Το τραγούδι του Ελαφρούλη

Page 1

1


Δάφνη Τζαμαλή «Υακίνθου» Η Δάφνη Τζαμαλή «Υακίνθου» γεννήθηκε στην Αθήνα το 1981. Από πολύ μικρή διέθετε μια ζωηρή φαντασία και αγαπούσε να πλάθει συναρπαστικές ιστορίες. Σε ηλικία δεκατριών ετών γράφει το πρώτο της βιβλίο, διδάσκεται μόνη της το σχέδιο, ενώ παράλληλα ξεκινάει μαθήματα φωνητικής, για να ασχοληθεί με την άλλη της μεγάλη αγάπη, το κλασικό τραγούδι. Στα εικοσιπέντε, ώριμη πια, γράφει και εικονογραφεί το πρώτο της μεγάλο παιδικό μυθιστόρημα και αφοσιώνεται σταθερά στη συγγραφή. Για πρώτη φορά το 2012 εκδίδει με τις εκδόσεις Οσελότος το βιβλίο της «Αστροζαχαρένια ιστορία», που κυκλοφορεί σε όλα τα ενημερωμένα βιβλιοπωλεία και προτάθηκε για κρατικό βραβείο του Υπουργείου Πολιτισμού. Το 2013 ακολουθεί το δεύτερο βιβλίο της, «Το Μάθημα του Μουρμούρα», εικονογραφημένο κι αυτό από την ίδια. Στο easywriter.gr υπάρχουν ακόμα σε ηλεκτρονική μορφή τα βιβλία της «Άλντουιν ο Σαλιγκαρούλης και η μεγάλη αναζήτηση», «Θέλω να γίνω Πρίγκιπας», «Το παιδί της δροσοσταλίδας» και «Ο Κρυστάλλινος Ιππότης». Η Δάφνη Τζαμαλή «Υακίνθου» είναι μέλος του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (greekibby). Σήμερα μοιράζει τον χρόνο της σε όλες τις διαφορετικές καλλιτεχνικές της δραστηριότητες και στα αγαπημένα της ζώα. Εξακολουθεί να μένει στην Αθήνα.

2


ΤΙΤΛΟΣ : Το τραγούδι του Ελαφρούλη ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Δάφνη Τζαμαλή (Υακίνθου) ISBN 978-618-81422-2-0 Copyright 2015: Δάφνη Τζαμαλή (Υακίνθου) Πρώτη Ηλεκτρονική Έκδοση: Αθήνα Μάρτιος 2015 e-mail: tzamali_dafni@yahoo.gr

3


Στον Στρατή και την Ιωάννα

4


Το τραγούδι του Eλαφρούλη Κεφαλαιο1 Ελαφρούλης και Πελαγούλης Η ιστορία αυτή ξεκινάει με τέσσερα όμορφα μικρά αγγελάκια. Αυτά τα αγγελάκια ξεχωρίζουν από τα άλλα. Έχουν χρωματιστά φτερά και παίζουνε καταπληκτικά μουσικά όργανα που έχουνε τη δύναμη να κάνουνε τους ανθρώπους καλύτερους. Το πρώτο αγγελάκι, ο Κοκκινοφτερούλης, παίζει κιθάρα και η μελωδία του είναι αυτή που γεμίζει τις καρδιές με αγάπη και κάνει τους ανθρώπους να γίνονται φίλοι, να δουλεύουν μαζί για να γίνει κάτι καλό και να προσπαθούν να κάνουν ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο. Το δεύτερο αγγελάκι, ο Κιτρινοφτερούλης, παίζει τρομπέτα και με τη μουσική του χαρίζει σ’ όλους όσοι ζουν στη γη το γέλιο. Ακόμα και οι πιο λυπημένοι, εκείνοι που νιώθουν μόνοι ή πονάνε, όταν ακούνε τη μουσική του κιτρινοφτερούλη, ξεχνάνε τους πόνους και τις λύπες τους και χαμογελάνε. Ο Πρασινοφτερούλης, το αγγελάκι της φύσης, είναι ένα πολύ σημαντικό αγγελάκι. Παίζει αυλό και κάνει τους ανθρώπους να φροντίζουν και να σέβονται τη γη, τη θάλασσα και τα ζώα, να φυτεύουν δέντρα και να καλλιεργούν όμορφα λουλούδια. Ο Βιολετοφτερούλης είναι το αγγελάκι του ονείρου. Με την άρπα του κάνει τους ανθρώπους να είναι ρομαντικοί, να ονειρεύονται και να ταξιδεύουν. Είναι το αγγελάκι αυτό που σπρώχνει τους ανθρώπους να γίνουν ό,τι καλύτερο μπορούνε. Τα αγγελάκια αυτά είναι αχώριστα και δε σταματούν ποτέ να δίνουν τη μουσική τους σ’ εμάς που την έχουμε ανάγκη. Αν και είναι όμως σχεδόν πάντα χαρούμενα και χαμογελαστά, πριν από λίγο καιρό πρόσεξαν κάτι που τα έκανε να στεναχωρηθούν λιγάκι. Αρκετοί άνθρωποι της γης είχαν γίνει εγωιστές. Όμως τι σημαίνει αλήθεια αυτό; Σημαίνει ότι είχαν κλείσει την καρδιά τους και η θαυμαστή μουσική δεν μπορούσε να μπει μέσα τους να τους βοηθήσει.

5


Μερικοί άνθρωποι είχαν ξεχάσει να γελάνε και να ονειρεύονται, άλλοι φέρονταν άσχημα στους άλλους και τη φύση κι όλα αυτά γιατί είχαν πάψει ν’ ακούνε την ξεχωριστή μουσική των μικρών αγγέλων. Τότε τ’ αγγελάκια με τα χρωματιστά φτερά μαζέυτηκαν για να αποφασίσουν τι θα κάνουν. - Πρέπει οι καρδιές των ανθρώπων να ξανανοίξουν, είπε ο Kιτρινοφτερούλης. Μόνον έτσι θα ξαναγίνουν ευτυχισμένοι. - Ναι, αλλά πώς θα τους κάνουμε να ξανακούσουν τη μουσική μας; Αναρωτήθηκε ο Πρασινοφτερούλης. - Δεν μπορούμε μονάχοι μας. Μόνον ένας μπορεί να μας βοηθήσει, είπε ο Κοκκινοφτερούλης. - Ναι, συμφώνησε ο Βιολετοφτερούλης. Ο καπετάν Καιρός, που είναι σοφός και δυνατός. Χαρούμενα τα αγγελάκια, που είχαν σκεφτεί αυτήν τη λύση, αρχίσανε να γυρίζουνε τον κόσμο γυρεύοντας τον καπετάν Καιρό, που είχε φτιάξει τις τέσσερις εποχές, τη βροχή και το χιόνι κι όλα όσα μέσα στη φύση κάνουν τους ανθρώπους να θαυμάζουν και ν’ απορούν. Στο τέλος τον βρήκανε σ’ ένα λιμάνι. Καθόταν σ’ ένα καφενείο κι έπινε το ουζάκι του, έπαιζε το κομπολόι του και κάπνιζε σκεφτικός την πίπα του. Μη σας φαίνεται περίεργο που τον βρήκανε εκεί. Ο χρόνος, η ζωή, η φύση και ο καιρός πολλές φορές γίνονται όπως οι άνθρωποι και κάθονται ανάμεσα μας, αλλά εμείς δεν καταλαβαίνουμε ότι είναι αυτοί και πολλές φορές ούτε που τους προσέχουμε. Ο καπετάν Καιρός ήταν ένας καλοσυνάτος παππούς με γένια και κασκέτο. Όταν άκουσε τι ήταν αυτό που στεναχωρούσε τα αγγελάκια, για λίγο δε μίλησε κι ένα δάκρυ κύλησε στο ρυτιδιασμένο μάγουλο του. Το είχε δει κι αυτός ότι οι άνθρωποι είχαν γίνει πιο σκληροί. Ξαφνικά απο την ξύλινη πίπα του βγήκε ένα άσπρο συννεφάκι καπνού που άρχισε να μεγαλώνει και ν’ ανεβαίνει ψηλά, ώσπου έγινε ένα κανονικό συννεφάκι απο αυτά που ταξιδεύουν στον ουρανό. Αυτό ήταν όμως ένα πολύ ξεχωριστό συννεφάκι. Είχε μέσα του ένα μυστικό τραγουδάκι που μπορούσε ν’ ανοίγει τις κλειστές καρδιές και να μαλακώνει τους σκληρούς ανθρώπους. Τι κρίμα όμως! Το συννεφάκι δεν ήξερε πόσο ξεχωριστό ήταν και περιπλανιόταν στον ουρανο όπως τα συνηθισμένα σύννεφα τραγουδώντας το τραγουδάκι του εκεί ψηλά που δεν υπήρχε κανείς να το ακούσει.

6


Τα αγγελάκια, μόλις το είδαν, αποχαιρέτησαν τον καπεταν Καιρό και πέταξαν κοντά του. Αρχίσανε να παίζουνε και να κυνηγιούνται μαζί του και του δώσανε ένα όνομα.

- Θα σε λέμε Ελαφρούλη, είπε ο Βιολετοφτερούλης. Έτσι κανείς δε θα σε περάσει για συνηθισμένο συννεφάκι. - Δηλαδή δεν είμαι συνηθισμένο συννεφάκι; ρώτησε θλιμμένος ο Ελαφρούλης. - Όχι, δεν είσαι, είπε ο Κοκκινοφτερούλης. Όμως δεν πρέπει να λυπάσαι γι’ αυτό. Δεν είναι πάντα καλό να είμαστε ακριβώς ίδιοι με τους άλλους. Έχεις μέσα σου κάτι πολύ σπουδαίο που δεν έχουν τα άλλα συννεφάκια. Κι αυτό πρέπει να σε κάνει χαρούμενο. 7


- Τι έχω μέσα μου; ρώτησε παραξενεμένο το συννεφάκι. - Μια μουσική, είπε ο Πρασινοφτερούλης, μια πολύ όμορφη μουσική που μπορεί να βοηθήσει τους μικρούς αγγέλους να κάνουν όλους τους ανθρώπους ευτυχισμένους. - Μπορεί να είναι αλήθεια αυτό. Όμως εγώ θέλω να είμαι ένα συννεφάκι όπως όλα τα άλλα, είπε σοβαρά ο Ελαφρούλης. Θέλω μονάχα να παίζω στον ουρανό ξέγνοιαστα, να ταξιδεύω και να γελάω. Δεν θέλω καθόλου να είμαι διαφορετικός. Και μ’ αυτά τα λόγια άφησε πίσω τους αγγέλους κι άρχισε να περιπλανιέται μονάχος στον καταγάλανο καθαρό ουρανό. - Δε θέλω να είμαι διαφορετικός, έλεγε και ξανάλεγε με πείσμα. Αχ, αναστέναξε, αν μπορούσα μονάχα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτή τη μουσική που ακούω συνέχεια μέσα μου. Αν μπορούσα να ήμουνα ένα συννεφάκι σαν όλα τ’άλλα. Εκείνη την ημέρα δεν υπήρχαν άλλα συννεφάκια στον ουρανό και σύντομα ο Ελαφρούλης άρχισε να νιώθει μόνος. “Άραγε θα ξανασυναντήσω τους μικρούς αγγέλους ποτέ;” αναρωτιόταν. “Τελικά είναι πολύ άσχημο να μην έχεις κανένα να κάνεις παρέα.” Ξαφνικά, καθώς ταξίδευε πάνω απο τη βαθιά και απέραντη θάλασσα με τα αφροστεφανωμένα κυματάκια της, τις μικρές βαρκούλες και τα σκόρπια νησάκια της, το μάτι του έπεσε σ’ ένα όμορφο, ροζ καραβάκι με ολόλευκα φουσκωμένα πανιά που, σαν τον Ελαφρούλη, έμοιαζε να περιπλανιέται ολομόναχο στο γαλάζιο. Τι κι αν αυτός ήταν τόσο ψηλά και το καραβάκι τόσο χαμηλά; Γιατί να μην γινόντουσαν φίλοι; Αμέσως ο Eλαφρούλης γλιστρώντας ανάλαφρα στον αέρα πήγε και στάθηκε πάνω απο το καραβάκι και του έστειλε ένα δροσερό συννεφένιο φιλί. - Πώς σε λένε; ρώτησε χαμογελαστός. Το καραβάκι τον κοίταξε μ’ ένα χαρούμενο φιλικό βλέμμα. - Είμαι ο Πελαγούλης, ο καραβοταξιδευτής, και ταξιδέυω στις εφτά θάλασσες για να βρω το Σμαραγδένιο Νησί με τον πιτσιλωτό μονόκερο και τα ξεχασιάρικα παιδιά. Θέλω να ζήσω εκεί για πάντα. - Μήπως κάνεις λάθος; Ρώτησε παραξενεμένος ο Ελαφρούλης. Μήπως είναι τα ξεχασμένα παιδιά και όχι τα ξεχασιάρικα; - Όχι, όχι, χαχάνισε το καραβάκι, είναι ξεχασιάρικα. Και ξέρεις γιατί; Γιατί ξέχασαν να μεγαλώσουν. 8


