
Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας, (Ν. 2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) καθώς και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται η κατ’ οιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και γενικώς αναπαραγωγή, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου χωρίς τη γραπτή άδεια του δικαιούχου συγγραφέα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ο σ ε λ ότ ο ς
Βατάτζη 55, 114 73 Αθήνα Τηλ. : 210 6431108 ekdoseis.ocelotos@gmail.com, ocelotos@otenet.gr www. ocelotos. gr
e-mail:
Αφιερωμένο στη Μητέρα
Ένα τεράστιο ευχαριστώ! Στον Ουρανό. Για το φως του. Στη Χελώνα. Για την έμπνευση, τη συμπαράσταση, τις ιδέες, το γέλιο και πάνω απ’ όλα την πίστη της στο βιβλίο απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του και μετά απ’ αυτό. Χωρίς εκείνην, δεν θα το είχα καν ολοκληρώσει. Στον Αρκούδο. Κάλυψε τις ανάγκες μου, με στήριξε διακριτικά, χαμηλότονα, πολύ γενναιόδωρα, ακόμα και σε δύσκολες έως πολύ δύσκολες στιγμές. Στη Λογοδιάρροια και τον Μπλέικ. Πρακτικά και ταπεινά συνέβαλαν στη συντήρησή μου μέσα στο χρόνο. Στις «κόρες» μου, το Αγγελάκι, το Κριτσίνι, τη Χειρώνια θεραπεύτρια, το Κρυσταλλάκι, τη Μυλέν, το Μικρό. Οι ανάγκες τους με βοήθησαν να γειώσω ιδέες με διαύγεια. Οι σκέψεις, οι διαφωτιστικές παρατηρήσεις και η ώθησή τους δυνάμωναν τα κουράγια μου. Η πρακτική τους συμπαράσταση πάντα ευγενής. Σε όλους εκείνους που προσέθεταν τη βοήθειά τους, είτε γνωρίζοντάς το είτε όχι.
Με το βιβλίο μου αυτό, θέλησα μόνο να δώσω φωνή στις γυναίκες που ερωτεύονται γυναίκες και κάνουν ερωτικές σχέσεις μεταξύ τους, αλλά παράλληλα απευθύνομαι και σε όλους όσους θέλουν να κατανοήσουν αυτές τις γυναίκες.
1
«Ε
Ο ΓΑΤΟΠΑΡΔΟΣ
ίναι η ομορφότερη γυναίκα που έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Από κοντά. Από απόσταση αναπνοής. Είχα κάνει ό,τι μπορούσα για να μην γνωριστούμε, ένοιωθα πως θα ήταν μπελάς, δεν ήθελα να διαταραχτεί η ζωή μου. Άλλα ήθελε η ψυχή μου… Βλεπόμασταν στην αίθουσα αναμονής της σχολής. Ένα ευγενικό καλησπέρα κι αυτό επειδή ήξερα την κολλητή της. Όχι την ίδια. Είναι γνωστό όνομα στον κύκλο της και ίσως και πιο έξω. Δανάη Μανιάτη το όνομά της. Την έχεις ακούσει;» «Α! Αυτή; Ναι, βέβαια! Την έβλεπα παλιά στα ελληνικά περιοδικά. Πολύ όμορφη γυναίκα και εντυπωσιακή». Η Ελληνίδα φίλη που ζούσε χρόνια στη Γερμανία, άκουγε προσεκτικά τα παλιά μου νέα. Οι επαφές μας αραιές, αλλά πάντα εγκάρδιες κι ουσιαστικές. Κάποια καλοκαίρια τής οργάνωνα διακοπές σε νησιά κυρίως, αλλά και σε άλλες παραλίες στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά είχα πάει εγώ σ’ εκείνην. Το διαμέρισμά της ήταν ζεστό, σε μια ειδυλλιακή φοιτητούπολη της Γερμανίας. Τόσα χρόνια εκεί και δεν είχε συνηθίσει το κρύο, αντίθετα από μένα που απολάμβανα την φρεσκάδα του, καθάριζε το μυαλό μου, στοχαζόμουν βαθύτερα εκεί, μακριά απ’ τις έννοιες της καθημερινότητάς μου. Ήταν δυο τρία χρόνια που είχαμε να βρεθούμε, η κάθε μια με τις δικές της περιπέτειες. Είχαμε χάσει πολλά τεύχη απ’ τη ζωή η μια της άλλης. Βουλιαγμένες στους καναπέδες, πίναμε τις μπύρες μας, κλασικά, ανυπόμονες να μάθουμε όλα αυτά που δεν ξέραμε. Αλλά υπήρχε ένας λόγος που αυτή μας η συνάντηση ήταν σημαντικότερη απ’ τις άλλες. Για μένα. Για πρώτη φορά ανοίχτηκα, μετά απ’ τη δική της διακριτική ενθάρρυνση, για πράγματα που δεν είχα μοιραστεί με άλλους ως τότε. Με κάθε μου συναίσθημα που της εξομολογούμουν, ένοιωθα σαν να α-
8
M
λένα φοινίκου
κουμπούσα στα πόδια της ένα βαρύ φορτίο που το κουβαλούσα για χρόνια μόνη μου και που κανείς άλλος δεν ήξερε να με βοηθήσει. Για εκείνην μάλιστα δεν ήταν καν φορτίο. Την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί, με τον απλό και άμεσο τρόπο της, μου είχε πει πώς ανακάλυψε ότι της άρεσε ερωτικά μια γυναίκα. «…Μη μου πεις!» η Μαρίνα με κοίταξε στα μάτια έκπληκτη. «Τι να μη σου πω;» ρώτησα το ίδιο έκπληκτη με την ανακάλυψή της, που δεν ήμουν σίγουρη τι ήταν. «Έγινε κάτι μεταξύ σας; Ερωτικό, εννοώ!» ρώτησε στον ίδιο τόνο. «Ε, όχι ακριβώς. Να στα πάρω απ’ την αρχή, γιατί κι εγώ δεν έχω καταλάβει τι …με χτύπησε;» είπα με ύφος μαθήτριας του δημοτικού. «Ακούω!» έκατσε μαρμαρωμένη. «Στα διαλείμματα της σχολής ένοιωθα το βλέμμα της να μου χαϊδεύει την πλάτη καθώς μιλούσα με τους άλλους σπουδαστές. Μα σίγουρα τώρα συμβαίνει αυτό; Κάθε φορά ακύρωνα την διαίσθησή μου. Είναι γυναίκα, είναι όνομα. Σίγουρα κοιτάει εμένα; Η καρδιά μου ήταν σίγουρη, η λογική μου αγρόν ηγόραζε. »Η Μάρθα, η κολλητή της, με κάλεσε ένα βράδυ στα εγκαίνια της έκθεσής της στη μικρή γκαλερί της. Δεν μπορούσα να μην πάω. Οι συζητήσεις μας περί εικαστικών ήταν σύντομες, αλλά πολύ ενδιαφέρουσες. Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι με τους οποίους ταιριάζω τόσο πολύ στα καλλιτεχνικά. Ξέρεις, χωρίς καβαλημένα καλάμια και δήθεν συμπεριφορές. Η Μάρθα δε, είναι ιδιαίτερα χαμηλότονη κι αυτό με κάνει να την συμπαθώ ακόμα περισσότερο. Σίγουρα θα μου άρεσαν τα έργα της. Πήρα μαζί και τη Μυρτώ, που ασχολείται κι εκείνη με σχετικά θέματα». «Την κορμάρα, όπως μου έλεγες;». «Την θυμάσαι, βλέπω. Ναι, αυτήν». «Δεν την γνώρισα τελικά». «Δεν έτυχε, είδες; Τώρα έχουμε χαθεί πια. Όταν μπήκα Μαρίνα μου στην αίθουσα, ένoιωσα το πάτωμα σαν ένα μεγάλο χωνί που σηκώ-