- Και ξέρεις που βρίσκεται αυτό το Σμαραγδένιο νησί; ρώτησε ο Eλαφρούλης. - Όχι,όχι, δεν το ξέρω, είπε περήφανα το καραβάκι. - Και τότε πώς θα το βρεις; ρώτησε παραξενεμένος εκείνος. - Ξέρεις, αποκρίθηκε σοβαρά το καραβάκι, αυτό το νησί μπορείς να το βρεις μόνον αν δεν ξέρεις απο την αρχή πού βρίσκεται. Πρέπει να το γυρέψεις. Όμως εκεί όλοι βρίσκουν αυτό που ψάχνουν.

- Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί σου; ρώτησε χαρούμενος ο Ελαφρούλης. Ίσως σ’αυτό το παράξενο νησί να μπορέσω να ξαλαφρώσω απ’ αυτό το μυστικό τραγούδι που έχω μέσα μου και να γίνω ένα συννεφάκι όπως όλα τα άλλα. - Έλα, είπε ο Πελαγούλης, αλλά μη μείνεις πίσω, γιατί εγώ ταξιδεύω γρήγορα.

9


Χαρούμενοι ο Ελαφρούλης το συννεφάκι με τον νέο του φίλο αρχίσανε να ταξιδεύουν στα πέλαγα γυρεύοντας το παράξενο, γεμάτο μυστήριο νησί. Ο Ελαφρούλης τώρα ένιωθε πολύ πιο γεμάτος, όπως γίνεται πάντα, όταν κανείς έχει ένα σκοπό. Πήγαιναν και πήγαιναν και το καραβάκι ανεβοκατέβαινε στα κύματα, σαν να χόρευε, και το συννεφάκι σιγοτραγουδούσε τη μυστική μελωδία του. Ξαφνικά, καθώς συνέχιζαν να πλανιούνται στον ουρανό και τη θάλασσα, ένας γερο-γλάρος που πετούσε ψηλά αποφάσισε να κατέβει και να καθίσει ακριβώς στη μέση της πλώρης του Πελαγούλη που ενοχλημένος άρχισε να κάνει κύκλους σαν παλαβός. - Τι έπαθες; Pώτησε ξαφνιασμένο το συννεφάκι. - Αυτός ο γλάρος με κάνει να αλληθωρίζω, κλαψούρισε το καραβάκι, μπερδεύομαι και δεν ξέρω πού πηγαίνω. - Συγνώμη, χασμουρήθηκε ο γλάρος, αλλά είχα κουραστεί να πετάω και έπρεπε να σταθώ λίγο . - Ξέρεις αν πηγαίνουμε καλά για το Σμαραγδένιο Νησί; ρώτησε ο Ελαφρούλης. - Δεν το ξέρω, είπε αδιάφορα ο γλάρος. Ξέρω όμως ότι είστε στην περιοχή του Σαπιογαλέρα και ότι πρέπει να προσέχετε. - Ποιος είναι αυτός; ρώτησαν απορημένοι οι δυο φίλοι. - Ο Σαπιογαλέρας, εξήγησε το πουλί, είναι ένα πειρατικό πλοίο πολύ πολύ στριμμένο που βουλιάζει όποιο καράβι βρεθεί στον δρόμο του. Καλά θα κάνετε να μην μπλέξετε μαζί του. - Σ’ευχαριστούμε πολύ που μας το είπες, είπανε οι δυο ταξιδευτές και ο γλάρος πέταξε μακριά. - Ελπίζω να μην πέσουμε πάνω στον Σαπιογαλέρα, είπε ανήσυχος ο Ελαφρούλης. - Δεν το πιστεύω, είπε ο Πελαγούλης όμως, ακόμα κι αν τον δούμε, είμαι σίγουρος ότι θα μπορέσω να του ξεφύγω, γιατί είμαι πολύ γρήγορος. Καθώς μιλούσαν, φάνηκε ξαφνικά να έρχεται απο μακριά ένα μεγάλο, άγριο πλοίο με πειρατική σημαία. Οι φίλοι κατατρόμαξαν. Ήταν ο Σαπιογαλέρας! - Αυτά τα νερά είναι δικά μου, είπε τρίζοντας άγρια τα δόντια. Θα το πληρώσεις, καραβάκι, που ήρθες εδώ χωρίς να με ρωτήσεις. Τώρα θα σε βουλιάξω με τα κανόνια μου. 10


- Τρέξε, Πελαγούλη, είπε με αγωνία το συννεφάκι. Τρέξε να γλυτώσεις. Φοβισμένο το μικρό καραβάκι άρχισε να πλέει πιο γρήγορα με την ελπίδα να ξεφύγει απ’ τον Σαπιογαλέρα. Το μεγάλο πειρατικό πλοίο όμως ήταν κι αυτό το ίδιο γρήγορο και άρχισε να το κυνηγά.

- Σε παρακαλώ, μη με βουλιάξεις, παρακάλεσε ο Πελαγούλης, είμαι ενα πολύ μικρό καραβάκι. Δε με λυπάσαι; - Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς πριν μπεις στα νερά μου, φώναξε θυμωμένο το πειρατικό πλοίο. Κανείς δεν περνάει απο ’δώ, αν δεν τον αφήσω. Και τώρα σταμάτα, για να σε βουλιάξω. Ο Πελαγούλης ήταν απελπισμένος. Πώς θα γλύτωνε απο τον γεροστριμμένο; - Είμαι χαμένος, αναστέναξε. Ξαφνικά όμως, ενώ ο Σαπιογαλέρας κόντευε να τον φτάσει, την τελευταία στιγμή, έγινε κάτι πολύ παράξενο. Μια πολύ μεγάλη ροζ 11


φάλαινα με στρογγυλά μάτια βγήκε απο το νερό και άνοιξε το τεράστιο στόμα της, σαν να ’θελε να τον φάει. Τώρα έπρεπε να διαλέξει ή θα άφηνε να τον χάψει η φάλαινα ή θα τον βούλιαζε το κακό πλοίο με τα κανόνια του. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, έδωσε μια και μπήκε μέσα στο τεράστιο στόμα. Η φάλαινα ξερογλείφτηκε κι αμέσως ξαναβούλιαξε. Ακόμα πιο θυμωμένος από πριν ο Σαπιογαλέρας άρχισε να κάνει κύκλους πάνω απ’ το σημείο που είχε χαθεί το καραβάκι, χωρίς όμως να μπορεί να κάνει τίποτα, για να το βγάλει απο την κοιλιά της φάλαινας. Στο τέλος απογοητευμένος και κακοδιάθετος γυρνάει την πρύμνη και χάνεται στο πέλαγος φωνάζοντας και απειλώντας. Ο Ελαφρούλης ήταν τόσο λυπημένος που άρχισε να κλαίει η μάλλον να ψιχαλίζει, γιατί έτσι κλαίνε τα μικρά συννεφάκια. Άραγε θα ξανάβλεπε ποτέ τον φίλο του; Είναι πάρα πολύ άσχημο να χάνει κανείς ένα φίλο, γι’αυτό, όταν η φάλαινα ξαναβγήκε στην επιφάνεια για να πάρει ανάσα, άρχισε τα παρακαλετά. - Σε παρακαλώ, δώσε μου πίσω τον Πελαγούλη, της έλεγε κλαίγοντας. Όμως η φάλαινα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να το κάνει. - Εγώ δε δίνω ποτέ τίποτα πίσω, είπε όλο πείσμα. Το καραβάκι θα μείνει εκεί που είναι. Εκτός αν μου δώσεις κάτι άλλο, που να μου αρέσει καλύτερα. Ο Ελαφρούλης ήθελε πραγματικά να της δώσει κάτι, για να ελευθερώσει το συμπαθητικό καραβάκι, όμως, τι κρίμα, ο φτωχούλης δεν είχε τίποτα. Μα για στάσου μια στιγμή! Τιποτα; Όχι παιδιά. Κι όμως κάτι είχε. Η ιδέα ήταν τόσο παράξενη που τον έκανε να απορήσει. Είχε το τραγούδι του. Τη θαυμάσια αυτή μελωδιά που ξεκλειδώνει τις καρδιές. - Αν μου δώσεις πίσω τον Πελαγούλη, είπε γεμάτος χαρά, θα σου μάθω το τραγούδι μου. Δεν έχω τίποτε άλλο να δώσω. Τ’ αγγελάκια όμως μου είπανε ότι είναι πολύ ξεχωριστό. Θα στο χαρίσω κι εσύ μπορείς να το κάνεις ό,τι θέλεις. - Χμμμ, έκανε σκεφτική η φάλαινα, ένα τραγούδι; Δε θα ’ταν άσχημα να ’χω ένα κατάδικο μου τραγούδι. Όμως πρώτα θα το ακούσω και μετά, αν είναι πολυ ωραίο, μπορεί ν’ αποφασίσω να δώσω πίσω το ροζ καραβάκι. Μόλις ο Ελαφρούλης άρχισε να τραγουδάει τη μυστική και τόσο καταπληκτική μελωδία που είχε μέσα του, τι περίεργο! Όλα γύρω, χωρίς εξήγηση, σαν να άλλαξαν σε μια στιγμή, σαν να σκεπάστηκαν από μια 12


γλυκιά ρόδινη ομίχλη και από το πιο τρυφερό χρυσαφένιο φως που τα έκανε να μοιάζουν υπέροχα. Αλλά όχι μόνο αυτό. Έπειτα απο λίγο άρχισε να γίνεται και κάτι άλλο ακόμα πιο θαυμαστό. Η πεισματάρα και σκληρή φάλαινα σαν να άρχισε να μαλακώνει λίγο-λίγο κι ένα μικρό καλοσυνάτο χαμόγελο ν’ αχνοφαίνεται στο φουσκωτό πρόσωπο της. Και συνέχισε να μαλακώνει, μέχρι που κάτι σαν μεγάλο στρογγυλό δάκρυ στάθηκε στην άκρη του ολοστρόγγυλου ματιού της. Μόλις το συννεφάκι σταμάτησε να τραγουδάει, σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, άνοιξε το στόμα της αφήνοντας τον Πελαγούλη να ξεγλιστρήσει στην ελευθερία. Το καραβάκι ήταν τόσο χαρούμενο που, μόλις βγήκε, αμέσως άρχισε γεμάτο ενθουσιασμό να κάνει ζωηρούς κύκλους γύρω-γύρω, λες κι είχε τρελαθεί. - Ζήτωωωω!!! Φώναζε. Είμαι ελεύθερος, ελεύθερος. - Τι ήταν αυτό;! είπε γεμάτη θαυμασμό η φάλαινα. Το τραγούδι σου, συννεφάκι, είναι αληθινά ξεχωριστό. Αν κατάφερνες, έτσι όπως μαλάκωσες την καρδιά μου, να συγκινήσεις κι εκείνους τους σκληρούς ανθρώπους που λερώνουνε τα νερά μας και μας κάνουνε κακό, εμείς οι φάλαινες θα γινόμασταν πολύ ευτυχισμένες. Αντίο και σου εύχομαι καλή τύχη στο ταξίδι σου. Και μ’ αυτά τα λόγια το πελώριο κήτος βυθίστηκε στα κρύα βάθη, για να τραγουδήσει τη μελωδία που είχε μάθει στα δελφίνια και τ’ άλλα πλάσματα της θάλασσας. - Με έσωσες, Ελαφρούλη, είπε το καραβάκι. Τώρα θα είμαστε φίλοι για πάντα. Ο Ελαφρούλης δε μίλησε, το μυαλό του ήταν γεμάτο σκέψεις. Για πρώτη φορά καταλάβαινε τι μπορούσε να κάνει το τραγούδι που είχε μέσα του. Πόσο μεγάλο δώρο ήταν για τον κόσμο αυτή η όμορφη, μικρή μελωδία που ξεκλείδωνε τις κλειστές καρδιές. Μήπως, λοιπόν, έπρεπε να πάψει να σκέφτεται πώς θα κατάφερνε ν’ απαλλαγεί απ’ αυτό το δώρο και να ψάξει να βρει πώς θα μπορούσε να το μοιραστεί με όλο τον κόσμο;