το βέλος της Αρτέμιδος
M
9
θηκε για να με ρίξει κατευθείαν επάνω σ’ αυτήν τη μυστήρια γυναίκα…» «Τη Δανάη εννοείς, να υποθέσω», ζήτησε διευκρίνιση η Μαρίνα. «Αυτήν! Δεν είχα προλάβει να την δω, ανάμεσα στον κόσμο. Με τράβηξε όμως κάτι ανεξήγητο και πολύ δυνατό προς το μέρος της. Προσπάθησα να συγκρατηθώ με τη λογική μου ακυρωμένη κι έκπληκτη. Τέτοιο πράγμα δεν μου είχε συμβεί μέχρι τότε. …Ούτε μου ξανασυνέβη, να σου πω. Τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Ο μαγνητισμός της είναι απίστευτος! Με δυσκολία κρατιόμουν να μην “χυθώ” στο σημείο που στεκόταν. Η Μυρτώ πάλι απολάμβανε να βρίσκεται σ’ αυτό το περιβάλλον. Της άρεσε πολύ η έκθεση, ο κόσμος που είχε έρθει. Δεν ήταν μόνο απ’ τον καλλιτεχνικό χώρο. Αρκετοί σπουδαστές της σχολής, καθηγητές, παλιοί και τωρινοί φίλοι, γενικώς ωραίο το κλίμα. Οι πίνακες της Μάρθας φυσικά μου άρεσαν κι εμένα πολύ, περιττό να σου πω.» «Άλλη ώρα τα καλλιτεχνικά…», με διέκοψε ανυπόμονη. «Προς το τέλος της βραδιάς άκουσα κάποιους απ’ τους γνωστούς να κανονίζουν να πάνε μετά στο σπίτι της Μάρθας για μεζέ, κρασάκι και κουβεντούλα. Τα έκανε συχνά αυτά η Μάρθα. Και φυσικά δεν λείπει σχεδόν ποτέ η Δανάη». «Και ωραίο όνομα!» παρατήρησε. «Φαρμακερό! Τουλάχιστον για μένα». «Γιατί καλέ;» γούρλωσε τα μάτια. «Άστα… Το λοιπόν, εγώ με τη Μυρτώ είχαμε πει από πριν να βγούμε μόνες για φαγητό μετά και δεν δήλωσα συμμετοχή στη σύναξη. Καληνύχτισα τον καθηγητή μου και τη Μάρθα, η οποία επέμεινε ασυνήθιστα στην πρόσκλησή της. “Φέρε και τη φίλη σου”, μου είπε, “Θα είναι κι η Δανάη”. Εξήγησα πως δεν νοιώθει και πολύ άνετα η φίλη μου και πως είχαμε ήδη σχεδιάσει κάτι άλλο. “Κρίμα” μου απάντησε, πραγματικά απογοητευμένη. Φεύγοντας, στέκομαι στη μέση του δρόμου σταματημένη από μια δύναμη έξω από μένα και μόλις που κατάφερα με έκπληξη να ψιθυρίσω στη Μυρτώ:
10
M
λένα φοινίκου
“Καλέ, αυτή θέλει να με γνωρίσει!”Τίποτα άλλο. Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο σίγουρη ήμουν γι’ αυτό που ένοιωσα. Κι απ’ την άλλη, δεν μπορούσα να το πιστέψω». «Αφού σ’ άρεσε. Πώς κι έχασες τέτοια ευκαιρία να γνωριστείτε;» απόρησε η Μαρίνα. «Η αλήθεια ήταν πως η Μυρτώ πράγματι δεν ένοιωθε και πολύ άνετα, αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Η αμηχανία μου έκανε τα πόδια μου να τρέμουν. Όσο κι αν μ’ ενδιέφερε, ήθελα να αποφύγω τόση … τρεμούλα», εξήγησα. «Ας πούμε πως σε καταλαβαίνω», είπε ακόμα απορημένη η Μαρίνα. «Κάνα δυο βδομάδες μετά στη σχολή, με κάλεσε πάλι η Μάρθα σπίτι της για το γνωστό μεζέ και την κουβεντούλα. Και μάλιστα, επειδή μένει μακριά απ’ το σταθμό του τραίνου, θα μπορούσε να έρθει η Δανάη να με πάρει. Είναι στο δρόμο της, κανένα πρόβλημα. Δεν ήξερα πώς να νοιώσω. Να χαρώ ή να ταραχτώ». «Κι εγώ ένοιωθα αμήχανη και μου έφευγαν πράγματα απ’ τα χέρια, όταν κάποια μου άρεσε, αλλά όχι και να μην θέλω να την δω!» συνέχισε να απορεί η Μαρίνα. «Το μυαλό μου πανήρεμο και αμέτοχο. Η ψυχή μου πάλι, μέσα στη φουρτούνα! Δεν ήξερα τι να το κάνω όλο αυτό!» σήκωσα τα χέρια με απόγνωση. «Ερωτευμένη ήσουν καλέ!» με κούνησε. «Έχω ερωτευτεί πολύ στη ζωή μου. Αυτό το πράγμα ήταν και κάτι άλλο. Σαν να ήταν κάτι εκτός χρόνου. Η ψυχή μου ήθελε να μου πει κάτι, αλλά δεν καταλάβαινα τι. Στο παρελθόν υπήρξαν κι άλλες παρόμοιες φάσεις με φίλες, καθηγήτριες, ποτέ όμως δεν το πήρα στα σοβαρά. Το βρίσκω φυσικό να σ’ αρέσουν κάποιοι άνθρωποι και να τους ερωτεύεσαι με ή χωρίς σεξουαλική έλξη. Άντρες - γυναίκες. Αλλά με αυτήν ήρθε το κύμα και με έπνιξε. Τα συναισθήματά μου ήταν τόσο έντονα που ήταν σαν να προσπαθούσα να κλείσω μια βαλίτσα με τα διπλάσια ρούχα απ’ όσα χώραγε. Τα λέω σε σένα γιατί δεν ξέρω
το βέλος της Αρτέμιδος
M
11
12
M
λένα φοινίκου
σε ποιον ή ποια να τα πω στη Ελλάδα. Έχεις νοιώσει κι εσύ το ίδιο για γυναίκα και δεν θα μου αρχίσεις τις ηθικολογίες». «Οι Βόρειοι ομολογουμένως ψύχραιμοι στην αποδοχή Η είναι Μαρίνα και η Κάλι,πιοφίλες, λιάζονται στις της σεξουαλικής ποικιλίας. Σ’ αυτό με βρίσκουν τελείως παραλίες των ελληνικών νησιών, κάνουνσύμφωνη. βόλτες Εξάλλου, έναςστα απ’ τους λόγους που έμεινα εδώ, μετά τιςσυζητούν σπουδές μου, πάρκα της Βόρειας Ευρώπης και είναι ακριβώςγια αυτή η ανοιχτή νοοτροπία που επικρατεί. Και όχι μόνο τις γυναίκες που ερωτεύονται. Μια συνεχής στα σεξουαλικά θέματα. Σε πολλά. Δεν αντέχω και πολύ τέτοιου και περιπετειώδης αναζήτηση, όχι πάντα χωρίς παρόμοιου είδους συντηρητισμούς, το ξέρεις», μου είπε συγκρατώπροβλήματα. Σε όλη τη διαδρομή δεν ξεχνούν ντας το θυμό της. να κρατούν την επαφή με τις καρδιές τους και «Ναι, και γι’ αυτό μπορώ να μιλήσω ελεύθερα μαζί σου. Αλλά εγώ να αστειεύονται σε κάθε ευκαιρία. Φτάνουν είχα και τις φιλοσοφικές μου αντιρρήσεις. Έπρεπε να απαντήσω σε μακριά και ψηλά. μερικές δεκάδες σχετικά ερωτήματα του εαυτού μου, για να αφεθώ ελεύθερη στα καινούργια αυτά συναισθήματα χωρίς αναστολές. Δεν Ιστορίες γεμάτες τρυφερότητα, χιούμορ αλλά θέλω να σε κουράζω με τον ατελείωτο εσωτερικό μου διάλογο, απλά φιλοσοφική διάθεση, που θα να ξέρεις ότι και μουέντονη είχαν έρθει τα πάνω κάτω». κάνουν πολλούς ν’ ανακαλύψουν «Αυτό το έχω καταλάβει ήδη.