13


Κεφάλαιο2 Η φουρτούνα Τόσο απορροφημένο ήταν το συννεφάκι απ’ αυτούς τους λογισμούς και το καραβάκι τόσο χαρούμενο, που ήταν και πάλι ελεύθερο, ώστε ούτε πρόσεξαν πως, καθώς νύχτωνε και πλησίαζαν ένα θαλασσοδαρμένο νησάκι, μεγάλα γκρίζα σύννεφα είχαν αρχίσει να έρχονται απο μακριά και να γεμίζουν τον ουρανό. Μεγάλοι άνεμοι είχαν μαζευτεί πάνω απο τα νερά, για να πιάσουν το παλιό παιχνίδι τους και η θαλασσα είχε πάρει ένα χρώμα γκριζοπράσινο και είχε γεμίσει με ψηλά κύματα που ορθώνονταν όλο και ψηλότερα, όσο περνούσε η ώρα. - Ελαφρούλη, φώναξε ο Πελαγούλης, πού είσαι; Δε σε βλέπω ανάμεσα σε τόσα σύννεφα. Το συννεφάκι είχε αρχίσει να ανησυχεί. Έτσι πλησίασε ένα μεγαλύτερο γκρίζο σύννεφο, για να μάθει τι γινότανε. - Συγνώμη, μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση; είπε ευγενικά. Γιατί μαζευτήκατε όλοι εδώ; Τι θα κάνετε; - Δεν ξέρεις; Αποκρίθηκε κουρασμένα το μεγαλύτερο σύννεφο. Μας μάζεψαν οι άνεμοι, για να βροντήξουμε, ν’ αστράψουμε και να βρέξουμε. Σε λίγο θα ξεκινήσει μια τρομερή καταιγίδα και φουρτούνα. - Αχ όχι, παρακάλεσε ο Ελαφρούλης. Ο φίλος μου ο Πελαγούλης είναι ένα μικρό καραβάκι και μπορεί να χαθεί στα κύματα. Πείτε στ’ άλλα σύννεφα να φύγουνε. - Δε γίνεται τίποτα, μικρέ, είπε λυπημένο το γκρίζο σύννεφο. Οι άνεμοι διατάζουν και, αφού αποφάσισαν να γίνει κοσμοχαλασμός, εμείς τα σύννεφα δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Μη νομίζεις ότι έχουμε καμιά όρεξη. Μόλις η καταιγίδα τελειώσει, όλοι εμείς θα χαθούμε. Όμως, τι τα θες; Aυτή είναι η μοίρα μας. Φοβερά αναστατωμένος απ’ όσα είχε ακούσει, ο Ελαφρούλης πλησίασε βιαστικά έναν απο τους ανέμους, για να τον παρακαλέσει να σταματήσει την καταιγίδα, ήταν όμως ήδη πολύ αργά. Ξαφνικά μια άστραπή φώτισε τα πάντα, μια τρομερή βροντή ακούστηκε και η βροχή άρχισε να πέφτει σαν καταρράκτης. Τεράστια κύματα σαν βουνά υψώθηκαν κι ο καημένος ο Πελαγούλης βρέθηκε μέσα σε μια στιγμή χαμένος στην πιο φοβερή φουρτούνα.

14


Γι’ άλλη μια φορά τα είχε βρει σκούρα. Καβάλα στα κύματα, τη μια σηκωνόταν μέχρι τον ουρανό και την άλλη ένιωθε πως έπεφτε σε έναν άπατο γκρεμό. Σαν να μην έφτανε αυτό, απότομα και κοφτερά βράχια βγαίνανε απο το νερό και κάνανε την καταστροφή ακόμα πιο σίγουρη. Πάνω στα βράχια όμορφες γοργόνες με μακριές ψαρίσιες ουρές και σειρήνες χαζεύανε αδιάφορα το καραβάκι περιμένοντας να το δουν να βυθίζεται. Απελπισμένο το συννεφάκι πλησίασε έναν απο τους ανέμους, για να τον παρακαλέσει να διώξει τα σύννεφα και να σταματήσει την καταστροφή. Ο άνεμος έμοιαζε μ’ ένα τεράστιο και διάφανο φουσκoμάγουλο κεφάλι που συνέχεια φυσούσε. - Σε παρακαλώ, κυρ-άνεμε, έκλαψε ο Πελαγούλης. Λυπήσου τον φίλο μου. Πάρε τους άλλους ανέμους και πηγαίνετε κάπου αλλού να συνεχίσετε το παιχνίδι σας.

15


- Ξέχνα το, μικρέ, είπε ο άκαρδος άνεμος. Έχουμε καιρό να διασκεδάσουμε τόσο πολύ. Μας αρέσει πολύ να πετάμε πέρα-δώθε το αγαπημένο σου καραβάκι. - Μα θα βουλιάξει και δε θα τον ξαναδώ ποτέ, είπε όλο παράπονο ο Ελαφρούλης. Λυπηθείτε τον. - Αν είχε μυαλό, δεν έπρεπε να βρεθεί στη φουρτούνα, είπε ασυγκίνητος ο άνεμος. Τα έξυπνα καραβάκια, όταν έρχεται κακοκαιρία, βρίσκουν καταφύγιο σε κάποιο λιμάνι. Δε γυρίζουν στις θάλασσες. Το συννεφάκι αμέσως κατάλαβε ότι τα λόγια του πήγαιναν στον βρόντο. Δοκίμασε, λοιπόν, να τραγουδήσει τη μυστική μελωδία του, για να ξεκλειδώσει την κλειστή καρδιά του ανέμου. Όμως οι βροντές που ακουγόντουσαν εκεί ψηλά ήταν τόσο δυνατές που σκέπαζαν τη φωνή του. Όσο ο φίλος του μιλούσε με τον άνεμο, ο Πελαγούλης πάλευε γενναία, για να μη βυθιστεί. Παρόλο που η θάλασσα έμοιαζε τόσο θυμωμένη, εκείνος ξεχνώντας τον φόβο του σκαρφάλωνε στα κύματα και κατάφερνε να αποφεύγει τα κοφτερά βράχια τόσο καλά, που, αλήθεια, ο Ελαφρούλης βλέποντας τον απο ψηλά δεν το πίστευε. Όμως τι ήταν αυτό; Ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, ένα κύμα ψηλότερο απ’ όλα τ’ άλλα φάνηκε να έρχεται απο μακριά. Ήταν σαν σωστός δράκοντας φτιαγμένος απο νερό. Το καραβάκι ήταν σίγουρο ότι, καθώς πλησίαζε, τον είδε να τρίζει τα δόντια του θυμωμένα. Χωρίς να χάσει το θάρρος του, ο Πελαγούλης πήρε βαθιά ανάσα, τα μάτια του πέταξαν φωτιές και, μόλο που ήταν τόσο μικρούλης, ετοιμάστηκε να πολεμήσει το φοβερό κύμα. Ξάφνικά, ένιωσε το νερό να τον χτυπάει με τρομερή δύναμη και κατάλαβε ότι είχε αναποδογυρίσει. Το κύμα-δράκοντας τον είχε σκεπάσει. - Όχιι, φώναξε απο ψηλά με όλη τη δύναμη της φωνής του ο Ελαφρούλης. Όμως ήταν πια αργά. Το τελευταίο πράγμα που πρόλαβε να δει ήταν ένα κομμάτι της πρύμνης του μικρού καραβιού, πριν βουλιάξει τελείως. Χωρίς να μπορεί να πει με σιγουριά τι γινότανε, ο Πελαγούλης βούλιαζε συνέχεια. Βούλιαζε όλο και πιο βαθιά στα κρύα νερά, ανήμπορος να κάνει το παραμικρό.

16


- Δεν το ήξερα ότι τα νερά ήταν τόσο βαθιά, μουρμούρισε μελαγχολικά, νομίζω ότι αυτή τη φορά είμαι χαμένος για τα καλά. Καθώς κατέβαινε, έβλεπε να περνάνε απο δίπλα του παράξενα ψάρια τόσο διαφορετικά απο τα συνηθισμένα, που δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι υπήρχαν. Ψάρια φουσκωτά σαν μπαλόνια, ψάρια σαν πέτρες, ψάρια όλο χρώμα σαν εξωτικά πουλιά, ψάρια με παράξενα κεφάλια, χταπόδια και ιππόκαμποι. Βούλιαζε τόση πολλή ώρα που στο τέλος κόντευε να πιστέψει ότι το υποβρύχιο ταξίδι του δε θα τελείωνε ποτέ. Έτσι ένιωσε αληθινή ανακούφιση, όταν επιτέλους έφτασε στον πάτο. - Ευτυχώς, αναστέναξε. Τουλάχιστον έπεσα σε μαλακή άμμο. Όλα όσα ζούσε ήταν καινούργια και άγνωστα για το καραβάκι. Όμως, όταν κοίταξε γύρω του, πραγματικά έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα. Ήταν απίστευτο. Γύρω του, ως εκεί που έφτανε το μάτι, δεν έβλεπες τίποτα άλλο παρά καράβια. Δεκάδες καράβια μεγάλα και μικρά, νέα και παλιά, εμπορικά, πολεμικά και πειρατικά με δύο η περισσότερα κατάρτια, ξαπλωμένα όπως αυτός στον πάτο της θάλασσας, ναυαγισμένα και ξεχασμένα απ’όλους. Υπήρχαν σκούνες, γαλέρες, τρεχαντήρια, φρεγάτες, μπριγκαντίνια και κορβέτες. Αυτό που ξάφνιασε πραγματικά το καραβάκι ήταν ότι, αν και τα πλοία είχαν βυθιστεί και δεν μπορούσαν πια να ταξιδέψουν, κανένα τους δε φαινόταν λυπημένο, θυμωμένο η κακοδιάθετο. Κουβέντιαζαν, παίζανε διαφορα παιχνίδια, κάνανε αστεία και γελάγανε. - Καλώς ήρθες, είπε χαμογελαστό ένα τρεχαντήρι που είχε πέσει λίγο πιο πέρα. Ο Πελαγούλης το χαιρέτησε και χαμογέλασε με το ζόρι, γιατί ήταν πολύ στεναχωρημένος. Τα τρεχαντήρια είναι μικρά, φιλικά, κάπως φλύαρα και χαρούμενα και σύντομα είχε αρχίσει η κουβέντα με το ροζ καραβάκι. Ο βυθός ήταν πολύ όμορφος και ο Πελαγούλης γρήγορα ξέχασε κάπως τη λύπη του. Τα παράξενα ψάρια περνούσαν απο δίπλα τους σαν μια όμορφη παρέλαση, ενώ μερικά παίζανε κυνηγητό γύρω απο τα κατάρτια τους. Λιγό πιο μακριά έβλεπες μέδουσες και μικρά ψαράκια απ’ αυτά που φωσφορίζουνε. Παντού υπήρχαν φύκια, σπόγγοι κι όμορφα κοράλια. Πώς μπορούσε κανείς να μείνει στεναχωρημένος μέσα σε τόση ομορφιά.

17


- Μη λυπάσαι, φίλε, είπε το τρεχαντήρι. Ξέρω πώς νιώθεις. Έτσι ήμουνα κι εγώ όταν πρωτοβούλιαξα, αλλά έπειτα είδα ότι δεν είναι και τόσο άσχημα.

Όλα τα καράβια εδώ είναι πολύ καλά παιδιά εκτός απο εκείνον εκεί τον τύπο. Λέγεται Στρείδης, γιατί είναι κολλιτσίδα και κολλάει σαν το στρείδι. Επειδή είναι θησαυρόπλοιο και έχει μέσα του ένα σωρό πετράδια κι άλλες ανοησίες, νομίζει ότι είναι καλύτερος απ’ όλους μας. Είναι γκρινιάρης και βαρετός. Μ’ αυτόν έχω τσακωθεί, όλοι οι άλλοι όμως είναι πολύ εντάξει. Εμένα με λένε Γλιστρίδα, επειδή μιλάω πολύ. Φαίνεσαι καλός. Είμαι σίγουρος ότι θα γίνουμε φίλοι. Ο Πελαγούλης έριξε μια ματιά στον Στρείδη, το πλοίο που εννοούσε ο Γλιστρίδας. Ήταν πεσμένος λίγο παρακάτω και είχε στ’ αλήθεια μια γκρινιάρικη, βαριεστημένη έκφραση.

18


- Μην τον πιστεύεις, είπε ανόρεχτα. Αυτός είναι χαζοχαρούμενος και τα βλέπει όλα ρόδινα. Εδώ κάτω είναι απαίσια και το χειρότερο είναι πως δεν έχεις ποτέ τίποτα να κάνεις. Βλέπεις συνέχεια τα ίδια. Ψάρια έρχονται και πάνε, φύκια κουνιούνται πέρα-δώθε κι έχεις κι όλα αυτά τα τρύπια σαπιοκάραβα να κάνουν τα ίδια παμπάλαια αστεία και να λένε συνέχεια τα ίδια. Σκέτη βαρεμάρα. - Δεν είναι έτσι. Μην τον πιστεύεις, είπε θυμωμένα ο Γλιστρίδας. - Έτσι είναι, επέμεινε ο Στρείδης. - Όπως και να ’ναι, είπε ο Πελαγούλης, εγώ δε θα μείνω εδω κάτω. Είμαι σίγουρος ότι ο φίλος μου ο Ελαφρούλης θα σκεφτεί κάτι, για να με σώσει. - Μπα αλήθεια; Κάνανε με περιέργεια τα δυο πλοία. Ποιος είναι αυτός ο Ελαφρούλης; - Ο καλύτερος μου φίλος, αποκρίθηκε περήφανα το ροζ καραβάκι. Είναι το πιο καλό μικρό σύννεφο κι έχει μέσα του μια μουσική που ξεκλειδώνει τις κλειστές καρδιές. - Ένα σύννεφο; Επανέλαβε γελώντας ο Στρείδης, απ’ αυτό περιμένεις βοήθεια; Είσαι μου φαίνεται τόσο χαζός όσο κι ο Γλιστρίδας. - Γιατί; ρώτησε ανήσυχα ο Πελαγούλης. - Όταν βούλιαξες είχε καταιγίδα, έτσι δεν είναι; Ρώτησε ο Στρείδης. - Ναι, είπε ο Πελαγούλης. Και τι μ’αυτό; - Μα δεν ξέρεις, λοιπόν, εξήγησε αδιάφορα το γκρινιάρικό πλοίο ότι, όταν τα σύννεφα βρίσκονται μαζί στον ουρανό κι έχει καταιγίδα, βρέχουν όλα μαζί, ώσπου να χαθούν; Το συννεφο σου ξέχασέ το, τώρα πια θα έχει γίνει σίγουρα σκέτο νερό και θα έχει ενωθεί με τη θάλασσα. - Αποκλείεται, είπε με πείσμα ο Πελαγούλης, ο φίλος μου δε θα με άφηνε ποτέ, χωρίς να με αποχαιρετήσει. Είμαι βέβαιος ότι δε θα γινόταν σκέτο νερό, χωρίς να το κουβεντιάσει πρώτα μαζί μου. - Δεν είναι έτσι, είπε ο Στρείδης. Όμως, ακόμα κι αν έχεις δίκιο και δεν έβρεξε με τα άλλα σύννεφα, αυτός ο Ελαφρούλης σίγουρα δε θα κάνει τον κόπο να σε βοηθήσει, θα ταξιδεύει ήδη μακριά μόνος του. Όσο πιο γρήγορα το πάρεις απόφαση, τόσο το καλύτερο. Δε θα φύγεις ποτέ από ’δώ. - Στο άκουσμα αυτής της κουβέντας ο Πελαγούλης κατέβασε θλιμμένος τα μάτια στο βυθό. Λες ο φίλος του να τον είχε ξεχάσει; Όχι, παιδιά, ο Ελαφρούλης δεν είχε χαθεί, ούτε είχε αφήσει τον φίλο του χωρίς βοήθεια. Πριν περάσει πολλή ώρα. η καταιγίδα είχε 19


σταματήσει και η θάλασσα είχε ησυχάσει. Όλα τώρα μοιάζανε ήσυχα και γαλήνια. Ο ούρανος είχε φανεί φορτωμένος αστέρια και το φεγγάρι μεγάλο και λαμπερό έριχνε το ασημένιο του φως στο νερό φτιάχνοντας ένα φωτεινό μονοπάτι.

Η νύχτα ήταν τόσο φωτεινή που η θάλασσα έλαμπε με δεκάδες νανουριστικές, σκανδαλιάρικες λάμψεις. Μέσα στα νερά οι όμορφες γοργόνες που είχε δει νωρίτερα ο Ελαφρούλης να κάθονται πάνω στα βράχια τώρα διασκεδάζανε κολυμπώντας και παίζοντας στα κύματα. Καθώς ταξίδευε πάνω απο τα νερά είδε ένα αστεράκι με φως που τρεμόπαιζε να του κλείνει το μάτι. - Αν θες να σώσεις τον φίλο σου, είπε χαμογελαστό, οι μόνες που μπορούν να σε βοηθήσουν είναι οι γοργόνες. Καλύτερα να μιλήσεις σ’ εκείνην εκεί τη μεγάλη γοργόνα που κάθεται στον βράχο, αυτή είναι η 20


αρχηγός τους. Την λένε Χρυσόφωνη. Πρέπει να ξέρεις όμως ότι είναι πολύ σκληρή και δύσκολα θα δεχτεί να σε βοηθήσει. Ο Ελαφρούλης ευχαρίστησε το αστεράκι και αμέσως κατέβηκε όσο πιο χαμηλά μπορούσε, για να μιλήσει στη γοργόνα που καθόταν σ’ ένα βράχο κοντά στο θαλασσοδαρμένο νησάκι που βρισκόταν λίγο μακρύτερα. Ήταν σωστή γιγάντισσα, με πολύ μακριά ψαρίσια ουρά και φορούσε κολιέ απο λογιών λογιών όμορφα κοχύλια και όστρακα. - Σε παρακαλώ, της είπε, βοήθησε με. Σώσε τον φίλο μου, για να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Πρέπει να φτάσουμε στο Σμαραγδένιο Nησί, για να δούμε τον πιτσιλωτό μονόκερο και τα ξεχασιάρικα παιδιά. Είναι το όνειρο του Πελαγούλη. Αν όμως μείνει στον πάτο της θάλασσας, δε θα τα καταφέρει κι εγώ θα χάσω τον καλύτερο φίλο που είχα ποτέ. Εκείνη για λίγο δεν είπε τίποτα. - Άκουσα ότι έχεις ένα τραγούδι που ξεκλειδώνει τις καρδιές, είπε τέλος πονηρά. Θέλω να το ακούσω. Βάζω στοίχημα ότι το τραγούδι σου δεν μπορεί να μαλακώσει τη δική μου καρδιά. Κανείς δεν το ’χει καταφέρει. Αν χάσω το στοίχημα, θα σώσω τον φίλο σου, αλλιώς θα μείνει για πάντα στον πάτο της θάλασσας. Αμέσως το συννεφάκι, γεμάτο κρυφή ελπίδα, άρχισε να τραγουδάει πιστεύοντας ότι ίσως θα κατάφερνε να ξεκλειδώσει τη σκληρή καρδιά της ψαρογυναίκας και να βοηθήσει τον φίλο του. Όλα γύρω σώπασαν και έστησαν αυτί ν’ακούσουν την πολύτιμη μελωδία. Οι γοργόνες, τα κύματα, τα άστρα, ακόμη και τα βράχια για λίγο έμοιαζαν ν’ακούνε μαγεμένα. Η μελωδία ήταν τόσο εύθραυστη και πολύτιμη σαν την ίδια τη ζωή. Μιλούσε χωρίς λόγια για όλα αυτά που, αν και είναι τόσο σύντομα και φευγαλέα, ζούνε για πάντα στην καρδιά. Για τη φιλία και την αγάπη, για τον αποχωρισμό και το ξαναντάμωμα, τις πίκρες και τις χαρές. Για τις εποχές που ακολουθούν η μια την άλλη. Για τη γη που κοιμάται κι ανασταίνεται. Για τη θάλασσα που πάντα αγρυπνά με τη γλύκα και την αλμύρα της. Για την ταραχή και την ηρεμία. Για όλα αυτά που κάνουν την καρδιά να τρέμει και να μεθά απο ευτυχία. Και η γοργόνα άκουγε παραξενεμένη σαν όλα αυτά να ήταν για ’κείνη πρωτόγνωρα και περίεργα. Και το συννεφάκι συνέχιζε να τραγουδά. Τώρα το τραγούδι του μιλούσε για όλους τους αιώνες που πέρασαν και γι’ αυτούς που θα ’ρθουν, για όλα όσα άλλαξαν και γι’αυτά που έμειναν ίδια. Για πολιτισμούς που χάθηκαν, για νησιά που βυθίστηκαν, για την αρχή και 21


το τέλος που μοιάζουν πότε πότε να συναντιούνται. Για καθετί απλό και μεγάλο. Στο τέλος του τραγουδιού όλα έμοιαζαν μαγεμένα. Ακόμα και τα βράχια είχανε δακρύσει, γιατί ακόμα και η δική τους πέτρινη καρδιά είχε ξεκλειδωθεί. Όμως η γοργόνα δεν είπε τίποτα. Τα χείλη της τρέμανε και κοιτούσε το συννεφάκι μ’ ένα βλέμμα τόσο θυμωμένο που σχεδόν το τρόμαξε. Έπειτα, χωρίς καμιά εξήγηση, δίνει μια και χάνεται στο νερό με τις άλλες γοργόνες να την ακολουθούν. - Τι έκανα; είπε απελπισμένος ο Ελαφρούλης. Αντί να τη συγκινήσω, την έκανα να θυμώσει. Tώρα δε θα δώ ποτέ ξανά τον Πελαγούλη. Άραγε τι την έκανε να θυμώσει τόσο; - Μη στεναχωριέσαι, συννεφάκι, είπε το μικρό αστέρι που του είχε μιλήσει νωρίτερα. Με λένε Φωτεινό και ξέρω πώς είναι να χάνεις ένα φίλο. Πολύ συχνά φίλοι μου πέφτουν στη γη και δεν ξαναγυρίζουν ποτέ κοντά μας. Νομίζω πως καμιά φορά πρέπει να χάνουμε κάτι απ’ αυτά που αγαπάμε, για να καταλάβουμε πόσο σημαντικά είναι όλα όσα έχουμε και πόσο τυχεροί είμαστε. - Όμως εσύ έχεις πολλούς φίλους, έκλαψε το συννεφάκι. Εγώ είχα μόνο τον Πελαγούλη. Ποτέ δε θα τον ξεχάσω. Ξαφνικά, ενώ ο Ελαφρούλης ήταν τόσο στεναχωρημένος, άρχισε να γίνεται κάτι απρόσμενο και εκπληκτικό: Μια παράξενη ταραχή στην επιφάνεια της θάλασσας, που έδειχνε ότι κάτι γινότανε κάτω απο το νερό. - Τι είναι τούτο πάλι; αναρωτήθηκε το συννεφάκι. Μήπως...; Τι γινότανε αλήθεια; Έμοιαζε ανεξήγητο. Η καρδιά του κόντεψε να σπάσει απο την αγωνία και την προσμονή. Με μια νέα ελπίδα κατέβηκε λίγο πιο χαμηλά περιμένοντας να δει τι θα γίνει. Και ναι. Ξαφνικά κάτι άρχισε να βγαίνει απο το νερό. Το συννεφάκι δεν τολμούσε να το πιστέψει...Κι όμως! Ήταν ένα κατάρτι λίγο γερμένο, που όλο και σηκωνότανε. Ακολούθησε η πλώρη κι έπειτα το υπόλοιπο καράβι. Τι ευτυχία! ΄Ηταν ο Πελαγούλης! Κι όχι μόνο αυτό. Είχε πάνω του ένα σεντούκι γεμάτο θησαυρούς. Περιδέραια και βραχιόλια και πετράδια και χρυσά νομίσματα που λάμπανε στο φεγγαρόφωτο. - Ζήτωωω!!! φώναξε το μικρό σύννεφο. Οι εκπλήξεις ακολουθούσαν η μία την άλλη. Πριν προλάβει να συνέλθει απο το πρώτο ξάφνιασμα, είδε τη μεγάλη γοργόνα να βγαίνει από το νερό χαμογελαστή και καλοσυνάτη. Ακόμα και τα μάγουλα της είχαν γίνει ροδοκόκκινα. Ήταν φανερό ότι κάτι είχε αλλάξει μέσα της. 22


Ο Πελαγούλης μουσκεμένος αλλά κι ανακουφισμένος που είχε βγει στον αφρό άρχισε να γλιστράει χαρούμενος στην αστραφτερή επιφάνεια. - Με νίκησες συννεφάκι, είπε η γοργόνα. Με νίκησες. Η καρδιά μου ποτέ δεν είχε νιώσει όπως όταν άκουσα το τραγούδι σου. Στην αρχή θύμωσα πολύ που έχασα. Έπειτα όμως κατάλαβα πως είχα άδικο, γιατί αυτό που μου έδωσες ήταν το πιο μεγάλο δώρο. Η συμφωνία είναι συμφωνία. Πάρε, λοιπόν, πίσω το φίλο σου. - Πελαγούλη, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω, είπε το συννεφάκι ευτυχισμένο. - Ήμουνα σίγουρος ότι δε θα με ξεχνούσες, είπε το καραβάκι. Είναι η δεύτερη φορά που με σώζεις με το τραγούδι σου. - Τι είναι όμως όλα αυτά που κουβαλάς; Ρώτησε απορημένος ο Ελαφρούλης - Κέρδισα κι εγώ ένα στοίχημα, εξήγησε γελώντας εκείνο. Έβαλα στοίχημα με τον Στρείδη, το γκρινιάρικο πλοίο, ότι θα μ’έσωζες κι αυτός, επειδή έχασε, μου έδωσε αυτο το σεντούκι με τον θησαυρό. - Αντίο και σ’ ευχαριστώ, φώναξε χαρούμενο το συννεφάκι στη γοργόνα, αλλά, πριν καλά - καλά τελειώσει τα λόγια του, εκείνη είχε χαθεί και πάλι στο νερό. - Χαίρομαι πολύ που ξαναβρήκες τον φίλο σου, είπε ο Φωτεινός, το μικρο αστέρι. Θέλω όμως να σας βοηθήσω στο ταξίδι σας, γι’αυτό θα σας δείξω τον δρόμο για το Σμαραγδένιο Nησί. Δεν μπορείτε να το βρείτε, αν δεν ακολουθήσετε το μονοπάτι απο αστρόσκονη. Πάντως υπάρχουνε και μερικά άλλα νησιά κοντά σ’ αυτό, κοιτάξτε να μην μπερδευτείτε. Μ’ αυτά τα λόγια το αστεράκι άρχισε να γελάει και άφθονη χρυσαφένια αστρόσκονη να πέφτει λαμπερή στο νερό δημιουργώντας ένα δρομάκι που έμοιαζε να στριφογυρίζει σαν το καβούκι του σαλιγκαριού. Την ίδια στιγμή όλα τ’ άλλα αστεράκια αρχίσανε να βρέχουν κι αυτά χαρούμενη και λαμπερή αστρόσκονη, έτσι που σε λίγο το δρομάκι ήταν ακόμα πιο φανερό. Μα αυτό δεν ήταν το μόνο. Η σκόνη που περίσσευε άρχισε να στροβιλίζεται και ν’ ανεβαίνει ψηλά και να κάθεται στον ουρανό, ακριβώς εκεί που ήταν ο Ελαφρούλης, φτιάχνοντας κάτι σαν ουράνιο δρομάκι πάνω απο το δρομάκι της θάλασσας. Ήταν δηλαδή σαν δυο δρομάκια το ένα πάνω απ’ το άλλο και ανάμεσα τους υπήρχε ένας 23


πανέμορφος λαμπερός ανεμοστρόβιλος απο αστρόσκονη που στριφογύριζε μαγικά. Όμως, αφού αυτά τα δρομάκια στριφογύριζαν, πώς ήταν δυνατόν να οδηγούνε στο Σμαραγδένιο Νησί; - Αυτό το δρομάκι δεν οδηγεί πουθενά, είπε κάπως απογοητευμένος ο Πελαγούλης. - Έτσι φαίνεται μονάχα, είπε χαμογελώντας ο Φωτεινός, στην πραγματικότητα οδηγεί ακριβώς εκεί που θέλετε να πάτε. - Ευχαριστούμε, είπαν οι δυο φίλοι κι αμέσως αρχίσανε να ακολουθούνε τα χρυσαφένια δρομάκια. Καθώς στριφογύριζαν μαζί τους, κατάλαβαν ότι όλα γύρω άλλαζαν με μεγάλη ταχύτητα. Ήταν σαν να κυλούσε ο χρόνος πιο γρήγορα, έτσι που μέσα σ’ ελάχιστες στιγμές όλα φώτιστηκαν, έγινε μέρα και, χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν να ταξιδεύουν σ’ ένα σχεδόν απίστευτο τοπίο. Ένιωθαν πως το ταξίδι τους πλησίαζε στο τέλος του.

24


Κεφαλαιο3 Το τέλος του ταξιδιού Το πρώτο πράγμα που έκανε τους δυο φίλους να απορήσουν ήταν ο ήλιος στον ουρανό, που έμοιαζε τεράστιος. Ήταν ολόχρυσος και τόσο μεγάλος, που σχεδόν γέμιζε τον ούρανο. Ο Ελαφρούλης ήταν σίγουρος πως είχαν βρεθεί σ’ ένα μυστικό μέρος της γης που πολύ λίγοι ήξεραν. Απο εκεί ψηλά μπορούσε να δει αρκετά χαριτωμένα νησάκια γεμάτα χρώμα, με ακτές που χάιδευε απαλά το αεράκι και φιλούσαν γλυκά τα κυματάκια. Η θάλασσα είχε ένα χρώμα σχεδόν μενεξελί.

25


Δεν είχε προλάβει το συννεφάκι να εμφανιστεί σ’ αυτόν τον άγνωστο και μυστήριο ουρανό, όταν είδε να έρχεται προς το μέρος του μια παράξενη μορφή. Έμοιαζε με τεράστιο μπαλόνι με κόκκινες και κίτρινες ρίγες, φουσκωμένο με ζεστό αέρα και δεμένο σ’ ένα καλάθι. Ήταν ένα αερόστατο και στα μάτια του έβλεπες ότι ήταν αρκετά ζόρικο και σοβαρό, όπως κάποιος που έχει μια πολύ σημαντική και δύσκολη δουλειά να κάνει. - Σταμάτα αμέσως, συννεφάκι, είπε αυστηρά. Δε σας θέλουμε, εσένα και τους ομοίους σου, εδώ. Όλοι οι δυνατοί ανέμοι, τα σύννεφα και κάθε είδους κακοκαιρία είναι ανεπιθύμητα στον ουρανό πάνω απο τα άγνωστα νησιά και τη μενεξελιά θάλασσα. Εγώ είμαι ο φύλακας του γιορτινού νησιού, ο Φουσκωτός, και δε θα σ’ αφήσω να περάσεις, αν δεν έχεις άδεια απο τη βασίλισσα μας, τη μεγαλειοτάτη Παρδαλούλα. - Δεν τα ήξερα όλα αυτά, ομολόγησε δειλά ο Ελαφρούλης. Σου ζητώ συγνώμη, κύριε αερόστατο. Το μόνο που θέλουμε, εγώ κι ο φίλος μου, είναι να δούμε το Σμαραγδένιο Nησί. Δε θα σας ενοχλήσουμε καθόλου. - Έτσι λες τώρα, αλλά, αν σ’ αφήσω να περάσεις, σε λίγο θα έρθουν οι φίλοι σου, τα άλλα σύννεφα, και σύντομα θ’ αρχίσετε να ρίχνετε στα κεφάλια μας κεραυνούς, να μας τυφλώνετε με αστραπές και να μας ξεκουφαίνετε με τις βροντές σας. - Όχι, το υπόσχομαι, είπε ζωηρά το συννεφάκι. Δεν έχω ρίξει ποτέ κεραυνούς, ούτε έχω ξεκουφάνει κανέναν. Νομίζω ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτα απ’ αυτά. - Ούτε συζήτηση, επέμεινε ανυποχώρητο το αερόστατο. Όλοι εσείς οι ανεπιθύμητοι θα λέγατε οτιδήποτε για να περάσετε. Όμως, για πες μου, τι ακριβώς θέλεις εσύ σ’ αυτά τα μέρη; Το ταξίδι μέχρι εδώ δεν είναι εύκολο. Θα πρέπει να είχες κάτι σημαντικό να κάνεις, για να μπεις σε τέτοιο κόπο. - Εγώ κι ο φίλος μου ο Πελαγούλης θέλουμε να βρούμε το Σμαραγδένιο Nησί, είπε το συννεφάκι σοβαρά. - Α μπα, έκανε το αερόστατο. Και γιατί αυτό; Ακούγοντας αυτήν την ερώτηση ο Ελαφρούλης ένιωσε ξαφνικά μπερδεμένος. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερε ούτε ο ίδιος την απάντηση. Γιατί είχε κάνει αυτό το δύσκολο και μακρινό ταξίδι; Στην αρχή είχε την ελπίδα πως, όταν θα ’βρισκε το Σμαραγδένιο Nησί, θα γλύτωνε απο το τραγούδι του και θα γινόταν ένα συννεφάκι όπως τα άλλα. Όμως τώρα 26


πια δεν ήταν καθόλου σίγουρος. Μετά απο τόσες περιπέτειες είχε καταλάβει ότι το τραγούδι του είχε ξεχωριστή αξία. Δεν ήταν κάτι άχρηστο, αλλά ένα πολύτιμο δώρο για όλους όσοι το χρειάζονταν. Χάρη στο τραγούδι του είχε πολλές φορές ξεπεράσει τα εμπόδια και είχε καταφέρει να σώσει τον καλύτερο του φίλο. Ήξερε τώρα πια ότι το τραγούδι του έπρεπε να φτάσει σ’ όλες τις κλειστές καρδιές και να τις ανοίξει, για να τρυπώσουν μέσα το γέλιο, η φιλία, τα όνειρα και καθετί ωραίο. Πώς μπορούσε, λοιπόν, να πει στο αερόστατο ότι ήθελε να το πετάξει, σαν να ’ταν κάτι ασήμαντο; - Δεν είμαι σίγουρος, είπε τέλος. Νομίζω πως, όταν βρώ το Σμαραγδένιο Νησί, θα μάθω την απάντηση. - Ύποπτο, πολύ ύποπτο, είπε συλλογισμένο το αερόστατο. Να μη με λένε Φουσκωτό, αν κάτι δε μυρίζει άσχημα σ’ αυτήν την ιστορία. Μα ξαφνικά τα μάτια του έλαμψαν παράξενα. - Δεν πιστεύω να είσαι ο Ελαφρούλης, το συννεφάκι με το μαγικό τραγούδι. - Μα ναι, αυτός είμαι, είπε το συννεφάκι. Με ξέρεις; - Έτσι εξηγούνται όλα, είπε με πολύ πιο φιλικό ύφος το αερόστατο. Πριν από λίγο καιρό πέρασαν απο ’δώ τέσσερα μικρά αγγελάκια με χρωματιστά φτερά και μου μίλησαν για σένα. Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι το τραγούδι σου ξεκλειδώνει τις καρδιές; - Μάλιστα, αλήθεια είναι, αποκρίθηκε ο Ελαφρούλης. - Αχ, δεν ξέρεις πόσο θα ήθελα να το ακούσω, είπε το αερόστατο. Θα είναι αληθινά σπουδαίο να ξεκλειδώσουν όλες αυτές οι κλειστές καρδιές και να γίνει ο κόσμος ένα αληθινά όμορφο μέρος. Θα μου το τραγουδήσεις; - Με όλη μου την καρδιά, είπε ο Ελαφρούλης κι άρχισε να τραγουδά. Ο Φουσκωτός άκουγε κάθε νότα συγκινημένος, μαγεμένος. Ήταν σχεδόν απίστευτο ότι μπορούσε να υπάρξει κάτι τόσο ωραίο. Όταν ο Ελαφρούλης σταμάτησε, δεν είπε τίποτα για λίγο. Φαινόταν κάπως σκεφτικός. - Είναι η πιο καταπληκτική μελωδία που έχω ακούσει ποτέ, είπε τέλος, αλλά θα σου πω κάτι και μη θυμώσεις. Δεν είναι ένα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ τραγούδι. Κάτι του λείπει. - Αλήθεια; Έκανε απορημένο το συννεφάκι. - Για να γίνει η μελωδία σου ένα αληθινό τραγούδι, χρειάζεται λόγια.

27


- Λόγια; φώναξε ξαφνιασμένος ο Ελαφρούλης. Ποτέ δεν του είχε περάσει κάτι τέτοιο απ’ το μυαλό. Νόμιζε ότι η μελωδία απο μόνη της ήταν αρκετή. - Νομίζω ότι μπορώ να σκεφτώ μερικά, είπε χαμογελαστό το αερόστατο. Άκου και πες μου αν σου αρέσουν. Πάνω στην καλή μας γη όλοι οι άνθρωποι μπορούνε να γεμίσουνε στοργή και να μάθουν ν’ αγαπούνε. Την καρδούλα μας κλειστή είναι κρίμα να κρατάμε. Δεν είναι ανοησία σωστή τη χαρά να προσπερνάμε; Όλοι σας, λοιπον, γενείτε όπως είναι τα παιδιά. Αγαπήστε, ονειρευτείτε και ανοίξτε την καρδιά. Τις κακίες σας ξεχάστε και τη φύση σεβαστείτε, το τραγούδι του Eλαφρούλη μάθετε και τραγουδήστε. Και κανείς κακό ας μην κάνει, τον καιρό του έτσι χάνει. Θάλασσα γη κι ουρανό με σκουπίδια ας μη λερώνει. Όλοι οι άνθρωποι αδέρφια ας γενούμε μες στη φύση. Ας μην κάνουμε πολέμους! Τέρμα οι κακίες, τα μίση! Κι η ζωή έτσι θα γίνει όνειρο αληθινό και ευτυχισμένο θα ’ναι κάθε πλάσμα ζωντανό. Μόλις το αερόστατο τελείωσε το ποιηματάκι του, ο Ελαφρούλης ένιωσε την ανάγκη να πανηγυρίσει. Ποτέ δε φανταζόταν πόσο ωραία θα γινόταν η μικρή του μελωδία, αν αποκτούσε λόγια. - Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, Φουσκωτέ, είπε χαρούμενος. Δεν το ήξερα πριν, αλλά πραγματικά κάτι έλειπε απο το τραγούδι μου και του το έδωσες εσύ. Θα σου χρωστάω χάρη. - Όχι, είπε το αερόστατο. Αληθινά μου άρεσε πάρα πολύ που έφτιαξα αυτούς τους στίχους. Η μελωδία σου μ’ έκανε να τους σκεφτώ. Έτσι είναι η πραγματικά όμορφη μουσική. - Θα μας αφήσεις να περάσουμε; Ρώτησε το συννεφάκι. - Και βέβαια, είπε χαμογελαστό το αερόστατο. Ξέρω πως εσύ δε θα προκαλέσεις προβλήματα. Είσαι ένα πολύ καλό συννεφάκι. Ελπίζω να βρεις όλα όσα ψάχνεις στο Σμαραγδένιο Νησί. Δεν είναι πολύ μακριά απο ’δώ. Τώρα όμως που θα περάσεις από το γιορτινό νησί, πες σε παρακαλώ στον φίλο σου το καραβάκι να κάνει μια στάση, για να πάρει μαζί του τον Στρακαστρούκα. Ψάχνει εδώ και καιρό τρόπο να φύγει από το νησί.

28


- Εντάξει, και σ’ ευχαριστώ για όλα, είπε ο Ελαφρούλης και μαζί με τον Πελαγούλη συνέχισε τον δρόμο του. - Τελικά αυτό το αερόστατο ήταν πολύ καλό, είπε ο Πελαγούλης. Και νομίζω ότι τα λόγια που βρήκε για τη μελωδία σου ήταν αλήθεια ταιριαστά. - Κι εγώ το ίδιο πιστέυω, είπε ο Ελαφρούλης. Δεν είχανε προχωρήσει πολύ, όταν φάνηκε μπροστά τους ένα νησί ολότελα ασυνήθιστο, κάτι που δεν είχαν φανταστεί ποτέ ότι θα συναντούσανε. Ο Πελαγούλης τα ’χασε αλλά ο Ελαφρούλης, που το έβλεπε καλύτερα απο ψηλά, έμεινε πραγματικά μ’ανοιχτό το στόμα. Όλα τα δέντρα εκεί ήταν γεμάτα στολίδια σαν τα χριστουγεννιάτικα και στις ρίζες τους υπήρχαν δεκάδες πακέτα με κορδέλες, σίγουρα γεμάτα δώρα. Το συννεφάκι θα μπορούσε να ορκιστεί ότι είδε ακόμα και μερικούς Άγιους Βασίληδες να διευθύνουν χορωδίες που λέγανε χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Αυτό όμως ήταν μόνον η αρχή. Είδε ακόμα και μασκαράδες ντυμένους με τρελές στολές, όπως στις απόκριες, ενώ πολλοί πετούσαν χαρταετούς. Για να πούμε την αλήθεια όλος ο ουρανός πάνω απο το νησί ήταν γεμάτος χαρταετούς. Όλοι τρώγανε μελομακάρονα, κουφέτα και τσουρέκια και τσουγκρίζανε βαμμένα αυγά. Υπήρχε μάλιστα και μια πλατεία μ’ ένα τεράστιο τραπέζι και μια πολύ μεγάλη τούρτα γενεθλίων γεμάτη κεριά που τα σβήνανε όλοι μαζί κι αυτά ξανανάβανε, για να σβήσουνε κι άλλες φορές. Όσοι συναντιόντουσαν δεν λέγανε «Καλημέρα» αλλά μονάχα «Χρόνια πολλά», «Να ζήσεις», «Και του χρόνου», όπως κάνουμε στις μεγάλες γιορτές. - Αυτό πρέπει να είναι το γιορτινό νησί που έλεγε ο Φουσκωτός, το αερόστατο, είπε ο Πελαγούλης. - Σίγουρα, συμφώνησε ο Ελαφρούλης. Νομίζω ότι σ’ αυτό το νησί έχουν κάθε μέρα Χριστούγεννα και όχι μόνο. Έχουνε κι απόκριες και Πάσχα και Καθαρη Δευτέρα και κάθε άλλη γιορτή που κάνει τους ανθρώπους χαρούμενους. Όλοι έχουνε γενέθλια κάθε μέρα, όποτε κι αν έχουν γεννηθεί, και σβήνουνε κεριά στις τούρτες και κάνουνε ευχές. - Το φαντάζεσαι να ήταν όλος ο κόσμος έτσι; Είπε σαν να ονειρευόταν ο Πελαγούλης. Θα ήταν όλοι πάντα αγαπημένοι και κάθε μέρα, μα κάθε μέρα, θα ήταν μέρα χαράς.

29


- Ναι, είπε το συννεφάκι. Μόνο στις γιορτές οι άνθρωποι καταλαβαίνουν πόσο ωραία μπορεί να είναι η ζωή. Τον υπόλοιπο χρόνο το ξεχνάνε. Κάθε μέρα όμως θα έπρεπε να είναι έτσι. - Κοίτα, είπε ξαφνιασμένο το καραβάκι, κάποιος είναι στην ακτή. Κουνάει τα χέρια του και μου κάνει νόημα να σταματήσω. Πρέπει να είναι ο Στρακαστρούκας. Εκείνος ο άνθρωπος που μας είπε ο Φουσκωτός. Κοίτα τι ψηλός κι αδύνατος που είναι! Σωστός γίγαντας. Και το ντύσιμο του είναι παράξενο. - Δεν είναι στ’ αλήθεια τόσο ψηλός, είπε σοβαρά ο Ελαφρούλης. Νομίζω πως είναι ένας ξυλοπόδαρος, απ’ αυτούς που πάνε καμιά φορά στα πανηγύρια και διασκεδάζουν τον κόσμο. Ας σταματήσουμε να τον πάρουμε. Πραγματικά, μόλις ο Πελαγούλης πλησίασε κι άραξε στην ακτή, ο ασυνήθιστα ψηλός άνθρωπος ανέβηκε πάνω με μεγάλη φυσικότητα και του είπε να ξεκινήσει. - Δεν ξέρω πού πάτε, είπε χαμογελαστός, αλλά θα σας χρωστούσα χάρη, αν μ’ αφήνατε στο Σμαραγδένιο Νησί. Ξέρετε εδώ και καιρό θέλω να πάω. - Μα εκεί πάμε κι εμείς, είπαν χαρούμενοι οι δυο φίλοι. - Τότε είμαι πραγματικά πολύ τυχερός, χαχάνισε ο ξυλοπόδαρος. Ξέρετε, απο τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου κατοικούσα στο γιορτινό νησί και μου αρέσει πολύ, αλλά είχα πάντα ένα φοβερό πρόβλημα. - Αλήθεια; ρώτησε απορημένος ο Πελαγούλης. Τι πρόβλημα; - Αυτά τα μικρά τερατάκια που δε σταματούν να μασουλάνε, τους τερμίτες, είπε νευριασμένος ο ξυλοπόδαρος. Δεν ξέρεις τι σημαίνει για έναν ξυλοπόδαρο να χρειάζεται συνεχώς καινούργια ξυλοπόδαρα, επειδή τα παλιά τού τα τρώνε οι τερμίτες. Σωστό βασανιστήριο. Γι’ αυτό θέλω να πάω στο Σμαραγδένιο Νησί. Λένε πως, ό,τι κι αν ψάχνει κανείς, μπορεί να το βρει εκεί. Εγώ αναζητώ ένα μέρος που να μην υπάρχουν τερμίτες. Κάτι τέτοιο θα πρέπει να είναι κι ο Παράδεισος. - Θα χαρούμε πολύ να σ’ έχουμε μαζί μας, Στρακαστρούκα, είπε ο Ελαφρούλης κι όλοι μαζί συνέχισαν τον δρόμο τους για το Σμαραγδένιο Nησί. Στο δρόμο μάλιστα μάθανε στον ξυλοπόδαρο το τραγούδι του Ελαφρούλη και το λέγανε όλοι μαζί, χωρίς να καταλαβαίνουν πώς περνούσε ο χρόνος.

30


Καθώς πηγαίνανε όμως, είδανε κάτι που τους ανάγκασε για άλλη μια φορά να διακόψουν το ταξίδι τους. Ήταν ένα νησάκι τόσο μικρό, που δεν είχε χώρο παρά μόνο για ένα δέντρο, δηλαδή ένα μικρό φοίνικα. Το νησάκι αυτό δεν ήταν μεγαλύτερο απο ένα παιδικό δωμάτιο, ήταν όμως γεμάτο ναυαγούς που, ανεβασμένοι ο ένας στους ώμους του άλλου, κάνανε νοήματα και φωνάζανε βοήθεια. Οι ναυαγοί αυτοί δεν ήταν άνθρωποι άλλα μικρά πάνινα αρκουδάκια που είχαν ξεμείνει στο μικρό εκείνο νησάκι, όταν το πλοίο που τα μετέφερε σε μια μακρινή χώρα της Aνατολής για να πουληθούν βούλιαξε. Όλα τα αρκουδάκια είχανε όνειρο να βρεθούν σε παιδικά χεράκια και να γίνουν το αγαπημένο παιχνίδι κάποιου παιδιού, αλλά εδώ και πολύ καιρό είχαν απογοητευτεί. Ο αρχηγός τους, ένα σοβαρό καφετί αρκουδάκι με δυνατή φωνή, ζήτησε απο τον Πελαγούλη να τους πει πού πήγαινε. - Στο Σμαραγδένιο Νησί ε; Είπε γεμάτος ενδιαφέρον, μόλις άκουσε την απάντηση. Και δε μου λες, υπάρχει κανένα παιδί σ’ αυτό το νησί; - Μα και βέβαια, αποκρίθηκε σοβαρά ο Πελαγούλης. Είναι γεμάτο παιδιά. Τα ΞΕΧΑΣΙΑΡΙΚΑ παιδιά. - Ζήτωωωω!!! φωνάξανε τα αρκουδάκια. Επιτέλους θα βρούμε αληθινά παιδιά να γίνουμε φίλοι. - Μη βιάζεστε, είπε επίσημα ο αρχηγός τους. Μπορεί να έχουνε ήδη πολλά παιχνίδια και να μη μας χρειάζονται. Δεν μου λες, καραβάκι, ρώτησε τον Πελαγούλη, αυτά τα ξεχασιάρικα παιδιά πιστεύεις ότι χρειάζονται μερικά καλοσυνάτα και φιλικά καφετιά αρκουδάκια για να παίζουν; - Και βέβαια, είπε ο Πελαγούλης. Δεν είμαι βέβαια σίγουρος, αλλά νομίζω ότι, αφού είναι τόσο ξεχασιάρικα, όταν ήρθανε σ’ αυτό το νησί, θα ξεχάσανε όλα τους τα παιχνίδια στο σπίτι. Πιστεύω, λοιπόν, ότι θα χαρούν πολύ να σας δουν. - Γιούπιιιι!!! Φώναξαν πάλι ευτυχισμένα τα αρκουδάκια κι όλοι μαζί συνέχισαν το ταξίδι τους. Αυτό όμως δεν ήταν το τέλος της περιπέτειάς τους. Γιατί, μόλις προχώρησαν λίγο ακόμη, βρήκαν ένα ακόμη νησί μεγάλο αυτή την φορά. Ήταν κόκκινο με μεγάλες μαύρες βούλες σαν πασχαλίτσα και πάνω του υπήρχε ένα παλάτι που δεν έμοιαζε με κανένα παλάτι απ’ αυτά που βλέπει κανείς συνήθως. Ήταν ακόμα πιο παράξενο κι απ’ τα μαγικά

31


ανατολίτικα παλάτια που διαβάζει κανείς γι’ αυτά στην ιστορία του Αλαντίν και στις «Χίλιες και μια νύχτες». Έμοιαζε με τεράστιο σαμοβάρι απ’ αυτά τα παράξενα που βλέπει κανείς στη Ρωσία και σ’ άλλες χώρες να βράζουν νερό και να φτιάχνουν τσάι, μα είχε πόρτες και παράθυρα σαν αληθινό παλάτι. Στο ψηλότερο παράθυρο ήταν μια παράξενη γυναικεία φιγούρα που έκανε νόημα στον Ελαφρούλη και στον Πελαγούλη να σταματήσουν.

Μόλις το καραβάκι πλησίασε στην ακτή, η γυναίκα φώναξε να περιμένουν να κατέβει και μετά απο λίγο φάνηκε στην πόρτα κι απο εκεί κατέβηκε μια μικρή σκαλίτσα κι έτρεξε προς το μέρος τους. Όταν πλησίασε αρκετά κι οι επιβάτες του καραβιού την κοίταξαν πιο προσεχτικά, ξαφνιάστηκαν γι’ άλλη μια φορά, γιατί δεν άργησαν να 32


καταλάβουν ότι δεν ήταν συνηθισμένη γυναίκα αλλά μια μπάμπουσκα σαν αυτές τις μικρές κούκλες που μπαίνουνε η μια μέσα στην άλλη. Έμοιαζε να φορά μαντήλι και ποδιά και είχε ένα πρόσωπο πολύ τρυφερό, χαρούμενο και γεμάτο στοργή. - Πες μου, καλό μου καραβάκι, είπε η μπάμπουσκα, μήπως κατα τύχη εσύ, το συννεφάκι κι οι φίλοι σας πηγαίνετε στο Σμαραγδένιο Νησί με τα ξεχασιάρικα παιδιά; - Και βέβαια εκεί πηγαίνουμε, είπαν όλοι με μια φωνή. - Τότε σας παρακαλώ, ικέτεψε όλο θέρμη η μπάμπουσκα, πάρτε με μαζί σας. Εδώ και πάρα πολύ καιρό θέλω να φτάσω εκεί πέρα, αλλά δεν περνάνε συχνά πλοία απο ’δώ. - Ευχαρίστως θα σε πάρουμε, είπαν όλοι χαρούμενοι. Αλλά γιατί θες να πάς εκεί; - Εγώ, όπως βλέπετε, είπε χαρούμενη η κούκλα, είμαι μια μάμουσκα. - Μπάμπουσκα, διόρθωσε ο Στρακαστρούκας. - Μάμουσκα, επέμεινε η κούκλα και, πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της, άνοιξε στη μέση και μια άλλη κούκλα, σχεδόν ίδια με την πρώτη αλλά μικρότερη, σήκωσε το πάνω μέρος της και φανερώθηκε. - Κι εγώ είμαι μια μάμουσκα, είπε χαμογελαστή. Μα, πριν τελειώσει κι αυτή τη φράση της, άνοιξε και μια άλλη κούκλα σήκωσε το πάνω μέρος της και φανερώθηκε. - Κι εγώ. Κι εγώ είμαι μια μάμουσκα, είπε με ψιλή φωνή - Κι εγώ, πετάχτηκε μια τέταρτη. - Κι εγώ, τσίριξε μια πέμπτη. - Είμαστε όλες μάμουσκες, είπαν σαν χορωδία. Είμαστε πολλές μαμάδες μέσα σε μια μεγαλύτερη μαμά, αλλά δεν έχουμε δικά μας παιδιά. Γι’ αυτό θέλουμε να φτάσουμε στο νησί με τα ξεχασιάρικα παιδιά, για να γίνουμε οι μαμάδες τους. - Εγώ θα τα ταΐζω, είπε η μεγάλη μάμουσκα. - Εγώ θα τα πλένω, είπε χαμογελαστή η αμέσως μικρότερη. - Εγώ θα τα νανουρίζω, είπε η επόμενη, - Εγώ θα κουβεντιάζω μαζί τους και θ’ απαντάω σ’ ό,τι με ρωτάνε, είπε η προτελευταία. - Κι εγώ, πετάχτηκε η τοσοδούλα μάμουσκα, θα παίζω μαζί τους. - Είμαστε οι μάμουσκες, φώναξαν όλες ενθουσιασμένες με μια φωνή και κλείστηκαν η μια μέσα στην άλλη, μέχρι που φαινότανε και πάλι μονάχα η μεγαλύτερη! 33


Όλοι στο πλοίο χάρηκαν πραγματικά που θα είχαν τις μάμουσκες μαζί τους. Έτσι τις βοήθησαν ν’ ανέβουν στον Πελαγούλη και συνέχισαν το ταξίδι τους. Όλοι μαζί, ο Ελαφρούλης, ο Πελαγούλης, ο ξυλοπόδαρος Στρακαστρούκας, τα αρκουδάκια και οι μάμουσκες τραγουδούσανε με μια φωνή το θαυμαστό τραγουδάκι που ξεκλειδώνει τις καρδιές και πλησίαζαν πια στο Σμαραγδένιο Νησί, όταν ξαφνικά μια γνωστή μαύρη σημαία φάνηκε στον ορίζοντα. - Ωχ όχι, αδύνατον, είπε ο Ελαφρούλης. Νομίζω ότι είναι πάλι ο Σαπιογαλέρας. Πώς στην ευχή μας βρήκε; - Μόνον αυτός μας έλειπε, αναστέναξε ο Πελαγούλης. Αποκλείεται να του ξεφύγουμε. - Χα, νομίζατε ότι θα μου γλυτώνατε τόσο εύκολα, γέλασε το κακό πλοίο. Όμως εγώ σας ακολούθησα. Ωραία η πονηριά σου, καραβάκι, να χωθείς στην κοιλιά της φάλαινας. Τώρα όμως δεν έχεις πουθενά να μου κρυφτείς. Όλοι σας θα καταλήξετε στον πάτο της θάλασσας. Μ’ αυτά τα λόγια ο Σαπιογαλέρας μπήκε αμέσως σε θέση μάχης και στόχευσε τον Πελαγούλη. ΜΠΑΑΑΑΜ! Μια και μόνη κανονιά έσχισε τα πανιά του. - Ωχ, όχι, σε παρακαλώ, έκλαψε το καημένο το καραβάκι. Λυπήσου με. Τι σου έκανα; Γιατί είσαι τόσο κακός; - Χα χα χα! Γιατί έτσι μου αρέσει, φώναξε περήφανα ο Σαπιογαλέρας κι άρχισε να κυνηγάει τον Πελαγούλη, που έκανε ό,τι μπορούσε για να του ξεφύγει, χωρίς αποτέλεσμα. Το στριμμένο πλοίο έριχνε συνέχεια κανονιές προσπαθώντας να τον βουλιάξει κι εκείνος έκανε ό,τι μπορούσε, για να τις αποφύγει. Ήταν σίγουρα χαμένος. Όμως εκείνη την ώρα έγινε κάτι εκπληκτικό, κάτι απίστευτο που όλοι οι επιβάτες του Πελαγούλη θα το θυμόντουσαν για καιρό. Ο Ελαφρούλης, που ακόμα και σε τόσες δυσκολίες είχε μείνει πάντα τόσο καλός, ένιωσε κάτι καινούργιο. Ένα αίσθημα που δεν ήξερε πώς λεγόταν αλλά του έδινε τρομερή δύναμη. Δύναμη τέτοια που ποτέ δεν είχε φανταστεί πως είχε. Ήταν αληθινός θυμός!

34


Αληθινό θυμό νιώθει κανείς μονάχα όταν κάποιος ξένος απειλεί να πειράξει αυτούς που αγαπά. Δεν είναι όπως ο θυμός που νιώθουμε όταν δεν παιρνουμε κάτι που θέλουμε ή όταν πεισμώνουμε. Ήταν ένας θυμός πολύ πιο τρομερός, που έκανε το συννεφάκι ν’ αλλάξει και να γεμίσει ενέργεια που ξεχυνότανε ασυγκράτητη απο μέσα του. - ΔΕ ΘΑ Σ’ΑΦΗΣΩ ΝΑ ΠΕΙΡΑΞΕΙΣ ΤΟ ΦΙΛΟ ΜΟΥ, είπε το συννεφάκι με μισοσφιγμένα δόντια. Ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει κανείς, ακούστηκε μια φοβερή βροντή, όλα φωτίστηκαν απο τη δύναμη μιας αστραπής κι ένας κεραυνός απο ψηλά έπεσε ακριβώς πάνω στο κατάρτι του Σαπιογαλέρα. - Ωχ! Τι ήταν αυτό; Φώναξε το πειρατικο τρομαγμένο. Καίγομαι, καίγομαι. 35


Μα πριν τελειώσει τη φράση του, ένας δεύτερος κεραυνός τον χτύπησε κάνοντας τον να μην ξέρει πώς να αντιδράσει. - Ψυχραιμία, συννεφάκι, τραύλισε καταφοβισμένος. Δεν, δεν το εννοούσα, ένα αστείο έκανα. Αντι γι’ άλλη απάντηση, μια νέα βροντή του Ελαφρούλη του έκοψε τη χολή. Τώρα ήταν η σειρά του να το βάλει στα πόδια. - Μη, μη, έσκουξε το στριμμένο πλοίο κι άρχισε να πλέει με ταχύτητα μακριά προσπαθώντας να ξεφύγει. Οι κεραυνοί του Ελαφρούλη πέφτανε ο ένας πίσω απο τον άλλο, χωρίς να τον αφήνουν να πάρει ανάσα. Ποτέ το συννεφάκι δεν είχε νιώσει τόσο μεγάλο θυμό.

36


- Ζήτωωω, νικήσαμε! Φώναξαν τα αρκουδάκια. Άφησέ τον, Ελαφρούλη, είπε γελώντας ο Πελαγούλης, νομίζω το ’μαθε το μάθημα του και δε θα μας ξαναενοχλήσει. - Ουφ, έκανε ο Στρακαστρούκας, φτηνά τη γλυτώσαμε. Για μια στιγμή νόμιζα ότι ήμασταν χαμένοι, αλλά, χάρη στο καλό συννεφάκι, σύντομα θα βρισκόμαστε στο Σμαραγδένιο νησί. - Τέλος καλό, όλα καλά, είπε η μεγάλη μάμουσκα. Κι έτσι συνέχισαν το ταξίδι τους. Επιτέλους! Μετά απο τόσα εμπόδια, τόσες δυσκολίες κι αγωνίες είχανε φτάσει στο σκοπό τους. Ξαφνικά, μπροστά τους φάνηκε ολόλαμπρο ένα όμορφο μπλε νησί, χαμένο μέσα στα μενεξελιά νερά. Ήταν το Σμαραγδένιο Νησί. Η ακτή του ήταν γεμάτη με παιδιά που παίζανε και γελούσανε. Ήταν τα ξεχασιάρικα παιδιά. Μερικά ήταν καστανά, άλλα ξανθά κι άλλα μελαχροινά με γαλάζια, καστανά και μαύρα μάτια. Όλα τους ήταν πολύ όμορφα και χαριτωμένα αλλά κάπως βρώμικα και πεινασμένα, γιατί δεν είχανε κανένα να τους μαγειρεύει και να τα πλένει. - Φτάσαμε, είπε συγκινημένη η μεγάλη μάμουσκα. Δεν το πιστεύω. Φτάσαμε, φτάσαμε, φώναξαν χαρούμενα τα αρκουδάκια. - Κοιτάξτε, είπε ένα απο τα ξεχασιάρικα παιδιά, ένα καραβάκι γεμάτο φίλους. - Καταπληκτικό, είπε ένα άλλο παιδί. Μ’ αυτό το καραβάκι θα ταξιδέψουμε σ’ όλο τον κόσμο, θα δούμε μέρη μακρινά και θα ζήσουμε περιπέτειες. - Και δείτε, είπε ένα άλλο παιδί, έχει πάνω μια μαμά. Μας κάνει νοήματα. - Επιτέλους, φώναξαν ευτυχισμένα τα ξεχασιάρικα παιδιά. Τώρα που έχουμε μια μαμά, θα μπορέσουμε να μεγαλώσουμε. - Έχει και παιχνίδια. Μικρά, πάνινα αρκουδάκια. Τώρα θα παίζουμε μ’ αυτά και θα ’μαστε πραγματικά ευτυχισμένα. Μόλις το καράβι έφτασε στη στεριά, ο Στρακαστρούκας κατέβηκε κι άρχισε να κάνει διάφορα κόλπα. Είχε μαζί του μικρές μπάλες που τις πέταγε ψηλά και τις έπιανε στον αέρα κάνοντάς τες να στριφογυρίζουν. Ήξερε να καταπίνει φωτιές και να κάνει μαγικά κόλπα, που ενθουσίασαν τα παιδιά. Οι μάμουσκες ευτυχισμένες άρχισαν να τα φροντίζουν και τα αρκουδάκια τρέξανε αμέσως να διαλέξει καθένα τους ένα απ’ τα παιδιά, για ν’ αρχίσουν τα παιχνίδια. 37


Ο Ελαφρούλης ήταν για πρώτη φορά αληθινά ευτυχισμένος. Ένιωθε πως είχε φτάσει στο τέλος του ταξιδιού του. Και ποιούς νομίζετε ότι είδε ξαφνικά να πετάνε προς το μέρος του; Τα τέσσερα μικρά αγγελάκια, τον Κοκκινοφτερούλη, τον Πρασινοφτερούλη, τον Κιτρινοφτερούλη και τον Βιολετοφτερούλη, που χάρηκαν αληθινά μόλις τον είδαν. - Λοιπόν, πώς σου φάνηκε το ταξίδι σου; ρώτησε το αγγελάκι με τα κίτρινα φτερά. - Ήταν καταπληκτικό, είπε χαρούμενο το συννεφάκι. Έζησα τόσες περιπέτειες, έμαθα τόσα πολλά κι ωραία πράγματα και κατάλαβα πόσο πολύτιμο είναι το τραγούδι μου. Μακάρι να ήσασταν μαζί μου. - Ήμασταν, είπαν γελώντας τ’ αγγελάκια. Δε σε αφήσαμε ούτε μια στιγμή. Μόνο που δε μας έβλεπες, γιατί είχες πάντα τόσα πολλά να κάνεις. Δεν το μάντεψες ότι, όταν ονειρεύτηκες να φτάσεις στο Σμαραγδένιο Nησί, ήταν επειδή άκουσες τη μουσική του Bιολετοφτερούλη; Θα μπορούσες να νιώσεις αληθινή φιλία για το ροζ καραβάκι χωρίς τη μουσική του Κοκκινοφτερούλη; Θα ένιωθες τόσο συχνά αληθινή χαρά στο ταξίδι σου χωρίς τη μουσική του Κιτρινοφτερούλη; - Και τώρα, είπε σκουπίζοντας ένα δάκρυ ο Πρασινοφτερούλης, ήρθε η ώρα για την πιο σημαντική στιγμή του ταξιδιού σου. Ήρθε η ώρα να ενωθείς με τη φύση, όπως όλα τα συννεφάκια και το θαυμαστό τραγούδι σου να φτάσει στα πέρατα του κόσμου. - Ναι, ναι, είπε συγκινημένος ο Ελαφρούλης, αυτό λαχταρώ περισσότερο απ’ όλα. Αμέσως το αγγελάκι με τα πράσινα φτερά κι όλα τα άλλα αγγελάκια, ενωμένα απο μια θεϊκή δύναμη, άρχισαν να παίζουν τα μικρά μουσικά τους όργανα κι όλες οι καρδιές γέμισαν με μεθυστική μουσική. Κι ο Ελαφρούλης; Ο Ελαφρούλης μέσα σε μια στιγμή ένιωθε όλη τη χαρα, την αγάπη και τα όνειρα του κόσμου στη μικρή, αφράτη και κάτασπρη καρδούλα του. Ήταν τέτοια η χαρά του, που ξεχείλιζε απο μέσα του και ξεχυνόταν σαν μια υπέροχη ασημένια βροχή. Κάθε σταγόνα

38


είχε και μια νότα απο την υπέροχη μελωδία του και, καθώς έμπαινε στο χώμα, όλο το Σμαραγδένιο Νησί την τραγουδούσε. Τα λουλούδια, τα δέντρα, οι κοιλάδες και οι λόφοι. Τα ξεχασιάρικα παιδιά και οι μάμουσκες, ο Πελαγούλης και ο Στρακαστρούκας. Ο Ελαφρούλης βρισκότανε παντού. Σιγά σιγά το συννεφάκι γινόταν διάφανο όλο και πιο διάφανο, ώσπου έπαψε να φαίνεται. Όμως δεν είχε χαθεί, γιατί βρισκότανε παντού. Και η μουσική του θα ταξίδευε στα πέρατα της γης. Τα ξεχασιάρικα παιδιά επιτέλους θα μεγαλώνανε και στο κατάστρωμα του Πελαγούλη θα μεταφέρανε την όμορφη μουσική σε όλες τις κλειστές καρδιές. Έτσι είναι, βλέπετε, τα ταξίδια. Μερικά έχουν ένα τέλος και οδηγούν σ’ ένα σκοπό. Άλλα πάλι οδηγούν σε νέα ακόμα πιο μαγικά και μακρινά ταξίδια. Και το ταξίδι του Πελαγούλη και του Ελαφρούλη θα ζήσει πάντα στις καρδιές μας και θα τραγουδάμε όλοι εμείς το τραγούδι του, ώσπου κάθε κλειστή καρδιά να ξεκλειδώσει και όλοι οι άνθρωποι να γίνουν ευτυχισμένοι. Τι λέτε παιδιά θα τα καταφέρουμε;

Πάνω στην καλή μας γη όλοι οι άνθρωποι μπορούνε να γεμίσουνε στοργή και να μάθουν ν’ αγαπούνε. Την καρδούλα μας κλειστή είναι κρίμα να κρατάμε. Δεν είναι ανοησία σωστή τη χαρά να προσπερνάμε; Όλοι σας, λοιπον, γενείτε όπως είναι τα παιδιά. Αγαπήστε, ονειρευτείτε και ανοίξτε την καρδιά. Τις κακίες σας ξεχάστε και τη φύση σεβαστείτε, το τραγούδι του Eλαφρούλη μάθετε και τραγουδήστε. Και κανείς κακό ας μην κάνει, τον καιρό του έτσι χάνει. Θάλασσα γη κι ουρανό με σκουπίδια ας μη λερώνει. Όλοι οι άνθρωποι αδέρφια ας γενούμε μες στη φύση. Ας μην κάνουμε πολέμους! Τέρμα οι κακίες, τα μίση! Κι η ζωή έτσι θα γίνει όνειρο αληθινό και ευτυχισμένο θα ’ναι κάθε πλάσμα ζωντανό.

ΤΕΛΟΣ

39


Τι κουραστικό να είναι κανείς ξεχωριστός! Αυτό τουλάχιστον πιστεύει ο Ελαφρούλης, το μικρό συννεφάκι. Μπορεί άραγε ένα συννεφάκι κι ένα καραβάκι ν’ αλλάξουνε τον κόσμο; Ο Ελαφρούλης κι ο Πελαγούλης θα κάνουνε μαζί ένα μεγάλο και δύσκολο ταξίδι. Θ’ αντιμετωπίσουν πεισματάρες φάλαινες, τρομερές καταιγίδες, στριμμένα πειρατικά καράβια και πολλά, πολλά ακόμη. Πού θα τους βγάλει η αναζήτηση τους; Ένα δροσερό, καλοκαιρινό παραμύθι με οικολογικά κι άλλα σημαντικά μηνύματα, που θα μάθει στα παιδιά να δέχονται και ν’ αγαπάνε όλα όσα τα κάνουν μοναδικά.

ISBN 978-618-81422-2-0

40


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.