και Στοπολλές ψητό τώρα». ίσως, πράγματα για τον εαυτό που απ’ θα το σταθ«Οκ! Το ψητό είναι ότι ευτυχώς που ήρθε νατους με πάρει τους εκπλήξουν... μό. Εκείνο το βράδυ έβρεχε καταρράκτες. Θα γινόμουν παπί, αν καθόμουν να ψάξω ταξί. Πριν ανοίξω την πόρτα, την βλέπω να σκύβει και να με περιμένει να μπω με μια ορμητική προσμονή στο βλέμμα, που δεν είχα δει ποτέ μου. »Απόρησα στιγμιαία και χαμογέλασα πλατιά. Μπαίνοντας στο αυτοκίνητο ήταν σαν να έμπαινα ταυτόχρονα και στα μάτια της. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως υπήρχαν τέτοια μάτια! Τα τέλεια σχηματισμένα χείλη της, το αρμονικότατο περίγραμμα του προσώπου της, ήταν σαν ένας κεφάτος θεός να σχεδίασε το τέλειο πρόσωπο! Και μου το πρόσφερε σε απόσταση αναπνοής. Σε όλη τη διαδρομή απ’ το σταθISBN 978-960-9499-28-6 μό ως το σπίτι κάπνιζε προσπαθώντας να κρύψει κι εκείνη την αμηχανία της. Ήμουν ακόμα ήρεμη. Είχα κοιμηθεί και το μεσημέρι και πάλι αγόραζα εκείνον τον αγρό». «Ψύχραιμη σε βρίσκω, μετά απ’ όσα μου έχεις πει», παρατήρησε. «Όλη τη βραδιά ψύχραιμη ήμουν. Αφού δεν μπορούσα να το απο-
το βέλος της Αρτέμιδος
M
13
φύγω, κάθισα να το απολαύσω. Εκτόνωνα την ανεβασμένη μου διάθεση, για να το θέσω έτσι, στη συζήτηση που πάντα άναβε με τη Μάρθα. Ξέρεις, τέχνες, φιλοσοφίες και τέτοια. Με τη Μάρθα ειδικά παίζαμε εκπληκτικό πινγκ-πονγκ φράσεων κι εννοιών. Η Δανάη όχι ότι δεν συμμετείχε, ίσα ίσα! Ήταν όμως κάπως. Πρόσεξα πως ήταν συχνά αφηρημένη, κάτι την απασχολούσε. Και πάλι δεν καταλάβαινα τίποτα». «Δεν ήθελες να καταλάβεις», με διόρθωσε. «Ναι… Σαν χάννος ένα πράγμα». «Όλοι γινόμαστε χάννοι, όταν ερωτευόμαστε», γέλασε. Η ενθύμηση των γεγονότων με έκανε να αναβιώσω έντονα συναισθήματα. Χρειαζόμουν ένα διάλειμμα. Βγήκα στο μπαλκόνι. Παγωνιά. Ήμουν και τυχερή. Τη μέρα που έφτασα είχε αρχίσει να χιονίζει και τώρα ήταν όλα στρωμένα με κατάλευκο χιόνι. Οι στέγες των κουκλίστικων σπιτιών, τα γυμνά κλαριά των δέντρων, οι δρόμοι. Δεν ήταν πολυσύχναστη η περιοχή, το χιόνι είχε μείνει ανέπαφο, εκτός από τις λίγες πατημασιές των περαστικών. Ηρεμία. Σιωπή. Η Μαρίνα ήρθε δίπλα μου. «Τι όμορφα!» είπα. «Ναι! Κρύο!» μου απαντάει ειρωνικά. «Πούντιασες ε; Πάμε μέσα». «Άντε! Να μου πεις τη συνέχεια! Με έχεις αφήσει με την αγωνία», διαμαρτυρήθηκε. Μπήκαμε, ξαναγεμίσαμε τα ποτήρια μας με κονιάκ αυτή τη φορά. Μ’ αυτό το κρύο ήταν ό,τι έπρεπε! «Ανάψαμε και το τζάκι κάποια στιγμή...», συνέχισα αμέσως. “Μια και το λες, να ανάψω κι εγώ το δικό μας τζάκι. Θες;”, με διέκοψε. “Φυσικά! Ωραία ιδέα! Μας βλέπω να ξενυχτάμε απόψε...”, είπα και χώθηκα πιο αναπαυτικά στον καναπέ με θαλπωρή, ενώ εκείνη ετοίμασε το προσάναμμα. Έβαλε τα ξύλα κι άναψε. Η φωτιά ζέστανε ακόμα πιο πολύ το ήδη ζεστό δωμάτιο. Μαρίνα η γάτα! Η ατμόσφαιρα όμως έγινε τέλεια και συνέχισα: